Στη θάλασσα των Σαργασσών: σελίδες ναυτικού ημερολογίου

thal sargas

https://poiostigiati.gr/wp-content/uploads/2015/06/thal-sargas.jpg

Αν θέλετε να περιπλανηθείτε στη θάλασσα των Σαργασσών -την γνωρίζετε από το έργο του Ιουλίου Βερν- ανοίξτε ελεύθερα το https://paremvasibooks.gr και ξεφυλλίστε τις σσ. 13-18 του πρόσφατου εαρινού περιοδικού Παρέμβαση όπου απόσπασμα από παλαιό ναυτικό ημερολόγιο του γράφοντος που τη διέσχισε πλέοντας από το New Jersey στο Maracaibo.

Αν θέλετε, διαβάστε το πιο εύκολα εδώ:

Πέμπτη 10 Γενάρη 1979.

Ξεφορτώναμε αργό πετρέλαιο στο New Jersey.

– Θα είσαι βατσιμάνης (watchman, νυκτερινός φρουρός) από τα μεσάνυχτα μέχρι τις 4 το πρωί, με λέει ο γραμματικός.

Πρώτη φορά σ’ αυτό το πόστο, ίσως επειδή είχε φύγει ή την είχε κοπανήσει στην Αμερική ο ναύτης της βάρδιας αυτής, οπότε τον αναπλήρωνα. Ήμουν τζόβενο, δεν ήξερα ότι αναλαμβάνουμε βατσιμάνηδες, αλλά σίγουρα θα έγραφα 4 ώρες υπερωρία. Στις 12 τα μεσάνυχτα βγήκα στην κουβέρτα έχοντας στη μέση κρυμμένο το μαχαίρι που είχα βρει στο Αλγέρι. Το βαπόρι είχε αναμμένους τους προβολείς όπως κάθε βράδυ στα λιμάνια, δύο έφεγγαν στο μπροστινό κομοδέσιο και ισάριθμοι στο πίσω. Αναμμένοι ήταν επίσης οι φανοί αγκυροβολίας, ένας τοποθετημένος επάνω στο άλμπουρο της πρώρας κι έτερος στην πρύμα σε ένα χαμηλό, επικλινές προς τα πίσω, μεταλλικό ιστίο ανηρτημένο στον τρίτο όροφο του κομοδεσίου. Τις δύο σωστικές μας λέμβους τις φώτιζαν άλλοι προβολείς. Δεν υπήρχε καμία σκοτεινή γωνιά, πλήρης φωταψία.

Γυρόφερνα τέσσερις ώρες στην κουβέρτα προσέχοντας να μην διαρρεύσει πετρέλαιο από τις σωληνώσεις που έβγαιναν έξω στο ντόκο και να μην ανεβεί κανείς παρείσακτος στο βαπόρι από τον γκάγκουε (σκάλα) που είχαμε ρίξει έξω. Το κρύο ήταν σχετικά υποφερτό τις δύο πρώτες ώρες, τις επόμενες όμως δριμύ, αρκετά κάτω από τους 32° F (0° C). H υγρασία ήταν κανονική αλλά ο πουνέντες (δυτικός άνεμος) που ερχόταν από τη στενή λωρίδα της θάλασσας με μαστίγωνε ψυχρά. Απέναντι, στο Μανχάταν, φαινόταν ένας χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων κι επίσης ουρανοξύστες όμοιας κοπής ο ένας δίπλα στον άλλον με τα φώτα των διαμερισμάτων να σβήνουν το ένα ύστερα από το άλλο όσο προχωρούσε η νύχτα. Το New Jersey όπου ήμασταν δεμένοι και η Νέα Υόρκη δίπλα κοιμούνταν, ξενυχτούσα σιωπηλά εγώ και με αργή ηχηρότητα η τζιμινιέρα.

 

 Παρασκευή, 11 Γενάρη 1979.

Τελειώνοντας τη βάρδια ξάπλωσα κρυωμένος στη ζεστή καμπίνα. Ξύπνησα στις 7 για πρόγευμα και μετά πήγαμε με τον λοστρόμο σε έναν νέο χώρο του βαποριού, τον είπε τιμονάκι. Ήταν θάλαμος που το σχέδιο κατέγραφε ως steering gear room. Τοποθετημένος χαμηλά στην πρύμα ακριβώς πάνω από το πηδάλιο κι ανάμεσα ή πίσω από τα τάνκια του γλυκού νερού φιλοξενούσε έναν επίπεδο κάπως μηχανισμό με δύο έμβολα χάρη στον οποίο έστριβε το βαπόρι, ο ηλεκτρικός και υδραυλικός απόγονος της παλιάς λαγουδέρας όπως έλεγαν το ξύλινο στέλεχος του πηδαλίου των βαρκών. Πώς είχε εισχωρήσει νερό εκεί μέσα κι έπρεπε να το βγάλουμε; Είχε διαρρεύσει από σωλήνα πόσιμου νερού, όταν είχαμε ρίξει έξω στο ντόκο μάνικα για να γεμίσουμε τα τάνκια ή είχε μπει από κάτω όταν πλέαμε με άσχημο καιρό στο βόρειο Ατλαντικό;

Όπως και να είχε η υπόθεση, μπήκα στο θάλαμο με δυο κουβάδες, τους γέμιζα κι ανεβαίνοντας βαστώντας τον έναν στην κουβέρτα άδειαζα τα νερά στη θάλασσα. Νερά γέμιζε το βαπόρι, προφανώς από τη μέρος της προπέλας στη σεντίνα, έτσι έλεγαν το κατώτατο μέρος της μηχανής που βρισκόταν κάτω από την επιφάνεια του νερού, λέξη ιταλική, επισήμως στα ελληνικά υδροσυλλέκτης. Τα σεντινόνερα τα έβγαζαν οι άνθρωποι του μηχανοστασίου χειροκίνητα ή με αντλία. Δεν είχα πολλές επαφές μαζί τους, ήμασταν δύο ξεχωριστά καπετανάτα μηχανή και κουβέρτα. Ενώ το τιμονάκι ανήκε μάλλον στους ναύτες αφού δεχόταν εντολές από την γέφυρα.

Έπειτα έμπλεξα αλλού, κουβαλούσαμε για ώρες στόρια (τρόφιμα, ποτά κτλ.) από σταθμευμένα φορτηγάκια στο ντόκο ως την αποθήκη μας μέχρι τις εφτά το δειλινό ανεβοκατεβαίνοντας τον γκάγκουε. Όταν τελειώσαμε τη μεταφορά, το βαπόρι έλυσε κάβους και δύο ρυμουλκά μάς έβγαλαν στα ανοιχτά. Εκεί πλεύρισε την πρύμα μας ένα τανκεράκι (bunker vessel), έτσι λέγαμε τα μικρά γκαζάδικα που ανεφοδίαζαν τα μεγάλα με καύσιμο. Ρίξαμε κάβους για να δεθεί επάνω μας και το συνδέσαμε με σωλήνα που κατεβάσαμε με τις μπίγες (μικροί γερανοί) ώστε να γεμίσει τα τάνκια της μηχανής μας με φιούελ. Η φόρτωση έλαβε χώραν έξω από το λιμάνι, στον ωκεανό, προδήλως για να αποφευχθεί διαρροή πετρελαίου σε κατοικημένους χώρους. Προνοούσαν οι Αμερικανοί.

Όταν τελείωσε η τροφοδοσία, κατέβασα από τα άλμπουρα τις δύο σημαίες που ο ίδιος είχα αναρτήσει όταν φτάναμε στο λιμάνι, την αμερικανική και την ελληνική –πάντα στα λιμάνια αναρτούσαμε τη σημαία μας και την αντίστοιχη της χώρας όπου δέναμε.

Βάλαμε πλώρη για το νότο, είπαν μάλλον πάμε Βενεζουέλα. Ανέβηκα στο τσάρτερ, το δωμάτιο χαρτών, κι άνοιξα χάρτη να δω τα λιμάνια της, παράλληλα δε και το αλμανάκ. Σ’ αυτό το μοναδικό λιμάνι της Βενεζουέλας που αναγραφόταν ήταν το Puerto Cabello, βρισκόταν 100 περίπου χλμ. δυτικά της πρωτεύουσας Καράκας κι απείχε από τη Νέα Υόρκη 1.864 μίλια. Το αλμανάκ δεν περιείχε τα λιμάνια της λιμνοθάλασσας του Μαρακάιμπο από όπου διακινούνταν συνήθως πετρέλαιο κι όχι τα υπόλοιπα εξαγώγιμα αγαθά της χώρας. Σύμφωνα μ’ αυτό, αν πλέαμε με την ανώτατη ταχύτητα των 15,5 κόμβων, αφού τα αμπάρια μας ήταν άδεια, θα φτάναμε στην ακτή της Νότιας Αμερικής σε πέντε μέρες και μερικές ώρες. Αν, βεβαίως, δεν συναντούσαμε προβλήματα στη διαδρομή.

Η απόπειρά μας να το σκάσουμε στην Αμερική από το New Jersey μαζί με τον μάγερα είχε αποτύχει, χάθηκε ευκαιρία για άλλου είδους ζωή. Ήθελα να γνωρίσω τη χώρα για την οποία διάβαζα στο βιβλίο που με είχε χαρίσει ο νονός μου Μιχάλης Παπακωνσταντίνου με τίτλο Η Αμερική, αλλά περισσότερο να δω τους τόπους όπου διαδραματιζόταν ιστορίες του συγγραφέα Louis L’Amour, να καλπάζω στα λιβάδια σαν τον Herne The Hunter και να βαδίζω στις ερήμους και τα βουνά της όπως ο Απάτσι Cuchillo Oro. Είχα μια αγάπη από μικρός για τους Ινδιάνους, τους θεωρούσα γενναίους κι ανυπότακτους, γι αυτό στα παιδικά μας πολεμικά παιχνίδια μεταξύ καουμπόηδων και Ινδιάνων έπαιρνα πάντα τον ρόλο των δεύτερων με αποτέλεσμα να χάνω συνεχώς καθώς οι πρώτοι ήταν περισσότεροι και συνήθως μοναδικός αντίπαλός τους εγώ.

Ο μάγειρας δικαιολογήθηκε , όταν τον ρώτησα, πως δεν ήρθε ο έμπορος με τον οποίο είχε μιλήσει να μας πάρει τις βαλίτσες έξω κι εμείς να βγαίναμε χωρίς να τις κρατάμε. Μήπως το είχε μετανιώσει; Ας φεύγαμε και χωρίς αυτές. Στην Αμερική είχε πάει νομίμως ο θείος της γιαγιάς μου Μίκας Γκαλγκουράνας, αλλά επέστρεψε στο χωριό για να πολεμήσει. Πέθανε από τη γρίπη του 1918. Χάθηκε η ευκαιρία μίμησής του, έστω και παρατύπως. Αν πηγαίναμε πάλι στην Αμερική, θα γίνονταν η επιθυμία πραγματικότητα;

Μεσάνυχτα, όπως με είπαν, ανέβηκα στη γέφυρα για βάρδια, θα διαρκούσε ως τις 4 τα ξημερώματα. Εκεί συναντηθήκαμε από κοντά με τον ναύτη Σουμπάς (Subhash Chandir). Λεπτός, σχετικά ψηλός, ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά αλλά με βαθιά μελαχρινό δέρμα, κατάμαυρα μαλλιά και μάτια και λεπτή φωνή, ακουγόταν παιδική σε μένα τον τραχύ χωριάτη. Λίγο αργότερα έμαθα από τον ίδιο ότι η λέξη σουμπάς στα χίντι, την επίσημη γλώσσα της Ινδίας, δήλωνε τον γλυκομίλητο. Προφανώς το όνομα είχε ταιριάξει με την ομιλία του, ίσως ήταν ίδιον της οικογενείας ή των προγόνων του, άλλωστε από διάφορα χαρακτηριστικά δημιουργούνταν τα επώνυμα ή τα παρατσούκλια. Όμως ο Σουμπάς ανήκε στην θρησκευτική ομάδα των Σιχ (Sikh), τα χίντι ήταν δεύτερη γλώσσα του.

– Where are you from? (από πού είσαι;), τον ρώτησα, πάντα τον μιλούσα στα αγγλικά για να τα εξασκώ, αυτός με απαντούσε συνέχεια σε σπαστά ελληνικά ακολουθώντας μάλλον τη δική μου λογική ή επειδή θεωρούσε ότι δεν γνώριζα άλλη γλώσσα.

– Ίντια, με λέει.

– From which place exactly? (Από ποιο ακριβώς μέρος;)

Παντζιάμπ, Αμριτσάρ, δεν το ξέρει.

– In Punjab, Alexander the Great fought with King Porus. We call this place Pentapotamia, it means five rivers. There is a golden temple in Amritsar (Στο Παντζιάμπ ο Μέγας Αλέξανδρος πολέμησε με τον βασιλέα Πώρο. Λέμε το μέρος αυτό Πενταποταμία, σημαίνει πέντε ποτάμια. Στο Αμριτσάρ υπάρχει ένας χρυσός ναός, απάντησα.

Με κοίταξε με το στόμα ανοιχτό, δεν περίμενε ότι ένας νεαρός ξένος θα ήξερε για την πατρίδα του. Η Πενταποταμία (παντζ- αμπ: πέντε-νερά) ήταν όπως και ολόκληρη η ινδική χερσόνησος βρετανική αποικία, αλλά το 1947 δημιουργήθηκαν στην περιοχή ανεξάρτητα κράτη με θρησκευτικά κριτήρια: στην επαρχία Παντζιάμπ (Punjab) του Πακιστάν, που ενθυλάκωσε τρία από τα ποτάμια, και στο ομώνυμο κρατίδιο Παντζιάμπ της Ινδίας που έλαβε τα υπόλοιπα δύο. Διαχωρισμός εδαφών με κριτήριο τη θρησκεία και με κύματα προφανώς προσφύγων ένθεν κακείθεν.

Επόπτης της βάρδιας μας με τον Σουμπάς ο καπετάν Γιώργης, νέος και πρόσχαρος ανθυποπλοίαρχος. Η εργασία μου σαν ναύτη ήταν: μία ώρα θα είχα εγώ στο χέρι στο τιμόνι, την επόμενη ο Σουμπάς, μετά πάλι εγώ, κι αυτός ύστερα. Όποιος δεν το κρατούσε, έβγαινε στα φτερά της γέφυρας και κοιτούσε τη θάλασσα γύρω προσέχοντας για βαπόρια που συναντούσαμε, που έρχονταν από πλάγια ή μας προσέγγιζαν από πίσω, για αλιευτικά που ψάρευαν, για άλλα σκάφη ή οποιοδήποτε άλλο εμπόδιο.

Πλέαμε 100 μίλια νοτίως της Νέας Υόρκης και 70 δυτικά της πολιτείας Delaware, περίπου 38°26’Β/73°27΄Δ, όταν συναντήσαμε μια πυκνή κουρτίνα βροχής που συνοδευόταν από κύματα που σήκωναν το ανάστημά τους αφρίζοντας. Οι βροχές στο μέρος αυτό δεν ήταν ασυνήθεις τον μήνα Γενάρη, το κρύο δε αρκετό, μέσος όρος του οι 41° F (5° C). Ξαφνικά, ήμουν στο τιμόνι, έπεσε μπροστά μια τεράστια αστραπή. Ξεκίνησε από τον ουρανό κι άγγιξε τη θάλασσα σαν αντεστραμμένη ρίζα δέντρου φωτίζοντας όλον το σκοτεινό ορίζοντα. Ένα τεράστιο κύμα σηκώθηκε και χτύπησε άγρια την πλώρη. Ο Σουμπάς ταράχτηκε, εγώ θεώρησα το φαινόμενο εξωτικό. Αν έπεφτε επάνω μας η εκκένωση, πόσο θα μας προφύλαγε το αλεξικέραυνο, τέτοιο νομίζω ήταν μια μεταλλική κεραία που εξείχε από το άλμπουρο της κόντρα γέφυρας, αλλά κάλυπτε ο κώνος προστασίας όλο το βαπόρι; Δεν είχα προσέξει αν διέθεταν αλεξικέραυνα και τα υπόλοιπα, χαμηλότερα άλμπουρα και κολονάκια, μάλλον όχι.

Βγήκε ταραγμένη η μαρκόνισσα (ασυρματίστρια) από το δωμάτιο επικοινωνιών.

-Τι συμβαίνει κι έχουμε τέτοιο καιρό; ρώτησα.

– Στο ακρωτήριο Χάτερας (Hatteras) της Βόρειας Καρολίνας δημιουργούνται καιροί (τρικυμίες) είπε.

Όμως αυτό απείχε από μας 200 μίλια προς νότον. Μήπως η υπερμεγέθης αστραπή και το ξαφνικό κύμα σχετίζονταν με εσωτερικούς παράγοντες; Βρισκόμασταν εκεί όπου ο πυθμένας του ωκεανού κατηφόριζε προς την υποθαλάσσια Αβυσσαλέα Πεδιάδα Χάτερας (Hatteras Abyssal Plain) κι επάνω από το υποθαλάσσιο φαράγγι Σπένσερ με το βάθος του νερού να αυξάνεται κλιμακωτά από τις 100 οργιές (200 μ.) στις 2.200 (4 χλμ.). Τα μυστήρια της γης είναι και θα είναι άλυτα.

 

Σάββατο, 12 Γενάρη 1979.

Ήρθε στη γέφυρα βιαστικός όπως πάντα ο γραμματικός αλλά με ευχάριστη διάθεση στο πρόσωπο.

– Είσαι πια ναύτης από τώρα και στο εξής, όχι τζόβενο, είπε.

– Ευχαριστώ πολύ, μουρμούρισα. Είχα υποπτευθεί την αλλαγή από προχτές που έκανα χρέη βατσιμάνη στο New Jersey, αλλά δεν ρώτησα. Δεν κυνηγούσα αξιώματα ούτε και τώρα τα επιδιώκω, δεν είχα έρθει στο βαπόρι γι’ αυτά.

Στο λογαριασμό μισθοδοσίας μου σημειώθηκε ότι από την 1η ως την 10η Γενάρη είχα να λαβαίνω 11.269 δραχμές. Ως τότε είχα δεδουλευμένα 34.546, εκ των οποίων αφαιρούνταν ένα έκτακτο έμβασμα 15.000. που έστειλα στο σπίτι, και 200 δολάρια που με έδωσε ο γραμματικός για ξοδεμό όταν ήμασταν στην Αμερική. Τα χρήματα δεν είχαν καμιά σημασία για μένα ούτε και σήμερα έχουν, άλλωστε οι ναυτικοί, νέοι όλοι, τα ξόδευαν οι περισσότεροι αφειδώς στα λιμάνια.

Στο ναυτικό φυλλάδιο η αλλαγή επαγγέλματος περάστηκε με ημερομηνία 10 Ιανουαρίου 1980 «εν πλω», όμως τότε ήμασταν ακόμα δεμένοι στο λιμάνι. Προφανώς προσμετρήθηκε η εποπτεία μου ως βατσιμάνης, πάντως τιμόνι έπιασα επισήμως τα μεσάνυχτα της 10ης με 11ης Γενάρη όντως εν πλω ανοιχτά της πολιτείας Delaware. Πολύ αργότερα διάβασα κάπου ότι οι προαγωγές στα ποντοπόρα πλοία πρέπει να επικυρώνονται από προξενεία, μάλλον νέοι νόμοι και νέα μέτρα, αμφότερα ιδεατές σειρές λέξεων που ερμηνεύονται ανάλογα με την ισχύ των δυνατών κι όχι με την αληθή πραγματικότητα.

Αν κι ως ναύτης η βάρδια μου είναι από τις 12 το βράδυ ως τις 4 πρωί κι από το 12 μεσημέρι ως τις 4 απόγευμα, ξυπνώ κανονικά στις 7 για πρόγευμα κι έπειτα εργάζομαι έξω στην κουβέρτα υπερωρία ως τις 12 το μεσημέρι. Το βαπόρι είναι παλιό, άγγιζε τα 20 χρόνια ζωής οπότε αναμενόμενες οι φθορές στο κύτος και τα μηχανήματα, ιδιαίτερα στην κουβέρτα που τη σάρωνε το κύμα κι ο αλατούχος άνεμος. Δεν λείπουν ποτέ οι δουλειές με αποτέλεσμα να κοιμάμαι το πολύ 6 ώρες κάθε μέρα. Το πρωί λ.χ. πριν ανέβω στη γέφυρα για τη βάρδια του μεσημεριού πήγα στην πλώρη με τους άλλους ναύτες για να ρίξουμε τους κάβους που είχαμε μαζέψει στο λιμάνι με προσοχή μέσα στο κάσαρο. Έτσι κάναμε όταν φεύγαμε από κάθε λιμάνι, αλλά τώρα η πράξη είχε ιδιαίτερη σημασία διότι μπαίναμε ολοταχώς στο ξακουστό Τρίγωνο των Βερμούδων.

Συγκεκριμένα, πλέαμε στη θάλασσα των Σαργασσών, 500 περίπου μίλια ανατολικά της πολιτείας Florida, την οποία είχαμε περάσει ξυστά πριν από ένα περίπου μήνα. Το χρώμα των νερών βαθύ γαλάζιο, η επιφάνειά τους ατάραχη, απόλυτη νηνεμία. Ο Ιούλιος Βερν στο μυθιστόρημα 20. 000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα ανέφερε στο μέρος αυτό την ύπαρξη σφιχτών υφαντών από φύκια, κοιτούσα συνεχώς τη θάλασσα να τα δω, έστω και όχι τόσα πολλά, αλλά τίποτα. Η επιστήμη έλεγε πως φύκια ονόματι sargassum υπάρχουν στο σημείο, μάλλον έτυχε να περνάμε μακριά τους. Πού άραγε κρύβονταν; Υπήρχαν σε τέτοια ποσότητα ή ήταν προϊόν φαντασίας; Μάλλον το δεύτερο. Επηρεάζουν αρκετό κόσμο τα μυθιστορήματα, ιδίως τους μοναχικούς ανθρώπους που λιμνάζουν στα ίδια μέρη ή ακολουθούν στατικές κοσμοαντιλήψεις με αποτέλεσμα να ελλείπει ή σπανίζει η ανανέωση παραστάσεων. Αν αυτή πράγματι ωφελεί.

Κοιτούσα, επίσης, τη θάλασσα να δω χέλια που λέγεται πως αναπαράγονται εκεί. Μετά τα παιδιά τους ταξιδεύουν χιλιάδες μίλια προς τα γλυκά νερά του πλανήτη για να επιστρέψουν πάλι στον τόπο γέννησής των. Δεν είδα ούτε ένα. Έμοιαζαν με τους ναυτικούς: και οι δύο, χέλια κι άνθρωποι έπλεαν και σε αλμυρά νερά (της θάλασσας) και σε γλυκά (των ποταμών). Έμοιαζαν αντίστροφα ιδιαίτερα με μένα: από τα γλυκά νερά του ποταμού Αλιάκμονα που κολυμπούσαμε μικροί γευόμασταν τον αλμυρό τώρα ωκεανό.

Ο καπετάν Παρασκευάς, ανθυποπλοίαρχος με είπε όταν ανέβηκε στη γέφυρα:

– Ξέρεις ότι υπάρχει βιβλιοθήκη στο βαπόρι;

– Αλήθεια; απόρησα. Θα ήθελα πολύ να την επισκεφτώ.

– Πάμε να στη δείξω μόλις τελειώσεις.

Ανυπομονούσα. Ως τότε τα μοναδικά έντυπα που είχα στην καμπίνα ήταν τα αμερικάνικα ερωτικά περιοδικά και μια χοντρή ναυτιλία στην αγγλική, ευκαιρία τώρα για ξεκούραστο αναγνωστικό διάλειμμα στη μητρική γλώσσα.

Κατεβήκαμε στη βιβλιοθήκη, έναν μικρό, στενό χώρο με ελληνικά μυθιστορήματα. Ξεδιάλεξα δύο για να διαβάσω, τα Λόγια της Πλώρης του Ανδρέα Καρκαβίτσα, οικείο και ταιριαστό με την καθημερινότητα, με ελκυστικό χρωματιστό εξώφυλλο, και τον Καπετάν Μιχάλη του Νίκου Καζαντζάκη, λόγω συνάφειας, είχα αγοράσει πιο μικρός την Ασκητική, δεν την καταλάβαινα και πολύ.

Ξεκίνησα την ανάγνωση του πρώτου διηγήματος, ξεφύλλισα τα υπόλοιπα μα γρήγορα τα παράτησα. Στη Θάλασσα πατέρας προέτρεπε τον γιο του να μείνει μακριά της:

Αργά-γρήγορα θα σου σκάψη το λάκκο ή θα σε ρίξη πετσί και κόκκαλο, άχρηστο στον κόσμο. Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει.

Επιπλέον, οι λέξεις του κειμένου ήταν παλιάς κοπής, εμείς είχαμε άλλη, σύγχρονη ορολογία. Κάτι δεν συμβάδιζε με την παλαιότητα του χρόνου και δεν δεχόμουν ως ρεαλιστικά τα σύνθετα επίθετα, π.χ. το ανεμοκυκλοπώδης ή το πλατύχωρος, και αντίστοιχα ουσιαστικά σαν την κονταυγή. Δεν άρμοζε με τις εμπειρίες μου: είχα επιζήσει από θύελλα στο Βόρειο Ατλαντικό στις αρχές του μπάρκου, έβαζα γραμμάρια βάρους από το πολύ και ποικίλο φαγητό, απολάμβανα το ιώδες περιβάλλον, γινόμουν πιο δυνατός στο σώμα, εμπειρότερος στις πράξεις, πιο σοφός στη λογική, πλουσιότερος στην κοσμική γνώση και τα κορίτσια στα λιμάνια πρόσφεραν απλόχερα ό,τι έλειπε κατά τη διάρκεια της απομόνωσης των ταξιδιών. Θεώρησα τα γραφόμενα των διηγημάτων ως λόγια ανθρώπου που είχε λίγες επαφές με την διαφορετικότητα και οι περιγραφές του αφορούσαν σε κοντινούς επί το πλείστον τόπους. Η εποχή που έγραψε διέφερε από τη δική μας, ο άλλοτε π.χ. μισεμός σε πολύμηνα μπάρκα αποτελούσε παρελθόν, σήμερα όποτε θέλεις φεύγεις από το βαπόρι και σε μερικές ώρες είσαι πίσω στην πατρίδα. Το έκλεισα.

Σκέφτηκα να αρχίσω τον καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη, αν και επιβάρυνε την επιθυμία φράση της Ασκητικής που θυμόμουν, ότι ο σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος. Για μένα άλλος ήταν ο σκοπός: τα ταξίδια, οι άλλοι τόποι, οι διαφορετικοί άνθρωποι, οι ανοιχτοί ορίζοντες, η απολυτότητα του γαλάζιου, ακόμη κι ο επικρεμάμενος κίνδυνος.

Κοιμήθηκα.

[το πλήρες κείμενο αναρτήθηκε στις 22/10/2023]

Κατηγορίες: ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ. Ετικέτες: . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση