“Καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι…” από την Αργυρώ Πιπίνη -εκδόσεις Πατάκη
“Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα σπίτι.
Μια ιστορία για τη συνέχεια
της ζωής των πραγμάτων
και των ανθρώπων,
όπως αλλάζουν οι εποχές,
μια ιστορία για τη βοήθεια
μιας γενιάς προς την επόμενη,
για τς δεύτερες ευκαιρίες.”
Το εξώφυλλο μας κάνει να υποπτευθούμε τους ήρωες…
…είναι ένα σπίτι και στον κήπο ξεχωρίζει μια μηλιά (???)
Ανοίγοντας το βιβλίο κάνουμε τις πρώτες υποθέσεις…
Το μήλο μπήκε από το παράθυρο. Χοροπήδησε όπως η μπάλα και μπήκε μέσα στην κουζίνα (Π.)
Μπορεί να μπήκε από την καμινάδα (Γ)
Το έκοψε κάποιος και το έβαλε στο πιάτο για να το φάει (Α)
Πηγαίνοντας στην τελευταία σελίδα βλέπουμε …
…ότι κάποιος το έφαγε όλο (Γ)
…ο γείτονας θα ήταν, που τον κάλεσαν στο σπίτι και του έδωσαν το μήλο (Π)
Τι σχέση μπορεί να έχει άραγε ο τίτλος του παραμυθιού με αυτή την εισαγωγή στο παραμύθι;
Μήπως αυτή η μηλιά από το εξώφυλλο είναι μαγική κι ανθίζει όλο το χρόνο; (Δ)
Συνεχίζοντας βλέπουμε πως πρωταγωνιστεί ένα σπίτι. Έχει εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους του, είναι θλιμμένο και μαραζωμένο, αναπολεί τις χαρές του παρελθόντος, τον καιρό που τα δωμάτιά του έσφυζαν από ζωή και ο κήπος του ήταν ολάνθιστος και φροντισμένος. Μέσα σ’ αυτόν το μαρασμό, ένα δέντρο, μονάχα ένα, έχει καταφέρει να αντεπεξέλθει στους παγετούς και τους καύσωνες των εποχών -η μηλιά…
Όταν βλέπω το σπίτι σκέφτομαι…
Χάλια
Δεν είναι ωραίο
Δεν έχει χρώματα
Είναι ασπρόμαυρο
Έχει φαντάσματα
Δε θα έμπαινα μέσα ούτε με σφαίρες
Ούτε να το σκέφτεσαι
Είναι παλιό
Θα γκρεμιστεί άμα μπούμε μέσα
Είναι τρομακτικό
Είναι επικίνδυνο
Δε μένει κανείς εκεί. Είναι εγκαταλειμμένο
Έχουν φύγει οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί
Μα νιώθουν τα σπίτια; Το δικό μας σίγουρα… “Το σπίτι στεκόταν θλιμμένο και πότε πότε αναστέναζε χτυπώντας τα παντζούρια του και έκλαιγε τρίζοντας την καγκελόπορτά του. Γιατί τα σπίτια αρρωσταίνουν χωρίς ανθρώπους και μαραζώνουν άμα δεν τα φροντίζει κανείς».
Για αυτό όταν μια οικογένεια θα περάσει την αυλόπορτα …
Αφού τα μέλη της οικογένειας τριγυρίσουν στα δωμάτια, ανέβουν τη σκάλα, ανοίξουν κάνα δυο παράθυρα θα πήραν την απόφαση να ζούσαν εκεί.Μια ιδιαίτερη σχέση θα αναπτυχθεί σταδιακά ανάμεσα στο σπίτι και τους νέους κατοίκους του – ο μπαμπάς θα φροντίσει τον κήπο και θα βάψει τους τοίχους, η μαμά θα κάνει την κουζίνα να μοσχομυρίσει ξανά και το αγόρι θα γεμίσει τους τοίχους ζωγραφιές ενώ στη μηλιά θα δώσει υπόσχεση να τη ζωγραφίσει όταν θα έρθει ξανά η άνοιξη.
Κι αυτή η συντροφικότητα θα αποτυπωθεί…
…αφού το σπίτι άκουγε πάλι…
…μουσική, ιστορίες, χαρές, λύπες, θυμούς, τσακωμούς, νίκες, όνειρα, τρομακτικές ιστορίες, γλυκές λέξεις, το τζάκι να πετάει σπίθες και να τους ζεσταίνει όλους
…και ένιωθε…
…φανταστικά, ότι το αγαπούσαν, πώς του έφυγε η λύπη και η αρρώστια, πως τώρα έγινε καλά και άρχισε να έχει χρώματα
…ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν το φάρμακό του (Π) !!!
…όπως οι άνθρωποι όταν έχουν φίλους (Θ ) !!!
…και όπως τα βιβλία όταν τα ανοίγουν οι άνθρωποι και τα διαβάζουν και παίρνουν ζωή (Δ ) !!!
Μήπως τελικά αυτό το φαγωμένο μήλο στο τέλος είναι η απόδειξη της πληρότητας και της ευτυχίας; “Ήξερε ότι είχε κερδίσει αυτή τη δεύτερη ευκαιρία χάρη στην αγάπη της καινούριας του οικογένειας, χάρη στη φροντίδα τους που την ανταπέδωσε κι εκείνο χαρίζοντας τους τα δώρα του: την ασφάλεια και τη ζεστασιά και τη δύναμη να ονειρεύονται”…