Θύελλα στον βόρειο Ατλαντικό

Καταγραφή

https://img.myloview.com/stickers/sea-wave-during-storm-in-atlantic-ocean-700-53524575.jpg

Στο προηγούμενο τεύχος της Παρέμβασης [τ. 207-208 (άνοιξη 2022) 62-67] δημοσιεύτηκε κείμενο του γράφοντος για ταξίδι με γκαζάδικο από το Αλγέρι στη Νέα Υόρκη. Εδώ εξιστορείται κάτι ενδιάμεσο, μια θύελλα που αντιμετωπίσαμε στον βόρειο Ατλαντικό.

Παρασκευή 24 Νοέμβρη

Στο διάλειμμα του φαγητού ανέβηκα στη γέφυρα όπου είχε βάρδια ο καπετάν Γιάννης, με είχε πει να πηγαίνω κάθε βράδυ στις 12 τα μεσάνυχτα να συνεχίζουμε όσα με μάθανε για την πλεύση. Στο τσάρτερ (δωμάτιο χαρτών) είδα αναρτημένη τη σελίδα για τον καιρό, έγραψε πως μπροστά μας αύριο σε γεωγραφικό πλάτος 42°Β και μήκος 53°Δ θα πέσουμε σε Gale (θύελλα). Η προειδοποίηση συνοδευόταν από την φράση later (αργότερα), δηλαδή θα τη συναντούσαμε μετά από 12 ώρες. Κοίταξα δίπλα την κλίμακα μποφόρ, υπήρχε δίπλα αναρτημένη, είχε εικόνες θάλασσας και σύντομα κείμενα από κάτω τους: Για τη θύελλα έγραφε ότι στα 10 μποφόρ η μέση ταχύτητα του ανέμου είναι 60 κόμβοι, δηλαδή 111 μέτρα την ώρα και τα κύματα ύψους 9 μέτρων. Είχαμε ήδη μπει στην υποθαλάσσια Αβυσσαλέα Πεδιάδα Σομ (Sohm Abyssal Plain) με πυθμένα εκτάσεώς της ως 7 περίπου Ελλάδες, το δε βάθος ξεπερνούσε τις 2700 οργιές, ήτοι 5 χλμ., αλλά αν το ανάγλυφο έπαιζε ρόλο στη δημιουργία ή την επιδείνωση του καιρού ήταν ανεξακρίβωτο.

Όταν κατέβηκα πίσω στο καθιστικό του κατώτερου πληρώματος, είπα σε διάφορους ότι αύριο θα χορέψουμε τσάρλεστον, δηλαδή θα έχουμε γερό μπότζι (τρικυμία). Δεν με πίστεψε κανείς, διότι ο καιρός ήταν γλυκός και δεν τους φανέρωσα ότι το είχα διαβάσει.

Βράδυ ώρα 12 δεν πήγα στη γέφυρα για μάθημα, διάβαζα μέχρι την κατάκλιση στην καμπίνα μου μια χοντρή ναυτιλία που με είχαν δώσει.

 

Σάββατο 24 Νοέμβρη

Πρωί κάναμε γυμνάσιο κατεβάσματος των βαρκών, επισήμως καθαίρεσης των σωσίβιων λέμβων, σε περίπτωση εγκατάλειψης του πλοίου, πρώτη φορά για μένα τον πρωτόμπαρκο, ήταν το δεύτερο Σάββατό μου στο βαπόρι, στο πρώτο όταν πλέαμε προς το Γιβραλτάρ ή δεν κάναμε ή ήμουν στην κουζίνα πλένοντας κατσαρόλες και δεν βγήκαμε έξω με τον μάγερα. Λογικά είχε ακουστεί από την κόρνα το σήμα της εγκατάλειψης, αλλά μάλλον ήμασταν απασχολημένοι στα ηλεκτρικά μάτια της κουζίνας.

Τώρα όμως ήχησε το πρωί η κόρνα, υπήρχαν δύο τέτοιες επάνω ψηλά στο άλμπουρο της πρώρας, όπως έλεγαν την πλώρη, εφτά φορές βραχέως και μια παρατεταμένως. Αφήσαμε όλοι τις δουλειές μας και τρέξαμε στις βάρκες, η δική μου κρεμόταν στο αριστερό επάνω μέρος της πρύμας, έξω από τις καμπίνες των αξιωματικών της μηχανής. Ήμουν ο μοναδικός που δεν είχα σωσίβιο γιλέκο, με είδαν, με έδωσαν ένα τελικά. Είχαν λησμονήσει την παράδοσή του ή πίστευαν ότι στην καμπίνα που έμενα θα υπήρχε ήδη σωσίβιο;

Το γιλέκο ήταν χρώματος πορτοκαλί κι απλής κατασκευής, σαν ένα κάπως παχύ ορθογώνιο παραλληλόγραμμο με μια οπή στη μέση για να περνά ο λαιμός. Όταν το φορούσα, το μεγαλύτερο μέρος του κάλυπτε το στήθος, ενώ από πίσω κρεμόταν ένα μαξιλαράκι. Στερεωνόταν στην κλείδα και στον στόμαχο με δυο άσπρους ιμάντες. Το ύφασμά του ήταν πλαστικό από έξω και μέσα οι ναυτικοί είπαν ότι περιείχε κομμάτια φελλών, ώστε να επιπλέει, πιστευτή εξήγηση καθώς ήταν ογκώδες κι άβολο, ίσως είχαν ανοίξει κάποτε ένα και δει το περιεχόμενό του. Όμως παλαιότερα χρησιμοποιούσαν φελλό ως γέμισμα, κι αν ήταν από αφρό πολυαιθυλενίου δεν θα ήταν τόσο μαλακό. Ίσως περιείχε περιπλεγμένες ίνες του τροπικού δέντρου κάποκ.

– Θα είσαι υπεύθυνος από τώρα και πέρα για την ετοιμότητα σε εξοπλισμό όλων των βαρκών μας, με είπαν, και σε περίπτωση εγκατάλειψης θα κατεβάζεις τη βάρκα αυτή μαζί με τον Ηλία στη θάλασσα. Ο Ηλίας ήταν ναύτης, μισός Τσέχος, μισός Έλληνας.

– Εντάξει, απάντησα.

Πριν καν προλάβουμε να αποσυρθούμε από τις βάρκες η θάλασσα άλλαξε μορφή. Τα κύματα σαν ένα τεράστιο σκούρο γαλάζιο χαλί με αραιές, μακριές και λείες πτυχώσεις χωρίς κανέναν αφρό ερχόταν κατά πάνω μας χωρίς όμως να σκάζουν στη μάσκα του βαποριού, απλώς την ανασήκωναν μαλακά επάνω, γλιστρούσαν μετά κάτω από τη γάστρα (υποθαλάσσιο τμήμα) και μας άφηναν καθώς η πρύμα μαζί με την προπέλα σηκωνόταν για να κατεβεί ξανά.

Γοητευμένος ανέβηκα πριν από το γεύμα στον καπετάν Γιάννη στη γέφυρα, κρατούσε μια φωτογραφική μηχανή και τα απαθανάτιζε.

– Θα με βγάλεις και μένα μια φωτογραφία με αυτά τα εντυπωσιακά, ήρεμα κύματα; τον ρώτησα.

– Ευχαρίστως, απάντησε.

Βγήκαμε στη δεξιά βαρδιόλα (φτερό της γέφυρας) και στήθηκα δίπλα στο παλινώριο (σκεπαστή διόπτρα) με τα θαυμαστά κύματα της αποθαλασσίας, όπως την έγραφε η ναυτιλία, να κυλούν πίσω μου, υψηλότερα από το μέρος που στεκόμουν όταν το βαπόρι κατέβαινε από το ύψος που το ανέβαζαν. Πάτησε το κλείστρο δυο-τρεις φορές.

– Τα λέμε σουέλ (swell) αυτά το είδος των κυμάτων, εξήγησε, είναι ήπια όπως βλέπεις, ξεθυμαίνουν όσο απομακρύνονται από το μάτι του καιρού. Αλλά να ξέρεις ότι σε λίγο θα αντιμετωπίσουμε χειρότερα.

Επέστρεψα στο καθιστικό μας, βρήκα τον Ηλία, κοιτούσαμε μαζί έξω τη θάλασσα που άρχιζε να βγάζει το ήμερο προσωπείο της. Έφαγα γρήγορα και ανέβηκα ξανά στη γέφυρα μαζί με το καμαρωτάκι, τον Δημήτρη. Το γλυκό σουέλ είχε παραχωρήσει τη θέση του σε κύμα που αγρίευε όλο και πιο πολύ. Χτυπούσε στη μάσκα της πρώρας και καταιγιστικές ριπές νερού έφταναν ως εκεί ψηλά που βρισκόμασταν, εμείς βέβαια προφυλαγμένοι πίσω από τους από καθρέφτες, τα μπροστινά παράθυρα της γέφυρας. Το νερό, από πού άραγε, πέρασε μέσα στο τσάρτερ και νότισε χάρτες, πέρασα μέσα να τους προφυλάξω, όταν ακούω ξαφνικά ακούω έναν κρότο, βγαίνω στη γέφυρα και για μισό σχεδόν λεπτό οι καθρέφτες είχαν σκεπαστεί με άσπρους αφρούς περιορίζοντας εντελώς την ορατότητα.

Τηλεφωνούν από την πρύμα:

– Τι ακούστηκε τόσο δυνατά;

– Τίποτα, λέει ο καπετάν Γιάννης, διπλοχτύπησε ένα κύμα.

Σε λίγο ήρθε στην πλώρη και ο γραμματικός (υποπλοίαρχος), φοβισμένος κι αυτός.

– Αμάν, τι έγινε; Τι ήταν αυτό; μας ρώτησε.

– Φοβήθηκες; απάντησε ερωτηματικά ο Δημήτρης;

– Αστείο ήταν αυτό; μίλησε συνοφρυωμένος ο γραμματικός.

Τα πρόσωπα όλων είχαν χλομιάσει, φοβούνταν μη μπατάρει (βουλιάξει) το βαπόρι. Συμπαραστεκόμουν κι εγώ τον φόβο σιωπηλός, αλλά, να πω την αλήθεια, δεν με ένοιαζε και πολύ. Με συνάρπαζε το φαινόμενο, η δύναμη της φύσης εμπρός στη δική μας αδυναμία. Τι μπορούσαμε να κάνουμε εδώ; Μα γυρίσουμε πίσω, απίθανο. Να αποφύγουμε τον καιρό αλλάζοντας πορεία ασύμφορο για τη ναύλωση, διότι αυτό σήμαινε οικονομικές τουλάχιστον ζημίες. Έμενε να δώσουμε σήμα για ελάττωση των στροφών της μηχανής, ώστε να μην ξενερίζει, να βγαίνει δηλαδή έξω από το νερό η προπέλα και διαταράσσεται η ομοιόχρονη λειτουργία της όταν βυθιζόταν η μάσκα μες στη θάλασσα, ενώ η πρύμα σηκωνόταν προς τον ουρανό.

Επικινδυνότερο όλων ήταν το σκαμπανέβασμα (πρόνευση), δηλαδή να μην βρεθεί η πρώρα στην κορυφή ενός κύματος και η πρύμα σε παρόμοια ετέρου και το σκάφος κοπεί στη μέση. Είχε συμβεί αυτό μερικές φορές, έλεγαν οι ναυτικοί.

Για μένα ο κίνδυνος ήταν πρωτόφαντος, ως τότε τα μόνα εξαιρετικά επίφοβα πράγματα ήταν όταν αναρριχιόμουν χωρίς καμιά ασφάλεια στις ηλικιωμένες ψηλές καρυδιές του αμπελιού μας να τινάξω τον καρπό τους κάθε φθινόπωρο, κρατιόμουν μόνο με το ένα χέρι στον κορμό ή στα κλαδιά. Από τον πρώτο χρόνο του Γυμνασίου ανέβαινα, ο πατέρας μου δεν μπορούσε και η μάνα μου είχε σπάσει τη λεκάνη της επιχειρώντας μια φορά, οπότε έμενα εγώ. Ταυτόσημος ήταν ίσως και ο κίνδυνος, όταν κολυμπούσαμε στον ποταμό Αλιάκμονα, σε μέρη που δεν ξέραμε. Και στις δύο όμως περιπτώσεις επιχειρούσαμε σιγά και προσεκτικά εμπιστευόμενοι τον εαυτό μας και την πείρα των μεγαλύτερων, εδώ όμως στη θάλασσα ήμασταν τελείως αφημένοι στη μανία του καιρού, πώς μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε έναν ωκεανό; Μόνη μας έγνοια ήταν το κατέβασμα των βαρκών στη θάλασσα, υπόθεση που φαινόταν δύσκολη έτσι πως ερχόταν κι έφευγε το κύμα.

Τις εντολές στη μηχανή για το πόσο αργά η γρήγορα θα πάει το βαπόρι τις έδιναν μέσω ενός κάθετα τοποθετημένου στη γέφυρα κυλίνδρου που είχε διαβαθμίσεις με κεφαλαία γράμματα, χωρισμένες σε δύο ημικύκλια. Το αριστερό τόξο του έγραφε astern (όπισθεν) με υποτόξα τα slow, half, full και finished with engine, όλα με κόκκινα γράμματα εκτός από το τελευταίο με μαύρα. Το δεξί έγραφε ahead (μπροστά) με υποτόξα τα stand by (αναμονή), slow, half και full. Τα τόξα χωρίζονταν μεταξύ τους από ένα stop με μεγαλύτερα όλων γράμματα. Γυρίζοντας έναν τριγωνικό μοχλό επέλεγαν την επιθυμούμενη εντολή, την οποία προφανώς μιμούνταν παρόμοιο όργανο κάτω στη μηχανή. Υπάκουσαν αμέσως στο σήμα half ahead, δηλαδή να ταξιδεύουμε με μισές στροφές μπροστά.

Η μαρκόνισσα είπε ότι δέχτηκε σήμα SOS στον ασύρματο από βαπόρι που ήταν στην ίδια περιοχή με μας, πώς όμως να προσερχόμασταν για βοήθεια, αφού είχαμε τα δικά μας προβλήματα; Πηγαίναμε με 7 περίπου κόμβους την ώρα και με κύματα που χτυπούσαν κι έβγαζαν συνέχεια σαν καρυδότσουφλο τα βαπόρι έξω από την ρότα του.

Είχαμε κλειστές όλες τις υδατοστεγείς πόρτες και παράθυρα. Από έξω η τζιμινιέρα είχε σχεδόν σωπάσει, ακούγονταν οι γροθιές των κυμάτων επάνω στο σκάφος κι ο πουνεντομαΐστρος, (δυτικός-βορειοδυτικός άνεμος) που σφύριζε δέρνοντας ανηλεώς από τα στράλια (συρματόσχοινα καταρτιών). Μέσα στη γέφυρα ακούγαμε τους ήχους των δύο πυξίδων σε κάθε χτύπημα του νερού, της μαγνητικής του τιμονιού που γύριζε αρκετές μοίρες το βαπόρι προς το νότο, τικ τικ τικ τικ, και της τζάιρο (γυροσκοπικής) με το διαστημικό της ήχο, ιννννννν. Ο ναύτης που ήταν στο τιμόνι το γύριζε στην ρότα (πορεία) των 275° με αργό όμως ρυθμό για να μη σπάσει το πηδάλιο της πρύμας. Κι ο άλλος ναύτης της βάρδιας προσπαθούσε να δει έξω για άλλα βαπόρια ή εμπόδια, κοιτώντας από τους καθρέφτες και τα πλαϊνά.

Ο ουρανός καλυμμένος με γκρίζα πυκνά πέπλα υψιστρωμάτων, ποιος ενδιαφερόταν γι΄ αυτόν; Και ο καιρός κρύος, οφειλόμενος σε πολικές θαλάσσιες μάζες που επιχωριάζουν όλο το χρόνο στην περιοχή αυτή ερχόμενοι από την Γροιλανδία. Προφανώς ο καιρός δεν ανήκε σε στάδιο ανάπτυξης τροπικού κυκλώνα, ονομαζόταν Hurricane (Τυφώνας), που ξεθύμαινε ερχόμενος προς τον Καναδά, αλλά μάλλον η θύελλα αυτή ήταν κυκλωνικού τύπου.

Στη γέφυρα, επειδή ήταν το ψηλότερο κατοικήσιμο μέρος του καραβιού το μπότζι ήταν μεγαλύτερο, επέστρεψα πίσω στο καθιστικό μας. Δεν πρόλαβα να καθίσω εκεί, έρχεται ο γραμματικός:

– Βρες τον Ηλία κι ελάτε πρώρα να δέσουμε τις καδένες (αλυσίδες) των αγκυρών.

– Τι συνέβη;

– Τις σκόρπισε το κύμα στις άκρες.

– Και πώς θα το κάνουμε με τέτοια θάλασσα; απόρησα.

– Θα γυρίσουμε το καράβι. Φόρα τη νιτσεράδα (αδιάβροχο) και τις μπότες.

Το βαπόρι άρχισε να γυρίζει αργά προς τα αριστερά και σταμάτησε στις 110°, ώστε ο σφοδρός άνεμος να πνέει από πίσω μας. Ήμασταν στην πλώρη με τους ναύτες και τον λοστρόμο, 7 άτομα, κουκουλωμένοι όλοι στα κίτρινα. Περνούσαμε συρματόσχοινα ανάμεσα στις αλυσίδες και τις μπαγλαρώναμε με το βίντσι, να είναι σταθερές, έστω κι αν ήταν στις άκρες κοντά στα παραπέτα.

Όταν τελειώσαμε, το βαπόρι έστριψε ξανά στην κανονική του ρότα των 275°. Έβγαλα τη νιτσεράδα και τις μπότες στην καμπίνα, φόρεσα πολιτικά ρούχα κι ανέβηκα στη γέφυρα για να βλέπω τη μανιασμένη θάλασσα.

Έπειτα αποφάσισα να επιστρέψω πίσω στο καθιστικό με τον γκάγκουε (υπερυψωμένο διάδρομο) να σκεπάζεται περιοδικά από τα κύματα. Όταν πέρασε ένα, τρέχω διανύοντας τη μισή απόσταση, αλλά, όταν βλέπω ένα κύμα να καταφθάνει, γραπώνω τα ρέλια (κάγκελα), σκύβω και γυρίζω τις πλάτες. Με χτύπησε, με έκανε παπί. Γυρίζω το βλέμμα μου μπροστά, γεμάτος νερό ο γκάγκουες που είχα περάσει. Στέκομαι γερά πιασμένος εκεί και γυρισμένος πλάγια για να μη με παρασύρει ο άνεμος, για πίσω δεν υπήρχε σκέψη, περιμένω και σιγά σιγά πάντα με τα χέρια στα ρέλια περνώ στην πρύμα.

Αλλάζω στην καμπίνα με στεγνά ρούχα, κρύωνα, άρχισα να προβληματίζομαι βλέποντας τα κύματα να σηκώνουν στην κορυφή τους ένα ολόκληρο φορτωμένο βαπόρι και μετά να το κατεβάζουν στη βάση τους, σε μια τεράστια τρύπα από όπου σχεδόν δεν φαινόταν σχεδόν ο ουρανός. Ο νους μου έτρεχε ενστικτωδώς στο χωριό, στην ασφάλεια της παιδικής ηλικίας και στις ανοιξιάτικες καταιγίδες της στεριάς, τις λέγαμε καθόργια σαν έβρεχε και νταμπάνια όταν φυσούσε δυνατός άνεμος, όμως καιρούς που δεν είχαν ουδεμία σχέση με τον παρόντα. Γιατί μπαρκάρισα; ρωτούσα σιωπηρά τον εαυτό μου, κι αυτοχλευαζόμουν μονολογώντας: Πού ‘σαι, χωριό μου όμορφο, με τις ραχούλες και τις ρεματιές;

Στο καθιστικό ένα πολύβουο μελίσσι να παραπονιέται σε πορτογαλλικά, ινδικά, τσέχικα, πακιστανικά, σιναλεζικά ή ταμίλ και σε σπαστά ελληνικά ή και αγγλικά μαζί γιατί να μην αποφεύγαμε την θύελλα επιλέγοντας άλλο, πιο νότιο δρομολόγιο. Με βρήκε ο Ηλίας, με πρότεινε να επισκεφτούμε τον ηλεκτρολόγο. Είχαν οι δυο τους μια ιδέα, να γράψουμε σε ένα χαρτί στα ελληνικά κι αγγλικά ότι είμαστε οι τρεις μας ονοματικά στο γκαζάδικο Πάρος και βρισκόμαστε σε θύελλα 800 μίλια ανατολικά της Νέας Υόρκης και είναι άδηλο αν επιζήσουμε. Το γράφω, το παίρνει ο ηλεκτρολόγος και το βάζει μέσα σε ένα άδειο μπουκάλι ουίσκι μαζί με μερικά τσιγάρα κι ένα διαλυμένο σπίρτο. Το κλείνει και το ρίχνει από το φινιστρίνι στη θάλασσα. Μέχρι τώρα δεν ειδοποιηθήκαμε αν βρέθηκε.

Βράδιαζε, έξω ο καιρός λυσσομανούσε, βιβλική καταστροφή. Το κύμα διπλοχτυπούσε ξανά το βαπόρι, σαν να είσαι μέσα σε αυτοκίνητο που τρέχει σε δρόμο γεμάτο λακκούβες. Κατεβαίνω στην καμπίνα, το μπότζι συνέχιζε, ας πάω στο καπνιστήριο σκέφτηκα. Μέσα κοιμούνταν ήταν ένας Καβοβερντιάνος (από το Πράσινο Ακρωτήριο) και ο Δημήτρης, το καμαρωτάκι. Κάθομαι σε μια καρέκλα προσπαθώντας να κοιμηθώ, αλλά το μάτι συνέχεια ανοιχτό. Κάπου κάπου έρχονταν νέα, ότι η θάλασσα έσπασε μια σωλήνα κι ακόμη το τσιμέντο που έφραζε τα όκια (μάτια) των αγκυρών. Όκια έλεγαν τις οπές στο παραπέτο (χαλύβδινο τοιχίο) από όπου περνούν οι κάβοι για να δεθούν έξω στις μπίντες (μεταλλικές δέστρες) των λιμανιών αλλά και τις αντίστοιχες οπές μπροστά από όπου περνούσαν οι καδένες των αγκυρών για να ποντιστούν. Φράζαμε με στουπιά και τσιμέντο τα όκια σε περιπτώσεις κακοκαιρίας για να μην περνά το νερό στο κάσαρο (υπερυψωμένο μέρος της πλώρης) και μουσκεύει τα βίντσια (βαρούλκα) που είχαμε για τους κάβους και τις άγκυρες. Από τη στιγμή όμως που άνοιξε δίοδος το κύμα τα έβρεχε με άνεση. Επίσης η θάλασσα έσπασε ένα μέρος από τον γκάγκουε (σκάλα επιβίβασης), τον οποίο ανεβάζαμε με μπίγες (γερανούς) στην κουβέρτα και τον κατεβάζαμε στα λιμάνια από ποια πλευρά δέναμε.

Κατεβαίνω στην καμπίνα στις 12 τα μεσάνυχτα, δεν με κολλούσε ύπνος, ανεβαίνω πάλι στο καπνιστήριο στις 3:30΄ π.μ. και την αράζω στον καναπέ μέχρι τις 6. Κοιμήθηκα κανά δυο ώρες.

Κυριακή 25 Νοέμβρη

Η θάλασσα μάλλον είχε ελαφρώς κοπάσει, διότι αύξησαν τις στροφές της μηχανής, τις οποίες είχαν μειώσει στο μισό χτες.

Γευμάτισα με δύο μπιφτέκια, δεν υπήρχε μαγειρεμένο φαγητό, δεν μπορούσε να γίνει με τέτοιο μπότζι, θα χυνόταν τουλάχιστον το μισό, αν τα σκεύη κατόρθωναν να ισορροπήσουν στα μάτια των φούρνων, μόνον ψητά διέθετε το μαγειρείο. Έπειτα έμεινα στο καπνιστήριο ως ώρα 4 το απόγευμα. Δείπνησα κι αποσύρθηκα στην καμπίνα μου. Είχα συνηθίσει τον άγριο καιρό, αν και φαινόταν ότι ξεθύμαινε.

Τυπώθηκαν στο περιοδικό Παρέμβαση, τεύχος 209-210, έκδοση 26η Σεπτεμβρίου 2022, σελίδες 85-90. Ξεφυλλίστε το ηλεκτρονικά αρχίζοντας από εδώ.

Κατηγορίες: ΑΡΘΡΑ. Ετικέτες: , , , , , , , , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση