Η λέξη σημαίνει την αγοραστική δύναμη, αξία. Είναι οικονομικός όρος. Σημαίνει κατ’ επέκτασιν και το σύνολο των επιχειρησιακών ενεργειών, όπως είναι: ο προγραμματισμός, η έρευνα αγοράς, η ανάλυση των επιθυμιών του καταναλωτικού κοινού, η τιμολόγηση, η διαφήμιση, η προώθηση των προϊόντων, με τις οποίες επιτυγχάνεται η καλύτερη δυνατή ροή αγαθών και υπηρεσιών από την παραγωγό εταιρεία προς τον καταναλωτή. (Βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, σ. 1055)
Σε ότι αφορά το ετυμολογικό μέρος, προέρχεται, όπως γνωρίζουμε από την αγγλική λ. marketing<market «aγορά» <δημώδες λατινικό marcatus<λατινικό mercatus «εμπόριο, αγορά» < ρήμα mercor «αγοράζω, εμπορεύομαι» <merx «εμπόρευμα, απόκτημα.
Στην Ιταλία λ.χ. mercato (εν), mercati (πληθ), ονομάζουν τις λαϊκές αγορές με εμπορεύματα πάσης φύσεως από κολοκυθάκια έως και δερμάτινα.
Στην Ελλάδα, όμως σημαίνει τα πάντα. Και «ο νοών νοείτω».
Δεν υπάρχουν σχόλια μέχρι τώρα ↓
Δεν υπάρχουν σχόλια ακόμη.