Σύμφωνα με πηγές της εποχής που μελέτησε ο Αϊζακσον, συγγραφέας του βιβλίου «Leonardo Da Vinci – Η βιογραφία μιας μεγαλοφυΐας». πολλοί επισκέπτες συνέρρεαν στην τραπεζαρία για να δουν τον ζωγράφο τη στιγμή της δημιουργίας. «Ερχόταν εδώ κατά τις πρωινές ώρες, ανέβαινε στη σκαλωσιά και έμενε εκεί με το πινέλο στο χέρι από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου, ξεχνώντας να φάει ή να πιει, ζωγραφίζοντας ασταμάτητα», σύμφωνα με την αφήγηση μοναχού που πρόσθετε ωστόσο ότι άλλες μέρες απλώς παρατηρούσε το έργο χωρίς να ζωγραφίζει τίποτα.
Έτσι, όταν τον κάλεσε ο δούκας Λουδοβίκος Σφόρτσα για να του μεταφέρει τα παράπονα του ηγούμενου της μονής σχετικά με την αργοπορία της εξέλιξης του έργου, ο Λεονάρντο του απάντησε: «Ορισμένες φορές, οι ευφυείς άνθρωποι επιτυγχάνουν περισσότερα όσο λιγότερο δουλεύουν. Επειδή ο νους τους είναι απασχολημένος με τις ιδέες τους και την τελειοποίηση των συλλήψεών τους, στις οποίες κατόπιν δίνουν υπόσταση». Ο δούκας συμφώνησε μαζί του και γέλασε όταν ο Λεονάρντο πρόσθεσε ότι του έμεναν δύο κεφάλια να ζωγραφίσει στη σύνθεση. Του Χριστού και του Ιούδα. Διαμήνυσε λοιπόν στον ηγούμενο ότι θα γινόταν το μοντέλο για τον Ιούδα, αν συνέχιζε να τον ενοχλεί.
Πίσω από κάθε πίνακα υπάρχει μία ιστορία. Τα παιδιά την ακούν και με τη βοήθεια της φαντασίας τους προσπαθούν να δημιουργήσουν τη δική τους εικόνα: “Φαντάζομαι τον ζωγράφο Leonardo Da Vinci στην τραπεζαρία του μοναστηριού να ζωγραφίζει τον Μυστικό δείπνο”

