Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παρέμβαση τ. 223-224 (καλοκαίρι-φθινόπωρο 2025) 30-39
Προορισμός μας η Βενεζουέλα. Με θέα αμμώδεις ακτές και διυλιστήρια οδηγός μέσα στο κανάλι της λιμνοθάλασσας του Μαρακάιμπο. Δεμένοι σε τερματικό του Puerto Miranda επισκεπτόμαστε ένα ελληνικό καράβι. Το απόγευμα ως το βράδυ βγαίνουμε για ποτά σε εξοχικό αναψυκτήριο του γειτονικού οικισμού Los Puertos de Altagracia, επαρχία Zulia
Απόπλους για Βενεζουέλα
Δευτέρα, 28 Γενάρη 1980.
Κοιμόμουν όταν ακούστηκε ο κραδασμός των αλυσίδων των αγκυρών καθώς τα κλειδιά τους έγδερναν το εσωτερικό των οκίων της πρώρας, ένα αργό και ρυθμικό μεταλλικό κουδούνισμα που έφθανε ως πίσω στο κομοδέσιο της πρύμας ενισχυμένο από αόρατες παλμικές δονήσεις της λαμαρίνας. Οι ναύτες της βάρδιας τις βίραραν με τη σκρόφα και τις έριχναν για αποθήκευση μες το στρίτσιο.
Γύρισα στο άλλο πλευρό και σκέφτηκα: επιτέλους ξεκολλάμε από τη στασιμότητα, να δούμε κάτι διαφορετικό έπειτα από 11 μέρες ακίνητοι ανάμεσα στη θάλασσα και τον ουρανό. Τι θυμόμουν γι αυτή τη χώρα; 3η παγκοσμίως στην παραγωγή πετρελαίου, με πύργους άντλησης μες τη λιμνοθάλασσα του Μαρακαΐμπο και πως οι εταιρίες εκμετάλλευσής του ήταν ξένες. Ακόμη, τον ποταμό Ορενόκο και ότι στη σημαία της είχε ένα άλογο. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν μεστίζος (λευκός και ινδιάνος γονέας) και μουλάτος (λευκός και μαύρος).
Ρώτησα, όταν σηκώθηκα, πού ακριβώς πάμε. Άκουσα Πόρτο Μιράντα,[1] ποιος με είπε; Μάλλον ο λοστρόμος. Στην καμπίνα είχα χάρτη των βόρειων ακτών της Νοτίου Αμερικής, δώρο του καπετάν Γιάννη, τεράστιο, 130Χ90 εκατοστά, όλοι τέτοιων διαστάσεων ήταν. Είχαν αγοράσει νέο φαίνεται και τον παλιό μού τον είχαν δωρίσει. Τον άνοιξα, είχε τον αριθμό 964.[2] Τον κοίταζα με περιέργεια: πότε αποτύπωνε ονομασίες στα ισπανικά, όπως π.χ. ο τίτλος του Golfo de Darien to Puerto Cabello πότε στα αγγλικά, λ.χ. Gulf of Venezuela. Ακόμη, γραφόταν στην χερσόνησο Paraguana της Βενεζουέλας ο Golfete de Coro που μάλλον μεταφραζόταν ως ο κολπίσκος ή ο όρμος του Κόρο. Αποτυπώνονταν οι ακτές από τον κόλπο De Darien, που βρισκόταν στα σύνορα σχεδόν του Παναμά με την Κολομβία, ως το λιμάνι Puerto Cabello της Βενεζουέλας. Κοιτώντας τον κάθετο διαμελισμό της Κολομβίας προέβαλλε η οροσειρά Sierras Nevadas de Sta. Marta με ύψος 18.770 πόδια, δηλαδή 5.721 μέτρα, σαν δυο Όλυμποι δικοί μας. Ήταν άραγε χιονοσκεπής η κορυφή του μες το τροπικό κλίμα; Απείχε λίγες εκατοντάδες μίλια από το Μαρακάιμπο, αν πηγαίναμε εκεί, όμως δεν θα βλέπαμε την οροσειρά με γυμνό μάτι λόγω της καμπυλότητας της γης, το έγραφε στο Αλμανάκ ότι από το ύψος του καραβιού μας μπορούσαμε να δούμε έναν φάρο ύψους 30 μέτρων, αν απείχε λιγότερο από 20 μίλια.[3] Χάθηκε η ευκαιρία να δούμε ένα ψηλό βουνό, ως τότε μόνο τον Όλυμπο βλέπαμε από το χωριό.
Ο προορισμός μας, το Πόρτο Μιράντα, δεν υπήρχε στον χάρτη που άνοιξα, ούτε στις ακτές της Καραϊβικής ούτε μες τη Laguna de Maracaibo (λιμνοθάλασσα του Μαρακάιμπο). Γιατί; Μήπως είχαν φτιάξει πρόσφατα αυτό το λιμάνι κι ο χάρτης που είχα του 1941, με αναθεώρηση του 1970, ήταν παλιός; Και στο Αλμανάκ, το ευαγγέλιό μου, δεν βρήκα το Πόρτο Μιράντα σε κατάλογο αποστάσεων που είχε από βρετανικά και αμερικανικά λιμάνια μέχρι κύρια αντίστοιχα του κόσμου[4] –στη Βενεζουέλα είχε μόνο το Puerto Cabello,[5] όμως εκεί δεν πηγαίναμε. Παρεμπιπτόντως στο ίδιο εγχειρίδιο από την Ελλάδα μόνο τον Πειραιά κατέγραφε.[6] Άρα ή το Πόρτο Μιράντα ήταν υποδεέστερο λιμάνι ή το Brown’s Αλμανάκ που είχαμε στο καράβι δεν το θεωρούσε σημαντικό. Μήπως επειδή, ως φαίνεται, θα ήταν τερματικό μόνο φόρτωσης πετρελαίου, ενώ το Puerto Cabello γενικής χρήσεως λιμάνι, για εμπορεύματα λ.χ. και άλλα;
Προφανώς ο προσεχής μας προορισμός προφερόταν στα ισπανικά Πουέρτο Μιράντα, όμως άνδρας ονόματι H.F. Godwin, πάλι στο Αλμανάκ, παραθέτοντας τα λιμάνια του σχεδόν γειτονικού Πουέρτο Ρίκο το κατέγραφε ως PORTO RICO;[7] Λάθος προφοράς ή ο δαίμων του τυπογραφείου; Ερωτήματα μάλλον χωρίς νόημα για τους πολλούς. Γιατί βυθιζόμουν σε λεπτομέρειες, αν όντως κρίνονταν ως τέτοιες;
Ήρθαν στο νου τα γλυκά μπισκότα Μιράντα Παπαδοπούλου, πολύ σπανίως τρώγαμε από αυτά στο χωριό και μόνον όταν τα έφερνε κανείς από τις μεγάλες πόλεις ως πεσκέσι. Δεν τα είχαμε συνηθίσει, η διατροφή μας ήταν πολύ λιτή. Το πρωί την περνούσαμε στο χωριό με παπάρα, δηλαδή γάλα με μπουκιές μέσα ψωμιού και ζάχαρη. Ανάμεσα δε στα γεύματα πλάθαμε μπουκουβάλις, ήτοι βάζαμε σε ένα βαμβακερό μαντίλι τυρί και ψωμί, το πατούσαμε μέχρι το μείγμα να γίνει σφαιρικό, το βγάζαμε και το τρώγαμε.
Το όνομα Πόρτο Μιράντα ήταν σίγουρα λατινικό. Ρώτησα τους Καβοβερντιάνους
- ¿Qué dirá Puerto Miranda? (τι θα πει Πουέρτο Μιράντα;)
- Porto Miranda. Quando olhas, o olhar. (όταν κοιτάς, το βλέμμα) απάντησαν στα πορτογαλικά δείχνοντας με νοήματα τα μάτια τους.
Δηλαδή πηγαίναμε στο Λιμάνι των Βλεμμάτων; Τι θα βλέπαμε άραγε εκεί ή από κει; Κι αυτοί δεν τον είπαν πουέρτο αλλά πόρτο. Μάλλον διαφορετική γλώσσα.
Κοίταξα πάλι τα γράμματα που είχα ετοιμάσει να στείλω στην Ελλάδα και την Ιαπωνία και τα έκλεισα σε φακέλους. Θα τα ταχυδρομούσε από την Αθήνα ο Αντώνης, τρίτος μηχανικός, που θα ξεμπάρκαρε μόλις πιάναμε στεριά. Το καράβι ήταν κέντρο διερχομένων, έρχονταν κι έφευγαν τα μέλη του πληρώματος όποτε ήθελαν. Καμιά δέσμευση παραμονής.
Τρίτη, 29 Γενάρη 1980.
Ίσως ήμουν ο πιο τακτικός επισκέπτης στο δωμάτιο χαρτών, πάντα τους αγαπούσα. Ήταν ο σύνδεσμος με κάτι διαφορετικό από το ισόπεδο της θάλασσας και το ημισφαίριο του ουρανού, ένας άγνωστος κόσμος προς εξερεύνησιν. Στο χάρτη των θαλασσίων ρευμάτων, το Guinea Current (ρεύμα της Γουινέας) ερχόμενο από τη Βραζιλία μάς πλαγιοκοπούσε από ανατολικά με ταχύτητα ενός κόμβου την ώρα κι από την ίδια κατεύθυνση φυσούσε άνεμος 4 μποφόρ ωθώντας το βαπόρι προς την Κολομβία, οπότε η πορεία μας αντί για 200° είχε ελαττωθεί στις 195°. Μόλις όμως μπήκαμε στον κόλπο της Βενεζουέλας που έμοιαζε με ανοιχτό στόμα ιπποπόταμου, το ρεύμα ερχόταν από τον Βορρά σπρώχνοντάς μας από την πρύμα με αποτέλεσμα την αύξηση της ταχύτητας του καραβιού.[8] Ο υδράργυρος του θερμομέτρου ερωτοτροπούσε φλογερά με τους 30° Κελσίου, αλλά ο δροσερός άνεμος της Καραϊβικής μετρίαζε τη θερμοκρασία χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν του τον ανέφελο ουρανό και τον αυτοκράτορα ήλιο.
Αριστερά μας πρόβαλε η χερσόνησος Paraguana, δεξιά η αντίστοιχη Guajira της οποίας σχεδόν όλη η άκρη ανήκει στην Κολομβία. Προς νότον σχηματιζόταν ο κόλπος Calabozo της Βενεζουέλας. Πιο κοντά όμως πλέαμε στην Paraguana. Οι ακτές της πρόβαλλαν γεμάτες άμμο και πλαισιωμένες με μαγκρόβια βλάστηση. Νόμιζα ότι μόνον η Αφρική έχει τέτοιου είδους τοπία! Μήπως το πετρέλαιο κοιμάται σε αμμώδεις κλίνες; Όμως πίσω από την ακτή της Paraguana υψωνόταν το Pan de Sta. Ana, καταπράσινο ύψωμα των 2.800 ποδιών με αιχμηρή κορυφή. Προφανώς θρήσκευαν πιστά στη Νότια Αμερική, αφού δυο από τα βουνά της, το Santa Marta και το Santa Ana, είχαν χριστιανικές ονομασίες.
Με την εξαίρεση 3-4 καϊκιών στην παραλία Medanos Blancos και 4-5 καλυβών, παρόμοιας κατασκευής με τις αφρικανικές αντίστοιχες, δεν φαινόταν ούτε χωριό ούτε δέντρο στην Paraguana. Όμως, σε μία περίπου ώρα άρχισαν να εγείρονται απομονωμένα συγκροτήματα, ίσως ξενοδοχεία με παραλίες για λουόμενους, και πριν περάσουν δυο ώρες είδαμε το χωριό Amuay, στον όρμο του οποίου υπήρχε διυλιστήριο κρασπεδωμένο με ντόκους όπου έδεναν γκαζάδικα. Το Αλμανάκ έγραφε πως το νερό του κόλπου Amuay είχε ειδικό βάρος 1.025, δηλαδή υψηλή αλατότητα, ίσως η θάλασσα αντιμάχονταν σθεναρά το νερό της λίμνης που δραπέτευε προς το Βορρά.
Συνεχόμενη ήταν η πόλη Punto Fijo και κολλητά της η αντίστοιχη Punta Cardón με άλλο διυλιστήριο, ντόκους και γκαζάδικα. Οι δρόμοι και των τριών μερών ήταν παράλληλοι προς την ακτή, άρα μάλλον είχαν οικοδομηθεί σχετικά πρόσφατα. Δεξιά μας η ακτή της Κολομβίας παραχωρούσε τη θέση της στη Βενεζουέλα -στην τελευταία ανήκαν τόσο τα στενά όσο και η λιμνοθάλασσα του Μαρακάιμπο.
Σταθήκαμε απίκο (a picco), δηλαδή σε αναμονή, με σβηστές τις προωστικές μηχανές και κρεμασμένη λίγο πάνω από το νερό την άγκυρα, ώστε να είναι σταθερό το βαπόρι, δύο μίλια ανοιχτά της Punta Cardón, στο ΝΑ άκρο της χερσονήσου Paraguana, περιμένοντας να έρθει πιλότος επάνω με λάντζα, όλα τα βαπόρια που επρόκειτο να μπουν στη λιμνοθάλασσα σταματούσαν στο ίδιο σημείο. Μπροστά μας φαινόταν ένα τεράστιο διυλιστήριο με δεξαμενές σταθερής οροφής και υψικαμίνους, ενώ δίπλα υπήρχαν κατοικίες. Ανατολικά και προς το νότο απλώνονταν αμμώδεις χερσόνησοι, παραλίες με λίγη βλάστηση και δυο χωριουδάκια το ένα κοντά στο άλλο. Το σκούρο γαλάζιο του ωκεανού είχε χαθεί, η θάλασσα προς την ακτή πρασίνιζε, ενώ πιο κοντά έσμιγε με το χρώμα της άμμου. Γιατί; Τοπικά ρεύματα ανακάτευαν τον πυθμένα ή συνέβαινε κάτι άλλο;
Ήρθε ο πιλότος, έριξαν την ανεμόσκαλα κι ανέβηκε. Ξεκινήσαμε πάλι με πρύμα το ρεύμα για την λιμνοθάλασσα με πορεία 250°. Χωρίς αυτόν ήταν απίθανο να κατορθώσουμε όχι μόνο να δέσουμε, αλλά και να περάσουμε μες τη λιμνοθάλασσα, διότι το μοναδικό πέρασμα ήταν τσαμαρουδόδρομος, έτσι τον έλεγαν, μήκους 30 μιλίων, δηλαδή πλωτό πέρασμα οριοθετημένο δεξιά κι αριστερά με σημαδούρες 3 με 5 μέτρα ψηλές. Έπρεπε να αποφύγουμε αβαθή νερά και στενά μικρότερα του ενός μιλίου. Ήρθε στο νου μου η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου στις μάχες της επανάστασης του 1821, καθώς δεν υπήρχαν σημαδούρες όποιος δεν ήξερε τους διαδρόμους, κολλούσε σε αβαθή νερά, οπότε και δεν μπορούσε να το πλησιάσει.
Την είσοδο στη λιμνοθάλασσα του Μαρακάιμπο έφραζε στα δεξιά μια χερσόνησος και στα αριστερά το νησάκι Zapara. Η πρώτη εκτεινόταν σαν απλωμένο δάχτυλο με ακτές γεμάτες παρθενική άμμο και παρεμβολές τροπικής βλάστησης, ενώ το νησάκι διέθετε στην ακτή του έναν μακρύ και λεπτό λιμενοβραχίονα με φάρο στην άκρη του. Φάρος υπήρχε και στην αντίθετη πλευρά. Τα νερά είχαν αποχρώσεις πρασινωπής λάσπης και ρυτιδώνονταν ελαφρά από ρεύματα που μας ωθούσαν προς τη δύση. Η αλμυρή και δροσερή γεύση της Καραϊβικής αντιπάλευε την βαριά και ζεστή ανάσα της λιμνοθάλασσας. Το στενό είχε διάμετρο ένα περίπου μίλι.
Ήμουν βάρδια στη γέφυρα, είχα το τιμόνι στο χέρι, πάντα το κρατούσαμε έτσι κοντά στα λιμάνια ή σε στενά όπως το προκείμενο όπου έπλεαν διάφορα άλλα μικρότερα βαπόρια και καΐκια. Ο πιλότος με έλεγε με ισπανική προφορά στα αγγλικά πόσες μοίρες να στρίβω το τιμόνι κι επίσης ρύθμιζε τις στροφές της μηχανής προσέχοντας τις πλωτές σημαδούρες που οριοθετούσαν τις άκρες του καναλιού. Δεν έπρεπε να ξεφύγουμε έξω απ΄ αυτές ούτε και να τις αγγίζουμε.
Είχαμε ήδη μπει στον Bahia de Tablazo (κόλπο του Ταμπλάζο)[9] όταν είδα δεξιά ένα κάστρο με δύο κυλινδρικούς πύργους. Ασφαλίζονταν από το κύμα με αντηρίδες που βυθίζονταν στο νερό -αργότερα διάβασα πως λεγόταν San Carlos de la Barra- οχύρωμα αναμενόμενο καθώς τα στενά ήταν σημαντικά, τουλάχιστον για τη φορολόγηση των διερχομένων, αν όχι για έλεγχο ή προστασία από πειρατές, ιδανική φρουρά στο κατάλληλο μέρος. Από την τραυματισμένη, από την αλμύρα μάλλον, τοιχοποιία του σίγουρα ήταν αρκετά παλιό. Ποιοι το υπερασπίζονταν και πόσες, άραγε, επιθέσεις δέχτηκε ανά τους αιώνες από την ξηρά κι από τη θάλασσα; Μύριζε μπαρούτι από τις κανονιές του παρελθόντος ή ήταν ιδέα μου;
Πέντε μίλια πιο πέρα οι ακτές δεξιά κι αριστερά άφηναν την ερημιά της άμμου και παραχωρούσαν τη θέση της σε καταπράσινη βλάστηση και κατοικίες επί το πλείστον σκεπασμένες με λαμαρίνες με αραγμένες στην αγκαλιά τους βάρκες και καΐκια. Αριστερά μπροστά μας ήταν το Punta des Palmas, ακρωτήρι με τεράστιους πυλώνες μες στο νερό, μάλλον μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος που έρχονταν από την απέναντι ακτή. Το παρακάμψαμε.
– Steer one-three-zero (τιμόνι 1-3-0), με λέει ο πιλότος, εννοώντας να το στρίψω στις 130°.
– Steer one-three-zero, επαναλαμβάνω κι αμέσως μετά συμπληρώνω «¿eso es, uno-tres-cero, señor?» (δηλαδή 1-3-0, κύριε) και στρίβω αριστερά στη νέα ρότα. Με κοίταξε και γέλασε. Θα σκέφτηκε πώς γνώριζα την ισπανική, έστω αριθμητικώς, ήταν σαν μια εκπεφρασμένη με μορφασμό τιμή. Ένιωθα παράλληλα και σπουδαίος οδηγός, αν και την κατεύθυνση του σκάφους την καθόριζε αυστηρά αυτός.
Τον ρώτησα στα ισπανικά:
- ¿Cómo se llama el puerto al que vamos? (πώς λέγεται το λιμάνι που θα πάμε;)
- Puerto Miranda (Πουέρτο Μιράντα), απαντά. Σκέφτηκα, άρα λέγεται Πουέρτο κι όχι Πόρτο.
Πουέρτο Μιράντα
Στα τρία μίλια αριστερά ήταν ορατή μια μικρή χερσόνησος, πάλι με μαγκρόβια βλάστηση, από την οποία τεντώνονταν σαν ανισομερή δάχτυλα τέσσερις παράλληλοι μεταξύ τους ντόκοι. Μάλλον κατευθυνόμασταν προς αυτούς, θα βγαίναμε από τον κεντρικό τσαμαρουδόδρομο που οδηγούσε προς νότον παίρνοντας έναν μικρό αντίστοιχο προς τα αριστερά, όπως κι έγινε. Το βαπόρι έσβησε την προωστική μηχανή, κατέβηκε ο πιλότος σε ένα ρυμουλκό που μαζί με ένα άλλο μάς έσπρωχναν να μας απιθώσουν σε έναν από τους ντόκους που σίγουρα χωρούσαν δύο και περισσότερα σαν το δικό μας βαπόρια στη μία πλευρά τους, σύνολο τέσσερα την ίδια στιγμή. Η ώρα είχε φτάσει 12 το μεσημέρι.
Το καράβι ακούμπησε στον έναν ντόκο, κατέβηκα στην πλώρη κι αρχίσαμε να ρίχνουμε με τα βιλάια έξω τους κάβους να τους θηλυκώσουν οι λιμενεργάτες στις πίντες για να τους καργάρουμε εμείς μετά επάνω με τα βίντσια. Είχα διαβάσει στο αλμανάκ για την παλίρροια της λιμνοθάλασσας, πόσο ήταν το εύρος της; Αν δέναμε σφιχτά, όταν βρισκόταν στην πλήμμη, δηλαδή στην ανώτερη στάθμη, τι θα γινόταν με τη ρηχία, την κατώτερη, θα κρεμόταν στο κενό το βαπόρι; Φαίνεται όμως ότι τον μήνα αυτόν η διαφορά δεν ξεπερνούσε τα 30 εκατοστά, οπότε η ανύψωση και η πτώση των υδάτων ήταν αμελητέες. Αν ήταν αμελητέες για ένα καράβι 200 περίπου μέτρων. Δεν ήταν ωστόσο δική μου δουλειά η εκτίμηση της διαφοράς. Θα γινόμουν περίεργος αν ρωτούσα για τα πάντα.
Κατεβάσαμε τον γκάγκουε και ήρθαν επάνω άνδρες που κρέμασαν πάνω στην κουβέρτα, όπως γινόταν σε όλα τα λιμάνια, έναν χαλύβδινο βραχίονα φόρτισης με σωλήνα διαμέτρου 30 περίπου εκατοστών. Τον συνέδεσαν με δικό μας σωλήνα εισροής για να τρέξει το πολύτιμο υγρό στα πεινασμένα αμπάρια.
Κοιτώντας τους άλλους ντόκους διαπίστωσα πως το Πουέρτο Μιράντα ήταν τεράστιο, οι δυο μικροί ντόκοι χωρούσαν τέσσερα βαπόρια ένθεν κακείθεν και ισάριθμα ή περισσότερα οι άλλοι δύο διπλάσιοι σε μήκος. Επρόκειτο ίσως για το μεγαλύτερο τερματικό εξαγωγής αργού πετρελαίου της Νοτίου Αμερικής. Ρώτησα τον μπόμαν (pumb man, αντλιωρός), με είπε ότι είχε κατασκευαστεί από ξένες εταιρίες, αργότερα πληροφορήθηκα από την ολλανδο-βρετανική εταιρία Royal Dutch Shell και τις αμερικανικές Esso και Gulf.
- Με τι ταχύτητα έρχεται το πετρέλαιο από έξω;
- Δεν ξέρω, ίσως 2.000 τόνους την ώρα, εξαρτάται, με λέει.
- Τι ακριβώς θα φορτώσουμε;
- Μπόγγερ, απαντά.
Μπόγγερ, δηλαδή καύσιμο που κατανάλωναν και τα βαπόρια, μαύρο παχύρευστο υγρό, το βλέπαμε που έπεφτε στην κουβέρτα μας όταν έβγαζαν τον σωλήνα φόρτισης και το ξεπλέναμε με ζεστό νερό και χημικά. Το ήξερα ως μαζούτ, τέτοιο έκαιγαν οι καυστήρες των πολυκατοικιών στις πόλεις, υπόλειμμα της επεξεργασίας του αργού πετρελαίου. Αν φορτώναμε με τέτοια ταχύτητα, σε 10 ώρες τα αμπάρια, αφού χωρούσαν περίπου 20.000 τόνους, θα είχαν γεμίσει και θα φεύγαμε. Πάντα όμως υπήρχαν καθυστερήσεις στη ροή ή άλλοι παράγοντες που δεν γνώριζα ούτε και υπέθετα.
Πίσω δεξιά μας διακρίνονταν δεκάδες τεράστιες δεξαμενές πετρελαίου, πίσω αριστερά το διυλιστήριο Complejo Petroquímico El Tablazo (Πετροχημικό Συγκρότημα El Tablazo). Αριστερά στα έντεκα μίλια φαινόταν μια γιγάντια, με ψηλούς πυλώνες και μακρά ανοίγματα τσιμεντένια γέφυρα που συνέδεε τις δύο όχθες της λιμνοθάλασσας. Έμοιαζε σαν κρεμασμένη στον ουρανό
Αργότερα διάβασα πως είναι η περίφημη Puente General Rafael Urdaneta (γέφυρα του στρατηγού Ραφαέλ Ουρδανέτα)[10] μήκους 8.678 μ. που συνδέει τις όχθες της λιμνοθάλασσας του Μαρακάιμπο, μία από τις σπουδαιότερες του κόσμου. Κι, επίσης, πως την είχε σχεδιάσει ο Ιταλός Riccardo Morandi, ο ίδιος που είχε σχεδιάσει και την γέφυρα Σερβίων-Κοζάνης, 15 χιλιόμετρα ΒΑ του χωριού μας.
Στην απέναντι όχθη στα 4 περίπου μίλια η πόλη Μαρακάιμπο με πολυώροφα κτήρια να ξεπροβάλλουν ανάμεσα από μονοκατοικίες και κατοικίες μες τη λίμνη αλλά πάνω σε πασσάλους, λογικά εξ αιτίας της παλίρροιας, με σκεπή από λαμαρίνες ή φύλλα δέντρων. Πρόχειρες επί το πλείστον κατασκευές, με μπουγάδα κρεμασμένη σε σκοινιά και βάρκες σταθμευμένες στα ενδιάμεσα κανάλια. Την είχαν ονομάσει Βενετία του νότου την Μπενεσουέλα, όπως πρόφεραν οι αυτόχθονες το κράτος τους, και δεν είχαν άδικο από όσα βλέπαμε.
Στην άλλη πλευρά του ιδίου ντόκου μεσολαβούσαν ανάμεσα δύο δρόμοι με σωληνώσεις στη μέση, στα 30 μέτρα από μας ήταν δεμένο ένα γκαζάδικο. Κοιτώ το όνομά του, THANASSIS Α, όμως με την χαρακτηριστική λευκο-κόκκινη σημαία της Μάλτας, μεγαλύτερο από μας, νεότατο στην ηλικία, γύρω στους 40 με 50.000 τόνους. Ποιος ήταν ο Θανάσης Α; Πάντως όχι εγώ, εγώ ήμουν ο Θανάσης Κ. και κανένα βαπόρι δεν είχε ονομαστεί προς χάριν μου. Όχι τουλάχιστον ως τότε και μάλλον ούτε και ποτέ.
Ανατολικά στα 300 μ., στην άλλη απόληξη του ιδίου ντόκου, ήταν το DAFFODIL B, 60άρι (60.000 τόνων). Αυτό ανήκε στην εταιρία μας, είχε τον ίδιο λογότυπο στη τζιμινέρα, ελληνική σημαία κι έμοιαζε καταπληκτικά με το δικό μας σε όλα, μόνο που ήταν νεότερο κατά ένα χρόνο και υπερείχε σε μήκος κατά 40 μέτρα και 5 σε πλάτος.
Με βρήκε ο γραμματικός.
– Θα πάμε επίσκεψη στο Νταφοντίλ, θες να έρθεις;
– Ναι, πότε;
– Σε καμιά ώρα.
– Έρχομαι.
Πλύθηκα γρήγορα, έβαλα ρούχα εξόδου και χτύπησα τις πόρτες των καμπινών του κατώτατου πληρώματος ζητώντας να με δώσουν ό,τι έντυπα, βιβλία ή περιοδικά, είχαν και δεν ήθελαν να κρατήσουν, να τα ανταλλάξω με ανάλογα στο Νταφοντίλ. Πήρα εφημερίδες, εικονογραφημένα, βίπερ και περιοδικά, ανάμεσά τους αρκετά με εικόνες ερωτικής φύσεως, παραγέμισα δυο τεράστιες σακούλες και τις απίθωσα κρυφά στην κουβέρτα μας. Μόλις είδα καπετάνιο, γραμματικό, ανθυποπλοιάρχους, πρώτο και δεύτερο μηχανικούς να κατεβαίνουν τον γκάγκουε, τις πήρα στα χέρια και κίνησα τελευταίος ακολουθώντας τους για το Νταφοντίλ, ντρεπόμουν να με ρωτήσουν τι περιείχαν.
Περπατώντας σε έναν υπερυψωμένο διάδρομο, κάτω και δίπλα του πολλές σωληνώσεις ερχόμενες από το διυλιστήριο, φτάσαμε στο Νταφοντίλ σε 10 λεπτά. Ένας ναύτης μάς περίμενε στην κουβέρτα του, μάλλον ο βατσιμάνης.
Ανεβήκαμε στο βαπόρι, εγώ πάντα τελευταίος με τις σακούλες. Ο ναύτης ήταν Έλληνας
– Έχω περιοδικά και λοιπά, τον είπα. Θα μαζέψεις δικά σας;
– ΟΚ, είπε, και με ξελάφρωσε από το βάρος.
– Άφησέ τα εδώ στην άκρη, τον είπα και τον έδειξα λίγο πιο πέρα από την κορυφή του γκάγκουε. Όταν τελειώσουμε την επίσκεψη, θα τα πάρω.
Κατένευσε.
Με τους αξιωματικούς του βαποριού μας πήγαμε στο καθιστικό του πρώτου κομοδεσίου του Νταφοντίλ. Συζητούσαν θέματα της θάλασσας. Δεν είχα τι να πω και πώς να λάβω μέρος, τους άφησα και βγήκα στην κουβέρτα προς εξερεύνησιν. Πρώτη φορά ανέβαινα σε άλλο βαπόρι και μάλιστα γκαζάδικο. Ο μεγάλος δίδυμος αδελφός του δικού μας, μόνο που στην πλώρη αντί για ένα άλμπουρο είχε δύο κολωνάκια γεφυρωμένα με αψίδα. Το τριγύρισα όλο. Όταν τελείωσαν τις κουβέντες τους οι αξιωματικοί, αναχωρήσαμε για το δικό μας. Όντας πάλι τελευταίος πήρα το υλικό που είχαν μαζέψει στις σακούλες, γεμάτες κι αυτές, και τις μετέφερα στο βαπόρι μας, στο καθιστικό των ναυτών πίσω.
– Señores, libros y revistas nuevos (Κύριοι, καινούργια βιβλία και περιοδικά), φώναξα.
Έπεσαν οι Καβοβερντιάνοι πάνω στις σακούλες ανοίγοντας με περισσή προσμονή κι άρχισαν να παίρνουν ό,τι προτιμούσε ο καθένας. Ανάρπαστα ως ήταν φυσικό έγιναν τα ερωτικά, επί το πλείστον αμερικανικά. Όχι όμως τα ελληνικά. Οι Ινδοί ναύτες δεν τις άγγιξαν καν. Ντροπαλοί και συγκρατημένοι.
Ο ένας από τους ανθυποπλοιάρχους με έδωσε ταυτότητα εξόδου, πρώτη φορά πήρα τέτοια στα χέρια μου. Ένα μικρό άσπρο χαρτόνι, τυπωμένο μπρος πίσω στα ισπανικά. Έγραφε Capitania de Puerto de Maracaibo (Λιμεναρχείο Μαρακάιμπο), το όνομά μου χειρόγραφα KALLIANIOTIS ATHANASIOS, GREEK, το επάγγελμά μου Α.Β, το βαπόρι PAROS και την ημερομηνία 29 ΕΝΕ. 1980 (29 Ιανουαρίου 1980). Μ΄ αυτό θα έβγαινα έξω. Στα άλλα λιμάνια γιατί δεν είχαμε τέτοιες ταυτότητες; Αν μας σταματούσαν τι θα δείχναμε; Εδώ γιατί ήταν απαραίτητη; Μήπως το πολιτικό της καθεστώς ήταν αυστηρό;
Οι σενιορίτες του Λος Πουέρτος
Σχόλασα στις 4 το απόγευμα, ήμουν βάρδια από το μεσημέρι ως τότε, ντεϊμάνης (dayman, ημερήσιος φρουρός πλοίου). Πλυθήκαμε και δειπνήσαμε.
– Είσαι να βγούμε έξω; με λέει Έλληνας ναυτικός.
– Φυσικά, αυτό δεν κάνουμε πάντα στα λιμάνια;
Περπατήσαμε ως την πύλη, δείξαμε τα πάσα εξόδου και είπα στον φύλακα με τα ισπανικά που γνώριζα από την μέθοδο της ιδίας γλώσσας που είχα αγοράσει στο Γυμνάσιο:
– Señor, queremos ir a la ciudad (Κύριε, θέλουμε να πάμε στην πόλη).
– Irás en taxi, espera (Θα πάτε με ταξί, περιμένετε), απάντησε και σήκωσε το τηλέφωνο. Μίλησε γρήγορα, δεν κατάλαβα τι είπε.
Έρχεται ένα αυτοκίνητο, πολύ παλιό με μεγάλο, σχεδόν οριζόντιο καπό. Μάλλον δεν ήταν ταξί, δεν είχε καμιά σήμανση. Μπήκαμε μέσα.
– ¿A dónde vamos? (Για πού πάμε;) με ρωτάει ο οδηγός.
– En el centro de Maracaibo (Στο κέντρο του Μαρακάιμπο), τον λέω.
– Τι τον είπες; με ρωτάει απορημένος ο πατριώτης μου.
– Να μας πάει στο κέντρο του Μαρακάιμπο, απαντώ.
– Ποιο κέντρο, αντιδρά, πες τον να πάμε στα κορίτσια. Σενιορίτες, σενιορίτες, φωνάζει στον οδηγό.
– Bien (Καλά), λέει ο οδηγός κι άρχισε να γελάει. Κατάλαβε, είχε προφανώς εμπειρία από ναυτικές εξόδους.
Ωχ, αναρωτιέμαι μέσα μου, δεν θα περάσουμε την τεράστια γέφυρα που βλέπαμε, δεν θα πηγαίναμε σε κανένα μουσείο, να δούμε το κέντρο της πόλης, τους ανθρώπους, την αγορά, τις βιβλιοθήκες, τα πάρκα!
Περάσαμε ανάμεσα από τις δεξαμενές των τερματικών και το όχημα κατευθύνθηκε προς νότον, προς τη γειτονική κωμόπολη ονόματι Los Puertos de Altagracia (Λιμάνια της Υψηλής Χάρης), την είχε ο χάρτης μου, οι τοπικοί την έλεγαν Λος Πουέρτος. Δέντρα στις άκρες των δρόμων, στενοί παράδρομοι, σπίτια χαμηλά χωρίς βεράντες και βαμμένα με διάφορα χρώματα, πολλά αφρόντιστα. Πυκνές κολώνες ηλεκτρισμού, άνθρωποι με πολύχρωμα φτωχικά ρούχα, υποβαθμισμένη αρκετά περιοχή, ιδίως αυτή που ήταν κοντά στο διυλιστήριο.
Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση με τα χρώματα του ουρανού να αλλάζουν προς το χρυσαφί και η ζέστη της μέρας παραχωρούσε τη θέση της σε μια δροσερή ατμόσφαιρα, γύρω στους 25° C, αν εξαιρεθεί η υγρασία που διέλυε μια ανεπαίσθητη σχεδόν τραμουντάνα. Ο Ιανουάριος ήταν θερμοκρασιακά ο πιο καλός μήνας της περιοχής.
Ο αυτοσχέδιος ταξιτζής μάς αποβίβασε έξω από ένα οίκημα που περιβαλλόταν από τροπική βλάστηση. Μπήκαμε μέσα, ήταν υπαίθριο καφέ, και καθίσαμε στην αυλή. Αμέσως ήρθαν στο τραπέζι μας δυο κορίτσια.
– Buenas noches, podemos sentarnos con usted? (Καλησπέρα, επιτρέπεται να καθίσουμε μαζί σας); είπαν κεφάτα.
– Si, señoritas (Ναι, κυρίες), απάντησα επιστρατεύοντας όσα ήξερα στην ίδια γλώσσα.
– Hablas español? (Μιλάς ισπανικά); ρώτησαν.
– Muy poco (Πολύ λίγο), απάντησα.
Κάθισαν μαζί μας.
– Qué estás haciendo aquí (Πώς από δω;)
– Es un marinero griego (Αυτός είναι Έλληνας ναυτικός), λέω δείχνοντας τον φίλο.
– Qué vas a? (Εσύ τι είσαι;)
– Yo no soy marinero, soy capitán (Δεν είμαι ναυτικός, είμαι καπετάνιος) είπα μειδιώντας.
Γέλασαν.
– Conoces la canción La Baba? (Ξέρεις το τραγούδι Λα Μπάμπα;)
– Si, señoritas, quien no sabe eso? (Ναι, κυρίες, ποιος δεν το ξέρει;)
Εξήγησα τον πατριώτη μου τι λέγαμε.
Ήρθε σερβιτόρος για την παραγγελία.
– Qué vas a tomar? (Τι θα πιείτε;)
Σήκωσα τους ώμους.
– Νo bebo alcohol (Δεν πίνω οινόπνευμα), τον είπα.
– Te traeré un trago de los nuestros (Θα σας φέρω ένα δικό μας ποτό), είπε.
Συστηθήκαμε με τις Λατινοαμερικάνες. Η μία είπε ότι την έλεγαν Patricia, η άλλη Blanca, αν ήταν τα αληθινά τους ονόματα δεν είχε σημασία, φορές το όνομα, η καταγωγή και η πρότερη ζωή αποτελεί εμπόδιο σε μια νέα αντίστοιχη.
Δεν ήταν λευκές ούτε Ινδιάνες ούτε Αφρικανές, αλλά μιγάδες (mestizas), με ευρωπαϊκά περισσότερο χαρακτηριστικά. Μαύρα μακριά μαλλιά με ξανθές ανταύγειες, μεγάλα σκούρα καστανά μάτια που έλαμπαν, μύτη που άνοιγε αδιόρατα προς τα ρουθούνια, χείλη ελαφρώς σαρκώδη, επιδερμίδα καθαρή και μελαψή. Λαιμός με χρυσά κοσμήματα, τα στήθη τους βαριά, η μέση λεπτή, γλουτοί και μηροί ρωμαλέοι. Φορούσαν αέρινες φούστες με μπούστο. Εμείς αμερικανικά τισέρτ και τζιν παντελόνια. Διέθεταν ανεξάντλητη ενέργεια και κέφι όχι μόνο στον τρόπο που μιλούσαν αλλά και στις κινήσεις. Άκουγαν πολύ προσεκτικά τι έλεγα, μιλούσαν αργά και προφανώς απλοϊκά ώστε να καταλαβαίνω την ισπανική και είχαν εξαιρετική ευγένεια ακόμη και στον τρόπο που κατά λάθος ή σκοπίμως αγγίζονταν τα χέρια ή τα σώματά μας. Πόσο χρονών ήταν δεν ρώτησα, φαίνονταν πάντως πιο μεγάλες από μένα.
Ο σερβιτόρος μάς έφερε cuba limpre, το πιο διαδεδομένο κοκτέιλ στης χώρας αποτελούμενο από ρούμι, κόκα κόλα κι άλλα. Αν η κόκα κόλα ήταν χυμός από πραγματικά φύλλα κόκας ή συνήθης κόκα κόλα δεν διαπιστώθηκε. Πάντως το ποτό ήταν μεθυστικό, ίσως συνεργούσαν σ΄ αυτό οι μουσικές με κορνέτες και τύμπανα που ακούγονταν από τα ηχεία του μαγαζιού και σίγουρα από τα αρώματα που διαχέονταν προς εμάς από τα σώματα των κοριτσιών που κάθονταν σχεδόν κολλητά δίπλα μας.
Ήμουν ο διερμηνέας. Όταν με ρώτησαν τι ξέρω από Βενεζουέλα είπα γνωρίζω τον Τσε Γκεβάρα για τη δράση του στη Νότια Αμερική και τον Σιμόν Μπολίβαρ. Όταν μίλησα για τον τελευταίο, με έδειξαν χαρτονομίσματά τους, τα bolívares, τα έλεγαν bolos, ορισμένα απεικόνιζαν τον Σιμόν Μπολίβαρ. Δεν είπα τίποτα από τα λίγα που είχα ακούσει για το μαρξιστικό-λενινιστικό αντάρτικο της γειτονικής Κολομβίας, το οποίο ίσως γνώριζαν, δεν ήταν της στιγμής τέτοιες ερωτήσεις κι αναλύσεις, αυτά ήταν κατάλληλα για ανέμελες συζητήσεις πλουσίων νέων σε σαλόνια ή ανέμελων φοιτητών σε αμφιθέατρα που πίστευαν ότι ήταν ικανοί να αλλάξουν τον κόσμο -μέχρι να μπουν στην παραγωγή ή να ενταχθούν σε κομματικές δομές. Όμως δεν είχαμε πάει εκεί για να ασχοληθούμε με την πολιτική…
Πώς με ήρθε, τις ρώτησα δείχνοντας με τα χέρια τα μάτια μου:
- ¿Por qué el puerto donde nuestro barco se llama Μiranda? (Γιατί λεν το λιμάνι όπου είναι το καράβι μας ονομάζεται Μιράντα;)
- Miranda era como un general (Ο Μιράντα ήταν ένας σαν στρατηγός) απάντησε η Πατρίτσια.
Αργότερα διάβασα ότι η ονομασία του λιμανιού δόθηκε προς χάριν του Francisco de Miranda, Βενεζουελιάνου στρατιωτικού κι επαναστάτη που είχε επισκεφτεί τη χώρα μας το 1786[11] συνδέοντας τoν θαυμασμό του προς τα αρχαία μνημεία και τους τόπους μαχών των Ελλήνων εναντίον των Περσών με την απελευθέρωση των κρεολών (criolos, μιγάδες) του τόπου του από τους Ισπανούς. Είχε σπουδάσει λατινικά, ίσως κι αρχαία ελληνικά αφού είχε στη βιβλιοθήκη του και έργα της παλαιάς μας γλώσσας. Εμείς τώρα είχαμε επισκεφτεί την χώρα του για να την απελευθερώσουμε από το βάρος του πετρελαίου. Libertadores (απελευθερωτές) κι εμείς!
Αν και στη Βενεζουέλα, έλεγαν οι εγκυκλοπαίδειες, υπήρχε σημαίνουσα διαφθορά, εξαιρετική φτώχεια κι εγκληματικότητα, τίποτα δεν μας είχε συμβεί. Είχαν οι ναυτικοί κακή φήμη ή απλώς άφηναν στον τόπο άφθονα χρήματα, δολάρια μάλιστα, οπότε καμιά συμμορία δεν μας επιτίθονταν, κάτι τέτοιο θα έπληττε τον υπάρχοντα ρυθμό της ζωής στο λιμάνι. Ίσως είχαμε κι αόρατη προστασία χωρίς όμως να την βλέπουμε.
Ένας φωτογράφος έφτασε από το πουθενά και μας έβγαλε δυο φωτογραφίες της στιγμής. Τον πλήρωσα σε δολάρια. Ήταν η δεύτερη φορά που απεικονίστηκα ως ναυτικός και μάλιστα η πρώτη φωτογραφία σε χαρτί που είχα στα χέρια μου. Με είχε βγάλει και ο καπετάν Γιάννης στον Βόρειο Ατλαντικό, αλλά δεν είχε εμφανίσει το φιλμ -δεν τις έχω σήμερα αυτές τις φωτογραφίες του.
Συνεχίσαμε την χαρωπή συζήτηση μέχρι που η Πατρίτσια, με πήρε από το χέρι και με είπε:
– Ven, déjame mostrarte algo (Έλα να σε δείξω κάτι).
Σηκώθηκα, περάσαμε από πλάγια την πρόσοψη του καφέ, άνοιξε μια πόρτα, μπήκαμε σε ένα δωμάτιο φτωχικά επιπλωμένο με ένα κρεβάτι, άσπρο σεντόνι, ξύλινο τραπέζι, μια καρέκλα κι ένα κομοδίνο. Έκλεισε την πόρτα, ήρθε πολύ κοντά μου τυλίγοντάς με με το άρωμά της και με κοίταξε σταθερά στα μάτια. Κατάλαβα τι ήθελε. Ενέδωσα…
Μετά από λίγη ώρα επιστρέψαμε στο τραπέζι συνεχίζοντας την συζήτηση. Είχε φτάσει 11 το βράδυ, περάσαμε πέντε ώρες στην χυμώδη, γεμάτη γέλια, βλέμματα με σημασία, αναβρύζον πάθος κι όρεξη για ζωή παρέα. Καληνυχτίσαμε τα κορίτσια δίνοντας 52 δολάρια για τα ποτά και το πλάγιασμα. Κάλεσαν ταξί, ήρθε κι επιστρέψαμε στο βαπόρι.
Με έμειναν 85 δολάρια. Ξοδέψαμε πολλά στις Λατίνες.
Άκουσα ότι σαλπάρουμε για Ακτή Ελεφαντόδοντος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] puerto miranda Venezuela, https://www.alamy.it/fotos-immagini/puerto-miranda-venezuela.html?sortBy=relevant
[2] vintage NAUTICAL CHART GOLFO DE DARIEN to PUERTO CABELLO SOUTH AMERICA 1966 MAP, https://www.ebay.com/itm/235850115818
[3] Browns Nautical Almanac 1980, Daily tide tables, Brown, son & Ferguson Ltd, London [1979], σ. 814
[4] ό.π., σσ. 631, 637
[5] ό.π., σσ. 631
[6] ό.π., σσ. 631
[7] ό.π., σσ. 646
[8] Pilot chart of the North Atlantic Ocean, https://collections.leventhalmap.org/search/commonwealth:z316w561b
[9] Kayak Maracaibo – Reto Bahía el Tablazo día 3, https://www.youtube.com/watch?v=1O8F-JubEeU
[10] General Rafael Urdaneta Bridge, https://en.wikipedia.org/wiki/General_Rafael_Urdaneta_Bridge
[11] Diario de Viajes Francisco de Miranda, https://pdfcoffee.com/diario-de-viajes-francisco-de-miranda-5-pdf-free.html


















