Τα τζιτζίκια
Τα τζιτζίκια Ποίηση Οδυσσέα Ελύτη
Τα τζιτζίκια Ποίηση Οδυσσέα Ελύτη
Παρακάτω παρατίθεται το ποίημα που έγραψα στα πλαίσια του μαθήματος της Μελέτης Περιβάλλοντος για τις ανάγκες των ανθρώπων. Ελπίζω να σας αρέσει!
Το πλοίο που ονειρεύομαι…
Ένα πλοίο φαντάζομαι
για σένα και για μένα.
Να έχει ότι χρειάζομαι
του κόσμου τα λατρεμένα.
Γέλια μέσα ν’ ακούγονται
ο πόνος να προσπερνάει.
Δάκρυα να μη χύνονται
αδικία να μη χωράει.
Το πλοίο που ονειρεύομαι
χωράει τον καθένα.
Ίδιο χρώμα ας μην έχουμε
μπορούμε να γίνουμε ένα.
Σ’ ένα ταξίδι μακρινό
όλους να μας πηγαίνει
με αεράκι αλαργινό
κι αλμύρα διψασμένη.
Αυτό το πλοίο άραγε
γιατί δεν ξεμακραίνει;
Οι πόλεμοι, η πείνα
την άγκυρα κρατούν δεμένη.
Ακούστε αφεντάδες μας
πολιτικοί, κρατούντες.
Αφήστε μας στο πλοίο μας
να πάρουμε το τιμόνι.
Μαζί μας στο ταξίδι μας
όλους θα σας δεχτούμε.
Στο τέλος του ορίζοντα
τα όνειρα αναμετρούνται.
Περισσότερα για τη δράση μας μπορείτε να δείτε εδώ.
Όλοι μαζί γιορτάσαμε το παιδικό βιβλίο! Μια όμορφη μέρα με τις μοναδικές δημιουργίες των παιδιών! Γράψαμε παραμύθια, ποιήματα ,κόμικ, δραματοποιήσαμε παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, τραγουδήσαμε, βραβευτήκαμε, συγκινηθήκαμε κι αγαπήσαμε λίγο ακόμη το βιβλίο.
Η παρουσίαση της εκδήλωσης και οι νικητές του διαγωνισμού φωτογραφίας εδώ.
Όλες οι φωτογραφίες που συμμετείχαν εδώ.
Αρχικά είδαμε ένα υπέροχο βίντεο:
The fantastic flying books of Morris Lessmore
Έπειτα πασουσιάσαμε τις δημιουργίες των παιδιών:
Α΄τάξη:
Ε΄τάξη (δραμματοποίηση το παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Αντερσεν: Ο Αμμουδιάρης)
..ένα υπέροχο ποίημα που έχει γράψει ένα παιδί από την Αφρική και προτάθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη ως το καλύτερο ποίημα του 2006.
Όταν γεννιέμαι, είμαι μαύρος
Όταν μεγαλώσω, είμαι μαύρος
Όταν κάθομαι στον ήλιο, είμαι μαύρος
Όταν φοβάμαι, είμαι μαύρος
Όταν αρρωσταίνω, είμαι μαύρος
Κι όταν πεθαίνω, ακόμα είμαι μαύρος
Κι εσύ λευκέ άνθρωπε
Όταν γεννιέσαι, είσαι ροζ
Όταν μεγαλώνεις, γίνεσαι λευκός
Όταν κάθεσαι στον ήλιο, γίνεσαι κόκκινος
Όταν κρυώνεις, γίνεσαι μπλε
Όταν φοβάσαι, γίνεσαι κίτρινος
Όταν αρρωσταίνεις, γίνεσαι πράσινος
Κι όταν πεθαίνεις, γίνεσαι γκρι
Και αποκαλείς εμένα έγχρωμο…
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ 1950
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ’ τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ‘ ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα ‘ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ’ τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!
«Αλήθεια -των αδυνάτων αδύνατο
ποτές δεν εκατάφερα να καταλάβω /
αυτά τα όντα που δεν βλέπουνε
το τερατώδες κοινό γνώρισμα τ’ ανθρώπου /
το εφήμερο της παράλογης ζωής του
κι ανακαλύπτουνε διαφορές
γιομάτοι μίσος διαφορές
σε χρώμα δέρματος /φυλή / θρησκεία»
Είπες, θα πάγω σ άλλη γη, θα πάγω σ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή,
και είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω,
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους.
Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς,
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλιν αυτή θα φθάνεις.
Για τα αλλού — μην ελπίζεις
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κώχη τούτη την μικρή,
σ όλην την γη την χάλασες…
«Κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να ενδιαφέρεται για την Ποίηση. Άπαξ όμως κι ενδιαφέρεται, είναι υποχρεωμένος “να γνωρίζει να μεταβαίνει” σ΄ αυτή τη δεύτερη κατάσταση, να περπατεί και στον αέρα και στο νερό.»
Οδυσσέας Ελύτης
Αγαπάμε τα βιβλία και το δείχνουμε!
Για κάθε γράμμα που μαθαίναμε από την αρχή της χρονιάς, έγραφα ένα μικρό ποιηματάκι και φτιάχναμε το βιβλίο του γράμματος.
Έτσι, αφού τελειώσαμε τα βιβλία του κάθε γράμματος, αποφασίσαμε να κάνουμε ένα ψηφιακό βιβλίο.
Διαβάστε το εδώ.
Ένα ποίημα φτιαγμένο με αγάπη από τους μαθητές του Δ2 στα πλαίσια του μαθήματος της Μελέτης Περιβάλλοντος.
Ελλάδα με τα χιόνια,
Ελλάδα με τα κρύα.
Εσύ ΄σαι γαλανόλευκη
Με τα πολλά νησιά σου
και με τα ζεστά νερά σου.
Όμορφα είναι τα δάση σου
που κελαηδούν τ΄ αηδόνια.
Και μέσα βρίσκονται
λύκοι, αρκούδες κι άλλα ζωάκια
όλα του Θεού παιδάκια.
Γεια σου Ελλάδα,
με τα ωραία τα νερά σου.
Γεια σου Ελλάδα,
με τα λαμπερά νησιά σου
και τα καλοκαίρια τα ζεστά σου.
Όλοι τα θαυμάζουν και τα γλυκοκοιτάζουν.
Ελλάδα μία και μοναδική
σου χρωστάω ένα μεγάλο ευχαριστώ,
είσαι η μόνη που πατώ
κι από τις άλλες εσένα λαχταρώ!
Ελλαδίτσα μου καλή,
η πατρίδα μου είσαι εσύ.
Πατρίδα όμορφή μου,
σε έχω στην ψυχή μου.
Πόσο σε αγαπώ και δε σε εκτιμώ.
Κι αν σε στεναχωρώ
Πάντα σε σένανε γυρνώ.
Πόσα μέρη να γυρίσω.
περιπέτειες να ζήσω!
Θα πάω στα Χανιά
Για να δω πώς ζουν εκεί
και με την ευκαιρία θα πιω και μια ρακή!
Θα πάω στην Αττική,
την Ακρόπολη θα δω,
ταξίδι στα αρχαία να κάνω αληθινό.
Ανάμεσα στα κύματα
θαρρείς είναι ξαπλωμένη.
Ήλιος, αστέρια και ουρανός
την έχουν κυκλωμένη!
Εκείνη τους χαμογελά
φωτίζεται η πλάση όλη.
Με τα μάτια της τα γαλανά
σκορπίζει φως, σκορπίζει χαρά.
Ελλάδα τη φωνάζουνε
και είναι η πιο όμορφη του κόσμου
Όλοι την καμαρώνουνε
και όλοι την λαχταρούνε.
Εκείνη μένει ακλόνητη,
Κρατώντας τη σημαία:
« Εγώ ανήκω στους Έλληνες! »
Φωνάζει πέρα ως πέρα.
Η Παγκόσμια Ημέρα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 10 Δεκεμβριου σε ανάμνηση της υπογραφής της Παγκόσμιας Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από τη γενική συνέλευση του ΟΗΕ στις 10 Δεκεμβρίου 1948. Όραμα των εμπνευστών της, ένας κόσμος με δικαιώματα και ελευθερίες χωρίς διακρίσεις. Διαβάστε περισσότερα: http://www.sansimera.gr/worldays/81#ixzz2n5nQlVlZ ……………………….. Ο Μέλιος απ’ τη θέση του έμεινε στην αρχή άφωνος. Ύστερα, άρχισε σιγά σιγά να καταλαβαίνει… Κάποιοι άνθρωποι, που δεν ήξερε ποιοι, ούτε για ποιο λόγο, σκάβανε ανάμεσα απ’ τους ανθρώπους χαντάκια, σήκωναν αξεπέραστα βουνά. Ποιοι ήταν και γιατί το κάνανε; Ένα μόνο καταλάβαινε. Ότι σ’ αυτή τη ζωή είχε ο καθένας τη θ έ σ η του, που δεν ήταν όμοια για όλους. Τώρα, ποιος ήταν αυτός που μοίραζε τις θέσεις;… Μήπως ο θεός; Μα οι μεγάλοι, εξόν απ’ τ’ άλλα κακά που κάνανε, κάνανε και τούτο: Φκιάξανε το θεό σύμφωνα με το μπόι τους και δεν περίσσευε θεός για παιδιά. Του ‘ρθε να ξεφωνίσει. Να ξεφωνίσει την αδικία. Ύστερα έσφιξε τα χέρια του. Και τότε, για πρώτη φορά, ανακάλυψε ότι η μόνη δύναμη, που μπορούσε να στηρίζεται, ήταν μες στα χέρια του. Ήταν ο ε α υ τ ό ς του. Ο μικρός φτωχός εαυτός του. Κανένας άλλος. ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ-Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα Ας μην καθίσουμε να μετρήσουμε ποιανού δάκρυα ήταν πιο ζεστά. Μπορεί πιο ζεστά να ‘ναι κείνα που δε χύθηκαν ακόμη.
Ας μην καθίσουμε να ρωτήσουμε ποιο αίμα ήταν πιο κόκκινο. Μπορεί πιο κόκκινο να ‘ναι κείνο που πρόκειται να χυθεί.
Ας μη ρωτήσουμε να μάθουμε ποιανού ιδρώτας ήταν πιο καφτός. Όλοι οι ιδρώτες έχουνε τη γέψη- που ‘χουν τα δάκρυα.
Λοιπόν… Ας μην πνιγόμαστε στους ορισμούς. Στις χρονικές και κτητικές αντωνυμίες. («Σήμερα»… «Χτες»… «Αύριο»…) Κλάψαμε χτες στην Αφρική με τα βασανισμένα μάτια των Νέγρων. Κι αύριο θα κλάψουμε στη Σαϊγκόν με τα οργισμένα μάτια των Βιετναμέζων. Αύριο μπορεί να πέσουμε στο Κογκό ή να ιδρώσουμε στην Κούβα.
Γιατί είμαστε από κείνους που ιδρώνουνε, πεθαίνουνε και κλαίνε σε κάθε κορμί που ιδρώνει και κλαίει. Κρυώνουμε σήμερα στη ζούγκλα. Ιδρώνουμε αύριο στον Αρκτικό .
Το κορμί μας είναι ένας πλανήτης. Με όλα μαζί τα κλίματα. Πόνεσε, κλάψε, πείνα. Μόνο μην κάνεις τον άλλον να πονέσει και να πεινά. Κι εσύ φημισμένε, εσύ δοξασμένε εσύ, δυνατέ… Ένα μόνο ξέρε: Πως όσο ψηλά κι αν ανεβείς ποτέ δε θα φτάσεις το μπόι των χαμηλών που θυσιάστηκαν για ψηλά πράγματα!
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ Το πιο επίσημο ρούχο μας. Το πιο εμφανίσιμο ρούχο μας. Η χλαμύδα μας. Το φράκο μας. Το νυχτικό μας.
Το μόνο σωστό μας. Το μόνο πιστό μας. Το μόνο αιώνιο ρούχο μας είναι το πετσί μας.
Και δεν ντρέπομαι αν είναι μαύρο, άσπρο ή μελαμψό.
Ντρέπομαι για κείνους που το χωρίζουν σε μαύρο, άσπρο και μελαμψό.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ |
Η Παναγιά τα πέλαγα
κρατούσε στην ποδιά της.
Την Σίκινο, την Αμοργο
και τ’ άλλα τα παιδιά της.
Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί.
Ζει και ζει και ζει …..
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.
Απο την άκρη του καιρού
και πίσω απ’ τους χειμώνες
άκουγα σφύριζε η μπουρού
κι έβγαιναν οι Γοργόνες.
Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί.
Ζει και ζει και ζει …..
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.
Κι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ’ αρμυρίκια
σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:
Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί.
Ζει και ζει και ζει …..
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.
Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική:Λίνος Κόκοτος
Τραγούδι: Μιχάλης Βιολάρης
Έπεσα για να κολυμπήσω
κι άφησα την καρδιά μου πίσω
Άφησα την καρδιά μου χάμω
σαν το κοχύλι μες την άμμο
Πέρασαν όλες οι κοπέλες
με τα μαγιό και τις ομπρέλες
Ύστερα πέρασαν οι φίλοι
κανείς δε βρήκε το κοχύλι
Χρόνους και χρόνους κολυμπάω
πού νά’ν’ η αγάπη για να πάω
Έφαγε η θάλασσα το βράχο
κι έμεινε το νησί μονάχο.
Από τη συλλογή Τα Ρω του Έρωτα