Ενσωμάτωση Δωδεκανήσου στην Ελλάδα …

… μια μικρή ιστορία, με μεγάλη σημασία.

Ήταν τέλη του 1946, όταν επρόκειτο να υπογραφεί η συνθήκη ειρήνης με την Ιταλία, με την οποία θα παρεχωρείτο η Δωδεκάνησος στην Ελλάδα. Στη «Στρατιωτική Αποστολή Δωδεκανήσου», που είχε αρχηγό τον τέως διοικητή του Ιερού Λόχου ταξίαρχο Χρ. Τσιγάντε, είχε φθάσει επείγουσα διαταγή της ελληνικής κυβερνήσεως να αναζητηθεί και να αποσταλεί στην Αθήνα το ταχύτερον ένα αντίγραφο της συνθήκης που είχε υπογραφεί μεταξύ Τουρκίας και Ιταλίας, όταν η τελευταία προσάρτησε τη Δωδεκάνησο.

Στη συνθήκη αυτή υπήρχε μία παράγραφος που καθόριζε τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ της Μικράς Ασίας και της Δωδεκανήσου και υπήρχε και ένα σχεδιάγραμμα σχετικό. Το αντίγραφο αυτό της συνθήκης το χρειαζόταν η αντιπροσωπεία μας στη διάσκεψη της ειρήνης για να ζητήσει να καθοριστούν τα ίδια θαλάσσια σύνορα, γιατί, όπως είχε πληροφορηθεί η κυβέρνηση, οι Τούρκοι σκόπευαν να ζητήσουν τη χάραξη νέων συνόρων που τους συνέφεραν, ισχυριζόμενοι ότι δεν είχαν χαραχθεί ποτέ οριστικώς θαλάσσια σύνορα μεταξύ Δωδεκανήσου και Μικράς Ασίας.

Φαίνεται ότι η Ρώμη, ποιος ξέρει έναντι ποίων ανταλλαγμάτων, είχε δεχθεί να βοηθήσει τους Τούρκους στο ζήτημα αυτό γιατί, όταν η κυβέρνηση μας ζήτησε επίσημα αντίγραφο της ιταλοτουρκικής συνθήκης, απάντησαν ότι μέσα στην αναταραχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είχε χαθεί και δεν μπορούσαν να το βρουν στα αρχεία του Υπουργείου των Εξωτερικών όπου εφυλάσσετο. Η Άγκυρα, από την οποίαν εζητήθη, απάντησε το ίδιο, ότι δηλαδή κάπου χάθηκε στα παλιά αρχεία και δεν μπορούσαν να το βρουν. Το τρίτο και τελευταίο αντίγραφο της συνθήκης έπρεπε να βρίσκεται στα αρχεία της Ιταλικής Διοικήσεως Δωδεκανήσου στη Ρόδο, τα οποία είχαν πέσει στα χέρια των Βρετανών όταν παρεδόθη η Δωδεκάνησος το Μάιο του 1945.

Απευθύνθηκε η Ελληνική Αποστολή Δωδεκανήσου στη Βρετανική Διοίκηση της Ρόδου, η οποία της επέτρεψε να ψάξει στα ιταλικά αρχεία, παρ’ όλη όμως τη συστηματική έρευνα δεν βρέθηκε τίποτα. Ήταν φανερό ότι κάποιος το είχε πάρει. Έβαλε η Αποστολή λυτούς και δεμένους να μάθει ποιος είχε πάρει αυτή τη συνθήκη και, από κάποιον Δωδεκανήσιο υπάλληλο της τέως Ιταλικής Διοικήσεως, πήρε την πληροφορία ότι ένας ανώτερος Ιταλός υπάλληλος της Διοικήσεως, τις ημέρες της παραδόσεως της Δωδεκανήσου, είχε πάρει κρυφά διάφορα χαρτιά μεγάλης αξίας, τα είχε βάλει σ’ ένα κιβώτιο και τα είχε μεταφέρει στο σπίτι του. Ο Ιταλός αυτός, όταν έφυγαν όλοι οι άλλοι, έστειλε την οικογένεια του στην Ιταλία και έμεινε για να ξεπουλήσει την περιουσία του, βρισκόταν δε ακόμη στη Ρόδο.

Παρεκλήθη η Βρετανική Διοίκηση Ρόδου να τον καλέσει και να τον διατάξει να παραδώσει τα έγγραφα που κακώς είχε υπεξαιρέσει, αλλά αυτός απάντησε ότι δεν είχε ιδέα και δεν είχε πάρει τίποτε.

Έβαλε η Ελληνική Αποστολή ανθρώπους να τον πλησιάσουν και να διαπραγματευθούν μαζί του την εξαγορά των εγγράφων, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Θεός, όμως, της Ελλάδος που μας βοηθάει πολλές φορές, βοήθησε και στην περίπτωση αυτή. Έμαθε η Αποστολή ότι ο Ιταλός αυτός, εκτός από τα έγγραφα, είχε υπεξαιρέσει και ένα αντικείμενο μεγάλης αξίας, το επίχρυσο αγαλματίδιο της Θέμιδος, που τον καιρό της ιταλικής κατοχής, κάθε Σεπτέμβριο που γινόταν η επίσημη έναρξη της λειτουργίας των ιταλικών δικαστηρίων, το έστηναν σε περίοπτη θέση στην αίθουσα της τελετής, και σκόπευε να το πάρει μαζί του σε λίγο καιρό που θα έφευγε για την Ιταλία.

Έτσι, και μια και δεν είχαν φέρει αποτέλεσμα όλες οι άλλες ενέργειες και πιέσεις, αποφάσισε η Αποστολή να οργανώσει μια «επιχείρηση εκφοβισμού». Σε συνεννόηση, λοιπόν, με μερικούς Κυπρίους που υπηρετούσαν στη Βρετανική Αστυνομία της Ρόδου, έμαθε η Αποστολή πότε και με ποιο πλοίο θα έφευγε ο Ιταλός γιατί, φοβισμένος φαίνεται, είχε αποφασίσει να φύγει το ταχύτερο.

Κανόνισαν, λοιπόν, οι Κύπριοι αστυνομικοί να φυλάγουν βάρδια στο λιμάνι της Ρόδου δύο έμπιστοι από αυτούς και, όταν επιχείρησε να μπει στο πλοίο ο Ιταλός, του έκαναν λεπτομερή έρευνα στα πράγματα τους και δεν βρήκαν μεν τα έγγραφα, βρήκαν, όμως, το επίχρυσο αγαλματίδιο της Θέμιδος κρυμμένο μέσα σε εσώρουχα σε μια βαλίτσα.

Του είπαν ότι αυτό που έκανε ήταν υπεξαίρεση κρατικής περιουσίας, τον συνέλαβαν και τον πήγαν με τις αποσκευές του κατευθείαν στα γραφεία της Ελληνικής Αποστολής, όπου τον παρέδωσαν και έφυγαν. Ήταν μια ωραία πατριωτική πράξη αυτών των Κυπρίων, που σαν Βρετανοί αστυνομικοί κινδύνευαν να βρουν τον μπελά τους άσχημα εάν το γεγονός μαθευόταν στη Βρετανική Στρατιωτική Διοίκηση Ρόδου.

Ήταν βράδυ όταν έγινε όλη αυτή η ιστορία και το πλοίο επρόκειτο να αποπλεύσει την άλλη μέρα το πρωί. Στην Αποστολή οι αξιωματικοί του έκαναν πόλεμο νεύρων, έβαλαν κάποιο Δωδεκανήσιο υπάλληλο της Αποστολής που μίλαγε τα ιταλικά να του ψιθυρίσει κρυφά στο υπόγειο του κτιρίου που τον είχαν κλείσει, ότι οι αξιωματικοί, και ιδιαιτέρως ο Αρχηγός της Αποστολής, ήταν εξαγριωμένοι μαζί του, γιατί, όπως πήρε το αυτί του, δεν δεχόταν να τους παραδώσει κάποιο χαρτί που είχε και θα τον εξαφάνιζαν πνίγοντάς τον στη θάλασσα. Έταξε στον υπάλληλο ένα μεγάλο χρηματικό ποσό αν πήγαινε να βρει ένα Άγγλο αξιωματικό και να τον φέρει στην Αποστολή για να κάνει έρευνα, αλλά αυτός του απάντησε ότι φοβόταν, γιατί θα τον σκότωναν και αυτόν.

Τελικά το κόλπο έπιασε, ο Ιταλός έσπασε και ζήτησε να τον παρουσιάσουν στον Αρχηγό της Αποστολής. Ο Τσιγάντες πήρε ύφος πολύ αυστηρό και του είπε ότι αυτό που είχε κάνει, να υπεξαιρέσει τη συνθήκη Ιταλίας-Τουρκίας (έριχνε βέβαια μια τουφεκιά στα κούφια ο Τσιγάντες, γιατί δεν ήξερε αν στα έγγραφα που είχε πάρει ήταν και η συνθήκη) ήταν έγκλημα κατά της Ελλάδος και θα τον τιμωρούσαν όπως τιμωρούν οι Έλληνες τους προδότες και τους εχθρούς της πατρίδας τους, εκτός αν ομολογούσε αμέσως πού είχε κρυμμένη τη συνθήκη αυτή και την έβρισκαν, οπότε του έδινε το λόγο του ότι θα τον συγχωρούσε και θα φρόντιζε να επιβιβασθεί αμέσως στο σκάφος που θα έφευγε το πρωί.

Ύστερα από πολλούς δισταγμούς, απαιτήσεις να παραδοθεί στη Βρετανική Διοίκηση και απειλές ότι θα ζητήσει ευθύνες η Ιταλία από την Ελλάδα για την ταλαιπωρία του, υποχώρησε στο τέλος, όταν ο Τσιγάντες είπε «Πάρτε τον από εδώ και να μην τον ξαναδώ» (χρόνια στη Δωδεκάνησο, τα καταλάβαινε τα ελληνικά, φοβήθηκε και είπε την αλήθεια), και με συνοδεία δυο αξιωματικών πήγε σε ένα φιλικό του σπίτι, όπου είχε αφήσει ένα κλειδωμένο μπαούλο να του φυλάξουν, χωρίς να ξέρουν οι άνθρωποι τι είχε μέσα, άνοιξαν το κιβώτιο και βρήκαν την περίφημη συνθήκη με διάφορα άλλα χαρτιά.

Μπαρκάρανε τον Ιταλό κρυφά στο πλοίο, γιατί όλα αυτά είχαν γίνει εν αγνοία της Αγγλικής Διοικήσεως Ρόδου και ήταν και λίγο παράνομα, και την άλλη μέρα αξιωματικός της Αποστολής έφυγε αεροπορικώς για την Αθήνα, όπου παρέδωσε τη συνθήκη στα χέρια του Υπουργού των Εξωτερικών αείμνηστου Κων. Τσαλδάρη, που, όταν έμαθε όλη την ιστορία, διαβίβασε με τον αξιωματικό τα συγχαρητήρια της Κυβερνήσεως στον Αρχηγό της Αποστολής.

Ύστερα, μόλις από δύο ημέρες, άρχιζε η συνδιάσκεψη της ειρήνης και έτσι την τελευταία σχεδόν στιγμή πήρε στα χέρια του τη συνθήκη ο αρχηγός της ελληνικής αντιπροσωπείας, που ήταν ο ίδιος ο Υπουργός των Εξωτερικών, και παρουσιάζοντας τη στη συνδιάσκεψη πέτυχε να εξουδετερώσει την τουρκική αντίδραση και να χαραχθούν τα ίδια σύνορα που υπήρχαν μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας.

Είναι λίγο σαν παραμύθι αυτή η μικρή ιστορία, αλλά έτυχε ο γράφων να είναι τότε μέλος της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής Δωδεκανήσου και την έζησε από κοντά …

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  • Μνήμες Πολέμου και Ειρήνης (τόμος Β΄ σελ.30-40), του Αντιστράτηγου Κυριάκου Παπαγεωργόπουλου.
  • OIL τεύχος 130

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση