“Η Κόκκινη και η πόλη” της Marie Voigt από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ – μία σύγχρονη εκδοχή ενός κλασικού παραμυθιού, αφιερωμένο σε όποιον κάπου, κάποτε ένιωσε πως μπορεί να έχασε για λίγο το δρόμο του…
Η μαμά στέλνει την Κόκκινη να πάει λίγο κέικ στη γιαγιά της.
“Πάρε μαζί σου και τον Γούντι και το νου σου: Να ακολουθείς τα λουλούδια-καρδούλες”, την παραίνεσε η μητέρα της. Της είπε ακόμα να προσέχει τους δρόμους, να μη ξεστρατίσει από τον δικό της δρόμο, να μη μιλά σε αγνώστους. Λίγο μετά, η Κόκκινη πεινά. Τρώει λίγο κέικ. Και πριν το καταλάβει το έφαγε όλο. Πάει να της πάρει λουλούδια, να επανορθώσει. Βγαίνει από τον δρόμο της. Η μεγάλη πόλη την ξεμυαλίζει. Ξεχνά και τα λουλούδια.
“Ω, πόλη, πόσο λαμπερά παιχνίδια έχεις!”
“Για να σε θαμπώνω καλύτερα”.
“Ω, πόλη, πόσο λαχταριστές λιχουδιές έχεις!”
“Για να βαρυστομαχιάζεις καλύτερα”.
“Ω, πόλη, πόσο συγκλονιστικά νέα έχεις!”
“Για να σε αγχώνω καλύτερα”.
Όλα αυτά μοιάζουν με τα δόντια ενός λύκου που σε καταπίνει αργά, δίχως να το καταλάβεις… Γιατί ο δρόμος έχει πάντα λύκους και οι λύκοι πάντα θα καραδοκούν κρυμμένοι πίσω από δέντρα ή πολυκατοικίες. Το θέμα είναι εμείς οι ίδιοι να γνωρίζουμε την ύπαρξή τους και να τους προσπερνάμε. Γιατί όταν ξέρεις την ύπαρξη του κινδύνου, ξέρεις και πως να τον προσπεράσεις!
“Κυρία, νομίζω πως όλα αυτά έχουν να κάνουν με το ‘θέλω’ – ‘θέλω’ που λέμε συνέχεια και με το χρήμα… ” !!! (Άλ…)
“Τελικά, δεν είναι ο πραγματικός λύκος, το ζώο. Λύκοι μπορούν να είναι και οι άνθρωποι…” (Αν…)
“Αυτοί που θέλουν να μας ξεγελάσουν για να μας κάνουν κακό, αλλά φαίνονται καλοί” (Ι…)
“Όπως έγινε με το κορίτσι στη Θεσσαλονίκη που το έψαχναν” (Ιω…)
Ένα υπέροχο παραμύθι που προβλημάτισε, σύγχρονος αναγραμματισμός της διάσημης Κοκκινοσκουφίτσας που στάζει από παντού σκέψεις και ιδέες.