kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Αρχεία για 'ΒΥΖΑΝΤΙΟ'

Διαδικτυακό ταξίδι στον κόσμο του Βυζαντίου

Συγγραφέας: kantonopou στις 16 Μαρτίου 2013

Ένα ηλεκτρονικό ταξίδι στον άγνωστο κόσμο του Βυζαντίου θα έχουν πλέον την ευκαιρία να πραγματοποιούν οι ενδιαφερόμενοι μέσα από την νέα ηλεκτρονική πλατφόρμα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων (ΕΚΒΜΜ).
Το νέο πόρταλ, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα θα παρουσιαστεί μάλιστα σε ημερίδα με τίτλο «Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου» που διοργανώνεται την Τρίτη 19 Μαρτίου στο υπουργείο Πολιτισμού. Τέσσερις πολύ ενδιαφέρουσες για τους χρήστες υπηρεσίες προσφέρει το πόρταλ «Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου» και συγκεκριμένα:
-Τρεις ταξιδιωτικές διαδρομές σε βυζαντινές πόλεις (σταθμούς) με τον «επισκέπτη» να προσλαμβάνει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες (γεωγραφικές, ιστορικές,καλλιτεχνικές, αρχαιολογικές) για τα βυζαντινά μνημεία κάθε τόπου με τη χρήση πολύμορφου υλικού (εικόνα, βίντεο, σχέδια, ψηφιακά πανοράματα).
-Με την μορφή μελέτης εις βάθος, συγκεκριμένων θεμάτων ανάλογα με τα είδη των χρηστών (εξειδικευμένο κοινό, μαθητές, ευρύ κοινό) προσφέρεται η δεύτερη. Η υπηρεσία αυτή μάλιστα προσφέρεται στο Διαδίκτυο και για ενδιαφερόμενους πολίτες – τουρίστες σε infokiosk που φιλοξενούνται στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας και στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης.
-Οκτώ εκπαιδευτικά παιχνίδια για παιδιά ηλικίας 5-8 και 9-14 ετών περιλαμβάνει η τρίτη υπηρεσία.
-Με τη μορφή τριών ραδιοφωνικών εκπομπών οι οποίες περιλαμβάνουν ιστορικά κείμενα και ένα παραμύθι που σχετίζονται με θέματα του βυζαντινού πολιτισμού (στο Διαδίκτυο και σε PDA) προσφέρεται εξάλλου η τελευταία υπηρεσία.
Με το πρόγραμμα αυτό το ΕΚΒΜΜ επιδιώκει τη δημιουργία ενός διαδικτυακού πολυχώρου, ελεύθερα προσβάσιμου, ο οποίος θα αποτελέσει βασική πηγή πληροφόρησης για τον Βυζαντινό πολιτισμό για κάθε πολίτη, εκπαιδευτικό, μαθητή ή φοιτητή διεθνώς.
Σημαντικό όμως είναι και ότι το πρόγραμμα θα κινείται και στα αγγλικά, έτσι ώστε να υπάρχει επίσημη και πιστοποιημένη πληροφόρηση σε όλο τον κόσμο για τον Βυζαντινό πολιτισμό. Με αυτόν τον τρόπο εξάλλου μπορεί η ίδια πληροφορία να περνά και σε διαδικτυακούς τόπους άλλων ενδιαφερομένων φορέων, όπως της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της τουριστικής βιομηχανίας κ. ά.
Να σημειωθεί ότι το έργο συγχρηματοδοτήθηκε από τα επιχειρησιακά προγράμματα Ψηφιακής Σύγκλισης. Το ΕΚΒΜΜ άλλωστε ως ΝΠΙΔ εποπτεύεται από τον αν. υπουργό Πολιτισμού.
«Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου»: http://www.exploringbyzantium.gr

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΜΑΥΡΩΝ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Συγγραφέας: kantonopou στις 8 Μαρτίου 2013

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΡΠΟΖΗΛΟΣ
Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΜΑΥΡΩΝ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Στις βυζαντινές πηγές δεν βρίσκουμε συγκεκριμένες αναφορές σε μαύρους σαν μια ξεχωριστή ομάδα που ζούσε στο περιθώριο της βυζαντινής κοινωνίας λόγω της ιδιαιτερότητας του χρώματος τους, των χαρακτηριστικών τους, της γλώσσας τους ή του πολιτισμού τους. Οι πηγές, στο βαθμό που τις γνωρίζουμε, δεν φαίνεται να μαρτυρούν την ύπαρξη μαύρων πληθυσμών που ζούσαν στο περιθώριο της κοινωνίας σε αστικά κέντρα ή αλλού, ακόμη και στην περίοδο που η αυτοκρατορία συμπεριελάμβανε περιοχές στη Νότια Αραβία και τη Βόρειο Αφρική, με μεικτούς πληθυσμούς από διάφορα έθνη και φυλές.
Επίσης οι σχετικά λίγες μαρτυρίες που έχουμε στη διάθεση μας φανερώνουν ότι οι μαύροι δεν απασχόλησαν ιδιαίτερα τη βυζαντινή διανόηση ως μειονότητα. Οι ονομασίες των διαφόρων λαών που κατοικούσαν στα παράλια της Ερυθράς Θάλασσας και στο εσωτερικό της Αφρικής τόσο στις πρωτοχριστιανικές όσο και στις βυζαντινές πηγές χαρακτηρίζονται από σύγχυση και ασάφεια. Η επωνυμία που χρησιμοποιείται συνήθως για αυτούς τους λαούς είναι Ινδοί, είτε πρόκειται για τους Αξουμίτες και Αιθίοπες είτε για τους Ομηρίτες. Άλλωστε, οι συγκεκριμένες ιστορικές αναφορές στους λαούς αυτούς περιορίζονται χρονικά έως και τις αρχές του 7ου αιώνα, όταν ακόμη η αυτοκρατορία διατηρούσε τις κτήσεις της στην Αίγυπτο έχοντας υπό τον έλεγχο της το εμπόριο της Αιγύπτου με τους άλλους λαούς της αφρικανικής ηπείρου.
Με την κατάκτηση της Αιγύπτου όμως από τους Άραβες οι σχέσεις της αυτοκρατορίας με αυτούς τους λαούς διακόπηκαν διά παντός. Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι η στάση των Βυζαντινών απέναντι στους μαύρους, όπως αντανακλάται στις σχετικά λίγες και διάσπαρτες μαρτυρίες των πηγών, δεν φανερώνει φυλετικές προκαταλήψεις. Προκαταλήψεις αυτού του είδους άλλωστε δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα, ούτε και στην Ελληνο-Ρωμαϊκή περίοδο, όταν η αυτοκρατορία ήταν πράγματι πολυεθνική.  Τουλάχιστον οι φυλετικές διαμάχες δεν υπήρχαν στη μορφή και την έκταση που τις γνωρίζουμε σήμερα, παρόλο που η ξενοφοβία, ο εθνικισμός, η αντιπάθεια ή η περιφρόνηση προς τους απολίτιστους λαούς δεν ήταν άγνωστες έννοιες στον κόσμο της αρχαιότητας. Ωστόσο, οι μαύροι δεν αντιμετώπισαν διωγμούς ούτε και αποκλείστηκαν από τον κοινωνικό κορμό ως κατώτεροι λόγω του χρώματος τους.
Συνεπώς οι βυζαντινοί κληρονόμησαν μια νοοτροπία για τους ξένους λαούς που είχε ήδη διαμορφωθεί κατά την Ελληνο-Ρωμαϊκή περίοδο, νοοτροπία υπεροχής ως προς την παιδεία και τον πολιτισμό, όχι όμως φυλετική και ιδίως στις σχέσεις τους με τους μαύρους ή τους Νεγροαφρικανούς γενικότερα. Αυτή η στάση και νοοτροπία επηρεάστηκε ακόμη περισσότερο από τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, το μήνυμα του οποίου απευθυνόταν προς όλους γενικά χωρίς να γίνεται καμία διάκριση.Οι λιγοστές μαρτυρίες που διαθέτουμε για τους μαύρους μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες πηγών: στις θεολογικές, τις ιστορικές και τις φιλολογικές. Αλλά για ποιους μαύρους γίνεται λόγος εδώ — για κάποια συγκεκριμένη φυλή ή λαό, ή για τους μελαψούς γενικά; Οι βυζαντινοί συγγραφείς κάτω από την ονομασία Αιθίοπες ομαδοποιούν όλους τους μαύρους ή μελαψούς, με τον ίδιο τρόπο που ομαδοποιούν τους Ινδούς, χωρίς να κάνουν καμιά διάκριση ως προς τον τόπο της προέλευσης τους, τα χαρακτηριστικά τους ή τη γλώσσα τους.
Η λέξη Αιθίοπας στο Βυζάντιο χρησιμοποιείται όχι μόνο για να δηλώσει τον κάτοικο της Αιθιοπίας, της Νουβίας ή του Σουδάν, αλλά και την έννοια του μαύρου ή του μελαψού. Η λέξη ετυμολογείται από το αίθω και οψ έτσι Αιθίοψ είναι αυτός που έχει καμένο το πρόσωπο από τον ήλιο. Μέλανες ουν εισι δεινώς άπαντες, γράφει χαρακτηριστικά για τους κατοίκους του Αξούμ ο Φιλοστόργιος, οξείας αυτοίς της ακτίνος τον ηλίου καθαπτομένης

Η Εκκλησία από πολύ νωρίς πήρε θετική και συγκεκριμένη στάση απέναντι στους μαύρους, εξαιτίας διαφόρων βιβλικών χωρίων της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης, στα οποία γίνεται μνεία Αιθιόπων και μαύρων. Οι ερμηνείες αυτών των χωρίων από τους Πατέρες της Εκκλησίας διαμόρφωσαν μια «αφρικανική θεολογία» όπως χαρακτηριστικά την ονόμασε ο καθ. ERNEST BENZ στην οποία συνέβαλε πρώτος με τα εκτενή βιβλικά σχόλια του ο Ωριγένης. Στο χωρίο του Άσματος Ασμάτων 1:5, η Αιθιόπισσα κόρη, λόγου χάρη, απευθυνόμενη στις θυγατέρες του Ισραήλ και έχοντας το αίσθημα της μειονεξίας λόγω του χρώματος της λέγει απολογητικά: μέλαινα ειμί εγώ και καλή, θυγατέρες Ιερουσαλήμ, ως σκήνωμα Κηδάρ, ως δέρρεις Σαλωμών. Κατά τον Ωριγένη, η Αιθιόπισσα κόρη εδώ συμβολίζει την Εκκλησία των εθνών —ενώ οι θυγατέρες της Ιερουσαλήμ συμβολίζουν την Εβραϊκή συναγωγή και την υπεροχή της καταγωγής τους από το γένος του Αβραάμ. Αυτό το χωρίο (όπως και διάφορα άλλα, λόγου χάρη ή Αιθιόπισσα γυνή, ην έλαβε Μωυσής, Αριθμ. 12:1-2), ερμηνεύτηκαν στα πλαίσια της διδασκαλίας του Ευαγγελίου προς τα έθνη• πρβλ. και Πράξ. 21:25.
Η αντίθεση ανάμεσα στο μαύρο χρώμα και τη λευκότητα, όπως διατυπώθηκε στο Άσμα Ασμάτων (μέλαινα ειμί εγώ και καλή… μη βλέψητέ με ότι εγώ ειμί μεμελανωμένη, ότι παρέβλεψε με ο ήλιος), ερμηνεύτηκε συμβολικά από τον Ωριγένη και τους Πατέρες της Εκκλησίας, σε μια περίοδο μάλιστα που η Εκκλησία της Αλεξανδρείας και γενικότερα της Αφρικής συμπεριελάμβανε στους κόλπους της διαφόρους λαούς, φυλές και έθνη, μεταξύ των οποίων αναμφίβολα και πολλούς μαύρους.
Οι τυχόν παρερμηνείες που θα μπορούσαν να προκύψουν από βιβλικά χωρία, όπου οι μαύροι παρουσιάζονται αρνητικά ή κατά τρόπο εξευτελιστικό, όπως στον Ιερεμία 13:23 (ει αλλάξεται Αιθίοψ το δέρμα αυτού και πάρδαλις τα ποικίλματα αυτής, και υμείς δυνήσεσθε εύ ποιήσαι μεμαθηκότες τα κακά), ξεπεράστηκαν από πολύ νωρίς χάρη στην έγκαιρη επέμβαση του Ωριγένη.
Οι λίγες ιστορικές μαρτυρίες που διαθέτουμε για τους μαύρους κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο περιορίζονται κυρίως στον διπλωματικό τομέα. Στις πηγές μνημονεύονται δύο ή τρεις φορές Βλέμμυες και Αιθίοπες πρεσβευτές που ζήτησαν ακρόαση από τον Κωνσταντίνο Α’ (324-337) και τον Κωνστάντιο Β’ (337-361).  Ωστόσο, οι αποσπασματικές αυτές πληροφορίες που αντλούμε για τους Νεγροαφρικανούς είναι μετρημένες στα δάχτυλα, η δε σημασία τους μάλλον περιορισμένη, καθώς οι συγγραφείς δεν υπεισέρχονται σε ουσιαστικές λεπτομέρειες.
Θα προσθέταμε όμως ότι οι αναφορές του Ευσεβίου Καισαρείας στην παρουσία ξένων πρεσβευτών στην αυλή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μεταξύ των οποίων μνημονεύονται Βλεμμύων γένη Ινδών τε και Αιθιόπων, δεν αποτελούν ρητορικούς τόπους, αλλά παραπέμπουν σε συγκεκριμένο γεγονός.  Οι σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους διαφόρους αφρικανικούς λαούς την περίοδο αυτή, εντοπίζονταν κυρίως στον τομέα του εμπορίου και τη σύναψη διαφόρων συνθηκών, όπως με τους Ομηρίτες για τους οποίους κάνει λόγο ο εκκλησιαστικός ιστορικός Φιλοστόργιος.  Επίσης με τη διάδοση του Χριστιανισμού προωθούνταν τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της αυτοκρατορίας στον ευαίσθητο χώρο της Νοτιοδυτικής Αραβίας.  Ως γνωστό, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Β’ στην προσπάθεια του να επηρεάσει τα εκκλησιαστικά πράγματα στο κράτος του Αξούμ απηύθυνε προσωπική επιστολή στους ηγεμόνες Αϊζανά και Σαζανά με την οποία ζητούσε την απομάκρυνση του επισκόπου Φρουμεντίου.
Αλλά η εμπορική δραστηριότητα συχνά συνδυαζόταν με τη διεξαγωγή ιεραποστολικού έργου τόσο από εμπόρους όσο και από μοναχούς και ασκητές της Αιγύπτου: Ην γαρ ιδείν και Αιθίοπας εκεί συν τοις μοναχοις ασκούντος και πολλούς υπερβάλλοντας εν ταις άρεταίς και πεπληρωμένην έπ’ αυτοίς την γραφήν λέγουσαν Αιθιοπία προφθάσει χείρα αυτής τω Θεώ.  Σύμφωνα με τον Ιερώνυμο, ο οποίος γράφει στις αρχές του 5ου αιώνα, Αιθίοπες προσκυνητές καθημερινά επισκέπτονταν την Ιερουσαλήμ.  Οι διπλωματικές σχέσεις με το κράτος του Αξούμ συνεχίσθηκαν επί Αναστασίου Α’ και διατηρήθηκαν έως και την εποχή του Ιουστινιανού.
Στον Αναστάσιο μάλιστα στάλθηκαν πολύτιμα δώρα από τους βασιλείς του Αξούμ —άγνωστο με ποια αφορμή— μαζί με εξωτικά ζώα, έναν ελέφαντα και δύο καμηλοπαρδάλεις.  Επί Ιουστινιανού, εξάλλου, με αφορμή την προσχώρηση των Σαμαριτών στο πλευρό των Περσών επιδιώχθηκε σύναψη συμφώνου φιλίας με τον βασιλέα των Αξουμιτών Ελεσβόα. Τη διπλωματική αποστολή και την άφιξη της στην αυλή του Ελεσβόα περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες και εντυπωσιακό τρόπο ο Ιωάννης Μαλάλας.  Συνεπώς, οι διπλωματικές επαφές με τους Αιθίοπες και τους Ομηρίτες την περίοδο αυτή «δίνουν την εικόνα μιας συνεχούς, πυρετώδους δραστηριότητας», και ουσιαστικά εμπνέονται από πολιτικό-οικονομικά κίνητρα.Από τις αγιολογικές πηγές της ίδιας περιόδου γίνεται φανερό ότι όχι μόνο στην Αίγυπτο, αλλά και στην Αραβική χερσόνησο οι μοναχοί της ερήμου διατηρούσαν επαφές και είχαν επικοινωνία με μαύρους.

Στο βυζαντινό εορτολόγιο συμπεριλαμβάνεται, ως γνωστό, η μνήμη του Οσίου Μωυσέως του Αιθίοπος (28 Αυγούστου), ο βίος του οποίου είναι ενδεικτικός των επαφών που είχαν οι ασκητές της Θηβαΐδος, στα όρια της Ερμούπολης της Αιγύπτου, με μαύρους πληθυσμούς, αλλά και με μαύρους ληστές και λήσταρχους, όπως ακριβώς ήταν εις τον πρότερόν του βίο ο όσιος Μωυσής ο Αιθίοψ.  Το ίδιο ισχύει και για τις επαφές των μοναχών με Άραβες, τους οποίους οι πηγές δεν ξεχωρίζουν πάντα από τους μαύρους. Στις αγιολογικές πηγές, κυρίως σ’ εκείνες που προέρχονται από την περιοχή του Σινά, γίνεται πάντως κάποια διάκριση ανάμεσα στους Άραβες και τους Βλέμμυες, ως δύο διαφορετικά και ξεχωριστά έθνη. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η διαπίστωση ότι στην εικονογράφηση των Αράβων αγίων δεν γίνεται καμιά διάκριση ως προς το χρώμα τους, καθώς εικονογραφούνται ακριβώς όπως και οι βυζαντινοί άγιοι.
Στα αγιολογικά κείμενα αυτής της περιόδου έχουμε και την πρώτη μνεία του όρου «μαύρος», για την περιγραφή μιας φυλής με χαρακτηριστικά νέγρου, τους Βλέμμυες. Ωστόσο, στους ελληνικούς παπύρους της Αιγύπτου, του 6ου και 7ου αιώνα, ο όρος «μαύρος» δηλώνει τους Σουδανούς σκλάβους.Η παρουσία μαύρων στρατιωτών και μαύρων σκλάβων στο Βυζάντιο είναι ένα άλλο θέμα που αξίζει να μελετηθεί ιδιαίτερα. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος μνημονεύει στο έργο του Προς τον ίδιον υιό ‘Ρωμανό ότι ο αρχηγός των Αράβων Αβιμέλεχ απέστειλε πρέσβεις προς τον Ιουστινιανό τον Ρινότμητο ζητώντας τη σύναψη ειρήνης με τον όρο ο αυτοκράτορας να αποσύρει το τάγμα των Μαρδαϊτών από τον Λίβανο, ενώ ο ίδιος θα προσέφερε στον Ρωμαίο αυτοκράτορα καθ’ έκάστην νομίσματα χίλια, και ίππον ευγενή ένα και Αιθίοπα δούλον ένα.
Μνεία Αιθιόπων στρατιωτών ή καλύτερα πειρατών γίνεται και στην αφήγηση του Ιωάννη Καμινιάτη Εις την Αλωσιν της Θεσσαλονίκης από τον Λέοντα της Τρίπολης το 904. Εδώ πρόκειται, κατά μία άποψη, για Σουδανούς μισθοφόρους που συμμετείχαν στις πειρατικές επιδρομές του Λέοντος,  στους στρατιώτες του οποίου συμπεριλαμβάνονταν Άραβες και Αφρικανοί πειρατές: παμμιγής τις όχλος απονενοημένων και μανιωδών, των τε την Συρίαν οικούντων Ισμαηλιτών και των όμορούντων Αιγυπτίοις Αιθιόπων, πάντων αιμοβόρων και θηριογνωμόνων ανθρώπων, πολλην την εν τοις φόνοις επιστήμη έξησκημένων και ταις ληστρικαίς επινοίαις τας σφαγάς εμμελετησάντων…

Ενώ οι μνείες των πηγών σε συγκεκριμένα ιστορικά δεδομένα και γεγονότα που σχετίζονται με την παρουσία των μαύρων στη βυζαντινή κοινωνία είναι ελάχιστες έως ανύπαρκτες, οι φιλολογικές μαρτυρίες είναι πολυάριθμες — αν και σχεδόν πάντα αυτού του είδους οι μαρτυρίες εστιάζονται σε ένα ή δύο θέματα ή φιλολογικούς τόπους. Εις την περί των Αιθιόπων φιλολογία δεσπόζουν ως επί το πλείστον τα διάφορα παραθέματα και οι παραλλαγές της παροιμίας Αιθίοπα σμήχειν, ό Αιθίοψ Αιθίοψ μένει, ο Αιθίοψ ου λευκαίνεται  ή ακόμη το λευκαίνεται γαρ και πεφυκώς Αιθίοψ, που απαντά σε ένα στιχηρό στη μνήμη της βαπτίσεως του Αιθίοπος Ευνούχου υπό του Αγίου Φιλίππου.  Πιο ενδιαφέρουσες είναι οι αναφορές που απαντούν σε αγιολογικά κείμενα, στα οποία οι δαίμονες εμφανίζονται συνήθως ως μαύροι, παρομοιαζόμενοι με Αιθίοπες, όπως στο Βίο του Συμεών του Σαλού: ως ούν έφυγεν το δαιμόνων, παρήλθεν ως Αιθίοψ δια τον φουσκαρίου — εις μαύρος επικατάρατος ήλθεν και όλα συνέτριψεν.
Κατά κανόνα, οι δαίμονες που εμφανίζονται μαύροι ως Αιθίοπες στα ενύπνια δοκιμάζουν την πίστη και την καρτερία των πιστών.  Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα από το Βίο του Ανδρέα του Σαλού. Προκειμένου να κερδίσει τους στεφάνους του παραδείσου, ο Ανδρέας, εν ύπνω βαθύτατα), είδε ότι έπρεπε να παλαίψει με έναν μαύρο δαίμονα, μέσα σε ένα κατάμεστο θέατρο από πλήθος Αιθιόπων και ανδρών λευσχημούντων και Ίεροπρεπεστάτων. Δίνοντας πίστη στα λόγια του αγγέλου, ότι οι Αιθίοπες θρασείς είσιν και δειλοί, και σεσαθρωμένοι και ανίσχυροι, ο άγιος τελικά εξήλθε νικηφόρος από αυτόν τον πνευματικό αγώνα, των μαύρων εκείνων πάντων σκορπισθέντων.
Αλλά στο Βίο του Συμεών του Σαλού η εμφάνιση του Αιθίοπος σε ενύπνιο παριστά το θάνατο: έθεώρει εαυτόν (τις των μεγιστάνων της πόλεως] κατά τους ύπνους ταβλίζοντα μετά τίνος Αίθίοπος, ην δε ούτος ό θάνατος.  Το ίδιο, στα ονειροκριτικά κείμενα, το μαύρο χρώμα ερμηνευόταν ως προάγγελος κακών.  Εξάλλου στα πρώιμα αγιολογικά κείμενα ο δαίμων της πορνείας και της υπερηφανίας εμφανίζεται με τη μορφή Αιθίοπος,  ενώ σε άλλα παρεμφερή πάλι οι δαίμονες εμφανίζονται τριχωτοί, με πρόσωπο σκύλου και μαύροι ως Αιθίοπες, ως η ασβόλη.
Οι περιγραφές των δαιμόνων στα αγιολογικά κείμενα αναρωτιέται κανείς αν δεν εκφράζουν κατά κάποιον τρόπο όχι μόνον τους φόβους και τις δεισιδαιμονίες που διακατείχαν τα λαϊκά στρώματα, αλλά ακόμη και φυλετικές προκαταλήψεις όσον αφορά τουλάχιστον τους μαύρους. Από ορισμένες ενδείξεις των πηγών, θα μπορούσε να στηρίξει κανείς την άποψη ότι γίνονταν φυλετικές διακρίσεις, παρόλο που η Εκκλησία από την πλευρά της διεκήρυσσε ουδέ Σκύθαις πάντως ουδέ Αίθίοψι [ή βασιλεία των ουρανών άποκέκλεισται]… πάντες γαρ χωρητοί τη σαγήνη Χριστού., Τα περιστατικά στο Βίο του Μωυσέως του Αιθίοπος, ωστόσο, είναι ενδεικτικά της νοοτροπίας που είχε διαμορφωθεί από τους λευκούς έναντι των μαύρων. Για να δοκιμαστεί η καρτερία και η ταπεινοφροσύνη του Μωυσέως, οι μοναχοί της Σκήτης όπου μόναζε τον απέβαλαν από τον κύκλο τους με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς και περιφρόνηση:Άλλοτε συνεδρίου γενομένου εν τη Σκήτει, θέλοντες αυτόν οι πατέρες δοκιμάσαι, εξουδένωσαν αυτόν, λέγοντες” Τί και ό Αίθίοψ ούτος έρχεται εις την μέσην ημών; Ό δε άκουσας σιώπησε….Είσήλθεν ουν ό γέρων [Μωσής]• και έπετίμησαν αυτόν, και έδιωξαν, λέγοντες• “Ύπαγε έξω Αίθίοψ. Ό δε εξελθών έλεγε εαυτώ• Καλώς σοι εποίησαν, σποδόδερμε, μελανέ. Μη ων άνθρωπος, τί έρχη μετά ανθρώπων;Μία άλλη αναφορά που επίσης φανερώνει με έντονο τρόπο το αίσθημα της προκατάληψης προς τους μαύρους έχει ως θέμα της τον μέθυσο ζητιάνο Ζαμαρά, ο οποίος ζούσε, ως φαίνεται, στο περιθώριο, στη Σελεύκεια της Ισαυρίας: άνθρωπίσκος τις Αίθίοψ, ζόφου και άχλύος πεπληρωμένος, περινοστών άεί τα της πόλεως αγυιάς επί τω τι κομίζεσθαι παρά των έλεειν είοθότων.
Η εμφάνιση του Ζαμαρά σε ένα όνειρο που είχε ο συγγραφέας του χωρίου αποδείχθηκε κακό σημάδι, όπως αναμενόταν άλλωστε, ενδεικτικό και αυτό των προκαταλήψεων της εποχής.  Ορισμένες προκαταλήψεις μάλιστα σχετικά με τους μαύρους έφταναν στα άκρα, όπως συμπεραίνουμε από ένα χωρίο των Επιστολών του Θεόδωρου Στουδίτη, ο οποίος αναφέρει: φασι γάρ τίνες γυναίκα κατά τον της συλλήψεως καιρόν Αιθίοπα φαντασθείσαν Αιθίοπα άποτεκείν.
Ωστόσο, ο φόβος που εμπνέουν οι Αιθίοπες δαίμονες ή φαντάσματα δεν προέρχεται αποκλειστικά από το μαύρο χρώμα τους, αλλά από διάφορα άλλα χαρακτηριστικά που τους καθιστούν φοβερούς στην όψη το βλοσυρό του βλέμματος και του προσώπου, η ατημέλητη κόμη της κεφαλής, η μεγάλη σωματική διάπλαση σε συνδυασμό με τη γυμνότητα που χαρακτηρίζει τους πολεμοχαρείς μαύρους κλπ. Χαρακτηριστικά είναι τα χωρία, στο Βίο του Ευθυμίου,  μικρός Αίθίοψ πυρ εκ των οφθαλμών εκπέμπων, και μέλανας την χροιάν και την όψιν αυχμηρούς, στο. Αιθιοπικά του Ηλιοδώρου. Αλλά ακόμη και σε άλλες κατηγορίες κειμένων, οι Αιθίοπες προκαλούν τον φόβο όχι απλώς λόγω του χρώματος τους αλλά σε συνδυασμό με την όλη εμφάνιση τους, όπως λόγου χάρη στον Καμινιάτη, Αιθίοπες την χροιάν, τα σώματα γεγυμνωμένοι… και τη παραθύξει των οδόντων συων δίκην το μανικόν ένδεικνύμενοι.
Οι Αιθίοπες εμφανίζονται μάλλον σπάνια στις σελίδες των βυζαντινών χρονογραφιών, και στις περισσότερες περιπτώσεις εμφανίζονται όχι στα πλαίσια της πραγματικότητας αλλά παροιμιακά, και σε σχέση πάντα με το χρώμα τους, όπως στον Συν. Θεοφ- Μάλλον δε τίνες εκείνων, ως Αιθίοπες έμειναν αμετάβλητοι. Σταδιακά ο «Αιθίοπας» γίνεται συνώνυμο του μελαψού ή μαύρου, οι δε αναφορές στους «Αιθίοπες» και τους μαύρους γενικότερα, όπως τους Σαρακηνούς και άλλους, αποκτούν χλευαστική σημασία, ιδίως δε στα δημώδη κείμενα, όπως στον Πουλολόγο: Κι ή περιστέρα γύρισε και λέγει προς εκείνον [τον κόρακα]: Αράπη και Σαρακηνέ, μαυρέα, κακομύτη,/ έμέν τα λέγεις, άτυχε, σκοτείδι μαυρισμένον, και δεν θωρείς, κακότυχε, τί θεωρίαν έχεις;  Παρόμοιες είναι και ύβρεις του τσικνέα προς τον γερανό, τον οποίο θέλει να διώξει από το γαμήλιο τραπέζι του βασιλιά των πουλιών λόγω της εμφάνισης του: ότι είς έντροπήν σου είναι να κάτσης εις τον γάμον, μελανόμαυροθώρετε, Σαρακηνέ, κουτρούλη.
Ωστόσο, η σατιρική διάθεση του συγγραφέα του δημωδους αυτού κειμένου δεν αντικατοπτρίζει μόνον τις προκαταλήψεις της εποχής του έναντι των «μαύρων» και «Σαρακηνών», αλλά παράλληλα φανερώνει και τις αισθητικές προτιμήσεις των Βυζαντινών. Το μαύρο και γενικά το μελαψό χρώμα δεν θεωρούνταν στοιχείο ομορφιάς, σε αντίθεση με το λευκό και ξανθό χρώμα, πράγμα που διαπιστώνουμε και στα πορτραίτα των αυτοκρατόρων που σκιαγραφούν οι ιστορικοί και χρονογράφοι.  Επίσης, τα άτομα που διαπομπεύονταν είχαν μουτζουρωμένο το πρόσωπο — σημείο ατίμωσης —γιατί προφανώς έτσι προκαλούσαν το γέλιο.
Σε μία περίπτωση μάλιστα ο όχλος για να γελοιοποιήσει τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνό, όπως αναφέρει ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης, αναγόρευσε ως δήθεν αυτοκράτορα έναν αράπη: έπειτα(δ` αύτη έμβιβάσαντες άνδράριον έπίτριπτον, κελεχρώτά τινα Αιθίοπα, εύφήμουν ως βασιλέα Ρωμαίων περιάγοντες μετά λαμπράς στεφανηφορίας και προπομπαίς, τα της βασιλείας σεμνά διαπαίζοντες και καταμωκώμενοι τον ανακτά Μανουήλ ως μη ξανθίζοντα την κόμην ως θέρος, άλλ’ ύπομέλαιναμενον την μορφήν…  Δεν μένει παρά να σχολιάσουμε μία επιστολή που εκδόσαμε πριν από αρκετά χρόνια από τον κώδικα FITZWILLIAMMUSEUM 229, η οποία φέρει τον τίτλο Επιστολή του τον Νομικοπούλου κυρού Ιωάννου έχουσα εκφρασιν Αιθίοπας και ίππου πάνυ ταλαιπωρημένου εφ ω επωχείτο ο Αίθίοψ. Για τον συγγραφέα της επιστολής δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτε. Πιθανότατα, έζησε τον 12ο αι. ή και λίγο αργότερα, η δε επιστολή του πρέπει να γράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ο ίδιος φαίνεται να κατοικούσε.
Στον τίτλο η επιστολή χαρακτηρίζεται ως έκφρασης πράγμα που γεννά την υποψία μήπως πρόκειται για πλαστή, δηλ. λογοτεχνική επιστολή, οπότε ο αποδέκτης της δεν πρέπει να είναι πραγματικό αλλά υποθετικό πρόσωπο. Ωστόσο, οι ενδείξεις που έχουμε συνηγορούν με την άποψη ότι πρόκειται για αληθινή και όχι πλαστή επιστολή. Απλώς ο Νομικόπουλος έστειλε στον αποδέκτη της επιστολής του μία έκφραση σατιρική αντλώντας από μια παράδοση λίγο πολύ διαμορφωμένη από νωρίς στο Βυζάντιο. Στόχος της σάτιρας του ήταν προφανώς η αποστολή εκ μέρους του αλληλογράφου του ενός ίππου —δώρου όχι και τόσο ασυνήθιστου, όπως μαρτυρούν και άλλα επιστολογραφικά κείμενα— ενός ίππου όμως λιπόσαρκου και πάνυ ταλαιπωρημένου, τον οποίο συνόδευε ένας γραμματοκομιστής ή μάλλον ιπποκομιστής, διακεκαυμένος τα πολλά το πρόσωπον, ώστε να μοιάζει με φάσμα νυκτίφοιτον:Και ο μεν, καπνηρός την όψιν ώράτο προς ακραιφνή τον ήλιονΜελαινόμενος  ολίγος την τρίχα, (το γαρ ούλον αυτής και συνεστραμμένον ουδέ τω αυχένι παρείχε το σκιακόν), άνεσπασμένος τα μέτωπα, (ή γαρ θριξ χαλαρά τις είναι ουκ ήθελεν ανακλώμενη περί βρεχμόν), οφρύες τούτω μέλαιναι και αύται κεχαλασμέναι προς βάρβαρον αγριότητα. ‘ Οφθαλμοί; Αλλά γάρ ουκ ήθελε το χρώμα τούτων τηρείν τον Αιθίοπα…Στην πραγματικότητα, αυτός ο Αιθίοπας, πιθανότατα κάποιος μελαψός ή ηλιοκαμένος υπηρέτης, δεν είναι παρά ένα φιλολογικό εύρημα, με το οποίο ο Νομικόπουλος ήθελε να σατιρίσει την αποστολή του ίππου. Το ερώτημα που δημιουργείται είναι αν το 12ο αιώνα στη βυζαντινή επιστολογραφία εμφανίζεται ένας νέος κοινός τόπος, ο «Αιθιοπικός γραμματοκομιστής».

Όσο ξέρουμε το μοτίβο αυτό απαντά στην αλληλογραφία του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης προς τον Μιχαήλ Χωνιάτη, όπου γίνεται λόγος για κάποιον ταχυδρόμο τους, τον οποίο αποκαλούσαν περιπαικτικά λόγω του χρώματος του «μαυροκαλόγηρο» και «μαυροηγούμενο», και στο τέλος «Αιθιοπικό γραμματοκομιστή». Δεν είναι λοιπόν εντελώς συμπτωματική η χρησιμοποίηση του μοτίβου του Αιθίοπα γραμματοκομιστή από τους παραπάνω συγγραφείς. Αλλά κάθε παραπέρα συζήτηση επί του θέματος είναι προσώρας άγονη, αφού μας λείπουν τα συγκεκριμένα στοιχεία.Συνοψίζοντας, και υπό μορφή συμπεράσματος, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι μαύροι δεν απασχόλησαν ιδιαίτερα τη βυζαντινή διανόηση διότι δεν απέκτησαν ούτε και διεδραμάτισαν κάποιο ξεχωριστό ρόλο στη βυζαντινή κοινωνία. Οι αριθμοί τους στις πόλεις της Αιγύπτου και της Νότιας Αραβίας δεν μας είναι γνωστοί. Αν η παρουσία τους έγινε ποτέ αισθητή στις παραδοσιακά ελληνόφωνες περιοχές, θα πρέπει να ήταν σ’ αυτήν την περίοδο έως και τον 7ο αιώνα.
Ωστόσο, στις πηγές και στο βαθμό που μπόρεσα να τις συμβουλευτώ δεν γίνεται ιδιαίτερη μνεία γι’ αυτούς. Ο λόγος που η βυζαντινή κοινωνία δεν ασχολήθηκε με τους μαύρους ούτε και τους περιθωριοποίησε, όπως και διάφορες άλλες μειονότητες, έγκειται στον πολυεθνικό και οικουμενικό χαρακτήρα της αυτοκρατορίας, της οποίας ο απώτερος σκοπός ήταν ο εκχριστιανισμός των εθνών και η συμπερίληψη τους στη χριστιανική οικουμένη, που αποτελούσε τη μόνη αληθινή εικόνα του επουράνιου βασιλείου επί της γης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΟΙ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΟΙ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ΊΔΡΥΜΑ ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ ΑΘΗΝΑ 1993

http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2013/03/blog-post_2295.html

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Αναζητώντας Κρυπτοχριστιανούς στην Κιλικία.(Βασίλειου Τ. Γιούλτση-Ομότιμου Καθηγητή ΘεολογικήςΣχολής ΑΠΘ)

Συγγραφέας: kantonopou στις 13 Φεβρουαρίου 2013

Ένα ταξίδι στη Μικρά Ασία είναι πάντοτε μια συνάντηση με το παρελθόν, την ιστορία και τους θρύλους της. Η γη εκείνη, πέρα από τις αναμνήσεις και μιαν ατέλειωτη αλυσίδα γεγονότων, που κρύβει στην καρδιά της, έχει προικιστεί με εντυπωσιακές φυσικές χάρεςκαι ομορφιές. Είναι οι τρεις θάλασσες που την θωπεύουν από τρεις μεριές, και της δίνουν δρόμους και έξοδο σε τρεις ηπείρους, τα ποτάμια που την διασχίζουν ευεργετικά, ποτίζοντας τις εύφορες κοιλάδες της, είναι τα μεγάλα δάση, οι πανύψηλες οροσειρές, τα υψίπεδα, οι πανέμορφες γλυκές και αλμυρές λίμνες της, κι εκείνη η ατέλειωτη αλμυρή έρημός της. Είναι ακόμη οι άνθρωποι της, αυτοί που την κατοικούν, εκείνοι που την κατοικούσαν άλλοτε, και ξεριζωμένοι στην προσφυγιά, τρεις γενιές τώρα, δεν μπορούν να την ξεχάσουν, αλλά κι εκείνοι που την διαβαίνουν περαστικοί και νο- σταλγούν να την ξαναδούν. Είναι, τέλος, οι αναρίθμητοι λαοί που καταγράφηκαν στο παρελθόν ως οικιστές της, και άφησαν στη γη της ικανά σημάδια από την πανάρχαια ιστορική παρουσία καιτον πολιτισμό τους, όπως Προέλληνες, Χετταίοι, Λυδοί, Κάρες, Άονες, Ασσύριοι, Έλληνες, Ρωμαίοι, Σελζούκοι και Οθωμανοί Τούρκοι.

Η Μικρά Ασία στη διαχρονική της πορεία υπήρξε ένα από τα πιο πολυσύχναστα εθνολογικά σταυροδρόμια. Γνώρισε αναρίθμητους πολιτισμούς και παραδόσεις. Είδε πληθώρα φυλών και λαών να εποφθαλμιούν, να διεκδικούν, να μάχονται, να κατακτούν και να εγκαθίστανται στα εδάφη της. Από τη χαραυγή της ιστο ρίας της έγινε θέατρο των πιο φοβερών πολεμικών συγκρούσεων, με σφαγές αμάχων, ανείπωτες καταστροφές πολιτιστικών και οικογενειακών αγαθών, εξοντωτικές πληθυσμιακές μετακινήσεις, ανελέητους διωγμούς κυρίως χριστιανών και βέβαια αρπαγές και λεηλασίες του πλούτου, των μνημείων και των θησαυρών της.

002

Στα νότια αυτής της Μικρασιατικής Γης εκτείνεται η Κιλικία. Είναι η επαρχία Σεϋχάν, μια εντυπωσιακή περιοχή στο νοτιοανατολικό άκρο της, που αποτελεί τμήμα του τουρκικού κράτους. Ανήκει διοικητικά στο «Βιλαέτι» (Νομαρχία) των Αδάνων. Έχει έκταση 35.000 τ. χιλιόμετρα και από το βορρά χωρίζεται από την Λυκαονία και την Καππαδοκία με την οροσειρά του Ταύρου, η οποία στο ύψος της Ταρσού κόβεται από το μεγάλο φαράγγι, το Γκιουλέκ Μπογκάζ (Κιλίκιες Πύλες). Στο νότο βρέχεται από τη Μεσόγειο (Κιλίκιο Πέλαγος) και βλέπει τα βόρεια παράλια της Κύπρου, από το ακρωτήρι του αγίου Ανδρέα, τη μύτη του Ριζοκάρπασου, ώς την Κερύνεια και τον Καραβά, κι από εκεί ως τον κόλπο της Πάφου και τον άλλο της Χρυσοχούς.

Από την ανατολή συνορεύει με την Συρία κι από τη δύση με την Παμφυλία και την Πισιδία.

Αφορμές γι’ αυτό το Οδοιπορικό στάθηκαν δύο ταξίδια, το πρώτο, πριν από 46 χρόνια και το δεύτερο, το περσινό καλοκαίρι. Τότε, το καλοκαίρι του ’63 οι τελειόφοιτοι της Θεολογικής Σχολής της Θεσσαλονίκης ξεκίνησαν για ένα προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Το εγχείρημα ήταν τολμηρό, αφού έπρεπε να διασχίσουμε οδικώς την Μικρά Ασία, τη Συρία, τμήμα του Λιβάνου και της Ιορδανίας για να φτάσουμε στην Αγία Γη. Με συνοδούς όμως έναν πολύπειρο καθηγητή και έναν ακούραστο βοηθό της Σχολής μας, όλα εξελίχθηκαν κατά το πρόγραμμα. Ένα τουριστικό λεωφορείο με 48 επιβάτες ξεκίνησε το πρωί μιας Πέμπτης του Ιουλίου, αφού σχεδίαστηκε με κάθε λεπτομέρεια η πο ρεία της διαδρομής: Θεσσαλονίκη, Αλεξανδρούπο λη, Αδριανούπολη, Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα,Aksaray, Gulek, Ταρσός, Άδανα, Iskederun (Αλεξανδρέττα).

Το δεύτερο ταξίδι ξεκίνησε από μια ιδέα φίλων δημοσιογράφων των γαλλικών εφημερίδων Croix (Παρίσι) και Croix du Nord (Λίλλη) να επισκεφθούν κυρίως τη βορειοδυτική περιοχή της Κιλικίας, όπου σύμφωνα με πληροφορίες υπάρχουν χωριά με σημαντικό αριθμό κρυπτοχριστιανών. Οι δύο εφημερίδες είχαν συγκεντρώσει σοβαρά στοιχεία για τις διώξεις των Ορθοδόξων από φανατικούς μουσουλμάνους της περιοχής και ενδιαφέρονταν να δημοσιοποιήσουν τη σημερινή κατάσταση, αυτών που απόμειναν.

Το ταξίδι συμφωνήθη κε, και μέσω Ρόδου η «συντροφιά» πέταξε με την Condor στην Αττάλεια (Antalya). Ήταν Δευτέρα 20 Αυγούστου του 2007.

003

Η Αττάλεια είναι μια πανέμορφη πόλη, με πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους. Πρωτεύουσα της παλαιάς Παμφυλίας, αποτελεί μία από τις πιο οργανωμένες τουριστικές περιοχές της Μικράς Ασίας. Η πόλη καλοσχεδιασμένη από την ελληνιστική εποχή, κατά το ιπποδάμειο σύστημα, με το κέντρο και τα γύρω τετράγωνα, έχει το περίφημο αμφιθέατρό της στις παρυφές των προς βορράν υψωμάτων, στην αγκαλιά του βράχου. Τρεις μαρίνες δέχονται ξένα σκάφη και το αρχαιολογικό μουσείο της θεωρείται από τα πιο άρτια, πλούσιο σε πολύτιμα ευρήματα από κάθε πολιτισμό της Ανατολίας. Εδώ ο Ελληνισμός έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της παρουσίας του ιδιαίτερα στη συνοικία Kaleici, όπου βρίσκονται τα ελληνικά αρχοντικά, με εξαιρετική εξωτερική διακόσμιση, που αναπαλαιώθηκαν και λειτουργούν ως ξενώνες και μοτέλ.

Κάνουν εντύπωση τα πεντακάθαρα πλακόστρωτα στενά δρομάκια της ελληνικής συνοικίας, που μένει έρημη από Έλληνες μετά το ’22-23. Κάποιοι λίγοι «τούρκεψαν» και χάθηκαν στα χωριά των βουνών για να ξεφύγουν αργότερα ή να παραμείνουν ξεχασμένοι. Ορισμένοι «ενσωματώθηκαν» στην τουρκική κοινωνία, αλλά τελικά έμειναν αυτοί που ήταν πριν, Έλληνες και Ορθόδοξοι.

Με ένα νοικιασμένο μεγάλο τζιπ, πρωί-πρωί, η ομάδα μας, επτά άτομα, πήρε το δρόμο για τη Manavgat, με κατεύθυνση στα βουνά προς το Seydisehir. Εκεί έγινε η πρώτη διανυκτέρευση για να αρχίσει την επόμενη μέρα η κάθοδος προς το νότο, προς τα χωριά της Κιλικίας. Η Τραχεία Κιλικία ήταν για όλους μια σκληρή εμπειρία. Πανύψηλα βουνά που τρομάζουν τον επισκέπτη, αφού οι δρόμοι εκεί επάνω είναι σε κατάσταση σχεδόν πρωτόγονη. Το αραιό οξυγόνο σου φέρνει δύσπνοια, όταν βρίσκεσαι κοντά στις κορυφές του Μολκάρ (3240 μ.) και του Άλανταγ (3734 μ.). Χρειάστηκε μια ολόκληρη μέρα για να κατεβεί η ομάδα στα χαμηλότερα, σ’ ένα φαράγγι με μικρά χωριά, που το καθένα είχε περίπου διακόσιους ή τριακόσιους κατοίκους. Τα χωριά αυτά, σε φαράγγια πίσω απόοροσειρές, βλέπουν την ανατολή του ηλίου μετά τις 11 το πρωί. Οι Γάλλοι είχαν κάποιες πληροφορίες σχετικές με τον σκοπό της «εκδρομής», αλλά δεν βιάζονταν να τις αξιοποιήσουν. Προσπεράσαμε, σχεδόν αδιάφοροι τα δύο πρώτα χωριά. Στο μοναδικό καφενείο του τρίτου χωριού, με ένα πηγάδι στην μπροστινή αυλή σταμάτησε το τζιπ.

Ο ιδιοκτήτης μας χαιρέτησε εγκάρδια και αφού καθίσαμε, πρόσφερε τσάι και σε λίγο ζεστό κατσικίσιο γάλα σε κούπες, τυρί, κρύο χυλό από ρεβύθια και αντί για ψωμί, ζεστές τις γνωστές πίτες της Ανατολής. Αργότερα, προς το μεσημέρι, έβγαλε από το πηγάδι και έκοψε παγωμένο καρπούζι και έφερε μια πιατέλα με ώριμα δαμάσκηνα.

Από τον πίσω εξώστη φαινόταν στο βάθος ένα πλάτωμα, στην άκρη του οποίου ήταν το κοιμητήριο του χωριού. Δύο από τη συντροφιά αλληλοκοιτάχτηκαν και μετά ρώτησαν, από πού θα μπορούσαν να κατεβούν για να το επισκεφτούν. Ο καφετζής, αφού τους κοίταξε περίεργος, τους έδειξε ένα δρομάκι δίπλα σε μια συστάδα με οξιές, και οι δύο σχεδόν αδιάφορα, κατηφόρησαν. Έκαναν πάνω από ώρα. Στο γυρισμό μας κοίταξαν περίεργα. Κάτι είδαν. Δεν μίλησαν στο τραπέζι. Όμως πλησίασαν συνωμοτικά στο βάθος της κουζίνας τον καφετζή κι όταν βγήκαν, εκείνος στράφηκε σ’εμένα, με πλησίασε, μου άρπαξε τα δυό μου χέρια και έδειξε συγκινημένος μαζί και χαρούμενος.

Τι είχε προηγηθεί; Στο κοιμητήριο οι δύο Γάλλοι είδαν μερικούς λευκούς ξύλινους σταυρούς, χωρίς ονόματα ή άλλες αναγραφές. Η απορία τους ήταν «ποιοι είχαν ταφεί και γιατί δεν γράφτηκαν ονόματα;». Η απάντηση που πήραν ήταν αναμενόμενη. Ήταν χριστιανοί, που θάφτηκαν από τους οικείους τους νύχτα. Το πιο σημαντικό όμως ήτανότι ένας από τους τελευταίους σταυρούς ήταν του αδελφού του καφετζή. Ο ίδιος φάνηκε να δακρύζει.

Ύψωσε το βλέμμα του, έκανε το σταυρό του ορθό- δοξα, στράφηκε προς το μέρος μου και σε σπασμένα ελληνικά ψάλλισε: «Θεός σχωρέσ’τον». Μάθαμε τελικά ότι στο χωριό δεν υπάρχει ιερέας. Όταν υπάρχει πολύ μεγάλη ανάγκη τον φέρνουν κρυφά από ένα μακρυνό μεγαλοχώρι, με πολλές προφυλάξεις, γιατί στο χωριό τους υπάρχουν αρκετοί φανατικοί.

Λίγοι χριστιανοί απόμειναν, ίσως λιγώτεροι από είκοσι, κι όλοι τους έχουν διπλά ονόματα. Κάποιοι, τα τελευταία χρόνια, έφυγαν για την Ευρώπη, μάλλον προς τη νότια Γαλλία, επειδή συμπάθησαν τους Γάλλους, όταν προ του ’22 βρίσκονταν στην περιοχή ως «εγγυήτρια δύναμη» .

Η συντροφιά μας αναχώρησε σφιγμένη από τη συγκίνηση. Είχαμε σημειώσει στο χάρτη τα επόμενα χωριά που έπρεπε να επισκεφθούμε. Ο καφε-τζής μας φόρτωσε με φρούτα, τυρί και πίτες και δεν δέχτηκε να πληρωθεί για τίποτε. Έμεινε στο δρόμο να κοιτάζει το αυτοκίνητο που απομακρυνόταν και να κινεί το χέρι του. Ποιος ξέρει αν ξαναπερνούσε χριστιανός από τα μέρη του; έναν τόπο όπου καθένας τους νοιώθει και ξένος και μόνος.

Ξεκινήσαμε, γνωρίζοντας πού πηγαίναμε, αλλά ο χάρτης δεν μας βοήθησε στον υπολογισμό της διαδρομής. Είχαμε σημειώσει ως προορισμό ένα μεγαλοχώρι, που πρέπει να ήταν 100 – 120 χιλιόμετρα μακρυά, αλλά η τραχύτητα των δρόμων τα έκανε πολύ περισσότερα. Στο ⅓ του δρόμου χρειάστηκε να σταματήσουμε σ’ ένα χωριό για ανεφοδιασμό και διανυκτέρευση. Μείναμε σ’ ένα μοτέλ, μάλλον χάνι, αφού παρά την ξεχωριστή ευγένεια των ιδιοκτητών οι συνθήκες διαβίωσης ήταν μάλλον από την προηγούμενη πεντηκονταετία. Φύγαμε νωρίς το επόμενο πρωί για μια αρκετά δύσκολη διαδρομή. Περάσαμε από ένα ατελείωτο δάσος, κατεβήκαμε μια επικίνδυνη πλαγιά αρκετών χιλιομέτρων, και να μπροστά μας ένας χείμαρος με κόκκινο θολό νερό. Φαινόταν από πού έπρεπε να περάσουμε, αλλά δύο – τρεις χωρικοί, με τα κάρα τους, μας απέτρεψαν.

Περίμεναν ένα τρακτέρ για να περάσουν με τα κάρα. Περιμέναμε κι εμείς. Μετά από ώρες φάνηκε το τρακτέρ μ’ έναν οδηγό γύρω στα 30, που μας πέρασε όλους. Από ευγένεια προτείναμε να του δώσουμε μερικά ευρώ. Αρνήθηκε χαμογελώντας.

Με κάποια σπαστά γαλλικά και εγκαρδιότητα μας είπε ότι συμπαθεί τους Γάλλους γιατί έχει θείο που εργάζεται στη Μασσαλία. Κάποια στιγμή του έδειξαν εμένα λέγοντας, «αυτός εκεί είναι Έλληνας», κι εκείνος, αφού έλαμψε το πρόσωπό του, ενθουσιασμένος φώναξε στα ελληνικά: «αυτός είναι αδελφός μου. Εσείς δεν ξέρετε τις ρίζες μας». Εγώ χαμογέλασα. Εκείνος ανέβηκε γρήγορα στο τρακτέρ και έφυγε βιαστικά, κινώντας το δεξί του χέρι, μέχρι που χάθηκε στον ορίζοντα. Οι άλλοι σάστισαν. Τι να εννοούσε; Τι σήμαινε εκείνο το: «Εσείς δεν ξέρετε τις ρίζες μας»; Κανείς τους δεν έπαιρνε όρκο.

Αργά, λίγο μετά τη δύση του ηλίου, μπήκαμε στο κεφαλοχώρι που είχαμε προγραμματίσει. Οι Γάλλοι φαίνεται πως ήξεραν πολλά. Ο επικεφαλής διάβαζε τα χαρτιά του και μας εξηγούσε. Πήγαμε κατ’ ευθείαν σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο που δεν ήταν χάνι. Καθαρό, νοικοκυρεμένο, με ευγενικό προσωπικό, που σίγουρα είχε τελειώσει κάποια σχετική με το επάγγελμα σχολή, αφού μιλούσαν γαλλικά ή αγγλικά και ήξεραν καλά τη δουλειά τους. Μετά την τακτοποίηση μας στα δωμάτια, κατεβήκαμε για φαγητό και κατά τη διάρκεια του σερβιρίσματος ο επικεφαλής της συντροφιάς μας ρώτησε τον σερβιτόρο από πού θα μπορούσε να τηλεφωνήσει.

Ο σερβιτόρος έφερε ένα ασύρματο τηλέφωνο στο τραπέζι κι ο δικός μας άνοιξε το μπλοκάκι του και χτύπησε έναν τοπικό αριθμό, λέγοντάς μας:

«Παίρνω στο κινητό του τον πρώην ταχυδρόμο της περιοχής. Τώρα είναι συνταξιούχος. Αν είναι καλά θα επικοινωνήσει».

Το τηλέφωνο στην άλλη άκρη φαίνεται να χτύπησε αρκετές φορές χωρίς απάντηση. Ο δικός μας όμως επέμενε. Κάποια στιγμή φάνηκε να απαντά μια φωνή. Αντάλλαξαν οι δυο τους μερικές κουβέντες και το τηλεφώνημα τελείωσε. Μετά πληροφορηθήκαμε ότι ο πρώην ταχυδρόμος θα μας δεχόταν στο σπίτι του αργά το επόμενο βράδυ. Σε ερώτησή μου, αν

τον ήξεραν προσωπικά από πριν, η απάντηση ήταν αρνητική. Κανείς από τη συντροφιά δεν τον ήξερε. Κάποιοι άλλοι είχαν πληροφορηθεί αρκετά γι’ αυτόν και έδωσαν στους δημοσιογράφους της Croix τις πληροφορίες.

Η επόμενη μέρα δεν περνούσε. Όλοι περίμεναν να νυχτώσει. Οι ώρες έφευγαν πολύ αργά είτε με συζήτηση είτε με ορισμένα σχόλια για την προηγούμενη μέρα είτε με μερικά αναπάντητα ερωτήματα πάνω στα προηγούμενα συμβάντα. Δύο – τρεις έκοψαν βόλτες στην πλατεία και στη γέφυρα που συνέδεε τις δύο όχθες στο τοπικό ποτάμι. Αυτά ήταν τα μόνα σημεία που συγκέντρωναν ενδιαφέ-Στον Έλληνα σταμάτησε. Ρώτησε αν θρησκεύει. Κι όταν εκείνος του απάντησε ότι είναι θεολόγος, συγκινήθηκε. «Μήπως είσαι και κληρικός», ρώτησε.

«Όχι» είπα, «είμαι λαϊκός, διδάσκω στην εκπαίδευση». Η δική του απάντηση μας ξάφνιασε. Δεν περιμέναμε κάτι τέτοιο. «Εγώ δεν είμαι θεολόγος, είπε, αλλά είμαι κληρικός. Το ορθόδοξο όνομά μου είναι π. Μωϋσής και το όνομα του ταχυδρόμου, που είναι τουρκικό, είναι Emin. Ceyda λεν την αδελφή μου, την Ελπίδα. Συνταξιοδοτήθηκα ως ταχυδρόμος πριν πέντε χρόνια, αφού εργάστηκα συνεχώς για σαράντα πέντε χρόνια σε πολλές περιοχές εδώ στον νότο. Ιερέας είμαι από τα τριάντα μου και συνεχίζω να είμαι μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Δεν σκέφτομαι το θάνατο. Συλλογίζομαι μόνο τι θα γίνουν οι χριστιανοί της περιοχής». Μας μίλησε πολύ εγκάρδια, λες και έβλεπε γνωστά του πρόσωπα.

Άνοιξε την καρδιά του και μίλησε για ώρες, λες και περίμενε από καιρό την ευκαιρία να μετακενώσει τις εμπειρίες και την ιστορία της ζωής του σε ανθρώπους που θα τον καταλάβαιναν. Αναφέρθηκε σε γεγονότα, σε πρόσωπα, σε οικογένειες, σε αριθμούς. Στα γύρω χωριά σε μια ακτίνα 100-150 χιλιομέτρων έχει καταμετρήσει περίπου 200 χριστιανικές οικογένειες και κάπου 50 μεμονωμένους χριστιανούς. Οι τελευταίοι άνδρες ή γυναίκες είτε είναι μόνοι τους, υπερήλικες, είτε ζουν σε μικτούς γάμους. Στην περιοχή του τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια σιωπηρή ανοχή των μουσουλμάνων στην ύπαρξη των χριστιανών. Φυσικά οι χριστιανοί ζουν αθόρυβα και αποφεύγουν να προκαλούν και να δημιουργούν εντάσεις.

Έλεγε, έλεγε, έλεγε κι εμείς ακούγαμε. Ήταν μια νύχτα φορτωμένη με εμπειρίες που άλλαζαν καρδιές. Σχεδόν χαράματα άρχισε ο π. Μωϋσής να κουράζεται. Η αδελφή του μας παρακάλεσε να σταματήσουμε. Ο παππούς είχε περάσει πρόσφατα μια βρογχοπνευμονία κι ήταν θαύμα πώς άντεξε τόσες ώρες.

Ήταν τέσσερις τα ξημερώματα. Σηκωθήκαμε. Τον πλησίασα και του ζήτησα να φιλήσω το χέρι του. Μου το έδωσε και με ευλόγησε με χαμόγελο.

Το ίδιο έκανε και στα υπόλοιπα μέλη της συντροφιάς. Τον αποχαιρετήσαμε και κατεβήκαμε σιωπηλοί στο μεγάλο σαλόνι. Δεν φύγαμε όμως. Η κυρία Ελπίδα μας κράτησε.

Είχε ετοιμάσει πρωινό για όλους και παρακάλεσε να μείνουμε μέχρι να αρχίσει κίνηση στους δρόμους. Μείναμε ώς τις 8 το πρωί αμίλητοι, κι ύστερα πάλι δύο-δύο, και με απόσταση μεταξύ μας, ρον. Όλοι ροκανίζαμε τον χρόνο. Φάγαμε βραδυνό και κατά τις 10, μια ηλικιωμένη κυρία μας ζήτησε στη ρεσεψιόν. Σηκωθήκαμε και πλησιάσαμε.Μια γελαστή κυρία γύρω στα 75 μας καλωσόρισε στα γαλλικά και μετά από κάποιες οδηγίες, μας είπε να την ακολουθήσουμε με αποστάσεις σε τρεις ομάδες.

Ξεκινήσαμε με μια κατασκότεινη νύχτα. Ελάχιστα φώτα στους δρόμους κι εκτός από δύο – τρεις βιαστικούς περαστικούς δεν συναντήσαμε ψυχή.

Μετά από μερικά λεπτά στον μικρό δρόμο πίσω από το δημοτικό σχολείο περάσαμε μια αυλόπορτα, κάναμε τον γύρω του σπιτιού κι από μια πίσω πόρτα μπήκαμε σε ένα ευρύχωρο σαλόνι που οδηγούσε από εσωτερική σκάλα σε επάνω όροφο. Κατά την τοπική συνήθεια βγάλαμε στο πλάι της σκάλας τα παπούτσια μας και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τα σκαλιά.

Η κυρία μπροστά, μας οδήγησε σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο, στο βάθος του οποίου πάνω στο κρεβάτι ανακαθισμένος ένας γέροντας περίπου 75 ετών μας χαιρέτησε στα γαλλικά πολύ εγκάρδια. Ήταν ο συνταξιούχος ταχυδρόμος.

Στην αρχή μας σύστησε την κυρία. Ήταν η δίδυμη αδελφή του η Ελπίδα. Μετά είχε έναν σύντομο χαμηλόφωνο διάλογο με τον επικεφαλής της συντροφιάς, για να βεβαιωθεί για το ποιοι είμαστε, και στη συνέχεια ζήτησε συστάσεις για τον καθένα.

Στον Έλληνα σταμάτησε. Ρώτησε αν θρησκεύει. Κι όταν εκείνος του απάντησε ότι είναι θεολόγος, συγκινήθηκε. «Μήπως είσαι και κληρικός», ρώτησε.

«Όχι» είπα, «είμαι λαϊκός, διδάσκω στην εκπαίδευση». Η δική του απάντηση μας ξάφνιασε. Δεν περιμέναμε κάτι τέτοιο. «Εγώ δεν είμαι θεολόγος, είπε, αλλά είμαι κληρικός. Το ορθόδοξο όνομά μου είναι π. Μωϋσής και το όνομα του ταχυδρόμου, που είναι τουρκικό, είναι Emin. Ceyda λεν την αδελφή μου, την Ελπίδα. Συνταξιοδοτήθηκα ως ταχυδρόμος πριν πέντε χρόνια, αφού εργάστηκα συνεχώς για σαράντα πέντε χρόνια σε πολλές περιοχές εδώ στον νότο. Ιερέας είμαι από τα τριάντα μου και συνεχίζω να είμαι μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Δεν σκέφτομαι το θάνατο. Συλλογίζομαι μόνο τι θα γίνουν οι χριστιανοί της περιοχής». Μας μίλησε πολύ εγκάρδια, λες και έβλεπε γνωστά του πρόσωπα.

Άνοιξε την καρδιά του και μίλησε για ώρες, λες και περίμενε από καιρό την ευκαιρία να μετακενώσει τις εμπειρίες και την ιστορία της ζωής του σε ανθρώπους που θα τον καταλάβαιναν. Αναφέρθηκε σε γεγονότα, σε πρόσωπα, σε οικογένειες, σε αριθμούς. Στα γύρω χωριά σε μια ακτίνα 100-150 χιλιομέτρων έχει καταμετρήσει περίπου 200 χριστιανικές οικογένειες και κάπου 50 μεμονωμένους χριστιανούς. Οι τελευταίοι άνδρες ή γυναίκες είτε είναι μόνοι τους, υπερήλικες, είτε ζουν σε μικτούς γάμους. Στην περιοχή του τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια σιωπηρή ανοχή των μουσουλμάνων στην ύπαρξη των χριστιανών. Φυσικά οι χριστιανοί ζουν αθόρυβα και αποφεύγουν να προκαλούν και να δημιουργούν εντάσεις. Έλεγε, έλεγε, έλεγε κι εμείς ακούγαμε. Ήταν μια νύχτα φορτωμένη με εμπειρίες που άλλαζαν καρδιές. Σχεδόν χαράματα άρχισε ο π. Μωϋσής να κουράζεται. Η αδελφή του μας παρακάλεσε να σταματήσουμε. Ο παππούς είχε περάσει πρόσφατα μια βρογχοπνευμονία κι ήταν θαύμα πώς άντεξε τόσες ώρες.

Ήταν τέσσερις τα ξημερώματα. Σηκωθήκαμε. Τον πλησίασα και του ζήτησα να φιλήσω το χέρι του. Μου το έδωσε και με ευλόγησε με χαμόγελο. Το ίδιο έκανε και στα υπόλοιπα μέλη της συντροφιάς. Τον αποχαιρετήσαμε και κατεβήκαμε σιωπηλοί στο μεγάλο σαλόνι. Δεν φύγαμε όμως. Η κυρία Ελπίδα μας κράτησε.

Είχε ετοιμάσει πρωινό για όλους και παρακάλεσε να μείνουμε μέχρι να αρχίσει κίνηση στους δρόμους. Μείναμε ώς τις 8 το πρωί αμίλητοι, κι ύστερα πάλι δύο-δύο, και με απόσταση μεταξύ μας, φύγαμε για το ξενοδοχείο.

Σε δύο ώρες εγκαταλείπαμε το όμορφο κεφαλοχώρι με κατεύθυνση ένα άλλο χωριό κοντά στον μεγάλο χείμαρο. Ο π. Μωϋσής μας είπε να επισκεφθούμε τον κουρέα. Ήταν ένας Κύπριος που παντρεύτηκε Τουρκάλα και την έκανε χριστιανή. Οι δικοί της τον κυνήγησαν, τον έδειραν, αλλά αυτός το δικό του. Έχει αλλάξει τρεις φορές διαμονή σε διάφορες περιοχές και τελικά βρήκε την ησυχία του στο χωριό που πηγαίναμε. Η διαδρομή ήταν

σχετικά εύκολη αν εξαιρέσει κανείς την παρέμβαση ενός καρφιού. Περνούσαμε από ένα χωριό, όπου δίπλα σε σταυροδρόμι χτιζόταν μια διόροφη οικοδομή. Από το ξεκαλούπωμα του μπετόν ένα απείθαρχο καρφί πετάχτηκε στο δρόμο κι εμείς απρόσεχτοι το πατήσαμε. Η αλλαγή της ρεζέρβας κράτησε λίγο, αλλά ήταν ευκαιρία να πιούμε έναν καλό καφέ στο απέναντι καφενείο και να ρωτήσουμε από πού θα πάμε στο χωριό που μας ενδιέφερε.

Ο καφετζής έβγαλε ένα άδειο κουτί τσιγάρων και στο πίσω μέρος μας σχεδίασε τη διαδρομή. Όταν φύγαμε και ακολουθήσαμε τον «χάρτη», καταλάβαμε πόσο μας βοήθησε το καρφί. Αν δε στεκόμασταν και δε ρωτούσαμε, σίγουρα θα είχαμε μπερδευτεί.

Φτάσαμε απόγευμα και κατευθυνθήκαμε στο κέντρο του χωριού. Ήταν μια κυκλική πλατείαμε βρύση, μεγάλα δένδρα και παγκάκια. Κάποιοι γέροντες κουβέντιαζαν αμέριμνα. Το τζιπ σταμάτησε σε μια άκρη. Κατεβήκαμε, και με τα μάτια αναζητούσαμε το κουρείο. Δεν φαινόταν πουθενά.

Ο επικεφαλής μας, πλησίασε μια παρέα γερόντων που του χαμογέλασαν και, στο ερώτημά του για τον κουρέα, του έδειξαν την κατεύθυνση σε έναν πλάγιο δρόμο. Αφήσαμε το τζιπ και με τα πόδια βαδίσαμε προς το σημείο που μας έδειξαν. Στο πρώτο στενό δεξιά φάνηκε το κουρείο με τρεις καλλιγραφικές επιγραφές. Μία στα τουρκικά, μία στα αγγλικά και μία στα ελληνικά. Βρήκαμε τον κουρέα.

Ήταν ένα παληκάρι γύρω στα 40, που καθόταν έξω από το κουρείο του και άκουγε από ένα ραδιοφωνάκι κυπριακά από το ΡΙΚ.

Πήρα την πρωτοβουλία να τον «διακόψω». «Έχεις χρόνο για συγκινήσεις πατριώτη;» του είπα. Πετάχτηκε όρθιος, μ’ αγκάλιασε και ρώτησε. «Έλλαδίτης εδώ, πώς βρέθηκε;». Αυτό ήταν. Έγινε άλλος άνθρωπος. Ο Κυριάκος από τη Λεμεσό θυμήθηκε ποιος είναι. Μπήκαμε όλοι στο κουρείο και άρχισαν οι συστάσεις. Το πρώτο πράγμα που δήλωσε ήταν για το βράδυ. «Είστε φιλοξενούμενοί μας. Η Δέσποινα θα ετοιμάσει τα πάντα». Αμέσως πήρε στο τηλέφωνο τη σύζυγό του και με λίγες κουβέντες έδωσε τα νέα και τις εντολές για την ετοιμασία.Προσπάθησα να το αποφύγω, αλλά ήταν αδύνατο.

Βιάστηκε να κλείσει το μαγαζί. Μας πήρε για να μας πάει στο ξενοδοχείο που είχαμε κλείσει και στη συνέχεια, μας πήγε σ’ ένα κέντρο δίπλα σε νερόμυλους και μας κέρασε ό,τι επιθυμούσε ο καθέναςμας.

Το βράδυ στο σπίτι του έγινε πανηγύρι. Η συζυγός του, μια ευγενική κοπέλα γύρω στα 30 και τα δύο παιδιά τους, ο Άντρος και ο Χρήστος γιόρταζαν πραγματικά την επίσκεψή μας. Και το τραπέζι, μια πανδαισία γεύσεων, με τρία διαφορετικά πιάτα, ζιβανία (κυπριακό τσίπουρο) και κρασί του ΚΕΟΣ. Μάθαμε, και τι δε μάθαμε; Ο Κυριάκος μας είπε τις περιπέτειές του. Δύο φορές πήγε φυλακή για θρησκευτικούς λόγους, ενώ ξύλο δεν θυμάται πόσες φορές έφαγε από φανατικούς, αλλά κι απ’ τα πεθερικά του. Τελικά την έκλεψε την Esma, που επιθυμούσε να βαπτιστεί γρήγορα, και η ίδια ζήτησε να πάρει το όνομα της Παναγίας. Έγινε Δέσποι- να κι είναι το καμάρι της γειτονιάς και του χωριού.

Αυτές οι τέσσερις ψυχές ανακάλυψαν στο χωριό επτά ακόμη χριστιανούς κι αυτοί μακρυνής ελληνικής καταγωγής. Συναντώνται συχνά, ψάλλουν, διαβάζουν θρησκευτικά βιβλία και τις μεγάλες γιορτές ή πηγαίνουν ή φέρνουν τον π. Μωϋσή και τους κοινωνεί.

Φύγαμε πολύ αργά. Ο Κυριάκος μας πήγε μέχρι το ξενοδοχείο. Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε κανείς μας. Όλοι σκεφτόμασταν εκείνη την ευλογημένη οικογένεια σ’ ένα τόπο που αγάπησαν, παρότι αρχικά δεν τους αγάπησε. Όμως η πίστη και η αγάπη τους έκαναν το θαύμα. Ο Κυριάκος κι η οικογένειά του ήταν «στολίδι για το χωριό». Έτσι τους χαρακτήρησε αυθόρμητα η σύζυγος του ξενοδόχου, όταν το πρωί ετοιμαζόμασταν να αναχωρήσουμε.

Η αναχώρησή μας ήταν συγκινητική. Τρεις Ρωμιοί και μια Τουρκάλα που έγινε Δέσποινα, μας ξεπροβόδισαν δακρυσμένοι μέχρι τα τελευταία σπίτια κι από ‘κει δε σταμάτησαν να χαιρετούν, με υψωμένα τα χέρια, μέχρι που μας έχασαν στη στροφή του δρόμου. Οι Γάλλοι απόρησαν. Με ρωτούσαν αν έτσι γίνεται παντού, όταν κι όπου συναντώνται Έλληνες. Απάντησα με μισόλογα κι έστρεψα τη συζήτηση στη μοναξιά του ξενητεμένου, που όταν βλέπει δικούς του ξεχνά τις αποστάσεις, τα βάσανα, τη σκληρότητα γύρω του και θέλει να γιορτάσει. Το τραπέζι, ο διάλογος, η κοινωνία των προσώπων κι ο αποχαιρετισμός είναι ανατάσεις ψυχής και υπέρβαση κάθε πικρίας της ζωής.

Οι επόμενοι προορισμοί δεν διέφεραν και πολύ από τους προηγούμενους.

Ο επικεφαλής της συντροφιάς μας είχε ήδη επικοινωνήσει και έκλεισε τις επόμενες συναντήσεις μας. Σε μια μικρή κωμόπολη έπρεπε να συναντήσουμε τον Δήμαρχό της, κρυπτοχριστιανό, γυιό ορθόδοξου ιερέα, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή. Ο Δήμαρχος μας περίμενε και μας φιλοξένησε στο σπίτι του. Μας μίλησε για δικά του πρόβλήματα κι άφησε να διαφανεί μια πίστη ανάμεικτη με  συγκλονιστική υπομονή για καλύτερες μέρες.

Στην μικρή πόλη του κατοικούσαν πολλές ψυχές και για τα θρησκευτικά τους καθήκοντα έφερναν τώρα ιερέα από αρκετά μακρυά.

Κάπου αλλού, σ’ ένα χωριό μέσα σε πυκνό δάσος, που για να το βρούμε, το ψάχναμε ένα απόγευμα, συναντήσαμε έναν ανάπηρο ζωγράφο, που τα δυο του πόδια «αχρηστεύτηκαν» στη φυλακή, επειδή έκρυβε διωκόμενους χριστιανούς.

«Τώρα», μας είπε, «ηρέμησαν τα πράγματα. Άλλοτε η ζωή μας ήταν μαρτύριο». Στο πρόσωπό του είδαμε έναν καλοσυνάτο άνθρωπο, διαρκώς γελαστό, με αισιοδοξία και χιούμορ. Όταν σηκωθήκαμε λίγο πριν από τη δύση του ηλίου για να φύγουμε, άρχισε να γελά. «Και πού να πάτε;» μας λέει. «Το δάσος είναι κατασκότεινο, θα χαθήτε». Αναγκαστικά μείναμε εκεί, μαζί με την οικογένειά του. Κι η έκπληξη ήρθε όταν σκοτείνιασε έξω και χτύπησε η πόρτα. Είχε φροντίσει να ειδοποιήσει -έχουν κι εκεί κινητά- όλους τους χριστιανούς και σε μια ώρα γέμισε το σπίτι ψυχές. Όλοι ήρθαν με τα φαγητά τους. Η νοικοκυρά έστρωσε στο πάτωμα πολύχρωμα κιλίμια, από πάνω λευκά τραπεζομάντηλα, αραδιάστηκαν στην τα πιάτα κι πιατέλες, γέμισαν τα ποτήρια με σπιτικό κρασί, στρωθήκαμε γύρω στους πενήντα σταυροπόδι, μου ζήτησαν να κάνω προσευχή και μετά το «Χριστέ ο Θεός ημών, ευλόγησον την βρώσιν καί πόσιν των δούλων…» σταυροκοπήθηκαν όλοι κι έλαμψαν τα πρόσωπά τους. Μείναμε εκεί όλη τη νύχτα. Οι πιο πολλοί καταλάβαιναν τα ελληνικά. Τους μίλησα κι απάντησα σε ερωτήσεις τους.

Είπα δυο λόγια για την ελπίδα, για την εσωτερική ειρήνη και για το νόημα της ζωής. Όταν το πρωί ετοιμαστήκαμε ν’ αναχωρήσουμε μας αγκάλιασαν όλους και μας αποχαιρέτησαν δακρυσμένοι. Τρεις – τέσσερις ακόμη συγκινήσεις σε επόμενες στάσεις και το οδοιπορικό μας πήγαινε να κλείσει.

Ο σκοπός του ταξιδιού είχε ουσιαστικά επιτευχθεί. Από δω και πέρα το ταξίδι θα γινόταν λιγάκι τουριστικό.

008

Έπρεπε να αφήσουμε τα δυτικά της οροσειράς του Ταύρου, την Τραχεία Κιλικία και να κατεβούμε στα παράλια. Ευτυχώς, όπως μας πληροφόρησαν, οι δρόμοι προς το νότο ήταν πολύ καλοί. Αν φθάναμε στη Silifke (Σελεύκεια) θα τελείωνε η ταλαιπωρεία μας. Βέβαια η Σελεύκεια ήταν αρκετά μακρυά. Χρειάστηκαν έξι ώρες ταξίδι για να δούμε τα τείχης της από τα δυτικά και να μπούμε στο κέντρο. Μια πόλη πάνω στον Καλύκανδο ποταμό, τόπο αγίων και μαρτύρων, με ελληνιστικά και βυζαντινά κάστρα.

Από εδώ μπαίνουμε σε τουριστική περιοχή, με σύγχρονους μεγάλους δρόμους και το ταξίδι μας προς την Μερσίνα δεν θα είναι περισσότερο από μια ώρα. Ο παραλιακός δρόμος συνδυάζει θέαμα, άνεση και ασφάλεια.

Δεξιά η θάλασσα της Μεσογείου και αριστερά οι κατάφυτοι λόφοι και τα βουνά προσφέρουν μια εντυπωσιακή εικόνα. Η πόλη είναι καινούργια. Ιδρύθηκε το 1832, αλλά από τις ανασκαφές που έγιναν το 1947 βρέθηκαν κτίσματα αρχαίας πόλης που καλύπτουν μία μεγάλη χρονική περίοδο από την 7η ώς τη 2η χιλιετία π.Χ. Φθάσαμε κατά τις 2.30’ το μεσημέρι, κατάκοποι, αλλά χαρούμενοι γιατί επιτέλους τελειώσε η ταλαιπωρία των βουνών, με τους δύσκολους δρόμους, το υψόμετρο, την υγρασία και τους επικίνδυνους χειμάρους. Η Μερσίνα τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει αναπτυχθεί τουριστικά και αξιοποίησε σε εντυπωσιακό βαθμό της φυσικές ομορφίες των παραλίων της. Ο πληθυσμός της ξεπερνά σήμερα τις 220.000 κατοίκους.

Ξεκουραστήκαμε στη Μερσίνα μέχρι το απόγευμα και λίγο πριν από τη δύση του ηλίου ξεκινήσαμε για τον επόμενο προορισμό μας, την Ταρσό.

010

Η διαδρομή είναι περίπου 30’ λεπτά. Εδώ συναντούμε την ιστορία από την εποχή του Στράβωνα, που την θεωρεί σπουδαιότερη από την Αθήνα και την Αλεξάνδρεια. Κατά τους ιστορικούς πρέπει να χτίστηκε από τον βασιλιά των Ασσυρίων Σενναχηρείμ γύρω στο 680 π.Χ. με σκοπό να την καταστήσει φρούριο του βασιλείου του στο νότο.

Στα χρόνια του Στράβωνα, η φιλολογική και φιλοσοφική της σχολή έγινε περιζήτητη από σπουδαστές τού τότε γνωστού κόσμου, αφού πλήθος διδασκάλων όπως οι στωικοί φιλόσοφοι Αντίπατρος και Αρχέδημος, οι δύο Αθηνόδωροι, οι γραμματικοί Αρτεμίδωρος και Διόδωρος, αλλά και ο τραγικός ποιητής Διονυσίδης την προτίμησαν για να διδάξουν.

Είναι επίσης γνωστό ότι υπήρξε πατρίδα του Αποστόλου Παύλου, αφού από πολύ ενωρίς εγκαταστάθηκε εδώ ιουδαϊκή κοινότητα, που αναπτύχθηκε και αυξήθηκε ταχύτατα. Έτσι εξηγείται η πλούσια ελληνική παιδεία που απέκτησε ο Σαύλος κατά τη νεανική του ηλικία και επίσης οι ακριβείς γνώσεις του για την ελληνική κοσμογονία, θεογονία και θεολογία.

Η Ταρσός, μετά τις πρόσφατες ανασκαφές από Γάλλους αρχαιολόγους, απέκτησε ιδιαίτερη σημασία, αφού αναδείχθηκε το πολύμορφο ιστορικό της παρελθόν από την ελληνική, ελληνιστική, ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο. Σε συνδυασμόμε την πλούσια σε αγροτικά προϊόντα περιοχή αναπτύχθηκε ταχύτατα. Η πόλη ρυμοτομήθηκε ορθολογικά και οι μεγάλες λεωφόροι την προέ- βαλαν με την πλέον σύγχρονη όψη. Σήμερα είναι κέντρο εμπορίου, σύγχρονων βιοτεχνιών και έντονης τουριστικής κίνησης καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Δύο χιονοδρομικά κέντρα στον διπλανό Ταύρο, λειτουργούν περίπου τέσσερις μήνες το χειμώνα. Επιπλέον η εγγύτητα προς τη θάλασσα διευκολύνει την επίσκεψή της από το εξωτερικό και βέβαια την ανάπτυξη του εξαγωγικού εμπορίου. Ο σημερινός πληθυσμός της Ταρσού, κατά κανόνα γεωργο-κτηνοτροφικός και αστικός, ανέρχεται σε 216.382 κατοίκους (απογραφή του 2000).

Ο επόμενος προορισμός μας, μετά την Ταρσό, ήταν τα Άδανα (Adana). Η απόσταση είναι σχετικά μικρή, γύρω στα 37 χιλιόμετρα, με έναν υπέροχο δρόμο, που μας οδήγησε σύντομα στην μεγάλη πόλη.

Τα Άδανα είναι χτισμένα δίπλα στον ποταμό Σάρρο (Seyhan). Κατά την παράδοση πρώτος οικιστής τους ήταν ο μυθικός Άδανος. Η πληθυσμιακή ανάπτυξή της περιοχής συνδέεται αρχικά με τη δυναστεία των Σελευκιδών και αργότερα με την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα το 15% των κατοίκων ήταν αρμενικής καταγωγής. Με την άνοδο όμως των Νεοτούρκων και τις σφαφές που ακολούθησαν (1909), στην πρώτη φάση εσφάγησαν 70.000 Αρμένιοι και στη δεύτερη άλλες 30.000 Αρμένιοι και άλλοι χριστιανοί. Το 1918 την πόλη και τα περίχωρα κατέλαβε γαλλικό εκστρατευτικό άγημα που έμεινε στην περιοχή μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή.

Η γεωγραφική θέση των Αδάνων κάνει την πόλη σημαντικό κέντρο εμπορίου και βιομηχανίας. Ο δρόμος προς βορρά μέσα από τις Κιλίκιες Πύλες οδηγεί στην Καππαδοκία και από εκεί στην  Άγκυρα. Ο δρόμος πρός νότο κατευθύνεται προς τη Συρία και από εκεί σ’ όλη τη Μέση Ανατολή.

Εδώ δημιουργήθηκε ένα από τα μεγαλύτερα υδρο- ηλεκτρικά εργοστάσια της Τουρκίας, για να ακολουθήσει στη συνέχεια η εγκατάσταση πλήθους βιομηχανικών μονάδων παραγωγής υφασμάτων, τροφίμων και οικοδομικών υλικών.

Τα Άδανα είναι κέντρο εμπορίας, διακίνησης και επεξεργασίας του βάμβακος και βέβαια, κέντρο εξαγωγικού εμπορίου των προϊόντων του. Η πόλη στολίζεται με λαμπρά κτίρια και εντυπωσιακούς κοινόχρηστους χώρους, όπως πάρκα, γήπεδα και υπαίθρια θέατρα. Διαθέτει σύγχρονο μετρό για τις μετακινήσεις του πληθυσμού της,

αεροδρόμιο με τακτικές πτήσεις πρός όλα τα σημεία της επικράτειας και ανταποκρίσεις που καταλήγουν στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη. Σήμερα είναι η πέμπτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, με πληθυσμό 1.300.000 κατοίκους.

Μετά τα Άδανα το τέλος του ταξιδίου είναι η Αλεξανδρέττα (Iskenderun), πρωτεύουσα του νομού Χατάι. Είναι μια όμορφη πόλη που ιδρύθηκε από τον Μ. Αλέξανδρο ή κάποιον από τους στρατηγούς του, κοντά στα μέρη, όπου οι Μακεδόνες συνέτριψαν τα περσικά στίφη, το 333 π.Χ. στη μάχη της Ισσού. Οι Έλληνες την ονόμασαν «Μικρή Αλεξάνδρεια», ονομασία από την οποία και προήλθε το όνομα Αλεξανδρέττα. Η πόλη ανήκε στη Συρία και μάλιστα ως αυτόνομη επαρχία της, την περίοδο 1925-1938. Το 1939 προσαρτήθηκε στην Τουρκία από την επικυρίαρχη Γαλλία, αν και η πλειοψηφία των κατοίκων της ήταν αραβικής καταγωγής. Στη συνέχεια η Τουρκία, με την τακτική των πληθυσμιακών μετακινήσεων, άλλαξε τη σύνθεση του πληθυσμού και αλλοίωσε την πρωτογενή της σύνθεση.

Στο πρώτο μας ταξίδι, πριν από 45 χρόνια, το καλοκαίρι του ’63, η Αλεξανδρέττα ήταν μια μεσοαστική πόλη με στενά δρομάκια και αξιοποιημένο μόνον ένα μικρό τμήμα της παραλίας της. Τότε ο πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τις 60.000 κατοίκους. Στην είσοδο της πόλης ο Έλληνας επισκέπτης, μπαίνοντας από το Βορρά, συναντούσε μάντρες με υλικά οικοδομών, συνεργεία αυτοκινήτων και μικρά ελαιοτριβεία. Η έκπληξη του όμως ήταν τα ονόματα των ιδιοκτητών με ελληνικά γράμματα. Στο ένα έγραφε «Μάρμαρα – πλακάκια Γιουσούφ Μυλωνάκης», πιο κάτω «Συνεργείο αυτοκινήτων – Ισμαήλ Ρασιδάκης» και δίπλα «Ελαιοτριβεία – Αρσλάν Γουμενάκης». Με την ίδια εικόνα ακολουθούσε η συνέχεια. Ένας ολόκληρος δρόμος θύμιζε Κρήτη, αλλά μόνο στα επώνυμα, αφού τα μικρά ονόματα ήταν τουρκικά. Ίσως αργότερα μαθαίναμε τι συνέβαινε.

Ο καθηγητής μας, με τη βοήθεια του τότε βοηθού και σήμερα Ομότιμου Καθηγητή Χρήστου Κρικώνη, είχαν προνοήσει για όλα. Έκαναν κράτηση σ’ ένα μικρό, καλό ξενοδοχείο, και ο έμπειρος οδηγός μας μας οδήγησε κατ’ ευθείαν στην πόρτα του. Ένας ευτραφής ψηλός κύριος με ένα ατέλειωτο χαμόγελο μας περίμενε. Μόλις άνοιξε η πόρτα του λεωφορείου, πλησίασε κοντά μας, μας χαιρέτησε σε άψογα ελληνικά και φώναξε: «Καλώς ορίσατε». «Σας περιμένω από το πρωί». «Ήρθατε επι τέλους». «Το ξενοδοχείο μου είναι δικό σας». Αυτή ήταν η μεγάλη μας έκπληξη. Το βράδυ τις ίδιας μέρας μας περίμενε και μια δεύτερη. Στην ταράτσα του ξενοδοχείου είχε ετοιμαστεί ένα μεγάλο τραπέζι σε σχήμα Π, για ένα εξαιρετικό δείπνο που μας πρόσφερε ο ιδιοκτήτης του. Καθήσαμε ελαφρά σφιγμένοι. Κάτι συνέβαινε.

Στην κεφαλή του τραπεζιού κάθησε ο καθηγητής μας – Θεός σχωρέσ’ τον. Ένας αλησμόνητος δάσκαλος, με πλούσια καρδιά, ατέλειωτη καλοσύνη και κυρίως απλότητα και διακριτική ευγένεια.

Ήταν ο Ιωάννης Αναστασίου – δίπλα του ένα κάθισμα κενό, και δίπλα του ο ξενοδόχος. Σε λίγο μπήκε μια κυρία που κάθησε ανάμεσα στον καθηγητή και τον ξενοδόχο. Από τον τρόπο άνεσης καταλάβαμε, ότι ήταν η σύζυγός του ξενοδόχου. Ήρθαν οι σερβιτόροι, γέμισε το τραπέζι αγαθά, κάτι είπε ψιθυριστά ο καθηγητής και έκανε νόημα να σηκωθούμε για προσευχή. Όλοι κόβαμε με το ένα μάτι το ζεύγος για να δούμε αν θα κάνουν «σταυρό». Έκαναν και μάλιστα ορθόδοξο. Καθήσαμε. Η κυρία όρθια, μας καλωσόρισε το ίδιο ελληνικά, με κρητική προφορά. Μας είπε για τη συγκίνηση και τη χαρά της και ρώτησε αν είχαμε μαζί μας Κρητικούς. Είχαμε τρεις, που σηκώθηκαν και χαιρέτησαν, με φωτισμένα τα πρόσωπά τους. Κάθησε εκείνη και σηκώθηκε ο σύζυγος, για να λύσει απορίες μας.

Μας είπε, λοιπόν, πως η Αλεξανδρέττα έχει αρκετές χιλιάδες Έλληνες, που προέρχονται από την Κρήτη. Το ερώτημα ήταν· τί συνέβη; Έτσι μάθαμε ότι στην Κρήτη στα δύσκολα χρόνια των τουρκικών διωγμών των χριστιανών, πολλοί Κρήτες είχαν βίαια εξισλαμιστεί και στην ανταλλαγή των πληθυσμών, επειδή κακώς θεωρήθηκαν Τούρκοι, προωθήθηκαν περιφρονητικά στα παράλια της Μικράς Ασίας, στην Αλεξανδρέττα, νοτιότερα, στο Χαμιδιέ της Συρίας και σε δύο χωριά κοντά στην Τρίπολη της Λιβύης. Από τότε τους έμεινε η «ρετσινιά». Τους ονόμασαν Τουρκοκρητικούς. Τα χρόνια ήταν δύσκολα για τους πρώτους, τους πατεράδες τους. Έζησαν περιφρόνηση και σκληρή ζωή.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η νέα γενειά άρχισε να ενδιαφέρεται για τις ρίζες της. Πολλοί ταξίδεψαν στην Κρήτη. Βρήκαν παππούδες, θείους και εξαδέλφια. Βαπτίστηκαν χριστιανοί. Παντρεύτηκαν Κρητικιές κι είτε έμειναν για πάντα εκεί, είτε ήρθαν με τις γυναίκες τους εδώ για να συνεχίσουν με δύο ονόματα, ένα ψεύτικο κι ένα αληθινό, ορθόδοξο. «Κι εγώ σ’ αυτούς τους δεύτερους ανήκω. Το πρώτο όνομά μου ήταν Τουρχάν και το χριστιανικό μου είναι Μανώλης. Η γυναίκα μου είναι βέρα Κρητικιά, ατούρκευτη. Το όνομά της είναι Βαγγελιώ και έχει κι ένα ψεύτικο. Την «δηλώσαμε» ως Αρζού».

«Στην Αλεξανδρέττα οι Ρωμιοί κρατούν την οικονομία. Είναι έμποροι, είναι επιστήμονες, είναι ναυτικοί. Έχουν επτά κινηματογράφους και φέρνουμε ταινίες ελληνικές. Ο Παπαμιχαήλ, η Βουγιουκλάκη, η Βούρτση, ο Ξανθόπουλος, ο Ζερβός, ο Ηλιόπουλος και ο Φωτόπουλος μαζεύουν χιλιάδες κόσμο. Κι οι ταβέρνες μας είναι επίσης γεμάτες, κάθε βράδυ.Φύγαμε τότε, το ’63 γεμάτοι σκέψεις και συγκινήσεις. Ο Κρητικός είχε περάσει μηνύματα στις καρδιές όλων μας. Το όνομά του έμεινε στη μνήμη μας, ακόμη και το ξενοδοχείο του με το ελληνικό όνομα «ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ», που ο ίδιος το έλεγε· «Το ξενοδοχείο του Κρητικού». «Μη ξεχάσετε» μας είπε, όταν τον αποχαιρετούσαμε «ότι το Ξενοδοχείο μου είναι δικό σας».

011

Στο προπερσυνό ταξίδι είχαμε άλλες εκπλήξεις. Μπαίνοντας στην Αλεξανδρέττα τα πάντα είχαν αλλάξει. Ούτε μάντρες με οικοδομικά υλικά, ούτε ελαιοτριβεία, ούτε βέβαια κινηματογράφοι.Μια σύγχρονη πόλη, απόλυτα τουριστική, με ένα εντυπωσιακό λιμάνι και δύο μαρίνες γεμάτες με θαλαμηγούς. Προσπάθησα να θυμηθώ πού περί- που πρέπει να ήταν «το ξενοδοχείο του Κρητικού».

Ήταν αδύνατο. Για σχεδόν μια ώρα κόβαμε κύκλους και βρισκόμασταν πάντα στο ίδιο σημείο. Τελικά σκέφτηκα να ρωτήσω. Σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά σ’ ένα ξενοδοχείο. Μπήκα στη ρεσεψιόν και απευθύνθηκα στα γαλλικά στον υπάλληλο. «Μήπως ξέρεται πού είναι το ξενοδοχείο του Κρητικού»; Ο υπάλληλος γέλασε και με ρώτησε σε σπαστά ελληνικά. «Είστε Κρητικός»; Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και εκείνος πολύ ευγενικά

μου είπε ότι είναι το τρίτο ξενοδοχείο στην ίδια σειρά μετά το δικό τους, που ήταν επίσης Κρητικού.

Πλησιάσαμε, αλλά το παράδοξο ήταν ότι το κτήριο δεν ήταν αυτό που γνώρισα το 1963. Είμασταν έτοιμοι να φύγουμε, όταν είδα στην πρόσοψη την ελληνική επιγραφή· «ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ». «Εδώ είμαστε» είπα στους δικούς μου, και το τζιπ πλησίασε και έσβησε τη μηχανή. Αμέσως κατευθύνθηκα στη ρεσεψιόν, όπου στεκόταν μια νεαρή κοπέλα.

Ευγενικά ζήτησα να δω το ιδιοκτήτη. Μου έδειξε έναν κύριο γύρω στα 55 σε μια πολυθρόνα που έπινε το τσάι του. Πλησίασα, χαιρέτησα και διακινδυνεύοντας γκάφα, τον ρώτησα στα ελληνικά· «Μήπως είστε ο γυιός του Μανώλη»; Στο ερώτημά μου πετάχτηκε όρθιος. «Γνωρίζατε τον πατέρα μου»; ρώτησε. Μετά την απάντησή μου, άλλαξε η ατμόσφαιρα. Φώναξα μέσα τη συντροφία μας. Τους σύστησα κι άρχισε μια αναδρομή στο παρελθόν για να μάθω κάποια πράγματα που δεν ήξερα. Ο Μανώλης είχε πεθάνει πριν από επτά χρόνια. Η μητέρα του η κυρία Ευαγγελία ζούσε, καλά στην υγεία της, κι αυτός, ο Σίφης, με την αδελφή του την Ασημίνα, λίγο μικρότερή του, κρατούσαν το ξενοδοχείο. Η «ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ» που ήξερα γκρεμίστηκε πριν εννέα χρόνια και χτίστηκε το νέο δεκαόροφο ξενοδοχείο που έχει το ίδιο όνομα και σε ολόκληρη την Αλε-ξανδρέττα οι ντόπιοι το ξέρουν ως «Το ξενοδοχείο του Κρητικού». Οι ίδιοι ταξιδεύουν χρόνο παρά χρόνο στην Κρήτη. Ο Σίφης παντρεύτηκε Κρητικιά κι έχει δύο γυιούς κι η Ασημίνα παντρεύτηκε ντόπιο που τον πήγε πρώτα στην Κρήτη και τον βάφτησε. Σήμερα έχει μία κόρη κι έναν γυιό. Μείναμε εκεί το βράδυ. Μας έκαναν ένα εντυπωσιακό τραπέζι, όπου είμασταν η συντροφιά των επτά κι ολόκληρη η οικογένεια με επικεφαλής της κυρία Ευαγγελία. Στο τραπέζι η οικοδέσποινα πρόσταξε για προσευχή και τα παιδιά είπαν το «Πάτερ ημών» και το «Δι’ ευχών». Η κυρία Ευαγγελία ζήτησε ναξαναθυμήσω τη συνάντηση στο τραπέζι του ’63.

Θύμησα αργά-αργά όσα κράτησα από τα λόγια του μακαριστού συζύγου της και κυρίως εκείνα που σφράγισαν την μνήμη μου. Εκείνη θυμήθηκε και βούρκωσε. Έκανε το σταυρό της και χαμογέλασε. Σε μια στιγμή έγνεψε το μεγάλο εγγονό της, τον Μανωλιό, κι εκείνος σηκώθηκε, βγήκε και σε λίγο επέστρεψε με μια κρητικιά λύρα. Τράβηξε λίγο πιο πίσω το κάθισμά του, έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο, ακούμπησε τη λύρα του στο γόνατο, καισε λίγο ο αέρας της Αλεξανδρέττας μυρώθηκε με ριζίτικα και νοσταλγικές μαντινάδες. Το τραπέζι έκλεισε με ξεροτήγανα. Αυτοί οι Κρητικοί είναι παράξενοι. Όπου κι αν πάνε κουβαλούν μαζί τους και τις γλύκες τους.

Λίγο αργότερα, από το παράθυρο του δωματίου μου, έβλεπα την φωτισμένη Αλεξανδρέττα, ολότελα αλλαγμένη, με σχεδόν διπλάσιο πληθυσμό από τότε που την πρωτοαντίκρυσα. Μια συριακή πόλη εκεί στην άκρη της Μεσογείου, που έγινε τούρκικη. Σ’ αυτή την πόλη ζουν αρκετοί Κρήτες, πιστοί χριστιανοί που δίνουν νόημα στη ζωή και τη σύγχρονη ιστορία της. Το πρωί ετοιμαζόμασταν για αναχώρηση. Ο επικεφαλής μας με τη βοήθεια του Σίφη πήγαν και παρέδωσαν το αυτοκίνητό μας στο τοπικό γραφείο της εταιρείας που μας νοίκιασε το τζιπ στην Αττάλεια. Στις 10 π.μ. με δύο αυτοκίνητα ξεκινήσαμε για το αεροδρόμιο, από όπου σε μία περίπου ώρα πετάξαμε για την Αττάλεια.

Το ταξίδι είχε τελειώσει. Ένα πλήθος εμπειριών σφράγισε τις καρδιές όλων. Οι ξένοι έμειναν άφωνοι μπροστά στις περιπέτειες των δικών μας σ’ αυτή τη ματωμένη γη. Φύγαμε με πλήθος ατελείωτων σκέψεων. Η Μικρά Ασία πίσω μας… πορεύεται στο παρόν και θυμάται το παρελθόν της. Θυμάται και νοσταλγεί. Νοσταλγεί και πιστεύει. Πιστεύει και ελπίζει σε καλύτερες μέρες, όταν οι κρυπτοχριστιανοί θα αποτινάξουν το «κρυπτο» και θα είναι ελεύθεροι να δοξολογούν τον Θεό  τους.

Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΓΕΝΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Συγγραφέας: kantonopou στις 9 Φεβρουαρίου 2013

Ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀποφάσισε νά μεταφέρει τήν ἕδρα τοῦ ἀχανοῦς Ρωμαϊκοῦ Κράτους στόν Βόσπορο – ἡ Κωνσταντινούπολη ἱδρύθηκε  στίς 3 Νοεμβρίου τοῦ 324 καί τά ἐπίσημα ἐγκαίνιά της ἔγιναν στίς 11 Μαΐου τοῦ 330 – ὁπωσδήποτε ἔλαβε ὑπ’ ὄψιν του τή γεωγραφική θέση καί τή στρατηγική σημασία τῆς νέας πόλης. Ἄλλωστε, νωρίτερα ἤδη ὁ Ἕλληνας ἱστορικός Πολύβιος (2ος αἰ. μ.Χ.) εἶχε ἀναλύσει τήν ἐκλεκτή πολιτική καί οἰκονομική θέση τῆς ἀρχαίας πολίχνης τοῦ Βυζαντίου, ἐπί τῆς ὁποίας οἰκοδομήθηκε ἡ Νέα Ρώμη. Ὅμως ἡ ἀπόφαση τοῦ αὐτοκράτορα δέν ἐξαντλεῖται στά κριτήρια αὐτά. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος θεωροῦσε τήν ἵδρυση μιᾶς νέας πρωτεύουσας ὡς τό κυριώτερο σύμβολο τῆς ἐπιδιωκόμενης ἀνανέωσης τοῦ Κράτους. Ἡ ὑποκατάσταση τῆς Παλαιᾶς Ρώμης ἦταν δυνατή μέ τή δημιουργία μιᾶς Νέας Ρώμης, ἡ ὁποία θά ἀποτύπωνε στίς δομές καί στή λειτουργία της τή νέα πραγματικότητα.
Ὁ ἱστορικός ρόλος τῆς Παλαιᾶς Ρώμης εἶχε ἐξαντληθεῖ. Ἔτσι ἡ Κωνσταντίνου Πόλις ἀπέκτησε ὅλα τά στοιχεῖα λαμπρότητος τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης καί ταχύτατα ἀναδείχθηκε κατά πολύ ὑπέρτερή της. Ἀναπτύχθηκε καί  ἐξελίχθηκε τόσο πολύ, ὥστε κατέστη ἡ λαμπρότερη συνεπτυγμένη ἔκφραση τῆς ταυτότητας τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Μετά τή μετάθεση τοῦ κέντρου βάρους ἀπό τή Δύση στήν Ἀνατολή τό νέο Κράτος δέν εἶναι πλέον τό παλαιό. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἰ. Καραγιαννόπουλος, τό γεγονός ὅτι ἡ νεώτερη διεθνής  ἱστοριογραφία ἔπαψε πολύ γρήγορα νά χρησιμοποιεῖ, εἴτε γιά ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Βοσπόρου εἴτε γιά τούς πρώτους αἰῶνες της, τήν ὀνομασία «ρωμαϊκό κράτος» ἀποδεικνύει περίτρανα πόσο ἔχει γίνει πιά κατανοητό ὅτι ἡ συνέχεια τοῦ κράτους τῆς Ρώμης εἶναι κάτι διαφορετικό ἀπό τό παλαιό ρωμαϊκό κράτος.
Ἐκτός ἀπό τό προβάδισμα πού δίνεται στήν Ἀνατολή, ζωτικό χῶρο τόσο τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὅσο καί τοῦ Χριστιανισμοῦ, συστατικά στοιχεῖα τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους καί πρώτιστοι παράγοντες ἑνότητάς του εἶναι ἀφ’ ἑνός μέν ἡ χριστιανική πίστη καί ἀφ’ ἑτέρου ἡ ἑλληνική παιδεία καί γλώσσα. Καί οἱ δύο αὐτοί παράγοντες ἀνθοῦν καί ἀποδίδουν πλούσιους καί εὔχυμους καρπούς γιά μακρότατο χρονικό διάστημα μέσα σ’ ἕνα κατάλληλο πολιτικό περιβάλλον τό ὁποῖο, ἀξιοποιώντας μέ σοφία χρήσιμα στοιχεῖα τοῦ ρωμαϊκοῦ του παρελθόντος, ἰδιαίτερα στή διοίκηση, λειτούργησε γιά πολλούς αἰῶνες. Πρωταρχικός παράγοντας τοῦ περιβάλλοντος αὐτοῦ ὑπῆρξε ἡ αὐτοκρατορική ἰδέα.
Ὁ Χριστιανισμός, ἡ θρησκεία τῆς ἀγάπης καί τῆς συγγνώμης, στή δογματική θεμελίωση τῆς ὁποίας ἑδράζεται ὅλο τό οἰκοδόμημα τῆς μεσαιωνικῆς αὐτοκρατορίας τῆς Ἀνατολῆς, ἀποτελεῖ τόν ἰσχυρό συνεκτικό δεσμό καί παράγοντα ὁμοιογένειας τοῦ ἀχανοῦς Βυζαντινοῦ Κράτους. Παρά τίς κατά καιρούς ἐκτροπές, κανείς δέν λησμόνησε ποτέ πώς καί τή Βασιλεύουσα καί τό Κράτος ὁ Μ. Κωνσταντίνος εἶχε θέσει κατά τά ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπό τήν σκέπη καί τήν προστασία τοῦ Χριστοῦ: «Σοί, Χριστέ,…σοί προστίθημι τήνδε τήν…πόλιν καί σκῆπτρα τῆσδε καί τό πᾶν Ρώμης κράτος. Φύλαττε ταύτην, σῶζε δ’ ἐκ πάσης βλάβης». Ἡ σχέση Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἶναι σχέση συναλληλίας, καθώς πιστεύεται ὅτι καί ἡ ἐκκλησιαστική καί ἡ πολιτειακή ἐξουσία πηγάζουν ἀπό τή θεία ἐξουσία. Καί οἱ δύο εἶναι ταγμένες να ὑπηρετοῦν τόν λαό τοῦ Θεοῦ χάριν τοῦ ὁποίου ὑπάρχουν. Πολλές φορές οἱ στόχοι τους συμπίπτουν. Συχνά ἡ Πολιτεία συντρέχει τήν Ἐκκλησία στό ἔργο της. Τῆς παρέχει οἰκονομικούς πόρους, ἀνεγείρει ναούς, ὀργανώνει ἱεραποστολές κτλ. Ὁ αὐτοκράτορας συγκαλεῖ συνόδους, προεδρεύει σ’ αὐτές, ἐπικυρώνει μέ νόμο τίς ἀποφάσεις τους. Οἱ ἐπίσκοποι ἔχουν εἰδική δικαστική δικαιοδοσία, ἀκόμη καί  σέ περιπτώσεις ἀστικῶν διαφορῶν, καί οἱ ἀποφάσεις τους δέν ἐφεσιβάλλονται. Ὁ αὐτοκράτορας παρά τό αὐξημένο κύρος πού τόν περιέβαλλε, τά προνόμια πού τοῦ ἀναγνωρίζονταν καί τή δύναμη τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας πού διέθετε ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν ἕνας ἀπό τούς πιστούς πού ἀνῆκαν στήν Ἐκκλησία. Δέν ἦταν ἀνώτερός της. Ἡ βυζαντινή ἱστορία βρίθει παραδειγμάτων εὐθαρσῶν κληρικῶν πού ἄσκησαν αὐστηρότατο καί θαυμαστό ἔλεγχο σέ αὐτοκράτορες γιά παράβαση τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου καί ἀπόκλιση ἀπό τούς ἱερούς κανόνες. Σέ θεωρητικό τουλάχιστον ἐπίπεδο, Ἐκκλησία καί Πολιτεία, ἄν καί δροῦσαν σέ διαφορετικά πεδία, εἶχαν τόν ἴδιο σκοπό· νά ὁδηγήσουν τόν λαό στή θεογνωσία καί τή σωτηρία.
Ἡ ἑλληνική παιδεία καί γλώσσα, ἡ ἑλληνική παράδοση καί σκέψη ἐν γένει καθ’ ὅλη τή βυζαντινή ἐποχή ὑπηρέτησε καί τροφοδότησε, κατεύθυνε καί χειραγώγησε τά γράμματα καί τίς ἐπιστῆμες, διαδραμάτισε δηλαδή καίριο καί ἀποφασιστικό ρόλο στή διαμόρφωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ Βυζαντίου. Μέ τήν καθοριστική συμβολή τῶν μεγάλων Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος ὁ ἑλληνικός λόγος, ὡς γλώσσα καί ἔκφραση, ἔγινε ἀποδεκτός ἀπό τόν Χριστιανισμό. Συνετέλεσε σ’ αὐτό καί ἡ ἀνάγκη νά διατυπωθοῦν τά δόγματα μέ τήν ἀκριβόλογη ὁρολογία τῶν στωικῶν καί τοῦ Πλάτωνος. Εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Κ. Ἄμαντος: «Τήν ἔκτασιν τῆς ἐπιδράσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ φανερώνει καί ἡ πρώτη χριστιανική φιλολογία, ἡ ὁποία εἶναι κυρίως ἔργον τῶν Ἑλλήνων τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Ἀσίας. Ἀπολογηταί, κατηχηταί, ἱστορικοί, ποιηταί τοῦ Χριστιανισμοῦ ὅλοι σχεδόν εἶναι κατά τούς πρώτους αἰῶνας Ἕλληνες ἤ διατελοῦν ὑπό τήν ἑλληνικήν ἐπίδρασιν». Βάση τῆς βυζαντινῆς παιδείας ἀποτελεῖ ἡ ἀρχαία γραμματεία, ἐνῶ ἡ κλασική παράδοση διαποτίζει τή διδασκαλία σέ ὅλα τά στάδια τῆς ἐκπαίδευσης. Πολλά ἀπό τά μή διασωθέντα ἔργα τῆς ἀρχαίας γραμματείας μᾶς εἶναι γνωστά ἀπό τά στοιχεῖα τους τά ὁποῖα ἐρανίσθηκαν οἱ βυζαντινοί λόγιοι, ἐνῶ μεγάλοι βυζαντινοί φιλόλογοι, μεταξύ τῶν ὁποίων ἐξέχουσα θέση κατέχουν λαμπροί ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες, ἀσχολοῦνται μέ τήν κριτική ἔκδοση κειμένων τῆς κλασικῆς γραμματείας.
Στό Βυζάντιο, ὅμως, τό εὐφορώτατο ἔδαφος τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς Ρωμηοσύνης παράγει ἐν ἀφθονίᾳ καί ἀπολύτως σύγχρονα ἔργα λόγου καί ἐπιστήμης. Ἀνθεῖ ἡ θεολογία, ἡ φιλολογία, ἡ ρητορική, ἡ φιλοσοφία, ἡ ἱστοριογραφία, ἡ ἐπιστολογραφία, ἡ λογοτεχνία, ἡ ὑμνογραφία, ἡ μουσική, ἡ ζωγραφική, ἡ καλλιτεχνία, ἡ νομική, ἡ ἰατρική, ἡ γεωμετρία, ἡ ἀστρονομία, ἡ γεωγραφία, ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ ναυπηγική, ἡ οἰκοδομική ἐν γένει, ἡ γεωπονία, ἡ χημεία· ἀκμάζουν τά μαθηματικά καί οἱ φυσικές ἐπιστῆμες, ὅπως ἡ μηχανική, ἡ ὀπτική, ἡ κατοπτρική καί ἡ κεντροβαρική. Καί ἐπί πλέον, ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλληνική Αὐτοκρατορία τῆς Ἀνατολῆς κατέστη ὁ δάσκαλος καί ὁ ἀναμορφωτής τῆς σλαβικῆς καί τῆς ἀσιατικῆς ἀνατολῆς, οἱ λαοί τῆς ὁποίας ὀφείλουν σ’ αὐτήν τή θρησκεία, τά γράμματα, τή φιλολογία, τό διοικητικό τους σύστημα, τήν πνευματική τους ὑπόσταση, τόν πολιτισμό τους ἐν γένει, κι ὅλα αὐτά, σύμφωνα μέ τή διατύπωση τῆς Βουλγάρας βυζαντινολόγου V. Tapkova-Zaimova, «μέσα σ’ ἕνα κλίμα βυζαντινῆς δημοκρατικότητας». Κι ὅσο γιά τήν εὐεργετική ἐπίδραση τοῦ Βυζαντίου στή Δύση ἄς ἀρκεσθοῦμε στήν ἄποψη τοῦ Ἄγγλου ἱστορικοῦ τῆς ἐπιστήμης W. C. Dampier: «Ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία παρέμεινε τό θεμέλιο τοῦ πολιτισμοῦ διά μέσου τῶν δυσκολό
τερων χρόνων τοῦ βαρβαρισμοῦ στή Δυτική Εὐρώπη».
Τό πολιτικό, ὅμως, σύστημα τοῦ Βυζαντίου ἦταν – γιά τήν ἐποχή ἐκείνη – τό κατάλληλο πλαίσιο πού ἀγκάλιασε τούς δύο αὐτούς ἑνοποιητικούς παράγοντες, Χριστιανισμό καί Ἑλληνισμό,   καί συμπορεύθηκε μαζί τους στήν πολυαίωνη πορεία τοῦ Κράτους. Πρωταρχικό στοιχεῖο τῆς πολιτικῆς θεωρίας τῶν Βυζαντινῶν ὑπῆρξε ἡ αὐτοκρατορική ἰδέα. Οἱ Βυζαντινοί ἔνιωθαν ὡς ὑπήκοοι ἑνός καί μοναδικοῦ κράτους, τοῦ ρωμαϊκοῦ (ἡ ρωμαϊκή ἰδιότητα δέν δηλώνει ἐθνική καταγωγή· δηλώνει μόνο καί συντηρεῖ τή νομιμότητα τῆς συνέχειας τῆς πολιτικῆς ἀρχῆς) καί οἱ βυζαντινοί αὐτοκράτορες θεωροῦσαν τή βασιλεία τους ὡς συνέχεια τῆς βασιλείας τῶν παλαιῶν ρωμαίων αὐτοκρατόρων, – ὁ A. Heisenberg λέει ὅτι τό Βυζάντιο εἶναι «τό ἐκχριστιανισμένο Ρωμαϊκό Κράτος τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» – μέ μία ὅμως βασική διαφορά. Τό Imperium Romanum τῶν βυζαντινῶν ἀντιλήψεων δέν εἶναι τό παλαιό ἁμαρτωλό Imperium, ἀλλά ἕνα ἄλλο, καινούργιο, στό ὁποῖο ὁ Χριστιανισμός καί ὁ Ἑλληνισμός εἶχαν δώσει μιά νέα πνοή. Ἀποτελοῦσε βαθύτατη πίστη ὅλων ὅτι ἡ Θεία Πρόνοια εἶχε τακτοποιήσει ἔτσι τά πράγματα, ὥστε τό Βυζαντινό Imperium νά γίνει «σκεῦος ἐκλογῆς» γιά τήν ἐξάπλωση τοῦ χριστιανικοῦ λόγου καί τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Σκοπός τοῦ νέου Κράτους εἶναι νά διασφαλίζει τήν εἰρήνη ἀποκρούοντας τους βαρβάρους, νά ἐπιβάλλει κράτος δικαίου καί ἑνότητα δόγματος καί νά διαδίδει τόν Χριστιανισμό στούς ἐθνικούς ἔτσι πού νά συντελεσθεῖ μία ποίμνη ὑπό ἕνα ποιμένα. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ P. E. Pieler «οἱ ἀντιλήψεις αὐτές ἀποτελοῦσαν μιά νέα ἰδεολογία πού παρεῖχε τή νομική βάση τῶν οἰκουμενικῶν ἀξιώσεων τῆς αὐτοκρατορίας». Σύμφωνα μέ τίς βυζαντινές ἀντιλήψεις, ἡ Οἰκουμένη ἀποτελεῖ μιά τεράστια ἱεραρχημένη οἰκογένεια λαῶν καί ἡγεμόνων μέ ἐπί κεφαλῆς τόν «βασιλέα τῶν Ρωμαίων», δηλαδή τόν βυζαντινό αὐτοκράτορα. Ὅλοι οἱ ἡγεμόνες τῶν ἄλλων λαῶν εἶναι ὁλοφάνερα κατά πολύ κατώτεροι ἀπό τόν βυζαντινό αὐτοκράτορα, δέν ἔχουν κἄν τόν τίτλο τοῦ «βασιλέως» (=αὐτοκράτορα) καί γι’ αὐτό δέν διασποῦν τήν ἰδέα τῆς μιᾶς καί μοναδικῆς, πραγματικῆς καί γνήσιας αὐτοκρατορίας. Ἡ ἰδέα αὐτή παραμένει ἄθικτη καί ἀκέραιη ὡς τό 1204, ὁπότε περιορίζεται, ἀλλά παρόλ’ αὐτά ἐξακολουθεῖ νά ἰσχύει ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ Κράτους, σέ πεῖσμα τῆς  πραγματικότητας πού ὅλο καί πιό πολύ τῆς ἐναντιώνεται (Ἰ. Καραγιαννόπουλος). Τόσο ἦταν τό κύρος τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκρατορικοῦ τίτλου πού οὔτε καί αὐτός ὁ Καρλομάγνος τόλμησε νά τόν χρησιμοποιήσει. Ἡ προσήλωση τῶν Βυζαντινῶν στήν ἀποκλειστικότητα τοῦ αὐτοκρατορικοῦ τίτλου δέν ἦταν μιά ἐμμονή σέ ἕνα νεκρό τύπο, ἀλλά ἀποτελοῦσε τήν ὑπεράσπιση μιᾶς ἰδέας πού ἦταν ὀργανικό στοιχεῖο τῆς ὑπερχιλιόχρονης ζωῆς τοῦ Βυζαντίου. Ἦταν ἡ ἐγγύηση πώς ἡ Χριστιανική Αὐτοκρατορία τῆς Ἀνατολῆς δέν θά χανόταν ποτέ! Καί στίς χειρότερες ἀκόμη στιγμές τῆς ἐθνικῆς τους ζωῆς δέν τούς ἀπέλειπε ἡ ἐλπίδα ὅτι ἡ Θεία Πρόνοια μέ ἕνα θαῦμα θά ἔστρεφε τά πράγματα «εἰς δόξαν καί ἀνέγερσιν Ρωμαίων». Καί ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὅπως παρατηρεῖ ὁ St. Runciman, τό βυζαντινό αὐτό «σύνταγμα» – ἰσχυρός παράγοντας ἑνότητος τοῦ Κράτους – μέ ὅλες τίς παραμέτρους του, ἀλλά καί τίς ἀτέλειές του, παρουσίαζε ἕνα πλεονέκτημα ὕψιστο καί οὐσιωδέστατο: Μποροῦσε νά λειτουργεῖ. Καί λειτούργησε γιά χίλια ἑκατόν εἴκοσι τρία χρόνια!
Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη καί ἡ ἑλληνική μας παράδοση, ἐμπλουτισμένες μέ τήν πεῖρα τῶν ἕνδεκα αἰώνων τῆς Βυζαντινῆς Ρωμηοσύνης, κράτησαν καί μετά τήν ἅλωση – παρά τίς τεράστιες καί ἀνυπολόγιστες ἀπώλειες – τό Γένος ζωντανό σέ τρομερά δύσκολους καιρούς. Εἶναι βέβαιο πώς θά τό στηρίξουν καί σήμερα.

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Δ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2010

enromiosini.gr/

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Στα ίχνη του Αγιάσματος του Μπαλουκλί

Συγγραφέας: kantonopou στις 29 Ιανουαρίου 2013

Είχα κάνει μια προσπάθεια το καλοκαίρι να επισκεφτώ την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής ή Παναγίας της Μπαλιουκλώτισας σε ένα προάστιο της Πόλης,μα μέτα από ώρες αναζήτησης δεν κατάφερα να την βρω.Με τον καιρό ξέχασα κιόλας αυτήν την ανεπιτυχή προσπάθεια.Μετά όμως την επίσκεψη στο Άγιασμα του Αγίου Δημητρίου άνθισε μέσα μου η επιθυμία να ξαναπροσπαθήσω.Φυσικά μόνος μου ήξερα ότι δύσκολα θα την έβρισκα,έτσι λοίπον αυτήν την φορά ήρθε και η Duygu μαζί.Τελικά όντως αποδείχτηκε πως μόνος μου δεν θα το έβρισκα με τίποτα.Αν και είναι ίσως το πιο διάσημο Άγιασμα της Πόλης,είναι σχεδόν ακατόρθωτο για κάποιον που δεν μιλά καθόλου τούρκικα και είναι χύμα στο κύμα να το βρει.Αφού ρωτήσαμε κάμποσες φορές και περάσαμε ακόμα και μέσα από ένα τεράστιο μουσουλμανικό νεκροταφείο,τελικά καταφέραμε να το βρούμε!

Πέρασμα μέσα αό τεράστια μουσουλμανικά κοιμητήρια
Το πρώτο πράγμα που μας έκανε φοβερή εντύπωση ήταν πώς οι πλάκες στον αυλόχωρο ήταν στην ουσία ταφόπλακες.Πατούσαμε πάνω σε πλάκων μνήματων!
Αρχίσαμε να κάνουμε βόλτες και να διαβάζουμε στα μνήματα τις αφιερώσεις και τις χρονολογίες.Οι περισότερες γύρω στα τέλη του 1800!Κάναμε και μια σημαντική ανακάλυψη,αλλά για αυτήν θα γράψω σε προσεχές άρθρο.

Μπαίνοντας στον ναό εντυπωσιαστήκαμε για άλλη μια φορά από το επιβλητικό εσωτερικό του και από τις πανέμορφες αγειογραφίες.Καθήσαμε λιγάκι και η ατμόσφαιρα σε συνδυασμό με την απόλυτη ησυχία με “αγρίεψ唨λιγάκι.



Βγήκαμε έξω από την πίσω μεριά και αντικρίσαμε τους τάφους των Πατριαρχών!!!Οτι κι αν πει κανείς είναι λίγο…..

Περπατώντας σε πραγματικά ιερό έδαφος

Ο τάφος του Αθήναγόρα.Βλέποντας τον τάφο του δε γινόταν να μην σκέφτω τα Σεπτεμβριανά του ’55 και τις περιόδους από το ’64/’67 που τόσο έβλαψαν τον Ελληνισμό μα και την ίδια την Πόλη.

Το όλο συγκρότημα (Αυλόγυρος,Ναός,Μοναστήρι,Άγιασμα) είναι πραγματικά ένα πολύ πολύ ξεχωριστό μέρος! Αφού εξερευνήσαμε σπιθαμή προς σπιθαμή τα πάντα,έφτασε η ώρα να κατεβούμε στον υπόγειο ναό,στο Άγιασμα.Κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια ακούγαμε την ροή του νερού και η φτάνοντας αντίκρισα έναν λιτό μα όμορφο χώρο με παμπάλαιες εικόνες και την δεξαμενή με τα ψάρια.

Κατεβαίνοντας για το Άγιασμα

Το Άγιασμα με τα ψάρια του και η εικόνα της Παναγίας να γιατρεύει με την Ζωοδόχο Πηγή

Μου έκανε φοβερή εντύπωση οτι τα πάντα ήταν πεντακάθαρα.Ειλικρινά τόσο καθαρό μέρος ίσως να μην έχω ξαναδεί.

Μπορεί η  ονομασία να είναι Ζωοδόχος Πήγη αλλά επικράτησε να λέγεται η εκκλησία του Μπαλουκλί(μπαλίκ=ψάρι).Και αυτό γιατί όταν οι Οθωμανοί έπαιρναν την Πόλη,το νέο έφτασε στο μοναστήρι την στιγμή που ένας καλόγερος τηγάνιζε ψάρια.Αυτός αρνούμενος να το πιστέψει,είπε πως μόνο αν τα μισοτηγανισμένα ψάρια ζωντανέψουν,θα βεβαιωθεί οτι η Πόλη αλώθηκε.Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση του και ο θρύλος λέει πως τα ψάρια ζωντάνεψαν και πήδηψαν απο το τηγάνι.
Ήπια απο το Άγιασμα,άναψα ένα κερί,έκανα μια προσευχή και έναν σταυρό και άφησα την εκκλησία του Μπαλουκλί,έχοντας τόσο όμορφα συναισθήματα.

Μέρη σαν κι αυτά σε κάνουν να μην ξεχνάς ποτέ την ουσία ,του τι κάνεις και πως το κάνεις…..

http://tixamperiaapothnpolh.blogspot.com/2011/01/blog-post_28.html

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Στην Παναγιά των Βλαχερνών

Συγγραφέας: kantonopou στις 29 Ιανουαρίου 2013

Στην Πόλη όλα έχουν μια ιδιαιτερότητα.Ορισμένες φορές καταλαβαίνει κανείς απο μακριά πώς εδώ βρίσκεται κάτι μοναδικό.Υπάρχουν και μέρη όμως που εκ πρώτης όψεως ξεγελούν λόγω της απλότητας τους.Σε ένα τέτοιον λιτό μα συνάμα σπουδαίο χώρο βρέθηκα και εγώ.Στην Παναγιά των Βλαχερνών.

Το κτίσμα του ναού.Λιτό μα συνάμα τόσο ιδιαίτερο
Η είσοδος του ιερού αυτού χώρου

Η εκκλησία αυτή λοίπον είναι όχι μόνο μία απο τις σπουδαιότερες της Πόλης αλλά και ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου.Η πιό γνωστή ιστορία γύρω απο την Παναγία των Βλαχερνών είναι φυσικά το θαύμα της λήξης της πολιορκίας των Αβάρων.Ο βυζαντινός στρατός βρισκόταν σε εκστρατεία εναντίον των Περσών στα βάθη της Ασίας και η Πόλη ήταν ουσιαστικά ανοχύρωτη.Οι Άβαροι εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός και θέλησαν να την κατακτήσουν.Στα τείχη της Βασιλεύουσας βρίσκονταν μόνο ελάχιστοι υπερασπιστές και ο Πατριάρχης Σέργιος περιφέροντας την θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών και εμψυχώνοντάς τους.Ο θρύλος λέει πως η πολιορκία λύθηκε ξαφνικά και κανείς δεν αμφέβαλλε πως οφείλονταν σε θαύμα της Παναγίας.Όλοι έτρεξαν λοιπόν στην εκκλησία να προσκυνήσουν την Παναγία.
Εκείνη την αυγουστιάτικη νύχτα όλοι έμειναν όρθιοι στην εκκλησία προσκυνώντας και ψάλλοντας για πρώτη φορά έναν ύμνο που ονομάστηκε Άκαθιστος και που αποτελεί ένα απο τα αριστουργήματα της βυζαντινής υμνογραφίας.

Το Άγιασμα.Στο πάνω μέρος διακρίνεται ένα απόσπασμα του Ακαθίστου Ύμνου

Στον ναό υπάρχει και το φημισμένο Άγιασμα με τον υπέροχο πράσινο φωτισμό που μαγνητίζει τα βλέμματα.Αν σταθεί κανείς ήσυχος θα αφουγκραστεί συνεχείς,αργές σταλαγματιές.Ο φύλακας με πληροφόρησε ότι όλο αυτό το νερό που βρίσκεται εκεί,ως εκ θαύματος,προέρχεται απο σταγόνες που στάζουν απο 3 μόνο πέτρες.Διακρίνει κανείς επίσης μια θαυμάσια Εικόνα της Παναγίας και πάνω απο το Άγιασμα μπορεί να διαβάσει απόσπασμα απο τον Ακάθιστο Ύμνο.

Στην Παναγιά των Βλαχερνών δεν ψάλθηκε για πρώτη φορά μόνο ο Ακάθιστος Ύμνος αλλά γιορτάστηκε και για πρώτη φορά η Κυριακή της Ορθοδοξίας,η γιορτή της αναστύλωσης των Αγίων Εικόνων.Κατα την διάρκεια της Εικονομαχίας η Παναγιά των Βλαχερνων έπαιξε σημαντικό ρόλο ως μεγάλο πνευματικό κέντρο.Εκεί εξάλλου βρισκόταν και η θαυματουργή εικόνα που την αναπαρίστανε μετωπικά,ολόσωμη και με τα χέρια ανοιχτά.Αν έχω πληροφορηθεί σωστά,η Εικόνα βρίσκεται σήμερα κάπου στο Άγιο Όρος.

Η Παναγία των Βλαχερνών

Εκτός της θαυματουργής αυτής Εικόνας που αντίγραφά της έχουν εξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο,ο ναός φιλοξενούσε και άλλα ιερά κειμήλια του Χριστιανισμού όπως το πέπλο και το ωμοφόριο της Θεοτόκου καθώς και την Αγία Ζώνη.

Η ατμόσφαιρα μέσα στον ναό προκαλεί δέος

Είναι τόσες πολλές οι ιστορίες και οι ιδιαιτερότητες της Παναγίας των Βλαχερνών που πιστεύω ότι θα χρειαστεί να ξανακάνω μια επίσκεψη σύντομα πάλι.Ίσως καταφέρω να παρακολουθήσω κάποια στιγμή και την Λειτουργεία εκεί.Και ποιός ξέρει…ίσως ανακαλύψω περισσότερα μυστικά,που είμαι σίγουρος οτι ακόμα κρύβονται, γύρω απο αυτόν τον χώρο.

http://tixamperiaapothnpolh.blogspot.com/2011/11/blog-post_24.html

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Ο τελευταίος Παλαιολόγος… βρίσκεται στα νησιά Μπαρμπάντος!

Συγγραφέας: kantonopou στις 24 Ιανουαρίου 2013

540159Με μια τεράστια έκπληξη βρέθηκε ο υποψήφιος διδάκτωρ του Ευρωπαϊκού Κέντρου Περιβαλλοντικής Έρευνας και Κατάρτισης, Σταύρος Μαυρογένης, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στα νησιά Μπαρμπάντος της Καραϊβικής, ερευνώντας το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής.

Ανακάλυψε… τον τάφο του (προ)τελευταίου Παλαιολόγου! Πρόκειται για τον Φερδίνανδο Παλαιολόγο, γιο του Θεόδωρου Παλαιολόγου της δυναστείας των τελευταίων αυτοκρατόρων του Βυζαντίου!

Από την έρευνα του για το θέμα, προέκυψαν τα εξής:

Ο Θεόδωρος Παλαιολόγος το 1594 παντρεύτηκε στη Χίο την Ευδοξία Κομνηνού η οποία του έδωσε μια κόρη την Θεοδώρα η οποία με τη σειρά της το 1614 παντρεύτηκε τον Πρίγκηπα Δημήτριο Ροδοκανάκη στην ελληνο-ορθόδοξη εκκλησία των Πέτρου και Παύλου στη Νάπολη.

Ο εγγονός της Θεοδώρας, Δημήτριος Ροδοκανάκης, μετανάστευσε μόνιμα στο Λονδίνο και μετά από αγώνες πολλών ετών κατάφερε να αποδείξει ότι είναι απόγονος των Παλαιολόγων και να αναγνωριστεί έτσι επίσημα από το Βατικανό, το Foreign Office και άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις!

Ο Θεόδωρος Παλαιολόγος λοιπόν είχε μεταναστεύσει κι αυτός στην Αγγλία για να γλυτώσει από την εχθρότητα του Πάπα Παύλου Ε και του διαδόχου του Γρηγορίου του ΙΕ, και ξαναπαντρεύτηκε την ντόπια Mary Balls. Για πολλά χρόνια υπηρέτησε ως μισθοφόρος στην υπηρεσία διαφόρων ευγενών στην Αγγλία και τελικά πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1636 στο Landulph όπου και μέχρι και σήμερα σώζεται το αντίστοιχο μνημείο. Το 1795 κατά λάθος άνοιξαν τον τάφο του όπου και βρήκαν έναν σκελετό υψηλού αναστήματος με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τη γαμψωτή μύτη και τη μακριά λευκή γενειάδα η οποία έφτανε κάτω από το στήθος.

Ένας από τους γιους του, ο Ιωάννης πολέμησε και έπεσε μαχόμενος στο πλευρό του Βασιλιά της Αγγλίας κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου στη μάχη του Naseby. Ο έτερος γιος Φερδινάνδος πολέμησε και αυτός στο πλευρό του Βασιλιά και μετά τη νίκη των κοινοβουλευτικών, αυτοεξορίστηκε στο μακρινό και εξωτικό Μπαρμπάντος όπου και είχε περιουσία από τη μεριά της μητέρας του. Το 1649 έγινε επικεφαλής της ενορίας του Αγίου Ιωάννη και τελικά πέθανε το 1678. Το 1831 ένας τυφώνας έπληξε την εκκλησία με αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί το φέρετρό του το οποίο και τελικά άνοιξαν το 1844 για να σταματήσουν διάφορες περίεργες διαδόσεις.

Τον βρήκαν ανάποδα, σε σχέση με τους άλλους νεκρούς, με το κεφάλι στραμμένο στη Δύση και τα πόδια στην Ανατολή όπως ήταν το Βυζαντινό πρακτικό!

Το 1909 ανεγέρθη και το παρόν μνημείο με κίονες δωρικού ρυθμού και σε πέτρα από το ίδιο υλικό με αυτή του τάφου του πατέρα του και με την εξής επιγραφή:

«Here lyeth ye body of Ferdinando Paleologus Descended from ye imperial lyne Of ye last Christian Emperors of Greece Churchwarden of this Parish 1655-1656, Vestryman, Twentye years Died Oct. 3 1678».
paleo2

Έκανε ένα γιο ο οποίος πέθανε το 1680 και θάφτηκε στη ίδια εκκλησία, όντας έτσι ο τελευταίος άρρεν απόγονος της δυναστείας των Παλαιολόγων!

Επιμέλεια: Σωτήρης Σκουλούδης

Πηγή: zougla.gr – vatopaidi

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Θεσσαλονίκη : Μια Βυζαντινή πόλη…μετακομίζει

Συγγραφέας: kantonopou στις 18 Ιανουαρίου 2013

0(123)Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται μπροστά σε μια νέα ευκαιρία ως προς τη διάσωση και παρουσίαση των αρχαιοτήτων της: να μεταφέρει περίπου 6.000 τετραγωνικά μέτρα από αυτές, ιδίως τις βυζαντινές, που εντοπίσθηκαν σε ανασκαφές για την κατασκευή σταθμών του μετρό σε έναν ειδικό χώρο.

Το πρώην στρατόπεδο Παύλου Μελά, μέρος του οποίου θα μετατραπεί σε πολιτιστικό πάρκο.

Ο καθηγητής αρχαιολογίας του ΑΠΘ, ακαδημαϊκός Μιχάλης Τιβέριος, σύμβουλος του μετρό όσον αφορά στις αρχαιότητες, δήλωσε στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ότι πρόκειται για μια αποδεκτή και ενδιαφέρουσα λύση.

Βεβαίως, υπάρχει και εναλλακτική, τουλάχιστον για τα σημαντικότατα μνημεία που αποκαλύφθηκαν στο σκάμμα του σταθμού Βενιζέλου.

Τόσο ο ίδιος όσο και η γενική γραμματέας Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη δήλωσαν ωστόσο ότι οι διαπραγματεύσεις με το υπουργείο Ανάπτυξης προχωρούν θετικά.

Αν όλα πάνε καλά, ο τοπικός δήμος ονειρεύεται να αναβαθμίσει την περιοχή του και προτείνεται μια στάση μετρό εκεί κοντά. Στο πρώην στρατόπεδο θα φιλοξενηθούν 1.500 τετραγωνικά αρχαιοτήτων που ήταν στεγασμένες, άλλα τόσα με αρχαιότητες υπαίθριες ή ημιυπαίθριες και 3.000 τετραγωνικά από το σημαντικό σύνολο που εμφανίστηκε στην περιοχή του σταθμού «Βενιζέλου». Πρόκειται για μια σημαντική εξέλιξη στην οποία καθοριστικό ρόλο έπαιξε η Γενική Γραμματεία Πολιτισμού.

Απόσπαση

Το ΚΑΣ εξέτασε προχθές τα σημαντικότατα βυζαντινά ευρήματα στο σκάμμα του σταθμού «Βενιζέλου» και ομόφωνα γνωμοδότησε υπέρ της απόσπασής τους. Οι δύο βυζαντινοί δρόμοι που τέμνονται, ένας λιθόστρωτος και ένας μαρμαροστρωμένος που βρέθηκε σε μήκος 80 μέτρων, έχουν ορατά ακόμα και τα ίχνη από τις άμαξες που τους διέσχιζαν. Στη συμβολή τους εντοπίσθηκε τετράπυλο με οκτώ πεσσούς που το στήριζαν και άλλους έξι που όριζαν καταστήματα-στοές.

1(25)

Οι μαρμάρινες πλάκες είχαν ίχνη από επιτραπέζια παιχνίδια. Ολα τα κατάλοιπα του δρόμου και των οικοδομημάτων χρονολογούνται μεταξύ των τελών του 6ου και των αρχών του 7ου αιώνα.

Οπως ανέφερε η γενική γραμματέας του ΥΠΠΟ, Λίνα Μενδώνη, καθώς και η διευθύντρια βυζαντινών αρχαιοτήτων Ευγενία Γερούση, η διατήρηση των αρχαιοτήτων στο σημείο εντοπισμού τους δεν είναι εφικτή, καθώς θα οδηγούσε στην κατάργηση του σταθμού -κάτι που δεν συζητείται-, η δε αποσπασματική τους διατήρηση θα ήταν αντιεπιστημονική. Ο κ. Τιβέριος χαρακτήρισε την κατάργηση του σταθμού «ρομαντική» αλλά αδύνατη.

Η απόσπαση των 3.000 τετραγωνικών με τα σημαντικά ευρήματα της βυζαντινής Θεσσαλονίκης είναι η μεγαλύτερη σε επιφάνεια που έχει πραγματοποιηθεί από την αρχαιολογική υπηρεσία.

Το μετρό της Αθήνας είχε αποσπάσει δέκα χρόνια πριν 2.000 τετραγωνικά από την πλατεία Συντάγματος και τα μετέφερε στην Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου όπου εκτίθενται και αποτελούν εκπαιδευτικό υλικό.

2(25)

«Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΛΥΣΗ»

Μέλη του ΚΑΣ δήλωσαν ότι αν και η επιτόπου διατήρηση των αρχαιοτήτων είναι η ιδανικότερη, καθώς η απομάκρυνσή τους από τον πολεοδομικό ιστό της βυζαντινής πόλης αφαιρεί μέρος της αξίας τους, δεδομένων των συνθηκών η λύση της μεταφοράς τους είναι η καλύτερη, αν όχι η μοναδική.

Η κ. Μενδώνη εξήγησε ότι η καθυστέρηση του έργου δεν οφείλεται στους αρχαιολόγους. Οπως ανέφερε, η σύμβαση του 2006 προέβλεπε ανασκαφές τριών ετών και 15 εκατομμύρια ευρώ. Απαιτήθηκαν 90 εκατομμύρια, που πρόθυμα κατέβαλε το μετρό και έξι αντί για τρία χρόνια ανασκαφών. Αυτός ο προγραμματισμός έπρεπε να έχει υιοθετηθεί εξαρχής.Τώρα όλα τα σκάμματα κλείνουν με μοναδική εκκρεμότητα τη συνέχιση ανασκαφής στον σταθμό «Βενιζέλου» μετά την απόσπαση της βυζαντινής φάσης.

ΤΟΝ ΣΤΑΘΜΟ «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»

Τα μέλη του ΚΑΣ γνωμοδότησαν υπέρ της μη διατήρησης των αρχαίων καταλοίπων που αποκαλύφθηκαν στον σταθμό «Δημοκρατία» του μετρό Θεσσαλονίκης.

Πηγή: agioritikovima.gr -ethnos.gr- vatopaidi

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

«Το Βυζάντιο και η νεώτερη τέχνη. Η πρόσληψη της βυζαντινής τέχνης στην ελληνική ζωγραφική του α΄ μισού του 20ού αιώνα».

Συγγραφέας: kantonopou στις 13 Ιανουαρίου 2013


Κ. Παρθένης, Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου (1931). Ελαιογραφία, 118 εκ. x 117 εκ. Συλλογή Ιδρύματος Σπ. Λοβέρδου


Κ. Παρθένης (1878-1967), ”Γυναίκα με χρυσόψαρα”



Κ. Παρθένης, Η Ανάστασις (1917), Εθν. Πινακοθήκη

Φώτης Κόντογλου: «Αρματολοί και Κλέφτες», 1948



Φώτης Κόντογλου “Η Εις Άδου Κάθοδος”, Παρεκ. οικογ. Ζαΐμη, Ρίο Πατρών



Φώτης Κόντογλου, “Ο Άγιος Χριστόφορος”,1946.Τοιχογραφία. Ζωοδόχος Πηγή, Παιανία



Νίκος Εγγονόπουλος, “Ιωάννης ο Πρόδρομος”, αχρονολόγητο, αυγοτέμπερα σε ξύλο, 19,5×25,5 εκ.



Γιάννης Τσαρούχης, “…αυτό το μάθημα βυζαντινής τεχνικής”, Μυτιλήνη 1965


Γιάννης Τσαρούχης, “Γέννηση του Χριστού”, Τέμπερα σε τέσσερα χαρτόνια, 1946

http://texnis-egkwmio.blogspot.gr/2010/03/23.html

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Έλληνας ερημίτης Ιεραπόστολος στους Λάπωνες

Συγγραφέας: kantonopou στις 13 Ιανουαρίου 2013

4806Που να φανταστεί κανείς ότι στα μέσα του 14ου αιώνα ένας μοναχός από την Κωνσταντινούπολη θα αποφάσιζε να διαλέξει το νησί Μουρμάνσκ της λίμνης  Ονέγκα στο βόρειο άκρο της Ρωσίας για έρημο, προκειμένου να ασκηθεί!

Την ιστορία του την γνωρίζουμε από τη διαθήκη του, που μας άφησε.

Τον έλεγαν Λάζαρο, φαίνεται ότι για αρκετό διάστημα, πριν πάρει την απόφαση να γίνει ερημίτης, ζούσε στη Ρωσία, στην περιοχή του Νόβγκοροντ. Από το χώρο της ασκήσεώς του, το Μουρμάνσκ, έμεινε στην ιστορία ως Λάζαρος Μουρμάνσκι.

Ο ερημίτης Λάζαρος, γύρω στα 1351, παίρνει το δρόμο προς βορρά, στην περιοχή που κατοικούσαν οι Λάπωνες.

Αναζητεί τόπο ησυχίας και περισυλλογής, φτάνει στη λίμνη  Ονέγκα και διαλέγει το νησί της αναχωρήσεώς του.

Φαίνεται ότι στην αρχή πρέπει να είχε πολύ μεγάλες δυσκολίες με τους νομάδες κατοίκους της περιοχής κοντά στη λίμνη, δηλαδή τους Λάπωνες και τους Τσούντους.

Στη διαθήκη του τους χαρακτηρίζει «ανθρωποφάγους», ασφαλώς όχι με την κυριολεκτική σημασία της λέξεως, αλλά για τα βάσανα που πέρασε από αυτούς.

Να πως τα περιγράφει με λίγα λόγια, στη διαθήκη του: «Πολλές στενοχώριες, πολύ ξύλο και πληγές υπέμεινα από αυτούς.

Συχνά με χτυπούσαν και με έδιωχναν από τη λίμνη. Μου έκαψαν μάλιστα και την καλύβα μου.

Οι καταραμένοι δέχονταν τη διδασκαλία του διαβόλου και είχαν πολλές δεισιδαιμονίες. Έφτιαξαν μάλιστα ένα καταυλισμό κοντά μου με γυναίκες και παιδιά.

Έκαναν άσχημα πράγματα και μου είπαν: «Καλόγερε, φεύγα από έδώ». Και οι ανθρωποφάγοι ήθελαν να με σκοτώσουν και να δώσουν το πτώμα μου τροφή στα σκυλιά τους…».

Η κατάσταση αυτή άλλαξε, όταν μια φορά θεράπευσε ένα παιδί Λάπωνα, που γεννήθηκε τυφλό.

Τότε ο πατέρας του παιδιού και όλη η οικογένεια δέχτηκαν τη χριστιανική πίστη.

Με τον καιρό διαδόθηκε η φήμη του ερημίτη στην περιοχή.

Πολλοί μοναχοί συγκεντρώθηκαν γύρω του από διάφορες περιοχές, με αποτέλεσμα να ανοικοδομηθεί ένας ναός, αφιερωμένος στην «Ανάσταση του Λαζάρου, του φίλου του Θεού» και συγχρόνως ένα μοναστήρι.

Όσοι από τους ιθαγενείς έγιναν χριστιανοί εγκαταστάθηκαν μόνιμα στον τόπο εκείνο, ενώ οι άλλοι, συνεχίζοντας το νομαδικό τους βίο, έφυγαν για άλλες περιοχές.

Μοναχός Σέργιος

Πηγή: Τριμηνιαίο περιοδικό «Πάντα τα Έθνη», Έτος Ι΄, τ.37, 1ο τρίμηνο 1991, εκδότης «Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος»

vatopaidi

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Αποτυπώματα της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης

Συγγραφέας: kantonopou στις 19 Δεκεμβρίου 2012

Εντυπωσιακή και ιδιαίτερα συγκινητική είναι η έκθεση φωτογραφίας, που διοργανώνει το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η έκθεση αφορμάται από τον εορτασμό των 100 χρόνων για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και φέρει τον τίτλο: «Αποτυπώματα: Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη σε φωτογραφίες και σχέδια της Βρετανικής Σχολής Αθηνών 1888-1910». Η έκθεση φιλοξενείται στον 5ο όροφο του Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Θεσσαλονίκης.

Στην έκθεση παρουσιάζονται ανέκδοτες φωτογραφίες και σχέδια των μνημείων της πόλης από το Αρχείο της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, που πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα 1888-1910. Τα εκθέματα δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τη μορφή των μνημείων στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20 ου αι. αποτυπώνοντας ταυτόχρονα άγνωστες όψεις της πόλης.

Το φωτογραφικό υλικό είναι σπάνιο και ικανό να σε ξεναγήσει 100 χρόνια πρίν, δίπλα στις στάχτες της φωτιάς, στους μαχαλάδες της πόλης, κάτω απ’ τους θόλους των εκκλησιών. Ο βυζαντινός χαρακτήρας της Θεσσαλονίκης διατηρείται χάρη στην διατήρηση πολλών βυζαντινών εκκλησιών. Η αρχιτεκτονική μορφή τα διακοσμητικά στοιχεία είναι τεκμήρια ακόμα και σήμερα της πολιτιστικής προσφοράς της πόλης. Η έκθεση είναι αφορμή να δούμε την Θεσσαλονίκη στην ιστορική της πορεία και στην πολιτιστικής της έκφραση. Η έκθεση θα διαρκέσει έως και της 31 Ιανουαρίου και ευχόμαστε να προκαλέσει το ενδιαφέρων  των μελετητών, αλλά και του ευρύτερου ελληνικού και ξένου κοινού.

Βασίλειος Χάδος

pemptousia

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Φιλάνθρωπη νομοθεσία στο «Βυζάντιο»

Συγγραφέας: kantonopou στις 1 Δεκεμβρίου 2012

Οι «δυνατοί» και οι «πένητες»

Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Καταναλωτική κοινωνία και καπιταλισμός συνδέονται με την προσπάθεια συσσώρευσης πλούτου και υλικών αγαθών, αλλά και ατομικής ευημερίας. Όταν, όμως, μερικοί επιτυγχάνουν να συγκεντρώσουν πολλά υλικά αγαθά, αυτό σημαίνει ότι κάποιοι άλλοι τα στερούναι. Με τον τρόπο αυτόν δημιουργείται η κοινωνική αδικία, οι άνθρωποι χωρίζονται σε πλούσιους και πτωχούς. Βέβαια, το «πνεύμα του καταναλωτισμού», ως επιθυμία, επίδειξη και απόλαυση, συνδέεται με όλες τις κοινωνικές τάξεις των ανθρώπων. Θα δούμε στην συνέχεια πως η Ρωμαϊκή Χριστιανική Αυτοκρατορία (Βυζάντιο) αντιμετώπιζε τα προβλήματα που ανέκυπταν από την κοινωνική αδικία.

Η Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με έδρα την Κωνσταντινούπολη, το λεγόμενο Βυζάντιο, διακρινόταν για την φιλανθρωπία της, γι’ αυτό άντεξε χίλια χρόνια και πολλοί μελετητές σπουδάζουν την ζωή και τον πολιτισμό, αλλά και την όλη εσωτερική και εξωτερική πολιτική την οποία εξασκούσαν οι Αυτοκράτορες. Όλα τα κοινωνικά θέματα και γενικότερα η πολιτική της είχαν εμποτισθή από την Χριστιανική διδασκαλία. Βέβαια, και εκεί γίνονταν διάφορα λάθη, αφού η αμαρτία δεν απουσιάζει από τους ανθρώπους και τις κοινωνίες, αλλά είχαν έναν ορθό προσανατολισμό. Αυτό φαίνεται και από το πως προσπαθούσαν οι Ρωμαίοι-Βυζαντινοί να επιλύσουν διάφορα κοινωνικά προβλήματα.

Ο Στήβεν Ράνσιμαν στο βιβλίο του «Βυζαντινός πολιτισμός» αναφέρει πολλές πληροφορίες για την ζωή των κατοίκων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους τομείς. Ως προς τον τρόπο της δοίκησης γράφει ότι «τα ιδεώδη της βυζαντινής διοίκησης θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε σοσιαλιστικά. Όλοι έπρεπε να είναι καλοί πολίτες του κράτους». Όμως, η τάξη της αριστοκρατίας των μεγάλων γαιοκτημόνων δεν μπορούσε να προσαρμοσθή με τον τρόπο αυτόν της διοίκησης. Κυρίως από τον 9ο αιώνα παρατηρήθηκε μεγάλη αναστάτωση από διαφόρους λόγους, ώστε μεγάλωσε η τάση των αριστοκρατών να αυξήσουν την ιδιοκτησία τους και οι μικροί ελεύθεροι αγρότες εξαγοράζονταν και γίνονταν δουλαπάροικοι.

Στην βυζαντινή κοινωνία διακρίνονταν δύο τάξεις, οι «δυνατοί» και οι «πένητες». Γράφει ο Ράνσιμαν: «Η διοίκηση έκανε σαφή διάκριση ανάμεσα στους πλουσίους –τους δυνατούς- και τους φτωχούς -τους πένητες- και γενικά προσπαθούσε να περιορίσει τους αριστοκράτες σε καθήκοντα μόνο στρατιωτικά, διατηρώντας τις πολιτικές υπηρεσίες δημοκρατικές και ελεύθερες. Όλο τον 10ο αιώνα η κυριότερη ασχολία των αυτοκρατόρων ήταν να θεσπίζουν νόμους προσπαθώντας να περιορίσουν τη δυνατότητα των αρχόντων να αγοράζουν γη των φτωχών».

Πρόκειται για την ίδια νοοτροπία που παρατηρούμε σήμερα, που ανοίγει η ψαλίδα μεταξύ των πλουσίων και των μεσαίων η μεταξύ των μικρομεσαίων και των πτωχών. Στην εποχή μας παρατηρείται το φαινόμενο ότι όλο και περισσότερο διευκολύνονται οι πλούσιοι παρά ενισχύονται οι πτωχοί. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο ενεργούσαν οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες και στον τομέα αυτόν είναι πολύ χαρακτηριστικός και αξιοπρόσεκτος.

Μια καλή ανάλυση αυτής της προσπάθειας των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, παρουσιάζεται ανάγλυφα από τον Ζέραρ Βάλτερ στο βιβλίο του «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, στον αιώνα των Κομνηνών» (1081-1180). Γράφοντας για τις προνομιούχες τάξεις, στις οποίες συγκαταλέγονταν οι ευγενείς, γράφει ότι στο Βυζάντιο οι ευγενείς ονομάζονταν Δυνατοί, οι οποίοι διακρίνονταν στους στρατιωτικούς και τους διοικητικούς υπαλλήλους. Οι διοικητικοί υπάλληλοι ήταν και γαιοκτήμονες που ασκούσαν διοίκηση στην Αυτοκρατορία και είχαν την τάση να αγοράζουν στις επαρχίες τους κομμάτια γης. Επίσης, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες επιδίωκαν να αποκτήσουν μια διοικητική θέση ώστε να έχουν αυτόν τον τιμητικό τίτλο. Έτσι, οι διοικητικοί υπάλληλοι ήταν συγχρόνως και γαιοκτήμονες, ασκούσαν, δηλαδή, διοίκηση και ήταν κάτοχοι εκτάσεων γης. Στις αρχές του 10ου αιώνος η περιουσία των Δυνατών είχε φθάσει στο απόγειό της και οι Αυτοκράτορες προσπαθούσαν να θέσουν φραγμούς στην επέκτασή τους.

Ο Ρωμανός Α o Λεκαπηνός με Νεαρά (Νόμο) που εξέδωσε τον Απρίλιο του έτους 922 έβαλε στόχο να περιορίση την ιδιοποίηση της περιουσίας των πτωχών από τους Δυνατούς. Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, όποιος πτωχός ήθελε να πουλήση την περιουσία του, λόγω διαφόρων αναγκών που είχε, ώφειλε να προτείνη να την αγοράσουν πρώτα τα μέλη της οικογενείας του και έπειτα οι γείτονές του. Αν αυτοί δεν ήθελαν να αγοράσουν αυτήν την περιουσία τότε μπορούσαν να την πουλήσουν στους Δυνατούς. Αλλά δημιουργήθηκαν μεγάλες δυσκολίες στην εφαρμογή του νόμου και απεδείχθησαν οι αδυναμίες του, γιατί συγχρόνως επικρατούσε η μακροχρόνια μίσθωση, βάσει της οποίας ο Δυνατός εμίσθωνε το χωράφι του πτωχού και έπειτα παρεβίαζε τους όρους, οπότε τα δικαστήρια, στα οποία κατέφευγε ο εκμισθωτής υποστήριζαν τους Δυνατούς. Δηλαδή, εδώ παρατηρείται διαπλοκή μεταξύ πλουσίων και δικαστών. Εξ άλλου την περίοδο μεταξύ του 927-928 η αγροτική παραγωγή έπαθε μεγάλη ζημιά με αποτέλεσμα να μη μπορούν οι συγγενείς και οι γείτονες του πεινασμένου πωλητού να εκμεταλλευθούν τα πλεονεκτήματα του νόμου και έτσι οι Δυνατοί αγόρασαν την γη των πτωχών ανθρώπων σε μικρή τιμή, δίδοντάς τους τρόφιμα ως προκαταβολή.

Λίγα χρόνια μετά, το 934, ο ίδιος ο Αυτοκράτορας, επειδή απέτυχε το προηγούμενο μέτρο, εξέδωσε άλλη Νεαρά με την οποία διέταζε τους Δυνατούς να επιστρέψουν, με ορισμένους όρους, τα κτήματα στους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι είχαν υποχρεωθή να τα πωλήσουν κάτω από την πίεση της ανάγκης. Η εισαγωγή της Νεαράς αυτής είναι συγκινητική:

«Οι άνθρωποι πρέπει να καλλιεργούν την ψυχή τους, για να μοιάσουν με τον Δημιουργό. Όσοι παραγνωρίζουν αυτό το καθήκον, είναι μοιραίο να γίνουν σκλάβοι των παθών τους. Απ’ αυτό ξεπηδούν οι απειράριθμες αδικίες, απ’ αυτό η μεγάλη και αιώνια μιζέρια των φτωχών, οι ατελείωτοι βόγγοι τους, που η ηχώ τους αφυπνίζει τον Κύριο. Αν ο Θεός ξεσηκώνεται για να εκδικηθεί τους πόνους τους, πως εμείς μπορούμε να παραγνωρίζουμε τα παράπονά τους;

Όταν ενεργούμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν οδηγούμαστε από το μίσος η τον φθόνο εναντίον των Δυνατών, αλλά από την αγάπη μας για τους φτωχούς, από την πρόθεσή μας να τους προστατεύσουμε και από την επιθυμία μας να σώσουμε την αυτοκρατορία, γιατί αυτοί στους οποίους η Θεία Πρόνοια έδωσε δύναμη και πλούτο δεν φροντίζουν για τους φτωχούς, αλλά αντίθετα τους βλέπουν σαν λεία και δύσκολα συγκατατίθενται να μη τους αρπάξουν αμέσως τα κτήματά τους».

Παρατηρώντας αυτήν την εισαγωγή στον νόμο για την βελτίωση της κοινωνικής αδικίας βλέπουμε την θεολογική υποδομή του. Αναφέρεται στα πάθη που επικρατούν στους ανθρώπους, όταν απομακρύνονται από τον Θεό, και τα οποία πάθη τους παρακινούν στην αύξηση της περιουσίας τους και την αδικία των πτωχών, αλλά και στο ότι η θέσπιση νόμων για την επικράτηση της κοινωνικής αδικίας γίνεται από αγάπη και κατά την Πρόνοια του Θεού και ακόμη για την σωτηρία της Αυτοκρατορίας. Έτσι, οι Αυτοκράτορες δεν κινούνταν από κάποιο ιδεολογικοκοινωνικό μοντέλο, αλλά από την θεολογία της Εκκλησίας. Αλλά και αυτός ο νόμος δε είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Στην συνέχεια, ο Κωνσταντίνος Ζ ο Πορφυρογέννητος «εξέδωσε έναν νόμο που πρόβλεπε την άμεση και χωρίς αποζημίωση επιστροφή όλων των κτημάτων, που είχαν αγοράσει οι Δυνατοί από τους μικροϊδιοκτήτες από την έναρξη της βασιλείας του».

Όμως, είκοσι χρόνια μετά ο Αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς εξέδωσε νόμο, ο οποίος επέτρεπε στους Δυνατούς να αγοράζουν κτήματα όχι από τους πτωχούς, αλλά από τους ιδιοκτήτες της δικής τους κοινωνικής τάξεως. Με αυτόν τον τρόπο προστάτευαν τους πτωχούς από την πίεση των Δυνατών.

Ο Βασίλειος ο Β ακολούθησε την ίδια τακτική. «Κατάργησε την παραγραφή των σαράντα ετών, που ίσχυε για τις αιτήσεις επιστροφής των απαλλοτριωμένων γαιών, ύστερα από την πείνα του 927. Διέταξε, επίσης, την επιστροφή στους δυστυχισμένους πωλητές η στους απογόνους τους, όλων αυτών των κτημάτων, χωρίς οι Δυνατοί να μπορούν να χρησιμοποιήσουν ένδικα μέσα για την επιστροφή των χρημάτων που πήραν η για την είσπραξη αποζημιώσεως, αναφορικά με τις βελτιώσεις, που είχαν γίνει απ’ αυτούς. Και πρόσθετε: “Δεν δικαιούνται να πάρουν τίποτε πίσω. Θάπρεπε μάλλον να τιμωρηθούν”».

Αυτά έκαναν τότε οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες για να περιορίσουν την απληστία των δυνατών-πλουσίων γαιοκτημόνων και να προστατεύσουν τους πτωχούς. Μακάρι αυτό να τεθή ως πρότυπο στους σύγχρονους ηγέτες των Κρατών, και κυρίως των λεγομένων Χριστιανικών Κρατών, ώστε να αντιμετωπίζουν τις κρίσιμες καταστάσεις που παρατηρούνται στην κοινωνία μας. Σήμερα, οι Δυνατοί είναι «οι έχοντες και κατέχοντες», όσοι διαθέτουν μεγάλη περιουσία και συνεχώς την αυξάνουν σε βάρος των αδυνάτων ανθρώπων. Γι’ αυτό και οι σύγχρονοι υπεύθυνοι για την οικονομία μας δεν πρέπει απλώς να εφαρμόζουν οικονομικά συστήματα που ισχύουν σήμερα, αλλά να παραδειγματίζονται και από τους φιλάνθρωπους τρόπους με τους οποίους αντιμετώπιζαν οι πρόγονοί μας τα θέματα αυτά. Όπως είδαμε οι Νεαρές των Αυτοκρατόρων δεν ήταν προϊόντα κάποιου κοινωνικού συστήματος και κοινωνικής ιδεολογίας, π.χ. φιλελεύθερης η σοσιαλιστικής, αλλά καρποί και έκφραση της θεολογίας. Όταν κανείς επιλύη τα κοινωνικά ζητήματα μέσα από το πρίσμα της θεολογίας, τότε η αντιμετώπιση των πραγμάτων είναι φιλάνθρωπη, αφού διατηρείται και η αγάπη και η ελευθερία.–

vatopaidi

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Εργαλεία των αγροτών του Βυζαντίου σε εικονογραφημένα χειρόγραφα του Αγίου Όρους

Συγγραφέας: kantonopou στις 22 Οκτωβρίου 2012

Οι βυζαντινοί αγρότες χρησιμοποιούσαν για την καλλιέργεια της γης τα ίδια πρωτόγονα εργαλεία που ήταν σε χρήση και στην ύστερη αρχαιότητα. Οι πληροφορίες μας για το σχήμα, το μέγεθος, το υλικό και τη χρήση τους είναι περιορισμένες και προέρχονται από τα λίγα ανασκαφικά ευρήματα, τις παραστάσεις των αντικειμένων σε διάφορα έργα τέχνης και κυρίως από τις γραπτές πηγές, όπως είναι ο Νόμος Γεωργικός, τα Γεωργικά, τα Γεωπονικά, Βίοι αγίων και διάφορα άλλα θρησκευτικά και μη κείμενα. Τα τελευταία χρόνια οι γνώσεις μας για το θέμα αυτό έχουν πολλαπλασιαστεί χάρη στη μελέτη εικονογραφημένων χειρογράφων του 13ου και 14ου αιώνα, που περιέχουν το έργο του Ησιόδου «Έργα και Ημέραι». Στους κώδικες αυτούς απεικονίζονται σκαριφήματα αγροτικών εργαλείων που συνοδεύονται από επιγραφές με τα ονόματα τους.

Περισσότερα:http://www.deltionchae.org/index.php/deltion/article/view/565/534

http://agioritikesmnimes.blogspot.gr/

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Οι Θεομητορικές Εορτές στα Ψηφιδωτά της Μονής της Χώρας

Συγγραφέας: kantonopou στις 8 Σεπτεμβρίου 2012

Τα ψηφιδωτά από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες κόσμησαν τους χριστιανικούς ναούς. Σταθμό στην Ιστορία της Τέχνης αποτελεί το ψηφιδωτό που βρίσκεται στο ναό της Αγίας Πουδεντιανής, στη Ρώμη, έργο που εικονίζει τον Χριστό ένθρονο μεταξύ των μαθητών του. Το εντοίχιο ψηφιδωτό κατέχει μια αρχαιότατη θέση στη χριστιανική λατρεία. Ανεκτιμήτου αξίας είναι και τα ψηφιδωτά της Μονής της Xώρας στην Κωνσταντινούπολη. Αν και η παραδοση τοποθετεί την ιδρυσή της Μονής από τον 6ο αι. έχει αποδειχθεί πως ο ναός χτίστηκε το διάστημα 1077-81 από την πεθερά τουΑλεξίου Α΄Κομνηνού,Μαρία Δούκαινα. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης συνέβαλε στην ανακαίνισή της (1316-21) και ήταν υπεύθυνος για την προσθήκη του εξωνάρθηκα, του νότιου παρεκκλησίου, καθώς και για το διάκοσμο του ναού που περιλάμβανε τα αξιόλογα ψηφιδωτά.

Παρόλο που οι δύο αιώνες της δυναστείας των Παλαιολόγων 1258-1453 σε στρατιωτικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο είναι μια περίοδος παρακμής, στην τέχνη συμβαίνει το αντίθετο. Εκδηλώνεται μια πνευματική αναγέννηση που καλλιεργεί ανθρωπιστικό πνεύμα και μια διάθεση εξατομίκευσης. Οι θεολογικές προυποθέσεις είναι δεδομένες με το κίνημα του Ησυχασμού και τη Πατερική Διδασκαλία περί διακρίσεως ουσίας και ενεργειών του Θεού.

Η Μονή της Χώρας με τα ψηφιδωτά της αποτελεί τρανό παράδειγμα «βυζαντινού ανθρωπισμού». Ο άγνωστος ζωγράφος της Μονής της Χώρας χαρακτηρίζεται από έντονη ευαισθησία και ιδιαίτερη τρυφερότητα αν κρίνουμε από τις σκηνές που κοσμούν τον εξωνάρθηκα. Έμπνευση του το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου. Στα τέσσερα Ευαγγέλια του κανόνα της Καινής Διαθήκης δεν γίνεται λόγος αυτοτελώς για το πρόσωπο της Θεοτόκου. Το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται στο σωτηριώδες έργο και τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Στο Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου μαθαίνουμε λεπτομέρειες για τη ζωή της Θεοτόκου. Χρονολογείται περίπου στο δεύτερο μισό του 2ου αι. και προέρχεται πιθανώς από την Αίγυπτο. Βασικό είναι ό, τι  οι Θεομητορικές εορτές ανάγουν την αρχή τους στο κείμενο αυτό. Παραθέτω στη συνέχεια τις εορτές που σχετίζονται με αυτό:

α) Σύλληψη της Θεοτόκου υπό της Αγίας Άννης ( 9 Δεκεμβρίου)

β) Το Γεννέσιον της Θεοτόκου ( 8 Σεπτεμβρίου)

γ) Τα Εισόδια της Θεοτόκου ( 21 Νοεμβρίου)

δ) Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου (25 Μαρτίου)

ε) Σύναξις της Θεοτόκου (26 Δεκεμβρίου)

στ) Η σφαγή των νηπίων (29 Δεκεμβρίου)

ζ)  Η Σύναξις Ιωακείμ και Άννης ( 9 Σεπτεμβρίου)

η)  Μνήμη Ζαχαρίου (5 Σεπτεμβρίου)

Το Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη βυζαντινή εικονογραφία και ειδικότερα για τον Θεομητορικό κύκλο της Μονής της Χώρας που περιλαμβάνει 18 σκηνές. Θα εκθέσουμε στη συνέχεια από τις πιό ενδιαφέρουσες σκηνές που προκαλούν αισθήματα  ζεστασιάς και τρυφερότητας.

Η Γέννηση της Θεοτόκου

Η Αγία Άννα καθισμένη στο κρεβάτι της δέχεται την επίσκεψη των τριών γυναικών με τα δώρα. Μια κόρη ετοιμάζει το νερό για το βρέφος την Παναγία που την κρατεί στα χέρια της η τροφός. Ο Ιωακείμ κοιτάζει ντροπαλά από το κατώφλι της πόρτας όσα λαμβάνουν χώρα στον αυστηρώς γυναικείο χώρο.

Η Επταβηματίζουσα

Έξι μηνών η Μαρία κάνει τα πρώτα επτά της βήματα και φτάνει στην αγκαλιά της μητέρας της. Χαρακτηριστικό είναι ο χιτώνας της γυναικείας μορφής που ανεμίζει σαν να φυσά δυνατός άνεμος.

Η Κολακεία της Θεοτόκου

Ο τρυφερός εναγκαλισμός της Παναγίας από τους γονείς της γνωστός ως «Κολακεία» ή «Φιλοστοργία της Θεοτόκου», δεν αναφέρεται στο ελληνικό πρωτότυπο του Πρωτευαγγελίου, αλλά στη συριακή και αρμενική αποδοσή του. Μια εξαιρετικής τρυφερότητας στιγμή.

Βασίλειος Χάδος

http://www.pemptousia.gr/2012/09/41259/

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Βαράγγοι: οι μισθοφόροι των Βυζαντινών αυτοκρατόρων – Θωμά Μαστακούρη.

Συγγραφέας: kantonopou στις 25 Αυγούστου 2012

Με καταγωγή τις Σκανδιναβικές χώρες, κυρίως τη Σουηδία, τη Νορβηγία, και αργότερα την Ισλανδία και την Αγγλία, οι άνδρες της Βαράγγιας Φρουράς, του επίλεκτου σώματος του βυζαντινού αυτοκρατορικού στρατού κατά τον 10ο, τον 11ο και τον 12ο αιώνα, διαδραμάτισαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η λέξη Βαράγγοι ετυμολογείται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι είναι απλώς μια βυζαντινή παραλλαγή της λέξης «Φράκγοι», αλλά το πιθανότερο είναι ότι προέρχεται από τις αρχαίες νορδικές λέξεις «var», δηλαδή ορκίζομαι , και gengi, δηλαδή σύντροφοι, δύο λέξεις που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε μαζί με την ελληνική λέξη αδελφοποιητοί. Ως ιδρυτές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αλλά και ως αφοσιωμένοι μισθοφόροι των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, έμειναν στην ιστορία για τη γενναιότητά τους, το πολεμικό τους φρόνημα, αλλά και τη βαρβαρική τους συμπεριφορά.

Αν και οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι Βαράγγοι κατάγονταν αρχικά από τις Σκανδιναβικές χώρες, και κυρίως την περιοχή της Σουηδίας γύρω από τη λίμνη Μέλερ, υπάρχουν και αρκετοί μελετητές, κυρίως Ρώσοι, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αυτοί ήταν κυρίως σλαβικής καταγωγής. Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη αναφορά στους Βαράγγους ή Βάριαγκς, όπως ονομάζονταν στα σλαβικά, προέρχεται από το λεγόμενο Αρχικό Ρωσικό Χρονικό, ένα χειρόγραφο με την ιστορία των Ρώσων ή Ρως του Κιέβου από το 850 ως το 1110, γραμμένο από κάποιον μοναχό Νέστορα περί το 1113:
«Οι Λίακ [Πολωνοί], οι Πρώσοι και οι Τσουντ [πρόγονοι των Φινλανδών και των Εσθονών] ζουν γύρω από την Βαράγγια Θάλασσα [Βαλτική]. Οι Βαράγγοι κατοικούν επίσης στις ακτές της ίδιας θάλασσας, και επεκτείνονται ανατολικά μέχρι το μερδικό του Σημ [εννοεί το γιο του Νώε, ο οποίος κληρονόμησε σύμφωνα με την παράδοση την Ασία]. Γιατί κι αυτοί ζουν στα δυτικά, πλάι σε αυτή την θάλασσα, μέχρι τις χώρες των Άγγλων και των Γάλλων. Κι αυτό, επειδή και τα ακόλουθα έθνη αποτελούν μέρος της φυλής του Ιάφεθ [του γιου του Νώε που κληρονόμησε την Ευρώπη]: Οι Βαράγγοι, οι Σουηδοί, οι Νορμανδοί, οι Γκοτλάνδιοι, οι Ρώσοι, οι Άγγλοι, οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Ρωμαίοι, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Βενετοί, οι Γενοβέζοι και άλλοι».

Το ίδιο χρονικό αναφέρει ότι αν και οι λαοί της σημερινής Ουκρανίας πλήρωναν φόρο υποτελείας στους Βαράγγους, τελικά κατάφεραν να τους εκδιώξουν και να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους. Σύντομα όμως, το 6370 από κτίσεως κόσμου (δηλαδή το 862 μ.Χ.), οι έριδες μεταξύ των τοπικών φυλών ήταν τόσο μεγάλες ώστε αποφάσισαν να καλέσουν και πάλι τους ισχυρούς Βαράγγους για να τους κυβερνήσουν:
«Πέρασαν λοιπόν τη θάλασσα, και πήγαν να βρουν τους Βαράγγους Ρως. Αυτούς τους συγκεκριμένους Βαράγγους τους ονόμαζαν Ρως (Ρώσους) όπως κάποιοι άλλοι ονομάζονται Σουηδοί, και άλλοι Νορμανδοί, Άγγλοι και Γκοτλάνδιοι…

Ύστερα είπαν στους Ρως: ‘Η χώρα μας είναι μεγάλη και πλούσια, αλλά δεν υπάρχει τάξη εκεί. Ελάτε να την κυβερνήσετε και να βασιλέψετε’. Επέλεξαν τρεις αδελφούς με τις οικογένειές τους και αυτοί πήραν μαζί τους όλους του Ρως και μετανάστευσαν. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία, ο Ρούρικ, εγκαταστάθηκε στο Νόβγκοροντ, ο δεύτερος, ο Σίνεους, στο Μπελουζέρο, και ο τρίτος , ο Τρουβόρ, στο Ίζμπορσκς. Εξαιτίας αυτών των Βαράγγων, η περιοχή του Νόβγκοροντ έγινε γνωστή ως χώρα των Ρως (Ρώσων)».

Ωστόσο, οι ιστορικές και οι αρχαιολογικές έρευνες αποδεικνύουν ότι η εξάπλωση των Βαράγγων στη Ουκρανία ήταν σταδιακή, και είχε ξεκινήσει ήδη από τον 8ο αιώνα.

Με τους Βυζαντινούς, οι Βαράγγοι δημιούργησαν ιδιαίτερες εμπορικές σχέσεις, τουλάχιστον κατά τις περιόδους που δεν έκαναν επιδρομές εναντίον τους. Σύμφωνα με το Βασικό Χρονικό, ο κάθε έμπορος μπορούσε να παραμείνει και να τρέφεται στην Κωνσταντινούπολη επί έξι μήνες, με τον όρο να διαμένει αποκλειστικά στη συνοικία του Αγίου Μάμαντος και να αποφεύγει τη βία. Τα εμπορεύματά τους ήταν κυρίως γουναρικά, μέλι και δούλοι. Τα ονόματα που αναφέρονται παραπέμπουν σαφώς στη σκανδιναβική καταγωγή τους: Κάρλι, Βέρμουντρ, Γκόντι, Ανγκαντίρ, Φάστι.

Οι Βαράγγοι έρχονται στο Βυζάντιο

Ως μισθοφόροι οι Βαράγγοι δεν υπηρέτησαν για πρώτη φορά στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ήδη, από τον 9ο αιώνα υπηρετούσαν τους πλούσιους πρίγκιπες των Ρως ως σωματοφυλακή. Πολλοί έφθαναν στο Κίεβο σε μικρούς οργανωμένους στρατούς, με δικό τους οπλισμό και πλοία , έχοντας ως διοικητές μέλη της σκανδιναβικής αριστοκρατίας που είχαν εξοριστεί για πολιτικούς λόγους, ή δευτερότοκους και τριτότοκους γιους αριστοκρατών που αναζητούσαν την τύχη τους. Στο Βυζάντιο αναφέρονται για πρώτη φορά ως μισθοφόροι το 902, όταν 700 περίπου από αυτούς υπηρέτησαν στην εκστρατεία των Βυζαντινών εναντίον του Εμιράτου της Κρήτης. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος πήρε μαζί του 629 Βαράγγους στη δική του προσπάθεια ανακατάληψης της Κρήτης, ενώ 415 από αυτούς πολέμησαν στην Ιταλική Εκστρατεία των Βυζαντινών το 936.

Ωστόσο, η στενή σχέση της βυζαντινής αυτοκρατορικής αυλής με τους Βαράγγους ξεκίνησε επί της εποχής του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου, κατά το τελευταίο τέταρτο του 10ου αιώνα. Ο αυτοκράτορας αντιμετώπιζε τότε σημαντικές απειλές, όχι μόνο από τους Βούλγαρους στον Βορρά, αλλά και από τον ισχυρότατο γαιοκτήμονα της Μικράς Ασίας, Βάρδα Φωκά, ο οποίος, με τη στρατιωτική δύναμη που διέθετε, αλλά και τη συγγένειά του με την προηγούμενη δυναστεία, είχε αποκτήσει τόση δύναμη ώστε στις 14 Σεπτεμβρίου του 987 να ανακηρυχθεί ο ίδιος αυτοκράτωρ, και να απειλεί ακόμη και την ίδια την πρωτεύουσα.

Τότε ακριβώς ο Βασίλειος αναζήτησε και βρήκε σύμμαχο στο πρόσωπο του πρίγκηπα Βλαδίμηρου του Κιέβου (958 -1014), ο οποίος αρχικά ονομαζόταν Βάλνταμαρ Σβάιναλντσον, και ήταν πιστός της αρχαίας παγανιστικής θρησκείας. Ο Βλαδίμηρος δέχθηκε να προσφέρει βοήθεια στον Βασίλειο με τον όρο ότι ο αυτοκράτορας θα του έδινε ως σύζυγο την αδελφή του, πριγκίπισσα Άννα. Μετά το κλείσιμο της συμφωνίας ο ηγεμόνας του Κιέβου έστειλε στον αυτοκράτορα μια «ντρούζινα», δηλαδή ένα σώμα Βαράγγων πολεμιστών που αριθμούσε περί τους 6000 άντρες. Η εικοσιπεντάχρονη τότε Άννα όμως θεωρούσε αδιανόητο μια πορφυρογέννητη πριγκίπισσα να παντρευτεί έναν «βάρβαρο ειδωλολάτρη», και αρνήθηκε, ωθώντας τον Βασίλειο να αθετήσει τη συμφωνία. Ο Βλαδίμηρος πολιόρκησε τη βυζαντινή πόλη της Χερσώνος (κτισμένη πάνω στην αρχαία ελληνική αποικία Χερσόνησο της Κριμαίας) και την κατέλαβε, εξαναγκάζοντας τον Βασίλειο να τηρήσει τελικά την υπόσχεσή του, με τους όρους ότι ο Βλαδίμηρος θα εκκένωνε την πόλη και θα βαφτιζόταν Χριστιανός.

Τελικά, ο Βλαδίμηρος βαφτίστηκε και στη συνέχεια παντρεύτηκε την Άννα την Πορφυρογέννητη το 989.

Η «ντρούζινα» των 6000 Βαράγγων πολεμιστών που έστειλε ο Βλαδίμηρος ως βοήθεια στον κουνιάδο του βοήθησε κατά πολύ στο να καταφέρει ο Βασίλειος να καταπνίξει τη στάση του Φωκά κοντά στη Χρυσόπολη (απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, από την πλευρά της Μικράς Ασίας), και στις 13 Απριλίου της ίδιας χρονιάς στη μάχη της Αβύδου, όπου, όταν ο Φωκάς πέθανε από συγκοπή στο πεδίο της μάχης, κυριολεκτικά σφαγίασαν τους πανικόβλητους άνδρες του.

Ο Βασίλειος, ο οποίος, ειδικά μετά την ανταρσία των ισχυρών γαιοκτημόνων της Ανατολίας δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στον στρατό του, κράτησε κοντά του τους Βαράγγους που πολέμησαν στη Χρυσόπολη, δημιουργώντας έτσι τον πυρήνα της μετέπειτα Βαράγγιας Φρουράς ή Τάγματος των Βαράγγων.

Οι πολεμικές περιπέτειες του τάγματος των Βαράγγων

Το 1001 μ.Χ. ο Βασίλειος πήγε στη Γεωργία (ή Ιβηρία όπως ήταν τότε γνωστή στους Βυζαντινούς), μετά το θάνατο του βασιλιά Δαβίδ, διεκδικώντας περιοχές που ο Δαβίδ είχε υποσχεθεί να παραχωρήσει στην αυτοκρατορία. Ένας καβγάς ανάμεσα σε έναν Γεωργιανό και έναν Βαράγγο σχετικά με μια μπάλα σανού, κατέληξε σε μια μεγάλη μάχη, στην οποία έλαβαν μέρος χιλιάδες Βαράγγοι, και κατά την οποία σκοτώθηκαν πολλοί Γεωργιανοί, ανάμεσά τους και ο μέγας πρίγκιπας της Γεωργίας Πατρίαρχος.

Το 1017 οι επίλεκτοι Βαράγγοι χρησιμοποιήθηκαν και πάλι από τον Βασίλειο, αυτή τη φορά στην Ιταλία, όπου οι Λομβαρδοί, με ηγέτη τους τον Μέλους του Μπάρι, προσπαθούσαν να εκδιώξουν τους Βυζαντινούς. Ο κατεπάνω της Ιταλίας Βασίλειος Βοϊωάννης, με την αποφασιστική βοήθεια του τάγματος των Βαράγγων, διέλυσε τις δυνάμεις των Λομβαρδών και των Νορμανδών στο Οφάντο, κοντά στο σημείο όπου ο Αννίβας είχε συντρίψει τους Ρωμαίους το 216 π.Χ., κατά την περίφημη μάχη των Καννών. Ο Επίσκοπος Λέων της Όστιας, στο έργο του Chronica Monasterii Casinensis (Χρονικά των Μονών του Μοντεκασίνο) γράφει:
«Όταν ο Αυτοκράτορας έμαθε πως γενναίοι ιππότες είχαν εισβάλει στη χώρα του, έστειλε εναντίον τους τους καλύτερους στρατιώτες του. Στις τρεις πρώτες μάχες νίκησαν οι Νορμανδοί, αλλά όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τους Βαράγγους, νικήθηκαν και καταστράφηκαν εντελώς…».

Οι Βαράγγοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εκστρατεία του Βασίλειου εναντίον του Βούλγαρου βασιλιά Σαμουήλ, και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το 1018, μετά την κατάληψη της Αχρίδας, ο Βασίλειος μοίρασε τους αιχμαλώτους σε τρία ίσα μέρη, ένα για τον εαυτό του, ένα για τον βυζαντινό στρατό και ένα τρίτο αποκλειστικά και μόνο για τους Βαράγγους.

Το 1020 ο Βασίλειος έστειλε εκ νέου στρατό στη Γεωργία όπου ο νέος κυβερνήτης της Κεόρκι (Γεώργιος) αμφισβητούσε την εξουσία του αυτοκράτορα. Στην τελική μάχη που διεξήχθη στις 11 Σεπτεμβρίου του 1022, στην Άγκφα, κοντά στο σημερινό Ερζερούμ, ο Κεόρκι επιχείρησε να αιφνιδιάσει τους Βυζαντινούς, οι Βαράγγοι όμως αντιλήφθηκαν τον εχθρό, επιτέθηκαν πριν από τον υπόλοιπο στρατό, και έτρεψαν τους Γεωργιανούς σε φυγή. Λέγεται ότι ο Βασίλειος τους πλήρωσε ένα χρυσό νόμισμα για κάθε κεφάλι στρατιώτη που έφεραν πίσω, στοιβάζοντας τα κομμένα κεφάλια κατά μήκος του δρόμου.

Το 1034 ο δεκαεννιάχρονος Νορβηγός πρίγκιπας Χάραλντ Ζίγκουρντσον εισήλθε στην υπηρεσία του Βυζαντινού αυτοκράτορα φέρνοντας μαζί του 500 πολεμιστές. Σύμφωνα με τον Σνόρι Στούρλουσον, ο Χάραλντ «υπηρέτησε στις γαλέρες μαζί με το στρατό που μπήκε στην Ελληνική Θάλασσα[Μεσόγειο]». Όσο καιρό υπηρετούσε στη Βαράγγια Φρουρά πολέμησε με Άραβες, Βούλγαρους και Πετσενέγκους, και έλαβε μέρος στη Σικελική Εκστρατεία, που διήρκεσε από το 1038 ως το 1041, υπό τις διαταγές του μεγάλου στρατηγού Γεώργιου Μανιάκη.

Στο Στρατηγικόν του Βυζαντινού στρατηγού Κεκαυμένου, γραμμένο περί το 1075, ο Χάραλντ περιγράφεται ως «γιος του βασιλιά της Βαραγγίας», και αναφέρεται ότι έδειξε τόση γενναιότητα στις εκστρατείες των Βυζαντινών κατά της Σικελίας και της Βουλγαρίας ώστε ο αυτοκράτορας του έδωσε πρώτα το αξίωμα του μαγγλαβίτη, δηλαδή μέλους ενός επίλεκτου σώματος της σωματοφυλακής του, και στη συνέχεια εκείνο του σπαθαροκανδιδάτου, δηλαδή ανώτερου αξιωματικού της αυτοκρατορικής φρουράς, ίσως κάτι ανάλογο του συνταγματάρχη.

Είναι πιθανόν να φυλακίστηκε κατόπιν διαταγής του Μιχαήλ Ε΄ ή της αυτοκράτειρας Ζωής, ίσως για κακοδιαχείριση, αλλά ελευθερώθηκε όταν ανέβηκε στο θρόνο ο νέος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος, οπότε και έφυγε για την πατρίδα του. Ο Χάραλντ, ο επονομαζόμενος Χαρντράντα (ο Σκληρός), έμελλε αργότερα να γίνει βασιλιάς της Νορβηγίας και να εισβάλει στην ίδια την Αγγλία, όπου και τελικά σκοτώθηκε στην περίφημη μάχη της Γέφυρας του Στάνφορντ, το 1066.

Οι Βαράγγοι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην ήττα του πρώην διοικητού τους Γεωργίου Μανιάκη, όταν εκείνος στασίασε και αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας το 1042, μετά την ιδιαίτερη σκληρή στάση του Κωνσταντίνου Θ΄ εναντίον του. Η σύγκρουση των δύο στρατών έλαβε χώρα κοντά στην Αμφίπολη της Μακεδονίας, και ο στρατός του αυτοκράτορα κέρδισε τη μάχη όταν ο Μανιάκης σκοτώθηκε πολεμώντας. Στην πορεία θριάμβου μέσα στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης Βαράγγοι προηγούνταν του νικητή στρατηγού ευνούχου Στέφανου Περγαμηνού, ενώ άλλοι Βαράγγοι ακολουθούσαν πίσω από το κομμένο κεφάλι του Μανιάκη. Την ίδια χρονιά όμως οι Βαράγγοι ήταν εκείνοι που, σε μια σπάνια περίπτωση απειθαρχίας προς τον αυτοκράτορα, βοήθησαν στην ανατροπή του Μιχαήλ Ε΄ του Καλαφάτη, τον οποίο, σύμφωνα με τον θρύλο, τύφλωσε ο ίδιος ο Χάραλντ Χαρντράντα.

Το 1054 ο Αρμένιος ιστορικός Αριστάκης του Λαστιβέρ περιγράφει μία από τις πρώτες συγκρούσεις Βαράγγων και Σελτζούκων Τούρκων στη Μικρά Ασία:
«Ποιος μπορεί να περιγράψει την καταστροφή που έπεσε πάνω στις περιοχές του Ντερζάν και του Εκεγκεάκ, και σε ό,τι υπήρχε ανάμεσά τους; Ας το κρίνετε από τα κείμενά μου… [Οι Σελτζούκοι] …άρπαξαν λάφυρα και σκλάβους, και μετά έστριψαν και έφτασαν μέχρι την τοιχισμένη πόλη που ονομαζόταν Μπαμπέρντ. Εκεί συνάντησαν μια ταξιαρχία Ρωμαίων στρατιωτών που ονομάζονταν Βρανγκς, και οι οποίοι, αδιαφορώντας για κάθε κίνδυνο, πολέμησαν μαζί τους. Με τη βοήθεια του Θεού, η ρωμαϊκή ταξιαρχία νίκησε τον εχθρό, σκότωσε το διοικητή τους και πολλούς από τους άνδρες του, έτρεψε τους υπόλοιπους σε φυγή, και πήρε πίσω όλα τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους».

Οι Βαράγγοι πολέμησαν και κοντά στον αυτοκράτορα Ρωμανό Διογένη, στην προσπάθειά του να σταματήσει την προέλαση των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Αν και δεν αναφέρεται ρητά στα βυζαντινά χρονικά, είναι σίγουρο ότι αυτοί αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα και στη μοιραία μάχη του Ματζικέρτ το 1071, όταν ο Ρωμανός αντιμετώπισε τον Αρπ Ασλάν και νικήθηκε κατά κράτος ύστερα και από την προδοσία του Ανδρόνικου Δούκα. Πιστοί ως την τελευταία τους πνοή στον αυτοκράτορα, όλοι οι Βαράγγοι έπεσαν πολεμώντας γύρω από τον Διογένη ο οποίος τελικά συνελήφθη από τους Τούρκους. Ήδη, μετά τη μάχη του Χάστινγκς, το 1066, πολλοί Αγγλοσάξονες, δυσαρεστημένοι ή κυνηγημένοι από τους Νορμανδούς κατακτητές της Αγγλίας, κατέφυγαν ως μισθοφόροι στην Κωνσταντινούπολη, και έτσι ως τις αρχές του 12ου αιώνα και την εποχή του Αλέξιου Κομνηνού αποτελούσαν τον κύριο όγκο των νεοσύλλεκτων Βαράγγων. Η Άννα η Κομνηνή αποκαλεί τους Βαράγγους της εποχής της «τους εκ Θούλης [μια χώρα που για τους Βυζαντινούς της εποχής εκείνης πιθανώς ταυτιζόταν με τη Βρετανία] πελεκυφόρους βαρβάρους».

Οι Βαράγγοι είναι σίγουρο ότι πολέμησαν εναντίον των Σταυροφόρων κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, αλλά στη συνέχεια οι αναφορές σε αυτούς αραιώνουν. Είναι πιθανόν κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα να αφομοιώθηκαν εντελώς από τους Βυζαντινούς. Μία από τις τελευταίες αναφορές σε αυτούς γίνεται από το Γεώργιο Κωδινό ή Ψευδο –Κωδινό, έναν μυστηριώδη κουροπαλάτη [αυλικό] της αυτοκρατορικής αυλής που μάλλον έζησε προς το τέλος του 15ου αιώνα. Στο έργο του Τακτικόν περί των οφφικίων του Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως και των οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας, οι Βαράγγοι εμφανίζονται ως μία μάλλον τελετουργική φρουρά χωρίς στρατιωτικά καθήκοντα. «…Στέκονται κοντά στις στήλες της Συγκλήτου, κρατώντας τους πελέκεις στα χέρια τους, και όταν ο Αυτοκράτωρ εμφανίζεται, τους σηκώνουν και τους φέρνουν στον ώμο».

Βυζαντινά επώνυμα του 15ου αιώνα, όπως Βαράγγος, Βαραγγόπουλος, Βαραγκάτης και Βαράγγης, δείχνουν ότι ως τότε οι απόγονοι των Βαράγγων είχαν εξελληνισθεί και αναμειχθεί απόλυτα με το ελληνικό στοιχείο.

Οπλισμός των Βαράγγων

Σύμφωνα με τον Άραβα Χαρούν ιμπν Γιάχια, ο οποίος βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον 9ο αιώνα, η καθημερινή στολή των Βαράγγων αποτελείτο από γαλάζιες μεταξωτές τουνίκες, κόκκινους μανδύες, και χρυσοποίκιλτους πελέκεις με πολύ μακριά λαβή που οι Βαράγγοι χειρίζονταν και με τα δύο χέρια (Ο Μιχαήλ Ψελλός τους αποκαλεί «οι τους πελέκεις από του δεξιού χεριού σείοντες ώμου»).

Είναι προφανές, και από την πολεμική παράδοση των Σκανδιναβών και των Αγγλοσαξόνων από τους οποίους προέρχονταν οι περισσότεροι, ότι οι Βαράγγοι πολεμούσαν πεζοί, χρησιμοποιώντας κυρίως αγχέμαχα όπλα, όπως δόρατα, ξίφη και τσεκούρια, καθώς και ξύλινη ασπίδα ενισχυμένη με μεταλλικό ομφαλό. Αν και τόσο η θωράκιση όσο και ο οπλισμός τους δεν αναφέρονται ρητά στα βυζαντινά χρονικά, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ως επίλεκτο σώμα και σωματοφυλακή του ίδιου του αυτοκράτορα θα έπρεπε να έφεραν βαριά θωράκιση, με κράνος και μακρύ αλυσιδωτό θώρακα που θα τους προστάτευε από τα χτυπήματα του εχθρού και τα βέλη. Η Άννα Κομνηνή στην Αλεξιάδα αναφέρει ότι στη μάχη του Δυρραχίου, το 1081, οι Βαράγγοι κουράστηκαν έπειτα από τη γρήγορη μετακίνησή τους στο πεδίο της μάχης από «από τους άχθους των όπλων» και ως γνωστόν στην έννοια των «όπλων» οι Έλληνες συμπεριλάμβαναν και τον αμυντικό οπλισμό. Τα όπλα των Βαράγγων, και ιδίως τα ξίφη και τα τσεκούρια τους, ήταν γι’ αυτούς κάτι σχεδόν έλλογο, και πολύ συχνά τους έδιναν ονόματα. Από την ισλανδική Σάγκα του Γκρέτιρ του Δυνατού μαθαίνουμε ότι πριν από κάθε εκστρατεία γινόταν επίσημη επιθεώρηση των όπλων της Βαράγγιας Φρουράς:

«… Οι Βαράγγοι διατάχθηκαν να ξεκινήσουν για την υπεράσπιση της πατρίδας. Συνήθειο και νόμος ήταν πριν ξεκινήσουν να παρουσιάζουν για επιθεώρηση τα όπλα τους, και έτσι κι έγινε και σε αυτή την περίπτωση. Την ορισμένη ημέρα της επιθεώρησης, οι Βαράγγοι, και όλοι όσοι θα τους ακολουθούσαν, έπρεπε να εμφανιστούν και να δείξουν τα όπλα τους. Ο Θόρμπιορν ήταν ο πρώτος, και έδειξε το ξίφος του, το Γκρέτισνοτ…» .

Η ζωή των Βαράγγων έξω από το πεδίο της μάχης

Οι Βαράγγοι διαδραμάτισαν επί τρεις αιώνες έναν πολύ σημαντικό ρόλο στα τεκταινόμενα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Λόγω της αλλοδαπής τους προέλευσης, σπάνια ενεπλάκησαν στις δολοπλοκίες τοπικών αρχόντων και ήταν τυφλά πιστοί στον αυτοκράτορα και μόνον. Η Άννα Κομνηνή είναι ξεκάθαρη πάνω σε αυτό το ζήτημα:

«… την προς αυτόν πίστην ακράδαντον διατηρούσι, και ουδέ ψιλόν πάντως ανέξονται περί προδοσίας λόγον».

Η αμοιβή τους ήταν πολύ καλή, 10 με 15 χρυσά νομίσματα τον μήνα, συν επιπλέον δώρα κάθε Πάσχα, στην άνοδο του κάθε νέου αυτοκράτορα στον θρόνο, καθώς και σημαντικό μερίδιο από τα λάφυρα στις πολεμικές εκστρατείες. Αυτό προκαλούσε τον φθόνο των υπόλοιπων στρατιωτικών μονάδων αλλά και των αυλικών του παλατιού. Ο Ψελλός τους θεωρούσε παράσιτα και κηφήνες «οίους ειώθασι παρατρέφειν οι βασιλείς» , αλλά είναι φανερό ότι απέδειξαν την αξία τους για την Αυτοκρατορία σε πολλές μάχες. Αγαπούσαν υπερβολικά το κρασί, και ήταν συχνά μεθυσμένοι, κυρίως όταν δεν είχαν υπηρεσία. Κάποιες ισλανδικές σάγκες της εποχής τους αποκαλούν «κρασοσακούλες του αυτοκράτορα».

Αν και ένας σημαντικός αριθμός τους κατοικούσε μέσα στο παλάτι, οι αριθμοί που δίδονται από ιστορικές πηγές της εποχής είναι υπερβολικά μεγάλοι για να δεχθούμε ότι όλοι στρατωνίζονταν εκεί. Είναι πολύ πιθανόν οι περισσότεροι να ζούσαν στη συνοικία του Αγίου Μάμαντα, όπως και οι πρώτοι έμποροι Ρως που είχαν φθάσει τον 9ο αιώνα. Αν και αρκετοί από τους πρώτους Βαράγγους ήταν σίγουρα πιστοί των αρχαίων Θεών, οι περισσότεροι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είχαν ασπασθεί τον Χριστιανισμό.

Από τον 11ο αιώνα είχαν και τη δική τους εκκλησία, την Παναγία την Βαραγγιώτισσα, κοντά στην Αγία Σοφία. Ο Ισλανδός χρονικογράφος Σνόρι Στούρλουσον αναφέρει ότι η εκκλησία ήταν επίσης αφιερωμένη στον Άγιο Όλαφ (τον βασιλιά της Νορβηγίας που στις αρχές του 11ου αιώνα εκχριστιάνισε βίαια το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της) και μάλιστα ότι πάνω από την Αγία Τράπεζα υπήρχε το ξίφος του αγίου-βασιλιά.

Όσοι Βαράγγοι ζούσαν στο ανάκτορο κατείχαν διαμερίσματα στους πάνω ορόφους, τους οποίους, όπως φαίνεται από τη Σάγκα του Χάραλντ, τους κέρδισαν στον κλήρο που έβαλαν με τους Έλληνες ομοίους τους:

«Οι Έλληνες και οι Βαράγγοι διαφώνησαν για τα δωμάτια και αποφάσισαν να λύσουν τη διαφωνία με κλήρο. Έτσι ο Χάραλντ και οι Βαράγγοι πήραν τα πάνω δωμάτια, και από εκείνη την εποχή έγινε κανόνας στα πάνω δωμάτια να κατοικούν Βόρειοι».
Πολλοί Βαράγγοι επέστρεψαν στις πατρίδες τους πλούσιοι. Το ισλανδικό Έπος του Λαξτάιλα μιλάει για έναν από αυτούς, τον Μπόλι Μπόλασον:

«Ο Μπόλι κατέβηκε από το πλοίο με τους έντεκα συντρόφους του. Όλοι οι σύντροφοί του φορούσαν άλικα ρούχα και ίππευαν πάνω σε ασημοστολισμένες σέλλες. Ήταν εντυπωσιακοί, μα ο Μπόλι τους ξεπερνούσε όλους. Φορούσε ρούχα από χρυσοκέντητο μετάξι που του είχε χαρίσει ο Έλληνας Αυτοκράτορας, κι από πάνω έναν άλικο μανδύα. Στη ζώνη του είχε το σπαθί που ονόμαζαν «Ποδοκόφτη», του οποίου η λαβή ήταν δεμένη με χρυσάφι. Φορούσε χρυσοστόλιστο κράνος στο κεφάλι, και είχε στο πλευρό του μια κόκκινη ασπίδα με έναν χρυσό καβαλάρη. Στο χέρι του κρατούσε μια λόγχη, όπως συνηθίζεται στις ξένες χώρες. Όπου κι αν γύρευαν κατάλυμα για τη νύχτα, οι γυναίκες δεν έδιναν προσοχή σε τίποτε άλλο εκτός από τον Μπόλι και τους συντρόφους του…» .

Ασφαλώς δεν γύρισαν όλοι οι Βαράγγοι πίσω στις πατρίδες τους. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν σε κάποιο πεδίο μάχης. Πολλές ρουνικές επιγραφές που έχουν βρεθεί στη Σουηδία είχαν στηθεί στη μνήμη των Βαράγγων που δεν επέστρεψαν ποτέ. Οι περισσότερες από αυτές αναφέρονται στο Βυζάντιο ως «Χώρα των Ελλήνων» (Grikkland) και στους Βυζαντινούς ως Έλληνες (Grikkjar). Οι Βαράγγοι έζησαν μια περιπετειώδη ζωή, μακριά από την πατρίδα τους, σε μια εποχή που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έβλεπαν στη ζωή τους τίποτα περισσότερο από το χωριό στο οποίο είχαν γεννηθεί. Οι περισσότεροι πέθαναν υπερασπιζόμενοι την τιμή των όπλων και τον όρκο τους προς τον αυτοκράτορα, πολεμώντας για μια ξένη πατρίδα –την πατρίδα που οι ιστορικοί αποκαλούν Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή Βυζάντιο, που οι ίδιοι οι Βαράγγοι όμως αποκαλούσαν Ελλάδα.

Ο Θωμάς Μαστακούρης είναι δικηγόρος, συγγραφέας και μεταφραστής.

Από το περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη», τεύχος 527, Μαϊου 2012, σελίδες 6 -15.

Η/Υ επιμέλεια: Αθηνάς Τσιάση, Κωνσταντίνας Κυριακούλη.

http://www.orp.gr/?p=3462

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΜΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ….ΧΕΙΡΟΒΟΜΒΙΔΑ!!!!

Συγγραφέας: kantonopou στις 12 Αυγούστου 2012

Η ΓΕΜΙΣΗ ΤΗΣ ΗΤΑΝ ΑΠΟ ΥΛΙΚΟ ΠΑΡΟΜΟΙΟ ΤΟΥ ΥΓΡΟΥ ΠΥΡΟΣ.
Η ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΔΕΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΕΦΤΑΣΕ ΑΘΙΚΤΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΠΩΛΗΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ.

http://www.artemission.com/ViewItemDetails.aspx?ItemNumber=21.17858

http://egolpio.wordpress.com/2012/08/12/byzantine_grenade/

http://www.artemission.com/ViewItemDetails.aspx?ItemNumber=21.17858

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

«Το Βυζάντιο ήταν μία εξελιγμένη Κοινωνία» – ΣΤΗΒΕΝ ΡΑΝΣΙΜΑΝ

Συγγραφέας: kantonopou στις 24 Ιουλίου 2012

ΣΤΗΒΕΝ ΡΑΝΣΙΜΑΝ :
«Το Βυζάντιο ήταν μία εξελιγμένη Κοινωνία»
Μία αναγνώριση στον Πολιτισμό της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως
Το Βυζάντιο ή Ρωμανία ,η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη ,υπήρξε ένα ισχυρό Κράτος που κυριάρχησε στην Ανατολική Μεσόγειο για πάνω από 1000 έτη. Συχνά όμως αντιμετώπισε ,κυρίως για ιδιοτελείς ιδεολογικούς λόγους οπαδών της Δυτικής σκέψεως ,τον χλευασμό ή την υποτίμηση της σημασίας και της ποικίλης αίγλης του, τόσο στην Δύση όσο και στην Ελλάδα .
Τα τελευταία χρόνια όμως η Δύση αναγνωρίζει σιγά-σιγά την αξία του Πολιτισμού και των Πολιτικών δομών του Βυζαντίου. Από τους πρώτους στοχαστές και επιστήμονες του Δυτικού Κόσμου που είχε αμερόληπτα ασχοληθεί με τον Βυζαντινό Πολιτισμό και είχε αναδείξει την αξία του υπήρξε ο Σερ Στήβεν Ράνσιμαν (sir James Cochran Stevenson Runciman , γενν. 1903 και απεβίωσε την 1ην Νοεμβρίου 2000) ,με πλήθος βιβλίων και ερευνών για το Βυζάντιο .

Στο βιβλίο του «Η Βυζαντινή Θεοκρατία»(που εξεδόθη στην Ελληνική από τις εκδόσεις «Δόμος»)παρουσιάζει την σχέση θρησκευτικής πίστης με την κοσμική εξουσία στους τόσους αιώνες Βυζαντινής ζωής. Με συνοπτικό και λιτό λόγο περιγράφει σε λίγες σελίδες την πορεία αυτή και στον Επίλογο του έργου καταλήγει σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα .Τα αναφέρουμε ,διότι μας δίνουν σπουδαία διδάγματα .
«Πολύ συχνά το Βυζάντιο το έχουν δυσφημήσει ως στατική κοινωνία . Δεν ήταν καθόλου στατική. Οι τέχνες και οι επιστήμες του προόδευσαν ,αν και με κάπως αργό βήμα .Αναπροσάρμοζε τη διοίκηση του από καιρό σε καιρό για να καλύψει τις μεταβαλλόμενες συνθήκες .Ήταν όμως και συντηρητικό με τη βαθύτερη έννοια της λέξης .Οι Βυζαντινοί πίστευαν ότι καθήκον και προνόμιο τους ήταν να «συντηρήσουν»τους μεγάλους πολιτισμούς του παρελθόντος ,της Ελλάδος και της Ρώμης ,που τους είχαν κληρονομήσει , διαποτισμένους με το Χριστιανικό πνεύμα ,ώστε ο ίδιος ο πολιτισμός να αντέξει σε ένα σκοτεινό και αβέβαιο κόσμο .Το θρησκευτικό τους αίσθημα ήταν ειλικρινές και έντονο .Είχαν βαθιά συνειδητοποιήσει την αιωνιότητα , και είχαν βαθιά συνειδητοποιήσει επίσης ότι το θείο βρίσκεται πέρα από την ανθρώπινη κατανόηση και μπορεί να ερμηνευτεί μόνο με σύμβολα .Η επίγεια Αυτοκρατορία είναι ένα εφήμερο πράγμα. Δικαιώνεται τόσο ,όσο βρίσκεται σε σχέση με τη Βασιλεία των Ουρανών .Η Βασιλεία των Ουρανών είναι η αόρατη , αιώνια Ιδέα .Το επίγειο βασίλειο δεν είναι τίποτε άλλο από την επίγεια σκιά της ,ένα απτό αλλά παροδικό σύμβολο που πρέπει να αποτελεί μια προετοιμασία για την αιωνιότητα ».
Παρακάτω ο Ράνσιμαν γράφει για την σχέση των Βυζαντινών με τις Ιδέες και την Πίστη : «Για να εκπληρώσει το ρόλο του πρέπει να είναι δίκαιο και αρμονικό , να κυριαρχείται από την Αληθινή Πίστη ,όσο είναι δυνατόν να γνωρίσει ο άνθρωπος την Αληθινή Πίστη .Αλλά η αμαρτία διαποτίζει τον πρόσκαιρο κόσμο. Οι Βυζαντινοί γνώριζαν πολύ καλά ότι η ιστορία τους είναι γεμάτη από διηγήσεις για αστάθεια και ανοησίες ,για υπερηφάνεια ,φιλοδοξίες και απληστία .Πίστευαν ότι η αμαρτωλότητα τους είναι αυτή που προκάλεσε την παρακμή και την πτώση. Αλλά το ιδανικό τους παρέμενε υψηλό ,όσο κι αν η πραγματοποίηση του στην πράξη δεν ανταποκρινόταν και πολύ σε αυτό το ιδανικό .Ήταν μια γνήσια προσπάθεια να τεθεί σε εφαρμογή μια Χριστιανική πολιτεία πάνω στη γη που θα βρίσκεται σε αρμονία με τον Ουρανό.
Στην πραγματικότητα ,οι ρίζες αυτής της ιδέας είναι ειδωλολατρικές . Η πλατωνική σκέψη ,που είχε μεταδοθεί μέσω ερμηνευτών ,όπως ο ειδωλολάτρης Πλωτίνος ,ο Ιουδαίος Φίλων και ο Χριστιανός αιρετικός Ωριγένης ,και είχε συνδυαστεί με την ανατολική παράδοση της ελληνιστικής μοναρχίας και την ωφελιμιστική εξουσία του Ρωμαίου Αυτοκράτορα είναι αυτή που σχημάτισε τα θεμέλια πάνω στα οποία ο Ευσέβιος έκτισε τη θεωρία του για τη διακυβέρνηση ».
Αυτή η Χριστιανική Πολιτεία υπήρξε πρωτοποριακή για την εποχή της . Ακόμη και στην Δυτική Ευρώπη άργησε να εφαρμοστεί αυτό το πρότυπο. Αυτό οφειλόταν στην πολιτειακή αντίληψη των πολιτών του Βυζαντινού Κράτους για την εξουσία .Και αυτό φαίνεται από την διάρκεια της θεωρίας του Ευσεβίου :
«Αλλά η θεωρία άντεξε ,επειδή οι Βυζαντινοί ,παρόλη την ευσέβεια τους , ήταν πρακτικοί άνθρωποι. Γνώριζαν ότι ο Αυτοκράτορας , οτιδήποτε κι αν συμβολίζει ,είναι ένας κοινός άνθρωπος .Παρόλη την τελετή της στέψεως , δεν είναι ιερέας .Πράγματι ,όσο είναι δική του υπόθεση να οδηγεί το στρατό στις μάχες ,και να κάθεται ως δικαστής στα πολιτικά δικαστήρια , αλλά τόσο δεν είναι δική του υπόθεση να είναι ιερέας .Η θεϊκή του μοναρχία ήταν περιορισμένη .Δεν πρέπει να αποφαίνεται σε δογματικά ζητήματα .Αυτό το κατέστησε σαφές η ήττα των Εικονομάχων .Τα δογματικά θέματα είναι ζήτημα μόνον μιας Συνόδου όλων των επισκόπων της οικουμένης ,που την επισκιάζει το Άγιο Πνεύμα ,όπως επεσκίασε τους αποστόλους την ημέρα της Πεντηκοστής.
Αν και ο Αυτοκράτορας βρίσκεται πάνω από τον νόμο ,πρέπει όμως να τον σέβεται ως εγγυητή αρμονίας .Ο Λέων ΣΤ’ είχε καταπατήσει το δικό του νόμο ,με τον τέταρτο γάμο του .Αν και έγινε μια κατ’ οικονομίαν εξαίρεση ,ο Τόμος που έκλεισε την φιλονικία δείχνει ότι είχε κάνει σφάλμα .Δεν πρέπει ο Αυτοκράτορας να διαπράττει εγκλήματα εναντίον της ηθικής .Στον Μιχαήλ Η’ επιβλήθηκε εκκλησιαστικός κανόνας για τη διαγωγή του απέναντι στον Ιωάννη Δ’ .Αν τα εγκλήματα του Αυτοκράτορα ήταν ανυπόφορα ,ο λαός θα ξεσηκωνόταν και θα τον έσερνε βίαια από τον θρόνο ,όπως έκανε με τον Φωκά και τον Ανδρόνικο Α’ .Αν ήταν ανίκανος σε επικίνδυνο βαθμό ,ο στρατός ή οι αξιωματούχοι του Παλατιού θα φρόντιζαν για την εκθρόνιση .Ο άνθρωπος πρέπει να αξίζει για τη δουλειά που κάνει .Κι να πράγματι άξιζε ,τότε αναμφισβήτητα γινόταν ο Απόλυτος Μονάρχης ».
Έτσι συνυπήρξαν οι θεσμοί του Αυτοκράτορος και του Πατριάρχου , μέσω συνεννοήσεως ή γόνιμης αντιπαράθεσης. Μέριμνα της κοσμικής εξουσίας ήταν να φροντίζει κατά καιρούς δύσκολους (όπως οι περίοδοι των Αιρέσεων)την Ορθοδοξία της Χριστιανικής Πίστεως .Και οι δύο θεσμοί άντεξαν ,κοντά ο ένας με τον άλλο .Και έτσι διατηρούνταν ο σεβασμός στον Αυτοκρατορικό θεσμό .
«Παρά τις προσπάθειες ανθρώπων όπως ο Φώτιος και ο Μιχαήλ Κηρουλάριος ,ο Πατριάρχης ήταν αναμφίβολα υποταγμένος στον Αυτοκράτορα. Η κοινή γνώμη επιδοκίμαζε τον ρόλο του Πατριάρχη να ενεργεί ως θεματοφύλακας της συνειδήσεως της Αυτοκρατορίας και του Αυτοκράτορα .Αλλά δεν θα έπρεπε να τοποθετηθεί στο ίδιο επίπεδο με τον Αυτοκράτορα ούτε να αναμιγνύεται στην πολιτική. Και επιτέλους ,ο Θεός στους Ουρανούς δεν είχε κοντά του κανέναν Αρχιερέα που περιορίζει τη δύναμη Του. Κατά παρόμοιο τρόπο ο επίγειος αντιπρόσωπος του Θεού θα πρέπει να είναι ανεμπόδιστος . Υπήρχε όμως πάντοτε μια εκφραστική μειονότητα στο Βυζάντιο που προκαλούσε το δικαίωμα του Αυτοκράτορα να δίνει εντολές στην Εκκλησία ,και που όταν οργανωνόταν από ηγετικές μορφές των μοναχών ,όπως ο Θεόδωρος Στουδίτης ,μπορούσε να φέρει σε αμηχανία και μερικές φορές να επηρεάσει την αυτοκρατορική πολιτική .Παρόλη την δραστηριότητα της όμως ,ποτά δεν κατάφερε να διασπάσει τον θεσμό που δημιούργησε ο Ευσέβιος».
Αυτά τα δεδομένα ,κατά τον Ράνσιμαν πάντα (στο ανωτέρω βιβλίο του πάντα ,στις σελίδες 156-159)οδήγησαν στην μακροημέρευση αυτής της Κοινωνίας Πίστεως και Πολιτισμού. Για 11 και πλέον αιώνες το Βυζάντιο επέζησε και προσέφερε τον δικό του Πολιτισμό και την Χριστιανική Πίστη στους γειτονικούς Λαούς .
«Καμιά μορφή διακυβέρνησης δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς την γενική επιδοκιμασία του κοινού .Πέρα από τους μοναχούς ,οι συνηθισμένοι άνθρωποι στο Βυζάντιο ,άνδρες και γυναίκες ,πίστευαν ότι η Αυτοκρατορία τους είναι η επίγεια αγία Αυτοκρατορία του Θεού ,με τον Ιερό Αυτοκράτορα ως αντιπρόσωπο του Θεού προ του λαού και αντιπρόσωπο του λαού προ του Θεού. Για ένδεκα αιώνες ,από την εποχή του πρώτου Κωνσταντίνου μέχρι τις μέρες του ενδέκατου, ο θεοκρατικός θεσμός της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητος .Κανένας άλλος θεσμός σε όλη την ιστορία της Χριστιανικής εποχής δεν άντεξε τόσο πολύ. »
Και είναι θετικό για την επιστημονική έρευνα ότι σήμερα στα Πανεπιστήμια της Δύσεως αυξάνονται οι θετικές φωνές για το Βυζάντιο, την Ανατολική Ρωμαίικη Αυτοκρατορία ,και τον Πολιτισμό που μετέφερε για αιώνες ως Φως για όλην την Ανθρωπότητα. Έχουν πληθύνει φωνές σαν του αειμνήστου Σερ Στήβεν Ράνσιμαν και αυτό μας παροτρύνει να προσεγγίζουμε πιο δημιουργικά και με ειλικρίνεια αυτήν την λαμπρή περίοδο του Ελληνισμού .
Γεώργιος Διον. Κουρκούτας

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Τα «άγνωστα» βυζαντινά μνημεία της Πόλης‏

Συγγραφέας: kantonopou στις 14 Ιουλίου 2012

Οδοιπορικό στην Κωνσταντινούπολη 559 χρόνια μετά την άλωση της Βασιλεύουσας

ρεπορτάζ-φώτο του Αριστείδη Βικέτου, από την εφημερίδα

Η Κωνσταντινούπολη, η Πόλη, έστω κι αν πέρασαν 559 χρόνια από την άλωσή της από τους Οθωμανούς κι αν σήμερα επήλθαν από το σύγχρονο τουρκικό κράτος πολλές αλλοιώσεις, στις περισσότερες περιπτώσεις λόγω κακών επεμβάσεων σε μνημεία, εξακολουθεί να παραμένει, παρά τα σχεδόν 17 εκατομμύρια πληθυσμό, πόλη μαγική και ονειρεμένη. Στη γοητεία της συμβάλλουν το πλήθος των μνημείων της, ελληνιστικών, ρωμαϊκών, βυζαντινών, οθωμανικών, αρμενικών και εβραϊκών.

Η μαγεία, η σαγήνη και ο έρωτας της Πόλης, πέρα από τα αναρίθμητα μνημεία της, είναι το γεγονός ότι είναι κτισμένη πάνω σε επτά λόφους και ιδιαίτερα ότι τη διασχίζει ο Βόσπορος, που χωρίζει την ευρωπαϊκή από την ασιατική ακτή.
Από τον τρούλο της Αγιά Σοφιάς, που, αν και μουσείο σήμερα, εξακολουθεί να αποτελεί το σύμβολο της πάλαι ποτέ Βασιλεύουσας, ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει ένα φανταστικό πανόραμα, που ίσως όμοιό του δεν υπάρχει στον κόσμο, σημειώνει το έγκυρο περιοδικό Νational Geograpicκαι προσθέτει: «Μακριά στον ορίζοντα, η ματιά απλώνεται από τη μια θάλασσα ως την άλλη: από την Προποντίδα ως τον Εύξεινο Πόντο. Πιο κοντά ο Κεράτιος και ο Βόσπορος».

Τα λογής-λογής πλεούμενα πάνε κι έρχονται και πάνω τους πετούν, συνοδεύοντας τους ταξιδιώτες, οι παιχνιδιάρικοι γλάροι σε διάφορους σχηματισμούς.

Η διεθνούς φήμης βυζαντινολόγος και πρόεδρος του Πανεπιστημίου της Ευρώπης, Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, που βρισκόταν πριν λίγες μέρες στην Κύπρο, μας είπε: «Η επέτειος της άλωσης είναι μέρα θλίψης. Οι Γάλλοι φοιτητές και πρώην μαθητές μου, μου στέλνουν συλλυπητήρια τηλεγραφήματα». Τι είναι για τον σύγχρονο Έλληνα το Βυζάντιο, τη ρωτήσαμε. Η απάντηση κατηγορηματική και κάθετη: «Το Βυζάντιο είναι το λίκνο του γένους μας, είναι η Ορθοδοξία και η γλώσσα μας, όσο κακά κι αν την μιλάμε σήμερα. Πάντως την Πόλη δεν θα την πάρουμε ξανά πίσω».

Επισκέπτομαι επαγγελματικά και προσκυνηματικά την Πόλη για 21 τώρα χρόνια. Δεν μπορώ να πω ότι τη γνωρίζω. Κάθε φορά ανακαλύπτω μια νέα εμπειρία. Άλλωστε ένα ταξίδι στην Πόλη δεν είναι αρκετό για να ανακαλύψεις τα θαύματα που κρύβει. Αν θυμάμαι καλά, ο μακαριστός πατριάρχης Αθηναγόρας έλεγε ότι για να ανακαλύψεις την Πόλη πρέπει να την περπατήσεις από το ένα άκρο της μέχρι το άλλο. Βέβαια, μιας και έχουμε την επέτειο της άλωσης της Πόλης από τους Οθωμανούς, πρέπει να πούμε, χωρίς αυτό να αποτελεί δικαίωση για τα εγκλήματα που έγιναν, ότι προηγήθηκε πριν από τη μεγάλη άλωση του 1453 εκείνη του 1204 από τους Σταυροφόρους. Σήμερα, διακεκριμένοι επιστήμονες και ερευνητές αναγνωρίζουν ότι οι βανδαλισμοί της Πόλης ήταν πολλαπλάσιοι από αυτούς των απίστων. Οι χριστιανοί σταυροφόροι του πάπα κατέστρεψαν σημαντικά βυζαντινά μνημεία και δήωσαν πολύτιμα ιερά κειμήλια και λείψανα αγίων και μαρτύρων, τα οποία μετέφεραν στο Βατικανό και τη Δύση. Τότε είναι που ο Βυζαντινός αυτοκράτορας και ο πατριάρχης εξορίστηκαν για 57 χρόνια στη Νίκαια της Βυθυνίας.

Παναγία Μουχλιώτισσα, εσωτερικό του μόνου ναού που μετά την άλωση δεν έγινε τέμενος

Για το ευρύ κοινό και κυρίως για τους Έλληνες και Ελληνοκύπριους επισκέπτες, τα αξιοθέατα της Πόλης είναι η Αγία Σοφία, το Φανάρι, η Μονή της Χώρας -λίγοι γνωρίζουν ότι πιο κάτω είναι το παλάτι του Πορφυγογένητου και οι φυλακές του Ανεμά-, οι Βλαχέρνες, η κλειστή αγορά, η αγορά των μπαχαρικών, κάποια κέντρα διασκέδασης και κάποια καταστήματα, από τα οποία οι περισσότεροι φεύγουν με βαρυφορτωμένες αποσκευές.

Βέβαια, πολλοί λίγοι επίσης γνωρίζουν για τα αριστουργήματα και τις δημιουργίες των Ελλήνων της Πόλης από το 1923 και μέχρι το 1955. Πιο κάτω θα αναφερθούμε σε συντομία σε ορισμένα από τα σημαντικά «άγνωστα» βυζαντινά μνημεία ή μονές της Πόλης των πόλεων.

Το βυζαντινό παλάτι του Βουκολέοντος στην Κωνσταντινούπολη και η μονή των Αγίων Σεργίου και Βάκχου -γνωστή ως μικρή Αγία Σοφία, που έχει μετατραπεί σε τζαμί- κινδυνεύουν από την κατασκευή της νέας υποθαλάσσιας σήραγγας η οποία θα συνδέσει την ευρωπαϊκή με την ασιατική πλευρά του Βοσπόρου.

Χαρακτηριστικό των πολλών δοκιμασιών του Πατριαρχείου μετά την οθωμανική άλωση αποτελεί το γεγονός των πολλών μεταναστεύσεών του. Μετά από τον Μεγάλο Ναό της Αγ. Σοφίας, Πατριαρχικός ναός έγινε ο ναός των Αγ. Αποστόλων (1453-1456), σήμερα έχει καταστραφεί τελείως. Ο ναός των Αγίων Αποστόλων ήταν ένας περικαλλής χριστιανικός ναός της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος χτίστηκε το 550 στον τέταρτο λόφο της Πόλης, βορειοδυτικά του υδραγωγείου του Ουάλη. Ήταν τεραστίων διαστάσεων, σχεδόν όσο ο ναός της Αγίας Σοφίας και επί αιώνες (από τον 4ο ώς τον 11ο) ενταφιάζονταν εκεί Αυτοκράτορες, Πατριάρχες και επίσκοποι. Μετά την άλωση μεταφέρθηκε εκεί η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το 1461 όμως, οι Οθωμανοί τον κατεδάφισαν ολοσχερώς και στη θέση του οικοδόμησαν το Φατίχ τζαμί, δηλαδή το τζαμί του Πορθητή.

Ορισμένα άλλα θρησκευτικά μνημεία ήταν η Μονή Παμμακαρίστου (1456-1587), μετά έγινε τέμενος. Ο ναός της Θεοτόκου Παραμυθίας (1587), σήμερα είναι κατεστραμμένος και έρημος. Ο ναός του Αγ. Δημητρίου Ξυλόπορτας (1597), και τέλος ο ναός του Αγ. Γεωργίου στο Φανάρι, όπου βρίσκεται το Πατριαρχείο από το 1599 μέχρι σήμερα. Επίσης, ουδείς γνωρίζει πού ήταν η Μονή της Θεοτόκου Αχειροποιήτου, η οποία κατείχε αχειροποίητη εικόνα, που αποδίδεται στον Ευαγγελιστή Λουκά.

Η κ. Αρβελέρ επεσήμανε ότι όλα τα σπουδαία βυζαντινά μνημεία και μονές, που δεν καταστράφηκαν, έγιναν τεμένη, γι’ αυτό δεν τα γνωρίζει το ευρύ κοινό. Χαρακτηρίζει οικουμενικό αριστούργημα την Αγία Σοφία και εύχεται κάποτε να αποκαλυφθεί η τοιχογραφία ή το ψηφιδωτό, αν δεν καταστράφηκε τελείως, του Παντοκράτορα στον τρούλο. Για τη Μονή της Χώρας, που όπως η Αγία Σοφία λειτουργεί ως μουσείο, επισημαίνει ότι οι τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά της του 14ου αιώνα σηματοδοτούν την έναρξη της Αναγέννησης. Μέσα από τις ιστορικές πληροφορίες και τα νεότερα αρχαιολογικά δεδομένα κατέστη δυνατό να αριθμηθούν γύρω στους 450 ναούς, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν σημαντικά αρχιτεκτονικά και εικαστικά μνημεία. Από τις εκκλησίες αυτές οι 28 ήταν αφιερωμένες στον Χριστό, περίπου 125 στη Θεοτόκο, 35 στον Αγ. Ιωάννη τον Πρόδρομο, 25 στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, κ.λπ. Οι περισσότερες από τις εκκλησίες αυτές έχουν καταστραφεί, ενώ από τις σωζόμενες πολλές έχουν υποστεί, κατά καιρούς, μικρές ή μεγάλες αλλοιώσεις και προσθήκες κυρίως για να προσαρμοσθούν στις απαιτήσεις της λειτουργίας ενός μουσουλμανικού τεμένους. Παράλληλα, υπήρχαν στην πόλη γύρω στα 340 μοναστήρια σε πολλά από τα οποία, εκτός από την άσκηση της Ορθοδόξου πνευματικότητας, καλλιεργούνταν τα γράμματα και η τέχνη.

Σήμερα σώζονται, έστω ως τεμένη ή ερείπια μεταξύ άλλων η Μονή Αγ. Ιωάννου του Στουδίου, Αγ. Ανδρέα εν Κρίσει (Κoca Μustafa Ρasha Camii), Μονή του Ακαταλήπτου ή Παναγίας Διακόνισσας (Κalenderhane Camii), Μονή Αγ. Γεωργίου των Μαγγάνων, Μονή Παναχράντου ή Λιβός (Fenari Ιsa Camii), Μονή Μυρελαίου (Βodrum Camii), η Αγ. Θεοδοσία (GulCamii), οι Αγ. Θεόδωροι (Κilise Camii), Μονή Παμμακαρίστου (Fethiye Camii), Μονή Παντοκράτορος (ΖeyrekCamii), Μονή Παντεπόπτου (Εski ΙmaretCamii), Καθολικό Μονής Προδρόμου εν Τρούλω, η Θεοτόκος των Χαλκοπρατείων, η Παναγία του Μoυχλίου, η μόνη μετά την άλωση που έμεινε ανέπαφη στους Ορθοδόξους, γιατί δωρηθηκε στον Χριστόδουλο, αρχιτέκτονα του τεμένους του κατακτητή στα ερείπια του ναού των Αγίων Αποστόλων και πολλές άλλες, για τις οποίες δεν υπάρχει χώρος να αναφερθούμε και ιδιαίτερα διεξοδικά. Ίσως αυτό γίνει σε μια άλλη ευκαιρία.

Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ

Στην Αγία Σοφία ο ψηφιδωτός διάκοσμος, στον βαθμό που αποκαλύφθηκε αφότου έγινε από τέμενος μουσείο ανήκει σε διάφορες εποχές από τον 9ο ώς τον 13ο αι. Στην κόγχη του ιερού εικονίζεται η Θεοτόκος ένθρονος βρεφοκρατούσα παραστεκόμενη από δύο ολόσωμους Αγγέλους, η οποία αντικατέστησε στο β’ μισό του Θ’ αι. τον εικονομαχικό σταυρό. Στο υπέρθυρο της κύριας εισόδου εικονίζεται ο Χριστός ένθρονος παντοκράτωρ με γονυπετή τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ τον Σοφό (886-912).

Η μεγαλύτερη πρόσφατη ανακάλυψη της υποβρύχιας αρχαιολογίας έγινε στη στεριά. Είναι 32 βυζαντινά πλοία του 1000 μ.Χ. που ήρθαν στο φως στο λεγόμενο «Λιμάνι του Θεοδοσίου», στο Γενί Καπί της Κωνσταντινούπολης.

Στον πυθμένα του λεγόμενου «Λιμανιού του Θεοδοσίου» (αν και θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο), στην ακτή της συνοικίας Γενί Καπί της Πόλης, βρέθηκαν βυθισμένα -για την ακρίβεια «φυλακισμένα» στην υγρή άμμοτουλάχιστον 20 εμπορικά πλοία με όλο το ξύλινο σκαρί τους, κάποια και με τα εμπορεύματά τους. Η είδηση όμως βρίσκεται και λίγο πιο κάτω. Στον πυθμένα του λιμανιού. «Η Κωνσταντινούπολη έχει συνεχή ιστορία κατοίκησης 8.000 ετών», λέει ο Τούρκος αρχαιολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τέξας Κεμάλ Πουλάκ για τις αποδείξεις που ήρθαν στο φως. Σήμερα οι ανασκαφές συνεχίζονται, ενώ τα ευρήματα βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πόλης, όπου βρίσκεται και σπάνια συλλογή αρχαιοτήτων από την Κύπρο, που, όπως λένε, μεταφέρθηκε εκεί την περίοδο της Οθωμανικής κατάκτησης του νησιού.

http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=9491

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Το αδούλωτο πνεύμα της Ρωμηοσύνης

Συγγραφέας: kantonopou στις 15 Ιουνίου 2012

Τό αδούλωτο πνεύμα τής Ρωμηοσύνης

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Εκφωνήθηκε στήν εκδήλωση πού διοργάνωσε η Αστική Πολιτιστική μή κερδοσκοπική Εταιρεία «Φίλιπποι Ναυπάκτου» γιά τήν επέτειο τής Άλωσης τής Πόλης, στήν Ναύπακτο, 29-5-2012.

Ο μήνας Μάϊος είναι αφιερωμένος στήν Ρωμηοσύνη, γιατί τόν μήνα αυτόν έγιναν τά εγκαίνια τής Κωνσταντινούπολης (11 Μαΐου), εορτάζεται η μνήμη τού πρώτου Χριστιανού αυτοκράτορος (21 Μαΐου) καί ενθυμούμαστε τήν άλωση τής Πόλης (29 Μαΐου). Η αναφορά στά θέματα αυτά είναι πάντα σημαντική καί επίκαιρη, ιδιαίτερα δέ στήν εποχή μας. Μιά γενική επισήμανση είναι ότι η πτώση τής Πόλης δέν είναι υπόθεση θρήνου καί κλαυθμού, αλλά έντονου προβληματισμού καί αφετηρία επαναπροσανατολισμού. Τά σημεία τά οποία θά τονισθούν κατωτέρω θά προσδιορίσουν τήν σημασία τού θέματος αυτού γιά τήν εποχή μας καί θά εκφράσουν τό ελεύθερο καί αδούλωτο πνεύμα τής Ρωμηοσύνης, παρά τήν πτώση τής Πόλης.

1. Η πτώση τής Κωνσταντινούπολης

Η Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα τού ρωμαϊκού Κράτους ήταν η ωραιότερη πόλη τού τότε κόσμου. Ο Μ. Κωνσταντίνος τήν στόλισε μέ τά καλύτερα καλλιτεχνικά έργα, μέ ναούς, αγορές, πολιτιστικά κτήρια καί πολλά άλλα, τά οποία προκαλούσαν τήν προσοχή καί τό ενδιαφέρον όλων τών λαών πού τήν περιέβαλλαν. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά τήν οποία κάνει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος εξύμνησε τήν Νέα Ρώμη μέ ωραίους λόγους.

Σέ ένα ποίημά του χαρακτηρίζει τήν Κωνσταντινούπολη-Νέα Ρώμη ως έναστρο ουρανό πού είναι λαμπρότερος από τήν γή. Γράφει:

«Κλεινή καθέδρα τού Κωνσταντίνου τού μεγάλου,

Ρώμη νεότερη πού τόσο ξεπερνάς τίς πόλεις

όσο τή γή ο αστροστολισμένος ουρανός».

Αλλού, αναφερόμενος στήν Νέα Ρώμη, τήν χαρακτηρίζει ως τόν δεύτερο οφθαλμό τής οικουμένης. Γράφει:

«Τής οικουμένης τό ένδοξο, ώ άνδρες μάτι,

τό δεύτερο πού ως βλέπω κόσμο κατοικείτε,

γήϊνα στολίδια καί θαλασσινά φοράτε,

νέα Ρώμη, νέων ευγενών πατρίδα,

πόλη τού Κωνσταντίνου, στήριγμα τού Κράτους».

Καί αλλού, μιλώντας γιά τίς δύο Ρώμες, τήν Παλαιά καί τήν Νέα Ρώμη τίς χαρακτηρίζει ως δύο ηλίους τής οικουμένης. Γράφει:

«Δυό η φύσις ήλιους δέν μάς έχει δώσει,

αλλά δύο Ρώμες πού τήν οικουμένη όλη

φωτίζουν, τήν παλιά καί νέα αυτοκρατορία,

κι είναι τόσο η μιά απ’ τήν άλλη αλλιώτικες,

όσο η μιά προβάλλει απ’ τήν ανατολή, η άλλη στή δύση

κι ισοζυγίζει η ομορφιά τής μιάς τήν ομορφιά τής άλλης».

Η ιστορία αναφέρει ότι διά μέσου τών αιώνων πολλοί λαοί θαύμαζαν, εποφθαλμιούσαν καί πολιόρκησαν τήν Πόλη καί άλλοι κατόρθωσαν νά τήν καταλάβουν γιά ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Νά μνημονευθούν οι Άβαροι, οι Ρώς, οι Γότθοι, οι Άραβες, οι Φράγκοι, οι Οθωμανοί πού εποφθαλμιούσαν τά κάλλη, τίς ομορφιές αλλά καί τήν αίγλη τής Πόλης.

Η τελική πτώση της τό 1453 ήταν αποτέλεσμα τής ήττας τού Ρωμανού Δ’ τού Διογένη στήν μάχη τού Μαντζικέρτ τής Αρμενίας (1071) καί τής επιδρομής τών σταυροφόρων πού συμμετείχαν στήν Δ’ Σταυροφορία (1204), οι οποίοι τήν κατέλαβαν καί τήν λεηλάτησαν καί μετέφεραν όλα τά σπουδαία κοσμήματά της στήν Δύση, όπως τό βλέπει κανείς σήμερα στόν Ιερό Ναό Αγίου Μάρκου τής Βενετίας. Διάφοροι μεταγενέστεροι εχθροί της συνέχισαν τήν λεηλασία όχι μόνον τής Κωνσταντινούπολης, αλλά καί όλης τής Ρωμηοσύνης.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, πού έχει δικαίως αποκληθή «Ο προφήτης τής Ρωμηοσύνης», γράφει πολύ χαρακτηριστικά, ότι τόν «επιστημονικόν θάνατον» τής Ρωμηοσύνης τόν επεξεργάσθηκαν: Οι Φράγκοι από τόν 9ο αιώνα, οι Ρώσοι μετά τήν άλωση, οι Γραικοί πρό τής Αλώσεως καί οι Νεογραικοί τής δούλης στούς Ευρωπαίους καί Ρώσους Ελλαδίτσας τού 19ου αιώνος, οι οποίοι μετέτρεψαν τήν ρωμαίϊκη Επανάσταση τού 1821 σέ ήττα τής Ρωμηοσύνης καί θρίαμβο τού Γραικισμού τού Καρλομάγνου καί τού Νεογραικισμού τών «Φιλελλήνων» τών μεγάλων Δυνάμεων.

2. Η αιχμαλωσία τής Ρωμηοσύνης

Ο Ρουμελιώτης συγγραφέας Κώστας Σαρδελής στό βιβλίο του μέ τίτλο Ο θάνατος τής Αυτοκρατορίας, αναφέρεται διεξοδικά στόν καταλυτικό ρόλο τών Φράγκων στήν κατάλυση τής Αυτοκρατορίας, στήν περίοδο μετά τήν άλωση καί, βεβαίως, στήν τραγωδία τής σκλαβωμένης Ρωμηοσύνης.

Αναφερόμενος στήν αιχμαλωσία τής Ρωμηοσύνης, παρουσιάζει πάρα πολλά στοιχεία, στά οποία δείχνει ότι μέ τήν πτώση τής Κωνσταντινουπόλεως τό 1453 δέν πέθανε η αυτοκρατορία, αλλά συνέβη η αιχμαλωσία της. Δηλαδή, μετά τήν πτώση τής πρωτεύουσας στούς Οθωμανούς εξακολουθούσε νά παραμένη τό πνεύμα καί η υποδομή τής Ρωμηοσύνης, η οποία βέβαια ήταν αιχμάλωτη. Όλα τά τμήματα τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας πού περιελάμβανε τήν Μικρά Ασία, τήν ενιαία Θράκη, τά Βαλκάνια, τό Αιγαίο, τήν Παλαιστίνη βρίσκονταν κάτω από τήν κυριαρχία τών Οθωμανών, αλλά είχαν ενιαία πολιτιστική παράδοση, διατηρούσαν όλο τό πνεύμα τής Ρωμηοσύνης. Δηλαδή, αιχμάλωτο ήταν τό σώμα της, αλλά ελεύθερο τό πνεύμα της, πού αναδείκνυε αγίους καί εξέφραζε τόν πολιτισμό της. Είναι χαρακτηριστικά τά όσα έλεγε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αναφερόμενος στόν Κωνσταντίνο Παλαιολόγο: «Ο βασιλέας μας εσκοτώθη, καμμιά συνθήκη δέν έκαμε η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον μέ τούς Τούρκους». Καί συνεχίζει: «Η φρουρά τού Βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι κλέφται, τά φρούρια, η Μάνη καί τό Σούλι καί τά βουνά».

Επίσης, πρέπει νά αναφερθή η μεγάλη προσφορά τής Εκκλησίας πού αποτέλεσε τήν Εθναρχία μέ πρώτο τόν Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, η οποία αποτελούσε τήν Εθναρχία τού Γένους. Είναι γνωστόν ότι ο Ρουμάνος συγγραφέας Iorga στό έργο του Τό Βυζάντιο μετά τό Βυζάντιο παρουσιάζει τήν μεγάλη προσφορά τής Εκκλησίας διά τής όλης παράδοσής της, πού συνεχίζει νά διαφυλάσση τό πνεύμα τής Ρωμηοσύνης, μέσα από τόν πόνο, τούς διωγμούς καί τίς ποικίλες κακουχίες. Οι Φαναριώτες, οι οποίοι αποτελούσαν τήν πολιτιστική αριστοκρατία τού Γένους, οι κοινότητες μέ τίς δημογεροντίες, πού είχαν οργανωθή, όπου ήταν επιτρεπτό καί εφικτό, μέ άριστα αποτελέσματα, η παιδεία η οποία προσφερόταν, άλλοτε φανερά καί άλλοτε κρυφά, οι λαϊκές παραδόσεις, πού ήταν εμποτισμένες από τό πνεύμα τής Ρωμηοσύνης, οι συναθροίσεις στούς Ιερούς Ναούς γιά τήν τέλεση τών Μυστηρίων καί διαφόρων τελετών, η βυζαντινή-ρωμαίϊκη μουσική, τά τραγούδια, τά οποία κυκλοφορούσαν από στόμα σέ στόμα, οι χοροί μέ τήν λεβέντικη έκφρασή τους, όλα αυτά έδειχναν ότι ζούσε τό πνεύμα τής Ρωμηοσύνης, ότι δέν είχε πεθάνει η αυτοκρατορία, αλλά απλώς βρισκόταν σέ αιχμαλωσία, καί οι Ρωμηοί ανέπνεαν αυτήν τήν ένδοξη ατμόσφαιρα καί ήλπιζαν στήν επανασύσταση τής αυτοκρατορίας τους. Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός στό βιβλίο του μέ τίτλο Τουρκοκρατία καί υπότιτλο Οι Έλληνες στήν Οθωμανική Αυτοκρατορία αναλύει διεξοδικά τό θέμα.

Αυτό τό πνεύμα τής Ρωμηοσύνης δημιουργούσε τήν αντίσταση τού Γένους καί τήν ελπίδα τού ξεσηκωμού. Αυτό τό πνεύμα τό οποίο καλλιεργείτο από τήν Εκκλησία ανέδειξε τούς διδασκάλους τού Γένους, πού κρατούσαν στά χέρια τους τήν ιστορία καί τήν παράδοσή του. Αλλά αυτό τό πνεύμα ανέδειξε τούς νεομάρτυρες, οι οποίοι δίδασκαν τόν λαό μέ τόν λόγο καί τήν προσευχή, κυρίως μέ τό μαρτύριό τους, μέ πρωτοπόρο τόν άγιο Κοσμά τόν Αιτωλό. Όταν διαβάση κανείς τό Νέο Μαρτυρολόγιο τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου, τότε εκπλήσσεται καί συγκινείται από τό παλλόμενο πνεύμα τής Ρωμηοσύνης, όπως φαίνεται στά μαρτύρια τών Νεομαρτύρων, αλλά καί στόν πρόλογο τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου.

Βέβαια, αυτή η αιχμαλωσία ήταν μαρτυρική, ουσιαστικά ήταν μιά πορεία τού Γένους μέσα από έναν συνεχή διωγμό, ήταν μιά διαχρονική ζωή μέσα σέ κατακόμβες αίματος καί μαρτυρίου, γι’ αυτό καί ο Φώτης Κόντογλου έκανε λόγο γιά τήν «πονεμένη Ρωμηοσύνη». Πέρα από τούς νεομάρτυρες, τό μαρτύριο αντιμετώπιζαν οι Επίσκοποι, οι οποίοι σήκωσαν όλο τό βάρος τής δουλείας, τόν στεναγμό καί τόν πόνο τού Γένους. Υπάρχουν βιβλία, τά οποία μάς διαφωτίζουν γιά τήν καθημερινή ζωή τών Επισκόπων κατά τήν διάρκεια τής Τουρκοκρατίας. Οι Επίσκοποι είχαν αναλάβει τόν εθναρχικό τους ρόλο, ως Πρόεδροι τής Δημογεροντίας, υπεβλήθησαν σέ αγώνες γιά νά κρατήσουν τήν Παράδοση καί τήν συνοχή τού Γένους, συμμετείχαν στό κλάμα, τά δάκρυα τού λαού, στά μαρτύρια καί τίς αλλαξοπιστίες. Πάνω από όλους ο Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν ο στόχος τού Κατακτητή, παρά τά προνόμια πού είχε. Καί μόνον η φορολογία τήν οποία έπρεπε νά δίνουν κάθε έτος στόν κατακτητή, μέ τό χαράτσι, τό πεσκέσι κλπ., αλλά καί στό κέντρο τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, προκειμένου νά επιτελή τό τεράστιο έργο, ήταν γεγονός πού τούς υπέβαλε σέ αφάνταστο μαρτύριο. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι πολλοί από τούς Επισκόπους παραιτούντο από τόν θρόνο τους καί περιέπιπταν σέ μελαγχολία, γιατί δέν μπορούσαν νά ανταποκριθούν στήν υψηλή φορολογία πού τούς επέβαλε τό Κράτος.

Πάντως, καθ’ όλη τήν διάρκεια τής Τουρκοκρατίας, καίτοι έπεσε η πρωτεύουσα τής Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη, καί όλα τά μέρη της ήταν αιχμαλωτισμένα, εν τούτοις εξακολουθούσε νά υπάρχη αυτό τό ζωντανό πνεύμα τής Ρωμηοσύνης, ως παράδοση καί πολιτισμός, ως πορεία πρός τόν αγιασμό καί τήν θέωση, ως έκφραση αξιοπρέπειας καί ρωμαίϊκου φρονήματος. Αυτό εκφράζεται μέ τήν ζωή τού Καραγκιόζη, ο οποίος είχε μεγάλη πεποίθηση στήν Ρωμηοσύνη του, παρά τήν αγραμματοσύνη, τήν φτώχεια καί τήν ασχήμια του, ώστε νά μήν τόν δελεάζη ο πλούτος καί η ομορφιά τής Τουρκιάς καί τής Φραγκιάς. Ο Καραγκιόζης ήταν δούλος στό σώμα, αλλά ελεύθερος στό πνεύμα, διατηρούσε τήν αρχοντιά τού πνεύματος μέ τήν εξυπνάδα καί τό χιούμορ του.

3. Ο θάνατος τής Αυτοκρατορίας

Εάν κατά τήν διάρκεια τών τετρακοσίων χρόνων σκλαβιάς οι Ρωμηοί, όπου καί άν ζούσαν, στά Βαλκάνια, τήν Μικρά Ασία, τήν Μέση Ανατολή κλπ., κρατούσαν αναμμένη τήν λαμπάδα τής ρωμαίϊκης παράδοσης, παρά τούς διωγμούς καί τίς δυσκολίες, όμως ο θάνατος τής αυτοκρατορίας επήλθε πολύ αργότερα, ώστε σήμερα νά γίνεται λόγος γιά απώλεια τής ελπίδας ανασύστασης τής παλαιάς χριστιανικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Καί πάλι ο συγγραφέας Κώστας Σαρδελής στό βιβλίο του πού προαναφέρθηκε κάνει λόγο γιά τό σοβαρό αυτό ζήτημα. Χρησιμοποιώντας πολλά επιχειρήματα, ιστορικά γεγονότα καί επιστημονικές μαρτυρίες, καταλήγει στό συμπέρασμα ότι ο θάνατος τής αυτοκρατορίας, αυτής πού δημιούργησε ο Μ. Κωνσταντίνος καί ανέδειξαν οι μετέπειτα αυτοκράτορες, Πατριάρχες, Κληρικοί καί μοναχοί, λαϊκοί, επιστήμονες καί ο πολύς λαός, δέν έγινε μέ τήν άλωση τής Πόλης τό 1453, αλλά μέ τήν Ελληνική Επανάσταση τού 1821.

Μεταξύ τών άλλων αναφέρεται σέ μιά ενδιαφέρουσα άποψη τού Ρουμάνου συγγραφέα Iorga πού προαναφέραμε: «Η κωνσταντινουπολίτικη καταστροφή καί ο μαρτυρικός θάνατος τού Πατριάρχη συνέπεσαν χρονικά μέ τή λαϊκή εξέργεση στό Μοριά καί τήν κατηγορηματική άρνηση τών Ρουμάνων νά υποστηρίξουν τή βυζαντινή περιπέτεια πού δέν συγκινούσε καθόλου τούς Σλάβους τών Βαλκανίων. Τότε ακριβώς τό Μεταβυζαντινό Βυζάντιο πέθανε».

Δέν είναι καθόλου παράδοξο γιατί ο Ρήγας Φεραίος μέ τόν Θούριό του προσκαλούσε όλους τούς λαούς τών Βαλκανίων νά εξεγερθούν, όπως καί τό ότι η Επανάσταση ξεκίνησε από τό Ιάσιο τής Ρουμανίας, τό δέ σύμβολο τού φοίνικα πού υιοθέτησε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης συμβόλιζε τήν ιδέα τής αναβίωσης τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Γράφει ο Κώστας Σαρδελής: «Η Ελληνική Επανάσταση, λοιπόν, ξεκίνησε οικουμενική γιά όλους τούς ορθοδόξους σκλάβους, καί αυτό ήταν τό αρχικό σχέδιο τής Φιλικής Εταιρείας, διότι, ασφαλώς, ο Υψηλάντης δέν έκανε τού κεφαλιού του, αλλά εφάρμοζε τό σχέδιο τής ανώτατης αρχής τών Φιλικών, άσχετο άν εθνικιστικοί καί άλλοι λόγοι τό ανέτρεψαν, μέ αποτέλεσμα τήν ελλαδικοποίηση τής Επανάστασης καί τόν περιορισμό της, αρχικά, στό Μοριά». Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι ο μεγάλος άγγλος ιστορικός Toynbee γράφει ότι οι Έλληνες έκαναν μιά άφρονη ενέργεια καί έχασαν ολόκληρη τήν αυτοκρατορία καί στήν πραγματικότητα μετατράπηκε η αυτοκρατορική ιδέα σέ μιά εθνική ιδέα.

Βεβαίως, κανένας δέν αρνείται τούς αγώνες καί τά αίματα τών ηρώων τής Επαναστάσεως τού 1821, Κληρικών καί λαϊκών, πού έδωσαν τά πάντα γιά τήν ανάσταση τού Γένους, αλλά δέν πρέπει νά ξεχνάμε ότι πίσω από τίς πλάτες τών αγωνιστών αυτών εξυφάνθησαν διάφορα σχέδια τών Δυτικών Δυνάμεων γιά νά εξαφανίσουν τήν δυνατότητα ανασύστασης τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας-Βυζαντίου μέ έδρα τήν Κωνσταντινούπολη καί νά δημιουργήσουν μικρά εθνικά-εθνικιστικά κρατίδια στά Βαλκάνια, τά οποία θά αφομοιωθούν μέ τό πνεύμα τής Δύσης καί θά αλλοτριωθούν από τήν πολιτιστική παράδοση. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος τού Κολοκοτρώνη: «Εις τόν πρώτον χρόνον τής Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια… Καί εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει καί τήν Θεσσαλία καί τήν Μακεδονία καί ίσως εφθάναμεν καί έως τήν Κωνσταντινούπολιν…». Αυτός ήταν ο στόχος τών αγωνιστών καί όχι η δημιουργία ενός μικρού κρατιδίου, ουσιαστικά προτεκτοράτου. Μέσα από τό πνεύμα αυτό πρέπει νά δούμε τήν προσπάθεια νά καθορισθή η ιδεολογία τού Ελληνικού Κρατιδίου μέ τό αυτοκέφαλο, δηλαδή τήν αποκοπή από τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, τήν στροφή στήν αρχαία Ελλάδα καί τόν προσανατολισμό στήν Δύση.

Έτσι, «τό δηλητήριο τού εθνικισμού ήταν φυσικό νά επιδράσει καταλυτικά. Κι έγινε, στό τέλος, ένα κράτος “προκάτ”, ένα κρατίδιο χωρίς θέμελα, στόν αέρα, παιγνίδι στά χέρια τών προστατών του –καί τών δημιουργών του, θά έλεγα. Η ιδέα τής Ρωμαίϊκης Αυτοκρατορίας είχε πεθάνει μέσα στή φωτιά τής Επανάστασης καί η τραγωδία τής Ρωμηοσύνης είχε συντελεστεί. Η Ρωμανία “πάρθεν”… Διέξοδος καί παρηγοριά τού λαού τώρα η “Μεγάλη Ιδέα”».

Ο θάνατος αυτός τής Αυτοκρατορίας ολοκληρώθηκε μέ τήν Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία ήταν αποτέλεσμα συγκρούσεως τών πολιτικών δυνάμεων μέσα στήν Ελλάδα, πού ήταν προσανατολισμένοι άλλοι στήν γερμανική πολιτική καί άλλοι στήν αγγλική πολιτική. Καί έτσι μιά προσπάθεια ανασύστασης τής Ρωμηοσύνης βάφηκε στό αίμα τών λαών καί τόν θάνατο μερικών πολιτικών στό Γουδή.

Έτσι, σήμερα είμαστε υποδουλωμένοι στήν διαπάλη μεταξύ τού γαλλογερμανικού καί αγγλοσαξωνικού άξονα, όπως εκφράζεται στόν ευρωπαϊκό χώρο, κάτω από τίς δικές μας εγγενείς αδυναμίες καί τά πάθη τής ευδαιμονίας καί τού γραικυλισμού.

Είναι χαρακτηριστική μιά σκέψη πού διάβασα αυτές τίς ημέρες: «Η Δύση ενοχλείται από τήν Ρωμηοσύνη. Κι η Ανατολή ενοχλείται από τήν Ρωμηοσύνη. Κι οι λαοί τών Βαλκανίων πού εμποδίζονται από τήν παρουσία μας νά οικειοποιηθούν τή δική μας ζωή, τούς δικούς μας προγόνους γιά νά βρούν κι αυτοί μιά θέση στό μωσαϊκό τών λαών τού κόσμου, κι αυτοί ενοχλούνται από τήν Ρωμηοσύνη» (Νινέττα Βολουδάκη). Γιά όλους αποτελεί πρόβλημα τό ρωμαίϊκο φιλότιμο, πού εξακολουθεί νά υπάρχη στήν ζωή καί τήν ψυχή τού λαού.

4. Τό ρωμαίϊκο φιλότιμο

Καίτοι, όμως, απέθανε η Αυτοκρατορία καί όπως φαίνεται είναι αδύνατον νά ανασυσταθή, εξακολουθεί νά υπάρχη καί νά ζή τό ρωμαίϊκο πνεύμα μέ τήν οικουμενική προοπτική, μέ τήν φιλοθεΐα καί τήν φιλανθρωπία, τό οποίο πνεύμα καλλιεργείται από τήν εκκλησιαστική ζωή, τά Μυστήρια καί τήν ασκητική παράδοση, αλλά καί τήν πολιτιστική παράδοση μέ τά τραγούδια καί τούς χορούς, πού διακρίνεται από τήν αισιοδοξία καί κυρίως τό ρωμαίϊκο φιλότιμο.

Ο Ρωμηός δέν είναι υποχείριο τών ξένων, δέν είναι γραικύλος, δηλαδή δέν είναι δουλοπρεπής, αλλά γνωρίζει σαφώς τήν πραγματικότητα, έχει μιά παράδοση υπέρτερη από τήν δυτική παράδοση, ξέρει νά αντιμετωπίζη θαρραλέα τίς καταστάσεις, νά θυσιάζη τό ατομικό συμφέρον γιά τό κοινό καλό, νά ζή τήν ελευθερία ακόμη καί μέσα σέ δύσκολες κοινωνικές καταστάσεις, είναι ελεύθερος από εξωτερικές εξαρτήσεις, εσωτερικές καί εξωτερικές.

Είναι χαρακτηριστικά όσα γράφει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, πού έχουν σχέση μέ τήν σύγχρονη παραγματικότητα:

«Διά τό καλόν καί διά τήν ασφάλειαν τών εθνικών θεμάτων ο Γραικύλος πρέπει νά γίνη πάλιν Ρωμηός καί νά ίδη πώς είναι οι Ευρωπαίοι καί Αμερικανοί εις τήν πραγματικότητα. Δέν έχουν ούτοι τό ρωμαίϊκον φιλότιμον. Επομένως δέν επιτρέπεται νά φερώμεθα εις αυτούς μέ τό φιλότιμόν μας, ως νά έχουν καί αυτοί φιλότιμον. Εις τάς διεθνείς σχέσεις πρέπει νά αφήσωμεν τό φιλότιμον κατά μέρος.

Ο Γραικύλος οφείλει συνειδητώς νά αποβάλη τήν αφέλειάν του καί νά σταματήση νά νομίζη ότι, επειδή αυτός έχει τήν διάθεσιν νά θυσιασθή διά τόν δυτικόν πολιτισμόν, τούτο σημαίνει ότι οι “φιλότιμοι” σύμμαχοι θά θυσιασθούν διά τήν “ένδοξον” Ελλαδίτσαν τών σημερινών “αρχαίων Ελλήνων”. Πολύ αφελής είναι ο σκεπτόμενος ούτω Γραικύλος, διότι οι σύμμαχοι δέν είναι μιά ρωμαίϊκη οικογένεια, διά νά θυσιάζεται ο ένας διά τόν άλλον.

Συμμαχία είναι συνεργασία πολιτική, οικονομική καί στρατιωτική, μέσω τής οποίας κάθε κράτος προστατεύει τά ιδικά του συμφέροντα καί τά συμφέροντα τών συμμάχων, εφ’ όσον τά συμφέροντα αυτά ταυτίζονται μέ τά ιδικά του συμφέροντα. Η συμμαχία βασίζεται εις συμπεφωνημένα καί τίποτε πέραν τών συμπεφωνημένων, όπως ακριβώς γίνεται εις τό εμπόριον. Εάν γίνη κάτι πέραν τών συμπεφωνημένων, είναι ανοησία νά περιμένη ο Γραικύλος νά ενεργήσουν οι σύμμαχοι από φιλότιμον, εφ’ όσον δέν έχουν φιλότιμον. Διά τούτο εκ τών προτέρων πρέπει νά εξασφαλίση τάς αναγκαίας κυρώσεις δι’ ενδεχομένην μή τήρησιν τών συμπεφωνημένων, διότι άλλως θά λάβη μόνον ηθικήν ικανοποίησιν από τούς συμμάχους, δηλαδή έν «εύγε δούλε αφωσιωμένε καί ταπεινέ» καί τίποτε άλλο, όπως ακριβώς γίνεται μέ τό Κυπριακόν».

Ζούμε σέ δύσκολη εποχή, τό βάρος πέφτει πάνω στά οικονομικά, ενώ θά έπρεπε νά βρίσκεται πάνω στά πνευματικά θεμέλια, δηλαδή νά στηρίζεται στό ρωμαίϊκο φιλότιμο, στό πνεύμα τής Ρωμηοσύνης, καί θά έπρεπε νά αντιμετωπίζουμε τίς καταστάσεις μέ πνεύμα ελευθερίας. Θά ολοκληρώσω τίς σκέψεις μου μέ μία σημαντική πρόσκληση:

«Αδελφοί Ρωμηοί, όσο οι θρύλοι ζούν κι οι Τούρκοι φοβούνται μήν τή χάσουν, η Πόλη μας έπεσε, αλλά δέν χάθηκε! Όσο τό Ρωμαίϊκο DNA συνεχίζεται από πατέρα σέ γιό κι από μάνα σέ κόρη καί τό πρόσωπο τού μαρμαρωμένου Βασιληά στοιχειώνει τά όνειρά μας, η κλειστή Πύλη τής Αγίας τού Θεού Σοφίας, περιμένει νά ανοίξει. Κανένας δυνατός, κανένας πολυάριθμος λαός, κανένας “πλανητάρχης” δέν μπορεί νά αφανίσει τή Ρωμηοσύνη. Η Ρωμηοσύνη θά χαθεί όταν ο τελευταίος Ρωμαίος φύγει από τόν κόσμο καί μαζί του σβήσει η πίστη, η ελπίδα καί τά όνειρα!» (Νινέττα Βολουδάκη).

Στήν γνωστή φράση «εάλω η Πόλις», πρέπει νά αντιτάξουμε τόν λόγο τού Νικηφόρου Βρεττάκου: «Ουκ εάλω η ρίζα! Ουκ εάλω τό φώς!».

http://www.parembasis.gr/2012/frames_12_05.htm

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας

Συγγραφέας: kantonopou στις 29 Μαΐου 2012

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης

1404 μ.Χ. Γεννιέται στην Κωνσταντινούπολη ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος από τον Μανουήλ Παλαιολόγο και την Ειρήνη Δράγαζη

1430 μ.Χ. 29 Μαρτίου. Άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους!

1437 μ.Χ. 27 Νοεμβρίου. Ο βασιλιάς Ιωάννης Παλαιολόγος – αδερφός του Κωνσταντίνου – πηγαίνει στην Ιταλία για να ζητήσει βοήθεια για τον Τουρκικό Κίνδυνο. Στη θέση του στην Πόλη, μένει ο Κωνσταντίνος.

1439 μ.Χ. 6 Ιουλίου. “Άλωση της Ορθοδοξίας” επιχειρείται στην Ιταλία, αφού “υπογράφεται” στη Φλωρεντία η “Ψευδοένωση των εκκλησιών”, από τον αδελφό του Κωνσταντίνου, βασιλέα Ιωάννη Παλαιολόγο… Αρνήθηκε τότε να υπογράψει ο μέγας Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός Επίσκοπος Εφέσσου, έχων το αξίωμα του Εξάρχου της Συνόδου και Τοποτηρητού των Ανατολικών Πατριαρχών και ο αδερφός του Ιωάννης, Διάκονος και Αρχιφύλαξ της Μεγάλης Εκκλησίας, ο Επίσκοπος Σταυρουπόλεως Ησαΐας και ο Ιβηρίας που απείχε επίτηδες. Ο πιστός ορθόδοξος λαός εξοργίζεται δίκαια και χάνει κάθε εμπιστοσύνη στους βασιλείς του… Ο δε Πάπας μαθαίνοντας ότι ο Άγιος Μάρκος δεν υπέγραψε, είπε “λοιπόν τίποτα δεν εκάναμε”! Ο Πάπας θέλησε την καθαίρεση μάλιστα του Μάρκου, τον προστάτεψε όμως ο βασιλέας Ιωάννης, ο οποίος φαίνεται πως στο βάθος αναγνώριζε το πνευματικό και ηθικό ανάστημα του αγίου πατρός.

Για να φανερωθεί όλο το μεγαλείο και η Αλήθεια της Ορθοδοξίας, σημειώνουμε ότι ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δεν υπέγραψε – αν και παρών – διότι καθώς πλησίαζε η στιγμή που ετοιμαζόταν να βάλει την βαρύνουσα υπογραφή του και ενώ έτρωγε, πέθανε αιφνιδίως στις 10 Ιουνίου 1439!!! Έτσι δεν μπήκε υπογραφή του Οικουμενικού Πατριάρχη…αλλά μόνο του βασιλιά…

Σημειώνουμε επίσης, ότι ο άλλος αδελφός του βασιλιά Ιωάννη και του Κωνσταντίνου, ο Δημήτριος Παλαιολόγος, έφυγε από τη Φλωρεντία και πήγε στη Βενετία για να μην υπογράψει, έχοντας μαζί του τον Γεώργιο Σχολάριο, τον μετέπειτα Πατριάρχη δηλαδή Γεννάδιο, τον οποίο είχε επαναφέρει στην ευσέβεια ο Άγιος Μάρκος.

1443 μ.Χ. Σύνοδος των Ορθοδόξων Πατριαρχών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων στα Ιεροσόλυμα, που καταδικάζει την Ψευδοένωση και τη σύνοδο της Φλωρεντίας, καθώς και όλους τους Λατινόφρονες (Γκραικολατίνους) συμπεριλαμβανομένου του Αυτοκράτορα Ιωάννη και του νεοορισθέντος Λατινόφρονα τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνη τον οποίο καθαίρεσε.

Επίσης και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας αναθεμάτισε την εν Φλωρεντία Σύνοδο, τον δε Ρώσο Μητροπολίτη Ισίδωρο που συνυπέγραψε τη Ψευδοένωση έκλεισε στη φυλακή. Εκείνος όμως δραπέτευσε και έτρεξε στον Πάπα που τον έκανε Καρδινάλιο Πολωνίας.

1444 μ.Χ. 10 Νοεμβρίου. Η μάχη της Βάρνας, υπό τον Ιωάννη Ουνυάδη (εθνικός ήρωας των Ούγγρων), καταλήγει σε ήττα των ενωμένων χριστιανικών δυνάμεων. Η τελευταία μεγάλη ελπίδα σβήνει μπροστά στη φανατισμένη επέλαση των Οθωμανών. Κυρίως λαμβάνουν μέρος Πολωνοί και Ούγγροι, ενώ εκεί σκοτώνεται και ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Βλαδισλάβος Γ΄. Για να πάρει μέρος στη μάχη στέλνεται από το Μυστρά ο Χιλίαρχος Γεώργιος Λασκαρίδης – ο ίδιος δηλαδή ο ΑΓΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ – αλλά δεν προλαβαίνει να φτάσει. Κάπου στις Σέρρες μαθαίνει την τρομερή ήττα.

1448 μ.Χ. 30 Οκτωβρίου. Πεθαίνει ο αυτοκράτορας Ιωάννης Παλαιολόγος, σε βαθιά θλίψη, εξ αιτίας της συνεχούς ήττας των χριστιανικών όπλων, εξ αιτίας επίσης της κοροϊδίας του Πάπα – που δεν του έστειλε καμία απολύτως βοήθεια, παρότι είχε υποσχεθεί στρατιωτική βοήθεια των ηγεμόνων της Δύσεως και είκοσι πολεμικά πλοία για έξι μήνες ή δέκα για ένα χρόνο – και εξ αιτίας ακόμη για τα όσα ο ίδιος ο Ιωάννης είχε κάνει σε βάρος της Αγίας του Θεού Εκκλησίας, της Ορθοδοξίας, για τα οποία και βαθιά μετανόησε.

1449 μ.Χ.. 6 Ιανουαρίου. Στέφεται νέος βασιλέας ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, στην Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο Μυστρά, όπου βρισκόταν. Στην Εκκλησία αυτή εργάστηκε, καθάρισε και στερέωσε τις αγιογραφίες -όπως σημειώνει στην “Πονεμένη Ρωμιοσύνη” του- ο ίδιος ο Φώτης Κόντογλου.

1452 μ.Χ. 12 Δεκεμβρίου. Γίνεται στην Αγία Σοφία το απαράδεκτο “ενωτικό συλλείτουργο” με τον Καρδινάλιο Ισίδωρο ως απεσταλμένο του Πάπα, όπου και ακούγεται το αιρετικό “Φιλιόκβε”, εξοργίζοντας και αναστατώνοντας ολόκληρη τη Βασιλεύουσα! Στη “λειτουργία” παρίσταται με σφιγμένα δόντια ο Κωνσταντίνος, που θεωρεί πως ήταν η εσχάτη, έστω απελπισμένη, ενέργεια να περισώσει την Πόλη, από τους Τούρκους που την κύκλωναν απειλητικά. Τις Πόλεις βέβαια και τους λαούς τους προστατεύει και τους σώζει όπως χιλιάδες φορές είδαμε ο Θεός. Η ευσέβεια και όχι η ασέβεια! Και η ασέβεια είχε γίνει! Στις 12 Δεκεμβρίου, ανήμερα του Αγίου Σπυρίδωνα, στην Κωνσταντινούπολη.

Αρνείται όμως να παραστεί στο φρικτό “συλλείτουργο” ο πιστός λαός και ο Μέγας Δούκας του Στόλου, ο Λουκάς Νοταράς που προφητικά σχεδόν φωνάζει “καλύτερα το τουρκικό σαρίκι, παρά η καλύπτρα του Καρδιναλίου” και η Ιστορία τον δικαιώνει, αφού κάτω από το βάρβαρο τουρκικό σαρίκι, με τη βοήθεια του Θεού, πιστοί στην Ορθοδοξία, κρατηθήκαμε, σταθήκαμε, ισχύσαμε και είμαστε σήμερα ελεύθεροι, όνειρο απλησίαστο για τα χρόνια εκείνα τα τρομερά και λάμπει σήμερα η Ορθοδοξία μας σαν ατόφιο ολοκάθαρο χρυσάφι στα μάτια του διψασμένου κόσμου.

Είναι όμως και κάποιος άλλος που αρνείται να παραστεί εκείνη τη θλιβερή ημέρα στο “ενωτικό συλλείτουργο”. Ο Πρωτοσύγκελος του Πατριαρχείου, ο ΑΓΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ!!! Αν και προσωπικός φίλος του Αυτοκράτορα, λέει το ΜΕΓΑΛΟ “ΟΧΙ” και δεν παρίσταται, εξοργίζοντας τον Κωνσταντίνο που διατάσει την εξορία του, μαζί με τον Διάκονό του Άγιο Νικόλαο (βλέπε όλη τη σχετική ιστορία πατώντας εδώ).

1453 μ.Χ. 7 Απριλίου. Ο Μωχάμετ (Μωάμεθ) Β΄ αρχίζει την πολιορκία της Πόλης με 250.000 στρατό, έναντι 7.000 μόλις υπερασπιστών (5.000 Έλληνες + 2.000 Γενουάτες, Βενετοί κ.α.). Η βοήθεια, την οποία προσδοκούσε – μετά το “συλλείτουργο” που είχε κάνει με το μαχαίρι στην καρδιά – ο Παλαιολόγος, δεν ήρθε. Μόνο ο Ιουστινιάνης έφτασε με 700 για να βοηθήσει. Ο Πάπας είχε πετύχει διπλή ΝΙΚΗ. Αφού πέτυχε το εξευτελιστικό “συλλείτουργο” ανοίγοντας δρόμο πολλών προς τη Ρώμη, τώρα θα πετύχαινε και την τέλεια υποταγή, αφού χωρίς Βασιλεύουσα, χωρίς Υπερασπιστή, η Ορθοδοξία θα ξεχνιόταν για πάντα… Έτσι νόμισαν πολλοί… Αλλά δεν ήταν αυτό το θέλημα του Θεού…

1453 μ.Χ. 18 Απριλίου. Το ελληνικό Πυροβολικό χτυπά με εύστοχη βολή τα πυρομαχικά του τεράστιου κανονιού του Μωάμεθ, με αποτέλεσμα να σκάσει το κανόνι και να σκοτωθεί ο περίφημος κατασκευαστής του Ουρβανός! Ο Ουρβανός, Ούγγρος στην καταγωγή, εργαζόταν για λογαριασμό των Ελλήνων μέσα στην Πόλη αλλά εξαγοράστηκε από τον Μωάμεθ και έφυγε άτιμα για να υπηρετήσει τους αλλόπιστους, φτιάχνοντας το μέγα κανόνι, που χρειάστηκαν 70 ζευγάρια βόδια να το σύρουν και χίλιοι άντρες και που όταν χτυπούσε σείονταν σαν σε ισχυρό σεισμό ο τόπος ολόκληρος!

1453 μ.Χ.. 20 Απριλίου. Συγκλονιστική Ναυμαχία μπροστά στον Κεράτιο, όπου 4 μονάχα ελληνικοί Δρόμωνες ναυμαχούν με 130 τουρκικά πλοία που είχαν πλημμυρίσει το Βόσπορο!!! Επικεφαλής των δικών μας ο γενναιότατος Φλαντανελλάς, που δεν δείλιασε ούτε στιγμή μπροστά στα τουρκικά κατάρτια που είχαν γεμίσει απειλητικά τη θάλασσα και ούτε καν πισωγύρισε την πλώρη του! Πρόκειται για μια από τις συγκινητικότερες παλικαριές της Ιστορίας! Η Ναυμαχία που ακολουθεί είναι επική! Επικεφαλής των Τούρκων είναι ο Βούλγαρος εξωμότης πλοίαρχος Μπαλτόγλου Σουλεϊμάν Μπέης που με ορμή πετάγεται να τσακίσει τον Φλαντανελλά! Ο λαός σκαρφαλώνει στα θαλάσσια τείχη και παρακολουθεί με αδιάκοπη προσευχή στην Παναγία Βλαχερνών!!!

“Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΚΑ” φωνάζουν τα πληρώματά μας και ορμούν με πρωτοφανή δύναμη απάνω στα τούρκικα που αρχίζουν να τα τσακίζουν ένα ένα και να τα καίνε! Τρεις ώρες κράτησε η θύελλα του Φλαντανελλά και διέλυσε κυριολεκτικά τον τουρκικό στόλο!!! Από τη λύσσα του ο ίδιος ο Μωχάμετ (Μεχμέτ – Μωάμεθ) σπιρούνισε το άλογό του και χώθηκε βαθιά στη θάλασσα ανήμπορος να σταματήσει την καταστροφή και τον διασυρμό του! “Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα Νικητήρια…” ακουγόταν από τα θαλασσινά κάστρα και αντηχούσε η ψαλμωδία παντού καθώς χαλάρωνε η ανίκητη αλυσίδα του Κερατίου για να υποδεχθεί τους μεγάλους Ήρωες, αναριγώντας από χαρά και συγκίνηση!

1453 μ.Χ. 22 προς 23 Απριλίου. Ο Μεχμέτ (Μωάμεθ) δεν το βάζει κάτω και απαντά σχεδόν αστραπιαία μετά από δύο ημέρες, κάνοντας κάτι απίστευτο. Σε μια νύχτα, 22 προς 23 Απριλίου, περνάει πίσω από το Γαλατά, από τη στεριά, 72 ολόκληρα πλοία, σέρνοντάς τα πάνω σε σανίδες αλειμμένες με λίπος και τα ρίχνει μέσα στον Κεράτιο Κόλπο!!! Ευτυχώς οι δικοί μας συνέρχονται γρήγορα και με πυρπολικά αναχαιτίζουν τον τουρκικό στόλο που μπήκε στον Κεράτιο. Τα τουρκικά πλοία έτσι μένουν στην άκρη, από το φόβο της πυρπόλησής τους…

1453 μ.Χ. 5 Μαΐου. Ένα μικρό γρήγορο πλοιάριο γλιστρά νύχτα προς τον Ελλήσποντο. Ελπίδες ότι δήθεν έρχεται μεγάλη βοήθεια από τον Πάπα και στόλος της Βενετίας, σπρώχνει τον τελευταίο Αυτοκράτορα να στείλει την αποστολή, ώστε να απαντήσει τους Δυτικούς και τους πει να κάνουν φτερά, να βοηθήσουν!..

1453 μ.Χ. 18 Μαΐου. Ένας τεράστιος τουρκικός πολιορκητικός Πύργος ξεφυτρώνει μπροστά στα ελληνικά κάστρα της Πόλης, ξεπερνώντας κατά πολύ το ύψος τους, μπαζώνοντας με πέτρες και χώματα την προστατευτική, αμυντική μας τάφρο, ώστε να φτάσει το τείχος και να κατεβάσει τότε την τεράστια πόρτα – καταπέλτη του τρίτου ορόφου, για να πηδήσουν απλά μέσα στην Βασιλεύουσα οι αμέτρητες χιλιάδες φανατισμένοι βάρβαροι της Ανατολής! Ευτυχώς και εδώ ο μέγας ηρωισμός των Ελλήνων καταφέρνει να κάψει με καταδρομική αποστολή μέσα στη νύχτα και αυτό το μεγαθήριο!

1453 μ.Χ. 22 Μαΐου. Επιστρέφει το ανιχνευτικό πλοιάριο, φέρνοντας την απελπισία. Κάνενας! Πουθενά! Μήτε φλάμπουρο δυτικό, μήτε πουλί πετούμενο! ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΒΟΗΘΕΙΑ!!! ΔΕΝ ΕΡΧΟΤΑΝ ΚΑΝΕΙΣ! Συννέφιασε το πρόσωπο του Παλαιολόγου και των άλλων αρχόντων. Σφίχτηκε από θυμό! Θυμό για τον εαυτό τους που άσκοπα λοιπόν, τόσο άσκοπα καταδέχτηκαν να μαγαριστεί η Ορθοδοξία με το “συλλείτουργο” που μόνο και η ανάμνηση του οποίου τους έφερνε αναστάτωση στο στομάχι! ΑΔΙΚΑ! Τώρα ένοιωθαν το απέραντο σφάλμα! Τώρα τα μάτια έβλεπαν ολοκάθαρα! Είδαν το δρόμο. Είδαν τη γενναιότητα! Πως κράτησαν μόνοι τους σχεδόν ίσα με τότε, τόσες λυσσασμένες επιθέσεις! Πενηνταριές, πενηνταριές χιλιάδες τους ρίχνονταν οι Τούρκοι και αυτοί ακόμα βαστούσαν, σαν από θαύμα τόσο καιρό!… Τώρα, σαν είδαν καθάρια και συλλογίστηκαν σωστά, τώρα δυνάμωσαν πιότερο! Ατσάλι έγιναν οι Ρωμιοί, οι Έλληνες! Στη μοναξιά τους δυνάμωσαν, σαν τα δέντρα που είναι σε καθάριο αέρα και όχι σε μολυσμένη πίστη… Γύρεψαν τη συγνώμη του Χριστού, τη συγνώμη του λαού, τη συγνώμη όλων των γενιών των Ελλήνων και αποφάσισαν εκείνο που αργότερα, θα αποφάσιζαν και 2.500.000 Νεομάρτυρες! Τη θυσία! Την τέλεια κάθαρση!

Γέμισε η ψυχή τους, ηρέμησε. Χάθηκε η αναμονή και η ανυπομονησία. Βασίλεψε η ειρήνη στο μυαλό και την καρδιά τους. Η ειρήνη Εκείνου που νίκησε το θάνατο. Πέταξε ο νους τους στο ληστή και χωρίς να σταθεί έτρεξε στον Πέτρο. Έκλαιγε και η δική τους ψυχή και αναζητούσε τη συγνώμη του Βασιλέως των βασιλέων… Στο βάθος, κάπου, κάποιος αλέκτωρ ακουγόταν για τρίτη κιόλας φορά..

Άστραψαν τα μονογράμματα των Παλαιολόγων στο φως των κεριών. Βασιλεύ Βασιλέων Βοήθει Βασιλεύ, καθώς ο Κωνσταντίνος γονάτιζε μυστικά, μοναχός του στην Κυρά της Θεοφύλακτης και της έλεγε σιωπηλά το δικό του αβάσταχτο πόνο. Το είχε αποφασισμένο μέσα του και τώρα ακόμα πιο πολύ. Δεν θα έφευγε, αν και μπορούσε, αν και του το πρότειναν πολλοί για να σωθεί το Στέμμα των Ελλήνων και μια μέρα πάλι να ελευθερώσει την Πόλη μας, όπως παλιά με τους Φράγκους. Όχι, αυτός θα έμενε! Ως το τέλος…Ως τρανό παράδειγμα στους αιώνες!

1453 μ.Χ. 23 Μαΐου. Ο Μωάμεθ, στέλνει πρεσβεία στον Παλαιολόγο, για να πετύχει την παράδοση της Κωνσταντινούπολης που δεν έλεγε να πέσει με τίποτα, αλλά και για να παρατηρήσει την κατάσταση των πολιορκητών από μέσα και να σπείρει αν μπορούσε διχόνοια, αφού έταζε να φύγουν με τα πράγματά τους ανεμπόδιστα όσοι ήθελαν από την Κωνσταντινούπολη και αυτός ο βασιλιάς με τους δικούς του. Ο Πορθητής υποσχόταν πως δεν θα πείραζε απολύτως κανέναν! Αλλά αν έμεναν, με το που θα έμπαινε στην Πόλη, θα την κατέστρεφε, θα έσφαζε όλους τους άντρες και θα πουλούσε στα σκλαβοπάζαρα τα γυναικόπαιδα!!!

Ο Κωνσταντίνος, ήταν έτοιμος από καιρό, από αιώνες, από χιλιετίες! Ορμηνεμένος από το Λεωνίδα, ατσαλωμένος από το χρέος, από την μεγάλη κληρονομιά του Ελληνισμού, που με τα ΟΧΙ μεγάλωσε και με τα ΟΧΙ σκάλισε και σκαλίζει ως τώρα, ως την Κύπρο, ανεξίτηλα τις γρανιτένιες πλάκες της Ιστορίας.

Γύρισε ο Αυτοκράτορας το βλέμμα του ένα γύρω στο θρόνο του. Και είδε να τον βαστά από η μια ο Μέγας και Άγιος Κωνσταντίνος και από την άλλη η Αγία Ελένη, η Ελληνίδα, πρώτη Χριστιανή Βασίλισσα, από το Δρέπανο της Βιθυνίας μας, που βρήκε και ύψωσε τον ΤΙΜΙΟ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ!

Κεραυνός χτύπησε τον απεσταλμένο του Μωάμεθ, σαν αντίκρισε την αποφασιστικότητα και την παλικαριά, στη ματιά του βασιλέα μας που με τη φωνή ολάκερης της Ρωμιοσύνης έδινε την ιστορική απάντησή του, μνημείο ανδρείας & τιμής αιώνιο:

“Το δε την Πόλιν σοι δούναι, ουτ΄ εμόν εστίν ουτ΄ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών”!!!

Σφίχτηκε η ψυχή του απεσταλμένου των Τούρκων. Τέτοιοι λαοί σκέφτηκε, τέτοιοι άντρες, είναι στ΄ αλήθεια ανίκητοι! Ακόμα κι αν ηττηθούν, αυτοί είναι τελικά οι μεγάλοι νικητές της Ιστορίας!…

1453 μ.Χ. 24 Μαΐου. Ξεκινά μεγάλη λιτανεία με την Εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών, που ξαφνικά καταμεσής των δεήσεων πέφτει κάτω η Εικόνα και δεν σηκώνεται, όσο κι αν πασχίζουν Ιερείς και λαϊκοί, με τις χοντρέ στάλες ίδρωτα αγωνίας στα μέτωπα.! Είναι βαριά η Εικόνα, βαριά…εκείνη που μέχρι πριν την μετέφεραν με άνεση. Με χίλιες προσπάθειες και προσευχές, η Εικόνα σηκώθηκε στο τέλος, όπως θα σηκωνόταν κι ο λαός μας, με μύριους κόπους μετά τόσα χρόνια μαύρης σκλαβιάς…

1453 μ.Χ. 26 Μαΐου. Απελπισμένος στέκεται ο Μωάμεθ απέναντι. Είχε κάνει τα πάντα! Τα αδύνατα, έκανε δυνατά! Για πρώτη φορά στα χίλια και πλέον χρόνια της Ιστορίας της Πόλης, έσφιξε με τέτοια μαστοριά το λουρί γύρω από την άπαρτη Χριστιανική Πολιτεία. Είχε ξεριζώσει κάθε τι γύρω, είχε ζώσει στεριά και θάλασσα, είχε φτιάξει τα καλύτερα και μεγαλύτερα κανόνια που είδε ο κόσμος, είχε κάνει ως και τη στεριά θάλασσα και πέρασε τα πολεμικά του! Αμέτρητες επιθέσεις! Αμέτρητοι νεκροί! Άπαρτη ήταν η Πόλη.. Αυτά πάνω κάτω του έλεγαν και οι στρατηγοί του και κυρίως ο Χαλήλ που ήταν …δικός μας… Να λύσει την πολιορκία, γιατί στο τέλος θα έχανε όλο το στρατό, όλη τη δύναμή του…

Έτοιμος ήταν και εκείνος να το αποφασίσει. Μάταια ήταν όλα. Τρία χρόνια μιας τεράστιας, μελετημένης προετοιμασίας, πενήντα ημέρες σκληρής πολιορκίας και ο Κωνσταντίνος του μηνούσε λέει, πως δεν παρέδιδε την Πόλη και πως ήταν έτοιμος να πεθάνει εκείνος και όλοι οι Ρωμιοί ανά πάσα στιγμή! Τα μάτια των πρεσβευτών του, του είπαν όμως κι άλλα. Πως είναι αλύγιστοι οι Έλληνες. Μέσα στα τείχη στεκόταν ακόμα και αδιάφορα και περιφρονητικά στη θέα της τουρκικής πρεσβείας. Και εκείνος, ο Κωνσταντίνος και όλοι γύρω του, απολύτως άκαμπτοι… Δεν θα έπεφτε η Πόλη, λοιπόν…

Σκοτείνιασε το πρόσωπό του από τη στεναχώρια. Και χωρίς να το θέλει, συλλογίστηκε τη μάνα του, τη Μάρω, τη χριστιανή Πριγκίπισσα της Σερβίας, που του έλεγε για το Χριστό κρυφά και για τη μεγάλη Πόλη Του, που τη φύλαγε η ίδια η Παναγιά και γι΄ αυτό ήταν άπαρτη… Τίναξε αμέσως το κεφάλι του, οργισμένος. Μα πάλι ήρθε η σκέψη. Η μορφή ενός εικονίσματος ερχόταν από τα παιδικά του χρόνια και έπιασε τον εαυτό του να γεμίζει σέβας… Ό,τι και να έκανε λοιπόν ήταν μάταιο! Θα την έλυνε την πολιορκία! Το πήρε απόφαση! Όσο η…, φοβήθηκε να προφέρει το όνομά της, φυλούσε την Πόλη, ήταν αδύνατο να την πάρει άνθρωπος…

Ξαφνικά, μια δυνατή φωνή διέκοψε τις αποφάσεις του! Ήταν ένας από τους Στρατηγούς του, που τον καλούσε να βγει από τη πολυτελή σκηνή του.

“Πολυχρονεμένε μου Σουλτάνε, φώναξε λαχανιασμένος, κοίτα τον κουμπέ της Μεγάλης Εκκλησιάς των Ρωμιών! Κοίτα!”!

Εκείνος είχε κιόλας βγει και στύλωνε τα μάτια του στον τρούλο της Αγια- Σοφιάς κι ύστερα κράτησε την ανάσα του για ώρα. Ολόκληρος ο τεράστιος τρούλος, το θαύμα εκείνο της τεχνικής, έκαιγε από αόρατη φωτιά, φλογιζόταν σαν σε καμίνι και η λάμψη του τύφλωνε! Έπειτα, έπειτα το φως ανέβηκε στα ουράνια και ο κουμπές αχνόσβησε σαν το σίδερο που βγαίνει από τη πυροστιά…

“Είδες αφέντη, έκανε με φανερό καμάρι ο Τούρκος. Ο Θεός τους, εγκαταλείπει τους Ρωμιούς”!!!

“Καλέστε το Πολεμικό μου Συμβούλιο, πρόσταξε όλο χαρά, ανάμικτη με δέος ο Πορθητής. Η πολιορκία θα συνεχιστεί! Η Πόλη θα πέσει! Να ετοιμαστεί Γενική Επίθεση από όλο το ασκέρι”…

1453 μ.Χ. 28 Μαΐου, Δευτέρα. Μεγάλη λιτανεία πραγματοποιείται στη Βασιλεύουσα με κεφαλή τον Αυτοκράτορα. Όλος ο λαός και ο κλήρος, με δάκρυα στα μάτια, περιδιαβαίνει τα μισογκρεμισμένα τείχη και στο τέλος ο Κωνσταντίνος απευθύνει ψυχωμένο λόγο σε όλους, τους τελευταίους Έλληνες και Φιλέλληνες υπερασπιστές, τονώνοντας το ηθικό τους, στεριώνοντας την απόφαση θανάτου μέσα τους, κάνοντας όλα τα μάτια να δακρύσουν, ανάμεσα στις λαμπάδες και τα θυμιάματα που τύλιγαν τη Θεοσκέπαστη εκείνη τη νύχτα.. Την τελευταία νύχτα της Πόλης μας…

Ύστερα, για πρώτη φορά μετά από τόσους μήνες, για πρώτη φορά μετά από την ασέβεια της 12ης Δεκεμβρίου, με το παπικό συλλείτουργο, πήγαν να Λειτουργήσουν στην Αγιά Σοφιά, που έμενε αλειτούργητη από τότε… Ορθόδοξη, γνήσια, ευπρόσδεκτη και πραγματική θα ήταν η Λειτουργία αυτή τη φορά, την τελευταία φορά… Μια Λειτουργία Συγνώμης και Εξιλέωσης, μια Λειτουργία Ειρήνης με το Θεό της απέραντης Υπομονής και Αγαθότητος… Με Εκείνον που θυσιάστηκε ο ίδιος, που οδηγήθηκε ως πρόβατο στη σφαγή, όπως θα οδηγούνταν σε λίγο, Θεέ μου, ο λαός της Βασιλεύουσας και όλη η Ορθόδοξη Ρωμιοσύνη… Για να έρθει πάλι κάποτε η ολόλαμπρη, γλυκιά και βεβαία Ανάσταση…

“Σώσον Κύριε τον λαόν σου…” έβγαινε με θέρμη και πίστη από χιλιάδες στόματα Ελλήνων και Φιλελλήνων

Δάκρυσε ο λαός, γονάτισαν όλοι, προσευχήθηκαν οι Ιερείς, έλαμψαν τα καντήλια μπροστά στις χρυσοντυμένες άγιες εικόνες, άστραψε το άγιο Δισκοπότηρο, ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό όλων, η Πόλη όλη έκλαιγε, η Πόλη όλη ήταν στο Γολγοθά, ένοιωθε τη θυσία του Χριστού, πλημμύρισε τις καρδιές η αγάπη για τον Πλάστη, έπεσε στις ψυχές κάθε εμπόδιο, έλιωσε κάθε απιστία, κάηκε από τον ποταμό των καυτών δακρύων κάθε ασέβεια!

“Συγχώρεσέ με Κύριε”, ψιθύρισε με φόβο και δέος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο Κωνσταντίνος ΙΑ’… “Συγχώρεσέ με… και δώσε μου ανδρείο τέλος”…

Δύο σταγόνες κύλησαν στο μάγουλό του καθώς έκλεινε μέσα του τον ίδιο τον Βασιλέα των βασιλέων… Και από πίσω του όλοι οι αξιωματικοί και οι αξιωματούχοι, όλος ο λαός, ένα αμέτρητο πλήθος, με άπειρη συγκίνηση και περισσή ευλάβεια, Μεταλάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων, λαμβάνοντας αληθώς Σώμα και αληθώς Αίμα του εσφαγμένου Αρνίου, του Σωτήρα Χριστού. Στην τελευταία Μεταλαβιά… Στο ύστατο “Μετά Φόβου”… Τη νύχτα της 28ης Μαΐου, στην Αγία του Θεού Σοφία… Καθώς έξω, πέρα, στο τουρκικό στρατόπεδο, γινόταν οι τελευταίες προετοιμασίες για την τελική επίθεση, ο τελευταίος φανατισμός για ελεύθερη λεηλασία της σπουδαιότερης, λαμπρότερης και ανίκητης πόλης του κόσμου. Της Πρωτεύουσας του Ελληνισμού και της Χριστιανοσύνης!

1453 μ.Χ. 29 Μαΐου, Τρίτη. Δεν είχε ακόμα ξημερώσει, όταν οι άπιστοι ουρλιάζοντας σα δαιμονισμένοι, ρίχτηκαν και πάλι στους ελάχιστους υπερασπιστές, που αναγκάζονταν να είναι διασπαρμένοι σε όλο το μήκος των τειχών, γιατί οι επιθέσεις εκδηλωνόταν ή μπορούσαν να εκδηλωθούν οπουδήποτε.

Καθώς οι Τούρκοι ορμούσαν, έβγαιναν ξοπίσω οι τρομεροί γενίτσαροι, τα καημένα αρπαγμένα παιδάκια που τα είχαν μεγαλώσει ως θηρία απάνθρωπα οι Τούρκοι… Οι γενίτσαροι παρακολουθούσαν ποιος Τούρκος στρατιώτης θα πισωγυρίσει και ορμούσαν και τον έσφαζαν μπροστά στους άλλους, ώστε περισσότερο φόβο να έχουν οι Τούρκοι πίσω, παρά εμπρός!…

Όμως οι λίγοι γενναίοι Έλληνες και Φιλέλληνες, με τον Ιουστινιάνη πρωτοστράτoρα και μπροστάρη τον ίδιο τον Παλαιολόγο, αμύνονταν με ηρωισμό τέτοιο, που δεν έχει όμοιό του στην Ιστορία των λαών… Δεν παλεύανε οι Έλληνες με στρατό, αλλά με θηρία φανατισμένα. Και η αντιστοιχία ήταν 1 δικός μας με 35 Τούρκους και Γενίτσαρους! Και βαστούσαμε 58 ημέρες τώρα, θαύμα στ΄ αλήθεια, θαύμα!

Πανηγύρισαν οι πολιορκημένοι! Είχαν αποκρούσει την πρώτη επίθεση με επιτυχία! Μα ήδη ξεκινούσε δεύτερο κύμα με αλαλαγμούς φοβερούς και σκληράδα θανάτου! Μα ενίσχυση μεγάλη για τους υπερασπιστές σε αυτές τις στιγμές ήταν οι δυναμικοί και φιλικοί ήχοι από τις καμπάνες των Εκκλησιών μας, που δεν έπαυαν να ηχούν και να ενισχύουν τους υπερασπιστές, τους γίγαντες αυτούς που κανείς δεν έχει τιμήσει ίσα με σήμερα όπως τους πρέπει! Ένα μνημείο (=μνήμη) δεν έχει στηθεί για τη θυσία τους!..

Πλατάγισαν στο αμυδρό φως οι χρυσοκίτρινες σημαίες με το Δικέφαλο αετό στα κάστρα και τους πύργους της Αυτοκρατορίας! Είχαμε πάρει πάλι τη νίκη!

Αλλά ήταν ασταμάτητοι οι εχθροί. Και ρίχνονταν τρίτη φορά τώρα με την κύρια δύναμή τους στο πιο αδύνατο όπως πάντα σημείο των τειχών. Την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, δίπλα στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου!

Τώρα ο Μεχμέτης έστελνε ξεκούραστους, τις ειδικές του δυνάμεις, τον επίλεκτο στρατό με συνοδεία δέκα χιλιάδων Γενιτσάρων. Δεν σταμάτησαν τούτη τη φορά. Σύννεφο σκέπασε με τις σαγίτες τα κάστρα, για να μη ξεμυτίσει κεφάλι ρωμέικο, ώστε να στηρίξουν οι άπιστοι σκάλες στα τειχιά και να φτάσουν απάνω. Και τόσο ούρλιαζαν και φώναζαν το όνομα του Αντιχρίστου Αλλάχ και του προφήτη του θηρίου, του Μωάμεθ, που είχαν ξεκουφάνει τελείως τους υπερασπιστές, οι οποίοι είχαν όμως βάλσαμο στην καρδιά τους το γλυκύ όνομα του Χριστού.

Με τόση ορμή ανέβαινε τούτη το επίλεκτο κύμα που έσπαζαν οι σκάλες από τη μανία τους! Με ορμή άφταστη αμύνονταν όμως και οι πολιορκημένοι! Κι όλοι, γυναίκες, παιδιά, βοηθούσαν με κάθε τρόπο να χρησιμεύουν στους στρατιώτες των επάλξεων!

“Κρατάτε αδερφοί μου! Υποχωρούν”, φώναξε γεμάτος χαρά ο βασιλιάς μας και είδαν όλοι ότι ξεψύχησε η δύναμη και η φωνή των Αγαρηνών και γέμισε δύναμη η ψυχή τους.. Μα δεν πρόλαβαν να χαρούν πολύ.

“Τον Ιουστινιάνη! Χτυπήσαν τον Ιουστινιάνη” φώναξε κάποιος καθώς ο αρχηγός της άμυνας, ο μόνος ξένος που φιλοτιμήθηκε να έρθει να βοηθήσει την Πόλη των Χριστιανών, διπλωνόταν στα δύο, κάνοντας μεγάλη προσπάθεια να μη φωνάξει από τον πόνο, να σταθεί όσο μπορούσε, αλλά δεν μπορούσε!

“Βασιλέα, γρήγορα το κλειδί της πόρτας” ψιθύρισε στον Κωνσταντίνο που έτρεξε σιμά του. “Πεθαίνω”

“Όχι, τώρα γενναίε Ιουστινιάνη. Σε παρακαλώ, μείνε εδώ, αν φύγεις”

“Πεθαίνω”

Λιγοψύχησαν οι δικοί του, οι ηρωικοί πολεμιστές του Ιουστινιάνη, βλέποντας τον αρχηγό τους βαριά λαβωμένο και πήγαν να τον ακολουθήσουν…

Αυτό ήταν. Χαλάρωσε η άμυνα, στην οποία κάθε πέτρα, κάθε κεραμίδι βυζαντινό, κάθε στρατιώτης, έπαιζε σημαντικότατο ρόλο! Και Θεέ μου! Θεέ μου! Από μια πόρτα, από την Κερκόπορτα είχαν μπει λίγοι Τούρκοι και σήκωσαν μία και μοναδική σημαία απάνω στα τειχιά μας!

Ουρλιαχτά ακούστηκαν, ενός πανικού, που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε, αν έμενε στη θέση του ο Ιουστινιάνη, αν δε λαβωνόταν, αν, αν…

Με τη δύναμη όλων των γενεών των Ελλήνων ρίχτηκε στη μάχη τώρα ο ίδιος ο τελευταίος βασιλέας μας. Σήκωνε το σπαθί του και όταν το κατέβαζε απλώνονταν σωρός οι Τούρκοι, που βλέποντας πως κάτι συνέβαινε ξανατρέξαν με καινούργια ορμή στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί που πολεμούσε σαν το λιοντάρι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος! Στο πιο αδύναμο μέρος της άμυνας!

Ο πανικός απλωνόταν, οι στρατιώτες του Ιουστινιάνη έφευγαν αν και απολύτως ζωτικοί για την άμυνα! “Οι Τούρκοι, οι Τούρκοι” ακούγονταν ακόμα πιο πολλές φωνές πανικού, βλέποντας το λυσσασμένο κύμα των Γενιτσάρων να σπάει τις αφύλακτες πια θέσεις των ανδρών του Ιουστινιάνι και να περικυκλώνει τον Αυτοκράτορα, που πολεμούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, με όλη την πνοή της ανδρείας του!

“Εάλωωω! Η Πόλις εάλωωωω”!

Δάκρυα σπαραγμού βγήκαν από τα σωθικά του σαν άκουσε εκείνο το “εάλω”… Η Πόλη του, ό,τι αγάπησε, αυτό για το οποίο τόσο πάλεψε και ξαγρύπνησε, αυτή για την οποία διέπραξε τη μεγάλη ασέβεια, η Πόλη του Θεέ μου “εάλω”!

Γύρισε κατάκοπος το κεφάλι του ο Κωνσταντίνος… Ήταν πια ολομόναχος! Όλοι σχεδόν γύρω του είχαν πέσει σαν ήρωες! Ως Έλληνες!

“Δεν υπάρχει κανείς Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;” φώναξε με όλη τη δύναμή του καθώς το σπαθί του κατέβαινε με ορμή σε ένα Γενίτσαρο που ούρλιαξε από το πόνο, φοβούμενος μην πέσει ζωντανός στα χέρια των σκυλιών! Αστραπή πέρασε από το νου του το αίτημα που είχε ζητήσει από το Χριστό, το βράδυ όταν Μεταλάμβανε και γύρεψε συγχώρηση.

Και σαν απάντηση ήρθε τότε ένα δυνατό χτύπημα που του έκοψε την ανάσα! Ένας Γενίτσαρος τον είχε λαβώσει πισώπλατα! “Εάλω η Πόλιςςςς” ακούστηκε μακάβρια η σπαραχτική φωνή. Και όπλισε με τέτοια δύναμη τον βασιλέα, που γύρισε τραυματισμένος και με μια σπαθιά πήρε το κεφάλι του άτιμου που τον χτύπησε!

Καινούριο κύμα Τούρκων χίμηξε από τα χαλάσματα μέσα! Όσοι είχαν απομείνει πάλευαν τώρα 1 με 20!

Μακάρι να μπορούσε εκεί να είναι όλη η Ελλάδα, όλες οι γενιές, να δουν τι θα πει πατρίδα, να δουν τι θα πει Πίστη, να δουν τι θα πει ΕΛΛΗΝΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ!!! Μακάρι να ήταν εκεί όλα τα Έθνη, για να ξέρουν, για να τρέμουν από δέος, για να βουρκώνουν τα μάτια τους όταν θα λένε Ελλάδα και Ρωμιοσύνη, όταν θα μιλούν για Κωνσταντινούπολη και για Ιστορία της Ανθρωπότητος! Μακάρι να ήταν εκεί όλοι οι Δάσκαλοι, όλοι οι Εκπαιδευτικοί της Ελλάδας και του Κόσμου, για να διδάσκουν στα παιδιά της γης, τον τιτάνιο αγώνα που έδωσε μόνος του ο Ελληνισμός, αιώνες, για να κρατήσει τον Ισλαμισμό και τον Τουρκισμό έξω από την Ευρώπη, μακριά από τη Δύση, για να μπορούν εκείνοι, να είναι σήμερα εφευρέτες και καλλιτέχνες και χορευτές και διανοούμενοι και εύποροι και έμποροι και αφέντες.

Πάλι σήκωσε το σπαθί ο Κωνσταντίνος! Πάλι πολεμούσε για την Πίστη, όπως είχε πει στον τελευταίο λόγο του και για την Πατρίδα! Ζωτικές αξίες που θα επαναλάμβανε 400 χρόνια αργότερα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης! Γιατί αυτό και το ίδιο είναι τούτο το Γένος στους αιώνες! Μακριά από το Χριστό χάνεται και κοντά Του ξαναγεννιέται!

Γέμισε ο τόπος τούρκικα σαρίκια! Ένα δόρυ σφενδονίστηκε καταπάνω του και τον ήβρε τον ΗΡΩΑ στο στήθος! Χαλάρωσε η λαβή του! Λύγισαν τα γόνατα! Τα μάτια του έγιναν βαριά! Οι φωνές έπαψαν να ακούγονται! Τα ουρλιαχτά πια δεν τον άγγιζαν! Ο Αετός φτερούγιζε για τα ουράνια! Να βάλει μετάνοια πια μπροστά στον ολόλαμπρο θρόνο του Υψίστου Βασιλέως, να σμίξει με τους παλιούς ήρωες, που τον περίμεναν δακρυσμένοι στα ουράνια, κάτω από το Θρόνο του Κυρίου της Ζωής και της Ανάστασης! Είχαν προλάβει με απανωτές τους Πρεσβείες, με μπροστάρισα την ίδια τη Βασίλισσα των Αγγέλων και είχαν αποσπάσει τη μεγάλη και βεβαία υπόσχεσή Του:

“Πάλι με χρόνια, με καιρούς, πάλε δικά σας θα ‘ναι”!!!

Αιωνία η μνήμη, αιωνία η μνήμη, αιωνία αυτών η μνήμη

http://vatopaidi.wordpress.com/

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η Άλωση της Πόλης

Συγγραφέας: kantonopou στις 28 Μαΐου 2012

Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη Φιλολόγου

«Το την πόλιν σοι δούναι ούτ’εμού εστί  ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη, κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεθα και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».

Έτσι απάντησε στον Μωάμεθ τον Β’, τον Πορθητή,  ο τελευταίος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Κωνσταντίνος  Παλαιολόγος, όταν του ζήτησε να του παραδώσει τη βασιλίδα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη.

Και συμβόλιζε εκείνη τη στιγμή ο Κωνσταντίνος τη συνείδηση χιλιάδων χρόνων της Ελληνικής Ιστορίας. Ξαναζούσε ο Κόδρος των Αθηνών και ο Λεωνίδας της Σπάρτης.

Έδωσε στην περίλαμπρη βυζαντινή χιλιετηρίδα λάμψη μεγάλη, ένα τέλος αντάξιο του μεγαλείου της.

Έτσι, με τον θάνατό του ο Παλαιολόγος πραγματοποίησε εκείνο που είπε στους συμπολεμιστές του στην τελευταία του δημηγορία. «Εάν αποθάνωμεν, στέφανος ο αδαμάντινος εν ουρανοίς εναπόκειται ημών και μνήμη αιώνιος εν τω κόσμω έσεται».

Πράγματι, άφησε στο Γένος την πολύτιμη κληρονομιά του  ηρωισμού, του πατριωτισμού και της αυτοθυσίας.

Δεν υπάρχει, αλήθεια, ελληνική ψυχή που να μη δονείται βαθύτατα στην αναπόληση των δραματικών γεγονότων της Αλώσεως της Κωνσταντινούπολης. Η σκέψη μας  στρέφεται προς τον μάρτυρα αυτοκράτορα και τους άλλους υπερασπιστές της πολιορκούμενης πόλης.

Οι άνθρωποι που μάχονται στις ερειπωμένες επάλξεις έχουν συνείδηση της σημασίας,  και του αγώνα και της θυσίας τους. Ξέρουν ότι το Βυζάντιο θα πέσει, αλλά η τελευταία του ώρα δεν μπορεί παρά να είναι φωτεινή.

Από την άλλη, ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Β’ για να εξάψει και να φανατίσει το φρόνημα του στρατού του, είχεν υποσχεθεί τριήμερη λεηλασία της πόλης και ιδιοποίηση όλων των  κινητών πραγμάτων, αν εκπορθούσαν αυτή την εκλεκτή πόλη, «τη βασίλισσα των πάλαι Ρωμαίων», κατά τον Κριτόβουλο, «και σε ύψος ευδαιμονίας και τύχης υπάρξασαν, κεφαλήν συμπάσης της οικουμένης». Οι στρατιώτες  δεν σκέφτονταν τίποτε άλλο παρά αιχμαλώτους και λάφυρα.

Εκείνοι που μπήκαν πρώτοι από την Ξυλόκερνο πύλη, και κατόπιν οι άλλοι, αφού ο Κωνσταντίνος έπεσε, ρίχτηκαν ακάθεκτοι και φωνάζοντας. Στιγμές απόγνωσης και φρίκης για τους κατοίκους. Στην αρχή, σκότωναν όσους έβρισκαν στους δρόμους , αδιάκριτα, γυναίκες, γέροντες, παιδιά. Ύστερα, επιδόθηκαν στη λεηλασία τα πληρώματα του στόλου.

Η πόλη πλέον τους ανήκε. Ξεχύθηκαν σ’ όλες τις συνοικίες, αρπάζοντας, σκοτώνοντας , αιχμαλωτίζοντας. Ιδίως επέμειναν στις εκκλησίες, όπου είχαν καταφύγει οι περισσότεροι, νομίζοντας  πως θα τις σεβαστούν, ως άσυλα. Πόσο είχαν διαψευστεί.

Υπήρχε μια παλιά παράδοση πως η Πόλη θα κυριευθεί, αλλά μόλις οι Τούρκοι έφταναν στον κίονα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κάποιος Άγγελος θα κατέβαινε από τα ουράνια και θα’δινε στον πρώτο τυχόντα μια ρομφαία και θα’ λεγε: «Λάβε την ρομφαίαν  ταύτην και εκδικήσου τον λαόν του Κυρίου». Τότε οι Τούρκοι θα φεύγαν μέχρι των ορίων της Περσίας και η Πόλη θα σωζόταν.

Τέτοιες ελπίδες τρέφοντας οι κάτοικοι, κατέφυγαν στην Αγία Σοφία, πολλές χιλιάδες.

«Κουρσεύοντες», λέγει ο Δούκας, «σφάζοντες και αιχμαλωτίζοντες έφθασαν τω ναώ…»

Και συνεχίζει : «Τις  έστιν όστις διηγήσεται την εκεί συμφοράν: Τίς τους γεγονότας τότε κλαυθμούς και τας φωνάς των νηπίων, τα συν βοή δάκρυα των μητέρων, των πατέρων τους οδυρμούς, τις διηγήσεται;».

Εικόνες, ιερά σκεύη, αφιερώματα, δισκοπότηρα, όλα αρπάκτηκαν.

Ο Πορθητής, αφού πείστηκε ότι η Πόλη ήταν δική του, μπήκε μέσα, ακολουθούμενος από πασάδες, μπέηδες, δερβίσηδες κι άλλους, και περικυκλωμένος από σημαίες κι άλλα σήματα των Τούρκων, έφτασε, επιτέλους, θριαμβευτής στην Εκκλησιά γύρω στις 12:30 μ.μ. Προσευχήθηκε και μετέβαλε την εκκλησία σε τζαμί. Αυτός ήταν ο θρίαμβος του Μωάμεθ.

Οι Τούρκοι συστηματοποίησαν την αρπαγή και την αιχμαλωσία από την ημέρα της Αλώσεως. Ο ιστορικός Φραντζής αιχμαλωτίστηκε με όλη του την οικογένεια.

Ο Γεώργιος Φραντζής στο βιβλίο «Το Χρονικό της Αλώσεως» αναφέρει ότι ο Σουλτάνος επιθυμούσε να μάθει αν ο  αυτοκράτωρ υπάρχει στη ζωή  ή σκοτώθηκε. Έπλυναν τα κεφάλια πολλών πτωμάτων, αλλά δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν το πρόσωπό του. Βρήκαν μόνο το πτώμα του, που το αναγνώρισαν από τις περικνημίδες και τα πέδιλα, όπου υπήρχαν πάνω ζωγραφισμένοι χρυσοί, δικέφαλοι αετοί, κατά τη συνήθεια που είχαν οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου.

Όταν το έμαθε ο Σουλτάνος, χάρηκε πάρα πολύ. Διέταξε να θάψουν οι χριστιανοί, που είχαν απομείνει από τη σφαγή, το βασιλικό πτώμα με τιμές που αρμόζουν σε βασιλέα. Ο αυτοκράτορας ήταν τότε 49 ετών και 3 μηνών.

Τη δεύτερη μέρα, ο Σουλτάνος επισκέφθηκε και πάλι την Κωνσταντινούπολη. Βλέποντας δε την ερήμωση της Πόλης,

« οίκτος κατέλαβεν αυτόν», λέει ο Κριοτόβουλος,

« και μετάμελος ου μικρός διά τε την ασέλγειαν και την αρπαγήν και δάκρυον αφήκε των οφθαλμών και, εκβαλών μέγα και περιπαθή στεναγμόν, είπεν: «Οποίαν πόλιν παρεδώκαμεν εις διαρπαγήν και ερήμωσιν!».

Αφού τέλειωσε το τριήμερο κούρσο, τέλειωσε και το τρομερό και αιματόβρεκτο δράμα της αλώσεως, ένα από τα δραματικότερα που γνώρισε ο κόσμος.

Με  τον  θάνατο της  Αυτοκρατορίας, όμως,  δεν πέθανε και το οικουμενικό ιδεώδες του Βυζαντίου, η οικουμενική ιδέα. Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης  είδε τη συνεργασία με τον κατακτητή ως πολιτική ανάγκη, υποτάκτηκε σ’αυτόν με την απώτερη προοπτική της κυριαρχίας.

Έτσι, οι υπόδουλοι μεταβάλλονταν σε μετόχους της μεγάλης Οθωμανικής  Αυτοκρατορίας και ήταν σαφές  ότι, κατά το παλαιότερο παράδειγμα της Ρώμης, η αυτοκρατορία αυτή θα απέβαινε  «το Οθωμανικό Κράτος του Ελληνικού Έθνους».

Η πτώση του Βυζαντίου μάς δίνει αρκετά διδάγματα, και πρώτιστο απ’όλα ότι ένα έθνος στους ιστορικούς του αγώνες για την  επιβίωσή του δεν πρέπει να επαφίεται σε ελπίδες για ξένη βοήθεια.

Δεύτερο, ότι η τουρκική κατάκτηση σήμανε μεν την πολιτική υποδούλωση των Ελλήνων, αλλά εξασφάλιζε την πνευματική τους ανεξαρτησία που διατηρεί ζωντανό έναν λαό και τη συνένωση του Ελληνισμού κάτω από τη σκέπη της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Έτσι, το Έθνος ετοιμάστηκε με την Ορθόδοξη Εκκλησία να ανακτήσει και πάλι την πολιτική του ανεξαρτησία.

Τρίτο δίδαγμα  είναι ότι στο χαμό της Πόλης συντέλεσε και η κατάρα της διαίρεσης και της διχόνοιας.

Τέταρτο δίδαγμα εξάγεται από την αιώνια ζωτικότητα του Ελληνικού πνεύματος. Η ελληνική ευφυϊα επιβλήθηκε στους δυνάστες. Οι Φαναριώτες με τη μόρφωση και την ευφυϊα τους κατέλαβαν πολλές ανώτερες θέσεις στην ιεραρχία του Οθωμανικού κράτους, προσφέροντας παράλληλα μέγιστες υπηρεσίες στο  Γένος.

Όταν ο σκλάβος ονόμαζε τον εαυτό του Γένος, έβλεπε τον εαυτό του οργανικά ζωντανό, προορισμένο να αναζήσει και να αναθάλει κάποτε.

Και το σπέρμα του Γένους αυτού διατηρήθηκε στη χαμένη Πόλη. Φυλάκτηκε ευλαβικά σε κάποια βιβλία, σε κάποια μαθήματα, σε κάποια σχολεία. Εκεί κοντά στην έδρα του αρχηγού του Γένους, του Πατριάρχη, η Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους  Σχολή βοηθούσε και το Γένος και την Εκκλησία.

Σ’ αυτή φοίτησαν άρχοντες και κρατικοί αξιωματούχοι, διερμηνείς, μητροπολίτες και πατριάρχες. Αυτή έστειλε σ’ όλες τις επαρχίες τους σκαπανείς της εθνικής ιδέας, τους δασκάλους και τους ιερείς.

Και έτσι το ελληνικό πνεύμα, παρά τη βία του κατακτητή, βρήκε τη δύναμη να κρατηθεί και να φανερωθεί.

Έγινε πίστη στους Έλληνες ότι με το πνεύμα θα αναστηθούν. Η ίδρυση σχολείων, η ανάδειξη μεγάλων διδασκάλων του Γένους, αλλά και η δράση των αφανών δασκάλων, η φιλοτιμία των πλουσίων να συνεισφέρουν στην παιδεία, τα ενθουσιώδη κηρύγματα των λογίων, ο θαυμασμός και των απλοϊκών για την κλασική Ελλάδα, όλα αυτά μαρτυρούν αναβίωση της ελληνικής πνευματικότητας, αναβίωση η οποία ασφαλώς συνέτεινε και στην προετοιμασία για την πολιτική απελευθέρωση του Γένους.

Έτσι, μέσα στη μαύρη εποχή της σκλαβιάς, κάτω από έναν αλλόφυλο, αλλόγλωσσο, αλλόθρησκο και αλλοεθνή κατακτητή, το Σχολείο και η Εκκλησία διατήρησαν την εθνική μας πίστη, την ιστορική μας μνήμη, την εθνική μας συνείδηση και σιγά-σιγά δημιουργήσαμε ένα νέο κεφάλαιο της ιστορίας μας, το κεφάλαιο του νέου Ελληνισμού.

Επίσης, πρέπει να τονιστεί πως όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη, οι Έλληνες ξεχύθηκαν προς τη Ρωσία, όπως και στην Ιταλία και την Κεντρική Ευρώπη. Ο Ιβάν ο Γ’, ο τότε  Μέγας Δούξ της Μόσχας, ανοίγει διάπλατα  τις θύρες προς τον φυγαδευμένο Ελληνισμό. Πολιτικοί άνδρες, διπλωμάτες, καλλιτέχνες και θεολόγοι τέθηκαν στη διάθεσή του  και μαζί με τα ελληνικά χειρόγραφα  έφεραν και την πολύτιμη κληρονομιά του αρχαίου πολιτισμού. Έτσι, παράλληλα με την αναγέννηση της Δύσης, έχουμε και την αναγέννηση του Βορρά.

Αν και οι Έλληνες θορυβήθηκαν από την πτώση της πρωτεύουσας του Βυζαντίου, δεν έχασαν την πίστη τους στην απελευθέρωσή τους. Αμέσως, την επομένη της αλώσεως, οι ιστορικοί και οι χρονογράφοι της εποχής προλέγουν βέβαιη την αναγέννηση του Έθνους.

Η ελπίδα αυτή γρήγορα μεταβλήθηκε σε πίστη και πεποίθηση. Το δημοτικό τραγούδι  θα ψάλλει αργότερα:

«Πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι».

Νέες προφητείες, νέοι χρησμοί, νέες φήμες άρχισαν να κυκλοφορούν την επαύριο της αλώσεως. Καμιά αμφιβολία δεν υπήρχε σ’ αυτούς  για την ανάσταση!

Μια μερίδα λαού στήριξε την ελπίδα τους για απελευθέρωση του Γένους στη βοήθεια των ξένων, και μάλιστα των δυτικών ή βορείων χριστιανικών κρατών.

Οι διάφοροι «θρήνοι» που κυκλοφόρησαν ευρύτατα μετά την άλωση μεταξύ του Ελληνικού λαού, και οφείλονται κυρίως σε ιερωμένους,  θεωρούν την εθνική  ταλαιπωρία  ως τιμωρία εκ μέρους του θεού, «ως άνωθεν επιβληθείσαν κύρωσιν κατά των ολιγοπίστων και των  ασεβών».

Και στον «Θρήνο της Κωνσταντινουπόλεως»:

«Τα έργα  των Χριστιανών και οι κενές ελπίδες εκείνες εχαλάσασιν τη βασιλείαν  Ρωμαίων».

Κλείνοντας αυτή την αναφορά μας στην Άλωση της Πόλης, θυμίζουμε ότι «η αυτοκρατορία έζησε κοντά 1100 χρόνια, γνωρίζοντας όλες τις τροπές της μοίρας: τη δόξα, το μεγαλείο, την κατάπτωση.Η ιστορία έπρεπε να κλείσει τον μεγάλο της κύκλο». Ήταν 29 Μαΐου του 1453.

http://vatopaidi.wordpress.com/

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Βυζαντινές «διεθνείς» λέξεις

Συγγραφέας: kantonopou στις 22 Μαΐου 2012

Ως γνωστόν, η πλουσιότατη ελληνική μας γλώσσα χρησίμευσε και χρησιμεύει ακόμη ως αστείρευτο θησαυροφυλάκιο λέξεων για όλες τις δυτικές – και όχι μόνο- γλώσσες. Μεγάλος αριθμός επιστημονικών, φιλολογικών, τεχνολογικών και πολιτειακών όρων αποδίδεται σε πολλές γλώσσες με ελληνικές λέξεις. Ακόμη και λέξεις χρησιμοποιούμενες συχνά στην καθομιλουμένη των Δυτικών μας φίλων απηχούν την ελληνόγλωσση καταγωγή (καταστροφή – catastrophe, τηλέφωνο – telephone) ή ακόμη και ονόματα ζώων (ελέφαντας – elephant).
Κατά το Μεσαίωνα υπήρχαν πολλές πολιτιστικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ Βυζαντίου και Δύσης. Ιδιαίτερα κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα (μέχρι και τον 12ο αιώνα) η πολιτιστική ακτινοβολία του βυζαντινού ελληνισμού στη Δυτική Ευρώπη ήταν ισχυρότατη. Μέσα στα πλαίσια αυτής της επιρροής, οι χριστιανικοί λαοί της Δύσης (αλλά και οι Σλάβοι) δανείστηκαν αυτούσιες ελληνικές λέξεις ή μετέφρασαν απ’ τα ελληνικά στα λατινικά άλλες λέξεις για να δηλώσουν ότι και οι Βυζαντινοί. Παρακάτω θ’ αναφερθούν λίγα μόνο παραδείγματα τέτοιων δανείων.
Τα πρώτα έχουν σχέση με πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς ευρέως διαδεδομένους και απόλυτα αναγκαίους τόσο τότε όσο και στη σύγχρονη εποχή.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε οικουμενική πολιτική ιδεολογία. Ως συνέχεια του ρωμαϊκού imperium – που στα πλαίσια του χριστιανισμού μεταμορφώθηκε σε imperium christianum – είχε αξιώσεις για παγκόσμια πολιτική και πολιτιστική κυριαρχία. Ο βυζαντινός αυτοκράτωρ παρουσιαζόταν ως ο ανώτερος ηγεμόνας όλων των κοσμικών βασιλέων, χριστιανών και μη, και ως ο προστάτης όλης της χριστιανοσύνης. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι την ευημερία του κράτους εποφθαλμιούσαν πολλοί εχθροί, έκαναν επιτακτική την ανάγκη δημιουργίας μιας διεθνούς έννομης τάξης κατευθυνόμενης φυσικά από την ηγεσία του Βυζαντίου. Έτσι, από πολύ νωρίς, αναπτύχθηκε η περίφημη και πολύπλοκη βυζαντινή διπλωματία. Η λέξη«διπλωματία» ως τεχνικός όρος έχει βυζαντινή προέλευση, το ίδιο και οι λέξεις «δίπλωμα, διπλωμάτης». «Διπλώματα» ονόμαζαν οι Βυζαντινοί τα ειδικά διαπιστευτήρια έγγραφα των διπλωματικών αντιπροσώπων. Ο όρος «διπλωμάτης» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με τη σημερινή έννοια από τις βορειοϊταλικές πόλεις κατά την Αναγέννηση, οπότε έχουμε και τις πρώτες μόνιμες σε ξένες χώρες διπλωματικές αποστολές. Ο πρώτος μόνιμος πρέσβης ήταν από τη Βενετία και ήταν μόνιμα εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα, οι αρχαιότερες μέχρι σήμερα γνωστές διμερείς διεθνείς συνθήκες εμπορικού – οικονομικού περιεχομένου υπογράφτηκαν ήδη από τον 10o αιώνα μεταξύ Βυζαντίου και Βενετίας.
Εξάλλου, η Ορθόδοξη Εκκλησία διακρινόταν – και διακρίνεται – για την φιλανθρωπική της δράση. Με χορηγίες επισκόπων, αυτοκρατόρων και διαφόρων πιστών ιδιωτών, ιδρύονταν και λειτουργούσαν ήδη από τον 4ο αιώνα διάφορα ευαγή ιδρύματα. Κατά τη χιλιόχρονη πορεία του Βυζαντίου και υπό τη συνεχή μέριμνα της Εκκλησίας, αναπτύχθηκε ο θεσμός του νοσοκομείου, όπως τον ξέρουμε σήμερα. Τα οργανωμένα νοσοκομειακά ιδρύματα ονομάζονταν «ξενώνες» ή «ξενοδοχεία» γιατί ξεκίνησαν ως χώροι υποδοχής ταλαιπωρημένων προσκυνητών. Η λατινική λέξη για το φιλόξενος είναι«hospitalis». Από αυτήν και κατ’ επιρροήν της βυζαντινής ονομασίας των νοσοκομείων, προήλθε η λέξη «hospital» (ospedale στα μοντέρνα ιταλικά).
Παραμένοντας στο χώρο της εκκλησιαστικής ορολογίας, οι Βυζαντινοί για τον χώρο ταφής των νεκρών χρησιμοποιούσαν ανέκαθεν τον όρο «κοιμητήριον», επειδή σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία οι αποβιώσαντες χριστιανοί αδελφοί, είναι προσωρινά μόνο νεκροί, γιατί θα αναστηθούν κατά την ημέρα της Κρίσεως, ήτοι τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Από τον όρο αυτό προήλθε και ο ευρέως διαδεδομένος σήμερα όρος σε όλες τις δυτικές χώρες «cemetery» δηλωτικός των νεκροταφείων. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ στην σύγχρονη Ελλάδα, ο όρος «νεκροταφείο» είναι πολύ πιο διαδεδομένος στην καθομιλουμένη από τον όρο «κοιμητήριο», στις αγγλόφωνες χώρες έχει κυριαρχήσει ο όρος «cemetery», που εκτόπισε σχεδόν τελείως τη λέξη «graveyard»!
Άλλωστε, το Βυζάντιο, άξιος συνεχιστής του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού φημιζόταν για την μεγάλη πνευματική παράδοση και την οργανωμένη, δημόσια ή ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση. Το ήδη από τον 5ο αιώνα ιδρυμένο «Πανδιδακτήριον», αναδιοργανώθηκε τον 8ο αιώνα από τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ Ίσαυρο (717-741 μ.Χ.) και ονομάστηκε«οικουμενικόν διδασκαλείον». Στα λατινικά ο όρος οικουμενικός αποδίδεται ως «universalis». Όταν ιδρύθηκαν τα πρώτα πανεπιστήμια στην Ιταλία (τέλη 11ου – αρχές 12ου αι.) ονομάστηκαν και αυτά οικουμενικά με την έννοια ότι προσέφεραν παντοειδείς επιστημονικές, φιλοσοφικές και θεολογικές γνώσεις. Έτσι, δημιουργήθηκε ο όρος «university».
Οι υπόλοιπες λέξεις – δάνεια έχουν σχέση με τον υλικό πολιτισμό και ειδικότερα τη γαστριμαργία. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Ά (527-565 μ.Χ.) με τους πολέμους του εναντίον των γερμανικών βασιλείων της Δύσης, ανέκτησε πολλά εδάφη της παλαιάς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στην Ιταλία ειδικά, ιδρύθηκε το Εξαρχάτο της Ραβέννας. Στην τελευταία, εγκαταστάθηκε σημαντικός αριθμός Ελλήνων από τις ανατολικές επαρχίες, έμποροι, καλλιτέχνες, ψηφοθέτες, γλύπτες κ.λ.π. Η ελληνική παρουσία τόνωσε την πολιτιστική και καλλιτεχνική παραγωγή και ύψωσε, ως ένα βαθμό το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της πρώιμης μεσαιωνικής Ιταλίας. Αν και το Εξαρχάτο διαλύθηκε από τους Λομβαρδούς στα μέσα του 8ου αι., η βυζαντινή πολιτισμική επιρροή ήταν εμφανής μέχρι και το τέλος του Μεσαίωνα. Σημαντικές, άλλωστε, εκτάσεις στη Ν. Ιταλία και η Σικελία παρέμειναν στη βυζαντινή κυριαρχία μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα.
Η βυζαντινή πολιτισμική επιρροή εκδηλώθηκε σε διάφορους τομείς, έτσι ήταν αισθητή και στην καθημερινή ζωή και κουζίνα των μεσαιωνικών Ιταλών. Έτσι, οι Βυζαντινοί παρασκεύαζαν ένα γλυκό από σιρόπι μελιού που το έλεγαν «κηρόμελον». Οι Ιταλοί το ονόμαζαν «caramella». Είναι ο πρόδρομος της σημερινής καραμέλας (caramel στα αγγλικά). Επίσης, ήδη από την αρχαιότητα, οι Έλληνες παρασκεύαζαν ένα είδος μακρόστενων ζυμαρικών που έτρωγαν στα νεκρικά δείπνα, τα λεγόμενα «νεκρόδειπνα» προς τιμήν του νεκρού συγγενή τους. Οι Βυζαντινοί – που συνέχισαν αυτήν την παράδοση – ονόμαζαν αυτό το φαγητό «μακαρώνια» (μακάριος + αιώνια) και τρώγοντας έλεγαν αιώνια μακάριος ο… τάδε. Έτσι, δημιουργήθηκε η λέξη και το αντίστοιχο ζυμαρικό «μακαρόνια» (macaroni)! Βέβαια οι Ιταλοι κατόπιν δημιούργησαν πολλά και διαφορετικά είδη spaghetti. Τέλος, οι Βυζαντινοί ονόμαζαν τις διάφορες πίτες «πλακούντες» – όπως οι αρχαίοι ή και «πίττες», εξ’ ου και η λέξη «pie». Ακόμη στην βυζαντινή Καλαβρία, Έλληνες και Ιταλοί παρασκεύαζαν μία πίτα αλμυρή και «ανοικτή». Βασικά υλικά ήταν το τυρί, το κρεμμύδι, οι ελιές και πιο σπάνια διάφορα αλλαντικά. Το φαγητό αυτό ήταν ο πρόδρομος της δημοφιλέστατης σημερινής πίτσας (!) (pizza, κατά παραφθορά της λέξεως πίττα)!

Δημήτριος Ντούρτας, δικηγόρος.

http://www.antibaro.gr/node/1002

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »