Διάφορες ερωτήσεις των Νεοπαγανιστών αναφορικά με την Καινή Διαθήκη και σχετικά με τον Ιησού. (17)
Συγγραφέας: kantonopou στις 19 Νοεμβρίου, 2008
ΕΡΩΤΗΣΗ: «Ωστόσο, άμα προσέξουμε τα Ευαγγέλια που ιστορούν τη γέννηση του Ιησού, θα ιδούμε πως στο α? ύστερα από τη γενεαλογία προστέθηκε αργότερα και η ιστορία της υπερφυσικής γέννεσης του Ναζωραίου (ΜΘ. 1, 18-25) και στο δ? σβήστηκε όλο το προοίμιο και αντικαταστάθηκε με άλλο. Μα δεν είναι μόνο αυτές οι νοθείες και οι παραχαράξεις? σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο η αρχική ευαγγελική παράδοση είναι παραμορφωμένη. Κι επειδή στο τέλος του Α? ίσαμε το τέλος του Β? αιώνα γίνονταν συστηματικά διασκευές των Ευαγγελίων, από το βιογραφικό υλικό που απόμεινε δεν ξέρουμε πότε και πού γεννήθηκε ο Ιησούς» (Γ. Κορδάτου, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, εκδ. Μπουκουμάνης, τ. α?, σ. 238).
Η Εκκλησία δε θα μπορούσε, βέβαια, να λογοκρίνει και το τελευταίο χειρόγραφο. Και σίγουρα, δε θα μπορούσε να λογοκρίνει κανέναν πριν ανακηρυχθεί επίσημη θρησκεία (δηλαδή πριν από το διάτημα μεταξύ 330-380). Αλλά, όπως έχουν βρεθεί θαμμένα σε πιθάρια τα Απόκρυφα ευαγγέλια στην Αίγυπτο, έτσι θα μπορούσαν να είχαν βρεθεί και διαφορετικές εκδοχές του Κατά Μάρκον και Κατά Ιωάννην. Δεν βρέθηκαν όμως. Εάν και όταν βρεθούν, και εάν αποδειχθεί ότι είναι παλαιότερες των πιο παλιών αντιγράφων των σημερινών εκδοχών, τότε θα μπορούν να μιλάνε οι αντιχριστιανοί.
Γιατί όμως και πώς ξεκίνησε αυτή η ανόητη ? ανόητη, διότι ουδέποτε οι υποστηριχτές της απέδειξαν τους ισχυρισμούς τους ? άποψη ότι τα Ευαγγέλια έχουν γραφτεί και ξαναγραφτεί συστηματικά, με τον ένα διασκευαστή να αλλοιώνει το κείμενο του προηγούμενου; Μας το εξηγεί ο καθηγητής θεολογίας ΑΠΘ Στ. Σάκκος: «Υπεστήριξαν δηλαδή οι της ανατρεπτικής ερμηνείας, ότι τα κείμενα της Γραφής προέκυψαν μετά από αλλεπαλλήλους επεξεργασίας και διασκευάς, κατά τας οποίας έκαστος συντάκτης προσέθετεν ό,τι επεθύμει και ό,τι εφαντάζετο εις τα προ αυτού κείμενα που παρελάμβανε και εξεμεταλλεύετο. Πόθεν ορμάται αυτός ο ισχυρισμός, δύναται να κατανοήση καλώς όποιος έχει παρακολουθήσει ανελλιπώς την προτεσταντικήν ερμηνευτικήν βιβλιογραφίαν επί της Κ. Διαθήκης από του Λουθήρου μέχρι σήμερον. Ε
κεί βλέπει ότι η “επεξεργασία” είνε ο επικρατέστερος τρόπος συντάξεως ερμηνευτικών, εισαγωγικών και ιστορικών συγγραμμάτων, ιδία μεταξύ των Γερμανών. Λαμβάνει π.χ. ο Brόckner τα υπομνήματα του De Wette και με ολίγας προσθήκας συντάσσει τα ιδικά του υπομνήματα. Έτσι συντάσσουν τα υπομνήματά των και οι διαδοχικοί συντάκται των μακροβίων ερμηνευτικών σειρών, όπως είνε η σειρά του Meyer εις την Κ. Διαθήκην (Meyer, Huther, Kόhl, Knopf). Έκαστος είνε διασκευαστής του προηγουμένου του. Έτσι επίσης η εισαγωγή του Feine έγινεν έπειτα των Feine–Behm, και έπειτα των Feine–Behm–Kόmmel. Και άλλοτε μεν το πράγμα είνε δεδηλωμένον, και το “σύνταγμα” φέρεται υπό τα ονόματα όλων των κατά καιρούς συντακτών? πολλάκις όμως δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως παρά τας παραπομπάς. Λαμβάνει ένας τρία προηγούμενα υπομνήματα και εξ αυτών ανασυντάσσει τέταρτον το ιδικόν του.
Ενίοτε μετά από τρεις και τέσσαρας γενεάς ανασυντάξεως παρατηρείται το φαινόμενον να μη γνωρίζη ο τελευταίος συντάκτης, οποίων κληρονομιών είνε, και να επιτίθεται ενντίον αρχαιοτέρων, εις τους οποίους όμως ανάγεται μέρος του υλικού του διοχετευθέν εις αυτόν μέσω τρίτων. Αυτοί λοιπόν οι “ερευνηταί”, μη δυνάμενοι να διανοηθούν ότι οι απόστολοι δεν “συνέτασσον” όπως αυτοί, υποστηρίζουν ότι τα βιβλία της Κ. Διαθήκης είνε καταντήματα αλλεπαλλήλων επεξεργασιών. Και όχι μόνον κάνουν αυτήν την προβολήν του κόσμου των επάνω εις τους αποστόλους, αλλά και κατηγορούν εκείνους, καθώς ελέχθη εις την προηγούμενην παράγραφον, επί παρομοία προβολή» (Στ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, β’ έκδοση, ΑΠΘ – τμήμα εκδόσεων, σ. 220).
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.