“Τάτα που είσαι; Έλα να παίξουμε!” Από το οπισθόφυλλο του … “Τάτα;;” (Ίρις Σαμαρτζή, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ)
Η ηρωίδα, που την ονομάσαμε Ίριδα -όπως τη συγγραφέα- με τα κοντά κοτσιδάκια και τα μπλε λαστιχάκια, μας δείχνει το μικρό της σπίτι κι αμέσως μετά, στην απέναντι σελίδα, μας δείχνει το σπίτι όπου μένει η Τάτα, η καλύτερή της φίλη, κι αυτή με κοτσιδάκια δεμένα με λαστιχάκια κόκκινα. Η Ίριδα φαντάζεται έξω από το σπίτι της μία τραμπάλα, μία τσουλήθρα , ένα γύρω γύρω όλοι “μόνο για αυτήν και την Τάτα”. Και εμείς τα βάζουμε έξω από το σπίτι της. Φαντάζεται κι ένα δωμάτιο με τα αγαπημένα τους ζωάκια – και τα βάζουμε κι αυτά. Και όχι μόνο. Ό,τι φαντάζεται, το προσθέτουμε…
Κι όχι μόνο όσα φαντάζεται η Ίριδα αλλά κι αυτά που θα θέλαμε εμείς -δωμάτια με άλογα, μονόκερους , ρούχα για μεταμφίεση, μπαλόνια, τραπεζάκια και μπαλκόνι για τον χυμό μας, στρατιωτάκια και δεινόσαυρους. Και κάθε φορά που συμπληρώνουμε ένα καινούριο φανταστικό δωμάτιο, το σπίτι της Τάτα όλο και το πάμε παραπέρα για να χωρέσουν αυτά που εμείς θέλουμε. Μέχρι που “Βγάλτο τελείως κυρία”(Αλ)…
Και το βγάζουμε τελείως. Ώρα για παιχνίδι λοιπόν… με όλα αυτά τα εκπληκτικά δωμάτια με παιχνίδια που μάζεψε η Ίριδα θα περάσει τέλεια. Ή μήπως όχι; “Και τι να τα κάνει μόνη της; Αφού δεν έχει παρέα;”(Αρ)
Αφού προβληματιστήκαμε, αρχίσαμε να αφαιρούμε δωμάτια μέχρι που φτάσαμε στην αρχική εικόνα. Δύο σπίτια -αρκετά μακριά όμως το ένα από το άλλο. Πώς θα τα καταφέρουν οι δύο φίλες να παίξουν τώρα; Επιστρατεύσαμε σανίδες και τούβλα και φτιάξαμε μία γέφυρα ισορροπίας, την περπατήσαμε μέχρι που συναντηθήκαμε, σκορπίσαμε τα στεφάνια από την πόρτα του ενός σπιτιού στο άλλο και πηδήξαμε μέχρι να αγκαλιαστούμε. πήραμε και την σκάλα του Τσέστερ και την ‘ανεβήκαμε’ για να χαιρετηθούμε από ψηλά…
Σκεφτήκαμε σε ποιον θα θέλαμε να λέμε ‘καλημέρα’ όταν ανοίγουμε την πόρτα μας…
Και απαντήσαμε και στην ερώτηση -δοκιμασία του Τσέστερ για το τι μας κάνει τελικά δυνατούς…
Γιατί αυτό που έχει σημασία δεν είναι ένα συνεχές “θέλω”, μία διαρκής αναζήτηση του κάτι παραπάνω, αλλά το μαζί, το ‘εμείς’, να περπατάμε δίπλα ο ένας στον άλλο, να μοιραζόμαστε… Για να μη φτάσουμε να φωνάξουμε “Τάτααα!Τάταααα! Πού είσαι; Πού πήγες;”