kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Φώτης Κόντογλου :Ο Πολυαγαπημένος Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ (Β)

Συγγραφέας: kantonopou στις 3 Ιανουαρίου, 2009

Εκείνον τον καιρό υπήρχε μεγάλη ευλάβεια στη Ρωσία. Ένα πλήθος άνθρωποι είχανε την ψυχή και τη διάνοιά τους γυρισμένη στον ουρανό. Διαβάζανε τους βίους των Αγίων που είχανε μεταφρασθή από την ελληνική γλώσσα, καθώς και τα μαρτύριά τους, προπάντων των νεομαρτύρων μας που σφαζόντανε ή κρεμιόντανε από τους Τούρκους. Ιδιαίτερη αγάπη νοιώθανε για τους ασκητάδες που είχανε ζήσει στην έρημο, προπάντων στην Αίγυπτο, στη Συρία και στην Παλαιστίνη, μέσα σε σπηλιές και σε σκισμάδες των βουνών, τριγυρισμένοι από τον ατελείωτον άμμο. Στη χώρα τους όμως δεν υπήρχανε τέτοια πράγματα, παρά μοναχά απέραντα μέρη δασωμένα, έρημα και κείνα, μα αντί λιοντάρια και κροκοδείλους είχανε άλλα αγρίμια, λύκους, αρκούδες, τσακάλια κ.ά. Εκεί, μέσα στα πυκνά δέντρα, κάνανε την καλύβα τους από ξύλα κάποιοι ασκητάδες, και με τον καιρό σ’ εκείνα τα μέρη χτιζόντανε μοναστήρια.  Ο Προχόρ διάβαζε τέτοια ασκητικά βιβλία, κ’ είχε πόθο ν’ ασκητέψη. Mάζευε στο σπίτι του τα παιδιά της γειτονιάς, κι’ αντί για παραμύθια που λέγανε για να περάσουνε οι ατελείωτες ώρες της χειμωνιάτικης νύχτας, τους διάβαζε αυτά τα συναξάρια, ή τους εξηγούσε το Ευαγγέλιο.  Με τον καιρό, αποφάσισε να πάγη να προσκυνήση στο Kίεβο, σ’ αυτή τη ρωσική Σιών, με τις αμέτρητες εκκλησιές και τα πολλά μοναστήρια. Εκεί ξομολογήθηκε τον πόθο του στους καλόγηρους, και κείνοι του είπανε να πάγη να καλογερέψη σ’ ένα μοναστήρι που βρισκότανε στο Σάρωφ, στην περιφέρεια του Kουρσκ. Γυρίζοντας στο σπίτι του, τα είπε όλα στη μητέρα του, και κείνη συμφώνησε μαζί του, τον σταύρωσε με έναν μπρούτζινο σταυρό που τον είχανε οικογενειακό κειμήλιο, και τούδωσε την ευχή της. Αυτόν το σταυρό ο Προχόρ τον είχε μαζί του ώς που πέθανε.  Έφυγε λοιπόν από το Kουρσκ μαζί μ’ άλλους δυο φίλους του, που είχανε κι’ αυτοί τον πόθο να γίνουνε μοναχοί. Tραβήξανε λοιπόν κ’ οι τρεις μαζί, μ’ ένα ταγάρι στον ώμο και μ’ ένα ραβδί, για να πάνε στο Σάρωφ. Το μοναστήρι ήτανε χτισμένο απάνω σ’ ένα ψήλωμα που το ζώνανε δυο ποτάμια, ο Σάτης κ’ η Σάροβκα. Στον τόπο του μοναστηριού βρισκότανε άλλη φορά ένα παλιό κάστρο. Tον καιρό που ξεχυθήκανε οι Tάταροι στη Ρωσία, χτυπήσανε κείνο το κάστρο και το πήρανε, και μέσα σ’ αυτό κάθισε ο αρχηγός τους. Bρεθήκανε σ’ αυτόν τον τόπο κοντάρια, σπαθιά, σαγίτες κι’ άλλα παλαιά άρματα. Αυτά τα μέρη τα βαστάξανε οι Tάταροι ώς εκατό χρόνια. Ύστερα τους διώξανε οι Ρώσοι, και κατά τον πόλεμο γκρεμνίσθηκε το κάστρο και ρήμαξε. Το βουνό το πνίξανε τα δέντρα που θεριέψανε, και γίνηκε δάσος άγριο, γεμάτο θηρία. Τρακόσια χρόνια δεν πάτησε εκεί πέρα άνθρωπος, ως που φάνηκε ένας ασκητής Ιωάννης, κοντά στα 1700. Με τον καιρό, πήγανε κοντά του κι’ άλλοι ασκητάδες και γίνηκε μοναστήρι, αυτό που πήγε να καλογερέψη ο Προχόρ.  Ο κανονισμός του μοναστηριού ήτανε σαν τον κανονισμό που είχανε τα μοναστήρια στ’ Άγιον Όρος και τ’ άλλα της Aνατολής. Απλός κι’ αυστηρός. Aκτημοσύνη και εργόχειρο για να βγάζουνε τον επιούσιον άρτον. Δουλεύανε και στα χωράφια, σπέρνανε, θερίζανε, αλωνίζανε. Κάποιοι απ’ αυτούς ήτανε και μαραγκοί, άλλοι πάλι υφαίνανε στον αργαλειό ή κάνανε σχοινιά. Tα χειμωνιάτικα ρούχα τους ήτανε κανωμένα από προβιές, τα καλοκαιρινά τους από καννάβι. Ο ηγούμενος δούλευε σαν τους άλλους, δίνοντας το μάθημα της ταπεινοφροσύνης. Οι αδελφοί ζούσανε με μεγάλη σκληραγωγία, με νηστεία, μ’ αγρυπνία, με προσευχή. Ό,τι είχανε, το μοιράζανε στους φτωχούς, γύρω στο μοναστήρι. Η ελεημοσύνη ήτανε μια από τις πιο σπουδαίες φροντίδες τους. Στα 1776 έπεσε πείνα στον τόπο, κι’ ο ηγούμενος άνοιξε τις αποθήκες του μοναστηριού και μοίραζε σιτάρι στους πεινασμένους, που τρέχανε μερμηγκιά στο μοναστήρι. Κάθε μέρα περνούσανε ώς χίλιοι πεινασμένοι.  Ο Προχόρ έφταξε στο μοναστήρι στις 20 Nοεμβρίου του 1779, γεμάτος χαρά από το περπάτημα που έκανε μέσα σε κείνη την αγνή φύση. Χτύπησε την πόρτα. Tον υποδεχτήκανε με προθυμία. Ο ηγούμενος ήξερε τους γονιούς του Προχόρ, επειδή ήτανε από το Kουρσκ, και χάρηκε πολύ σαν είδε το παιδί τους, και μάλιστα σαν του είπε πως ήθελε να καλογερέψη. Τότε ο Προχόρ ήτανε 19 χρονών, μεγαλόσωμος, γερός, με ζωηρά γαλανά μάτια που καθρεφτίζανε την αγνή και καθαρή ψυχή του. Είχε αφήσει να μεγαλώσουνε τα ξανθά μαλλιά του, που πέφτανε στους ώμους του, κι’ από τότε έμοιαζε σαν άγιος. Είχε απάνω του τη σφραγίδα που έχουνε οι λιγοστοί άνθρωποι, που γι’ αυτούς είπε ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής πως δεν γεννηθήκανε από θέλημα σάρκας, μήτε από θέλημα ανδρός, αλλά γεννηθήκανε από το Θεό.  Έγινε λοιπόν ο Προχόρ δόκιμος, κι’ όλοι οι μοναχοί του μοναστηριού θαυμάζανε το μεγάλο ζήλο του, την ευλάβειά του και την ταπείνωσή του. Χαρά του ήτανε να κάνη τις πιο κοπιαστικές και ταπεινωτικές δουλειές. Η προσευχή δεν έλειπε από το στόμα του, κι’ από μέσα του έλεγε ολοένα την καρδιακή προσευχή: “Kύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν”.  Αλλά, μ’ όλη την αυστηρότητα που βαστούσε απάνω στο σώμα και στην ψυχή του, στη συναναστροφή του ήτανε πάντα ανοιχτόκαρδος και χαρούμενος, “εν ιλαρότητι”. Συνήθιζε να λέγη, σαν γέρασε, πως δεν είναι αμαρτία το να είναι κανένας γελαστός και καλόκαρδος. “Το πιο φοβερό πράγμα για τον χριστιανό, έλεγε, είναι η απογοήτευση”.  Τον βάλανε νεωκόρο, και τον χειροθετήσανε αναγνώστη. Πρώτος πήγαινε στην εκκλησιά και τελευταίος έβγαινε. Διάβαζε ακατάπαυστα το Ευαγγέλιο, όρθιος μπροστά στις εικόνες, με μεγάλη προσοχή και κατάνυξη. Έλεγε: “Tο πνεύμα του ανθρώπου, που δίνει προσοχή στα θεϊκά λόγια, είναι σαν το φύλακα που ξαγρυπνά, ψηλά στον πύργο, απάνω στην Iερουσαλήμ της καρδιάς του”. Έλεγε ακόμα, σαν γέρασε, πως η υπομονή είναι μια από τις μεγαλύτερες χάρες που αποχτά ο χριστιανός, κατά το λόγο που είπε ο Kύριος “εν τη υπομονή κτήσασθε τας ψυχάς υμών”. Όσο αυστηρός ήτανε στον εαυτό του, τόσο επιεικής και συγκαταβατικός ήτανε για τους άλλους.  Αλλά, από την πολλή την κακοπάθηση, αρρώστησε. Πρήσθηκε όλο το σώμα του, και κειτότανε στο κρεβάτι, μ’ όλο που ήτανε ακόμα εικοσιενός χρονών παλληκάρι. Τρία χρόνια υπόφερε τους πόνους της σκληρής αρρώστιας του, μα ο Θεός τον δοκίμαζε. Γι’ αυτό, μια μέρα που είχε μεταλάβει τα Άχραντα Mυστήρια, είδε να φανερώνεται μπροστά του η Παναγία, μαζί με τους αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη. Η Παναγία πήγε κοντά του κ’ είπε στους αποστόλους: “Αυτός εδώ είναι δικός μας”. Ύστερα άγγιξε με το χέρι της τον άρρωστο, και χάθηκε. Από κείνη την ώρα έγινε καλά.  Πήρε από τον ηγούμενο την άδεια και πήγε στην πατρίδα του, για να συνάξη συνδρομές, “ελέη”, όπως τα λένε στα μοναστήρια. Η μητέρα του είχε πεθάνει. Βρήκε μονάχα τον αδελφό του που είχε κληρονομήσει την περιουσία τους, και που του έδωσε κάμποσα χρήματα για να χτίση ο Προχόρ μια εκκλησιά, κοντά στο κελλί που πέρασε τη βαρειά αρρώστια του, και που τη γιάτρεψε η Παναγία. Και πράγματι χτίσθηκε, μαζί μ’ ένα σπίτι για τους αρρώστους. Στο χτίσιμο βοήθησε κι’ ο ίδιος ο Προχόρ με τα χέρια του.  Σαν γύρισε στο μοναστήρι, έπιασε την ίδια άσκηση, ως που εκάρη μοναχός, με το όνομα Σεραφείμ, που είναι τόνομα που έχουνε τα Aγγελικά Πνεύματα της πρώτης τάξεως, και που θα πη “πύρινα”. Kατόπι χειροτονήθηκε διάκονος. Tη Mεγάλη Πέμπτη, κατά τη λειτουργία, που είχε πάρει κ’ εκείνος μέρος, είδε μέσα στο άγιο Βήμα τον Χριστό, τριγυρισμένον από αρχαγγέλους και αγγέλους. Ο μακάριος είχε δη και πολλά άλλα μεγάλα θαύματα. 

 Σαν πέθανε ο ηγούμενος Παχώμιος, που αγαπούσε τον Σεραφείμ σαν παιδί του, πήρε την άδεια από το νέο ηγούμενο για να ζήση απομοναχιασμένος. Στο δάσος μέσα είχε κάνει από ελατόξυλα μια καλύβα, μια “ίσμπα”, από τον καιρό που ήτανε δόκιμος, και πήγαινε κ’ έκοβε ξύλα. Σ’ αυτή την καλύβα λοιπόν πήγε και κλείσθηκε. Εκεί μέσα προσευχότανε, χωρίς να τον ταράζη κανένας. Aργότερα έλεγε: “Αισθανόμουνα να με σπρώχνη μια υπερφυσική δύναμη, και δεν πίστευα πια πως ζούσα απάνω στη γη, τόση χαρά πλημμύριζε την καρδιά μου”.

    Πηγή: http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=173&author_id=19  

Αφήστε μια απάντηση