Τραγωδία

Από την Live-Pedia.gr

Τον ορισμό της τραγωδίας τον έδωσε ο Αριστοτέλης στην “Ποιητική” του (VΙ 2-3): “Έστιν ουν τραγωδία, μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστου των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι` απαγγελίας, δι` ελέου και φόβου περαίνουσαν την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν”. Δηλ. η τ. είναι μίμηση πράξης σπουδαίας και τέλειας, η οποία έχει αρχή, μέση και τέλος, καθώς και κάποια έκταση, με έκφραση καλλιτεχνική χωριστά για κάθε μέρος (δηλ. μέτρο στα διαλογικά μέρη και μελωδία στα χορικά), που εκτελείται με πρόσωπα, τα οποία δρουν πάνω στη σκηνή και δεν απαγγέλλουν απλώς και που με τη συμπάθεια του θεατή για τον ήρωα που πάσχει και το φόβο μήπως και ο ίδιος ο θεατής βρεθεί σε όμοια θέση με τον ήρωα, εξαγνίζει στην ψυχή των θεατών τα πρόσωπα που δρουν για τα σφάλματά τους. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό η τ. δεν είναι απλή ψυχαγωγία, αλλά γίνεται ταυτόχρονα και όργανο ηθικής ανύψωσης. Γιατί μεταφέροντας το θεατή από την πραγματικό κόσμο στον οποίο δεν ικανοποιείται πάντοτε η δικαιοσύνη, σε έναν κόσμο υψηλότερο και ιδανικότερο, στον οποίο αργά ή γρήγορα το κακό τιμωρείται και η δικαιοσύνη θριαμβεύει, επιφέρει την ηθική βελτίωση του ανθρώπου.

Η γένεση της τραγωδίας

Η τ. (τράγων ωδή, δηλ. τραγούδι των μεταμφιεσμένων σε σατύρους χορευτών) προήλθε από τη διονυσιακή λατρεία. Στην Αττική οι πιστοί του θεού Διόνυσου, ντυμένοι όπως οι ακόλουθοί του, Σάτυροι, γεμάτοι ενθουσιασμό και με αρχηγό κάποιο μεταμφιεσμένο σε Σειληνό (παιδαγωγό του Διόνυσου) αναπαριστούσαν με ζωηρά τραγούδια, που τα συνόδευε μουσική αυλών, και με μιμητικές κινήσεις το μύθο της γέννησης, της ανατροφής, των εύθυμων περιπετειών, των παθημάτων και του θανάτου του Διόνυσου. Το τραγούδι αυτό ονομαζόταν “διθύραμβος” (από το τίτυρος=τράγος, με την προσθήκη της προελληνικής κατάληξης -αμβος) και με τον καιρό εξελίχτηκε σε χωριστό λογοτεχνικό είδος. Ο φιλόμουσος κυβερνήτης της Αθήνας Πεισίστρατος, για να ευχαριστήσει το λαό, επανέφερε λαμπρότερες τις διονυσιακές γιορτές, που είχαν παραμεληθεί από τους προκατόχους του, και συγκρότησε χορό από 50 άνδρες, που παρίσταναν τους οπαδούς του Διόνυσου Σατύρους, οι οποίοι χόρευαν ρυθμικά το διθύραμβο γύρω από το βωμό, στεφανωμένοι με το ιερό φυτό του θεού, τον κισσό, ντυμένοι με προβιές και φορώντας ουρές και κέρατα, εξαιτίας των οποίων ονομάζονταν τράγοι. Και η εξέλιξη του διθυράμβου σε δράμα έγινε ως εξής:

Ενώ οι τράγοι χόρευαν γύρω από το βωμό του θεού ψάλλοντας τα παθήματά του, ένας από αυτούς άφηνε τη θέση του, ανέβαινε σε ένα ψηλό βάθρο και άνοιγε διάλογο με το χορό, δηλ. απαντούσε στις ερωτήσεις του χορού. Αργότερα στη θέση του χορευτή ορίστηκε ιδιαίτερος “υποκριτής” (= αποκριτής) και αυτόν πρώτος τον παρουσίασε ο Θέσπης (520 π.Χ.). Αλλά ο διάλογος ήταν στην αρχή σύντομος σε σύγκριση προς τα τραγούδια. Όταν όμως ο Αισχύλος πρόσθεσε και το δεύτερο υποκριτή και ο Σοφοκλής τον τρίτο, το διαλογικό μέρος κυριάρχησε. Οι τρεις λοιπόν αυτοί υποκριτές, που ονομάζονταν πρωταγωνιστής, δευτεραγωνιστής και τριταγωνιστής, μοιράζονταν τους ρόλους όλων των προσώπων της τ., όσα και αν ήταν αυτά. Οι υποκριτές ήταν μόνο άνδρες, οι οποίοι υποδύονταν και τα γυναικεία πρόσωπα. Εκτός όμως από τους τρεις υποκριτές, εμφανίζονταν στη σκηνή και τα “κωφά” πρόσωπα, δηλ. τα βουβά, και τα “δορυφορήματα”, δηλ. οι ακόλουθοι των ηγεμόνων. Το χορό των αποτελούσαν στην αρχή 12 μέλη, τα οποία ο Σοφοκλής αύξησε σε 15, όσα και έμειναν τελικά. Οι υποθέσεις της τραγωδίας, τέλος, με τον καιρό ξέφυγαν από τους μύθους του Διόνυσου και άρχισαν να αναφέρονται σε μύθους ηρώων του αργοναυτικού, του θηβαϊκού και του τρωικού κύκλου, μερικές μάλιστα φορές και σε ιστορικά θέματα.

Μέρη της τραγωδίας “κατά ποιόν”

Τα “κατά ποιόν” μέρη της τραγωδίας, αυτά δηλ. από τα οποία εξαρτάται η ποιότητά της, κατά τον Αριστοτέλη είναιτα ακόλουθα:

Ο μύθος

Είναι η “σύνθεσις των πραγμάτων” και Γι` αυτό θεωρείται το σπουδαιότερο μέρος. Ο μύθος μπορεί να είναι “πεπλεγμένος”, να έχει δηλ. “περιπέτειες” (=μεταβολή από την άγνοια στη γνώση ή για καλό ή για κακό) ή “απλός”, δηλ. χωρίς περιπέτειες και αναγνωρίσεις. Άλλο στοιχείο του μύθου, της πλοκής της τ. είναι η “τραγική ειρωνεία”, δηλ. το να αγνοούν οι ήρωες του έργου αυτό που γνωρίζουν οι θεατές. Τέλος, στο μύθο διακρίνουμε “δέση” και “λύση”, δηλ. η πλοκή φτάνει σ` ένα ανώτατο σημείο, από το οποίο αρχίζει έπειτα η μεταβολή της κατάστασης.

Το ήθος η φυσιογνωμία της ψυχής, ο χαρακτήρας των προσώπων που δρουν στο έργο. Αυτό πρέπει να είναι “χρηστό”, “όμοιο” (=φυσικό) και “ομαλό” (=αμετάβλητο).
Η λέξις δηλ. η γλώσσα και το μέτρο και γενικότερα το ύφος.
Η διάνοια δηλ, οι ιδέες, “το λέγειν δύνασθαι τα ενόντα και τα αρμόττοντα”.
Η όψις, δηλ. τα σκηνικά.
Η μελοποιία ή μέλος, δηλ. η μουσική, που ρυθμίζει τα βήματα του χορού.

Μέρη της τραγωδίας “κατά ποσόν” (ή εξωτερικά μέρη)

Αυτά είναι δύο: το διαλογικό και το χορικό.

  • Το διαλογικό διαιρείται σε:
πρόλογο (η αρχή του έργου μέχρι την είσοδο του χορού),
επεισόδια (οι κυρίως πράξεις) και
έξοδο (το τελευταίο μέρος της τραγωδίας).
Ο διάλογος μεταξύ των υποκριτών γίνεται ή με πολλούς στίχους ή με έναν, οπότε έχουμε “στιχομυθία” (μονομαχία δηλ. με λόγια), όταν το πάθος τους αυξηθεί. Σε ακόμα πιο σφοδρό πάθος, τα πρόσωπα του διαλόγου κόβουν το στίχο στα δύο και στα τρία και οι διαλογικές αυτές διαμάχες ονομάζονται “αντιλαβαί”.
  • Το χορικό διαιρείται:
σε πάροδο (το πρώτο τραγούδι του χορού, καθώς μπαίνει στην ορχήστρα) και
σε στάσιμα (τα τραγούδια που ψάλλει, αφού πάρει “στάση” – θέση- στην ορχήστρα· αυτά παρεμβάλλονται ανάμεσα στα επεισόδια).
Μερικές φορές, ο χορός, για να φανερώνει ενθουσιασμό και μεγάλη χαρά, χορεύει ζωηρά, τραγουδώντας το “υπόρχημα”. Άλλοτε πάλι οι υποκριτές και ο χορός τραγουδούν αμοιβαία θρηνητικά τραγούδια, τους “κομμούς”. Τέλος, σε ορισμένες περιστάσεις οι υποκριτές μόνοι, όταν το πάθος μεγαλώνει, τραγουδούν και τα τραγούδια αυτά ονομάζονται “από σκηνής”· όταν τραγουδά ένας μόνο, τότε έχουμε μονωδία, όταν δύο, δυωδία.

Τα διαλογικά μέρη από τα χορικά διαφέρουν ακόμα και κατά τη διάλεκτο και κατά το μέτρο. Η διάλεκτος στο διάλογο είναι η αρχαία αττική, ενώ στα χορικά αυτή χρωματίζεται από δωρισμούς, γιατί η τ. παρέλαβε τα μέλη από τη δωρική ποίηση. Στις παλαιότερες τ. το μέτρο των διαλόγων ήταν τροχαϊκό τετράμετρο και αργότερα έγινε ιαμβικό τρίμετρο, ενώ των χορικών τα μέτρα είναι ποικίλα.

Κανονικά την αρχαία τ. την αποτελούσαν πέντε διαλογικά μέρη (πρόλογος, τρία επεισόδια και έξοδος) και τέσσερα χορικά (πάροδος και τρία στάσιμα). Τα πέντε διαλογικά αντιστοιχούν με πέντε πράξεις του σημερινού δράματος, οι οποίες χωρίζονται με τέσσερα χορικά.

Εκτός από την αριστοτελική αυτή διαίρεση, οι παλιοί γραμματικοί διαιρούσαν την τ. σε τρία μέρη: την πρόταση ή εισβολή (αρχή της τραγωδίας), την επίταση (η μέση, που εντείνεται η πλοκή, η δέση) και την καταστροφή (το τέλος, η λύση του έργου). Ακόμα νεότερη είναι μια άλλη διαίρεση σε 5 μέρη: πρόταση, επίταση, κορύφωση, κατάσταση, καταστροφή.

Οι παραστάσεις

Παραστάσεις τραγωδιών (=διδασκαλίαι) γίνονταν στις τρεις από τις τέσσερις γιορτές του Διόνυσου: στα μικρά ή “κατ` αγρούς” Διονύσια (Δεκέμβριος), στα Λήναια (Ιανουάριος) και στα μεγάλα ή “εν άστει” Διονύσια (Μάρτιος). Μόνο δηλ. στα Ανθεστήρια δεν παριστάνονταν τραγωδίες. Επειδή η παράσταση των τ. ήταν δαπανηρή, η πόλη, για να ανακουφίσει το δημόσιο ταμείο, με νόμο είχαν καθιερώσει το θεσμό της χορηγίας, που ήταν μια από τις λειτουργίες. Όλα τα έξοδα της παράστασης τα επωμίζονταν οι χορηγοί, που ήταν από τους πλουσιότερους πολίτες. Ως ανταμοιβή για τις μεγάλες δαπάνες και τους κόπους η πόλη έδινε στο χορηγό, αν νικούσε ο χορός του, χάλκινο τρίποδα. Οι παραστάσεις είχαν αγωνιστικό χαρακτήρα και διεξάγονταν ανάμέσα σε τρεις ποιητές, οι οποίοι εκλέγονταν σε “προάγωνα” από τον αρμόδιο άρχοντα. Την κρίση την έκαναν πέντε κριτές, οι οποίοι, αφού παρακολουθούσαν το “δραματικό αγώνα”,μοίραζαν ύστερα από σύσκεψη τα βραβεία, που ήταν πρωτεία, δευτερεία και τριτεία. Ο καθένας από τους ποιητές αγωνιζόταν με τέσσερα δράματα, από τα οποία τα τρία ήταν τραγωδίες (τριλογία) και το τέταρτο σατυρικό δράμα· και τα τέσσερα αποτελούσαν την τετραλογία.

Οι πρόδρομοι των μεγάλων τραγικών

Εκτός από το Θέσπη, από την Ικαρία, τον εισηγητή του πρώτου υποκριτή, και άλλοι προετοίμασαν τον ερχομό των μεγάλων τραγικών. Αυτοί ήταν: ο Πρατίνας από τη Φλειούντα, ο οποίος έφερε στην Αθήνα το σατυρικό δράμα. Ο Φρύνιχος, του οποίου οι σπουδαιότερες τραγωδίες ήταν οι “Φοίνισσες” και η “Μιλήτου άλωσις”. Ο Χοιρίλος, που διακρίθηκε ως ποιητής σατυρικών δραμάτων. Από τα δράματα αυτών μόνο λίγα αποσπάσματα σώθηκαν.

Οι μεγάλοι τραγικοί (Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης)

Μ` αυτούς, η τραγωδία έφτασε στο απόγειο της ακμής της.

  • Ο Αισχύλος (525-456 π.Χ.) πρόσθεσε το δεύτερο υποκριτή, μεγάλωσε τα διαλογικά μέρη και έκανε καινοτομίες στη σκηνογραφία και τη χορογραφία. Έγραψε 90 περίπου έργα, από τα οποία σώθηκαν 7.
  • Ο Σοφοκλής (496 – 406 π.Χ.) διακρίθηκε στη διαγραφή των χαρακτήρων, παριστάνοντας τους ήρωές του ιδανικά πρότυπα. Πρόσθεσε τρίτο υποκριτή, αύξησε τα μέλη του χορού από 12 σε 15, περιόρισε τα χορικά ακόμα περισσότερο προς όφελος του διαλόγου και πρωτοπαρουσίασε τη φρυγική αρμονία (μελοποιία) στις σκηνικές μονωδίες. Από τα 130 περίπου δράματά του σώθηκαν και αυτού 7.
  • Ο Ευριπίδης (480 – 406 π.Χ.) υπήρξε ο “δραματικότερος” όλων, κατά τον Αριστοτέλη. Καινοτόμησε φέρνοντας την ομιλούμενη γλώσσα στο θέατρο. Επινόησε τον πρόλογο, συντόμευσε ακόμα περισσότερο τα χορικά, κάνοντάς τα σχεδόν “εμβόλιμα”, και συνήθιζε να δίνει τις λύσεις με τον “από μηχανής θεό”. Έδειξε ανεξαρτησία απέναντι στη θρησκεία, υποστήριξε τη θέση της γυναίκας, χρησιμοποίησε πολύ τα γνωμικά (γι` αυτό και ονομάστηκε “από σκηνής φιλόσοφος”) και παρουσίασε τους χαρακτήρες των ηρώων του, όπως ακριβώς παρουσιάζονται στην πραγματικότητα. Από τα 92 έργα του σώθηκαν 17 τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα.

Η παρακμή

Εκτός από τους τρεις κορυφαίους κλασικούς παρουσιάστηκαν και άλλοι σύγχρονοι και μεταγενέστεροι από αυτούς. Από την εποχή του Θέσπη (520 π.Χ.) μέχρι το 620 π.Χ., οπότε αρχίζει να χάνεται η τ., μέσα δηλ. σε δυόμισι αιώνες περίπου παρουσιάστηκαν 180 τραγικοί ποιητές, οι οποίοι έγραψαν 1500 περίπου τραγωδίες και σατυρικά δράματα. Από αυτά σώθηκαν ακέραιες μόνο 31 τραγωδίες (7 του Αισχύλου, 7 του Σοφοκλή και 17 του Ευριπίδη) και ένα σατυρικό δράμα του Ευριπίδη, καθώς επίσης και πολλά αποσπάσματα, τα οποία πληθύνονται διαρκώς, με την εύρεση αιγυπτιακών παπύρων. Μετά τους μεγάλους τραγικούς όμως, η τ. άρχισε να παρακμάζει και γι` αυτό μέχρι τον 3ο αι. μ.Χ. οι Έλληνες προτιμούσαν τις επαναλήψεις των τριών κλασικών και μάλιστα του Ευριπίδη. Τους Έλληνες τραγικούς μιμήθηκαν και οι Ρωμαίοι και ιδιαίτερα ο Πακούβιος, ο Άτιος και ο Σενέκας, τα έργα των οποίων όμως ποτέ δεν έφτασαν στο ύψος των προτύπων.

Μεταχριστιανική τραγωδία

Κατά τη βυζαντινή εποχή τη θέση της τ. πήραν τα “μυστήρια”, δηλ. δράματα με υποθέσεις παρμένες από τις γραφές. Αυτά τα μιμήθηκαν αργότερα και στη Δύση. Κατά την Αναγέννηση, οπότε ξεθάφτηκαν από την αφάνειά τους οι αρχαίοι Έλληνες, το θέατρο επηρεάστηκε από την ελληνική τ., και οι δυτικοί, εγκαταλείποντας τα μεσαιωνικά μυστήρια, δημιούργησαν το νεότερο ευρωπαϊκό θέατρο. Η αρχή έγινε στην Ισπανία το 16ο αι. με τα ποιμενικά δράματα του Χουάν ντε λα Ενσινά, τον οποίο ακολούθησαν ο Θερβάντες, ο Λόπε ντε Βέγκα κ.ά. Στην Αγγλία έκανε την εμφάνισή του ο Σαίξπηρ και οι Θόμσον, Χάρντι, Μπέρναρ Σο κ.ά. Στη Γαλλία οι κλασικοί Κορνέιγ, Ρακίνας κ.ά. Στη Γερμανία ο Γκέτε, ο Σίλερ, ο Χάουπτμαν κ.ά. Στην Ιταλία ο Αλφιέρι, ο Νικοντέμι κ.α. Στη Σκανδιναβία ο Ίψεν. Τέλος, στην Αμερική, ο Γκόντφρεϊ, ο Ευγένιος Ο` Νιλ κ.ά.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/608

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση