Στο Τρίγωνο των Βερμούδων

Παρέμβαση ΤρίγωνοΑν θέλετε να δραπετεύσετε -για λίγο- από την επιλεκτική καθημερινότητα των ΜΜΕ και την πολυλογία παρεδρευτών τους, ανοίξτε τις σελίδες 56-61 του αρτίτυπου τεύχους 215-216 του περιοδικού “Παρέμβαση” Κοζάνης (Οκτ. 2023) όπου κείμενο από παλαιό ναυτικό ημερολόγιο του γράφοντος με τίτλο “Στο Τρίγωνο των Βερμούδων”.

Ολόκληρο το κείμενο κάτω:

Κυριακή, 13 Γενάρη 1979.

Τα ρούχα που φορούσα πολυκαίρισαν στο χρώμα και το υλικό. Όταν βγαίναμε στην κουβέρτα για δουλειά τα έδερνε η αλμύρα, ο άνεμος κι ο ήλιος, ενώ από μέσα τα κατέτρωγε ο ιδρώτας. Καθώς δε γέμιζαν σκουριές και χρώματα από το ματσακόνι και τις βαφές, τα έπλενα σχεδόν κάθε μέρα, κάτι που συντελούσε στην ταχύτατη αποσύνθεσή τους.

Επισκέφτηκα την καμπίνα του ναύτη Ηλία.

– Άκουσα πως αγόρασες παντελόνια από την Αμερική.
– Ναι, πήρα μερικά.
– Μπορείς να με δώσεις ένα; Το θέλω για τη δουλειά.
– Φυσικά. Ανοίγει τη ντουλάπα. Κάνει 18 δολάρια, με λέει.

Σκούρο γαλάζιο τζιν Levi’s, γερό ύφασμα. Τον έδωσα το ποσόν. Τα αμερικάνικα τζιν τα ονειρεύονταν οι νέοι στην Ελλάδα, αλλά εμείς στο βαπόρι τα φορούσαμε για την χρηστικότητα, όχι για την επίδειξη. Μέχρι τότε δεν είχα τέτοια μάρκα, αγοράζαμε ό,τι φθηνότερο υπήρχε, ήταν ακριβά να έχει κανείς Levi’s. Έπειτα, δεν ακολουθούσα και τη μόδα, στο χωριό όποιος διακρινόταν ενδυματολογικά ή νοητικά ξέφευγε από τη μάζα, γινόταν στόχος σχολίων. Όχι και πως μ’ ένοιαζαν αυτά δηλαδή.

Πρώτη μέρα ναύτης. Ανέβηκα ώρα 12 το μεσημέρι στη γέφυρα για την τετράωρη πρωινή βάρδια, εκεί βρίσκονταν ήδη ο Ινδός ναύτης Σουμπάς, της φυλής των Σιχ, κι ο πάντα πρόσχαρος καπετάν Γιώργης, επόπτης ανθυποπλοίαρχος. Κράτησα μια ώρα το τιμόνι, επαγγελματικά πια κι όχι δοκιμαστικά όπως πρώτα ως τζόβενο, η θάλασσα χωρίς κυματισμό, η πυξίδα δεν έστριβε πολλά καρτίνια, ξεκούραστη εργασία. Έπειτα παρέδωσα στον Σουμπάς και ρώτησα τον καπετάν Γιώργη αν επιτρέπεται να κοιτάξω τους χάρτες, κατένευσε. Αποτραβήχτηκα στο τσάρτερ, άνοιξα τα συρτάρια, τράβηξα έξω τον χάρτη του βόρειου Ατλαντικού ωκεανού όπου πλέαμε και τον άπλωσα στο γραφείο -χάρτες μονόχρωμοι και τεράστιοι, ένα τ.μ. περίπου ο ένας. Εικονίζονταν τα παράλια της Βόρειας Αμερικής, το βόρειο τμήμα της νότιας, της Δυτικής Αφρικής και της Ευρώπης, στο δε κέντρο ο ωκεανός. Πήρα μετά τον εξάντα και βγήκα έξω στο φτερό στοχεύοντας τον ήλιο για να βρω το στίγμα.

Επέστρεψα και τράβηξα με το μαλακό μολύβι δυο τεμνόμενες γραμμές: βρισκόμασταν 27ο βόρεια και 71ο δυτικά, στο κέντρο δηλαδή του Τριγώνου των Βερμούδων, του αποκαλούμενου και Νεκροταφείο του Ατλαντικού. Μήνες πριν μπαρκάρω είχα διαβάσει το έργο του Αμερικανού Charles Berlitz Το μυστήριο του τριγώνου των Βερμούδων, σκληρό σκούρο γαλάζιο εξώφυλλο σαν τη θάλασσα που διασχίζαμε, χρώμα φυσιολογικό αφού το βάθος της άγγιζε εδώ τις 3.000 οργιές (5,5 χλμ.). Την κοιτούσα μαγεμένος, φαινόταν τόσο συμπαγής η όψη της!

Το βιβλίο το είχα αγοράσει στην Κοζάνη, τα νιάτα θέλγονται από μυστήρια και  περιπέτειες που προσμένουν έξαψη και λύσεις. Θα συνέβαιναν και σε μας τα τρομακτικά που αφηγούνταν, αεροπλάνα που χάνονταν και καράβια που εξαφανίζονταν χωρίς κανένα ίχνος; Δεν τα πίστευα και πολύ όλα αυτά, μερικά όμως θα μπορούσε να είναι αληθή, ότι π.χ. οι πυξίδες «σπινάριζαν», διότι όντως σε χάρτες ναυσιπλοΐας καταγράφονταν αποκλίσεις του μαγνητικού πεδίου της γης και σε ορισμένα μέρη είχε δίκιο, στο ότι λ.χ. η θάλασσα εδώ ήταν ήρεμη. Όμως στο ζήτημα του Τριγώνου διαπίστωσα πως κάτι δεν άρμοζε μεταξύ γραπτού και πραγματικότητας: την κύρια πηγή της παράξενης (των αποκλίσεων) δύναμης ο συγγραφέας την τοποθετούσε δυτικά της νήσου Andros των Μπαχαμών, δηλαδή στον κόλπο του Μεξικού, εμείς όμως πλέαμε 500 μίλια μακρύτερα και κυρίως ανατολικά, έχοντας μάλιστα ανάμεσα στην παράξενη πηγή τόσο το ειρημένο νησί όσο και μακρόστενα αντίστοιχα όπως το Cat και το Eleuthera, ελληνικής ετυμολογίας το δεύτερο, που το προστάτευαν σε σχήμα πετάλου από τον ωκεανό. Είχε γίνει λάθος στη μετάφραση κι αντί για «ανατολικά» είχε γραφεί «δυτικά» ή ο συγγραφέας είχε γράψει εξ αρχής «δυτικά»; Ημαρτημένα λαμβάνουν χώραν σε κάθε αφήγηση κι εδώ εμείς βρισκόμασταν σε ευνοϊκότερη θέση να κρίνουμε αφού και πλέαμε ζωντανά στο Τρίγωνο του Διαβόλου και στηριζόμασταν σε ακριβείς ναυτικούς χάρτες.

Είχαμε ήδη αντιμετωπίσει ένα προοίμιο επικινδυνότητας έξω από την Νέα Υόρκη, στα κράσπεδα κάπως του Τριγώνου, με μια πελώρια αστραπή και ένα ακόλουθο εγερθέν κύμα, αλλά ως εκεί. Τα διαδραματιζόμενα το βιβλίο αποτελούσαν υποπροϊόντα της καταστροφής της Ατλαντίδας όπως υπέθετε έμμεσα ο συγγραφέας ή επρόκειτο για φαντασίες γραφείου; Θυμόμουν αρκετά από όσα είχα διαβάσει και χαμογελούσα. Αν όντως λάμβαναν χώρα ηλεκτρομαγνητικές παρεκκλίσεις που άλλαζαν τον χρόνο, τι μαγικό, θα φτάναμε νωρίτερα στον προορισμό μας στην περίπτωση που αυτός συστελλόταν! Αν μας άρπαζαν εξωγήινοι, μας δινόταν καλή ευκαιρία να δούμε καινούριους πλανήτες, μία διαφορετική διάσταση του χρόνου ή τέλος πάντων κάτι διαφορετικό, ξέχωρο από την ατελείωτη θάλασσα και ουρανό. Υπήρχε περίπτωση να καταλήγαμε σε διαστημικό ζωολογικό κήπο ή σε μουσεία ως εκθέματα εποχών της εξέλιξης ή ακόμα και όντα για πειραματισμούς όπως υπέθετε; Κι έτσι να ήταν, λίγο μας ένοιαζε.

Με παραξένευε που ο Σουμπάς της βάρδιας μου και ο Χαρμπατζιάν Σινγκ, ο άλλος Σιχ ναύτης, δεν επαφίονταν καθόλου, αν και γείτονες, με τον Πακιστανό λαδά Αλή ούτε με τον καθαριστή από την Κεϋλάνη, έναν κοντό, λεπτό και βαθιά μελαχρινό νέο. Δεν τους είδα και να κάθονται στην κοινή τραπεζαρία ποτέ μαζί. Οι Σιχ, ελληνιστί μαθητές, θρησκευτική μειονότητα στη ΒΔ Ινδία με ανεπτυγμένο το αίσθημα ξεχωριστής εθνικότητας, είχαν οδηγούς 10 γκουρού (πνευματικούς δασκάλους), αριθμός περίπου παρόμοιος με τους 12 αποστόλους των χριστιανών. Θρησκείες ανθισμένες στις θερμές ή υπόθερμες περιοχές της Ασίας που κυριάρχησαν έπειτα παραλλαγμένες μέσω Περσίας και Βυζαντίου στη Δύση καταστρέφοντας τους θεούς των αρχαίων Ελλήνων.

Ο Αλής ήταν μουσουλμάνος, μήπως κι ο καθαριστής από την Κεϋλάνη ήταν ομόθρησκός του, γι αυτό και η καταφανής αδιαφορία των Σιχ; Η επαρχία Παντζιάμπ χωρίστηκε στα δύο το 1947, μισή στο Πακιστάν, μισή στην Ινδία γεννώντας κύματα προσφύγων με θύματα μουσουλμάνους που ξεσπιτώθηκαν οδηγούμενοι προς το Πακιστάν και Σιχ-ινδουιστές που κατέφυγαν ανατολικά, στην Ινδία. Ο Αλής μιλούσε μάλλον την γλώσσα ουρντού, οι Σιχ είχαν ως μητρική την παντζιάμπι και επίσημη την χίντι –και η γραφή τους, αραβική και ινδική, διέφερε. Μήπως οι γονείς του Αλή και του Σουμπάς ήταν πρόσφυγες, κάτι που εξηγούσε την άρνηση επαφής; Το μεταφυσικό κριτήριο δεν παραγνωρίζεται εύκολα και δημιουργεί στους ελάσσονες τραυματικές μνήμες όχι μόνο στην γενιά που υπέφερε, αλλά και στις επόμενες, ίσως πιο πολύ στις τελευταίες αφού φορές η μνήμη υποδαυλίζεται δυνατά. Παρόμοια δεν συνέβησαν και σε μας, στη δεκαετία του 1920 που ήρθαν χριστιανοί από τη Μικρά Ασία κι έφυγαν μουσουλμάνοι από δω; Οι παππούδες της γιαγιάς μου, παππάδες, είχαν μετοικήσει αναγκαστικά στο χωριό μας Αιανή όταν το χωριό τους, η ελληνόφωνη Τόρστα (σήμερα Ποντινή), είχε εξισλαμιστεί. Η γιαγιά μου ήταν πολύ πιστή, αμφιβάλλω αν μιλούσε ποτέ σε οπαδό άλλης θρησκείας.

Οι Σιχ ούτε με τους άλλους ναυτικούς είχαν επαφές. Ήταν ίσως βαθιά θρησκευόμενοι οπότε προείχε γι αυτούς η πειθαρχημένη προσωπική περισυλλογή, παρά τα φλύαρα ανοίγματα. Ήμουν ο μοναδικός από τους Έλληνες που μιλούσα με τον Σουμπάς όχι για θέματα της δουλειάς μιας και είχαμε την ίδια βάρδια, αλλά χάριν ανεξάντλητης φιλομάθειας. Με τον συμπατριώτη του Χαρμπατζιάν Σινγκ, που δεν γνώριζε αγγλικά ή ελληνικά ούτε εγώ ήξερα παντζιάμπι ή χίντι, λέγαμε ελάχιστα παρουσία πάντα του Σουμπάς που μετέφραζε. Είχα όμως αποστηθίσει ορισμένες φράσεις στα παντζιάμπι, τις οποίες πετούσα σε κάθε ευκαιρία, π.χ. σατ σρι καλ (γεια), τουχαντακί αλ ε (πώς είσαι;), βουότ ατσά (πολύ καλά).

Χαιρόταν να με ακούει.

Δευτέρα, 14 Γενάρη 1979.

Στα λιμάνια οι ατζέντηδες φρόντιζαν να παραλαμβάνουν την αλληλογραφία που έστελνε η εταιρία από την Αθήνα μαζί με ελληνικές εφημερίδες. Στη Νιγηρία, αν και  δεν είχαμε βγει στη στεριά, είχαμε λάβει γράμματα κι εφημερίδες. Σε μία διάβασα σήμερα ότι η σειρά της ηλικίας μου θα κατατασσόταν στο Στρατό στις 9 του Φλεβάρη, εγώ όμως ήμουν στον ωκεανό. Μάλλον θα πάρω αναβολή, θα κανονίσουν οι γονείς.

– Πρέπει να πάω φαντάρος, λέω στο γραμματικό, παρουσιάζεται η σειρά μου.
– Κάτσε εδώ και παράτα το το στρατιωτικό, απάντησε.

Τι με είχε πιάσει; Γιατί έπρεπε σώνει και καλά να υπηρετήσω; Επειδή όλοι οι νέοι στο χωριό έκαναν το ίδιο ή διότι θεωρούσαμε όσους είχαν τελειώσει τη θητεία τους άντρες; Μήπως για τα όπλα που έφεραν οι φαντάροι; Μ’ αυτά ήμουν γνώριμος, είχαμε αεροβόλο στο σπίτι κι ο πατέρας μου δίκαννο πίπερ, τον θυμόμουν να φτιάχνει μόνος του τα φυσίγγια, περίφημος κυνηγός. Με έπαιρνε κι εμένα μερικές φορές μαζί –μια φορά τον είδα εν δράσει, περπατούσαμε, πέταξε ένα πουλί, σήκωσε το τουφέκι και το κατέβασε εν ριπή οφθαλμού. Κι ο θείος μου ο Βαγγέλης ήταν κυνηγός και ο παππούς μου επίσης. Η έγνοια κατάταξης στον Στρατό οφειλόταν σε κληρονομική αγάπη σιδηροφορίας, σε παιδικά βιώματα ή σε υποχρεωτική συνήθεια;

Ο καπετάν Γιώργης με είπε ότι σε 37 ώρες από τώρα θα πιάσουμε το Πουέρτο Ρίκο. Απόρησα. Στους παγκόσμιους χάρτες η ευθεία γραμμή Νιου Τζέρσεϋ-Βενεζουέλα περνούσε από τις Μπαχάμες και το Windward Passage (Προσήνεμο Πέρασμα) που βρισκόταν ανάμεσα από τα νησιά Κούβα, Τζαμάικα και Ισπανιόλα, εμείς γιατί πλέαμε πιο αριστερά για άλλο στενό μεταξύ Πουέρτο Ρίκο και Ισπανιόλας; Οι δυσδιάστατοι χάρτες δεν αποτύπωναν επακριβώς την σφαιρικότητα της γης ή η πορεία απέφευγε τις Μπαχάμες, πολλά νησιά ανάμεσα από τα οποία έπρεπε να περάσουμε πλέοντας τεθλασμένα;

Αν ακολουθούσαμε ευθεία ρότα, θα πηγαίναμε κόντρα στο δυνατό Golf Stream ξοδεύοντας περισσότερο καύσιμο, ή μήπως υπήρχε φόβος πειρατειών στις West Indies, όπως ονόμαζαν τα νησιά μεταξύ Ατλαντικού, κόλπου του Μεξικού και Καραϊβικής θάλασσας; Παλιά άνθιζε εδώ η πειρατεία λόγω της εδαφικής ιδιαιτερότητας: πολλά νησιά-καταφύγια με ασφαλή λιμάνια, εύκολη προμήθεια ξύλων, νερού και τροφής, αλλά είχε εκλείψει όταν ορισμένα απετέλεσαν υπερπόντιες κτήσεις Αμερικανών, Βρετανών, Ολλανδών και Γάλλων. Δεν ρώτησα γιατί ούτε κι ενδιαφέρθηκα να αναλύσω την συμπλοκή ονομάτων των νησιών της Καραϊβικής, ονομαζόμενα West Indies, που εν μέρει θα διασχίζαμε, με τις East Indies όπως αποκαλούνταν οι νήσοι κάτω από την Ινδοκίνα και τις Indies, δηλαδή την πραγματική χερσόνησο της Ινδίας.

Τα λιγοστά μου ρούχα ήταν χειμωνιάτικα, τα τζιν που είχα αγοράσει στην Αμερική τα φορούσα στη δουλειά, τις δε καλοκαιρινές μου μπλούζες τις είχα ρίξει στα παιδιά της Οκρίκα στο ποτάμι, δεν είχα τι να βάλω στα υποτροπικά κλίματα που πλέαμε. Πήρα σβάρνα τις άδειες καμπίνες του Παναγιώτη που έφυγε από το Τόγκο και του Τάσου που το έσκασε στην Αμερική, ευτυχώς βρήκα κοντά παντελονάκια που είχαν αφήσει. Τα έπλυνα καλά και τα φορούσα, μία νότα δροσιάς.

– Είσαι έι μπι τώρα, είπε στεναχωρημένος ο λοστρόμος που έφυγα από τζόβενο κι έγινα ναύτης. Ήμασταν κάθε μέρα μαζί στην κουβέρτα, τώρα μόνο κατά τη διάρκεια των υπερωριών συναντιόμασταν.

– Δεν χάνεις εντελώς τίποτα, τον απάντησα. Τι είναι το έι μπι;
– Θα σε εξηγήσει ο καπετάν Γιώργης, ρώτα τον.

Ανέβηκα στη γέφυρα και ρώτησα τον καπετάν Γιώργη. Νόμιζα πως έι μπι, στα αγγλικά Α.Β., ερμηνευόταν ως Assistant Boss (βοηθός του αφεντικού, βοηθός του λοστρόμου). Μάλλον δεν είχα ακούσει καλά, διότι ως Α.Β. (able bodied, αρτιμελής) δηλωνόταν το μέλος του καταστρώματος που είχε απαιτητικό ρόλο σε κάθε καιρό:

α. εξασκούσε καθήκοντα οδηγού του πλοίου
β. βρισκόταν σε επιφυλακή εν πλω ή εν στάσει
γ. συντηρούσε τα πάντα στην κουβέρτα εκτός του μηχανοστασίου και των κομοδεσίων
δ. φρόντιζε τις σωσίβιες λέμβους
ε. συνέβαλε στο δέσιμο του σκάφους στα λιμάνια

Σήμερα ο Έλληνας ναύτης πρέπει να έχει θαλάσσια προϋπηρεσία ενός έτους για να λάβει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, ενώ στην Αμερική ο able seamanany waters, unlimited (ναύτης όλων των νερών) χρειάζεται πάνω από δύο χρόνια πείρα στη θάλασσα. Εγώ είχα λιγότερο από δυο μήνες στο βαπόρι για να γίνω τόσο γρήγορα Α.Β., όμως άλλη η σκηνή, άλλα τα χρόνια, άλλη η όρεξη, ο χαρακτήρας και η αγάπη της γνώσης.

Τρίτη, 15 Γενάρη 1979.

Κανείς δεν με ξύπνησε για υπερωρία μέχρι που άρχιζε η ημερήσια βάρδια. Αντ’ αυτού χτύπησε ο ηλεκτρολόγος την πόρτα της καμπίνας:

– Θανάση, θα μου γράψεις ένα γράμμα;
– Ναι, έλα μέσα.

Ήρθε βαστώντας στυλό και χαρτί. Με υπαγόρευε στα ελληνικά, έγραφα στα αγγλικά, δεν θυμάμαι σε ποιο κορίτσι απευθυνόταν. Έρωτες των λιμανιών, κανονικότητα για τους ναυτικούς, άλλος κόσμος από αυτόν της στεριάς.

Στις 12 μεσημέρι ανέβηκα στη γέφυρα. Κράτησα δυο συνεχόμενες ώρες πρώτος το τιμόνι στο χέρι. Με λέει έπειτα ο καπετάν Γιώργης:

– Άσε τώρα τον Σουμπάς και κατέβα στην κουβέρτα για δουλειά.
– Μα, ποιος θα κοιτά έξω αν ο Σουμπάς είναι στο τιμόνι;
– Θα προσέχω εγώ, απάντησε, κατέβα.
– Δεν θέλω υπερωρίες άλλες πια!
– Δεν είναι υπερωρίες, εξήγησε. Στη βάρδια σου δεν θα είσαι συνέχεια στη γέφυρα και στο τιμόνι αλλά όπου χρειάζεται.
– Εντάξει.

Κατέβηκα στην κουβέρτα στεναχωρημένος, δεν ήθελα στη χειρωναξία, προτιμούσα τη γέφυρα να βλέπω τη θάλασσα, το άγνωστο μπροστά, να ανοίγω χάρτες, να βγάζω στίγματα, να ακούω κι απαντάω στον ασύρματο, να μαθαίνω τα πάντα για τη ναυσιπλοΐα.

Βρισκόμασταν στο βαθύτερο σημείο του Ατλαντικού, στη δυτική απόληξη της υποθαλάσσιας Puerto Rico Trench (τάφρος Πουέρτο Ρίκο), το βάθος της 4.500 οργιές (8.300 μ.). Παρατηρούσα σταθερά τη θάλασσα, το γαλάζιο χρώμα της, σαν να με φάνηκε ότι μαύριζε περισσότερο στιγμή με τη στιγμή. Επηρεάστηκα από την ιδέα του βάθους ή λόγω πραγματικού της χρώματος; Όποια και να ήταν η εξήγηση αν τη φαντασία τη ζει κανείς ως πραγματικότητα, είναι γι αυτόν όντως πραγματικότητα.

Ο γραμματικός με συμπεριφέρεται σαν παιδί του και οι άλλοι ναυτικοί περίπου το ίδιο, ήμουν πάντα ταχύς, πρόθυμος για όλες τις δουλειές, αποτελεσματικός και χωρίς κανέναν γογγυσμό. Δεν απείχα και πολύ από την ηλικία της κόρης του, τον έλειπε φαίνεται η οικογένειά του κι εγώ συντελούσα στον νόστο θυμίζοντάς του την.

Τελειώνοντας την πρωινή βάρδια κάθισα κι έγραψα γράμμα στη Hiroko, τη Γιαπωνέζα φίλη, εξιστορώντας τις μέρες που πέρασαν. Έπειτα, πήρα άσπρη λαδομπογιά κι άρχισα να βάφω την οροφή της καμπίνας μου. Μυρίζει φρεσκάδα και λάμπει τώρα χωρίς το ελάχιστο ψεγάδι, καμία σκοτεινή ρωγμή. Μένω εδώ μέσα, θέλω να είναι όλα καθαρά και στην εντέλεια.

Τετάρτη, 16 Γενάρη 1979.

Σήμερα και οι δύο οι βάρδιες μου είναι στη γέφυρα, στο τιμόνι συνολικά 4 ώρες και ισάριθμες παρατήρηση έξω στα φτερά, διότι αφήναμε τον αχανή Ατλαντικό και μπαίναμε στην θάλασσα της Καραϊβικής ανάμεσα από τις Greater Antilles. Έπρεπε να περάσουμε από το Mona Passage, στενό 60 περίπου μιλίων μεταξύ Ισπανιόλας και Πουέρτο Ρίκο -το τελευταίο είναι σήμερα ελεύθερο κράτος ενωμένο με τις ΗΠΑ, ενώ η Ισπανιόλα χωρίζεται στα δύο, στην Αϊτή και την Δομινικανή Δημοκρατία. Η Ισπανιόλα ακουγόταν χαρωπά ως όνομα, την είπε αρχικά Insula Hispana ή La Isla Española ο Χριστόφορος Κολόμβος που αποβιβάστηκε εκεί το 1492. Αναμενόμενο ήταν να ανακαλύψει τις Αντίλλες, μεγαλύτερες και μικρότερες, στο πρώτο του ταξίδι προς τη Δύση, αφού είχε ούριο το North Equatorial Current (Βόρειο Ισημερινό Ρεύμα) του Ατλαντικού που από τις ακτές της ΒΔ Αφρικής έσπρωχνε το καράβι του ως την Καραϊβική.

Διαπλέαμε τώρα το ειρηθέν άνοιγμα το οποίο είχε προσεγγίσει κι ο Κολόμβος, εμείς όμως δεν θα αποβιβαζόμασταν όπως εκείνος, κατευθυνόμασταν νότια ανάμεσα από ένα στενότερο άνοιγμα 30 μιλίων μεταξύ της Ισπανιόλας και των νησιδίων Mona και Monito, τα οποία, παρόλο που βρίσκονται πιο κοντά στην Δομινικανή Δημοκρατία, ανήκουν στο Πουέρτο Ρίκο. Στενό πυκνής ναυσιπλοΐας, κύρια ρότα γκαζάδικων μεταξύ της μεγαλοπαραγωγού πετρελαιοειδών Βενεζουέλας και της αδηφάγας Βόρειας Αμερικής με πληθώρα αλιευτικών οπότε ανοίξαμε το ραντάρ. Αυτό βρισκόταν μπροστά αριστερά από το τιμόνι κι ανίχνευε, αν θυμάμαι καλά, στην πρώτη κλίμακα 60 μίλια, έπειτα όμως για πιο λεπτομερή παρατήρηση, κατέβαζες τον κύκλο σε λιγότερα. Η πρασινωπή ακτίνα του σάρωνε κυκλικά τη θάλασσα και τα σκάφη πρόβαλαν σαν κουκίδες στην αρχή, μετά μεγάλωναν κι αποκτούσαν υδροδυναμικό σχήμα -την γνώση αυτή χρησιμοποίησα αργότερα στο Στρατό, στα φυλάκια της Λέσβου, είχαμε ένα μικρό ραντάρ με μπαταρία για καταγραφή των σκαφών περνούσαν από το στενό του Αϊβαλί, τα άλλα φαντάρια δεν ήξεραν να το μεταχειριστούν.

Μπήκαμε νύχτα στο Mona Passage αφήνοντας δεξιά μας τον φάρο Cabo Engano της Δομινικανής Δημοκρατίας με λευκή αναλαμπή κάθε 10΄΄. Δύο περίπου ώρες αργότερα προσέχαμε για άλλους δύο μπροστά, πάλι λευκού φωτός, που φύλαγαν την έξοδο προς την Καραϊβική, ο δεξιός αναβόσβηνε από το νησί Saona κάθε 10΄΄, ενώ ο αριστερός από το αντίστοιχο της Mona κάθε 5΄΄. Οι φάροι αναβόσβηναν έντονα για λίγο μέσα στην έναστρη νύχτα, μοναδικά επίγεια φώτα καθώς η στεριά ήταν 20 μίλια μακριά για να δούμε έστω κι αχνά αντιφεγγίσματα παράκτιων οικοδομών. Είχαμε ανάψει όμως όλα τα φώτα της προσοχής μας, διότι ο Ατλαντικός άδειαζε στην Καραϊβική μέσω του στενού, οπότε ίσως μπλεκόμασταν σε σουέλ, όπως λέγαμε τα μακρά κύματα που ερχόταν από γειτονική κακοκαιρία, ή να πέφταμε σε αλληλοσυγκρουόμενα ρεύματα.

Το ξημέρωμα μάς βρήκε στην θάλασσα της Καραϊβικής. Διαπεράσαμε εντελώς ακίνδυνα το Τρίγωνο των Βερμούδων. Πώς διαλύονται έτσι οι μύθοι;

 

Κατηγορίες: ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ. Ετικέτες: , , , , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση