“Μεγαλώνω τη γιαγιά μου”

“ΜΕΓΑΛΩΝΩ τη γιαγιά μου” του Βαγγέλη Ηλιόπουλου από τη ΝΟΜΙΚΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Η ιστορία αρχίζει με τον μικρό ήρωα -εμείς τον ονομάσαμε Αλέξανδρο- να είναι στο πάρκο με τη γιαγιά του – τη γιαγιά Μαρίνα. Οι γονείς του δουλεύουν για το λόγο αυτό τον προσέχει η γιαγιά…

Η ιστορία τελειώνει με τον “Αλέξανδρο” να είναι μεγάλος πια και να πηγαίνει αυτός στο πάρκο τη γιαγιά του…

Η γέφυρα στο πάρκο στην πρώτη σελίδα θα γίνει για εμάς η ίδια η ζωή…

 

 

Ένα βιβλίο για τον κύκλο της ζωής δοσμένο με τρυφερότητα και γλυκύτητα. Σε συνδυασμό και με το βιβλίο της Irena Trevisan “Η καρδιά του παππού” από τον εκδοτικό οίκο ΤΖΙΑΜΠΙΡΗΣ ΠΥΡΑΜΙΔΑ – που διαβάσαμε την επομένη- έγινε πολύ εύκολα και αβίαστα κατανοητό το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση μέχρι την απόκτηση ενός νέου εγγονού. Η εικονογράφηση βοήθησε να ‘στήσουν’ μόνα τους την ιστορία για να τελειώσει με τον Π…. να λέει “Την έζησε όλη τη ζωή του” και τον Γ… να προσθέτει “Ξεκίνησε παιδάκι κι έγινε παππούς να λέει ιστορίες στο δικό του εγγονό”

“Μια ξεχωριστή Κυριακή”

 

“Μια ξεχωριστή Κυριακή” της Έφης Λαδά από τις εκδόσεις Διόπτρα

Πριν την ανάγνωση, τα παιδιά παρατηρούν και σχολιάζουν 2 εικόνες. Βρίσκουν το κοινό στοιχείο που τις συνδέει, αναπαριστούν με το σώμα τους τη στάση της πρωταγωνίστριας και ‘μπαίνουν’ στη θέση της.Ποιες είναι οι σκέψεις της;

                          

 

 

 

 

 

 

 

 

Κατόπιν σκέφτονται -με τη βοήθεια όσων είχαμε συζητήσει- γιατί η Κυριακή που θα διαβάσουμε είναι ξεχωριστή…

Είναι ξεχωριστή, γιατί ενωνόμαστε με κάποιους που αγαπάμε. (Δ…)

Είναι ξεχωριστή, γιατί αν μια καρδιά ράγισε μπορεί να γίνει καλά (Γ….)

«…Την Κυριακή αργά το βράδυ… το σόι από τις σταγόνες της βροχής συνέχιζαν την τσουλήθρα στο παράθυρο της Σοφίας. Δεν μπορούσαν ποτέ να φανταστούν πόσο βοήθησαν τη Σοφία να καταλάβει πως οι άνθρωποι γίνονται χαρούμενοι, όταν με την αγάπη μας διακόπτουμε τη μοναξιά τους» 

Έτσι τελειώνει το βιβλίο. Ήταν τόσο εύκολο να βρουν πότε οι άνθρωποι γίνονται χαρούμενοι, που συμπλήρωσαν μόνα τους τα λόγια της ιστορίας. Και η Ε… πρόσθεσε πως κάθε μέρα κάνει τη γιαγιά της χαρούμενη -τώρα που πέθανε και ο παππούς- γιατί της διακόπτει συνέχεια τη μοναξιά της…

 

“Ο αόρατος Τονίνο”

“Ο αόρατος Τονίνο” του Τζάνι Ροντάρι από τις εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗΣ

Διαβάζοντας τον τίτλο, αρχικά θυμήθηκα “Το αόρατο αγόρι”της Trudy Ludwig, στο οποίο ο Τομ – το αγόρι της ιστορίας- είναι διάφανος, σαν αόρατος, και σιγά σιγά, όταν γίνεται φίλος με τον Λιν, αλλάζει χρώμα, αφού σταμάτησε να βλέπει τον εαυτό του ως αόρατο κι απέκτησε αυτοπεποίθηση δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο πως τα πιο εσωστρεφή παιδιά μπορούν κι αυτά να ξεχωρίσουν, αρκεί ν’ αρχίσουμε ν’ αποδεχόμαστε όλες τις προσωπικότητες γύρω μας.

Όμως, η πρόθεση του Ροντάρι ήταν διαφορετική. Ο ήρωάς του, ο Τονίνο, πηγαίνει σχολείο αδιάβαστος. Φοβάται μήπως τον εξετάσει ο δάσκαλός του και μέσα του εύχεται να γίνει αόρατος. Ο δάσκαλος παίρνει παρουσίες και… ο Τονίνο ούτε φαίνεται, ούτε ακούγεται. Η πιο μεγάλη του επιθυμία γίνεται πραγματικότητα. Επιτέλους, γίνεται αόρατος!  Μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και κανείς να μην τον καταλαβαίνει.
Κάνει βόλτες στην τάξη, αναποδογυρίζει τα μελανοδοχεία, τραβάει τα μαλλιά των συμμαθητών του που κατηγορούν ο ένας τον άλλο, κάνει σκανταλιές… χωρίς να υπάρχουν συνέπειες! Τέλεια…θα μπει στο τρόλεϊ -χωρίς να πληρώσει….εισιτήριο- σηκώνοντας στον αέρα την τσάντα της κυρίας που κάθισε ….επάνω του, θα φάει όσα γλυκά τραβάει η ψυχή του και θα απολαύσει τον καυγά ανάμεσα στην ιδιοκτήτρια και τον πελάτη που κατηγορείται πως έκλεψε τα γλυκά της. Ο ενθουσιασμός τον συνεπαίρνει – από όπου περνά, δημιουργεί αναστάτωση.
Φυσικά του δίνουμε και ιδέες, όπως…

…αλλά και να μπει στο ψυγείο και να φάει όλα τα γλυκά, να πάει στην παιδική χαρά και να σπρώχνει τα παιδιά, να παίζει τυφλόμυγα με τη μαμά και τον μπαμπά, να πάει  στο jumbo και να πάρει όλα τα παιχνίδια, να παρακολουθήσει τι γίνεται στη διπλανή τάξη, να βάψει τα νύχια της Έλενας χωρίς αυτή να το καταλάβει…

Κάποια στιγμή όμως θα συνειδητοποιήσει πως τώρα που κανείς δεν τον βλέπει, πώς είναι δυνατό να γελάει με τους φίλους του ή να χαίρεται τις αγκαλιές της μητέρας του ή ακόμη και το κατσάδιασμα του μπαμπά;

Ώσπου συναντά έναν ηλικιωμένο κύριο, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν τον είχε δει ποτέ- όχι γιατί ήταν αόρατος- ‘διάφανος’, ‘άχρωμος’, ‘σαν καθρέπτης’ – αλλά γιατί ίσως ‘δεν τον έβλεπαν με το καλό το μάτι’ (Θ…) …

Τι πιο ταιριαστό από την εισαγωγή του βιβλίου του Ralph Ellison “ΑΟΡΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ” (εκδ. ΚΕΔΡΟΣ):

‘Είμαι ένας αόρατος άνθρωπος. Όχι δεν είναι ένας όπως όλοι εκείνοι που στοίχειωσαν το Εντγκαρ Αλλαν Πόε. Ούτε είμαι ένα από εκείνα αυτά Χολιγουντιανά εκτοπλάσματα. Είμαι ένας άνθρωπος με υπόσταση, με σάρκα και κόκαλα-και μπορώ να πω ότι έχω και μυαλό. Το καταλαβαίνεις; Είμαι αόρατος επειδή πολύ απλά κάποιοι άνθρωποι αρνούνται να με δουν.

“Μαμά” ΙΙ

Κάποιες  εικόνες του βιβλίου αποτέλεσαν αφορμή για να εκφράσουν τα παιδιά τις δικές τους σκέψεις και να τις συμπληρώσουν …

 

 

 

 

 

…ενώ το κείμενο στην αρχή του βιβλίου έγινε ο θησαυρός που θα ανακαλύψει η μαμά μόλις ανοίξει το τσαντάκι που της φτιάξαμε…

“Μαμά”

“Μαμά” των Ελέν Ντελφόρζ & Κεντέν Γκρεμπάν από τις εκδόσεις ΦΟΥΡΦΟΥΡΙ

«Μαμά.

Μια μοναδική λέξη, μια παγκόσμια λέξη.

Μια λέξη συνώνυμη με την αγάπη, την τρυφερότητα, την ανάγκη, την ελπίδα, αλλά και μερικές φορές με την έλλειψη και την απουσία.

Υπάρχουν στον κόσμο τόσο πολλές μητέρες, τόσο διαφορετικές, καθεμία για ένα παιδί που γεννιέται.

Όμως όταν μια μαμά κρατάει στην αγκαλιά της το μωρό της, η εικόνα είναι πάντα η ίδια.»

Ένα βιβλίο με στιγμιότυπα αυτού που αποκαλούμε μητρότητα.

Γυρίζεις σελίδα και κάθε φορά αντικρίζεις μία διαφορετική εικόνα που φωτίζει την έννοια της μητρότητας από μία άλλη πλευρά. Κάθε εικόνα ‘σκαρώνει’ ολόκληρη ιστορία στο μυαλό, κάτι θυμίζει, προκαλεί ένα σκίρτημα, ένα χαμόγελο. Ναι, κάποτε το έχεις ζήσει κι εσύ. Ναι κι εσύ ένιωσες έτσι κάποια φορά. Κι έρχεται το κείμενο που συμπληρώνει την εικόνα να στο επιβεβαιώσει.

Συγκρατώ δύο που εκφράζουν αυτό που κάθε μητέρα αισθάνεται…

«Η μαμά έλεγε:

“Όταν κρυώνεις, κρυώνω”.

Έτσι είναι.

Ή μάλλον όχι.

“Όταν κρυώνεις, ξεπαγιάζω.”

«Θησαυρέ μου,

ακριβέ μου,

πολύτιμε μικρέ μου.

Μείνε μέσα στα ζεστά τείχη των χεριών μου.

Άσε με να είμαι, λίγα χρόνια ακόμη,

τείχος στη σκληρότητα του κόσμου.»

Αλλά αυτή η εικόνα που ‘μίλησε’ κατευθείαν κι έκανε χιλιάδες στιγμιότυπα να περάσουν σαν ταινία από το μυαλό ήταν αυτή.

Πόσες ώρες την ημέρα, πόσες μέρες την εβδομάδα σε ένα αυτοκίνητο… Να κοιτάζω το πίσω κάθισμα μέσα από τον καθρέφτη και να τραγουδάω –έστω και παράφωνα, να γκρινιάζω γιατί πάλι θα αργήσουμε ή δε θα βρω να παρκάρω, να ‘παίζουμε’ τι αρχίζει από /κ/, /μ/…, να ακούω το μάθημα της ιστορίας, να λέμε την προπαίδεια, να θυμόμαστε τους χρόνους των ρημάτων και να υπενθυμίζω πώς να βρίσκει τι επίρρημα είναι κάθε φορά, να λέμε τι έγινε στο σχολείο, τι έκανε ο τάδε και η δείνα,  να ψάχνω να βρω που έβαλα την μπανάνα για μετά την προπόνηση, να κάνουμε το γύρο της λίμνης για να περάσει η κρίση πανικού…

Και τώρα που όλα αυτά έχουν περάσει, είναι ανακουφιστικό να συνειδητοποιώ πως ενώ τότε πολύ συχνά σκεφτόμουν «Μα τι κάνω; Πάλι θα χάσω τόση ώρα από το πλύσιμο, το μαγείρεμα, την ξεκούραση:» τελικά δεν την έχασα καθόλου …