“Τα ελληνάκια”είναι ένα παραμύθι σε κείμενο και εικόνες της Ευγενίας Φακίνου, εμπνευσμένο από τα κεντήματα, τα λιθόγλυπτα και τα υφαντά της ελληνικής λαϊκής τέχνης.
Ένα όμορφο παραμύθι για την ζωή και τα γεγονότα που οδήγησαν στην επανάσταση τον Μάρτη του 1821.
«Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα χωριό κοντά στη θάλασσα, ζούσε η κυρά-Λένη. Ο άντρας της ο καπετάν Νικόλας, ταξίδευε και ταξίδευε και ταξίδευε. Αφού ακόμα δεν είχε δει τα μωρά που γέννησε η κυρά-Λένη την Άνοιξη. Τα καμάρωνε τα δίδυμά της η κυρά-Λένη, το Γιώργη και τη Μαρία. Τα έβγαζε στον κήπο ν’ ανασαίνουν τη μυρουδιά της λεμονιάς και της νεραντζιάς, ν’ ακούνε το κελάηδημα των πουλιών, για να μιλήσουν γρήγορα. Ερχόντουσαν και οι κουμπάρες από δίπλα. Και τότε αρχίζανε όλες το τραγούδι, τις ιστορίες, τα παραμύθια, το κέντημα και την νταντέλα και πέρναγε η ώρα. Πέρναγε η ώρα, πέρναγε ο καιρός.
Η κυρά-Λένη δε βλέπει πια να κεντήσει. Και του καπετάν Νικόλα τα γόνατα πονάνε στη θάλασσα. Τα δίδυμα μεγάλωσαν. Η Μαρία έγινε ολόκληρη κοπέλα. Και τι κοπέλα! Σαν βγαίνει στο περιβόλι, τα λουλούδια γέρνουν πάνω της, την παρακαλάνε να τα κόψει. Τα πουλιά της λένε χίλια τραγούδια. Και όταν καρφώσει στα μαλλιά το βυσσινί γαρίφαλο, αναστενάζει όλη η γειτονιά! Αχ, Μαρία!
Αλλά κι ο Γιώργης δεν πάει πίσω. Παλικαράκι με στριφτό μουστάκι και μάτια σαν ελιές. Αυτός τώρα δουλεύει για το σπίτι. Καβάλα στ’ άλογό του την Αστραπή, τρέχει στα χωράφια και κάνει δουλειά για δέκα. Πολλά τσουβάλια, στάρι, καλαμπόκι και κριθάρι θα κάνουν και φέτος. Όμως δε θα΄ναι όλα δικά τους. Κι ας δούλεψε τόσο σκληρά ο Γιώργης. Τα μισά θα τα πάρει, όπως πάντα, ο Αφέντης ο Αγάς!
Όταν έβγαινε βόλτα ο Αφέντης ο Αγάς, όλοι έπρεπε να σκύβουν το κεφάλι. Μπροστά πήγαινε αυτός που κράταγε το τσεκούρι, πίσω ο Αγάς και πιο πίσω αυτοί που μάζευαν τρόφιμα και χρήματα. Κι όποιος ήθελε, ας μην έδινε! Κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει. Χρόνια τώρα ο Αφέντης ο αγάς έκανε ότι ήθελε. Ο Γιώργης, η Μαρία και τ’άλλα παλικάρια του χωριού, όλο σιγοψιθύριζαν: ως εδώ και μη παρέκει… Αλλά μόνο σιγοψιθύριζαν…»
Στη συνέχεια το παραμύθι μας διηγείται πως πολλά παλικάρια ξενιτεύονταν στα καράβια. Ανάμεσά τους κι ο Γιώργης. Όταν γύρισε μετά από καιρό, βρήκε το χωριό έρημο, δεν υπήρχε ψυχή. Τότε το Παγόνι, το αγαπημένο πουλί της αδελφής του της Μαρίας, άρχισε να του διηγείται τι έγινε την Κυριακή, που γίνονταν οι γάμοι της Παγώνας και του Γιάννου.
«Eίχε πια νυχτώσει, αλλά το γλέντι συνεχιζότανε και θα συνεχιζότανε για πολύ ακόμα. Ο γαμπρός κι η νύφη χόρεψαν τον πρώτο το συρτό. Μετά χόρεψαν κι όλοι οι καλεσμένοι. Η Μαρία κι οι φίλες της τραγούδαγαν για την ομορφιά της νύφης. Το τουμπελέκι, το ούτι, το κλαρίνο συνόδευαν το χορό και το τραγούδι. Κι εκεί που όλα ήταν χαρούμενα, φάνηκε ο Αφέντης ο Αγάς με τους δικούς του. Συνηθισμένος να κάνει ό,τι θέλει, φώναξε:
— Κρασί και μεζέ για τα παλικάρια μου. Κι εσύ Μαρία, σήκω να χορέψουμε!
Όλοι πάγωσαν. Τέτοια προσβολή! Η Μαρία δεν τα ‘χασε και με σταθερή φωνή του είπε:
— Δε χορεύω με το ζόρι!
Αυτό ήτανε. Η συνοδεία του Αφέντη του Αγά σήκωσε τα όπλα, οι δικοί μας τράβηξαν τα σπαθιά…
Του Γιώργη τα χείλια τρέμανε απ’ το κακό του…
— Αρκετά! φώναξε και τράβηξε το σπαθί του. Τώρα θα δει!…
— Μη! Του φώναξαν οι άλλοι και τον κράτησαν σφιχτά απ’ τα χέρια.
— Αφήστε με! Αρκετά πια με τον Αφέντη τον Αγά!
— Δεν έχει νόημα, Γιώργη, του είπαν οι άλλοι. Είμαστε λίγοι κι είναι πολλοί.
— Δεν είμαστε πια λίγοι, είπε ο Γιώργης. Και στ’ άλλα τα χωριά το ‘χουν αποφασίσει. Οι δικοί μας πού είναι τώρα;
— Οι ανήμποροι πήγανε σ’ άλλα χωριά πιο ήσυχα. Οι νέοι βγήκαν στο βουνό, είπε το Παγόνι.
— Εμπρός, λοιπόν, για το βουνό!
Είχε ξεμυτίσει ο ήλιος απ’ την ανατολή, όταν έφτασαν στους πρόποδες του βουνού. Όλα ήταν ήσυχα. Τίποτε δε φαινόταν, τίποτε δεν ακουγόταν… και ξαφνικά… κοκκίνισε το βουνό απ’ τα φεσάκια και μια ελληνική σημαία ξεδιπλώθηκε.
— Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!
Ήταν κοριτσίστικη φωνή, που το είπε, αλλά αρκετά δυνατή για να καταλάβει ο Γιώργης τη φωνή της Μαρίας. Με φτερά στα πόδια ανέβαιναν τώρα το βουνό, να ενωθούν με τους άλλους.
Ήταν 22 Μαρτίου του 1821.»