Κάποτε τα παιδιά διδάσκονταν στο σχολείο κείμενα που απηχούσαν την εμπειρία και σοφία λογίων ή απλών ανθρώπων σε μια μορφή γλώσσας ή περισσότερες μορφές αναλόγως της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που επικρατούσε. Σήμερα τα νεοελληνικά αναγνώσματα, εκτός από τον στρεβλό ή ατελή τρόπο που διδάσκονται, προσεγγίζονται με αδιαφορία πρώτα από τον δάσκαλο και στη συνέχεια από τον μαθητή, επειδή τα περισσότερα από αυτά δεν προσφέρονται για ουσιαστικό προβληματισμό και συζήτηση εποικοδομητική και δεν συγκινούν. Ο δε μαθητής, καλός ή αδύνατος, επιμελής ή όχι έχει την ικανότητα να διακρίνει από την πρώτη λέξη την συγκίνηση του δασκάλου του ή την “βαριεστημάρα” του. Προς σύγκριση λοιπόν παραθέτω τα επόμενα, για αρχή, από το βιβλίο της “Ε΄ τάξεως των Γυμνασίων και Λυκείων”, του σχολικού έτους 1930-31:
“Ο άνεμος ερώτησε τους ανθρώπους και του είπαν να μη φυσά τόσον πολύ. Ερώτησε τα ψάρια και του είπαν: φύσα όσο μπορείς πιο δυνατά. Ερώτησε τα βουνά και του είπαν: δεν κάνεις ευλογημένε ό,τι θέλεις; –
Ο εγωϊστής άνθρωπος όταν περιπατή κοιτάζει ή ψηλά ή χαμηλά. Ίσια δεν είναι ανάγκη να κοιτάξη. Ας προσέξουν οι άλλοι να μη πέση απάνω τους.-
Δεν ημπορούσα να εξηγήσω διατί ένας μεγάλος σκύλος, όταν γαυγίζη ένα σκυλάκι, φοβισμένος το βάζει στα πόδια. Μια μέρα όμως, που ένας πολυλογάς, με διαπεραστικήν και ψηλήν φωνήν μου υπεστήριξε κάτι παραδοξολογίες του: έχεις δίκαιο, του εφώναξα και έφυγα τρεχάτος. Τότε εθυμήθηκα τον σκύλον, λυπηθείς ότι δεν ημπορούσα και να ουρλιάσω κιόλας, δια να ξεθυμάνω, όπως εκείνος“. [“Θρύψαλα” του Δημ Γρ. Καμπούρογλου, 1920, σ. 84]
Παρακαλώ σε, Σταυραϊτέ, για χαμηλώσου ολίγο, / και δος μου τις φτερούγες μου και πάρε με μαζί σου, / πάρε με απάνου στα βουνά, τί θα με φάει ο κάμπος! [“Στο Σταυραϊτό”, 1893, απόσπασμα σ. 160]
και έπεται συνέχεια…


Δεν υπάρχουν σχόλια μέχρι τώρα ↓
Δεν υπάρχουν σχόλια ακόμη.