Εισαγωγή
Το θέμα έχει μελετηθεί και αναλυθεί από ειδικούς επιστήμονες. Το
αναλυτικό πρόγραμμα – επίσημο και κρυφό – διατρέχεται από τα
στερεότυπα που χαρακτηρίζουν τη γενικότερη αντίληψη της κοινωνίας
για το ρόλο των δύο φύλων. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να ήταν
διαφορετικά;
Έτσι μια κριτική ματιά στα λογοτεχνικά κείμενα που διδάσκονται στη
Μέση Εκπαίδευση θα αποδείκνυε το αυτονόητο. Δεν υπάρχει καμιά
πολιτική σχετικά με το θέμα, ούτε καν προσπάθεια να εφαρμοστούν
κάποιες από τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η αρχή της
διάστασης του φύλου.
Ότι απομένει είναι οι κατά καιρούς μεμονωμένες φωνές που
επαναφέρουν το θέμα ή αποσπασματικές προσπάθειες για να ανοίξει
έστω μια συζήτηση, ιδιαίτερα ανάμεσα στους φορείς που έχουν την
ευθύνη για τους χειρισμούς και τις αποφάσεις.
Η επιλογή των κειμένων που διδάσκονται οι μαθητές και οι μαθήτριες
γίνεται κατά καιρούς από επιτροπές του Υπουργείου Παιδείας και
Πολιτισμού, στις οποίες εκτός από τους αξιωματούχους του Υπουργείου,
συμμετέχουν και εκπρόσωποι της Οργάνωσης των Καθηγητών
(Ο.Ε.Λ.Μ.Ε.Κ.) και εκλεγμένοι εκπαιδευτικοί στο Σύνδεσμο των
Φιλολόγων (Σ.Ε.Κ.Φ.). Το υλικό με βάση το οποίο γίνεται η επιλογή
είναι τα βιβλία του Ο.Ε.Δ.Β. που έρχονται από την Ελλάδα και τα βιβλία
που εκδίδονται από την Υ.Α.Π. τα οποία κυρίως καλύπτουν τη
λογοτεχνική παραγωγή της Κύπρου.
Στόχος της σύντομης μελέτης που ακολουθεί είναι η κριτική ανάλυση
των κειμένων της πεζογραφίας που διδάσκονται υποχρεωτικά όλοι οι
τελειόφοιτοι στο δημόσιο σχολείο και στα οποία εξετάζονται στις
Παγκύπριες Εξετάσεις και ο σχολιασμός των αντιλήψεων που
προβάλλουν για το ρόλο των δύο φύλων. Πιο συγκεκριμένα, ο
εντοπισμός του κρυφού αναλυτικού προγράμματος στο επίσημο και
διαπιστώσεις για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν, όταν η Πολιτεία
αποφασίσει σοβαρά ότι θα ασχοληθεί και με το συγκεκριμένο θέμα.
Τα κείμενα που εξετάζονται είναι τέσσερα διηγήματα: Το ψαράκι της
γυάλας του Μάριου Χάκκα, Σοροκάδα του Νίκου Κάσδαγλη, Ο
πορτοκαλόκηπος του Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη, +13 – 12 – 43 του
Γιώργου Ιωάννου και ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Στρατή
Τσίρκα Αριάγνη.
Η πρώτη παρατήρηση για την παντελή απουσία γυναίκας λογοτέχνιδας
στα πέντε πεζά κείμενα, αλλά και στα δώδεκα ποιητικά, σημειώνεται
εισαγωγικά αφού, εκτός από πασιφανής, τεκμηριώνει σε μεγάλο βαθμό
την εικόνα των δύο φύλων που αναμένει κάποιος να εντοπίσει στα υπό
εξέταση κείμενα.
ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟ : Το ψαράκι της γυάλας, του Μάριου Χάκκα , Σελ.
307-311
Το πιο πάνω διήγημα είναι ένα κατεξοχήν πολιτικό κείμενο για τη
φθίνουσα πορεία ενός άντρα-αγωνιστή που σταδιακά θα εγκαταλείψει
τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες και θα συμβιβαστεί στη
θαλπωρή του σπιτιού του. Ο συγγραφέας είναι ιδιαίτερα σκληρός με τον
ήρωα, αφού εγκαταλείπει την κοινωνική δράση με πρόσχημα το ψαράκι
που είχε στο σπίτι του.
Ένα τέτοιο κείμενο θα έλεγε κανείς ότι εκ προοιμίου είναι απαγορευτικό
για οποιαδήποτε γυναικεία παρουσία. Η πολιτική, χώρος κατεξοχήν
ανδρικός, επιτάσσει την ανδρική δράση ως δρώντος υποκειμένου της
ιστορίας – με όλες τις σημασίες της λέξης – και επιβάλλει την
οποιαδήποτε αναφορά στη γυναίκα ως μέρους του ανδρικού κόσμου,
κυρίως μάλιστα ως δύναμης που ενδεχομένως «αποανδροποιεί» τον
άνδρα, αφού θα τον απομακρύνει από τους μεγάλους στόχους του.
Έτσι οι αναφορές στη γυναίκα και το ρόλο της γίνονται έμμεσα στη
σελίδα 308 με τη φράση «Ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο,
ευθύνες, παιδιά….» και άμεσα στη σελίδα 310: « Αυτόν θα τον περίμενε
ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά…». Η μόνη μάλιστα πραγματική
γυναικεία παρουσία για την οποία γίνεται λόγος είναι μια μακρινή
εξαδέλφη, στης οποίας το σπίτι καταφεύγει για λίγο – για να
συνομιλήσει όμως με το σύζυγό της, αφού θέματα της συζήτησης είναι
οι πολιτικές εξελίξεις και οι ποδοσφαιρικοί αγώνες της ερχόμενης
Κυριακής.
Η αγωνία, λοιπόν, του συγγραφέα για τον ήρωα-άνδρα, που προδίδει
ουσιαστικά τα πιστεύω του και τις μάχες που είχε δώσει στο παρελθόν,
είναι καταλυτική για οποιαδήποτε αναφορά σε γυναίκες-συναγωνίστριες
ή έστω συνοδοιπόρους. Η ιστορική πραγματικότητα όμως όσον αφορά
τις δεκαετίες 1950 και 1960, ιστορικό χρόνο του διηγήματος,
καταγράφει χιλιάδες γυναικείες παρουσίες στις κινητοποιήσεις, τις
φυλακές, τους τόπους εξορίας. Τα υποκείμενα όμως της Ιστορίας
καταγράφουν τα γεγονότα από τη δική τους οπτική γωνία και τα
υποκείμενα της Εξουσίας, ανεξαρτήτως φύλου, διαιωνίζουν και
αναπαράγουν τις κυρίαρχες λογικές.
ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Σοροκάδα, του Νίκου Κάσδαγλη, σελ. 299-301
Στο σύντομο αυτό διήγημα ο συγγραφέας αφηγείται ένα περιστατικό στο
νησί της Ρόδου, όπου ο δυνατός νοτιοανατολικός άνεμος, που φυσάει με
δύναμη οχτώ μποφόρ, προκαλεί καταστροφές στα πλεούμενα που δένουν
στο λιμάνι χωρίς προφυλάξεις. Ένα από αυτά που αψήφησαν τη δύναμη
της φύσης, αφού βασίστηκε στη δύναμη της μηχανής, ένα αμερικανικό
πολεμικό πλοίο, ναυάγησε τελικά για να επιβεβαιωθεί, σύμφωνα με τους
επιμελητές του βιβλίου, το πανάρχαιο σχήμα «ύβρις – τίσις».
Η ιστορία απλή, η έκφραση λιτή και η προσπάθεια για εφαρμογή της
διάστασης του φύλου δύσκολη. Τα πρόσωπα του διηγήματος, όπως είναι
αναμενόμενο, είναι αποκλειστικά άνδρες ναυτικοί, ο καπετάνιος, ο
λιμενάρχης, οι ναύτες του καταδρομικού και ο αφηγητής που έχει τη
δυνατότητα να κολυμπάει πίσω από το μόλο.
Παρ’ όλα αυτά, δύο παράγραφοι στη σελίδα 299 αφιερώνονται σε
γυναικεία πρόσωπα « Οι γυναίκες των αξιωματικών είχανε φτάσει απ’
την παραμονή και νιαουρίζανε στα σαλόνια των ξενοδοχείων –
αλλόκοτη αίσθηση που δίνουν οι Αμερικάνες, σα μαζευτούνε πολλές.
Τα μπαρ ήταν έτοιμα όλα – ο Μπαμπούλας, που γινότανε Black Cat για
την περίσταση, το Rio Grande, το Long John και τα άλλα. Τα κορίτσια
τους ήρθαν απ’ τον Πειραιά μαζί με τις γυναίκες των αξιωματικών, και
περίμεναν στις πόρτες τα ναυτάκια που θα ξεμπάρκαραν…».
Οι επίσημες λοιπόν συνοδοί των ναυτικών, οι σύζυγοι των αξιωματικών
που «νιαουρίζανε» στα σαλόνια – προφανώς από πλήξη – και οι
ανεπίσημες αλλά εξίσου χρήσιμες γυναίκες των μπαρ που θα ξεκούραζαν
τα ναυτάκια από τα πολύωρα ταξίδια τους, συνθέτουν το γυναικείο
πληθυσμό του διηγήματος. Οι αντιλήψεις που απηχούν οι δύο
συγκεκριμένες ομάδες δεν απέχουν από τη γενικότερη αντίληψη για τη
θέση της γυναίκας σε ένα καθαρά ανδροκρατούμενο κόσμο, και όχι πια
μόνο στον κόσμο των θαλασσινών. Ο κόσμος των στεριανών συνεχίζει
να διανθίζεται από την όμορφη γυναικεία παρουσία που συνοδεύει,
διασκεδάζει, φροντίζει και γενικά υπηρετεί τις ανδρικές ανάγκες.
ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΡΙΤΟ : Ο Πορτοκαλόκηπος, του Γιώργου Φιλίππου
Πιερίδη, Ανθολόγιο Κυπριακής Λογοτεχνίας, σελ. 185 – 188.
Το μοναδικό πεζό λογοτεχνικό κείμενο από την Κυπριακή Λογοτεχνία
αναφέρεται στον Αγώνα του 1955- 1959. Με κεντρικό ήρωα τον Πετρή
περιγράφει την κυπριακή κοινωνία στις δύσκολες δεκαετίες του 1930 και
1940 και τις προσπάθειες κυρίως των αγροτών να «αναστήσουν»
ολόκληρα περιβόλια με το δικό τους καθημερινό μόχθο, σε βάρος
κυρίως της προσωπικής τους ζωής. Έτσι και ο Πετρής αφού δούλεψε για
χρόνια, αποκατέστησε τις αδελφές του και φρόντισε για τους γονείς του,
παντρεύτηκε και ο ίδιος για να αποκτήσει σε μεγάλη για την εποχή
ηλικία – τριάντα πέντε χρονών – το μοναχοπαίδι του, τον Αρτέμη. Ο
Αρτέμης μεγάλωνε σε δύσκολες πολιτικά συνθήκες. Στα δεκαοχτώ του
χρόνια, ενώ είναι τελειόφοιτος Γυμνασίου, ξεσπά ο αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α.
όπου εντάσσεται από τους πρώτους. Η μητέρα ανησυχεί, ο πατέρας
νιώθει περήφανος. Σε λίγους μήνες όμως φτάνει στο σπίτι το θλιβερό
μαντάτο, «ο Αρτέμης έπεσε!». Η μητέρα καταρρέει και ο πατέρας
«επιστρέφει» στον πορτοκαλόκηπό του, όπου «η ζωντανή παρουσία των
δέντρων τον παρασέρνει στη δική τους τροχιά».
Ένα θέμα ιδιαίτερα συγκινητικό, ίσως να μην προσφέρεται στην ανάλυση
με βάση την αρχή της διάστασης του φύλου. Από την άλλη όμως οι
αναφορές σε προηγούμενες δεκαετίες και χαρακτηριστικά του τόπου
μας,το καθιστούν ενδιαφέρον από την άποψη της μελέτης των δομών της
κυπριακής κοινωνίας, έτσι όπως αυτή εξελίχθηκε τον εικοστό αιώνα.
Έτσι , στο συγκεκριμένο διήγημα αποτυπώνεται με καθαρότητα η μορφή
της πατριαρχικής δομής της κυπριακής οικογένειας και ο ρόλος που
επιφύλασσε στα μέλη της. Ο δουλευτής άντρας και οι δύο αδελφές που
μεγαλοπαντρεύτηκαν, αφού τις αποκατέστησε ο αδελφός, με μοναδική
ευθύνη να γηροκομήσουνε τους γέρους γονείς. Στη συνέχεια, στη δική
του πια οικογένεια σε ένα αγόρι θα «απιθώσουν» τα αισθήματά τους, την
απέραντη στοργή η μάνα και τις καινούριες ιδέες ο πατέρας για σπουδές
μετά το Γυμνάσιο. Και όταν «ένας καινούριος άνεμος άρχισε να φυσάει
που ξεσήκωσε τα φρένα των ανθρώπων», ο πατέρας δηλώνει στις
ανησυχίες της μητέρας: « Τι θες, να κόψει πίσω, κοτζάμ άντρας, και να
χωθεί πίσω απ’ τα φουστάνια σου;» . Καθαρές ανδρικές κουβέντες, που
δηλώνουν ξεκάθαρα ότι το κάθε φύλο προορίζεται για μια συγκεκριμένη
πορεία. Οι άνδρες στον ανοιχτό δημόσιο χώρο της διεκδίκησης, και οι
γυναίκες στον κλειστό ιδιωτικό χώρο της εγκαρτέρησης (οι κόσμοι του
«έξω» και του «μέσα»). Την ώρα μάλιστα του απέραντου πόνου που
είναι κοινός και για τα δύο φύλα, ο άνδρας νιώθει να ταυτίζεται το δικό
του δράμα με το συνολικό παλμό γύρω του, ενώ η γυναίκα – με τη
βασική ιδιότητα της μάνας – με άχρηστες πια τις φτερούγες της στοργής
της, νιώθει το ξερίζωμα του ρόλου της που ταυτίζεται με την ύπαρξή της.
Το ερώτημα που προβάλλει είναι αβίαστο. Η περιγραφή της
πραγματικότητας μιας όχι και τόσο μακρινής εποχής συμβάλλει στη
διαιώνισή της και στο κοντινό μέλλον; Όχι απαραίτητα, αν αυτή
συνοδεύεται με τις ανάλογες κοινωνιολογικές προσεγγίσεις και
αναλύσεις. Ή έστω, αν η σημερινή πραγματικότητα διαφοροποιείται από
τους δοσμένους ρόλους και τις προκαθορισμένες πορείες του
παρελθόντος.
ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: + 13 – 12 – 43, του Γιώργου Ιωάννου, σελ. 275-
277
Στο αφήγημά του ο Ιωάννου με εξομολογητικό ύφος και έντονο
ρεαλισμό τοποθετείται προσωπικά για γεγονότα που δίχασαν τον
ελληνικό λαό τη δεκαετία του 1940 και μετά, την αντίσταση κατά των
Γερμανών τον εμφύλιο που ακολούθησε και το μετεμφυλιοπολεμικό
κλίμα των επόμενων δεκαετιών. Με αφορμή ένα περιστατικό με την
ανακομιδή των λειψάνων ενός δεκαεξάχρονου (είκοσι χρόνια μετά) από
τους χίλιους διακόσιους εκτελεσμένους από τους Ναζί στα Καλάβρυτα,
και τη στάση μιας ομάδας Ελλήνων επισκεπτών – κάποιοι από τους
οποίους έφτασαν στο σημείο να δηλώσουν «καλά τους έκαναν, αφού οι
άλλοι σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή…» – ο Ιωάννου προχωρεί στη
δική του επιλογή και στάση απέναντι σε αυτούς τους δύο κόσμους. Με
παρρησία δηλώνει ότι παρ’ ότι κοινωνικά και ταξικά ανήκε στον κόσμο
των επισκεπτών, η συνειδητή επιλογή του τον οδηγεί στον κόσμο της
αντίστασης, στο λαϊκό αριστερό κίνημα της εποχής.
Από την αρχή θα πρέπει να δηλωθεί ότι το συγκεκριμένο διήγημα δεν
προσφέρεται για οποιαδήποτε άλλη ανάλυση παρά για την πολιτική και
ιδεολογική του ερμηνεία. Είναι φανερό ότι γράφτηκε με πόνο ψυχής και
εκφράζει την αγωνία ενός ανθρώπου, άνδρα ή γυναίκας δεν ενδιαφέρει
τόσο και δεν επηρεάζει ούτε τον τρόπο γραφής του ούτε τις αντιλήψεις
που υποβάλλει.
Πιο συγκεκριμένα, οι αναφορές στο γυναικείο φύλο περιορίζονται κατά
την περιγραφή των γεγονότων. Στην πρώτη ενότητα, η γυναίκα κυρίως
αναλαμβάνει τη φροντίδα για όλα τα ταφικά έθιμα που περιγράφονται,
ενώ δηλώνεται ότι «μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει και για την
ταφή του», κατά το συγγραφέα, μετά τη διαπίστωση ότι ο νεκρός δεν
ήταν θαμμένος βαθιά.. Στη δεύτερη ενότητα, από το μπουλούκι – όπως
το αποκαλεί ο συγγραφέας – των επισκεπτών που με περιέργεια
παρακολουθούσε την ανακομιδή των λειψάνων, « ιδίως γυναίκες άρχισαν
τις ερωτήσεις». Με βάση τα πιο πάνω θα μπορούσε κάποιος να εντοπίσει
στερεοτυπικές αντιλήψεις για τις γυναίκες. Αυτές, ως οι κύριοι φορείς
της παράδοσης, φροντίζουν για τη συνέχισή της, παρ’ όλες τις
βιολογικές αδυναμίες τους, ενώ αυτές πάλι με ένα «γυναικείο»
χαρακτηριστικό τους, την περιβόητη γυναικεία περιέργεια, θα
συμβάλλουν – έστω και άθελά τους – στην εξέλιξη της πλοκής.
Θα πρέπει να σημειωθεί ακόμα μια φορά ότι το υπό εξέταση κείμενο, αν
και απηχεί βεβαίως τις αντιλήψεις της εποχής κατά την οποία γράφτηκε,
δεν εστιάζει σε αυτές και κυρίως δεν τις αναπαραγάγει, συνειδητά ή
ασυνείδητα. Αποτελεί ένα δείγμα γραφής για την εσωτερική πάλη του
ατόμου απέναντι στον εξωτερικό κόσμο, όταν αυτός διαμορφώνεται
πολλές φορές για εμάς χωρίς εμάς. Αυτή η πάλη βέβαια δεν αφορά το
φύλο ή άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου παρά μόνο το
βαθμό εγρήγορσής του.
ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΕΜΠΤΟ: Αριάγνη, του Στρατή Τσίρκα, σελ. 163 – 171
Στο βιβλίο Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας παρατίθεται ένα εκτενές
απόσπασμα από το μυθιστόρημα του συγγραφέα, το οποίο ανήκει στην
περίφημη τριλογία του «Ακυβέρνητες Πολιτείες». Ο τίτλος του
αποσπάσματος είναι και ο τίτλος του μυθιστορήματος, άρα η Αριάγνη
είναι το κεντρικό πρόσωπο του έργου και ένα από τα σημαντικότερα
στην τριλογία.
Στο υπό εξέταση απόσπασμα η ηρωίδα, μια γυναίκα σε ώριμη ηλικία με
πέντε παιδιά και σύζυγο υπάλληλο σε κέντρο αναψυχής, ενώ συμμετέχει
πολύ περιορισμένα στο διάλογο της πρώτης ενότητας, στη συνέχεια της
δίνεται ο λόγος από το συγγραφέα σε έναν εσωτερικό μονόλογο
θαυμαστό για τον τρόπο γραφής του, αλλά και για τις ιδέες που
προβάλλει. Έτσι, η Αριάγνη, μια απλή και αμόρφωτη γυναίκα, γίνεται το
πρότυπο του ανθρωπισμού και της ειρηνικής συνύπαρξης των ανθρώπων
με το σαφή διαπολιτισμικό της προσανατολισμό. Ζώντας σε ένα
πολυπολιτισμικό περιβάλλον, όπως αυτό της Αιγύπτου πριν την
ανεξαρτητοποίησή της, με πολλούς εμπορευόμενους κυρίως από
ευρωπαϊκές χώρες, έρχεται καθημερινά σε επαφή με τον Άνθρωπο,
ανεξαρτήτως φυλής και θρησκείας. Στο δηλωμένο ρατσισμό του
συζύγου της απέναντι στους ντόπιους, τους οποίους αποκαλεί
«γουμάρια» και για τους οποίους η συντεχνία των γκαρσονιών κατήλθε
σε απεργία με αίτημα να μην προσλαμβάνονται «οι αραπάδες», η
Αριάγνη «δηλώνει» : “Γιατί γουμάρια ; Εκεί που είναι ο πόνος κι ο
ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι ο άνθρωπος; Γιατί λοιπόν σκάβετε
ένα χαντάκι και χωρίζεστε;»
Η σύντομη αναφορά στο περιεχόμενο του αποσπάσματος φανερώνει για
πρώτη φορά μια αισιόδοξη – για την ανάλυση μας με βάση τη διάσταση
του φύλου – προσέγγιση. Μια γυναίκα είναι επιτέλους ο φορέας των
καινούργιων για την εποχή ιδεών, είναι ακόμα και ο άνθρωπος που θα
δικαιωθεί ιστορικά, αφού οι προβλέψεις της θα γίνουν πραγματικότητα
και οι ξένοι θα εκδιωχθούν από την Αίγυπτο με τις εθνικοποιήσεις του
Νάσερ το 1956. Μια γυναίκα, όπως δηλώνεται από τους επιμελητές του
βιβλίου σε μια εργασία που ακολουθεί, «δίνει μαθήματα ανθρωπισμού
και πολιτικής στον άντρα της».
Πέραν όμως από την αδρομερή ανάλυση της εικόνας των δύο φύλων, το
απόσπασμα προσφέρεται και για άλλες επισημάνσεις. Πρώτη και
σημαντικότερη, αυτή που επισημαίνουν και οι μαθητές και οι μαθήτριες
με την πρώτη ανάγνωση: Ότι η Αριάγνη ξεδιπλώνει τις σκέψεις της χωρίς
τον κίνδυνο της σύγκρουσης με τους άνδρες που βρίσκονταν στο τραπέζι
γύρω από το οποίο γίνεται η συζήτηση. Αν και ο σύζυγός της παρατηρεί
ότι η Αριάγνη « για πολλά πράγματα έχει αλλόκοτες ιδέες», πράγμα που
φανερώνει ότι σε άλλες περιπτώσεις θα τις ανέφερε στους συνομιλητές
της, στη συγκεκριμένη συζήτηση μένει βουβή μπροστά στην απαράδεκτα
ρατσιστική στάση του Διονύση, ενώ η ίδια η εμπειρία της – με το
περιστατικό με τον Αιγύπτιο Γιούνες, που χάρις στη βοήθειά του
ουσιαστικά σώθηκε από βέβαιο θάνατο το ένα παιδί της – θα μπορούσε
όχι απλώς να τον διαψεύσει αλλά να τον αφήσει εκτεθειμένο για τη δική
στάση στο ίδιο περιστατικό.
Ακόμα, η γενικότερη εικόνα της πρωταγωνίστριας ως, κυρίως και πάνω
απ’ όλα, της μητέρας που ζει και θυσιάζεται για τα παιδιά της,
επικαλύπτει ενδεχομένως οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό της. Είναι
εξάλλου κοινός τόπος η ταύτιση της γυναίκας με το συγκεκριμένο ρόλο
της που δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για να λειτουργήσει και με τα
άλλα στοιχεία του χαρακτήρα της. Ο ίδιος ο συγγραφέας το δηλώνει με
σαφήνεια. Η Αριάγνη είναι η μυθιστορηματική εικόνα της δικής του
μητέρας, έτσι όπως εξιδανικευμένα πλάθεται στο μυαλό του παιδιού της.
Στη όλη εικόνα δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε και τις δοσμένες
κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες. Μια γυναίκα δικαιούται να έχει άποψη,
και μάλιστα τη σωστή και τη δίκαιη, αλλά μην περιμένουμε να την
εκφράζει δυναμικά ή πολύ περισσότερο να αγωνίζεται για αυτή, σε
αντίθεση με τον άνδρα που για το άδικο μπορεί να προχωρήσει και σε
απεργία και να περηφανεύεται για την πρωτοπορία του. Το έχουμε πια
εμπεδώσει. Οι ρόλοι πρέπει να είναι διακριτοί, όπως και οι χώροι στους
οποίους μπορεί ο καθένας να διακριθεί, ανεξάρτητα από την ηθική ή
άλλης μορφής δικαίωσή του.
Διαπιστώσεις – Προτάσεις
Από όλα τα πιο πάνω κείμενα είναι φανερό ότι τα πράγματα δε θα
μπορούσαν να ήταν διαφορετικά. Οι συγγραφείς τους, παιδιά της εποχής
τους, ασφαλώς απηχούν τις αντιλήψεις της κοινωνίας μέσα στην οποία
διαμορφώθηκαν. Εξάλλου, η Λογοτεχνία ευρύτερα δεν αποσκοπεί σε
κανένα ιεραποστολικό σκοπό, ούτε ευαγγελίζεται την αλλαγή της
κοινωνίας. Κατ’ ακρίβεια η Λογοτεχνία έχει τόσους σκοπούς όσους και
οι άνθρωποι που την υπηρετούν.Άρα, οι επισημάνσεις δε στρέφονται σε καμιά περίπτωση στους
δημιουργούς αλλά – αφού μιλούμε για κείμενα που επιλέγηκαν να
διδαχτούν υποχρεωτικά σε μεγάλες ομάδες πληθυσμού – στους κύριους
υπεύθυνους για αυτές τις επιλογές. Και αν με τη σειρά τους , τα άτομα
που απαρτίζουν τις επιτροπές – άνδρες και γυναίκες – επιλέγουν με
οποιαδήποτε άλλα κριτήρια, εκτός από αυτό της διάστασης του φύλου,
είναι αναμενόμενο να κινηθούν στα δικά τους πλαίσια, παραβλέποντας
αυτή την ουσιώδη πτυχή.
Το ερώτημα λοιπόν προς την απρόσωπη – αλλά καθόλου άγνωστη –
Πολιτεία είναι αναπόφευκτο. Πώς περιμένει να αλλάξει νοοτροπίες και
ριζωμένες αντιλήψεις, όταν απλώς «φωτογραφίζει» καταστάσεις; Όταν
απλώς αναπαράγει πρόσωπα και καταστάσεις με τις αναγνώσεις και
αναλύσεις κειμένων που χρονικά – ας το σημειώσουμε ιδιαιτέρως –
κινούνται πέντε με έξι δεκαετίες πριν;
Στην Ιστορία, το βασικό υλικό είναι φυσικά το παρελθόν. Ακόμα και έτσι
όμως η επεξεργασία του υλικού μπορεί να συμβάλλει δημιουργικά σε ένα
καλύτερο μέλλον. Στη Λογοτεχνία δε κατεξοχήν, αν οι επιλογές γίνουν
με βάση τις ανάγκες του παρόντος, μπορεί να συμβάλουν στη
διαμόρφωση ενός πιο ελπιδοφόρου μέλλοντος. Με απόλυτο σεβασμό
στα λογοτεχνικά κριτήρια είναι δυνατόν έργα κλασικά αλλά και
μεταγενέστερα να υπηρετήσουν έναν από τους σημερινούς στόχους της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, την πολιτική της ενσωμάτωσης του φύλου, μέσα
από το χώρο της Παιδείας. Η περίφημη ευρωπαϊκή διάσταση στην
Εκπαίδευση μπορεί να πάρει σάρκα και οστά όταν αρχίσουμε να
σκεφτόμαστε πραγματικά για το περίφημο «ποιον άνθρωπο θέλουμε να
διαμορφώσουμε στα σχολεία», που αποτελεί το βασικό ερώτημα κάθε
μεταρρυθμιστικής ή όχι προσπάθειας.
Ακόμα, σύμφωνα και με μια άλλη βασική αρχή της εκπαιδευτικής
πολιτικής, για οποιαδήποτε αλλαγή στα εκπαιδευτικά δρώμενα θα πρέπει
να στραφούμε πρώτα και κύρια στους εκπαιδευτικούς. Έτσι, στα
μαθήματα της παιδαγωγικής κατάρτισης των εκπαιδευτικών της
Δημοτικής Εκπαίδευσης και της προϋπηρεσιακής για τους
εκπαιδευτικούς της Μέσης, θα πρέπει να διαμορφώνονται οι μελλοντικοί
εκπαιδευτικοί με βάση τις πολιτικές που η χώρα μας αποδέχεται ως μέλος
της Ε.Ε. και με συγκεκριμένες στρατηγικές που μπορεί να συμβάλλουν
στην υλοποίησή τους.
Μετά από αιώνες άνισης και άδικης αντιμετώπισης των δύο φύλων,
συγκρούσεις και παλινδρομήσεις του γυναικείου κινήματος, γίνεται
εφικτός ο δρόμος της συνύπαρξης χωρίς καταπίεση και διακρίσεις. Για
να γίνει λοιπόν η de jure ισότητα και απτή πραγματικότητα, θα πρέπει
και η Εκπαίδευση να διαδραματίσει το δικό της ρόλο. Αυτό του
διαμορφωτή αντιλήψεων και στάσεων που μπορεί να οδηγήσουν σε μια
δικαιότερη κοινωνία και για τα δύο φύλα, ή καλύτερα για τον καθένα και
την καθεμιά ανεξαρτήτως φύλου.
Αντρούλα Λάρκου
[Η πιο πάνω μελέτη γράφτηκε και παρουσιάστηκε στα πλαίσια του προαιρετικού
σεμιναρίου που διοργανώνει το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο με θέμα «Εκπαίδευση και
Ισότητα φύλων» με εισηγήτρια την κ. Δέσποινα Σολωμή-Χαραλαμπίδου.]









Σχόλια Αναγνωστών-Επισκεπτών