spetsiotou blog Δάσκαλε … τον ήρωά μου!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΙΑΝΝΟΥΚΑΚΗΣ (1899 – 1974)

2 Ιουλίου 2011 από spetsiotou
· Δεν υπάρχουν σχόλια · Χωρίς κατηγορία

 

Δημήτρη Γιαννουκάκη, Οι δύο φίλοι, 1949, Λάδι σε νοβοπάν (http://www.eikastikon.gr/zografiki/giannoukakis.html)

O Δημήτρης Γιαννουκάκης, θεατρικός συγγραφέας, ευθυμογράφος και σατιρικός ποιητής γεννήθηκε στην Aθήνα το 1899.    

Σπούδασε Nομικά και από το 1930 εργάστηκε ως δημοσιογράφος, γράφοντας για τις περισσότερες εφημερίδες και τα περιοδικά που κυκλοφορούσαν τον καιρό εκείνο. Έχει γράψει και έχουν μεταφερθεί στο θέατρο, συνολικά 235 έργα, κυρίως κωμωδίες και μονόπρακτα. 

Πέθανε στην Aθήνα το 1974 και θα μείνει γνωστός όχι μόνο για τις κωμωδίες του, αλλά και για τα θεμέλια που έθεσε στη διαμόρφωση μιας θεατρικής τεχνικής και γλώσσας. Σας θυμίζω κάποιες ταινίες του που έχουν αφήσει εποχή και με ευχαρίστηση τις βλέπουμε ξανά και ξανά, όπως: Οι κυρίες της αυλής (1966), Το τυχερό πανταλόνι (1963), Έξυπνοι και κορόιδα (1962), Ανθισμένη αμυγδαλιά (1959), Διαγωγή… μηδέν! (1949).  

Με αφορμή το μυθιστόρημα που είχα διαβάσει παιδί και κυκλοφορεί αυτή την περίοδο στα περίπτερα με τίτλο «Τρεις Έλληνες από το Αϊβαλί», του Δημήτρη Γιαννουκάκη, αναδημοσιεύω το ακόλουθο κείμενο του Τάσου Πορφύρη, Ηπειρώτη Λογοτέχνη, από τον ιστότοπο «Γιάννενα Πόλη των ευεργετών»:   

Ο ευτραφής και … γαλλοτραφής θεατρικός συγγραφέας, επιθεωρησιογράφος και μεταφραστής Δημήτρης Γιαννουκάκης είχε αδυναμία στις ωραίες γυναίκες και στα γλυκά. Ιδιαίτερα στα σαβαρέν¹ ή επί το ελληνικότερον στους «μπαμπάδες».  

Τον είχαμε ταχτικό πελάτη στη «Μπέρτσια»². Ερχόταν πάντα περιποιημένος, φορώντας κοστούμι από εγγλέζικο ύφασμα καλοραμμένο ώστε να κρύβει τις καμπύλες του προγάστορος, άσπρο καθαρό πουκάμισο, παπιγιόν μαύρο -χυδαϊστί προπέλα-, φίνα σκαρπίνια, πάντοτε φρεσκοξυρισμένος με μπριγιαντίνη στα μαλλιά του, τα χτενισμένα χωρίστρα. Απολάμβανε το σαβαρέν σερβιρισμένο σε αλουμινένιο πιατάκι με μπόλικο σιρόπι, στα όρθια, μια και το μαγαζί λόγω στενότητας χώρου δεν ήταν εξοπλισμένο με τραπεζοκαθίσματα, έπινε το νερό του, πλήρωνε και αποχωρούσε μ’ ένα «merci», που υποχρέωνε.  

Μια μέρα μπήκε βιαστικός και ανήσυχος.  

_ Μπορώ να ’χω ένα σαβαρέν στα γρήγορα;  

_ Αμέσως ` συμβαίνει κάτι, κύριε Γιαννουκάκη;  

_ Όχι, αλλά πολλά μπορούν να συμβούν από λεπτό σε λεπτό, αν δεν βιαστούμε. Η γυναίκα μου πήγε κάπου εδώ κοντά να αγοράσει καλλυντικά και την περιμένω. Ελπίζω όταν θα ’ρθει, να ’χω τελειώσει το γλυκό μου.  

Αμ’ δε! Μόλις έβαλε στο στόμα του τη δεύτερη μπουκιά να ’σου την την κυρία Γιαννουκάκη στην πόρτα του μαγαζιού. Μια ψηλή ξανθιά αιθέρια ύπαρξη μ’ ένα αφοπλιστικό χαμόγελο για μας και μια παρατήρηση για τον Δημήτρη.  

_ Δημητγάκη, πάλι σαβαγέν;  

_ Μην ανησυχείς mon amour, εμένα βαγέν, εσένα δεν βαγέν!  

_ Δημητγάκη, το χιούμορ δεν σώζει, ούτε αδυνατίζει.  

_ Μου κάνει εντύπωση, Μιρέιγ, που δεν βάζεις δράμι -τα γραμμάρια ήρθαν αργότερα- παρ’ όλα τα ρω³ της γλώσσας μου που τραγανίζεις καθημερινά!  

Ήταν η εποχή που το μεταφρασμένο θεατρικό έργο Γάλλου συγγραφέα -μου διαφεύγει το όνομά του- «Μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά», ανεβασμένο στη σκηνή του Rex με πρωταγωνίστριες τις αδελφές Καλουτά, παιζόταν για δυο διετίες: 1949-50 και 1951-52 και απέφερε χρήματα και αναγνώριση μεταφραστικού ταλέντου στον ήδη δόκιμο θεατρικό συγγραφέα Δημήτρη Γιαννουκάκη.   

1 «Γλύκισμα σιροπιαστό -πρωτοκατασκευασθέν υπό του Γάλλου μαιτρ ζαχαροπλαστικής Μπριγιά Σαβαρέν (Brillat Savarin), σχήματος στρογγύλου -εκ της φόρμας όπου ετοποθετείτο μίγμα υλικών δια την έψησιν-, παρασκευασθέν εξ αλεύρου, ωών, νωπού βουτύρου, γάλακτος, σακχάρεως και ζυθοζύμης. Προ του σερβιρίσματός του περιλούεται με ζεστόν σιρόπιον παρασκευασμένον εκ σακχάρεως, ύδατος και αρώματος βανίλιας. Ίνα καταστεί το σαβαρέν πλέον νόστιμον χαράσσεται εγκαρσίως κατά το ήμισύ του και εις την σχισμήν τοποθετείται τη βοηθεία ειδικού «κορνέ», κρέμα σαντιγύ. Ωσαύτως, με κρέμα σαντιγύ γαρνίρεται και η πεπλατυσμένη κορυφή του γλυκού. Δύο κερασάκια φρουΐ-γλασέ τοποθετημένα επί της κρέμας σαντιγύ συμπληρώνουν την γευστικήν άμα και αισθητικήν απόλαυσιν». (απόσπασμα εκ του λήμματος «σαβαρέν» παλαιάς εγκυκλοπαιδείας).  

2 Όνομα -φίρμα- του ζαχαροπλαστείου στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου στον αριθμό 24, απέναντι ακριβώς από τον τότε Σταθμό Α΄ Βοηθειών του Ερυθρού Σταυρού. Το «Μπέρτσια» σημαίνει στα λατινικά «βοσκότοπος» και το «βάφτισε» μ’ αυτό το όνομα ο πατέρας για να του θυμίζει μια λοφοσειρά στα νότια του χωριού μας που φαίνεται από το πατρικό μας σπίτι, ανάμεσα στο Λαχανόκαστρο -τώρα … Ωραιόκαστρο, τρομάρα μας- και στη Βήσσιανη, τη γνωστή ανά το πανελλήνιον από το τραγούδι «Μωρή κοντούλα λεϊμονιά» που χορεύεται στα τρία.  

3 Ευτυχώς που ο Ελύτης δεν είχε ακόμα δημοσιεύσει «Τα ρω του έρωτα», γιατί ο έρωτας θα ’μενε χωρίς τα ρω του.  

  

 

Ετικέτες: ·

Δεν υπάρχουν σχόλια μέχρι τώρα ↓

Δεν υπάρχουν σχόλια ακόμη.

Αφήστε μια απάντηση