Αρχεία για 'ΙΣΤΟΡΙΚΑ'
Το ΟΧΙ του κλήρου (της Ορθόδοξης Εκκλησίας) κατά των επιδρομέων και κατακτητών (1940-1944)
Συγγραφέας: kantonopou στις 27 Οκτωβρίου 2018
Ο Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος (1884-1980) ήταν καλόγερος και ηγούμενος
Ο Αυγουστίνος Καντιώτης (1907-2010) ήταν Έλληνας Ορθόδοξος επίσκοπος
Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος: ὁ Ἱεράρχης πού ἀρνήθηκε νὰ ὑποδεχθεῖ τοὺς Γερμανοὺς τὸ 1941!
Συγγραφέας: kantonopou στις 27 Οκτωβρίου 2018
Ὁ Χρύσανθος ἦταν ἄνθρωπος καὶ ἱεράρχης ἀλύγιστος. Δὲν ἤξερε τί θὰ πεῖ ἐλαστικότης χαρακτῆρος, τί θὰ πεῖ ἀνάγκη ἠθικῆς προσαρμογῆς πρὸς τὶς περιστάσεις, τῆς ὁποίας ἐλατήριο θὰ ἦταν τὸ ἀτομικὸ συμφέρον. Εὐλόγησε τὰ ὄπλα στὸ ΟΧΙ τοῦ 1940, στάθηκε δίπλα στοὺς τραυματίες τοῦ πολέμου καὶ δὲν δέχθηκε συμβιβασμὸ μὲ τὴν κατάσταση ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ μὲ τὸ στρατὸ κατοχῆς… Στὶς 27-4-1941, οἱ Γερμανοὶ μπῆκαν στὴν Ἀθήνα. Ὁ Ἕλλην φρούραρχος Καβράκος, του ζητοῦσε νὰ πᾶνε μαζὶ νὰ τοὺς ὑποδεχτοῦν στοὺς Ἀμπελοκήπους καὶ νὰ τοὺς παραδώσουν τὴν πόλη.
Ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ λέγοντας! «Ἒργον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου εἶναι νὰ ἐλευθερώνη καὶ ὄχι νὰ ὑποδουλώνη». Δύο μέρες μετά, ὁ ἐπίτροπος τοῦ ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως Πλάκας Πλάτων Χατζημιχάλης, τοῦ ἀναγγέλλει τὸν σχηματισμὸ τῆς κυβερνήσεως Τσολάκογλου τῆς ὁποίας ἦταν μέλος, καὶ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Χρύσανθο νὰ….
τοὺς ὁρκίσει!!
Τοῦ ἁπαντά: «Ἡ ἐθνικὴ κυβέρνησις τὴν ὁποία ὤρκισα, ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται καὶ νὰ συνεχίζη τὸν πόλεμον. Ἄλλην κυβέρνησιν δὲν δύναμαι νὰ ὁρκίσω!…», προσθέτοντας ὅτι «σὲ ὕποπτες καὶ ἀντεθνικὲς ἐνέργειες, ποὺ θὰ εἶναι ἐθνικῶς ὀλέθριες, δὲν μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ δώσει τὸν ὅρκο καὶ τὴν εὐλογία της…»
Καὶ λίγες ὧρες μετά, καθὼς ἔβγαινε ἀπὸ τὴν Ἀρχιεπισκοπὴ γιὰ νὰ κηδέψει τὸν φίλο του Κων. Σπανούδη, δημοσιογράφο στὴν Πόλη καὶ πρόεδρο τῆς ΑΕΚ, συναντᾶ τὸν ὑπασπιστὴ τοῦ Τσολάκογλου ( ταγματάρχη Δ. Γαργαρόπουλο) ποὺ τὸν καλεῖ ἐκ μέρους τοῦ στρατηγοῦ νὰ πάει στὴν ὁρκωμοσία. «Ἐγὼ δὲν ἔρχομαι νὰ ὁρκίσω κυβέρνησιν προβληθεῖσα ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ, τὰς Κυβερνήσεις ὁρίζει ὁ λαὸς ἢ ὁ Βασιλεύς. Ἡ κυβέρνηση ποὺ ὅρκισα ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχη καὶ νὰ δίδη τὸν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ Ἔθνους ἀγώνα στὴν Κρήτη». Θαρραλέα στάση τήρησε ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκε τὴν ἑπομένη ὁ γερμανὸς στρατηγὸς Στούμ, λέγοντάς του: «Προσέξατε στρατηγέ μου, νὰ μὴν τραυματίσητε τὴν ὑπερηφάνειαν τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ…» Λίγες μέρες μετά, ὁ μέγας αὐτὸς ἱεράρχης θὰ παυθεῖ καὶ τὴ θέση του θὰ πάρει ὁ ἀπὸ Κορινθίας Δαμασκηνός, μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ Τσολάκογλου.
Ὁ Χρύσανθος (κατὰ κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης) γεννήθηκε στὴ Γρατινὴ Ροδόπης τὸ 1881.Φοίτησε στὸ Γυμνάσιο Ξάνθης, σπούδασε στὴ θεολογικὴ σχολὴ Χάλκης, χειροτονήθηκε διάκονος τὸ 1903 κι ἐστάλη στὴν Τραπεζούντα ὡς ἱεροκήρυκας καὶ καθηγητὴς στὸ ἐκεῖ Φροντιστήριο. Σπούδασε στὴν Λειψία καὶ τὴν Λωζάνη, ὁρκίσθηκε Μητροπολίτης Τραπεζοῦντος τὸ 1913 καὶ ἀγαπήθηκε ἀπὸ τὸν Ποντιακὸ Ἑλληνισμό. Ὅταν λίγο ἀργότερα οἱ Ρῶσοι κατέλαβαν τὴν Τραπεζούντα κι ἔφυγε ἡ τουρκικὴ διοίκηση, πῆρε ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ τὸν μουσουλμανικὸ πληθυσμό.
Κατὰ τὴν ταραχώδη περίοδο 1915-1923, μεταβάλλεται σὲ ἐθνικὸ ἡγέτη γιὰ τὸν ἑλληνισμὸ τῆς “κὰθ΄ἠμᾶς Ἀνατολής” καὶ ἀγωνίζεται στὸ Παρίσι γιὰ τὰ δίκαια τῆς φυλῆς μας στὴ Συνδιάσκεψη τῆς Εἰρήνης τοῦ 1919, μὲ συναντήσεις καὶ συνομιλίες ποὺ εἶχε, μὲ τὸν ἀμερικανὸ πρόεδρο Οὐίλσων καὶ τὸ Γάλλο πρωθυπουργὸ Κλεμανσό. Ἐκεῖ ἔθεσε ἐνώπιόν τους τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ Πόντου, κέρδισε τὸν θαυμασμό τους καὶ βοήθησε σημαντικὰ τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο, στὸ χειρισμὸ τῶν θεμάτων τῆς Ἀνατολῆς.
Τὸ 1921, ὁ πρωθυπουργὸς Γούναρης καλεῖ τὸν Χρύσανθο νὰ μετάσχει τῆς ἑλληνικῆς ἀποστολῆς στὸ Λονδίνο, ἀλλὰ στὴν Τουρκία τὸ «Δικαστήριο τῆς Ἀνεξαρτησίας» τὸ πληροφορεῖται, καὶ τὸν καταδικάζει ἐρήμην εἰς θάνατον! Τὸ 1938 ἐκλέγεται ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν σὲ ἐπανεκλογή, μὲ ἀντίπαλο τὸν ἀπὸ Κορινθίας Δαμασκηνό.
Ἡ διαθήκη τοῦ Χρυσάνθου
Ὁ Χρύσανθος, μὲ τὴν ἀπὸ 10-7-1943 διαθήκη, ζητοῦσε συγγνώμη ἀπὸ ὅσους ἐλύπησε καὶ συγχωροῦσε ὅσους τὸν ἐλύπησαν. Περιουσία δὲν εἶχε καὶ τὰ λίγα προσωπικὰ τοῦ εἴδη ( σταυρό, ἀρχιερατικοὺς ράβδους, ἄμφια καὶ στυλογράφο) τὰ ἄφησε σὲ συνεργάτες τοῦ ἀρχιμανδρίτες καὶ διακους. « Οἱ συγγενεῖς μου κατὰ σάρκα – ἔγραφε – θὰ σεβαστοῦν τὴ μνήμη μου καὶ δὲν θὰ ζητήσουν συντάξεις καὶ ἐπιδόματα ἀπὸ τὸ Κράτος. Ἂν κανεὶς ἀθετήσει τὴν τελευταίαν μου ταύτην θέλησιν, τὸν τοιοῦτον ἀποκηρύσσω ἀπὸ συγγενήν μου καὶ παρακαλῶ Ἐκκλησίαν καὶ Πολιτείαν νὰ ἀπορρίψωσι τοιαύτην ἀσεβὴν αἴτησιν».
Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Οι διωγμοί των Χριστιανών στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Συγγραφέας: kantonopou στις 29 Ιουλίου 2017
Η αρχική αντιμετώπιση του Χριστιανισμού από τους Ρωμαίους – Οι αιτίες που προκάλεσαν τους διωγμούς – Τα απίστευτα μαρτύρια των Χριστιανών – Ρωμαϊκά και χριστιανικά κείμενα για τους διωγμούς
Με τον όρο «διωγμοί», εννοούνται οι επιμέρους διώξεις των Χριστιανών και της Εκκλησίας, κατά τους τρεις πρώτους αιώνες της ύπαρξής τους. Στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού, δεν υπήρχε κάποιο θέμα σχέσεών του με το ρωμαϊκό κράτος, καθώς ο χριστιανισμός θεωρούνταν μια απλή αίρεση του ιουδαϊσμού, στη σκιά του οποίου αναπτύχθηκε η νέα θρησκεία.
Η διαφοροποίηση όμως του Χριστιανισμού από τον ιουδαϊσμό (42 μ. Χ.) και στη συνέχεια από τους Εθνικούς (κυρίως από το 70 μ. Χ. και την κατάληψη της Ιερουσαλήμ), είχε σαν αποτέλεσμα, ο χριστιανισμός να καταταχθεί στις απαγορευμένες θρησκείες (religio illicita).
Δεν υπήρχε νομικό έρεισμα για τους διωγμούς, τουλάχιστον τους δύο πρώτους αιώνες και θεμελιώνονταν νομικά σε διατάξεις που αναφέρονταν στην απαγόρευση παράνομων και μυστικιστικών εταιρειών (collegia illicita). Μάλιστα, παρόλο ότι το χριστιανικό κήρυγμα και η Εκκλησία διακήρυτταν τη νομιμοφροσύνη «ταις υπερέχουσαις εξουσίες» και την προσευχή υπέρ του αυτοκράτορα, η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη και για ένα ακόμα λόγο: οι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να δεχθούν ότι ο Χριστιανισμός ήταν μια θρησκεία και μάλιστα απόλυτα νομοταγής απέναντι στην εξουσία αλλά θεωρήθηκε ως «επαναστατική θρησκεία». Ο Karl Heussi, στο έργο του «Kompendium der Kirchengeschichte»(«Σύνοψη της Εκκλησιαστικής Ιστορίας»), αναφέρει ότι αναμφίβολα οι Χριστιανοί δεν ήταν τόσο πατριώτες όσο οι Εθνικοί υπήκοοι της αυτοκρατορίας. Οι Χριστιανοί, άρχισαν σιγά σιγά να κατηγορούνται ως εγκληματίες κατά του κράτους και προδότες απέναντι στον αυτοκράτορα.
Επίσης, κατηγορούνταν για sacrilegium, αθεΐα θα λέγαμε,καθώς και «επί θυεστείοις δείπνοις και οιδιποδείοις μίξεσιν».
Για τα θυέστεια δείπνα, να θυμίσουμε ότι η έκφραση προέρχεται από τον μυθικό Θυέστη που έφαγε τις σάρκες των παιδιών του, στο γεύμα που του παρέθεσε ο αδελφός του Ατρέας, που τα είχε σκοτώσει.
Οι Χριστιανοί, στα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της νέας θρησκείας, δεν είχαν ναούς και βωμούς και ο μυστικός τρόπος της διάδοσης και της δράσης του Χριστιανισμού, οδηγούσε σε εξεγέρσεις τον απλό, αμόρφωτο λαό και διωγμούς, συχνά με την υποκίνηση των Εβραίων, όπως στο μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου.
Από τα χρόνια του Τραϊανού (98-117), ο Χριστιανισμός ήταν πλέον απαγορευμένος και η ανακάλυψη ή η ομολογία κάποιου ότι είναι Χριστιανός, αρκούσε για να τον καταστήσει κατηγορούμενο.
Τότε αναπτύχθηκε το φιλολογικό είδος της απολογίας, με έργα λόγιων Χριστιανών που αποσκοπούσαν στην απόδειξη της υπεροχής του Χριστιανισμού απέναντι στον ιουδαϊσμό και την ειδωλολατρία καθώς και στον περιορισμό των διωγμών σε βάρος των Χριστιανών.
ΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΤΙΜΩΡΙΕΣ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΝ
Οι διωγμοί των Χριστιανών στα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ήταν 10. Διακρίνονται σε «μερικούς» διωγμούς ως το 250 και «γενικούς» από το 250 ως το 313.
Από τις δίκες και τα μαρτύρια των Χριστιανών, προέκυψαν τα Μαρτυρολόγια και τα Συναξάρια. Στις δίκες γινόταν μεγάλη προσπάθεια από τους δικαστές να πείσουν τους Χριστιανούς να θυσιάσουν ή να προσφωνήσουν «Κύριε» τον αυτοκράτορα, κάτι το οποίο σήμαινε ότι έχαναν την ιδιότητα του Χριστιανού και έπειτα αφήνονταν ελεύθεροι, αφού θεωρούνταν πλέον ότι δεν ήταν επικίνδυνοι για την ασφάλεια και την ειρήνη της αυτοκρατορίας.
Σαν δικαστήριο, χρησιμοποιούνταν στη Ρώμη η έδρα του υπάρχου της πόλης και στις επαρχίες, του διοικητή. Όσο για το ποινικό «σκέλος», άλλοι υποστηρίζουν (R. Heinze), ότι ακολουθούνταν η διαδικασία για κακούργημα και άλλοι (T. Mommsen), η διαδικασία ενάντια σε όσους στρέφονταν κατά της κοινής ησυχίας και των υπόπτων, εναντίον των οποίων λαμβάνονταν αστυνομικά μέτρα. Οι ποινές ήταν βαρύτατες.
Προβλεπόταν σταύρωσή τους ή παράδοσή τους σε αγώνες με τα θηρία σε λαϊκές συγκεντρώσεις και αμφιθέατρα. Η πλέον, επιεικής θα λέγαμε τιμωρία, ήταν η καταδίκη σε καταναγκαστικά έργα σε μεταλλεία.
Για τους επιφανείς Ρωμαίους, ίσχυε ο αποκεφαλισμός ή η εξορία σε νησί (deportation in insulam). Στις παρθένες Χριστιανές, επιβαλλόταν κάποιες φορές η «εισαγωγή» τους σε οίκους ανοχής! Για παράδειγμα, κάτι τέτοιο μαρτυρείται στους διωγμούς που έγιναν στα χρόνια του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (193-211).
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ, ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ – Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΕΡΩΝΑ
Ο Νέρωνας ανέβηκε στον θρόνο της Ρώμης το 54, διαδεχόμενος τον Κλαύδιο. Στα χρόνια του, φαίνεται ότι έγινε ο πρώτος διωγμός εναντίον των χριστιανών. Μαρτυρίες όμως για «διείσδυση» του Χριστιανισμού σε ρωμαϊκές οικογένειες ευγενών, υπάρχουν και για τα προηγούμενα χρόνια. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Τάκιτου στο «Χρονικό της Αυτοκρατορικής Ρώμης» (3.32): «Η Πομπώνια Γραικύνα, μια γυναίκα από μεγάλη οικογένεια, νυμφευμένη με τον Αύλο Πλαύτιο – του οποίου τον θρίαμβο μετά τη βρετανική εκστρατεία κατέγραψα πρωτύτερα – καταγγέλθηκε τώρα για αλλότρια δεισιδαιμονία και αφέθηκε στη δικαιοδοσία του συζύγου της. Κατά το παλιό έθιμο, αυτός διενήργησε έρευνα που θα καθόριζε την τύχη και τη φήμη της συζύγου του, ενώπιον οικογενειακού συμβουλίου, και ανακοίνωσε την αθωότητά της…» (το συμβάν χρονολογείται γύρω στο 57 μ. Χ.).
Φαίνεται ότι η «αλλότρια δεισιδαιμονία», ήταν ο Χριστιανισμός. Την ίδια εποχή περίπου, οι ηγέτες των Εβραίων στην Ιερουσαλήμ, επιχείρησαν να εξοντώσουν, τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος όμως χάρη στον γιο της αδελφής του («Πράξεις των Αποστόλων»), πληροφορήθηκε για τη σχεδιαζόμενη ενέδρα, η συνωμοσία απέτυχε και ο ίδιος τέθηκε υπό ρωμαϊκή επιτήρηση και μεταφέρθηκε στη Ρώμη. Όμως, ο ξαφνικός θάνατος του Ρωμαίου κυβερνήτη Πόρκιου Φήστου (62 μ. Χ.), πριν προλάβει ο νέος κυβερνήτης Αλβίνος να αναλάβει τα καθήκοντά του, έδωσαν την ευκαιρία στους ίδιους Εβραίους, να δικάσουν τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο και μερικούς ακόμα με την κατηγορία ότι έχουν παραβεί το νόμο και να τους τιμωρήσουν σε θάνατο με λιθοβολισμό. «Αυτοί από τους κατοίκους της πόλης (ενν. της Ιερουσαλήμ) που θεωρούνται αμερόληπτοι και αυστηροί στην τήρηση του νόμου δυσαρεστήθηκαν». (Ιώσηπος, «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» 20.200).
Το 63 ή το 64 μ. Χ., δικάστηκαν και καταδικάστηκαν στη Ρώμη, οι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Η παλαιότερη γνωστή αναφορά στον θάνατο των δύο Αποστόλων, υπάρχει στη λεγόμενη «Κλήμεντος Πρώτη Επιστολή 5. 1-7», η οποία γράφτηκε γύρω στο 95.
Όπως αναφέραμε, ο πρώτος γνωστός διωγμός των Χριστιανών, έγινε από τον Νέρωνα το 54 μ. Χ., ο οποίος τους κατηγόρησε ως υπεύθυνους για την πυρκαγιά στη Ρώμη, την οποία, πιθανότατα λόγω των παράλογων και εγκληματικών του τάσεων, προκάλεσε ο ίδιος. Πληροφορίες για τον διωγμό αυτό, μας δίνουν ο Τάκιτος, ο Τερτυλλιανός, ο Πλίνιος και ο Τραϊανός στην αλληλογραφία τους (γύρω στο 111). Οι Χριστιανοί θεωρούνταν odium generis humani, δηλαδή εχθροί του ανθρώπινου γένους.
Πολλοί Χριστιανοί μαρτύρησαν τότε. Είναι αβέβαιο ποια ήταν η νομική βάση για τον διωγμό. Ίσως στηρίχθηκε στο δόγμα της Συγκλήτου περί Βακχείων, σύμφωνα με το οποίο η μυστική θρησκεία με νυχτερινές συγκεντρώσεις και μυστηριακούς όρκους, θεωρούνταν εγκληματική και επικίνδυνη, γι’ αυτό και εύκολα οι Χριστιανοί θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για την πυρκαγιά της Ρώμης (R. Reinzenstein). Άλλοι, θεωρούν ότι εκδόθηκε τότε διάταγμα του Νέρωνα, σύμφωνα με το οποίο, οι Χριστιανοί ήταν υπαίτιοι της πυρκαγιάς, κυρίως γιατί αποτελούσαν απαγορευμένη εταιρεία. Η έκταση του διωγμού δεν είναι σαφής.
Όπως γράφει ο Σουητώνιος («Ο Βίος του Νέρωνα» 16.2), «…Επιβάλλονταν ποινές στους Χριστιανούς, μια κλάση ανθρώπων που ήταν επιρρεπείς σε μια νέα και κακόβουλη δεισιδαιμονία [superstitions noval ac malefical]».
Για τον διωγμό των Χριστιανών επί Νέρωνα, ο Σουλπίκιος Σεβήρος, στο «Χρονικό» 2.29, γράφει: «Και πραγματικά, ο Νέρων δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να ξεφύγει από την κατηγορία ότι ο εμπρησμός είχε προκληθεί με δική του διαταγή. Γι’ αυτό, έστρεψε την κατηγορία κατά των Χριστιανών, κι επιβλήθηκαν τα πιο σκληρά βασανιστήρια στους αθώους. Επινοήθηκαν και καινούργιοι τρόποι θανάτωσης, όπως το να καλύπτουν με προβιές άγριων ζώων τα θύματα για να τα κατασπαράξουν οι σκύλοι. Άλλοι σταυρώθηκαν ή κάηκαν ζωντανοί και δεν ήταν λίγοι αυτοί που, αφού τους σταύρωσαν, έπρεπε να κατακαούν για να χρησιμεύσουν ως φωτισμός στη διάρκεια της νύχτας».
ΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΟΜΙΤΙΑΝΟ ΩΣ ΤΟ 250 μ. Χ.
Ο επόμενος μεγάλος διωγμός κατά των Χριστιανών, ξέσπασε στα χρόνια του Δομιτιανού (81-96) και είχε ως αφετηρία, την προσπάθεια του αυτοκράτορα να απαλλαγεί από τους πιθανούς μνηστήρες του θρόνου.
Ξεκίνησε αρχικά από τους Ιουδαίους του Δαβίδ που κατοικούσαν στη Ρώμη και συνεχίστηκε με τους Χριστιανούς, συνδέεται δε, με την προσπάθεια επιβολής και υπέρ του Καπιτώλιου, του φόρου που καταβαλλόταν από τους Ιουδαίους στο ναό των Ιεροσολύμων. Από την Ρώμη, ο διωγμός του Δομιτιανού επεκτάθηκε στην Παλαιστίνη και τη Μικρά Ασία, όπου είχε διαδοθεί μαζικά ο Χριστιανισμός.
Ο Ευσέβιος Καισαρείας στην «Εκκλησιαστική Ιστορία 3. 17-18», γράφει χαρακτηριστικά. «Ο δε Δομιτιανός απέδειξε με πολλούς τρόπους τη μεγάλη σκληρότητά του και θανάτωσε χωρίς τίμια δίκη μεγάλο αριθμό Ρωμαίων που είχαν εξέχουσα θέση από οικογένεια και σταδιοδρομία, και επιπλέον τιμώρησε χωρίς αιτία μυριάδες άλλους σημαίνοντες με εξορία και κατάσχεση της περιουσίας τους, αναδεικνύοντας τον εαυτό τον διάδοχο του Νέρωνα στην εχθρική εκστρατεία κατά του Θεού».
Πολλοί ιστορικοί πιστεύουν ότι πηγή του Ευσέβιου για τον διωγμό των Χριστιανών, ήταν ο ειδωλολάτρης χρονικογράφος Βρούττιος, το έργο του οποίου χάθηκε. Όμως, οι Ρωμαίοι ιστορικοί Σουητώνιος και Δίων, έγραψαν , πως ο διωγμός του Δομιτιανού στρεφόταν κατά των Εβραίων και όχι κατά των Χριστιανών. Και σύγχρονοι επιστήμονες, διατηρούν τις επιφυλάξεις τους για το αν πραγματικά έγινε διωγμός των Χριστιανών από τον Δομιτιανό. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τους: Marta Sordi, “The Christians and the Roman Empire”(1986), Robin Lane Fox, “Pagans and Christians” (1989) και N. T. Wrigth, “The New Testament and the People of God” (1992).
Με τον Νέρβα (96-98), αρχίζει ο κύκλος των λεγόμενων «Πέντε Καλών Αυτοκρατόρων της Ρώμης» και στα χρόνια του Τραϊανού (98-117), δίνονται (μέσω επιστολής του προς τον Πλίνιο, διοικητή της Βιθυνίας το 111) γενικές αρχές για την αντιμετώπιση των Χριστιανών. Σύμφωνα με αυτές:
i. Οι Χριστιανοί δεν έπρεπε να αναζητούνται
ii. Όσοι καταγγέλλονται ως ένοχοι να τιμωρούνται, αλλά αν μετανοούσαν και πρόσφεραν θυσίες στους Θεούς, να αφήνονται ελεύθεροι
iii. Ανώνυμες καταγγελίες δεν θα γίνονται δεκτές
Έγιναν διωγμοί επί Τραϊανού, που ξεκίνησαν από τη Βιθυνία και επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές. Τότε μαρτύρησε ο Συμεών, ο γιος του Κλοπά, ο δεύτερος επίσκοπος της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ (συγκεκριμένα το 106 ή το 107), όπως και ο Ιγνάτιος, ο επίσκοπος Αντιοχείας (το 108 ή το 115, κατά τον Ιωάννη Μαλάλα).
Στα χρόνια του Αδριανού (117-138), η Ανατολή δεν γνώριζε γενικούς διωγμούς. Από το Έδικτον (Διάταγμα) προς τον ανθύπατο της Ασίας Γ. Μινούκιο Φουνδάνο (περ. 124-125), συμπεραίνουμε ότι η ομολογία της χριστιανικής πίστης, εξακολουθούσε να είναι αξιόποινη πράξη, αλλά έπρεπε όπως και τα άλλα εγκλήματα, να αποδειχτεί ενώπιον του δικαστηρίου. Επίσης, ο Αδριανός γράφει ότι αν η κατηγορία σε βάρος ενός χριστιανού χρησίμευε για λόγους εκβιασμού, θα έπρεπε να τιμωρείται αυστηρά ο συκοφάντης.
Στο μεταξύ, οι Χριστιανοί κέρδιζαν φήμη για την ακλόνητη στάση τους μπροστά στον θάνατο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ειδωλολάτρη φιλόσοφου Επίκτητου, στο έργο του «Διατριβαί 47. 1-6».
Το 156, μαρτύρησε ο επίσκοπος Σμύρνης Πολύκαρπος, ενώ στον θρόνο της Ρώμης βρισκόταν ο Αντωνίνος Πίος. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου (161-180), ο οποίος ήταν Στωικός φιλόσοφος, υπήρξε αυξανόμενη ένταση μεταξύ των Χριστιανών και των ειδωλολατρών, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους δύσκολους και μακροχρόνιους πολέμους στα σύνορα και από την εξάπλωση της πανούκλας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.
Οι ειδωλολάτρες πίστευαν ότι οι ευσεβείς Χριστιανοί, ευθύνονταν για τα δεινά της Ρώμης. Ο Μάρκος Αυρήλιος, που πέρασε μεγάλο μέρος της βασιλείας του εκστρατεύοντας κατά των φυλών στα σύνορα του Δούναβη, κρατούσε ημερολόγιο στο οποίο υπήρχαν και αναφορές στους Χριστιανούς. Φαίνεται ότι στα χρόνια του, αυξήθηκε ο αριθμός των μαρτύρων και ότι υπήρξαν τοπικού χαρακτήρα διωγμοί όπως στη Βιέννη και το Λούγδουνο (Λιόν).
Παράλληλα, οι επιθέσεις τόσο του λαού όσο και των επιφανών προσώπων που είχαν αποκτήσει επιπόλαια γνώση της νέας θρησκείας, είχαν σαν αποτέλεσμα να υπάρχουν τερατώδεις φήμες για τους Χριστιανούς π.χ. για προσκύνηση όνου (!), για μαγείες κ.α.
Στον Κέλσο και το έργο του «Αληθής Λόγος», το οποίο δεν υπάρχει αφού κάηκε από Χριστιανούς αυτοκράτορες τον 4ο αιώνα (ωστόσο το 70% περίπου από αυτό είναι γνωστό μέσα από τις απαντήσεις των Χριστιανών συγγραφέων), απάντησε κατά κύριο λόγο ο Ωριγένης, στο έργο του «Κατά Κέλσου».
Ο Κέλσος, στον «Αληθή Λόγο», αναφέρει ότι ο Ιησούς, ήταν ο νόθος γιος ενός Ρωμαίου στρατιώτη που λεγόταν Πάνθηρας. Δεν γράφει σε πρώτο πρόσωπο, αλλά «χρησιμοποιεί» έναν Εβραίο, ο οποίος μιλάει για τη Θεοτόκο. Η ιστορία αυτή, κυκλοφορούσε από τα μέσα του 2ου αιώνα. Οι Χριστιανοί κατηγορούσαν τους Εβραίους πως την διέδωσαν, για να αντικρούσουν τις αφηγήσεις των Χριστιανών για τη γέννηση του Ιησού από την Παρθένο Μαρία.
Φαίνεται ότι η ανακριβής και κακόβουλη αυτή φήμη, κυκλοφορούσε για αρκετούς αιώνες, καθώς ο επίσκοπος Επιφάνιος τον 4ο αιώνα, στο έργο του «Πανάριον 78.7.5.», αναφέρει ότι «πάνθηρ» ήταν το παρατσούκλι του πατέρα του Ιωσήφ.
Ανάμεσα στους επικριτές του Χριστιανισμού, ήταν και ο σπουδαίος γιατρός Γαληνός στα έργα του «Περί της Χρησιμότητας των Μελών του Σώματος», «Περί Σφυγμού» κ.α. Από το 180-250 οι διωγμοί ήταν σπανιότεροι.
Η σύζυγος του αυτοκράτορα Κόμμοδου Μαρκία, ευνόησε τη διείσδυση των Χριστιανών στην αυτοκρατορική αυλή. Ο Σεπτίμιος Σεβήρος, αν και αρχικά έδειξε ανοχή στον Χριστιανισμό, αργότερα (202), εξέδωσε διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν ο προσηλυτισμός στη νέα θρησκεία.
Τότε μαρτύρησε η Φηλικιτάτη και λίγα χρόνια αργότερα, επί Γέτα, η Περπέτουα, δύο από τις συγκλονιστικότερες μορφές της διωκόμενης χριστιανικής Εκκλησίας. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή πάντως και η Περπέτουα μαρτύρησε στα χρόνια του Σεπτίμιου Σεβήρου.
Από τους αυτοκράτορες που ακολούθησαν, ο Αλέξανδρος Σεβήρος (222-235) έδειξε φιλική διάθεση προς τους Χριστιανούς, ο Μαξιμίνος ο Θραξ (235-238), εξέδωσε διάταγμα κατά των κληρικών και, κυρίως, κατά των επισκόπων, ενώ οι διάδοχοί του Γορδιανός (238-244) και Φίλιππος ο Άραψ (244-249), ευνόησαν τον χριστιανισμό. Μάλιστα, για τον τελευταίο, διαμορφώθηκε η αντίληψη ότι ήταν και ο ίδιος Χριστιανός. Γράφει χαρακτηριστικά ο Ευσέβιος Καισαρείας στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» (6.34): «Έχει καταγραφεί πως ο Φίλιππος, όντας Χριστιανός, θέλησε να συμμετάσχει με το πλήθος των προσευχητών στην εκκλησία, στην τελευταία πασχαλινή αγρυπνία…».
Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με τον Έντουαρντ Γκίμπονς οι Χριστιανοί αποτελούσαν το 5% του πληθυσμού της αυτοκρατορίας και υπήρχαν 50.000 Χριστιανοί στη Ρώμη (Edward Gibbons, “The Decline and Fall of the Roman Empire”, κεφάλαιο 15).
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΙΩΓΜΩΝ (250-313) – ΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ ΤΟΥ ΔΕΚΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟΥ
Η περίοδος σχετικής ηρεμίας για τους Χριστιανούς, τερματίστηκε με την άνοδο στον θρόνο του Δέκιου, που ανέτρεψε τον Φίλιππο τον Άραβα. Με διάταγμά του το 249, διέταξε όλους τους Ρωμαίους πολίτες να θυσιάζουν στους θεούς για την ασφάλεια της αυτοκρατορίας και του αυτοκράτορα. Φαίνεται ότι το διάταγμα εξαιρούσε τους Εβραίους. Ο διωγμός ήταν για πρώτη φορά γενικός και περιλάμβανε την Ιταλία, τη Β. Αφρική, την Ελλάδα, την Ασία, τη Γαλλία και την Ισπανία.
Τότε έχουμε και το φαινόμενο των «αποστατών Χριστιανών», που ονομάζονταν πεπτωκότες. Αυτοί, ήταν όσοι θυσίασαν ή πρόσφεραν θυμίαμα και όσων υπέγραφαν λίβελ(λ)ον (έγγραφο πιστοποιητικό πίστης στην εθνική θρησκεία χορηγούμενο από τις τοπικές αρχές). Μετά το τέλος του διωγμού του Δέκιου, υπήρξαν πολλές διαφωνίες στους κόλπους της Εκκλησίας για το αν πρέπει να γίνουν δεκτοί ξανά στους κόλπους της οι πεπτωκότες. Τελικά, αποφασίστηκε η επανεισδοχή των αποστατών, που μετανόησαν και εξέτισαν τα επιτίμια. Ο διάδοχος του Δέκιου Τριβωνιανός Γάλλος (253), συνέχισε τους διωγμούς, κυρίως στη Ρώμη. Ο Λικίνιος Βαλεριανός (253-260), ενώ στην αρχή έδειξε ειρηνική διάθεση προς τους Χριστιανούς, το 257, εξέδωσε διάταγμα (edictum), το οποίο στρεφόταν κατά της χριστιανικής λατρείας, των συνάξεων στα κοιμητήρια, της εκκλησιαστικής περιουσίας και της ιεραρχίας. Με νέο διάταγμα, το 258, επιβαλλόταν η ποινή του θανάτου σε όσους αρνούνταν να θυσιάσουν. Όσοι Χριστιανοί ανήκαν στις ανώτερες τάξεις, απειλούνταν με απώλεια αξιώματος και περιουσίας καθώς και με εξορία. Χιλιάδες πιστοί έχασαν τη ζωή τους, κατασχέθηκαν εκκλησίες και κοιμητήρια, ενώ οι Χριστιανοί ζούσαν σε κατακόμβες.
Ο διωγμός του Βαλεριανού, είναι η πρώτη γνωστή προσπάθεια της ρωμαϊκής κυβέρνησης να επιτεθεί στον Χριστιανισμό ως θεσμό και όχι απλά ως συγκέντρωση ατόμων. Επίσης, δεν γινόταν δεκτή η «συγγνώμη» από όσους Χριστιανούς αρνούνταν τη θρησκεία τους. Το 260, στη διάρκεια μιας εκστρατείας του στην Ανατολή κατά των Περσών, ο Βαλεριανός, αιχμαλωτίστηκε με δόλιο τρόπο απ’ αυτούς, σε μια διάσκεψη για σύναψη ειρήνης και κρατήθηκε όμηρος ως τον θάνατό του.
Με την αιχμαλωσία του Βαλεριανού, οι διωγμοί τερματίστηκαν, καθώς ο γιος του, αυτοκράτορας Γαλληνός (260-268) πρόσφερε ειρήνη στους Χριστιανούς.
Αυτή η ειρήνη κράτησε περίπου 40 χρόνια και συντέλεσε στη ραγδαία διάδοση του Χριστιανισμού σε όλα σχεδόν τα κοινωνικά στρώματα της αυτοκρατορίας ακόμα και την αυτοκρατορική αυλή.
Διακόπηκε όμως αιφνίδια από τον Διοκλητιανό το 303. Στις αρχές του 4ου αιώνα, οι Χριστιανοί υπολογίζεται ότι αποτελούσαν το 8-10% του πληθυσμού της αυτοκρατορίας. Ο Διοκλητιανός είχε καθιερώσει το διοικητικό σύστημα της Τετραρχίας. Φαινομενικά, δεν είχε λόγους δίωξεης των Χριστιανών, καθώς μάλιστα η σύζυγός του Βαλέρια και η κόρη του Πρίσκα ανήκαν τουλάχιστον στην τάξη των Κατηγορούμενων. Προφανώς, δέχτηκε τα επιχειρήματα του γαμπρού του Καίσαρα Γαλέριου, φορέα των αντιχριστιανικών ιδεών του έπαρχου της Βιθυνίας Ιεροκλή και μαθητή του νεοπλατωνικού φιλόσοφου Πορφυρίου ότι η αποκατάσταση και η διατήρηση της παραδοσιακής ρωμαϊκής τάξης, απαιτούσε την καταστολή του Χριστιανισμού. Έτσι ξεκίνησε ο λεγόμενος “Μεγάλος Διωγμός” το 303 όπως προαναφέραμε.
Ο Χριστιανισμός είχε ριζώσει για τα καλά στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία όμως ενώ πολλοί κρατικοί λειτουργοί δεν έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο στην εκτέλεση των αυτοκρατορικών διαταγών. Με την ευκαιρία και καθώς στη χώρα μας διεξάγεται μια ατέρμονη συζήτηση για τους δημοσίους υπαλλήλους, να αναφέρουμε ότι ενώ στις αρχές του 3ου αιώνα μόνο 300-350 άτομα απασχολούνταν στη διοίκηση της αυτοκρατορίας, έως το 300, σε 100 περίπου χρόνια, ο αριθμός τους είχε αυξηθεί στα 30.000-35.000 άτομα (!) (Ramsay Mac Mullan, “Corporation and the Decline of Rome”, 1988).
Μετά στη σύντομη αλλά ενδιαφέρουσα νομίζουμε αυτή παρένθεση, επανερχόμαστε στον “Μεγάλο Διωγμό”.
Η απροθυμία δίωξης των Χριστιανών επεκτάθηκε και στους Τετράρχες. Ενώ ο Γαλέριος και ο Μαξιμιανός συνέχιζαν λυσσωδώς τους διωγμούς στις επαρχίες τους, ο Καίσαρας Κωνστάντιος στη Δύση, περιοριζόταν στο να καταστρέφει τα κτίσματα και τα βιβλία και δεν προέβαινε σε συλλήψεις ή εκτελέσεις κληρικών ή πιστών.
Το 305, ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός αποσύρθηκαν από την πολιτική. Ο Γαλέριος, μέγας διώκτης του Χριστιανισμού, με διάταγμά του, λίγο πριν πεθάνει (311), έδωσε τέλος στον Μεγάλο Διωγμό. Όπως γράφει ο Λακτάντιος (“Περί του Θανάτου των Διωκτών”, 33), ένα κακόηθες έλκος σχηματίστηκε στα γεννητικά του όργανα και άρχισε να εξαπλώνεται. Παρά τις προσπάθειες των γιατρών “… αφαιρέθηκαν οι όρχεις, ενώ τα οπίσθιά του βρίσκονταν σε κατάσταση σήψης… Μετά τους απωθητικούς ίμερους, η ασθένεια επιτέθηκε στα έντερα και το σώμα του και άρχισε να γεννάει σκώληκες. Η δυσοσμία ήταν τόση που διαπότιζε όχι μόνο το παλάτι αλλά και ολόκληρη την πόλη…”.
Με το διάταγμά του, ο Γαλέριος λίγο πριν πεθάνει, αναίρεσε όλα τα αντιχριστιανικά μέτρα, σε μια εμφανέστατη πράξη απελπισίας για να πετύχει την εύνοια του Θεού των Χριστιανών που είχε αποδειχθεί τόσο ισχυρός.
Στον Μεγάλο Διωγμό, μόνο 2.000-5.000 από τα 5 εκατομμύρια συνολικά πέθαναν σαν μάρτυρες. Πολλοί επίσης κλείστηκαν στις φυλακές, τα ορυχεία και τα λατομεία της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και της Κιλικίας.
Οριστικό τέλος στους διωγμούς έθεσε ο Μέγας Κωνσταντίνος με το Διάταγμα των Μεδιολάνων (313). Το 324, ο Χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους. Ωστόσο, τελευταίες αναφορές σε διωγμούς Χριστιανών και μάρτυρες, έχουμε στα χρόνια του Ιουλιανού, του λεγόμενου Παραβάτη ή Αποστάτη (361-363).
Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του αγίου Αρτεμίου, των Πεντεκαίδεκα Μαρτύρων, πολιούχων άγιων του Κιλκίς, του Αγίου Πάμφιλου και των συν αυτώ Μαρτύρων.
Ο Ιουλιανός, ένας άκρως αμφιλεγόμενος αυτοκράτορας θα μας απασχολήσει σε ένα από τα επόμενα άρθρα μας.
ΠΗΓΕΣ: ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ, τ. 31, έκδοση 1986
RALPH MARTIN NOVAK, “Χριστιανισμός & Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία”, εκδόσεις ΚΟΝΙΔΑΡΗ, 200
http://www.protothema.gr/stories/article/687326/oi-diogmoi-ton-hristianon-sti-romaiki-autokratoria/
Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Κρυπτοχριστιανικό ζήτημα και ανθρώπινα δικαιώματα.
Συγγραφέας: kantonopou στις 27 Αυγούστου 2016
Του Άρχοντος Οστιαρίου της Μ.τ.Χ.Ε. Χρήστου Τσούβαλη
Ἡ διάλεξη ἔγινε στήν Ἀθήνα, στίς 15.12.2011 καί στό Πνευματικό Κέντρο Κωνσταντινουπολιτῶν (Δημητρίου Σούτσου 46).
Τό περιεχόμενό της ἀντλήθηκε σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό τήν ἐργασία, πού ἔχει δημοσιευθῇ στό βιβλίο: Δ ώ ρ η μ α στόν καθηγητή Βασίλειο Ν. Ἀναγνωστόπουλο Ἔκδοση: Εταιρεία Μελέτης της καθ’ ημάς Ανατολής, Αθήνα 2007. σ. 51-110.
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Πισιδίας κ. Σωτήριε,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,
Κύριε τ. Ἀντιπρόεδρε τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων,
Κύριε τ. Ὑπουργέ,
Έντιμολογιώτατε Πρόεδρε τῆς Οἰκουμενικῆς Ὁμοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτῶν,
Κυρίες καί Κύριοι,
Εὐχαριστῶ γιά τά φιλόφρονα λόγια, πού μέ τόση ἀγάπη καί καλωσύνη εἶπε γιά τό πρόσωπό μου ὁ ἀγαπητός Πρόεδρος τῆς Οι. Ομ. Κω., καθώς καί τά Διοικητικά Συμβούλια τοῦ Νέου Κύκλου Κωνσταντινουπολιτῶν καί τοῦ Πανελλήνιου Σύνδεσμου Ποντίων Ἐκπαιδευτικῶν, γιά τήν τιμητική τους ἀπόφαση νά μέ καλέσουν ὡς ὁμιλητή τῆς Ἡμερίδας μέ θέμα: «Κρυπτοχριστιανικό ζήτημα καί ἀνθρώπινα δικαιώματα».
Τέλος εὐχαριστῶ καί ὅλους ἐσᾶς, τούς φιλίστορας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Γένους μας, πού εἴχατε τήν καλωσύνη νά ἔλθετε γιά νά παρακολουθήσετε τήν ὁμιλία μου.
Ὁ περιορισμός τοῦ χρόνου, πού ἐπιβάλλει ἡ συμμετοχή μου στήν Ἡμερίδα, πιθανόν νά ἀφήσει κενά στήν ἀνάπτυξη ἑνός τόσο μεγάλου θέματος, γι’ αὐτό καί σᾶς παρακαλῶ νά εἶστε ἐπιεικεῖς στίς κρίσεις σας. Ἄλλωστε γιά τή μελέτη τοῦ θέματος ὑπάρχει πλούσια βιβλιογραφία, πού συνεχῶς συμπληρώνεται.
Οἱ κρυπτοχριστιανοί.
Μιά σημαντική καί ὄχι τόσο πολύ γνωστή πτυχή τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Γένους μας.
Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Κρυπτοχριστιανισμοῦ στήν Ἐκκλησία μας, τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες, βιώθηκε μιά ἀνεπανάληπτη χριστιανική ζωή, γεμάτη ἀπό πίστη, ἀγάπη, θάρρος καί ζῆλο γιά τήν ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου.
Κατά τούς διωγμούς, οἱ περισσότεροι τῶν χριστιανῶν ἦταν ἕτοιμοι νά ὑποστοῦν τά πάντα, ἐπειδή θεωροῦσαν τό μαρτύριο, ὄχι ὡς ἀναγκαῖο τέλος τοῦ βίου τους, ἀλλά ὡς ὁμολογία τῆς συνάντησής τους μέ τό Χριστό, ὡς σπόρο αὔξησης τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό τό ἡρωικό πνεῦμα τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῶν διωγμῶν ἀνέδειξε τούς πρώτους ἁγίους. Ὑπῆρξαν, ὅμως, καί ἄλλοι, τήν ἴδια περίοδο, οἱ «πεπτωκότες», πού γιά νά ἀποφύγουν τούς διωγμούς, ἀρνήθηκαν τήν χριστιανική τους πίστη, γιατί δέν θέλησαν νά ὑποβληθοῦν σέ βασανιστήρια ἤ γιατί δέν τά ἄντεξαν.
Ὅταν ἐκδόθηκε, τόν Φεβρουάριο τοῦ 313, τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων καί ἔπαυσαν ἐπισήμως οἱ διωγμοί, ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε μέ συμπάθεια καί «οἰκονομία» τό πρόβλημα τῶν «πεπτωκότων», ἰδίως ὅταν αὐτοί ὁμολόγησαν τήν ἁμαρτία τους καί ζήτησαν τήν Χάριν καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἡρεμία αὐτή, πού ἐπῆλθε μέ τό Διάταγμα, δέν κράτησε γιά πολύ. Ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε διαφορετικούς διωγμούς καί νέα προβλήματα μέ τίς ποικιλόμορφες αἱρέσεις καί τήν ἐμφάνιση καί ἐξάπλωση τῆς θρησκείας τοῦ Ἰσλάμ. Καί τίς μέν αἱρέσεις ἡ Ἐκκλησία τίς ἀντιμετώπισε μέ τίς τοπικές καί Οἰκουμενικές Συνόδους, τήν ἐξάπλωση ὅμως τῆς θρησκείας τοῦ Ἰσλάμ δέν κατάφερε οὔτε ἡ Ἐκκλησία, ἀλλ’ οὔτε καί ἡ Πολιτεία νά ἐμποδίσει, γιατί ἡ διάθεσή τους ἀπέναντι στό Ἰσλάμ, κατά τήν πρώτη φάση, δηλαδή ἀπό τόν 8ο αἰώνα μέχρι τά μέσα τοῦ 9ου αἰώνα, «ὑπῆρξε μᾶλλον σκωπτική καί ὑποτιμητική» καί ἐπιπλέον γιατί λαθεμένα πίστεψαν ὅτι ἡ θρησκεία τοῦ Ἰσλάμ ἦταν ἕνα εἶδος ἀποστασίας ἀπό τήν ἀληθινή Χριστιανική πίστη, μία νέα ἀρειανική αἵρεση, πού θά ἐξαφανίζονταν μαζί μέ τίς αἱρέσεις τῶν Μονοφυσιτῶν, τῶν Μονοθελητῶν καί τῶν ὁπαδῶν τῶν ἄλλων αἱρετικῶν διδασκαλιῶν.
Ἔτσι ὁ Μουσουλμανισμός, ἐπέζησε καί διαδόθηκε, μέ τό μήνυμα, ὅτι τό Ἰσλάμ, δηλαδή ἡ «ὑποταγή στό Θεό», εἶναι ἕνας νέος, ὀρθός τρόπος ζωῆς τοῦ λαοῦ καί ἔχει ὡς βασική του ἀρχή, ὅτι ὁ κόσμος διαιρεῖται σέ χῶρες, ὅπου ἀνήκουν οἱ πιστοί τοῦ Ἰσλάμ καί λέγονται «Οἶκος τοῦ Ἰσλάμ» καί σέ χῶρες τῶν ἀπίστων πού καλοῦνται «Οἶκος Πολέμου», δηλαδή περιοχές ἀγώνα μέχρις ὅτου ὑποταχθοῦν, μέ τόν ἱερό πόλεμο «Τζιχάντ», στό κράτος τῆς ἀληθινῆς πίστης. Ἀλλά καί ὁ μεγάλος λόγιος καί νομικός τοῦ Ἰσλάμ Malik Ibn Anas (795), ἔγραφε, ὅτι : «Ὅποιος ἐντελῶς φανερά ἐγκαταλείπει τό Ἰσλάμ, γιά νά προσχωρήσει σέ μιά ἄλλη θρησκεία, αὐτόν θά πρέπει νά προσπαθήσουμε νά τόν μεταστρέψουμε στό Ἰσλάμ. Καί ἄν μεταστραφεῖ, καλῶς, ἄν ὄχι, τότε νά θανατώνεται».
Ἡ ἀντίληψη περί «Τζιχάντ», πού εἶναι ἀναμφισβήτητο στοιχεῖο τῆς δυναμικότητας τῆς μουσουλμανικῆς θρησκείας, ἐπισημαίνει γιά μιά ἀκόμη φορά, ὅτι τό Ἰσλάμ, παραλλήλως πρός τόν θρησκευτικό του χαρακτῆρα, εἶναι καί μέγεθος πολιτικό. Ὁ Προφήτης δέν ἵδρυσε μόνο μιά θρησκευτική κοινότητα, ἀλλά καί ἕνα κράτος. Ἑκατό μόλις χρόνια, λοιπόν, μετά τόν θάνατο τοῦ Μωάμεθ, εἶχε δημιουργηθεῖ ἕνα ἀπέραντο ἀραβικό κράτος καί ὁ «Οἶκος τοῦ Ἰσλάμ» εἶχε ἐξαπλωθεῖ ἀπό τά Ἰμαλάϊα καί τίς πεδιάδες τῆς Κίνας μέχρι τά Πυρηναῖα ὄρη.
Ἰδιαιτέρως στή Μικρά Ἀσία ἡ πολιτική κατάσταση μεταβλήθηκε ριζικά μέ τόν Ἄλπ Αρσλάν μετά τό 1063, ὅταν τό Ἰσλάμ ἀπέβη ἀληθινός κίνδυνος γιά τήν Κωνσταντινούπολη. Γεγονός τό ὁποῖο ἐνισχύθηκε τόν 15ο καί 16ο αἰώνα μέ τούς Ὀθωμανούς Τούρκους. Ἔτσι ἄρχισε μιά παρατεταμένη ἀγωνία θανάτου τῶν ὑπολειμμάτων τῆς ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί μιά περίοδος φθορᾶς γιά τούς ὑπόδουλους.
Τότε, ἕνα μέρος τοῦ πληθυσμοῦ τῶν περιοχῶν αὐτῶν, ἀποδέχονταν τή θρησκεία τοῦ Ἰσλάμ καί μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου ταυτίζονταν μαζί της καί προσχωροῦσε στό σῶμα τῶν κατακτητῶν, ἕνα ἄλλο, πολύ μικρότερο, ἀποφάσιζε νά πολεμήσει γιά τήν πίστη του καί ἐνδεχομένως βασανίζονταν καί μαρτυροῦσε γι’ αὐτήν, καί ἕνα τρίτο, διάλεγε τό δρόμο τοῦ Κρυπτοχριστιανισμοῦ, εἴτε γιατί ἀναγκάζονταν, χωρίς τή θέλησή του, νά ἀποδεχθεῖ τό Ἰσλάμ, εἴτε γιά διάφορους ἄλλους οἰκονομικούς καί κοινωνικούς λόγους ἀποδέχονταν ἐξωτερικά καί φαινομενικά τό Ἰσλάμ, διατηρῶντας, στά βάθη τῆς ψυχῆς τους, τή χριστιανική πίστη, καί, ὅπου οἱ συνθῆκες τό ἐπέτρεπαν, καί τήν ἑλληνική ποντιακή διάλεκτο. Αὐτοί, ὅταν οἱ συνθῆκες τό ἐπέτρεπαν, γύριζαν ἐπίσημα στό Χριστιανισμό.
Τήν πρώτη ἐπίσημη πληροφορία, γιά τόν Κρυπτοχριστιανισμό, ἔχουμε, μετά τό 1330, στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ὅταν ἡ πόλη ἔπεσε στά χέρια τοῦ σουλτάνου Ὀρχάν. Τότε ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ ἀλλαξοπίστησε, πρᾶγμα, βέβαια, πού σε ἐλάχιστες περιπτώσεις ἔγινε οἰκειοθελῶς. Οἱ ἐξισλαμισθέντες κάτοικοι τῆς Νίκαιας, μέ τό πέρασμα τοῦ καιροῦ ἄρχισαν νά προβληματίζονται. Τύψεις βασάνιζαν τή συνείδησή τους. Γι’ αὐτό ἀπευθύνθηκαν στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ὁ πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Καλέκας, μέ δύο ἐπιστολές, πού τούς ἔστειλε, τό 1338 καί τό 1340, ἔδωσε τήν πρέπουσα θετική ἀπάντηση στά ἀγωνιώδη ἐρωτήματα γιά τή σωτηρία τους.»
Ἡ θρησκευτική καί κοινωνική ζωή τῶν Κρυπτοχριστιανῶν ἀλλά καί οἱ δυσκολίες πούἀντιμετώπιζαν.
Οἱ Κρυπτοχριστιανοί, αὐτή ἡ κοινωνικοθρησκευτική κατηγορία ἀνθρώπων, ὑπῆρχαν, κατά τόν Μανουήλ Γεδεών, σ’ ὅλες σχεδόν τίς ἐπαρχίες τῆς ἄλλοτε μεγάλης ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας.
Πληροφορίες ὅμως γιά τόν ἀκριβῆ ἀριθμό τῶν κρυπτοχριστιανῶν δέν ἦταν δυνατόν νά ἔχουμε, καί οὔτε πάρα πολλά γιά τήν κρυφή θρησκευτική τους ζωή. Πάντως τίς ἐλάχιστες πληροφορίες, γιά τή θρησκευτική καί κοινωνική τους ζωή καί τίς δυσκολίες, πού ἀντιμετώπιζαν, τίς ἔχουμε ἀπό πρώην κρυπτοχριστιανούς, πού βρίσκονται τώρα ἐκτός Τουρκίας.
Ἡ ζωή τῶν κρυπτοχριστιανῶν σέ καθαρῶς χριστιανικά χωριά δέν ἦταν ἐπικίνδυνη. Τό μυστικό τῶν κρυπτοχριστιανῶν ἦταν σέ ὅλους γνωστό καί τά τελευταῖα μάλιστα χρόνια, μποροῦσαν σχεδόν ἐλεύθερα νά παρακολουθοῦν τίς ἱερές ἀκολουθίες καί νά συμμετέχουν ἐνεργητικά στήν κοινωνική ζωή, μέ μόνη ἐπιφύλαξη μήπως γίνουν ἀντιληπτοί ἀπό διερχόμενους μουσουλμάνους. Στά χριστιανικά αὐτά χωριά, ὑπῆρχε ὡς προπέτασμα, ἕνα τζαμί καί μάλιστα σέ περίοπτη θέση, ὥστε νά μή προκύπτει καμιά ὑποψία. Ἐκεῖ πήγαιναν οἱ κρυπτοχριστιανοί, ὅταν κάποιος Τοῦρκος ἐπισκέπτονταν τό χωριό τους.
Ἐντελῶς διαφορετικές ὅμως ἦταν οἱ συνθῆκες ζωῆς, στά κατά πλειοψηφία μουσουλμανικά χωριά. Ἐδῶ οἱ κρυπτοχριστιανοί διέτρεχαν κάθε μέρα σοβαρό κίνδυνο, μιά καί ζοῦσαν μέ μουσουλμάνους. Γι’ αὐτό πρωταρχική τους ὑποχρέωση ἦταν νά δίνουν τήν ἐντύπωση πιστῶν καί εὐσεβῶν μουσουλμάνων, ὥστε ν’ ἀποφεύγουν τά σχόλια. Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ζωῆς τους, ἀπαιτοῦσε τήν πιστή τήρηση τῶν τύπων τῆς μουσουλμανικῆς θρησκείας. Γι’ αὐτό καί ἦταν συχνή ἡ παρουσία τους στό τζαμί. Παράλληλα ὅμως εἶχαν, γιά τή χριστιανική τους πίστη, κρυφά μέρη προσευχῆς, σέ σκοτεινά καί ἀπρόσιτα ὑπόγεια καί κατακόμβες κάτω ἀπό τά σπίτια τους. Ὅσοι δέν εἶχαν κατακόμβες φύλαγαν τίς εἰκόνες καί τά καντήλια τους, μέσα στά μεγάλα προγονικά τους μπαοῡλα. Πίσω ἀπό τίς ράχες τους ἔχασκαν, ἀνοιγμένες ἐπίτηδες, χαραμάδες καί τρύπες, γιά τήν ἀνάσα τῆς φλόγας τῆς καντήλας, πού τήν κρατοῦσαν ἀκοίμητη. Οἱ πλουσιότεροι διατηροῦσαν ὑπόγειους ναούς στά σπίτια τους, μέ μεγάλη μυστικότητα, καί στούς ὁποίους ἐτελοῦντο ἱερές ἀκολουθίες καί μυστήρια ἀπό κανονικούς ἱερεῖς. Στά χωριά, πού ἦταν μεικτά, ἄν ὑπῆρχε ὀρθόδοξος ἱερέας, λειτουργοῦσε καί γιά τούς κρυπτοχριστιανούς ἐνορίτες του.
Θεμελιακή, γιά τή ζωή τῶν κρυπτοχριστιανῶν, ἦταν ἡ δράση τῶν μοναστηριῶν τοῦ Πόντου. Τά μοναστήρια αὐτά ὑπῆρξαν φάροι, πού φώτιζαν καί ἑστίες πού θέρμαιναν τίς χριστιανικές ψυχές καί κράτησαν ἄσβεστη τή φλόγα τῆς Ρωμηοσύνης. Σ’ αὐτά, ὅπως ἦταν φυσικό, ἔβρισκαν καταφύγιο καί οἱ κρυπτοχριστιανοί καί ἀπ’ αὐτά περίμεναν τήν πνευματική τους ἐνίσχυση.
Οἱ ὀρθόδοξοι ἱερεῖς τῶν κρυπτοχριστιανῶν, ἄλλοι ἔκαναν τό γυρολόγο ἤ τόν μετακινούμενο μανάβη γιά νά καλύπτουν τήν ἐπικίνδυνη ἀποστολή τους, ἄλλοι μεταμφιέζονταν σέ δερβίσιδες, μολάδες ἤ χοτζάδες, πράγμα πού προϋπόθετε τέλεια κατοχή τῆς τούρκικης γλώσσας καί τοῦ Κορανίου.
Τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί τά ἔθιμα σήμαιναν γιά τούς κρυπτοχριστιανούς τά θεῖα δῶρα τῆς ὑπομονῆς καί ἡρεμίας μέσα στήν τόσο ταραγμένη ζωή τους. Γι’ αὐτό τηροῦσαν τίς περιόδους τῆς νηστείας ἐπακριβῶς, συμμετεῖχαν σ’ ὅλα τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί τακτικά στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ὁ δεσμός αὐτός μέ τήν Ἐκκλησία τούς βοήθησε νά κρατήσουν τήν πίστη τους. Ἀντίθετα, ὅσοι ἀπ’ αὐτούς ἔμεναν σέ ἀπομονωμένες περιοχές, χωρίς νά ἔχουν ἐπαφή μέ τήν Ἐκκλησία, σιγά σιγά ἀπορροφήθηκαν ἀπό τό μουσουλμανικό περιβάλλον.
Γιά νά μή δίνουν ὑποψίες οἱ κρυπτοχριστιανοί, στό περιβάλλον τους, τελοῦσαν φανερά τήν περιτομή καί ἔπαιρναν ἕνα μουσουλμανικό ὄνομα. Παράλληλα δέ μέ τή μυστική χριστιανική βάπτιση καί τό χρίσμα ἔπαιρναν καί ἕνα χριστιανικό ὄνομα, γιά τό ὁποῖο ὁ νονός ἤ ἀνάδοχος, μετά τή βάπτιση, εὐχότανε στόν βαπτισθέντα «Νά ζήσει μέ τ’ ὄνομά του», δηλαδή ποτέ νά μή βρεθεῖ στήν ἀνάγκη νά μεταστραφεῖ στόν Ἰσλαμισμό καί νά ἀλλάξει τό πραγματικό του ὄνομα. Τά δύο ὀνόματα (μουσουλμανικό καί χριστιανικό) ἦταν συνήθως συνώνυμα ἤ ὁμόηχα π.χ. Μεχμέτ και Μιχάλης, Μεριέμ καί Μαρία, Ἰμπραχήμ καί Ἀβραάμ, Λιάζ καί Ἠλίας. Ὅταν ἕνα χωριό δέν εἶχε δικό του ἱερέα, τότε ἔπαιρναν τά παιδιά τή νύχτα καί πήγαιναν νά τά βαπτίσουν στό διπλανό χωριό ἤ σέ ἕνα μοναστήρι. Τά μυστικά τῆς ζωῆς τῶν κρυπτοχριστιανῶν τά πληροφοροῦνταν τά παιδιά, μόνο ὅταν ἔφταναν σέ μιά συγκεκριμένη ἡλικία καί ὅταν δέν ὑπῆρχε φόβος, μέ τήν παιδική τους ἀθωότητα, νά τά κοινοποιήσουν.
Ὅσο γιά τήν παιδεία, οἱ κρυπτοχριστιανοί ἦταν ὑποχρεωμένοι νά στέλνουν τά παιδιά τους σέ τουρκικά σχολεῖα, γιατί ἦταν ἐγγεγραμμένα στά ληξιαρχεῖα ὡς τουρκόπουλα. Τήν ἡμέρα, τά παιδιά αὐτά, πήγαιναν στό σχολεῖο καί διδάσκονταν τό Κοράνι, τά βράδια ὅμως οἱ ὀρθόδοξες μητέρες, τούς δίδασκαν, μαζί μέ τήν ἑλληνική ποντιακή διάλεκτο, τήν ἀληθινή πίστη, τήν παράδοση καί τήν ἱστορία τοῦ ρωμαίηκου Γένους.
Στό γάμο τηροῦσαν τή χριστιανική μονογαμία. Παντρεύονταν μόνο μεταξύ κρυπτοχριστιανῶν καί ἐτελεῖτο ὁ γάμος φανερά ἀπό τόν χότζα, καί κρυφά τή νύκτα, ἀπό τόν ὀρθόδοξο ἱερέα, σέ ὑπόγειο ναό. Ἄν τοῦτο δεν ἦταν εὔκολο ἔφευγαν γιά ἄλλο χωριό, πού εἶχε ἱερέα, ἤ ἀκόμη ἔφευγαν γιά γαμήλιο ταξίδι καί περνοῦσαν ἀπό χριστιανικό μοναστήρι ἤ καί τέλος πήγαιναν σέ ἀπομακρυσμένη μεγάλη πόλη, ὅπου τό ζεῦγος ἦταν ἄγνωστο καί τελοῦσαν τό μυστήριο τοῦ γάμου, μέ ὀρθόδοξο ἱερέα. Σέ χωριά μέ μικτό πληθυσμό, οἱ κρυπτοχριστιανοί δεν πάντρευαν τίς κόρες τους μέ ἀναγνωρισμένους χριστιανούς. Ἄν τοῦτο ἦταν ὑποχρεωτικό νά γίνει τότε ὁ κρυπτοχριστιανός ἔκλεβε τή φανερή χριστιανή καί αὐτή, δῆθεν ἐκβιαζόμενη, γίνονταν μουσουλμάνα καί στή συνέχεια πήγαιναν στήν Πόλη ἤ σέ κάποιο μοναστήρι καί τελοῦσαν τό μυστήριο τοῦ γάμου.Ἕνα ποντιακό τραγούδι, μεταγλωττισμένο, μιλᾶ γιά γάμο χριστιανῆς νύφης πού παντρευόταν κρυπτοχριστιανό: «Μή τυραγνιέσαι Σόνια μου καί μή βαρειοκαρδίζεις, ἄντρα παίρνεις ὁλόχρυσο, εἶναι χριστιανοπαίδι, στά φανερά Μαχμούτ ἀγάς καί στά κρυφά Νικόλας, καί στή Μονή μεσονυχτίς θά πᾶτε γιά στεφάνι».
Ἡ κηδεία τῶν κρυπτοχριστιανῶν συνοδεύονταν πάντα μέ δυσκολίες. Οἱ νεκροί κηδεύονταν φανερά ἀπό τό χότζα καί θαύονταν σέ μουσουλμανικό νεκροταφείο καί τή νύκτα μεταθαύονταν μυστικά ἀπό ὀρθόδοξο ἱερέα σέ χριστιανικό κοιμητήριο, ὅπως μαρτυρεῖ καί ἡ λαϊκή φράση: «Τήν ἡμέραν σα μεζάρε καί τή νύχτα σον Αε Θόδωρον». Ἀκόμη ἐγένετο ἡ κηδεία χωρίς τήν παρουσία τοῦ νεκροῦ καί τῶν συγγενῶν του ἤ καί ἀκόμη πρίν τήν ταφή τίς νυκτερινές ὧρες στό σπίτι, ἀπό ἄγνωστο στήν περιοχή ἱερέα, πού ἐρχόταν χωρίς ράσα καί μάλιστα πρίν νά γίνει γνωστός στό χωριό ὁ θάνατος. Ὅταν δέν ἦταν δυνατό νά ἔρθει ὁ ἱερέας, στό σπίτι τοῦ νεκροῦ, γινόταν ἡ χριστιανική ἀκολουθία στήν ὑπόγεια ἐκκλησία, τήν ὥρα πού πήγαιναν τό νεκρό στό μουσουλμανικό νεκροταφεῖο. Ὑπῆρχαν ἐπίσης περιπτώσεις, κατά τίς ὁποῖες ὁ ἱερέας πήγαινε στόν τάφο τοῦ θαμμένου ἤδη κρυπτοχριστιανοῦ καί διάβαζε τή νεκρώσιμη ἀκολουθία μόνος του καί χωρίς νά δώσει σημεῖα ἀναγνώρισης. Ἄν δέν ὑπῆρχε ἱερέας, ἔπαιρναν χῶμα πάνω ἀπό τόν τάφο καί τό πήγαιναν ἔστω καί μακριά σέ ὀρθόδοξο ἱερέα, ὅπου διάβαζε τή νεκρώσιμη ἀκολουθία καί ἔρριπταν ἀργότερα τό χῶμα πάνω στόν τάφο τοῦ νεκροῦ.
Μέ μεγάλη σχολαστικότητα γίνονταν τά μνημόσυνα τῶν νεκρῶν. Τά Ψυχοσάββατα καί τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων ἑτοιμάζονταν τά κόλλυβα στή μνήμη τῶν νεκρῶν. Στό σπίτι ἄναβαν κεριά μπροστά στίς εἰκόνες, διάβαζαν τά ὀνόματα τῶν νεκρῶν καί τούς σκέφτονταν. Ὅταν δέν μποροῦσαν νά κάνουν μνημόσυνα, ἔστελναν στά κοντινά μοναστήρια, ὡς πρόσφορά, σιτάρι καί φροῦτα.
Ἀλλά καί τό Πάσχα, αὐτή τή λαμπρή καί μεγάλη γιορτή τοῦ Χριστιανισμοῦ, οἱ κρυπτοχριστιανοί τή ζοῦσαν μέ σφιγμένη τήν καρδιά καί μέ δάκρυα στά μάτια ἀλλά καί μέ ἐλπίδα, ὅτι θά τούς ἀξιώσει ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία νά γιορτάσουν τήν ἑπόμενη χρονιά τίς μέρες αὐτές χωρίς ἄγχος, ἀνοιχτά καί ἐλεύθερα. Στό σημεῖο αὐτό ἄς δοῦμε μιά μικρή ἱστορία, ὅπως τήν διασώζει, ἀπό τόν Χρ. Τσαρτιλίδη, ὁ Κ. Φωτιάδης: «Εἶναι νύχτα τοῦ Πάσχα. Οἱ καμπάνες τοῦ χωριοῦ…ἠχοῦν. Οἱ χριστιανοί ξυπνοῦν, σηκώνονται καί πηγαίνουν στήν ἐκκλησία. Ὁ Μουσταφᾶ, πού εἶναι χριστιανός, ξυπνάει καί αὐτός. Χωρίς θόρυβο καί χωρίς νά ἀνάψει φῶς ξυπνάει τήν οἰκογένειά του, τή γυναίκα του Ἐμινέ, πού ὀνομάζεται Μαρία, τήν κόρη του Φατμέ ἤ Ἑλένη καί τό γιό του Χασάν ἤ Γεώργιο. Συναντιοῦνται σέ ἕναν χῶρο στό ὑπόγειο τοῦ σπιτιοῦ. Ἐκεῖ παραμερίζουν στήν ἄκρη τούς σάκκους καί παίρνουν τίς εἰκόνες ἀπό κάτω καί τίς κρεμοῦν. Γονατίζουν μπροστά τους, κάνουν τό σταυρό τους καί ἀνάβει ὁ καθένας ἀπό ἕνα κερί. Ὁ Μουσταφᾶ, πού εἶναι χριστιανός παίρνει ἕνα ἱερό βιβλίο καί τό ἀνοίγει. Νά διαβάσει δέν μπορεῖ, ἀλλά ψάλλει ἕναν ὕμνο σιγοψιθυρίζοντας στά σπασμένα ἑλληνικά του. Ἡ οἰκογένεια σταυροκοπιέται ξανά καί λένε ὅλοι σιγά Χριστός ἀνέστη. Ὁ καθένας τρώει ἀπό ἕνα αὐγό πού εἶναι βαμμένο καφέ ἀπό χυμό κρεμμυδιῶν. Εἶχαν φοβηθεῖ νά ἀγοράσουν κόκκινη μπογιά γιά τά αὐγά. Μέ σφιγμένη τήν καρδιά καί δάκρυα στά μάτια ἀσπάζεται ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί ἀνεβαίνουν ἐπάνω στά δωμάτιά τους νά κοιμηθοῦν. Οἱ καμπάνες χτυποῦν ξανά …»
Πάντως ἡ διπλή ζωή τῶν κρυπτοχριστιανῶν ἦταν ἕνα ψυχολογικό μαρτύριο, ἕνα ζωντανό δρᾶμα, ἕνας διαρκής φόβος γιά τό Θεό, πού εἶχαν τήν αἴσθηση πώς τόν πρόδωσαν, μιά ἀγωνία ὅτι θά ἀνακαλυφθοῦν ἀπό τίς ἀρχές, ἀλλά καί μιά ἐλπίδα ὅτι κάποια μέρα θά βελτιωθεῖ ἡ κατάστασή τους καί θά λυθεῖ τό δράμα τους. «Ὁ Κρυπτοχριστιανισμός, κατά τόν Καθηγητή Φωτιάδη, εἶναι ἀπόδειξη γιά τήν ἔνταση ἑνός ψυχικοῦ-πνευματικοῦ ἀγώνα. Ἄν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἤθελαν ἁπλῶς νά σώσουν τή ζωή τους καί τήν περιουσία τους, θά εἶχαν ἀσπαστεῖ ἁπλούστατα τόν Ἰσλαμισμό. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι κατά τή διάρκεια τῆς ἡμέρας φοροῦσαν τό φέσι, τό βράδυ ὅμως τό ἔβγαζαν καί πήγαιναν στίς ὑπόγειες ἐκκλησίες, γιά νά συμμετάσχουν στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τό ἔκαναν γιά νά διατηρήσουν την πίστη τους. Ὁ Κρυπτοχριστιανισμός ἀποτελεῖ ἀπόδειξη γιά τή δύναμη ἀντίστασης τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν τῆς ρωμαίηκης παράδοσης, εἶναι ὁ ἀγώνας συνείδησης γιά τήν ψυχική καί πνευματική ἐλευθερία. Ἡ διατήρηση τῆς θρησκείας καί τοῦ πολιτισμοῦ, ἦταν γιά τούς κρυπτοχριστιανούς μόνο καί μόνο δυνατή, γιατί ἔκαναν ἕνα συμβιβασμό καί ὑπέκυψαν στήν καταπίεση ἀπ’ ἔξω τόσο μόνο, ὥστε νά δημιουργήσουν ἕναν ἐλεύθερο χῶρο γιά τή διατήρηση τῶν ἀξιῶν αὐτῶν στά κρυφά».
Σήμερα ὑπάρχουν κρυπτοχριστιανοί ;
Ἀπό τόν Αὔγουστο τοῦ 1922, πού κατάρρευσε τό μικρασιατικό μέτωπο, ἄρχισε ἡ ἐξόντωση καί τό ξερίζωμα ἑκατοντάδων χιλιάδων ρωμηῶν, ἀπό τίς προαιώνιες ἑστίες τους, στή Μικρά Ἀσία καί τήν ἀνατολική Θράκη. «Ἔφυγαν ὅμως ὅλοι; ρωτάει ὁ Γεώργιος Πρίντζιπας, μήπως ὑπῆρξαν κρυπτοχριστιανοί, πού δέν τόλμησαν, ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή νά φανερωθοῦν; … Εἶναι γνωστό, ἐπίσης, πώς λόγῳ τοῦ πολέμου, σέ μερικές περιοχές, οἱ ἐπονομαζόμενοι «κλωστοί» τῶν κρυπτοχριστιανῶν, συνέχιζαν νά ζοῦν στήν ἀποκρυφία. Ἐκεῖ δέν ἔγινε γνωστή ἡ δυνατότητά τους νά δηλωθοῦν ὡς χριστιανοί. Αὐτούς δέν τούς ἄγγιξε ἡ ἀνταλλαγή. Ἔτσι ἔμειναν στόν τόπο τους μεταθέτοντας γιά τό ἀπώτερο μέλλον τήν ὥρα πού θά ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους. Ἄλλο στοιχεῖο πού μᾶς βάζει σ’ ἐρωτήματα εἶναι οἱ γάμοι χριστιανῶν ἤ κρυπτοχριστιανῶν γυναικῶν μέ τούρκους. Γάμοι πού ἔγιναν λίγο πρίν τήν καταστροφή, μέ βία ἤ καί χωρίς βία. Πολλές διατήρησαν τήν πίστη τους, ἀλλά δέν κρίθηκαν ὡς ἀνταλλάξιμες. Ἄλλες συνέχιζαν νά ζοῦν, ὅπως ἤξεραν τόσα χρόνια, στά κρυφά. Πῶς μεγάλωσαν τά παιδιά τους; Σάν χριστιανούς ἤ σάν μουσουλμάνους; Ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι εὔκολη. Κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι σίγουρος γιά τό τί μπορεῖ νά συμβαίνει ἐκεῖ, πού χρόνια πρίν χτύπαγε ἡ καρδιά τῆς Ρωμηοσύνης».
Πάντως, ἔμειναν κρυπτοχριστιανοί στήν Τουρκία. Ὑπάρχουν οἰκογένειες πού χωρίσθηκαν. Κάποιοι ἀπ’ αὐτούς σήμερα ζοῦν στήν Ἑλλάδα, κάποιοι σέ ἄλλες Χῶρες καί κάποιοι στήν Τουρκία. Χωρίς αὐτό νά σημαίνει, πώς οἱ οἰκογένειες ἤ τά ἄτομα πού ζοῦν στήν Τουρκία, εἶναι ἀκόμη κρυπτοχριστιανοί, ὅσο καί ἄν ὑπάρχουν ἐνδείξεις, πού συνηγοροῦν καί σέ μιά τέτοια ἐκδοχή.
Στό σημεῖο αὐτό, ἀξίζει νά δοῦμε, τίς χαρακτηριστικές πληροφορίες, πού καταγράφει ὁ Καθηγητής Φωτιάδης στό βίβλίο του: «Πρός τιμήν τοῦ Γεωργίου Κασιμίδη, (τό τουρκικό του ὄνομα Temel efendi), πού καταγόταν ἀπό μιά κρυπτοχριστιανική οἰκογένεια τοῦ Σταυριοῦ καί πέθανε τό 1961 στήν Τραπεζούντα, ἔγινε στίς 15 Ὀκτωβρίου 1962 στή Θεσσαλονίκη μνημόσυνο στό ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Στυλιανοῦ. Τό μνημόσυνο αὐτό τό ἔκανε ἡ οἰκογένεια Κιουπτσίδη, πού ζεῖ στή Θεσσαλονίκη καί ἔχει στενή συγγένεια μέ τήν οἰκογένεια τοῦ μακαρίτη πού ζεῖ στήν Τουρκία». Ὑπάρχουν καί γραπτές μαρτυρίες τέτοιων συγγενικῶν σχέσεων, π.χ., μέ τή μορφή ἀλληλογραφίας, ἀνάμεσα σέ κρυπτοχριστιανούς στήν Τουρκία καί στούς συγγενεῖς τους, πού ζοῦν σήμερα στήν Ἑλλάδα.
Ἡ πλειοψηφία τῶν κατοίκων τῆς μαυροθαλασσίτικης περιοχῆς τοῦ Πόντου, μέχρι τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν, μιλοῦσαν τήν ἑλληνική ποντιακή διάλεκτο. Αὐτό τό διαπίστωσε ὁ καθηγητής Φωτιάδης, καί σέ διάφορες πόλεις τῆς νοτιοδυτικῆς Γερμανίας, πού συνάντησε Τούρκους ἀπό τήν περιοχή τοῦ Πόντου, πού μιλοῦσαν ἄπταιστα τήν ἑλληνική ποντιακή διάλεκτο. «Ἀπό αὐτούς πληροφορήθηκα, γράφει, ὅτι καί τά παλιά ποντιακά ἔθιμα εἶναι ἀκόμα πολύ ζωντανά. Ἐπίσης μέ διαβεβαίωσαν ὅτι ἔχουν διατηρηθεῖ τά ἑλληνικά τοπωνύμια καί ἀκόμη ὅτι τά ἑλληνικά ἐπώνυμα ἔχουν ἁπλῶς τουρκικές καταλήξεις».
Παρ’ ὅτι ἔφυγε ὁ δηλωμένος ἑλληνικός χριστιανικός πληθυσμός, ἀπό τή Μικρά Ἀσία, γράφει ἡ Ὄλγα Βατίδου, οἱ Τοῦρκοι, ἐκεῖ, δέν ἔπαυσαν νά δείχνουν σεβασμό πρός τή χριστιανική λατρεία καί τά θρησκευτικά ἤθη καί ἔθιμά μας. Πολλές γυναίκες στόν Πόντο, κάνουν ἀκόμη μέ τή δεξιά παλάμη τους τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω στό ζυμάρι, ὅταν ζυμώνουν τό ψωμί. Καί ὅταν τίς ρωτοῦν γιατί τό κάνουν αὐτό, ἐκεῖνες ἀπαντοῦν «ἔτσι τό βρήκαμε».
Σ’ ὁλόκληρη τήν Τουρκία τιμοῦν καί εὐλαβοῦνται μέχρι σήμερα οἱ μουσουλμάνοι τόν ἅγιο Γεώργιο καί τόν γιορτάζουν μέ τόν δικό τους εὐσεβῆ τρόπο, ὡς ἐαρινή γιορτή, στίς 6 Μαΐου, δηλαδή 13 μέρες ἀργότερα ἀπό τή μνήμη του, μέ τό παλαιό ἡμερολόγιο. Τό ἴδιο εὐλαβοῦνται οἱ μουσουλμάνοι στήν Πόλη καί τήν Ἀνατολή καί ἄλλα προσκυνήματα καί ἁγιάσματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Ἀρχές Δεκεμβρίου τοῦ 1983, συγκλήθηκε τό πρῶτο διεθνές συνέδριο μέ θέμα τόν Ἅγιο Νικόλαο, ἀπό τίς τοπικές ἀρχές τῆς Ἀττάλειας, πού βρίσκεται κοντά στά Μύρα, ὅπου καί ὁ ναός τοῦ ἁγίου Νικολάου μέ τόν συλημένο τάφο του. Τό πιό σημαντικό ὅμως ἦταν, ὅτι ἐπέτρεψαν οἱ Ἀρχές, στόν τότε μητροπολίτη Μύρων Χρυσόστομο Κωνσταντινίδη νά τελέσει, ἔπειτα ἀπό 61 χρόνια, Θεία Λειτουργία μέσα στήν ἱστορική βασιλική τοῦ ἁγίου Νικολάου. Στίς 6 Δεκεμβρίου τοῦ 1992, λειτούργησε στό ναό, γιά πρώτη φορά, καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, συμπαραστατούμενος ἀπό ἀρχιερεῖς τοῦ Θρόνου. Ἀλλά στό ναό τελοῦνται, μέχρι σήμερα, Θεῖες Λειτουργίες, μετά ἀπό σχετική ἄδεια, καί ἀπό τό νέο μητροπολίτη Μύρων κ. Χρυσόστομο Καλαϊτζῆ.
Ἀλλά καί σέ ἄλλες ἐπαρχίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τελοῦνται Θεῖες Λειτουργίες, μετά ἀπό πρόσκληση τῶν τοπικῶν ἀρχῶν, κοντά σέ ἐρείπια παλαιῶν ναῶν ἤ καί σέ ἀναστηλωμένους ναούς, ἀκόμη καί στήν ὕπαιθρο, μέ προεξάρχοντα, τίς περισσότερες φορές, τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ἤ καί ἄλλους Πατριάρχες, ἀλλά καί ἀπό ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς τόσο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ὅσο καί ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Τήν Κυριακή 15 Αὐγούστου 2010, μετά ἀπό 88 ἔτη λήθαργου καί σιωπῆς, λειτούργησε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης στήν Ἱερά Μονή τῆς Παναγίας Σουμελᾶ τοῦ Πόντου. Γεγονός τό ὁποῖο ἐπαναλήφθηκε καί φέτος.
Ἐπίσης τήν Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011, ἔγιναν, μετά ἀπό 90 χρόνια, τά Θυρανοίξια τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Παύλου καί Ἁγίου Ἀλυπίου Ἀτταλείας ἀπό τόν Μητροπολίτη Πισιδίας κ. Σωτήριο, μέ τή συμμετοχή ἱερέων καί πλήθους σλαβοφώνων πιστῶν ἐγκαταστημένων στήν Ἀττάλεια ἀλλά καί προσκυνητῶν ἀπό διάφορες χῶρες. Ἀπό τότε ὁ ναός, πού ἐξοπλίσθηκε μέ ὅλα τά ἀναγκαῖα ξυλόγλυπτα, τά ὁποῖα κατασκευάσθηκαν στήν Κορέα, ἱερές εἰκόνες, ἱερά σκεύη, κανδήλια κλπ. λειτουργεῖ καθημερινά».
Στό σημεῖο αὐτό θά ἤθελα νά κλείσω αὐτή τή σημαντική σελίδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τοῦ γένους μας, μέ ὅσα ἡ Ὄλγα Βατίδου γράφει στό τέλος τοῦ βιβλίου της: «Οἱ ξεριζωμένοι σκέπτονται καί διαρκῶς ἀναρωτιοῦνται. Τί τάχα νά γίνεται ἐκεῖ κάτω στή Μικρασία … στήν τουρκεμένη πιά ὁλότελα χώρα ; Νά βλασταίνει τάχα ἀκόμα, ἔστω καί στά ἀνήλιαγα, κεῖνος ὁ … σπόρος τοῦ χριστιανισμοῦ ; Καμμιά ἀπάντηση. … Νά πιστέψουν ἄραγε οἱ ξερριζωμένοι ρωμηοί τῆς Ἀνατολῆς σ’ αὐτό, πού λένε πολλοί, πώς τίποτα δέν μένει κάτω καί πώς ὅ,τι πέσει ξανασηκώνεται; Μιάς ὅμως καί εἶναι χριστιανοί οἱ ρωμηοί τῆς Μικρασίας, ἄς πιστέψουνε στήν Ἀνάσταση».
ΠΗΓΗ -ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ
Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ: ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΑΣ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ
Συγγραφέας: kantonopou στις 24 Αυγούστου 2016
Τα τελευταία χρόνια, από τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας, οι νέοι μαθαίνουν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν αντίθετη στο πνεύμα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Εμφορούμενη δήθεν από φόβο για τη θέση της στη ζωή των υπόδουλων Ελλήνων και από πνεύμα υποταγής στους Τούρκους, αρνήθηκε την παιδεία, την επιστημονική πρόοδο, τον προσανατολισμό του υπόδουλου Γένους στον αγώνα για ελευθερία. Θα ήταν βέβαια αρκετό οι προκατειλημμένοι έναντι της πίστης συγγραφείς να διαβάσουν έναν κατάλογο με τους διαπρεπέστερους λογίους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αυτούς που έκαναν γνωστό στον υπόδουλο Ελληνισμό και ιδιαίτερα στους νέους τα επιτεύγματα τόσο της παιδείας όσο και των επιστημών, που ο Διαφωτισμός στην Ευρώπη έφερε. Οι περισσότεροι λόγιοι ήταν κληρικοί. Και τα ελληνικά σχολεία ιδρύονταν με γράμματα και άδεια του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχη.
Ξεχωριστή η μορφή του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Έργο ζωής του η ίδρυση σχολείων. Το να μιλούν οι Έλληνες τα ελληνικά και να μην αφήνονται στην ευκολία της χρήσης της τουρκικής γλώσσας. Το να κρατήσουν τις πνευματικές ρίζες και την ταυτότητά τους. Την έγνοια για την ψυχή και τον Χριστό. Ήξερε ο Πατροκοσμάς ότι κρατώντας τη θρησκευτική πίστη παρέμεναν Έλληνες οι νέοι. Γιατί η θρησκευτική ταυτότητα ήταν το διαφοροποιητικό στοιχείο. Μόνο έτσι θα παρέμενε άσβηστη η δίψα για ελευθερία. Αν ο νέος έχανε την ψυχή του, θα έχανε οριστικά και την ελπίδα να διαχειρίζεται ο ίδιος τη ζωή του. Και ο νυν αιώνας θα έφευγε και η σωτηρία.
Διδάχος του Γένους ονομάστηκε ο Πατροκοσμάς. Επισφράγισε το παιδευτικό και αφυπνιστικό του έργο με την σταθερότητα στη χριστιανική πίστη, παρότι αυτή τον οδήγησε στο μαρτύριο. Και χωρίς να κάνει κήρυγμα για την επιστήμη και το άνοιγμα στους νέους ορίζοντες, διέσπειρε στο λαό κατά τις περιοδείες του μία βασική αρχή του Διαφωτισμού: την καθολικότητα της παιδείας. Οι αρνητές της προσφοράς της Εκκλησίας τον θεωρούν εξαίρεση, καθώς δεν μπορούν να τον διαγράψουν από το προσκήνιο. Όσοι όμως μπορούν να δούνε νηφαλιότερα, καταλαβαίνουν ότι τα διδάγματά του και ο τρόπος ζωής του έχουν μεγάλη αξία για τους σύγχρονους νέους.
Σε μία εποχή ανερμάτιστη, στην οποία συνθηκολογήσαμε με την αποδοχή μιας ταυτότητας που δεν ταιριάζει στις ρίζες μας και μας αλλοτριώνει, ο Πατροκοσμάς μας ξαναδείχνει τι σημαίνει να νιώθουμε ότι έχουμε ψυχή. Δηλαδή να βάζουμε ως προτεραιότητές μας την αγάπη και όχι τη χρησιμοθηρία. Την αλήθεια και όχι την υποκρισία. Τη θυσία και όχι το δικαίωμα. Το να μην αδικούμε. Το να ελπίζουμε στην αιωνιότητα και να μην παραδιδόμαστε στο εφήμερο. Το να μη νικιόμαστε από τη γνώμη των άλλων.
Σε μια εποχή αδιαφορίας, αθεΐας και πρόκλησης ο Πατροκοσμάς μας δείχνει τι σημαίνει να πιστεύουμε στον Χριστό. Η πίστη δεν μας κάνει επιλογείς της απαιδευσίας, ούτε μας εγκλωβίζει στο παρελθόν. Μας αφήνει να ανοιχτούμε στο πρόσωπο του συνανθρώπου, προς τον οποίο θα έπρεπε να απευθύνεται ο τελικός σκοπός της γνώσης. Είναι η μοναδική γνήσια οδός προς την ελευθερία της καρδιάς, που συνεπάγεται την ελευθερία της ύπαρξης. Γι’ αυτό και χωρίς θρησκευτική ταυτότητα δε θα παραμείνουμε Έλληνες. Το ίδιο και χωρίς γλώσσα, όπως την περιθωριοποιούμε.
Ας βοηθήσουμε τα μηνύματα αυτά να αντισταθμίσουν την προκατάληψη που η πίστη συναντά!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια» στο φύλλο της Τετάρτης 24 Αυγούστου 2016
http://themistoklismourtzanos.blogspot.gr/
Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
ΑΝΩΤΕΡΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΩΤΕΡΟΙ ΚΛΗΡΙΚΟΙ, ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΓΑΜΟΣ ΤΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ
Συγγραφέας: kantonopou στις 9 Ιουλίου 2016
Στα μέσα τού Β΄αιώνα μ.Χ., όταν άρχισαν να υποχωρούν οι ενθουσιαστικές τάσεις στις χριστιανικές κοινότητες που εκφράζονταν κατά κύριο λόγο από διάφορους χαρισματούχους (προφήτες, γλωσσολαλούντες κ.λ.π.), η εσωτερική οργάνωση τής εκκλησίας εξελίσσεται και λαμβάνει διαφορετική μορφή. Από τις ιστορικές και εκκλησιαστικές μαρτυρίες που έχουμε προκύπτει, ότι οι τρεις βαθμοί τής ιεροσύνης – επίσκοπος, πρεσβύτερος και διάκονος – σταθεροποιούνται πλέον. Προϊόντος τού χρόνου εξαφανίζονται παντελώς τα αξιώματα που συνδυάζονταν με τις ενθουσιαστικές τάσεις και αναπτύσσονται στην εκκλησία νέες υπηρεσίες τις οποίες αναλαμβάνουν ορισμένοι πιστοί…
Σημαντική θέση αρχίζουν να καταλαμβάνουν πλέον στις χριστιανικές κοινότητες οι διάκονοι ένεκα της υπηρεσίας που πρόσφεραν στο μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας καθώς επίσης επειδή είχαν αναλάβει την φροντίδα για τους πτωχούς και τοιουτοτρόπως αποτελούσαν τον σύνδεσμο μεταξύ των επισκόπων και του ποιμνίου. Πολλές φορές μάλιστα παρά τον πρεσβύτερο βρίσκονταν και διάκονος, γι’ αυτό και όταν ελλείπει ο επίσκοπος, διευθύνουν αυτοί την εκκλησία. Επικράτησε και η συνήθεια να υπάρχουν στις πόλεις 7 διάκονοι σύμφωνα με την ιστορία των Πράξεων των Αποστόλων: «Διάκονοι επτά οφείλουσιν είναι κατά τον Κανόνα, καν πάνυ μεγάλη η, η πόλις. Πεισθείση δε από της βίβλου των Πράξεων» Κανόνας ΙΕ΄(15), της Νεοκαισαρείας τοπικής συνόδου. Καθιερώθηκε και ο θεσμός των υποδιακόνων, επτά πάλι στον αριθμό όσους είχε και ο Ρώμης Φαβιανός (236 – 250 μ.Χ.). Καθένας από αυτούς βοηθούσε ένα διάκονο στο έργο του και είχαν και αυτοί σαν βοηθό τους, τούς ακόλουθους.
Εκ της λατρείας προκύπτει το λειτούργημα του εξορκιστή, ο οποίος στο βάπτισμα και στους ασθενείς διάβαζε τις εξορκιστικές ευχές, τις οποίες έπρεπε να διαβάζουν οι κληρικοί. Εφορκιστές και εξοριστές ονομάζονταν οι κατηχητές τών εις την χριστιανική πίστη προσερχομένων απίστων ή αιρετικών, επειδή κατηχούντες αυτούς, εξόρκιζαν τα εις αυτούς κατοικούντα πονηρά πνεύματα, εις το όνομα τού Κυρίου, για να φύγουν από αυτούς. Σύμφωνα δε με το βιβλίο των Αποστολικών Διαταγών κεφάλαιο ΚΣ΄(26), οι εξορκιστές είχαν το χάρισμα των ιαμάτων, όχι από χειροτονία αλλά από αποκάλυψη που φανερώνονταν από το Θεό για το ποιοι θα είναι.
Η ανάγνωση τών Γραφών στην εκκλησία δημιούργησε το αξίωμα τούαναγνώστη, γιατί έπρεπε να είναι κανείς εξασκημένος για να μπορεί να διαβάζει τους κώδικες. Ο τίτλος του αναγνώστη παρελήφθη από την χριστιανική Εκκλησία, από τον ιδιωτικό βίο των Ρωμαίων. Σ’ αυτούς οι αναγνώστες (lectores) ήταν εγγράμματοι δούλοι, τους οποίους τα αφεντικά τους είχαν γι’ αυτό ακριβώς τον σκοπό, δηλαδή να τους διαβάζουν είτε όταν έτρωγαν στο τραπέζι είτε όταν ξεκουράζονταν. Ο Αύγουστος είχε αναγνώστη, ο οποίος του διάβαζε όταν είχε αϋπνίες. Αναγνώστες είχαν επίσης και άλλοι σπουδαίοι Ρωμαίοι όπως ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος, ο Αττικός και άλλοι.
Όχι σπάνια ανατίθετο σ’ αυτούς και η ερμηνεία αυτών που διάβαζαν. Ο αναγνώστης κατείχε επίσημη θέση στον εκκλησιαστικό οργανισμό, γι’ αυτό και υπάρχουν αρκετοί κανόνες που αναφέρονται στην κατάσταση αυτών και τάξη όπως λ.χ. ο ΙΘ΄(19) κανόνας τής εν Καρθαγένη τοπικής συνόδου που ορίζει πως οι αναγνώστες όταν φθάσουν στην ηλικία των 14 ετών να αναγκάζονται ή να παντρεύονται ή να υπόσχονται ότι επιθυμούν να φυλάξουν παρθενία και αγαμία: «ήρεσεν, ώστε τους Αναγνώστας, εις τον καιρόν τής ήβης ερχομένους, αναγκάζεσθαι, ή συμβίους αγάγεσθαι, ή εγκράτειαν ομολογείν». Πάντως για τον συγκεκριμένο κανόνα ο Ιωάννης Ζωναράς (περίπου 12ος αιώνας μ.Χ.), έχει την άποψη πως επικρατούσε στην Αφρική και όχι σε άλλους τόπους. Τα οφίκια μάλιστα της 7ης, 8ης, και 9ης πεντάδας θεωρούνται ως οφίκια του αναγνώστη. Τους αναγνώστες αναφέρει ήδη ο απολογητής και μάρτυρας Ιουστίνος ο φιλόσοφος περί το 165 μ.Χ.
Οι Οστιάριοι ήταν οι θυρωροί ή και γενικώτερα επιμελητές στις συνάξεις τών πιστών. Το εκκλησιαστικό αυτό αξίωμα δίδονταν στους ψάλτες ή τους αναγνώστες, μερικές δε φορές και στους διακόνους, αλλά και στους πρεσβύτερους. Τα καθήκοντά τους ήταν τα εξής: α) Να στέκονται μπροστά από τις πόρτες τού ναού και να εμποδίζουν την είσοδο σ’ αυτόν στους ασεβείς καθώς και την έξοδο τών πιστών πριν από το τέλος τής θείας λατρείας, η οποία γίνονταν κατά τους χρόνους των διωγμών, οπότε καθίσταντο οστιάριοι από τον επίσκοπο αυτοί οι οποίοι ειδοποιούσαν κρυφά τούς πιστούς για τον τόπο και τον χρόνο τής τέλεσης τής θείας λατρείας. Επιπλέον ξεχώριζαν τους πιστούς από τους κατηχούμενους, έβγαζαν έξω από το ναό τους άπιστους και έκλειναν τις πόρτες του, μετά το τέλος τής λειτουργίας των πιστών και των κατηχούμενων. β)Να κρατούν την ράβδο του αρχιερέα γ) Να στέκονται στην πόρτα του ναού κατά την εκλογή τού επισκόπου και την προχείρισή του. Οι οστιάριοι οι οποίοι ήταν δύο ή τρεις μπορούσαν να τιμηθούν και με άλλο εκκλησιαστικό αξίωμα, όπως αυτό του εξάρχου.
Όλες αυτές οι εκκλησιαστικές «υπηρεσίες» (λειτουργήματα) ήταν προβαθμίδες για την είσοδο κάποιου πιστού στον κλήρο ή το πρεσβυτέριο. Στην Ανατολή δεν υπήρχε το λειτούργημα του ακόλουθου, αναφέρονται όμως οι ψάλτες. Επίσης υπήρχε ιδίως στην Αίγυπτο το λειτούργημα τών διδασκάλων, οι οποίοι θεωρήθηκαν γνωστικοί και πνευματικοί, επειδή ζούσαν βίο ασκητικό και ασχολούνταν με πνευματικές μελέτες. Αυτοί δίδασκαν και τους κατηχουμένους (την πρωτοχριστιανική τάξη των δόκιμων πιστών που δεν είχαν βαπτιστεί ακόμα), και επειδή ανήκαν στον κλήρο και εξομολογούσαν τους πιστούς, το όνομα πνευματικός έμεινε για να σημαίνει εφεξής στην εκκλησία τούς εξομολογητές.
Το τέλος τού Β΄αιώνα μ.Χ. βρήκε και την ανύψωση τού μορφωτικού επιπέδου των κληρικών, αφού πλέον διδάσκονταν στις κατηχητικές σχολές που είχαν δημιουργηθεί, ενώ πρώτα ήταν αυτοδίδακτοι. Συντηρούνταν από την εργασία τους, όταν δε τα καθήκοντά τους αυξήθηκαν και δεν μπορούσαν να εργάζονται άρχισαν να δέχονται εισφορές από τους πιστούς. Έγινε και προσπάθεια να επιβληθεί στους πιστούς η δεκάτη, κατά το πρότυπο του Ιουδαϊκού λαού που απέδιδε το 10% από τις σοδειές του στους Ιερείς, αλλά απέτυχε γι’ αυτό και πολλοί κληρικοί εξακολουθούσαν να ασκούν το επάγγελμά τους. Για τους επισκόπους δεν θεωρήθηκε σωστό να ασκούν το επάγγελμα τού έμπορα, γιατί όπως λέει ο Κυπριανός ταξίδευαν σε ξένες επαρχίες και εργάζονταν σαν έμποροι. Η σύνοδος τής Ελβίρας τής Ισπανίας επέτρεψε στους κληρικούς να εμπορεύονται εκτός της επαρχίας τους μόνο. Και η σύνοδος τής Καρχηδόνος (398 μ.Χ.) επιτρέπει στους κληρικούς να ασκούν χειρωνακτική εργασία.
Γάμος κληρικών
Σύμφωνα με την πρώτη επιστολή προς Τιμόθεο 3:2 του Αποστόλου Παύλου δεν χειροτονούνταν επίσκοπος κάποιος που είχε νυμφευθεί δύο φορές: «ο επίσκοπος πρέπει να είναι άμεμπτος, σύζυγος μιας γυναίκας, νηφάλιος, σώφρων …». Αυτό ίσχυε στην Ρώμη στις αρχές τού Γ΄αιώνα μ.Χ., γι’ αυτό και ο Ιππόλυτος κατηγόρησε τον Κάλλιστο πως μετέβαλε την συνήθεια αυτή. Ομοίως ο Ιππόλυτος θεωρούσε σαν καθιερωμένη συνήθεια, πως όσοι είχαν χειροτονηθεί και ήταν άγαμοι δεν επιτρέπονταν να νυμφεύονται. Οι σύνοδοι τής Αγκύρας (314 μ.Χ.) και της Νεοκαισαρείας απειλούν με αφορισμό όσους το κάνουν αυτό. Μόνο στους διακόνους επιτρέπονταν να νυμφεύονται μετά την χειροτονία, αφού όμως το είχαν δηλώσει προηγουμένως: «Διάκονοι όσοι καθίστανται παρ’ αυτήν την κατάστασιν, ει εμαρτύραντο και έφασαν χρήναι γαμήσαι, μη δυνάμενοι ούτω μένειν˙ούτοι μετά ταύτα γαμήσαντες, έστωσαν εν τη υπηρεσία, δια το επιτραπήναι αυτούς υπό του Επισκόπου. Τούτο δε, εί τινές σιωπήσαντες, και καταδεξάμενοι εν τη χειροτονία μένειν ούτω, μετά ταύτα ήλθον επί γάμον, πεπαύσθαι αυτούς της Διακονίας» Κανόνας Ι΄(10), της Αγκύρας τοπικής συνόδου. Πότε καθιερώθηκε η απαγόρευση αυτή μας είναι άγνωστο. Ήταν γενικά αποδεκτό ότι οι νυμφευόμενοι χειροτονούνταν και επίσκοποι, είχαν όλα τα δικαιώματα με τους άγαμους επισκόπους, και μπορούσαν να αποκτήσουν τέκνα.
Όμως περί το τέλος τού Γ΄αιώνα μ.Χ., σημειώθηκε μεταβολή. Και ο λόγος ήταν ο εξής. Επικρατούσε στον ελληνορωμαϊκό κόσμο η ιδέα πως οι λειτουργικές πράξεις τών ιερέων είναι αποτελεσματικές, όταν αυτοί συγκρατούνται και απέχουν από τις σεξουαλικές σχέσεις. Η ιδέα αυτή επέδρασε και επί της εκκλησίας. Στην Ανατολή οι κληρικοί έπρεπε να απέχουν από τις σεξουαλικές σχέσεις προτού να τελέσουν την Θεία Λειτουργία κατά τις ορισμένες μέρες. Στη Δύση όμως επειδή τελούνταν καθημερινά η Θεία Λειτουργία, επιβλήθηκε η πλήρης αποχή και εγκράτεια στην σύνοδο τής Ελβίρας τής Ισπανίας δια του 33ου κανόνος, με τον οποίο ορίζονταν να απέχουν από τις συζύγους και να μη γεννούν τέκνα. Η γνώμη ήταν πως η υπηρεσία τού μυστηρίου είναι ασυμβίβαστη προς τις φυσικές σχέσεις τού γάμου. Ο επίσκοπος Όσιος Κορδούης θέλησε να επιβάλλει τις γνώμες αυτές και στην Ανατολή κατά την διάρκεια της Α΄Οικουμενικής Συνόδου, συνάντησε όμως την αντίδραση του ασκητή Παφνούτιου, ο οποίος αντέδρασε κατά της ιδέας τής αγαμίας τών κληρικών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-
Ιωάννη Ε. Αναστασίου: Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη 1975
-
Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη
3. Νικόδημου Αγιορείτη: Πηδάλιο, Εκδόσεις Βασ. Ρηγόπουλου
http://antiairetikos.blogspot.gr
Κατηγορία ΘΕΟΤΟΚΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ 1821
Συγγραφέας: kantonopou στις 31 Μαρτίου 2016
Η Ιστορία γράφεται από αυτούς που πρωταγωνιστούν στα μεγάλα γεγονότα. Τις μορφές εκείνες που έχουν τη δυνατότητα να είναι νικητές. Τους ήρωες. Όμως πάντοτε, πίσω από αυτούς, υπάρχουν πρόσωπα τα οποία διαδραματίζουν τον δικό τους ρόλο. Κυρίως οι γυναίκες, οι οποίες σε δύσκολους καιρούς, μολονότι δεν είχαν δικαιώματα όπως εμείς τα εννοούμε, ούτε καν μπορούσαν να μάθουν τα βασικά γράμματα, είχαν ωστόσο αυτό που ονομάζουμε «ήθος ελευθερίας».
Με πρότυπο την Παναγιά, την μάνα του Θεού, η οποία, στολισμένη με τις χάρες της αρετής, της αγάπης, της ταπείνωσης, έκανε την πιο επαναστατική πράξη της Ιστορίας, είπε δηλαδή ΝΑΙ στη σάρκωση του Υιού του Θεού εντός της, έγινε η χώρα του Αχωρήτου, και Τον θήλασε, Τον μεγάλωσε, Τον είδε να κάνει το πρώτο θαύμα μετατρέποντας το νερό σε κρασί στον γάμο της Κανά, Τον συντρόφεψε στα θαύματά Του, αλλά και έφτασε να ζήσει τον πόνο του Σταυρού και της Ταφής, για να καταξιωθεί και της μεγάλης χαράς της Ανάστασης, οι γυναίκες που ακολούθησαν το ήθος της Παναγίας, έκαναν τις δικές τους επαναστάσεις. Ιδίως στα πλαίσια της μεγάλης επανάστασης του Γένους μας, του Αγώνα του 1821.
Οι γυναίκες, οι μάνες ήταν αυτές που κράτησαν ζωντανή την πίστη στο Χριστό και την Παναγία κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Αυτή η πίστη έκανε τους Έλληνες να γνωρίζουν ότι είναι διαφορετικοί από τους Τούρκους και να μην εξισλαμιστούν. Οι γυναίκες ήταν αυτές που κράτησαν ζωντανή την ελληνική μας γλώσσα. Γιατί τη μιλούσαν στα παιδιά τους, τα οποία δεν είχαν τα σχολεία και τα βιβλία που έχουμε σήμερα, και έτσι η μια γενιά έδινε στην άλλη τον τρόπο των Ελλήνων. Οι γυναίκες ψέλλιζαν στα παιδιά το «πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ ναι» και κρατούσαν ζωντανή τη σπίθα της ελευθερίας. Οι γυναίκες ήταν αυτές που έπαιρναν τα όπλα, όταν χρειάζονταν. Στο Σούλι, στην Μάνη, στα νησιά δεν κρύβονταν στα δύσκολα, αλλά, μαζί με τους άντρες, πάλευαν για να μην υποδουλωθούν.
Κι όταν ήρθε η ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού, πάλεψαν όπως μπορούσαν για την απελευθέρωση του Γένους μας. Άλλες δίνοντας την περιουσία τους, συντηρώντας καράβια, πολεμώντας ή συνεχίζοντας το έργο των αντρών. Άλλες βοηθώντας τους άντρες να μην απελπιστούν από τις δυσκολίες, αλλά να κρατήσουν την ψυχή τους ολόρθη. Άλλες μη μετανιώνοντας που έπρεπε να θάψουν τα νεκρά παιδιά τους, όντας περήφανες που αυτά θυσιάστηκαν για την ελευθερία. Άλλες προτιμώντας τον θάνατο από την ατίμωση και την αναξιοπρέπεια. Άλλες με την προσευχή στην Παναγία, να βοηθά τους αγωνιστές. Άλλες ετοιμάζοντας τις τροφές, παλεύοντας στα χωράφια που οι άντρες είχαν αφήσει λόγω του πολέμου. Όλες νικώντας προκαταλήψεις μιας εποχής που τις ήθελε κλεισμένες στο σπίτι, άβουλες, άμοιρες, σιωπηλές.
Η Ιστορία γράφεται από τους πρωταγωνιστές της. Όμως κανένας Αγώνας δεν κερδίζεται από τους επώνυμους μόνο, τους ένδοξους. Ιδίως ο αγώνας για ελευθερία θέλει όλους να ανοίγουν τον δρόμο για τη νίκη, μικρούς και μεγάλους, άνδρες και γυναίκες, μορφωμένους και απλούς. Μόνο που κάθε αγώνας θέλει αίμα. Θέλει πόνο και θυσία. Και η γυναίκα ξέρει από τη φύση της ότι ο κόπος, η αγωνία, το μοίρασμα, η αγάπη δεν μπορεί, θα δώσουν ζωή!
Σήμερα οι γυναίκες έχουν δικαιώματα, αν και συχνά η κοινωνία δεν τα σέβεται. Όμως η πατρίδα μας καλεί και αυτές και όλους να πρωτοπορήσουν σε νέους αγώνες. Στην αποτίναξη του ζυγού της εξάρτησής μας από το χρήμα και τους ισχυρούς του. Στον αγώνα για παιδεία που θα έχει στόχο ποιότητα και ήθος, εκτός από τις γνώσεις. Στην έγνοια για έναν κόσμο που θα είναι για όλους και όχι για λίγους. Στον αγώνα να κρατήσουμε ζωντανή τη γλώσσα μας, την ιστορία, την παράδοση, την πίστη μας σε έναν Θεό που μας κάνει να βλέπουμε τον κάθε άνθρωπο εικόνα Του. Ιδίως τον ανήμπορο. Αυτόν που οι περιστάσεις της ζωής και τα συμφέροντα τον αφήνουν χωρίς σπίτι, χωρίς πατρίδα, χωρίς ελπίδα.
Χρειαζόμαστε νέες επαναστάσεις σήμερα. Αυτές που θα μας οδηγήσουν σε μια ελευθερία που θα μας κάνει περισσότερο ανθρώπους. Με αγάπη, λογισμό και όνειρο. Το παρελθόν μάς διδάσκει ότι είναι εφικτές αυτές οι επαναστάσεις. Ας τις αναλάβουμε στο μερίδιο που μας αναλογεί!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
(το κείμενο εικονοποιήθηκε από τον π. Γεώργιο Βλάχο, τον οποίο θερμά ευχαριστούμε, στα πλαίσια της σχολικής εορτής του 7ου Γυμνασίου Κέρκυρας)
Δείτε το ως παρουσίαση στη διεύθυνση
https://www.youtube.com/watch?v=iWgCLHZcyBk&feature=youtu.be
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός
http://themistoklismourtzanos.blogspot.gr/
Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (25 Μαρτίου)
Συγγραφέας: kantonopou στις 24 Μαρτίου 2016
Η Εκκλησία μας εορτάζει στις 25 Μαρτίου τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Για τους Έλληνες είναι διπλή γιορτή, αφού την μέρα αυτή άρχισε η ελληνική επανάσταση του 1821. Εμείς θα σταθούμε μόνο στη θρησκευτική εορτή, του Ευαγγελισμού. Ο Ευαγγελισμός είναι το χαρμόσυνο μήνυμα της θείας ενσάρκωσης, πού με τόσο σαφή τρόπο μας το παρουσιάζει ο ευαγγελιστής Λουκάς στο Ευαγγέλιο του (κεφ. Α’ στίχ. 26-38). Την ήμερα αυτή, ο θεόσταλτος αρχάγγελος Γαβριήλ παρουσιάζεται στην Παρθένο Μαριάμ και της αναγγέλλει ότι θα γεννήσει υιό, τον Ιησού, το Σωτήρα και Λυτρωτή του κόσμου. Η σύλληψη στα σπλάγχνα της Θεοτόκου του Λόγου του Θεού θα γίνει, όπως εξηγεί ο Αρχάγγελος του Θεού, με τρόπο υπερφυσικό, με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Η Παναγία υπακούει στη θεϊκή εντολή και δίνει τη συγκατάθεσή της: «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου».
Να σημειώσουμε ότι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου έγινε κατά την Παράδοση τέσσερις μήνες μετά που η Θεοτόκος έφυγε από τον Ναό των Ιεροσολύμων, όπου διέμεινε για δώδεκα έτη. Οι ιερείς του Ναού, πρίν φύγει από το Ναό, την αρραβώνιασαν με τον δίκαιο και σώφρονα Ιωσήφ για σκοπούς προστασίας, ο οποίος ήταν τότε μεγάλης ηλικίας. Αυτός την παρέλαβε και έμεναν στη Ναζαρέτ στο σπίτι του, όπου έλαβε χώρα και ο Ευαγγελισμός.
Το σχέδιο της Θείας Οικονομίας, δηλαδή το σχέδιο του Θεού για σωτηρία του ανθρώπου, εισέρχεται πλέον θα λέγαμε στην τελική του φάση. Η Παρθένος Μαριάμ, η Παναγία μας είναι σκεύος εκλογής του Θεού, για να ενσαρκώσει στα σπλάγχνα της τον Υιό και Λόγο του Θεού. Και τούτο διότι είναι καθαρότατη και μετατρέπεται έτσι σε Ναό του Σωτήρος, κατά την υμνωδία της Εκκλησίας μας. Ο Λόγος του Θεού, ο Δημιουργός και Κύριος πάντων, ο «αχώρητος παντί», χωρείτε στα αγνά σπλάγχνα της Υπεραγίας Θεοτόκου για να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος από τη φθορά και το θάνατο. Η Παναγία δίνει τη συγκατάθεση της, χωρίς την οποία δεν ήταν δυνατόν να γίνει οτιδήποτε. Υπακούει πλήρως στην εντολή του Θεού.
Οι αρχές της εορτής του Ευαγγελισμού δεν είναι επακριβώς γνωστές. Το γεγονός ότι η Αγία Ελένη έκτισε στη Ναζαρέτ Βασιλική, στην οποία περιλαμβανόταν κατά παράδοση ο οίκος της Θεοτόκου, όπου αυτή δέχθηκε τον Ευαγγελισμό, επέδρασε ίσως στη σύσταση τοπικής εορτής. Οι πρώτες μαρτυρίες περί αυτής βρίσκονται στον Άγιο Πρόκλο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, το 430 μ.Χ. και στο Πασχάλιον Χρονικόν (624 μ.Χ.), όπου χαρακτηρίζεται η εορτή του Ευαγγελισμού ως συσταθείσα στις 25 Μαρτίου από τους θεοφόρους Δασκάλους και Πατέρες. Η μεγαλοπρεπής πανήγυρη του Ευαγγελισμού ετελείτο από τους Βυζαντινούς στο ναό των Χαλκοπρατείων, όπου παρίσταντο και οι αυτοκράτορες.
Ως γνωστό η εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, λόγω του ότι πάντοτε εμπίπτει εντός της Μ. Τεσσαρακοστής, στερείται προερτίων και μεθεόρτων. Και τούτο διότι η Μ. Τεσσαρακοστή είναι πένθιμη περίοδος και τις καθημερινές δεν τελείται Θ. Λειτουργία. Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει η Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου ή των Χαιρετισμών προς την Υπεραγία Θεοτόκο. Ο Ακάθιστος Ύμνος ψάλλεται τμηματικά τις πρώτες τέσσερις Παρασκευές της Μ. Τεσσαρακοστής και ολόκληρος την πέμπτη Παρασκευή της Μ. Τεσσαρακοστής.
Είναι λοιπόν η εορτή του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου μια μεγάλη θεομητορική εορτή. Το προαιώνιο σχέδιο του Θεού για συντριβή του όφεως, δηλαδή του διαβόλου (βλέπε «πρωτευαγγέλιο»), εισέρχεται πλέον στην τελική του φάση. Ο Υιός και Λόγος του Θεού, με την ελεύθερη συγκατάθεση της Παρθένου, ενσαρκώνεται στα σπλάγχνα της. Ο Θεός λαμβάνει δούλου μορφή για να μας ελευθερώσει από τη δουλεία και τυρρανία του εχθρού.
Ρένος Κωνσταντίνου, Θεολόγος
http://www.imconstantias.org.cy/2050.html
Κατηγορία ΘΕΟΤΟΚΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Στρατηγός Μακρυγιάννης
Συγγραφέας: kantonopou στις 24 Μαρτίου 2016
«’Έλα στην ζωή μας πίσω, τό στραβό νά κάνεις ίσο», γράφει ό στιχουργός καί ποιητής Νίκος Γκάτσος. Σέ ποιόν άπευθύνεται;
Στον «μπάρμπα Γιάννη Μακρυγιάννη». Τόν ατρόμητο πολέμαρχο, τόν άληΘινό δημοκράτη, τόν πιστό χριστιανό.
Τό πραγματικό του όνομα ήταν ’Ιωάννης Τριαντάφυλλου, αλλά τόν ονόμασαν Μακρυγιάννη γιατί ήταν πολύ ψηλός, μακρύς. Γιάννης Μακρυγιάννης. Ό αγράμματος σοφός! Γεννήθηκε στό μικρό χωριό Αβορίτη Δωρίδος τό έτος 1797. Σέ ηλικία 23 χρόνων μυήθηκε οτή Φιλική Εταιρεία. Συμμετείχε στον άπευλευθερωτικό άγώνα, πολεμώντας πρώτα στήν Ήπειρο καί τήν Ρούμελη καί αργότερα στην Άθήνα καί τόν Μωριά. Μετά τήν απελευθέρωση ύπήρξε πρωταγωνιστής γιά τήν απόκτηση Συντάγματος άπό τό νεοσύστατο Κράτος. Επίσης μετά τόν Αγώνα, σέ μεγάλη ηλικία, μόνος του, αύτοδίδακτος έμαθε λίγη γραφή καί ανάγνωση.
Τό έτος 1853 καταδικάστηκε σέ θάνατο γιά «συνωμοσία» κατά τοϋ Βασιλέως Όθωνος, ή ποινή του στήν συνέχεια μετετράπη σέ ισόβια καί μετά άπό ένα χρόνο αποφυλακίστηκε. Έπί βασιλέως Γεωργίου A’ έγένετο αντιστράτηγος. Πέθανε ειρηνικά, πιστός χριστιανός, τό έτος 1864 στήν Άθήνα, σέ ήλικία 67 χρόνων.
Τό έτος 1846 έγραψε τά «Απομνημονεύματά» του, πολύτιμη ιστορική πηγή, μέ τό «άπελέκητό» του, όπως ό ίδιος τό χαρακτηρίζει, γράψιμό του. ’Ένα έργο μέ γλώσσα απλή, λαϊκή, ολιγογράμματου άνθρώπου, γεμάτο όμως μέ πίστη στόν Θεό, αγάπη γιά τήν Πατρίδα καί σωστές -διαχρονικές ως άπεδείχδη- παρατηρήσεις γιά τά καλά καί τά ελαττώματα της Φυλής μας. Γράφει μία μεγάλη άλήθεια. «Χωρίς αρετή, πόνο εΐς τήν πατρίδα καί πίστη εις τήν Θρησκεία, Έθνη δέν υπάρχουν». Σημειώνει ακόμη μία μεγάλη αλήθεια. «Τό φιλότιμο δέν φτάνει γιά νά πάει κανείς μπροστά». Γιατί; Διότι οί
Ελληνες έχουμε φιλότιμο, άλλά πρέπει ακόμα νά «είμαστε εις τό εμείς καί όχι εις τό εγώ». Ναί, «τούτην τήν Πατρίδα τήν έχουμε ούλοι μαζί καί σοφοί καί αγράμματοι καί στρατιωτικοί καί μικρότεροι άνθρωποι». Δέν έδίστασε νά στηλιτεύσει άρχοντες, συμπολεμιστές καί πολιτικούς, πού οδήγησαν τήν μικρή τότε γεωγραφικά Χώρα μας σέ νέες περιπέτειες. Αγανακτεί καί χωρίς βέβαια νά τό πιστεύει, καθ’ υπερβολήν γράφει: «Αν μας έλεγε κανένας αύτείνη τή λευτεριά όπου γευόμαστε, θά παρακαλούσαμε τόν Θεό νά μάς αφήσει μέ τούς Τούρκους, όσο νά γνωρίσουν οί άνθρωποι τι θά είπή Πατρίδα, τί θά είπή Θρησκεία. τί θά είπή αρετή καί τιμιότη». Αλλού καταγράφει ελαττώματα πού δυστυχώς διέτρεξαν όλον τόν χρόνον άπό έπανασυστάσεως τοϋ Ελληνικού Κράτους, μέχρι σήμερα. «Τίς πρό-σοδες τής Πατρίδας τίς κλέβομεν, άπό ύποστατικά δέν τής άφήνομεν τίποτας, ένα βάνομεν εις τό Ταμεΐον, δέκα κλέβομεν. Άγοράξομεν πρόσοδες, τίς τρώμεν όλες». Γιά τούς ανάξιους τής Εξουσίας γράφει: «Τέτοιοι μπαίνουν εις τά πράγματα, τέτοιους συντρόφους βάνουν. Οί περισσότεροι αγωνιστές καί οί χήρες καί ορφανά δυστυχούν. Πολυτέλεια καί φαντασία γεμίσαμαν. Οί δανεισταί μάς ζητούν τά χρήματά τους, λεπτό δέν τούς δίνομεν καί κάνουν έπέμβασιν εΐς τά πράγματά μας. Καί ποτές δέν βρίσκομεν ΐσιον δρόμον. Ό Θεός νά κάμη τό έλεος Του».
Διαπιστώσεις γιά τήν εποχή του, πού δυστυχώς διαιωνίζονται στόν τόπο μας καί ισχύουν μέχρι καί τίς ήμερες μας. «Ό Θεός νά κάμη τό έλεος Του» καί τό παράδειγμα καί οί παρακαταθήκες τού Μακρυγιάννη καί άλλων σπουδαίων καί αγνών Ελλήνων, άς γίνουν έπί τέλους άποδεκτές άπό εμάς, τούς σημερινούς “Ελληνες, ώστε τό στραβό νά τό κάμωμεν Ίσιο! (http://agiameteora.net/)
Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Η γενιά του 1821 και εμείς
Συγγραφέας: kantonopou στις 24 Μαρτίου 2016
Αργούσε πολύ να ξημερώσει η ασέληνη νύχτα που άπλωσε στη χώρας μας η τουρκική ημισέληνος. Ο λαός μας, που είχε διδάξει τον κόσμο να ζει ελεύθερος, σήκωνε στενάζοντας επί αιώνες τον σκληρό της τυραννίας ζυγό. Ένας λαός που εκπολίτισε και φώτισε με το φως του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού την οικουμένη ζούσε τετρακόσια χρόνια στο πηχτό σκοτάδι της τουρκοκρατίας. Οι απόγονοι του Σωκράτη, του Περικλή, του Μιλτιάδη, του Μεγαλέξανδρου και όλων των αγίων και μαρτύρων της Πίστεώς μας είχαν καταντήσει αξιοθρήνητοι ραγιάδες. Και ζούσαν μέσα στη φρικτή ατίμωση.
Δεν είχαν χάσει όμως τελείως την ελπίδα τους. Βαθιά μέσα τους πίστευαν στο θαύμα της νεκραναστάσεως του Γένους. Η εορτή της Αναστάσεως του Χριστού, που οι Τούρκοι τους επέτρεπαν να γιορτάζουν, γεννούσε και φτέρωνε στις καρδιές τους την ελπίδα και της αναστάσεως του Γένους. Τα τραγούδια της κλεφτουριάς – «ακόμα τούτη την Άνοιξη…ραγιάδες, ραγιάδες»- τροφοδοτούσαν σαν το λάδι το καντήλι την ελπίδα της εθνικής ελευθερίας.
Και η Άνοιξη, που την καρτερούσαν τόσο υπομονετικά, ήλθε στην ώρα της, την ώρα που είχε ορίσει Εκείνος που ρυθμίζει την ιστορία προσώπων και λαών ολόκληρων, Ήταν η ευλογημένη Άνοιξη του 1821.
Τη ροδοδάκτυλη ανατολή της τη σήμανε στις 24 Φεβρουαρίου 1821 με την ιστορική προκήρυξή του ο Αλέξανδρος Υψηλάντης καλώντας τους Πανέλληνες σε ξεσηκωμό και ένοπλο αγώνα κατά των Τούρκων: «Η ώρα ήλθεν, ω άνδρες Έλληνες!… Ας αντηχήσουν λοιπόν όλα τα όρη της Ελλάδος από την τρομεράν κλαγγήν των όπλων μας… είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νεφη την ημισέληνον, δια να υψώσωμεν το σημείον, δι΄ου πάντοτε νικώμεν, λέγω τον Σταυρόν και ούτω να εκδικήσωμεν την πατρίδα και την ορθόδοξον ημών πίστιν από την ασεβή των βαρβάρων καταφρόνησιν…»
Και δεν άργησε να ανάψει η φωτιά. Ένα μήνα αργότερα ξεσηκώθηκε ο Μοριάς, η Καλαμάτα, η Μάνη, η Πάτρα και με την ευλογία του Παλαιών Πατρών Γερμανού, ανήμερα του Ευαγγελισμού στην Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας, άρχισε επίσημα η εποποιία της εθνικής μας παλιγγενεσίας. Η καταπίεση τόσων αιώνων ξέσπασε και τινάχθηκε σαν λάβα ηφαιστείου και απλώθηκε με τα φλάμπουρα των οπλαρχηγών από άκρη σε άκρη σε όλη τη χώρα. Παντού έπνεε άνεμος ελευθερίας και μια απόφαση δονούσε τις καρδιές όλων: «Ελευθερία ή θάνατος»! Είχε έλθει η ώρα να περάσει πλέον το Γένος μας από τον Γολγοθά του στην ανάσταση!
Η γενια των Ελλήνων του 1821 ευτύχησε να έχει ανάμεσα της γενναία παληκάρια που ρίχτηκαν ατρόμητοι στον υπέρ πάντων αγώνα Πόθος τους να αναστήσουν το Γένος, να γραφεί και πάλι το όνομά «Ελλάς» ανάμεσα στα κράτη του κόσμου.
Και με τη γενναία ορμή τους παρακινούσαν όλους να συμβάλουν στην πραγματοποίηση του μεγάλου αυτού οράματος, χωρίς να υπολογίζουν κανένα κίνδυνο, κανένα κόστος, ούτε την ίδια τους τη ζωή.
Επτά χρόνια πάλευαν γι΄αυτόν τον άγιο σκοπό. Επτά χρόνια μέρα – νύχτα χτυπούσαν σαν άλλα μανιασμένα κύματα τον τεράστιο βράχο της σκλαβιάς, που αντιστεκόταν με την σκληρότητά του. Και τελικά με τις συγκλονιστικές νίκες τους, τη μία μετά την άλλη, στη στεριά και στη θάλασσα, «μέριασε ο βράχος και διάβηκε το κύμα», για να θυμηθούμε τον μεγάλο ποιητή μας τον Βαλαωρίτη. Το «θεριό» που λυσσομανούσε αναγκάσθηκε να παραδεχθεί τη νίκη των ραγιάδων και με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830 να αναγνωρίσει και την υπόσταση του ελεύθερου μικρού κράτους της Ελλάδος.
Αιώνια δοξαστικά πρέπει να αναπέμπονται στον Κύριο και Θεό μας, ο Οποίος ανέδειξε την αντρειωμένη εκείνη γενιά του 1821, που με τις θυσίες της ύψωσε και πάλι τη σημαία του Σταυρού στο γαλανό ουρανό της πατρίδας μας.
Η γενιά του 1821 ήταν γενιά πιστών ανθρώπων. Οι καρδιές τους σκιρτούσαν για την αγάπη και λατρεία του Χριστού και νιώθοντας πίκρα και χύνοντας μαύρο δάκρυ για την ατίμωσή τους από τους οπαδούς του Μωάμεθ, άρπαξαν τα άρματα για να πάψει η καταφρόνια του Σταυρού.
Το διεκήρυξε τούτο ο πολέμαρχος βασικός συντελεστής της μεγάλης νίκης Γέρος Μωριά μιλώντας λίγα χρόνια αργότερα στα νιάτα των Αθηνών στην Ακρόπολη: «Παιδιά μου! Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να τη στερεώσετε, διότι όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Να έχετε ομόνοια… Σε σας μένει να ίσασετε και να στολίσευε τον τόπο όπου εμείς ελευθερώσαμε…»
Τα λόγια του θρυλικού Κολοκοτρώνη προβάλλουν ενώπιόν μας, ενώπιον των ηγετών μας αλλά και όλων μας, όλων όσοι αποτελούμε τη σύγχρονη ελληνική γενιά, το μεγάλο και ιερό χρέος μας… Φλογερή αγάπη προς την Πίστη των πατέρων μας και προς την Πατρίδα μας. Χωρίς αυτή την αγάπη θα καταντήσουμε και πάλι θλιβεροί ραγιάδες. Κι αν ζούμε στις μέρες μας πολλά δείγματα ατιμώσεως της χώρας μας διεθνώς, είναι γιατί ορισμένοι ηγέτες μας και αρκετοί Νεοέλληνες ζουν και ενεργούν σαν να μην τους συγκινούν οι έννοιες της Πίστεως και της Πατρίδος και θέλουν να αλλάξουν και την Ιστορία μας.
Αν θέλουμε να ατενίζουμε χωρίς να ντρεπόμαστε, τις ηρωικές μεγάλες μορφές του 1821, πρέπει να ακολουθήσουμε τα ίχνη τους και να μιμούμαστε τις αρετές τους. Είναι ο μόνος δρόμος που οδηγεί στην αληθινή δόξα και στο ανυπέρβλητο και αιώνιο μεγαλείο την Ελλάδα μας! (http://agiameteora.net/)
Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Ο εκχριστιανισμός των Βουλγάρων και των Σέρβων
Συγγραφέας: kantonopou στις 7 Μαρτίου 2016
To έτος 863, οι Θεσσαλονικείς αδελφοί Μεθόδιος και Κύριλλος, γιοι του δρουγγάριου Λέοντος, στάλθηκαν αρχικά στη Μεγάλη Μοραβία, μετά από πρόσκληση του Μοραβού ηγεμόνα Ροστισλάβου ή Ρόστισλαβ (Rostislav, 846-869), και στη συνέχεια σε άλλες σλαβικές χώρες για να διαδώσουν τον Χριστιανισμό.
O Βόρης Α΄, το 864 καταπατώντας την τριακονταετή ειρήνη του Ομουρτάγκ με το Βυζάντιο, που εν τω μεταξύ είχε παραταθεί σιωπηρά, επιτέθηκε κατά των βυζαντινών κτήσεων της Μακεδονίας και της Άνω Αλβανίας, ενώ κατέλαβε και την οχυρή πόλη Λυχνίτιδα, την κατοπινή Αχρίδα ή Οχρίδα. Εντούτοις, επειδή φοβόταν την οργή των Βυζαντινών, που έκαναν επίδειξη ισχύος κατά μήκος της βυζαντινοβουλγαρικής μεθορίου, έστειλε πρεσβεία στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (842-867), τον γιο του Θεόφιλου και της Θεοδώρας, από τον οποίο ζήτησε να γίνει ανάδοχός του και να τον βαπτίσει χριστιανό.
Η συμβολή του Μεθόδιου και του Κύριλλου ήταν κεφαλαιώδους σημασίας. Αρχικά δημιούργησαν το λεγόμενο κυριλλικό αλφάβητο[1] και την κυριλλική γραφή, και στη συνέχεια μετέφρασαν στη σλαβονική γλώσσα την Αγία Γραφή και άλλα λειτουργικά βιβλία. Το έργο τους είχε τεράστια επίδραση στον πολιτισμό των Σλάβων. Η ενέργεια αυτή του Ροστισλάβου και η συμμαχία του με τους Βυζαντινούς είχε ως άμεσο στόχο την αντίστοιχη φραγκοβουλγαρική συμμαχία μεταξύ του Βόρη Α΄ και του ηγεμόνα των Ανατολικών Φράγκων Λουδοβίκου Β΄ του Γερμανικού (Lugwig der Deutsche, 804-876), που στρεφόταν εναντίον των Μοραβών.
Μετά από τις ενέργειες αυτές των Μοραβών και των Βυζαντινών, ο Βόρης Α΄ θορυβήθηκε, φοβήθηκε πολύ για τον θρόνο του και γι’ αυτό τον λόγο έσπευσε να υποβάλλει το αίτημα για τη βάπτισή του στον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Ο Μιχαήλ Γ΄ το δέχτηκε και –ως ανάδοχός του– τού έδωσε και το όνομά του (864). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο πρώτος εκχριστιανισθείς ηγεμόνας των Βουλγάρων, ήταν ο Βόρης Α΄, που έλαβε το χριστιανικό όνομα Μιχαήλ. Τη βάπτιση του Βόρη/Μιχαήλ ακολούθησε η «υποχρεωτική» βάπτιση όλης της βουλγαρικής αριστοκρατίας, αφού 52 ισχυροί βογιάροι που αντέδρασαν αποκεφαλίστηκαν… Δηλαδή, το παράδειγμα του βασιλιά τους ακολούθησαν οι Βούλγαροι, άλλοι με τη θέλησή τους και άλλοι με εξαναγκασμό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιβλήθηκε ο Χριστιανισμός ως επίσημη θρησκεία στη Βουλγαρία. Η Βουλγαρική Εκκλησία είχε την αμέριστη συμπαράσταση του Οικουμενικού πατριάρχη Φωτίου, ο οποίος έβλεπε, σε όλες αυτές τις ενέργειες, επέκταση της επιρροής του Βυζαντίου στις σλαβικές χώρες. Πράγματι, το 865, με πρώτο Αρχιεπίσκοπο τον Ιωσήφ, ιδρύθηκε η χριστιανική Εκκλησία της Βουλγαρίας, που τέθηκε υπό την άμεση εποπτεία και επιρροή του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.
Έως την αρχή της δυναστείας των Μακεδόνων, που δημιουργήθηκε αμέσως μετά τη δολοφονία του Μιχαήλ Γ΄ (867), από τον Βασίλειο Α΄ τον Μακεδόνα (867-886), το Βυζάντιο βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση, καθώς είχε να αντιμετωπίσει πολλούς εξωτερικούς εχθρούς. Αρχικά τους Πέρσες και ύστερα τους Άραβες, τους Βούλγαρους, τους Ρως και τους Σαρακηνούς πειρατές. Παρ’ όλα αυτά η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν πολύ δυνατή και μπορούσε να τους αντιμετωπίσει όλους… Στη Δύση ο πάπας συμμάχησε με τους Φράγκους, ενώ στο εσωτερικό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, είχε ξεσπάσει η Εικονομαχία, αυτή η έντονη θρησκευτική διαμάχη που δίχασε το Βυζάντιο.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήλπιζε ότι με τον εκχριστιανισμό των Βουλγάρων και στη συνέχεια των άλλων Σλάβων, και ιδιαιτέρως των Σέρβων, θα είχε στα βόρεια σύνορά της χριστιανούς ηγεμόνες, οι οποίοι θα βρίσκονταν είτε υπό την εξουσία της είτε υπό την άμεση επιρροή της ως υποτελείς της. Γι’ αυτό τον λόγο την ίδια περίοδο, δηλαδή κατά τον ένατο αιώνα, έγινε μια προσπάθεια από το Βυζάντιο για τον εκχριστιανισμό των Σέρβων. Η προσπάθεια αυτή ολοκληρώθηκε κατά την περίοδο της βασιλείας του αυτοκράτορος Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνος (867-886), του ιδρυτή της Μακεδονικής δυναστείας. Οι ενέργειες αυτές βοήθησαν τους Σέρβους να αναπτύξουν καλύτερες σχέσεις με το Βυζάντιο, να οργανώνονται σιγά σιγά –σύμφωνα με τα πρότυπα της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας– και να επιζητούν την εθνική και κρατική τους οντότητα, την οποία τελικά θα επιτύχουν, όπως θα δούμε στη συνέχεια, κατά τον 11ο και 12ο αιώνα.
Ο εκχριστιανισμός των Σέρβων
Κατά την περίοδο των εικονομαχικών ερίδων που κατατάραξαν τη χριστιανική ηρεμία στο Βυζάντιο (727-843) πολλοί εικονόφιλοι μοναχοί είχαν καταφύγει στις περιοχές των Σέρβων. Εκεί λειτούργησαν ως κήρυκες του Ευαγγελίου τόσο με τη λιτή και ασκητική τους ζωή όσο και με το ένθερμο κήρυγμά τους.
Μετά την ιεραποστολή των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου στη Μοραβία (862-863) και τη μεγάλη ιεραποστολή στη Βουλγαρία (864), με εμπνευστή τον πατριάρχη Φώτιο, οργανώθηκε και η ιεραποστολή στους Σέρβους, όταν βασίλευε στη Ράσκα ο Μούτιμιρ (850-891). Η ιεραποστολή αυτή ολοκληρώθηκε, σε ευρεία κλίμακα, κατά την περίοδο του Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνος (867-886), όπως μαρτυρείται από τον εγγονό του, τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ τον Πορφυρογέννητο (P.G. 109, 226 κ. εξ., 113, 252 κ.εξ.). Πραγματικά, στο Περί Θεμάτων (De Administrando Imperio) βιβλίο του, αναφέρει για τους Σέρβους τα εξής:
Σέρβλοι δε τη των Ρωμαίων διαλέκτω δούλοι προσαγορεύονται όθεν και σέρβουλα η κοινή συνήθεια τα δουλικώς φησίν υποδήματα και τζερβουλιακούς τους τα ευτελή και πενιχρά υποδήματα φορούντας. Ταυτήν δε την επωνυμίαν έσχον οι Σέρβλοι δια το δούλοι γένεσθαι του βασιλέως των Ρωμαίων (3.14, 32-153)[2].
Ο Ν. Μοσχόπουλος στο σχετικό λήμμα στο Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ήλιος (1957), όσον αφορά τα σχόλια του Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου, γράφει κατά λέξη τα εξής:
Βλέπουμε ότι ο Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος δίδει μίαν ετυμολογίαν του εθνικού ονόματος «Σέρβος», την οποίαν αν δεν δεχθώμεν απολύτως δεν δυνάμεθα να μη προσεγγίσωμεν προς την λατινικήν λέξιν servus (δούλος) και προς την γαλλική serf, ήτοι δουλοπάροικος, και να μη αναφέρωμεν ότι και οι Τούρκοι ιστορικοί αρχικώς Σιρφ ωνόμασαν τους Σέρβους, κατόπιν δε Σιρπ. Επίσης δεν δυνάμεθα να μην παρατηρήσωμεν ότι και το εθνικόν «Σλαύος» (και κατά τους Βυζαντινούς «Σκλαβηνός»), έχει πολύ μεγάλην ομοιότητα προς το «σκλάβος», esclave γαλλιστί, ιταλιστί schiavo και αγγλιστί slave, τα οποία όλα σημαίνουν δούλος (τόμος 14ος, σελ. 573).
Τελικά, οι Σέρβοι, μετά από αλλεπάλληλες ιεραποστολές, πάντα υπό την αιγίδα του Βυζαντινού αυτοκράτορα και του πατριάρχη, εκχριστιανίστηκαν και εντάχτηκαν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως.
Μετά τον εκχριστιανισμό τους, ο εκκλησιαστικός βίος των Σέρβων οργανώθηκε με άξονα τις περιοχές της Ράσκας και της Ζέτας, που διατήρησαν τους δεσμούς τους με το Βυζάντιο προκειμένου να εξουδετερώσουν την επεκτατική πολιτική του βουλγαρικού κράτους κατά τον 10ο αιώνα. Για διάφορους λόγους όμως καθυστέρησε για αρκετό καιρό η ανάπτυξη κέντρων πολιτισμού στους Σέρβους. Αυτό ίσως να οφειλόταν στη δομή των κοινωνιών τους, ή πιθανότατα στην τότε ένδεια του λαού, που ενδιαφερόταν να επιζήσει και δεν είχε ούτε τα μέσα ούτε τις δυνατότητες να αναπτύξει πολιτισμό και τέχνες τη συγκεκριμένη περίοδο.
[1] Ουσιαστικά, προσάρμοσαν το ελληνικό κεφαλαιογράμματο αλφάβητο στις φωνητικές απαιτήσεις της σλαβικής γλώσσας. Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη τους στις 11 Μαΐου: Κυρίλλου και Μεθοδίου Ισαποστόλων.
[2] Αυτό ήταν λογικό: Ο Κωνσταντίνος ήταν αυτοκράτορας, πορφυρογέννητος, μορφωμένος και εκλεπτυσμένος, ηγέτης της ισχυρότερης αυτοκρατορίας της εποχής του. Πώς αλλιώς θα έβλεπε τις νομαδικές φυλές, άξεστων και αμόρφωτων γεωργοκτηνοτρόφων, που είχαν εγκατασταθεί στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας του;
Παρατήρηση: Το παρόν κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το νεοεκδοθέν βιβλίο του Αν. Καθηγητή του Παν/μίου Αθηνών, Στράτου Θεοδοσίου, «ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΣΛΑΒΟΙ – H ιστορική πορεία των βαλκανικών κρατών από την κάθοδο των σερβικών φύλων στα Βαλκάνια έως την άλωση της Κωνσταντινούπολης»
Στράτος Θεοδοσίου, Καθηγητής Ιστορίας & Φιλοσοφίας της Αστρονομίας Πανεπιστημίου Αθηνών
http://www.pemptousia.gr
Κατηγορία ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Φώτης Κόντογλου: Τα βουνά και μοναστήρια της Συρίας και Μεσοποταμίας
Συγγραφέας: kantonopou στις 20 Φεβρουαρίου 2016
Το μέγα βουνό ο Αμανός στέκεται σαν κάστρο ανάμεσα στη Συρία κ’ στην Κιλικία, κι’ είνε παρακλάδι του Ταύρου, άγριο και μεγαλοπρεπέστατο, πυκνοφυτεμένο με λογής λογής δέντρα και με κέδρα. Έχει κλεισούρες φοβερές κι’ απέραστες, και θρέφει πολλά αγρίμια και θερία. Σε μια κορυφή του ήτανε κτησμένος ναός για τούτο τα συναξάρια λένε για δαύτο «πολλής πάλαι γέμον πολυθέου μανίας». Τούρκικα το λένε Αλμά Νταγ. Μέσα στις σπηλιές του άγιασανε πολλοί αναχωριτές, Συμεωνής ο Παλαιός, Θεοδόσιος ο εν τω Σκοπέλω, απάνου στο ακρωτήρι που βγαίνει στη θάλασσα, κι’ άλλοι πολλοί.
Άλλο μεγάλο βουνό της Συρίας είναι ο Λίβανος, στ’ αραβικά λεγόμενο Τζέμπελ ελ Λιμπνάν, δασωμένο από βαλανιδιές, οξυές κι’ από τα περιβόητα τα κέδρα. Βουνό θεοαγάπητο και υμνολογημένο. Ο Σολομώντας έκανε από τα κέδρα του τη σκέπη του ναού του, από κει κόβανε ξύλα κ’ οι Φοίνικες και σκαρώνανε τα καράβια τους. Πολλοί πετέρες αγιάσανε απάνω του, κι’ ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Αβραάμης. Στον Αντιλίβανο, πούνε αντίκρυ στο Λίβανο και βγαίνει στη θάλασσα, μόνασε ο άγιος Μάρωνας.
Το Κάσιον όρος βρίσκεται κοντά στην Αντιόχεια, και κει λατρεύανε οι ειδωλολάτρες το Δία. Αυτό είνε που το γράφουνε τα συναξάρια Θαυμαστόν Όρος, απ’ όπου πήρε την ονομασία ο όσιος Συμεών ο Θαυμαστορείτης. Σε τούτο το βουνό συμπεραίνω πως βρισκότανε κ’ η λεγόμενη Κορυφή, κ’ εκεί απάνω θαν ασκήτεψε ο όσιος Ευσέβιος ο Παλαιός ο εν τη Κορυφή, γιατί ο Θεοδώρητος, ο δεσπότης της Κύρου, γράφει στο συναξάρι του «κατ’ αυτήν την ακρωνύχίαν τέμενος ην δαιμόνων, υπό των γετόνων λίαν τιμώμενον». Ο προσκυνητής Ιωάννης Φωκάς τούτα γράφει στο οδοιπορικό του κατά τα 1185 μ.Χ., εξιστορώντας αυτό το βουνό. «Το δε Θαυμαστόν Όρος μεταξύ της Θεουπόλεως Αντιόχου και της θαλάσσης λοφούμενον, εξαίσιόν τι χρήμα και οφθαλμών αγλαΐα τοις εντυγχάνουσι βλέπεται· μεθοριάζον γαρ την τε πόλιν και την Ρωσώ, εξ εκατέρων αυτού των μερών το όρος έχει τον Σκόπελον και τον λεγόμενον Καύκασον. Ο δε ποταμός Ορόντης ειλιγμών απείρων περιδινήσει περί τους πρόποδας ρέει του όρους και τη θαλάσση το ρείθμον εκπτύει. Τούτο του όρους τη κορυφή ο μέγας αφησυχάσας ανήρ εκείνος, και αναβάσεις θέμενος εν καρδία, μετάρσιος εν σώματι γίνεται και φιλονικεί μετά σώματος γενέσθαι αιθέριος και μέσον είναι Θεού και ανθρώπων. Και όπως είργασται τούτι το παράδοξον τω θεοφιλεί εκείνω ανδρί, εγώ δηλώσω. Χερσί λαξευτόν εις βάθος κοιλάνας την Θαυμαστού κορυφήν Όρους, μονόλιθον η μονοφυή μονήν απηργάσατο, ης μέσον αυτοφυή λαξεύσας κίονα, εν αυτώ τας βάσεις έθετο, επί πέτρας, κατά το λόγιον, τους πόδας ερείσας, περί δε ανίσχοντα ήλιον ναόν έγειρε περικαλλή τω Θεώ προσέφερον». Σε άλλο μέρος γράφει πάλι για τα μέρη γύρω στην Αντιόχεια, «εντεύθεν το περιβόητον της Δάφνης προάστειον παντοίων φυτών περιστρεφανούνται αναδρομή, και το θαυμαστόν έστιν Όρος, ου πολιστής ο θαυμαστός Συμεών. Τούτοις ομορεί το Μαύρον Όρος και ο Σκόπελος, εν οις το πάλαι μεν πολλοί θεοφιλές άνθρωποι τον Θεόν εκζητήσααντες εύρον, και νυν των σωζομένων είσι, και τας λόχμας των αυτών οικούσιν ορέων, εκείνου της καλλονής εφιέμενοι». Σ’ αυτό το Μελάν Όρος βρισκότανε η μονή του Αγίου Ρωμανού. Τα δε Όρη της Ρωσού ή της Ρώσσου, που βρίσκουνται γραμμένα στα συναξάρια, θάνε αυτός ο Σκόπελος που βρίσκεται σιμά στα θεμέλια της αρχαίας πολιτείας της Ρώσου στην Κιλικία.
Ταλίμας πάλι λέγεται ένα βουνό της Συρίας που αγωνίσθηκε απάνω του ο όσιος Θαλάσσιος κι’ άλλοι ασκητάδες. Κοντά σ’ αυτό βρίσκεται και το βουνό Ταργελάς, στο οποίο είχε τ’ ασκητήριό του ο άγιος Λιμναίος, καθώς και κάποιο άλλο, Ραμά λεγόμενο, που ασκήτεψε ο όσιος Ιωάννης ο μαθητής του Λιμναίου.
Το Γαυγάλιον είναι βουνό της Μεσοποταμίας, στο οποίο απάνω αγιάσανε πολλοί όσιοι, ο άγιος Δανιήλ, ο άγιος Συμεών κι’ άλλοι Μακάριοι άνθρωποι.
Στη Συρία βρίσκεται και το όρος Παράτομον, όπου ασκήτεψε ο όσιος Αβραάμης. Ίσως λέγανε μ’ αυτό το όνομα καμμιά απόγκρεμνη κορυφή του Λιβάνου.
Όρος Πτερύγιον λεγότανε κάποιο βουνό της Φοινίκης, όπως διαλαβαίνει η Λαυσαϊκη Ιστορία. Εκεί ασκούσανε πολλοί αναχωρητές.
Κοντά στη Νίσιβη της Μεσοποταμίας βρισκότανε το Όρος των Σιγόρων, κατοικητήριο αγιών ασκητών.
Όσο για τα αγρίμια και για τα θηρία που θρέφανε αυτά τα βουνά, υπάρχουνε ακόμα και σήμερα, εξόν από τα λεοντάρια. Αλλά και τα λεοντάρια βρισκόντανε ως τα κατοπινά τα χρόνια, όπως φαίνεται από γραψίματα πολλά, κι’ από το Οδοιπορικό ενός προσκηνητή από τη Σαξωνία, που τον λέγενε Βιλλιβάρδο και που ήρθε στην Ανατολή κατά τα 754 μ.Χ. Γράφοντας για της Συρίας τα μέρη, σημειιώνει και τούτα, μιλώντας γα κάποιους ταξειδιώτες: «Ύστερ’ από τούτο το μέρος, περάσανε έναν μεγάλο κάμπο γεμάτον εληόδεντρα, και μαζί τους είτανε κ’ ένας Αράπης με δυο καμήλες και μ’ ένα μουλάρι, που πήγαινε αγώγι κάποια γυναίκα μέσα στο δάσος. Εκεί που περπατούσανε, συναπαντήσανε ένα λεοντάρι, κι’ ώρμησε να τους φάγει, μ’ ανοιχτό στόμα και με μουγκρίσματα. Τότες ο Αράπης τους είπε: ¨μη φοβόσαστε, ας πάμε καταπάνω του¨. Τραβήξανε λοιπόν το δρόμο τους και πήγανε κοντά στο λεοντάρι, και εκείνο, με τη βοήθεια του παντοδύναμου Θεού, γύρισε απ’ άλλον δρόμο κ’ έφυγε. Αφού περπατήξανε από τούτο το μέρος, φτάξανε στην πολιτεία που τη λένε Ταλαμαΐδα κοντά στην ακροθαλασσιά».
Ταλαμαΐδα λέγανε, ως φαίνεται τη Πτολεμαΐδα, αλληώς λεγόμενη Άκρα ή Άγιος Ιωάννης της Άκρας. Σήμερα τη λένε Άκκα, και την έχω ιστορίσει σ΄ ένα ταξίδι που έκανα σε κείνα τα μέρη.
Σε κάποιο μέρος λεγόμενο Τελέδα υπήρχε μοναστήρι χτισμένο από τους αββάδες Ευσέβωνα κ’ Αβίβιο, που είτανε μαθητάδες του αγίου Ευσεβίου. Σήμερα τα ερείπια τα λένε Τελ Αντά.
Άλλα ξακουστά μοναστήρια είτανε τούτα:
Το μοναστήρι του οσίου Μάρωνα, απάνου στη δεξιά οχτιά του Ορόντη ποταμού.
Το μοναστήρι του αγίου Ανίνα του θαυματουργού, μέσα στην έρημο, κοντά στη Νεοκαισάρεια του Ευφράτη, λεγόμενο από τους ντόπιους Μπετ μαρ Ανίνα.
Η μονή του Σαουήλ.
Η μονή του αγίου Ραββουλά κοντά στο Λίβανο.
Πέντε μοναστήρια είτανε στην Αμίδα, κι’ απ’ αυτά σημεώνουμε το μοναστήρι των Εδεσηνών, και το μοναστήρι του Σαμουήλ, κ’ ένα άλλο λεγόμενο Γκυλν, κι’ άλλα πολλά.
Πολλά μοναστήρια είτανε στην Κιλικία. Στα Ανάζαβρα υπήρχε η Λαύρα των Αιγυπτίων.
Κοντά στη Σελεύκεια ανθούσανε πολλά μοναστήρια, από τα οποία γνωρίζουμε το μοναστήρι της Θεοτόκου της Ελεούσας, το μοναστήρι της Αγίας Θέκλας, στο οποίο καλογέρεψε ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, καθώς και το μοναστήρι του οσίου Θεοδοσίου του εν τω Σκοπέλω.
Φώτης Κόντογλου
Από το βιβλίο «Ο Μυστικός Κήπος » Εκδόσεις Αστήρ, 1944
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC
http://noctoc-noctoc.blogspot.gr/2012/06/blog-post_04.html
Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
ΟΤΑΝ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ, Ο ΘΕΟΣ ΒΓΑΖΕΙ ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ ΟΤΑΝ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΙΩΚΕΤΑΙ, Ο ΘΕΟΣ ΔΙΝΕΙ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΟΥ
Συγγραφέας: kantonopou στις 6 Φεβρουαρίου 2016
Κωνσταντίνου Γανωτῆ φιλολόγου-συγγραφέως
Ο Θεὸς ποὺ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερο μὲν ἀλλὰ μὲ τὴν εὐχὴ καὶ τὴ δυνατότητα νὰ γίνει ἅγιος ἔβαλε τὸν ἄνθρωπο μπροστὰ σὲ πειρασμοὺς καὶ προβλήματα ἀπὸ μεσ’ ἀπ’ τὸν Παράδεισο ἀκόμα. Ἔτσι ἔκανε τὴν ἁγιότητα ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιβίωση ἀκόμα προβληματικὴ καὶ ἀντικείμενο ἀγῶνος καὶ θυσιῶν, ἀκόμα καὶ βασάνων καὶ μαρτυρίων.
Φαίνεται καθαρὰ μάλιστα ὅτι θέλει νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἄξιον γιὰ τὰ μεγάλα αὐτὰ δῶρα καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἁγιότητα, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο ὅμοιον μὲ τὸν Θεό. Ἡ ἐπιβίωση ἔγινε πρόβλημα στὸν ἄνθρωπο μετὰ τὴν ἔξωση τῶν Πρωτοπλάστων. Γενικὰ ὅμως ὁ ἀνθρώπινος βίος ἀποτελεῖ ἕνα στάδιο ἀθλημάτων, δὲν εἶναι ἀνάπαυση καὶ ἠρεμία. Ἀρκεῖ μία ἀνάγνωση τῆς παγκοσμίου ἱστορίας καὶ τῆς μυθολογίας ἀκόμη ὅλων τῶν λαῶν γιὰ νὰ μᾶς πείσει ὅτι ἡ πολυπόθητη ἀνάπαυση καὶ εὐημερία ἦταν πάντα τόσο σύντομες περίοδοι, ὥστε νὰ μὴν ἐπηρεάζουν τὴν εἰκόνα τῆς ζωῆς.
Αὐτὸ ποὺ λέμε εἰρήνη στὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν κρατῶν ἦταν πάντα τόσο εὔθραυστο, ὥστε καὶ ὅταν τὴν ἀπολάμβανε κανεὶς ζοῦσε μὲ τὸ φόβο ὅτι κάθε στιγμὴ διακινδυνευόταν. Γι’ αὐτὸ οἱ Ρωμαῖοι ἔλεγαν “si vis pacem, para bellum”, δηλαδὴ ἂν θέλεις εἰρήνη, παρασκεύαζε πόλεμο. Καταλαβαίνομε βέβαια ὅτΙ μιλοῦσαν γιὰ εἰρήνη στὶς διακρατικὲς σχέσεις, γιατί ὅταν ἑτοιμάζεις πόλεμο, ἡ καρδιά σου εἶναι ἀνήσυχη καὶ ἐκδικητική.
Ἂν ἀκόμα χρησιμοποιήσομε τὸ σοφὸ ρητὸ τῶν Ρωμαίων στὶς μεταξὺ μας διανθρώπινες σχέσεις, τότε ἀκόμα γιὰ λιγότερη εἰρήνη θὰ μιλοῦμε, ἀφοῦ θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε σὲ διαρκῆ ὑποψία ἑτοιμοπόλεμοι μὲ τοὺς γείτονές μας. Γι’ αὐτό ὅταν μιλοῦμε γιὰ κίνδυνο τῆς πατρίδας μας, θὰ πρέπει νὰ πάει ὁ νοῦς μας σὲ μία διαρκῆ καὶ ἀδιάκοπη ἀνησυχία καὶ μία συνεχῆ ὀργάνωση ἄμυνας μέσα στὴν καθημερινότητα αὐτῆς τῆς ζωῆς. Ἡ εἰρήνη μέσα στὴν ψυχή μας ἀπειλεῖται τὴν κάθε στιγμὴ ἀπὸ ἐξωτερικοὺς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐσωτερικοὺς ἐχθρούς. Οἱ ἐμφύ λιοι πόλεμοι, οἱ δικαστικὲς διαμάχες, οἱ πολιτικὲς συγκρούσεις, οἱ ταξικές, οἱ συνδικαλιστικὲς ἀντιπαραθέσεις, οἱ θορυβώδεις ἐκδηλώσεις μέσα στὶς πόλεις, ὅλα αὐτὰ συμπληρώνουν μία εἰκόνα ἀσταμάτητου πολέμου καὶ ἡ εἰρήνη ἔχει πετάξει ἀπὸ τὴ ζωή μας ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα. Αὐτὴ ἡ ἀνεμοταραγμένη ζωὴ δὲν εἶναι ἡ ζωή, ποὺ ὀνειρεύεται καὶ ἐπιθυμεῖ κάθε βρεφάκι ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο, δὲν εἶναι μὰ ζωὴ ἀντάξια του εὐγενικοῦ καὶ θεαγάπητου πλάσματος τοῦ Θεοῦ.
Ἂν δεχτοῦμε αὐτὴ τὴ ζωὴ σὰν φυσικὴ καὶ λογικὴ κατάσταση, ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι «πόλεμος πάντων πατήρ, πάντων δὲ βασιλεύς…», θὰ ἀδικούσαμε τὸν δημιουργό μας.
Σ’ αὐτὸν τὸν ἀνελέητο πόλεμο ποὺ μαίνεται ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς κρατᾶ ἀναστατωμένους ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν ὁ Θεὸς ἀντιπροσωπεύεται ἀπὸ τοὺς ἥρωες. Οἱ ἥρωες προετοιμάζουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν τὴν ὑψηλὴ ἀποστολή τους. Ἀντὶ νὰ ταράζονται ἀπὸ τὴν ἀνησυχία καὶ νὰ τροχίζουν μαχαίρια κατὰ τῶν συμπολιτῶν τους, βάζουν τὸν ἑαυτό τους ὁ καθένας στὴ δοκιμασία τῶν ἀρετῶν. Δὲν γίνεται κανένας ἥρωας τὴ στιγμὴ τοῦ κινδύνου πάνω στὴ μάχη. Ὁ ἥρωας τότε ἐκδηλώνεται, ἀλλὰ ἥρωας γίνεται μὲ τὴν παιδεία καὶ τὴν ἄσκηση στὶς ἀρετές.
Μαθαίνει πρῶτα νὰ ἀγαπᾶ τοὺς πλησίον καὶ τοὺς μακράν. Καὶ ἀγαπῶντας ἑτοιμάζεται νὰ ὠφελήσει, νὰ βοηθήσει καὶ νὰ θυσιαστεῖ ἀκόμα γιὰ ὑπεράσπιση τῶν φίλων του. Αὐτὸς εἶναι ὁ πατριώτης. Ὁ πατριώτης δὲν ἐπιτίθεται γιὰ νὰ αὐξήσει τὴν ἔκταση ἢ τὸν πλοῦτο τῆς δικῆς του πατρίδας. Ὁ ἀρχαῖος Περικλῆς στὸν περίφημο Ἐπιτάφιό του καυχιέται γιὰ τοὺς Ἀθηναίους ὅτι πολεμοῦν τοὺς διπλανούς τους («τοὺς πέλας») ὅταν αὐτοὶ οἱ διπλανοί τους πολεμοῦν γιὰ τοὺς δικούς τους («περὶ τῶν οἰκείων») καὶ συνήθως τοὺς νικοῦν. Αὐτὸ δὲν εἶναι πατριωτισμὸς βέβαια ἀλλὰ εἶναι ἡ τέλεια ἔννοια τοῦ ἰμπεριαλισμοῦ. Καὶ οἱ «ἥρωες» τέτοιων πολέμων δὲν εἶναι ἀληθινοί, ὅπως δὲν εἶναι καὶ οἱ ληστές, οἱ τρομοκράτες καὶ λοιποὶ κακοποιοί. Αὐτοὶ ἡ ψευτοήρωες τοῦ τριακονταετοῦς πολέμου, δὲν δίστασαν μετὰ τὴ ἅλωση τῆς Ἀθήνας τὸ 404 π.Χ. νὰ κατασφάξουν καὶ τοὺς συμπολῖτες τους, ὅταν ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθῆνα ἡ ἀρχὴ τῶν τριάκοντα τυράννων. Ἔτσι ἐλέγχονται οἱ πρὶν ἀπὸ λίγους μῆνες δῆθεν πατριῶτες Ἀθηναῖοι ὅτι δὲν ἄξιζαν τοὺς ἐπαίνους τῶν ρητόρων, ποὺ ἀγόρευαν τοὺς ἐπιτάφιους γι’ αὐτούς. Ὅταν ὅμως τὸ 490 ἀντιμετώπιζαν τοὺς Μήδους στὸ Μαραθῶνα καὶ μάλιστα ἐνίκησαν νίκην λαμπρὰν παρὰ τὸ ἄνισον τῶν δυνάμεών τους ἀπέναντι στὸ ἀσιατικὸ πλῆθος, ἀπέ-σπασαν τὸ θαυμασμὸ τοῦ κόσμου καὶ ἡ δόξα τοὺς παρέμεινε αἰώνια. Τότε ἦταν ἥρωες ἀληθινοὶ ὅπως καὶ οἱ ἀπόγονοί τους ὑπερασπιστὲς τῆς Βασιλεύουσας τὸ 1453, ὅπως οἱ ἥρωες τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, ὅπως οἱ ἀπελευθερωτὲς τῆς Μακεδονίας, τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Θρᾴκης στὰ 1912 καὶ 13, ὅπως οἱ ἐπαναστάτες τῆς Κρήτης καὶ τὰ παλληκάρια τοῦ 1940-41.
Σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐθνικές μας περιπέτειες καὶ σὲ ἄλλες ποὺ παραλείπομε ἀναδείχτηκαν ἥρωες, ποὺ οἱ περισσότεροι σκοτώθηκαν, ἀλλὰ ὅποιος μελετήσει τὴ ζωὴ τῶν ἡρώων αὐτῶν καὶ τὸ ἦθος ποὺ καλλιέργησαν στὸν ἑαυτό τους, θὰ διαπιστώσει ὅτι ὁ ἡρωισμός τους φύτρωσε καὶ γιγάντωσε πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τοὺς κάλεσε ἡ πατρίδα, καὶ στὴν κρίσιμη ἐκείνη ὥρα ὁ ἡρωισμός τους ἀναδείχτηκε καὶ φάνηκε τὸ μεγαλεῖο του. Ἐπειδὴ ξέρει ὁ Θεὸς ὅτι οἱ πολλοὶ εἶναι καὶ ἀδύνατοι καὶ δειλοὶ καὶ ἀμαθεῖς, καλλιεργεῖ τὶς ψυχὲς τῶν ἡρώων γιὰ νὰ τοὺς ἐμπιστευθεῖ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδας. Καὶ αὐτοὶ οἱ ἥρωες, ὅταν βρεθοῦν κι ἀναλάβουν νὰ σηκώσουν τὸ χρέος τους, γίνονται θαύματα. Καὶ τὰ θαύματα ὁ Θεὸς δὲν τὰ κάνει μόνος του, τὰ πραγματοποιεῖ μὲ τὴ λεβεντιὰ καὶ τὴ αὐτοθυσία τῶν ἡρώων μας, γιὰ νὰ ἔχουμε καὶ τὰ παραδείγματά τους μαθήματα στὶς ἑπόμενες γενιές. Γι’ αὐτὸ δίνομε τόση σημασία στὴνπαιδεία, ποὺ χρέος ἔχει νὰ καλλιεργεῖ ὑγιεῖς ἠθικοὺς χαρακτῆρες καὶ νὰ μεταδίδει τὴν ἐθνικὴ ἱστορία στὰ νέα βλαστάρια τοῦ ἔθνους, ἔτσι θὰ ξέρουν τὰ παλληκάρια μας γιατί χρωστοῦν νὰ πολεμήσουν, γιὰ ποιά πατρίδα καὶ μὲ ποιά παραδείγματα ἀπ’ τὴ ζωὴ τῶν προγόνων τους.
Ἡ πατρίδα μας ποὺ μᾶς ὑποδέχτηκε στὴ ζωὴ καὶ μᾶς χάρισε τὰ πρῶτα τοπία της καὶ μᾶς ἔθρεψε μὲ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ πνευματικὰ ἀγαθά της εἶναι ὁ πρῶτος στόχος τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν μας, ποὺ χωρὶς νὰ τοὺς προκαλοῦμε ἁπλώνουν βέβηλα χέρια, γιὰ νὰ μᾶς τὴν ἀποσπάσουν. Ἄλλοι ὀρέγονται τὰ νησιά μας, ἄλλοι τὴ Θράκη μας, ἄλλοι τὴ Μακεδονία, τὴν Ἤπειρο. Κι ἀπ’ αὐτὸ ἀκόμα μποροῦμε νὰ ἐκτιμήσομε καλύτερα τὴν ἀξία τῆς πατρίδας μας, ἀπὸ τὸ ὅτι πολλοὶ λαοὶ γύρω μας ζηλεύουν τὰ κάλλη της καὶ θέλουν νὰ τῆς τὰ πάρουν. Ἀλλὰ δὲν ἔχουμε μία μόνο πατρίδα. Ἐπειδὴ ζοῦμε καὶ στὴ γῆ αὐτὴ καὶ στὸν οὐρανὸ συγχρόνως, ἔχουμε καὶ τὴν οὐράνια πατρίδα μας, ποὺ κι αὐτὴ ζητάει τὴν ἀγάπη μας, κι αὐτὴ διώκεται καὶ κινδυνεύει τὴν κάθε στιγμὴ ἀπὸ ἐξω τερικοὺς καὶ ἐσωτερικοὺς ἐχθρούς. Ἡ οὐράνιά μας πατρίδα βέβαια δὲν κινδυνεύει ἡ ἴδια, κινδυνεύουμε ὅμως ἐμεῖς νὰ τὴ χάσουμε καὶ νὰ βρεθοῦμε ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ἡ σωτηρία μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν ὑπαρξιακό μας πρόβλημα. Καὶ τὰ ἐμπόδιά μας σ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα μὲ τὰ ἀνυπολόγιστα μεγάλα ἔπαθλα εἶναι
πολλὰ καὶ μάλιστα τὰ πιὸ κρίσιμα ἀπ’ὅλα προέρχονται ἀπ’ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό
μας.
Ἡ ραθυμία μας, ὁ ἐγωισμός μας, ἡ λιποψυχία μας μπροστὰ στὶς ἀπειλές, ἡ προσκόλλησή μας στὶς ἡδονὲς εἶναι μερικὰ ἀπὸ τὰ ἐμπόδια ποὺ βάζομε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι στὴ σωτηρία μας. Καὶ οἱ Πατέρες μᾶς λένε ὅτι αὐτὰ εἶναι τὰ μεγαλύτερα καὶ τὰ κρισιμότερα ἐμπόδια στὴ σωτηρία μας. Ὁ ἀγῶνας μας γιὰ τὴ σωτηρία μας ἀπαιτεῖ πρῶτα ἀπόφαση καὶ στὴ συνέχεια λεβεντιά. Οἱ πολλοὶ ὅμως εἶναι πάντα ράθυμοι καὶ ὅσο μποροῦν ξένοι ἀπὸ τὸν Θεό. Πῶς λοιπὸν ὁ Θεός, ποὺ δὲν παύει νὰ φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία μας, πῶς θὰ μᾶς φιλοτιμήσει νὰ ἀναθαρρήσομε; Σ’ αὐτὸ χρησιμοποιεῖ ὁ Θεὸς τοὺς ἁγίους, ὁσίους καὶ μάρτυρες, τοὺς «καλῶς ἀθλήσαντας καὶ στεφανωθέντας». Οἱ ἅγιοί μας ἀναδεικνύονται πάντοτε ὑπερασπιστὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ οἱἄνθρωποι οἱ πολλοὶ σὰν ἐμᾶς εἶναι διαρκῶς πολιορκούμενοι ἀπὸ πάθη καὶ περιστασιακὲς ἁμαρτίες. Οἱ πολλοὶ δὲν ἔχουν οὔτε πίστη ἀρκετή, οὔτε παρρησία, πῶς νὰ ἀποσπάσουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ; Οἱ προσευχὲς ὅμως τῶν ἁγίων εἰσακούονται καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ παρατείνεται. Ἂν ἡ ἐπίγεια πατρίδα μας ἔχει ἐμφανῆ ἐμπόδια καὶ συγκεκριμένους ἐχθρούς, ἡ Ἐκκλησία μας ποὺ μέσα τῆς τελετουργεῖται τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μᾶς ἔχει ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους ἐχθρούς.
Ἔχει ἀσταμάτητο πόλεμο «πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου». Σ’ ἕνα τέτοιο πόλεμο χρειάζονται πνευματικὲς δυνάμεις, λεβεντιὰ ψυχικὴ καὶ σωματική. Γιὰ τὴ σωτηρία μας ἀγωνιζόμαστε μὲ ὁλόκληρη τὴν ὑπόστασή μας στὴν πίστη μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ λατρεία μας στὰ ἔργα μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴ φιλανθρωπία. Καὶ ὅπως τὰ κοπάδια τῶν προβάτων ἔχουν τὸν ποιμένα ἀλλὰ καὶ τοὺς πιστικοὺς καὶ τὰ μαντρόσκυλα ποὺ παλεύουν τοὺς λύκους ἔτσι κι ἐμεῖς πορευόμαστε μὲ τὸν ποιμένα τὸν καλὸν καὶ μὲ τοὺς ἁγίους μας. Λένε συνήθως πὼς ὅταν ἡ Ἐκκλησία διώκεται, βγάζει ἁγίους. Μὰ πότε δὲν διώκεται ἡ Ἐκκλησία; Κάθε στιγμὴ τὸ σαρκικό μας φρόνημα τὴ διώχνει ἀπὸ πάνω μας καὶ στὴ ζωὴ μέσα ὁ κόσμος, ποὺ ἔχει ἀνοίξει πόλεμο ἀπ’ ἀρχῆς ἐναντίον της, μάχεται τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἐκμεταλλεύεται κάθε ἀδύνατο σημεῖο στὴν πανοπλία τους, γιὰ νὰ τοὺς παραπλανήσει. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὀνόμασε τὴν ἁμαρτία ἔτσι,ἐνῷ στὴν ἀρχαιότητα τὴν ἔλεγαν «ὕβριν», γιατί τὴν θεωρεῖ ἀστοχία, λάθος καὶ ὄχι συνειδητὴ ἄρνηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ φαίνεται ἀκόμα καὶ στὸν πολὺ καὶ ἀμύητο κόσμο εἶναι ἡ μεγάλη ἐποποιία τῶν διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ εἶναι ν’ ἀπορεῖ κανεὶς γιατί ὅλος, μὰ ὅλος ὁ κόσμος ρίχτηκε δύο χιλιάδες χρόνια ἐπάνω στοὺς χριστιανοὺς μὲ τόση ἀγριότητα, ἐνῷ οἱ χριστιανοὶ δὲν ἐδίωξαν κανένα. Βέβαια εἴχαμε τὴ βιαιότητα τῶν λεγόμενων Σταυροφόρων, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν λογαριάζονται χριστιανοί. Μόνο τὸ ὄνομα εἶχαν, ἀπὸ τὸ χριστιανισμό.
Στοὺς διωγμοὺς τῶν πρώτων αἰώνων ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους, καθὼς καὶ στοὺςδιωγμοὺς ποὺ ἔκαναν οἱ Ζωροαστρινοί,οἱ πυρολάτρες κι ἀργότερα οἱ Μουσουλμάνοι στὴν Αἴγυπτο, στὴν Ἀσία καὶ στὸν χῶρο τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου εἴχαμε ἑκατομμύρια μάρτυρες. Κι ἀκόμα στὶς μέρες μας ἔχουμε διωγμοὺς μαρτυρικοὺς στὴ Συρία καὶ σὲ ἄλλα μέρη. Λογικὰ οἱ διῶκτες περίμεναν νὰ σβήσει ἡ Ἐκκλησία τῶν χριστιανῶν κάτω ἀπὸ τὰ ἀνελέητα χτυπήματα τῶν διωγμῶν. Καὶ ὅμως μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ἡ αὔξηση τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν καὶ ἡ κατάκτηση τῆς ἐξουσίας τοῦ πανίσχυρου ρωμαϊκοῦ κράτους ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ὀφείλεται στὴν ἀντιστροφὴ τῆς λογικῆς τῶν διωκτῶν.
Ὁ Θεὸς ποὺ κυβερνᾶ τὸν κόσμο ποὺ ἔπλασε βραβεύει τοὺς μάρτυρές του μὲ τὸ θρίαμβο τοῦ μαρτυρίου, ποὺ ἁγιάζει τὸν κόσμο καὶ ἀντιστρέφει τὰ ἀποτελέσματα τῆς κοσμικῆς πολιτικῆς τῶνἐχθρῶν του. Καὶ αὐτὸ γίνεται μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς μάρτυρες. Θὰ μποροῦσε βέβαια ὁ Θεὸς νὰ ἀναλάβει ὁλόκληρο τὸ θαῦμα καὶ νὰ ἀναδείξει τὴν Ἐκκλησία ἀήττητη. Φαίνεται ὅμως καθαρὰ ὅτι θέλει νὰ νικήσει τοὺς ἐχθρούς του μὲ τὴ συνεργασία τῶν ἁγίων του. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ κάθε διωγμὸ «παράγει» ἁγίους-παλληκάρια. Κι ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο ἐπιβιώνει ἀλλὰ καὶ θριαμβεύει.
Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ μεγάλο παλληκάρι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μπορεῖ νὰ κηρύσσει ἀπὸτὸν ἄμβωνα μ’ αὐτὸ τὸ ἐμβατήριο τὸ μεγαλεῖο της Ἐκκλησίας. «Τοιοῦτον ἔχει μέγεθος ἡ Ἐκκλη-σία, πολεμουμένη νικᾷ, ἐπιβουλευομένη περιγίνεται, ὑβριζόμενη λαμπροτέρα καθίσταται, δέχεται τραύματα καὶ οὐ καταπίπτει ὑπὸ τῶν ἑλκῶν, κλυδωνίζεται, ἀλλ’ οὐ καταποντίζεται, χειμάζεται, ἀλλὰ ναυάγιον οὐχ ὑπομένει, παλαίει, ἀλλ’ οὐχ ἡττᾶται, πυκτεύει ἀλλ’ οὐ νικᾶται».
Ἀκοῦμε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χρυσοστόμου καὶ βλέπομε ὅτι ἀποδεικνύονται ἀκέραια μὲ τὰ συναξάρια καὶ μὲ τὴ ἱστορία καὶ ἀποροῦμε πῶς συμβιβάζονται μὲ τὴ ἀδυναμία μας καὶ μὲ τὴ χαλαρότητά μας.
Βλέπομε ὅμως ὅτι, ἐνῷ οἱ πολλοὶ θαυμάζουν μόνο καὶ τιμοῦν μὲ εὐλάβεια τοὺς ἁγίους, οἱ ἅγιοι μπαίνουν μπροστὰ σημαιοφόροι καὶ χαίρονται μὲ τὰ βασανιστήρια τῶν διωγμῶν τους, ἀναφωνοῦν μαζὶ γιὰ τὸν σύγχρονό μας ἅγιο Λουκᾶ τὸν ἐπίσκοπο Συμφεροπόλεως «Ἀγάπησα τὸ μαρτύριό μου». Ἂς δοξάσομε λοιπὸν τὸν Θεὸ γιατί δὲν μᾶς ἀφήνει στὴν ἀνεπάρκειά μας ἀβοήθητους, ἀλλὰ στέλνει στὴν πατρίδα ποὺ κινδυνεύει τοὺς ἥρωες καὶ στὴν Ἐκκλησία ποὺ διώκεται τοὺς ἁγίους της. Ἰδιαίτερα τὴν πατρίδα μας τὴ χριστιανικὴ Ἑλλάδα τὴν ἐπροίκισε μὲ ἥρωες πολεμιστές, μὲ ἥρωες εὐεργέτες, μὲ ἁγίους ὁσίους, μὲ ἁγίους σοφοὺς Πατέρες καὶ μὲ θαυμαστοὺς μάρτυρες καὶ γι’ αὐτὸ κανεὶς νὰ μὴν ἀπελπίζεται γιὰ τὸ μέλλον της.
http://www.enromiosini.gr/arthrografia
Κατηγορία ΑΞΙΕΣ ΖΩΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΗΡΩΕΣ
Συγγραφέας: kantonopou στις 31 Οκτωβρίου 2015
Οι εθνικές επέτειοι μάς θυμίζουν ξεχωριστά ή και καθημερινά πρόσωπα, τα οποία διακρίθηκαν σε μεγάλους εθνικούς αγώνες και έδωσαν τη δυνατότητα στο έθνος μας να ακολουθήσει ελεύθερη πορεία. Μπορεί η σύγχρονη ιστορική προσέγγιση να δίνει έμφαση στα αίτια και την έκβαση των ιστορικών συγκρούσεων, ωστόσο τα πρόσωπα δεν θα πάψουν να συγκινούν τον οιονδήποτε θέλει να δει τον κόσμο από την πλευρά του ανθρώπου και όχι μόνο από την όψη της εξουσίας, της νίκης, της ήττας.
Στην πραγματικότητά μας η νέα γενιά ολοένα και απομακρύνεται από τους εθνικούς μας ήρωες. Ίσως έρχεται σε κάποια επαφή μαζί τους κατά τις σχολικές γιορτές ή μέσα από κάποιες ταινίες, παρωχημένες, αλλά και τελικά αναντικατάστατες. Όμως αυτοί οι ήρωες δεν εμπνέουν τους νεώτερους, ελλείψει χρόνου και διάθεσης σπουδής στα μηνύματα τα οποία η ζωή των ηρώων προβάλλει, αλλά και εξαιτίας του ότι οι ήρωες μοιάζουν ξεπερασμένοι, καθώς δεν είναι ντυμένοι με την εικόνα του υπερανθρώπου που συναντάμε στους σύγχρονους ήρωες των διαδικτυακών παιχνιδιών, των κινηματογραφικών ταινιών, των κόμικς και του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος, το οποίο κερδίζει πολλά από αυτούς.
Αν συγκρίνουμε, για παράδειγμα, τους ήρωες της πρόσφατης κινηματογραφικής τριλογίας Hobbit, τους οποίους χιλιάδες νέοι άνθρωποι στην πατρίδα μας, αλλά και αντίστοιχα τόσοι και περισσότεροι στον υπόλοιπο κόσμο, παρακολούθησαν, με τις μορφές του αγώνα του ’40, τους στρατηγούς και τους συνταγματάρχες, τους απλούς στρατιώτες και τις γυναίκες της Πίνδου, εκείνους που πάλεψαν εναντίον των κατακτητών στα χρόνια της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης, τους Μητροπολίτες που έκρυβαν τους Εβραίους για να τους γλιτώσουν από το ολοκαύτωμα, θα διαπιστώσουμε ότι οι σύγχρονοι ήρωες παλεύουν για την εξουσία, το χρήμα, τη δόξα, τον έρωτα, για να νικήσουν τις δυνάμεις του κακού, όχι όμως για την ελευθερία μιας πατρίδας, ενός τόπου, ενός τρόπου που έχει μέσα του πίστη, αρχές, ανθρώπους, ιστορία, νόημα ζωής. Οι σύγχρονοι ήρωες παλεύουν για τους εαυτούς τους και για λίγους άλλους που είναι οι οικείοι τους, όχι όμως για να νικήσουν την αδικία, την τυραννία, την υποδούλωση του ανθρώπου στην απληστία των Ισχυρών. Χωρίς να αρνείται κάποιος την ανάγκη για νέα αφηγήματα, μοντέρνα, προσαρμοσμένα στο σήμερα, δεν μπορεί παρά να σημειώσει την αδιαφορία μας για ό,τι διασώζει την ιστορική μας συνέχεια και μπορεί να γεννήσει αξίες που θα μας βοηθήσουν να συνειδητοποιήσουμε τη θέση μας στο σήμερα, να παλέψουμε για μία άλλη ελευθερία, της ανάστασης και της αγάπης!
Αυτήν πρότεινε ένας από τους λιγότερο προβεβλημένους Έλληνες ποιητές, ο Γιώργος Σαραντάρης, ο οποίος πολέμησε στον αγώνα του ’40 και πέθανε από τις κακουχίες. Ἐλεγε: «Η Ευρώπη δεν έχει Αγάπη και δεν πιστεύει στην Ανάσταση!». Αυτός είναι ο δρόμος της Ελλάδας. Σπουδάζοντας την παράδοσή της, τον Χριστό και την Εκκλησία, μη λησμονώντας την φιλοσοφία και το αρχαιοελληνικό πνεύμα, να προσφέρει στην Ευρώπη της τυραννίας των ισχυρών την Ανάσταση και την Αγάπη! Αυτός ο αληθινός ήρωας παραμένει άγνωστος. Ας αναρωτηθούμε αν αυτό συμβαίνει μόνο διότι το παγκόσμιο σύστημα μάς κατακλύζει με τους δικούς του ήρωες ή επειδή φοβόμαστε ότι αυτές οι δύο έννοιες θα θέσουν το ερώτημα της αληθινής μας ταυτότητας και αντίστασης στην αλλοτρίωση των ψυχών μας!
(δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”, στο φύλλο της 28ης Οκτωβρίου 2015)
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός
http://themistoklismourtzanos.blogspot.gr/
Κατηγορία ΑΞΙΕΣ ΖΩΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Ενα χωριό (στην Ηπειρο) πήρε το όνομα ήρωα πιλότου του 1940
Συγγραφέας: kantonopou στις 28 Οκτωβρίου 2015
«Ηταν μεσημέρι και μαζεύαμε καλαμπόκια. Από πάνω μας πολεμούσαν αεροπλάνα. Είδαμε ένα να βγάζει καπνούς. Ακούστηκε μεγάλος κρότος πίσω από το μοναστήρι. Γίνονταν εκρήξεις. Ηρθαν στρατιώτες, είπαν ότι το αεροπλάνο ήταν ελληνικό.Οι φαντάροι σήκωσαν το σώμα του πιλότου από τα συντρίμμια και τα ρούχα που φορούσε πήραν φωτιά. Το παλικάρι ψυχορραγούσε. Τον θάψαμε στο χωριό».
Η κυρία Αλεξάνδρα, 93 ετών, περιγράφει με δάκρυα τις τελευταίες στιγμές του ήρωα πιλότου Ιωάννη Σακελλαρίου, ο οποίος σκοτώθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1940 έπειτα από άνιση μάχη με ιταλικά βομβαρδιστικά στο χωριό Κουτρουλάδες, στην Ηπειρο.
Λίγο αργότερα, οι κάτοικοι της περιοχής αποφάσισαν να μετονομάσουν το χωριό τους σε Σακελλαρικό, για να τιμήσουν τη θυσία του. Ο ήρωας πιλότος γεννήθηκε το 1915 στα Βίλια Αττικής και στις 2 Νοεμβρίου του 1940 ανέλαβε την καταδίωξη ιταλικών βομβαρδιστικών που είχαν στόχο τα Ιωάννινα.
Με αφορμή τη συμπλήρωση 75 ετών από τον ηρωικό θάνατό του, ο Δήμος Ζίτσας διοργανώνει τριήμερες εκδηλώσεις προς τιμήν του Ιωάννη Σακελλαρίου.
πηγή
Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Φαέθων: Ένα άλογο στο έπος της Αλβανίας
Συγγραφέας: kantonopou στις 28 Οκτωβρίου 2015
Είχε, από παιδί, μια ξυλόγλυπτη μολυβοθήκη γραφείου, δώρο από τα χέρια του πατέρα της. «Φαέθων» έγραφε στο ξύλο, κι από πάνω δύο υπέροχα άλογα με τον Θεό Ήλιο μέσα σε ακτίνες φωτός!
-Τι θα πει Φαέθων; ρωτούσε με απορία.
-Ό θεός του φωτός, πού διασχίζει περήφανα τον ουρανό στα λαμπρά του άλογα. Αυτό το όνομα είχα δώσει στο άλογο μου, στον πόλεμο του ‘4ο, της απαντούσε.
-Μα, είναι αυτό όνομα για άλογο ;
-Για το δικό μου άλογο, ναι. Του άξιζε αυτό το όνομα…
Χρόνια άκουγε την ίδια ιστορία, έβλεπε τις ίδιες φωτογραφίες, χάιδευε τα ίδια μετάλλια. Πάντοτε, στην επέτειο του έπους του 1940.
“Φαέθων” : άλογο διάσημο, νικητής σε ιππικούς στρατιωτικούς αγώνες. Περήφανο, ανυπόταχτο, ολόμαυρο, μ’ ένα «λευκό αστέρι» στο μέτωπο του.
Δεν ήταν εύκολο να το ιππεύσουν. Μέχρι πού βρέθηκε ό μικρασιάτης αξιωματικός του ιππικού. Πώς τα κατάφερε, κανείς δεν ήξερε. Πάντως, το εξημέρωσε. ^Ήταν, έλεγε, ένα άλογο με «ανθρώπινα» μάτια… Άνθρωπος και άλογο έγιναν ένα. Αστραπή ό καλπασμός του! Εκείνος του έδωσε και το όνομα: Φαέθων.
.
Στους αγώνες φαβορί. Τριπόδιζε κομψά με τις λευκές «κάλτσες» στα τέσσερα πόδια του, κι ύστερα, ξαφνικά, γινότανε αέρας, κεραυνός, πετούσε πάνω από τα εμπόδια, έσχιζε την απόσταση, έφτανε πρώτο. Χαιρετούσε στρατιωτικά κι έπαιρνε το βραβείο ό αξιωματικός, γύριζε, χάιδευε το κεφάλι τού αλόγου και το κερνούσε τετράγωνα κομμάτια ζάχαρη.
.
Οι άλλοι το έτρεμαν το ατίθασο άλογο.
-Πω, πω, άλογο τρελό! Θα το γκρεμοτσακίσει το παλληκάρι… έλεγαν φοβισμένοι οι ιπποκόμοι κι έτρεχαν μακριά.
.
Κι ύστερα ήρθε ό πόλεμος. 28Όκτωβρίου 1240. Το στρατόπεδο ανάστατο. Ή ίλη του Ιππικού τάχιστα πρέπει να μετακινηθεί προς την Πίνδο. Για την πατρίδα ! Ούτε ένας δε λιποψύχησε.
Εκείνος ήταν αξιωματικός υπηρεσίας. Θα ετοιμάσει τα έγγραφα και θα φύγει τελευταίος. Αυτός και ό Φαέθων. Άνθρωπος και άλογο ένα.
Πέφτει χιονόνερο και σουρουπώνει. Με γοργό καλπασμό διασχίζουν τους δρόμους της πόλης. Το άλογο αφρίζει, μα δε σταματά. Έχει μάθει να υπακούει στον αναβάτη του. Πρέπει να τρέξουν να προλάβουν τούς υπόλοιπους στο βάλτο των Γιαννιτσών και χωρίς καθυστέρηση ν ανηφορίσουν στη χιονισμένη Πίνδο.
.
-Θ’ αντέξει ό Φαέθων; αναρωτιέται ό αξιωματικός. Εδώ δεν είναι «αγώνες», είναι αγώνας ζωής και θανάτου.
.
Ό Φαέθων άντεξε. Ξεπέρασε το μέτρο. Βολίδα ορμούσε στις πιο επικίνδυνες αποστολές. “Όταν εκείνος δεν έτρωγε, κι ό Φαέθων αρνιόταν την ταγή. Διέσχιζε το χιόνι με ταχύτητα αστραπής. Ολόμαυρος κάλπαζε, με τον αναβάτη του μπρούμυτα κολλημένο στην πλάτη του, μετέφερε μηνύματα, πρωτοστατούσε χλιμιντρίζοντας στις μάχες, ωραίος, περήφανος, ανυπότακτος «Έλλην». Μαύρος στο λευκό χιόνι ήταν στόχος, άλλα ποιος μπορούσε να τον σημαδέψει, καθώς κινιόταν με την ταχύτητα του φωτός;
.
Δίπλα του συνήθως ό Ψαρής, το άλογο του δικηγόρου. Άνθρωποι και άλογα φίλοι αδελφικοί ταιριάξανε σαν αντάμωσαν στην Αλβανία. Λεβέντης ό δικηγόρος, το ‘λεγε ή ψυχή του. πρώτος στη θυσία.
Τους διάλεγαν συνήθως για τα δύσκολα… Στερέωνε εκείνος τα μυωπικά γυαλάκια του με σπόγγο και αναλάμβανε με ηρωισμό τα πάντα: «Θεία ειν’ η δάφνη ! Μια φορά κανείς πεθαίνει” .
Μαζί οι δύο τους. Μαζί και τ’ άλογό τους. Μέχρι το δειλινό του Δεκέμβρη…
.
Στη χιονοθύελλα είχαν πάρει εντολή για τους ασύρματους… Να κινηθούν καθώς βραδιάζει.
Όμως οι Ιταλοί τους κατάλαβαν.
Δεν πρόλαβαν.
“Ένας όλμος βαρύς κομματιάζει τον καημένο τον Ψαρή. Τινάζεται πάνω, διαλύεται στον αέρα και κατρακυλά στη χαράδρα… Μαίνεται ή θύελλα, μουγκρίζει Θυμωμένα ό ποταμός στο βάθος. Κι ό δικηγόρος; Τινάζεται κι αυτός. Πάει…
.
-Φίλε, καλό Παράδεισο, φωνάζει περίλυπος ό αξιωματικός και ξεσπάει σε λυγμούς.
Μα ό Φαέθων: Δε σταματά. Χλιμιντρίζει αυταρχικά και τον σπρώχνει, τον αναγκάζει να σταθεί στα πόδια του, να τον ιππεύσει. Ό Φαέθων διατάζει. Ό αξιωματικός με δάκρυα υπακούει απορημένος: Φοβήθηκε και θέλει να γλυτώσουμε, σκέφτεται στην οδύνη του. Πόσο έξω έπεσε!
.
Ό Φαέθων βουτάει με ταχύτητα στη χαράδρα. Τρεκλίζει, ισορροπεί, γονατίζει, σηκώνεται μέσα στη θύελλα και φτάνει στο βάθος, στο ποτάμι. Χλιμιντρίζει Θριαμβευτικά. Είδες; σα να του λέει. Ό δικηγόρος ζει!
.
Ταλαιπωρημένος, μισοπνιγμένος στα νερά, βογγάει με πληγές που αιμορραγούν. Ετοιμοθάνατος…
Ό Φαέθων μπαίνει στο νερό και τον σπρώχνει έξω με τη μουσούδα του. Ό αξιωματικός τον τυλίγει με τη χλαίνη του, τον δένει σφιχτά να σταματήσει το αίμα…
.
Σκοτάδι, πίσσα. Θερμοκρασία -7 βαθμοί. Αν δεν ξημερώσει, πώς θα βγουν; Θ’ αντέξει ό φίλος; Θα πεθάνει στα χέρια του; Μα ό Φαέθων είναι εκεί. Με την καυτή του ανάσα στέκεται πάνω τους. Μέχρι την αυγή. Τους ζεσταίνει. ..
.
Χαράματα έφτασαν στο ορεινό χειρουργείο. Τους βλέπουν και ξεσπούν σε ζητωκραυγές.
Τον σηκώνουν στα χέρια. Του δίνουν αριστείο ανδρείας.
-Μα… όχι εγώ ! Ό Φαέθων, προσπαθεί να πει. Ο ήρωας!
.
Ό δικηγόρος έζησε. Αναζητάει τα γυαλιά του πού γίνανε θρύψαλα στη χαράδρα… Γελούν. Θυμούνται τις ηρωικές μέρες στην Κορυτσά, στο Τεπελένι… Αναπνέουν. Ο Θεός φύλαξε. Και ο… Φαέθων!
.
Κι ήρθε ή μαύρη μέρα της υποχώρησης. Σκυφτοί οι δύο φίλοι, επιστρέφουν λυπημένοι. Μαζί και ό Φαέθων…
Κρίμα! Τόση τόλμη, αυτοθυσία, τόση λεβεντιά να τη συντρίψουν τα σιδερένια νύχια λαού αυταρχικού! Κρίμα!
Τι έπαθε ό Φαέθων; Ακλουθεί σέρνοντας τα πόδια. Έχει αδυνατίσει, δεν τρώει…
Μελαγχολούν τα άλογα; Καταλαβαίνουν;
Προσπαθούν να τον στυλώσουν, τον χαϊδεύουν, τον παρηγορούν… τίποτε.
Κι ένα πρωί, στην υποχώρηση, το χάσανε το άλογο. Ανάστατος το αναζητάει. Πουθενά.
-Κάνε κουράγιο! Πήγε να πεθάνει μόνο του. Ήταν περήφανο άλογο. Δεν άντεξε…
.
Μα είναι δυνατό; Τα άλογα καταλαβαίνουν; Αυτό αναρωτιέται ακόμη.
Ούτε ό αξιωματικός άντεξε… Διέφυγε στη Μέση Ανατολή και συνέχισε εκεί τον Αγώνα.
Άλλο άλογο δεν απόκτησε ποτέ. Στην Αίγυπτο χρησιμοποιούσε καμήλα.
.
Και αυτός και ό δικηγόρος γιόρτασαν την απελευθέρωση. Απόκτησαν παιδιά κι εγγόνια. Ό δικηγόρος έγινε δήμαρχος. Στο γραφείο του ή φωτογραφία ενός αλόγου. Όταν τον ρωτούν απαντάει:
Φαέθων. Ό σωτήρας μου.
Και σκουπίζει δακρυσμένος τα μυωπικά γυαλιά του.
από το περιοδικό Προς τη Νίκη, τεύχος Οκτωβρίου 2015
Κατηγορία ΑΞΙΕΣ ΖΩΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Η συγκλονιστική μαρτυρία της Γυναίκας της Πίνδου-Όλα όσα έζησε στον πόλεμο του 1940
Συγγραφέας: kantonopou στις 28 Οκτωβρίου 2015
Η προσφορά των γυναικών της Πίνδου στο δύσκολο πόλεμο εναντίον του Ιταλικού Φασισμού είναι ανεκτίμητη. Για όλες αυτές τις γυναίκες ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1911 – 1991) έγραφε: « Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν. Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιό πηγαίναν και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε, μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα χάνονταν ορθομέτωπες η μιά πίσω απ’ την άλλη .»
Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από την ομιλία – διάλεξη που έδωσε η Φρόσω Ιωαννίδη(1896-1986), μία από τις γυναίκες της Πίνδου όπως καθιερώθηκαν να λέγονται, το Μάρτη του 1975.
«Είναι μεγάλο το χάσμα του χρόνου. Μια 35ετία. Μεγάλο και το χάσμα της ζωής, (από μια κρίσιμη κι επικίνδυνη πλέον φάση της), για μια αποτύπωση, στο χαρτί, βιωμάτων-γεγονότων, όσο το δυνατόν ακριβέστερη. Κι είναι πολύ δύσκολο για μάς, με την ψυχρή τώρα λειτουργία της μνήμης, να πετύχουμε ώστε το παρελθόν, δραματικό και ιερό παρελθόν, να φωτίσει, έστω και για λίγο, τους ακροατές μας, γεφυρώνοντας αυτό το διπλό χάσμα, που προαναφέραμε.
Μα είναι καυτά τα γεγονότα, που θέλομε να ιστορήσουμε. Κι η μέθοδος απλή, που θ’ ακολουθήσουμε.
Η μεθοδολογία, η τεχνοτροπία, που ακολουθούν οι ιστορικοί και οι νοσταλγοί διαφέρει, όσον και η φύσις των, οι σκοποί των, οι εποχές.
Υπάρχει όμως, πάντα εύγλωττη και απλή, ανά τους αιώνες μέθοδος, η από προσωπικής σκοπιάς διήγηση των γεγονότων — βιωμάτων, σίγουρος τρόπος για να διατηρηθούν και αυτά και η αρχική συγκίνησης, που τα περιβάλλει.
Αυτή την απλή, την ταπεινή μέθοδο, ακολουθούμε και μείς με την ελπίδα, ότι αποτίομε φόρον τιμής και —κατά δύναμιν— προσθέτομε, έστω και μίαν φτωχήν εικόνα, στο κεφάλαιο του παγκοσμίου πολέμου που αναφέρεται στην επίθεσιν της Φασιστικής Ιταλίας κατά της Ελλάδος και την συμβολήν της γυναίκας και του Ηπειρωτικού λαού εις την άμυναν της Πατρώας γης.
Έχουν γραφή πολλά για το θέμα. Ημείς δεν έχομε την πρόθεσιν ν’ αναλύσωμε ή να σχολιάσωμε. Θα περιοριστούμε μόνον στη γυναίκα και στον πληθυσμό του τόπου μας.
Πολλές, αναρίθμητες οι περιπτώσεις, που η Ελληνίδα, σαν μάνα, σαν αδελφή, σαν γυναίκα, σαν στρατιώτης ακόμα, πολεμώντας πλάι στον άνδρα, έδωσε ζωντανό παρόν, στους αγώνες του Έθνους.
Η μνεία μόνον μερικών ονομάτων, της Μπουμπουλίνας, της Δέσπως, της Μαντώς Μαυρογένους, της Μεσολογγίτισσας, της Σουλιώτισσας, αρκεί για να μας φέρει στο νου γεγονότα παλαιοτέρων εποχών.
Μ’ ας προχωρήσουμε, για να θυμηθούμε, την επάρατη εποχή του πολέμου του ’40 και τη συμμετοχή της Ηπειρώτισσας στον αγώνα και να σταθούμε, αποκλειστικά, στη Γυναίκα της Πίνδου, όπως την είδαμε με τα μάτια μας στο Ζαγόρι, τις πρώτες μέρες του πολέμου…
Αναθυμιέμαι, με τι ενθουσιασμό και προθυμία, έσπευσαν όλες οι Γιαννιώτισσες, από την πρώτη κι όλας μέρα, να παρακολουθήσουν τα μαθήματα εθελοντριών νοσοκόμων, από την Ελένη Πετραλιά και την Αθηνά- Μεσολωρά, στο σπίτι μου, πού το είχα παραχωρήσει, γι’ αυτόν τον σκοπόν.
Με τι λαχτάρα, ύστερα, τρέχαν στα νοσοκομεία να βοηθήσουν όλες τους πρώτους τραυματίες μας! Να ξενυχτάν, πάνω στο κεφάλι, των βαριά πληγωμένων, να τους περιποιούνται, να τους παρηγορούν, να τους παραχαϊδεύουν (και πρώτη η μάνα Καλλιόπη Λύκα). Να τους γράφουν τα γράμματα για τους δικούς των, να τους τα διαβάζουν και με κάθε τρόπο να προσπαθούν ν’ αλαφρύνουν τον πόνο τους.
Χρειάστηκε να πάω στο Ζαγόρι, να δω τους γονείς μου (η μάνα μου ήταν άρρωστη) κι άφησα τα δύο παιδιά μου, με μια Γυναίκα στην Κορίτιανη, στα Κατσανοχώρια. Ξεκινώ με τ’ αυτοκίνητο, ως τη Δοβρά, Εκεί μαθαίνω ότι η παραπέρα συγκοινωνία κόπηκε. Οι Ιταλοί, έφθασαν απ’ τον Αώο στο Βρυσοχώρι κι ότι είναι επικίνδυνο να προχωρήσω. Ούτε μέσον υπήρχε.
Τους βλέπω όλους ανάστατους, ξεσηκωμένους, να τραβάν άλλοι κατά δω, άλλοι κατά κει. Όμως δε βλέπω γυναίκες.
Πού ναι οι γυναίκες; ρωτάω. Οι γυναίκες! μου λέει ο ανθυπασπιστής της Δοβράς Σιμιτζής: Κουβαλάνε πολυβόλα και πολεμοφόδια και τ’ ανεβάζουν στη Γκαμήλα και Αστράκα.
Τ’ ακούω και δεν το πιστεύω. Πως είναι δυνατόν; Πως μπορούν ν’ ανεβούν γυναίκες φορτωμένες, σ’ αυτά τ’ απάτητα βουνά, π’ ανεβαίνουν μόνο τα ζαρκάδια;!! Πρωτάκουστο!
– Μα πως ανεβαίνουν; ρωτάω πάλι.
– Τις δένουμε, μου λέει ο Σιμιτζής, με χονδρές τριχιές, από τη μέση και οι χωροφύλακες, από την κορυφή, τις τραβάνε…
Κι αυτές βαρυφορτωμένες, σκαρφαλώνουν, σαν τα κατσίκια, πιασμένες, πότε από τις πέτρες, που προεξέχουν, πότε από ρίζες, γονατίζοντας και καμιά φορά από το βάρος, με κίνδυνο να γλιστρήσουν και να γκρεμοτσακιστούν στα βάραθρα που χαίνουν μπροστά τους. Ανεβαίνουν, κατεβαίνουν αδιάκοπα και ρίχνουν και τίποτε κοτρώνια στον εχθρό κάτω, πόχει φθάσει στα Τσερβαριώτικα καλύβια….
Μου πιάνεται η αναπνοή, σαν τ’ ακούω αυτά… Σαλεύει ο νους μου, θέλοντας ν’ αναπαραστήσει αυτή τη σκηνή! Μήπως ονειρεύομαι; Μήπως δεν ακούω σωστά;…
Ακούω κι ένα φτωχό δίστιχο. «Τις Ηπειρώτισσες για δες, στης Πίνδου τα βουνά, πως πολεμάν με πετριές, για την Ελευθέρια»!…
Επάνω σ’ αυτό, ας σας πω τι έλεγε μετά, ένας Ιταλός αξιωματικός στα Γιάννινα, στο σπίτι του γιατρού Λάππα:
«Δεν είχε φοβηθεί το μάτι μου ποτέ, σας βεβαιώνω. Μα σαν είδα γυναίκα, σκαρφαλωμένη στην κορυφή του τρομερού βουνού, να μας κατρακυλάη κοτρώνια και να μας πολυβολή (φαντασία του αυτό) τρόμαξα, ομολογώ, και αφού την πολυβόλησα και την έριξα κάτω (κι αυτό φαντασία του) έσπευσα ν’ απομακρυνθώ» κ.λ.π….
Μετά από λίγο, εκλιπαρώ να μου δοθεί ένα στρατιωτικό άλογο, αφού δεν υπήρχε άλλο μέσον, και προχωρώ. Πως να εφοδιαστή το 15ο Σύνταγμα ενώ το πυροβολικό σφυροκοπούσε;….
Πρόβλημα τρομερό!! Πρόβλημα, πού απασχολούσε όλους…
Το μεγάλο αυτό πρόβλημα, το έλυσαν οι πλάτες των γυναικών και κοριτσιών του Ζαγορίου, που καθιερώθηκε πλέον επισήμως, ως μόνιμο μεταφορικό μέσον. Οι πλάτες αυτές, που έπρεπε ν’ αποθανατιστούν, έσωσαν την κατάστασιν…
Κουμπούνια, κουμπούνια, πηγαινοέρχονται, φορτωμένες πολεμοφόδια, ασταμάτητα και γυρίζουν, κουβαλώντας τραυματίες δικούς μας, που και πού και Ιταλούς, που παραξενεύονται και μένουν μ’ ανοιχτό το στόμα, σαν βλέπουν όλον αυτόν τον συναγερμό!…
Όλα ξεχάστηκαν, όπως έχουν ξεχαστεί κι άλλα προηγούμενα. Το Ζαγόρι, ιδίως, γνώρισε την εξαθλίωση, εγκαταλελειμμένο και παραγκωνισμένο απ’ όλους.
Οι δρόμοι, ακόμα, ελεεινοί, οι περισσότεροι, όπως τους είδε ο Γκόλτς – Πασάς. Αντικρίζεις, απ’ το ένα χωριό, ένα άλλο, ιδίως στο Ανατ. Ζαγόρι και νομίζεις πως απέχει μισή ώρα και όμως θέλεις μιας μέρας κυκλωτική διαδρομή, για να το πλησίασης!….
Σας κούρασα ίσως. Σχωρνάτε με. Σχωρέστε την αδυναμία του γελασμένου άνθρωπου, που όσο κι αν θέλει, δεν μπορεί να ξεφύγει από τα περασμένα. Όσο κι αν πασχίζει ν’ άνοιξη τα φτερά της φαντασίας του ν’ απλωθεί, να πετάξει ψηλά (όπως σαν ήταν νιος), να πιάσει τα μεγάλα, τ’ άπιαστα, μοιραίως θα χαμηλώσει για να κουρνιάσει στη φτωχή φωλιά του και ν’ αράξει σα σ’ απάνεμο λιμάνι, ευλαβικός προσκυνητής, στ’ άγια χώματα που τον γέννησαν.»
Ολο το κείμενο –μαρτυρία δημοσιεύεται στο βιβλίο του Κώστα Λαζαρίδη «Το Ζαγόρι και η Γυναίκα της Πίνδου».
Πηγή: http://www.mothersblog.gr/mathe-ki-ayto/item/31347-i-sygklonistiki-martyria-tis-gynaikas-tis-pindou-ola-osa-ezise-ston-polemo-tou-1940#ixzz3pqp8I9ra
Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Κάποια παλιά πρωτοχρονιά (ανάμνηση από τη Γερμανική κατοχή που τα ελληνόπουλα πέθαιναν από την πείνα)
Συγγραφέας: kantonopou στις 28 Οκτωβρίου 2015
-Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς ήτανε. Κι’ είναι άληθινή ή ιστορία. 1942! Μαύρο σκοτάδι! Παγερό! Πικρό! Κί άβάσταγο τό κρύο!… Έτσι άρχιζε κάθε παραμονή “Αι-Βασιλιοϋ ή γιαγιά νά διηγιέται, σά νά τό ζοϋσε τώρα:
-Έβγήκα, τυλιγμένη στό χοντρό παλτό, στό μάλλινο μου σάλι, νά πάω προσκύνημα στην έκκλησιά!… Στόν “Αι-Βασίλη, λάδι!…
Λάδι, πού τό ξεχώρισα γιά τό καντήλι του τήν περασμένη τή βραδιά!… Μοΰ τό στείλε μέ θάμα!
”Αχ, γιά τά πεινασμένα μου παιδιά!
Έκίνησα, λοιπόν, καί πήγαινα.
Ή ’Αθήνα, κάτασπρη, σαβανωμένη!
Σάν φέρετρο, πού μέσα του χιλιάδες πεθαμένοι!
Κι’ όσοι άπομέναν νά Βογγουν, κουφάρια, σκελετοί, έδώ καί κεϊ σουρμένοι, ήσαν… οί ζωντανοί!…
Γκράπ-γκρούπ! σπάζει τό χιόνι, «ή μπόττα» ή φοβερή! «Σκλαβιά» τή λέγαν; «Κατοχή»!;…
Μολύβι όθε περνούσε καί καρφιά!…
Καημένη μου Πατρίδα! “Ως πότε πιά;…
Στέναζα!… προχωρούσα άργά, σκυφτά!
Καί κάθε τόσο σταματούσα, νά ζεστάνω την άνάσα μου πού τήν πάγωνε τό χιόνι!
Κοίταξε έδώ! Κοίταξε κεϊ! ριγμένοι στίς γωνιές, στίς θύρες μπρος κουλουριασμένοι, μισόγυμνοι, άστεγοι, ράκη τής πείνας τής φρικτής, ξεπαγιασμένοι, οί άδελφοί!… Τί νά ‘ναι, ζωντανοί ή πεθαμένοι;
Νά σκύψω; Νά τούς άνάψω μέ τό δάκρυ μου κερί;
Νά κάψω γιά θυμίαμα τήν προσευχή μου;…
Στά κρύα μέτωπα νά δώσω τό στερνό άδελφικό φιλί;… Καημένη μου Πατρίδα! Μαρτυρική!…
Φθάνω στήν έκκλησιά, χαράματα!
‘Ακόμα δέν έσήμανε ή καμπάνα. Μπαίνω, άνάβω τό κερί!… Σβησμένα τά καντήλια! Σκοτεινά!…
-“Αγιε Βασίλη, ένα δαχτυλάκι λάδι γιά τή χάρη σου!
Γιά τή σημερινή τή Λειτουργία!…
‘Άναψα τό καντήλι! Σπίθισε! Έλαμψε ή ώραία Πύλη! Ζεστάθηκε ή γαλήνη τής έκκλησιάς κι’ απλώθηκε καί χύθηκε βαθιά μου!
-“Αγιε Βασίλη! ’Άρχοντα Χριστέ!
Παρθένα Δέσποινά μου!…
Κλαϊνε τά μάτια, γονατίζουνε τά γόνατα πού τρέμουν! -Δέν σοϋ ζητάμε λάδι καί ψωμί, Χριστέ, τούτη τήν ώρα… Μέ τόν καινούργιο χρόνο στείλε μας… τής Λευτεριάς τά δώρα!…
Μά,… σά ν’ άκούω μιά φωνή λεπτή, μισοσβησμένη!…
Ακούω καλά;… Σωπαίνω… ποϋθε νά ’ρχεται;
Άκου! Μιλάει άκόμα:
-Ά-γιε Βα-σίλη… μου, Πε-θαίνω!…
Έ-σύ… όπου… χα-ρίζεις δώρα… στά… παι-διά… μήν… τό… ξε-χάσεις…
νά… φέρεις… στά… έλληνόπουλα… τή… ΛΕΥΤΕΡΙΑ!…
Σώπασε! Δεν άκούστη πιά!…
Πετάχτηκα! Κοιτώ δεξιά-ζερβά…
Νάτο!… Έκεΐ στό πλάι! (Στ Άγιο Βήμα!) στά σκαλιά, κορίτσι δωδεκάχρονο – ίσως καί πιά πολύ!
Κέρινος άγγελος θαρρείς, πού στ’ άνοιγμένα του φτερά,
τά δυό του χέρια, κρατεί ένα άγόρι πιό μικρό
καί τό ζεσταίνει λές, μέ τά φιλιά του, τόν πεθαμένο του άδελφό!…
Χτυπά ή καμπάνα! Φθάνουν οί πιστοί!
-Τί είναι κεϊ;… τί τρέχει;
-Δυό μάρτυρες μικροί!
Γιορτάζουν τήν Πρωτοχρονιά, στόν Ούρανό!…
Κί έδώ σταμάταγε ή γιαγιά τήν ιστορία καί σκούπιζε τό τελευταίο δάκρυ!…
-Ναί, παιδιά!
Μάρτυρες προσευχήθηκαν γιά τή δική σας Λευτεριά!… Καί θέλουνε «μνημόσυνο» άπό σάς κι’ εύγνωμοσύνη!… Καί, σιωπούσε!…
*
Ντάν-ντάν! Μεσάνυχτα!
Άκου καμπάνες! Κανονιές ήχοϋν!
Ελεύθερη ή Αθήνα πιά, μέ πλούσια κάλλη, γιορτάζει τήν Πρωτοχρονιά!
Τάχα, μέσ’ στίς καρδιές μας, ‘Ελληνόπουλα, σάν τί καρδιές χτυπούν;…
Κατηγορία ΑΞΙΕΣ ΖΩΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Τι θα πει αγώνας;
Συγγραφέας: kantonopou στις 28 Οκτωβρίου 2015
Ήλθε ό Νίκος μέ πηλίκιο στό σπίτι άπόψε! Κι’ είχε στή μέση του, ώ τί σπαθί!…
Κι’ ολόρθο τό κορμί του κέδρο μοιάζει μέσ’ στοΰ στρατιώτη τη χακιά στολή!
Καί όλο λέει! μιλάει γιά την Ελλάδα!
Γιά τό στρατό, τά όπλα, τά κανόνια…
Σχέδια μάχης, προπονήσεις, προσκλητήρια… λές, κι’ ήταν, στρατιώτης χρόνια!…
Μά, άνάμεσα σ’ αυτά πού λέει καί λέει, μιά λέξη ώραία ξεχωρίζω, μαγική.
Καί τόν ρωτώ στ’ αυτί του: – Έξήγησέ μου, πές μου, «ΑΓΩΝΑΣ», Νίκο, τί θά πει;
Καί κείνος, σάν μεγάλος πολεμάρχης, πού άσπρίσανε στίς μάχες τά μαλλιά του κι’ έγραψε ιστορίες, τρόπαια, νίκες, μ’ έβαλε νά καθήσω έκεϊ κοντά του κι’ άρχίνησε:
…«ΑΓΩΝΑΣ» νά! Θά πει, μικρέ μου, τά όπλα σου ν’ άδράχνεις στιβαρά άσπίδα, δόρυ κι’ άρματα στή μέση… νά παίρνεις τήν άπόφαση γερά,
καί στον εχθρό νά ρίχνεσαι! Στή μάχη, σταθερός νά όρμάς με «τάν ή έπί τάς»!
Νά πέφτεις, νά σηκώνεσαι, νά ιδρώνεις,
νά λαβώνεσαι
μά τήν Σημαία σου ψηλά νά τήν κρατάς!
Θά πει, νά τρέμει ό έχθρός τή δύναμη καί τήν όρμή τή λιονταρίσια τής καρδιάς σου!
Πάλη τοϋ δίκιου νά ναι ή πάλη σου κι’ ή νίκη του θριαμβική χαρά σου!
Θά πει, γιά σένα άλλο τραγούδι, άλλη χαρά νά μήν υπάρχει, όσο κι’ άν ζήσεις… παρά νά πολεμάς καί νικητής τή δόξα στήν ’Αλήθεια νά χαρίζεις!
Νά, «ΑΓΩΝΑΣ» τί θά πει, μικρέ άδελφέ· νά υπερασπίζεσαι τά ιδανικά σου κι’ ακοίμητος νά στέκεσαι φρουρός, ορθός, στά τείχη τής καρδιάς σου!
Οί λεγεώνες τοϋ κακού επάνω σου κι’ άν ρίχνονται, νά μή σκιαχτεΐς ποτέ σου!
Στής Πίστης τήν άσπίδα θά συντρίβονται, κι’ οί νίκες δαφνοστέφανες, δικές σου
Θά πει άκόμα, στις κορφές των πόθων σου, πριν ανεβείς καί τή σημαία στήσεις, όσα κι’ άν σ’ εϋρουν χιόνια κι’ ανεμόβροχα καί σοϋ ριχτούν άγρίμια, μή λυγίσεις!
Τούς πύργους τού καλού όπου βρεθείς νά υψώνεις ως ν’ άγγίξουνε τ’ άστέρια!
Κι’ ας σε περιγελούνε γύρω σου οι δειλοί Κι’ ας σού ροζιάσουν στη δουλειά τά χέρια.
Λοιπόν; Κατάλαβες «ΑΓΩΝΑΣ» τί θά πει, τώρα, καλέ μικρέ άδελφέ μου;
-Ναί:
Νά λέω πάντα «ΟΧΙ» στόν έχθρό!
‘Όρκος ιερός γιά τό «καλό» τό «ΝΑΙ» μου! Kι’ όσοι κι’ άν μού ριχτούνε πειρασμοί άτρόμητος νά πολεμώ γενναία!
Πάντοτε τού «καλού ’Αγωνιστής»
ψηλά νά υψώνω τής ’Αλήθειας τή Σημαία!…
’Απόψε βράδυ πού ήλθε σπίτι μας πρώτη φορά ό άδελφός μου ό στρατιώτης, κι’ ειν’ ή ματιά του, άετού ματιά καί τού ’χει δώσει ή άστραπή τό φώς της, άπόψε στήν μικρή μου τήν καρδιά, άνάστησα ’Αμφιθέατρα καί Μαραθώνες κι’ είπα: Νάτος ό στίβος μας, παιδιά-Έλληνόπουλα, είς τούς αιώνες!…
Κατηγορία ΑΞΙΕΣ ΖΩΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
ΠΩΣ ΠΕΡΙΕΓΡΑΨΕ Ο ΙΤΑΛΟΣ ΠΡΕΣΒΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΓΚΡΑΤΣΙ ΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΤΑΞΑ
Συγγραφέας: kantonopou στις 28 Οκτωβρίου 2015
“Δέκα λεπτά πριν από τις 3 της νύχτας της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο στρατιωτικός μου ακόλουθος, ο διερμηνέας μου και εγώ, φθάσαμε στην καγκελόπορτα μιάς μικρής οικίας στην Κηφισιά, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος. Στον φρουρό της οικίας είπα ότι επιθυμώ να δώ τον Πρωθυπουργό για κάτι πολύ επείγον. Ο φρουρός άρχισε να κτυπά το κουδούνι του εσωτερικού της οικίας, αλλά δεν ελάμβανε καμίαν απάντηση. Διερωτήθηκα εάν ήτο δυνατόν μια πρωθυπουργική κατοικία να μην απαντά αμέσως. Γιατί εγώ είχα εντολή να παραδώσω το τελεσίγραφον στις 3 π.μ. ακριβώς, της 28/10/1940, λόγω Δε της προσπάθειας μου να ακουσθεί το κουδούνι και να ανοίξει η πόρτα, η ώρα είχε ήδη φθάσει 3.
Επιτέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, που έκαμε την εμφάνισή του σε μια μικρή πλαϊνή πόρτα και αναγνωρίζοντάς με, με άφησε να περάσω. Ο Μεταξάς φορούσε μια μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο
βαμβακερό νυκτικό. Μου έσφιξε το χέρι και με έβαλε να καθίσω σε ένα μικρό φτωχικό σαλόνι του σπιτιού. Μόλις καθίσαμε, και επειδή η ώρα ήταν λίγα λεπτά μετά τις 3, του είπα αμέσως ότι η Κυβέρνησίς μου, μου είχε αναθέσει να το εγχειρίσω προσωπικά ένα κείμενο, που δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά το τελεσίγραφον της Ιταλίας προς την Ελλάδα, με το οποίον η Ιταλική Κυβέρνηση απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον Ελληνικό χώρο, από τις 6 π.μ. της 28/10/1940. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο, και με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε:
-Μεταξας:Λοιπόν έχουμε πόλεμο.
-Γκράτσι:Οχι απαραιτητα Εξοχωτατε.Η ιταλικη κυβερνηση ελπιζει οτι θα δεχθειτε την αξιωσιν της και θ’αφησετε τα ιταλικα στρατευματα να διελθουν δια να καταλαβουν τα στρατηγικα σημεια της χωρας.
-Μεταξας:Και ποια ειναι τα στρατηγικα αυτα σημεια,περι των οποιων ομιλει η διακοινωσις;
-Γκρατσι:Δεν ειμαι εις θεσιν να σας ειπω,Εξοχωτατε.Η Κυβερνησις μου δεν με ενημερωσε…Γνωριζω μονον οτι το τελεσιγραφο εκπνεει εις τας 6 το πρωι.
-Μεταξας:Εν τοιαυτη περιπτωσει η διακοινωσις αυτηαποτελει κηρυξιν πολεμου της Ιταλιας εναντιον της Ελλαδος.
-Οχι,Εξοχωτατε.Ειναι τελεσιγραφον…..
-Ισοδυναμον προς κηρυξιν πολεμου.
-Ασφαλως οχι,διοτι πιστευω οτι θα παρασχετε τας διευκολυνσεις,τας οποια ζητει η κυβερνησις μου.
-ΟΧΙ! Ουτε λογος δυναται να γινη περι ελευθερας διελευσεως.Ακομη ομως και αν υπετιθετο οτι θα εδιδα μια τοιαυτην διαταγην (την οποιαν δεν ειμαι διατεθειμενος να δωσω),ειναι τωρα τρεις το πρωι.Πρεπει να ετοιμασθω,να κατεβω εις τας Αθηνας,να ξυπνησω τον Βασιλεα,να καλεσω τον Υπουργον των Στρατιωτικων και τον αρχηγον του Γενικου Επιτελειου,να θεσω εις κινησιν ολες τος στρατιωτικες τηλεγραφικες υπηρεσιες,ετσι που μια τετοια αποφασις να γινει γνωστη στα πλεον προκεχωρημενα τμηματα των συνορων.Ολα αυτα ειναι παρακτικως αδυνατα.Η Ιταλια,η οποια δε μας παρεχει καν τη δυνατοτητα να εκλεξωμε μεταξυ πολεμου και ειρηνης,κηρυσσει ουσιαστικως τον πολεμον εναντιον της Ελλαδος
Μεταξάς:Πολυ καλα λοιπον,εχομεν πολεμον.
“Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποία είχα μπεί και όταν ήμασταν στο κατώφλι μου είπε:
“Vous etes le plus forts” (είσθε οι πιο ισχυροί). Με την σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στην βαθιά λύπη που τα δονούσε. Νομίζω δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, ο οποίος μια τουλάχιστο φορά στην ζωή του, να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμά του. Αν στη μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μια στιγμή κατά την οποία εμίσησα το δικό μου, μια στιγμή κατά την οποίαν το καθήκον του αξιώματος μου μου φάνηκε σταυρός και όχι μόνο θλιβερός, αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια που πρόφερε ο πρεσβύτης εκείνος, που είχε καταναλώσει ολόκληρη τη ζωή του αγωνιζόμενος και υποφέροντας για την χώρα του και που, και κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή, προτιμούσε να διαλέξει για την πατρίδα του το δρόμο της θυσίας και όχι το δρόμο της ατιμώσεως. Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του”.
Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Το ΟΧΙ του κλήρου (της Ορθόδοξης Εκκλησίας) κατά των επιδρομέων και κατακτητών (1940-1944)
Συγγραφέας: kantonopou στις 28 Οκτωβρίου 2015
Ἀναμφισβήτητα τό ἔπος τοῦ 1940 ἀνήκει σέ ὅλους τους Ἕλληνες. Ὅλος ὁ λαός μας τότε ἑνωμένος μέ μία ψυχή, χωρίς κανένα δισταγμό, ὄρθωσε τό ἀνάστημά του στόν ὁρμητικό χείμαρρο τοῦ φασισμοῦ καί τοῦ ναζισμοῦ. Ἔτσι, ἀπό αὐτήν τήν τιτάνια μάχη, πού ξεκίνησε τή Δευτέρα 28 Ὀκτωβρίου 1940,
δέν θά ἦταν δυνατό νά ἀπουσιάζει ἡ Ἐκκλησία μας, ὁ ρόλος τῆς ὁποίας σήμερα μονίμως ἀγνοεῖται ἤ συστηματικά ἀποσιωπᾶται. Καί, ὅπως πάντοτε, ἔτσι καί τό 1940 ἔσπευσε νά καταγράψει μέ πράξεις ἡρωισμοῦ καί ἀντίστασης τήν ἀπροσκύνητη θέλησή της καί νά φανεῖ ἄλλη μία φορά ὁ φύλακας ἄγγελος τοῦ πονεμένου λαοῦ καί ὁ θύλακας τῆς σωτηρίας του.
Μέ τήν κήρυξη τοῦ πολέμου ἡ ἱερά Σύνοδος ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἀθηνῶν Χρυσάνθου ἐξέδωσε διάγγελμα πρός τόν λαό: «Ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ τά ὅπλα τά ἱερά (*) καί πέποιθεν ὅτι τά τέκνα τῆς Πατρίδος εὐπειθῆ εἰς τό κέλευσμα Αὐτῆς καί τοῦ Θεοῦ, θά σπεύσωσιν ἐν μιᾷ ψυχῇ καί καρδίᾳ νά ἀγωνισθῶσιν ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν καί τῆς ἐλευθερίας καί τιμῆς, καί… θά προτιμήσωσι τόν ὡραῖον θάνατον ἀπό τήν ἄσχημον ζωήν τῆς δουλείας… Ἐπιρρίψωμεν ἐπί Κύριον τήν μέριμναν ἡμῶν…».
(*«Ν»: Σχήμα λόγου, που παραπέμπει στον όρκο των αρχαίων Αθηναίων εφήβων «ου καταισχυνώ όπλα τα ιερά…». Η Εκκλησία δεν ευλογεί τα όπλα, αλλά τους στρατιώτες ως ανθρώπους).
Τότε, χωρίς χρονοτριβή, ὀγδόντα τέσσερις κληρικοί ὅλων τῶν βαθμίδων ἐγκαταλείποντας τίς ἄλλες ἐπείγουσες ὑποχρεώσεις καί διακονίες τους σκαρφάλωσαν χωρίς ποτέ κάποιοι νά ἐπιστρέψουν στά βουνά τῆς Βορείου Ἠ πείρου, γιά νά ἐνισχύσουν τόν ἕλληνα στρατιώτη μέ τά πύρινα κηρύγματά τους, τήν ἐξομολόγηση, τή θεία Λειτουργία. Συμπορεύθηκαν μαζί του στή δόξα, μά καί στήν ὀδύνη καί στή θανή. Πόσες φορές δέν δρόσισαν τά φρυγμένα χείλη τῶν στρατιωτῶν, δέν σκούπισαν τά δάκρυα καί τόν ἱδρώτα τους, περιθάλποντας τούς ἥρωες, σάν νά ’ταν δικοί τους! Κι ἄλλοτε πάλι νεκροστόλισαν καί κήδευσαν τούς λιονταρόψυχους πού θυσιάστηκαν στό πεδίο τῆς μάχης.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος (κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης, Γρατινή Ροδόπης, 1881 – Αθήνα, 28 Σεπτεμβρίου 1949) ήταν Έλληνας θεολόγος και ακαδημαϊκός (1940) και μία από τις μεγάλες μορφές της Ορθοδόξου Εκκλησίας των νεοτέρων χρόνων, Μητροπολίτης Τραπεζούντας (1913-1938) και Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1938-1940).
Κι ὅταν τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1941 οἱ Γερμανοί μπῆκαν νικητές στήν Ἑλλάδα, πάλι ἡ Ἐκκλησία ἐπωμίσθηκε τό μεγάλο βάρος γιά τή διάσωση τοῦ λαοῦ. Πρῶτος σήκωσε τή σημαία τῆς Ἀντίστασης ὁ «ὑπέρτατος πνευματικός ἡγέτης» ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρύσανθος. Ἀρνήθηκε νά συμμετάσχει στήν ἐπιτροπή παράδοσης τῆς πόλης τῶν Ἀθηνῶν ἀρνήθηκε νά τελέσει Δοξολογία στόν μητροπολιτικό ναό τῶν Ἀθηνῶν ἀρνήθηκε νά ὁρκίσει τήν κατοχική Κυβέρνηση Τσολάκογλου, μέ τίμημα τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν θρόνο του.
Διάδοχός του ὁ «φιλόστοργος καί ἄκαμπτος πατριώτης» Δαμασκηνός ἀποδείχτηκε μεγάλη καί ἡγετική προσωπικότητα. Ἵδρυσε τόν Ἑλληνικό Ὀργανισμό Χριστιανικῆς Ἀλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.) καί ἀπηύθυνε ἀγωνιώδεις ἐκκλήσεις στόν ἀνά τόν κόσμο Ἐρυθρό Σταυρό γιά ἀποστολή βοήθειας πρός τόν κακουχούμενο ἑλληνικό λαό.
Περιδιαβαίνοντας τά μονοπάτια τῆς ἱστορίας κλίνουμε εὐλαβικά τό γόνυ μπροστά στή μεγαλοσύνη τῶν Πατέρων μας: Ὁ θαρραλέος μητροπολίτης Ἰωαννίνων Σπυρίδων Βλάχος ἀπό τήν πρώτη στιγμή βρέθηκε στό Μέτωπο καί μπῆκε πρῶτος μαζί μέ τούς στρατιῶτες στό ἐλεύθερο Ἀργυροκάστρο. Ὁ μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος ὁ Α’, ὅταν οἱ Γερμανοί εἰσῆλθαν στήν πόλη τῆς Μυτιλήνης, ἐνώπιον τοῦ ἀνώτατου γερμανοῦ στρατιωτικοῦ διοικητῆ δήλωσε τεταγμένος ἀπό τόν Θεό νά προστατεύει τό ποίμνιό του.
Ὁ μητροπολίτης Δημητριάδος Ἰωακείμ, μετά τούς βομβαρδισμούς πού ὑπέστη ὁ Βόλος μένει ἐκεῖ, συγκακουχούμενος μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ προσπαθώντας νά τόν ἐμπνεύσει.
Ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος στήν ἀπαίτηση τοῦ στρατιωτικοῦ διοικητῆ νά τοῦ ὑποδείξει ὁμήρους προσῆλθε στή γερμανική Κομμαντατούρ μέ κάποιους ἱερεῖς καί δήλωσε: «Ἐμεῖς εἴμεθα οἱ ζητηθέντες ὅμηροι».
Παρόμοιο γεγονός συνέβη στη Ζάκυνθο: Μια-δυο μέρες πριν φτάσουν στη Ζάκυνθο, ο φρούραρχος Πάουλ Μπέρεντς κάλεσε στο γραφείο του τον μητροπολίτη Χρυσόστομο και τον δήμαρχο Λουκά Καρρέρ. «Έχετε 24 ώρες να μου παραδώσετε μια λίστα με τα ονόματα όλων των Εβραίων που ζουν εδώ και με τα περιουσιακά τους στοιχεία», τους προειδοποίησε. Εκείνοι, πράγματι, επέστρεψαν πριν λήξει η διορία με ένα φάκελο. Ο Μπέρεντς τον άνοιξε, αλλά στο χαρτί που περιείχε ήταν γραμμένα μόνο δύο ονόματα: τα δικά τους. «Αν πειράξετε αυτούς τους ανθρώπους, θα πάω μαζί τους και θα μοιραστώ τη μοίρα τους», του είπε στα Γερμανικά ο Χρυσόστομος, ο οποίος είχε σπουδάσει στο Μόναχο.
Ο Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος (1884-1980) ήταν καλόγερος και ηγούμενος
της μονής Ζωοδόχου Πηγής Λογγοβάρδας Πάρου
«Ν»: Το τελευταίο θυμίζει την αυτοπροσφορά του αγίου γέροντα Φιλόθεου Ζερβάκου να εκτελεστεί από τους Γερμανούς, με την οποία έσωσε από την εκτέλεση ομήρους που είχαν συλλάβει οι κατακτητές στην Πάρο.
Πόσα ἐπίσης χρωστᾶ τό Αἴγιο στόν ἀρχιμανδρίτη Κωνστάντιο Χρόνη (μετέπειτα Ἀλεξανδρουπόλεως), ὁ ὁποῖος τό ἔσωσε ἀπό ὁλοκληρωτική καταστροφή, ὅταν ὁ γερμανός στρατιωτικός διοικητής τό ἀπειλοῦσε μετά τίς σφαγές στά Καλάβρυτα.
Ὁ μετέπειτα μητροπολίτης Τρίκκης καί Σταγών Διονύσιος Χαραλάμπους, ἐνῶ βρισκόταν ἔγκλειστος στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῶν Γερμανῶν «Π. Μελᾶ» στή Θεσσαλονίκη, τοῦ ἐξασφαλίσθηκε ἡ δυνατότητα νά ἐλευθερωθεῖ. Δέν τή δέχθηκε. Ἔμεινε μέ τούς συγκρατούμενούς του, γιά νά τούς ἐνισχύει. Ὁδηγήθηκε στό Ἄουσβιτς καί ἔφθασε «παραπλήσιον θανάτου».
Ὁ ἀρχιμανδρίτης Διονύσιος Παπανικολόπουλος, μετέπειτα μητροπολίτης Ἐδέσσης καί Πέλλης τή Μεγάλη Πέμπτη τοῦ 1941 μέ τά φλογερά του λόγια κατάφερε νά σώσει ἀπό τούς βομβαρδισμούς καί τόν ἐξευτελισμό τό ἱστορικό θωρηκτό «Ἀβέρωφ».
Ἀλλά καί «ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης», γράφει ὁ Στέφανος Μυλωνάκης «οὐδέποτε οὐδαμῶς ὑστέρησεν εἰς ἐκδηλώσεις πατριωτισμοῦ, θυσίας καί ὁλοκαυτωμάτων… Ἅπαντες… εὑρέθησαν ἀμέσως εἰς τάς ἐπάλξεις καί προμαχώνας τῆς προσφιλοῦς πατρίδος… Βλέπομεν καί πάλιν ἐπισκόπους τραυματιζομένους… φυλακιζομένους… τυφεκιζομένους πλήν οὐδέποτε ἐνδίδοντας ἤ ὑποχωροῦντας».
Στόν ἀγώνα ἀκόμη συμμετεῖχαν δυναμικά καί τά μοναστήρια μας, πού πάντοτε στάθηκαν οἱ κυματοθραῦστες τῶν βαρβαρικῶν ἐπιθέσεων. Κάποια καταστράφηκαν ἀπό τούς κατακτητές, ἄλλα λεηλατήθηκαν, πυρπολήθηκαν, ἀνατινάχθηκαν, πλήρωσαν βαρύ τόν φόρο τοῦ αἵματος. Ἰδιαιτέρως ἀναφέρουμε τά μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς Ὕδρας, τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων στή Σπάρτη, τῆς Δαμάστας στή Λαμία, τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου καί τῆς Ἁγίας Λαύρας, τῆς Βελλᾶς στά Ἰωάννινα πού μετατράπηκε σέ Νοσοκομεῖο.
Ἀτελείωτο τό συναξάρι τῶν ἐθνομαρτύρων κληρικῶν μας, πού προμάχησαν γιά νά ἀναπνέουμε ἐμεῖς τόν ζείδωρο ἄνεμο τῆς ἐλευθερίας!
Γιά τίς τόσες ὅμως θυσίες καί τήν «κένωση» τήν ὁποία ὑπέστη ἡ Ἐκκλησία μας, χάριν τοῦ Γένους μας, δέχεται διαρκῶς ταπεινώσεις καί ἀμφισβητήσεις ἀπό ἐκείνους πού κατά λόγον δικαιοσύνης τῆς χρωστοῦν εὐγνωμοσύνη. Ἄς μᾶς συγχωρέσει ὁ Θεός γιά τήν ἀφροσύνη μας καί τά ὀλέθριά μας λάθη.
Ο Αυγουστίνος Καντιώτης (1907-2010) ήταν Έλληνας Ορθόδοξος επίσκοπος
που διετέλεσε Μητροπολίτης Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας από το 1967 έως και το 2000.
Προσθήκη «Ν»: Παρόμοια δράση ανέπτυξε ο μετέπειτα μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης, ως ιεροκήρυκας.
1935: Γίνεται μοναχός και παίρνει το όνομα Αυγουστίνος. Χειροτονείται διάκονος από τον μητροπολίτη Ακαρνανίας Ιερόθεο.
1941: Μετατίθεται στη μητρόπολι Ιωαννίνων και υπηρετεί ως ιεροκήρυξ.
1941 (Χριστούγεννα): Μπροστά στούς Ιταλούς κατακτητάς και χοροστατούντος του μητροπολίτου Ιωαννίνων Σπυρίδωνος Βλάχου, μετέπειτα αρχιεπισκόπου Αθηνών, κηρύττει από τον άμβωνα πατριωτικά.
Οι Ιταλοί, ενωχλημένοι, εκδίδουν ένταλμα συλλήψεώς του. Ο δεσπότης, για να τον προστατεύση, δεν του επιτρέπει να κηρύττη. Τότε ο ιεροκήρυκας, βλέποντας ότι η παραμονή του στα Ιωάννινα περιττεύει, αφήνει εκεί τη μητέρα του και εν καιρώ χειμώνος φεύγει. Οι Ιταλοί σε έφοδο, που κάνουν στο σπίτι του, δεν τον βρίσκουν και συλλαμβάνουν τη γερόντισσα μητέρα του.
1942: Έρχεται στη Μακεδονία. Στα Γιαννιτσά μαθαίνει, από Έλληνα αστυνομικό, για το ένταλμα συλλήψεώς του που έχουν εκδώσει οι Ιταλοί.
1942: Στα Γιαννιτσά ο μητροπολίτης Εδέσσης και Πέλλης Παντελεήμων τον χειροτονεί πρεσβύτερο.
1942: Μετατίθεται στη μητρόπολι Θεσσαλονίκης και από κεί παίρνει διαδοχικές αποσπάσεις στο Κιλκίς, στη Βέροια, στην Έδεσσα και στη Φλώρινα.
Στη Φλώρινα ελέγχει από του άμβωνος το μητροπολίτη του Βασίλειο, διότι έμενε στην Αθήνα και πήγαινε εκεί μόνο τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, ενώ η προπαγάνδα στην επισκοπή του ωργίαζε. Ο μητροπολίτης ενημερώνεται τηλεφωνικώς και του στέλνει την απόλυσί του τηλεγραφικώς.
Με την απομάκρυνσι όμως από τη Φλώρινα ο Θεός σώζει τον ιεροκήρυκα Αυγουστίνο από άλλο μεγαλύτερο κακό. Οι Γερμανοί κατακτηταί συλλαμβάνουν 10 πατριώτες και τους κρεμούν έξω από το χωριό Πρώτη – Φλωρίνης· θα ήταν μεταξύ των απαγχονισθέντων.
1943-1945: Μετατίθεται στην Κοζάνη. Ο επίσκοπος Κοζάνης Ιωακείμ Αποστολίδης έχει βγει στα βουνά. Τα χωριά καίγονται απο τους Γερμανούς και ο λαός καταφεύγει στην πόλι. Η πείνα και ο θάνατος παραμονεύουν. Ο ιεροκήρυκας Αυγουστίνος, τη δύσκολη εκείνη ώρα, εμφανίζεται ως άγγελος Θεού και σώζει την πόλι.
Κάνει συσσίτια, που φτάνουν μέχρι και 8.150 πιάτα την ημέρα. Είνε ένα θαύμα, που ο ίδιος το αποδίδει στον άγιο Νικόλαο, πολιούχο της Κοζάνης. Οι Γερμανοί πολλές φορές τον δικάζουν για να τον εκτελέσουν, ο Θεός όμως τον προστατεύει.
Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »
Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ Ι. ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
Συγγραφέας: kantonopou στις 17 Οκτωβρίου 2015
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ
ΚΑΤΑ τήν ἐλεύθερη περίοδο τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου, πού συμπίπτει μέ τήν ἵδρυση (±1830) καί πορεία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, γεννᾶται καί διαμορφώνεται ἡ καλλιεργούμενη, στούς κύκλους πολιτικῶν καί διανοουμένων κυρίως, (δῆθεν) ἀντίθεση Ἑλληνισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας. Ὁ Στρατηγός Ἰωάννης Μακρυγιάννης προσφέρει σαφῆ μαρτυρία Ἑλληνορθοδόξου φρονήματος.
* * *
1. Οἱ ἐπιχειρούμενες συνήθως προσεγγίσεις τοῦ προσώπου καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη ἀπὸ τοὺς κάθε εἴδους ἐρευνητές του (ἱστορικούς, πολιτειολόγους, κοινωνιολόγους, φιλοσόφους κ.λπ.) διακρίνονται γιὰ τὴν ἀντιφατικότητά τους. Γιατί ποικίλλουν οἱ ἀφετηριακὲς ἰδεολογικὲς τοποθετήσεις τῶν ἐρευνητῶν καὶ κάθε φορὰ Μακρυγιάννης θεωρεῖται μέσα ἀπὸ διαφορετικὸ ἰδεολογικὸ πρίσμα. Καὶ εἶναι γεγονὸς ὅτι ἔχει ἐπανειλημμένα δεινοπαθήσει, διότι δὲν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ «χρησιμοποιήσουν» τὰ κείμενα τοῦ Μακρυγιάννη, γιὰ νὰ στηρίξουν –καὶ σ’ αὐτόν– τὸ ἰδεολογικό τους «πιστεύω».
Τὸ φοβερότερο σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις εἶναι ὁ τεμαχισμὸς τοῦ Μακρυγιάννη, ὅταν λείπουν τὰ κατάλληλα κλειδιὰ ἑρμηνείας του, καὶ τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν στὰ ἴδια τὰ κείμενά του. Γι’ αὐτὸ προκύπτει ὁ Μακρυγιάννης τῶν συντηρητικῶν, ὁ Μακρυγιάννης τῶν προοδευτικῶν καὶ ἐνίοτε καὶ ἕνας «τρελλός» Μακρυγιάννης, ὅλων ἐκείνων ποὺ θέλουν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν ἐνοχλητικὴ «θρησκοληψία» του, δηλαδὴ τὴ ρωμαίϊκη εὐσέβειά του.
Χωρὶς νὰ διεκδικῶ τὸ ἀλάθητο, πιστεύω ἀμετακίνητα ὅτι στὸν Μακρυγιάννη διακρίνουμε μιάν ἑνιαία στάση ζωῆς σὲ μία ἀδιατάρακτη διαχρονία. Ἔτσι, οἱ διακριβώσεις καὶ τοποθετήσεις του στὴ σύγχρονή του πραγματικότητα μπο- ροῦν –καὶ πρέπει– νὰ ἐλέγχονται ἐπιστημονικά, καὶ εἶναι εὔλογο νὰ διαπιστώνονται ἐνίοτε ἀδυναμίες καὶ ἀστοχίες ἢ ἀνεπάρκειες, ποτὲ ὅμως ἠθελημένες παραποιήσεις καὶ διαστρεβλώσεις. Ὅλα αὐτὰ εἶναι φυσικὰ καὶ νόμιμα, διότι ὁ Στρατηγὸς ἔχει τὸ δικό του ἑρμηνευτικὸ πρίσμα. Ἡ προσωπικότητά του ὅμως μένει ἑνιαία καὶ σταθερὰ προσανατολισμένη στὴν παράδοση τοῦ Γένους καὶ σύνολη τὴν ἰδεολογία του.
Πατρίς-Θρησκεία
2. Ὁ ἰδεολογικὸς κόσμος τοῦ Μακρυγιάννη συνοψίζεται καὶ ἐκφράζεται μὲ δύο παράλληλες ἔννοιες, ποὺ σ’ ὅλο τὸ ἔργο του συνυπάρχουν ἀδιαίρετα, τὴν Πατρίδα καὶ τὴ Θρησκεία. Οἱ δύο αὐτὲς θεμελιακὲς ἔννοιες εἶναι ἡ συνισταμένη τῆς ὑποστάσεώς του, ὅπως καὶ κάθε Ρωμηοῦ (Ἑλληνορθοδόξου). Γιὰ τὸν Μακρυγιάννη, καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ αὐτὸς νοεῖ ὡς Ἕλληνα, πατρίδα καὶ θρησκεία «εἶναι τὸ πᾶν». Αὐτὸ σημαίνει πὼς δὲν ἀποτελοῦν δύο ἀπὸ τὰ διάφορα στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας, ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴν ταυτότητα καὶ ὕπαρξη τοῦ Ρωμηοῦ. Ποιὸ εἶναι ὅμως τὸ ἰδεολογικὸ φορτίο τῶν ἐννοιῶν αὐτῶν στὴ συνείδηση τοῦ Μακρυγιάννη.
Θρησκεία: Εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ «ἐνυπόστατος πίστις» τῶν Πατέρων καὶ Ἁγίων τοῦ Γένους μὲ ὅλες τὶς ἡσυχαστικὲς πρακτικές της (ἄσκηση-μετάνοια- πνευματικὸ ἀγώνα γιὰ σωτηρία/θέωση). Εἶναι ἡ παράδοση τοῦ εὐσεβοῦς ἑλληνικοῦ λαοῦ. Οἱ ἐκκλησίες καὶ τὰ μοναστήρια εἶναι οἱ χῶροι πραγματώσεως τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ συνάμα διαμορφώσεως τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Μακρυγιάννη, τοῦ «χριστιανοῦ ρωμηοῦ», ὅπως θἄλεγε ὁ φαναριώτης λόγιος τοῦ διαφωτισμοῦ, Δημητράκης Καταρτζῆς. Ἕνα ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ἡ ἀνεξιθρησκία του. Αἴτημά του ἀμετακίνητο εἶναι, κάθε ἄνθρωπος νὰ μπορεῖ ἐλεύθερα νὰ λατρεύει τὸν Θεὸ σύμφωνα μὲ τὴ θρησκεία του. Ἕνα αἴτημα, ποὺ σκανδαλίζει τοὺς συντηρητικοὺς τῆς θρησκείας καὶ παρασύρει σὲ παρερμηνεῖες ὅσους ἀπορρίπτουν τὸ θρησκευτικὸ κλίμα τοῦ Στρατηγοῦ. Ὡς πατερικὰ ὅμως ὀρθόδοξος ὁ Μακρυγιάννης δέχεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθεῖ τὴν ὁποι- αδήποτε ἀναίρεσή της. Ἡ θρησκεία γι’ αὐτὸν δὲν εἶναι μία (ἐπι- βαλλόμενη) ἰδεολογία, ἀλλὰ ἐνέργεια ἐλευθερίας, ἐλεύθερη δηλαδή προσωπική ἐπιλογή. Εἴ τις θέλει…
Ἀντιμάχεται τήν αἵρεσιν
Ἐνῷ ὅμως εἶναι τόσο θετικὸς καὶ ἀνοικτὸς στὴ θρησκευτικὴ ἐλευθερία, μὲ ἀνυποχώρητο πάθος ἀντιμάχεται τὴν αἵρεση, τὴ νόθευση τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, ἡ ὁποία εἶναι τὸ πρωταρχικὸ συστατικό τῆς συνειδήσεως τοῦ Γένους. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθεῖ τὸν «ἀρχίθρησκο» (ἱδρυτὴ ἄλλης θρησκείας) Καΐρη, ὅπως καὶ ἐκείνους τοὺς Ἕλληνες, ποὺ ὑποδουλώνουν τὸ φρόνημά τους στὴν ἑτεροδοξία τῶν δυτικῶν μισσιοναρίων (σήμερα θὰ λέγαμε: στὴν ἀθεΐα τοῦ δυτικοῦ ἢ ἀνατολικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ). Ὅλοι αὐτοὶ γιὰ τὸν Μακρυγιάννη εἶναι αὐτόχρημα ἐχθροί τοῦ Γένους. Ἡ θρησκεία σώζει τὸν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμὸ ὡς τρόπο ζωῆς καὶ διαφοροποιεῖ τὸ Γένος ἀπὸ τὴ Φραγκιὰ καὶ τὴν Τουρκιά.
Ἡ Πατρίδα τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ὁ χῶρος πραγμάτωσης τῆς θρησκείας του, τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι ἐλεύθερη. Γιὰ νὰ αὐτοπραγματώνεται ὁ ὀρθόδοξος Ἕλλην καὶ ὁ πολιτισμός του. Ἡ πατρίδα μόνο ὡς κοινωνία δικαιοσύνης, ἰσοτιμίας καὶ (ρωμαίικης) δημοκρατίας μπορεῖ νὰ νοηθεῖ. Καὶ αὐτὸ εἶναι δυνατὸ μέσα στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. «Χωρὶς ἀρετὴ καὶ θρησκεία δὲν σχηματίζεται κοινωνία, οὔτε βασίλειον» (Ἀπομνημονεύματα). Ἂν ἡ ἑλληνικὴ πατρίδα ἀποδεσμευθεῖ ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴ θρησκεία, ἀλλοτριώνεται. Ὁ στόχος ὅλων τῶν ἐθνικῶν ἀγώνων εἶναι «νὰ ἐλευθερωθῆ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἡ πατρική μας γῆ καὶ νὰ δοξασθῆ τ’ ὄνομά Του καὶ νὰ λαμπρυνθῆ ὁ σταυρὸς τῆς ὀρθοδοξίας» (Ἀπομν.). Αὐτὸ εἶναι τὸ πλαίσιο, στὸ ὁποῖο κινεῖται ὁ μεγαλοϊδεατισμὸς τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ εἶναι καθαρὰ ρωμαίικος.Ἀμετακίνητος πόλος εἶναι ἡ Πόλη καὶ μαζί της ἡ Ρωμηοσύνη, ἡ οἰκουμενικότητα τῆς ἑλληνορθόδοξης Ρωμανίας.
Θά ἔλεγε τά ἴδια ἀκριβῶς καί σήμερα
Μιλώντας γιὰ τὴν Πατρίδα ὁ Μακρυγιάννης ἐκστασιάζεται, γίνεται λυρικὸς καὶ γεμίζουν δάκρυα τὰ μάτια καὶ ἡ καρδιά του: «Ἄχ, πατρίδα μου, δὲ θὰ σ’ ἀφήσουν ζωντανή…καὶ κιντυνεύεις…εἶσαι ἐς τὸν γκρεμὸν νὰ τζακιστῆς, νὰ χαθῆς…», «Καημένη πατρίδα, δὲν θὰ σωθοῦνε τὰ δεινά σου… καὶ εἶμαι δυστυχής, καὶ κλαίγω καὶ τὴν δυστυχισμένη μου πατρίδα» (Ἀπομν.). Εἶναι ὁρκισμένος «πατριδοφύλακας» – καὶ αὐτὸ τοῦ τὸ ἀναγνωρίζουν ὅλοι. Ἄν ζοῦσε σήμερα τά ἴδια θά ἔλεγε.
3. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ κριτικὴ ἀποστασιοποίηση καὶ ἡ ἀνελέητη πολεμική τοῦ Μακρυγιάννη γιὰ διάφορα ὑπεροχικὰ πρόσωπα. Πολεμεῖ τὸν βασιλέα Ὄθωνα, ὄχι ὅμως γιατί ὑποτάσσεται σὲ κάποια δυτικὴ ἔννοια δημοκρατίας – φραντσέζικου λ.χ. τύπου. Ἡ δημοκρατία τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ρωμαίικη καὶ διασφαλίζεται μέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα ὡς ἰσοτιμία καὶ ὁμοτιμία, ὡς πιστότητα ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐν Χριστῷ ἑνότητα καὶ ἀγαπητικὴ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν προσώπων. Γιὰ τὶς ξενόφερτες ἔννοιες δημοκρατίας θὰ πεῖ: «αὐτὸ τὸ σύστημα τῆς δημοκρατίας δὲν τὸ θέλομεν οἱ τίμιοι ἄνθρωποι» (Ἀπομν.). Πολεμεῖ τὸν Ὄθωνα, ὅταν συντρέχει στὴν ἀλλοίωση τῆς παράδοσης. Ἐδῶ ἐντάσσεται ἡ μάχη του στὴ Βουλὴ γιὰ τὸ ἄρθρο 40 τοῦ Συντάγματος (αἴτημα ὀρθοδόξου διαδόχου). Τὸ ἴδιο μένει ἔξω ἀπὸ κάθε μισαλλοδοξία καὶ ἔχει τὰ ἴδια κίνητρα ἡ ἀντίθεσή του ἀπέναντι στὸν «παπιστὴ» Κωλέττη καὶ τοὺς δυτικόφρονες, μὲ πρῶτο τὸν Καΐρη, γιατί ὡς ἡγεσία (πολιτικὴ καὶ πνευματικὴ) ἀλλοιώνουν αὐτὴ τὴ σχέση πατρίδας καὶ θρησκείας καὶ ἀλλάζουν τὸ ρωμαίικο. Μὲ τὴ δράση τους διακόπτεται ἡ συνέχεια τοῦ Γένους. Ὅλος ὁ ἀγώνας τοῦ Μακρυγιάννη ἑστιαζόταν στὴν προσπάθεια νὰ ἐμποδίσει αὐτὴ τὴν ἀλλοτριωτικὴ διαδικασία, ποὺ ἐντάθηκε μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Γι’ αὐτὸ χύνει «καυτερὰ δάκρυα», βλέποντας τὸν Κίννη (King) καὶ τοὺς ἀγγλοαμερικανοὺς μισσιοναρίους νὰ θέλουν νὰ διαστρέψουν τὸν Ἕλληνα καὶ νὰ τὸν ἐξευρωπαΐσουν.
Τόν ἐνδιέφερε ἡ ζωή τῆς Ὀρθοδοξίας –ἡ σωτηρία τοῦ Γένους
Ἡ ἀγωνία τοῦ Μακρυγιάννη ἦταν νὰ περιφρουρήσει τὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ σώσει τὴ συνέχεια τοῦ Γένους. Εἶχε δὲ καθαρὴ συνείδηση τῆς συνέχειας τοῦ ἑλληνισμοῦ. Καὶ εἶναι στὸ σημεῖο αὐτὸ ποὺ συχνὰ παρεξηγεῖται. Ἀναφέρεται λ.χ. στοὺς ἀρχαίους, στὸ Λυκοῦργο, τὸ Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα… Δὲν εἶναι ὅμως οὔτε οὐτοπικὸς ἀρχαιολάτρης, οὔτε ἀγνοεῖ τὴ θέση αὐτῶν τῶν ὀνομάτων στὴν ἱστορία μας. Ὁπωσδήποτε θὰ εἶχε δεῖ καὶ αὐτὸς ἀρχαίους σοφοὺς σὲ νάρθηκες Ἐκκλησιῶν μας. Τοὺς ἐπικαλεῖται, γιατί τοὺς θεωρεῖ συνεχῶς ζωντανούς, ὡς μάρτυρες τῆς συνέχειας τῆς πατρώας εὐσέβειας ποὺ ἀπειλεῖται στὶς ἡμέρες του. Τοὺς καλεῖ νὰ ἐλέγξουν τοὺς ἀπογόνους τους, ποὺ κινδυνεύουν νὰ χωρισθοῦν ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐκεῖνοι πόθησαν νὰ γνωρίσουν.
Ὁράματα καί θάματα
4. Οἱ δύο αὐτοὶ πόλοι –Πατρίδα καὶ Θρησκεία- συνθέτουν μιάν ἑνότητα ζωῆς. Ὁ κόσμος τοῦ Μακρυγιάννη δὲν εἶναι μιά δική του ἰδιορρυθμία. Εἶναι ὁ κόσμος τῆς πλατιᾶς λαϊκῆς βάσης στὴν πλειονότητά της. Καὶ τοῦτο φαίνεται ἀπὸ τὰ πρόσωπα, ποὺ σχετίζονται μαζί του. Μόνο οἱ μεγαλοαστοὶ, οἱ πολιτικοί καὶ οἱ διανοούμενοι εἶχαν ἤδη ἀρκετὰ ἀποστασιοποιηθεῖ καὶ ὑποταχθεῖ στὴν Εὐρώπη. Τὸ κλίμα, στὸ ὁποῖο αὐτὸς ζεῖ, εἶναι τὸ ἑνιαῖο πλαίσιο τῶν λαϊκῶν νοοτροπιῶν καὶ πρακτικῶν, ποὺ διέσωζε ἀκόμη τὴ συνέχειά του. Μία συνέχεια ποὺ θὰ ἐκταθεῖ μέχρι τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸ δικό του κύκλο. Τὸ παρελθὸν μέσα σ’ αὐτὸ τὸ κλίμα ζοῦσε ὡς παρόν, ζωντανὸ καὶ πολυδύναμο. Γι’ αὐτὸ ἡ συγχρονία κρίνεται μὲ τὰ παραμόνιμα καὶ ἀμετάβλητα ὀρθόδοξα κριτήρια.
Νὰ γιατί μιλήσαμε γιὰ ἑνότητα προσώπου στὸ Μακρυγιάννη. Ὁ Μακρυγιάννης μένει πάντα ὁ ἴδιος. Ἂν εἶναι «τρελλὸς» στὰ «Ὁράματα καὶ θάματα», εἶναι τρελλὸς» καὶ στὰ «Ἀπομνημονεύματα». Ἀπὸ ἐκεῖ ἄλλωστε προέρχεται μεγάλο μέρος τοῦ πρώτου βιβλίου. Ὁ Μακρυγιάννης τῶν Ὁραμάτων εἶναι καὶ ὁ Μακρυγιάννης τῶν Ἀπομνημονευμάτων. Εἶναι τὸ ἴδιο ἑνιαῖο καὶ ἀδιάτμητο πρόσωπο. Δύο ὄψεις ἀλληλοσυμπληρούμενες τῆς ἴδιας κοινωνικῆς καὶ πολιτισμικῆς διάρκειας. Ὅταν θεωροῦνται ἀποσπασματικὰ ἢ ἀπομονώνονται κάποιες ὄψεις του, τότε χάνεται ὁ ὅλος Μακρυγιάννης καὶ προβάλλεται ἕνας νόθος- ἀνύπαρκτος – Μακρυγιάννης. Μία καρικατούρα, ποὺ ἐμεῖς ἔχουμε φτιάξει.
5. Ἡ ἑνότητα αὐτὴ Πατρίδας καὶ Θρησκείας, στὴ ρωμαίικη ἐκδοχή της, ἀναδύεται δυναμικὰ ἰδιαίτερα στὸ βιβλίο του, τὰ «Ὁράματα καὶ θάματα». Τὸ βιβλίο αὐτὸ συνδέεται ἄμεσα μὲ τοὺς εὐρύτερους μεγα- λοϊδεατικοὺς ὁραματισμούς του. Μία νέα ἀνάγνωσή του μὲ ὁδήγησε ἐνωρίς σὲ ὁρισμένα συμπεράσματα, ποὺ δίνουν κάποιο κλειδὶ γιὰ μία ἄμεση ἑρμηνευτικὴ προσέγγισή τους, ποὺ παρὰ τὶς ὁποιεσδήποτε ἀντιρρήσεις – ποὺ ὁπωσδήποτε θὰ ὑπάρχουν – ἐπιβεβαιώνουν ὅσα εἰπώθηκαν παραπάνω. Στὰ «Ο-Θ» διαπιστώνει κανείς, ὅτι:
α) Τὸ θρησκευτικονηπτικὸ στοιχεῖο συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν πολιτικὴ σκοπιμότητα καὶ τὸν πατριωτισμό.
β) Ἐκφράζεται ἕνας ὑπέροχος πολιτικὸς ὁραματισμὸς τοῦ Μα- κρυγιάννη, ποὺ τελεῖ ὑπὸ τὴν ἔμπνευση τῶν λαϊκῶν χρησμολογιῶν τῆς ἐποχῆς καὶ δίνει μίαν ἄλλη πολὺ προσωπικὴ διάσταση στὴν ἰδεολογία τοῦ ἁγνοῦ Στρατηγοῦ.
Στὴ συνάφεια ὅμως αὐτὴ εἶναι ἀναγκαία μία διευκρίνιση. Σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς δουλείας ἡ συνείδηση τοῦ Γένους ἀρδεύεται μὲ χρησμολογικὰ καὶ ἀποκαλυπτικὰ κείμενα, ποὺ μιλοῦν γιὰ τὴν ἱστορική του πορεία καὶ τὸ μέλλον του. Αὐτὸ συνεχίζεται ἐντονότερα τὸ 19ο αἰώνα, ποὺ οἱ ἱστορικὲς συγκυρίες ἐπιταχύνονται. Τὰ κείμενα αὐτά, θρησκευτικὰ στὴν ἀρχή, παίρνουν μετὰ καθαρὸ πολιτικὸ χαρακτήρα καὶ ἐκφράζουν μία συγκεκριμένη πολιτικὴ ἰδεολογία: ἐπικείμενη πτώ- ση τοῦ Ἰσλάμ, ἀνάγκη πνευματικῆς ἀνανέωσης τῶν Χριστιανῶν καὶ ἐξαγγελία ἀναστάσεως τοῦ Χριστιανικοῦ (ὀρθοδόξου) βασιλείου, δηλαδὴ τοῦ «ρωμαίικου». Σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ προφητικὸ πλέγμα κυριαρχεῖ μιά μορφή: ὁ θρυλικὸς βασιλέας Ἰωάννης, πρόσωπο μεσσιανικό, μὲ δραστηριότητες ὅμως ἐνδοκοσμικοῦ χαρακτήρα. Θὰ ἀναστήσει τὸ ρωμαίικο, μὲ κέντρο τὴν Πόλη.Πόσο ἡ μορφὴ αὐτὴ ἠλέκτριζε τὶς συνειδήσεις φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀπόπειρα ταυτίσεώς του μὲ διάφορα ἡγετικὰ πρόσωπα, ὅπως λ.χ. τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια. Σημαντικὸ κείμενο στὴν ἴδια κατεύθυνση ἦταν καὶ ἡ γνωστὴ προφητεία τοῦ Ἀγαθαγγέλου, ποὺ ἀνατυπώθηκε ἀρκετὲς φορὲς στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα. Ὅλες οἱ ἀναμενόμενες σημαντικὲς πολιτικὲς ἐξελίξεις τοποθετοῦνται ἀπὸ τὸν «Ἀγαθάγγελο» στὴ δεκαετία τοῦ 1850καὶ ἰδιαίτερα στὰ πέντε πρῶτα χρόνια, χῶρο στὸν ὁποῖο κινοῦνται καὶ τὰ Ο-Θ. Ἰδιαίτερα τὸ 1853 ἀναμενόταν τὸ τέλος τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας.
Πατριωτική αὐτοέξαρσις
Σ’ αὐτὸ τὸ ἰδεολογικὸ πλαίσιο, ζυμωμένο ἀπὸ τὴ συνείδηση τοῦ Γένους, ζεῖ καὶ κινεῖται καὶ ὁ Στρατηγὸς Μακρυγιάννης. Τοῦτο φαίνεται ἰδιαίτερα στὸ τρίτο καὶ τελευταῖο μέρος τῶν Ο-Θ, ποὺ περιέχει μία σειρὰ προσωπικῶν ὁραμάτων καὶ ὀνείρων τοῦ Στρατηγοῦ. Πρόκειται γιὰ ἔλλογη καταγραφὴ ἐκ τῶν ὑστέρων πραγματικῶν ὁραμάτων καὶ ὀνείρων του, ποὺ δὲν ἐξετάζουμε ἐδῶ τὴ φύση τους, ἂν εἶχαν δηλαδὴ πνευματικὰ (θεϊκὰ) ἢ ψυχοπαθολογικὰ αἴτια. Γεγονὸς εἶναι ὅτι καταγράφονται ἐκ τῶν ὑστέρωνκαὶ ἐναρμονίζονται μὲ τοὺς ἐθνικοὺς ὁραματισμοὺς τοῦ Μακρυγιάννη. Ἡ συνείδησή του στὴν καταγραφή τους λειτουργεῖ ὁπωσδήποτε συμπληρωματικὰ καὶ ἴσως καὶ κατασκευαστικά. Πέρα ἀπὸ ὅσα βλέπει προβάλλει τὴν ἀγωνία του, καὶ τὶς προσδοκίες του καὶ τὰ κυριαρχικὰ στοιχεῖα τῆς συνείδησής του. Ὁ Μακρυγιάννης – ἐνισχυόμενος καὶ ἀπὸ τὸ περιβάλλον του, ποὺ τὸν ἔβλεπε ὡς ἐθνικὸ σωτήρα – πίστευσε σὲ μία στιγμή, ὅτι ἐκαλεῖτο ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ διαδραματίσει κάποιον «ὑπερεκλεκτὸ ρόλο». Στὰ Ο-Θ φαίνεται αὐτὴ ἡ βεβαιότητα γιὰ ἐκπλήρωση τῶν χρησμολογιῶν, ἀποκατάσταση τοῦ Γένους καὶ ἀνάδειξή του σὲ ἐκλεκτὸ ἡγέτη του. Ταυτίζει ἔτσι τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν ἐσχατολογικὸ βασιλέα Ἰωάννη. Δὲν πρόκειται ὅμως γιὰ κάποια ἐγωπαθολογικὴ ἔπαρση, ἀλλὰ γιὰ πατριωτικὴ αὐτοέξαρση. Γιατί αὐτό, ποὺ τελικὰ ὑπερισχύει, δὲν εἶναι ἡ ἀτομικὴ δόξα, ἀλλὰ ἡ ἐν Χριστῷ δόξα τῆς Πατρίδος.
Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ τὸ ἀπότομο τέλος τῶν Ο-Θ. Τὸ γράψιμό τους σταμάτησε στὶς 24 Μαρτίου 1852, γιατί τὴν ἑπομένη περίμενε τὴν ἐπαλήθευση τῶν ὁραμάτων καὶ ὀνείρων του, καὶ κυρίως τὴν πτώση τοῦ Ὄθωνα. Τὰ Ο-Θ γράφτηκαν, γιὰ νὰ διαβασθοῦν μετὰ τὰ γεγονότα. Περιέχουν τὴ δικαιολόγηση καὶ ἄνωθεν ἐπιβεβαίωση τῆς θριαμβικῆς πορείας ποὺ ἀνέμενε ὁ Μακρυγιάννης, ὁ ὁποῖος, ἔτσι, μεριμνᾶ γιὰ τὴν ὑστεροφημία του. Βέβαια τὰ ὅσα εἶδε δὲν πραγματοποιήθηκαν. Δὲν ἔπαιξε ποτὲ τὸν ἀναμενόμενο ρόλο. Προέβλεψε ὅμως τὴν πτώση τοῦ Ὄθωνα, τὴν ἱστορική του κρίση. Στὰ 1862 (12 Ὀκτωβρίου), κατὰ τὴν ἐπανάσταση, ὁ γιὸς τοῦ Στρατηγοῦ Ὄθω- νας, ἀναδεκτὸς καὶ ὁμώνυμος τοῦ Βασιλέα, πῆρε ἀπὸ τὸ θρυμματισμένο βασιλικὸ θρόνο τὸ στέμμα καὶ τὸ κατέθεσε στὰ πόδια τοῦ πατέρα του, ἐνῶ ὁ λαὸς τὸν σήκωσε στοὺς ὤμους καὶ τὸν περιέφερε θριαμβευτικὰ στὴν Ἀθήνα. Οὐσιαστικὰ βασιλέας τῆς Ἑλλάδος, ἔστω καὶ γιὰ τὶς λίγες ἐκεῖνες στιγμές, ἦταν ὁ Μακρυγιάννης… Τὰ Ο-Θ δείχνουν τὰ μέτρα τῆς φιλοπατρίας τοῦ Στρατηγοῦ καὶ ὁριοθετοῦν τὸ θρησκευτικὸ ὀρθόδοξο ὑπόστρωμά της.
Τὸ συμπέρασμά μας: Ὁ Μακρυγιάννης σ’ ὅλες του τὶς διαστάσεις μένει μάρτυρας τῆς παράδοσης τοῦ Γένους, σὲ μία κοσμογονικὴ καμπὴ τῆς πορείας του. Ὁ ἕνας, ἀδιάτμητος καὶ ἑνιαῖος Μακρυγιάννης, ἀνήκει σ’ ὅλο τὸ Γένος καὶ μόνο σ’ αὐτό. Καμιὰ μερίδα δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν ἰδιοποιηθεῖ, γιατί κάθε μέρος ἀνήκει στὸ ὅλο, στὴν καθολικότητα, ποὺ ἐνσάρκωσε ὁ μεγάλος αὐτὸς Ρουμελιώτης, δηλαδὴ Ρωμηός.
* * *
Μέ τά δύο κείμενά του ὁ Μακρυγιάννης δείχνει τήν ἀναγκαία στάση τοῦ Ρωμηοῦ-Ἑλληνορθοδόξου, καί τότε καί σήμερα, στούς ξένους καί στούς ξενόδουλους δικούς μας, πού σκέπτονται καί ἐνεργοῦν ὡς ξένοι στήν Ἑλλάδα καί ὄχι ὡς Ἕλληνες, καί μάλιστα ὀρθόδοξοι. Τήν Ὀρθοδοξία, ποῦ νά τήν μάθουν; Στά ἀμερικανικά κολλέγια καί Πανεπιστήμια ἤ στή Λέσχη Bilderberg;
Ζοῦμε παράλληλες καταστάσεις μέ ἐκεῖνες τῆς ἐποχῆς τοῦ Μακρυγιάννη. Ἡ οὐσία δέν ἀλλάζει, μόνο λίγο τό πλαίσιο. Ἡ ἀναμενόμενη ἀπό τόν Στρατηγό καί τούς ὁμοψύχους του ἀνάσταση ἀποδείχθηκε χιμαιρική, διότι δέν ἐτοποθετεῖτο ὀρθά. Περίμεναν Ἡγέτη, ὁ ὁποῖος ὅμως, καί τότε καί σήμερα, ἄν δέν δηλώσει ὑποταγή στούς ὅποιους Ξένους, δέν εἶναι δυνατόν νά κυ- βερνήσει! (Πρβλ. τόν τρίτο πειρασμό τοῦ Χριστοῦ μας, Ματθ. 4, 8-9). Ἡ Χώρα μας ἀπό τότε εἶναι μόνιμα προτεκτοράτο τῶν Φράγκων καί σέ νέα τουρκοκρατία, κατά τόν Μάνο Χατζηδάκη, αἰωνία του ἡ μνήμη! Τό «Μή πεποίθατε ἐπ᾽ ἄρχοντας» (Ψαλμ. 145,3) ἰσχύει μόνιμα. Ὁ Μακρυγιάννης πρέπει νά συνειδητοποίησε, ὅτι ἡ μόνη ἀνάσταση τοῦ Ἔθνους μόνο ὡς ἀναβίωση τῆς στάσης μας στήν Δουλεία μπορεῖ νά εἶναι δυνατή. Ἐπανεύρεση τοῦ πατερικοῦ μας φρονήματος καί ἀνάπτυξη τῆς ζωῆς μας, ἀτομικῆς καί συλλογικῆς στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς σώματος καί ὄχι ἁπλῶς Ἡγεσίας. Ἡ λατρεία καί ἡ κοινότητα, ὡς ἐνορία, μένει πάντα ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας μας.
Ορθόδοξος Τύπος. 25/10/2013
Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »