Θεοδώρα Γεωρμπαλίδου Γ1
Το βαλς των χαμένων ονείρων
Όσο για τα βράδια
– αλλά, γιατί βράδια; γιατί πληθυντικός;
Ένα είναι…
Όλα τα άλλα,
έναστρες απόπειρες
κατά του ερχομού του.
Κική Δημουλά
Χάζευα τις ποιητικές ανθολογίες, ενώ τα αστέρια ντρέπονταν πίσω από τα σύννεφα. Οι ενήλικες, συνηθίζουν να λένε: Ο χρόνος είναι χρήμα. Οι έφηβοι; Ο χρόνος είναι βαθμοί. Τόσο κακόηχα και τα δύο, αλλά μια τρομερή πραγματικότητα, που ξεπερνά ακόμα και τα όρια του ρεαλισμού. Έτσι και εμένα η ώρα μού θύμιζε τους βαθμούς μου. Το μυαλό μου αυτές τις μέρες έχει υποστεί κάποιου είδους κακοποίηση. Από εμένα και από τους διαφωτιστές του μέλλοντος μας– μάλλον καθηγητές, εννοεί ο ποιητής. Μέσα σε διάστημα πενήντα ολόκληρων λεπτών συνειδητοποίησα τι έκανα τα οκτώ χρόνια εκμάθησης βιολιού. Ειλικρινής και κατάμουτρη συζήτηση, θα έλεγα, στο άκουσμα των συνεχών λέξεων που έβγαιναν από έναν, για εμένα άγνωστο, μουσικό. Τα συσσωρευμένα μου κενά δεν άντεξαν άλλο την απόκρυψη και μου υπενθύμισαν μια άγνωστη, πάλι για εμένα, ζωή. Μέσα από τις συνεχείς τύψεις που μου δημιουργούσε αναβίωνε μια εκμάθηση επιβαρυντική, αλλά επιφανειακά αόρατη. Ψυχικά όμως ενεργή.
Μέσα σε αυτές μου τις σκέψεις, εισέβαλε ξανά το μάθημα της Ιστορίας και οι περίεργα λυρικοί ορισμοί του. Ο καιρός είχε και αυτός σκαμπανεβάσματα. Σε μπέρδευε με σκοπό να του δώσεις στίγματα σημασίας. Τα βιβλία μου πάλι άθικτα, περιμένοντας με να τα ανοίξω. Δεν τα άνοιγα. Με κοίμιζε το εξώφυλλό τους. Οι αγαπημένοι μου ποιητές και αυτοί παραγκωνισμένοι. Η λογοτεχνία μου, δυστυχώς, έμπαινε σε δεύτερη μοίρα με άδικο τρόπο. Οι κάκτοι μου εκεί, να περιμένουν τη νέα τους παρέα. Η Ευδοξία τους αργοπόρησε να έρθει. Ο Διονυσάκος, η Κλημεντίνη, η Σερενάτα και προστέθηκε στην παρέα τους η Ευδοξία. Ξέρω, περίεργα ονόματα όλα τους. Ίσως και χαζά για κάποιους. Το καθένα από αυτά έχει μια ιδιαίτερη σημασία. Το ένα από αυτά είναι η αρχή ενός τέλους. Η αναγέννηση των ιδεών μου πάνω στα κείμενα. Πολλά. Πολύσημα – όπως μου φώναζε και το βιβλίο της Γλώσσας.
Η ομίχλη το βράδυ ήταν τόσο τέλεια. Σου δημιουργούσε ένα περίεργο συναίσθημα. Του μυστηρίου και της χαράς. Οι κόκκινες μυτούλες και τα κόκκινα μάγουλα μας μάς θύμιζαν έναν αλλιώτικο χειμώνα. Ο πλάτανος μας ήταν σε κομβικό σημείο. Τόσο, που λίγα μέτρα παραπέρα χάζευες όλη τη θέα της πόλης. Εκεί κάπου πίσω από τα καταθλιπτικά γραφεία της Νομαρχίας ήταν το ιδανικότερο σημείο να ζήσεις τη χειμωνιάτικη αίσθηση. Περπατούσαμε και συζητούσαμε. Τα χέρια μας είχαν πάρει ίδια απόχρωση με το πρόσωπο μας. Η ησυχία ήταν τόσο απέραντη που ακούγονταν μόνο οι εαυτοί μας. Τα γύρω-γύρω σπίτια ήταν σαν μάρτυρες όλων των συζητήσεων και των σκέψεωνμας. Άλλα όμορφα, άλλα άσχημα. Πολλά είχαν αυτή την πέτρινη χάρη, που αποτελεί πλέον μειονότητα. Άλλα είχαν μικρούς κήπους με λουλουδάκια και χαριτωμένες γλάστρες. Ενώ άλλα τεράστιο πλήθος φυτών, που σε δελεάζει σε καλοκαιρινές σκέψεις. Ήταν μια αποφυγή της καθημερινότητας και των ήχων. Σαν κήποι της Εδέμ.
Η χειμωνιάτικη εξόρμηση κόντευε στο τέλος της. Είχα περάσει ωραία. Μόλις μπήκα στο σπίτι και έφτασα στο γραφείο, με έπιασε απελπισία. Αντίκρισα τη θήκη του βιολιού και τα υπομονετικά μαθήματα να περιμένουν τον γυρισμό μου. Δεν ξέρω τι ήταν χειρότερο. Από τη μια στη μουσική δημιουργείς, συνθέτεις, ονειρεύεσαι, μαθαίνεις, ακούς, γνωρίζεις. Όλα αυτά. Από την άλλη όμως, αρχίζει και καταστρέφεται η ιδανική εικόνα, όταν ανακαλύπτεις πράγματα που δεν σου αρέσουν ή δεν τα είχες καταλάβει. Ένιωθα πάλι αυτές τις κενές τύψεις. Αδυνατούσα να αντιληφθώ το λάθος συναίσθημα. Υπάρχουν φορές που νιώθεις την απέχθεια να σε τριγυρίζει. Μάλλον η υπομονή των βιβλίων κέρδισε έδαφος και χώθηκα να θυμηθώ τι σημαίνει Διαφωτισμός και οι υπόλοιπες εφτά σελίδες. Δεν κράτησε και πολλή ώρα, γιατί τα παράτησα. Βαρέθηκα. Άνοιξα το παράθυρο να πάρω λίγο αέρα. Η ώρα είχε περάσει. Η ησυχία του σπιτιού ήταν τέτοια, που άκουγα τα βήματα μου. Είχα όρεξη να διαβάσω, αλλά και να δω τα αστέρια. Πήρα τα κιάλια και άρχισα να χαζεύω.
Ήταν μια ωραία ώρα. Οι ήχοι των αυτοκινήτων δεν υπήρχαν. Ούτε πολλά φώτα που να με εμποδίζουν. Να, κάπου εκεί βλέπω τη μικρή Άρκτο. Θυμάμαι πότε την πρωτοείχα ανακαλύψει. Πριν υπάρξει ακόμα ο αδερφός μου, τα καλοκαίρια βγαίναμε με τη μαμά στη βεράντα και βλέπαμε τα αστέρια. Είχαμε και ένα βιβλίο καθοδηγητή και όλο αυτό γινόταν πιο συναρπαστικό. Καθόμασταν στις ξύλινες καρέκλες και κοιτούσαμε ψηλά. Ωραία ήταν. Μα τόσο παρελθόν. Κόντευε τρεις, αλλά δε νύσταζα. Τα μάτια και οι σκέψεις μου άντεχαν ακόμα. Θυμάμαι αυτή την εποχή πέρσι. Θυμάμαι πάλι μια τεράστια απελπισία να με κατακλύζει και να μην μπορώ να την εκφράσω. Την έβγαζα σε κάτι κείμενα. Ίσως να θυμάμαι και τα μηνύματα μας, όταν εγώ και αυτός κάναμε τους ψυχολόγους. Πλάκα είχαν. Ξεγελιόμασταν κάπως. Νιώθαμε κάτι ξεχωριστό. Αλλά ναι. Δεν πειράζει.
Ο Claude Debussy άρχισε να με κοιμίζει με το πιάνο του, θυμίζοντας μου ροζ σύννεφα. Τα αστέρια άρχιζαν να αποσύρονται και αυτά, συμφωνώντας με τις κινήσεις μου. Το βράδυ εκείνο είδα υακίνθους και μικρά ροζ τριανταφυλλάκια.