Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΜΑΥΡΩΝ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Συγγραφέας: kantonopou στις 8 Μαρτίου, 2013
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΡΠΟΖΗΛΟΣ
Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΜΑΥΡΩΝ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Στις βυζαντινές πηγές δεν βρίσκουμε συγκεκριμένες αναφορές σε μαύρους σαν μια ξεχωριστή ομάδα που ζούσε στο περιθώριο της βυζαντινής κοινωνίας λόγω της ιδιαιτερότητας του χρώματος τους, των χαρακτηριστικών τους, της γλώσσας τους ή του πολιτισμού τους. Οι πηγές, στο βαθμό που τις γνωρίζουμε, δεν φαίνεται να μαρτυρούν την ύπαρξη μαύρων πληθυσμών που ζούσαν στο περιθώριο της κοινωνίας σε αστικά κέντρα ή αλλού, ακόμη και στην περίοδο που η αυτοκρατορία συμπεριελάμβανε περιοχές στη Νότια Αραβία και τη Βόρειο Αφρική, με μεικτούς πληθυσμούς από διάφορα έθνη και φυλές.
Επίσης οι σχετικά λίγες μαρτυρίες που έχουμε στη διάθεση μας φανερώνουν ότι οι μαύροι δεν απασχόλησαν ιδιαίτερα τη βυζαντινή διανόηση ως μειονότητα. Οι ονομασίες των διαφόρων λαών που κατοικούσαν στα παράλια της Ερυθράς Θάλασσας και στο εσωτερικό της Αφρικής τόσο στις πρωτοχριστιανικές όσο και στις βυζαντινές πηγές χαρακτηρίζονται από σύγχυση και ασάφεια. Η επωνυμία που χρησιμοποιείται συνήθως για αυτούς τους λαούς είναι Ινδοί, είτε πρόκειται για τους Αξουμίτες και Αιθίοπες είτε για τους Ομηρίτες. Άλλωστε, οι συγκεκριμένες ιστορικές αναφορές στους λαούς αυτούς περιορίζονται χρονικά έως και τις αρχές του 7ου αιώνα, όταν ακόμη η αυτοκρατορία διατηρούσε τις κτήσεις της στην Αίγυπτο έχοντας υπό τον έλεγχο της το εμπόριο της Αιγύπτου με τους άλλους λαούς της αφρικανικής ηπείρου.
Με την κατάκτηση της Αιγύπτου όμως από τους Άραβες οι σχέσεις της αυτοκρατορίας με αυτούς τους λαούς διακόπηκαν διά παντός. Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι η στάση των Βυζαντινών απέναντι στους μαύρους, όπως αντανακλάται στις σχετικά λίγες και διάσπαρτες μαρτυρίες των πηγών, δεν φανερώνει φυλετικές προκαταλήψεις. Προκαταλήψεις αυτού του είδους άλλωστε δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα, ούτε και στην Ελληνο-Ρωμαϊκή περίοδο, όταν η αυτοκρατορία ήταν πράγματι πολυεθνική. Τουλάχιστον οι φυλετικές διαμάχες δεν υπήρχαν στη μορφή και την έκταση που τις γνωρίζουμε σήμερα, παρόλο που η ξενοφοβία, ο εθνικισμός, η αντιπάθεια ή η περιφρόνηση προς τους απολίτιστους λαούς δεν ήταν άγνωστες έννοιες στον κόσμο της αρχαιότητας. Ωστόσο, οι μαύροι δεν αντιμετώπισαν διωγμούς ούτε και αποκλείστηκαν από τον κοινωνικό κορμό ως κατώτεροι λόγω του χρώματος τους.
Συνεπώς οι βυζαντινοί κληρονόμησαν μια νοοτροπία για τους ξένους λαούς που είχε ήδη διαμορφωθεί κατά την Ελληνο-Ρωμαϊκή περίοδο, νοοτροπία υπεροχής ως προς την παιδεία και τον πολιτισμό, όχι όμως φυλετική και ιδίως στις σχέσεις τους με τους μαύρους ή τους Νεγροαφρικανούς γενικότερα. Αυτή η στάση και νοοτροπία επηρεάστηκε ακόμη περισσότερο από τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, το μήνυμα του οποίου απευθυνόταν προς όλους γενικά χωρίς να γίνεται καμία διάκριση.Οι λιγοστές μαρτυρίες που διαθέτουμε για τους μαύρους μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες πηγών: στις θεολογικές, τις ιστορικές και τις φιλολογικές. Αλλά για ποιους μαύρους γίνεται λόγος εδώ — για κάποια συγκεκριμένη φυλή ή λαό, ή για τους μελαψούς γενικά; Οι βυζαντινοί συγγραφείς κάτω από την ονομασία Αιθίοπες ομαδοποιούν όλους τους μαύρους ή μελαψούς, με τον ίδιο τρόπο που ομαδοποιούν τους Ινδούς, χωρίς να κάνουν καμιά διάκριση ως προς τον τόπο της προέλευσης τους, τα χαρακτηριστικά τους ή τη γλώσσα τους.
Η λέξη Αιθίοπας στο Βυζάντιο χρησιμοποιείται όχι μόνο για να δηλώσει τον κάτοικο της Αιθιοπίας, της Νουβίας ή του Σουδάν, αλλά και την έννοια του μαύρου ή του μελαψού. Η λέξη ετυμολογείται από το αίθω και οψ έτσι Αιθίοψ είναι αυτός που έχει καμένο το πρόσωπο από τον ήλιο. Μέλανες ουν εισι δεινώς άπαντες, γράφει χαρακτηριστικά για τους κατοίκους του Αξούμ ο Φιλοστόργιος, οξείας αυτοίς της ακτίνος τον ηλίου καθαπτομένης
Η Εκκλησία από πολύ νωρίς πήρε θετική και συγκεκριμένη στάση απέναντι στους μαύρους, εξαιτίας διαφόρων βιβλικών χωρίων της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης, στα οποία γίνεται μνεία Αιθιόπων και μαύρων. Οι ερμηνείες αυτών των χωρίων από τους Πατέρες της Εκκλησίας διαμόρφωσαν μια «αφρικανική θεολογία» όπως χαρακτηριστικά την ονόμασε ο καθ. ERNEST BENZ στην οποία συνέβαλε πρώτος με τα εκτενή βιβλικά σχόλια του ο Ωριγένης. Στο χωρίο του Άσματος Ασμάτων 1:5, η Αιθιόπισσα κόρη, λόγου χάρη, απευθυνόμενη στις θυγατέρες του Ισραήλ και έχοντας το αίσθημα της μειονεξίας λόγω του χρώματος της λέγει απολογητικά: μέλαινα ειμί εγώ και καλή, θυγατέρες Ιερουσαλήμ, ως σκήνωμα Κηδάρ, ως δέρρεις Σαλωμών. Κατά τον Ωριγένη, η Αιθιόπισσα κόρη εδώ συμβολίζει την Εκκλησία των εθνών —ενώ οι θυγατέρες της Ιερουσαλήμ συμβολίζουν την Εβραϊκή συναγωγή και την υπεροχή της καταγωγής τους από το γένος του Αβραάμ. Αυτό το χωρίο (όπως και διάφορα άλλα, λόγου χάρη ή Αιθιόπισσα γυνή, ην έλαβε Μωυσής, Αριθμ. 12:1-2), ερμηνεύτηκαν στα πλαίσια της διδασκαλίας του Ευαγγελίου προς τα έθνη• πρβλ. και Πράξ. 21:25.
Η αντίθεση ανάμεσα στο μαύρο χρώμα και τη λευκότητα, όπως διατυπώθηκε στο Άσμα Ασμάτων (μέλαινα ειμί εγώ και καλή… μη βλέψητέ με ότι εγώ ειμί μεμελανωμένη, ότι παρέβλεψε με ο ήλιος), ερμηνεύτηκε συμβολικά από τον Ωριγένη και τους Πατέρες της Εκκλησίας, σε μια περίοδο μάλιστα που η Εκκλησία της Αλεξανδρείας και γενικότερα της Αφρικής συμπεριελάμβανε στους κόλπους της διαφόρους λαούς, φυλές και έθνη, μεταξύ των οποίων αναμφίβολα και πολλούς μαύρους.
Οι τυχόν παρερμηνείες που θα μπορούσαν να προκύψουν από βιβλικά χωρία, όπου οι μαύροι παρουσιάζονται αρνητικά ή κατά τρόπο εξευτελιστικό, όπως στον Ιερεμία 13:23 (ει αλλάξεται Αιθίοψ το δέρμα αυτού και πάρδαλις τα ποικίλματα αυτής, και υμείς δυνήσεσθε εύ ποιήσαι μεμαθηκότες τα κακά), ξεπεράστηκαν από πολύ νωρίς χάρη στην έγκαιρη επέμβαση του Ωριγένη.
Οι λίγες ιστορικές μαρτυρίες που διαθέτουμε για τους μαύρους κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο περιορίζονται κυρίως στον διπλωματικό τομέα. Στις πηγές μνημονεύονται δύο ή τρεις φορές Βλέμμυες και Αιθίοπες πρεσβευτές που ζήτησαν ακρόαση από τον Κωνσταντίνο Α’ (324-337) και τον Κωνστάντιο Β’ (337-361). Ωστόσο, οι αποσπασματικές αυτές πληροφορίες που αντλούμε για τους Νεγροαφρικανούς είναι μετρημένες στα δάχτυλα, η δε σημασία τους μάλλον περιορισμένη, καθώς οι συγγραφείς δεν υπεισέρχονται σε ουσιαστικές λεπτομέρειες.
Θα προσθέταμε όμως ότι οι αναφορές του Ευσεβίου Καισαρείας στην παρουσία ξένων πρεσβευτών στην αυλή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μεταξύ των οποίων μνημονεύονται Βλεμμύων γένη Ινδών τε και Αιθιόπων, δεν αποτελούν ρητορικούς τόπους, αλλά παραπέμπουν σε συγκεκριμένο γεγονός. Οι σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους διαφόρους αφρικανικούς λαούς την περίοδο αυτή, εντοπίζονταν κυρίως στον τομέα του εμπορίου και τη σύναψη διαφόρων συνθηκών, όπως με τους Ομηρίτες για τους οποίους κάνει λόγο ο εκκλησιαστικός ιστορικός Φιλοστόργιος. Επίσης με τη διάδοση του Χριστιανισμού προωθούνταν τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της αυτοκρατορίας στον ευαίσθητο χώρο της Νοτιοδυτικής Αραβίας. Ως γνωστό, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Β’ στην προσπάθεια του να επηρεάσει τα εκκλησιαστικά πράγματα στο κράτος του Αξούμ απηύθυνε προσωπική επιστολή στους ηγεμόνες Αϊζανά και Σαζανά με την οποία ζητούσε την απομάκρυνση του επισκόπου Φρουμεντίου.
Αλλά η εμπορική δραστηριότητα συχνά συνδυαζόταν με τη διεξαγωγή ιεραποστολικού έργου τόσο από εμπόρους όσο και από μοναχούς και ασκητές της Αιγύπτου: Ην γαρ ιδείν και Αιθίοπας εκεί συν τοις μοναχοις ασκούντος και πολλούς υπερβάλλοντας εν ταις άρεταίς και πεπληρωμένην έπ’ αυτοίς την γραφήν λέγουσαν Αιθιοπία προφθάσει χείρα αυτής τω Θεώ. Σύμφωνα με τον Ιερώνυμο, ο οποίος γράφει στις αρχές του 5ου αιώνα, Αιθίοπες προσκυνητές καθημερινά επισκέπτονταν την Ιερουσαλήμ. Οι διπλωματικές σχέσεις με το κράτος του Αξούμ συνεχίσθηκαν επί Αναστασίου Α’ και διατηρήθηκαν έως και την εποχή του Ιουστινιανού.
Στον Αναστάσιο μάλιστα στάλθηκαν πολύτιμα δώρα από τους βασιλείς του Αξούμ —άγνωστο με ποια αφορμή— μαζί με εξωτικά ζώα, έναν ελέφαντα και δύο καμηλοπαρδάλεις. Επί Ιουστινιανού, εξάλλου, με αφορμή την προσχώρηση των Σαμαριτών στο πλευρό των Περσών επιδιώχθηκε σύναψη συμφώνου φιλίας με τον βασιλέα των Αξουμιτών Ελεσβόα. Τη διπλωματική αποστολή και την άφιξη της στην αυλή του Ελεσβόα περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες και εντυπωσιακό τρόπο ο Ιωάννης Μαλάλας. Συνεπώς, οι διπλωματικές επαφές με τους Αιθίοπες και τους Ομηρίτες την περίοδο αυτή «δίνουν την εικόνα μιας συνεχούς, πυρετώδους δραστηριότητας», και ουσιαστικά εμπνέονται από πολιτικό-οικονομικά κίνητρα.Από τις αγιολογικές πηγές της ίδιας περιόδου γίνεται φανερό ότι όχι μόνο στην Αίγυπτο, αλλά και στην Αραβική χερσόνησο οι μοναχοί της ερήμου διατηρούσαν επαφές και είχαν επικοινωνία με μαύρους.
Στο βυζαντινό εορτολόγιο συμπεριλαμβάνεται, ως γνωστό, η μνήμη του Οσίου Μωυσέως του Αιθίοπος (28 Αυγούστου), ο βίος του οποίου είναι ενδεικτικός των επαφών που είχαν οι ασκητές της Θηβαΐδος, στα όρια της Ερμούπολης της Αιγύπτου, με μαύρους πληθυσμούς, αλλά και με μαύρους ληστές και λήσταρχους, όπως ακριβώς ήταν εις τον πρότερόν του βίο ο όσιος Μωυσής ο Αιθίοψ. Το ίδιο ισχύει και για τις επαφές των μοναχών με Άραβες, τους οποίους οι πηγές δεν ξεχωρίζουν πάντα από τους μαύρους. Στις αγιολογικές πηγές, κυρίως σ’ εκείνες που προέρχονται από την περιοχή του Σινά, γίνεται πάντως κάποια διάκριση ανάμεσα στους Άραβες και τους Βλέμμυες, ως δύο διαφορετικά και ξεχωριστά έθνη. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η διαπίστωση ότι στην εικονογράφηση των Αράβων αγίων δεν γίνεται καμιά διάκριση ως προς το χρώμα τους, καθώς εικονογραφούνται ακριβώς όπως και οι βυζαντινοί άγιοι.
Στα αγιολογικά κείμενα αυτής της περιόδου έχουμε και την πρώτη μνεία του όρου «μαύρος», για την περιγραφή μιας φυλής με χαρακτηριστικά νέγρου, τους Βλέμμυες. Ωστόσο, στους ελληνικούς παπύρους της Αιγύπτου, του 6ου και 7ου αιώνα, ο όρος «μαύρος» δηλώνει τους Σουδανούς σκλάβους.Η παρουσία μαύρων στρατιωτών και μαύρων σκλάβων στο Βυζάντιο είναι ένα άλλο θέμα που αξίζει να μελετηθεί ιδιαίτερα. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος μνημονεύει στο έργο του Προς τον ίδιον υιό ‘Ρωμανό ότι ο αρχηγός των Αράβων Αβιμέλεχ απέστειλε πρέσβεις προς τον Ιουστινιανό τον Ρινότμητο ζητώντας τη σύναψη ειρήνης με τον όρο ο αυτοκράτορας να αποσύρει το τάγμα των Μαρδαϊτών από τον Λίβανο, ενώ ο ίδιος θα προσέφερε στον Ρωμαίο αυτοκράτορα καθ’ έκάστην νομίσματα χίλια, και ίππον ευγενή ένα και Αιθίοπα δούλον ένα.
Μνεία Αιθιόπων στρατιωτών ή καλύτερα πειρατών γίνεται και στην αφήγηση του Ιωάννη Καμινιάτη Εις την Αλωσιν της Θεσσαλονίκης από τον Λέοντα της Τρίπολης το 904. Εδώ πρόκειται, κατά μία άποψη, για Σουδανούς μισθοφόρους που συμμετείχαν στις πειρατικές επιδρομές του Λέοντος, στους στρατιώτες του οποίου συμπεριλαμβάνονταν Άραβες και Αφρικανοί πειρατές: παμμιγής τις όχλος απονενοημένων και μανιωδών, των τε την Συρίαν οικούντων Ισμαηλιτών και των όμορούντων Αιγυπτίοις Αιθιόπων, πάντων αιμοβόρων και θηριογνωμόνων ανθρώπων, πολλην την εν τοις φόνοις επιστήμη έξησκημένων και ταις ληστρικαίς επινοίαις τας σφαγάς εμμελετησάντων…
Ενώ οι μνείες των πηγών σε συγκεκριμένα ιστορικά δεδομένα και γεγονότα που σχετίζονται με την παρουσία των μαύρων στη βυζαντινή κοινωνία είναι ελάχιστες έως ανύπαρκτες, οι φιλολογικές μαρτυρίες είναι πολυάριθμες — αν και σχεδόν πάντα αυτού του είδους οι μαρτυρίες εστιάζονται σε ένα ή δύο θέματα ή φιλολογικούς τόπους. Εις την περί των Αιθιόπων φιλολογία δεσπόζουν ως επί το πλείστον τα διάφορα παραθέματα και οι παραλλαγές της παροιμίας Αιθίοπα σμήχειν, ό Αιθίοψ Αιθίοψ μένει, ο Αιθίοψ ου λευκαίνεται ή ακόμη το λευκαίνεται γαρ και πεφυκώς Αιθίοψ, που απαντά σε ένα στιχηρό στη μνήμη της βαπτίσεως του Αιθίοπος Ευνούχου υπό του Αγίου Φιλίππου. Πιο ενδιαφέρουσες είναι οι αναφορές που απαντούν σε αγιολογικά κείμενα, στα οποία οι δαίμονες εμφανίζονται συνήθως ως μαύροι, παρομοιαζόμενοι με Αιθίοπες, όπως στο Βίο του Συμεών του Σαλού: ως ούν έφυγεν το δαιμόνων, παρήλθεν ως Αιθίοψ δια τον φουσκαρίου — εις μαύρος επικατάρατος ήλθεν και όλα συνέτριψεν.
Κατά κανόνα, οι δαίμονες που εμφανίζονται μαύροι ως Αιθίοπες στα ενύπνια δοκιμάζουν την πίστη και την καρτερία των πιστών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα από το Βίο του Ανδρέα του Σαλού. Προκειμένου να κερδίσει τους στεφάνους του παραδείσου, ο Ανδρέας, εν ύπνω βαθύτατα), είδε ότι έπρεπε να παλαίψει με έναν μαύρο δαίμονα, μέσα σε ένα κατάμεστο θέατρο από πλήθος Αιθιόπων και ανδρών λευσχημούντων και Ίεροπρεπεστάτων. Δίνοντας πίστη στα λόγια του αγγέλου, ότι οι Αιθίοπες θρασείς είσιν και δειλοί, και σεσαθρωμένοι και ανίσχυροι, ο άγιος τελικά εξήλθε νικηφόρος από αυτόν τον πνευματικό αγώνα, των μαύρων εκείνων πάντων σκορπισθέντων.
Αλλά στο Βίο του Συμεών του Σαλού η εμφάνιση του Αιθίοπος σε ενύπνιο παριστά το θάνατο: έθεώρει εαυτόν (τις των μεγιστάνων της πόλεως] κατά τους ύπνους ταβλίζοντα μετά τίνος Αίθίοπος, ην δε ούτος ό θάνατος. Το ίδιο, στα ονειροκριτικά κείμενα, το μαύρο χρώμα ερμηνευόταν ως προάγγελος κακών. Εξάλλου στα πρώιμα αγιολογικά κείμενα ο δαίμων της πορνείας και της υπερηφανίας εμφανίζεται με τη μορφή Αιθίοπος, ενώ σε άλλα παρεμφερή πάλι οι δαίμονες εμφανίζονται τριχωτοί, με πρόσωπο σκύλου και μαύροι ως Αιθίοπες, ως η ασβόλη.
Οι περιγραφές των δαιμόνων στα αγιολογικά κείμενα αναρωτιέται κανείς αν δεν εκφράζουν κατά κάποιον τρόπο όχι μόνον τους φόβους και τις δεισιδαιμονίες που διακατείχαν τα λαϊκά στρώματα, αλλά ακόμη και φυλετικές προκαταλήψεις όσον αφορά τουλάχιστον τους μαύρους. Από ορισμένες ενδείξεις των πηγών, θα μπορούσε να στηρίξει κανείς την άποψη ότι γίνονταν φυλετικές διακρίσεις, παρόλο που η Εκκλησία από την πλευρά της διεκήρυσσε ουδέ Σκύθαις πάντως ουδέ Αίθίοψι [ή βασιλεία των ουρανών άποκέκλεισται]… πάντες γαρ χωρητοί τη σαγήνη Χριστού., Τα περιστατικά στο Βίο του Μωυσέως του Αιθίοπος, ωστόσο, είναι ενδεικτικά της νοοτροπίας που είχε διαμορφωθεί από τους λευκούς έναντι των μαύρων. Για να δοκιμαστεί η καρτερία και η ταπεινοφροσύνη του Μωυσέως, οι μοναχοί της Σκήτης όπου μόναζε τον απέβαλαν από τον κύκλο τους με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς και περιφρόνηση:Άλλοτε συνεδρίου γενομένου εν τη Σκήτει, θέλοντες αυτόν οι πατέρες δοκιμάσαι, εξουδένωσαν αυτόν, λέγοντες” Τί και ό Αίθίοψ ούτος έρχεται εις την μέσην ημών; Ό δε άκουσας σιώπησε….Είσήλθεν ουν ό γέρων [Μωσής]• και έπετίμησαν αυτόν, και έδιωξαν, λέγοντες• “Ύπαγε έξω Αίθίοψ. Ό δε εξελθών έλεγε εαυτώ• Καλώς σοι εποίησαν, σποδόδερμε, μελανέ. Μη ων άνθρωπος, τί έρχη μετά ανθρώπων;Μία άλλη αναφορά που επίσης φανερώνει με έντονο τρόπο το αίσθημα της προκατάληψης προς τους μαύρους έχει ως θέμα της τον μέθυσο ζητιάνο Ζαμαρά, ο οποίος ζούσε, ως φαίνεται, στο περιθώριο, στη Σελεύκεια της Ισαυρίας: άνθρωπίσκος τις Αίθίοψ, ζόφου και άχλύος πεπληρωμένος, περινοστών άεί τα της πόλεως αγυιάς επί τω τι κομίζεσθαι παρά των έλεειν είοθότων.
Η εμφάνιση του Ζαμαρά σε ένα όνειρο που είχε ο συγγραφέας του χωρίου αποδείχθηκε κακό σημάδι, όπως αναμενόταν άλλωστε, ενδεικτικό και αυτό των προκαταλήψεων της εποχής. Ορισμένες προκαταλήψεις μάλιστα σχετικά με τους μαύρους έφταναν στα άκρα, όπως συμπεραίνουμε από ένα χωρίο των Επιστολών του Θεόδωρου Στουδίτη, ο οποίος αναφέρει: φασι γάρ τίνες γυναίκα κατά τον της συλλήψεως καιρόν Αιθίοπα φαντασθείσαν Αιθίοπα άποτεκείν.
Ωστόσο, ο φόβος που εμπνέουν οι Αιθίοπες δαίμονες ή φαντάσματα δεν προέρχεται αποκλειστικά από το μαύρο χρώμα τους, αλλά από διάφορα άλλα χαρακτηριστικά που τους καθιστούν φοβερούς στην όψη το βλοσυρό του βλέμματος και του προσώπου, η ατημέλητη κόμη της κεφαλής, η μεγάλη σωματική διάπλαση σε συνδυασμό με τη γυμνότητα που χαρακτηρίζει τους πολεμοχαρείς μαύρους κλπ. Χαρακτηριστικά είναι τα χωρία, στο Βίο του Ευθυμίου, μικρός Αίθίοψ πυρ εκ των οφθαλμών εκπέμπων, και μέλανας την χροιάν και την όψιν αυχμηρούς, στο. Αιθιοπικά του Ηλιοδώρου. Αλλά ακόμη και σε άλλες κατηγορίες κειμένων, οι Αιθίοπες προκαλούν τον φόβο όχι απλώς λόγω του χρώματος τους αλλά σε συνδυασμό με την όλη εμφάνιση τους, όπως λόγου χάρη στον Καμινιάτη, Αιθίοπες την χροιάν, τα σώματα γεγυμνωμένοι… και τη παραθύξει των οδόντων συων δίκην το μανικόν ένδεικνύμενοι.
Οι Αιθίοπες εμφανίζονται μάλλον σπάνια στις σελίδες των βυζαντινών χρονογραφιών, και στις περισσότερες περιπτώσεις εμφανίζονται όχι στα πλαίσια της πραγματικότητας αλλά παροιμιακά, και σε σχέση πάντα με το χρώμα τους, όπως στον Συν. Θεοφ- Μάλλον δε τίνες εκείνων, ως Αιθίοπες έμειναν αμετάβλητοι. Σταδιακά ο «Αιθίοπας» γίνεται συνώνυμο του μελαψού ή μαύρου, οι δε αναφορές στους «Αιθίοπες» και τους μαύρους γενικότερα, όπως τους Σαρακηνούς και άλλους, αποκτούν χλευαστική σημασία, ιδίως δε στα δημώδη κείμενα, όπως στον Πουλολόγο: Κι ή περιστέρα γύρισε και λέγει προς εκείνον [τον κόρακα]: Αράπη και Σαρακηνέ, μαυρέα, κακομύτη,/ έμέν τα λέγεις, άτυχε, σκοτείδι μαυρισμένον, και δεν θωρείς, κακότυχε, τί θεωρίαν έχεις; Παρόμοιες είναι και ύβρεις του τσικνέα προς τον γερανό, τον οποίο θέλει να διώξει από το γαμήλιο τραπέζι του βασιλιά των πουλιών λόγω της εμφάνισης του: ότι είς έντροπήν σου είναι να κάτσης εις τον γάμον, μελανόμαυροθώρετε, Σαρακηνέ, κουτρούλη.
Ωστόσο, η σατιρική διάθεση του συγγραφέα του δημωδους αυτού κειμένου δεν αντικατοπτρίζει μόνον τις προκαταλήψεις της εποχής του έναντι των «μαύρων» και «Σαρακηνών», αλλά παράλληλα φανερώνει και τις αισθητικές προτιμήσεις των Βυζαντινών. Το μαύρο και γενικά το μελαψό χρώμα δεν θεωρούνταν στοιχείο ομορφιάς, σε αντίθεση με το λευκό και ξανθό χρώμα, πράγμα που διαπιστώνουμε και στα πορτραίτα των αυτοκρατόρων που σκιαγραφούν οι ιστορικοί και χρονογράφοι. Επίσης, τα άτομα που διαπομπεύονταν είχαν μουτζουρωμένο το πρόσωπο — σημείο ατίμωσης —γιατί προφανώς έτσι προκαλούσαν το γέλιο.
Σε μία περίπτωση μάλιστα ο όχλος για να γελοιοποιήσει τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνό, όπως αναφέρει ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης, αναγόρευσε ως δήθεν αυτοκράτορα έναν αράπη: έπειτα(δ` αύτη έμβιβάσαντες άνδράριον έπίτριπτον, κελεχρώτά τινα Αιθίοπα, εύφήμουν ως βασιλέα Ρωμαίων περιάγοντες μετά λαμπράς στεφανηφορίας και προπομπαίς, τα της βασιλείας σεμνά διαπαίζοντες και καταμωκώμενοι τον ανακτά Μανουήλ ως μη ξανθίζοντα την κόμην ως θέρος, άλλ’ ύπομέλαιναμενον την μορφήν… Δεν μένει παρά να σχολιάσουμε μία επιστολή που εκδόσαμε πριν από αρκετά χρόνια από τον κώδικα FITZWILLIAMMUSEUM 229, η οποία φέρει τον τίτλο Επιστολή του τον Νομικοπούλου κυρού Ιωάννου έχουσα εκφρασιν Αιθίοπας και ίππου πάνυ ταλαιπωρημένου εφ ω επωχείτο ο Αίθίοψ. Για τον συγγραφέα της επιστολής δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτε. Πιθανότατα, έζησε τον 12ο αι. ή και λίγο αργότερα, η δε επιστολή του πρέπει να γράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ο ίδιος φαίνεται να κατοικούσε.
Στον τίτλο η επιστολή χαρακτηρίζεται ως έκφρασης πράγμα που γεννά την υποψία μήπως πρόκειται για πλαστή, δηλ. λογοτεχνική επιστολή, οπότε ο αποδέκτης της δεν πρέπει να είναι πραγματικό αλλά υποθετικό πρόσωπο. Ωστόσο, οι ενδείξεις που έχουμε συνηγορούν με την άποψη ότι πρόκειται για αληθινή και όχι πλαστή επιστολή. Απλώς ο Νομικόπουλος έστειλε στον αποδέκτη της επιστολής του μία έκφραση σατιρική αντλώντας από μια παράδοση λίγο πολύ διαμορφωμένη από νωρίς στο Βυζάντιο. Στόχος της σάτιρας του ήταν προφανώς η αποστολή εκ μέρους του αλληλογράφου του ενός ίππου —δώρου όχι και τόσο ασυνήθιστου, όπως μαρτυρούν και άλλα επιστολογραφικά κείμενα— ενός ίππου όμως λιπόσαρκου και πάνυ ταλαιπωρημένου, τον οποίο συνόδευε ένας γραμματοκομιστής ή μάλλον ιπποκομιστής, διακεκαυμένος τα πολλά το πρόσωπον, ώστε να μοιάζει με φάσμα νυκτίφοιτον:Και ο μεν, καπνηρός την όψιν ώράτο προς ακραιφνή τον ήλιονΜελαινόμενος ολίγος την τρίχα, (το γαρ ούλον αυτής και συνεστραμμένον ουδέ τω αυχένι παρείχε το σκιακόν), άνεσπασμένος τα μέτωπα, (ή γαρ θριξ χαλαρά τις είναι ουκ ήθελεν ανακλώμενη περί βρεχμόν), οφρύες τούτω μέλαιναι και αύται κεχαλασμέναι προς βάρβαρον αγριότητα. ‘ Οφθαλμοί; Αλλά γάρ ουκ ήθελε το χρώμα τούτων τηρείν τον Αιθίοπα…Στην πραγματικότητα, αυτός ο Αιθίοπας, πιθανότατα κάποιος μελαψός ή ηλιοκαμένος υπηρέτης, δεν είναι παρά ένα φιλολογικό εύρημα, με το οποίο ο Νομικόπουλος ήθελε να σατιρίσει την αποστολή του ίππου. Το ερώτημα που δημιουργείται είναι αν το 12ο αιώνα στη βυζαντινή επιστολογραφία εμφανίζεται ένας νέος κοινός τόπος, ο «Αιθιοπικός γραμματοκομιστής».
Όσο ξέρουμε το μοτίβο αυτό απαντά στην αλληλογραφία του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης προς τον Μιχαήλ Χωνιάτη, όπου γίνεται λόγος για κάποιον ταχυδρόμο τους, τον οποίο αποκαλούσαν περιπαικτικά λόγω του χρώματος του «μαυροκαλόγηρο» και «μαυροηγούμενο», και στο τέλος «Αιθιοπικό γραμματοκομιστή». Δεν είναι λοιπόν εντελώς συμπτωματική η χρησιμοποίηση του μοτίβου του Αιθίοπα γραμματοκομιστή από τους παραπάνω συγγραφείς. Αλλά κάθε παραπέρα συζήτηση επί του θέματος είναι προσώρας άγονη, αφού μας λείπουν τα συγκεκριμένα στοιχεία.Συνοψίζοντας, και υπό μορφή συμπεράσματος, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι μαύροι δεν απασχόλησαν ιδιαίτερα τη βυζαντινή διανόηση διότι δεν απέκτησαν ούτε και διεδραμάτισαν κάποιο ξεχωριστό ρόλο στη βυζαντινή κοινωνία. Οι αριθμοί τους στις πόλεις της Αιγύπτου και της Νότιας Αραβίας δεν μας είναι γνωστοί. Αν η παρουσία τους έγινε ποτέ αισθητή στις παραδοσιακά ελληνόφωνες περιοχές, θα πρέπει να ήταν σ’ αυτήν την περίοδο έως και τον 7ο αιώνα.
Ωστόσο, στις πηγές και στο βαθμό που μπόρεσα να τις συμβουλευτώ δεν γίνεται ιδιαίτερη μνεία γι’ αυτούς. Ο λόγος που η βυζαντινή κοινωνία δεν ασχολήθηκε με τους μαύρους ούτε και τους περιθωριοποίησε, όπως και διάφορες άλλες μειονότητες, έγκειται στον πολυεθνικό και οικουμενικό χαρακτήρα της αυτοκρατορίας, της οποίας ο απώτερος σκοπός ήταν ο εκχριστιανισμός των εθνών και η συμπερίληψη τους στη χριστιανική οικουμένη, που αποτελούσε τη μόνη αληθινή εικόνα του επουράνιου βασιλείου επί της γης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΟΙ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΟΙ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ΊΔΡΥΜΑ ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ ΑΘΗΝΑ 1993
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2013/03/blog-post_2295.html
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.