Η ιστορία αυτού του τόπου στηρίχτηκε στα έργα των απλών ανθρώπων που είχαν όρεξη για δημιουργία. Η φύση της Ελλάδας διδάσκει τον κάτοικο αυτής της χώρας να είναι δουλευτής και επίμονος. Η θάλασσα, ο ήλιος, το χέρσο χωράφι, το βουνό, ο θάμνος, το θυμάρι ανακατεύονται μέσα στην ψυχή του και παράγουν έργο. Ο Έλληνας είναι απαισιόδοξος και αισιόδοξος μαζί. Φιλικός και εριστικός. Φιλόσοφος και επιπόλαιος ερευνητής. Υπομονετικός αλλά και φουριόζος. Αυτές οι αντιθέσεις κράτησαν αυτή τη χώρα στη σκηνή της ιστορίας, αυτός ο χαρακτήρας, ο αλλοπρόσαλλος, δημιούργησε τραγωδίες και θαύματα αλλά δεν πρόδωσε ποτέ τα ιδανικά της Ανθρωπότητας. Είναι να χαίρεσαι την Ελλάδα, είναι να χαίρεσαι τον Έλληνα. Με λίγες κινήσεις, με λίγα λόγια διαγράφει την πορεία που επιβάλλεται να ακολουθεί κάθε άνθρωπος σ’ αυτό τον πλανήτη!
Γνήσιος εκφραστής της τέχνης της ζωής είναι ο Στέλιος Δουμένης. Σμιλευτής! Εκπρόσωπος μιας παραδοσιακής, γνήσιας κι αυθεντικής νοοτροπίας.
Ο Στέλιος Δουμένης γεννήθηκε στη Σαλαμίνα. Ένας γιος στην πολυμελή οικογένεια του Θανάση Δουμένη και της Μελπομένης Παπαμιχαήλ, ο Βενιαμίν της οικογένειας. Γράμματα έμαθε στα δύσκολα χρόνια του πολέμου του 40 και της κατοχής. Ταυτόχρονα έμαθε να κάνει αγροτικές δουλειές. Έμαθε να μαζεύει ξύλα, κόβοντας δέντρα ή ρίζες από πεύκα και θυμάρια. Έκανε και τον οικοδόμο πριν πάει να υπηρετήσει την πατρίδα. Έβγαλε και μεροκάματο σερβιτόρου σε μαγαζιά ….
Μετά πήγε στο κουρείο του αδελφού του Αργύρη, έμαθε την τέχνη του κουρέα και την εξάσκησε για δώδεκα χρόνια. Δεν ξέφυγε από την δραστηριότητά του η κτηνοτροφία μήτε η πτηνοτροφία.
Μεράκι και τέχνη αναμείχθηκαν αρμονικά, όταν ασχολήθηκε με το μπουζούκι. Από το 1950 υπηρέτησε αυτή την τέχνη, στην αρχή με δανεικό μπουζούκι, που του δάνεισε ο Λιάκος – Σιδέρης –Βιλλιώτης. Ερασιτέχνης αλλά μαέστρος στη μουσική, γρήγορα πέρασε και στον στίχο. Τα δυο αυτά ταιριάζουν και συνυπάρχουν μέσα στον αυτοδίδακτο καλλιτέχνη. Δυο τραγούδια πέρασαν και σε δίσκο αφού τα έδωσε στον γνωστό συνθέτη Στέλιο Χρυσίνη να τα εκτιμήσει.
Το περιβάλλον που έδρασε ήταν μουσικό, γι΄αυτό και ο Στέλιος Δουμένης ένιωσε μέσα του να ζει και να θεριεύει η μουσική, ο στίχος, το τραγούδι. Ο Σίδερης Αδριανός έπαιζε λαούτο και ο Γιώργος Παπασιδέρης τραγουδούσε δημοτικά. Παρέα λοιπόν με το μπουζούκι του, που το ΄χε φτιάξει ο Ζοζέφ στον Πειραιά, ο Στέλιος διάνθιζε τη ζωή του με ήχους και έσπειρε στίχους, ζυμωμένους στη σκέψη της ζωής με προζύμι που μόνο η ψυχή ενός ανθρώπου μπορεί να προμηθεύσει. Δίπλα του η σύζυγός του Ντίνα και τα δυο του παιδιά, η Μένη και ο Κώστας γέμιζαν και γεμίζουν τη ζωή του με ποικιλία ήχων και συγκινήσεων.
Έπειτα είναι και η ποίηση!
Έγραψε πολλά ποιήματα ο Στέλιος. Έγραφε και έσβηνε. Κάποιες στιγμές κάποιοι τον αποθάρρυναν και αυτός έπιασε και τα κατάστρεψε. Ό,τι είχε γράψει παραδόθηκε στη φωτιά, όπως μου διηγήθηκε. Μεσολάβησε ένα διάστημα περιθωριοποίησης στον τομέα της ποιητικής έμπνευσης. Όμως ο θάνατος μιας σεβάσμιας γειτόνισσας, της Βαγγελιώς Σωτήρχου τον «ξύπνησε» πάλι.
«Βαγγελιώ την ονομάζαν
κι ήτανε ευαγγέλιο
σε μικρούς και σε μεγάλους
πάντα με το γέλιο»
(Η κυρά Βαγγελλιώ)
Ξανάρχισε το γράψιμο. Ιδίως τις χρονιές 1982-1983. Έγραψε ποιήματα, όχι για να γίνουν τραγούδια. Ωρίμασε η σκέψη ότι ο στίχος του πρέπει να αφουγκράζεται ερεθίσματα από το περιβάλλον, τη φύση, την εποχή του, την κοινωνία. Ο αδελφός του Βαγγέλης, άνθρωπος με πείρα και διαβασμένος τον βοήθησε στην έμπνευση.
Αυτό τον καιρό ο Στέλιος ασχολείται με το κουρείο, με την κτηνοτροφία και μετράει τους κόπους μιας ζωής που του ΄δωσαν βάσανα μα και πολύτιμη εμπειρία. Ένας τέτοιος μαχητής λυπάται όταν βλέπει το περιβάλλον του στο όμορφο ιστορικό νησί του να υποβαθμίζεται.: «Όταν έκανα μπάνιο – λέει χαρακτηριστικά – πάντα έπινα και δυο – τρεις γουλιές θάλασσα, που ήταν πεντακάθαρη. Τα δάση που έπαιζα και γύριζα και με τα ζώα τώρα δεν υπάρχουν ή κάηκαν ή χτίστηκαν».
«Χαλάσανε ένα βουνό
και φτιάξανε μια πόλη
κι ούτε ένα φύλλο πράσινο
ολόκληρο βουνό.
Την πυκνοκατοικήσανε
Αγγέλοι και διαβόλοι
Μ’ άγχος, τσιμέντο κι άσφαλτο
Και ψίχουλα ουρανό.
Λόγια απλά, περιληπτικά που καλύπτουν άρθρα, μελέτες και προγράμματα ειδικών που έχουν να πουν πολλά για το πρόβλημα αλλά λίγα έχουν να κάνουν στην πράξη. Έτσι είναι. Η πείρα είναι το καϊμάκι στον καφέ. Μια γουλιά και καταλαβαίνεις τι πίνεις και ποια η διαφορά από τους πολλούς καφέδες που φτιάχνουν οι πολλοί στα διάφορα μαγαζιά με την πολύβουη πελατεία.
Ο Στέλιος έγινε φιλόσοφος, μιλάει για τη ζωή και χαίρεσαι να τον ακούς: «Τα της φύσεως τα αντιμετώπιζα με τη λογική και τη δύναμη της ψυχής, τα ανθρώπινα με πειράζανε˙ οι κακές πράξεις και οι κλοπές που είχα υποστεί». Το παράπονο ξεχειλίζει από τα χείλη του: «Κυνηγημένος από την κρατική μηχανή λόγω ιδεολογίας, αυτά τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια δεν μπορέσαμε να μπούμε σε μια υπηρεσία, κάπου. Αλλά με εργασίες στη βιοπάλη επιβιώσαμε, κάναμε οικογένεια, ζήσαμε όπως μπορούσαμε».
Τον κόσμο που ονειρευόμαστε βέβαια δεν μπορούμε να τον αποκτήσουμε, γιατί το όνειρο είναι προσωπικό.
«Θα ’ταν ο κόσμος ένα όνειρο
μα όνειρο αληθινό.
Μες στους ανθούς και μες στ΄ αρώματα
Κι από τον κάμπο στο βουνό
(Η πεταλούδα)
Διαβάζοντας ποιήματα του Στέλιου Δουμένη φέρνεις στον νου σου Δροσίνη, Πορφύρα, αγγίζεις τις χορδές του Βάρναλη και αντιλαμβάνεσαι πως οι σκέψεις και ο προβληματισμός του Ρίτσου έχουν κοινή αφετηρία τις ίδιες πηγές από τις οποίες ήπιε νερό και δροσίστηκε, δίψασε πάλι και αγωνίστηκε ένας απλός βιοπαλαιστής εμπλουτισμένος με τις ευαισθησίες της φυλής του.
Το θαλασσινό αεράκι της Σαλαμίνας φυσάει μέσα από τους στίχους του ποιητή σαν τον άνεμο που σφυρίζει μέσα από τις χορδές μιας κιθάρας κρεμασμένης σ’ έναν τοίχο ενός σπιτιού, δίπλα στη θάλασσα. Ακούγεται μουσική εξαίσια που μας συγκινεί και μας πονάει και μας τέρπει. Μας γεμίζει με ζωή και αισιοδοξία: ότι στον τόπο μας οι γνήσιες φωνές δεν έλειψαν και ότι αυτές χτίζουν το αύριο:
«Τ΄ άρματα του πατέρα του
που τἄχε απ’ τον πατέρα του
τ’ άφησε σε μένα
κι μ’ άφησε παραγγελιά
μαζί με την ευχή του
να τα αφήσω στο παιδί
να τα ’βρει το παιδί του»
(Τ΄ άρματα του πατέρα του)
Δεν υπάρχουν σχόλια μέχρι τώρα ↓
Δεν υπάρχουν σχόλια ακόμη.