Γλυκά ρεσάλτα στην Οκρίκα: ναυτικές περιπέτειες

Κείμενο του γράφοντος με τίτλο “Γλυκά ρεσάλτα στην Οκρίκα: ναυτικές περιπέτειες” στο περιοδικό Παρέμβαση, τεύχος 211-212 (28 Δεκ. 2022) σελίδες 53-57.

Περιγράφει ταξίδι και περιπέτειες του γράφοντος (τζόβενο τότε σε πετρελαιοφόρο καράβι) στη νήσο Οκρίκα της Νιγηρίας.

1a

Η νήσος Οκρίκα στην Μπιάφρα της Νιγηρίας

Διαβάστε το πιο άνετα εδώ:

Τρίτη, 18 Δεκέμβρη.

Βρισκόμασταν στη ράδα[1] 5 μίλια περίπου νοτίως της πρωτεύουσας Λομέ του κράτους Τόγκο της Δυτικής Αφρικής, όταν ήρθε ο λοστρόμος: «Μαζέψτε τα», εννοώντας τις σκαλωσιές που είχαμε ρίξει έξω από το κύτος χρωματίζοντας τα έξαλά[2]του. «Γιατί;». «Σαλπάρουμε», είπε. «Για πού;». «Νιγηρία».

Ολοταχώς με 160° ρότα[3] εισερχόμαστε στον Κόλπο της Μπιάφρας από όπου σε παλαιότερες εποχές διακινούνταν εκατομμύρια σκλάβοι προς τον Νέο Κόσμο. Η περιοχή, δέλτα του ποταμού Νίγηρα, μας ήταν γνωστή για τον σκληρότατο εμφύλιο πόλεμο, μόλις πριν από εννέα χρόνια, κατά τον οποίο είχαν χάσει τη ζωή τουςσε μάχες ή από την πείνα 2.000.000 άνθρωποι, οι περισσότεροι μικρής ηλικίας. Βλέπαμε στον τύπο και τα περιοδικά εικόνες των παιδιών της Μπιάφρα, σκελετωμένα παιδιά με πρησμένες κοιλιές και υποσιτισμένες μανάδες. Το παράξενο ήταν οι εξωτερικές συμμαχίες των εμπλεκομένων: ο κυβερνητικός στρατός της Νιγηρίας καταπολεμούσε τους αντάρτες της Μπιάφρας με την υποστήριξη Βρετανών και Ρώσων, ενώ τους δεύτερους στήριζαν οι Γάλλοι και οι Αμερικανοί –ηττήθηκαν οι δύο τελευταίοι.

Τετάρτη, 19 Δεκέμβρη.

Πριν αρχίσουν οι τρομερές ζέστες του μεσημεριού στον 4ο παράλληλο που πλέαμε φάνηκε αριστερά το δέλτα του Νίγηρα, έκταση μεγαλύτερη από τη μισή Ελλάδα, με τις δεκάδες εκβολές των κλώνων του. Το γλυκό νερό των ποταμών χυνόταν με εντυπωσιακή ηρεμία στη θάλασσα, ενώ οι όχθες καλύπτονταν από πυκνή μαγκρόβια βλάστηση, προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες, με πλούσιο πράσινο φύλλωμα και υπόλευκες ρίζες που εξείχαν πάνω από τον νερό σαν αμέτρητα πόδια αράχνης, δάση που απειλούνταν από τις εξορύξεις του πετρελαίου. Αραιά και που κάτω από το πυκνό πράσινο πέπλο ξεχώριζαν ανοίγματα από χωμάτινους δρόμους και γραφικές ξύλινες κατοικίες με σκεπή από κοκοφοίνικα ή λαμαρίνες. Μπροστά τους αραγμένα στην αμμουδιά μικρά καΐκια και ξύλινες βάρκες, προφανώς ψαροχώρια.

Σταματήσαμε σε ράδα στη θάλασσα 10 μίλια νοτίως του δέλτα του ποταμού Σαμπρέιρο. Ανεβαίνω μετά τη δουλειά στο τσάρτερ,[4] ανοίγω το χάρτη της Νιγηρίας να δω τον προορισμό μας, ο χάρτης τον έγραφε Port Harcourt, αλλά πού ακριβώς; Τερματικά υπήρχαν στο λιμάνι της πόλης Όνε, στη νήσο Μπόνυ, στην αντίστοιχη της Οκρίκα, και στο Πορτ Χάρκορτ, όλα μέσα σε ποταμούς πάνω από 20 μίλια μακριά από την θαλάσσια ακτή. Οι ποταμοί της περιοχής σχημάτιζαν έναν ατελείωτο δαίδαλο νερών στην ενδοχώρα, γι αυτό κι ονομαζόταν Πολιτεία των Ποταμών.

 

Πέμπτη, 20 Δεκέμβρη.

Το πρωί ανάψαμε τις μηχανές και πλεύσαμε για μερικά λεπτά παράλληλα με την ακτή, το βαπόρι έκοψε στροφές, μας πλεύρισε μια λάντζα κι ανέβηκε πάνω ένας πιλότος, ειδοποιημένος από τον καπετάνιο του βαποριού μέσω του βιετσέφ[5] στο κανάλι 16 όπως όριζαν οι αρχές της χώρας για κάθε προσέγγιση στη νήσο Μπόνυ ή το Πορτ Χάρκορτ.

Ο πιλότος μας κατηύθυνε σε τσαμαρουδόδρομο,[6] διότι τα νερά σε μερικά σημεία ήταν αβαθή, ακόμα και μόλις 4 μέτρα. To γαλάζιο της θάλασσας ξεθύμαινε σε πράσινο ανάμεσα από τα νησιά Μπόνυ και Ντεγκέμα, μια δαγκάνα 7 μιλίων όπου έσμιγαν οι εκβολές των ποταμών Μπόνυ και Νέου Καλάμπαρ. Στα δεξιά, στην ακτή της νήσου Μπόνυ γκαζάδικα[7] φόρτωναν από τερματικά που απείχαν μερικές εκατοντάδες μέτρα από τη στεριά, τα προσπεράσαμε, το μέρος στένευε, και μπήκαμε σε μπουγάζι ενός μιλίου όπου έρρεε τώρα μόνον ο ποταμός Μπόνυ.

Τόσο πλατύ ποτάμι! Στις όχθες του ψαροχώρια, με τα κανό αραγμένα μπροστά από καλύβες στημένες σε ξύλινους πασσάλους κι οξύρυγχες σκεπές από μακρόστενα, λεπτά φύλλα δέντρων. Ο ποταμός πλάτυνε σε μια στιγμή, 4πλάσιος σε σχέση με τα στενά που είχαμε περάσει, 5 περίπου μίλια. Στρίψαμε ελαφρώς αριστερά μετά από ένα στενό πέρασμα λίγο περισσότερο από μισό μίλι, έχοντας δεξιά μας έναν μεγάλο ντόκο γεμάτο φορτηγά βαπόρια και συνεχίσαμε. Δεξιά φάνηκε μια προβλήτα σε σχήμα ανεστραμμένου Ύψιλον, το βαπόρι μας σταμάτησε κι ένα ρυμουλκό άρχισε να το στρίβει στο κατάντι του ποταμού. Μας απίθωσε μαεστρικά στο ντόκο και δέσαμε με την αριστερή πλευρά αρχίζοντας να ρίχνουμε έξω κάβους, ήμουν στην πλώρη, ρίξαμε δυο xεντ,[8] ισάριθμα μπρεστ[9] και κατεβάσαμε τον γκάγκουε.[10]

Ήμασταν στη μέση του ποτάμιου πουθενά! Αριστερά η όχθη απείχε περισσότερο από 200 μ. και δεξιά πάνω από 600. Πίσω στο 1,5 χλμ. διακρίνονταν καλύβες της νήσου Οκρίκα και μπροστά τα ήρεμα νερά του Μπόνυ. Ένας στενός δρόμος φαινόταν πίσω αριστερά στα 500 μέτρα με τις φυλλωσιές τεράστιων δέντρων να σκεπάζουν τον εναέριο χώρο του. Απείχαμε 30 μίλια από τη θάλασσα, πώς θα βγαίναμε έξω στο Πορτ Χάρκορτ, και πού διάολο ήταν αυτό; Οι ναυτικοί έλεγαν ότι θα φορτώσουμε εδώ κιτρινόμαυρο πετρέλαιο άριστης ποιότητος, εντάξει, αλλά πώς θα επισκεπτόμασταν κατοικημένο μέρος για αλλαγή παραστάσεων;

Κλέβουν τα πάντα εκεί, έλεγαν οι ναυτικοί, αλλά τα στόρια που κουβαλήσαμε από φορτηγάκι που ήρθε δίπλα μας ήταν πάμφρεσκα. Κατεβαίναμε, φορτώναμε στην πλάτη τσαμπιά με κίτρινες μπανάνες και τελάρα με καφέ χουρμάδες, ανανάδες και καρύδες. Σε κάθε φορτιό εξωτικών φρούτων ανεβαίνοντας από το φορτηγάκι μέχρι τα ψυγεία καταβρόχθιζα όσα προλάβαινα, κι άλλα τόσα στο κατέβασμα, ιδιαίτερα μπανάνες. Είχα χρόνια να φάω μπανάνες, αν και δεν θυμόμουν αν όντως είχα ποτέ δοκιμάσει, τις έτρωγα δυο δυο σε κάθε δρομολόγιο.

Με πόνεσε η κοιλιά. Με είδε που κουβαλούσα στωικά τα τροπικά φρούτα ο γραμματικός, με συμπαραστάθηκε: «Υπομονή, θα γίνεις ναύτης οσονούπω». – «Ναι, θα γίνω», απάντησα με μπουκωμένο στόμα, ευχαριστώ πολύ. Ήμουν τζόβενο.[11]

Ήρθαν από το λιμάνι και μοίρασαν στους αξιωματικούς του βαποριού φυλλάδια από την Νιγηριανή Εταιρία Διύλισης Πετρελαίου ΕΠΕ, σύμφωνα με τα οποία απαγόρευαν το κάπνισμα, αναπτήρες και σπίρτα κτλ.

Μετά το δείπνο, νυχτώνει νωρίς στους τροπικούς, αποσύρθηκα στην καμπίνα. Κανείς μας δεν είχε διάθεση να βγει έξω, στο σκοτάδι της ζούγκλας από χωματόδρομο της κακιάς ώρας του οποίου ορισμένα μόνο μέτρα της αρχής του βλέπαμε. Θα παραμόνευαν εκεί λιοντάρια, θα ήμασταν το χριστουγεννιάτικο δώρο τους! Τους ανθρώπους δεν τους φοβόμουν, όση αποτρεπτική φήμη κι αν είχε η περιοχή.

Ακούω ξαφνικά λεπτές, γυναικείες φωνές, βγαίνω στην κουβέρτα (κατάστρωμα), βρίσκω τον βατσιμάνη,[12] ήταν από το Κάβο Βέρντε.

– Subieron chicas a bordo? (Ήρθαν κορίτσια στο βαπόρι); τον ρωτώ στα ισπανικά.

– Sim, eles vieram, απαντάει στα πορτογαλλικά. Κατάλαβα ότι είπε «ναι, ήρθαν».

– Dónde están? (Πού είναι;), ξαναρωτώ.

– Ψάξει βρει, με λέει στα ελληνικά.

Γυρνώ το βλέμμα γύρω, ουδεμία κίνηση. Προφανώς πήγαν μαζί με τους ναυτικούς στις καμπίνες τους. Σεργιανώ στην κουβέρτα. Σε μια στιγμή βλέπω ένα κορίτσι, πλησιάζω. Φορούσε κόκκινο φόρεμα με μπούστο και στους γοφούς τυλιγμένο ένα πράσινο μαντίλι. Τα σκουλαρίκια μεγάλα. Από πού είχε ανεβεί; Μηχανή πλεούμενου δεν ακούστηκε, είχε πλησιάσει αθόρυβα το βαπόρι με μονόξυλο κι ανεβεί από την ανεμόσκαλα που έριξαν οι ναύτες, όπως είχαν πράξει οι πρώτες; Γιατί έρχονταν κρυφά;

– Do you want to come to my cabin? (Θέλεις να έρθεις στην καμπίνα μου;) ρωτώ. Στη Νιγηρία μιλούσαμε με τους ανθρώπους της στην αγγλική.

– Yes (Ναι), απαντά λαχανιαστά.

– What’s your name; (Πώς σε λένε;), συνέχισα.

Με είπε Εντουμπέ, αν άκουσα καλά. Αποκρίθηκα πως το δικό μου όνομα ήταν Αθανάσιος. Προσπάθησε να το προφέρει, δεν τα κατάφερε.

Μπήκα πρώτος στην καμπίνα μου, με ακολούθησε. Μια αίσθηση ιδρώτα γέμισε τον χώρο, μάλλον κωπηλατούσε ως το βαπόρι και για να ανεβεί από την ανεμόσκαλα δεν ήταν εύκολο –το θερμόμετρο έδειχνε πάνω από 30° C.

– Do you want to wash? (Θέλεις να πλυθούμε;).

– Yes (Ναι), απάντησε.

Έβγαλα από την ντουλάπα δυο πετσέτες και κατευθυνθήκαμε έξω από την καμπίνα, στους λουτήρες του πληρώματος. Ήταν κοντή σε σχέση με μένα, με μαύρη επιδερμίδα. Τα μαλλιά της, ξεθωριασμένα από τον ήλιο ή από φυτικές βαφές, δεμένα σε περίτεχνες κοτσίδες. Πρόσωπο οβάλ, μέτωπο πλατύ στην κορυφή, κατάμαυρα μάτια, μύτη πεπλατυσμένη στα ρουθούνια, χείλη σαρκώδη και βαμμένα κόκκινα, το επάνω κυματοειδές, και τέλεια λευκή οδοντοστοιχία. Παρειές ελαφρά εξογκωμένες με χαρακιές που άρχιζαν λίγο μακρύτερα από το στόμα κι έσβηναν προς τα αυτιά. Ίσως ανήκε στην επιχωριάζουσα φυλή των Ίγκμπο με τα σημάδια του προσώπου να δηλώνουν ένα ιδεαλιστικό ζεύγος, τη ζωή μάλλον και τον θάνατο. Μπορεί να ήταν και σήματα αποτροπής για να μην επανέλθει το χάσιμο παιδιού μιας μάνας, αφού πίστευαν ότι στην επόμενη γέννα εμφανιζόταν πάλι το ίδιο παιδί, όμως χαράζοντας το πρόσωπό του το πνεύμα δεν μπορούσε να το γνωρίσει ώστε να το πάρει δια παντός. Πιθανόν βεβαίως να είχαν απλώς χαραχτεί προς χάριν ευμορφίας. Δεν ρώτησα.

Επιστρέψαμε με καθαρά τα σώματά μας στην καμπίνα και βγάζοντας τις πετσέτες πέσαμε στο κρεβάτι. Στήθη σκληρά, στητά, με σκούρες θηλές σαν σμιλεμένα κινέζικα σκιάδια. Η μέση καμπυλωτή, οι μηροί δυνατοί, υψίπυγος. Το δέρμα σφριγηλό κι ελαστικό, το πατούσες κι επανέρχονταν αμέσως. Τα χέρια της σκληρά, σε ποιο χωράφι δούλευε μικρή και πόσων ετών ήταν άραγε;

Όταν τελείωσαν οι αγκαλιές, έβγαλα 20 δολάρια, της τα ‘δωσα, ντύθηκε κι έφυγε. Η καμπίνα μύριζε έρωτες και πάλη, άνοιξα το φιλιστρίνι. Πλύθηκα ξανά κι επέστρεψα.

Έπειτα από λίγο τοκ τοκ η πόρτα. Ποιος με ήθελε και γιατί; Άνοιξα, άλλο κορίτσι.

– May I come in; (Να μπω;), με ρωτάει δειλά;

– Yes (Ναι), απαντώ ξαφνιασμένος.

Έμοιαζε με την Εντουμπέ, ίδιος σωματότυπος. Τα μαλλιά δεμένα στην κορυφή της κεφαλής της με κότσο. Στο ντύσιμο και το βλέμμα της αντανακλώνταν η φτώχεια των λαϊκών στρωμάτων. Ίσως είχε συναντηθεί με την Εντουμπέ στο βαπόρι, πιθανόν όμως να επισκέφτηκε τυχαία την καμπίνα μου. Δεν ήθελα άλλη επαφή εκείνη τη στιγμή, όμως σκέφτηκα: πώς θα επέστρεφε από όπου είχε ξεκινήσει χωρίς χρήματα; Την πλησίασα και την αγκάλιασα. Πάλι ο ίδιος διάλογος, ξανά η ίδια τελετουργία σμιξίματος με τη διαφορά ότι την έλεγαν Νεόμα και πως την έδωσα 13 δολάρια, δεν είχα άλλα μικρότερα χαρτονομίσματα. Έφυγε, δεν είδα αν κατέβηκε από την κουβέρτα σε μονόξυλο ή πήγε αλλού.

 

Παρασκευή, 21 Δεκέμβρη.

Πρωί, ο ήλιος είχε σηκωθεί αρκετά ψηλά, ξυπνήσαμε για δουλειά, ματσακόνι[13] και βαψίματα, τα συνήθη.

Ανέβηκαν τελωνειακοί να ψάξουν το βαπόρι, πρώτη φορά είδα τέτοιους, αν έχουμε κάτι στις καμπίνες μας που δεν έπρεπε. Ήρθαν και στη δική μου, ένας από αυτούς ψάχνοντας πήρε χωρίς να με ρωτήσει μια κούτα αμερικανικών τσιγάρων Long Johns που είχα αγοράσει από τον στούαρ, τα είχα στο τραπέζι να δώσω στα κορίτσια τσιγάρα, αν κάπνιζαν. Τον κοίταξα απορημένος. Πώς μπορούσα να αντιδράσω, να μιλήσω, να χτυπηθώ μαζί του, να τον καταγγείλω πού; Στο λιμενικό ή την αστυνομία; Σε ποιο μέρος είχαν την έδρα τους οι υπηρεσίες αυτές και πώς θα πήγαινα, αφού ήμασταν δεμένοι σε ένα ντόκο ποταμού στη μέση του πουθενά; Με λογάριασε για κεφαλαιοκράτη και προχώρησε σε επαναστατική απαλλοτρίωση υλικού αγαθού ή ήθελε ένα ενθύμιο των ΗΠΑ; Μάλλον συμπλήρωνε τον γλίσχρο προφανώς μισθό του, αλλά κι ο δικός μου δεν ήταν υπέρογκος και στο κάτω κάτω της γραφής βγαλμένος μέσα από τη θάλασσα.

Στη Νιγηρία απαγορεύονταν ή περιορίζονταν εισαγωγές διάφορων ειδών, προφανώς υποψιάζονταν ότι είχαμε και θα μπορούσαμε να πωλήσουμε ορισμένα από αυτά, π.χ. οινοπνευματώδη ποτά με περισσότερο το μισό αλκοόλη, μεταχειρισμένα ρούχα, χάπια χλωροκίνης, σπίρτα λευκού φωσφόρου, αυγά πουλιών, χοιρινά και βοδινά κρέατα, χαλιά κ.α. Αλλά μια κούτα τσιγάρων ήταν επιλήψιμη, μια μόνο κούτα; Αλλά τα είχε αυτά ο τρίτος κόσμος, την ασυδοσία κρατικών υπαλλήλων, επισήμως διαφθορά. Την είχε αυθεντική ο τρίτος κόσμος όπου προφανώς ανήκε η χώρα αυτή, την έχει σήμερα σε άλλους τομείς η δική μας καλυμμένη κάτω από μεσολαβήσεις, υποκλίσεις και παρακάλια που υποσκελίζουν το τυπικό πλαίσιο.

Προς το απόγευμα μάς πλησίασαν από το ποτάμι μερικά μονόξυλα, σκαλιστοί κορμοί δένδρων με 4-6 εγκάρσιες σανίδες για να κάθεται το πλήρωμά τους. Πίσω στην πρύμα ένας κρατούσε το κουπί σαν πηδάλιο πορείας, άλλος καθόταν στην πλώρη και στη μέση δύο έτεροι. Όταν σίμωσαν αρκετά διαπίστωσα πως ήταν όλοι παιδιά, αγόρια και κορίτσια, κάτω των 12 ετών, ντυμένα με παλιά, ξεφτισμένα ρούχα. Μας φώναζαν στη γλώσσα τους με παράλληλα νοήματα ζητώντας. Πήγα στην κουζίνα, πήρα μερικά ψωμιά και τα έριχνα από πάνω προσπαθώντας να πετύχω τα σκάφη τους. Όσα δεν έπεφταν ακριβώς, τα παιδιά βουτούσαν στον ποταμό, τα έπιαναν και τα ανέβαζαν στη βάρκα τους, εικόνα που ποτέ δεν είχα φανταστεί, βουτιές κι ελιγμοί μονόξυλων για μια φέτα ψωμί! Έτρεξα στην καμπίνα μου, πήρα τις φανέλες που είχα αγοράσει από τη Νέα Υόρκη και τις έριξα όλες κάτω στα παιδιά των μονόξυλων, δεν είχα μετά τι να φορέσω!

Στη ζούγκλα ακούγονταν όπως και χτες ταμ ταμ, ήχοι κρουστών σε διάφορους τόνους και ρυθμούς. Τι άραγε γιόρταζαν και σε ποιο μέρος; Μήπως τη γιορτή Ίρια, σχετιζόμενη με την ενηλικίωση παρθένων κορασίδων που ζωγραφίζοντας το δέρμα τους χόρευαν ημίγυμνες στην πλατεία της Οκρίκας; Πόσο θα ήθελα να πήγαινα, αλλά μόνος δίσταζα. Και πώς, με τα πόδια από δρόμο, μονοπάτι; Δύσκολη η κατάσταση, στεριανή δειλία!

Βράδυ ώρα 9 μ.μ. έρχονται στο βαπόρι τρία κορίτσια με κανό κι αυτή τη φορά, πάλι από τον ποταμό, κι ανέβηκαν από την ανεμόσκαλα. Τα είδαν, τα άρπαξαν αμέσως οι ναύτες. Μετά έφτασαν κι άλλα. Γλυκά νυκτερινά ρεσάλτα.

 

Σάββατο, 22 Δεκέμβρη.

Το βαπόρι έχει φορτώσει, έτοιμο να φύγει, αλλά για 5 ώρες είμαστε στανμπάι.[14] Ψάχνουμε αν υπάρχουν μέσα λαθρεπιβάτες. Με λέει ο καπετάνιος να ψάξω να βρω αν έμεινε μέσα κανένα κορίτσι. Ερευνώ όλους τους χώρους του βαποριού, τίποτα. Ανεβαίνω στον όροφο όπου ήταν οι καμπίνες των μηχανικών, βρίσκω ένα βαθιά κοιμώμενο στο καθιστικό τους. Την ξυπνώ, come, την λέω, δεν άκουγε ή δεν καταλάβαινε. Την σηκώνω μαλακά στην αγκαλιά, βγαίνω στην κουβέρτα, κατεβαίνω στο ντόκο και την απιθώνω στο τσιμέντο επάνω. Ήταν μεθυσμένη, κοιμισμένη, αγνοώ. Ανεβαίνω πάλι πάνω και τραβούμε τον γκάγκουε.

– Θα πάμε Ολλανδία, λέει ο λοστρόμος…

 

[1] ράδα, rada: αγκυροβολία στην ανοιχτή θάλασσα

[2] έξαλα: τα ορατά μέρη του πλοίου από την επιφάνεια της θάλασσας.

[3] ρότα, rota: πορεία

[4] τσάρτερ, chart room: το δωμάτιο χαρτών

[5] βιετσέφ, VHF: ο ασύρματος των πλοίων

[6] τσαμαρουδόδρομος, υδάτινο πέρασμα περιφραγμένο στις άκρες του με σημαδούρες

[7] γκαζάδικα: τα πετρελαιοφόρα

[8] χεντ, head line: ο κάβος που δένεται σε οξεία γωνία ντόκου-βαποριού προς τα μπρος της πλώρης

[9] μπρεστ, breast: ο κάβος που δένεται σε ορθή γωνία ντόκου-βαποριού

[10] γκάγκουες, gangway: η σκάλα επιβίβασης-αποβίβασης

[11] τζόβενο, zoven(e): ναυτόπαις, μούτσος

[12] βατσιμάνης, watchman: ο ναύτης που κάνει χρέη φύλακα του βαποριού

[13] ματσακόνι: χτύπημα της σκουριάς με σφυρί, ώστε να φύγει

[14] στάνμπαϊ, stand by: σε αναμονή

[Το πλήρες κείμενο αναρτήθηκε στις 22/10/2023]

Κατηγορίες: ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ. Ετικέτες: , , , , , , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση