Βασίλης Τασινός
Ιωάννινα 25 Ιουνίου 2013
Με το παρόν άρθρο θα αναφερθώ στα χρόνια της Αυταρχικής Αγωγής, όπως τα έζησα ως μαθητής στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, καθώς και την επίδραση που είχαν στη μετέπειτα εκπαιδευτική μου διαδρομή.
Τη δεκαετία του 1960 η μαθητική ζωή από το Νηπιαγωγείο ακόμη, ήταν δύσκολη υπόθεση.
Όσο κι αν σκαλίζω τη μνήμη μου από τα χρόνια του Νηπιαγωγείου, μόνο δύο γεγονότα θυμάμαι έντονα. Το πρώτο ότι η νηπιαγωγός μας σήκωνε όρθιους με το ένα πόδι, όταν κάναμε κάποια αταξία και το δεύτερο ένα δυνατό χαστούκι που μου έδωσε. Ακόμη με τσούζει το μάγουλο…
Αλλά και το ξεκίνημα μου στην Α` Δημοτικού δεν ήταν καλύτερο. Ο ηλικιωμένος Διευθυντής, όταν με συνάντησε την πρώτη ημέρα στο διάδρομο του σχολείου, μου τράβηξε το μαλλί και μου είπε: «Αύριο να είσαι κουρεμένος με την ψιλή μηχανή.» Την ίδια μεταχείριση επιφύλαξε και στον αδελφό μου, επίσης την πρώτη ημέρα στο σχολείο. Πολύ σκληρό να ξεκινάς με αυτόν τον τρόπο τη μαθητική σου ζωή.
Τα περισσότερα χρόνια στο Δημοτικό, ήταν δύσκολα χρόνια για όλα τα παιδιά. Πολύ ξύλο! Ευτυχώς, πήραμε ανάσα δύο χρόνια που είχαμε μία καλή δασκάλα.
Πριν δυο μήνες συνάντησα τυχαία στα Γιάννενα το δάσκαλο που είχα στην Ε` και ΣΤ` Τάξη και με πρωτοβουλία του έγινε ο παρακάτω διάλογος:
– Για πες μου, Βασίλη, τι θυμάσαι από τα δύο χρόνια που με είχες δάσκαλο;
– Ξύλο, πολύ ξύλο θυμάμαι!
– Αυτό, Βασίλη, τότε δεν ήταν σχολείο, αυτό ήταν φασισμός!
– Στο ίδιο σχολείο, όμως, ήταν και η γυναίκα σου δασκάλα κι όλοι οι μαθητές έχουμε καλές αναμνήσεις.
Με τη σιωπή του δασκάλου σταμάτησε η συζήτηση για τα μαθητικά μου χρόνια. Μου θύμισε, όμως, τα δυνατά χαστούκια που μας έδινε και μάλιστα με συγκεκριμένη τεχνική. Με το αριστερό του χέρι έβαζε κόντρα στο μάγουλο και με το δεξί εξαπέλυε το αστροπελέκι. Ήθελε να το ευχαριστηθεί, να είναι γεμάτο…
Σίγουρα, το σχολείο τότε ήταν αυταρχικό με τους περισσότερους δασκάλους τρομοκρατημένους από τους επιθεωρητές, οι οποίοι με τη σειρά τους τρομοκρατούσαν τους μαθητές. Μερικοί μάλιστα δάσκαλοι ξεπερνούσαν τα όρια και έκαναν πολύ δύσκολη τη ζωή των μαθητών.
Αλλά και η μεγάλη πλειοψηφία των γονέων της εποχής εκείνης δικαιολογούσαν, αν όχι ενθάρρυναν, την αυταρχική συμπεριφορά των δασκάλων. Δύσκολο πράγμα εκείνη την εποχή να είσαι μαθητής.
Θυμάμαι τις συζητήσεις με τους συμμαθητές μου, που λέγαμε «πότε επιτέλους θα τελειώσει το Δημοτικό να πάμε στο Γυμνάσιο για να νιώσουμε πιο ελεύθεροι».
Αμ, δε! Τα πράγματα στο Γυμνάσιο ήταν πολύ χειρότερα και οι εκπαιδευτικοί πιο σκληροί και αυταρχικοί. Αν εξαιρέσω το φιλόλογο και τη μαθηματικό που είχα στη Β2 τάξη, καθώς και το θεολόγο στην ΣΤ` τάξη, δεν έχω να θυμηθώ τίποτε το θετικό από τους άλλους καθηγητές, που είχα και στις έξι τάξεις του Γυμνασίου. Η συμπεριφορά τους υπήρξε αυταρχική, ορισμένων πολύ αυταρχική και στην καλύτερη περίπτωση αδιάφορη.
Ευτυχώς, δηλαδή, που σε όλο αυτό το διάστημα της Αυταρχικής Εκπαίδευσης υπήρχαν και οι φωτεινές εξαιρέσεις. Τους χρωστάμε μεγάλη ευγνωμοσύνη. Στα πέτρινα χρόνια ήταν σπουδαία υπόθεση να έχεις έναν καλό εκπαιδευτικό, που να σέβεται την προσωπικότητά σου.
Στη Β2 τάξη που εμείς είχαμε τον καλό φιλόλογο (χαίρει και σήμερα της εκτίμησης των παλιών μαθητών του), στο άλλο τμήμα Β1, δίδασκε ένας αυταρχικός θεολόγος τα φιλολογικά μαθήματα. Τον είχαμε γευτεί και εμείς στην Α2 τάξη και μας είχε κάνει τη ζωή δύσκολη. Ο εν λόγω θεολόγος μερικές φορές μας τραβούσε τα μαλλιά και τις τρίχες που έπαιρνε ως λάφυρο τις ελευθέρωνε επιδεικτικά από τον αντίχειρα και τον δείκτη του χεριού του. Όμως, οι πιο πολλές εκθέσεις που μας έβαζε ήταν θρησκευτικού περιεχομένου, όπως για παράδειγμα : «Εμπρός στο εικόνισμα της Παναγίας». Ουαί δε υμίν γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί….(Κατά Ματθαίον, κεφ. 23)
Ο Σπύρος, συμμαθητής μου στην Α2 τάξη, δεν άντεξε τη βαναυσότητα αυτού του θεολόγου και στα μέσα της χρονιάς διέκοψε τη φοίτηση. Κι εγώ πιστεύω, λόγω του χαρακτήρα μου, θα είχα διακόψει τη φοίτηση, αν ο πατέρας μου – σε μια άρνησή μου να πάω στο σχολείο – δεν ήταν τόσο ξεκάθαρος απέναντί μου λέγοντας: «Κοίταξε, αν σταματήσεις το σχολείο θα πας να δουλέψεις». Ο Θεός να αναπαύει την ψυχή του πατέρα μου, που με βοήθησε με αυτόν το ρεαλιστικό τρόπο να μη διακόψω το σχολείο.
Ο Σπύρος, αφού διέκοψε τη φοίτηση, βρήκε έναν καλό τρόπο στη συνέχεια να εκνευρίζει τον αυταρχικό θεολόγο, συνεπικουρούμενος και από τους πρώην συμμαθητές του. Το καφενείο του χωριού είχε ένα ηλεκτρόφωνο (τζουκ -μποξ), το οποίο μετά την Άνοιξη ο καφετζής το έβγαζε στο πεζοδρόμιο. Όταν το απόγευμα ο θεολόγος περνούσε μπροστά από το καφενείο (είχε πάντα σταθερή ώρα), του έβαζε το τραγούδι που γνωρίζαμε ότι τον εκνεύριζε πολύ. «Με φωνάζουνε τζίνι, το τζίνι, γιατί σ` όλα είμαι μέσα…» Μόλις το άκουγε, γινόταν έξω φρενών. Είχε τιμωρήσει αρκετούς μαθητές που βρισκόταν δίπλα στο ηλεκτρόφωνο, όταν έπαιζε αυτό το τραγούδι. Όμως το Σπύρο, δεν μπορούσε πλέον να τον τιμωρήσει, παρόλο που ξεχείλιζε από θυμό, γιατί δεν είχε πλέον καμιά εξουσία επάνω του. Επειδή, κάθε φορά που περνούσε μπροστά από το καφενείο ο θεολόγος, ο Σπύρος χρειαζόταν και μία δραχμή να ρίξει στο ηλεκτρόφωνο (τα χρήματα τότε ήταν δυσεύρετα), εκ περιτροπής κάποιος από μας θυσίαζε το χαρτζιλίκι του για να ακούσει ο καθηγητής το «αγαπημένο του άσμα». Ο Σπύρος μάλιστα, το χόρευε επιδεικτικά, ως οργισμένος νέος (είχαν μακρύνει και τα μαλλιά του), ενώ εμείς κρυμμένοι πίσω από τον τοίχο της πλατείας απολαμβάναμε το θέαμα.
Πρόβλημα, όμως, υπήρχε όταν έλειπε ο Σπύρος και θέλαμε να πικάρουμε το σαδιστή θεολόγο. Τότε κάποιος από την παρέα αναλάμβανε τη δύσκολη αποστολή. Έριχνε τη δραχμή στο ηλεκτρόφωνο και εξαφανιζόταν τρέχοντας προς το κάτω μέρος της πλατείας, πριν προλάβει να τον δει ο θεολόγος. Είχε υπολογίσει, όμως, το σωστό χρόνο που έπρεπε να πέσει η δραχμή στο ηλεκτρόφωνο, ώστε όταν περνά μπροστά από το καφενείο ο καθηγητής, τότε ακριβώς να πέφτει η βελόνη στο δίσκο και να αρχίζει το τραγούδι. Αυτή η φάση είχε και τη μεγαλύτερη πλάκα, γιατί ο οργισμένος και ο αυταρχικός καθηγητής έψαχνε να βρει στο καφενείο το υποψήφιο θύμα του. Ούτε ο καφετζής δεν καταλάβαινε ποιος έφερνε σε πέρας τις επικίνδυνες αυτές αποστολές.
Στα δύσκολα χρόνια της Αυταρχικής Εκπαίδευσης είχαμε και πολύ ευχάριστες στιγμές. Κάτι έπρεπε να κάνουμε και εμείς για να εκτονώνουμε το θυμό μας, απέναντι στην αλαζονεία και την παραφροσύνη μερικών καθηγητών.
Από τη ίδια τάξη θυμάμαι πολλά δυσάρεστα περιστατικά. Μια μέρα ένας άλλος καθηγητής – θεολόγος κι αυτός – έριξε πολύ ξύλο σε ένα συμμαθητή μου, γιατί είχε κάνει το «σοβαρό παράπτωμα» να γράψει στο πρόγραμμα των μαθημάτων, μόνον το αρχικό γράμμα του επιθέτου του. Εντελώς ξαφνικά τον αρχίζει στις δυνατές σφαλιάρες λέγοντάς του: « Ζ , με λένε εμένα….»
Ο ίδιος αυτός καθηγητής μάς χτυπούσε με μια βέργα, που είχε πάντα στην έδρα του. Πολλές βέργες τις είχαμε εξαφανίσει, ρίχνοντάς τες στο υπόγειο της αίθουσας από μια τρύπα του πατώματος, που είχε δημιουργηθεί από το ρόζο που έφυγε από μια σανίδα. Παραφράζοντας το αρχαίο ρητό θα έλεγα «κακοποίηση τέχνας κατεργάζεται».
Ο «Ζ» ένα απόγευμα, μόλις είχε σουρουπώσει, χωρίς να τον αντιληφθούμε, μας πλησίασε μια ομάδα 5-6 παιδιών και παρακολουθούσε κρυμμένος πίσω από τον τοίχο τη συζήτησή μας. Διακωμωδούσαμε την συμπεριφορά των καθηγητών, τις κινήσεις τους και τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν συνεχώς. Μάλιστα ο Παναγιώτης παρίστανε τον «Ζ» πως περπατούσε. Ξαφνικά, ο «Ζ» εμφανίζεται μπροστά μας! Παγώσαμε από το φόβο μας, γιατί ξέραμε τι μας περίμενε στη συνέχεια! Όμως αυτή η ιστορία έχει «χάπι-εντ», γιατί ο Παναγιώτης είχε πατέρα τον αστυνόμο του χωριού και τα χρόνια εκείνα της δικτατορίας, οι «παλικαράδες» αυτού του είδους, τη βία την ασκούσαν μόνο στα φτωχά και ανυπεράσπιστα παιδιά.
Από την Α` τάξη Γυμνασίου, θυμάμαι ακόμη δύο περιστατικά με πρωταγωνιστή το Γυμνασιάρχη.
Το πρώτο διαδραματίστηκε στη συγκέντρωση της πρωινής προσευχής, όπου ο Γυμνασιάρχης από την υπερυψωμένη αυλή διέκοψε την ομιλία του, πήδηξε κάτω και έσπασε στο ξύλο έναν συμμαθητή μου μπροστά σε 250 μαθητές. Εκ των υστέρων μάθαμε ότι το «μεγάλο παράπτωμά του» ήταν ότι έβαλε μια μπουκιά ψωμί στο στόμα.
Το δεύτερο περιστατικό έγινε πάλι στη συγκέντρωση της πρωινής προσευχής, όταν ο ίδιος Γυμνασιάρχης ανακοίνωσε την αποβολή ενός μαθητή της Ε` τάξης από το σχολείο, γιατί συνελήφθη από έναν καθηγητή να καπνίζει στις τουαλέτες του σχολείου. Ζήτησε από το μαθητή να ανέβει στην υπερυψωμένη αυλή για να τον βλέπουν όλοι και ανακοίνωσε την τετραήμερη αποβολή του με τον εξής τρόπο:
«Ο μαθητής Ευαγγέλου… [κάνει παύση και του τραβάει ένα δυνατό χαστούκι], Κωνσταντίνος… [ δεύτερη παύση, δεύτερο δυνατό χαστούκι], συνελήφθη καπνίζων στις τουαλέτες… [τρίτη παύση, τρίτο δυνατό χαστούκι]. Ο πατέρας του μοχθεί να του στέλνει χρήματα για να σπουδάσει κι αυτός τα ξοδεύει αγοράζοντας τσιγάρα… [εδώ τα χαστούκια ήταν τόσα πολλά που χάθηκε ο λογαριασμός.]….» Μέχρι να ανακοινώσει την αποβολή, τον είχε ρημάξει στο ξύλο και τον είχε εξευτελίσει μπροστά σε όλους τους μαθητές, τους καθηγητές και μερικούς κατοίκους του χωριού, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στην πλατεία.
Έχω ιδία πείρα για το πόσο δυνατά ήταν τα χαστούκια τού εν λόγω Γυμνασιάρχη. Μια μέρα η φιλόλογος, που είχα στην Γ` Γυμνασίου, με οδήγησε στο Γραφείο του για κάποιο παράπτωμα που είχα κάνει. Πριν ακόμη την ακούσει να του αναφέρει το παράπτωμά μου, μου άστραψε δύο δυνατά χαστούκια, γιατί δε φορούσα ζώνη στο παντελόνι μου. Και έφυγα από το Γραφείο του με την έκπληξη ότι τιμωρήθηκα, όχι για το λόγο που με πήγε η φιλόλογος, που ούτε καν την άφησε να τον αναφέρει, αλλά γιατί δεν φόραγα ζώνη. Η αυταρχικότητα και η παραφροσύνη σε όλο το μεγαλείο!!!
«Για δες καιρό που διάλεξα να κόψω το σχολείο…» Έτσι άρχιζε την πικραμένη κι από καρδιάς Έκθεση αποχαιρετισμού, που έγγραψε ο συμμαθητής μου Δημήτρης στην Δ` τάξη Γυμνασίου, μια ανοιξιάτικη ημέρα, που διέκοψε τη φοίτησή του από το σχολείο, εξαιτίας της αυταρχικής συμπεριφοράς του φιλόλογου. Η Έκθεσή του αυτή δεν είχε σχέση με το θέμα, που μας έβαλε ο καθηγητής. Με αυτόν τον πρωτότυπο και αξιοπρεπή τρόπο ανέφερε αναλυτικά τους λόγους που διέκοψε το σχολείο και ζητούσε συγγνώμη, αν πίκρανε κάποιον συμμαθητή του. Μας τη διάβασε στο διάλειμμα, την άφησε στην έδρα να τη διαβάσει κι ο φιλόλογος κι έφυγε. Δεν άντεξε άλλο τον αυταρχισμό και έδωσε τέλος στη σχολική ζωή. Θα πήγαινε να μάθει κάποια τέχνη, όπως έγραφε στην Έκθεσή του.
Με τον ίδιο φιλόλογο είχα σοβαρά προβλήματα κι εγώ την επόμενη χρονιά. Τα προβλήματα άρχισαν, όταν μια ημέρα μας διάβασε μια εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας, βάσει της οποίας, όποιος μαθητής επιθυμούσε, μπορούσε να γίνει μέλος του Ερυθρού Σταυρού. Κανείς, όμως, μαθητής δεν εκδήλωσε την επιθυμία και αμέσως αντέδρασε αυταρχικά. Άνοιξε τον κατάλογο κι άρχιζε να διαβάζει τα ονόματα των μαθητών. Καθένας που άκουγε το όνομά του ήταν υποχρεωμένος να πηγαίνει στην έδρα και να υπογράφει ότι επιθυμούσε να γίνει μέλος του Ερυθρού Σταυρού. Όταν έφθασε στο όνομά μου, αρνήθηκα να υπογράψω, λέγοντας ότι η εγκύκλιος γράφει ότι δεν είναι υποχρεωτικό να γίνεις μέλος. Εκνευρίστηκε πολύ και μου λέει : «Εσύ τι είσαι; Αναρχικός; Θα τα πούμε στη συνέχεια!» Και η συνέχεια ήταν δύσκολη από κάθε άποψη. Μου δώσανε μια τετραήμερη αποβολή, γιατί δεν είχα πάει στην εκκλησία την Κυριακή. Προσωρινός Γυμνασιάρχης ήταν ο αυταρχικός θεολόγος που μας έκανε φιλολογικά μαθήματα στην Α2 τάξη. Για να μην αποχαιρετήσω κι εγώ τη σχολική ζωή, όπως ο Δημήτρης, αναγκάστηκα να αλλάξω Γυμνάσιο. Ευτυχώς ο πατέρας μου κατάλαβε την κρισιμότητα της κατάστασης και μου το επέτρεψε.
Το κλίμα που συνάντησα στο καινούργιο Γυμνάσιο ήταν καλύτερο, αλλά ήμουν μακριά από το σπίτι μου κι αυτό μου κόστισε πολύ.
Επανήλθα πανηγυρικά στο χωριό μου την επόμενη χρονιά, στην ΣΤ` τάξη, γιατί ο εν λόγω φιλόλογος είχε πάρει μετάθεση. Κάναμε κι ένα πάρτι με τους φίλους μου για να γιορτάσουμε το ευχάριστο γεγονός.
Από την Ε` τάξη δεν μπορώ να ξεχάσω και το Μαθηματικό. Καλό κουμάσι κι αυτός! Αγαπημένο βίτσιο του ήταν ο εξευτελισμός του μαθητή! Δηλαδή να σηκώνεται και να κάθεται ο μαθητής στο θρανίο, ανάλογα με την εντολή που έδινε αυτός από την έδρα. «Σήκω πάνω, κάτσε κάτω!» Κι από ένα σημείο και μετά το «σήκω πάνω» το εκδήλωνε με την κίνηση του χεριού του προς τα πάνω και το «κάτσε κάτω» με κίνηση του χεριού του προς τα κάτω. Κάνοντας το χέρι πάνω – κάτω, μετέτρεπε το μαθητή σε ελατήριο, απολαμβάνοντας τον εξευτελισμό της προσωπικότητάς του.
Όσον αφορά την αρνητική συμπεριφορά των καθηγητών, έχουν καταγραφεί πολλά στο νου μου. Θα ήθελα όμως να σταματήσω εδώ, γιατί αν συνεχίσω, δεν ξέρω για πόση ώρα ακόμη μπορώ να γράφω. Βέβαια την προηγούμενη δεκαετία, τα πράγματα ήταν πολύ πιο σκληρά για τους μαθητές, γιατί η βαναυσότητα των καθηγητών ήταν μεγαλύτερη. Μου έχουν διηγηθεί οι μεγαλύτεροι περιστατικά, που σήμερα φαντάζουν εξωπραγματικά και δε γίνονται εύκολα πιστευτά!
Θυμάμαι, όμως, με πολλή αγάπη το θεολόγο που είχα στην ΣΤ` τάξη και όχι μόνον εγώ, αλλά ολόκληρο το Γυμνάσιο, γιατί συγχρόνως ήταν και ο Γυμνασιάρχης μας. Δυστυχώς, ήρθε αργά στο Γυμνάσιό μας. Εκλεκτός άνθρωπος, να` ναι καλά, όπου κι αν βρίσκεται!!! Είναι γεγονός ότι οι καλοί εκπαιδευτικοί ζουν για πάντα στη μνήμη και στην καρδιά των μαθητών.
Πάντως, βλέποντας τα πράγματα από την απόσταση του χρόνου, θα έλεγα και οι δύο κατηγορίες εκπαιδευτικών έπαιξαν ρόλο στην εκπαιδευτική μου διαδρομή. Οι μεν πρώτοι (φωτεινές εξαιρέσεις) έγιναν παράδειγμα προς μίμηση, οι δε δεύτεροι (αυταρχικοί ή αδιάφοροι) παράδειγμα προς αποφυγή.
Υπήρξαν φορές που στο ξεκίνημα της θητείας μου, ως αναπληρωτής δάσκαλος, συνέλαβα τον εαυτό μου να διολισθαίνει στην εύκολη λύση του αυταρχισμού. Ευτυχώς, όμως, ερχόταν στο μυαλό μου οι δαίμονες της Αυταρχικής Αγωγής από τα μαθητικά μου χρόνια και με επανέφεραν στην τάξη. Οι αναμνήσεις αυτές από το παρελθόν και η αυτοκριτική με βοήθησαν να βελτιώνομαι χρόνο με το χρόνο.
Θυμάμαι το έτος 1982, που δίδασκα στην Ε` τάξη σε σχολείο των Αθηνών, τη μητέρα της μαθήτριάς μου Αμαλίας, να μου λέει με τη λήξη της σχολικής χρονιάς: «Η κόρη μου κι εγώ είμαστε πολύ ευχαριστημένες από τη δουλειά σας και τη συμπεριφορά σας.» Της απάντησα: «Εσείς μπορεί να είστε ευχαριστημένες από εμένα, όμως, εγώ δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου.» Κι αυτό το είπα, όχι γιατί ήθελα να φανώ μετριόφρων, αλλά γιατί μερικές φορές, λόγω απειρίας και έλλειψης καθοδήγησης, διέπραξα κάποια παιδαγωγικά λάθη.
Θα ήθελα να αναφέρω και ένα ακόμη περιστατικό από την ίδια τάξη. Μια μέρα που ενημέρωνα τους γονείς για την επίδοση των παιδιών τους, μου λέει η μητέρα της Νάνση: «Τραβήξτε της και λίγο το τσουλούφι, μη τη λυπάστε, καλό θα της κάνει.» Σημειωτέον ότι η Νάνση ήταν πολύ καλή μαθήτρια, ευγενική και πειθαρχημένη. Τέτοια περιστατικά, που οι γονείς παρότρυναν το δάσκαλο προς την Αυταρχική Αγωγή, υπήρχαν αρκετά την εποχή εκείνη.
Σαν απόμαχος πλέον της εκπαίδευσης, θα ήθελα να επισημάνω στους νέους εκπαιδευτικούς ότι η Αυταρχική Αγωγή είτε εκδηλώνεται με τη σωματική βία είτε με τη λεκτική βία, δε φέρνει κανένα θετικό αποτέλεσμα. Ο δάσκαλος πρέπει να πειθαρχεί τους μαθητές του, όχι όμως με τον αυταρχισμό! Τρόποι υπάρχουν πολλοί και τα παιδιά καταλαβαίνουν πολύ περισσότερα, απ` όσα εμείς οι μεγάλοι πολλές φορές νομίζουμε.