Του Παν. Μουλλά
“Οταν συλλογίζομαι τον Κ. Θ. Δημαρά ώς συγγραφέα μιας ιστορίας της
νεοελληνικής λογοτεχνίας, τον βλέπω κυρίως ν’ άπαντα σ’ ενα ερώτημα συλλογικό
και ταυτόχρονα ατομικό. Συλλογικό: στο μέτρο οπού ή γραμματολογία
ώς είδος εντάσσεται σ’ ενα ευρύτερο, εθνικό ή παραδοσιακό, πλαίσιο. ‘Ατομικό:
στο μ.έτρο Οπου τα γραμματολογικά ενδιαφέροντα του Δημαρά δεν μπορούν,
κατά τη γνώμη μου. ν’ αποσυνδεθούν άπο την δλη πορεία της «μετατόπισης))
του.
Όμως, ας δούμε τα πράγματα άπο πιο κοντά. Πρώτα ή λογοτεχνική ‘ιστορία.
υπόθεση κυρίως του 19ου αιώνα, με την αυτονόητη έ’νταξή της, ώς οργανικό
μέρος ενός αδιάσπαστου συνόλου, στον κορμό τής «εθνικής ιστορίας». “Οσο
για την ιστορία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας, ειδικότερα, ή κατάσταση είναι
γνωστή. ΈπΙ έναν περίπου αιώνα, τα αντίστοιχα έργα, γραμμένα άπο “Ελληνες
η άπο ξένους —Ι. Ρ. Νερουλός (1827), R. Nikolai (1876), Α. Ρ. Ραγκαβής
(1877), Κ. Krumbacher (1891), Κ. Dieterich (1902), D. Η. Hesseling
(1924)— εμφανίζονται μέ ξενόγλωσση περιβολή, ενώ μόλις στη δεκαετία τοΰ
1920 συντάσσονται, άπο τον ‘Ηλία Βουτιερίδη και τον “Αριστο Καμπάνη, οι
πρώτες γραμματολογίες σε ελληνική γλώσσα.
“Οτι το πρωτείο τής ιδεολογίας και των εκπαιδευτικών αναγκών είναι έδώ
καθοριστικό, μοΰ φαίνεται αναμφισβήτητο. Το πρωτείο τής ιδεολογίας” δηλαδή
δ,τι εμπνέει κυρίως τις προσπάθειες τών Φαναριωτών, μεταβάλλοντας τες συχνά,
παρά τους «εθνικούς» τους σκοπούς, σε αυτοδιαφημίσεις. Το πρωτείο τών
εκπαιδευτικών αναγκών δηλαδή ο,τι κεντρίζει αποφασιστικά τις πρωτοβουλίες
τών ξένων. “Ενα είναι βέβαιο, οτι όπως και αν ιδωθεί, ε’ίτε άπο την πλευρά
τοΰ πομπού ε’ίτε άπο την πλευρά τοΰ δέκτη, ό χώρος τής γραμματολογίας παραμένει
συλλογικός. Και δεν είναι έδώ, βέβαια, ή κατάλληλη στιγμή για να
σχολιασθεί αναλυτικά ο,τι στις μέρες μας προσλαμβάνεται συχνά (ή θεωρείται)
ώς κρίση. Κρίση μαζί και αμφισβήτηση — άρκεΐ να θυμηθούμε μόνο τήν περίπτωση
ενός κειμένου όπως το «Literaturgeschichte als Provokation der
Literaturwissenschaft» (1967) τοΰ Hans Robert Jauss. Μέ άλλα λόγια: κατηγορητήριο
και υπεράσπιση. Το κατηγορητήριο δεν είναι αβάσιμο, αν οι γραμματολογικές
φροντίδες συνδεθούν μέ τους εθνικούς άπομονωτισμούς, μέ τήν παραγωγή ενός μεθοδολογικά ανομοιογενούς λόγου κλπ. Ούτε δμως και ή υπεράσπιση:
δεν δέχεται κανείς αδιαμαρτύρητα τον παραμερισμό ενός χρήσιμου συνεργάτη.
“Επειτα, για να ξαναγυρίσουμε στην ατομική περίπτωση του Κ. Θ. Δημαρά,
αυτό πού ονομάζει ό Ι’διος «μετατόπιση» του δεν μπορεί, μου φαίνεται,
παρά να νοηθεί ώς γεγονός πολυδιάστατο, θεωρητικό συνάμα και πρακτικό,
εσωτερικό και εξωτερικό, ιδεολογικό και επιστημολογικό. “Ετσι θα μιλούσαμε,
ουσιαστικά, για μια μετατόπιση άπο τον ιδανισμό καί τον εύσεβισμο προς τή
λογοκρατία καί τήν ιστορία τών συνειδήσεων. *H ακόμα: άπο τή λογοτεχνία
(καί τή λογοτεχνική κριτική) προς τήν ιστοριογραφία καί άπο τήν αισθητική
προς τήν επιστήμη. “Ή επίσης: άπο τις ποιοτικές προς τις ποσοτικές εκτιμήσεις,
άπο το άτομο προς το συλλογικό σώμα, άπο τις κορυφές προς τους μέσους
ορούς κλπ.
Πότε πραγματοποιείται ή μετατόπιση αυτή ; ‘Ασφαλώς το ερώτημα φαίνεται
αδέξιο. Κάτι περισσότερο: ανεδαφικό. Ό ίδιος ό Κ. Θ. Δημαράς, δπως
ξέρουμε, χρησιμοποιεί τήν εικόνα τών «χρωστικών»: «ή εμπειρία μου με κατευθύνει
προς εντελώς βραδείες μεταβολές, καί θα έλεγα, στατιστικής υφής:
επί χρόνια δύο ιδεολογίες επικαλύπτονται, ώσπου ή καινούρια να αναλάβει τήν
πρωτεύουσα θέση»1. “Αν, λοιπόν, εγκαταλείψουμε τή μάταιη προσπάθεια να συνδέσουμε
τή μετατόπιση αυτή με συγκεκριμένες χρονολογίες, μας απομένουν δύο
δυνατότητες: ν’ αναζητήσουμε γενικά τα πρώτα ίχνη της στή δεκαετία του 1930,
κυρίως στο τέλος του μεσοπολέμου, καί να εντοπίσουμε τή δυναμική φάση της
εξέλιξης της στα χρόνια 1940-1945, θεωρώντας ώς συμβολική αφετηρία τή
μελέτη «Τα νεανικά χρόνια του Κοραή» (‘Αφιέρωμα εις Κ. Ι. “Αμαντον, 1940).
Τί προσφέρουν αυτά τα κρίσιμα χρόνια; Παραλείποντας δ,τι είναι εύκολο
να κατανοηθεί ώς συνειδησιακό καί ιδεολογικό προϊόν τών περιστάσεων (της
δικτατορίας Μεταξά, του παγκοσμίου πολέμου, της Κατοχής), υπογραμμίζω
τρία χαρακτηριστικά γεγονότα: α) δτι το σχέδιο της “Ιστορίας του Δημαρά οργανώνεται
στην αρχή της δεκαετίας του 1940’ β) δτι το τέλος της ‘Ιστορίας
αυτής (μιλώ για το Επίμετρο) τοποθετείται στην ίδια ακριβώς εποχή καί γ) δτι,
κατά τήν αντίληψη του συγγραφέα, ή δλη συλλογική προσπάθεια της λεγόμενης
Γενιάς του ’30 τερματίζεται «γύρω στα 1945»2.
Με τα δρια αυτά, δεν έ’χουμε παρά να μπούμε στην περιοχή τών «πολλαπλών
αιτίων». Για τα καθέκαστα, δίνω τον λόγο στον Κ. Θ. Δημαρά: «Καί
πάλι δμως τα πολλαπλά αίτια θα λειτουργήσουν καί εδώ. Με τήν Κατοχή δημιουργοϋνται ιδιότυπες ομάδες λογιοσύνης, ομάδες μελέτης, στην άκρη της νομιμότητας.
Ή ζωή ήταν τότε πολύ κλεισμένη, χωρίς ανοίγματα’ σαν διέξοδοι
οργανώθηκαν διάφορες σειρές μαθημάτων σε πολλά ιδιωτικά σπίτια. Για πρώτη
φορά εκείνους τους καιρούς κι εγώ, γύρω στα χρόνια 1943, έδωσα μια σειρά
μαθημάτων για τήν ιστορία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Δέκα μαθήματα”
πρώτο σχήμα τής ‘Ιστορίας μου, τής Γραμματολογίας, όπως τήν λέμε.
“Υστερα, δπως σας έλεγα, έρχεται ό “Αμαντος καί μου συσταίνει να γράψω
τήν ιστορία τής ελληνικής λογοτεχνίας” καί εκείνη μεν δεν τήν έγραψα, άλλα
άρχισαν τα καινούρια σπίτια τα εκδοτικά, τα όποια είχαν γεμίσει άπο παλμό
στα χρόνια τής Κατοχής, καί φουντώνουν σε μεγάλη παραγωγή. Τότε μου έζη-
τήθηκε άπο τον «”Ικαρο», να γράψω μια ιστορία τής λογοτεχνίας. Τίτλους για
μια τέτοια δουλειά είχα τον κύκλο μαθημάτων πού σας εϊπα, ανάλογα μαθήματα
άλλου καί δ,τι είχα ή ανακοινώσει ή δημοσιεύσει υπό τή μορφή μελετών
επάνω σε παλιότερα θέματα»3.
Προσθέτω τρεις ακόμα ενδιαφέρουσες μαρτυρίες του. Ή πρώτη (1965)
αναφέρεται στή διάρκεια απασχόλησης με τή γραμματολογία: «Το έργον τούτο
με άπησχόλησεν επί μίαν δεκαετίαν μέχρι τής πρώτης δίτομου εκδόσεως του
(1948-1949)»4. Ή δεύτερη (1983) χαρακτηρίζει τή γραμματολογία ως «ένα
έργο πού θεωρητικά μπορεί κανείς να πει δτι έξεκίνησε στην σημερινή του μορφή
(καί οχι τυχόν σε παλαιότερα σχεδιάσματα ή διαγράμματα) άπο γύρω στα
1945»5. Ή τρίτη μαρτυρία (1990), τέλος, επισημαίνει το γεγονός οτι το Δοκίμιο
για τήν ποίηση (1943) «φανερώνει πώς ό δοκιμιογράφος βρίσκεται σε
ένα σταθμό προχωρημένο τής πορείας του προς τήν απελευθέρωση άπο τον ιδανισμό.
“Ομως, ή απαλλαγή αυτή θα κρατήσει ακόμη αρκετά χρόνια ώσπου να
συντελεσθεί: ή αρχική y-op(pri του Προλόγου τής ‘Ιστορίας τής Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας (1948) φανερώνει κάποια σχετικήν εξάρτηση, δσο κι αν εκφράζεται,
οπωσδήποτε, διακριτικά»6.
Με αυτούς τους ορούς, διατυπώνω τήν πρόταση μου ως εξής: ή Ιστορία
τής νεοελληνικής λογοτεχνίας συνδέεται άμεσα με τήν «μετατόπιση» του Κ. Θ.
Δημαρά καί αποτελεί τον πρώτο ώριμο καρπό της. Κάτι πού, βέβαια, δεν οδηγεί
μηχανιστικά στή σχέση αιτίου καί αποτελέσματος. Γιατί τα πράγματα έχουν
τους ιδιαίτερους ρυθμούς τους. Είπαμε: «βραδείες μεταβολές». Άλλα οι μεταβολές
καθορίζονται άπο παράγοντες πού ανιχνεύονται κάποτε με δυσκολία.
Διευκρινίζω πώς το θέμα μου έδώ δέν είναι ή ‘Ιστορία τής νεοελ?.ηνικής
λογοτεχνίας, άλλα μόνο οι προϋποθέσεις της. Προϋποθέσεις: άλλη μια χαρακτηριστική λέξη του Δημαρά. Στην ουσία, αυτό —ου συμβαίνει είναι ενα είδος
όσμωσης της μεγάλης με τη μικρή διάρκεια. “Ετσι, για παράδειγμα, δ εθνισμός,
οργανικό στοιχείο της «λογοτεχνικής ιστορίας», άναρριπίζεται κάτω άπο
τις συγκεκριμένες κατοχικές συνθήκες και παίρνει διαστάσεις πατριωτικού
χρέους: «Δεν υπάρχει αμφιβολία οτι ιδίως μέσα στο άνάδεμα του πολέμου δ
“Ελληνας αισθάνθηκε την ανάγκη να προβεί σε «μια εθνική απογραφή)). Το
βιβλίο φαίνεται να έβοήθησε και ί’σως να συνετέλεσε σε ενα μεγαλύτερο πή-
ξιμο τής επιθυμίας αυτής»7.
Το «βιβλίο», λοιπόν, είναι άθροισμα προϋποθέσεων. Τα πρόσωπα, τα κείμενα,
οι περιστάσεις (ας μην ξεχνούμε και την ηλικιακή ωρίμανση του συγγραφέα),
δλα παίζουν τον ρόλο τους. “Οσο για τα πρόσωπα, θα σταθώ μόνο σε
δύο: στδν Κωστή Παλαμά και στον Albert Thibaudet. Είναι δύο δείκτες. Ή
παρουσία τους, ανάμεσα σε άλλους πολλούς, σηματοδοτεί ταυτόχρονα το πραγματικό
καί το συμβολικό πεδίο.
Πρώτα ο Κωστής Παλαμάς. Να υποδείξω τα ‘ίχνη του στο έργο του Κ.
Θ. Δημαρά; Θα το κάνει ασφαλώς, με τήν απογευματινή ανακοίνωση της, ή
Βενετία Άποστολίδου. Έ δ ώ σημειώνο^ μόνο πώς το δοκίμιο Κωστής Παλαμάς.
Ή πορεία του προς την τέχνη (1947) περιέχει τήν ακόλουθη αφιέρωση:
«Στή μητέρα μου, πού με πρωτογνώρισε με τον Ποιητή, άφιερο’)νεται το Δοκίμιο
τούτο, καρπός τριανταδύο χρόνων αδιάκοπης επαφής με το έργο του».
Ά ς προσέξουμε δύο πράγματα: α) οτι, οργανώνοντας τή γραμματολογία του,
δ Δημαράς οδηγείται με συνέπεια προς το δοκίμιο (και προς τήν ευρύτερη συνθετική
μελέτη), καθώς φανερώνουν λ.χ. το Δημοτικισμός καί κριτική (1939)
ή τα Ρωμαντικα σημειώματα, και β) οτι στο έργο του δ Παλαμάς εμφανίζεται
κυριαρχικότερα ιδίως μετά τον θάνατο του (1943), κι οχι μόνο δ Παλαμάς
ποιητής, άλλα καί δ κριτικός καί δ γραμματολόγος8.
“Επειτα δ Albert Thibaudet. Γνωρίζουμε οτι δ Γάλλος κριτικός απασχολεί
τή σκέψη του Δημαρά άπδ νωρίς, τουλάχιστο άπο το 19319. ‘Αλλά ή μεγάλη
στιγμή του είναι κι έδώ ή χρονιά τοϋ θανάτου του (και τής περίφημης
στο Δοκίμιο για τήν ποίηση (1943), πρέπει ασφαλώς να συσχετισθεί με τήν ακόλουθη
φράση (1916) του Κ. Παλαμά: «Κ’ έδώ θα χρειαζόταν για το κριτικό εξέτασμα να
βοηθήση “ό χάρτης τών πολλαπλών ρευμάτων”, καθώς ώνόμασε κάποιος ιστορικός τής φιλολογίας
τους λογής άπ’ έδώ κι άπ’ εκεί παράγοντες πού βοηθούν τή γένεση τοϋ λογοτεχνικού
έργου» («Βιζυηνός καί Κρυστάλλης», “Απαντα, τ. 8, σ. 330).
9. Κ. Θ. Δημαράς, «’Αλβέρτος Τιμπωντέ», Ί1 Πρωία, 9 Σεπτεμβρίου 1931. Βλ. και
Συνεντεύξεις, δ.π., σ. 40-41 : «Μα ό Thibaudet έχει σταθερά μία άπο τις πρώτες —καί
χρονολογικά πρώτες— θέσεις μέσα στο πάνθεο μου’ ας μήν ξεχνούμε τήν μεγάλη σημασία
τήν οποία δίνουν στην ιστορία καί τήν γεωγραφία ό στοχασμ,ός του καί το Εργο του».
Δύο άρθρα του Δημαρά μιλούν με τους τίτλους τους: «’Ένας οδηγός: ό Τιμπωντέ» (Ελεύθερον
Βήμα, 26 ‘Απριλίου 1936) καί «Ή ‘Ιστορία του Τιμπωντέ» (Ελεύθερον Βήμα,
18 ‘Ιανουαρίου 1937). Περιττό να θυμίσω δτι αύτη ή ‘Ιστορία της γαλλικής
λογοτεχνίας (πού θα είχαμε κάθε λόγο να τη θεωρούμε, ανάμεσα στα άλλα, καί
ως κέντρισμα των γραμματολογικών απασχολήσεων του Δημαρά) είναι zpyo
με ευρύτερη απήχηση σε ολόκληρη τη λεγόμενη Γενιά τοϋ ’30* ένα έργο καθόλου
άσχετο με την υπερβολική, στον τόπο μας, χρήση της έννοιας «γενιά».
‘Εδώ κανονικά θα έπρεπε, φρονίμως ποιών, να σταματήσω άφου, προχωρώντας
παραπέρα, κινδυνεύω να οδηγηθώ σε εικασίες. Άλλα καί πάλι δεν θέλω
να κλείσω αυτές τις παρατηρήσεις μου (πού χρειάζονται, εννοείται, συστηματικότερη
έρευνα καί πλουσιότερη τεκμηρίωση), χωρίς να διατυπώσω, κι ας ξεπερνούν
τα δρια της εισήγησης μου, δύο βασικά, κατά τη γνώμη μου, ερωτήματα
μεθόδου:
α) Σέ τί βαθμό ή ‘Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι έργο ύπε-
ρατομικο πού πιστοποιεί, σέ τελευταία ανάλυση, την οπτική γωνία οχι μόνο
ενός άνθρίόπου άλλα καί μιας ολόκληρης γενιάς; Ό Ι’διος ό Δημαράς φαίνεται
ν’ απαντάει με τον τρόπο του: τοποθετώντας γύρω στα 1945 το τέλος «της
συλλογικής αυτής δραστηριότητας», δεν παραλείπει να προσθέσει δτι «το περαιτέρω
έργο τών τέως εκπροσώπων της μπορεί, πιθανότατα, να δεσμεύει αυτούς,
ατομικά, άλλα κατά τίποτε δεν πρέπει να θεωρείται συνέχιση του συλλογικού
έργου της γενεάς του ’30»10. Μπορούμε δμως να θεωρήσουμε τήν άποψη
αύτη ως απαγορευτική; Το ζήτημα παραμένει ανοιχτό. Καί ή διερεύνηση
του ελπιδοφόρα.
β) Ά ν ή ‘Ιστορία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας, προϊόν μιας «μετατόπισης
», υπογραμμίζει το στοιχείο τής ρήξης, γιατί άραγε το στοιχείο αυτό δεν
θα μπορούσε παράλληλα ν’ αποτελεί καί στοιχείο μιας ορισμένης συνέχειας; Ό
Δημαράς μετατοπίζεται ασφαλώς άπα τή λογοτεχνία προς τήν ιστορία. Άλλα
το αποτέλεσμα είναι σημαδιακό: ή σύνθεση μιας ιστορίας τής λογοτεχνίας.
Σημειώσεις
1. Κ. Θ. Δημαράς, ‘Ιστορικά Φροντίσματα, Α’, Ό Διαφωτισμός καί το κορύφωμα
του, Έκδ. φροντ. Πόπη Πολέμη, Πορεία, 1992, σ. 11.
2. Κ. Θ. Δημαράς, Δοκίμιο για την ποίηση (1943), Φιλολογία καί κριτική 1, Νεφέλη,
1990, σ. 17.
3. Κ. Θ. Δημαράς, Συνεντεύξεις, Έρμης, 1986, σ. 42-43.
4. Κ. Θ. Δημαράς, “Εκθεσις τίτλυίν και έργων, ‘Αθήναι 1965, σ. 5.
5. Κ. Θ. Δημαράς, ‘Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, “Ικαρος, 71985, σ. κ’.
6. Κ. Θ. Δημαράς, Δοκίμιο για τήν ποίηση (1943), ο.π., σ. 21-22.
7. Κ. Θ. Δημαράς, Συνεντεύξεις, ο.π., σ. 17.
8. Υποδεικνύω ενα μόνο τεκμήριο: οτι ό κανόνας των ((πολλαπλών αιτίων», διατυπωμένος
10. Κ. Θ. Δημαράς, Δοκίμιο για την ποίηση (1943), δ.π., σ. 17.









Σχόλια Αναγνωστών-Επισκεπτών