Κάποιος καλός φίλος μου, μου χάρισε ένα μικρό εικονισματάκι σε σμάλτο ρούσικο, ένα εγκόλπιο, που παριστάνει τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ. Aπό το πίσω μέρος είναι καπλαντισμένο με βελούδο, και φαίνεται πως το φορούσε κατάσαρκα στο λαιμό του κανένας άγιος άνθρωπος της τσαρικής Ρωσίας. Με πολλή συγκίνηση δέχθηκα αυτό το δώρο, γιατί αυτός ο άγιος είναι πολύ αγαπητός σε μένα, όπως είναι συμπαθέστατος και σε όσους τον ξέρουνε. Kρέμασα λοιπόν αυτό το εικονισματάκι στο εικονοστάσι μας, ανάμεσα στους άλλους αγίους, που τους παρακαλούμε στις περιστάσεις της ζωής μας, και που ανάμεσά τους ξεχωρίζουνε ο άγιος Nικόλαος κι’ ο άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος, κ’ οι νέοι ή νεοφανείς άγιοι, όπως οι άγιοι μάρτυρες Ραφαήλ και Nικόλαος, ο άγιος Γεώργιος ο Χιοπολίτης, ο άγιος Γεώργιος Ιωαννίνων, ο άγιος Δαυϊδ ο Γέρων, ο άγιος Nεκτάριος κ.ά. Το σμαλτένιο εικονισματάκι που είπα, παριστάνει τον άγιο Σεραφείμ που περπατά μέσα στο δάσος, ένα γεροντάκι σκυφτό, ακουμπισμένο στο ραβδί του με το δεξί χέρι, και στ’ αριστερό βαστά ένα κομποσκοίνι. Tο πρόσωπό του λαμποκοπά από την καλοσύνη, και το ρασοφορεμένο σώμα του με τα χοντροπάπουτσά του έχει μια σεβάσμια κι’ αξιαγάπητη κίνηση, γεμάτο αγιοσύνη και πραότητα. Αυτός ο άγιος είναι ένας από τους τελευταίους, γιατί γεννήθηκε στο Kουρσκ κατά τα 1759 και κοιμήθηκε στα 1833, δηλαδή έζησε στον ίδιον καιρό με τον δικό μας άγιο Νικόδημο τον Aγιορείτη. Tο κοσμικό όνομά του ήτανε Προχόρ, δηλαδή Πρόχορος, κ’ ήτανε το τρίτο παιδί της οικογένειάς του. Tα μεγαλύτερά του ήτανε ένας αδελφός και μια αδελφή. Ο πατέρας του ήτανε πρακτικός κάλφας που έχτιζε εκκλησιές. Λίγο πριν να γεννηθή ο Προχόρ, έπιασε να χτίζη μια μεγάλη εκκλησία, μα δεν πρόφταξε να την τελειώση, γιατί πέθανε. Aλλά η γυναίκα του ήτανε άξια κ’ είχε μάθει κοντά του κάμποσα από την τέχνη του, κι’ άμα απόμεινε χήρα, ανάλαβε εκείνη ν’ αποτελειώση την εκκλησιά. Πολλές φορές έπαιρνε μαζί της και το μικρό Προχόρ, που έδειχνε μεγάλη αγάπη στην τέχνη των γονιών του. Από τότε φανέρωσε ο Θεός πως τον προώριζε για το μεγαλύτερο πνευματικό αξίωμα που υπάρχει, δηλαδή να γίνη άγιος. Kαι το φανέρωσε με τούτον τον τρόπο: ο Προχόρ ήτανε εφτά χρονών. Mια μέρα τον πήρε η μητέρα του μαζί της στην εκκλησιά που έχτιζε. Tην ώρα που ανεβαίνανε στο καμπαναριό, ο Προχόρ παίζοντας, σαν παιδί, παραπάτησε κ’ έπεσε από τόσο ψηλά, που θα σκοτωνότανε σίγουρα. Mα σαν να τον πιάσανε κάποια αόρατα χέρια, και δεν έπαθε τίποτα. Εκείνη την ώρα έτυχε να περνά ένας θεοφοβούμενος άνθρωπος που είχε προορατική χάρη, κ’ είπε στη μητέρα του πως ο Θεός έκανε εκείνο το θαύμα, γιατί προώριζε το παιδί να γίνη ένας μεγάλος άγιος. Σαν έγινε δέκα χρονών, αρρώστησε, κ’ έπαψε να πηγαίνη στο σκολειό. Δεν έφτανε η αρρώστια, αλλά στενοχωριότανε περισσότερο που έχανε τα μαθήματα, επειδή αγαπούσε πολύ τα γράμματα. Mια νύχτα τον άκουσε η μητέρα του να μιλά με κάποιον. Σαν τον ρώτησε, της είπε πως είχε δη την Παναγία, και πως του είπε πως θα τον γιατρέψη. Όπως κ’ έγινε. Γιατί, ύστερ’ από λίγες μέρες περνούσε από το σπίτι τους μια λιτανεία με τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, κ’ η μητέρα του τον πήγε και την ανασπάσθηκε. Tην άλλη μέρα, το παιδί έγινε ολότελα καλά. Από τότε δεν απόλειπε από την εκκλησία, και κάθε μέρα διάβαζε το Ευαγγέλιο. Κάποτε συναπάντησε στο δρόμο εκείνον τον θεοφοβούμενον άνθρωπο που έτυχε την ώρα που γκρεμνίσθηκε από το καμπαναριό, και με τον καιρό δέσανε στενή φιλία μεταξύ τους. Ο ένας εκμυστηρευότανε στον άλλον κάποια μυστηριώδη οράματα, μα δεν τα λέγανε σε κανέναν άλλον, για να μην τους περιπαίζουνε. Ωστόσο περνούσανε για “βλαμμένοι”, όπως λένε τους ευλαβείς οι άπιστοι, μα εκείνοι δεν δίνανε σημασία και κάνανε τον απανάγαθον, δηλαδή ήτανε “οι δια Χριστόν σαλοί”. Στον παληόν καιρό σταθήκανε κάποιοι άγιοι, που κάνανε τον τρελό για τον Χριστό, ώστε να τους περιφρονούνε οι άνθρωποι και να τους ταπεινώνουνε, κ’ έτσι να σβήνουν ολότελα τον εγωισμό τους και την αξιοπρέπειά τους. Αυτή η άσκηση ήτανε από τις πιο σκληρές, όπως οι στυλίτες, και για τούτο “οι δια Χριστόν σαλοί” ήτανε πολύ λίγοι. Ο πιο σπουδαίος στάθηκε ο άγιος Aνδρέας, που εζούσε στην Kωνσταντινούπολη μαζί με τους σκύλους, κατά τα 450 μ.Χ., ο Συμεών ο Σύρος, που έζησε στα 550 μ.Χ. και δυο-τρεις άλλοι. Ο άγιος Σεραφείμ έλεγε υστερώτερα πως σε τέτοιο σκληρό δρόμο ο Κύριος δεν προσκαλεί ποτέ ψυχές αδύνατες. Πηγή: http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=173&author_id=19
Υποβλήθηκε στις 3 Ιανουαρίου, 2009 στις 6:55 μμ και βρίσκεται κάτω από ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ.
.
Μπορείς να παρακολουθείς τα σχόλια για το άρθρο χρησιμοποιώντας RSS 2.0 τροφοδότης (feed).
Μπορείς να πας στο τέλος και να αφήσεις σχόλιο. Το Pinging προσωρινά δεν επιτρέπεται.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.