Η σημερινή ανάρτηση απευθύνεται στους ανθρώπους «που εμπνεύστηκαν, γοητεύτηκαν και αφιερώθηκαν σε έννοιες και σε ιδεώδη όπως δόξα, τιμή και υστεροφημία», στους ανθρώπους που πορεύονται πάνω στους άξονες Καθήκον και Χρέος. Αυτοί είναι τα σημεία αναφοράς μας, χάρη σε κείνους επιθυμούμε να γινόμαστε καλύτεροι. Τους διαμηνύουμε ότι ο κώδικας τιμής είναι ένας, κοινός. Γι’ αυτόν αγωνιζόμαστε καθημερινά. Μη τολμήσουν να σιωπήσουν!!
Αναφορά Δεύτερη: ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ, ΥΠΕΡ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΟΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ, (Δύο χρόνια περίπου μετά τη μάχη στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) ο ομοϊδεάτης και φίλος του Δημοσθένη, ο Κτησιφώντας, πρότεινε να στεφανωθεί ο ρήτορας με χρυσό στεφάνι για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. Ο πολιτικός αντίπαλος του Δημοσθένη, ο Αισχίνης, υπέβαλε ένσταση κατά του ψηφίσματος του Κτησιφώντα (βλ. ΑΙΣΧΙΝ 3.9–12), αλλά για διάφορους λόγους αυτή συζητήθηκε μόλις το 330 π.Χ.)
[1] Πρώτον μεν, κύριοι δικασταί, εύχομαι εις όλους τους θεούς και εις όλας τα θεάς κατά τον σημερινόν δικαστικόν αγώνα, όπως όσην τρέφω ανέκαθεν ευμένειαν και διά την πόλιν και διά σας όλους, τόσην να εύρω εκ μέρους σας κατά την σημερινή δίκην. Έπειτα δε (παρακαλώ τους θεούς) να σας εμβάλουν την ιδέαν, πράγμα που άλλωστε είναι προς τιμήν σας και εξυπηρετικόν της ευσεβείας και της (δικαστικής) υπολήψεώς σας, να μη λάβετε υπ’ όψιν τας συμβουλάς του αντιδίκου μου ως προς τον τρόπον κατά τον οποίον πρέπει να κάμω την απολογίαν (διότι τούτο θα ήτο σκληρόν), [2] αλλά να λάβετε υπ’ όψιν σας το τι ορίζουν οι νόμοι και τι διαλαμβάνει ο (δικαστικός) όρκος, εις τον οποίον μαζί με όλας τας άλλας δικαίας διατάξεις του είναι γραμμένον και τούτο: ότι πρέπει να ακροάζεσθε και τους δύο διαδίκους κατά τον ίδιον τρόπον. Αυτή η διάταξις σημαίνει όχι μόνον ότι δεν πρέπει να μη καταδικάσετε κανένα προ της απολογίας του, ούτε πάλιν σημαίνει μόνον ότι πρέπει να δείξετε ίσην ευμένειαν προς αμφοτέρους τους δικαζομένους, αλλά σημαίνει ακόμη ότι πρέπει ν’ αφήσετε ελεύθερον τον καθένα εκ των δικαζομένων να κανονίση την σειράν των επιχειρημάτων του και τον τρόπον της απολογίας του, όπως θέλει και όπως του αρέσει.
[3] Εις πολλά μεν σημεία ευρίσκομαι βεβαίως εις μειονεκτικήν θέσιν απέναντι του Αισχίνου κατά την παρούσαν δίκην. Δύο δε εκ τούτων, κύριοι δικασταί, είναι και τα σπουδαιότερα: Πρώτον μεν ότι δεν αγωνίζομαι δι’ ίσα πράγματα με τον Αισχίνην· διότι το να χάσω εγώ την εύνοιάν σας, ο δε Αισχίνης να μη κερδίση την δίκην, δεν είναι το ίδιο πράγμα. Αλλ’ εις εμέ μεν ― όχι δεν το λέγω, διότι δεν θέλω εις την αρχήν του λόγου μου να κακομελετήσω τίποτε διά τον εαυτόν μου, αυτός δε έχει πολλά πλεονεκτήματα απέναντί μου ως κατήγορος (αφού δεν διατρέχει κανένα κίνδυνον). Το άλλο δε σημείον (που καθιστά μειονεκτικήν την θέσιν μου απέναντι του Αισχίνου) είναι ότι από φυσικόν τους όλοι οι άνθρωποι ακούουν με ευχαρίστησιν μεν τας εναντίον των άλλων κακολογίας και κατηγορίας, δυσφορούν δε εναντίον εκείνων που επαινούν τον εαυτόν τους. [4] Εκείνο λοιπόν που προκαλεί ευχαρίστησιν εις τους ακροαζομένους, τούτο το έχει ο Αισχίνης, εκείνο δε που γενικώς ενοχλεί τον κόσμον μένει σε μένα.
Και εάν, διά να αποφύγω την ενόχλησίν σας συστελλόμενος, δεν ομιλήσω δι’ εκείνα που έχω κάμει (υπέρ της πολιτείας), τότε θα φανώ πως δεν ημπορώ να αποδείξω ψευδείς τας εναντίον μου κατηγορίας, ούτε και ν’ αποδείξω όλα εκείνα διά τα οποία θεωρώ τον εαυτόν μου άξιον τιμής. Εάν δε πάλιν προχωρώ εις την διήγησιν των ιδιωτικών και των πολιτικών μου πράξεων, τότε θ’ αναγκασθώ πολλές φορές να ομιλώ διά τον εαυτόν μου. Θα προσπαθήσω βεβαίως (εάν αναγκασθώ να κάμω λόγον διά τον εαυτόν μου) να μην ειπώ παρά μόνον όσα χρειάζονται διά την απολογίαν μου. Εν πάση περιπτώσει όταν από την αδήριτον ανάγκην των πραγμάτων αναγκάζωμαι να περιαυτολογήσω, είναι δίκαιον αυτός (ο κύριος) να φέρη την ευθύνην, εφόσον αυτός επροκάλεσε την παρούσαν δίκην.
[5] Νομίζω δε, κύριοι δικασταί, ότι όλοι σας θα παραδεχθήτε, ότι ο σημερινός δικαστικός αγών είναι αγών κοινός δι’ εμέ και τον Κτησιφώντα, και ότι καθόλου δεν έχει δευτερεύουσαν σημασίαν δι’ εμέ· διότι είναι οχληρόν και αβάστακτον να τα χάση κανείς όλα και εις άλλας περιστάσεις και μάλιστα εάν το πάθη αυτό από κάποιον εχθρόν. Προ πάντων δε να χάση κανείς την ιδικήν σας ευμένειαν και καλωσύνην, όσον αντιθέτως μεγάλο πράγμα είναι να τα κερδίση κανείς και τα δύο.
[6] Επειδή δε περί τούτων διεξάγεται ο σημερινός δικαστικός αγών, νομίζω δίκαιον και σας ικετεύω όλους σας να με ακούσετε απολογούμενον κατά τας εναντίον μου κατηγορίας, με τρόπον νόμιμον καθώς ορίζουν οι νόμοι τους οποίους πρώτος εθέσπισεν ο Σόλων που σας αγαπούσε και ήτο φίλος του λαού, και διά τους οποίους ενόμιζε πως θα έχουν κύρος όχι μόνον εάν προταθούν εγγράφως (εις την λαϊκήν συνέλευσιν) αλλά και εάν οι δικασταί ορκισθούν εις αυτούς.
[7] Και αυτό όχι, καθώς τουλάχιστον εγώ φρονώ, διότι δεν είχεν εμπιστοσύνην εις σας, αλλά διότι έβλεπεν ότι ο κατηγορούμενος δεν δύναται να διαφύγη τας κατηγορίας και τας διαβολάς διά των οποίων ο κατήγορος υπερισχύει, ως ομιλών πρωτύτερα, εάν μη καθένας από σας φυλάττων τον προς τους θεούς οφειλόμενον σεβασμόν, δεχθή με ευμένειαν και τας δικαιολογίας τού μετά τον κατήγορον ομιλούντος κατηγορουμένου και έτσι αφού ακούση και τους δυο αντιδίκους με αμεροληψίαν και ισότητα εκδώση την απόφασίν του εφ’ όλων των υπό την κρίσιν του ζητημάτων. […]
[10] Διά μεν λοιπόν τα αφορώντα τον ιδιωτικόν μου βίον, όσα δηλαδή ούτος υβρίζων με εκακολόγησε, κοιτάξατε πόσον απλά και δίκαια είναι αυτά που λέγω (προς αναίρεσίν των)· εάν μεν με γνωρίζετε τοιούτον οποίον με παρέστησεν ούτος κατηγορών (και με ξέρετε καλά διότι δεν έζησα αλλού πουθενά παρά εδώ, ανάμεσά σας) μη ανεχθήτε ούτε τσιμουδιάν να βγάλω, ούτε και αν ακόμη διηύθυνα τα κοινά κάτι παραπάνω από καλά, αλλά καταδικάσατέ με τώρα αμέσως. Εάν όμως με ξέρετε ότι είμαι πολύ καλύτερος απ’ αυτόν και ότι κατάγομαι από γονείς καλυτέρους των ιδικών του, και ότι δεν είμαι κατώτερος κανενός από τους χρηστούς πολίτας, για να μη ειπώ τίποτε άλλο διά τον εαυτόν μου που θα σας ενοχλήση, και εάν γνωρίζετε και νομίζετε πως είμεθα τέτοιοι (χρηστοί) και εγώ και οι συγγενείς μου, τότε εις μεν τον Αισχίνην μήτε διά τας άλλας εναντίον μου κατηγορίας του δίδετε πίστιν (διότι φανερόν είναι ότι ομοίως και τα άλλα όσα είπεν ήσαν πλαστά), εις εμέ δε δείξατε πάλιν την ευμένειαν εκείνην την οποίαν πάντοτε επί άλλων πολλών δικαστικών αγώνων, γενομένων κατά το παρελθόν, εδείξατε.
[11] Αλλά με το να είσαι, κύριε Αισχίνη, δόλιος, σου πέρασεν η εντελώς βλακώδης ιδέα, ότι εγώ θ’ αφήσω τους λόγους τους αφορώντας τας υπηρεσίας και τας πράξεις μου τας σχετιζομένας με την δημοσίαν μου ζωήν και θα καταπιασθώ με τας εναντίον μου κακολογίας σου. Όχι, δεν θα κάμω ένα τέτοιο πράγμα, διότι δεν είμαι τόσον μωρός. Αλλά πρώτα θα εξετάσω τα σχετικά με την δημοσίαν μου ζωήν, εκείνα τα οποία συ ψευδώς ανέφερες εναντίον μου και με διέβαλες, και ύστερον θα κάμω λόγον διά τας λοιδορίας σου με τας οποίας με το σωρό με εφόρτωσες, εάν εννοείται έχουν την διάθεσιν οι κύριοι δικασταί να με ακούσουν. […]
[188] Αυτό το ψήφισμα έγινε η αρχή να διαπραγματευθώμεν με τους Θηβαίους και ήτο η πρώτη φιλική επαφή μας με αυτούς, διότι πριν απ’ αυτά τα γεγονότα, αι δύο πόλεις εξ αιτίας τούτων αλληλοεχθρεύοντο, αλληλεμισούντο και αλληλοϋπεβλέποντο. Τούτο λοιπόν το ψήφισμα έκανε τον κίνδυνο που τότε την πόλη μας γυρόφερνε να περάση γοργά σα σύννεφο. Ήτο δε καθήκον τούτου εάν ήτο νομιμόφρων πολίτης, αν είχε τίποτε καλύτερον από όσα επρότεινα εγώ, να το ανακοινώση τότε εις όλους και να μη με επικρίνη τώρα. Διότι ο σύμβουλος (της πόλεως) και ο συκοφάντης, χωρίς βεβαίως να μοιάζουν αναμεταξύ των εις τίποτα, διαφέρουν κατά τούτο κυρίως ο ένας από τον άλλον: [189] Ο μεν (σύμβουλος) εκφέρει προ των γεγονότων γνώμην και καθίσταται υπεύθυνος απέναντι εκείνων που θα πεισθούν εις αυτόν, και απέναντι της τύχης, των περιστάσεων και παντός που θα θελήση να τον επικρίνη. Ο δε (συκοφάντης) σιωπήσας τότε που έπρεπε να ομιλήση, εάν συμβή κανέν ατύχημα (εις την πόλιν) τότε βρίσκει αφορμήν να χύση το φαρμάκι του. [190] Ήτο λοιπόν, όπως είπα, εκείνη η περίστασις κατάλληλος και διά τον δεικνύοντα ενδιαφέρον υπέρ της πόλεως να δείξη τούτο (με έργα) και διά να ακουσθούν παρ’ αυτού (από του βήματος) λόγοι υπέρ των δικαίων της πόλεως. Εγώ τόσον πολύ προχωρώ, ώστε και τώρα ακόμη εάν κανείς έχη να προτείνη τίποτε καλύτερον ή εν γένει αν ισχυρίζεται ότι υπήρχε τότε και κάτι άλλο να εκλέξετε παρά εκείνο που εγώ υπέδειξα, είμαι πρόθυμος να παραδεχθώ ότι ευρίσκομαι εν αδίκω. Διότι εάν και τώρα (μετά τα γεγονότα), είναι δυνατόν να υποπέση εις την αντίληψιν κανενός ό,τι δήποτε το οποίον εάν εγίνετο τότε, θα ωφέλει, ομολογώ, ότι έπρεπε τούτο να μη μου διαφύγη. Εάν δε μήτε τώρα υπάρχη κανείς, ο συμβουλεύων, ούτε και τότε υπήρχε, και μήτε και σήμερον παρουσιάζεται κανείς που να υποδεικνύει τίποτε το σωστότερον, τι έπρεπε λοιπόν να κάμω εγώ τότε ως σύμβουλός σας; Δεν έπρεπε να εκλέξω εκείνα που εφαίνοντο και ήσαν τα κάλλιστα; [191] Αυτό λοιπόν έκαμα κι εγώ, κύριε Αισχίνη, όταν ο κήρυξ ερωτούσε «ποιος θέλει να αγορεύση» και όχι «ποιος θέλει να γκρινιάζη διά τα περασμένα», και ούτε «ποιος θέλει να εγγυηθή διά τα μέλλοντα να συμβούν». Ενώ δε εσύ κατ’ εκείνην την περίστασιν εκάθησο εις τας συνελεύσεις του λαού χωρίς να βγάζης τσιμουδιά, εγώ ανήλθον εις το βήμα και ωμίλησα. Επειδή δε τότε δεν είπες την γνώμην σου (και δεν έδωσες εις την πόλιν ουδεμίαν συμβουλήν), μίλα τουλάχιστον τώρα (και πες τι έπρεπε να γίνη εις την κρίσιμον εκείνην περίστασιν). Λέγε ποία συμβουλή που έπρεπε (να δώσω εις την πόλιν) ή ποία ευκαιρία συμφέρουσα παρημελήθη από μένα προς βλάβην της πόλεως; Ποία δε συμμαχία και ποία πολιτική ενέργεια παρημελήθη από μένα εις την οποίαν μου επεβάλλετο να κατευθύνω τούτους εδώ;
[192] Ωστόσο τα περασμένα πάντοτε όλος ο κόσμος τ’ αφήνει στην μπάντα και κανείς σε κανένα μέρος δεν προτείνει να γίνη σύσκεψις περί αυτών. Το μέλλον δε ή το παρόν είναι από εκείνα που απαιτούν την γνώμην του συμβούλου. Τότε λοιπόν, καθώς εφαίνετο, μερικά μεν από τα τρομερά επρόκειτο να συμβούν (εις το μέλλον), άλλα όμως απ’ αυτά είχον συμβή. Ποία δε υπήρξεν η πολιτική μου διαγωγή και η ιδεολογία μου κατά τας δεινάς εκείνας περιστάσεις που συνέβησαν αυτά, αυτό να εξετάζης και να κρίνης και να μη συκοφαντής τα γενόμενα γενικώς. Διότι το μεν τέλος των πραγμάτων γίνεται όπως ο θεός θέλει, αι δε πολιτικαί αρχαί που ακολουθεί ο σύμβουλος δεικνύουν τους σκοπούς του. [193] Εάν δε ο Φίλιππος ενίκησεν εις την μάχην (της Χαιρωνείας) δεν πρέπει να μου το καταλογίζης αυτό ως έγκλημα ιδικόν μου, διότι από την θέλησιν του θεού εξηρτάτο τούτο και όχι από μένα. Αλλά εάν όλα εκείνα που ήσαν κατορθωτά κατά τους ανθρωπίνους υπολογισμούς, και τα οποία εξέλεξα (ως πολιτικός σύμβουλος) να ενεργήσω ταύτα εάν δεν τα έκαμα με δικαιοσύνην και επιμέλειαν και φιλοπονίαν ανωτέραν των δυνάμεών μου, ή ότι επεχείρησα πράγματα όχι καλά και αντάξια της πόλεως και αναγκαία, αυτά να μου αποδείξης και τότε πλέον να με κατηγορής όσο θέλεις. [194] Εάν δε ο κεραυνός που έπεσεν ήτο ισχυρότερος όχι μόνον από ημάς αλλά και από όλους τους άλλους Έλληνας τι πρέπει να κάμωμεν; Πρέπει λοιπόν να σιωπάς και να μη αιτιάσαι τον σύμβουλον διά τα όσα δυσάρεστα έχουν συμβή, διότι είναι το ίδιον ωσάν κανένας να κατηγορή τον ιδιοκτήτην του καραβιού ως αίτιον του ναυαγίου, διότι αν και ούτος έλαβε τα μέτρα του, και έφτιαξε γερό το καράβι για ν’ αντέχη στις φουρτούνες, ωστόσο άμα το βρήκε μεγάλη θαλασσοταραχή του έσπασε τα εξάρτια του ή του τα χάλασε όλα. Τότε όμως και ο ιδιοκτήτης του καραβιού θα μπορούσε (εις τας αιτιάσεις αυτάς με όλον του το δίκαιο) ν’ απαντήση: Κύριέ μου, όταν έγινε το ναυάγιο δεν ήμουν εγώ καπετάνιος. Απαράλλακτα όπως θα μπορούσα να πω κι εγώ (εις την προκειμένην περίπτωσιν) ότι δεν ήμουν στρατηγός (εις την μάχην της Χαιρωνείας) και ούτε εξουσίαζα την τύχην αλλ’ εκείνη εξουσίαζε τα πάντα. Ακολουθήστε εδώ […]
Μτφρ. Γ. Κορδάτος. [1939] χ.χ. Δημοσθένης. Ι, Περί του Στεφάνου. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια μέχρι τώρα ↓
Δεν υπάρχουν σχόλια ακόμη.