Πίνακας αρχαίων Μετοχών Παθητικού Παρακειμένου σε χρήση στη Νεοελληνική Γλώσσα

Μετοχή Ρήμα Σημασία και παραδείγματα
αναμεμιγμένος αναμίγνυμαι = αυτός που έχει αναμειχθεί, αυτός που έχει εμπλακείαναμεμιγμένος σε σκάνδαλο.
αναπεπταμένος αναπετάννυμαι = αυτός που έχει αναπετασθεί (απλωθεί)αναπεπταμένη σημαία
ανασυνδεδεμένος ανασυνδέομαι = αυτός που έχει ανασυνδεθεί
ανατεθειμένος ανατίθεμαι = αυτός που έχει ανατεθείανατεθειμένη παραγγελία,
ανατεθειμένο έργο
ανειλημμένος αναλαμβάνομαι = αυτός που έχει αναληφθείανειλημμένη υποχρέωση,
ανειλημμένη ευθύνη,
ανειλημμένα ποσά
ανεστραμμένος αναστρέφομαι = αυτός που έχει αναστραφεί, αναποδογυρισμένοςανεστραμμένο σχήμα,
ανεστραμμένη πολικότητα,
ανεστραμμένη θερμοβαθμίδα
ανηγμένος ανάγομαι = αυτός που έχει αναχθείανηγμένη μεταβολή,
ανηγμένη δύναμη
ανηγμένη κλίμακα
αντεστραμμένος αντιστρέφομαι = αυτός που έχει αντιστραφείαντεστραμμένοι ρόλοι,
αντεστραμμένοι όροι,
αντεστραμμένο κλάσμα
απεγκατεστημένος,
αποεγκατεστημένος
εγκαθιστώμαι
εγκαθίσταμαι
= αυτός που έχει απεγκατασταθεί (ή αποεγκατασταθεί)απεγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή)
απεγνωσμένος απογιγνώσκομαι = αυτός που έχει περιέλθει σε απόγνωσηαπεγνωσμένη προσπάθεια,
απεγνωσμένη φωνή
απεσταλμένος αποστέλλομαι = αυτός που έχει αποσταλείειδικός απεσταλμένος,
απεσταλμένη επιστολή,
απεσταλμένο δέμα
απευθυσμένος απευθύνομαι = αυτός που έχει απευθυσθείαπευθυσμένο έντερο =
το απευθυσμένο
απηυδημένος, απηυδισμένος απαυδώ
(απαυδώμαι)
= αυτός που έχει απαυδήσει (που έχει χάσει τη φωνή του), που έχει κουραστεί, εξουθενωμένος
απογεγραμμένος απογράφομαι = αυτός που έχει απογραφεί, απογραμμένοςαπογεγραμμένος κάτοικος
αποδεδειγμένος αποδεικνύομαι = αυτός που έχει αποδειχθείείναι αποδεδειγμένο,
αποδεδειγμένα (επίρρ.)
αποκατεστημένος αποκαθιστώμαι,
αποκαθίσταμαι
= αυτός που έχει αποκατασταθείκαλά αποκατεστημένος = εξασφαλισμένος (οικονομικά, εργασιακά κτλ.), νοικοκυρεμένος

αποκατεστημένος = δικαιωμένος (ύστερα από βραχύχρονη ή μακρόχρονη απόρριψη ή ανυποληψία)

απομεμακρυσμένος απομακρύνομαι = αυτός που έχει απομακρυνθείαπομεμακρυσμένος συνδρομητής,
απονενοημένος απονοούμαι = αυτός που έχει απονοηθεί (= που βρίσκεται σε απόγνωση)απονενοημένο διάβημα = απεγνωσμένη ενέργεια
αποσυνδεδεμένος αποσυνδέομαι = αυτός που έχει αποσυνδεθείαποσυνδεδεμένη συσκευή (από δίκτυο, από άλλη συσκευή κτλ.)
αποσυντεθειμένος αποσυντίθεμαι = αυτός που έχει αποσυντεθείαποσυντεθειμένο πτώμα
αποτεθειμένος αποτίθεμαι = αυτός που έχει αποτεθείαποτεθειμένος οπλισμός,
αποτεθειμένη χειροσυσκευή
αποτετμημένος αποτέμνομαι = αυτός που έχει αποτμηθεί
απωθημένος απωθούμαι = αυτός που έχει απωθηθεί, απωθημένος)Έβγαλε τα απωθημένα του
αυτοδιηγερμένος αυτοδιεγείρομαι = αυτός που έχει αυτοδιεγερθείαυτοδιηγερμένη διάταξη
αφηρημένος αφαιρούμαι = αυτός που έχει αφαιρεθείαφηρημένα ουσιαστικά,
αφηρημένη έννοια,
αφηρημένη τέχνη
βεβαρημένος,
βεβαρυμμένος
βαρύνομαι = αυτός που έχει βαρυνθείβεβαρημένο ποινικό μητρώο,
βεβαρημένο παρελθόν,
βεβαρημένος οργανισμός
βεβιασμένος βιάζομαι = αυτός που έχει βιασθείβεβιασμένη ενέργεια,
βεβιασμένη κίνηση,
βεβιασμένο χαμόγελο
γεγυμνωμένος γυμνούμαι = αυτός που έχει γυμνωθείτα οστά τα γεγυμνωμένα (εκκλ.)
δεδηλωμένος δηλούμαι = αυτός που έχει δηλωθείδεδηλωμένος εχθρός

αρχή της Δεδηλωμένης = η αρχή της πλειοψηφίας κόμματος που έχει αποδειχθεί με ψηφοφορία στη βουλή

δεδικασμένος δικάζομαι = αυτός που έχει δικασθείτο δεδικασμένο = ανέκκλητη δικαστική απόφαση, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί
δεδομένος δίδομαι = αυτός που έχει δοθείδεδομένος = θεωρούμενος ότι υπάρχει ή είναι γνωστος από την αρχή

δεδομένη κατάσταση
τα δεδομένα (ενός προβλήματος), δεδομένα, επεξεργασία δεδομένων (στην Πληροφορική)

δεδουλευμένος δουλεύομαι = αυτός που έχει δουλευθεί (και είναι οφειλόμενος)δεδουλευμένα ημερομίσθια,
δεδουλευμένοι τόκοι,
τα δεδουλευμένα
διαδεδομένος διαδίδομαι = αυτός που έχει διαδοθείδιαδεδομένος = ευρέως γνωστός, συχνά απαντώμενος, συνηθισμένος
διακεκαυμένος διακαίομαι
διακάομαι
= αυτός που έχει διακαείδιακεκαυμένη ζώνη
διακεκομμένος διακόπτομαι = αυτός που έχει διακοπείδιακεκομμένη συνουσία
διακεκριμένος διακρίνομαι = αυτός που έχει διακριθείδιακεκριμένος επιστήμονας,
διακεκριμένο στέλεχος
διαλελυμένος διαλύομαι = αυτός που έχει διαλυθείδιαλελυμένη οικογένεια,
διαλελυμένη ουσία
διασυνδεδεμένος διασυνδέομαι = αυτός που έχει διασυνδεθείδιασυνδεδεμένα δίκτυα
διατεθειμένος διατίθεμαι = αυτός που έχει διατεθείΔεν είμαι διατεθειμένος να υποχωρήσω στις απαιτήσεις του
διατεταγμένος διατάσσομαι = αυτός που έχει διαταχθείδιατεταγμένη υπηρεσία
διεσταλμένος διαστέλλομαι = αυτός που έχει διασταλείδιεσταλμένη κόρη οφθαλμού
διεστραμμένος διαστρέφομαι = αυτός που έχει διαστραφείδιεστραμμένος εγκληματίας
διεφθαρμένος διαφθείρομαι = αυτός που έχει διαφθαρείδιεφθαρμένος άνθρωπος
διηγερμένος διεγείρομαι = αυτός που έχει διεγερθείδιηγερμένη ενεργειακή κατάσταση (ενός ατόμου),
διηγερμένος ηλεκτρονόμος
διπλοεγγεγραμμένος διπλοεγγράφομαι = αυτός που έχει διπλοεγγραφείδιπλοεγγεγραμμένος ψηφοφόρος
εγγεγραμμένος εγγράφομαι = αυτός που έχει εγγραφείεγγεγραμμένος κύκλος, εγγεγραμμένο τετράπλευρο
εγκαταλελειμμένος εγκαταλείπομαι = αυτός που έχει εγκαταλειφθείεγκαταλελειμμένο σπίτι,
εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο
εγκατεσπαρμένος εγκατασπείρομαι = αυτός που έχει εγκατασπαρεί
εγκατεστημένος εγκαθιστώμαι
εγκαθίσταμαι
= αυτός που έχει εγκατασταθείεγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή)
εγκεκριμένος εγκρίνομαι = αυτός που έχει εγκριθείεγκεκριμένος τύπος,
εγκεκριμένο φάρμακο
εγνωσμένος γιγνώσκομαι = αυτός που έχει γνωσθεί, γνωστός, αδιαμφισβήτητοςεγνωσμένο κύρος,
εγνωσμένη αξία
ειλημμένος λαμβάνομαι = αυτός που έχει ληφθείειλημμένη απόφαση
ειμαρμένος είμαρται (δεν απαντάται στο πρώτο πρόσωπο) = αυτός που έχει κληρωθεί (ληφθεί με κλήρο), πεπρωμένος, μοιραίοςειμαρμένη: = το πεπρωμένο, η μοίρα
ειρημένος λέγομαι = αυτός που έχει λεχθεί (ρηθεί, ειπωθεί)
εισηγμένος εισάγομαι = αυτός που έχει εισαχθείεισηγμένη μετοχή (στο χρηματιστήριο)
εκπεφρασμένος εκφράζομαι = αυτός που έχει εκφρασθείεκπεφρασμένη άποψη
εκτεθειμένος εκτίθεμαι = αυτός που έχει εκτεθείεκτεθειμένος στον άνεμο
εκτεταμένος εκτείνομαι = αυτός που έχει εκταθείεκτεταμένη έρευνα
εμπεριστατωμένος εμπεριστατώ = αυτός που έχει εμπεριστατωθεί (= εξεταστεί (μελετηθεί, γίνει) με πολλή προσοχή)εμπεριστατωμένη μελέτη
εναποτεθειμένος εναποτίθεμαι = αυτός που έχει εναποτεθείεναποτεθειμένες ελπίδες
ενδεδειγμένος ενδεικνύομαι,
ενδείκνυμαι
= αυτός που έχει ενδειχθείενδεδειγμένος τρόπος,
ενδεδειγμένη ενέργεια,
ενδεδειγμένη λύση
ενδεδυμένος ενδύομαι = αυτός που έχει ενδυθείενδεδυμένος φως ως ιμάτιον (εκκλ.)
εντεταγμένος εντάσσομαι = αυτός που έχει ενταχθεί
εντεταλμένος εντέλλομαι = αυτός που έχει ενταλείεντεταλμένος σύμβουλος,
εντεταλμένος αντιπρόεδρος
εντεταμένος εντείνομαι = αυτός που έχει ενταθεί
εξεζητημένος εκζητούμαι = αυτός που έχει εκζητηθείεξεζητημένος τρόπος
εξεζητημένη αμφίεση
εξημμένος εξάπτομαι = αυτός που έχει εξαφθείεξημμένα πνεύματα
εξηρμένος εξαίρομαι = αυτός που έχει εξαρθείεξηρμένα προσόντα
εξωνημένος εξωνούμαι = αυτός που έχει εξωνηθεί
επανειλημμένος επαναλαμβάνομαι = αυτός που έχει επαναληφθείεπανειλημμένη υπόμνηση
επανειλημμένως (επίρρ.)
επανορθωμένος επανορθούμαι = αυτός που έχει επανορθωθεί
επεκτεταμένος επεκτείνομαι = αυτός που έχει επεκταθείεπεκτεταμένη πλευρά (μαθ.)
επενδεδυμένος επενδύομαι = αυτός που έχει επενδυθείεπενδεδυμένο κεφάλαιο
επηρμένος επαίρομαι = αυτός που έχει επαρθεί, ο οιηματίας, ο φαντασμένος, ο αλαζόναςεπηρμένο ύψος
επηυξημένος επαυξάνομαι = αυτός που έχει επαυξηθείέκδοση βελτιωμένη και επηυξημένη
επιβεβαρυμμένος επιβαρύνομαι = αυτός που έχει επιβαρυνθεί
επιβεβλημένος επιβάλλομαι = αυτός που έχει επιβληθείεπιβεβλημένα μέτρα
επιγεγραμμένος επιγράφομαι = αυτός που έχει επιγραφεί
επικεκαλυμμένος επικαλύπτομαι = αυτός που έχει επικαλυφθεί
επιτετραμμένος επιτρέπομαι = αυτός που του έχει επιτραπεί κάποιο έργοο επιτετραμμένος (ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος που αναπληρώνει τον πρεσβευτή)
ερριμμένος ρίπτομαι = αυτός που έχει ριφθείΛίθοι τε και πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα ουδέν χρήσιμά εστιν.
εσβεσμένος σβέννυμαι = αυτός που έχει σβεσθείεσβεσμένη άσβεστος,
εσβεσμένο ηφαίστειο
εσκαμμένος σκάπτομαι = αυτός που έχει σκαφθείυπερέβη τα εσκαμμένα = ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια
εσκεμμένος σκέπτομαι = αυτός που τον έχει κανείς σκεφθεί, σκόπιμος, προμελετημένοςεσκεμμένη ενέργεια
εσπευσμένος σπέυδω
(σπεύδομαι)
= αυτός που έχει σπευσθείεσπευσμένη ενέργεια
εσταυρωμένος σταυρώνομαι = αυτός που έχει σταυρωθείο Εσταυρωμένος (Χριστός)
εστεγασμένος στεγάζομαι = αυτός που έχει στεγασθείεστεγασμένος χώρος
εστεμμένος στέφομαι = αυτός που έχει στραφείεστεμμένος βασιλιάς
εστραμμένος στρέφομαι = αυτός που έχει στραφεί
εσφαλμένος σφάλλομαι = αυτός που έχει σφαλείεσφαλμένη άποψη
εσφαλμένο αποτέλεσμα
εσφιγμένος σφίγγομαι = αυτός που έχει σφιχθείη μονή του Εσφιγμένου (στο Άγιο Όρος)
ηγιασμένος αγιάζομαι = αυτός που έχει αγιασθείΣάββας ο Ηγιασμένος
ηθελημένος εθέλω
(εθέλομαι)
= αυτός που έχει «θεληθεί», εσκεμμένοςηθελημένη ενέργεια
ημαρτημένος αμαρτάνομαι = αυτός που έχει αμαρτηθεί= εσφαλμένος, λαθεμένος, αποτυχημένος

ημαρτημένα = παροράματα, αβλεψίες (ενός βιβλίου) (λατ. errata)

ημιανεπτυγμένος ημιαναπτύσσομαι = αυτός που έχει ημιαναπτυχθεί
ηνωμένος ενούμαι = αυτός που έχει ενωθεί, ενωμένοςΗνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ),
Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ)
Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ)
ηττημένος ηττώμαι = αυτός που έχει ηττηθείηττημένη ομάδα,
οι νικητές και οι ηττημένοι
καθειλκυσμένος καθελκύομαι = αυτός που έχει καθελκυσθεί
καθηγιασμένος καθαγιάζομαι = αυτός που έχει καθαγιασθεί
καθημαγμένος καθαιμάσσομαι = αυτός που έχει καθαιμαχθεί, αυτός που έχει καταματωθεί, καταματωμένος, αιμόφυρτοςκαθημαγμένος στρατιώτης

καθημαγμένου, καθημαγμένο, καθημαγμένοι, καθημαγμένων, καθημαγμένους,
καθημαγμένη οικονομία

κακοανατεθραμμένος ανατρέφομαι = αυτός που έχει κακοανανατραφείκακανατεθραμένο παιδί
καταβεβλημένος καταβάλλομαι = εξαντλημένος, αποκαμωμένος (από κούραση, ασθένεια, μεγάλη θλίψη)καταβεβλημένος οργανισμός
καταγεγραμμένος καταγράφομαι = αυτός που έχει καταγραφείκαταγεγραμμένη πρόταση
κατατεθειμένος κατατίθεμαι = αυτός που έχει κατατεθείκατατεθειμένο ποσό
κατατετμημένος κατατέμνομαι = αυτός που έχει κατατμηθεί
κατειλημμένος καταλαμβάνομαι = αυτός που έχει καταληφθείκατειλημμένος ανελκυστήρας,
σήμα κατειλημμένου,
κατειλημμένες θέσεις
κατεσταλμένος καταστέλλομαι = αυτός που έχει κατασταλείκατεσταλμένη λειτουργία
κατεστημένος καθιστώμαι,
καθίσταμαι
= αυτός που έχει κατασταθείτο κατεστημένο
κατεστραμμένος καταστρέφομαι = αυτός που έχει καταστραφείκατεστραμμένη πόλη
κατεψυγμένος καταψύχομαι = αυτός που έχει καταψυχθείκατεψυγμένα ψάρια
κατηγμένος κατάγομαι = αυτός που έχει καταχθείκατηγμένη

(= συντεταγμένη στον άξονα z)

κατηραμένος καταρώμαι = αυτός που τον έχουν καταρασθείκατηραμένος όφις
κατηρτισμένος καταρτίζομαι = αυτός που έχει καταρτισθεί
κεκαθαρμένος καθαίρομαι = αυτός που έχει καθαρθείκεκαθαρμένο εμβόλιο
κεκαλυμμένος καλύπτομαι = αυτός που έχει καλυφθεί
κεκαμμένος κάμπτομαι = αυτός που έχει καμφθείκεκαμμένος αγκώνας
κεκαρμένος κείρομαι = αυτός που έχει καρεί (κουρευτεί)εν χρω κεκαρμένος = κουρεμένος «γουλί»
κεκηρυγμένος κηρύττομαι = αυτός που έχει κηρυχθείκεκηρυγμένος πόλεμος
κεκλεισμένος κλείομαι = αυτός που έχει κλεισθεί, κλεισμένοςδίκη κεκλεισμένων των θυρών = δίκη χωρίς ακροατήριο (με απαγορευμένη την είσοδο στο κοινό)
κεκλημένος καλούμαι = αυτός που έχει κληθεί
κεκλιμένος κλίνομαι = αυτός που έχει κλιθεί, γερμένοςκεκλιμένο επίπεδο
κεκοιμημένος κοιμώμαι = αυτός που έχει κοιμηθείκεκοιμημένος δούλος = ο νεκρός δούλος (εκκλ.)
κεκονιαμένος κονιώμαι = αυτός που έχει κονιαθεί, αυτός που έχει επιχρισθείτάφος κεκονιαμένος = τάφος ασπρισμένος (και καθαρός εξωτερικά) (εκκλ.)
κεκορεσμένος κορέννυμαι = αυτός που έχει κορεσθείκεκορεσμένο διάλυμα,
κεκορεσμένος ατμός
κεκραμένος κεράννυμαι = αυτός που έχει κραθείκεκραμένος οίνος = νερωμένο κρασί
κεκτημένος κτώμαι = αυτός που έχει κτηθείκεκτημένα δικαιώματα,
το Κοινοτικό κεκτημένο
κεκτημένη ταχύτητα
κεκυρωμένος κυρούμαι = αυτός που έχει κυρωθείκεκυρωμένο αντίγραφο
κεχαριτωμένος χαριτούμαι = αυτός που έχει χαριτωθείχαίρε κεχαριτωμένη Μαρία
λελογισμένος λογίζομαι = αυτός που έχει λογισθείλελογισμένη χρήση
λελυμένος λύομαι = αυτός που έχει λυθεί, λυμένοςλελυμένη άσκηση, λελυμένο πρόβλημα
λογοκεκριμένος λογοκρίνομαι = αυτός που έχει λογοκριθείλογοκεκριμένο δημοσίευμα/κείμενο,
λογοκεκριμένος λόγος
μεμαρτυρημένος μαρτυρούμαι = αυτός που έχει μαρτυρηθεί
μεμονωμένος μονούμαι = αυτός που έχει μονωθεί (έχει μείνει μόνος)μεμονωμένο παράδειγμα,
μεμονωμένη περίπτωση
μεταγεγραμμένος μεταγράφομαι = αυτός που έχει μεταγραφείμεταγεγραμμένος στο Υποθηκοφυλακείο
μετατεθειμένος μετατίθεμαι = αυτός που έχει μετατεθείείναι δυο χρόνια μετατεθειμένος στην επαρχία
νενομισμένος νομίζομαι = αυτός που έχει νομισθεί (θεωρηθεί ως πάτριο έθιμο)νενομισμένος όρκος = ο καθιερωμένος όρκος
παραγεγραμμένος παραγράφομαι = αυτός που έχει παραγραφείπαραγεγραμμένο αδίκημα
παραδεδεγμένος παραδέχομαι = αυτός που έχει παραδεχθεί
παραδεδομένος παραδίδομαι = αυτός που έχει παραδοθεί
παρατεθειμένος παρατίθεμαι = αυτός που έχει παρατεθεί
παρατεταγμένος παρατάσσομαι = αυτός που έχει παραταχθείπαρατεταγμένο άγημα
παρατεταμένος παρατείνομαι = αυτός που έχει παραταθείπαρατεταμένο χειροκρότημα,
παρατεταμένη ανομβρία
παρεγγεγραμμένος περιγράφομαι = αυτός που έχει παρεγγραφείπαρεγγεγραμμένος κύκλος
παρεντεθειμένος παρεντίθεμαι = αυτός που έχει περεντεθεί
παρεστιγμένος παραστίζομαι = αυτός που έχει παραστιχθείπαρεστιγμένη νότα (μουσ.)
παρεσχημένος παρέχομαι = αυτός που έχει παρασχεθεί
παρεφθαρμένος παραφθείρομαι = αυτός που έχει παραφθαρείπαρεφθαρμένη γλώσσα
παρηκμασμένος παρακμάζω
(παρακμάζομαι)
= αυτός που έχει παρακμάσει
παρωχημένος παροίχομαι = αυτός που έχει παρέλθειπαρωχημένοι χρόνοι (ρήματος)
πεπαιδευμένος παιδεύομαι = αυτός που έχει παιδευθεί (μορφωθεί), μορφωμένος
πεπαλαιωμένος παλαιούμαι = αυτός που έχει παλαιωθείπεπαλαιωμένος οίνος,
πεπαλαιωμένη αντίληψη
πεπατημένος πατούμαι = αυτός που έχει πατηθείπεπατημένη (οδός) = ο ασφαλής γνωστός και συνηθισμένος δρόμος ή τρόπος

ακολουθεί την πεπατημένη

πεπειραμένος πειρώμαι = αυτός που έχει πειραθείπεπειραμένος τεχνίτης,

πεπειραμένος υπάλληλος

πεπεισμένος πείθομαι = αυτός που έχει πεισθείείμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι …
πεπερασμένος περαίνομαι = αυτός που έχει περανθείπεπερασμένη σειρά,
πεπερασμένο σύνολο
πεπιεσμένος πιέζομαι = αυτός που έχει πιεσθείπεπιεσμένος αέρας
πεπλανημένος πλανώμαι = αυτός που έχει πλανηθείπεπλανημένη εντύπωση
πεπλατυσμένος πλατύνομαι = αυτός που έχει πλατυνθείπεπλατυσμένος ρωστήρας
πεπλεγμένος πλέκομαι = αυτός που έχει πλεχθεί/πλακείπεπλεγμένη συνάρτηση (μαθ.)
πεποιημένος ποιούμαι = αυτός που έχει ποιηθεί, που έχει κατασκευασθείπεποιημένη κρίση (= φτιαχτή, τεχνητή κρίση και όχι πραγματική)
πεποικιλμένος ποικίλλομαι = αυτός που έχει ποικιλθείχρυσό δακτυλίδι πεποικιλμένο με μαργαριτάρια
πεπραγμένος πράττομαι = αυτός που έχει πραχθείτα πεπραγμένα
έκθεση πεπραγμένων
πεπρωμένος πέπρωται = αυτός που πέπρωται (είναι γραμμένος από τη μοίρα)πεπρωμένο = η μοίρα, η ειμαρμένη
περιβεβλημένος περιβάλλομαι = αυτός που έχει περιβληθείπεριβεβλημένος με φωτοστέφανο
περιγεγραμμένος περιγράφομαι = αυτός που έχει περιγραφείπεριγεγραμμένος κύκλος
περιελιγμένος περιελίσσομαι = αυτός που έχει περιελιχθεί
περιεσκεμμένος περισκέπτομαι = αυτός που τον έχει κανείς περισκεφθεί
περιεστραμμένος περιστρέφομαι = αυτός που έχει περιστραφεί
περιεσφιγμένος περισφίγγομαι = αυτός που έχει περισφιχθεί
περικεκομμένος περικόπτομαι = αυτός που έχει περικοπείπερικεκομμένος προϋπολογισμός
περιπεπλεγμένος περιπλέκομαι = αυτός που έχει περιπλεχθεί/περιπλακείπεριπεπλεγμένη κατάσταση
περιτετμημένος περιτέμνομαι = αυτός που έχει περιτμηθεί
πεφιλημένος φιλούμαι = αυτός που έχει φιληθεί (= αγαπηθεί)πεφιλημένος σύζυγος
πεφορτισμένος φορτίζομαι = αυτός που έχει φορτισθείπεφορτισμένη ατμόσφαιρα
πεφωτισμένος φωτίζομαι = αυτός που έχει φωτισθείπεφωτισμένος ηγέτης
προβεβλημένος προβάλλομαι = αυτός που έχει προβληθείπροβεβλημένο θέμα,
προβεβλημένη κατάσταση
προδεδικασμένος προδικάζομαι = αυτός που έχει προδικασθεί
προδιαγεγραμμένος προδιαγράφομαι = αυτός που έχει προδιαγραφείπροδιαγεγραμμένο μέλλον, προδιαγεγραμμένη πορεία, προδιαγεγραμμένα χαρακτηριστικά
προδιατεθειμένος προδιατίθεμαι = αυτός που έχει προδιατεθείείμαι προδιατεθειμένος … (προετοιμασμένος για κάτι …)
προεγγεγραμμένος προεγγράφομαι = αυτός που έχει προεγγραφεί
προεγκεκριμένος προεγκρίνομαι = αυτός που έχει προεγκριθεί
προειλημμένος προλαμβάνομαι = αυτός που έχει προληφθεί (= ληφθεί εκ των προτέρων)προειλημμένη απόφαση
προειρημένος προλέγομαι = αυτός που έχει προλεχθεί (προρρηθεί, προειπωθεί), ο προειπωμένος
προεκτεταμένος προεκτείνομαι = αυτός που έχει προεκταθείπροεκτεταμένη καμπύλη
προεντεταμένος προεντείνομαι = αυτός που έχει προενταθεί
προεσκεμμένος προσκέπτομαι = αυτός που τον έχει κανείς προσκεφθεί
προηγιασμένος προαγιάζομαι = αυτός που έχει προαγιασθεί
προηγμένος προάγομαι = αυτός που έχει προαχθείπροηγμένη τεχνολογία,
προηγμένες χώρες
προκαταβεβλημένος προκαταβάλλομαι = αυτός που έχει προκαταβληθείπροκαταβεβλημένο μίσθωμα
προκατειλημμένος προκαταλαμβάνομαι = αυτός που έχει προκαταληφθείείμαι προκατειλημμένος (= κατέχομαι από δυσμενή διάθεση έναντι κάποιου ή κάποιας κατάστασης, έχω προκατάληψη)
προκεχωρημένος προχωρούμαι = αυτός που έχει προχωρηθείπροκεχωρημένο φυλάκιο
προσβεβλημένος προσβάλλομαι = αυτός που έχει προσβληθείπροσβεβλημένα άτομα (από ασθένεια)
προσδεδεμένος προσδέομαι (προσδούμαι) = αυτός που έχει προσδεθείπροσδεδεμένος στο άρμα (του, της…) (οπαδός, ακόλουθος, τσιράκι)
προσκεκλημένος προσκαλούμαι = αυτός που έχει προσκληθεί, ο προσκαλεσμένοςπροσκεκλημένα άτομα,
οι προσκεκλημένοι
προστεθειμένος προστίθεμαι = αυτός που έχει προστεθεί
προτεθειμένος προτίθεμαι = αυτός που έχει προτεθεί
προτεταμένος προτείνομαι = αυτός που έχει προταθείπροτεταμένο στήθος
προωθημένος προωνούμαι = αυτός που έχει προωθηθεί, προωθημένοςπροωθημένη άποψη
σεσημασμένος σημαίνομαι = αυτός που έχει σημανθείσεσημασμένος κακοποιός
συγκεκομμένος συγκόπτομαι = αυτός που έχει συγκοπείσυγκεκομμένη λέξη
συγκεκραμένος συγκεράννυμι = αυτός που έχει συγκραθεί (= συγκερασθεί)συγκεκραμένη μουσική κλίμακα
συγκεκριμένος συγκρίνομαι = αυτός που έχει συγκριθείσυγκεκριμένα μέτρα,
συγκεκριμένα ουσιαστικά
συγκεχυμένος συγχέομαι = αυτός που έχει συγχυθείσυγκεχυμένη κατάσταση,
συγκεχυμένες πληροφορίες
συμβεβλημένος συμβάλλομαι = αυτός που έχει συμβληθείσυμβεβλημένο ταμείο,
συμβεβλημένο φαρμακείο
συμπεφωνημένος συμφωνούμαι = αυτός που έχει συμφωνηθείδεν τήρησε τα συμπεφωνημένα
συμπεφωνημένη λύσ
συνδεδεμένος συνδέομαι = αυτός που έχει συνδεθεί
συνδεδεμένη συσκευή,
άρρηκτα συνδεδεμένος
συνεζευγμένος συζεύγνυμαι = αυτός που έχει συζευχθείσυνεζευγμένες ταλαντώσεις, συνεζευγμένα κυκλώματα
συνεπτυγμένος συμπτύσσομαι = αυτός που έχει συμπτυχθείσυνεπτυγμένη μορφή
συνεσταλμένος συστέλλομαι = αυτός που έχει συσταλείσυνεσταλμένη κοπέλα = ντροπαλή κοπέλα
συνεστραμμένος συστρέφομαι = αυτός που έχει συστραφείσυνεστραμμένος

συνεστραμμένου

συνεστραμμένοι συνεστραμμένων συνεστραμμένους

συνεστραμμένο συνεστραμμένα

συνεστραμμένο ζεύγος (καλωδίων)

συνεσφιγμένος συσφίγγομαι = αυτός που έχει συσφιγχθεί
συνημμένος συνάπτομαι = αυτός που έχει συναφθείσυνημμένο έγγραφο,
συνημμένο αρχείο
συνηρημένος συναιρούμαι = αυτός που έχει συναιρεθείσυνηρημένα ρήματα
συντεθειμένος συντίθεμαι = αυτός που έχει συντεθεί
συντεθλασμένος συνθλώμαι = αυτός που έχει συνθλασθεί, ο συντετριμμένος
συντεταγμένος συντάσσομαι = αυτός που έχει συνταχθείσυντεταγμένη πολιτεία
συντετμημένος συντέμνομαι = αυτός που έχει συντμηθείσυντετμημένη επιλογή,
συντετμημένη λέξη
συντετριμμένος συντρίβομαι = αυτός που έχει συντριβείσυντετριμμένος (= υπερβολικά θλιμμένος)
συνωφρυωμένος συνοφρυούμαι = αυτός που έχει συνοφρυωθεί, συνοφρυωμένος
τεθλασμένος θλώμαι = αυτός που έχει θλασθείτεθλασμένη γραμμή
τεθλιμμένος θλίβομαι = αυτός που έχει θλιβείτεθλιμμένος συγγενής
τεθωρακισμένος θωρακίζομαι = αυτός που έχει θωρακισθείτεθωρακισμένα άρματα
τεταγμένος τάσσομαι = αυτός που έχει ταχθείτεταγμένη (= συντεταγμένη στον άξονα y)
τεταμένος τείνομαι = αυτός που έχει ταθείτεταμένη κατάσταση,
τεταμένη αρμόσφαιρα
τεταπεινωμένος ταπεινούμαι = αυτός που έχει ταπεινωθείαγαλλιάσσονται οστέα τεταπεινωμένα,
καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην (εκκλ., ν-στός ψαλμός)
τετελεσμένος τελούμαι = αυτός που έχει τελεσθείτετελεσμένο γεγονός,
τετελεσμένος μέλλων
τετηγμένος τήκομαι = αυτός που έχει τακείτετηγμένος κηρός
τετμημένος τέμνομαι = αυτός που έχει τμηθείτετμημένη

τετμημένης

τετμημένες

τετμημένων

(= συντεταγμένη στον άξονα x)

τετριμμένος τρίβομαι = αυτός που έχει τριβείτετριμμένη έκφραση
υπεσχημένος υπισχνούμαι = αυτός που τον έχει κανείς υποσχεθείδεν τήρησε τα υπεσχημένα
υπογεγραμμένος υπογράφομαι = αυτός που έχει υπογραφείυπογεγραμμένη σύμβαση
υποδιηρημένος υποδιαιρούμαι = αυτός που έχει υποδιαιρεθεί
υποκατεστημένος υποκαθιστώμαι,
υποκαθίσταμαι
= αυτός που έχει υποκατασταθεί
Τα στοιχεία της σελίδας αυτής αντλήθηκαν, κατά το σημαντικότερο μέρος τους, από τις σελίδες του ηλεκτρονικού περιοδικού Ορόγραμμα της Ελληνικής Εταιρείας Ορολογίας (ΕΛΕΤΟ).


Πηγη : http://www.teicrete.gr/users/kutrulis/Glosika/metohes.htm

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1809

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση