kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Αρχεία για 'ΒΥΖΑΝΤΙΟ'

Η Παναγία στη βυζαντινή τέχνη

Συγγραφέας: kantonopou στις 20 Αυγούστου 2013

glikofilo;ysa

Ο σεβασμός προς την Παναγία όχι μόνον έδωσε σ’ Αυτήν ένα πλήθος ονομάτων, αλλά και καθόρισε την εικονογραφία Της. Ο κύριος εικονογραφικός τύπος της Παναγίας προήλθε από τον Πανάρχαιο τύπο της μητέρας με το νεογέννητο βρέφος στην αγκαλιά. Στη χριστιανική τέχνη ο τύπος αυτός, πού συμβόλιζε την αιώνια αναγέννηση και συνέχεια της ζωής, τη νίκη κατά τού θανάτου, παίρνει συγκεκριμένο θεολογικό περιεχόμενο.

Ιδιαίτερα μετά τη Σύνοδο της Εφέσου (431). Ή Παναγία με τον Χριστό στη μητρική καθέδρα, στην αγκαλιά της, ένθρονη ή όρθια, δείχνοντας τον Χριστό (‘Οδηγήτρια), με το μάγουλο κολλημένο στο πρόσωπο τού αγαπημένου Υιού (Γλυκοφιλούσα), στον τύπο Παναγίας τού Πάθους, δεομένη τέλος με τον Χριστό σε μετάλλιο (Βλαχερνίτισσα) αποτελεί απτή και ζωντανή παρουσία και αιώνια μαρτυρία της Σάρκωσης τού Λόγου.

Γι’ αυτό ή Παναγία με τον Χριστό στην αγκαλιά εικονίζεται στον κατεξοχήν χώρο της εκκλησίας, στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας τού ιερού, και με όλους τούς εικονογραφικούς τύπους της, εκτός την Γλυκοφιλούσα και την Παναγία του Πάθους. Στον αιώνα κυρίως συναντούμε την Παναγία δεομένη χωρίς τον Χριστό στις αψίδες μερικών σπουδαίων εκκλησιών, αλλά και άλλου, σ’ έναν ζωγραφικό τύπο, πού κατάγεται πιθανώς από παραστάσεις μαρτύρων δεομένων.

Ο τύπος συμβολίζει τη διηνεκή δέηση για τούς ανθρώπους, την βυζαντινή αυτοκρατορία και τη σωτηρία των από τούς εχθρούς, τούς κινδύνους και τις συμφορές. Παράλληλα συμβολίζει την εκκλησία όπως και όλοι οι τύποι της Πλατυτέρας. Όλοι οι εικονογραφικοί τύποι της Παναγίας είναι παραλλαγές της Πλατυτέρας και της Οδηγήτριας και όποιες άγιες εικόνες Της δημιούργησε ή ευσέβεια και ή πίστη, όποια ονόματα κι αν έδωσε σ’ Αυτήν, όπως κι αν εικονίζεται, ιερατική αυστηρή, απόμακρη ή ανθρώπινη με πρόσωπο, πού αποπνέει άχραντη νιότη, με ευγενικά χαρακτηριστικά, πανσέβαστη δέσποινα, κοσμική κυρία ή με χωριάτικα χαρακτηριστικά σαν την μάνα μερικών από μας, ή Παναγία είναι ή Μητέρα τού Θεού (ΜΡ ΘΥ).

Σταύρου Ν. Μαδεράκη, Δρ. Ιστορίας Τέχνης και Αρχαιολογίας 

(Η παρούσα ανάρτηση είναι περίληψη του άρθρου που δημοσιεύτηκε στην έκδοση «Ο γλυκασμός των Αγγέλων» με τίτλο: Η Παναγία στη Βυζαντινή τέχνη και δημοσιεύτηκε εδώ εις ένδειξη σεβασμού στη μνήμη του Σταύρου Μαδεράκη)

pemptousia

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Βυζαντινών Πολεμικά-Ο στρατός

Συγγραφέας: kantonopou στις 15 Αυγούστου 2013

Μικρογραφία σε χειρόγραφο. Παράσταση μάχης. (©Σύνοψις Ιστοριών Ιωάννου Σκυλίτζη, Ισπανία, Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη)

Μικρογραφία σε χειρόγραφο. Παράσταση μάχης.
(©Σύνοψις Ιστοριών Ιωάννου Σκυλίτζη, Ισπανία, Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη)

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπη με λαούς που ήθελαν να καταλάβουν τα εδάφη της. Επιδίωξη όλων των αυτοκρατόρων και των ανώτατων αξιωματούχων ήταν πάντοτε η επίλυση των προβλημάτων με τους γείτονες με διπλωματικά μέσα· πολλές φορές όμως η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Γι’ αυτό μεγάλη σημασία δόθηκε στην καλή οργάνωση του στρατού και του ναυτικού.

Ο στρατός ξηράς
Η οργάνωση του στρατού στηρίχθηκε στα δύο σώματα που είχαν δημιουργηθεί από τον Διοκλητιανό: τους λιμιτανέους και τους κομιτατήσιους Οι λιμιτανέοι ήταν γεωργοί που έμεναν στα σύνορα της χώρας, στους οποίους το κράτος έδινε δωρεάν καλλιεργήσιμη γη, με την υποχρέωση να προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες εάν χρειαζόταν. Οι κομιτατήσιοι ήταν ο τακτικός στρατός που μεταφερόταν όπου παρουσιαζόταν ανάγκη· αρχηγός τους ήταν ο αυτοκράτορας. Άλλα σώματα στρατού αποτελούνταν από ξένους συμμαχικούς λαούς που ήταν μισθοφόροι (με αμοιβή): οι βουκελλάριοι και οι ομόσπονδοι.
Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος άλλαξε την οργάνωση και τη διοίκηση του στρατού, μεταρρύθμιση που ολοκλήρωσαν οι διάδοχοί του. Δημιουργήθηκαν στρατιωτικές μονάδες, τα θέματα, που βρίσκονταν μόνιμα εγκατεστημένα στις επαρχίες, με σκοπό να ενισχύσουν την άμυνά τους, οι οποίες, μάλιστα, πήραν το όνομά τους από αυτές, π.χ. η περιοχή όπου υπηρετούσαν οι δυνάμεις από την Αρμενία ονομάστηκε θέμα Αρμενιάκων, η περιοχή των Θρακών Θρακώον θέμα κ.ο.κ. Το κάθε θέμα αποτελούσαν από δύο ως τέσσερις τούρμες, ανάλογα με την έκτασή του, με επικεφαλής τον τουρμάρχη. Η τούρμα χωριζόταν σε δρούγγους με επικεφαλής έναν δρουγγάριο, και οι δρούγγοι σε βάνδα. Κάθε βάνδο είχε 300-400 άνδρες και τους διοικούσε ένας κόμης. Επικεφαλής κάθε θέματος ήταν ο στρατηγός, που διοριζόταν συνήθως για διάστημα από τρία έως τέσσερα έτη. Τα στρατεύματα των θεμάτων αποτελούνταν από επαγγελματίες στρατιώτες που ήταν εγκατεστημένοι στην έδρα του στρατηγού και σε στρατηγικής σημασίας πόλεις-κάστρα. Υπήρχαν ωστόσο και στρατιώτες-γεωργοί που ήταν εγκατεστημένοι σε κτήματα που το κράτος τούς είχε παραχωρήσει, με την υποχρέωση να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε καιρό πολέμου. Σε περιοχές κοντά στα σύνορα, υπήρχαν στρατιωτικά σώματα που τα πρόσεχαν, τα οποία ονομάζονταν  κλεισούρες (όπως λέγονται και τα στενά περάσματα ανάμεσα σε δύο βουνά) και είχαν διοικητή τους τον κλεισουράρχη. Με τα στρατεύματα των κλεισουρών είχαν σχέση και οι ακρίτες, που αποτελούσαν στρατιωτικά σώματα επίσης ταγμένα για τη φύλαξη των συνόρων.
Από τον 9ο αιώνα οι κύριες δυνάμεις της αυτοκρατορίας αποτελούνταν από τα τάγματα, δηλαδή τις στρατιωτικές μονάδες που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη ή σε άλλες μεγάλες πόλεις και αποτελούνταν από επίλεκτες μονάδες. Τα σημαντικότερα από αυτά ήταν: α) οι σχολές που ήταν σώμα από έφιππους και πεζούς στρατιώτες, β) οι εξκουβίτορες που χρησιμοποιούνταν συχνά σε εμπιστευτικές αποστολές, γ) το σώμα του «αριθμού» ή της βίγλας κύρια αποστολή του οποίου ήταν η φρούρηση του παλατιού και δ) οι ικανάτοι που ήταν και το νεώτερο σώμα της φρουράς. Διοικητές των σωμάτων αυτών ήταν οι δομέστικοι και οι δρουγγάριοι. Η προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα ονομαζόταν εταιρία και αποτελούνταν από ξένους μισθοφόρους. Τα καθήκοντα των στρατιωτικών σωμάτων ήταν καθορισμένα με ακρίβεια και η διοίκησή τους στηριζόταν στην τάξη και την πειθαρχία, ενώ ποινές προβλέπονταν για παραπτώματα όπως ανυπακοή, λιποταξία, εγκατάλειψη όπλων κ.ά.
Το στρατό, ιδίως σε περιπτώσεις εκστρατειών, ακολουθούσε μεγάλος αριθμός ανθρώπων που πρόσφεραν υποστηρικτικές υπηρεσίες, το τούλδον όπως το έλεγαν (επιμελητεία), στο οποίο ανήκαν οι πεταλωτήδες, οι σιδεράδες, οι μάγειροι, οι νοσοκόμοι, καθώς και τα ζώα που μετέφεραν τον εξοπλισμό (εργαλεία, σκηνές, τρόφιμα, όπλα κ.ά.). Στο βοηθητικό προσωπικό ανήκαν οι ρήτορες και οι κήρυκες (καντάτορες) που εμψύχωναν τους πολεμιστές, οι αγγελιοφόροι (μανδάτορες) που εξασφάλιζαν την επικοινωνία μεταξύ των σωμάτων, οι καλλιτέχνες που διασκέδαζαν τους πολεμιστές, οι κληρικοί που λειτουργούσαν στα στρατόπεδα και στα πεδία της μάχης. Επιπλέον, οι στρατιώτες είχαν δικαίωμα να παίρνουν μαζί τους δούλους ή υπηρέτες για να τους εξυπηρετούν σε διάφορες πρακτικές τους ανάγκες.
Η θητεία στον στρατό διαρκούσε πολλά χρόνια. Ορισμένοι, για να αποφύγουν τη στράτευση, γίνονταν μοναχοί ή ακόμα έφταναν στο σημείο να ακρωτηριάζουν μέλη του σώματός τους, ενώ οι πλούσιοι εξαγόραζαν τη στρατιωτική τους θητεία καταβάλλοντας χρηματικά ποσά που το κράτος χρησιμοποιούσε για να πληρώσει τους μισθοφόρους. Όμως, ο στρατός ήταν μια λύση για όσους δεν είχαν περιουσία. Η αμοιβή ενός στρατιωτικού εκτός από τον τακτικό μισθό, τη ρόγα όπως την έλεγαν, που ήταν ανάλογος με το αξίωμα και με το σώμα όπου υπηρετούσε, περιλάμβανε μερίδιο από τα λάφυρα, φορολογικές απαλλαγές και σιτηρέσιο (ψωμί, κρασί, λάδι και κρέας). Επίσης, οι στρατιωτικοί λάμβαναν και έκτακτες παροχές από τον αυτοκράτορα, όταν ανέβαινε στον θρόνο ή παντρευόταν ή όταν εορτάζονταν σημαντικά γεγονότα. Ο Κεκαυμένος, στο έργο του Λόγος νουθετητικός προς βασιλέα συστήνει να μην μειώνεται ποτέ ο μισθός των στρατιωτών, για να μην υπάρξει κίνδυνος να λιποτακτήσουν (να πάνε με το μέρος του εχθρού).
Μετά την ήττα στο Ματζικέρτ (1071) ο στρατός των θεμάτων διαλύθηκε σιγά σιγά, και αντικαταστάθηκε από τον θεσμό της πρόνοιας, δηλαδή την παραχώρηση αγροκτημάτων και φορολογικών εσόδων σε ευγενείς και αξιωματούχους, τους προνοιάριους, με την υποχρέωση να προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες σε περίοδο πολέμου. Αυτό το μέτρο όμως απέτυχε και ο στρατός μειώθηκε και βασίστηκε κυρίως στους μισθοφόρους, οι οποίοι βέβαια δεν πολεμούσαν με κίνητρο να σώσουν την πατρίδα τους, αλλά μόνο για τα χρήματα.

Το ναυτικό
Η εξάπλωση των Αράβων τον 7ο αιώνα απείλησε την κυριαρχία των Βυζαντινών στη θάλασσα και οδήγησε στην αναδιοργάνωση του πολεμικού ναυτικού, το πλώιμον όπως το έλεγαν, επικεφαλής του οποίου τέθηκε ο στρατηγός των καραβησιάνων. Το ναυτικό οργανώθηκε ως οργανικό τμήμα της διοίκησης των θεμάτων. Έτσι, δημιουργήθηκε ο στόλος των επαρχιών, τα θεματικά πλώιμα, με επικεφαλής στρατηγούς ή δρουγγάριους. Το βασιλικόν πλώιμον ήταν ανεξάρτητος στόλος για την άμυνα της πρωτεύουσας με επικεφαλής τον δρουγγάριο του πλώιμου, τον γενικό ναύαρχο. Το κύριο πολεμικό πλοίο κατά τους βυζαντινούς χρόνους ήταν ο δρόμων που μπορούσε να μεταφέρει μέχρι 300 άνδρες, πολεμιστές και κωπηλάτες. Άλλοι τύποι πολεμικών πλοίων ήταν το δρομώνιον και το χελάνδιον.
Πριν από κάθε αναχώρηση του στόλου, τα πλοία και τους άνδρες επιθεωρούσαν οι διοικητές τους, ενώ οι κληρικοί έψαλλαν ιδιαίτερη ακολουθία για να πάνε όλα καλά. Ο συνηθέστερος τρόπος ναυμαχίας ονομαζόταν πελαγολιμήν: ο πολεμικός στόλος ήταν σε παράταξη ημικυκλίου, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν ο δρόμωνας του ναυάρχου, για να δίνει διαταγές που θα την άκουγαν όλοι, ενώ στις άκρες βρίσκονταν οι πιο δυνατοί δρόμωνες. Άλλος τρόπος διάταξης ήταν η κατά μήκος επίθεση, με τις πρώρες στραμμένες προς τον εχθρό. Σε αντίθεση με την αρχαία ναυτική τακτική, οι ναυμαχίες δεν στηρίζονταν πλέον στον εμβολισμό των εχθρικών πλοίων, αλλά στο πλεύρισμα και στην πρόσδεση στα εχθρικά πλοία· τότε οι στρατιώτες ορμούσαν και η μάχη δινόταν σώμα με σώμα. Με τα χρόνια, η ναυτική δύναμη του Βυζαντίου άρχισε να παρακμάζει και στα τέλη του 13ου αιώνα το ναυτικό διαλύθηκε, αφού πια το κράτος δεν μπορούσε να το συντηρήσει οικονομικά. Έτσι, οι Βενετοί και οι Γενουάτες που μέχρι τότε κατά καιρούς συμμαχούσαν με τον βυζαντινό στόλο, κυριάρχησαν στη Μεσόγειο.

Πηγή: exploringbyzantium.gr diakonima

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η πόλη στο Βυζάντιο- Εκκλησίες Μοναστήρια

Συγγραφέας: kantonopou στις 12 Αυγούστου 2013

Φορητή εικόνα.  Η πόλη της Θεσσαλονίκης.  (©Κατάλογος έκθεσης,"Ωρες Βυζαντίου")

Φορητή εικόνα. Η πόλη της Θεσσαλονίκης.
(©Κατάλογος έκθεσης,”Ωρες Βυζαντίου”)

Πριν από την εποχή των διωγμών, καθώς και στα διαστήματα ανάμεσά τους, οι χριστιανοί των πόλεων της αυτοκρατορίας χρησιμοποιούσαν ως λατρευτικά κτίρια είτε ιδιωτικές οικίες που είχαν μετατραπεί σε ναούς, είτε νέα κτίσματα που κτίστηκαν γι’ αυτόν το σκοπό.

Μετά την επικράτηση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους, οι χριστιανικοί ναοί αποκτούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και σταδιακά μετατράπηκαν σε κέντρα κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στη ζωή των πόλεων και των κατοίκων τους. 

Η ένταξη των χριστιανικών ναών στον πολεοδομικό ιστό έγινε βαθμιαία. Οι πρώτοι ναοί ιδρύθηκαν σε ιδιοκτησίες που ανήκαν στον αυτοκράτορα ή που παραχωρήθηκαν από το δημόσιο. Κατά τον 5ο και 6ο αιώνα οι χριστιανικοί ναοί ιδρύονταν σε κεντρικά σημεία του πολεοδομικού ιστού και καταλάμβαναν χώρους δίπλα ή και μέσα στα παλαιά και οικονομικά κέντρα, αποβαίνοντας έτσι τοπόσημα της περιοχής.

Εξωτερική άποψη. Κωνσταντινούπλη, Άγιος Σέργιος Βάκχος. (©Φωτογραφικό Αρχείο ΕΚΒΜΜ)

Εξωτερική άποψη. Κωνσταντινούπλη, Άγιος Σέργιος Βάκχος.
(©Φωτογραφικό Αρχείο ΕΚΒΜΜ)

Μετατρέποντας μάλιστα δημόσια οικοδομήματα αλλά και ειδωλολατρικούς ναούς, που είχαν εγκαταλειφθεί, σε χώρους χριστιανικής λατρείας, κατάφεραν να τους διατηρήσουν μέχρι τις μέρες μας. Στη μέση και ύστερη Βυζαντινή περίοδο, οι ναοί συνήθως κτίζονταν σε σημεία χωρίς δόμηση ή σε βασικούς δρόμους των πόλεων, αποτελώντας τους πυρήνες γύρω από τους οποίους οργανώνονταν οι συνοικίες. Στις περιόδους που ακολούθησαν, οι εκκλησίες έδιναν το όνομά τους στις  συνοικίες όπου βρίσκονταν.
Στις βυζαντινές πόλεις υπήρχαν και πολλά μοναστήρια. Αν και τα πρώτα ιδρύονταν στην ύπαιθρο, μακριά από τις πόλεις, από τον 6ο αιώνα και μετά τα μοναστήρια ιδρύονταν εντός των τειχών των πόλεων. Εντασσόμενα στον πολεοδομικό ιστό γρήγορα μετατράπηκαν σε κέντρα πνευματικής ζωής με σημαντική οικονομική δύναμη. Κάθε μοναστήρι διοικούνταν σύμφωνα με το τυπικό, που ρύθμιζε τη ζωή σ’ αυτό. Ο αριθμός των κτισμάτων που διέθετε κάθε μονή εξαρτιόταν από το μέγεθος, τον πλούτο, αλλά και την κοινωφελή προσφορά της προς την πόλη.

Συνήθως τα μοναστήρια απομονωνόταν με ψηλό περίβολο. Τα περισσότερα κτίσματα διατάσσονταν συνήθως γύρω από τον κεντρικό ναό, που αποτελούσε και το σημείο αναφοράς για την οργάνωση της ζωής στο μοναστήρι. Από τα πιο σημαντικά κτίσματα ήταν η τράπεζα (εστιατόριο), το μαγειρείο και τα κελλιά των μοναχών. Σημαντικοί χώροι για τη μοναστηριακή ζωή ήταν ακόμα οι αποθήκες των τροφίμων, οι χώροι φιλοξενίας και τα λουτρά, ενώ παράπλευρα κτίρια ενίοτε στέγαζαν νοσοκομεία, που χρησιμοποιούνταν και από λαϊκούς ασθενείς, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Τέλος, πολλά μοναστήρια διέθεταν αξιόλογες βιβλιοθήκες, ενώ ορισμένα ήταν σημαντικά κέντρα παραγωγής και αντιγραφής χειρόγραφων βιβλίων.

Πηγή: exploringbyzantium.gr         &http://www.diakonima.gr/

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΙΣ ΦΟΡΗΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Συγγραφέας: kantonopou στις 10 Αυγούστου 2013

Τον Νοέμβριο του 2005 η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών οργάνωσε το Β΄Διεθνές Συμπόσιο με θέμα «Άγιον Όρος. Πνευματικότητα και Ορθοδοξία – Τέχνη».
Στα δημοσιευθέντα Πρακτικά του Συμποσίου υπάρχει η ενδιαφέρουσα ανακοίνωση, της Αναπλ. Καθηγήτριας του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ., κας Μαρίας Ι . Καζαμία – Τσέρνου, «Η Παναγία στις φορητές  Εικόνες του Αγίου Όρους: Εικονογραφική Σημειολογία» (σελ. 70 έως 113).
Οι φωτογραφίες των φορητών Θεομητορικών Εικόνων που ακολουθούν, είναι δημοσιευμένες στα Πρακτικά του Συμποσίου:

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΔΑΥΙΔ Ο ΜΕΓΑΣ Ο ΚΟΜΝΗΝΟΣ Ο τελευταίος αυτοκράτορας του Πόντου ανακηρύχθηκε άγιος

Συγγραφέας: kantonopou στις 2 Αυγούστου 2013

Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας θεωρείται πλέον ο τελευταίος αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Δαυίδ Κομνηνός καθώς και τα παιδιά του, Βασίλειος, Γεώργιος και Μανουήλ μαζί με τον ανιψιό και διάδοχο του θρόνου του, Αλέξιο.
Την απόφαση της Αγιοκατατάξεως των νέων Αγίων της Εκκλησίας που πέθαναν μαρτυρικά στην Κωνσταντινούπολη το 1463, αποφάσισε η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου ύστερα από πρόταση του Μητροπολίτη Δράμας κ. Παύλου.
Ο φάκελος κατατέθηκε από τον Μητροπολίτη στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία με τη σειρά της αφού έκρινε ότι συντρέχουν οι λόγοι, προώθησε τον φάκελο στο Φανάρι.
Σύμφωνα με την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου το οποίο εξέδωσε σχετική Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη, η μνήμη των νέων Αγίων θα τιμάται κάθε χρόνο την 1Η Νοεμβρίου, ημέρα κατά την ιστορία μαρτύρησαν.
Διαβάστε τα ιστορικά γεγονότα και το τέλος των νέων πλέον Αγίων της Εκκλησίας μας, όπως το έδωσε στη δημοσιότητα η Μητρόπολη Δράμας:
ΔΑΒΙΔ Ο ΜΕΓΑΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ 
ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ
15 Αὐγούστου 1461. Ὁ Μωάμεθ ὁ πορθητής μετά ἀπό σκληρή πολιορκία καταλαμβάνει τήν πρωτεύουσα τῶν Μεγάλων Κομνηνῶν, τήν Τραπεζούντα. Ἡ ὕστατη ἰσχυρή ἔπαλξη τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ στήν Ἀνατολή ἔπαψε νά φωτίζει. Ἡ αὐτοκρατορία ἐσβέσθη καί ἡ κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις. 

Ὁ Ἑλληνισμός τοῦ Πόντου ἔζησε δύσκολες καί κρίσιμες στιγμές. Πολλές φορές αἰσθάνθηκε τήν ἀνάσα τοῦ θανάτου. Καί αὐτός ὅμως ὁ θάνατος στό προπύργιο αὐτό τοῦ ἑλληνισμοῦ, πού ὀνομάζεται Πόντος, δέν ἀντίκρυσε τίποτε ἄλλο παρά ψυχές ὄρθιες καί ἀκατάβλητη ἀπόφαση.
Ὁ τελευταῖος αὐτοκράτορας Δαβίδ, ὁ Μέγας Κομνηνός, ὅμηρος στά χέρια τοῦ πορθητή μαζί μέ τά τρία του παιδιά καί τόν ἀνεψιό του καί διάδοχο Ἀλέξιο τόν Ε΄ ἐκτοπίζεται στήν Ἀδριανούπολη. Ἡ σωτηρία τῆς Τραπεζούντας εἶναι ἀσφαλῶς ἀδύνατη. 
Εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ ἀγριότητα τῆς ἅλωσης ὑπῆρξε μικρότερη λόγω τῆς συνθηκολογήσεως. Συνήθεια ὑπάρχει γιά κάθε καταστροφή νά ρίχνονται οἱ εὐθύνες μόνο στούς ἡγήτορες. 
Τά πραγματικά ὅμως αἴτια ἐνυπάρχουν σέ σύνθετες καταστάσεις καί ἡ νηφάλια διάγνωση παραθεωρεῖται. Αὐτός πού ἔχει τήν ἀτυχία νά κυβερνᾶ τίς τελευταῖες αὐτές ὧρες καί νά ὑφίσταται τούς κλονισμούς τῆς καταστροφῆς, αὐτός εἶναι καί ὁ ἐκ τοῦ προχείρου ὑπεύθυνος, ὁ ἄνανδρος, ὁ προδότης. Τέτοιο διπλό θῦμα ὑπῆρξε καί ὁ αὐτοκράτορας Δαβίδ.
Ἐδῶ πρέπει νά τονίσουμε ὅτι πάρα πολλοί ἦσαν ἐκεῖνοι πού θεωροῦσαν τήν ἀντίσταση μάταιη καί ἐπίεζαν γιά τή λύση τῆς συνθηκολογήσεως ἐλπίζοντας ὅτι θά ἐμετριάζετο τό κακό καί ἡ ὀργή τοῦ πορθητοῦ. Ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἐνδιαφέρει τό τέλος τοῦ αὐτοκράτορα.
Τό ἀνώνυμο συναξάριο τοῦ γένους μέ λιτές γραμμές ἀναφέρεται στό μαρτυρικό του τέλος. 
«Κατά τήν 26ην τοῦ μηνός Μαρτίου τῆς ΙΑ΄ Ἰνδικτιῶνος τοῦ 1463 ἔτους, ἡμέρα Σαββάτω, πικροτάτη, ὥρα γ΄ ἐκρατήθη ὁ Ἅγιος ἡμῶν Αὐθέντης καί Βασιλεύς Τραπεζοῦντος κύριος Δαβίδ ὁ Μέγας Κομνηνός ἐν Ἀνδριανουπόλει καθειρχθείς σύν ἁλύσεσι ἐν τῷ Πύργῳ ».1
«Ἐν δέ τῇ πρώτῃ Νοεμβρίου, ἡμέρα Κυριακή καί ὥρα τετάρτη τῆς νυκτός ἐτελειώθη τῷ ξίφει ὁ αὐτός σύν ἅμα τοῖς τρισίν αὐτοῦ υἱοῖς καί τῷ ἀνεψιῷ, τῷ 1463 ἰνδικτιῶνος ΙΒ΄ ἐν Κωνσταντινουπόλει».2
Οἱ παραπάνω συναξαριακές σημειώσεις βρίσκονται σέ μεμβράνινο χειρόγραφο εὐαγγελιστάριο τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου στή νῆσο Χάλκη. Τώρα τό χειρόγραφο μέ τίς ἐνθυμίσεις βρίσκεται στό σκευοφυλάκειο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ὅταν ὁ Δαβίδ παρουσιάσθηκε στόν Μωάμεθ αὐτός τοῦ πρότεινε ἕνα ἀπό τά δυό, ἤ νά μείνει ζωντανός ἐφόσον ἀπαρνηθεῖ τήν πίστη του ἤ νά θανατωθοῦν αὐτός καί ὅλη ἡ οἰκογένειά του. Ἀπό τήν τρομερή αὐτή πρόταση ὁ Δαβίδ διάλεξε τή δεύτερη λύση λέγοντας μέ παρρησία στόν Μωάμεθ ὅτι : «Κανένα μαρτύριο δέν πρόκειται νά μέ φέρει στό σημεῖο ν’ ἀπαρνηθῶ τήν πίστη τῶν πατέρων μου».3 Ἔτσι πέρασε ὁ Δαβίδ στήν αἰωνιότητα ἀνταλλάσσοντας τή βασιλική ἁλουργίδα μέ τό φωτοστέφανο τοῦ μάρτυρα.
Ὅλοι ὅσοι ἀσχολήθηκαν μέ τό τραγικό τέλος τῆς Τραπεζουντιακῆς αὐτοκρατορίας κατατάσσουν τόν Δαβίδ στή χορεία τῶν μαρτύρων, ἐκφράζοντας τήν κοινή συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.
Ὁ Σάββας Ἰωαννίδης στό ἔργο του «Ἱστορία καί στατιστική Τραπεζοῦντος» γράφει : «Καί ὁ Ἑλληνισμός, πρός τιμή του, ἔχει νά ἐπιδείξει δυό αὐτοκράτορες, ἕναν νά πεθαίνει μέ γενναιότητα πολεμώντας γιά τήν πατρίδα, τόν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, καί ἕναν νά μαρτυρεῖ γιά τήν πίστη του. Δηλαδή τόν τελευταῖο αὐτοκράτορα τῆς Τραπεζούντας Δαβίδ, τόν Μεγάλο Κομνηνό.
Καί ἔτσι καθώς δυό εἶναι τά στοιχεῖα τῆς ἐθνικῆς ὕπαρξης τοῦ ὅλου Ἑλληνισμοῦ, δηλαδή ἡ πίστη στήν πατρίδα καί ἡ θρησκεία, ἡ Θεία πρόνοια συνεισφέρει σ’ αὐτόν μέ τόν Κωνσταντῖνο ὡς ἔφορο καί ἥρωα τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί μέ τόν Δαβίδ ὡς ἔφορο καί ἥρωα τοῦ χριστιανισμοῦ».4 
«Ἀλλά καί μάρτυρες τῆς πίστης ἔγιναν πολλοί σέ πολλά μέρη, ἀκόμα καί σήμερα ἀνάμεσα στά ἀπρόσιτα χριστιανικά χωριά καί ἔχουν ὑποστεῖ μαρτυρικές διώξεις. Καί πρῶτος ἀπ’ ὅλους εἶναι δίκαιο νά μνημονευθεῖ ὁ τελευταῖος ἀπό τούς Μεγάλους Κομνηνούς, ὁ Δαβίδ, μαζί μέ τά παιδιά καί τούς συγγενεῖς του, πού προτίμησε τό μαρτυρικό θάνατο ἀντί νά ζήσει καί νά ἀπολαύσει τιμές, ὅπως ἔκαναν ἄλλοι πού εἴδαμε, οἱ ὁποῖοι ἐπιθύμησαν τά πρόσκαιρα ἀντίγιά τά αἰώνια καί τήν ἐφήμερη ἐκτίμηση ἀντί γι’ αὐτήν πού προέρχεται ἀπό τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους».5 
Ὁ λόγιος ἀρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης, ἡγούμενος τῆς ἱστορικῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου Βαζελῶνος στό περισπούδαστο ἔργο του «Ὁ Πόντος ἀνά τούς αἰῶνας», σχολιάζει ὡς ἑξῆς τό μαρτυρικό τέλος τοῦ αὐτοκράτορα : « …. καί μετά τινας μῆνας τίθεται ὠμῶς ἀντιμέτωπος τοῦ διλήμματος, ἤ νά ἐξομόση, ἤ νά σφαγῆ μετά τῶν τέκνων του. Προείλετο τό δεύτερον καί εἶδε σφαζομένους τούς υἱούς του καί τόν ἀνεψιόν του Ἀλέξιον καί μετ’ αὐτούς ἐσφάγη καί αὐτός ἐπί λόφου καλουμένου «Πέγιογλου» ὑπό τῶν Τούρκων, καί κειμένου ἀντίπεραν τοῦ λόφου ἐφ’ οὗ μαχόμενος ἔπεσε πρό δέκα ἐτῶν ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος. Καί οὕτω συνεπληρώθη τό μαρτύριον τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν τῷ προσώπῳ τῶν δυό αὐτοκρατόρων αὐτοῦ, τοῦ μέν πεσόντος ἐν μάχῃ ἀμύνης ὑπέρ ἐλευθερίας, τοῦ δέ σφαγέντος ἐν μαρτυρίᾳ ὑπέρ τῆς ἀληθείας».6 
Ὁ ἐκλεκτός Πόντιος ἐπιστήμονας Ὀδυσσέας Λαμψίδης σχολιάζει : «Τραγικός ἥρως ὁ Δαβίδ, διά τοῦ θανάτου σφραγίζει τήν ἱστορίαν τῶν Μεγάλων Κομνηνῶν. Ἡ μοῖρα δέν ἠθέλησε νά χορηγήση εἰς αὐτόν τόν θάνατον ἑνός πολεμιστοῦ, ἀλλά ὥρισεν εἰς αὐτόν τό τέλος ἑνός μάρτυρος «ξίφει τελειοῦται» ».7 
Ἀπό τίς παραπάνω μαρτυρίες καί ἀπόψεις, ἀβίαστα συμπεραίνουμε ὅτι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ἕναν μάρτυρα στεφανωμένο καί δικαιωμένο ἀπό τόν δικαιοκρίτη Θεό, ἀδικημένο ὅμως ἀπό ὁλόκληρο τόν ἑλληνισμό, ἀφοῦ δέν προβάλλεται ἡ θυσία του καί δέν τιμᾶται τό μαρτύριό του. 
Πολλοί εἶναι οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους δέν τιμήθηκε πρεπόντως ὁ μάρτυς Βασιλεύς. Ἦρθε ὅμως ἡ ὥρα ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοι καί κληρονόμοι τῆς Τραπεζουντιακῆς αὐτοκρατορίας νά ἀναδείξουμε τήν κοινή συνείδηση περί τοῦ μαρτυρίου του ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ, νά ἀποδώσουμε πρός αὐτόν τά ὀφειλόμενα ὡς υἱοί φιλοπάτορες καί νά ἐπαληθεύσουμε τήν χρυσοστομικήν ρῆσιν πού λέγει : «ὥσπερ γάρ τόν ἥλιον ἀμήχανον σβεσθῆναι, οὕτω καί τήν μνήμην τῶν μαρτύρων».8 
Ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης πρώην Λεοντοπόλεως Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης στό ἐπιστημονικό του ἔργο : «Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας» γράφει τά ἑξῆς γιά τό χρέος μας ἔναντι τῶν μαρτύρων πού βρίσκονται στήν ἀφάνεια χωρίς νά ἀποδίδονται σ’ αὐτούς οἱ νενομισμένες τιμές : 
«Διά τοῦτο ἔχομεν καθῆκον ἱερόν νά ἀναστήσωμεν τούς νεκρούς ἐπί τῆς γῆς καί ζῶντας ἐν τοῖς οὐρανοῖς, νά ἀποδώσωμεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τήν δόξαν αὐτῆς καί τό κάλλος, τάς μορφάς καί τά ὀνόματα τῶν ἡρώων τῆς πίστεως, οἵτινες διά τοῦ αἵματος αὐτῶν, καί διά τοῦ βίου αὐτῶν ἐστερέωσαν τά θεμέλια αὐτῆς καί εἶναι μέρος τοῦ ἀκηράτου στεφάνου αὐτῆς, ἀδάμαντες ἐκπεσόντες ἐκ τοῦ πολυτίμου στέμματος, θησαυρός ἱερός τῆς ἡμετέρας πίστεως. Ἔχομεν ἱερόν καθῆκον νά ἀναζητήσωμεν καί εὕρωμεν τούς κρυπτομένους ἀπό τά νέφη ἀστέρας καί τοποθετήσωμεν εἰς τό ἡρῶον τῆς πίστεως. 
Αἱ κατά ἀνατολάς Ἐκκλησίαι διά τάς περιπετείας αὐτῶν ἀπώλεσαν τόν ἴδιον αὐτῶν κώδικα καί τά δίπτυχα καί τάς περγαμηνάς αὐτῶν˙ διεσκορπίσθησαν εἰς τούς τέσσαρας ἀνέμους ὑπό τῆς λύσσης τῶν ἐχθρῶν καί ἠφανίσθησαν πολλά πολύτιμα τῆς κληρονομίας ἡμῶν μνημεῖα καί πειστήρια˙ ἐναπέμειναν ὅθεν γεραρά λείψανα καί ταῦτα ἀπόκεινται εἰς ἡμᾶς νά περισυλλέξωμεν μετ’ εὐλαβείας».9 
Σύμφωνα μέ τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς ἐκκλησίας τόν πρῶτο λόγο στήν ἀναγνώριση ἑνός ἁγίου ἔχει τό πλήρωμα τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας. Ἡ αὐθόρμητη ἀναγνώριση ἀπό τήν συνείδηση τῶν πιστῶν εἶναι καθοριστικός παράγων. Εἰδικά γιά τήν τιμή στούς μάρτυρας ὁ πολυγραφώτατος Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης παρατηρεῖ : «τῶν μαρτύρων τά λείψανα προσκυνοῦνται ὡς ἅγια καί χωρίς θαυμάτων καί εὐωδίας, μέ τό νά γίνεται φανερόν εἰς ὅλους διά τῆς ἐμπράκτου ἀποδείξεως τοῦ μαρτυρίου, ἡ εἰς Θεόν τελεία πίστις καί τελεία ἀγάπη αὐτῶν».10
Καί ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος παρατηρεῖ τά ἑξῆς : « …. ἤ πού ἠκούσθη εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ οἱ Θεῖοι Μάρτυρες νά καρτεροῦν τήν ἐπίγειον κρίσιν νά κυρώση τό μαρτύριόν τους, καί νά βεβαιώση ἐκείνους, ὅπου ἤδη ἐσφράγισαν τό τέλος τους μέ τήν ὁμολογίαν τῆς θείας πίστεως, καί τούς ὁποίους εὐθύς ἐν τῷ ἅμα ὁ ἀγωνοθέτης Χριστός ἄνωθεν ἐστεφάνωσεν ;
Τί ἄλλο εἶναι ἡ ἑορτή, παρά μακαρισμός καί δόξα καί τιμή, καί νά προβάλλωμεν εἰς τόν Θεόν πρέσβυν καί μεσίτην τόν ἑορταζόμενον, διά νά λαμβάνωμεν δι’ αὐτοῦ παρά Θεοῦ τῶν ψυχικῶν μας παθῶν τήν ἴασιν ; Εἶναι ἄλλο τίποτας ἡ ἑορτή παρά ταῦτα ; Ἔπειτα …. δέν ἤκουσαν ποτέ τους, πώς εὐθύς ὁπού πέση εἰς τήν γῆν ἡ κεφαλή τοῦ Μάρτυρος, οἱ παρόντες Χριστιανοί ἀπό ψυχῆς καί καρδίας χαίροντες, καί τόν Θεόν δοξάζουσι καί τόν Μάρτυρα μακαρίζουσι».11 
Ὁ Βασιλεύς Δαβίδ θυσίασε πρόθυμα τά πάντα, Πατρίδα, γένος, ὕπαρξη, οἰκογένεια, γιά τήν ἀγάπη τοῦ ἐπουρανίου βασιλέως Χριστοῦ. Εἶναι ἡ καλή ἀπαρχή τῶν Νεομαρτύρων τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ. Γι’ αὐτό δέν πρέπει ἡ λήθη νά καλύψει μέ τό σιωπηλό της πέπλο τό μαρτυρικό θάνατο τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα τῆς Τραπεζοῦντος Δαβίδ γιά πολλούς σοβαρούς λόγους, πού ἔχουν σχέση μέ τήν ἐθνική μας, τήν Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία μας καί τό μέλλον μας στό ἱστορικό γίγνεσθαι.
Πρέπει νά τιμοῦμε τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του ἀποδεικνύοντας σέ ὅλους ἐκείνους, πού ἴσως συνέφερε νά παραδοθεῖ στήν ἀφάνεια τό πρόσωπο αὐτό καί τό μαρτυρικό του τέλος, ὅτι τά παιδιά τῶν ξεριζωμένων, ὅσο περνοῦν τά χρόνια, ὄχι μόνο δέν ξεχνοῦν˙ ἀλλά περισσότερο μέ ἱερό δέος ἐγκύπτουν στήν προγονική ἱστορία, τή σπουδάζουν καί ἀντλοῦν διδάγματα, ἀξίες καί δύναμη καί προχωροῦν καί διαπλέουν σ’ ὅλον τόν κόσμο μέ τήν «Ἀργώ» πού δέν σταμάτησε τό ταξίδι της. 
Τά παιδιά τῶν ποντίων δέν ξεχνοῦν, διότι ἠχεῖ μέσα τούς ἡ φωνή τῶν Πατέρων τους, ὅπως τήν διασάλπισε ὁ ἀείμνηστος Λεωνίδας Ἰασωνίδης : «Ξηρανθήτω ἡμῖν ὁ λάρυγξ, ἐάν ἐπιλαθόμεθά σου ὦ πάτριος ποντία γῆ».
——————————————————————————————
1 Μητροπολίτου Τραπεζοῦντος Χρυσάνθου, «Ἡ ἐκκλησία Τραπεζοῦντος», Ἀθῆναι 1933, σ. 521.
2 ὅ.π., σ. 522 (Σκευοφυλάκειο Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀριθμ. 8, φύλ. 294α).
3 WEISZ WELTGESCHICTE – GRAZ LEIPZIG 1892 VII 117.
4 Σάββα Ἰωαννίδη,«Ἱστορία καί στατιστική τῆς Τραπεζοῦντος», Θεσσαλονίκη 1988, σ. 95 (Α΄ ἔκδοσις Κωνσταντινούπολις 1870). 
5 ὅ.π., σ. 124.
6 Ἀρχιμ. Παναρέτου Τοπαλίδου, «Ὁ Πόντος ἀνά τούς αἰῶνας», Δράμα 1929, σ. 63-64.
7 Ἀρχεῖον Πόντου, Ἀθῆναι 1961, τόμος 24, σ. 28.
8 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, εἰς τόν Ἅγιον Ἱερομάρτυρα Φωκᾶ, MIGNE, P.G. 50,699.
9 Σωφρονίου Εὐστρατιάδου, Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως, «Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας», Ἀθῆναι 1995, σ. ιε΄.
10 Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Νέον Μαρτυρολόγιον», Ἀθῆναι 1961, σ. 24.
11 Π.Β.Πάσχου, «Ἐν ἀσκήσει καί μαρτυρίῳ», Ἀθῆναι 1996, (Ἀθανασίου Παρίου περί νεομαρτύρων), σ. 81-82.

Κείμενο του Ανδρέα Λουδάρου

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΕΛΛΗΝΑΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, ΗΤΑΝ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΠΟΥ ΠΕΤΑΞΕ, ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ, ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, ΤΟΝ 17ο. ΑΙΩΝΑ !!!

Συγγραφέας: kantonopou στις 26 Ιουλίου 2013

Τώρα έρχονται στο φως μυστικά, φυλαγμένα για αιώνες.
Σύμφωνα με τον Τούρκο καθηγητή ΣΙΝΑΝ ΤΣΕΤΙΝ, ο πρώτος άνθρωπος, που πέταξε, ήταν ΄Ελληνας.

Οπως αναφέρει ο Τούρκος χρονογράφος και περιηγητής Evliya Celebi, στο φημισμένο δεκάτομο έργο, το Seyahatnâme – «Βιβλίο των ταξιδιών, τον 17ο αιώνα  και, συγκεκριμένα, στις 8 Νοεμβρίου 1673, κάποιος, ονόματι Αχμέτ Τσελεμπί, πέταξε, με φτερά, που κατασκεύασε ο ίδιος, από τον Πύργο του Γαλατά, απέναντι, στην Ασιατική ακτή της Κωνσταντινουπόλεως.

Ο, τότε, Σουλτάνος Μουράτ ο Δ.΄, για το κατόρθωμά του αυτό, του προσέφερε ένα κουτί με χρυσές λίρες και τον εξόρισε στο Αλγέρι (δεν αναφέρεται γιατί). Πρόσφατα, ο Sinan Cetin, καθηγητής Ιστορίας, στο Πανεπιστήμιο «BILGI» της Κωνσταντινουπόλεως, ανακοίνωσε, πως, βάσει των τελευταίων ερευνών, προκύπτει, ότι o άνθρωπος αυτός δεν ήταν Τούρκος, αλλά Ρωμηός και το πραγματικό του όνομα  ήταν Αρσένιος Τσελέπης, γιος του Σάββα και της Ελισάβετ Τσελέπη, από τα Ταταύλα.

Η Δύση απέκρυψε το κατόρθωμα αυτό, όπως και οι Τούρκοι απέκρυψαν, για ευνόητους λόγους, την ιθαγένεια του Αρσένιου Τσελέπη.

Οι Δυτικοί, μέχρι σήμερα, θεωρούν, ότι οι πρώτοι άνθρωποι, που πέταξαν, εκτός από τους μυθικούς Ίκαρο και Δαίδαλο, ήταν οι αδελφοί Joseph Michel και Jacques Etienne Montgolfier, το 1783.

Το τολμηρό αυτό επίτευγμα έγινε, από τον ΄Ελληνα Αρσένιο Τσελέπη, το 1673, δηλαδή, 146 χρόνια πριν από τους αδελφούς Montgolfier, και, μάλιστα, στις 8 Νοεμβρίου, την ημέρα της εορτής των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ.

Παναγιώτης Χαβαράνης

http://www.romnios.gr

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Β΄ Ο ΜΑΚΕΔΩΝ

Συγγραφέας: kantonopou στις 26 Ιουλίου 2013

250px-BasilIos

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Β΄ Ο ΜΑΚΕΔΩΝ

 Ο ΕΠΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΚΤΟΝΟΣ

Εἰρήνης Ἀρτέμη, Θεολόγου –Φιλολόγου Μ.Α. Θεολογίας – ὑπ. διδάκτορος Θεολογίας

            Ὁ Βασίλειος ὁ Β΄ ὁ Μακεδών γεννήθηκε τό 958 στήν Κωνσταντινούπολη. Ἦταν γιός τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Β΄ καί ἐγγονός τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Ζ΄ τοῦ Πορφυρογέννητου. Μητέρα του ἦταν ἡ Θεοφανώ. Σημαντικές πληροφορίες γιά τόν Βασίλειο ἀντλοῦμε κυρίως ἀπό τρεῖς πηγές: α) ἀπό τή Χρονογραφία τοῦ Ψελλοῦ, ἡ ὁποία στηρίζεται κυρίως σέ προφορική παράδση[1], β) ἀπό τή Σύνοψη Ἱστοριῶν τοῦ Σκυλίτζη[2], ὁ ὁποία ἂν καί εἶναι μεταγενέστερη τῆς ἐποχῆς τοῦ Βασιλείου, ἐντούτοις θεωρεῖται ἀξιόπιστη, ἐνῷ συχνά γιά ὅσα γράφονται, ὑπάρχει ἀνάλογη παραπομπή σέ ἕνα μή σωζόμενο στίς μέρες μας ἱστόρημα τοῦ ἐπισκόπου Σεβαστείας Θεοδώρου καί γ) στήν Ἐπιτομή Ἱστοριῶν τοῦ Ἰωάννου Ζωναρᾶ.

            Ὁ Ρωμανός ὁ Β΄, πατέρας τοῦ Βασιλείου θεωροῦνταν ἕνας αὐτοκράτορας πού δέν ἐνδιαφερόταν γιά τό καλό τῆς αὐτοκρατορίας. Ἀντίθετα τό μόνο πού τόν ἐνδιέφερε ἦταν τά γλέντια, τά ποτά, τά ξενύχτια καί γενικότερα μία ζωή πού ταίριαζε σέ ἕναν χαροκόπο καί ὄχι σέ ἕναν αὐτοκράτορα. Ὁ Ρωμανός εἶχε ἀφήσει τή διακυβέρνηση τῆς χώρας στόν εὐνοῦχο παρακοιμώμενό του Ἰωσήφ Βρίγγα, ἐνῷ οἱ ἐπιτυχίες του τόσο στό στρατιωτικό, ὅσο καί στό διπλωματικό πεδίο ἀποδίδονταν στούς ἄξιους συνεργάτες του, πού βρίσκονταν σέ καίριες στρατηγικές θέσεις. Τό τελευταῖο δείχνει ὅτι ὁ Ρωμανός εἶχε διοικητικές ἱκανότητες, γιά νά μπορεῖ νά ἐπιλέξει τούς κατάλληλους ἀνθρώπους στίς κατάλληλες θέσεις. Ἐπιπλέον ἡ ἐσωτερική πολιτική του χαρακτηριζόταν ἀπό ἐνδιαφέρον καί φροντίδα γιά τούς ἀδυνάτους καί τήν ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων τους[3].

            Σέ ἡλίκία δύο ἐτῶν, τό 960, ὁ Ρωμανός στέφει τόν γιό του Βασίλειο συναυτοκράτορά του καί τό ἴδιο κάνει τό 962 μέ τόν γιό του Κωνσταντῖνο, τόν μετέπειτα αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Η΄ (1025-1028). Ὅταν τό 963, ὁ αὐτοκράτορας Ρωμανός ὁ Β΄ πεθαίνει, αὐτοκράτορας ἀνακηρύσσεται ἀπό τόν στρατό ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς. Τό ἴδιο ἔτος ὁ Φωκᾶς νυμφεύεται τή χήρα Θεοφανώ, νομιμοποιώντας ἔτσι τήν ἐξουσία του. Ἡ Θεοφανώ, ὅμως ἦταν  γυναίκα πανούργα καί φιλόδοξη. Ἔτσι τό 969, συνωμοτεῖ μέ κάποιους δυσαρεστημένους ἀξιωματικούς τοῦ Φωκᾶ καθώς καί μέ τόν ἀνιψιό του Φωκᾶ, Ἰωάννη Τσιμισκῆ καί δολοφονεῖ τόν αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκᾶ. Ἡ ἄνοδος τοῦ Τσιμισκῆ στόν θρόνο τῆς αὐτοκρατορίας συνοδεύτηκε, ἔπειτα ἀπό εἰσήγηση τοῦ Πατριάρχη Πολυεύκτου, μέ τήν τιμωρία τῶν ἐνόχων τῆς δολοφονίας τοῦ Φωκᾶ καί τήν ἐκδίωξη τῆς Θεοφανοῦς ἀπό τό Παλάτι.

            Τό 976, στίς 10 Ἰανουαρίου, πεθαίνει ὁ Τσιμισκῆς καί βασιλεῖς ἀναλαμβάνουν οἱ δύο γιοί τοῦ Ρωμανοῦ, ὁ δεκαοκτάχρονος Βασίλειος Β΄ καί ὁ ἀδερφός του Κωνσταντῖνος Η΄[4]. Στήν πραγματικότητα, ὅμως, γιά πάνω ἀπό ἑννέα χρόνια, τήν ἐξουσία τῆς αὐτοκρατορίας ἀσκοῦσε ὁ πανίσχυρος εὐνοῦχος Βασίλειος[5], πρώην πρόεδρος τῆς Συγκλήτου καί παρακοιμώμενος τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄. Τό 985 ὁ Βασίλειος καταφέρνει νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόν εὐνοῦχο Βασίλειο[6] καί ἀναλαμβάνει ὁ ἴδιος τά ἡνία τῆς αὐτοκρατορίας. 

            Κύριο μέλημα τοῦ Βασιλείου ἦταν ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ Σαμουήλ, γιοῦ τοῦ κόμιτος Νικολάου. Αὐτός, ἔπειτα ἀπό τόν θάνατο τοῦ τσάρου Βόρι καί τῶν τριῶν γιῶν τοῦ κόμιτος Νικολάου, ἀναλαμβάνει τήν ἐξουσία τῶν Βουλγάρων μέ σκοπό νά πετύχει τήν ἀνασύσταση τοῦ βουλγαρικοῦ κράτους. Τό νέο βουλγαρικό κράτος εἶχε ἐπίκεντρο τήν Ἀχρίδα, ἐνῷ ἐπιδίωξη τοῦ Σαμουήλ ἦταν νά ἐπεκτείνει τό κράτός του ἕως τή Λάρισα, ἴσως καί νοτιότερα[7]. Ὁ Σαμουήλ ὑπῆρξε ἕνας ἡγεμόνας αἱμοσταγής, χωρίς ἠθικούς φραγμούς, ὁ ὁποῖος δέν ἔδειχνε κανένα ἔλεος στούς κατοίκους τῶν ἑλληνικῶν πόλεων πού λεηλατοῦσε. Οἱ στρατιιῶτες του βίαζαν τίς γυναῖκες, τά κορίτσια τίς μοναχές, ἐνῷ συγχρόνως σκόπριζαν παντοῦ τόν θάνατο. Τό 986, ἡ ἐκστρατεία τοῦ Βασιλείου ἐναντίον τοῦ Σαμουήλ κατέληξε σέ πλήρη ἀποτυχία. Αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀμφισβήτηση τῆς ἐξουσίας τοῦ Βασιλείου ὅσο καί τήν ἱκανότητά του νά διοικήσει τό κράτος. Ὁ αὐτοκράτορας ἀντιμετώπισε μέ ἐπιτυχία τήν ἐξέγερση τῶν δυνατῶν Βάρδα Σκληροῦ καί Βάρδα Φωκᾶ χάρη στή βοήθεια τοῦ πρίγκιπα τοῦ Κιέβου, τοῦ Ρώσου ἡγεμόνα Βλαδίμηρου. Σέ ἀντάλλαγμα τῆς βοήθειας αὐτῆς ὁ Βλαδίμηρος ζήτησε νά νυμφευτεῖ τήν ἀδελφή τοῦ Βασιλείου τήν προρφυρογέννητη Ἄννα. Ὁ Βασίλειος, πιεζόμενος ἀπό τίς καταστάσεις καί τούς ἐξωτερικούς ἀλλά καί ἐσωτερικούς ἐχθρούς τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας του δέχθηκε μέ τόν ὄρο ὅτι ὁ Βλαδίμηρος καί ὅλος ὁ λαός του θά ἀσπάζονταν τή χριστιανική θρησκεία.

            Ἡ ἐναγώνια προσπάθεια τοῦ Βασιλείου νά μπορέσει νά ἀντιμετωπίσει τόν μεγάλο βουλγαρικό κίνδυνο καί νά περιορίσει τή δύναμη τῶν μεγαλογαιοκτημόνων[8], ἀλλά καί τῶν διαφόρων ἐχθρῶν του εἶχαν ἐμφανεῖς συνέπειες στόν χαρακτῆρα του. Ἔπαψε νά εἶναι χαμογελαστός, ἀνοιχτόκαρδος καί νά διασκεδάζει. Ἔγινε καχύποπτος, αὐταρχικός, κλεισμένος στόν ἑαυτό του, λιτοδίαιτος, ζοῦσε αὐστηρά σάν ἀσκητής καί στρατιώτης καί στόχος του ἔγινε ἡ νίκη του ἔναντι τῶν Βουλγάρων. Γιά τόν λόγο αὐτό μελετοῦσε συνεχῶς ἐγχειρίδια στρατιωτικῆς τέχνης[9]. Κατάφερε μέ νόμους νά περιορίσει τήν ἰσχύ τῶν μεγαλογαιοκτημόνων καί τόν κίνδυνο στρατιωτικῶν πραξικοπημάτων. Τό τελευταῖο τό πέτυχε μέ διάφορους νόμους, τίς Νεαρές.

            Τό διάστημα, ὅμως, πού ὁ Βασίλειος καταγινόταν γιά τό πῶς θά ἀντιμετωπίσει τά διάφορα κοινωνικά ζητήματα πού ἔχρηζαν ἄμεσης προτεραιότητας, ὁ Σαμουήλ ἐπιτίθεται στή Θεσσαλονίκη. Μετά τήν κατάκτησή της ἐπακολούθησε σφοδρή λεηλασία της. Στή συνέχεια στράφηκε πρός τά νότια, στή Βοιωτία, στήν Ἀττική, ἀκόμα καί στήν ἴδια τήν Πελοπόννησο. Ἀπό ὅπου περνοῦσε ὁ Σαμουήλ μέ τόν στρατό του ἔκαιγαν καί κατέστρεφαν τά πάντα[10]. Ὁ Σαμουήλ, ἀφοῦ χόρτασε μέ αἵμα καί λάφυρα, ἀποφάσισε νά γυρίσει στήν πατρίδα του μαζί μέ χιλιάδες αἰχμαλώτους. Κατά τήν ἐπιστροφή του, αἰφνιδιάστηκε ἀπό τόν βυζαντινό ἀρχιστράτηγο Νικηφόρο Οὐρανό. Ὁ τελευταῖος ἀποδεκάτισε τόν βουλγαρικό στρατό, καί μέ δυσκολία μεγάλη κατάφεραν νά τοῦ ξεφύγουν ὁ τραυματισμένος Σαμουήλ καί ὁ γιός του Ρωμανός.

            Ὕστερα ἀπό αὐτήν τήν τροπή τῆς εἰσβολῆς τοῦ Σαμουήλ στήν Κεντρική καί Νότια Ἑλλάδα, ἐκεῖνος στράφηκε στά βόρεια καί τά δυτικά ἐδάφη τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Τότε ὁ Βασίλειος ἀποφάσισε πώς ἔπρεπε νά χτυπηθοῦν κέντρα μέ ἀμιγῶς βουλγαρικό πληθυσμό. Σιγά –σιγά ὁ Βασίλειος κατόρθωσε  νά κατακτήσει πολλές βουλγαρικές πόλεις, στρατηγικῆς σημασίας. Ὁ κλοιός γύρω ἀπό τήν ἐπικράτεια τοῦ Σαμουήλ γινόταν ὅλο καί πιό ἀσφυκτικός. Ὁ Σαμουήλ μήν μπορώντας νά ἀντιμετωπίσει τόν στρατό τοῦ Βασιλείου εἶχε καταφύγει σέ ἕναν πόλεμο φθορᾶς πού ἔπληττε ὄχι μόνο τά αὐτοκρατορικά ἐδάφη, ἀλλά περιοχές ἀποκομμένες ἀπό τή βυζαντινή διοίκηση μέ πληθυσμούς πού στήριζαν τόν βούλγαρο ἡγέτη[11].

            Ὁ Βασίλειος ἔδωσε τό τελικό χτύπημα στόν βούλγαρο Σαμουήλ στίς 29 Ἰουλίου 1014. Τότε ὁ βυζαντινός στρατός κέρδισε τήν ἀποφασιστική μάχη τοῦ Κλειδιοῦ. Ὁ Βασίλειος ἔδωσε διαταγή οἱ δεκαπέντε χιλιάδες περίπου βούλγαροι αἰχμάλωτοι νά τυφλωθοῦν καί μπαίνοντας σέ σειρά ἀνά ἑκατό πού τούς ὁδηγοῦσε ἕνας μονόφθαλμος νά γυρίσουν στή Βουλγαρία. Τό θέαμα ἦταν πολύ σκληρό. Ὁ Σαμουήλ πέθανε ἀπό τή μεγάλη του στενοχώρια καί ὁ Βασίλειος ἔδωσε ἕνα ὁριστικό, ἴσως καί κυνικό, τέλος στίς ἐπεκτατικές βλέψεις κάθε ἐπίδοξου συνεχιστῆ τοῦ Σαμουήλ. Ὁ Βασίλειος, ὅμως, ἤξερε ὄχι μόνο νά εἶναι σκληρός ἐκεῖ πού ἔπρεπε, ἀλλά ἄφηνε νά φανεῖ καί τό ἀνθρώπινο πρόσωπό του, ὅπως συνέβη μέ τή χήρα τοῦ ἡγεμόνος Ἰωάννη Βλαδισθλάβου Μαρία, τήν ὁποία πῆρε ὑπό τήν προστασία του. Ἐπιεικής καί γενναιόδωρος ὑπῆρξε καί μέ τά μέλη τῆς βουλγαρικῆς βασιλικῆς οἰκογένειας καί τῆς ἡγετικῆς στρατιωτικῆς τάξεως, τά ὁποῖα τά ἔνταξε στή βυζαντινή αὐλική ἱεραρχία μέ τιμητικές διακρίσεις.

            Ὁ Βασίλειος συνέχισε νά ζῆ μέ λιτό στρατιωτικό τρόπο τή ζωή του ἕως τό 1025 πού πέθανε. Στά χρόνια του τό βυζαντινό κράτος εἶχε συγκεντρώσει μεγάλα χρηματικά ἀποθέματα στό θησαυροφυλάκιο[12], παρόλες τίς συνεχεῖς στρατιωτικές ἐπιχειρήσεις, οἱ πτωχοί καί οἱ ἀδύνατοι βοηθήθηκαν καί ἡ αὐτοκρατορία εἶχε ἀντιμετωπίσει μέ ἐπιτυχία ὅλους τούς βασικούς ἐχθρούς της.

            Ἡ ἱστορία τίμησε τόν Βασίλειο μέ τό προσωνύμιο Βουλγαροκτόνος. Ἄλλωστε αὐτό ἦταν ἡ ἐλάχιστη τιμή πού μποροῦσε νά τοῦ ἀποδοθεῖ, ἀφοῦ ἐάν δέν ὑπῆρχε ὁ Βασίλειος, ἴσως οἱ Βούλγαροι νά εἶχαν καταλάβει τό μεγαλύτερος μέρος τῶν βυζαντινῶν ἐδαφῶν καί νά ἦταν διαφορετικός ὁ ροῦς τῆς ἱστορίας. Σήμερα πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού αὐθαίρετα ἀποφασίζουν νά διαγράψουν αὐτόν τόν χαρακτηρισμό πού ἡ ἱστορία ἔδωσε στόν Βασίλειο μέ τό πρόσχημα τῆς καλῆς γειτονίας τῶν λαῶν. Ἡ ἱστορία δέν πρέπει οὔτε νά ἀλλοιώνεται οὔτε νά καπηλεύεται ἀπό κάποιους. Ἐν ὀνόματι τῶν  καλῶν σχέσεων μεταξύ τῶν κρατῶν δέν σημαίνει ὅτι πρέπει νά θυσιάζεται ἕνα μέρος  τῆς ἱστορίας τους ἤ νά παραποιεῖται ἐξολοκλήρου αὐτή. Ἡ ἱστορία διδάσκει. Οἱ λαοί μαθαίνουν ἀπό τά λάθη τους, ἐνῷ ἡ ἱστορία ἀποτελεῖ τό καλύτερο ὀχυρό στή διασφάλιση τῶν ἐδαφικῶν καί κυριαρχικῶν δικαιωμάτων τοῦ κάθε λαοῦ καί εἶναι στενά δεμένη μέ τή μέχρι τώρα ὑπόστασή του. Ὁ ἀρχαῖος ἕλληνας ἱστορικός Θουκυδίδης προειδοποιεῖ ὅτι ὁ λαός πού ξεχνάει τήν ἱστορία του, ἐξαφανίζεται. Ὅταν δέν ἔχεις παρελθόν ὡς λαός, δέν μπορεῖς νά ἔχεις οὔτε μέλλον. Ἄς τιμοῦμε, λοιπόν, τόν Βασίλειο τόν Β΄ τόν Μακεδόνα, ὡς Βουλγαροκτόνο, ἀναφερόμενοι στίς τότε στρατιωτικές ἐπιτυχίες του ἔναντι τῶν Βουλγάρων, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι δέν θά ἐπιδιώκουμε νά ἔχουμε καί νά διατηροῦμε καλές φιλικές σχέσεις μέ τά  ὅμορα κράτη, χωρίς ὅμως νά θυσιάζουμε στό παιχνίδι τῶν πολιτικῶν σκοπιμοτήτων οὔτε τήν ἱστορία μας οὔτε τά κυριαρχικά μας δικαιώματα.

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ζ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠ. 2011 


[1] Μιχαήλ Ψελλοῦ, Χρονογραφία Ι, ἐκδ. R. Renauld, Paris, 1926, σ. 4, κεφ. IV: «Τοῖς μὲν οὖν πολλοῖς ὅσοι τῶν καθ’ ἡμᾶς τεθέανται τὸν βασιλέα Βασίλειον… ὡς δ’ ἐγὼ τῶν ἀρχαιολογούντων περὶ αὐτὸν ξυγγραφέων ἤκουσα». Βλ. Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ἱστορία, Β΄ (867-1081), ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 19972, σ. 150.

[2] Σκυλ. , σ. 4 και 313.

[3] Ἰω. Καραγιαννοπούλου, Ἱστορία Βυζαντινοῦ Κράτους, Β΄, Θεσσαλονίκη 1981, 383.

[4] Μιχαήλ Ψελλοῦ, Χρονογραφία, Ι, σ. 2, κεφ. 2,: «θαυμάσειεν ἄν τις … τὸν Κωνσταντῖνον, ὅτι ἐξὸν κατ’ ἰσομοιρίαν τὸν πατρῷον κλῆρον, τὴν ἡγεομονίαν φημί, τῷ ἀδελφῷ διανείμασθαι, ὁ δὲ τοῦ πλείονος αὐτῷ παρακεχωρήκει…». Συναφῶς βλ. Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, «Ἡ ἀντιβασιλεία εἰς τό Βυζάντιον», Σύμμεικτα Κέντρου βυζαντινῶν ἐρευνῶν 2 (1970) 1-144, σ. 62-64.

[5] Ὁ εὐνοῦχος Βασίλειος ἦταν νόθος γιός τοῦ Ρωμανοῦ Α΄ Λεκαπηνοῦ καί κατά συνέπειαν θεῖος τοῦ Βασιλείου Β΄ καί τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Η΄.

[6] Μιχαήλ Ψελλοῦ, Χρονογραφία, Ι, σσ. 12-13, κεφ. 20. Σκυλίτζη, Σύνοψις Ἱστοριῶν, σ. 335.

[7] Ἰω. Καραγιαννοπούλου, «Συμβολή στό ζήτημα τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Κομητοπούλων», τιμητικός τόμος στόν καθηγητή Ν.Κ. Μουτσόπουλο, τ. Α΄ –Γ΄ ἐκδ. Ἁρμός, Θεσσαλονίκη 1990, 1991, σ. 883 κ. ἑ.

[8] Jus Graeco – Romanum, I, ἐκδ. Ι καί Π. Ζέποι, Ἀθῆναι 1931, σ. 267-272. Βλ. Ἰω. Καραγιαννοπούλου, Ἱστορία Βυζαντινοῦ Κράτους, Β΄, Θεσσαλονίκη 1981, σσ. 447-.448

[9] Μιχαήλ Ψελλοῦ, Χρονογραφία, Ι, σ. 4, κεφ. 4, σσ. 18-24, κεφ. 29 -34.

[10] Ἰω. Καραγιαννοπούλου, Τό Βυζαντινό Κράτος, ἐκδ. Βάνιας,  Θεσσαλονίκη 20014, 167.

[11] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ἱστορία, Β΄ (867-1081), ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 19972, σσ. 168-169.

[12] Αὐτόθι, σ. 175.

http://www.enromiosini.gr

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

«Η πολιτιστική σημασία του μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης στο θεοπάτητο όρος του Σινά»

Συγγραφέας: kantonopou στις 11 Ιουλίου 2013

«Η πολιτιστική σημασία του μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης στο θεοπάτητο όρος του Σινά»

τού Πάνου Σκιαδά

Θά ήταν μεγάλη παράλειψη εκ μέρους τού κάθε επισκέπτη τών Αγίων Τόπων, άν δέν άδραχνε τήν ευκαιρία νά επισκεφθή τούς δύο ιστορικότερους, κατά τήν γνώμη μου, σπουδαιότερους χώρους τής Ορθόδοξης Θρησκευτικής καί Πολιτιστικής Κληρονομιάς μας.

Ο πρώτος χώρος είναι τό Κουμράν τής ιουδαϊκής ερήμου, όπου μέσα σέ σπήλαια, μεταξύ τού 1947 καί 1956, βρέθηκαν τά περίφημα χειρόγραφα τής Νεκράς Θάλασσας, μιά από τίς σπουδαιότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις όλων τών αιώνων…

Ο δεύτερος χώρος πού προξενεί θαυμασμό στό μάτι καί δέος στήν ψυχή τού επισκέπτη είναι τό άγιο Μοναστήρι τής Αγίας Αικατερίνης, στίς ρίζες τού Θεοπάτητου Όρους τού Σινά. Αντικρύζοντάς το από μακριά αδίστακτα μπορεί νά πή κανείς ότι η ορατή φυσική ομορφιά του σπρώχνει άθελα τήν ψυχή σου πρός τόν αόρατο Θεό.

Τό Όρος τού Σινά μέ τό άγιο Μοναστήρι τής Αγίας Αικατερίνης στήν αγκαλιά του είναι γνωστό καί εμπνέει σεβασμό σέ όλον τόν κόσμο, όχι μόνον γιά τήν φυσική ομορφιά καί μεγαλοπρέπειά του, αλλά κυρίως γιατί εδώ καί τρείς χιλιάδες (3.000) χρόνια ο Θεός απεκάλυψε Εαυτόν κατά έναν ιδιάζοντα τρόπο.

Ήταν εδώ πού ο Προφήτης Μωϋσής αντίκρυσε τήν καιομένη αλλά μή φλεγομένη βάτο «…ώφθη δέ αυτώ άγγελος Κυρίου εν πυρί φλογός εκ τού βάτου καί ορά ότι ο βάτος καίεται πυρί ο δέ βάτος ου κατεκαίετο..» καί άκουσε τήν θεϊκή φωνή νά λέγη: «Μωϋσή, Μωϋσή, ο δέ είπεν, τί εστί; ο δέ είπε, μή εγγίσης ώδε. Λύσε τό υπόδημα εκ τών ποδών σου, ο γάρ τόπος εν ώ σύ έστηκας γή αγία εστί» (Έξοδος 3:2,5,6).

Οι πρώτες πληροφορίες γιά τήν ιστορία τού Μοναστηριού προέρχονται από τά Χρονικά τού Πατριάρχη Ευτυχίου τής Αλεξανδρείας, πού έζησε τόν 9ο αιώνα. Σύμφωνα μέ τίς πληροφορίες τών Χρονικών αυτών η αγία Ελένη, η μητέρα τού Κωνσταντίνου, εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τήν ιερότητα τού χώρου τής καιομένης Βάτου, ώστε τό 330 μ.Χ. διέταξε τήν ανέγερση εξωκκλησίου πρός τιμήν τής Παναγίας. Οι αιματηρές επιδρομές τών νομαδικών φυλών τής ερήμου πού επακολούθησαν, ανάγκασαν τούς μοναχούς τού Μοναστηριού νά ζητήσουν αυτοκρατορική προστασία, όχι μόνον από τούς Βυζαντινούς αυτοκράτορες, αλλά καί από αυτόν τόν Προφήτη Μωάμεθ, ο οποίος έγραψε γιά τό Μοναστήρι προστατευτική επιστολή, αντίτυπο τής οποίας υπάρχει καί σήμερα στό μουσείο τού Μοναστηριού.

Τό έτος 530 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός διέταξε τήν ανέγερση μιάς πολύ μεγαλύτερης βασιλικής, πού είναι σήμερα ο μεγαλοπρεπής ναός τής Μεταμορφώσεως, περιτριγυρισμένος μέ ογκώδεις τοίχους ύψους περίπου 12 καί 15 μέτρων. Περνώντας τούς τοίχους αυτούς καί μπαίνοντας στόν εσωτερικό χώρο τού Μοναστηριού, αισθάνεται κανείς ότι βρίσκεται στή μέση ενός μεσαιωνικού χωριού παρόμοιου μέ τού δικού μας Κάστρου τής Μονεμβασιάς. Τά κτίρια στριμωγμένα τό ένα μέ τό άλλο, μέ διαφορετικό ρυθμό καί αρχιτεκτονικό σχέδιο, σού δίνουν τήν εντύπωση ότι τυχαία ξεφύτρωσαν μέσα από τούς πρόποδες τού Όρους Σινά. Παρ’ όλα αυτά όμως η αίσθηση τής αρμονίας καί τής πνευματικότητας πού σού εμπνέουν, είναι ανεπανάληπτη.

Ο ναός τής Μεταμορφώσεως αποτελεί τήν καρδιά τού Μοναστηριού καί έχει τήν μεγαλύτερη καί αρχαιότερη συλλογή ορθόδοξων εικόνων όλου τού κόσμου. Διά μέσου τών αιώνων Χριστιανοί όλων τών πεποιθήσεων, ακόμη καί αυτοκράτορες, έκαναν δωρεές στό Μοναστήρι. Η συλλογή τών δώρων αυτών σέ εικόνες καί άλλα εκκλησιαστικά αντικείμενα κάνουν τήν εκκλησία μιά ζωντανή έκφραση βαθειάς χριστιανικής πίστης, πού επικρατούσε στό Σινά πρίν από περισσότερους από 17 αιώνες. Στούς τοίχους τού Ναού βλέπει κανείς εικόνες τού Μωϋσή νά βγάζη τά σανδάλια του μπροστά στήν καιομένη Βάτο καί νά δέχεται τίς Δέκα Εντολές από τό Χέρι τού αποκαλυφθέντος Θεού. Πίσω από τό εικονοστάσιο καί πάνω από τήν Αγία Τράπεζα αντικρύζει κανείς τόν μοναδικότερο θησαυρό τής βασιλικής, τό μωσαϊκό τής Μεταμορφώσεως τού Χριστού.

Φιλοτεχνημένο τόν 6ο αιώνα μέ τήν λεπτή αρμονία τών χρωμάτων, είναι ένα από τά σπουδαιότερα μωσαϊκά πού διασώζονται μέχρι σήμερα. Παρόμοιο σέ τεχνοτροπία μέ τό μωσαϊκό τής Αγίας Σοφίας τής Κωνσταντινουπόλεως απεικονίζει τόν μεταμορφωμένο Χριστό στό κέντρο, τούς δυό Προφήτες, τόν Μωϋσή καί τόν Ηλία στά αριστερά καί στά πόδια του Χριστού τούς Αποστόλους Πέτρο, Ιάκωβο καί Ιωάννη. Ιδού πώς ο Ευαγγελιστής Λουκάς περιγράφει τό γεγονός τής Μεταμορφώσεως τού Χριστού (Λουκάς 9:28-36): «Καί παραλαβών τόν Πέτρον καί Ιωάννην καί Ιάκωβον, ανέβη εις τό όρος (Θαβώρ) προσεύξασθαι καί εγένετο εν τώ προσεύχεσθαι αυτόν, τό είδος τού προσώπου αυτού έτερον καί ο ιματισμός αυτού λευκός εξαστράπτων…ταύτα δέ αυτού λέγοντος εγένετο νεφέλη καί επεσκίασεν αυτούς….»

Οι χιλιάδες εικόνες πού έχει στήν κατοχή του τό Μοναστήρι, αποτελούν τόν μεγαλύτερο θησαυρό τού Ορθόδοξου κόσμου. Τό 640, μετά τήν κατάκτηση τής Αιγύπτου από τούς Άραβες, τό Μοναστήρι έπαψε νά είναι υπό τήν επιρροή τής βυζαντινής εξουσίας.

Όταν η Ορθόδοξη Εκκλησία, κατά τήν περίοδο τής Εικονομαχίας, επί αυτοκράτορος Λέοντος ΙΙΙ τό 726, απαγόρευσε τήν λατρεία τών εικόνων, 8ο καί 9ο αιώνα, τό Μοναστήρι βρισκόταν υπό ισλαμική κατοχή καί έτσι η πολιτική τής Εικονομαχίας, τής καταστροφής τών εικόνων, άφησε τό Μοναστήρι ανεπηρέαστο.

Τό ευεργετικό αποτέλεσμα ήταν τό Μοναστήρι νά έχη σήμερα στήν κατοχή του τίς μόνες υπάρχουσες εικόνες τού 5ου αιώνα. Μέ τήν αναστήλωση τών εικόνων τό 843 η παραγωγή ορθόδοξων βυζαντινών εικόνων ξαναάνθισε σέ όλον τόν βυζαντινό ορθόδοξο κόσμο. Μιά από τίς πλέον εντυπωσιακές εικόνες πού έχει τό Μοναστήρι είναι εκείνη πού απεικονίζει μοναχούς επάνω σέ μιά σκάλα μέ πολλά σκαλοπάτια, επιζητούντες νά φθάσουν σέ όσο τό δυνατόν ψηλότερα επίπεδα πνευματικότητας καί θέωσης, ένα γεγονός πού περιγράφει στό βιβλίο του ο σιναΐτης μοναχός, γνωστός ως άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος.

Η σπουδαιότητα τού Μοναστηριού τής Αγίας Αικατερίνης οφείλεται όχι τόσο στήν αρχαιότητά του καί τήν πλούσια συλλογή εικόνων καί θρησκευτικών εκκλησιαστικών αντικειμένων, όσο γιά τήν Βιβλιοθήκη του. Η Βιβλιοθήκη του γνωστή ως «θεραπείον ψυχής» θεωρείται ως η πλουσιότερη στόν κόσμο σέ κατοχή πρώϊμων μεσαιωνικών χειρογράφων, μετά τό Βατικανό. Η συλλογή αυτή γίνεται μεγαλύτερη σέ αριθμό, διότι πολλά από τά 3.300 αρχαία χειρόγραφα πού έχει η Βιβλιοθήκη είναι παλίμψηστοι, δηλαδή χειρόγραφα (περγαμηνές), τών οποίων η αρχική γραφή είχε σβηστή, έτσι ώστε οι γραφείς σβήνοντας τήν αρχική γραφή νά μπορούν νά ξαναχρησιμοποιούν τήν πολύτιμη περγαμηνή (περγαμηνές ήταν δέρματα νεογνών κυρίως ζώων, τά οποία μετά από κατάλληλη επεξεργασία τά χρησιμοποιούσαν οι γραφείς γιά γράψιμο). Γιά νά χρησιμοποιηθή μιά περγαμηνή ξανά, τό αρχικό κείμενο έπρεπε νά σβηστή μέ ξύσιμο. (Η λέξη παλίμψηστο είναι σύνθετη από τήν λέξη πάλιν καί το ρήμα ψάω= εξαφανίζω διά ξυσίματος).

Επιστήμονες καί ερευνητές σήμερα χάριν τών νέων μέσων ψηφιακής τεχνικής (spectral imaging an ultraviolet irradiation) έχουν τήν δυνατότητα νά εξαφανίσουν τήν ορατή γραφή καί νά αυξήσουν τήν ορατότητα τής αρχικής υποστρωματικής γραφής.

Οπως μάς εξήγησε ο π. Ιουστίνος, μοναχός τού Μοναστηριού, πού ασχολείται γιά πολλά χρόνια τώρα μέ τήν αποκρυπτογράφηση τών χειρογράφων αυτών, υπάρχουν 3.300 χειρόγραφα στήν Βιβλιοθήκη τού Μοναστηριού από τά οποία τά 130 είναι παλίμψηστοι. Τά περισσότερα χειρόγραφα είναι γραμμένα σέ περισσότερες από δέκα γλώσσες, Ελληνικά, Αραμαϊκά, Κοπτικά, Αραβικά, κλπ.

Τά κείμενα τών χειρογράφων είναι κυρίως θεολογικά, αλλά υπάρχουν καί χειρόγραφα μέ ιστορικό καί επιστημονικό περιεχόμενο. Από τήν Βιβλιοθήκη τού Μοναστηριού προέρχονται δύο από τούς σπουδαιότερους καί γνωστότερους κώδικες τής αρχαιότητας: Ο Codex Syriakus, Συριακός Κώδικας καί ο Codex Sinaitikus, Σιναϊτικός Κώδικας, ο οποίος είναι ο αρχαιότερος καί ο μόνος υπάρχων κώδικας πού περιέχει ακέραιο τό αρχικό ελληνικό κείμενο τής Βίβλου.

Ο Αρχιεπίσκοπος τού Μοναστηριού Δαμιανός καί οι ελληνικής καταγωγής μοναχοί του ενθαρρύνουν καί υποστηρίζουν τήν επιστημονική έρευνα τών χειρογράφων καί τών παλίμψηστων, ελπίζοντες ότι η αποκρυπτογράφησή τους θά φέρη στό φώς μεγάλον αριθμό αγνώστων μέχρι τώρα κειμένων μεγάλης πολιτιστικής σπουδαιότητας.

Χάρη στίς νέες επιστημονικές μεθόδους αποκρυπτογράφησης παλαιών χειρογράφων ερευνητές κατόρθωσαν νά ανακαλύψουν τά κείμενα από επτά μελέτες τού Αρχιμήδη από τίς οποίες «Η Μέθοδος» καί τό «Στομάχιον» δέν υπάρχουν σέ κανένα άλλο υπάρχον χειρόγραφο. Οι νέες μέθοδοι αποκρυπτογράφησης τών παλίμψηστων έχουν φέρει στό φώς όχι μόνον άγνωστες μέχρι τώρα μελέτες τού Αρχιμήδη, αλλά απεκάλυψαν καί άλλα αρχαία κείμενα, όπως λόγους τού αρχαίου Αθηναίου ρήτορα τού 4ου π. Χ. αιώνα Υπερίδη, κείμενα ιατρικού περιεχομένου τού Ιπποκράτη καί σχόλια τού 3ου μ.Χ. αιώνα πάνω στίς κατηγορίες τού Αριστοτέλη.

Άς ευχόμαστε, ο Θεός νά δίνη πάντα δύναμη στούς μοναχούς τού Μοναστηριού νά συνεχίσουν νά είναι αιώνιοι θεματοφύλακες τής Πολιτιστικής Ορθόδοξης Κληρονομιάς μας.

Εκκλησιαστική Παρέμβαση Ιούνιος 2013

http://www.parembasis.gr/2013/13_06_18.htm

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Άγιοι, μοναχοί και αυτοκράτορες

Συγγραφέας: kantonopou στις 9 Ιουνίου 2013

άγιοι ηγεμόνες

Δεν είναι χωρίς λόγο που το Βυζάντιο αποκλήθηκε «εικόνα της ουράνιας Ιερουσαλήμ». Η θρησκεία βρισκόταν σε κάθε πτυχή της ζωής του Βυζαντίου. Οι γιορτές του Βυζαντινού ήσαν θρησκευτικά πανηγύρια· οι αγώνες που παρακολουθούσε στον Ιππόδρομο άρχιζαν με ύμνους· στα εμπορικά του συμβόλαια επικαλείτο την Αγ. Τριάδα και έβαζε σ’ αυτά το σημείο του σταυρού. Σήμερα, σε μια αθεολόγητη εποχή, είναι αδύνατο να καταλάβουμε πόσο τρομερό ενδιαφέρον έδειχνε η κάθε κοινωνική τάξη, οι λαϊκοί και οι κληρικοί, οι φτωχοί και οι αγράμματοι, αλλά συνάμα οι αυλικοί και οι λόγιοι, για τα θρησκευτικά ζητήματα.

Ο Βυζαντινός επίσκοπος δεν ήταν απλώς μια απόμακρη μορφή που παρακολουθούσε αφ’ υψηλού τις συνόδους· ήταν σε πολλές περιπτώσεις και ο αληθινός πατέρας για τον λαό του, ένας φίλος και προστάτης στον οποίο ο κόσμος στρεφόταν με εμπιστοσύνη όταν βρισκόταν σε ανάγκη. Τη μέριμνα για τους φτωχούς και καταπιεσμένους που έδειχνε ο αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος τη βρίσκουμε και σε πολλούς άλλους. Ο αγ. “Ιωάννης ο Ελεήμων, Πατριάρχης Αλεξάνδρειάς (πέθανε το 619), παραδείγματος χάριν, αφιέρωνε όλον τον πλούτο της επισκοπής του για να βοηθεί εκείνους που ονόμαζε «αδελφούς και αδελφές μου, τους φτωχούς». Όταν στέρεψαν οι δικοί του πόροι, έκανε έκκληση στους άλλους: «Συνήθιζε να λέει», όπως μας το διέσωσε κάποιος σύγχρονός του, «πως αν κάποιος, χωρίς βέβαια να το κάνει από έχθρα, γύμνωνε κάποιον πλούσιο από τα πλούτη του για να τα δώσει στους φτωχούς, δεν θα έκανε κακό». «Αυτούς που εσύ ονομάζεις φτωχούς και ζητιάνους», έλεγε ο αγ. Ιωάννης, «εγώ τους αποκαλώ κυρίους και βοηθούς μου. Γιατί αυτοί, και μόνον αυτοί, μπορούν να μας βοηθήσουν πραγματικά να εισέλθουμε στη Βασιλεία των Ουρανών». Η Εκκλησία στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν παρέβλεπε τις κοινωνικές υποχρεώσεις της, και μια από τις κύριες λειτουργίες της ήταν το φιλανθρωπικό έργο.

Ο Μοναχισμός έπαιζε αποφασιστικό ρόλο στη θρησκευτική ζωή του Βυζαντίου, όπως και σε κάθε άλλη Ορθόδοξη χώρα. Πολύ σωστά έχει ειπωθεί πως «ο καλύτερος τρόπος για να διεισδύσει κάποιος στην Ορθόδοξη πνευματικότητα είναι μέσω του Μοναχισμού». «Μεγάλος πλούτος μορφών πνευματικής ζωής βρίσκεται μέσα στην Ορθοδοξία, αλλά ο Μοναχισμός παραμένει η κλασικότερη μορφή απ’ όλες». Η μοναχική ζωή ως καθορισμένος θεσμός εμφανίστηκε κατ’ αρχάς στην Αίγυπτο και στη Συρία τον τέταρτο αιώνα και από εκεί επεκτάθηκε ραγδαία σε ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη. Δεν είναι σύμπτωση το ότι ο Μοναχισμός αναπτύχθηκε αμέσως μετά τη μεταστροφή του Κωνσταντίνου, όταν δηλαδή έπαυσαν οι διωγμοί και ο Χριστιανισμός έγινε της μόδας. Οι μοναχοί, με την αυστηρή τους ζωή, έγιναν μάρτυρες σε μια εποχή που δεν υφίστατο πλέον το μαρτύριο του αίματος· αποτελούσαν το αντίβαρο σ’ έναν κατεστημένο Χριστιανισμό. Οι άνθρωποι στη Βυζαντινή κοινωνία κινδύνευαν να ξεχάσουν πως το Βυζάντιο ήταν μια εικόνα και ένα σύμβολο, και όχι μια πραγματικότητα· διέτρεχαν τον κίνδυνο να ταυτίσουν τη Βασιλεία του Θεού μ’ ένα επίγειο βασίλειο. Οι μοναχοί, αποσυρόμενοι στην έρημο, εκπλήρωναν ένα προφητικό και εσχατολογικό λειτούργημα στη ζωή της Εκκλησίας. Υπενθύμιζαν στους χριστιανούς πως η Βασιλεία του Θεού δεν είναι εκ του κόσμου τούτου.

Ο Μοναχισμός έλαβε τρεις κυρίες μορφές, που είχαν και οι τρεις εμφανιστεί στην Αίγυπτο ήδη από το 350 μ.Χ. και παραμένουν εν ισχύι μέχρι σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Κατ’ αρχήν είναι οι ερημίτες, ασκητές που ζουν μόνοι τους σε καλύβες ή σπηλιές, ακόμη και σε τάφους, στα κλαδιά των δέντρων και στην κορυφή στύλων. Το μέγα πρότυπο της ερμητικής ζωής είναι ο πατέρας του ίδιου του Μοναχισμοί, ο άγ. Αντώνιος της Αιγύπτου (251-356). Μετά έρχεται η κοινοβιακή ζωή, στην οποία οι μοναχοί μένουν μαζί υπό κοινό κανόνα, σε ένα καθιδρυμένο μοναστήρι, Εδώ πρωτοπόρος υπήρξε ο άγ. ΙΙαχώμιος της Αιγύπτου (286-346). συντάκτης του κανόνα τον οποίο αργότερα χρησιμοποίησε ο άγ. Βενέδικτος στη Δύση. Ο Μέγας Βασίλειος, που τα ασκητικά του γραπτά επηρέασαν αποφασιστικά τον ανατολικό Μοναχισμό, ήταν σφοδρός υπέρμαχος της κοινοβιακής ζωής, αν και επηρεάστηκε μάλλον περισσότερο από τα Συριακά παρά τα Παχωμιανά μοναστήρια που επισκέφτηκε. Προσέδωσε μια κοινωνική έμφαση στον Μοναχισμό, παρακινώντας τα μοναστήρια να φροντίζουν για τους αρρώστους και τους φτωχούς, ιδρύοντας νοσοκομεία και ορφανοτροφεία, και να εργάζονται άμεσα για το καλό ολόκληρης της κοινωνίας. Εν γένει όμως τον ανατολικό Μοναχισμό τον απασχολεί πολύ λιγότερο η δράση απ’ ό,τι τον δυτικό. Στην Ορθοδοξία το πρωταρχικό καθήκον ενός μοναχού είναι η ζωή της προσευχής και μέσω αυτής μπορεί να διάκονεί τους άλλους. Δεν ενδιαφέρει τόσο πολύ τί κάνει ένας μοναχός όσο το τί είναι. Τελικά υπάρχει μία μορφή μοναχικής ζωής μεταξύ των δύο πρώτων, μια ημι-ερημητική ζωή, «ένας μέσος δρόμος», όπου αντί της μιας πολύ οργανωμένης κοινότητας υπάρχει ένα σύνολο μικρών οικημάτων με χαλαρή σύνδεση μεταξύ τους, όπου το κάθε οίκημα περιλαμβάνει περίπου δύο έως έξι μέλη, τα οποία ζουν μαζί υπό την καθοδήγηση ενός γέροντα. Τα μεγάλα κέντρα της ημι-ερημιτικής ζωής στην Αίγυπτο ήταν η Νιτρία και η Σκήτις, τα οποία με το τέλος του τέταρτου αιώνα είχαν δημιουργήσει πολλούς φημισμένους μοναχούς -τον Άμμωνα, ιδρυτή της Νιτρίας, τον Μακάριο τον Αιγύπτιο και τον Μακάριο Αλεξάνδρειάς, τον Ευάγριο Ποντικό και τον Αρσένιο τον Μεγάλο. (Αυτό το ημι-ερημιτικό σύστημα δεν απαντάται μόνο στην Ανατολή, αλλά και στην ακρότατη Δύση, στον Κελτικό Χριστιανισμό.) Από την αρχή η μοναχική ζωή θεωρήθηκε σε Ανατολή και Δύση ως μια κλήση για άνδρες και γυναίκες, και υπήρχαν αναρίθμητα γυναικεία μοναστήρια.

Λόγω αυτών των μοναστηριών η Αίγυπτος του τέταρτου αιώνα θεωρείτο ως μια δεύτερη Αγία Γη και αυτοί που ταξίδευαν στην Ιερουσαλήμ θεωρούσαν πως το προσκύνημά τους δεν θα ολοκληρωνόταν αν δεν περιλάμβανε και τα ασκητήρια του Νείλου. Τον πέμπτο και έκτο αιώνα τα σκήπτρα στο μοναστικό κίνημά τα πήρε η Παλαιστίνη, με τον άγ. Ευθύμιο τον Μεγάλο (πέθανε το 473) και τον μαθητή του άγ. Σάββα (πέθανε το 532). Το μοναστήρι που ίδρυσε ο άγ. Σάββας στην κοιλάδα του Ιορδάνη έχει μια αδιάλειπτη ιστορία μέχρι σήμερα· σ’ αυτήν την κοινότητα ανήκε ο άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός. Η Μονή της αγ. Αικατερίνης του όρους Σινά, ιδρυμένη από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό (βασίλεψε 527-565), έχει σχεδόν την ίδια αδιάλειπτη ιστορία. Όταν η Παλαιστίνη και το Σινά έπεσαν στα χέρια των Αράβων, τα σκήπτρα του Μοναχισμού πέρασαν, τον ένατο αιώνα, στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, στη Μονή του Στουδίου, στην Κωνσταντινούπολη. Ο άγ. Θεόδωρος, που έγινε Ηγούμενος εκεί το 799, επανενεργοποίησε την κοινότητα, αναθεώρησε τον κανονισμό της και έτσι προσέλκυσε μεγάλο πλήθος μοναχών.

Από τον δέκατο αιώνα ο Άθωνας έγινε το κύριο κέντρο του Ορθόδοξου Μοναχισμού. Ο Άθωνας είναι μια βραχώδης χερσόνησος στη Βόρεια Ελλάδα που εισχωρεί στο Αιγαίο και καταλήγει σε μια κορυφή ύψους περίπου 2000 μ. Γνωστός ως «Άγιον Όρος», ο Άθωνας περιλαμβάνει είκοσι «κυρίαρχες» μονές και ένα μεγάλο αριθμό μικρότερων κτισμάτων καθώς και ερημητήρια. Ολόκληρη η χερσόνησος είναι αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στη μοναστική διαβίωση, και την εποχή της μεγάλης του ακμής λέγεται πως περιλάμβανε γύρω στους σαράντα χιλιάδες μοναχούς. Η Μεγίστη Λαύρα, η μεγαλύτερη από τις είκοσι κυρίαρχες μονές, έχει η ίδια αναδείξει 2ο πατριάρχες και 144 επισκόπους: αυτό δίνει κάποια ιδέα για τη σημασία που έχει ο Άθωνας στην Ορθόδοξη ιστορία.

Δεν υπάρχουν «Τάξεις» στον Ορθόδοξο Μοναχισμό. Στη Δύση ο μοναχός ανήκει στους Καρθουσιανούς, στους Σιστερσιανούς ή σε κάποια άλλη Τάξη· στην Ανατολή είναι απλώς μέλος μιας μεγάλης αδελφότητας που περιλαμβάνει όλους τους μοναχούς και τις μοναχές, σε οποιοδήποτε μοναστήρι κι αν ανήκει ο καθένας ή η καθεμία. Δυτικοί συγγραφείς μερικές φορές αποκαλούν τους Ορθόδοξους μοναχούς «Βασιλειανούς μοναχούς» ή «μοναχούς της Βασιλείου Τάξεως», αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Ο άγ. Βασίλειος είναι μια σπουδαία μορφή στον Ορθόδοξο Μοναχισμό, αλλά δεν ίδρυσε κάποια Τάξη, και παρόλο που δύο έργα του είναι γνωστά ως Εκτενείς Κανόνες και Βραχείς Κανόνες δεν μπορούν καθόλου να συγκριθούν με τον Κανόνα του αγ. Βενεδίκτου.

Μια χαρακτηριστική μορφή του Ορθόδοξου Μοναχισμού είναι ο «γέροντας» (στα ρωσικά στάρετς, πληθ, στάρτσι). Ο γέροντας είναι ένας μοναχός με πνευματική διάκριση και σοφία, τον οποίον οι άλλοι είτε μοναχοί είτε κοσμικοί  τον αποδέχονται ως πνευματικό τους καθοδηγητή. Μερικές φορές είναι ιερέας, αλλά συνήθως είναι ένας απλός μοναχός· δεν έχει λάβει καμιά ειδική χειροτονία ή τοποθέτηση για το έργο του γέροντα, αλλά καθοδηγείται σ’ αυτό υπό την άμεση επίνευση του αγ. Πνεύματος. Σ’ αυτό το λειτούργημα μπορούν να προσκληθούν άνδρες και γυναίκες, επειδή είναι γνωστό πως στην Ορθοδοξία υπάρχουν «πνευματικές μητέρες» όπως και «πνευματικοί πατέρες». Ο γέροντας διακρίνει μ’ ένα συγκεκριμένο και πρακτικό τρόπο πιο είναι το θέλημα του Θεού σε σχέση με τον κάθε άνθρωπο που έρχεται να τον συμβουλευτεί: αυτό είναι το ιδιαίτερο χάρισμα του γέροντα. Ο αρχαιότερος και γνωστότερος γέροντας ήταν ο ίδιος ο Μέγας Αντώνιος. Το πρώτο μέρος της ζωής του, από τα δέκα οκτώ μέχρι τα πενήντα πέντε του, το πέρασε σε απομόνωση και αναχώρηση. Κατόπιν, παρόλο που συνέχισε να ζει στην έρημο, εγκατέλειψε τη ζωή της πλήρους απομόνωσης, και άρχισε να δέχεται επισκέπτες. Γύρω του μαζεύτηκαν αρκετοί μαθητές του, και πέρα απ’ αυτούς τους μαθητές του υπήρχε ένας πολύ ευρύτερος κύκλος ανθρώπων που έρχονταν, συχνά από μακρινά μέρη, για να τον συμβουλευτούν· ήταν τέτοιο το ρεύμα των προσκυνητών, ώστε, σύμφωνα με τον βιογράφο του άγ. Αθανάσιο, έγινε ο γιατρός όλης της Αιγύπτου. Ο Μέγας Αντώνιος είχε πολλούς διαδόχους, και στους περισσότερους βρίσκουμε την ίδια σειρά εξωτερικών γεγονότων  την απόσυρση με σκοπό την επάνοδο. Ο μοναχός πρέπει πρώτα να αποσυρθεί, και να μάθει στην ησυχία την αλήθεια για τον Θεό και τον εαυτό του. Κατόπιν, μετά τη μακρά και έντονη προετοιμασία στην απομόνωση, έχοντας αποκτήσει το χάρισμα της διάκρισης, το τόσο αναγκαίο για ένα γέροντα, μπορεί να ανοίξει την πόρτα του κελλιού του και να δεχτεί τον κόσμο από τον οποίο είχε πριν απομακρυνθεί.

Στην καρδιά του χριστιανικού πολιτεύματος του Βυζαντίου βρισκόταν ο Αυτοκράτορας, που δεν ήταν ένας συνηθισμένος κυβερνήτης αλλά ο εκπρόσωπος του Θεού πάνω στη γη. Αν το Βυζάντιο ήταν η εικόνα της ουράνιας Ιερουσαλήμ, τότε η επίγεια μοναρχία του Αυτοκράτορα ήταν η εικόνα της μοναρχίας του Θεού πάνω στη γη· στην εκκλησία οι άνθρωποι προσκυνούσαν την εικόνα του Χριστού, και στο παλάτι προσέπεφταν μπροστά στη ζωντανή εικόνα του Θεού στον Αυτοκράτορα. Το πολυδαίδαλο παλάτι, η Αυλή με το εκλεπτυσμένο τελετουργικό, η αίθουσα του θρόνου όπου μηχανικά λιοντάρια βρυχιούνταν και μουσικά πτηνά τραγουδούσαν: όλα αυτά τα πράγματα ήσαν σχεδιασμένα για να φανερώνουν την ιδιότητα του Αυτοκράτορα ως εκπροσώπου του Θεού. «Μ΄ αυτά τα μέσα», έγραφε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, «προβάλλουμε την αρμονική κίνηση του Δημιουργού Θεού μέσα στο σύμπαν, ενώ η αυτοκρατορική εξουσία διακρατείται κατ’ αναλογία και τάξη». Ο Αυτοκράτορας κατείχε μια ειδική θέση στη λατρεία της Εκκλησίας: δεν μπορούσε φυσικά να τελέσει τη θεία Ευχαριστία, αλλά κοινωνούσε με «τον τρόπο των ιερέων», -λαμβάνοντας στα χέρια του τον καθαγιασμένο άρτο και πίνοντας από το ποτήριο αντί να κοινωνήσει με το κοχλιάριο-, κήρυσσε, και σε ορισμένες γιορτές μάλιστα θυμιάτιζε την αγία Τράπεζα. Τα άμφια, που φορούν τώρα οι Ορθόδοξοι επίσκοποι, ήσαν η στολή που κάποτε φορούσε ο Αυτοκράτορας στην εκκλησία.

Η ζωή του Βυζαντίου αποτελούσε ένα ενιαίο όλο, και δεν υπήρχε καμία σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ του θρησκευτικού και του κοσμικού, μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας: και οι δύο θεωρούνταν ως τμήματα ενός μόνου οργανισμού. Γι’ αυτό ήταν αναπόφευκτο ο Αυτοκράτορας να παίζει έναν τέτοιο ενεργητικό ρόλο στις υποθέσεις της Εκκλησίας. Όμως δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει ταυτόχρονα το Βυζάντιο για Καισαροπαπισμό, για υποταγή της Εκκλησίας στην Πολιτεία. Αν και Εκκλησία και Πολιτεία σχημάτιζαν ένα οργανικό σύνολο, όμως μέσα σ’ αυτόν τον οργανισμό υπήρχαν δύο διακεκριμένα στοιχεία, η ιερωσύνη (sacerdotium) και η αυτοκρατορική εξουσία (imperium)· αν και τα στοιχεία αυτά συνεργάζονταν στενά, το καθένα βρισκόταν στη δική του σφαίρα αυτονομίας. Μεταξύ τους υπήρχε μία «συμφωνία» ή «αρμονία», και κανένα στοιχείο δεν εξασκούσε απόλυτο έλεγχο πάνω στο άλλο.

Αυτή είναι η πρακτική που ενσωματώθηκε από τον Ιουστινιανό στον μεγάλο νομικό κώδικα του Βυζαντίου (βλ. την έκτη Νεαρά) και επαναλήφθηκε σε τόσα άλλα Βυζαντινά κείμενα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα λόγια του Αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή: «Αναγνωρίζω δύο αρχές, την ιερωσυνη και την αυτοκρατορία· ο Δημιουργός του κόσμου εμπιστεύτηκε στην πρώτη τη φροντίδα των ψυχών και στη δεύτερη τον έλεγχο των σωμάτων. Καμιά από τις δύο αρχές δεν πρέπει να προσβληθεί, για να μπορεί έτσι ο κόσμος να απολαμβάνει την ευημερία». Ήταν λοιπόν καθήκον του Αυτοκράτορα να συγκαλεί συνόδους και να θέτει σε εφαρμογή τις αποφάσεις τους, το να υπαγορεύει όμως το περιεχόμενο αυτών των αποφάσεων βρισκόταν πέρα από τις δυνάμεις του: μόνο οι επίσκοποι, οι συγκεντρωμένοι εν συνόδω μπορούσαν να αποφασίσουν ποιά ήταν η αληθινή πίστη. Οι επίσκοποι αναδεικνύονταν από τον Θεό ως διδάσκαλοι της πίστεως, ενώ ο Αυτοκράτορας ήταν προστάτης της Ορθοδοξίας, και όχι διερμηνευτής της. Αυτή ήταν η θεωρία, και αυτή ήταν επίσης η πράξη κατά μεγάλο μέρος. Ομολογουμένως υπήρξαν πολλές περιπτώσεις που ο Αυτοκράτορας αναμείχτηκε άνευ εγγυήσεων στα εκκλησιαστικά ζητήματα· όταν όμως ανέκυπτε ένα σοβαρό ζήτημα αρχών

(principle), τότε οι εκκλησιαστικές αρχές γρήγορα έδειχναν πως διέθεταν τη δική τους θέληση. Η Εικονομαχία, παραδείγματος χάριν, υποστηρίχτηκε από μία σειρά Αυτοκράτορες, όμως παρ’ όλα αυτά απορρίφθηκε από την Εκκλησία. Στη Βυζαντινή ιστορία, Εκκλησία και Πολιτεία ήσαν στενά συνδεδεμένες, καμιά όμως δεν ήταν υποταγμένη στην άλλη.

Υπάρχουν πολλοί σήμερα, και όχι μόνο έξω από την Ορθόδοξη Εκκλησία, που ασκούν οξεία κριτική στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και στην ιδέα της Χριστιανικής κοινωνίας που αυτή εκπροσωπούσε. Είχαν όμως οι Βυζαντινοί εντελώς άδικο; Πίστευαν πως ο Χριστός, που έζησε ως άνθρωπος πάνω στη γη, είχε λυτρώσει κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης, και υποστήριζαν πως κατέστη έτσι δυνατό να βαπτίζονται όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά ολόκληρο το πνεύμα και η οργάνωση της κοινωνίας. Έτσι αγωνίστηκαν να δημιουργήσουν ένα εντελώς Χριστιανικό Πολίτευμα ως προς τις αρχές (principles) της διακυβέρνησης και ως προς την καθημερινή ζωή. Το Βυζάντιο στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε άλλο από μια προσπάθεια να γίνουν αποδεκτές και να μπουν σε πράξη οι πλήρεις συνέπειες της Σάρκωσης. Βεβαίως, η προσπάθεια αυτή είχε τους κινδύνους της: συγκεκριμένα οι Βυζαντινοί συχνά έπεσαν στο λάθος να ταυτίσουν το επίγειο βασίλειο του Βυζαντίου με τη Βασίλεια του Θεού, τους Έλληνες ή μάλλον τούς «Ρωμαίους», σύμφωνα με τον όρο που οι ίδιοι χρησιμοποιούσαν για να περιγράφουν τους εαυτούς τους, με τον λαό του Θεού. Βεβαίως το Βυζάντιο δεν ήρθη πολλές φορές στο ύψος των στόχων που είχε θέσει στον εαυτό του, και η αποτυχία του ήταν συχνά αξιοθρήνητη και καταστροφική. Οι ιστορίες για τη διπλοπροσωπία του Βυζαντίου, τη βιαιότητα και την απανθρωπιά είναι τόσο γνωστές που δεν χρειάζεται να τις επαναλάβουμε εδώ. Είναι αληθινές – αλλά είναι μέρος της αλήθειας. Πίσω όμως απ’ όλες τις ελλείψεις του Βυζαντίου μπορούμε πάντοτε να διακρίνουμε το μεγάλο δράμα που ενέπνεε τους Βυζαντινούς: να εγκαθιδρύσουν εδώ πάνω στη γη μια ζωντανή εικόνα της επουράνιας πολιτείας του Θεού.

(Μητροπ. Διοκλείας Καλλίστου Ware, «Η Ορθόδοξη Εκκλησία», εκδ. Ακρίτας, σ. 64-76)

http://www.pemptousia.gr

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Ιερά Σκήτη Μπογορόδιτσα (Θεογεννήτρα)

Συγγραφέας: kantonopou στις 2 Ιουνίου 2013

Η ιστορία της Ιεράς Μονής του Αγίου Παντελεήμονος (Ρωσικό) είναι συνδεδεμένη με τρία κέντρα: 
τη μονή «Ξυλουργού», η οποία ταυτίζεται με τη Σκήτη Μπογορόδιτσα,
 τη μονή «Θεσσαλονικέως», το σημερινό Παλαιομονάστηρο και τέλος
 
 τη Μονή Αγίου Παντελεήμονος (Ρωσικό).
 
 
 Η Ιερά Σκήτη Μπογορόδιτσα βρίσκεται στις ΒΑ πλαγιές του Αγίου Όρους, σε απόσταση μιας ώρας από την Ιερά Μονή Παντοκράτορος και 30΄ από τη Σκήτη του Προφήτη Ηλία. Εορτάζει στις 15/28 Αυγούστου, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και αποκαλείται με την κοινή ονομασία Μπογορόδιτσα, που στα βουλγαρικά σημαίνει Θεογεννήτρα. Υπάγεται στην Κυρίαρχο Ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος (Ρωσικού). 
…….Είναι κτισμένη σε μια μικρή αμφιθεατρική κοιλάδα, πάνω από τη δεξιά όχθη του χειμάρρου που κατέρχεται από τη βόρεια πλευρά της και περιστοιχίζεται από δασώδεις οροσειρές, οι οποίες αποτελούν και τη μικρή της περιοχή, στα όρια της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος. 
…….Η τοποθεσία στην οποία είναι κτισμένη η Σκήτη, σε υψόμετρο περίπου 700 μέτρων, είναι κοντά στην αρχαία Μονή Ξυλουργού, με την οποία ταυτίζεται. Η προσωνυμία Ξυλουργού προήλθε από το επάγγελμα του κτίτορα αυτής, ο οποίος, όπως φαίνεται σε πωλητήριο έγγραφο του 1030, ήταν ο Θεοδόσιος που αγόρασε την έκταση της γης στα όρια της Μονής Παντοκράτορος «παρά Δημητρίου του Χαλκέως», με σκοπό να επεκτείνει τη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου. Το 1048 αναφέρεται σαν ηγούμενος της Μονής κάποιος Ιωαννίκιος.
…….Τον Δεκέμβριο του 1143 παραχωρείται, με έγγραφο του Πρώτου, στον ηγούμενο Χριστόφορο και οι μοναχοί της είναι ρώσοι. Στις 15 Αυγούστου 1169 ο Πρώτος εκχωρεί στους Πατέρες της Μονής Ξυλουργού την Μονή Θεσσαλονικέως, επειδή πληθύνθηκαν τόσο πολύ που ο χώρος δεν ήταν επαρκής να τους φιλοξενήσει.
…….Το 1312 γίνεται διαχωρισμός των ορίων μεταξύ Μονής Ξυλουργού και της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου, η οποία απέχει 1 ώρα και 20΄.
…….Το 1340, επί Στεφάνου Δουσάν, διαμένουν στη Μονή Σέρβοι μοναχοί, ενώ το 1810 Βούλγαροι. Το σκήνωμα παρέμεινε για αιώνες ένα συνηθισμένο κελλί, ώσπου το 1818 μετατρέπεται σε Κοινόβια Σκήτη, η πρώτη που εμφανίζεται με αυτή τη μορφή.
…….Ο Θεοδώρητος, ηγούμενος της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου, το 1805 αναφέρει: «Άνωθεν του τόπου όντος υπό την δεσποτείαν του Παντοκράτορος και καλουμένου τω παλαιώ ονόματι Φαλακρού κείται η Μονή Ξυλουργού Βογορόδιτσα νυν λεγομένη, ιδιοπεριόριστος, οικήματα έχουσα καλά και Ναόν αρχαίον. Αύτη εδόθη το πάλαι παρά του Πρώτου προς κατοικίαν των Ρώσσων (Ραουσαίων) Μοναχών». 
…….Στα τέλη του 19ου αιώνα στη Σκήτη καταβίωναν 32 πατέρες, από τους οποίους οι περισσότεροι (25) ήταν Βούλγαροι και οι υπόλοιποι Βεσσαραβοί, που βρισκόταν σε διάσταση με τους πρώτους. Μετά τον θάνατο του Δικαίου Προκοπίου, την 11η Ιανουαρίου 1899, οι Βεσσαραβοί με κάθε τρόπο, υποκινούμενοι από τη Μονή Ρωσικού, προσπαθούν, αν και μειοψηφία, να εκρωσίσουν την Σκήτη και δεν αναγνωρίζουν τον νεοεκλεγέντα από την αδελφότητα Δικαίο Ιερομόναχο Στέφανο. Μόλις τον Φεβρουάριο του 1902 αναγκάσθηκε η κυρίαρχος Μονή ν’ αποστείλει αντιπρόσωπό της για να εγκαθιδρύσει Δικαίο τον Ιερομόναχο Στέφανο, ενάρετο και χρηστό άνδρα.
…….Γύρω από τη Σκήτη σώζονται, ερειπωμένα πλέον, περίπου 20 ησυχαστήρια, δεδομένου ότι πριν από το 1800 ήταν ιδιόρρυθμος. Κοντά στο ημιονοστάσιο της Σκήτης υπήρχε το Μονύδριο του Αγίου Αυξεντίου, το οποίο αναφέρεται σε έγγραφο του 1316, και κατερειπωμένο χρησιμεύει σαν όριο της Σκήτης με την Ιερά Μονή Παντοκράτορος. Νότια της Σκήτης, επί της κορυφογραμμής των περιστοιχιζόντων ορέων, υπήρχε ανεμόμυλος, ενώ τους χειμερινούς μήνες διατηρούσε και υδρόμυλο στον παραρρέοντα χείμαρρο.
…….Η σφραγίδα της Σκήτης, στα ελληνικά, γράφει: «Σφραγίς της ιεράς Σκήτης της Βογορόδιτσας των Βουλγάρων». 
…….Η Σκήτη στις αρχές του 20ου αιώνα απαρτίζονταν από τις παλιές πτέρυγες και μια νεόδμητη διώροφη, βόρεια του Καθολικού, η οποία έγινε το 1885 στη θέση παλιάς ερειπωμένης, η οποία κατεδαφίστηκε. Στον επάνω όροφο αυτής της πτέρυγας υπάρχει ωραιότατο παρεκκλήσι που τιμάται στη μνήμη των Θεσσαλονικέων αυταδέλφων Μεθοδίου και Κυρίλλου, οι οποίοι επινόησαν την Σλαβικήν αλφάβητον και δίδαξαν στους σλάβους την προς Θεόν πίστην.  Στο υπέρθυρο, εσωτερικά της εισόδου του Ναού, υπάρχει σλαβική επιγραφή σωβινιστικού περιεχομένου:«εγένετο επί τη μνήμη των Σλαύων αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου επί Προηγουμένου Ιερομονάχου Προκοπίου τω 1885». Ο Γερ. Σμυρνάκης θεωρεί ιστορική αυθάδεια τον χαρακτηρισμό των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου ως Σλάβων.
…….Στον δεύτερο όροφο της ίδιας πτέρυγας υπάρχουν τα αρχονταρίκια της Σκήτης τα οποία χρησιμοποιούνται για τους επισήμους και κάτω από αυτά τα μαγειρεία και η Τράπεζα η οποία χωρεί 120 πατέρες περίπου, καθώς και άλλη ευπρεπής Τράπεζα για τους επισκέπτες. Η νότια πτέρυγα έγινε το 1847 ενώ ανατολικά της Σκήτης δεν υπάρχει πτέρυγα.
…….Ο Κυριακός Ναός είναι μικρής χωρητικότητας και ιδρύθηκε πιθανώτατα στα μέσα του 18ου αιώνα. Ανατολικά αυτού υπάρχει παρεκκλήσι, στη μνήμη του Αγίου Ιωάννου της Ρίλας, το οποίο φέρει σλαβική επιγραφή, άνωθεν του υπερύθρου του κυρίως Ναού: «εγένετο επί Προηγουμένου Σωφρονίου τη 12η Ιουνίου 1820», ο δε νάρθηκας φέρει χρονολογία 1847, έτος κατά το οποίο προσετέθη στο Ναό.
…….Στη Σκήτη υπήρχε η θαυματουργή εικόνα της Θεομήτορος «Γλυκοφιλούσης». Ατυχώς όμως, αυτή και τα ιερά σκεύη, μεταφέρθηκαν, μετά την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης, στην πολύκλαυστο νήσο των Ψαρών προς φύλαξιν. Κατά την πυρπόληση της νήσου καταστράφηκε και ο Μητροπολιτικός Ναός, όπου υπήρχε η εικόνα και τα σκεύη. Σήμερα υπάρχει αντίτυπο της εικόνας αυτής μέσα στο Κυριακό, δίπλα στον Αρχιερατικό θρόνο, με την βουλγαρική επιγραφή «Σλάτκοε Τσελοβάνιε (Γλυκοφιλούσα)». 
…….Πυρκαγιές που υπέστη η Σκήτη στο παρελθόν, αφαίρεσαν πολλά από τα αυθεντικά αρχιτεκτονικά του στοιχεία.
…….Το μεγαλύτερο μέρος των κτισμάτων της Σκήτης βρίσκονται σε κακή κατάσταση.
…….Στη Βόρεια πτέρυγα διατηρείται αρκετά καλά το παρεκκλήσι των Αγίων Κυρίλου και Μεθοδίου. Εκεί φυλάσσονταν μέχρι πρόσφατα 25 σπουδαία σλαβικά χειρόγραφα, τα οποία τελευταία μεταφέρθηκαν στη Μονή Ζωγράφου.
…….Στη Σκήτη φυλάσσονται: Μικρό τμήμα του Τιμίου Ξύλου, τμήματα των λειψάνων των Αγίων Ευθυμίου, Ιγνατίου και Ακακίου των Ιβηριτών, Ιωάννου του Χρισοστόμου, Παντελεήμονος, Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας, Αγίου Θεοφόρου Ιγνατίου, Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης, Ιωάννου του Καλυβίτου, Γρηγορίου του Θεολόγου, Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ματθαίου, Αναστασίου του Πέρσου, Κυρίλλου και Μεθοδίου, Γεωργίου του Νέου, Ευδοκίμου του Βατοπεδινού, Ιακώβου του Πέρσου κλπ.
…….Σήμερα η Σκήτη κατοικείται από ολιγάριθμους μοναχούς.
 
 
Φωτογραφίες

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΓΕΝΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Συγγραφέας: kantonopou στις 2 Ιουνίου 2013

Το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα ή «Μονή Ρωσσικού» είναι κτισμένο σ’ έναν ορμίσκο μετά τη Μονή Ξενοφώντος και λίγο προτού φτάσουμε στη Δάφνη, από την πλευρά του Σιγγιτικού κόλπου. Ο λιμενοβραχίονας που προστατεύει τον όρμο κάνει δυνατή την πρόσβαση στη Μονή για όλα τα πλεούμενα. Τα πολυόροφα κτίρια, άλλα διαλυμένα και άλλα εγκαταλειμμένα, μαζί με τα καμμένα οικοδομικά συγκροτήματα, δίνουν την όψη βομβαρδισμένου στρατοπέδου. Η ρώσικη τάση για το μεγαλόπρεπο, το βαρύ, το υψηλό, το επίσημο, αποτυπώνεται σ’ όλα τα έργα. Σ’ ένα έδαφος που δεν βοηθά καθόλου στην κτιριακή επέκταση, οι Ρώσοι με προσχώσεις και αφαιρέσεις, κερδίζουν τον χώρο. Παντού αντηρίδες, κλίμακλες, γέφυρες και στηθαία. Παρόλες τις φθορές, η αρχοντιά και η ευγένεια της ρώσικης ψυχής είναι αισθητή. Με τους χαρακτηριστικούς βολβοειδείς τρούλλους της μοσχοβίτικης τεχνοτροπίας το καθολικό και άλλα παρεκκλήσιά της, δίνουν μια εικόνα της ακμής της ορθόδοξης Ρωσίας του 19ου αιώνος. Πλην όμως έντονοι χρωματισμοί με ψυχρά χρώματα, σε επιφανή σημεία της Μονής, αναιρούν πολλή από την επισημότητα τη μοναστηριακή.

Το σημερινό μεγαλόπρεπο συγκρότημα κτίσθηκε μετά τα μέσα του 18ου αιώνος (1765), αλλά η παλιά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα κι ονομαζόταν και του Θεσσαλονικέως. Η ιστορία της μονής είναι συνδεδεμένη με τρία κέντρα: τη μονή «Ξυλουργού», τη μονή «Θεσσαλονικέως» και τέλος τη Μονή Αγίου Παντελεήμονος.
Η πρώτη, η «μονή Υπεραγίας Θεοτόκου του Ξυλουργού» ή «των Ρως» (Ρώσων), ταυτίζεται με τη σημερινή σκήτη Βογορόδιτσα. Παλιά σλαβική παράδοση αναφέρει πως τη μονή ίδρυσε ο Αγιος Βλαδίμηρος ο Ισαπόστολος, ο ιδρυτής του Ρώσικου-Χριστιανικού κράτους (949-1015).
Το 1169 η αδελφότητα μεταφέρεται στη μονή «Θεσσαλονικέως», όπου το Παλαιομονάστηρο και αυτό αποτελεί το δεύτερο κέντρο της. Το σχετικό έγγραφο που εκδόθηκε από τον Πρώτο Ιωάννη και τη Σύναξη το 1169 αναφέρει ότι ο κύριος Λαυρέντιος, ο ηγούμενος, ζήτησε απ’ αυτόν και την Σύναξη να του δώσουν ένα μοναστήρι για να εγκατασταθεί η αδελφότητα. Οι γέροντες της Σύναξης κατέληξαν ότι κατάλληλο σκήνωμα είναι η του «Θεσσαλονικέως μονή», η οποία αν και παλαιότερα ετύγχανε πολυάνθρωπος, σήμερα «αφανής οράται». Επίσης δωρίζουν στη συνοδία του Λαυρεντίου και τα κελλιά της μονής που βρίσκονταν στις Καρυές. Η μονή Ξυλουργού που εγκατέλειψε η αδελφότητα ήταν αφιερωμένη στην Παναγία, το καινούργιο της μοναστήρι στον Άγιο Παντελεήμονα. Αυτό μαρτυρούν οι υπογραφές του Λεοντίου: «ηγούμενος του Αγίου Παντελεήμονος, ο Θεσσαλονικαίος». Σ’ αυτό το μέρος, που απήχε μία ώρα από τις Καρυές, η αδελφότητα θα παραμείνει 7 αιώνες.
Εδώ το 1192/1193 κείρεται μοναχός ο Άγιος Σάββας, αρχιεπίσκοπος Σέρβων. Υπάρχει και το ναϊδιο όπου εκάρη μεγαλόσχημος. Τότε ονομαζόταν του Προδρόμου, σήμερα του Αγίου Σάββα. Το 1307 καταλάνικες συμμορίες πυρπολούν ως άγρια θηρία τη μονή, αλλά μένει ανέπαφος ο πύργος, όπως αναφέρει ο αρχιεπίσκοπος Δανιήλ. Ο Στέφανος Ντουσάν επισκέφτεται προσκυνητής το Όρος το 1345 και ευνοεί ιδιαίτερα τη μονή «Θεσσαλονικέως», λόγω της κουράς του προγόνου του Αγίου Σάββα. Ο ίδιος τοποθετεί εδώ ηγούμενο τον Σέρβο λόγιο μοναχό Ησαϊα. Το 1363 της προσηλώνουν το μονύδριο του Κάτζαρη. Το 1422 ιδρύει με την άδεια της μονής Αλυπίου «καραβοστάσιον» και «αποθήκη» στην Καλιάγρα, όπου σήμερα τα σύνορα Κουτλουμουσίου και Σταυρονικήτα.
Η Μονή, απαρτισμένη από Έλληνες και Ρώσους μοναχούς, θα έχει αδιάσπαστη συνοχή μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα. Φαίνεται πως και η φρουριακή δομή της, κατά το ίδιο διάστημα, παρήχε εγγυήσεις, περισσότερες απ’ όσες η Μονή της Ρίλας. Σε συμβόλαιο που συνάφτηκε το 1466 μεταξύ των δύο Μονών αναφέρεται ότι η Μονή Ρίλας είχε δώσει στη Μονή Ρωσικού προς φύλαξη, κάποια εκκλησιαστικά πολύτιμα αντικείμενα λόγω της τουρκικής κατάκτησης. Στο ίδιο έγγραφο εξαίρονται οι σχέσεις των δύο βαλκανικών Μονών.
Τη Μονή ευεργετούν, από τους Βυζαντινούς, Ιωάννης Ε΄ (1341-76) και Μανουήλ Β΄ (1391-1425) οι Παλαιολόγοι, καθώς και η Ελένη Παλαιολογίνα, το 1407. Αλλά και Σέρβοι ηγεμόνες ενδιαφέρονται για τη Μονή, όπως και οι τσάροι της Ρωσίας. Το 1509 η πολύπαθη Σέρβα δέσποινα Αγγελίνα, που αργότερα θα καρεί μοναχή, ζητά από τον κνιάζ Βασίλειο Ιωάννοβιτς (1505-33) να αναλάβει υπό την προστασία του τη Μονή, την οποία θεωρεί πατρικό της λέγοντάς του, ότι « τ’ άλλα μοναστήρια έχουν τον κτίτορά τους, ενώ η μονή αυτή περιμένει από σένα…». Έτσι ο κνιάζ παίρνει τη Μονή υπό την προστασία του. Στο τέλος του 16ου αιώνα ο πατριάρχης Ιώβ (1591) και ο τσάρος Θεόδωρος Ιωάννοβιτς (1592) επιτρέπουν εράνους υπέρ της Μονής. Από τους Ρουμάνους, ευεργετούν τη Μονή, ο βοεβόδας Ουγγροβλαχίας Ιωάννης Vlad (1487) που ορίζει ετήσια επιχορήγηση 6.000 άσπρα, και ο Ιωάννης Radu, άλλες 3.000 άσπρα (1496), που αργότερα (1502) τα ανεβάζει στις 4.000.
Κατά την τουρκοκρατία η Μονή δοκιμάστηκε σκληρά. Υπήρχαν χρονικά διαστήματα που βρισκόταν εντελώς έρημη. Έτσι κατά το 1574-84 είναι εντελώς έρημη και τα 500 ρούβλια που στέλνει ο τσάρος Ιβάν Δ΄ Βασίλιεβιτς στη Μονή δεν βρίσκουν παραλήπτη. Αλλά και κατά τον επόμενο αιώνα η κατάσταση δεν βελτιώνεται. Σε γράμμα του πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρι (1620) σημειώνεται, ότι «η Μονή περιέπεσεν εις ζημίας και χρέη. Ενεχυρίασε τα τε άμφια της εκκλησίας, τα του μοναστηρίου χρειώδη και άλλα κτήματα αυτής… Αυξηθέντων δε των χρεών και ούτοι (μοναχοί) εφυλακίσθησαν και κατατρέχονται εν ταις φυλακαίς. Η εκκλησία και τα τείχη του μοναστηρίου κατηδαφίσθησαν. Οι πατέρες στερούνται παντός μέσου…». Κι έτσι κατά τα τέλη του ίδιου αιώνα η παρατεινόμενη προβληματική κατάστασή της αναγκάζει την Ιερά Κοινότητα να την περιλάβει στα υπό κηδεμόνευση μοναστήρια: «δια το παρόν ευρίσκεται το μοναστήριον των Ρώσων έρημον, και απέμειναν, και το μοναστήριον και οι τόποι του, εις την δεσποτείαν της μεγάλης Μέσης».
Η ανάκαμψη πάει ν’ αρχίσει το 1708, με τη δωρεά του ηγεμόνα Βλαχίας Μιχαήλ Ρακόβιτσα, πλην όλα τα σχέδια πάνε χαμένα με την εγκατάσταση Τούρκων: «1730 τον Μάιον, εδίωξαν τους καλογήρους εκ της Μονής το ονομαζόμενον Ρώσι και εκάθησαν έσω Ισμαηλίται και επόίησαν μιναρέ εις την εκκλησίαν». Όλο αυτό το διάστημα το ρωσικό στοιχείο είναι σημαντικά μειωμένο λόγω της εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας. Ο ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι, που επισκέπτεται τη Μονή το 1744, γράφει με κάποιο παράπονο, ότι η Μονή είναι ρωσική μόνο κατ’ όνομα, ενώ σ’ αυτήν κατοικούν Έλληνες, Σέρβοι και Βούλγαροι. Εκεί που, πριν αρχίσει το ξέσπασμα των ρωσοτουρκικών πολέμων (1736) ασκήτευαν ρώσοι μοναχοί. Αναφέρει επίσης ο Μπάρσκι, ότι η Μονή είναι φτωχή και ερειπωμένη, αλλά και ιδιόρρυθμη.
Εκείνος όμως που παίρνει τη Μονή υπό την προστασία του και τη σώζει από την κατάρρευση είναι ο ηγεμόνας Μολδαβίας Ιωάννης Καλλιμάχης (1758-61). Ο Ιωάννης αφιερώνει στη Μονή το παρεκκλήσι του ηγεμονικού ανακτόρου Μπογδάν-σεράι, καθώς και το μοναστήρι Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, και χρηματοδοτεί έργα ανασυγκρότησης που συνεχίζονται μέχρι την έναρξη της Επανάστασης από τον Σκαρλάτο Καλλιμάχη (1773-1821). Τόσο θα βοηθήσει τη Μονή η φαναριώτικη οικογένεια, ώστε να ορίζει ο πατριάρχης Καλλίνικος Δ΄ με σιγίλλιό του (1806), όπως η μονή ονομάζεται «αυθεντικόν κοινόβιον των Καλλιμάχηδων» «καταργουμένης της του Ρωσικού προσηγορίας».
Προηγήθηκε όμως των δωρεών του Σκαρλάτου, η μεταφορά της αδελφότητας από τη μονή «Θεσσαλονικέως» στο τρίτο κέντρο: στην παραθαλάσσια τοποθεσία όπου είναι και σήμερα. Το γεγονός συνέβη το έτος 1760. Η αδελφότητα, λοιπόν, εγκαθίσταται στο μονύδριο της Αναστάσεως. Η μονή Θεσσαλονικέως παίρνει την ονομασία Παλαιομονάστηρο και, χωρίς να εγκαταλειφθεί, γίνεται εξάρτημα της κυρίαρχης Μονής Ρωσικού. Τον επόμενο αιώνα, όταν άρχισαν να πληθαίνουν οι Ρώσοι, το εξάρτημα μεγαλύνεται σε κτίρια και ενοίκους.
Το 1803 η ιδιόρρυθμη Μονή ανακηρύσσεται κοινόβιο με πρώτο ηγούμενο το Σάββα Πελοποννήσιο που ασκήτευε στη σκήτη Ξενοφώντος. Ο Σάββας πέθανε λίγο πριν το 1821 και όπως γράφει ο πατριάρχης Κωνστάντιος, η Μονή «άριστα και θεοφιλώς διεξαγομένη ταις κοινοβιακαίς τάξεσιν, ου μόνον των πρόσθεν απήλακται δυσχερών, αλλά και λαμπροτέρα αναδέδεικται και περικαλλεστέρα αποκατέστη ανοικοδομηθείσα εκ βάθρων δια της προθύμου επιμελείας και του ζήλου και των ατρύτων πόνων και αγώνων του μακαρίτου εκείνου ηγουμένου Σάββα, ώστε μη κατόπιν υπολείπεσθαι αυταίς τη λαμπρότητι…». Όλα τα παραπάνω καλά κατορθώθηκαν χάρη στο Σάββα, αλλά και στη θαυματουργική δύναμη της κάρας του πάτρωνα της Μονής Αγίου Παντελεήμονος, και να πως: ο διερμηνέας του σουλτάν Μαχμούτ Β΄ (1785-1839) Σκαρλάτος Καλλιμάνης έκειτο βαριά άρρωστος για καιρό και στην απόγνωσή του προστρέχει στον θαυματουργό Μεγαλομάρτυρα. Λοιπόν προσκαλεί τον ηγούμενο Σάββα να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, φέρνοντας μαζί το ιερό λείψανο. Ο Σκαρλάτος γίνεται αμέσως καλά, και ορίζεται ηγεμόνας Βλαχίας (1809-19). Όμως δεν παύει, αναγνωρίζοντας τη θεραπευτική ενέργεια της ιερής κάρας, να εκπέμπει ευχαριστίες. Λοιπόν χρηματοδοτεί την ανέγερση νέων κτιρίων, στέλνοντας εδώ και τον μηχανικό του σουλτανικού παλατιού, όντα χριστιανό. Κατά το διάστημα αυτό (1812-21) θεμελιώνονται πολλά κτίρια (παρεκκλήσια, κελλιά, ξενώνες, νοσοκομείο), πρώτιστα το καθολικό. Επιγραφή στην είσοδο του καθολικού μαρτυρεί ότι αυτό χτίστηκε από τον Σκαρλάτο «προτροπή του αειμνήστου καθηγουμένου Σάββα ιερομονάχου». Το τέλος της ζωής του Σκαρλάτου ήταν τραγικό: τούρκικοι αφηνιασμένοι όχλοι τον κρέμασαν, μαζί με τον Γρηγόριο Ε΄ τον εθνομάρτυρα (Απρίλιος 1821).
Η κάρα του Αγίου Παντελεήμονα μετέβη και το 1744 στην βασιλεύουσα. Συγκεκριμένα «νόσος χαλεπή, η λεγομένη πανώλης, επιπολάζουσα» αποδεκατίζει τους κατοίκους της Πόλης και, βέβαια, όχι μόνο τους ραγιάδες. Έτσι οι αρχές και οι κάτοικοί της Πόλης παρακαλούν τη Μονή να πέμψει την κάρα του Αγίου. Με την άφιξη του ιερού λειψάνου, «το κακόν κεκόπακε και μηκέτι ίσχυσε λυμάναι ή όλως προσάψαι τινά το παράπαν». Έτσι γλύτωσε η Πόλη από το θανατικό. Το ίδιο έτος η κάρα καλείται στη Μολδαβία από τον ηγεμόνα Ιωάννη Νικολάου, όπου κι εδώ αποτρέπει την ίδια επιδημία. Ο βοεβόδας ορίζει ετήσια επιχορήγηση προς τη Μονή 100 γρόσια, που 6 χρόνια μετά, ανεβαίνει στα 150 από τον Κωνσταντίνο Μιχαήλ Ρακόβιτσα (1750). Είναι αξιοσημείωτο ότι η επιχορήγηση εκείνη επικυρωνόταν κι από κάθε νέο ηγεμόνα.
Μετά την αποχώρηση των τούρκων η Μονή αρχίζει να ανασυγκροτείται. Ηγούμενος ψηφίζεται ο από Δράμας Γεράσιμος, τον οπίο υπέδειξε στο αξίωμα ο προηγούμενος Σάββας. Ο Γεράσιμος «άνδρας σεμνός το ήθος και πράος και αρετή κεκοσμημένος», είναι ο πιο γνωστός ηγούμενος της Μονής. Επί ηγουμενίας του έγιναν στη Μονή μεγάλες ανακατατάξεις, λόγω της εμφάνισης του ρωσικού στοιχείου, ύστερα από αιώνα απουσίας. Οι πρώτοι Ρώσοι που καταφθάνουν εδώ το 1835 είναι, οι επιφανέστεροι: ο πρίγκιπας Σιρίνσκι-Σιγκμάτωφ και ο γιός ενός πλούσιου εμπόρου, ο Ιωάννης Σολομένκωφ. Αργότερα χειροτονούνται ιερομόναχοι, ο πρώτος Ανίκητος και ο δεύτερος Ιερώνυμος. Οι ραγδαίες αφίξεις στη Μονή Ρώσων μοναχών είναι αποφασιστικής σημασίας για την κατάσταση που θα επακολουθήσει. Τις αφήξεις των Ρώσων ευνοεί με αγαθή πρόθεση στην αρχή, με πολιτική σκοπιμότητα αργότερα, η κρατική μηχανή. Έτσι αρχίζουν οι επισκέψεις επισήμων: τ0 1845 επισκέφτεται τη Μονή ο μέγας δούκας Κωνσταντίνος Νικολάγιεβιτς. Το 1869, ο μέγας δούκας Αλέξιος Αλεξάνδροβιτς και το 1881 ο μέγας δούκας Κωνσταντίνος Κωνσταντίνοβιτς, καθώς και η μεγάλη δούκισσα Αλεξάνδρα Πετρόβνα, αυτή από τη θάλασσα. Η ραγδαία άνοδος του ρωσικού κράτους και η ιδέα του πανσλαβισμού ήταν σημαντικοί παράγοντες που βοήθησαν στον εκρωσισμό της Μονής. Κατά το 1850 οι των δύο εθνοτήτων είναι ισάριθμοι. Από το έτος εκείνο το ρωσικό στοιχείο αρχίζει να υπερνικά το ελληνικό με ταχύτητα. Τον Ιούλιο του 1869 οι αντιδικίες των δύο εθνοτήτων φτάνουν στο αποκόρυφο. Ο ηγούμενος Γεράσιμος, αγαθός και πράος ιερομόναχος, καταστέλλει συνεχώς τη συσσωρευμένη οξύτητα. Συντάσσει ένα κείμενο από 11 άρθρα, το οπίο και προσυπογράφει σύνολη η Σύναξη των 18 προϊσταμένων. Στο κείμενο καθορίζονται εξίσου τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των δύο εθνοτήτων. Σύντομα όμως κι αυτό θα αθετηθεί, όπως κι ένας κανονισμός της Ιεράς Κοινότητας. Αιτία κάποιοι Ρώσοι μοναχοί, εγκάθετοι της ρωσικής κυβέρνησης, που συνεχώς δημιουργούσαν προστριβές και επεισόδια. Ο Γεράσιμος, σε επιστολή του προς την Ιερά Κοινότητα, διεκτραγωδεί, με τρόπο άψογο και χριστιανικό, την άνιση μεταχείριση των Ρώσων εις βάρος των Ελλήνων. Οι Ρώσοι αδελφοί συνεχώς και αυξάνουν. Το 1895 έφτασαν τους 1.000, αριθμός που ακολουθεί μέχρι το 1913 αύξουσα κλίμακα. Ο μοναχικός βίος, ήταν επόμενο, σχεδόν βιομηχανοποιήθηκε: οικοδομές ογκώδεις με πλούσιο διάκοσμο γύρω από τη Μονή και μοναχοί με βίο στερημένο από τα παράσημα της μοναστικής ελπίδας. Μια μεγάλη μοναστική πολιτεία με όλους τους κοσμικούς θορύβους. Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι μόνο στα γραφεία «ειργάζοντο πλείονες των 30 γραμματέων Ρώσων». Παρά την ύπαρξη των εγκαθέτων που θέλουν να οδηγήσουν σε εθνικιστικές εκτροπές τη Μονή και τους μοναχούς της, τα έργα της χριστιανικής ευποιίας γίνονται ακατάπαυστα. Το ζήτημα ανάγεται στη διαιτησία του Οικουμενικού Πατριαρχείου επανειλημμένα. Ανέλπιστα το σιγίλλιο του πατριάρχη Ιωακείμ Β΄ (1860-63, 1873-78) προς τη Μονή (Σεπτέμβριος 1875) δεν δικαιώνει απλώς τους Ρώσους και ψέγει τους Έλληνες, αλλά βρίσκει αδικημένους τους Ρώσους που ήταν 10πλάσιοι σε αριθμό σε σύγκριση με τους Έλληνες: «… των Γραικών αξιούντων εαυτών αποκλειστικήν τινά και όλως προνομιακήν διαχείρησιν των της Μονής, τους δε άλλους αδελφούς (τους Ρώσους) εν μοίρα ξένων και επηλύδων τιθεμένων…». Όμως ο Ιωακείμ, όπως τον κατηγορούσαν οι πάντες, οι εφημερίδες και όλοι οι ομογενείς της Πόλης, από τις αντιπροσωπείες των δύο αντιτιθεμένων μερών, δέχτηκε σε ακρόαση μόνο τη ρωσική. Αυτός έπραττε και έγραφε ότι του υπαγόρευε εκείνος ο τεχνίτης της ίντριγκας κόμης Νικολάι Ιγνάτιεφ, πρεσβευτής της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη. Του σιγιλλίου είχαν προηγηθεί ο θάνατος του ηγουμένου Γερασίμου (10-5-1875) και η ανάδειξη μετά μια εβδομάδα του φορούμενου από πανσλαβιστικές ιδέες Μακαρίου Σόουσκιν από την Τούλα. Του Μακαρίου η ηγουμενία εκτείνεται μέχρι το 1889. Την εγκύστωση του εθνικισμού στο σώμα της Ορθοδοξίας, όσοι, Έλληνες και Ρώσοι, την βλέπουν ογκούμενη, αποσύρονται στο Παλιομονάστηρο ή σε άλλα μοναστήρια. Αναμένουν το σωφρονισμό των εθνικιστών από την έφορο του Τόπου, την Κυρία Θεοτόκο. Πραγματικά, το 1913 συνταράσσεται η Μονή από την κακοδοξία των ονοματολατρών, ενώ το 1917 με την επανάσταση στη Ρωσία, κλίνει η πηγή συντήρησης του εθνικισμού. Έτσι με πικρούς πειρασμούς οι ομόδοξοι αδελφοί οδηγούνται σταθερά στη αυτεπίγνωση, εγκαταλείποντας υπερφίαλες αξιώσεις για ολοκληρωτική επικράτηση. Σιγά-σιγά ήρθε γαλήνη σ’ όλα τα πνεύματα. 
Το Καθολικό της μονής τιμάται στο όνομα του Αγίου Παντελεήμονος. Σύμφωνα με την σχετική επιγραφή πάνω από την είσοδο της λιτής άρχισε να κτίζεται το 1812 και τελείωσε το 1821. Η επιγραφή αναφέρεται στον κτήτορα της μονής ηγεμόνα Σκαρλάτο Καλλιμάχη, o oποίος διετέλεσε ηγεμόνας της Βλαχίας από το 1809 μέχρι το1819 και χρηματοδότησε την ανέγερση νέων κτιρίων στην μονή.
Η τοιχοποιία του έγινε με ορθογώνιους λαξευτούς λίθους και ακολουθεί τυπολογικά το σχήμα των άλλων αθωνικών καθολικών καθώς συνδυάζει στοιχεία της ρώσικης αρχιτεκτονικής με την ελληνική ναοδομία. Στην στέγη του υψώνονται οκτώ τρούλοι ρωσικής τεχνοτροπίας, με την χαρακτηριστική βολβόμορφη βάση των σταυρών τους, ενώ παρόμοιοι τρούλοι καλύπτουν και τα παρεκκλήσια της μονής.
Το εσωτερικό του ναού καλύπτεται με τοιχογραφίες του δεκάτου ενάτου αιώνα, ρωσικής τέχνης. Το πλούσια διακοσμημένο τέμπλο του ναού είναι ρωσικής προέλευσης. Οι ιερές ακολουθίες στο καθολικό με συγίλλιο του έτους 1875 ορίστηκε να ψάλλονται και στις δύο γλώσσες, στην ελληνική και στη ρωσική εναλλακτικά, κάτι που εφαρμόζεται μέχρι σήμερα.
Το 1893 ανεγέρθηκε το κωδωνοστάσιο της Μονής Αγίου Παντελεήμονος πάνω από την είσοδο της τράπεζας με την χαρακτηριστική πυραμιδοειδή σκεπή του. Είναι κτίσμα υψίκορμο και με ισχυρή δόμηση προκειμένου να καλύπτει τα φορτία των τριάντα δύο καμπάνων του οι οποίες ξεπερνούν σε βάρος τους 20 τόνους. Η μεγαλύτερη καμπάνα βρίσκεται στον πρώτο όροφο πάνω από την Τράπεζα. Το βάρος της είναι 13 τόνοι, η διάμετρος της 2,70 μ. και η περιφέρειά της 8.71μ. Για την κρούση της απαιτούνται δύο μοναχοί. Στον ίδιο όροφο υπάρχουν τρεις ακόμα καμπάνες βάρους 3 τόνων η κάθε μία. Στον δεύτερο όροφο υπάρχουν αρκετές καμπάνες μικρότερες, οι οποίες είναι συνδεδεμένες με το ρολόι του καμπαναριού. Οι ρυθμικές κωδωνοκρουσίες τους δημιουργούν μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή αρμονία.
Η φιάλη βρίσκεται μπροστά και αριστερά από την είσοδο της τράπεζας. Είναι αρκετά ιδιόρρυθμη για το λόγο ότι δεν έχει θόλο, ούτε κιονίσκους. Το αναβρυτήριό της φέρει τέσσερις ανάγλυφες μαρμάρινες επάλληλες λεκάνες διαφορετικού μεγέθους. Πρόκειται για δώρο της αδελφότητας των Ιωασαφαίων στο τέλος του 19ου αιώνα.
Η Μονή Αγίου Παντελεήμονος διαθέτει συνολικά μέσα και έξω από το οικοδομικό της συγκρότημα, 36 παρεκκλήσια. Στην αυλή της Μονής σε αυτοτελές κτίσμα πίσω από το καθολικό βρίσκεται το παρεκκλήσι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που οι ακολουθίες γίνονται στην Ελληνική γλώσσα. Δυτικά της βιβλιοθήκης βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Μητροφάνη όπου οι ακολουθίες γίνονται στη ρωσική. Στη βορεινή πτέρυγα της μονής βρίσκονται εννέα παρεκκλήσια μεταξύ των οποίων της Αναλήψεως, του Αγίου Σεργίου, του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκυ που βρίσκεται σε επαφή με το ιδιαίτερα μεγάλο και επιβλητικό παρεκκλήσι της Αγίας Σκέπης. Πρόκειται για ένα τεράστιο πλούσια διακοσμημένο ναό, με πολλές χρυσεπένδυτες εικόνες και επιχρυσωμένο τέμπλο, χωρητικότητας 2000 ανθρώπων. Εδώ φυλάσσεται και η σπουδαία ψηφιδωτή εικόνα Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκυ. Στη νότια πτέρυγα από τα οκτώ παρεκκλήσια, μετά την πυρκαγιά διασώθηκαν, εκείνα του Αγίου Σάββα, του Αγίου Νικολάου και του Ιωάννη Προδρόμου, ενώ τα υπόλοιπα βρίσκονται εκτός μονής.
Η Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος έχει δύο κοιμητηριακούς ναούς
Ο παλαιότερος και σημερινός κοιμητηριακός ναός της τιμάται στη μνήμη των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Είναι κτισμένος το 1820, σύγχρονος του Καθολικού. Ακολουθεί τον τύπο του συνεπτυγμένου σταυροειδούς. Εσωτερικά ο ναός είναι στον τρούλο εικονογραφημένος. Στο ισόγειο βρίσκεται και το οστεοφυλάκιο της μονής. Ο δεύτερος και νεότερος ανεγέρθηκε το 1896. Είναι κτίσμα διώροφο, με ναό, οστεοφυλάκιο και δύο ανεξάρτητα κελλιά. Η μορφολογία του χαρακτηρίζεται από εκλεκτιστικά στοιχεία, τυπικό δείγμα της Ρωσικής αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα. Στο δεύτερο όροφο στεγάζεται ναός στη μνήμη των Αρχαγγέλων ενώ το ισόγειο είναι αφιερωμένο στους Ρώσους οσίους Σεραφείμ Σάρωφ και Θεοδόσιο Τσερνίκωφ.
Η είσοδος στην αυλή της Μονής Αγίου Παντελεήμονος γίνεται από τη νότια πτέρυγα. Το μεγαλύτερο τμήμα της αυλής βρίσκεται μεταξύ Καθολικού και ανατολικής πτέρυγας και καλύπτεται από οπωροφόρα δένδρα. Το δάπεδο της αυλής είναι εξ ολοκλήρου λιθόστρωτο με ορθογωνισμένες πλάκες μεγάλων διαστάσεων ενώ οι διάδρομοι της αυλής σχηματίζονται από καλοψημένους πλίνθους.
Η Τράπεζα βρίσκεται στην δυτική πτέρυγα, απέναντι από την είσοδο του Καθολικού. Αποτελεί ανεξάρτητο ορθογώνιο κτήριο μέσα στην αυλή και ανεγέρθηκε το 1893. Είναι εντυπωσιακά ευρύχωρη και μπορεί να εξυπηρετήσει χίλια περίπου άτομα. Το εσωτερικό της τράπεζας φέρει αγιογραφίες ρώσων ζωγράφων.
Tο μαγειρείο βρίσκεται στην δυτική πλευρά της μονής και εφάπτεται με την τράπεζα. Πρόσφατα ανακαινίστηκε και είναι αρκετά ευρύχωρο με πλούσιο εξοπλισμό.
Tο δοχειό, δηλαδή η αποθήκη τροφίμων, της μονής Αγίου Παντελεήμονος βρίσκεται στην δυτική πτέρυγα της μονής σε επαφή με το μαγειρείο. Εκεί φυλάσσεται και το λάδι της μονής.
φούρνος στεγάζεται στο πρώτο όροφο ενός τριώροφου κτιρίου, βορειοδυτικά και έξω από τον περίβολο της μονής. Η εστία του και ο εξοπλισμός του, ως προς το μέγεθος, προέρχονται από τις ανάγκες που είχε η μονή στο τέλος του δεκάτου ένατου αιώνα όταν ήταν πολυάριθμη
Το κρασαριό βρίσκεται στο υπόγειο τμήμα της νότιας πτέρυγας, αριστερά της κεντρικής εισόδου. Ο πλούσιος εξοπλισμός του προέρχεται από τον περασμένο αιώνα, και ήταν ανάλογος των τότε αναγκών της μονής.
Η Μονή Παντελεήμονος υπέστη τεράστια καταστροφή από πυρκαγιά πριν 40 περίπου χρόνια. Ηανατολική πτέρυγα, το παλαιό αρχονταρίκι, τμήματα της βορειοανατολικής και νοτιοανατολικής πτέρυγας, παραμένουν κατεστραμμένα μέχρι σήμερα. Στη βόρεια πτέρυγα, στον τελευταίο όροφο, της μονής Αγίου Παντελεήμονος βρίσκονται τα μεγαλοπρεπή παρεκκλήσια της Αγίας Σκέπης και του Αλεξάνδρου Νιέφσκι. Στην ίδια πτέρυγα στους τρεις πρώτους ορόφους βρίσκονται τα κελιά των μοναχών. Στη νότια πτέρυγα, η οποία πρόσφατα έχει αποκατασταθεί, υπάρχουν το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, ο νέος ξενώνας, το νέο αρχονταρίκι, και μερικά κελιά. Στο δυτικό τμήμα της νότιας πτέρυγας βρίσκονται το συνοδικό και κελιά μοναχών ενώ στο υπόγειό της υπάρχουν διάφορες αποθήκες. Στο δυτικό τμήμα του κτιριακού όγκου της μονής βρίσκονται τα αυτοτελή κτίρια της τράπεζας με το καμπαναριό, του μαγειρείου και το κτίριο του ξενώνα.
Τα κελλιά των πατέρων της μονής Αγίου Παντελεήμονος βρίσκονται στους τρεις πρώτους ορόφους της βόρειας πτέρυγας, καθώς και στην δυτική πλευρά της νότιας πτέρυγας.
Το συνοδικότης μονής Αγίου Παντελεήμονος βρίσκεται στον τελευταίο όροφο στο δυτικό τμήμα της νότιας πτέρυγας. Ο εσωτερικός διάκοσμος περιλαμβάνει παλαιά εικονίσματα, έπιπλα, φωτογραφίες των ηγουμένων, κτητόρων, καθώς και της τσαρικής οικογένειας.
Το αρχονταρίκι της μονής Αγίου Παντελεήμονος στεγάζεται σε ένα από τα μεγάλα οικοδομήματα έξω από τον δεύτερο περίβολο της μονής. Από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι την πυρκαγιά του 1968 λειτουργούσε σε πτέρυγα της μονής, με μεγαλοπρεπή αίθουσα υποδοχής που αντανακλούσε την παλιά αίγλη της Τσαρικής Ρωσίας.
Μέχρι τις αρχές του αιώνα στη μονή Αγίου Παντελεήμονος υπήρχε μία αυτόνομη οργάνωση για την κάλυψη των αναγκών της που μεταξύ των άλλων περιελάμβανε υποδηματοποιείο, ραφείο, εργαστήρια φωτογραφίας και χαρακτικής. Σήμερα διαθέτει στις πτέρυγές, κηροπολαστείο, προσφοριό, οδοντιατρείο, γηροκομείο, φαρμακείο, ραφείο και φωτογραφείο στο ισόγειο τμήμα της βιβλιοθήκης. Επίσης διαθέτει μεγάλο και οργανωμένο εργαστήριο συντήρησης εικόνων, ενώ σύντομα θα λειτουργήσουν και χώροι συντήρησης βιβλίων.
Tο σκευοφυλάκιο στεγάζεται σε διώροφο κτίσμα βόρεια και δίπλα στην τράπεζα. Λειψανοθήκες με λείψανα αγίων, ξυλόγλυπτοι σταυροί, ιερά άμφια, εγκόλπια, ασημένια και χρυσά λειτουργικά σκεύη, κοσμούν τον εσωτερικό του χώρο.
Το εικονοφυλάκιο βρίσκεται βόρεια του Καθολικού σε επαφή με τον ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου. Στον χώρο του φυλάσσονται πολλές εικόνες, μεταξύ των οποίων διακρίνονται της Θεοτόκου Ιεροσολυμίτιδος, του Ιωάννου Προδρόμου του Αγίου Παντελεήμονος και άλλες ρωσικής στην πλειονότητά τους, τέχνης.
  Η πλουσιότατη βιβλιοθήκη στεγάζεται σήμερα σε ανεξάρτητο διώροφο οικοδόμημα μέσα στην αυλή. Περιλαμβάνει 1300 περίπου κώδικες, από τους οποίους οι 110 είναι περγαμηνοί. Οι σλαβικοί κώδικες ανέρχονται σε 600. Η βιβλιοθήκη αριθμεί επίσης 30000 έντυπα βιβλία, ελληνικά, ρωσικά και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Πλουσιότατο είναι και το αρχείο της Μονής σε έγγραφα βυζαντινά αλλά και νεότερα, ρωσικά και ελληνικά.
Η Μονή Αγίου Παντελεήμονος στον άμεσα περιβάλλοντα χώρο της διαθέτει: Το αρχονταρίκι με τον ξενώνα και το παρεκκλήσι της Μεταμορφώσεως, τον αρσανά με τις αποθήκες, δύο κοιμητηριακούς ναούς, το νέο και το παλιό μηχανουργείο των αρχων του αιώνα, το ξυλουργείο, το χυτήριο, τη σιταποθήκη, το βουρδουναριό, τα εργατόσπιτα αλευρόμυλου, και το λαδαριό. Σε κτίσμα έξω από το κύριο οικοδομικό της συγκρότημα η μονή διαθέτει εργαστήριο αγιογραφίας.
Το αρχικό συγκρότημα του αρσανάτης Μονής Αγίου Παντελεήμονος ο οποίος βρισκόταν σε αρκετή απόσταση από τη μονή προς την πλευρά της Δάφνης, κατεστράφη τον προηγούμενο αιώνα μετά από πλημμύρα και υπερχείλιση του παρακείμενου χειμάρρου. Ο επόμενος ανοικοδομήθηκε σχετικά πρόχειρα, με ξυλοκατασκευή στο λιμάνι της μονής και παρέμεινε μέχρι το 1998. Στην θέση του σήμερα κατασκευάστηκε νέο λιθόκτιστο κτίσμα.
Το βουρδουναριό, που βρίσκεται βορειοδυτικά και έξω από τον περίβολο της μονήs, είναι ένα τυπικό μονώροφο κτίσμα αγιορείτικου τύπου.
Ο ξενώνας βρίσκεται νότια από τον περίβολο της, πολύ κοντά στη θάλασσα. Είναι ένα εξαόροφο κτίριο από λαξευτή πέτρα που ανακαινίστηκε πρόσφατα.
Το μηχανουργείο, στεγάζεται σε δύο κτίσματα ανατολικά του περιβόλου της μονής. Είναι κτίρια πενταόροφα κατασκευασμένα από λαξευτή πέτρα μεγάλων διαστάσεων και επικάλυψη στέγης από σχιστόπλακα. Το μηχανουργείο εκτείνεται σε δύο ορόφους, ισόγειο και όροφο. To παλιό μηχανουργείο του περασμένου αιώνα, ήταν πλήρως εξοπλισμένο με πολλά μηχανήματα και εργαλεία προηγμένης τεχνολογίας για την εποχή τους, που διατηρούνται καλά μέχρι σήμερα.
Πίσω από τον αρσανά της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος βρίσκονται οι αποθήκες. Πρόκειται για δύο ογκώδη πενταόροφα κτήρια των οποίων σήμερα χρησιμοποιείται μόνο το ισόγειο τμήμα, για αποθήκευση οικοδομικών υλικών.
Oι σιταποθήκες, βρίσκονται ανατολικά και έξω από τον περίβολο της μονής, δίπλα στη θάλασσα. Στεγάζονται σε δύο μεγάλων διαστάσεων πενταόροφα κτίρια, κατασκευασμένα από λαξευτή πέτρα με επιμελημένη αρμολόγηση.
H Μονή Αγίου Παντελεήμονος δεν διαθέτει οχυρωματικό πύργο. Η έλλειψη ιστορικών πληροφοριών ή οικοδομικών υπολειμμάτων συγκλίνουν στην διαπίστωση πως ούτε και στο παρελθόν υπήρχε πύργος στη Μονή.
H Μονή Αγίου Παντελεήμονος διαθέτει σαν εξαρτήματά της τη Σκήτη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, επονομαζόμενη και Μπογορόδιτσα, δώδεκα κελλιά εκτός του αντιπροσωπείου της στις Καρυές και δύο Καθίσματα.  To ένα απ’ αυτά, το Παλαιομονάστηρο διατηρεί βυζαντινά οικοδομικά μέλη και αξιόλογο ναό. Επίσης το ημιτελές συγκρότημα της Νέας Θηβαϊδος ή Γουρνοσκήτης, των αρχών του αιώνα που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά της χερσονήσου και είναι το πλησιέτερο οικοδομικό συγκρότημα προς την Ουρανούπολη. Το εκτεταμένο συγκρότημά της προορίζονταν για διπλή σκήτη, μία κοινόβια και μία ιδιόρρυθμη. Τέλος στα όρια της Αθωνικής χερσονήσου η Μονή διαθέτει μικρό οικιστικό συγκρότημα με αμπελώνες, την Χρωμίτσα.
Η Μπογορόδιτσα ( Θεογεννήτρια ) βρίσκεται σε δύσκολη και απομονωμένη περιοχή κοντά στη μονή Παντοκράτορος σε υψόμετρο 700 μέτρων. Κτιριολογικά μοιάζει με μονή με περιμετρικές πτέρυγες και το ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην εσωτερική αυλή. Ταυτίζεται με την παλαιά μονή Ξυλουργού. Εξέπεσε για αιώνες στην τάξη του κελλιού. Το 1818 μετατράπηκε σε κοινόβια σκήτη, την πρώτη που εμφανίζεται με αυτή την μορφή. Tο Κυριακό της σκήτης είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Eίναι λιτός ναός αγιορειτικού τύπου καλυμμένος με σχιστόπλακα. Πυρκαγιές που υπέστη στο παρελθόν, αφαίρεσαν πολλά από τα αυθεντικά αρχιτεκτονικά του στοιχεία. Το μεγαλύτερο μέρος των κτισμάτων της σκήτης βρίσκονται σε κακή κατάσταση. Στη Βόρεια πτέρυγα διατηρείται αρκετά καλά το παρεκκλήσι των Αγίων Κυρίλου και Μεθοδίου. Εκεί φυλάσσονταν μέχρι πρόσφατα 25 σπουδαία σλαβικά χειρόγραφα, τα οποία τελευταία μεταφέρθηκαν στη Μονή Ζωγράφου. Στο ανατολικό τμήμα της σκήτης βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη της Ρίλλας Σήμερα η σκήτη κατοικείται από ολιγάριθμους μοναχούς.
Πηγές:
Δωροθέου Μοναχού, ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ Μύηση στην Ιστορία του και τη Ζωή του, εκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη 1986.
Κε.Δ.Α.Κ. Κέντρο Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς, Οδοιπορικό στο Άγιον Όρος.

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΓΕΝΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ

Συγγραφέας: kantonopou στις 1 Ιουνίου 2013

ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ
Ζωντανή ιστορική μνήμη 560 ετών, μαρτυρούμενη στην ιστοριογραφία του Μιχαήλ Δούκα

Γράφει ο θεολόγος, εκκλησιαστικός ιστορικός και νομικός Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

Ο ιστοριογράφος Μιχαήλ Δούκας (περίπου 1400- 1470) αναφερόμενος στα περί την άλωση της Θεοτοκουπόλεως – Κωνσταντινουπόλεως καταγράφει τα γενόμενα με συγκλονιστικό τρόπο ως εξής: «… Αφού λοιπόν ετοίμασε τα πάντα (εννοεί τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή), όπως θεωρούσε καλύτερα, έστειλε μήνυμα στην πόλη που έλεγε στον Βασιλέα (εννοεί τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ τον Παλαιολόγο): «Μάθε πως οι πολεμικές προετοιμασίες έχουν τελειώσει: Πλησιάζει πλέον η στιγμή να ολοκληρώσουμε αυτό που έχουμε σχεδιάσει από καιρό- όσο για την έκβαση του εγχειρήματός μας, την εμπιστευόμαστε στον Θεό. Τι έχεις να πεις; Θέλεις να εγκαταλείψεις την πόλη και να φύγεις, όπου σου αρέσει, μαζί με τους άρχοντες και τα υπάρχοντάς τους, αφήνοντας τον πληθυσμό πίσω σώο κι αβλαβή τόσο από εμένα όσο κι από εσένα; Ή μήπως διαλέγεις να αντισταθείς και μαζί με τη ζωή σου να χάσεις και τα υπάρχοντά σου, εσύ και οι δικοί σου, ενώ ο λαός σου να αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους και να διασκορπιστεί στα πέρατα της γης;».
Τότε ο Βασιλιάς του απάντησε με ομόφωνη γνώμη της Συγκλήτου: «Αν θέλεις κι εσύ να ζήσεις μαζί μας ειρηνικά, όπως έζησαν και οι γονείς σου στο παρελθόν, ας έχεις την ευλογία του Θεού. Γιατί εκείνοι θεωρούσαν πατέρες τους, τους γονείς μου κι έτσι τους τιμούσαν, ενώ ένοιωθαν αυτήν εδώ την πόλη για πατρίδα τους. Σε κάθε επικίνδυνη περίσταση, όλοι τους έτρεχαν μέσα της για να σωθούν. Κανένας αντίπαλός της δεν έζησε πολλά χρόνια. Κράτησε όλα τα κάστρα που άρπαξες τόσο άδικα από εμάς, κράτησε τη γη, απόλαυσε όλους τους φόρους που σου καταβάλλουμε ετησίως, κατά τη δύναμη μας, και φύγε ειρηνικά. Έχεις σκεφτεί μήπως, αντί να κερδίσεις, βρεθείς τελικώς να χάνεις; Δεν έχω το δικαίωμα ούτε εγώ ούτε κανείς άλλος από τους κατοίκους της να σου παραδώσουμε αυτήν την πόλη, γιατί όλοι με μια ψυχή θα πεθάνουμε με απόφαση ομόθυμη προασπίζοντάς την».
Μόλις άκουσε το μήνυμα ο Τύραννος, έχασε κάθε ελπίδα για ειρηνική παράδοση της Πόλης και διέταξε αμέσως να σταλούν τελάληδες σε όλο το στρατόπεδο δηλώνοντας την ημέρα της επίθεσης και δίνοντας όρκους πως εκείνος δεν χρειάζεται κανένα άλλο λάφυρο πέρα από τις οικοδομές και τα τείχη της πόλεως: «Όλοι οι θησαυροί και όλοι οι αιχμάλωτοι ας είναι η δικιά σας ανταμοιβή, έτσι διαλάλησε. Τα στρατεύματα επευφήμησαν στο άκουσμα αυτό… Βλέποντας (οι Ρωμιοί) όμως τους χορούς και τα εκστατικά τους τραγούδια, προέβλεπαν το μέλλον και με συντριβή στην καρδιά τους παρακαλούσαν τον Θεό: «Κύριε, γλίτωσέ μας από τη δικαία οργή σου και λύτρωσέ μας από τα χέρια του εχθρού μας». Οι απλοί άνθρωποι μάλιστα είχαν τόσο τρομοκρατηθεί από ένα τέτοια θέαμα και τέτοια βοή, ώστε έπεφταν μισοπεθαμένοι χωρίς να μπορούν ούτε να αναπνεύσουν ούτε και να βγάλουν τον αέρα από τα πνευμόνια τους…
Οι Ρωμαίοι ωστόσο συνειδητοποίησαν ότι γινόταν ορατό το πηγαινέλα τους και πως δεν μπορούσαν να βγουν έξω από την πύλη και να πολεμήσουν τους Τούρκους στο εξωτερικό τείχος, εφόσον η πτώση των τειχών τους άφηνε ακάλυπτους. Υπήρχαν όμως μερικοί γέροντες που γνώριζαν ένα παραπόρτι, καλά ασφαλισμένο για πολλά χρόνια, υπόγειο, που βρισκόταν στο χαμηλότερο τμήμα του παλατιού. Φανέρωσαν λοιπόν την ύπαρξή του στον Βασιλιά κι έτσι η θυρίδα εκείνη αποσφραγίστηκε κατά διαταγή του. Με τον τρόπο αυτόν έβγαιναν έξω προφυλαγμένοι από τα άθικτα τείχη και χτυπούσαν τους Τούρκους που βρίσκονταν στον περίγυρο. Η κρυφή αυτή πύλη υπήρχε από παλιά και ονομαζόταν Κερκόπορτα.
Ημέρα Κυριακή, ο Τύραννος άρχισε τον καθολικό πόλεμο. Βράδιασε, πέρασε όλη η νύχτα αλλά δεν άφησε του Ρωμαίους να αναπαυτούν. Ήταν Κυριακή των Αγίων Πάντων, η εικοστή εβδόμη ημέρα του Μαΐου. Χάραξε η μέρα κι εκείνος συνέχισε τον πόλεμο, όχι μόνο μέχρι την ενάτη ώρα (τις τρεις το απόγευμα) αλλά ακόμη και μετά την ώρα αυτή, παρατάσσοντας τον στρατό του από το παλάτι ως και τη Χρυσή Πύλη. Τα άλλα στρατεύματα που στέκονταν στο Διπλοκιόνιο άρχισαν την περικύκλωση από την Ωραία Πύλη, συνέχισαν περνώντας την Ακρόπολη του Μεγάλου Δημητρίου και τη Μικρή Πύλη που βρίσκεται κοντά στη Μονή της Οδηγήτριας. Προσπέρασαν μετά το Μέγα Παλάτιο, διέσχισαν το λιμάνι και ολοκλήρωσαν την περικύκλωση τους μέχρι της Βλάγκες…
Έδυσε ο ήλιος και πάλι ακούστηκε παντού η κραυγή του πολέμου. Ο Τύραννος παρευρισκόταν εκεί καβαλάρης από το βράδυ της Δευτέρας. Ο ίδιος μάλιστα πολεμούσε ακριβώς απέναντι από τα πεσμένα τείχη μαζί με τους πιστούς του νέους και πανίσχυρους δούλους, που μάχονταν σαν λιοντάρια…
Οι υπερασπιστές της Πόλεως στο μεταξύ είχαν κι εκείνοι μοιραστεί. Αφ’ ενός ο Βασιλεύς μαζί με τον Ιωάννη Ιουστινιάνη βρισκόταν στα τείχη που είχαν πέσει, έξω στον περίβολο του φρουρίου, έχοντας μαζί του περίπου τρεις χιλιάδες Λατίνους και Ρωμαίους. Αφ’ ετέρου ο Μέγας Δούκας υπεράσπιζε τη Βασιλική Πύλη επικεφαλής πεντακοσίων στρατιωτών, ενώ στα τείχη προς τη θάλασσα και στους προμαχώνες από την ξύλινη πόρτα ως την Ωραία Πύλη είχαν αναπτυχθεί πάνω από πεντακόσιοι τοξότες και τζαγροφόροι. Τέλος, σε όλην την Περιφέρεια από την Ωραία μέχρι και την Χρυσή Πύλη είχε τοποθετηθεί σε κάθε προμαχώνα ένας τοξότης ή τζαγροφόρος ή πετροβολιστής, που πέρασαν εκείνη τη νύχτα ξάγρυπνοι χωρίς να κλείσουν στιγμή μάτι.

Οι Τούρκοι όμως συνεχώς προσπαθούσαν να ανεβούν στα τείχη, κρατώντας αναρίθμητες σκάλες προκατασκευασμένες. Και ο Τύραννος στα μετόπισθεν της παράταξης κραδαίνοντας ράβδο σιδηρά έσπρωχνε προς τα τείχη τους τοξότες του, πότε κολακεύοντας τους με γλυκόλογα και πότε απειλώντας τους… Και ενώ αντιστέκονταν κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες, όλοι οι Ρωμαίοι, με τον Βασιλιά, συνέχισαν να αντιπολεμούν τους εχθρούς. Όλη τους η προσπάθεια και ο μόνος τους στόχος ήταν να μην αφήσουν τους Τούρκους να εισέλθουν από τα γκρεμισμένα τείχη. Έσφαλαν όμως γιατί το θέλημα του Θεού τους οδήγησε μέσα στην Πόλη από άλλο παραπόρτι. Όταν οι Τούρκοι είδαν ανοιχτό το παραπόρτι για το οποίο μιλήσαμε, εισπήδησαν μέσα περίπου πενήντα άνδρες από τους πιο φημισμένους δούλους του Τυράννου, ανέβηκαν πάνω στα τείχη ξεφυσώντας μανιασμένοι, σκοτώνοντας όσους συναντούσαν και χτυπώντας τους ακροβολιστές. Από τους Ρωμαίους και τους Λατίνους που απωθούσαν όσους έστηναν τις σκάλες, άλλοι σφαγιάστηκαν κι άλλοι έκλειναν τα μάτια και πηδούσαν κάτω από τα τείχη, συντρίβοντας τα κορμιά τους, δίνοντας τέλος φρικτό στη ζωή τους…
Οι Ρωμαίοι ωστόσο που ήταν μαζί με τον βασιλιά, δεν γνώριζαν τι είχε συμβεί, μια και η είσοδος των Τούρκων έγινε από σημείο απομακρυσμένο, κι αφού μάλιστα κύριος στόχος τους ήταν οι κατά μέτωπο εχθροί. Γιατί αντιμάχονταν άνδρες άλκιμους, ένας Ρωμαίος εναντίον είκοσι Τούρκων… Τότε, ξαφνικά, βλέπουν βέλη να πέφτουν από ψηλά και να τους σκοτώνουν. Γυρίζουν κατά κει και τι αντικρίζουν; Τούρκοι! Μόλις τους είδαν, τρέχουν να ξεφύγουν στο εσωτερικό… όταν η παράταξη του τυράννου είδε τη φυγή των Ρωμαίων με μια κραυγή όλοι όρμησαν μέσα, καταπατώντας τους αξιολύπητους υπερασπιστές και σφάζοντάς τους…
Ο αυτοκράτορας τότε έμεινε ακίνητος, απελπισμένος, με το σπαθί του και την σπίδα στο χέρι. Σαν κατάλαβε τι γινόταν, είπε λόγια σπαρακτικά: «Δεν υπάρχει κανείς Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;» Είχε εγκαταλειφθεί, μόνος, ολομόναχος. Ακριβώς τότε ένας Τούρκος τον χτύπησε κατά πρόσωπο και εκείνος απάντησε με άλλο χτύπημα. Ένας άλλος όμως από πίσω, του κατάφερε θανάσιμο πλήγμα και τον σώριασε στο έδαφος. Δεν ήξεραν ότι ήταν ο Βασιλιάς, αλλά τον σκότωσαν σαν να ήταν ένας οποιοσδήποτε στρατιώτης και τον άφησαν νεκρό κατά γης…
Παράλληλα, οι αζάπηδες της αυλής του Τυράννου, που ονομάζονται και Γενίτσαροι, έτρεξαν άλλοι στο παλάτι κι άλλοι προς τη Μονή του Μεγάλου Προδρόμου, που ονομαζόταν Πέτρα, και στη Μονή της Χώρας, όπου βρισκόταν η εικόνα της Πανάγνου Θεομήτορος. Εκεί τότε, ως γλώσσα, ω χείλη μου, πώς μπορείτε να μιλήσετε για αυτά που υπέφερε η εικόνα εξαιτίας των αμαρτιών σας;
Επειδή οι αποστάτες βιάζονταν να φύγουν για να λεηλατήσουν κι αλλού, ένας από τους ασεβείς άδραξε με τα μιαρά του χέρια το κακούργο τσεκούρι κι έσχισε την εικόνα στα τέσσερα. Μετά, ο καθένας πήρε το μερίδιό του από τη διακόσμηση που βρισκόταν πάνω της αφού έριξαν κλήρο. Στη συνέχεια άρπαξαν τα τίμια σκεύη της Μονής κι εξαφανίστηκαν…
Τότε ορδή μεγάλη απίστων πήρε τον δρόμο που έφερνε στη Μεγάλη Εκκλησία (εννοεί την Αγία Σοφία). Τι θέαμα ήταν αυτό που έβλεπες κι από τις δύο πλευρές; Πρωί ακόμη, η ημέρα χάραζε, όταν μερικοί Ρωμαίοι μετά την εισβολή των Τούρκων και τη φυγή των κατοίκων κατόρθωσαν να φθάσουν στα σπίτια τους για να προστατεύσουν τη γυναίκα και τα παιδιά τους. Καθώς περνούσαν λοιπόν από την περιοχή του Ταύρου και κατευθύνονταν προς τον κίονα του Σταυρού, καταματωμένοι όπως ήταν… Τότε όλες οι γυναίκες, όλοι οι άνδρες, οι μοναχοί και οι καλόγριες έτρεχαν προς τη Μεγάλη Εκκλησία κρατώντας τα μικρά παιδιά τους από τα χέρια, άνδρες και γυναίκες ανεξαιρέτως, που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους σε οποιονδήποτε εισβολέα. Τι θέαμα ήταν εκείνος ο δρόμος γεμάτος ανθρώπους, μια κοσμοπλημμύρα:
…Σε μια μόνον ώρα ο τεράστιος εκείνος ναός γέμισε άνδρες και γυναίκες, πάνω – κάτω, στο προαύλιο, σε κάθε χώρο του υπήρχε λαός αναρίθμητος. Κλείδωσαν λοιπόν τις πόρτες και λούφαξαν εκεί περιμένοντας την σωτηρία…
Τότε οι Τούρκοι κουρσεύοντας, σφάζοντας, αιχμαλωτίζοντας, έφθασαν μπροστά στο ναό πριν από το πέρας της πρώτης ώρας. Βρήκαν όμως τις πόρτες κλειστές και χωρίς καθυστέρηση πήραν τσεκούρια και τις έσπασαν. Ύστερα προχώρησαν με τα σπαθιά τους μέσα και μόλις είδαν το αμέτρητο πλήθος, όρμησαν ακράτητοι κι άρχισε ο καθένας να αρπάζει τον δικό του αιχμάλωτο. Δεν αντέδρασε κανείς, ολοι παρέδωσαν τον εαυτό τους σαν τα πρόβατα. Ποιός μπορεί να διηγηθεί αυτή την συμφορά; Ποιός μπορεί να εξιστορήσει τα κλάματα και τις φωνές των βρεφών και τις κραυγές και τα δάκρυα και τους οδυρμούς των μητέρων και των πατέρων;
Και έβλεπες αρμαθιές ατελείωτες να βγαίνουν έξω από την Εκκλησία και το άδυτο του ναού, σαν αγέλες και σαν κοπάδια προβάτων. Και έκλαιγαν και οδύρονταν και δεν υπήρχε έλεος γι’ αυτούς…
Μόλις ο Μεχεμέτ (εννοεί τον Πορθητή) βγήκε από το Ιερό, ζήτησε τον Μεγάλο Δούκα που τον έφεραν αμέσως εμπρός του… Ο Μεχεμέτ όταν άκουσε το όνομα του Βασιλιά, ρώτησε αν ο αυτοκράτορας είχε δραπετεύσει με τα πλοία. Ο Δούκας απάντησε πως δεν γνώριζε. Ο ίδιος βρισκόταν στη Βασιλική Πύλη, τότε που οι Τούρκοι μπαίνοντας από την Πύλη του Χαρσού συνάντησαν τον Βασιλιά. Δύο νέοι τότε αποσπάστηκαν από το πλήθος του στρατού και ο ένας είπε στον Τύραννο: «Αφέντη, εγώ τον σκότωσα. Βιαζόμουνα να μπω και να αρπάξω μαζί με τους συντρόφους μου και τον άφησα κάτω νεκρό». Αμέσως ο άλλος συμπλήρωσε: «Εγώ τον χτύπησα πρώτος». Ο Τύραννος έστειλε αμέσως και τους δύο με την εντολή να φέρουν εμπρός του το κεφάλι του. Εκείνοι έτρεξαν γρήγορα, έκοψαν το κεφάλι του και το έφεραν στον ηγεμόνα. Τότε ο Τύραννος είπε προς τον Μεγάλο Δούκα: «Πες μου την αλήθεια. Είναι αυτή η κεφαλή του Βασιλέως;». Αυτός την περιεργάστηκε και είπε: «Ναι, δική του είναι». Κοίταξαν κι άλλοι την κεφαλή και την αναγνώρισαν. Στη συνέχεια την κάρφωσαν στον κίονα του Αυγουσταίου, όπου παρέμεινε μέχρι το βράδυ. Μετά, την έγδαρε, τη γέμισε με άχυρα και την έστειλε παντού, επιδεικνύοντας το σύμβολο του θριάμβου του στον αρχηγό των Περσών και των Αράβων και στους υπόλοιπους Τούρκους…
Και έβλεπες ολόκληρη την πόλη στις σκηνές του στρατοπέδου, μια πόλη έρημη, ξαπλωμένη νεκρή, ξεγυμνωμένη, βουβή, παραμορφωμένη, άσχημη.
Ω Πόλη, Πόλη, κεφαλή των πόλεων όλων. Ω Πόλη, Πόλη, κέντρο των τεσσάρων σημείων του ορίζοντα. Ω Πόλη, Πόλη, καύχημα των Χριστιανών κι αφανισμός των βαρβάρων Ω Πόλη, Πόλη, καινούργια παράδεισος που βλάστησες στη Δύση, γεμάτη φυτά πολύμορφα, καρπών πνευματικών…

Η Αγία Τράπεζα της Αγιά Σοφιάς
«Την ημέρα που πάρθηκεν η Πόλη έβαλαν σ’ ένα καράβι την άγια τράπεζα, να την πάνε στην Φραγκιά, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Εκεί όμως στη θάλασσα του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και η άγια τράπεζα βούλιαξε στον πάτο. Στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση θαλασσοταραχή κι αν είναι γύρω. Και το γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη γαλήνη που είναι πάντα εκεί και από την ευωδία που βγαίνει. Πολλοί μάλιστα αξιώθηκαν να την ιδούν στα βάθη της θάλασσας. Όταν θα πάρομε πάλι την Πόλη, θα βρεθεί και η Αγία Τράπεζα και θα την στήσουν στην Αγιά Σοφιά, να γίνουν σ’ αυτή τα εγκαίνια».
(Βλ. Ν. Πολίτου, Μελέτη περί του Βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Τ. Α΄, Εν Αθήναις 1904, 20, Αρ. 30).
Η Λειτουργία της Αναστάσεως στην Αγιά Σοφιά
«Τούτω τω έτει (1522) έδειξε ο Θεός σημείον τοιόνδε εν τη Κωνσταντίνου Πόλει, τη μεγάλη Κυριακή του Πάσχα. Το μεσονύκτιον ηγέρθησαν οι Τερβήσιδες, και υπήγαν εις την Αγίαν Σοφίαν, να σαλαβατήσουν κατά το έθος αυτών. Και ελθόντες εις τα Προαύλια του ναού ήκουσαν ψαλμωδίαν, και είδον και φως μέγα εν τω ναώ, και πλησιάσαντες εύρον τας πύλας ανεωγμένας και φωνάς και ψαλμωδίας, το Χριστός Ανέστη. Και ακούσαντες σπουδαίως έδωσαν γνώσιν του αφεντός, όστις ήλθεν σωματικώς και ήκουσεν και είδεν εν οφθαλμοίς, κελεύσας ίνα αναβούν εις τα ανηχούμενα (γρ. κατηχούμενα= κατηχουμενεία, γυναικωνίτης) να σκοπεύσουν μήποτε έστιν εξ ανθρώπων η τοιαύτη ενέργεια. Και ευθύς εξέλιπεν και το φως και η ψαλμωδία.
Και πάλιν ώρμησεν, ίνα κόψη τους Χριστιανούς, ειμή πάλιν ο αυτός πυριπασίας απέκοψεν αυτού την ορμήν». 
(Βλ. Ν. Πολίτου, ό. π, τόμ. Α΄, 25-26, Αρ. 41)

http://paratiritis-news.gr/detailed_article.php?id=160622&categoryid=11

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΓΝΑΥΡΑΣ* ΕΝΑΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ «ΦΑΡΟΣ» ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ

Συγγραφέας: kantonopou στις 31 Μαΐου 2013

ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ

Η λαμπρότερη, αλλά και η πιο συκοφαντημένη περίοδος της ιστορίας του ελληνισμού, είναι αυτή της αποκαλούμενης βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπως τη βάπτισαν κάποιοι δυτικοί συγγραφείς διαστρέφοντας το πραγματικό όνομα της μοναδικής αυτοκρατορίας στον κόσμο που έζησε πάνω από χίλια χρόνια, δηλαδή της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Την ίδια περίοδο που στην δυτική Ευρώπη, που σήμερα προβάλλεται σαν η πιο εξελιγμένη περιοχή της ανθρωπότητας, οι κάτοικοι ζούσαν κάτω από φρικτές συνθήκες σκοταδισμού και αγνοούσαν βασικά πολιτιστικά στοιχεία, στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία το πνευματικό επίπεδο είχε φτάσει σε ύψιστα επίπεδα. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είχε μετουσιωθεί, με τη χριστιανική διάσταση που είχε αποκτήσει, στο ελληνορθόδοξο χριστιανικό πρότυπο, το οποίο καθοδήγησε την αυτοκρατορία σε όλη τη διάρκεια της ζωής της.

            Ένας από του μεγαλύτερους πνευματικούς φάρους της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ουσιαστικά το πρώτο πανεπιστήμιο σε ολόκληρη την Ευρώπη, ήταν το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, της βασιλίδας των πόλεων, το γνωστό από την πρώτη του περίοδο σαν «Πανδιδακτήριο», το οποίο από τον ένατο αιώνα όταν μεταφέρθηκε στα ανάκτορα της Μαγναύρας έγινε πιο γνωστό σαν πανεπιστήμιο της Μαγναύρας.

Το Πανδιδακτήριο  ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’, το 425 και έκτοτε …η λειτουργία του τελούσε υπό την αιγίδα των εκάστοτε αυτοκρατόρων. Λειτούργησε σχεδόν αδιάλειπτα μέχρι το 1453 και ανέδειξε πολλούς πνευματικούς ανθρώπους στον χώρο των επιστημών αλλά και της θεολογίας.  Ένας από τους ανθρώπους που συντέλεσε στην ίδρυση του ήταν η Πουλχερία, αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, μια ευσεβής και θεοσεβούμενη γυναίκα καθώς και η Ευδοκία, (Αθηναΐς), σύζυγος του αυτοκράτορα, μαζί με τον έπαρχο του Πραιτορίου, Κύρο Πανοπολίτη, γνωστό τότε Έλληνα ποιητή και φιλόσοφο. Στις 27 Φεβρουαρίου του 425, εκδόθηκε το πρώτο σχετικό διάταγμα από τον Θεοδόσιο το Β’ που ρύθμιζε  τις λεπτομέρειες λειτουργίας της Σχολής.Τα πρώτα μαθήματα που διδάσκονταν στο Πανδιδακτήριο, που λειτουργούσε πλέον σαν ανεξάρτητο πνευματικό ίδρυμα, την ίδια περίοδο που στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν υπήρχε ουσιαστικά καμία πνευματική αλλά και συγγραφική δραστηριότητα, (ήταν δηλαδή η εποχή του σκότους του ευρωπαϊκού μεσαίωνα), ήταν γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία, διαλεκτική, δίκαιο, αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική. Στην εποχή του Ιουστινιανού αναβαθμίστηκε η Νομική Σχολή, η οποία απέκτησε πενταετή διάρκεια σπουδών και ανεξαρτητοποιήθηκε.  Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτοραΦωκά, (602-610), το Πανδιδακτήριο διέκοψε τη λειτουργία του αλλά γρήγορα επαναλειτούργησε, υπό τον αυτοκράτορα Ηράκλειο, (610-641), ο οποίος μετά το 610 είχε καλέσει στην Κωνσταντινούπολη τον Στέφανο τον Αλεξανδρέα για να εποπτεύσει στην αναδιοργάνωση του πανεπιστημίου.

Σταθμός στην εξέλιξη του Πανδιδακτηρίου ήταν όταν ο Βάρδας, θείος του αυτοκράτορα  Μιχαήλ Γ’, (842-867 μ.Χ.) ανέλαβε με προσωπική του παρέμβαση την αναδιοργάνωση του πανεπιστημίου. Ο Βάρδας, λίγο μετά το 843, (ή κατά τον Ch. Diehl το 850 ή κατά τον Paul Lemerle το 855 με 856), στελέχωσε το  Πανδιδακτήριον με κατάλληλο διδακτικό προσωπικό και το εγκατέστησε σε αίθουσες του ανακτόρου της Μαγναύρας, τμήμα του οποίου είχε φροντίσει να διατεθεί γι’ αυτόν τον σκοπό. Έκτοτε το Πανδιδακτήριο ονομάστηκε πανεπιστήμιο της Μαγναύρας. Το ενδιαφέρον του Βάρδα για τους σπουδαστές της Μαγναύρας ήταν πολύ μεγάλο. Χάρη στο συνεχές του ενδιαφέρων παρατηρήθηκε μια πραγματική αναγέννηση   των γραμμάτων και των επιστημών   που την προηγουμένη περίοδο είχαν παραμεληθεί και παρακμάσει όπως  μας μαρτυρεί ο χρονογράφος της εποχής, Γεώργιος Κεδρηνός, «τῇ τῶν κρατούντων ἀγροικίᾳ καὶ ἀμαθείᾳ» (επειδή οι κρατούντες ήταν αγροίκοι και αμαθείς).

Πρώτος καθηγητής στην Μαγναύρα διορίστηκε ο Λέων,  ένας γνωστός φιλόσοφος και μαθηματικός της εποχής, (790-869), που είχε προηγουμένως διδάξει ιδιωτικά και δημόσια στην Κωνσταντινούπολη, για 15 έως 20 έτη, (820-838 περίπου) και είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη λόγω της ευρείας μόρφωσής του.  Ο Λέων υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές στον χώρο των γραμμάτων  τον 9ο αιώνα. Ήταν ουσιαστικά  μία μορφή πανεπιστήμονα που ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά, τη γεωμετρία, την αστρονομία και την αστρολογία, ενώ του αποδίδονται και διάφορες πρακτικές εφαρμογές.

Το πανεπιστήμιο  βελτιώθηκε τον 10ο αιώνα με πρωτοβουλίες του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, ο οποίος ενίσχυσε ηθικά αλλά και υλικά τους διδάσκοντες και τους σπουδαστές. Αναφέρεται  ότι  την εποχή εκείνη δίδασκαν τριάντα καθηγητές, δεκαπέντε στην ελληνική γλώσσα, γραμματική και φιλολογία, ενώ άλλοι δεκαπέντε δίδασκαν στη λατινική γλώσσα, ρωμαϊκή φιλολογία, φιλοσοφία και νομικά.

Τον 11ο αι. ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Μονομάχος ενδιαφέρθηκε για την διεύρυνση των σπουδών στο  πανεπιστήμιο της Μαγναύρας και ίδρυσε δυο σχολές, το «Διδασκαλείον των Νόμων» και το «Γυμνάσιον», (φιλοσοφική). Στο Γυμνάσιον διδάσκονταν όλες οι επιστήμες, εκτός από τα νομικά που σπούδαζαν οι μελλοντικοί νομικοί, δικαστές και υπάλληλοι στο «Διδασκαλείο των Νόμων». Στο Γυμνάσιο, δηλαδή στη φιλοσοφική σχολή, διευθυντής, («Ύπατος των Φιλοσόφων»), τοποθετήθηκε οΜιχαήλ Ψελλός και μετέπειτα ο Ιωάννης ο Ιταλός. Στο Διδασκαλείο των Νόμων διευθυντής έγινε οΙωάννης Ξιφιλίνος, Νομοφύλαξ του κράτους.

Μεγάλο ενδιαφέρον για το Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας έδειξαν επίσης οι αυτοκράτορες της Μακεδονικής Δυναστείας, (867-1059), Βασίλειος Α’, (867-886), Λέων ΣΤ’, (886-912) και Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος, (913-959). Ο τελευταίος μάλιστα για τις ανανεωτικές του πρωτοβουλίες εξυμνήθηκε από τους βυζαντινούς ιστορικούς και χρονογράφους στην εποχή του.

Την περίοδο  από τα μέσα του ενδεκάτου μέχρι και  αρχές του δέκατου τρίτου  αιώνα, ενδιαφέρον για τα γράμματα έδειξαν οι αυτοκράτορες Ισαάκιος Α’ Κομνηνός, (1057-1059), Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας, (1059-1067) και Αλέξιος Α’ Κομνηνός, (1081-1118).  Κατά τον χρονογράφο Ιωάννη Ζωναρά, (12ος αι.), ο Ισαάκιος Α’, «Μολονότι ο ίδιος δεν είχε αποκτήσει μόρφωση φρόντιζε τα γράμματα και συναναστρεφόταν τους λογίους». Ο δε Αλέξιος Κομνηνός μερίμνησε επίσης για τη δημιουργία «σχολής γραμματικού» στο ορφανοτροφείο που είχε ήδη συστήσει.

Μετά την μαύρη περίοδο της Φραγκοκρατίας και την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς, το 1261, ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, (1261-1282), ανέθεσε την διεύθυνση του πανεπιστημίου της Μαγναύρας στο Γεώργιο Ακροπολίτη, μεγάλο Λογοθέτη, ως καθηγητή της αριστοτελικής φιλοσοφίας και στον Γεώργιο Παχυμέρη, τη διδασκαλία της λεγόμενης «τετρακτύος», (δηλαδή αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική) στο αποκαλούμενο «Οικουμενικόν Διδασκαλείον».

Πολλά ήταν τα μεγάλα πνευματικά ονόματα που λάμπρυναν με την παρουσία τους το πανεπιστήμιο της Μαγναύρας. Αρκεί μόνο να αναφέρουμε ότι  κατά τον 9ο αιώνα πολλοί ιστορικοί συγκαταλέγουν και τον Θεσσαλονικέα ιεραπόστολο των Σλάβων, Κύριλλο – Κωνσταντίνο, (περίπου 827-869), καθώς και τον λόγιο, μετέπειτα  μέγα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Φώτιο, (δύο πατριαρχίες: 858-867 και 877-886).  Ειδικά για τον Κύριλλο έχουμε πληροφορίες ότι ανέλαβε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα την έδρα της φιλοσοφίας στην Μαγναύρα,ενώ ο Βρετανός ιστορικός D. Nicol, αναφέρει ότι «διαδέχθηκε τον φίλο του Φώτιο στην έδρα της φιλοσοφίας», στο ίδιο πανεπιστήμιο.Όσον αφορά  τον μέγα πατριάρχη Φώτιο, υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις για το αν πραγματικά δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Μαγναύρας ή ότι δίδαξε ιδιωτικά.

Ο πνευματικός φάρος της Κωνσταντινούπολης, της βασιλίδας των πόλεων και η μέγιστη πνευματική κίνηση που είχε αναπτυχτεί με το πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, έσβησαν οριστικά με την πτώση της Πόλης στον Μωάμεθ τον Πορθητή. Παρ όλα αυτά οι σπίθες δεν έπαψαν να σιγοκαίουν και κατά την περίοδο της δουλείας. Η εκκλησία και η ορθόδοξη πιστή, ήταν αυτές που διέσωσαν την ταυτότητά μας στους σκοτεινούς χρόνους της δουλείας, μακριά από τον «θανατηφόρο εναγκαλισμό» της παπικής εκκλησίας που προσπάθησε τα τελευταία χρόνια της ανατολικής αυτοκρατορίας να  στραγγαλίσει οριστικά  την ελληνική ορθοδοξία. Δυστυχώς, όμως, ό,τι διασώθηκε τετρακόσια και πλέον χρόνια σκλαβιάς, κινδυνεύει σήμερα να χαθεί οριστικά από τη συμπεριφορά μας ως νεοέλληνες (νεοελληνική «εκσυγχρονιστική λαίλαπα»;).

 *ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Β΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 201Ο

http://www.romnios.gr

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ (29 Μαΐου 1453)

Συγγραφέας: kantonopou στις 26 Μαΐου 2013

ALVSH

Τοῦ Ιωάννου Ελ. Σιδηρᾶ, Θεολόγου – Εκκλησιαστικοῦ Ιστορικοῦ – Νομικοῦ 

«Το δε την πόλιν σοι δοῦναι ούτ’ εμόν εστί, ούτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ού φεισόμεθα τῆς ζωῆς ημῶν»(Απόκριση Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ΄ τοῦ Παλαιολόγου προς Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή).

            Οι κυριότεροι βυζαντινοί ιστορικοί χρονογράφοι, οι οποίοι κατέγραψαν και διέσωσαν αυθεντικά και τεκμηριωμένα τα γεγονότα, πριν, κατά και μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως είναι ο Δούκας, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ο Γεώργιος Φραντζής και ο Μιχαήλ Κριτόβουλος. Με γνώμονα την ιστορική γραφή των παραπάνω χρονογράφων συντίθεται το «Χρονικόν της αλώσεως» μέχρι την 29η Μαΐου του 1453, ημέρα που σφράγισε επί αιῶνες την πορεία τοῦ ευσεβοῦς Γένους μας.

            Τον Οκτώβριο του 1448 εκοιμήθη ο βυζαντινός αυτοκράτωρ Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος και διάδοχος αυτοῦ ορίσθηκε ο αδελφός του Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος, ο οποίος εστέφθη στο Δεσποτάτο του Μυστρά και « εγένετο παρά πάντων δεκτός» στην Κωνσταντινούπολη. Από την άλλη πλευρά, κατά το έτος 1451, είχε πεθάνει ο Σουλτάνος των οθωμανῶν Μουράτ Β΄ και διάδοχός του ανεδείχθη στην Ανδριανούπολη ο υιός του, Μωάμεθ Β΄ ο μετέπειτα πορθητής της Κωνσταντινουπόλεως.

            Από τον Μάρτιο μέχρι και τα τέλη Αυγούστου του 1452 οικοδομείται υπό την απόλυτη επίβλεψη του Μωάμεθ το νέο φρούριο των οθωμανῶν στο πιο στενό και δύσπλευτο σημείο τοῦ Βοσπόρου προκειμένου να ελέγχεται απολύτως υπό τους οθωμανούς η δίοδος του Βοσπόρου. Ταυτόχρονα οι οθωμανοί προβαίνουν σε σκληρές λεηλασίες στον ευρύτερο χώρο του νέου φρουρίου και δημιουργούν τα πρώτα σοβαρά πλήγματα στους βυζαντινούς. Τότε ακριβώς (Ιούλιος του 1453) ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος αναγκάζεται να σφραγίσει τις πύλες της Κωνσταντινουπόλεως.

            Την ίδια περίοδο ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ αγωνιᾶ και υποφέρει βλέπει ότι οι Ρωμιοί είναι αποφασισμένοι να υπερασπισθούν τα ιερά και τα όσια του Γένους. Είναι δε χαρακτηριστική των τότε ιστορικών, οι οποίοι αναφέρουν ότι ο Μωάμεθ στην Ανδριανούπολη «οίκοι διάγων ουκ εδίδου ανάπαυσιν τοῖς βλεφάροις, αλλά και εν νυκτί και ημέρα την πάσαν φροντίδαν της πόλεως είχε, πώς αυτήν καταλάβοι, πώς κύριος αυτής γένοιτο». Τότε συμβαίνει αναπάντεχα ακόμη ένα κακό. Κάποιος ικανότατος μηχανικός –πιθανότατα Ούγγρος- μεταπηδά από τους βυζαντινούς στους οθωμανούς έναντι αδράς αμοιβῆς και αναλαμβάνει να κατασκευάσει ένα τεράστιο σε μέγεθος κανόνι, του οποίου η αποτελεσματικότητα να καταστρέφει τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, απεδείχθη εφιαλτική από την πρώτη στιγμή.

            Από την πλευρά τους οι βυζαντινοί με την αποστολή πρέσβεων ζητούν βοήθεια από την Ιταλία και την Ουγγαρία, αλλά ο Ιωάννης Ουνυάδης για την παροχή στρατιωτικής ενισχύσεως υπέρ των βυζαντινών ζητεί ως αντάλλαγμα τουλάχιστον την πόλη της Μεσημβρίας στον Εύξεινο Πόντο.

            Κατά τους μήνες Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1452 ενεργοποιούνται στοιχειωδώς και βαθμιαία η Βενετία και η Γένοβα ύστερα από σειρά σοβαρών εχθρικών επιθέσεων των οθωμανών εναντίον δικών τους υπηκόων. Υποβάλλουν αιτήσεις για παρέμβαση του Πάπα Νικολάου Ε΄ προς τους Δυτικούς ηγεμόνες και τελικώς αποφασίζουν την στρατιωτική ενίσχυση μόνον των δικών τους εγκαταστάσεων στον Εύξεινο Πόντο και στη συνοικία Πέραν της Κωνσταντινουπόλεως. Και όλα αυτά προς υπεράσπιση των οικονομικών τους συμφερόντων και όχι από ενδιαφέρον για την σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως.

            Τον Δεκέμβριο του 1452 γίνονται στην Κωνσταντινούπολη δεκτοί από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ο ελληνικής καταγωγής εξωμότης Επίσκοπος του Κιέβου Ισίδωρος ως απεσταλμένος του Πάπα και ο Λεονάρδος Χίος, Λατίνος Επίσκοπος Μυτιλήνης. Οι δύο αυτοί παπικοί απεσταλμένοι στις 12 Δεκεμβρίου 1452 με συναίνεση και παρουσία του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου κηρύσσεται στην Αγία Σοφία η ένωση των δύο Εκκλησιών προκαλώντας την εντονότατη δημόσια αντίδραση της μερίδος των ορθοδόξων ανθενωτικών, οι οποίοι γνώριζαν ότι τίποτε δεν μπορούσαν να αναμένουν ως βοήθεια από τους Λατίνους. Γράφεται μάλιστα ότι το ανοσιούργημα της ψευδοενώσεως των Εκκλησιών εθεωρήθη από τους πνευματικούς ανθρώπους της Πόλεως ως πράξη ασυγχώρητη από τον Θεό, ο οποίος απέστρεψε το πρόσωπο αυτού από τους βυζαντινούς και η Πόλη έπεσε στα χέρια των αλλοθρήσκων οθωμανών.

            Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1452 αποφασίζεται να παραμείνουν στην Κωνσταντινούπολη και να συμμετάσχουν στην άμυνά της όσα πλοία είχαν ελλιμενισθεί για εμπορικούς λόγους, αλλά ένας αριθμός από αυτά –κυρίως βενετικά- δεν πειθαρχεί και αποχωρεί φυγαδεύοντας και εκατοντάδες ενόπλους άνδρες.

            Στα τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου του 1453 οι οθωμανοί μεταφέρουν το μεγάλο κανόνι από την Ανδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη και συγκεντρώνουν σταδιακά τα στρατιωτικά σώματα του Μωάμεθ. Λαμβάνουν θέσεις απέναντι από τα χερσαία τείχη της Κωνσταντινουπόλεως και σταδιακά αποκλείουν την Πόλη από ξηράς.

            Οι βυζαντινοί ενισχύουν με κάθε μέσο τα τείχη, χερσαία και θαλάσσια, και στις 2 Απριλίου κλείουν με την μεγάλη αλυσίδα την είσοδο του Κερατίου κόλπου. Παρά την κρισιμότητα των στιγμών η αντιπαράθεση ενωτικών και ανθενωτικών είναι πάντοτε αισθητή. Γράφεται μάλιστα ότι ο Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς, όταν είδε τον αναρίθμητο στρατό των οθωμανών, είπε: «κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη Πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν». (Είναι καλύτερο να δεί κάποιος στη μέση της Πόλεως να βασιλεύει τουρκικό φρακιόλιο παρά παπική τιάρα).

            Ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος υπερασπίζει μάχιμες θέσεις και κυρίως την κεντρική χερσαία Πύλη, την γνωστή ως Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ σώμα ενόπλων κινείται σε διάφορα σημεία στο εσωτερικό της Πόλεως. Το σύνολο των τότε κατοίκων της Κωνσταντινουπόλεως ανέρχονταν στις 50.000 και από αυτούς, οι μεν ένοπλοι βυζαντινοί ήταν περίπου 7.000, ενώ 2.000 ήταν οι Βενετοί και οι Γενουάτες. Στο πεδίο της μάχης δηλαδή η αναλογία ήταν ένας Ρωμιός προς είκοσι οθωμανούς.

            Στις 5-7 Απριλίου έχουμε την έναρξη της πολιορκίας της Πόλεως και στις 12 Απριλίου αρχίζουν συνεχείς κανονιοβολισμοί των χερσαίων τειχών, ημέρα και νύκτα, από τους οθωμανούς. Οι βυζαντινοί με επινοητικότητα προσπαθούν με ειδικές κατασκευές να εξουδετερώσουν τις βολές, να κλείσουν με κάθε μέσο τα ρήγματα στα τείχη και να δημιουργήσουν νέα προκαλύμματα και προμαχώνες.

            Στις 18 Απριλίου, κατά τα ξημερώματα, γίνεται η πρώτη επίθεση των οθωμανών στα τείχη, αλλά απωθούνται επιτυχώς από τους βυζαντινούς. Εξοργισμένος τότε ο Μωάμεθ από την μεγάλη του αλαζονεία ορμά στην θάλασσα και την ραβδίζει ως παρανοϊκός, ενώ αντικαθιστά και τον αρχηγό του στόλου του. Στις 22 Απριλίου ο Μωάμεθ τεχνάζεται ένα πρωτοφανές σόφισμα. Διατάζει την μεταφορά δια ξηράς των πολεμικών πλοίων του μέσα στον κεράτιο κόλπο. Η μεταφορά των πολεμικών πλοίων γίνεται πανηγυρικά και με τυμπανοκρουσίες μέσω ειδικά διαμορφωμένης διόδου στην περιοχή του Γαλατά από το Διπλοκιόνιον έως απέναντι στο Κοσμίδιον.

            Στις 7 Μαΐου γίνεται αποτυχημένη επίθεση κατά των χερσαίων τειχών με 30.000 άνδρες και ισχυρές απώλειες για τους οθωμανούς. Στις 12 Μαΐου ο Μωάμεθ τυφλωμένος από το πάθος να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη διατάζει μεγάλη επίθεση με δύναμη 50.00 ανδρών κατά τα μεσάνυχτα. Σε μάχη επί των τειχών κοντά στα ανάκτορα σημειώνονται μεγάλες απώλειες και για τα δύο μέρη. Ο αυτοκράτωρ εκείνη τη νύκτα παρά τις πιέσεις και τις προτροπές από το στενό περιβάλλον του δεν εδέχθη να εγκαταλείψει την Πόλη.

            Άξιο ιδιαίτερης μνείας είναι ότι κατά την ημέρα της ονομαστικής εορτής του Κωνσταντίνου (21 Μαΐου) η πρόταση του Μωάμεθ προς τον αυτοκράτορα να παραδώσει την Πόλη με αντάλλαγμα την περιουσία του ιδίου, της οικογένειας και των αρχόντων του. Τότε ο γενναίος και μαρτυρικός Ρωμιός αυτοκράτορας αποκρίνεται στο Μωάμεθ: «δε την πόλιν σοι δοῦναι ούτ’ εμόν εστί, ούτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ού φεισόμεθα τῆς ζωῆς ημῶν».

            Μεταξύ 25ης και 26ης Μαΐου συμβαίνουν διάφορα εντυπωσιακά δυσοίωνα, όπως η πτώση της Ιεράς Εικόνος της Θεοτόκου κατά την λιτάνευσή της και «τοῦτο παρά δόξαν γεγονός φρίκην τε πολλήν και αγωνίαν μεγίστην και φόβον πάσιν ανέβαλεν». Παράλληλα, ισχυρή καταιγίδα με αστραπές και χαλάζι αναστατώνει τους βυζαντινούς, ενώ την επομένη «νέφος βαθύ την πόλιν πάσαν περιεκάλυψε από πρωίας βαθείας έως εσπέρας». Ορισμένοι μάλιστα ιστορικοί χρονογράφοι της εποχής εκείνης αναφέρουν ότι από την πρώτη ημέρα της πολιορκίας μέχρι και την 27η Μαΐου, τρείς δηλαδή ημέρες προ της αλώσεως, ολόκληρη την Πόλη εκάλυπτε περιφερόμενη ουράνια φωτεινή νεφέλη, η οποία όταν εξαφανίστηκε προκάλεσε τον τρόμο των Ρωμιών, επειδή θεωρήθηκε ότι η Θεοτόκος είχε πλέον αφήσει απροστάτευτη την Πόλη της στα χέρια των οθωμανών.

            Κατά τις δύο τελευταίες ημέρες (26/27 Μαΐου) προ της αλώσεως ο οθωμανικός στρατός προετοιμαζόταν με νηστεία και προσευχή. Φωτοχυσίες και θορυβώδεις νυκτερινοί εορτασμοί στο οθωμανικό στρατόπεδο έσπερναν τον πανικό στους πολιορκουμένους Ρωμιούς. Την παραμονή της μεγάλης επιθέσεως (28 Μαΐου) ο Μωάμεθ ανακοινώνει στα στρατεύματά του ότι την επομένη θα γίνει η μεγάλη και τελική επίθεση. Επακολουθεί γενική κινητοποίηση με υποσχέσεις ανταμοιβών στους στρατιώτες, προσευχές και ηθική ενίσχυση, ενεργοποίηση ποικίλων πολιορκητικών κατασκευών και αλλεπάλληλοι κανονιοβολισμοί.

            Κατά τα ξημερώματα της 29ης Μαΐου, ημέρα της μάρτυρος Αγίας Θεοδοσίας, αρχίζει η επίθεση των οθωμανών με κύριο στόχο την πύλη του Αγίου Ρωμανού. Γίνονται αλλεπάλληλες προσπάθειες εισόδου δια μέσου των τειχών, ενώ εξακολουθούν οι κανονιοβολισμοί. Παρά την σθεναρή αντίσταση των πολιορκουμένων σχεδόν ταυτόχρονα επιτυγχάνεται η διείσδυση των οθωμανών γενιτσάρων από την κερκόπορτα και από την πύλη του Χαρισίου. Η κερκόπορτα ήταν υπόγεια, κρυφή, παλαιά είσοδος, «παραπόρτιον», πλησίον του παλατίου που είχαν ανοίξει προσφάτως για τις δικές τους ανάγκες οι βυζαντινοί. Διαθρυλείται ότι την πύλη του Ρωμανού είχαν ανοίξει στους οθωμανούς γενιτσάρους για να εισέλθουν στην Πόλη ορισμένοι Εβραίοι, οι οποίοι συνεργάζονταν μαζί τους.

            Επικρατεί παντού πανικός και όλοι, κατακτητές και μη, κατευθύνονται στο κέντρο της Πόλης. Θρίαμβος, λεηλασία, αγριότητα και βιαιοπραγίες για τους κατακτητές. Σφαγή, αιχμαλωσία και κάθε είδους ατίμωση για τους κατακτημένους. Τότε πεθαίνει μαχόμενος μέχρι τέλους επί των επάλξεων και ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος.

            Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε το επεισόδιο, το οποίο καταγράφει ο χρονογράφος Φραντζής και αφορά την πίστη και την ταπεινότητα του αυτοκράτορος. Η διήγησή του έχει ως εξής: «Ερχόμενος ο αυτοκράτορας στον πάνσεπτο ιερό ναό της Του Θεού Σοφίας για την τελευταία θεία Λειτουργία προσευχήθηκε κλαίγοντας και γονυπετής μετέλαβε τα Άχραντα και Θεία μυστήρια. Έπειτα μετέβη στα ανάκτορα, σταμάτησε για λίγο και ζήτησε συγχώρεση από τους πάντες. Ποιος να διηγηθεί τα κλάματα και τους θρήνους στο παλάτι εκείνη την ώρα; Ακόμη και αν υπήρχε άνθρωπος καμωμένος από ξύλο ή πέτρα ήταν αδύνατο να μη θρηνήσει».

            Οι χρονογράφοι αναφέρουν επίσης ότι ο Κωνσταντίνος βλέποντας την άλωση της Πόλεως είπε γοερά τις εξής φράσεις: «Δεν υπάρχει κανείς χριστιανός να πάρει το κεφάλι μου; Χίλιες φορές να πεθάνω παρά να ζήσω και να δώ την άλωση της Πόλης».

            Τέτοιες ήταν οι επί τρείς ημέρες σφαγές, καταστροφές και ιεροσυλίες, ώστε ο χρονογράφος Φραντζής δεν είναι υπερβολή όταν γράφει ότι: «σε ολόκληρη την Κωνσταντινούπολη δεν φαινόταν σπιθαμή χώμα από τις σωρούς των νεκρών». Μετά από τρείς ημέρες έπαυσε η λεηλασία και ο Μωάμεθ Β΄ ο πορθητής, αφού εισήλθε έφιππος στον ιερό ναό της Του Θεού Σοφίας για να προσευχηθεί για την νίκη του, μετέβαλε την «Μεγάλη Εκκλησία», όπως λέγεται σε τέμενος.

            Η Πόλη εάλω και ήταν Μάϊος του 1453. Κατά μήνα Μάϊο είχαν γίνει τα εγκαίνια της Κωνσταντινουπόλεως και πάλι κατά μήνα Μάϊο «επάρθεν η Ρωμανία». Κωνσταντίνος ο Μέγας την έχτισε και επί Κωνσταντίνου εάλω. Η Κωνσταντινούπολη ήταν και παραμένει η πόλη της Θεοτόκου, η πόλη των θρύλων, των δακρύων και των στεναγμών του ευσεβούς Γένους μας. Τελικά, η Πόλη των πόλεων διαχρονικά αποτελεί την «κιβωτό της Ρωμιοσύνης και της Ορθοδοξίας». 

http://www.enromiosini.gr

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Θεολόγος σε διπλωματική αποστολή

Συγγραφέας: kantonopou στις 26 Μαΐου 2013

2E6B431B39BC29FB0044C11860CE2EB1

α) Η Εκκλησία, άλλοτε πιο οργανωμένα και άλλοτε συγκυριακά, φρόντιζε να εκχριστιανίζει ειδωλολατρικά και βαρβαρικά έθνη. Αλλά και το βυζαντινό κράτος ενδιαφερόταν για τον εκχριστιανισμό γειτονικών κυρίως λαών, αφού προτιμούσε να συνορεύει με χριστιανούς, με τους οποίους θα μπορούσε να συνεννοείται καλύτερα παρά με άπιστους και απολίτιστους βαρβάρους.

  β) Παράλληλα, οι Βυζαντινοί βρίσκονταν συχνά σε διάλογο με τους γειτονικούς λαούς της αυτοκρατορίας. Έτσι, στις διπλωματικές αποστολές περιλάμβαναν και σοφούς θεολόγους. Όπως είναι γνωστό, κατά τον 9ο αιώνα οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος ανέλαβαν μεγάλη αποστολή για τον εκχριστιανισμό των Σλάβων. Με τη συνδρομή του λογίου πατριάρχη Φωτίου, οι δύο αδελφοί εκπολίτισαν και μύησαν στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη τους σλαβικούς λαούς.

γ) Πριν όμως από αυτή την αποστολή, είχαν λάβει μέρος σε διαλόγους με τους άραβες-μουσουλμάνους και τους Χαζάρους. Να σημειωθεί ότι και οι δύο αδελφοί διέθεταν υψηλό επίπεδο μόρφωσης αλλά και βαθιά ευλάβεια. Στον Βίο του Αγίου Κωνσταντίνου-Κυρίλλου αναφέρεται ότι επισκέφθηκε τους σαρακηνούς-μουσουλμάνους και συνομίλησε μαζί τους για θέματα πίστεως.
δ) Το 836 ο χαλίφης Αμπασίντ αλ-Μουτασίν μετέφερε την πρωτεύουσα του χαλιφάτου από τη Βαγδάτη στη Σαμάρα. Επειδή εν τω μεταξύ είχε καταπατήσει βυζαντινά εδάφη, άρχισαν ανάμεσα στους Άραβες και τους Βυζαντινούς διαπραγματεύσεις. Σε αυτές έλαβε μέρος και ο νεαρός, μόλις 24 ετών, Κύριλλος, που τότε είχε ακόμη το όνομα Κωνσταντίνος. Οι συζητήσεις, όπως ήταν φυσικό, αναφέρθηκαν και σε θεολογικά ζητήματα.
ε) Οι άραβες-μουσουλμάνοι στον εν λόγω διάλογο έθεσαν στους Βυζαντινούς τα ζητήματα αυτά, με σκοπό να τους πιέσουν και να τους πείσουν για το δίκιο τους και μάλιστα με χωριά από τη Γραφή! Μίλησαν περιφρονητικά για το δόγμα της Αγίας Τριάδος, κατηγορώντας τους Βυζαντινούς ως τριθεΐτες και επικαλούμενοι ορισμένα ευαγγελικά αποσπάσματα, προσπάθησαν να στηρίξουν εκεί τις κατακτήσεις τους. Ο νεαρός Κωνσταντίνος, που αποκαλούνταν από τον αυτοκράτορα και τα μέλη της βασιλικής συγκλήτου «φιλόσοφος», απάντησε με ευστροφία στις αιτιάσεις των Αγαρηνών.
στ) Με θεολογικά επιχειρήματα αλλά και αναφορά στο Κοράνιο, που μιλά για «την αποστολή του πνεύματος σε μια παρθένο με την επιθυμία να γεννήσει» (Σούρα 19, 17) αντιμετώπισε επιτυχώς τις κατηγορίες για το δόγμα της Αγίας Τριάδος. Οι μουσουλμάνοι, επικαλούμενοι το ευαγγέλιο, που μιλά «για προσευχή υπέρ των εχθρών», που λέει, «κάντε καλό σε αυτούς που σας μισούν και σας καταδιώκουν» και «στρέψτε το άλλο μάγουλο σε αυτούς που σας κτυπούν», τον ρώτησαν, γιατί δεν τα τηρούν. Και κατέληξαν: «Εσείς δεν κάνετε έτσι, παρά γι’ αυτούς που σας κάνουν τέτοια ακονίζετε όπλα».
ζ) Ο χριστιανός φιλόσοφος απάντησε: «Όταν υπάρχουν δύο εντολές στον νόμο, ποιος φαίνεται ότι τον εκτελεί, εκείνος που εκτελεί τη μία ή και τις δύο;». Οι μουσουλμάνοι απάντησαν: «Και τις δύο». Εκείνος είπε: «Ο Θεός που είπε, προσεύχεστε γι’ αυτούς που σας αδικούν, είπε ακόμη ότι σ’ αυτή τη ζωή δεν μπορεί να δείξει κανείς μεγαλύτερη αγάπη από το να θυσιάσει την ψυχή του για τους φίλους του. Για χάρη λοιπόν των φίλων μας, κάνουμε κι εμείς αυτό, ώστε με την αιχμαλωσία του σώματος να μην αιχμαλωτισθεί και η ψυχή». (Βλ. Αντωνίου-Αιμιλίου Ταχιάου, Κύριλλος και Μεθόδιος, Οι αρχαιότερες βιογραφίες των φωτιστών των Σλάβων, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 55 κ.ε.). Οι συζητήσεις επεκτάθηκαν και σε άλλα θέματα, όπως τη φορολογία, την ποικιλία στην εφαρμογή του ευαγγελίου, τις τέχνες και τις επιστήμες. Τις επιτυχημένες απαντήσεις του Αγίου Κυρίλλου ενέπνεε το Πνεύμα του Θεού και ενίσχυαν οι επιστημονικές και θεολογικές γνώσεις, η οξυδέρκεια και βαθιά πίστη του σοφού θεολόγου.

Γράφει ο π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης

Πηγή:makthes.gr 26/05/2013

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η καθιέρωση της τιμής των αυταδέλφων Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου στη γενέτειρά τους Θεσσαλονίκη

Συγγραφέας: kantonopou στις 25 Μαΐου 2013

Αποσπάσματα από την εισήγηση του Επίκ. Καθηγητή Διονυσίου Βαλαή στο πλαίσιο των τριήμερων εκδηλώσεων του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ για την επέτειο των 1150 χρόνων από την αποστολή των Θεσσαλονικέων ιεραποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου, φωτιστών των Σλάβων στη Μεγάλη Μοραβία

Η Ιεραποστολή των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου στη Μ. Μοραβία το 863 αποτελεί γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας. Με το οικουμενικό χριστιανικό κήρυγμά τους και τις μεταφράσεις των ιερών κειμένων στη σλαβική γλώσσα έθεσαν τα θεμέλια του πνευματικού βίου του σλαβικού κόσμου. Η προσφορά τους αυτή και η αγιότητα του βίου τους αναγνωρίστηκαν ευθύς αμέσως μετά την κοίμησή τους. (…)  Έτσι, στη γενέτειρά τους Θεσσαλονίκη η εκκλησιαστική τιμή στους Αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο εισήχθη για πρώτη φορά κατά το β΄ μισό του 19ου αι. από τη Βουλγαρική Κοινότητα που είχε συσταθεί σ’ αυτή. Περί το 1876 ιδρύθηκε προς τιμήν τους ομώνυμος ναός, ο οποίος πανηγύριζε κάθε χρόνο την ημέρα της μνήμης τους με ξεχωριστή λαμπρότητα. Το γεγονός όμως ότι τα μέλη της κοινότητας αυτής ήταν ενταγμένα στη Βουλγαρική Εξαρχία και πρόβαλλαν τους δύο Αγίους ως σύμβολα της εθνικής του ιδέας εξυπηρετώντας εθνικιστικές τους επιδιώξεις, δεν βοήθησε να υιοθετηθεί την εποχή εκείνη ο εορτασμός τους και από την Ορθόδοξη Ελληνική Κοινότητα της πόλης. Ως εκ τούτου, η εορτή έλαβε τέλος το 1913 με την αποχώρηση των Βουλγάρων από τη Θεσσαλονίκη λόγω των γεγονότων του Β΄ Βαλκανικού πολέμου.

(…) Στο εορτολόγιο της Εκκλησίας Θεσσαλονίκης, η μνήμη των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου εντάχθηκε το 1957, όταν ο Μητροπολίτης Παντελεήμων ο Α΄ καθιέρωσε τον εορτασμό της «Σύναξης» όλων των Αγίων της πόλης.

(…) Με στόχο την ενίσχυση της λαϊκής ευσέβειας της πόλης προς τους Αγίους, καθιερώθηκαν το  1972 τα «Κυρίλλεια». Επρόκειτο για φιλανθρωπικές δράσεις και αθλητικούς αγώνες με τη συμμετοχή ευρωπαϊκών ομάδων, που διοργανώνονταν κατά την περίοδο του εορτασμού τους από τη Σχολή «Δημόκριτος».

(…) Ανταποκρινόμενος στο αίτημα αυτό, ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ΄ επέδωσε στις 30 Νοεμ. 1974 το ιερό λείψανο του Αγίου Κυρίλλου στον Πατριάρχη Δημήτριο, μέσω του απεσταλμένου του π. Πέτρου Ντυπρέ. Ο Πατριάρχης το διαφύλαξε στο πατριαρχικό παρεκκλήσι και στις 7 Φεβρ. 1976 το παρέδωσε μέσω του Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτωνος στον Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα τον Β΄. Η μετακομιδή του έγινε με ιδιαίτερες τιμές και εναποτέθηκε προσωρινά στον Ι. Ναό του Αγίου Δημητρίου, μέχρι την ανέγερση του νέου ναού.

(…) Παρά τις αντιδράσεις μερίδας πολιτών, τέθηκε στις 17 Ιουνίου 1981 ο θεμέλιος λίθος και ξεκίνησαν οι εργασίες ανέγερσης του Ι. Ναού των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, με βάση το αρχιτεκτονικό σχέδιο της Παναγίας του Φάρου, παλιού ναού της Κων/πολης. Στις 27 Μαρτίου 1983, Κυριακή της Ορθοδοξίας, έγιναν τα θυρανοίξια με την τέλεση Διορθόδοξης θ. Λειτουργίας, ενώ τα εγκαίνιά του τελέστηκαν στις 12 Μαΐου 1985, κατά την περίοδο του τριήμερου λαμπρού εορτασμού των Αγίων, που συνέπεσε με τα 1100 χρόνια από την κοίμηση του Αγίου Μεθοδίου και την επέτειο των 2300 χρόνων της Θεσσαλονίκης.

(…) Η Θεσσαλονίκη, ως γενέτειρα των Αγίων Φωτιστών των Σλάβων διαθέτοντας πλέον το ιερό λείψανο του Αγίου Κυρίλλου και περικαλλή ναό στη μνήμη τους, καλείται να επιτελέσει έναν ιδιαίτερο πνευματικό ρόλο στον ευρωπαϊκό χώρο, καθιστάμενη διεθνές κέντρο απόδοσης τιμής στους δύο Αγίους. Σ’ αυτό συνηγορεί και η ανακήρυξή τους, στις 31 Δεκ. 1980, από τον Πάπα Ιωάννη-Παύλο τον Β΄ σε συμπροστάτες Αγίους της Ευρώπης, μαζί με τον Άγιο Βενέδικτο.

(…) Εκτός, βεβαίως, από τα πνευματικά, μπορούν να προκύψουν και σημαντικά οικονομικά οφέλη μέσω της ενίσχυσης του προσκυνηματικού τουρισμού προς τη Θεσσαλονίκη, η οποία αποτελεί επιπλέον ένα «ζωντανό» μουσείο του βυζαντινού πολιτισμού, μέσα στον οποίο γαλουχήθηκαν οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος. Τα πλεονεκτήματα αυτά καλούνται να αξιοποιήσουν δημιουργικά στις μέρες μας οι πνευματικοί και πολιτικοί ταγοί αλλά και οι οικονομικοί φορείς της πόλης μας.

http://blogs.auth.gr/moschosg

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Ο ανεκτίμητος θησαυρός των αρχαίων ελληνικών χειρογράφων του Αγίου Όρους

Συγγραφέας: kantonopou στις 17 Μαΐου 2013

0135232001365196336

Σε μια εποχή που η τυπογραφία άνηκε ακόμη στο μακρινό μέλλον, τα χειρόγραφα αποτελούσαν το μοναδικό τρόπο για να διασωθούν οι αρχαίες γνώσεις στο διηνεκές.

Στο Μεσαίωνα, ορισμένα μοναστήρια λειτούργησαν και ως «κιβωτοί γνώσεων» διαφυλάσσοντας τα αρχαία κείμενα με τη μορφή χειρογράφων.Τα χειρόγραφα αυτά αντιγράφονταν από μοναχούς μέσα στο ημίφως των μοναστηριακών εργαστηρίων, στα περίφημα καλλιγραφεία. Τα περισσότερα αρχαιοελληνικά κείμενα που

διασώθηκαν ως τις μέρες μας, είναι αποτέλεσμα των ακατάπαυστων αντιγραφών, που γίνονταν σ’ αυτά τα εργαστήρια από ορισμένους γενναίους μοναχούς.Μοναχούς που έβαζαν σε κίνδυνο ακόμη και τη ζωή τους προκειμένου να διαφυλάξουν τις αρχαίες γνώσεις, που για κάποιους φανατικούς χριστιανούς θεωρούνταν «αιρετικές». Κι όμως, αυτές οι «αιρετικές» γνώσεις ήταν εκείνες που οδήγησαν στην αναγέννηση του Δυτικού πολιτισμού…

Ακόμη και στα χρόνια του Μεσαίωνα, σε μια εποχή που κυριαρχούσε η αγραμματοσύνη, οι αγιορείτες μοναχοί έδιναν έμφαση στο γραπτό λόγο, θεωρώντας ότι συμβάλει στην πνευματική αναβάθμιση των ανθρώπων. Γι’ αυτό και έγραφαν, αντέγραφαν και διαφύλατταν χιλιάδες χειρόγραφα, όχι μόνο θεολογικού ή λειτουργικού χαρακτήρα, αλλά και «κοσμικών γνώσεων», οι οποίες κληροδοτήθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες σοφούς.

Τα χειρόγραφα αυτά, πέρα από το περιεχόμενο τους, ήταν και διακοσμημένα με καλλιγραφίες, πράγμα που τα καθιστούσε αληθινά μνημεία τέχνης. Παρά τις καταστροφές και τις αφαιμάξεις που υπέστησαν, οι βιβλιοθήκες των μοναστηριών του Άθω κρύβουν έναν πραγματικό θησαυρό αρχαιοελληνικών γνώσεων. Σήμερα, στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους φυλάσσονται περίπου 20.000 πολύτιμα χειρόγραφα, που περιμένουν υπομονετικά τους ειδικούς για να τα μελετήσουν…

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΙ-ΜΟΝΑΧΟΙ ΤΟΥ ΑΘΩΝΑ

Η χερσόνησος του Άθω άρχισε να αναδύεται ως μοναστικό κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας προς τα τέλη του 10ου μ.Χ. αιώνα, όταν κατέφθασε εκεί κρυφά ο μοναχός Αθανάσιος, ο οποίος ίδρυσε στο νοτιοανατολικό άκρο της χερσονήσου τη μονή Μεγίστης Λαύρας(963μ.Χ.). Ο Αθανάσιος, ο ιδρυτής του αγιορείτικου κοινοβιακού μοναχισμού, ήταν προσωπικός φίλος του Ιωάννη Τσιμισκή καθώς και διακεκριμένος καλλιγράφος και ταχυγράφος.

Επέλεξε τη χερσόνησο του Άθω ως τόπο μοναστικής ζωής εξ αιτίας της απαράμιλλης φυσικής της ομορφιάς, της φυσικής της προστασίας από τις εχθρικές επιδρομές, του γεγονότος ότι ήταν ουσιαστικά ακατοίκητη από ανθρώπους, καθώς και εξ’ αιτίας της γεωγραφικής της εγγύτητας με τη συμβασιλεύουσα πόλη της αυτοκρατορίας, τη Θεσσαλονίκη. Εξαιτίας αυτών των πλεονεκτημάτων ο Άθως εξελίχθηκε σύντομα στο σημαντικότερο μοναστηριακό κέντρο του ορθόδοξου χριστιανισμού, με πολυάριθμα μοναστήρια και χιλιάδες μοναχούς.

Ο Αθανάσιος ο Αθωνίτης ήταν ένας άνθρωπος ασκητικός, που όμως αγαπούσε υπερβολικά τα βιβλία. Όταν από την Κωνσταντινούπολη κατέφθασε στον Άθω, εκτός από το καλογερικό του κουκούλι κουβάλησε μαζί του και δύο βιβλία. Αυτή η αγάπη του για τα βιβλία τον οδήγησε να ιδρύσει στην νεοσύστατη ακόμη Μεγίστη Λαύρα ένα εργαστήριο αντιγραφής χειρογράφων (Scriptorium) και μια οργανωμένη βιβλιοθήκη. Όρισε μάλιστα υπεύθυνο για το εργαστήριο τον πρωτοκαλλίγραφο Ιωάννη και βιβλιοφύλακα τον μοναχό Μιχαήλ.

Το παράδειγμα του μιμήθηκαν και οι κτήτορες των άλλων μοναστηριών (Βατοπαιδίου 985μ.Χ. και Ιβήρων 980μ.χ.), που φρόντισαν προσωπικά για την παραγωγή, την αντιγραφή και τη διαφύλαξη βιβλίων, με περιεχόμενο όχι μόνον θεολογικό και λειτουργικό αλλά και «κοσμικών γνώσεων», δηλαδή φιλοσοφικό, ιατρικό, νομικό, μουσικό κι εκπαιδευτικό.

Πολλοί μοναχοί έμειναν γνωστοί και ως γραφείς χειρόγραφων κωδίκων με πλούσια δράση και παραγωγή (Αθανάσιος ο Αθωνίτης, Ιωάννης Λαυριώτης, Ευθύμιος ο Ιβηρ, Διονύσιος Στουδίτης, Νείλος ο Μυροβλήτης, Ιωάννης ο Κουκουζέλης κ.α.). Συνολικά μνημονεύονται πάνω από 40 επώνυμοι βυζαντινοί καλλίγραφοι-μοναχοί, που συνέγραψαν χειρόγραφα στις αγιορείτικες μονές.

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΚΑΙ SCRIPTORIUM

Το σίγουρο είναι πως οι μοναχοί του Αγίου Όρους δεν περιφρονούσαν τα βιβλία. Μόλις ιδρύονταν ένα μοναστήρι μια από τις πρώτες ενέργειες των κτητόρων του ήταν η δημιουργία μιας βιβλιοθήκης, που αποσκοπούσε στην κάλυψη των πνευματικών αναγκών των μοναχών και πρωτίστως στην κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της μοναστικής αδελφότητας. Ο ηγούμενος όριζε πάντα έναν βιβλιοθηκάριο, υπεύθυνο για τη διαφύλαξη και συντήρηση των χειρογράφων.

Μια βιβλιοθήκη άρχιζε πάντα την πορεία της μ’ ένα πυρήνα βιβλίων, που αφιέρωνε σε αυτήν ο ιδρυτής της. Ως χώρος για τη διαφύλαξη των πολύτιμων χειρογράφων επιλέγονταν κατά παράδοση το υπερώο, πάνω από τον εξωνάρθηκα του καθολικού (π.χ. στη Μονή Εσφιγμένου). Σε άλλες ωστόσο περιπτώσεις, όταν ο χώρος του υπερώου δεν επαρκούσε, χρησιμοποιούνταν και ορισμένα απομονωμένα και πυρασφαλή κτίσματα, όπως στην περίπτωση της Μεγίστης Λαύρας.

Προτού ωστόσο τα χειρόγραφα τοποθετηθούν στη βιβλιοθήκη σημειώνονταν συνήθως πάνω τους η χαρακτηριστική κτητορική επιγραφή, που καταριόταν τον επίδοξο καταστροφέα τους: «Αυτή η βίβλος υπάρχει της θειας και ιεράς μονής… και όποιος την αφαιρέση να έχει τας άρας των τριακοσίων δέκα οκτώ…». Για προστατευτικούς πάλι λόγους, γράφτηκαν ανά τους αιώνες πάνω στα ίδια βιβλία, απαγορευτικές φράσεις όπως: «Μηδείς τεμνέτω τα φύλλα..» ή «Μηδείς αποξενώση την Βίβλο ταύτην…».

Μια βιβλιοθήκη φιλοδοξούσε πάντα να περιλάβει όσο το δυνατόν περισσότερες γνώσεις, όχι μόνον θεολογικού αλλά και κοσμικού περιεχομένου. Βασικές πηγές εμπλουτισμού μιας μοναστηριακής βιβλιοθήκης υπήρξαν η παραγωγή χειρογράφων στο ίδιο το μοναστήρι, η αγορά και η παραγγελία βιβλίων για την κάλυψη μιας συγκεκριμένης ανάγκης ή έλλειψης και βεβαίως οι μεγάλες και εντυπωσιακές δωρεές αυτοκρατόρων, ηγεμόνων, πατριαρχών, αρχιερέων, μοναχών αλλά και ιδιωτών, που χάριζαν τις προσωπικές τους συλλογές (τον 16ο αιώνα ο καθηγητής της πατριαρχικής σχολής Θεοφάνης Ε. Νοταράς, χάρισε όλα του τα βιβλία στην Ι. Μ. Ιβήρων).

Κατά κανόνα κάθε μοναστήρι κληρονομούσε και την προσωπική βιβλιοθήκη των μοναχών του. Ωστόσο, αρκετά χειρόγραφα προέρχονταν από παραγγελίες. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο σημείωμα για ένα χειρόγραφο, που παραγγέλθηκε με έξοδα μιας μονής: «Το παρόν Ωρολόγιον εγράφη παρά του οικτρού και αμαρτωλού Κύριλλου του Ναυπάκτιου δια συνδρομής και εξόδου της σεβάσμιας μονής…».

Στις περισσότερες μονές του Αγίου Όρους υπήρχαν λοιπόν συγκροτημένες συλλογές χειρογράφων και λειτουργούσαν βιβλιογραφικά εργαστήρια, όπου οι μοναχοί-γραφείς αντέγραφαν τα πρωτότυπα όχι αυθαίρετα αλλά βάσει αυστηρών κανόνων, που τους ακολουθούσαν πιστά. Τα ελληνικά χειρόγραφα γράφονταν μέχρι τον 9ο αιώνα σε μεγαλογράμματη γραφή, δηλαδή με κεφαλαία. Από τον 9ο αιώνα όμως και μετά επικρατεί σταδιακά η μικρογράμματη γραφή και όλα τα χειρόγραφα των προηγούμενων εποχών «μεταχαρακτηρίζονται» κατά τη διάρκεια της αντιγραφής τους.

Από την ίδρυση των πρώτων Scriptorium στις μονές υπήρχε μια σχετικά αξιόλογη παραγωγή χειρογράφων, ενώ η ακμή της βιβλιογραφικής δραστηριότητας εντοπίζεται τον 14ο και τον 15ο αιώνα. Η παραγωγή χειρογράφων συνεχίστηκε και μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας (άλλωστε το πρώτο τυπογραφείο στον ελλαδικό χώρο λειτούργησε το 1759 στη Μεγίστη Λαύρα) φθάνοντας στο σημείο να μιλάμε τον 17ο αιώνα για πραγματική άνθηση, με την εμφάνιση μιας ιδιότυπης μορφής γραφής, την «Ξηροποτάμινην γραφήν» ,που είναι γνωστή και ως «αγιορείτικη».

Η ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ

Τα χειρόγραφα, που βρίσκονται σήμερα στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους υπολογίζονται επίσημα στις 15.000 ή, σύμφωνα με άλλους υπολογισμούς ξεπερνούν τις 20.000. Αυτά μπορούν να ταξινομηθούν με κριτήρια μορφολογικά, γλωσσολογικά αλλά κυρίως με βάση το περιεχόμενο τους. Με βάσει τη μορφή τους τα χειρόγραφα διακρίνονται σε ειλητάρια ή κοντάκια (ονομάζονται έτσι επειδή τυλίγονται γύρω από κοντό ξύλο) και σε κώδικες (βιβλία) διαφόρων σχημάτων.

Πρέπει να σημειωθεί πως από τον 2ο και 3ο μ.Χ. αιώνα, τα βιβλία με δεμένες σελίδες (κώδιξ, λατινικά codex) άρχισαν να αντικαθιστούν τον παραδοσιακό κύλινδρο από πάπυρο. Ήταν μια ανθεκτική και εύκολη στη χρήση γραφική ύλη, τόσο για το κείμενο όσο και για την εικονογράφηση τους. Σύντομα οι κώδικες έγιναν η κυρίαρχη μορφή των χειρογράφων.

Οι περισσότεροι κώδικες έχουν καλλιτεχνικές βιβλιοδεσίες και διακοσμημένα καλύμματα με βαρύτιμα επιθήματα, σκαλιστά μέταλλα και ημιπολύτιμους λίθους. Όσον αφορά το βιβλιακό υλικό με το οποίο είναι κατασκευασμένα διακρίνονται σε περγαμηνά (από δέρμα ζώου), χαρτώα και βομβύκινα (από βαμβάκι).

Από γλωσσική άποψη χωρίζονται σε ελληνικά (90% επί του συνόλου) και ξενόγλωσσα. Τα ξενόγλωσσα, που αποτελούν περίπου το ένα δέκατο, περιλαμβάνουν σλάβικα, λατινικά, ρουμάνικα και γεωργιανά χειρόγραφα, και χρησιμοποιούνταν από τους ξενόγλωσσους ορθόδοξους μοναχούς που παροικούν στο Άγιον Όρος κατά την τελευταία χιλιετηρίδα. Τα περισσότερα από αυτά δεν είναι παρά μεταφράσεις από τα ελληνικά θεολογικών και λειτουργικών κειμένων.

Τέλος, όσον αφορά την αρχαιότητα τους, το αρχαιότερο χειρόγραφο του Αγίου Όρους είναι ένα περγαμηνό σπάραγμα λατινικής γραφής του 4ου μ.Χ. αιώνα και οκτώ φύλλα του Ευθαλιανού Κώδικα (6ος μ.Χ. αιώνας), με αποσπάσματα από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου προς Γαλάτες και Κορινθίους.

ta-arxaia-ellhnika-xeirografa-tou-agiou-orous-2

ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

Σχετικά με το περιεχόμενο τους, τα αγιορείτικα χειρόγραφα διακρίνονται σε αυτά που διασώζουν κείμενα αρχαίων κλασσικών συγγραφέων ή γενικότερα κοσμικών γνώσεων π.χ. αστρολογίας, βοτανικής, γεωγραφίας, ιατρικά, νομικά –και σε εκείνα που περιέχουν κείμενα χριστιανικού και λειτουργικού περιεχομένου.

Τα δεύτερα αποτελούν φυσικά και τη συντριπτική πλειοψηφία, επειδή όχι μόνον χρησιμοποιούνταν συχνά από τους μοναχούς αλλά κυρίως γιατί το βυζάντιο ήταν θεοκρατικής δομής. Πέρα από αυτό όμως, οποιοδήποτε είδος κοσμικής γνώσης, θεωρούνταν από τους μοναχούς δευτερευούσης σημασίας σε σχέση με τη θεολογία.

Παρόλα αυτά όμως υπήρχαν και μοναχοί, που με θάρρος και αποφασιστικότητα διακινδύνευαν ακόμη και τη ζωή τους προκειμένου να διαφυλάξουν τις αρχαίες γνώσεις και σ’ αυτούς ίσως οφείλεται ως ένα σημείο και η αναγέννηση της Δύσης από το μεσαιωνικό σκοταδισμό. Έτσι, αν σήμερα μπορούμε ν’ απολαύσουμε Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Όμηρο, Θουκυδίδη κι ένα σωρό άλλους αρχαίους συγγραφείς, ίσως να το χρωστάμε σε μια χούφτα μοναχών, που στο ημίφως των εργαστηρίων τους αφιέρωναν ατέλειωτες ώρες στην αντιγραφή των αρχαιοελληνικών χειρογράφων…

Δυστυχώς δε διαθέτουμε έγκυρα στοιχεία για τον ακριβή αριθμό των αρχαιοελληνικών χειρογράφων, που βρίσκονται σήμερα στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του ΆΘωνα. Ενδεικτικά πρέπει να σώζονται γύρω στα 600 έργα κλασικών συγγραφέων. Ο αριθμός αυτός δεν πρέπει να θεωρείται μικρός, καθώς σ’ αυτά ακριβώς τα χειρόγραφα εστιάζονταν πάντα οι Ευρωπαίοι «προσκυνητές» που έκλεβαν ή αγόραζαν τους κώδικες για να εμπλουτίσουν τις Δυτικές βιβλιοθήκες. Ωστόσο, παρά τις σημαντικές κλοπές και αφαιμάξεις, στις βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους συνεχίζουν ως σήμερα να υπάρχουν πολλοί και αξιόλογοι αρχαιοελληνικοί κώδικες.

Πιο παλιός και πιο σημαντικός απ’ όλους είναι η περίφημη Βοτανική του Διοσκουρίδου (Ω75), ένας κώδικας ηλικίας 1000 ετών, προσωπικό δώρο του Νικηφόρου Φωκά στον Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Το βιβλίο, που φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη της Μεγίστης Λαύρας (ο υπογράφων είχε τη μοναδική και συγκινητική ευκαιρία να το ξεφυλλίσει προσωπικά…), θεωρείται ιδανικό για την παρασκευή φαρμάκων από βότανα. Η Βοτανική του Διοσκουρίδη περιέχει αρκετές πληροφορίες ιατρικής και φαρμακολογίας και πολυάριθμες μικρογραφίες, κυρίως ολοσέλιδες εικονογραφήσεις φυτών με αλφαβητική σειρά καθώς και εικόνες φιδιών, εντόμων, ζώων και πτηνών.

Άλλοι σημαντικοί αρχαίοι έλληνες συγγραφείς, χειρόγραφα των οποίων διασώζονται ακόμη στο Άγιον Όρος, είναι ο Επίκτητος, ο Ερμογένης και ο Ευκλείδης στην μονή Εσφιγμένου, ο Ευριπίδης, ο Αισχύλος, ο Θεόκριτος, ο Σοφοκλής και ο Πίνδαρος στην Ιβήρων. Από αυτά που ξεχωρίζουν είναι και το φημισμένο χειρόγραφο των γεωγράφων Πτολεμαίου και Στράβωνα (αριθμός 655, του 13ου αιώνα), που βρίσκεται στο Βατοπαίδι.

Εκτός από τη Βοτανική του Διοσκουρίδη στην Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας σώζονται δύο χειρόγραφα του Θουκυδίδη και οι Βίοι Παράλληλοι του Πλούταρχου. Επίσης στην τελευταία σώζονται το μοναδικό νομικό χειρόγραφο με τις Νεαρές των Κομνηνών(13ος αι. Θ65), ένα σπάνιο ιατρικό χειρόγραφο του Αέτιου Αμηδινού, προσωπικού ιατρού του Ιουστινιανού, καθώς και χειρόγραφα του Γαληνού. Όπως προαναφέραμε, ο αριθμός των χειρογράφων των κλασσικών συγγραφέων θα πρέπει να θεωρείται μεγάλος, αν λάβουμε υπόψιν μας πως αυτά ακριβώς τα έργα ήταν ο κύριος στόχος των Ευρωπαίων «προσκυνητών» κατά τις αφαιμάξεις των μοναστηριακών βιβλιοθηκών.

ΚΛΟΠΕΣ ΚΑΙ ΑΦΑΙΜΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ ΑΠΟ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥΣ «ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΕΣ»

Οι μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Άθωνα είχαν μεγάλη φήμη και ασκούσαν πάντα μεγάλη γοητεία στο λόγιο και βιβλιόφιλο κοινό της Δύσης, το οποίο εκφράζονταν με θαυμασμό για τις «εξαιρετικές βιβλιοθήκες… που βρίσκονται στο Όρος Άθως» (celebratisimas bibliotecas… qui in Ato Montesunt).

Τα πανεπιστήμια, οι ευγενείς, οι λόγιοι αλλά και οι τυπογράφοι της Δύσης, ανακαλύπτοντας τη δύναμη και τη γοητεία της αρχαιοελληνικής σκέψης, επιθυμούσαν διακαώς να αποκτήσουν και να μελετήσουν αρχαιοελληνικούς κώδικες, που για τους μοναχούς του Άθωνα θεωρούνταν συνήθως… δευτερευούσης σημασίας σε σχέση με τα λειτουργικά και θεολογικά κείμενα. Έτσι, με την πρωτοβουλία φιλότεχνων, ως επί το πλείστον, Ηγεμόνων οργανώθηκαν ολόκληρες αποστολές προς τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, που είχαν ως επίκεντρο τους την αγορά κωδίκων με έργα αρχαίων ελλήνων συγγραφέων.

Στοχεύοντας σχεδόν αποκλειστικά στους αρχαιοελληνικούς κώδικες, οι Δυτικοί «συλλέκτες χειρογράφων» αφαίμαξαν σημαντικές ποσότητες κωδίκων, με αποτέλεσμα σήμερα να διασώζονται λιγότερα από 1000 χειρόγραφα κοσμικών γνώσεων στο Άγιον Όρος. Ωστόσο, χάρη σε αυτές τις αφαιμάξεις επιχειρήθηκαν και οι πρώτες τυπογραφικές εκδόσεις του 16ου,17ου και 18ου αιώνα, με κυριότερη εκείνη των Απάντων του Πλάτωνα από τον τυπογράφο Μανούτιο Αλδο (Βενετία 1513).

Εύκολα γίνεται κατανοητό τo πόσο βοήθησαν αυτού του είδους οι εκδόσεις στην Αναγέννηση της Δύσης, εφόσον όλα αυτά τα έργα έγιναν αντικείμενα προσεκτικής μελέτης από τους ιστορικούς, φιλόλογους και θεολόγους της Εσπερίας. Αυτή η αναβίωση του κλασικού πνεύματος πυροδότησε μια αλυσιδωτή αντίδραση αφυπνίσεων, που τελικά οδήγησε στη σταδιακή απελευθέρωση της Ευρώπης από τα δεσμά των προκαταλήψεων και της άγνοιας.

Σύμφωνα μάλιστα με τον ιερομόναχο Νικόδημο τον Λαυριώτη (Μεγίστη Λαύρα), υπεύθυνο για τη μεγαλύτερη συλλογή χειρογράφων του Αγίου Όρους: «Οι διαρροές των χειρογράφων από τις αγιορείτικες βιβλιοθήκες βοήθησαν στο να απαλλαγεί η Δύση από τον σκοταδισμό της παπικής αλαζονείας».

Ας κάνουμε ωστόσο μια μικρή παρένθεση σχετικά με τις σημαντικότερες περιπτώσεις αφαιμάξεων και απωλειών χειρογράφων από τις αγιορείτικες βιβλιοθήκες. Χάρη σ’ ένα ταξίδι, που απέβη ιδιαίτερο καρποφόρο, ο έλληνας λόγιος Ιανός Λάσκαρης(1445-1534) επισκέφτηκε το 1491-1492 τον Άθωνα και για λογαριασμό του ηγεμόνος της Φλωρεντίας Λαυρέντιου Μεδίκου, αφαίρεσε 200 περίπου ελληνικά χειρόγραφα, από τα οποία 80 περιείχαν έργα άγνωστα την εποχή εκείνη στη Δύση, μεταξύ των οποίων έργα του Γαληνού, του Θεόκριτου, του Αριστοτέλη, του Πτολεμαίου, του Καλλίμαχου…

Ο Kερκυραίος λόγιος Nικόλαος Σοφιανός ανάμεσα στα χρόνια 1540-1544 αντέγραψε και συνέλεξε στο Άγιον Όρος περίπου 300 χειρόγραφα για λογαριασμό του Hurtado de Mentoza, του βιβλιόφιλου πρέσβη του Kαρόλου E’ στη Bενετία. Στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα ο Aθανάσιος ο Ρήτωρ, ο οποίος προσχώρησε στον καθολικισμό, κατ’ εντολή του καρδινάλιου Μαζαρίνου μετέφερε στη Γαλλία 109 χειρόγραφα, από τα οποία 74 προέρχονταν από τη Μεγίστη Λαύρα και σήμερα βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων.

Επίσης ο Mηνάς Mινωΐδης στα 1840-1855, κατ’ εντολή του γαλλικού Υπουργείου Παιδείας μετέφερε κι αυτός στη Γαλλία πολλά ελληνικά χειρόγραφα, τόσο από άλλες Μονές (π.χ. από τη Ι. Μ.Tιμίου Προδρόμου Σερρών), αλλά κυρίως από τις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Άγίου Όρους.

Το 1516 ο Μάξιμος Γραικός (Μιχαήλ Τριβώλης), ο περίφημος «φωτιστής των Ρώσων», μετέφερε στη Ρωσία δεκάδες κώδικες για να τον βοηθήσουν στο μεταφραστικό του έργο. Το 1654,ο Ρώσος μοναχός Αρσένιος Σουχάνωφ, ενεργώντας με εντολή του Τσάρου Αλέξιου και του Πατριάρχη της Μόσχας Νίκωνος, μετέφερε στην «3η Ρώμη» πάνω από 500 αγιορείτικα χειρόγραφα! Συγκεκριμένα απογύμνωσε πολλές μονές από αξιόλογα χειρόγραφα, πολλά από τα οποία περιείχαν κλασικά κείμενα.

Τέλος,ο γνωστός Ρώσος επιστήμονας Πορφύριος Oυσπένσκυ, αρχιμανδρίτης και κατόπιν αρχιεπίσκοπος Kιέβου, περιήλθε τις Mονές του Σινά, των Mετεώρων και του Αγίου Όρους και δεν δίστασε να αφαιρέσει από αυτές όσα χειρόγραφα ή και μεμονωμένα ακόμη φύλλα του φαίνονταν να έχουν κάποια αξία. Το μόνο θετικό πάντως απ’ όλες αυτές τις αφαιμάξεις είναι ότι φωτίστηκε από την ελληνική γνώση, τόσο η παπική Δύση, όσο και οι σλαβικοί λαοί του βορρά.

Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

ta-arxaia-ellhnika-xeirografa-tou-agiou-orous-3

Σήμερα στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους σώζονται 16.000-20.000 χειρόγραφα! Αυτή η ποσότητα θεωρείται ότι αποτελεί το 50% των ελληνόγλωσων χειρογράφων, που υπάρχουν σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο. Από αυτά πάνω από τα μισά βρίσκονται στις βιβλιοθήκες τριών μόνον μοναστηριών (Μεγίστη Λαύρα, Ιβήρων και Βατοπαίδι). Ειδικότερα η βιβλιοθήκη της Μεγίστης Λαύρας είναι η μεγαλύτερη συλλογή χειρογράφων (2242 χειρόγραφα) στο Άγιο Όρος και η 3η παγκοσμίως, ύστερα από εκείνη της Αγίας Αικατερίνης του Σινά (4.500 χειρόγραφα εκ των οποίων το 75% είναι ελληνόγλωσσα) και του Βατικανού(3.500 χειρόγραφα).

Στις 20 μονές του Άθωνα σώζεται το μοναδικό διαχρονικό σύνολο ελληνικών χειρογράφων όχι μόνο στο χώρο της ελληνικής επικράτειας, αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Τα ελληνικά χειρόγραφα του Αγίου Όρους συγκροτούν τη μεγαλύτερη συλλογή ελληνικών χειρογράφων στον κόσμο, αφού ο αριθμός τους ξεπερνά κατά πολύ το σύνολο των δύο μεγαλύτερων συλλογών της Ευρώπης, του Βατικανού και της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, που και οι δύο μαζί δεν υπερβαίνουν τις 10.000.

ΔΙΑΣΩΣΗ ΣΕ ΜΙΚΡΟΦΙΛΜΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ

Η μελέτη της ιστορίας των αγιορείτικων χειρογράφων δεν είναι εύκολη υπόθεση, εφόσον ποτέ δεν υπήρξαν μεσαιωνικοί κατάλογοι βιβλιοθηκών, όπως στις περιπτώσεις των μεσαιωνικών μοναστηριών της Δύσης. Οι προσπάθειες για την καταγραφή και τη συστηματική μελέτη των χειρογράφων του Άθωνα ξεκίνησαν μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα και συνεχίζονται. Πρώτος ο Σπυρίδων Λάμπρου εξέδωσε έναν δίτομο κατάλογο κωδίκων του Όρους(πλην Βατοπαιδίου και Μεγίστης Λαύρας),που περιελάμβανε 6.619 χειρόγραφα. Στη συνέχεια, το 1925, ο καθηγητής Σωφρόνιος Ευστρατιάδης εξέδωσε στο Παρίσι έναν κατάλογο με τους κώδικες των μονών Βατοπαιδίου και Μεγίστης Λαύρας. Πλήρης πάντως κατάλογος δεν υπάρχει ακόμη.

Ωστόσο το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών(ΠΙΠΜ) της Ι.Μ. Βλατάδων (Θεσσαλονίκη) έχει αναλάβει τη κατάρτιση ενός λεπτομερούς καταλόγου, όπως επίσης και τη μικροφωτογράφιση όλων των χειρογράφων. Έτσι το περιεχόμενο των χειρογράφων όχι μόνον θα διασωθεί, αλλά θα είναι εύκολη και η μελέτη τους από τους ειδικούς, που δεν χρειάζονται πλέον να επισκεφτούν τις μοναστηριακές βιβλιοθήκες για να τα μελετήσουν. Το ΠΙΜΠ, που υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, είναι ένα ιδιωτικό ίδρυμα που συντηρείται με επιχορηγήσεις και δωρεές. Ανάμεσα στ’ άλλα περιέχει ένα αρχείο μικροταινιών, ένα αρχείο διαφανειών (Slides) καθώς και ειδικές φωτοαναγνωριστικές συσκευές.

Η συντήρηση των αρχαίων χειρογράφων βασίζεται σ’ ένα πρόγραμμα, που περιλαμβάνει την τοποθέτησή τους σε ειδικές θήκες, για καλύτερη φύλαξη και μεταφορά. Την αποκατάσταση των διαλυμένων εξώφυλλων και εσώφυλλων και την τοποθέτηση φαρμάκων ενάντια στα φθοροποιά μικρόβια. Τέλος, σε συνεργασία και με ξένα πανεπιστήμια, εφαρμόζεται ένα πρόγραμμα συντήρησης και απολύμανσης των χειρογράφων από καταστροφικά μικρόβια.

Η προσφορά των χειρογράφων του Αγίου Όρους στην πολιτιστική εξέλιξη της Ευρώπης είναι ανεκτίμητη. Όπως άλλωστε λέει χαρακτηριστικά και ο βιβλιοθηκάριος της μονής Μεγίστης Λαύρας, Ιερομοναχός Νικόδημος: «Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, που ακριβώς θα βρισκόταν σήμερα η ανθρωπότητα, χωρίς τις αρχαίες γνώσεις που διεσώθησαν με τα χειρόγραφα των βυζαντινών μοναστηριών και ιδιαίτερα του Αγίου Όρους. Κατά πάσα πιθανότητα η Αναγέννηση της Δύσης θ’ αργούσε μερικούς αιώνες…»

Χρονολόγιο – 

vatopaidi.wordpress.com

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Ο πύργος του Προσφόριου στην Ουρανούπολη

Συγγραφέας: kantonopou στις 14 Απριλίου 2013

Στα προπύλαια του Αγίου Όρους, προσκυνητές και επισκέπτες της Ουρανούπολης θαυμάζουν το επιβλητικό κτίσμα που δεσπόζει στο χώρο, τον περίφημο πύργο του Προσφόριου. Πρόκειται για ένα μνημείο μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής με πολυκύμαντη ιστορία που έπαιξε ρόλο μέχρι πρόσφατα σε γεγονότα και καταστάσεις της περιοχής.

Στον πύργο κατοίκησαν πρόσφυγες κυρίως από την Προποντίδα μετά το 1922 αλλά και το αγγλικής-αυστραλιανής καταγωγής ζεύγος Lock το 1928, το οποίο παρείχε βοήθεια στους πρόσφυγες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα τους σεισμοπαθείς του 1932, ενώ παράλληλα προέβη σε επισκευές του κτίσματος.

exoteriki_prin

Ο πύργος πριν την αποκατάσταση πηγή: http://www.10eba.gr

Η ιστορία του πύργου ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια. Βρισκόταν μαζί με άλλα κτίρια στο μετόχι Προσφόριον, του οποίου τον αρχικό πυρήνα κατείχε η αγιορείτικη μονή Βατοπεδίου ήδη κατά το 1018. Μέρος του μετοχιακού συγκροτήματος αποτελεί σήμερα το συγκρότημα του πύργου, και λίγο μακρύτερα το χαλκαδιό και το κολληγάδικο, ενώ τα λοιπά κτίρια κατεδαφίστηκαν.

Αναφέρεται για πρώτη φορά σε πηγές του 1344 αλλά εικάζεται ότι είναι παλαιότερος. Τον Μάιο του 1379 ο δεσπότης της Θεσσαλονίκης Ιωάννης Παλαιολόγος απήλλαξε τον πύργο από φορολογικές υποχρεώσεις κατά την παραμονή του εκεί. Σύμφωνα με την αρχαιολογική υπηρεσία, πρέπει να υπέστη σοβαρές ζημίες από το σεισμό του 1585 και να ακολούθησαν εκτεταμένες επισκευαστικές και ανακατασκευαστικές εργασίες, από τις οποίες προέκυψε η σημερινή μορφή του.

esoteriko_prin

Το εσωτερικό του πύργου πρίν την αποκατάσταση

Το αναστηλωμένο μνημείο από την 10η Βυζαντινή Εφορεία, λειτουργεί σήμερα ως εκθεσιακό κέντρο για τις αρχαιότητες της χριστιανικής περιόδου της Χαλκιδικής. Το πρώτο έκθεμα για τον επισκέπτη είναι το ίδιο το μνημείο. Οι εργασίες αποκατάστασης ανέδειξαν τις κύριες ιστορικές φάσεις κατασκευής του οι οποίες διακρίνονται:

α) Στον βυζαντινό πύργο στον οποίο ανήκει όλο το κάτω μέρος του πέτρινου φορέα, εκτός των δύο τελευταίων ορόφων. Η τυπολογία και ο τρόπος κατασκευής του θα μπορούσαν να τον κατατάξουν ανάμεσα στα λίγα γνωστά παραδείγματα του 11ου-12ου αιώνα.

β) Οι δύο τελευταίοι όροφοι, καθώς και ένας ακόμη που χάθηκε (ή τουλάχιστον ένας όροφος επάλξεων), χρονολογούνται στην Τουρκοκρατία, πιθανότατα μετά το σεισμό του 1585.

γ) Ολόκληρο το ξύλινο εσωτερικό του πύργου, μαζί με τη σημερινή στέγη του, ανήκουν στην ανακατασκευή του 19ου αιώνα, η οποία φαίνεται ότι ολοκληρώθηκε το 1862. Ακολούθησε η κατασκευή της εξωτερικής σκάρπας, δηλαδή του λοξού τοίχου αντιστήριξης.

Σήμερα, μετά τις πρόσφατες εργασίες αποκατάστασης, το εσωτερικό του πύργου διατηρείται με τις αυθεντικές κατασκευές του 19ου αιώνα. Έξω από την ανατολική πλευρά του πύργου είναι προσκολλημένος ο μπαρμπακάς, δηλαδή ο οχυρός περίβολος, ο οποίος φαίνεται να είναι πρόσκτισμα της πρώιμης Τουρκοκρατίας με μεταγενέστερες επισκευές. Οι σημερινοί χώροι κατοικίας και αποθηκών στο εσωτερικό του μπαρμπακά έγιναν στα μέσα του 19ου αιώνα. Βορειοδυτικά του πύργου βρίσκεται το κτίριο του αρσανά, κτισμένο το 1865, μαζί με τη χαμένη, σήμερα, αποβάθρα. Αποτελείται από τον ημιυπόγειο χώρο φύλαξης της μετοχιακής λέμβου, το αποθηκευτικό ημιανώγειο και το κατοικούμενο ανώγειο με το χαγιάτι του.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Ο πύργος στη σημερινή του μορφή

Στο εσωτερικό του μνημείου αναπτύσσεται έκθεση η οποία  περιλαμβάνει τις εξής θεματικές:

α) Προχριστιανική Χαλκιδική

β) Χριστιανική Χαλκιδική

γ) Ουρανούπολη

δ) Ζεύγος Loch

ε) Άγιον Όρος

Να επισημάνουμε ότι στην έκθεση βρίσκονται σημαντικά ευρήματα της Μονής Ζυγού. Η έκθεση λειτουργεί σύμφωνα με το πρόγραμμα: Τετάρτη – Πέμπτη – Παρασκευή- Σάββατο, 12:00 – 16:00 μ.μ. και για την καλύτερη εξυπηρέτηση ομάδων επισκεπτών είναι χρήσιμη η προσυνεννόηση στα τηλ. 2377071389, 2310285163.

Πιστεύουμε ότι η θέση του πύργου, «μεταξύ ουρανού και γης»,  τον καθιστά ορόσημο και σύμβολο της περιοχής. Η σημερινή δε αξιοποίησή του με την τόσο σημαντική έκθεση δίνει την ευκαιρία σε επισκέπτες και τουρίστες να θαυμάσουν την υπερχιλιετή αγιορείτικη παράδοση και το  πολιτισμικό υπόβαθρο του τόπου. Αγέρωχος και επιβλητικός ο πύργος της Ουρανούπολης,  καλωσορίζει κάθε επισκέπτη και προσκυνητή του Αγίου Όρους.

(Το άρθρο συντάχθηκε με στοιχεία που ελήφθησαν από τη 10η Εφορεία Βυζαντινλων Αρχαοτήτων http://www.10eba.gr).

Βασίλειος Χάδος

pemptousia.

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΓΕΝΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Ήταν το Βυζάντιο κράτος θεοκρατικό;

Συγγραφέας: kantonopou στις 11 Απριλίου 2013

image1
Ελληνορθόδοξη παράδοση: ρίζωμα και προοπτική

Για να αποφύγουμε τη σύγχυση την οποία προκαλεί η έλλειψη ορισμού της θεοκρατίας στους περισσότερους συγγραφείς, προτείνουμε τέσσερα κριτήρια με τα όποια μπορεί να ελεγχθεί η ύπαρξη και ο βαθμός θεοκρατίας σε ένα κράτος:

1) Ταύτιση πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας στο ίδιο πρόσωπο.
2) Επιβολή θρησκευτικών κανόνων στο σύνολο της νομοθεσίας.
3) Άσκηση της δημόσιας διοίκησης από θρησκευτικούς λειτουργούς.
4) Έλεγχος της εκπαίδευσης από τη θρησκευτική ιεραρχία.

Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το «Βυζάντιο» δεν ικανοποιεί ούτε ένα απ’ αυτά τα τέσσερα κριτήρια ενός θεοκρατικού κράτους. Ας τα δούμε με τη σειρά.

1) Το ότι ο «Πάπας» και ο «Καίσαρας» ήταν διαφορετικά πρόσωπα είναι φυσικά γνωστό. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είχε απόλυτη εξουσία πάνω σε όλες τις λειτουργίες της δημόσιας ζωής. Με άλλα λόγια, κανένας Χομεϊνί δεν κυβέρνησε ποτέ από τον Πατριαρχικό θρόνο πάνω σε όλο το κράτος. Επιπλέον κανένας επίσκοπος δεν ηγήθηκε ποτέ οποιουδήποτε στρατιωτικού τάγματος σε πολεμικές συγκρούσεις, όπως ήταν ο κανόνας στη Δύση.

2) Στο χώρο του Δικαίου, το «Βυζάντιο» συνέχισε τη μεγάλη Ρωμαϊκή παράδοση. Βασικός άξονας της νομοθεσίας σε όλη τη μακραίωνη ιστορία του παρέμεινε το Ρωμαϊκό Δίκαιο, όπως το είχε κωδικοποιήσει ο Ιουστιανός. Σ’ αυτό προστέθηκαν κατά καιρούς τροποποιήσεις τις όποιες επέβαλαν οι νέες κοινωνικές συνθήκες και η επίδραση του Χριστιανισμού. Έτσι η τελική σύνθεση ήταν μία πολύ πιο ανθρωπιστική εκδοχή του αρχαίου Ρωμαϊκού Δικαίου. Όλα αυτά πάντως άνηκαν στην κοσμική (μη εκκλησιαστική) σφαίρα του κράτους. Οι νομικές σχολές και τα δικαστήρια δεν είχαν σχέση με την Εκκλησία, και οπωσδήποτε οι δικαστές δεν ήταν επίσκοποι, όπως συνέβαινε την ίδια εποχή στη Δύση. (Οι επίσκοποι μπορούσαν να είναι δικαστές σε ορισμένες περιπτώσεις, αν το ζητούσε ο κατηγορούμενος, αλλά αυτό αποτελούσε μια ανθρωπιστική παραχώρηση πού δεν αλλάζει την ουσία της κατά βάση κοσμικής δικαιοσύνης).

3) Η αδιατάρακτη πολιτιστική συνέχεια του «Βυζαντίου» είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει πάντοτε μια μορφωμένη γραφειοκρατία πού χειριζόταν τις κρατικές υποθέσεις. Αντίθετα, στη Δύση, όπως θα δούμε πιο αναλυτικά στο επόμενο κεφάλαιο, από τον 6ο αιώνα εμφανίζεται ένα τεράστιο κενό στην Παιδεία. Χαρακτηριστικό αποτέλεσμα της παρακμής των γραμμάτων στη Δύση είναι ότι δεν υπάρχουν πια μορφωμένοι μη εκκλησιαστικοί άνδρες για να επανδρώσουν τις στοιχειώδεις διοικητικές ανάγκες των νέων βαρβαρικών κρατών. Έτσι, από τον 7ο αιώνα, η Δυτική Ευρώπη βασίζεται αποκλειστικά πλέον σε κληρικούς για τις διπλωματικές, διοικητικές και εκπαιδευτικές λειτουργίες της.

Ήδη στην αυλή του Καρλομάγνου (τέλη 8ου αιώνα) όλοι σχεδόν οι γνωστοί λόγιοι, με εξαίρεση τον Einhard, είναι κληρικοί (Αλκουίνος, Παύλος Διάκονος, Πέτρος Διάκονος, Paulinus, κ.λπ.). Πρόκειται για μια εξέλιξη με κολοσσιαίες συνέπειες στη δυτική Ιστορία. Όχι μόνον επειδή διατηρήθηκε επί 1.000 χρόνια και σφράγισε το χαρακτήρα της Δύσης, αλλά και επειδή προκάλεσε τελικά ένα άγριο άντικληρικαλιστικό πνεύμα το όποιο ξέσπασε στα χρόνια του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Αυτή ή αντίδραση έχει διαμορφώσει τη σημερινή στάση του δυτικοευρωπαίου απέναντι στο Χριστιανισμό. Ο δυτικοευρωπαίος θα ήταν πολύ διαφορετικός άνθρωπος, αν δεν κουβαλούσε μέσα του αιώνες καταπίεσης από τη μονοπωλιακή θέση της Λατινικής Εκκλησίας στη δημόσια ζωή. Όλα αυτά είναι, βέβαια, εντελώς άγνωστα στους Ρωμηούς, αφού ο κοσμικός χαρακτήρας της ρωμαϊκής διοίκησης αποτέλεσε βασικό χαρακτηριστικό του «Βυζαντίου» σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξης του. Γι’ αυτό, άλλωστε, και άντικληρικαλιστικά μηνύματα δεν είχαν ποτέ επιτυχία στο χώρο μας[1].

4) Σε ό,τι άφορα την εκπαίδευση μπορούμε να διακρίνουμε τρεις τύπους σχολείων στο «Βυζάντιο»: τα δημόσια, τα ιδιωτικά και τα μοναστηριακά. Στα τελευταία επιτρεπόταν να φοιτούν μόνον παιδιά πού είχαν αφιερωθεί στο μοναχισμό. Μάλιστα, ή Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας (το 451) απαγόρευσε ρητά τη φοίτηση λαϊκών σ’ αυτά τα σχολεία, και, απ’ ό,τι φαίνεται, αυτός ο κανόνας εφαρμοζόταν χωρίς εξαίρεση[2]. Η πλειοψηφία λοιπόν των προγόνων μας της Ρωμανίας μορφωνόταν σε κοσμικά σχολεία σε αντίθεση με το τι συνέβαινε στη Δύση την ίδια εποχή. Όπως είναι γνωστό, στη Δύση, για πολλούς αιώνες, η πλήρης κατάρρευση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού είχε ως συνέπεια την ανάδειξη της Εκκλησίας σε αποκλειστικό φορέα της Εκπαίδευσης. Η μόνη μόρφωση πού μπορούσε να πάρει κανείς ήταν αύτη την οποία παρείχαν τα μοναστήρια.

Αντίθετα, στο «Βυζάντιο» ή εκπαίδευση ήταν κυρίως προσκολλημένη στην κλασική παράδοση. Υποχρεωτικό ανάγνωσμα, μαζί με την Αγία Γραφή, ήταν ο Όμηρος, τον όποιον όλοι οι μαθητές μάθαιναν απέξω και τον εξηγούσαν λέξη προς λέξη[3]. Ό Ψελλός καυχιέται ότι από πολύ μικρός ήξερε ολόκληρη την Ιλιάδα απέξω[4]. Ή Άννα Κομνηνή αναφέρει εξηνταέξι φορές στίχους του Όμηρου στην «Αλεξιάδα» της, συχνά μάλιστα χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να προσθέσει τη διευκρίνηση «το ομηρικόν εκείνο…»[5]. Για να αντιληφθούμε το πολιτιστικό χάσμα πού χώριζε Ρωμαίους και Δυτικούς, αρκεί να θυμίσουμε ότι η Δύση πρωτογνώρισε τον Όμηρο μόλις τον 14ο αιώνα, όταν υστέρα από παραγγελία του Πετράρχη και του Βοκκάκιου, ένας Ρωμηός της Ν. Ιταλίας, ο Πιλάτος, μετέφρασε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια στα λατινικά[6].

Ο κοσμικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης καθ’ όλη τη χιλιόχρονη ιστορία της αυτοκρατορίας τονίζεται και από το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης ήταν ένα κρατικό ίδρυμα πού δε βρισκόταν ποτέ υπό τον έλεγχο της Εκκλησίας. Σύμφωνα με την ιδρυτική πράξη του (επί Θεοδοσίου Β’, το 425),οι καθηγητές πληρώνονταν από το κράτος και μάλιστα απαλλάσσονταν από τους φόρους[7]. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πρόγραμμα του Πανεπιστημίου δεν υπήρχε καν το μάθημα της Θεολογίας(!), αφού σκοπός της κρατικής εκπαίδευσης ήταν η μόρφωση κρατικών στελεχών και αξιωματούχων[8]

Όπως αναφέραμε και στην αρχή αυτής της ενότητας, το ζήτημα της θεοκρατίας στο «Βυζάντιο» είναι τεράστιο και δεν μπορεί να εξαντληθεί εδώ. Από τα λίγα πού εκτέθηκαν παραπάνω, ωστόσο, πρέπει να έγινε φανερό ότι ή μορφή της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν αρκετά διαφορετική από αυτήν την οποία μας παρουσιάζουν διάφορες λαϊκιστικές απλοϊκές απόψεις. Με κίνδυνο να γίνουμε κουραστικοί θα ξαναπούμε ότι, δυστυχώς, πέφτουμε συχνά στο λάθος να ταυτίζουμε το σκοταδιστικό θεοκρατικό δυτικό μεσαίωνα με την αντίστοιχη εποχή του «Βυζαντίου».

Όπως είδαμε, όμως, οι διαφορές ήταν τεράστιες και πολύ ουσιαστικές. Η αμορφωσιά, η ανελευθερία, η θρησκευτική καταπίεση πού έφτασε ως την Ιερή Εξέταση, οι στρατοκράτες επίσκοποι πού οδηγούσαν τάγματα μοναχών σε μάχες, όλα αυτά είναι άγνωστα στον τόπο μας και στον πολιτισμό μας. Έτσι εξηγείται, κατά ένα μέρος, και η πεισματική αντίσταση των Ρωμηών στις προσπάθειες εκδυτικισμού τους την οποία παρατηρούμε από το 1204 μέχρι σήμερα.
Υπάρχουν και άλλες όψεις του πολιτιστικού χάσματος ανάμεσα σε Ρωμηούς και Δυτικούς προς εξέταση κατά το μεσαίωνα, εποχή η οποία συχνά αποκαλείται «σκοτεινή» για όλη την Ευρώπη. Όπως θα διαπιστώσουμε, αν με τον όρο «Ευρώπη» εννοούμε μόνο τη δυτική, τότε ο χαρακτηρισμός «σκοτεινή» είναι απόλυτα σωστός. Αν όμως περιλαμβάνουμε και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το «Βυζάντιο», τότε πέφτουμε οι ίδιοι θύματα του σκοταδιστικού πολιτιστικού ιμπεριαλισμού της Δύσης.

Υποσημειώσεις
1) Είναι αξιοπρόσεκτο ότι τα δύο μοναδικά αντικληρικαλιστικά ρεύματα πού εμφανίστηκαν στην Ελλάδα είναι απλές «μεταφράσεις» δυτικών ρευμάτων, χωρίς καμιά επαφή με την ελληνική πραγματικότητα. Το ένα είναι ο φιλελεύθερος διαφωτισμός όπως εκφράστηκε, για παράδειγμα, από τον ανώνυμο συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας» και το άλλο ο μαρξισμός. Ο πρώτος είναι τόσο ξεκομμένος από την ελληνική πραγματικότητα ώστε να μιλάει για «τάγματα» ιερέων και αρχιμανδριτών, θεσμό άγνωστο στον τόπο μας (αλλά πολύ διαδεδομένο στη Δύση…). Ο κορυφαίος ερευνητής (και ενθουσιώδης υπέρμαχος) του νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο Κ. Θ. Δημαράς, δέχεται ότι «πρέπει να μην αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να πρόκειται για συγγραφέα στερημένο από ελληνική σχολική εκπαίδευση» (βλ. Κ. Θ. Δημαράς, 1977,σ. 48). Από την άλλη, ο μαρξισμός, με τα δύσκαμπτα ιδεολογικά σχήματα πού βασίζονταν αποκλειστικά στη δυτική εμπειρία, προσπάθησε να ξεπεράσει τις συνεχείς «δυσκολίες» πού συναντούσε στην ερμηνεία της ελληνικής κοινωνίας καταφεύγοντας στην «ιδεολογική σύγχυση της ελληνικής άρχουσας τάξης» ή στην «εσφαλμένη συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης». Θα χρειαζόταν ασφαλώς μια πληρέστερη μελέτη σχετικά με την παντελή άγνοια της ελληνικής Ιδιαιτερότητας από αυτά τα δυο ρεύματα.
2 Βλ. Buckler,σ. 309.
3 οπ. παρ., σ. 295.
4 Βλ.Ράνσιμαν (1979),σ. 250.
5 οπ. παρ., σ. 250.
6 Βλ. Γιαννακόπουλος (1966),σ. 54.
7 Βλ. Buckler (1986),σ. 310.
8 Βλ. Lemerle (1983), σ. 89-90.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ
Πηγές: Ελληνορθόδοξη παράδοση: ρίζωμα και προοπτική-egolpion.com – impantokratoros.gr

vatopaidi

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Ανεκτίμητος θησαυρός-Τα αρχαία ελληνικά χειρόγραφα του Αγίου Όρους!

Συγγραφέας: kantonopou στις 11 Απριλίου 2013

xeirografaagiouorousL

Σε μια εποχή που η τυπογραφία άνηκε ακόμη στο μακρινό μέλλον, τα χειρόγραφα αποτελούσαν το μοναδικό τρόπο για να διασωθούν οι αρχαίες γνώσειςστο διηνεκές.

Στο Μεσαίωνα, ορισμένα μοναστήρια λειτούργησαν και ως «κιβωτοί γνώσεων» διαφυλάσσοντας τα αρχαία κείμενα με τη μορφή χειρογράφων.

Τα χειρόγραφα αυτά αντιγράφονταν από μοναχούς μέσα στο ημίφως των μοναστηριακών εργαστηρίων, στα περίφημα καλλιγραφεία. Τα περισσότερα αρχαιοελληνικά κείμενα που διασώθηκαν ως τις μέρες μας, είναι αποτέλεσμα των ακατάπαυστων αντιγραφών, που γίνονταν σ’ αυτά τα εργαστήρια από ορισμένους γενναίους μοναχούς.

Μοναχούς που έβαζαν σε κίνδυνο ακόμη και τη ζωή τους προκειμένου να διαφυλάξουν τις αρχαίες γνώσεις, που για κάποιους φανατικούς χριστιανούς θεωρούνταν «αιρετικές». Κι όμως, αυτές οι «αιρετικές» γνώσεις ήταν εκείνες που οδήγησαν στην αναγέννηση του Δυτικού πολιτισμού…

Ακόμη και στα χρόνια του Μεσαίωνα, σε μια εποχή που κυριαρχούσε η αγραμματοσύνη, οι αγιορείτες μοναχοί έδιναν έμφαση στο γραπτό λόγο, θεωρώντας ότι συμβάλει στην πνευματική αναβάθμιση των ανθρώπων. Γι’ αυτό και έγραφαν, αντέγραφαν και διαφύλατταν χιλιάδες χειρόγραφα, όχι μόνο θεολογικού ή λειτουργικού χαρακτήρα, αλλά και «κοσμικών γνώσεων», οι οποίες κληροδοτήθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες σοφούς.

Τα χειρόγραφα αυτά, πέρα από το περιεχόμενο τους, ήταν και διακοσμημένα με καλλιγραφίες, πράγμα που τα καθιστούσε αληθινά μνημεία τέχνης. Παρά τις καταστροφές και τις αφαιμάξεις που υπέστησαν, οι βιβλιοθήκες των μοναστηριών του Άθω κρύβουν έναν πραγματικό θησαυρό αρχαιοελληνικών γνώσεων. Σήμερα, στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους φυλάσσονται περίπου 20.000 πολύτιμα χειρόγραφα, που περιμένουν υπομονετικά τους ειδικούς για να τα μελετήσουν…

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΙ-ΜΟΝΑΧΟΙ ΤΟΥ ΑΘΩΝΑ

Η χερσόνησος του Άθω άρχισε να αναδύεται ως μοναστικό κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας προς τα τέλη του 10ου μ.Χ. αιώνα, όταν κατέφθασε εκεί κρυφά ο μοναχός Αθανάσιος, ο οποίος ίδρυσε στο νοτιοανατολικό άκρο της χερσονήσου τη μονή Μεγίστης Λαύρας(963μ.Χ.). Ο Αθανάσιος, ο ιδρυτής του αγιορείτικου κοινοβιακού μοναχισμού, ήταν προσωπικός φίλος του Ιωάννη Τσιμισκή καθώς και διακεκριμένος καλλιγράφος και ταχυγράφος.

Επέλεξε τη χερσόνησο του Άθω ως τόπο μοναστικής ζωής εξ αιτίας της απαράμιλλης φυσικής της ομορφιάς, της φυσικής της προστασίας από τις εχθρικές επιδρομές, του γεγονότος ότι ήταν ουσιαστικά ακατοίκητη από ανθρώπους, καθώς και εξ’ αιτίας της γεωγραφικής της εγγύτητας με τη συμβασιλεύουσα πόλη της αυτοκρατορίας, τη Θεσσαλονίκη. Εξαιτίας αυτών των πλεονεκτημάτων ο Άθως εξελίχθηκε σύντομα στο σημαντικότερο μοναστηριακό κέντρο του ορθόδοξου χριστιανισμού, με πολυάριθμα μοναστήρια και χιλιάδες μοναχούς.

Ο Αθανάσιος ο Αθωνίτης ήταν ένας άνθρωπος ασκητικός, που όμως αγαπούσε υπερβολικά τα βιβλία. Όταν από την Κωνσταντινούπολη κατέφθασε στον Άθω, εκτός από το καλογερικό του κουκούλι κουβάλησε μαζί του και δύο βιβλία. Αυτή η αγάπη του για τα βιβλία τον οδήγησε να ιδρύσει στην νεοσύστατη ακόμη Μεγίστη Λαύρα ένα εργαστήριο αντιγραφής χειρογράφων (Scriptorium) και μια οργανωμένη βιβλιοθήκη. Όρισε μάλιστα υπεύθυνο για το εργαστήριο τον πρωτοκαλλίγραφο Ιωάννη και βιβλιοφύλακα τον μοναχό Μιχαήλ.

Το παράδειγμα του μιμήθηκαν και οι κτήτορες των άλλων μοναστηριών (Βατοπαιδίου 985μ.Χ. και Ιβήρων 980μ.χ.), που φρόντισαν προσωπικά για την παραγωγή, την αντιγραφή και τη διαφύλαξη βιβλίων, με περιεχόμενο όχι μόνον θεολογικό και λειτουργικό αλλά και «κοσμικών γνώσεων», δηλαδή φιλοσοφικό, ιατρικό, νομικό, μουσικό κι εκπαιδευτικό.

Πολλοί μοναχοί έμειναν γνωστοί και ως γραφείς χειρόγραφων κωδίκων με πλούσια δράση και παραγωγή (Αθανάσιος ο Αθωνίτης, Ιωάννης Λαυριώτης, Ευθύμιος ο Ιβηρ, Διονύσιος Στουδίτης, Νείλος ο Μυροβλήτης, Ιωάννης ο Κουκουζέλης κ.α.). Συνολικά μνημονεύονται πάνω από 40 επώνυμοι βυζαντινοί καλλίγραφοι-μοναχοί, που συνέγραψαν χειρόγραφα στις αγιορείτικες μονές.

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΚΑΙ SCRIPTORIUM

Το σίγουρο είναι πως οι μοναχοί του Αγίου Όρους δεν περιφρονούσαν τα βιβλία. Μόλις ιδρύονταν ένα μοναστήρι μια από τις πρώτες ενέργειες των κτητόρων του ήταν η δημιουργία μιας βιβλιοθήκης, που αποσκοπούσε στην κάλυψη των πνευματικών αναγκών των μοναχών και πρωτίστως στην κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της μοναστικής αδελφότητας. Ο ηγούμενος όριζε πάντα έναν βιβλιοθηκάριο, υπεύθυνο για τη διαφύλαξη και συντήρηση των χειρογράφων.

Μια βιβλιοθήκη άρχιζε πάντα την πορεία της μ’ ένα πυρήνα βιβλίων, που αφιέρωνε σε αυτήν ο ιδρυτής της. Ως χώρος για τη διαφύλαξη των πολύτιμων χειρογράφων επιλέγονταν κατά παράδοση το υπερώο, πάνω από τον εξωνάρθηκα του καθολικού (π.χ. στη Μονή Εσφιγμένου). Σε άλλες ωστόσο περιπτώσεις, όταν ο χώρος του υπερώου δεν επαρκούσε, χρησιμοποιούνταν και ορισμένα απομονωμένα και πυρασφαλή κτίσματα, όπως στην περίπτωση της Μεγίστης Λαύρας.

Προτού ωστόσο τα χειρόγραφα τοποθετηθούν στη βιβλιοθήκη σημειώνονταν συνήθως πάνω τους η χαρακτηριστική κτητορική επιγραφή, που καταριόταν τον επίδοξο καταστροφέα τους: «Αυτή η βίβλος υπάρχει της θειας και ιεράς μονής… και όποιος την αφαιρέση να έχει τας άρας των τριακοσίων δέκα οκτώ…». Για προστατευτικούς πάλι λόγους, γράφτηκαν ανά τους αιώνες πάνω στα ίδια βιβλία, απαγορευτικές φράσεις όπως: «Μηδείς τεμνέτω τα φύλλα..» ή «Μηδείς αποξενώση την Βίβλο ταύτην…».

Μια βιβλιοθήκη φιλοδοξούσε πάντα να περιλάβει όσο το δυνατόν περισσότερες γνώσεις, όχι μόνον θεολογικού αλλά και κοσμικού περιεχομένου. Βασικές πηγές εμπλουτισμού μιας μοναστηριακής βιβλιοθήκης υπήρξαν η παραγωγή χειρογράφων στο ίδιο το μοναστήρι, η αγορά και η παραγγελία βιβλίων για την κάλυψη μιας συγκεκριμένης ανάγκης ή έλλειψης και βεβαίως οι μεγάλες και εντυπωσιακές δωρεές αυτοκρατόρων, ηγεμόνων, πατριαρχών, αρχιερέων, μοναχών αλλά και ιδιωτών, που χάριζαν τις προσωπικές τους συλλογές (τον 16ο αιώνα ο καθηγητής της πατριαρχικής σχολής Θεοφάνης Ε. Νοταράς, χάρισε όλα του τα βιβλία στην Ι. Μ. Ιβήρων).

Κατά κανόνα κάθε μοναστήρι κληρονομούσε και την προσωπική βιβλιοθήκη των μοναχών του. Ωστόσο, αρκετά χειρόγραφα προέρχονταν από παραγγελίες. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο σημείωμα για ένα χειρόγραφο, που παραγγέλθηκε με έξοδα μιας μονής: «Το παρόν Ωρολόγιον εγράφη παρά του οικτρού και αμαρτωλού Κύριλλου του Ναυπάκτιου δια συνδρομής και εξόδου της σεβάσμιας μονής…».

Στις περισσότερες μονές του Αγίου Όρους υπήρχαν λοιπόν συγκροτημένες συλλογές χειρογράφων και λειτουργούσαν βιβλιογραφικά εργαστήρια, όπου οι μοναχοί-γραφείς αντέγραφαν τα πρωτότυπα όχι αυθαίρετα αλλά βάσει αυστηρών κανόνων, που τους ακολουθούσαν πιστά. Τα ελληνικά χειρόγραφα γράφονταν μέχρι τον 9ο αιώνα σε μεγαλογράμματη γραφή, δηλαδή με κεφαλαία. Από τον 9ο αιώνα όμως και μετά επικρατεί σταδιακά η μικρογράμματη γραφή και όλα τα χειρόγραφα των προηγούμενων εποχών «μεταχαρακτηρίζονται» κατά τη διάρκεια της αντιγραφής τους.

Από την ίδρυση των πρώτων Scriptorium στις μονές υπήρχε μια σχετικά αξιόλογη παραγωγή χειρογράφων, ενώ η ακμή της βιβλιογραφικής δραστηριότητας εντοπίζεται τον 14ο και τον 15ο αιώνα. Η παραγωγή χειρογράφων συνεχίστηκε και μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας (άλλωστε το πρώτο τυπογραφείο στον ελλαδικό χώρο λειτούργησε το 1759 στη Μεγίστη Λαύρα) φθάνοντας στο σημείο να μιλάμε τον 17ο αιώνα για πραγματική άνθηση, με την εμφάνιση μιας ιδιότυπης μορφής γραφής, την «Ξηροποτάμινην γραφήν» ,που είναι γνωστή και ως «αγιορείτικη».

Η ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ

Τα χειρόγραφα, που βρίσκονται σήμερα στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους υπολογίζονται επίσημα στις 15.000 ή, σύμφωνα με άλλους υπολογισμούς ξεπερνούν τις 20.000. Αυτά μπορούν να ταξινομηθούν με κριτήρια μορφολογικά, γλωσσολογικά αλλά κυρίως με βάση το περιεχόμενο τους. Με βάσει τη μορφή τους τα χειρόγραφα διακρίνονται σε ειλητάρια ή κοντάκια (ονομάζονται έτσι επειδή τυλίγονται γύρω από κοντό ξύλο) και σε κώδικες (βιβλία) διαφόρων σχημάτων.

Πρέπει να σημειωθεί πως από τον 2ο και 3ο μ.Χ. αιώνα, τα βιβλία με δεμένες σελίδες (κώδιξ, λατινικά codex) άρχισαν να αντικαθιστούν τον παραδοσιακό κύλινδρο από πάπυρο. Ήταν μια ανθεκτική και εύκολη στη χρήση γραφική ύλη, τόσο για το κείμενο όσο και για την εικονογράφηση τους. Σύντομα οι κώδικες έγιναν η κυρίαρχη μορφή των χειρογράφων.

Οι περισσότεροι κώδικες έχουν καλλιτεχνικές βιβλιοδεσίες και διακοσμημένα καλύμματα με βαρύτιμα επιθήματα, σκαλιστά μέταλλα και ημιπολύτιμους λίθους. Όσον αφορά το βιβλιακό υλικό με το οποίο είναι κατασκευασμένα διακρίνονται σε περγαμηνά (από δέρμα ζώου), χαρτώα και βομβύκινα (από βαμβάκι).

Από γλωσσική άποψη χωρίζονται σε ελληνικά (90% επί του συνόλου) και ξενόγλωσσα. Τα ξενόγλωσσα, που αποτελούν περίπου το ένα δέκατο, περιλαμβάνουν σλάβικα, λατινικά, ρουμάνικα και γεωργιανά χειρόγραφα, και χρησιμοποιούνταν από τους ξενόγλωσσους ορθόδοξους μοναχούς που παροικούν στο Άγιον Όρος κατά την τελευταία χιλιετηρίδα. Τα περισσότερα από αυτά δεν είναι παρά μεταφράσεις από τα ελληνικά θεολογικών και λειτουργικών κειμένων.

Τέλος, όσον αφορά την αρχαιότητα τους, το αρχαιότερο χειρόγραφο του Αγίου Όρους είναι ένα περγαμηνό σπάραγμα λατινικής γραφής του 4ου μ.Χ. αιώνα και οκτώ φύλλα του Ευθαλιανού Κώδικα (6ος μ.Χ. αιώνας), με αποσπάσματα από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου προς Γαλάτες και Κορινθίους.

ta-arxaia-ellhnika-xeirografa-tou-agiou-orous-2

ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

Σχετικά με το περιεχόμενο τους, τα αγιορείτικα χειρόγραφα διακρίνονται σε αυτά που διασώζουν κείμενα αρχαίων κλασσικών συγγραφέων ή γενικότερα κοσμικών γνώσεων π.χ. αστρολογίας, βοτανικής, γεωγραφίας, ιατρικά, νομικά –και σε εκείνα που περιέχουν κείμενα χριστιανικού και λειτουργικού περιεχομένου.

Τα δεύτερα αποτελούν φυσικά και τη συντριπτική πλειοψηφία, επειδή όχι μόνον χρησιμοποιούνταν συχνά από τους μοναχούς αλλά κυρίως γιατί το βυζάντιο ήταν θεοκρατικής δομής. Πέρα από αυτό όμως, οποιοδήποτε είδος κοσμικής γνώσης, θεωρούνταν από τους μοναχούς δευτερευούσης σημασίας σε σχέση με τη θεολογία.

Παρόλα αυτά όμως υπήρχαν και μοναχοί, που με θάρρος και αποφασιστικότητα διακινδύνευαν ακόμη και τη ζωή τους προκειμένου να διαφυλάξουν τις αρχαίες γνώσεις και σ’ αυτούς ίσως οφείλεται ως ένα σημείο και η αναγέννηση της Δύσης από το μεσαιωνικό σκοταδισμό. Έτσι, αν σήμερα μπορούμε ν’ απολαύσουμε Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Όμηρο, Θουκυδίδη κι ένα σωρό άλλους αρχαίους συγγραφείς, ίσως να το χρωστάμε σε μια χούφτα μοναχών, που στο ημίφως των εργαστηρίων τους αφιέρωναν ατέλειωτες ώρες στην αντιγραφή των αρχαιοελληνικών χειρογράφων…

Δυστυχώς δε διαθέτουμε έγκυρα στοιχεία για τον ακριβή αριθμό των αρχαιοελληνικών χειρογράφων, που βρίσκονται σήμερα στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του ΆΘωνα. Ενδεικτικά πρέπει να σώζονται γύρω στα 600 έργα κλασικών συγγραφέων. Ο αριθμός αυτός δεν πρέπει να θεωρείται μικρός, καθώς σ’ αυτά ακριβώς τα χειρόγραφα εστιάζονταν πάντα οι Ευρωπαίοι «προσκυνητές» που έκλεβαν ή αγόραζαν τους κώδικες για να εμπλουτίσουν τις Δυτικές βιβλιοθήκες. Ωστόσο, παρά τις σημαντικές κλοπές και αφαιμάξεις, στις βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους συνεχίζουν ως σήμερα να υπάρχουν πολλοί και αξιόλογοι αρχαιοελληνικοί κώδικες.

Πιο παλιός και πιο σημαντικός απ’ όλους είναι η περίφημη Βοτανική του Διοσκουρίδου (Ω75), ένας κώδικας ηλικίας 1000 ετών, προσωπικό δώρο του Νικηφόρου Φωκά στον Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Το βιβλίο, που φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη της Μεγίστης Λαύρας (ο υπογράφων είχε τη μοναδική και συγκινητική ευκαιρία να το ξεφυλλίσει προσωπικά…), θεωρείται ιδανικό για την παρασκευή φαρμάκων από βότανα. Η Βοτανική του Διοσκουρίδη περιέχει αρκετές πληροφορίες ιατρικής και φαρμακολογίας και πολυάριθμες μικρογραφίες, κυρίως ολοσέλιδες εικονογραφήσεις φυτών με αλφαβητική σειρά καθώς και εικόνες φιδιών, εντόμων, ζώων και πτηνών.

Άλλοι σημαντικοί αρχαίοι έλληνες συγγραφείς, χειρόγραφα των οποίων διασώζονται ακόμη στο Άγιον Όρος, είναι ο Επίκτητος, ο Ερμογένης και ο Ευκλείδης στην μονή Εσφιγμένου, ο Ευριπίδης, ο Αισχύλος, ο Θεόκριτος, ο Σοφοκλής και ο Πίνδαρος στην Ιβήρων. Από αυτά που ξεχωρίζουν είναι και το φημισμένο χειρόγραφο των γεωγράφων Πτολεμαίου και Στράβωνα (αριθμός 655, του 13ου αιώνα), που βρίσκεται στο Βατοπαίδι.

Εκτός από τη Βοτανική του Διοσκουρίδη στην Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας σώζονται δύο χειρόγραφα του Θουκυδίδη και οι Βίοι Παράλληλοι του Πλούταρχου. Επίσης στην τελευταία σώζονται το μοναδικό νομικό χειρόγραφο με τις Νεαρές των Κομνηνών(13ος αι. Θ65), ένα σπάνιο ιατρικό χειρόγραφο του Αέτιου Αμηδινού, προσωπικού ιατρού του Ιουστινιανού, καθώς και χειρόγραφα του Γαληνού. Όπως προαναφέραμε, ο αριθμός των χειρογράφων των κλασσικών συγγραφέων θα πρέπει να θεωρείται μεγάλος, αν λάβουμε υπόψιν μας πως αυτά ακριβώς τα έργα ήταν ο κύριος στόχος των Ευρωπαίων «προσκυνητών» κατά τις αφαιμάξεις των μοναστηριακών βιβλιοθηκών.

ΚΛΟΠΕΣ ΚΑΙ ΑΦΑΙΜΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ ΑΠΟ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥΣ «ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΕΣ»

Οι μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Άθωνα είχαν μεγάλη φήμη και ασκούσαν πάντα μεγάλη γοητεία στο λόγιο και βιβλιόφιλο κοινό της Δύσης, το οποίο εκφράζονταν με θαυμασμό για τις «εξαιρετικές βιβλιοθήκες… που βρίσκονται στο Όρος Άθως» (celebratisimas bibliotecas… qui in Ato Montesunt).

Τα πανεπιστήμια, οι ευγενείς, οι λόγιοι αλλά και οι τυπογράφοι της Δύσης, ανακαλύπτοντας τη δύναμη και τη γοητεία της αρχαιοελληνικής σκέψης, επιθυμούσαν διακαώς να αποκτήσουν και να μελετήσουν αρχαιοελληνικούς κώδικες, που για τους μοναχούς του Άθωνα θεωρούνταν συνήθως… δευτερευούσης σημασίας σε σχέση με τα λειτουργικά και θεολογικά κείμενα. Έτσι, με την πρωτοβουλία φιλότεχνων, ως επί το πλείστον, Ηγεμόνων οργανώθηκαν ολόκληρες αποστολές προς τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, που είχαν ως επίκεντρο τους την αγορά κωδίκων με έργα αρχαίων ελλήνων συγγραφέων.

Στοχεύοντας σχεδόν αποκλειστικά στους αρχαιοελληνικούς κώδικες, οι Δυτικοί «συλλέκτες χειρογράφων» αφαίμαξαν σημαντικές ποσότητες κωδίκων, με αποτέλεσμα σήμερα να διασώζονται λιγότερα από 1000 χειρόγραφα κοσμικών γνώσεων στο Άγιον Όρος. Ωστόσο, χάρη σε αυτές τις αφαιμάξεις επιχειρήθηκαν και οι πρώτες τυπογραφικές εκδόσεις του 16ου,17ου και 18ου αιώνα, με κυριότερη εκείνη των Απάντων του Πλάτωνα από τον τυπογράφο Μανούτιο Αλδο (Βενετία 1513).

Εύκολα γίνεται κατανοητό τo πόσο βοήθησαν αυτού του είδους οι εκδόσεις στην Αναγέννηση της Δύσης, εφόσον όλα αυτά τα έργα έγιναν αντικείμενα προσεκτικής μελέτης από τους ιστορικούς, φιλόλογους και θεολόγους της Εσπερίας. Αυτή η αναβίωση του κλασικού πνεύματος πυροδότησε μια αλυσιδωτή αντίδραση αφυπνίσεων, που τελικά οδήγησε στη σταδιακή απελευθέρωση της Ευρώπης από τα δεσμά των προκαταλήψεων και της άγνοιας.

Σύμφωνα μάλιστα με τον ιερομόναχο Νικόδημο τον Λαυριώτη (Μεγίστη Λαύρα), υπεύθυνο για τη μεγαλύτερη συλλογή χειρογράφων του Αγίου Όρους: «Οι διαρροές των χειρογράφων από τις αγιορείτικες βιβλιοθήκες βοήθησαν στο να απαλλαγεί η Δύση από τον σκοταδισμό της παπικής αλαζονείας».

Ας κάνουμε ωστόσο μια μικρή παρένθεση σχετικά με τις σημαντικότερες περιπτώσεις αφαιμάξεων και απωλειών χειρογράφων από τις αγιορείτικες βιβλιοθήκες. Χάρη σ’ ένα ταξίδι, που απέβη ιδιαίτερο καρποφόρο, ο έλληνας λόγιος Ιανός Λάσκαρης(1445-1534) επισκέφτηκε το 1491-1492 τον Άθωνα και για λογαριασμό του ηγεμόνος της Φλωρεντίας Λαυρέντιου Μεδίκου, αφαίρεσε 200 περίπου ελληνικά χειρόγραφα, από τα οποία 80 περιείχαν έργα άγνωστα την εποχή εκείνη στη Δύση, μεταξύ των οποίων έργα του Γαληνού, του Θεόκριτου, του Αριστοτέλη, του Πτολεμαίου, του Καλλίμαχου…

Ο Kερκυραίος λόγιος Nικόλαος Σοφιανός ανάμεσα στα χρόνια 1540-1544 αντέγραψε και συνέλεξε στο Άγιον Όρος περίπου 300 χειρόγραφα για λογαριασμό του Hurtado de Mentoza, του βιβλιόφιλου πρέσβη του Kαρόλου E’ στη Bενετία. Στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα ο Aθανάσιος ο Ρήτωρ, ο οποίος προσχώρησε στον καθολικισμό, κατ’ εντολή του καρδινάλιου Μαζαρίνου μετέφερε στη Γαλλία 109 χειρόγραφα, από τα οποία 74 προέρχονταν από τη Μεγίστη Λαύρα και σήμερα βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων.

Επίσης ο Mηνάς Mινωΐδης στα 1840-1855, κατ’ εντολή του γαλλικού Υπουργείου Παιδείας μετέφερε κι αυτός στη Γαλλία πολλά ελληνικά χειρόγραφα, τόσο από άλλες Μονές (π.χ. από τη Ι. Μ.Tιμίου Προδρόμου Σερρών), αλλά κυρίως από τις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Άγίου Όρους.

Το 1516 ο Μάξιμος Γραικός (Μιχαήλ Τριβώλης), ο περίφημος «φωτιστής των Ρώσων», μετέφερε στη Ρωσία δεκάδες κώδικες για να τον βοηθήσουν στο μεταφραστικό του έργο. Το 1654,ο Ρώσος μοναχός Αρσένιος Σουχάνωφ, ενεργώντας με εντολή του Τσάρου Αλέξιου και του Πατριάρχη της Μόσχας Νίκωνος, μετέφερε στην «3η Ρώμη» πάνω από 500 αγιορείτικα χειρόγραφα! Συγκεκριμένα απογύμνωσε πολλές μονές από αξιόλογα χειρόγραφα, πολλά από τα οποία περιείχαν κλασικά κείμενα.

Τέλος,ο γνωστός Ρώσος επιστήμονας Πορφύριος Oυσπένσκυ, αρχιμανδρίτης και κατόπιν αρχιεπίσκοπος Kιέβου, περιήλθε τις Mονές του Σινά, των Mετεώρων και του Αγίου Όρους και δεν δίστασε να αφαιρέσει από αυτές όσα χειρόγραφα ή και μεμονωμένα ακόμη φύλλα του φαίνονταν να έχουν κάποια αξία. Το μόνο θετικό πάντως απ’ όλες αυτές τις αφαιμάξεις είναι ότι φωτίστηκε από την ελληνική γνώση, τόσο η παπική Δύση, όσο και οι σλαβικοί λαοί του βορρά.

ta-arxaia-ellhnika-xeirografa-tou-agiou-orous-3

Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Σήμερα στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους σώζονται 16.000-20.000 χειρόγραφα! Αυτή η ποσότητα θεωρείται ότι αποτελεί το 50% των ελληνόγλωσων χειρογράφων, που υπάρχουν σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο. Από αυτά πάνω από τα μισά βρίσκονται στις βιβλιοθήκες τριών μόνον μοναστηριών (Μεγίστη Λαύρα, Ιβήρων και Βατοπαίδι). Ειδικότερα η βιβλιοθήκη της Μεγίστης Λαύρας είναι η μεγαλύτερη συλλογή χειρογράφων (2242 χειρόγραφα) στο Άγιο Όρος και η 3η παγκοσμίως, ύστερα από εκείνη της Αγίας Αικατερίνης του Σινά (4.500 χειρόγραφα εκ των οποίων το 75% είναι ελληνόγλωσσα) και του Βατικανού(3.500 χειρόγραφα).

Στις 20 μονές του Άθωνα σώζεται το μοναδικό διαχρονικό σύνολο ελληνικών χειρογράφων όχι μόνο στο χώρο της ελληνικής επικράτειας, αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Τα ελληνικά χειρόγραφα του Αγίου Όρους συγκροτούν τη μεγαλύτερη συλλογή ελληνικών χειρογράφων στον κόσμο, αφού ο αριθμός τους ξεπερνά κατά πολύ το σύνολο των δύο μεγαλύτερων συλλογών της Ευρώπης, του Βατικανού και της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, που και οι δύο μαζί δεν υπερβαίνουν τις 10.000.

ΔΙΑΣΩΣΗ ΣΕ ΜΙΚΡΟΦΙΛΜΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ

Η μελέτη της ιστορίας των αγιορείτικων χειρογράφων δεν είναι εύκολη υπόθεση, εφόσον ποτέ δεν υπήρξαν μεσαιωνικοί κατάλογοι βιβλιοθηκών, όπως στις περιπτώσεις των μεσαιωνικών μοναστηριών της Δύσης. Οι προσπάθειες για την καταγραφή και τη συστηματική μελέτη των χειρογράφων του Άθωνα ξεκίνησαν μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα και συνεχίζονται. Πρώτος ο Σπυρίδων Λάμπρου εξέδωσε έναν δίτομο κατάλογο κωδίκων του Όρους(πλην Βατοπαιδίου και Μεγίστης Λαύρας),που περιελάμβανε 6.619 χειρόγραφα. Στη συνέχεια, το 1925, ο καθηγητής Σωφρόνιος Ευστρατιάδης εξέδωσε στο Παρίσι έναν κατάλογο με τους κώδικες των μονών Βατοπαιδίου και Μεγίστης Λαύρας. Πλήρης πάντως κατάλογος δεν υπάρχει ακόμη.

Ωστόσο το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών(ΠΙΠΜ) της Ι.Μ. Βλατάδων (Θεσσαλονίκη) έχει αναλάβει τη κατάρτιση ενός λεπτομερούς καταλόγου, όπως επίσης και τη μικροφωτογράφιση όλων των χειρογράφων. Έτσι το περιεχόμενο των χειρογράφων όχι μόνον θα διασωθεί, αλλά θα είναι εύκολη και η μελέτη τους από τους ειδικούς, που δεν χρειάζονται πλέον να επισκεφτούν τις μοναστηριακές βιβλιοθήκες για να τα μελετήσουν. Το ΠΙΜΠ, που υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, είναι ένα ιδιωτικό ίδρυμα που συντηρείται με επιχορηγήσεις και δωρεές. Ανάμεσα στ’ άλλα περιέχει ένα αρχείο μικροταινιών, ένα αρχείο διαφανειών (Slides) καθώς και ειδικές φωτοαναγνωριστικές συσκευές.

Η συντήρηση των αρχαίων χειρογράφων βασίζεται σ’ ένα πρόγραμμα, που περιλαμβάνει την τοποθέτησή τους σε ειδικές θήκες, για καλύτερη φύλαξη και μεταφορά. Την αποκατάσταση των διαλυμένων εξώφυλλων και εσώφυλλων και την τοποθέτηση φαρμάκων ενάντια στα φθοροποιά μικρόβια. Τέλος, σε συνεργασία και με ξένα πανεπιστήμια, εφαρμόζεται ένα πρόγραμμα συντήρησης και απολύμανσης των χειρογράφων από καταστροφικά μικρόβια.

Η προσφορά των χειρογράφων του Αγίου Όρους στην πολιτιστική εξέλιξη της Ευρώπης είναι ανεκτίμητη. Όπως άλλωστε λέει χαρακτηριστικά και ο βιβλιοθηκάριος της μονής Μεγίστης Λαύρας, Ιερομοναχός Νικόδημος: «Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, που ακριβώς θα βρισκόταν σήμερα η ανθρωπότητα, χωρίς τις αρχαίες γνώσεις που διεσώθησαν με τα χειρόγραφα των βυζαντινών μοναστηριών και ιδιαίτερα του Αγίου Όρους. Κατά πάσα πιθανότητα η Αναγέννηση της Δύσης θ’ αργούσε μερικούς αιώνες…».

Πηγή:(conspiracyfeeds.blogspot.gr)- vatopaidi

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Ταξιδεύουμε στα μωσαϊκά της Αγιά Σοφιάς, με οδηγό τον Φώτη Κόντογλου…

Συγγραφέας: kantonopou στις 29 Μαρτίου 2013

xristospantokrator-agia-sofiaΗ Αγιά Σοφιά είναι το καύχημα της Ορθοδοξίας, η μάνα απάνω σε όλες τις εκκλησιές.

Για μας τους Έλληνες είναι το κάστρο της ελευθερίας και της θρησκείας μας, παραμυθένια εκκλησιά μαζί και παλάτι.

Το χτίριο το χτίσανε οι αρχιτέκτονες Ανθέμιος και Ισίδωρος, κατά διαταγή του ευσεβεστάτου αυτοκράτορος Ιουστινιανού.

Σήμερα δεν θα μιλήσουμε για το χτίριο, αλλά μονάχα για τα ψηφιδωτά που το στολίζουνε.

Τα πιο πολλά παριστάνουνε κοσμήματα.

Από τις αγιογραφίες οι περισσότερες ήτανε εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, των αγγέλων, των αγίων, καθώς και βασιλιάδες και βασίλισσες.

Υποθέσεις (δηλαδή συνθέσεις, όπως λέμε σήμερα) υπήρχανε πολύ λίγες.

Στον τρούλο δεν ζωγραφίστηκε ο Παντοκράτορας, όπως στις κατοπινές εκκλησιές, αλλά ένας μεγάλος σταυρός, στολισμένος με ακριβά πετράδια, μαργαριτάρια και διαμαντόπετρες.

Για τούτο ο ιστορικός Προκόπιος δεν λέγει τίποτα για Παντοκράτορα ή για τους προφήτες που μπαίνουνε ανάμεσα στα παράθυρα του τρούλου, αλλά λέγει “Η οροφή πάσα χρυσώ ακίβδήλω κατείλειπται”.

Απ΄αυτό συμπεραίνουμε πως, όχι μονάχα ο κουμπές, μα κι όλη η σκεπή της εκκλησιάς ήτανε κατάχρυση, χωρίς φιγούρες.

Λένε κάποιοι αρχαιολόγοι πως στον τρούλο είχε παρασταθεί η Ανάληψις, όπως είναι έως σήμερα στην Αγιά Σοφιά της Θεσσαλονίκης και σε κάποιες άλλες παλιές εκκλησιές, δηλαδή ο Χριστός ολόσωμος στη μέση μέσα σε στρογγυλή δόξα που τη σηκώνουνε άγγελοι πετάμενοι, και γύρω, ανάμεσα στα παράθυρα, οι δώδεκα απόστολοι, δύο άγγελοι κ’ η Παναγιά. Αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια, επειδή το κάτω μέρος του τρούλλου, δηλαδή το “τύμπανον” είναι χαμηλό, κι ανάμεσα στα παράθυρα ο τοίχος είναι κάτι στενές λουρίδες που δεν χωρούνε ζωγραφισμένον άνθρωπο. Ίσως ζωγραφίστηκε ο Παντοκράτορας ύστερ΄ από χρόνια, επειδής ο πρώτος τρούλλος έπεσε, και τούτος που υπάρχει λένε πως χτίστηκε από έναν μάστορα αρμένη που τον λέγανε Τιριδάτη.

Ένας Ευρωπαίος που πήγε στην Κωνσταντινούπολη κατά το 1600 γράφει πως η εικόνα του Χριστού Παντοκράτορος υπήρχε στον τρούλλο κ’ ήτανε τόσο μεγάλη, που το ‘να μάτι από τ’ άλλο ήτανε μακριά τρεις πιθαμές. Αν αληθινά υπήρχε Παντοκράτορας κανωμένος με ψηφιά, θα έγινε κατά τα χρόνια των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, γιατί υστερώτερα το βυζαντινό βασίλειο ήτανε φτωχό και δεν μπορούσε να κάνει τέτοια ακριβά έργα.

Απάνω στα τέσσερα τρίγωνα που σκεδιάζουνε οι καμάρες όπου στηρίζουνε τον τρούλλο και που ζωγραφίζουνται ως τα σήμερα οι τέσσερες Ευαγγελισταί, είχανε παραστήσει με ψηφιά τέσσερα εξαπτέρυγα, με τις δυο φτερούγες ξεδιπλωμένες και τις άλλες τέσσερες μαζεμένες σταυρωτά. Απ’ αυτά τα εξαπτέρυγα φαίνουνται σήμερα τα δύο, παρεκτός τα πρόσωπα που είναι σκεπασμένα με σουβά, κ΄είναι πολύ μεγάλα, αφού οι κάτω φτερούγες έχουνε μάκρος οχτώ μέτρα.

Το 2009 ήρθε στην επιφάνεια το ένα πρόσωπο, πρόσωπο Αγγέλου.

agelosagias-sofias

Όλα τ’ άλλα ψηφιδωτά είναι χρισμένα, εξόν από τα κοσμήματα , και κανείς δεν ήξερε τι παριστάνουνε. Μοναχά προ εκατό χρόνια έγινε σεισμός και πέσανε πολλοί σοβάδες μέσα στην Αγιά Σοφιά, κ’ οι Ιταλοί αρχιτέκτονες που τη διορθώσανε , δυο αδέρφια Φοσάτι, σαν ρίξανε τα χαλασμένα σουβαντίσματα, βρήκανε από κάτω κάμποσους αγίους και βασιλιάδες ζωγραφισμένους με ψηφιά.

Απ’ αυτά τα έργα πήρε κάποια σκέδια ο γερμανός αρχιτέκτονας Σάλζεμπεργκ, που δούλεψε μαζί με τους Φοσάτι. Ένας απ’ αυτούς γράφει πως ξεσήκωσε κ’ έναν μεγάλον Παντοκράτορα μέσα σε κύκλο, μα το αντίγραφο του χάθηκε. Αυτές οι εικόνες ξαναχριστήκανε πάλι με καινούρια σουβαντίσματα.

Τα σχέδια του Σάλζεμπεργκ τυπωθήκανε, και τότε για πρώτη φορά είδε ο κόσμος τι κρυβότανε κάτω από τον ασβέστη της Αγιά Σοφιάς. Αλλά εκείνον τον καιρό κ’ οι τεχνίτες ακόμα δεν πολυνοιώθανε τη βυζαντινή τέχνη κι ο Σάλζεμπεργκ δεν τα αντέγραψε σωστά, αλλά παραμορφωμένα κατά το καλλιγραφικό και ακαδημαϊκό πνεύμα εκείνου του καιρού, όπως φαίνεται καθαρώτατα αν βάλει κανείς αυτά τα σκέδια κοντά στα ίδια τα μωσαϊκά που ξεσκεπαστήκανε στα χρόνια μας από το Αμερικάνικο Ινστιτούτο των Βυζαντινών Σπουδών.

Αληθινά, αυτά τα ψηφιδωτά, που είχανε γίνει παραμυθένια, τα ξεσκέπασε ο Αμερικάνος αρχαιολόγος Θωμάς Ουίτμορ, που πέθανε τελευταία. Στα 1931 η τουρκική κυβέρνηση συνεννοήθηκε με το Βυζαντινό Ινστιτούτο της Αμερικής, για να βγούνε στο φως τα κρυμμένα μωσαϊκά της Αγιά Σοφιάς. Διευθυντής μπήκε ο Θωμάς Ουίτμορ που είπαμε.

Η δουλειά άρχισε τον ίδιο χρόνο και δεν κόπηκε ως τα 1938. Από το 1931 ως το 1932 εξετάσανε τον νάρθηκα και φωτογραφήσανε τους τοίχους όπως ήτανε, με τα παλιά σουβαντίσματα.

mosaic_as1

Κατά το 1932 ξεσκεπάστηκε η μεγάλη εικόνα που παριστάνει τον Χριστό Παντοκράτορα απάνω στον θρόνο, και στο υποπόδιο του είναι γονατιστός ένας αυτοκράτωρας.Βρίσκεται απάνω από τη μεγάλη πύλη του νάρθηκα, μέσα σε μια καμάρα. Αυτή την εικόνα την είχε, μαζί με άλλες, αντιγράψει ο Σάλζεμπεργκ. Στη μέση είναι ο Χριστός, καθισμένος σε θρόνο πλουμισμένον. Με το δεξί χέρι του ευλογά και με τ’ αριστερό βαστά ανοιχτό το Ευαγγέλιο, ακουμπισμένο στο γόνατό του, που γράφει “Ειρήνη υμίν. Εγώ ειμί το φως του κόσμου” . Το πρόσωπό του είναι σοβαρό κ’ ήμερο, με μικρό μουστάκι με κοντό γένι με μαλλιά που πέφτουνε πίσω από τους ώμους του, όπως σε όλους τους Παντοκράτορες. Τα μάτια του βλέπουνε μπροστά, λίγο κατά τα δεξιά. Τα μηλομάγουλά του είναι ζωηρά, το στόμα του ταπεινό. Τα διπλώματα στο ιμάτιό του είναι σκεδιασμένα με λεπτολογία, σαν να’ ναι ζωγραφισμένα με πινέλο. Τα γυμνά πόδια του πατάνε απάνω στο υποπόδιο. Χάμω κατά τα δεξιά κείται γονατιστός σε στάση παρακαλεστική ένας αυτοκράτορας γηραλέος, με πλουμισμένο ρούχο και με κορώνα στην κεφαλή του. Η φυσιογνωμία του είναι ανατολίτικη, με μύτη γυριστή και μεγάλη, με μυτερό γένι και μουστάκια πεσμένα. Γύρω στο κεφάλι του έχει στεφάνι σαν τους αγίους, όπως ζωγραφίζανε τότε συχνά τους βασιλιάδες. Φαίνεται πως παριστάνει τον βασιλιά τον Λέοντα τον σοφό που βασίλευσε από τα 886 ως τα 912. Δεξιά και αριστερά του Χριστού είναι ζωγραφισμένα δυο πρόσωπα ως το στήθος μέσα σε στρογγυλές κορνίζες. Δεξιά είναι η Παναγία σε στάση δεήσεως, και αριστερά ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, με τα μαλλιά του δεμένα με μια κορδέλα και βαστώντας σκήπτρο. Τα πρόσωπα θυμίζουν κάποιες προσωπογραφίες της αλεξανδρινής τέχνης. Ολη η εικόνα είναι τριγυρισμένη με ένα κόσμημα σε τρεις σειρές.

mitir_theou_asii

Κατά το 1933 ξεσκεπάστηκε και καθαρίστηκε άλλη μια μεγάλη εικόνα, που βρίσκεται από πάνω από την πλαγινή πόρτα του νάρθηκα κατά το νοτιοανατολικό μέρος.Στη μέση είναι η Παναγία καθισμένη σε ένα χαμηλό θρόνο κατά το σχήμα της Πλατυτέρας, και κρατά στα γόνατά της το Χριστό παιδί. Το δεξί χέρι της το έχει ακουμπισμένο ελαφρά στον ώμο του Χριστού και το αριστερό είναι απλωμένο στα γόνατά της και κρατά μαντήλι. Από τα δεξιά της Παναγίας στέκεται ο Ιουστινιανός κρατώντας ένα ομοίωμα της εκκλησίας της Αγιάς Σοφιάς που το προσφέρνει στη Θεοτόκο και αριστερά στέκεται ο Μέγας Κωνσταντίνος κρατώντας ένα ομοίωμα της Κωνσταντινουπόλεως, επειδής αυτός την έχτισε, κατά το τροπάρι του που λέγει “βασιλεύουσα Πόλιν τη χειρί σου παρέθετω”. Κ’ οι δυο βασιλιάδες παριστάνονται χωρίς γένεια και μουστάκια, όπως συνηθίζανε οι Ρωμαίοι κ’ όχι όπως συνηθίζανε στα κατοπινά χρόνια που αφήνανε γένεια και μουστάκια..

agiasofia-mitirtheoy2

Από τα 1935 ως τα 1938 ήρθανε στο φως ακόμα δυο εικόνες με πολλά πρόσωπα, μαζί με κάμποσα κοσμήματα, στη μεριά που είναι κατά το βασίλεμα. Στη μια εικόνα έχει παραστηθεί ο Χριστός Παντοκράτορας, έχοντας δεξιά τον αυτοκράτωρα Κωνσταντίνο τον μονομάχο και αριστερά τη γυναίκα του Ζωή. Ο βασιλιάς κρατά πουγγί, που δείχνει, κατά τα φαινόμενα, τα λεφτά που έδωσε για το στόλισμα της εκκλησίας. Τα πρόσωπα έχουν χαρακτήρα γερόν, σαν της προσωπογραφίες της ελληνικής τέχνης. Η άλλη εικόνα παριστάνει στη μέση την Παναγία, κι από τα δεξιά της τον αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνό, κι από τ’ αριστερά της την αυτοκρατόρισσα Ειρήνη και τον Αλέξη ΚομνηνόΟ Ιωάννης κρατά και αυτός ένα πουγγί γεμάτο φλουριά. Και των τριών τα πρόσωπα είναι δουλεμένα μαστορικά, ξεχωριστά του Αλέξη. Πλάγι σε όλα αυτά τα βασιλικά πρόσωπα είναι γραμμένα τα ονόματά τους με όμορφα γράμματα. Κοντά στον Ιουστινιανό είναι γραμμένο: “Ιουστινιανός ο αοίδιμος βασιλεύς”. Κοντά στην Κωνσταντίνο είναι γραμμένο : “Κωνσταντίνος ο εν αγίοις μέγας βασιλεύς”.

400px-byzantinischer_mosaizist_um_1020_001

Εκτός απ’ αυτές τις εικόνες, ο Ουίτμορ βρήκε και καθάρισε μια εικόνα του Προδρόμου, μιαν άλλην της Πλατυτέρας, που είναι ίσως η πιο σπουδαία από όσες βρεθήκανε, κ.α. Αλλά, εκτός από τα μεγάλα εξαπτέρυγα που είπαμε, θα βρεθούνε ακόμα πολλά άλλα μωσαϊκά από τους αρχαιολόγους, που συνεχίζουνε αυτή την ιστορική εργασία. Ο Σάλζεμπεργκ γράφει για μίαν άλλη Παναγία με τον Χριστό και για το κεφάλι του Απόστολου Πέτρου, που είναι κρυμμένα κάτω από τον ασβέστη. Κάποιοι άλλοι που πήγανε στην Πόλη προ πολλά χρόνια, έχουνε γράψει ότι είδανε κάποιους Αρχαγγέλους, το άγιο Μανδήλιο, την Ετοιμασία του Θρόνου , κάποιους ιεράρχες, τον προφήτη Ησαΐα και υποθέσεις από τη ζωή του Χριστού. Αυτά τα είδανε σε καιρό που είχανε πέσει οι σουβάδες από σεισμό ή την υγρασία.

mosaiko-xristos

Ο Ουίτμορ τύπωσε τρία βιβλία για τα ψηφιδωτά που βρήκε, κ’ εκεί μέσα τα ιστορεί καταλεπτώς. Τον καιρό που δούλευα στον Μυστρά, ήρθε και είδε τη δουλειά μου και ήθελε να με πάρει να δουλέψω στην Αγιά Σοφιά. Αλλά δεν μπόρεσα να πάγω, επειδής δεν είχα τελειώσει την δουλειά που έκανα στην περίβλεπτο, και έτσι έχασα την ευκαιρία να πάγω στην Πόλη, από όπου θα μπορούσα να φτάξω ως την Τραπεζούντα και ως την Καισαρεία και να βρω τίποτα κειμήλια που είχανε κρυμμένα οι Χριστιανοί που φύγανε από τον τόπο τους.

panagia-xristos

troylosagiasofias

Κοντά στη δουλειά που γίνεται για τα μωσαϊκά της Αγιάς Σοφιάς, μαθαίνω πως οι τούρκοι μαζεύουνε και παλιά εικονίσματα από τον Πόντο και από άλλα μέρη της μικράς Ασίας, και πως θα τα εκθέσουνε στον γυναικωνίτη της ίδιας εκκλησίας.

Πηγές:antexoume.wordpress.comproskynitis.blogspot.gr -vatopaidi

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Μοναχισμός και Αγιότητα στο Βυζάντιο. Άγιος Αθανάσιος Αθωνίτης, ιδρυτής Λαύρας Αγίου Όρους

Συγγραφέας: kantonopou στις 17 Μαρτίου 2013

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

«ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ»

ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΘΩΝΙΤΗΣ ΙΔΡΥΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

ΜΙΧΑΗΛ ΑΠ. ΖΑΦΕΙΡΗΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ

1. ΑΠΑΡΧΕΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ

Στο πρώτο κεφάλαιο θα ερευνηθεί η γέννηση ή πιο συγκεκριμένα η προέλευση του Μοναχισμού, οι τύποι του, ο ιδρυτής του αλλά και η ραγδαία εξάπλωση του στην επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Για καμία άλλη άποψη της Βυζαντινής ζωής δεν υπάρχουν τόσο άφθονα στοιχεία όσο για τον μοναχισμό. Υπάρχουν εκατοντάδες βιογραφίες μοναχών οσίων, αναρίθμητους διαλογισμούς, επιστολές, κηρύγματα, προτροπές και απολογίες που αφορούν την μοναχική ιδιότητα. Ένα πράγμα πρέπει να ειπωθεί από την αρχή. O μοναχισμός ήταν ένα κίνημα λαϊκών και όχι κληρικών. ‘Ίσως εξελίχθηκε από ορισμένες χριστιανικές ομάδες που ζούσαν μια ιδιαίτερη και αφοσιωμένη ζωή χωρίς ωστόσο να αποσύρονται από τον κόσμο. Τέτοιοι άνθρωποι ήταν γνωστοί ως Σπουδαίοι ή Φιλόπονοιενώ στις συριακές επαρχίες ονομάζονταν «οι Γιοί της Επαγγελίας» και είχαν κάποια μορφή οργάνωσης. Στην οργάνωση αυτή ήταν συνήθως ένας λαϊκός που εγκατέλειπε την πόλη και ασκήτευε αρχικά σε μικρούς τάφους και στην συνέχεια στην έρημο. Κλασικό παράδειγμα ήταν ο Άγιος Αντώνιος που θα μιλήσουμε παρακάτω εκτενώς. Η έξοδος των ανθρώπων από τις πόλεις τους (οι αναχωρητές όπως ονομάστηκαν όπου είναι και η πρώτη ομάδα μοναχών) παρατηρήθηκε τον 1ο αιώνα στην Αίγυπτο.[1] Πρόκειται για περιπτώσεις εξαθλιωμένων ανθρώπων που δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν τους φόρους τους στην αυτοκρατορία. Ωστόσο με την ταχύτατη εξάπλωση του μοναχισμού δεν αφήνει περιθώρια να ισχύει κάτι τέτοιο για τους επόμενους αιώνες και έτσι βλέπουμε η αναχώρηση των ανθρώπων να γίνεται ως μέσο απόδρασης από τα βάρη της καθημερινής ζωής. Όντως ο μοναχισμός γνώρισε άμεση επιτυχία και θα συνεχίσει να έχει τεράστια επιτυχία ανά τους αιώνες μέχρι και σήμερα. Αν όπως γενικά πιστεύεται ότι ο μοναχισμός ξεκίνησε από την Αίγυπτο πρέπει να έφτασε στην Συρία στην Παλαιστίνη και στην Μεσοποταμία πολύ γρήγορα. Βλέπουμε η εδραίωση του μοναχισμού στην Βόρεια Μικρά Ασία να γίνεται πριν από το 340 ενώ γύρω στο 350 υπήρχαν λιγοστοί μοναχοί και στην δυτική Ευρώπη.[2]

Έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες για την προέλευση του μοναχισμού, είτε από τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς της εποχής εκείνης, είτε από σύγχρονους ερευνητές του Χριστιανισμού ή ειδικότερα του μοναχισμού. Η πρώτη θεωρία ανάγει τη γένεση του μοναχισμού στο γεγονός της γενίκευσης των διωγμών των χριστιανών από τα μέσα του τρίτου αιώνα. Τότε πολλοί Χριστιανοί για να αποφύγουν τον κρατικό έλεγχο και κατά συνέπεια το διωγμό τους, αναγκάστηκαν να αποσυρθούν από τις κατοικημένες περιοχές και να καταφύγουν σε ερημικές. Αν και η θεωρία αυτή είναι ελκυστική δεν αρκεί από μόνη της να εξηγήσει την οργάνωση του μοναχισμού που ακολούθησε μετά τους διωγμούς. Ίσως θα δικαιολογούνταν αν συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή, μετά την παύση των διωγμών, αν αυτή ήταν η μοναδική αιτία, θα έπρεπε όλοι εκείνοι που απομακρύνθηκαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, όπως και συνέβη σε αρκετές περιπτώσεις. Η δεύτερη θεωρία εξηγεί το φαινόμενο του μοναχισμού με βάση την εκκοσμίκευση της χριστιανικής ζωής που συνέβηκε μετά το τέλος των διωγμών και την αναγνώριση του Χριστιανισμού ως ελεύθερης θρησκείας. Λόγω της εισχώρησης πολλών εθνικών στη Χριστιανική Εκκλησία, σταδιακά άρχισε να εκκοσμικεύεται η χριστιανική ζωή. Αντιδρώντας στην κατάσταση αυτή αρκετοί πιστοί έφυγαν στην έρημο. Η τρίτη θεωρία συνδέει τη γένεση του μοναστικού φαινομένου με τη γενικότερη οικονομική κατάσταση και την κοινωνική κρίση της εποχής. Η διεύρυνση της φτώχειας, η επαχθής αύξηση των φόρων, η νομισματική κρίση, η μεγάλη διαφθορά του διοικητικού μηχανισμού και η κοινωνική ακαταστασία που εμφανίστηκαν κατά την εποχή του Διοκλητιανού, ήταν εκείνοι οι παράγοντες που ευνόησαν τη φυγή στην έρημο. Η τέταρτη θεωρία αποδίδει τη γένεση του μοναχισμού στην αντίδραση προς την έντονη θεσμοποίηση της Εκκλησίας. Αυτό όμως συνεπαγόταν τον περιορισμό των κάθε είδους χαρισματικών τάσεων. Έτσι αρκετοί πιστοί αναζήτησαν ένα χώρο έκφρασης μιας πιο χαρισματικής ζωής μακριά από κάθε κοσμική μέριμνα.

__A55A~1

Σε ένα πρώτο στάδιο της εξέλιξής του στην Αίγυπτο, ο Μοναχισμός πήρε δύο μορφές που επρόκειτο να γίνουν κλασικές και να επικρατήσουν σε όλη την Βυζαντινή περίοδο αλλά και μέχρι σήμερα. Πρόκειται για τον μοναχικό (αναχωρητικό) μοναχισμό και τον κοινοβιακό μοναχισμό. Την μοναχική μορφή του μοναχισμού ίδρυσε ο Άγιος Αντώνιος όπου παρακάτω θα ειπωθούν περισσότερα πράγματα ενώ την κοινοβιακή ο Άγιος Παχώμιος που ήταν σύγχρονος του Αγίου Αντωνίου. Σύμφωνα με την κοινοβιακή μορφή του Μοναχισμού, οι μοναχοί ζούσαν ομαδικά στα μοναστήρια ή σε διάφορους οίκους ανάλογα με την απασχόληση ή την τέχνη που είχαν μάθει ενώ μεγάλο χρόνο από την  καθημερινή τους ζωή τον περνούσαν κάνοντας χειρωνακτικές εργασίες. Στο κοινόβιο ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην υπακοή. Οι μοναχοί υπάκουαν στις εντολές του αρχηγού του μοναστηριού ενώ οι αρχηγοί των μοναστηριών υπάκουαν στον Ηγουμενεύοντα που είχε στην δικαιοδοσία του όλα τα μοναστήρια. Ως παράδειγμα είναι ότι ο Άγιος Παχώμιος λίγο πριν πεθάνει ήταν Ηγούμενος σε δώδεκα αντρικά και τρία γυναικεία μοναστήρια που αριθμούσαν πολλούς τροφίμους.[3] Κάτι τέτοιο ισχύει και σήμερα με διαφορετικές ονομασίες. Κάθε μοναστήρι έχει τον Ηγούμενό του, ο οποίος έχει μικρή ομάδα μοναχών στην δικαιοδοσία του, ενώ παράλληλα υπακούει στον ανώτερό του Επίσκοπο ή Μητροπολίτη αναλόγως την μητροπολιτική περιφέρεια που βρίσκεται το μοναστήρι.

Εξετάζοντας λοιπόν τον Βίο του Μεγάλου Αντωνίου, που θεωρείται πατέρας του Μοναχισμού, θα δούμε ότι άρχισε την πνευματική του άσκηση γύρω στο 270 ακολουθώντας τα διδάγματα των λαϊκών, των επονομαζόμενων Σπουδαίων, μαθαίνοντας από αυτούς τα πλεονεκτήματα της σπουδής και της ασκήσεως. Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν κανονικά μοναστήρια στην Αίγυπτο όπως τα γνωρίζουμε σήμερα αλλά ούτε ζούσαν ερημίτες στην έρημο αλλά «ἕκαστος δὲ τῶν βουλομένων ἑαυτῷ προσέχειν οὐ μακρὰν τῆς ἰδίας κώμης καταμόνας ἠσκεῖτο».[4] Το αποφασιστικό βήμα που έκανε ο Άγιος Αντώνιος, όπως έκαναν στην εποχή του και πολλοί άλλοι, ήταν να αποσυρθεί σε ένα κενό τάφο και μετά στην έρημο. Όμως για τον Αντώνιο η φυγή ως εξαθλιωμένου ανθρώπου από το χωριό δεν ισχύει διότι ήταν εύπορος αγρότης ενώ μοίραζε τα υπάρχοντά του εθελοντικά σε ανθρώπους από διάφορες κοινωνικές κάστες. Ο Άγιος Αντώνιος στηρίζει όπως είδαμε και παραπάνω την μοναχική μορφή του Μοναχισμού. Η άσκησή του και το σκεπτικό του συνίστατο στην απομόνωση, στην προσευχή και την νηστεία. Μολονότι συχνά αγρυπνούσε και δεν πλενόταν ποτέ, ούτε άλειφε το σώμα του με λάδι, δεν προχωρούσε σε αλλόκοτες τιμωρίες του σώματος του όπως θα παρατηρηθεί σε μεταγενέστερες περιόδους. Οι εχθροί αυτού του τύπου της Μοναχικής ζωής ήταν συνήθως οι δαίμονες, οι επιθυμίες και τα οράματα με τρομαχτικά ζώα.[5] Έτσι όπως γενικά πιστεύεται, σύμφωνα με το τελευταίο, οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν την έρημο τους ως γη γεμάτη με τρομαχτικά ζώα. Ο Άγιος Αντώνιος είχε αναπτύξει μέσα από την ασκητική του ζωή πολλά χαρίσματα. Δύο από αυτά είναι το χάρισμα της διδασκαλίας και το χάρισμα να θεραπεύει αρρώστους. Έτσι οδήγησε πολλούς λαϊκούς Χριστιανούς στην απομόνωσή τους στην γη της ερήμου[6].

Όσο η μοναχική όσο και η κοινοβιακή μορφή του Μοναχισμού αποτελούσαν απειλή για την κατεστημένη εκκλησία. Πρέπει συνεπώς να ξαναειπωθεί ότι ο Μοναχός είναι ένας λαϊκός Χριστιανός που ακολουθούσε κατά γράμμα την προτροπή του Χριστού «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναιὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖςκαὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷκαὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι».[7] Επιζητούσε λοιπόν να γίνει τέλειος χριστιανός και να επιστρέψει στην απλότητα των αποστολικών χρόνων. Αυτό όμως ήθελε να το πετύχει κάθε μοναχός χωρίς την επιρροή της Εκκλησίας και όσο το δυνατόν έξω από αυτήν. Στο έργο της Εκκλησίας επομένως δεν φαίνονταν οι μοναχοί γιατί αυτοί θεωρούσαν, ότι για να φτάσουν στην Αγιοσύνη, έπρεπε να απέχουν από το κέντρο της πόλης που μέρος της είναι η Εκκλησία.

Όπως προαναφέρθηκε και παραπάνω ο μοναχισμός εξαπλώθηκε σύντομα στην Συρία, στην Παλαιστίνη, στην Μεσοποταμία αλλά και στην δυτική Ευρώπη. Στην Κωνσταντινούπολη ο μοναχισμός έφτασε από την Συρία όπως μας αναφέρουν πολλές πηγές. Φαίνεται να εισήχθη από τον Σύρο Ισαάκ, ο οποίος έγινε γνωστός μετά την προφητεία που έκανε, περί ήττας από τους Γότθους το 378, στον αιρετικό αυτοκράτορα Ουάλη.[8] Το μοναστήρι που ίδρυσε ο Ισαάκ έμεινε γνωστό με το όνομα του διαδόχου του Δαλμάτου που καταγόταν επίσης από την Ανατολή και ήταν αξιωματικός της αυτοκρατορικής φρουράς. Το δεύτερο κατά σειρά αρχαιότερο μοναστήρι ιδρύθηκε από τον Σύρο Δίο ενώ το τρίτο μοναστήρι κατά σειρά ήταν των ρουφινιανών, που ιδρυτής του ήταν ο έπαρχος των πραιτωρίων Ρουφίνος το 392 έως το 395, εγκαθιστώντας εκεί κυρίως αιγυπτίους μοναχούς αλλά και μοναχούς από την Συρία.[9] Η έλξη της Κωνσταντινούπολης που υπήρχε από τους ανατολίτες κυρίως μοναχούς φαίνεται από ένα εξαιρετικά περίεργο κείμενο, τον βίο του Δανιήλ του Στυλίτη. Ο Δανιήλ ήταν μοναχός στην Αγία γη της Ιερουσαλήμ όπως γνωρίζουμε. Πραγματοποιώντας ένα προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα όπου διύθυνε, εγκατέλειψε την περιοχή του και ίδρυσε μοναστήρι στην δεύτερη κατ’ αυτόν Ιερουσαλήμ, στις όχθες του Βοσπόρου από την ευρωπαϊκή του πλευρά, σε ένα χωριό που λεγόταν Ανάπλους. Με το πέρασμα των χρόνων ο Δανιήλ δέχθηκε πολλούς μεγάλους μοναχούς στην Μονή του ως φιλοξενούμενους αλλά και ως μόνιμους συνασκητές. Για να κεντρίσει την προσοχή των ανθρώπων της Κωνσταντινούπολης αλλά και των ανθρώπων που ήταν σε αξιώματα της αυτοκρατορικής αυλής έχτισε μία κολόνα είκοσι μέτρων στο κέντρο της μονής όπου και ασκήτεψε την υπόλοιπη ζωή του. [10]

Μέσα από τον βίο του Αγίου Δανιήλ γεννιέται και μία υποκατηγορία του μοναχικού μοναχισμού. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη κατηγορία ασκητών που είναι οι στυλίτες άγιοι, που αντιπροσωπεύουν έναν ακραίο φανατικό ασκητισμό. Ονομάζονται στυλίτες λόγω του τρόπου της άσκησης που ακολουθούν. Μένουν όλη τους τη ζωή πάνω σ’ ένα στύλο, στην κορυφή του οποίου υπάρχει ένα στενό κουβούκλιο. Παραμένουν όρθιοι, σε στάση σταυρική και προσεύχονται αδιάκοπα, ανεξάρτητα από τα καιρικά φαινόμενα. Υποδηλώνουν έτσι την πλήρη διάστασή τους από τα εγκόσμια. Οι άγιοι αυτοί ανήκουν στη συροπαλαιστινιακή παράδοση της αγιογραφίας. Περίφημοι στυλίτες είναι ο Δανιήλ που προαναφέρθηκε, ο Συμεών, ο Συμεών Νέος και ο Αλύπιος.

2. ΜΟΝΑΧΟΙ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Ακολούθως τα πρώτα μοναστήρια είχαν ιδρυθεί όχι στο κέντρο της πόλης αλλά έξω από τα κωνσταντίνεια τείχη και το ίδιο συνέβαινε γενικά παντού. Πολλοί νόμοι κατά των μοναχών είχαν βγει στην Βυζαντινή επικράτεια. Ένας από αυτούς, τους είχε θεσπίσει ο ευσεβής αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α’, ο οποίος διέτασσε τους μοναχούς να μένουν σε έρημα και απομονωμένα μέρη.[11] Αυτός όμως ο νόμος επειδή είχε ανεπιθύμητα αποτελέσματα καταργήθηκε μετά από δύο χρόνια. Παρ’ όλα αυτά όμως οι μοναχοί δεν είχαν κάποια θέση μέσα στους πειρασμούς μιας πόλης. Για παράδειγμα στην Αντιόχεια τους περιέπαιζαν, τους κορόιδευαν και τους έσερναν στους δρόμους. Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτά τα έκαναν Χριστιανοί.[12] Στην ύπαιθρο αντιθέτως, ο μοναχός αν ήταν σπουδαίος και μεγάλος ασκητής τότε εκπλήρωνε τον κοινωνικό προορισμό του, ο οποίος ήταν σε γενικές γραμμές να θεραπεύει αρρώστιες σε ανθρώπους και ζώα, να διώχνει δαιμόνια και να απολυμαίνει την ειδωλολατρία από πολλές τοποθεσίες της βυζαντινής αυτοκρατορίας.[13] Επομένως ο μοναχός είχε ένα σπουδαίο έργο και ρόλο στην ύπαιθρο. Εδώ μπορεί να τεθεί το ερώτημα αν θα μπορούσαν οι μοναχοί να παίξουν τον ίδιο ρόλο και στις πόλεις. Επομένως, τον 6ο αιώνα είχε γίνει γενικά αποδεκτό από την κοινωνία, ότι όταν ένας μοναχός είναι άτρωτος από τους πειρασμούς και σκληραγωγημένος στην ζωή, μπορούσε να συμμετέχει σε κάποια αξιώματα της αυτοκρατορικής αυλής ή σε κάποια υπηρεσία της πόλης αν όμως έκρυβε την πραγματική του ταυτότητα. Έτσι δημιουργήθηκε μια ιδιότυπη κατηγορία αγίων, οι «Ιεροί Σαλοί».[14] Η ιδέα να προσποιείται κανείς τον τρελό πρωτοεμφανίστηκε τον 4ο αιώνα σε κοινόβια μοναστήρια εξασκώντας έτσι οι μοναχοί την ταπείνωση στην γη για να λάβουν μεγαλύτερο μισθό στον ουρανό. Κατά την εξέλιξη αυτής της κατηγορίας στα μέσα περίπου του 6ου αιώνα παρατηρούμε διαφορετικά κίνητρα από τον διασημότερο σαλό, τον Άγιο Συμεών της Έμεσας.[15] Ο στόχος του ήταν να βάλει στον σωστό δρόμο τα περιφρονημένα στοιχεία της κοινωνίας όπως ήταν οι πόρνες και οι ηθοποιοί αλλά και να εκχριστιανίσει τους εβραίους και τους αιρετικούς. Για να πραγματοποιήσει αυτόν το σκοπό του, ο Άγιος Συμεών έκανε τον άκακο παλαβό. Για παράδειγμα έκανε ταπεινωτικές δουλειές σε ταβέρνες, συναναστρεφόταν με ύποπτης ηθικής γυναίκες, δεν φερόταν όπως έπρεπε στην εκκλησία ενώ κρυφά ασκούνταν με τον σκληρότερο τρόπο. Εξάλλου όπως αναφέρει ο Απόστολος Παύλος «εἴ τις δοκεῖ σοφὸς εἶναι ἐν ὑμῖν ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, μωρὸς γενέσθωἵνα γένηται σοφός».[16]Για προφανείς λόγους ο Συμεών δεν βρήκε μιμητές ενώ η παράδοση του «δια χριστόν σαλού» δεν πέθανε ποτέ από το Βυζάντιο αλλά μεταφέρθηκε και σε άλλες χώρες όπως και στην Ρωσία.

Ο 5ος αλλά και ο 6ος αιώνας ήταν το απόγειο των Χριστιανικών κινημάτων. Βλέπουμε τους «φιλόσοφους» μοναχούς να έχουν την στήριξη του αυτοκράτορα, των αριστοκρατών και των επισκόπων. Ιστορίες για θαύματα και προφητείες αλλά και για τα σοφά λόγια των φιλοσόφων μοναχών διαβάζονταν πάρα πολύ εκείνη την εποχή. Έτσι λοιπόν εκεί που προηγουμένως οι μοναχοί ήταν εθελοντικά απόβλητα της κοινωνίας, γίνονται τώρα λαϊκοί ήρωες και μέλη του κατεστημένου. Αυτό όμως το πλήρωσαν με την υποταγή τους στην Εκκλησία και την εξάρτηση τους από αυτήν. Πολλές διατάξεις από τώρα και στο εξής είχαν βγει περί των μοναχών. Ο Ιουστινιανός είχε απαγορεύσει την ίδρυση νέων μοναστηριών χωρίς την άδεια του επισκόπου, ο οποίος θα διόριζε και τον ηγούμενο ενώ παράλληλα σεβόταν την ιερότητα της μοναχικής ζωής.[17] Καθόρισε επιπλέον ότι οι δόκιμοι μοναχοί θα παρέμεναν να δοκιμαστούν επί τρία χρόνια και μετά θα γινόντουσαν κανονικοί μοναχοί. Επιπλέον καθόρισε, όλοι οι μοναχοί εκτός από τους αναχωρητές, να κοιμούνται στο ίδιο κτήριο για να επιβλέπει ο ένας τον άλλον. Παρ’ όλες αυτές τις διατάξεις οι μοναχοί φυσικά δεν τηρούσαν κατά γράμμα αυτούς τους κανονισμούς.[18]

Παραδόξως ο μοναχικός κόσμος υπέστη το σοβαρότερο πλήγμα όχι στην επικράτεια της αυτοκρατορίας αλλά μέσα στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όταν οι Ίσαυροι έκαναν την εικονομαχία επίσημο δόγμα του κράτους. Σε αυτή την περίπτωση οι ιερείς δεν αντέδρασαν πολύ αλλά οι μοναχοί ήταν αυτοί που οργάνωναν κινήματα αντίστασης. Όπως υποστηρίζουν μερικοί ιστορικοί, αυτό δεν σημαίνει ότι είχαν κάποιο ιδιαίτερο «καλογερικό» συμφέρον να υπερασπίσουν την αλαζονεία αλλά ούτε η λατρεία των εικόνων τους απέφερε κάποιο υλικό κέρδος. Όπως και να έχουν τα πράγματα, όταν ξέσπασαν οι σοβαροί διωγμοί των εικονόφιλων στην δεκαετία του 760, τα κύρια θύματα ήταν οι μοναχοί.[19] Χαρακτηριστικά, ο Κωνσταντίνος ο Ε’ αισθανόταν ιδιαίτερη αποστροφή προς τους μοναχούς και τους ονόμαζε «αμνημόνευτους». Τους ανάγκαζε να παντρευτούν, τους υπέβαλλε σε δημόσια γελοιοποίηση και τους διέλυσε μερικά από τα διασημότερα μοναστήρια της Κωνσταντινούπολης. Η μεγάλη μέρα για τους μοναχούς ήταν όταν πέθανε ο Λέων ο Δ’ ο Ίσαυρος κι ακόμη μεγαλύτερη ημέρα ήταν όταν καταδικάστηκε η εικονομαχία από την 7η οικουμενική σύνοδο το 787 στην οποία εκπροσωπήθηκαν πολλοί μοναχοί. Στα συμβούλια έλαβαν μέρος πάρα πολλοί μοναχοί, περίπου από 132 μοναστήρια, από την Κωνσταντινούπολη κυρίως αλλά και την Βιθυνία. Για τριάντα χρόνια υπήρχε μεγάλη ανάπτυξη στην οικοδόμηση ανέργεση των μοναστηριών αλλά και την πνευματική ανέλιξη των μοναχών μέχρις ότου εμφανίστηκε και πάλι διαταραχή στο εικονομαχικό ζήτημα το 815 έως και το 843.[20] Και πάλι οι μοναχοί πρωτοστάτησαν στο κίνημα της αντίστασης οργανωμένοι πολύ καλά αυτή την φορά, χάρη στην δραστηριότητα του Θεοδώρου του Στουδίτη. Ο μοναχισμός αναδύθηκε από τις εικονομαχικές έριδες πολύ ενισχυμένος. Είχε προσθέσει μια καινούρια σειρά μαρτύρων και ομολογητών στα ημερολόγια της ανατολικής Εκκλησίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πρώτος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιος, μετά τον θρίαμβο της ορθοδοξίας κατά της εικονομαχίας, ήταν μοναχός αλλά και ο μετέπειτα πατριάρχης Ιγνάτιος.[21] Έτσι τα μοναστήρια είχαν μεγάλη άνθηση κατά τον 9ο και τον 10ο αιώνα.

Περίπου το 500 η χριστιανική εκκλησία είχε καταφέρει να στρέψει τους περισσότερους ταλαντούχους επιστήμονες της εποχής, σε δραστηριότητες ιεραποστολικές, οργανωτικές, δογματικές, ή καθαρά θεωρητικές. Αυτό είχε σαν συνέπεια τη μη περαιτέρω ανάπτυξη των επιστημών στο ανατολικό ήμισυ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Εκκλησία θεωρούσε δε, ότι ο ρόλος της Ελληνικής Φιλοσοφίας περιοριζόταν στην προετοιμασία των Ελλήνων για να δεχθούν τον Χριστιανισμό. Κατά τους 6 πρώτους αιώνες της δημιουργίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ο αντικειμενικός στόχος της μάθησης ήταν να εκλαϊκεύσει και να διαδώσει τις επιστημονικές θεωρίες και τα συμπεράσματα, αλλά όχι το τεχνικό περιεχόμενο και τις μεθόδους της ελληνικής επιστήμης. Το αποτέλεσμα αυτής της τάσης ήταν να γράφονται συχνά πραγματείες με αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες αναφορές. Κατά τον 6ο αιώνα παρ’ όλο που το Βυζάντιο δεν γνωρίζει τα σκοτάδια που γνωρίζουν άλλοι λαοί, δεν υπάρχει δείγμα ανώτερης παιδείας, αλλά οι ιδιωτικοί δάσκαλοι διατηρούν την παράδοση. Κατά τον 8ο αιώνα αρχίζουν να διδάσκουν αριστοτελική φιλοσοφία, επειδή η Λογική του Αριστοτέλη ήταν χρήσιμη στους αγώνες που έκαναν οι εικονολάτρες. Σε αυτό συνέβαλαν πολλοί μοναχοί οι οποίοι μετά χαράς ήτα πρόθυμοι να βοηθήσουν στο έργο του διδασκάλου και στο έργο του καθηγητή.

Σε αυτό το σημείο μεταφερόμαστε στην περίοδο της επιτροπείας του Βάρδα έως και την αυτοκρατορία του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, μπαίνοντας έτσι σιγά σιγά στην μοναχική ζωή του Αγίου Όρους. Εξετάζοντας λοιπόν τον βίο του Αγίου Νικηφόρου, ο οποίος υπήρξε μοναχός στο όρος Λάτμος αλλά και επίσκοπος Μιλήτου, θα δούμε ότι είχε άριστη μόρφωση.[22] Γνώριζε καλά τον λόγο εκφράζοντας την προσωπική του αντίληψη περί των πραγμάτων ή δίδασκε αυτά που μάθαινε από πρώτο χέρι. Οι γονείς του, τον προόριζαν για να υπηρετήσει την Εκκλησία και ήδη από μικρή ηλικία το είχαν κάνει ευνούχο. Άλλο ένα στοιχείο των μοναχών που ανακαλύπτεται μέσα από τον βίο του Αγίου Νικηφόρου. Δεν ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει κάποιος μοναχός αλλά βοηθούσε πολύ στο μοναχικό βίο ως προς την έλλειψη επιθυμιών. [23] Οι γονείς του όμως φιλοδοξούσαν ότι ο Νικηφόρος έπρεπε να πάρει μια γερή μόρφωση για να έχει μία άριστη σταδιοδρομία. Έτσι αποφάσισαν να τον στείλουν στην Κωνσταντινούπολη. Μία ακόμα απόδειξη οτι η Κωνσταντινούπολη ήταν τότε κέντρο μόρφωσης πολλών ανθρώπων.  Σε ένα χωρίο του βίου του, οι προστάτες του δεν ήθελαν να μολυνθεί η φυσική αγνότητα της ψυχής του με τις κοσμικές γνώσεις, γιατί δεν ήταν εύκολο όταν μια φορά τις δεχτεί κανείς να σβήσει τα ίχνη των ψεύτικων αυτών ιστοριών και έτσι ο Νικηφόρος περιορίστηκε στην σπουδή της Αγίας Γραφής. Η μόρφωση άνοιγε στους μοναχούς την πόρτα στις υπηρεσίες και τα αξιώματα της αυτοκρατορικής αυλής και του παλατιού.

Ο μικρός Αβραάμιος, (έτσι ονομαζόταν ο Άγιος Αθανάσιος Αθωνίτης πριν την μοναχική του κουρά) που γεννήθηκε στην Τραπεζούντα πήρε μία στοιχειώδη μόρφωση εκεί και στην συνέχεια μεταφέρθηκε και αυτός στην Κωνσταντινούπολη στην ίδια περίπου περίοδο με τον Νικηφόρο.[24] Ένα μέρος του βίου του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου αναφέρει χαρακτηριστικά : «Τοῦτον τοιγαροῦν ἤνεγκε μὲν ἡ μεγαλόπολις Τραπεζοῦς, ηὔξησε δὲ λογικῶς ἡ Βυζαντίς, κυμινᾶς δε καὶ Ἄθως ἐκαρποφόρησαν τῷ Θεῷ». Επιπροσθέτως άλλο σημείο του Βίου του μας αναφέρει ότι : «Τοῦτον τοιγαροῦν τὸν σοφὸν τὰ πάντα καὶ πολὺν Ἀθανάσιον, τὸν ἐκ γενετῆς Ἀβραάμιον ὠνομασμένον – ἔδει γὰρ τὸν πολλῶν πατέρων πατέρα γενησόμενον καὶ τοῦ ὀνόματος ὥσπερ τοῦ πράγματος κοινωνῆσαι τῷ πατριάρχῃ ἤνεγκε μὲν Τραπεζοῦς πόλις, πατέρες δὲ αὐτῷ εὐπατρίδας μὲν καὶ ἄμφω, καὶ τὸ γένος οὐκ ἄσημοι». [25] Εκεί είχε ως δάσκαλο και καθοδηγητή του έναν Αθανάσιο που είχε το αξίωμα «προκαθήμενος των παιδευτηρίων» (είχε στην δικαιοδοσία του όχι μόνο το δικό του σχολείο αλλά και άλλα πολλά σχολικά συγκροτήματα).[26] Ο Αβραάμιος – Αθανάσιος πήγε να σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη την εποχή του Ρωμανού Λακαπηνού.[27] Ο Αβραάμιος έχοντας προοδεύσει στα φοιτητικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, βλέπουμε ότι με ομόφωνη ψήφο μαθητών και διδασκάλων : «κοινῇ ψήφῳ τῶν κοινωνῶν αὐτῶν παιδευτῶν ὁμοῦ καὶ παιδευμάτων» όπως αναφέρει ο βίος του κρίθηκε άξιος της συνεδρίας : «τῆς τοῦ διδασκάλου συνεδρείας ἀξιωθῆναι». Δηλαδή έγινε δάσκαλος μετά τον δάσκαλο.[28] Αφού ο Αβραάμιος πέρασε το στάδιο του φοιτητή όπως είδαμε και του βοηθού καθηγητή έφτασε η ώρα να ανέβει στον καθηγητικό   θρόνο : «Κοινῇ ψήφῳ τῶν αὐτῶν αὖθις καὶ νεύσει βασιλικὴν ἐπὶ τὸν διδασκαλικὸν ἀνάγεται θρόνον».[29] Αυτό το χωρίο μας κάνει να πιστέψουμε ότι πρόκειται για πανεπιστημιακή έδρα όχι στην ίδια σχολή όμως που δίδασκε ο δάσκαλος του αλλά σε άλλο. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο αν πάρουμε υπ’ όψιν το νεαρό της ηλικίας του Αβραάμιου.[30] Έτσι λοιπόν γίνεται γνωστό ότι η αυτοκρατορική αρχή επενέβαινε από τότε και πάντοτε για να εγκρίνει έναν διορισμό ενός κανονικού καθηγητή. Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για τον Κωνσταντίνο τον Ζ’ τον Πορφυρογέννητο, ο οποίος ενέκρινε τον διορισμό του Αβραάμιου-Αθανάσιου ως καθηγητή σε σχολείο της Κωνσταντινούπολης. Φυσικά η εκλογή ενός καθηγητή γινόταν έπειτα από ψηφοφορία διδασκόντων και διδασκομένων.[31]

3. ΙΔΡΥΣΗ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΟΣ

Μέσα από όλη αυτήν την διαδρομή του μοναχισμού φτάνουμε λοιπόν στην ίδρυση του μοναχισμού στο Όρος του Άθω, το οποίο μετονομάστηκε σε Άγιον Όρος, αφού με το πέρασμα των αιώνων πλημμύρισε ο τόπος από αγίους, ομολογητές και μάρτυρες. Η πρόσβαση στην στενή επίμακρη χερσόνησο δεν ήταν εύκολη. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Ακτή και από τον Μεσαίωνα Άθως. Δάση, χαράδρες και χείμαρροι εμποδίζουν την πορεία των ανθρώπων αλλά και τα βουνά που το ένα είναι πιο ψηλό από το άλλο. Άνεμοι, τρικυμίες και καταιγίδες σαρώνουν τις ακτές. Τα ναυάγια γύρω από τον Άθω δεν έλειψαν ποτέ. Έτσι η φυσική διαμόρφωση της χερσονήσου οδηγούσε στην εσωτερική αλλά και την εξωτερική απομόνωση το οποίο είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία για την μοναχική ζωή.[32] Μεγάλες διαφορές υπήρχαν από την έρημο του Άθω με τα υπόλοιπα μοναστικά κέντρα της βυζαντινής επικρατείας. Κατά την αρχαιότητα, γνωρίζουμε μέσα από ιστορικούς συγγραφείς του βυζαντίου, ότι στον όρος του Άθω υπήρχαν 5 ή 6 μικρά συγκροτήματα πόλεων όπου στις αρχές του 3ου αιώνα άρχιζαν να σβήνουν σιγά σιγά.[33] Εκτός από την δύσκολη γεωγραφική θέση της χερσονήσου σε αυτό συνέβαλαν και οι λεηλασίες βαρβαρικών φύλων που πραγματοποιούνταν έως και τον 5ο αιώνα. Ο 5ος αιώνας είναι ο αιώνας όπου παρατηρήθηκε η  εκπνοή κάθε ίχνους ζωής από τον Άθω.

Επομένως σίγουρο είναι ότι οι άνθρωποι είχαν εγκαταλείψει πολύ πριν κατοικήσουν μοναχοί εκεί. Οι πρώτες μνείες μοναχών στον Άθω είναι λίγο πριν τον 9ο αιώνα. Όμως σύμφωνα με αστήρικτες πληροφορίες και μέσα από βίους Αγίων, ίσως ο Άθως να έγινε κέντρο του μοναχισμού από τον 4ο αιώνα και συγκεκριμένα από τον Μ. Κωνσταντίνο. Στην συνέχεια, ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης έκαψε τα μοναστήρια όπου τα ξαναέχτισε ο ευσεβής αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α’. Αυτή η αντίληψη είναι σύμφωνα με την Αθωνική παράδοση που την βλέπουμε μέσα από βίους αγίων. Με την ελάχιστη κριτική και από ιστορική άποψη όμως ο Μ. Κωνσταντίνος δεν έχτισε μοναστήρια ούτε στην Κωνσταντινούπολη ούτε στον Άθω αλλά ούτε ίδρυσε μοναστικά κέντρα. Επομένως ο Ιουλιανός δεν κατέστρεψε τίποτα και ο Θεοδόσιος δεν ξαναέχτισε τίποτα.[34] Το επόμενο ερώτημα που γεννιέται και είναι ενδιαφέρον είναι ότι αν ο Άθως υπήρξε καταφύγιο μοναχών από την Παλαιστίνη. Πολλοί υποστήριξαν, ότι οι μοναχοί της Παλαιστίνης έπειτα από σφαγή που διέπρατταν οι Άραβες, κατέφυγαν στο όρος του Άθω.[35] Δεν έχουμε καμία τέτοια πηγή ή έγγραφο που να αναφέρει κάτι τέτοιο. Μπορεί μεμονωμένα να ήρθαν κάποιοι παλαιστίνιοι μοναχοί στο Όρος. Μόνο μερικά αγιολογικά κείμενα αναφέρουν κάτι τέτοιο όπου μοναχοί του Σινά και της Ραϊθούς για να αποφύγουν τις σφαγές των Αράβων, κατέφυγαν στην Κύπρο και στην Κωνσταντινούπολη. Επομένως οι βίοι των Αγίων μας πληροφορούν ότι οι μοναχοί στο Όρος προήλθαν από τις γειτονικές περιοχές. Είναι αλήθεια ότι οι μοναχοί στο Βυζάντιο ταξίδευαν πάρα πολύ, ακόμα περισσότερο από ότι νομίζουμε εμείς, έχοντας έτσι πρότυπο την ζωή των αποστόλων. Περίμεναν πρώτα να λάβουν το μοναχικό σχήμα και έπειτα ξεκινούσαν μακρινά ταξίδια σε διάφορα μοναστικά κέντρα σε όλη την γη.[36]

Έτσι από τις μικρές αναχωρητικές ομάδες οδηγούμαστε στην ίδρυση μεγάλων μοναστηριών στο  Άγιον Όρος. Πρώτο μοναστήρι που εμφανίζεται είναι η Μονή του Άθωνος.[37] Τέσσερις μόνο μοναχοί είχαν δώσει τα ονόματά τους, σε μια συμφωνία ανάμεσα στους κατοίκους της κοντινής περιοχής της Ιερισσού και στους Αθωνίτες το 942. Το ίδιο μοναστήρι αναφέρεται το 1062 σε πρόσταγμα ως μονή του Αγίου Όρους. Έτσι λοιπόν έχουμε το 942 τον ηγούμενο του μοναστηριού του Άθωνος και έναν μοναχό του ίδιου μοναστηριού και ακόμα δύο μοναχούς ως αντιπρόσωπους των Αθωνιτών στην Θεσσαλονίκη. Το 957 με 958 ο Κωνσταντίνος ο Ζ’ ο Πορφυρογέννητος, εκδίδει χρυσόβουλλο για την μονή του Άθω, το οποίο απαλλάσσει την μονή από φόρους. Ακολούθως το 1035 ο Μιχαήλ ο Δ’ Παφλαγόνας παραχωρεί στη μονή του Άθω, ήτοι την μονή των Ιβήρων, όπως αναφέρεται από τον αυτοκράτορα, τις κτήσεις που τις είχαν κατασχεθεί από παλαιότερες διαταγές του αυτοκράτορα. Έτσι λοιπόν βλέπουμε να αναδύεται και ένα δεύτερο μοναστήρι η μονή των Ιβήρων.[38] Το 1045 ο Κωνσταντίνος ο Θ’ ο Μονομάχος απευθύνει στον μοναχό Κοσμά πρόσταγμα που αφορά τους μοναχούς της μονής του Αγίου Όρους. Το 1062 ένα πρόσταγμα, που ο Κωνσταντίνος ο Ι’ Δούκας απευθύνει στον δούκα της Θεσσαλονίκης, αναφέρει τους μοναχούς του Αγίου Όρους. Σε ποιά τοποθεσία βρισκόταν η θέση του πρώτου μοναστηριού του Άθω παραμένει άγνωστο μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι βρισκόταν στην θέση όπου υψώθηκε αργότερα η μονή των Ιβήρων. Αργότερα ιδρύθηκαν και άλλες μονές όπως η μονή του Κλήμεντος, το οποίο σήμερα δεν υπάρχει και η μονή της Ξηροποτάμου και του Αγίου Παύλου. Τα δύο τελευταία μοναστήρια ίσως ήταν αδελφοποιημένα διότι τα ίδρυσε και τα δύο ένα μοναχός Παύλος.[39] Όταν ανοιχθούν όλα τα έγγραφα του Αγίου Όρους, τα οποία είναι αμύθητος θησαυρός, τότε θα βγουν ασφαλή συμπεράσματα για την ίδρυση των μοναστηριών.

Ερχόμαστε τώρα στην άφιξη του Αθανασίου (του Αβραάμιου που γνωρίσαμε πιο πριν) στο όρος Άθω και στην ίδρυση της Λαύρας από τον ίδιο. Έτσι λοιπόν με την άφιξη του Αθανασίου, μελλοντικού ιδρυτού του μεγαλυτέρου μοναστηριού του Άθω, φτάνουμε στο σημείο της ιστορίας που διαθέτουμε αρκετές πηγές. Έχουμε τα τρία κείμενα που έγραψε ο ίδιος ο Άγιος Αθανάσιος, την υποτύπωση, το τυπικό και την διατύπωση αλλά και τους δύο βίους του. Μέσα από την πηγή του Βίου του Αγίου Αθανασίου : «Ὡς δ’ οὖν ἐπέβη τοῦ Ὄρους, περινοστεῖ μεν αὐτό, περισκοπεῖ δε καὶ τοὺς ἐν αὐτῷ οὐ πολλοὺς ὄντας τότε τοὺς ἀσκουμένους, καὶ τούτων τὴν τραχυτάτην ἀγωγὴν ἀνιχνεύσας καὶ τὸν ἐρημικὸν καὶ ἀπράγμονα βίον, ἐθαύμαζέ τε καὶ ἥδετο τούτοις καὶ ὡς ἀληθῶς ὄρεσιν ἐγγίζειν αἰωνίοις ἐπείθετο, θεῷ τε πολλὴν ὡμολογεῖ τὴν χάριν, ὃς ὡδήγησεν, ὃς ἤγαγεν εἰς ὄρος ἅγιον, αὐτὸν καὶ εἰς τὰ σκηνώματα αὐτοῦ»[40] βλέπουμε ότι την στιγμή που γράφτηκαν, ο Άθως έσφυζε από μοναχούς ενώ στις αρχές τις σύστασής του ήταν σχεδόν άδειος. Άλλη μία πηγή από τον βίο του μας αναφέρει : «Ταῦτα διαπραξάμενος καὶ τῷ βασιλεῖ συνταξάμενος κάτεισιν ἐπὶ τὸ ὄρος τῶν ἑξῆς νεανικώτερον ἐχόμενος πόνων. Ὁ δὲ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν προσετίθετο, ὅσῳ δὲ προσετίθετο, τοσούτῳ καὶ ὁ ταμίας τῶν ἀγαθῶν ἐπεχορήγει τὰ ἐπιτήδεια. Πολλοί μεν γὰρ τῶν ἐγγύς, πολλοί δεν καὶ τῶν πόρρῳ, οἱ μὲν χρήματα, οἱ δὲ κτήματα, οἱ δὲ ὅτι ἕκαστος τύχοιεν ἔχοντες, ὁ περὶ τῶν ἀποστόλων γέγραπται, παρὰ τοὺς πόδας φέροντες ἐτίθουν τοῦ μεγάλου, ᾔδη δὲ τινὲς αὐτῶν καὶ ἑαυτοὺς αὐτοῖς προσετίθουν».[41] Μέσα από αυτήν την πηγή συμπεραίνουμε, ότι όσο αυξανόταν ο αριθμός των μοναχών στο όρος τόσο αυξανόταν και η περιουσία των μοναστηριών, διότι κάθε μοναχός όταν έφευγε από την πόλη μαζί με την περιούσια του, είτε είναι χρήματα είτε χωράφια, τα άφηνε στην μονή που επρόκειτο να γίνει μοναχός. Είναι λοιπόν αναμφισβήτητο ότι από τον ερχομό του Αθανασίου έως και την κοίμησή του ο αριθμός των μοναχών αύξανε ραγδαία. Η μονή της Λαύρας ιδρύθηκε, πάνω στο σημείο που πιθανολογείται ότι ήταν η αρχαία πελασγική πόλη Ακρόθωσι, από τον Άγ. Αθανάσιο τον Αθωνίτη το 963, που ο ίδιος με την ακολουθία του έκτισε στην αρχή το τετράπλευρο τείχος στη συνέχεια το καθολικό της Μονής και τέλος τις σειρές των κελιών, κατά προτροπή και χρηματοδότηση του φίλου του, αυτοκράτορα του Βυζαντίου Νικηφόρου Φωκά. Μια ερμηνεία για τη στάση αυτή του αυτοκράτορα είναι η φιλοσοφία του για το μοναχισμό. Τον προτιμούσε σε απόκρημνα και δύσβατα μέρη. Συνηγορούν προς αυτό τόσο η απαγόρευση του για την ίδρυση μονών σε αγροτικές περιοχές, όσο και η βαριά φορολογία στην εκκλησιαστική περιουσία. Λέγονταν επίσης ότι επιθυμούσε σφόδρα να εγκαταλείψει αργότερα το θρόνο και να μονάσει στη Μεγίστη Λαύρα. Βεβαίως, μπορεί να υπάρχουν και άλλες ερμηνείες. Εκείνο που είναι σίγουρο είναι πως δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει τον πόθο του να μονάσει, καθώς δολοφονήθηκε ενώ κοιμόταν από την γυναίκα του Θεοφανώ και τον ανιψιό του Ιωάννη Τσιμισκή, μετέπειτα αυτοκράτορα. Και όπως αναφέρει η παράδοση, βρέθηκε να κοιμάται πάνω σε ένα μοναχικό ράσο.[42]

Πολλές ήταν οι φυγές του Αγίου Αθανασίου εκτός Αγίου Όρους. Ο μάγιστρος Λέων Φωκάς, μετά τη νίκη του εναντίον των Σκυθών νομάδων (Ούγγρων), το 958 με 959, πηγαίνει στον Άθω για να συναντήσει τον Αθανάσιο. Οι Αθωνίτες, που έχουν πληροφορηθεί πια για την πνευματική προσωπικότητα του Αθανασίου, αρχίζουν να συγκεντρώνονται γύρω του. Ο Αθανάσιος καταφεύγει στην άκρη του Άθω, στο ακρωτήριο Μελανά. Δεν έχει περάσει ένας χρόνος και φθάνει μήνυμα του στρατηγού Νικηφόρου Φωκά από την Κρήτη, όπου είχε εκστρατεύσει για να καταστρέψει το ορμητήριο των Αγαρηνών πειρατών. Οι Αθωνίτες συμβουλεύουν έντονα τον Αθανάσιο να βοηθήσει τον Νικηφόρο Φωκά και να φροντίσει για την απελευθέρωση τόσων αιχμαλώτων συνασκητών τους. Όταν φθάνει στην Κρήτη ο Αθανάσιος, οι Σαρακηνοί έχουν στο μεταξύ νικηθεί από τον ένδοξο στρατηγό Νικηφόρο Φωκά. Κατά το ετήσιο διάστημα της παραμονής του στο νησί, ο Νικηφόρος επαναλαμβάνει στον Αθανάσιο την επιθυμία του να μονάσει, και το παραχωρεί κάθε διευκόλυνση για να ιδρύσει ένα κατάλληλο προς της μοναχικές του πεποιθήσεις κοινόβιο.

Ο Αθανάσιος αρχίζει με μεγάλους κόπους την ανίδρυση του μοναστηρίου της Λαύρας, του τόπου της μετάνοιας του Νικηφόρου, το 961, τον χρόνο που κοιμήθηκε ο πνευματικός του πατέρας, ο μεγάλος ασκητής Μιχαήλ Μαλεΐνος. Στις 16 Αυγούστου 963 ο Νικηφόρος Φωκάς στέφεται αυτοκράτορας. Ο Αθανάσιος εγκαταλείπει την ανίδρυση της Λαύρας και φεύγει για την Κύπρο. Οι ικεσίες του αυτοκράτορα, η ανανέωση της ομολογίας του για την αμετάθετη απόφαση του να μονάσει και μια γενναία οικονομική βοήθεια, τον πείθουν να επιστρέψει και να συνεχίσει το έργο του. Χτίζει λοιπόν γύρω από το καθολικό κελιά, μαγειρίο, τράπεζα, νοσοκομεία, ξενώνες, υδραγωγείο, μύλο. Από παντού έρχονται μοναχοί για να επανδρώσουν τη μεγάλη μονή που χτίζει ο Αθανάσιος, με επιχορήγηση του αυτοκράτορα, ο οποίος θα είναι αύριο συμμοναστής τους.

Η Μονή της Μεγίστης Λαύρας είναι η πρώτη στην ιεραρχία των αγιορείτικων μονών και η μεγαλύτερη σε έκταση. Άλλες ονομασίες με τις οποίες φέρεται σε παλαιότερα έγγραφα είναι “Λαύρα των Μελανών”, “Λαύρα του κυρού Αθανασίου”, “Λαύρα του αγίου Αθανασίου”, “Μεγάλη Λαύρα”, ή και απλώς “Λαύρα” που σημαίνει πολυάνθρωπο μοναστήρι.  Το έτος ιδρύσεως θεωρείται και το έτος έναρξης του μοναστηριακού κοινοβιακού βίου στο λεγόμενο πλέον «Άγιο Όρος». Πολλοί μοναχοί ήρθαν να ζήσουν στη Μονή υπό την καθοδήγηση του Αγίου Αθανασίου, ο οποίος εφάρμοσε καινοτομίες στο μοναστικό βίο του Αγίου Όρους. Οι μοναχοί άρχισαν να καλλιεργούν την γη και να συνδυάζουν την προσευχή με την εργασία και τη δημιουργία, ενώ ως τότε ζούσαν περισσότερο ασκητικό, αναχωρητικό βίο. Μετά την δολοφονία του Νικηφόρου και την ανάληψη της εξουσίας από τον Ιωάννη Τσιμισκή, ο όσιος κλήθηκε στην Βασιλεύουσα, να λογοδοτήσει για κάποιες συκοφαντίες εις βάρος του όπως προαναφέρθηκε. Κατόπιν ανακρίσεως και έρευνας αποδείχθηκε το ασύστατο των κατηγοριών, με αποτέλεσμα την μεταστροφή του κλίματος υπέρ του οσίου και την επικύρωση του πρώτου Τυπικού του Αγίου Όρους, γνωστού και ως «Τράγου» από τον Τσιμισκή.[43] Το παραπάνω μοναδικό κειμήλιο αποτελεί ανεκτίμητο ιστορικό θησαυρό του Αγίου Όρους και σπανιότατη πολιτιστική κληρονομιά.

4. ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ

Ένα από τα πιο παλαιά έγγραφα που αφορά ολόκληρη την αθωνική κοινότητα σώζεται στα αρχεία του πρωτάτου και είναι το σιγίλιο που εκδόθηκε επί Βασιλείου του Α’. Οι Αθωνίτες με αυτό το σιγίλιο πρόβαλλαν τα αρχαία προνόμια που διακατείχαν για τα κτήματα τους και τα χρησιμοποιούσαν εναντίον της μονής του Κολοβού και των κατοίκων της Ιερισσού που είχαν διαμάχες.[44] Το σιγίλιον ονομάζεται αλλιώς κέλευσις ή χάρτης ή χρυσόβουλλο. Η έκδοση ενός αυτοκρατορικού σιγιλίου θεωρείται δεδομένο ότι οι αθωνίτες μοναχοί αποτελούν ένα σύνολο και ένα νομικό πρόσωπο το οποίο μέσω μιας οργάνωσης έστω και υποτυπώδους ενεργεί στο όνομα όλων των μοναχών. Επιπροσθέτως με το σιγίλλιο του 883, ο αυτοκράτορας από την μία πλευρά απαγορεύει σε όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, από την πιο υψηλή βαθμίδα έως και την χαμηλότερη, να απαιτούν τον οποιονδήποτε φόρο από τους μοναχούς και από την άλλη πλευρά απαγορεύει από τους ιδιώτες και από τους χωρικούς να τους ενοχλούν αλλά και από τους βοσκούς να βάζουν τα ζώα τους για βοσκή στον αθωνικό χώρο.[45] Η πρώτη απαγόρευση έπαιξε τον ρόλο της, ρόλο σημαντικό για το μέλλον του Αγίου όρους. Έτσι λοιπόν ποτέ δεν γίνεται λόγος για υπάλληλο, στρατιωτικό ή πολιτικό, ο οποίος να δημιούργησε προβλήματα στους αθωνίτες σχετικά με τα κτήματα και τις καλλιέργειες τους στο εσωτερικό της χερσονήσου. Αργότερα υπήρξαν και άλλα χρυσόβουλλα προς όφελος των μοναχών του Άθω, όπως αυτό του Ρωμανού Α’ του Λεκαπηνού, του Κωνσταντίνου του Ζ’ του Πορφυρογέννητου και του Στεφάνου.

Η πρώτη χάραξη των συνόρων έγινε το 942. Ως το 942 ο διαχωρισμός ανάμεσα στα εδάφη που είχαν δοθεί σχεδόν πριν από ένα αιώνα στους αθωνίτες και στην υπόλοιπη κλασματική γη, η οποία απλωνόταν προς τα βόρεια και βορειοδυτικά του Άθω, είχε μείνει ακαθόριστος. Όλη η περιοχή νοτίως της Ιερισσού ήταν αρχικά κλασματική, και η ίδια ασάφεια επικρατούσε στα όρια της κοινότητας της Ιερισσού, της μονής του κολοβού και των άλλων γειτονικών μοναστηριών. Η δεύτερη χάραξη των συνόρων πραγματοποιήθηκε το 943. Δεδομένου ότι τα δύο μέρη είχαν αποδεχθεί το έγγραφο που τους εξασφάλιζε τα δίκαιά τους, οι Ιερισσιώτες και οι αθωνίτες του περιορισμού, θα υπέθετε κανείς πως η υπόθεση θα είχε λήξει. Ένα χρόνο αργότερα λοιπόν ο στρατηγός της θεσσαλονίκης Κατακαλών, ο αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος και ο κριτής του θέματος Θωμάς, έρχονται κατόπιν διαταγής να χαράξουν επί τόπου τα σύνορα μεταξύ Ιερισσιωτών και αθωνιτών.[46] Το πιο πιθανό είναι ότι οι αθωνίτες δυσανασχετούσαν αν όχι για τον συμβιβασμό με τους Ιερισσιώτες αλλά για την διαχωριστική γραμμή όπως την οροθέτησε τελικώς ο επόπτης Θωμάς και κατέφυγαν και πάλι στον αυτοκράτορα ζητώντας την επέμβαση του.

Η τελική διαχωριστική γραμμή όπως αναγράφεται στο έγγραφο του Πρωτάτου δίνει πολύ λίγες ενδείξεις στις οποίες μπορεί να στηριχτεί κανείς για να μεταφέρει στον χάρτη την ακριβή θέση. Αρχίζει από ένα ρυάκι απέναντι από τα παλαιά παλάτια της Αμουλιανής, μια τοποθεσία που δεν γνωρίζουμε σήμερα, φτάνει στα χωράφια της Αγίας Χριστίνας, ούτε γι αυτό το μοναστήρι γνωρίζουμε κάποια στοιχεία, και διασχίζει τον ποταμό Γλομπουτζίτζα, το μοναδικό μέρος που είναι σήμερα γνωστό σε εμάς.[47] Επιπροσθέτως περικλείει τη γη των αθωνιτών ένα μαντρί της μονής του Κολοβού και καταλήγει στην βορινή θάλασσα σε ένα σημείο που δεν κατονομάζεται. Δεν έχει κανείς παρά να διαβάσει το τυπικό του Τζιμισκή για να δει ότι οι κανονισμοί του, ίσχυαν από τον ποταμό ζυγό και πέρα. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι μόνο από τον ποταμό Ζυγό και μέσα απαγορεύεται στους λαϊκούς να μπαίνουν στο όρος του Άθωνος για εμπορικούς λόγους.[48]Τα λίγα μοναστήρια και ίσως ελεύθεροι χωρικοί που βρίσκονται στην περιοχή, από τον Ζυγό ως την διαχωριστική γραμμή, επέζησαν για λίγο καιρό πριν γίνουν μετόχια και πάροικοι των μεγάλων μοναστηριών του Όρους.

5. ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Εν κατακλείδι θα ήθελα να αναφέρω μερικά συμπεράσματα από όλη την έρευνα περί του μοναχισμού και της αγιότητας στο Βυζάντιο. Ο μοναχισμός στην Βυζαντινή κοινωνία χρησίμευε ως υπόδειγμα για τον ιδανικό τύπο ανθρώπου. Οι μοναχοί είναι οι πνευματικοί καθοδηγητές. Κατά τον Όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη : «φῶς μὲν μοναχοῖς ἄγγελοιφῶς δὲ πάντων ἀνθρώπωνμοναδική πολιτεία».[49] Οι μοναχοί με την αυτοθυσία και το πένθος και γενικώς με την άσκηση, κατακτούσαν την απάθεια, την ελευθερία από τα πάθη, φθάνοντας σε αγγελική κατάσταση. Έτσι γίνονταν φίλοι του Θεού. Αποκτούσαν παρρησία προς τον Θεό και οι προσευχές τους εισακούονταν. Έτσι βοηθούσαν και την ασφάλεια του κράτους από επιδρομές και φυσικές καταστροφές. Διότι, αν ο Θεός για χάρη δέκα δικαίων ανθρώπων δεν θα κατέστρεφε τα Σόδομα, πολύ περισσότερο θα προστάτευε το κράτος που περιλάμβανε χιλιάδες αγίους μοναχούς.[50] Στα μάτια των Βυζαντινών ο Μοναχισμός είχε την αίγλη της ιδανικότητας και της αληθινής τελειότητας. Ο κύριος κοινωνικός ρόλος, λοιπόν, του βυζαντινού μοναχισμού ήταν η παραγωγή προτύπων πνευματικής τελειότητας. Η κοινοβιακή, όμως μορφή μοναχισμού παρείχε την δυνατότητα, δευτερευόντως, να παρέχει κάποιες κοινωνικές υπηρεσίες, ανάλογα με τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών όπου βρισκόταν. Μπορούσαν να στεγάζουν πτωχοκομεία, νοσοκομεία και λοιπά ή να διαθέτουν σκριπτόρια (όπως η Μονή Στουδίου) για την αντιγραφή βιβλίων. Ποτέ όμως δεν είχαν αυτές τις κοινωνικές υπηρεσίες ως κύρια αποστολή. Αυτό ήταν μία διαφορά από τον δυτικό μοναχισμό που είχε αναλάβει καθ΄ ολοκληρίαν τους τομείς της παιδείας και των κοινωνικών υπηρεσιών στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Σε αυτό συνετέλεσε και το ότι στην Δύση η μόρφωση αποτελούσε προνόμιο του κλήρου. Κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε στην Ανατολή όπου η πολιτισμική παράδοση δεν είχε διακοπεί ποτέ και υπήρχαν πολλοί μορφωμένοι και εκτός της τάξεως των μοναχών.  Ακόμη, οι ορθόδοξοι μοναχοί, παρά τις περί του αντιθέτου αποφάσεις των συνόδων, δεν παρέμεναν εύκολα στον ίδιο τόπο. Δεν υπήρχε, δηλαδή, στην πράξη το stabilitas loci, η σταθερότητα τόπου, η πρόσδεση του Μοναχού στο μοναστήρι του. Αλλά και τα μοναστήρια εύκολα ιδρύονταν και εύκολα διαλύονταν. Αυτοί ήταν ανασταλτικοί παράγοντες για μία μεγαλύτερη κοινωνική προσφορά σε τομείς όπως η φιλανθρωπία και η παιδεία. Μια τέτοια μεγάλη μορφή που περικλείονταν σε αυτόν όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία ήταν και ο Άγιος Αθανάσιος Αθωνίτης που έγινε νύξη παραπάνω γεμίζοντας το Άγιον Όρος από χιλιάδες μοναχούς και βγάζοντας πολλούς μαθητές, μοναχούς και δασκάλους στο δύσκολο έργο της κοινωνίας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Cyril Mango, ΒΥΖΑΝΤΙΟ – Η αυτοκρατορία της νέας Ρώμης, Λονδίνο 1980.

Διονυσία Παπαχρυσάνθου, Ο ΑΘΩΝΙΚΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ – Αρχές και οργάνωση, Αθήνα 2004.

Paul Lemerle, Ο ΠΡΩΤΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΟΥΜΑΝΙΣΜΟΣ, Αθήνα 2007.

Rosemary Morris, Monks and laymen in Byzantium, 843-1118, Cambridge University Press 1995.

Jacques Noret editor, Vitae duae antiquae Sancti Athanasii Athonitae, Βίος Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, Leuven University Press 1982.

Γεώργιος Χρ. Χαριζάνης, Η ίδρυση και οι απαρχές λειτουργίας της Αθωνικής Πολιτείας, Θεσσαλονίκη 2007.

[1] C. MANGO, Βυζάντιο, Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφρ. Δ. ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, Λονδίνο 1980, σελ. 128.

[2] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 129.

[3] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 130.

[4] Βίος Αγίου Αντωνίου, κεφ. 3-4, σελ. 26 στιχ. 844-5.

[5] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 129.

[6] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 129.

[7] Κατά Ματθαίον, κεφ. ΙΘ’, στιχ. 21.

[8] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 134.

[9] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 134.

[10] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 134-5.

[11] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 136.

[12] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 136.

[13] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 136.

[14] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 136.

[15] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 136.

[16] Προς Κορινθίους Α’, κεφ. 3, στιχ. 18.

[17] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 137.

[18] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 137.

[19] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 139.

[20] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 139-140.

[21] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 140.

[22] P. LEMERLE, Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός, μτφρ. Μαρία ΝΥΣΤΑΖΟΠΟΥΛΟΥ – ΠΕΛΕΚΙΔΟΥ, Αθήνα 2007, σελ. 218.

[23] P. LEMERLE, Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός, σελ.218-219.

[24] P. LEMERLE, Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός, σελ.231.

[25] ΑΘΩΝΙΤΗΣ, βίος Αγίου Αθανασίου Αθωνίτη, vita A, παράγραφος 5, στιχ. 1-6, σελ. 5.

[26] P. LEMERLE, Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός, σελ.231.

[27] P. LEMERLE, Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός, σελ.231.

[28] P. LEMERLE, Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός, σελ.232.

[29] P. LEMERLE, Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός, σελ.232-233.

[30] P. LEMERLE, Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός, σελ. 233.

[31] P. LEMERLE, Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός, σελ. 233.

[32] Διονυσία ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, αρχές και οργάνωση, Αθήνα 2004, σελ. 23.

[33] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 24.

[34] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 32-33.

[35] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 33.

[36] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 34-35.

[37] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 173.

[38] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 174-175.

[39] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 182-183.

[40] ΑΘΩΝΙΤΗΣ, βίος Αγίου Αθανασίου Αθωνίτη, vita A, παράγραφος 38, στιχ. 1-8, σελ. 18-19.

[41] ΑΘΩΝΙΤΗΣ, βίος Αγίου Αθανασίου Αθωνίτη, vita A, παράγραφος 105, στιχ. 1-9, σελ. 50.

[42] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 207.

[43] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 232-233.

[44] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 136.

[45] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 139.

[46] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 168.

[47] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 169.

[48] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 172.

[49] Κλίμαξ, κεφ. ΚΣΤ΄, στιχ. 23

[50] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 133.

Πηγές:anastasiosk.blogspot.gragioritikesmnimes.blogspot.gr -vatopaidi

Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »