Μέσα στα δάση του Σάρωφ υπήρχανε κι’ άλλοι ασκητάδες, ο ένας μακριά από τον άλλον ως δυο-τρία βέρστια. Πολλοί απ’ αυτούς γνωρίζανε τον πάτερ Σεραφείμ, επειδή ήτανε κι’ αυτοί από το Kουρσκ. Η δική του καλύβα βρισκότανε σ’ ένα χαμοβούνι με πυκνά δέντρα. Στο νου του ολοένα είχε τη ζωή του Xριστού, μέρα-νύχτα συλλογιζότανε τα διάφορα ιστορικά του Kυρίου, με θεϊκόν έρωτα. Κι’ επειδή βρισκότανε μακριά από την Παλαιστίνη, για να θαρρή πως ζει εκεί που έζησε σαν άνθρωπος ο Χριστός, έδωσε διάφορα ονόματα από το Ευαγγέλιο στα μέρη που έκανε την προσευχή του. Ένα μέρος το ονόμασε “Nαζαρέτ”, κ’ εκεί έψελνε τους Χαιρετισμούς, ένα άλλο, που είχε μια σπηλιά, το είπε “Βηθλεέμ”, και κει μέσα προσκυνούσε τον Χριστό στη φάτνη, ανέβαινε σε ένα ψήλωμα και διάβαζε την “επί του Όρους Ομιλία”. Μέσα σ’ ένα λαγκάδι πήγαινε και διάβαζε το κατά Iωάννη Ευαγγέλιο με τα τελευταία λόγια του Χριστού. Tο βασίλειό του είχε και το “Θαβώρ”, τον “Γολγοθά” και τη “Γεθσημανή”. Το Ευαγγέλιο το είχε πάντα μαζί του μέσα στο ταγάρι του. “Δεν ευφραίνεται, έλεγε υστερώτερα, μοναχά η ψυχή από το λόγο του Θεού, αλλά και το σώμα δυναμώνει”. Τις ώρες που δεν προσευχότανε, έκοβε ξύλα ή έσκαβε στο περιβολάκι του. Τις Kυριακές και τις γιορτές πήγαινε στην εκκλησιά του μοναστηριού και κοινωνούσε. Τις περισσότερες φορές τον παρακαλούσανε οι μοναχοί να μη φύγη αμέσως, για να ακούσουνε τα αγιασμένα λόγια του. Γυρίζοντας πίσω στην κέλλα του, έπαιρνε παξιμάδι για όλη τη βδομάδα. Μα πάντα του περίσσευε. Τόδινε στα άγρια ζώα που ήτανε οι συντρόφοι του, λύκοι, αρκούδες, τσακάλια, αλεπούδες, σαύρες, φίδια κι’ άλλα, καθώς και στ’ αγαπημένα του τα πουλιά. Ωστόσο, κ’ έναν τέτοιον Άγιο δεν τον άφηνε ο διάβολος απείραχτον. Tις μεγάλες χειμωνιάτικες παγωμένες νύχτες, που φυσομανούσε ο αγέρας στα δέντρα, ένοιωθε να σφίγγεται το στήθος του από το φόβο. Tον έπιανε η φοβερή κατάσταση που τη λένε οι ασκητάδες “ακηδία”, δηλαδή παράλυση πνευματική κι’ απελπισία. Ένοιωθε πως τον πολεμούσε “ο δαίμων της ερήμου”, κ’ έκραζε στον Kύριο να τον γλυτώση. Διάβαζε ταχτικά το Mεσονυκτικό, τον Όρθρο, τις Ώρες, τον Εσπερινό, όπως παραγγέλνει η μοναχική πολιτεία. Για να νικήση το φόβο, πήγαινε τις νύχτες και στεκότανε όρθιος απάνω σ’ ένα βράχο, βαθειά μέσα στο πυκνό και κατασκότεινο δάσος, λέγοντας ολοένα: “O Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ”. Χίλια μερόνυχτα προσευχότανε για να τον βοηθήση ο Θεός να νικήση το σατανά. Tρία χρόνια ολόκληρα. Και τότε κατατροπώθηκε ο πονηρός, κ’ ειρήνεψε η ψυχή του Aγίου. Tρία χρόνια δεν επήγε στο μοναστήρι, κ’ οι μοναχοί απορούσανε τι έτρωγε. Φαίνεται πως θρεφότανε μ’ ένα χορτάρι που φύτρωνε στο δάσος, επειδή, ύστερα από χρόνια, το έδειξε σε μια από τις γερόντισσες ενός μοναστηριού που βρισκότανε κοντά στο χωριό Ντιβεέβο, και που τον είχανε στα γερατειά του πνευματικόν πατέρα. Αυτό το χορτάρι τότρωγε χλωρό το καλοκαίρι, και το διατηρούσε ξερό για το χειμώνα. Πέρασε κάμποσον καιρό κλεισμένος στην καλύβα του, χωρίς να μιλά ολότελα. Δεν πήγαινε καθόλου στο μοναστήρι. Αν τύχαινε να συναπαντήση κανέναν άνθρωπο στο δάσος, έσκυβε το κεφάλι του ίσαμε τη γη και περίμενε να περάση για ν’ ανασηκωθή. Το φαγητό που του πηγαίνανε από το μοναστήρι, και που το βάζανε στο κατώφλι του, τις περισσότερες φορές το βρίσκανε άγγιχτο. Επειδή ανησυχούσανε στη μονή, ο ηγούμενος πάτερ Nήφων τον κάλεσε να γυρίση στο μοναστήρι. Ο άγιος υπάκουσε. Παρουσιάσθηκε στον ηγούμενο, κ’ ύστερα σφαλίσθηκε στο κελλί του, και δεν ξαναφάνηκε. Πέντε ολόκληρα χρόνια έμεινε κλεισμένος, κατά διαταγή της Θεοτόκου, όπως είπε αργότερα. Και πάλι η Παναγία του παρουσιάσθηκε και του είπε να πάψη το κλείσιμό του. Αν και πρωτύτερα πηγαίνανε στο μοναστήρι πολλοί άντρες και γυναίκες από τα γύρω χωριά, σαν μαθεύτηκε πως ο Άγιος άνοιξε την πόρτα του κελλιού του, πληθύνανε οι προσκυνητές, που τρέχανε για να πάρουνε την ευλογία του “στάρετς”. “Στάρετς” στα ρωσικά θα πη “γέροντας”, “πνευματικός”, “ξομολόγος”. Ο ρωσικός λαός είχε πολύν σεβασμό στους “στάρετς”, όπως ο δικός μας στους “πνευματικούς”. Ο άγιος Σεραφείμ καταλάβαινε τι είχε μέσα κάθε καρδιά που τον πλησίαζε, γιατί είχε λάβει τη χάρη να εισχωρή στα βάθη της ψυχής. Οι άνθρωποι που ξομολογιόντανε, θαυμάζανε πώς ήξερε τα μυστικά της ζωής τους, πριν να του τα πούνε. Σ’ όλους ευχότανε να αποχτήσουν την ειρήνη της καρδιάς. Ο Άγιος είχε και προφητικό χάρισμα. Σε όσους τον ρωτούσαν πώς μπορούσε να γνωρίζη τι είχε κάνει ο κάθε άνθρωπος, έλεγε: “Tέκνον μου, δεν λέγω σ’ όποιον έρχεται σε μένα τίποτ’ άλλο παρά ό,τι με προστάζει ο Θεός”. Σ’ όσους βλογούσε έδινε κι’ από ένα κομμάτι ξερό ψωμί από το ταγάρι του, βουτηγμένο στο κρασί. Συχνά τους άλειφε με λάδι από το καντήλι της Παναγίας. Μια μέρα του πήγανε έναν άρρωστο, ένα νέο παλληκάρι που το λέγανε Mιχάλη Μαντούρωφ. Υπόφερνε από δυνατούς πόνους στα πόδια και στεκότανε όρθιος με δυσκολία. Μόλις είδε τον Άγιο, έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε να τον γιατρέψη. Ο Άγιος τον ρώτησε: “Πιστεύεις στο Θεό;” και τον κοίταξε με διαπεραστική ματιά. “Πιστεύω”, αποκρίθηκε ο άρρωστος. Τότε ο στάρετς του είπε να βγάλη τις μπότες του, άλειψε τα πόδια του με το λάδι του καντηλιού και τούδωσε ένα-δυο κομματάκια ξερό ψωμί. Ύστερα του είπε: “Περπάτηξε στο όνομα του Πατρός και του Yιού και του Aγίου Πνεύματος”. Kι’ ο άρρωστος περπάτηξε, φχαριστώντας τον Άγιο. Κ’ εκείνος του είπε: “Δεν σε θεράπευσα εγώ, τέκνον μου. Μοναχά ο Θεός μπορεί να κάνη θαύματα. Αυτόν να ευχαριστήσης”. Ο Μαντούρωφ δεν ήξερε με τι τρόπο να δείξη την ευγνωμοσύνη του. Μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, ελευθέρωσε τους σκλάβους του, κι’ αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος από τα κτήματά του στα μοναστήρια του Ντιβεέβο. Ύστερ’ από τον Μαντούρωφ, θεράπευσε ο Άγιος κι’ άλλους, παράλυτους, κωφάλαλους, δαιμονιζόμενους, τυφλούς, και μ’ άλλες αρρώστιες. Γύρω η περιφέρεια ήτανε ανάστατη. Ο Άγιος έγινε το καταφύγιο κ’ η παρηγοριά των δυστυχισμένων. Προφήτεψε για τις συμφορές που θα περνούσε ο λαός του, όπως κάνανε οι Προφήτες για τους Εβραίους. Η Ρωσία σπαραζότανε στον καιρό του από πολιτικές και θρησκευτικές ταραχές. Έλεγε: “Ο λαός μας μάκρυνε από τους δρόμους της σωτηρίας, και τραβά κάθε μέρα την οργή του Θεού”. Έλεγε ακόμα πως θα φεύγανε οι σταυροί από τις εκκλησίες και πως θα γκρεμνιζόντανε τα μοναστήρια. “Θα έρθη μια θλίψη, έλεγε, που δεν παρουσιάσθηκε τέτοια όμοια από καταβολής του κόσμου. Κ’ οι ίδιοι οι άγγελοι δεν θα προφταίνουνε να μαζεύουν τις ψυχές από τη γη”. Όποτε μιλούσε για τέτοια πράγματα, το πρόσωπό του σκυθρώπαζε και πονούσε. Η παρηγορία του ήτανε η προσευχή. Μέσα στο κελλί του δεν είχε μήτε κρεβάτι, μήτε τζάκι, με κείνο το κρύο της Σιβηρίας. Είχε μοναχά ένα καντήλι μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Kάθε βδομάδα διάβαζε με τη σειρά από τα Τέσσερα Ευαγγέλια, τη Δευτέρα από το κατά Ματθαίον, την Τρίτη από το κατά Μάρκον, την Τετάρτη από το κατά Λουκάν, την Πέμπτη από το κατά Ιωάννην, την Παρασκευή την ακολουθία της Σταυροπροσκυνήσεως, το Σάββατο την ακολουθία των Aγίων Πάντων, και την Κυριακή μεταλάβαινε τη Θεία Kοινωνία. Αδιάκοπα παρακαλούσε για όλον τον κόσμο. Από την πολλή την προσευχή κι’ από τα δάκρυά του θύμωνε ο διάβολος και τον χτυπούσε στο σώμα. Ο Άγιος έλεγε πως εκείνα τα χτυπήματα καίγανε σαν το πυρωμένο σίδερο. Πολλοί είδανε τον άγιο Σεραφείμ να στέκεται στον αγέρα, απάνω από τη γη. Συχνά σκόρπιζε την κακοκαιριά, πρόβλεπε την πείνα κ’ ειδοποιούσε τους χωριάτες να κάνουνε τις προμήθειές τους, έδιωχνε τις επιδημίες και πρόλεγε τους πολέμους, όπως έγινε με τον Kριμαϊκό πόλεμο, καθώς και μ’ άλλα σπουδαία γεγονότα. Πηγή: http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=173&author_id=19
Υποβλήθηκε στις 3 Ιανουαρίου, 2009 στις 7:33 μμ και βρίσκεται κάτω από ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ.
.
Μπορείς να παρακολουθείς τα σχόλια για το άρθρο χρησιμοποιώντας RSS 2.0 τροφοδότης (feed).
Μπορείς να πας στο τέλος και να αφήσεις σχόλιο. Το Pinging προσωρινά δεν επιτρέπεται.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.