11 μέρες ανοιχτά του νησιού Aruba της Καραϊβικής

Στο περιοδικό της Κοζάνης Παρέμβαση του ενεστώτος Φεβρουαρίου εγκιβωτίζεται απόσπασμα από το ναυτικό ημερολόγιο του γράφοντος με τίτλο 11 μέρες ανοιχτά του νησιού Aruba της Καραϊβικής. Πώς περνά ο χρόνος ενός ναύτη πάνω σε αγκυροβολημένο πετρελαιοφόρο; Αβεβαιότητα για τον επόμενο προορισμό, Βενεζουέλα ή Δυτική Αφρική; Ανία με εργασίες συντήρησης, βαψίματα και καθαρισμούς. Ζέστη και υγρασία αλλά κι ευκαιρία μελέτης του έναστρου ουρανού –τι μικρός που είναι ο άνθρωπος! Η ονομαστική του εορτή, ο πατριωτισμός, η νοσταλγία. Πλήρωμα διαφόρων θρησκειών κι εθνικοτήτων, αλλά συνεκτικός αρμός η κοινή καθημερινότητα. Ευαισθησίες, τέλος, στο σκληρό αυτό περιβάλλον με την απελευθέρωση ενός ψαριού. 

Aruba island map 146K

Η νήσος Αρούμπα στον ναυτικό μας χάρτη. Στα ανοιχτά της είχαμε μείνει στη ράδα. Οι
κόκκινες κηλίδες δηλώνουν τους φάρους και τα ακρωνύμια τα χρώματα εκπομπής και τον ρυθμό ακτινοβολίας τους,
ενώ οι αριθμοί δηλώνουν τα βάθη της θάλασσας σε οργιές. Λεπτομέρεια από τον Golfo de Darien to Puerto
Cabbello, Mercator Prodection, Scale 1:956.170, 51 st ED., Oct. 1943, Revised 4/20/70, U.S. Naval Oceanographic Office, Washington D.C. 1970

Πέμπτη, 17 Γενάρη 1980
Το βαπόρι σταμάτησε 10 περίπου μίλια ΒΔ της νήσου Aruba, ολλανδικής κτήσης, νότια Καραϊβική. Ρώτησα γιατί. Με είπαν ότι σε περίπτωση που τελικά δεν θα φορτώσουμε στη Βενεζουέλα, θα κινήσουμε από κει για Δυτική Αφρική. Ανέβηκα στο τσαρτ ρουμ και άνοιξα τους χάρτες. Αν πηγαίναμε ανατολικά με ευθεία ρότα, θα περνούσαμε το στενό ανάμεσα από τη νήσο Grenada, πρώην γαλλική αποικία, έπειτα βρετανική κι εν τέλει ανεξάρτητη χώρα ανήκουσα στη βρετανική κοινοπολιτεία, και την αντίστοιχη Tobago, πρώην βρετανική αποικία. Τελικά είχαν οι ντόπιοι κανένα νησί δικό τους;

Τα ναύλα δεν ήταν εύκολη υπόθεση για τις εταιρίες, οι τιμές του πετρελαίου ανεβοκατέβαιναν στα χρηματιστήρια κι έπρεπε να προσέχεις την κάθε στιγμή και να ξέρεις τα πάντα για την Οικονομία, δύσκολα θέματα. Οι εφοπλιστές είχαν πολλή δουλειά, έπρεπε να κινούνται σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, όχι μόνον από πού και πόσο θα προμηθευτούν τον μαύρο χρυσό, αλλά και σε ποιο λιμάνι θα τον αποθέσουν και με τι τιμές. Δεν αποκτούσαν τα λεφτά τους χωρίς να μοχθούν, όπως νόμιζε ο πολύς κόσμος της στεριάς.

Έσβησε η προωστική μηχανή του βαποριού κι αφέθηκε αναμμένη μόνο η ηλεκτρομηχανή. Ο υπνωτικός θόρυβος της τζιμινιέρας κατά τη διάρκεια του πλου είχε πάψει, ακουγόταν μόνον ένας σχεδόν άηχος παφλασμός του νερού. Ο ήλιος έλαμπε στο στερέωμα, ο ουρανός καταγάλανος με λίγα σύννεφα να σέρνονταν νωθρά, η θερμοκρασία λίγο κάτω από 30° Κελσίου, αλλά αρκετή υγρασία που όμως την μετρίαζε ευχάριστα ένας δειλός λεβάντες.

Ασχοληθήκαμε με τον ευπρεπισμό του βαποριού μαζί με τον Σουμπάς, μιας κι αυτό στεκόταν ακίνητο -για την ακρίβεια μετακινούνταν αργά από τα θαλάσσια ρεύματα πότε προς τα δεξιά πότε προς τα αριστερά.

– Κάνει σκούπι, εγκώ μάπα, είπε με τα μισά ελληνικά του, δηλαδή ότι εγώ θα σκούπιζα, ενώ αυτός θα καθάριζε έπειτα τον χώρο με τη μάπα.

– As you wish, boss (όπως θέλεις, αφεντικό), τον απάντησα. Τον μιλούσα πάντα στην αγγλική, ενώ αυτός στα ελληνικά. Ο καθένας ήθελε να μάθει τη γλώσσα του άλλου.

Στις ώρες της σχόλης ανέβαινα στη γέφυρα και παρατηρούσα την Αρούμπα με τα κιάλια. Επίπεδο το νησί, οι παραλίες του αμμουδερές, η βλάστηση τροπική, λόχμες και χαμηλές επί το πλείστον οικοδομές. Στα 70 μίλια δυτικά ήταν η Κολομβία, στα 20 στο νότο η Βενεζουέλα. Γιατί σταματήσαμε τόσο μακριά από την ακτή; Για να μην πληρώσουμε τη στάθμευση που μάλλον θα πληρώναμε αν πλησιάζαμε πιο κοντά ή για να μας βολεύει για το μέρος που θα φορτώναμε; Από πού; Από Βενεζουέλα ή από Δυτική Αφρική; Λογικά είχαμε ρίξει άγκυρες σε καθορισμένη για τα βαπόρια θέση διότι η ναυσιπλοΐα στην περιοχή ήταν πυκνή, βαπόρια ανέβαιναν και κατέβαιναν από βόρεια προς νότια Αμερική. Πιο κοντά στην Αρούμπα δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε διότι την προστάτευαν κοραλλιογενείς ύφαλοι.

Θα ερχόταν λάντζα να μας βγάλει στην Oranjestad, την πρωτεύουσα του νησιού; Ήταν μια ελπίδα. Όμως οι ώρες περνούσαν, τίποτα δεν ήρθε. Γιατί είχαμε σταματήσει; Δεν ξέραμε πού θα πάμε για φόρτωση ή οι εξέδρες της Βενεζουέλας είχαν καταληφθεί από άλλα βαπόρια; Δεν ρώτησα κανέναν.

 

Παρασκευή, 18 Γενάρη 1980
Του Αγίου Αθανασίου σήμερα. Μειδιούσα μέσα μου, η γιορτή μου δεν υπήρχε στο Religious calendar (θρησκευτικό ημερολόγιο) των αλμανάκ. Από τις χριστιανικές αναγράφονταν τα Χριστούγεννα, τα Θεοφάνια, η Μεγάλη Παρασκευή και το Πάσχα. Από τις εβραϊκές το δικό τους Πάσχα, ο νέος τους χρόνος κ.α. Από τις μουσουλμανικές το νέο τους έτος και το Ramadan (Ραμαζάνι).

Δεν είπα σε κανέναν ότι είναι σήμερα η γιορτή μου, εξάλλου δεν ενδιαφέρθηκαν. Είχαμε αφήσει πίσω τα ήθη της πατρίδας και ζούσαμε σε άλλη διάσταση, την παγκόσμια. Ήρθε στο νου μου το άσμα Ο Αλέξης των Olympians: μα για ποιον να παίξεις, έφυγε ο Αλέξης όπως το ξανθό καλοκαιράκι… Αν και ήμασταν στην καρδιά του χειμώνα όσον αφορά στην Ελλάδα, στη ράδα της Αρούμπας απολαμβάναμε πράγματι καλοκαιράκι, δεν ήταν όμως ξανθό αλλά καταγάλανο κι επίσης δεν με έλεγαν Αλέξη. Πόσο σχετικά ήταν όλα!

Βάψαμε άσπρα τα κολονάκια, έτσι λέγαμε τις στιβαρές μεταλλικές στήλες (masts) δύο γερανών ύψους 8-10 μέτρων που ορθώνονταν ανάμεσα από τα κομοδέσια. Σε κάθε μία από αυτές ήταν προσαρμοσμένες δύο μπίγες (ράβδοι) που ανεβοκατέβαιναν με συρματόσχοινα, χρήσιμοι για να ανεβάζουμε από έξω ή να κατεβάζουμε στην κουβέρτα διάφορα φορτία. Ανεβαίναμε επάνω τους από μια κολλημένη σ’ αυτά σιδερένια σκάλα, η οποία προς την κορυφή προστατευόταν με κυκλικά ρέλια, ώστε να πιάνεται ο μέχρι εκεί αναρριχητής για να λιπάνει τις τροχαλίες ή για άλλες εργασίες. Για μένα ήταν πανεύκολη η ανέρπυση, από 12 χρονών ανέβαινα χωρίς καμιά ασφάλεια και τίναζα με ένα μακρύ ξύλο τις καρυδιές του αμπελιού μας αγκαλιάζοντας σφιχτά τον κορμό ή τα κλαδιά! Κράτησε αρκετά το βάψιμο και το γρασάρισμα, ξεθέωμα κανονικό.

Όταν τελείωσε το οχτάωρο, είχα στο νου μου αν έρθει καμιά λάντζα για να βγούμε έξω στη στεριά. Δεν μας προσέγγισε κανένα πλεούμενο. Τι περιμέναμε και δεν μπαίναμε σε λιμάνι; Να αδειάσει κάποια θέση ή υπήρχαν διαπραγματεύσεις για το αγαθό που θα φορτώναμε, τιμή, ποσότητα ή άλλο;

 

Σάββατο, 19 Γενάρη 1980
Ακίνητοι στη ράδα, χωρίς φορτίο με το βαπόρι να επιπλέει άδειο σε όλη τη μεγαλοπρέπειά του. Άνοιξα το «ευαγγέλιό» μου, το αλμανάκ, βρισκόμασταν κάτω από τον 13ο παράλληλο, άρα στην καθαυτού tropical zone (τροπική ζώνη), διότι τις προηγούμενες μέρες είχαμε διασχίσει την seasonal tropical area (εποχική τροπική περιοχή), η οποία είχε δύο εποχές, την τροπική από Νοέμβριο ως μέσα Ιούλη και την καλοκαιρινή τους υπόλοιπους μήνες. Ενώ η τροπική ζώνη δεν είχε εποχές. Έτσι καταλάβαινα τα αγγλικά, δεν ήμουν ωστόσο σίγουρος για την ακρίβειά τους.

Δέσαμε οι ναύτες στα ρέλια της κουβέρτας ξύλινες σκαλωσιές με σκοινιά και τις κατεβάσαμε έξω στη γάστρα. Κατεβαίναμε με ανεμόσκαλα ως αυτές και βάφαμε με ρολά σε μακρύ ξύλο τα έξαλα με μαύρο χρώμα το επάνω μέρος και κοκκινωπό το αντίστοιχο κάτω ως τα ίσαλα. Τα χρώματα ήταν της Moravia, πασίγνωστης εταιρίας ναυτιλιακών βαφών που είχε ιδρυθεί στην Ιταλία τον προηγούμενο αιώνα από τον Giuseppe Moravia. Η ναυσιπλοΐα είχε αιώνιες ρίζες. Έπειτα συνεχίσαμε ματσακόνι στην κουβέρτα.

Βράδυ μεσάνυχτα ως ώρα 4 ήταν η σειρά μου με τον Σουμπάς να κάνουμε χρέη βατσιμάνηδων στην κουβέρτα. Εδώ είχα ελεύθερο χρόνο για άνετη παρατήρηση του έναστρου ουρανού, ειδικά όταν τα φώτα των κατοικιών της Αρούμπα μειώνονταν όσο προχωρούσε η νύχτα. Δεν ήταν και τόσο κοντά για να μας επηρεάζει η φωταψία τους και οι δύο κύριοι φάροι της νήσου, ο ερυθρού-λευκού φωτός California στο βορρά κι ο μόνον λευκού Colorado στα ΝΑ σπίθιζαν με φανερή αδυναμία. Οι δε αντίστοιχοί τους με πράσινο και κόκκινο φως που καθόριζαν την αρχή και το τέλος του κοραλλιογενούς φράγματος που έσφιγγε την ΝΔ ακτή της Αρούμπα μόλις αχνοφαινόταν.  Ο χάρτης μας είχε εκτυπωθεί στην Ουάσιγκτον,  οι Αμερικανοί τα είχαν έτσι ονοματίσει; Οι πόλεις του νησιού είχαν ολλανδικά ονόματα, αλλά το ΝΑ ακρωτήριο ήταν λατινικό: Punta Basora. Μίξεις.

Με την πρώτη ματιά ξεχώριζε στο στερέωμα ο αστερισμός του Ωρίωνα με τον Sirius, τον λαμπρότερο όλων των αστέρων, που τον συνόδευαν οι α. Betelgeuse, β. Rigel, γ. Bellatrix, και K που περιέκλειαν τους γ, δ, κι ε (έτσι ακριβώς τους έγραφε το αλμανάκ), ονόματα που με μάγευαν, είχαν τον μυστηριώδη απόηχο μιας ερημικής Ανατολής. Πού αλλού φαίνονταν καλύτερα τα αστέρια από την ξηρή ατμόσφαιρα της ερήμου ή από τον ωκεανό; Αριστερά του ξεπρόβαλε ο Procyon, δεξιά ο Canopus. Διακρίνονταν επίσης πεντακάθαρα η γειτονική Cassiopeia -την πρόφερα Κασιόπεια- με το ανάποδο Μ σχήμα της, ο Perseus που έμοιαζε με λόγχη και η Andromeda με την ευθεία των άστρων της, σχεδόν κολλημένη στον τραπεζοειδή Pegasus. Στο αστερισμό της Lyra ξεχώριζε ο Vega, στον Bootis ο Arcturus, στον Aquila ο Altair.

Πάσχιζα πάντα να διακρίνω πόσοι αστέρες φαίνονταν στην Πούλια, έξι ήταν ή οχτώ; Δεν τα κατάφερνα ούτε με γυμνό μάτι ούτε με τα κιάλια. Σαν να λαμπύριζαν πότε ο ένας πότε ο άλλος αστέρας της, ώστε πριν προλάβεις να εντυπώσεις τον έναν, χανόταν ο άλλος. Ίσως έφταιγε το νεφέλωμα που τους περιέβαλε, διότι η όρασή μου ήταν πολύ δυνατή. Συνήθως οι άνθρωποι επηρεασμένοι από παραδοσιακά άσματα και λαϊκές αφηγήσεις θεωρούσαν την Πούλια παρέα με τον Αυγερινό, αλλά μεταξύ των δύο η μόνη σχέση ήταν ως ουρανίων σωμάτων, κατά τα άλλα η πρώτη ήταν ένα σχεδόν ακίνητο αστρικό σμήνος, η δεύτερη πλανήτης που φαινόταν καθαρά το πρωί και το βράδυ.

Τέτοιες έντονες εικόνες, ειδικά όταν ανέβαινα στο πιο ψηλό σημείο του βαποριού, στην κόντρα γέφυρα, σπάνια έβλεπαν οι στεριανοί. Τίποτα τεχνητό δεν επηρέαζε τον ουράνιο θόλο και τα φώτα αγκυροβολίας που είχαμε αναμμένα στα άλμπουρα της πλώρης και της κόντρα γέφυρας δεν φαινόταν από εκεί που ήμουν, τα εμπόδιζαν πλατιές βάσεις επάνω στις οποίες ήταν στερεωμένα. Έτσι, οι αστερισμοί και οι αστέρες ξεχώριζαν καθαρά. Δεν υπήρχε μέρος του ουρανού χωρίς φωτεινές μικρές σφαίρες όπως φαίνονταν τα άστρα, αλλού απλωμένα και νωχελικά, αλλού ζωηρά και τόσο κοντά το ένα με το άλλο που πια δεν τα διέκρινες μεταξύ τους. Κι ο γαλαξίας σαν άσπρο διασπασμένο, σχεδόν διαφανές, πέπλο κάλυπτε το μαύρο του ουρανού. Στο αλμανάκ υπήρχαν ονομασίες κι άλλων αστέρων, περίπου 200, τις διάβαζα και προσπαθούσα να μαντέψω πού ακριβώς βρίσκονταν στον αχανές στερέωμα. Άνετα θα μπορούσε όποιος είχε ρομαντική φαντασία να παρασυρθεί από μια τέτοια εξωπραγματική σκηνή σε ατελείωτες ονειροπολήσεις.

 

Κυριακή, 20 Γενάρη 1980
Ταλανιστήκαμε Κυριακή μέρα αντί να ξεκουραστούμε όντας στη ράδα. Αρχίσαμε τις δουλειές, οι οποίες δεν τελείωναν ποτέ. Έτσι είναι η ναυτική ζωή ή το βαπόρι είναι παλιό και σκουριάζει συνέχεια; Υπερωρία επάνω στην υπερωρία, δεν πειράζει, θα στείλω πιο πολλά χρήματα στη Ελλάδα. Όμως ο θεός δεν είπε ότι 6 μέρες δουλειά και την έβδομη να κάθεστε και να με δοξάζετε; Το ξέρουν μάλλον, αλλά δεν το εφαρμόζουμε εδώ, είχαμε και διάφορες θρησκείες σαν πλήρωμα, πόσο κυριαρχούσε επάνω τους ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης;

Κάθομαι και γράφω επιστολή στον καθηγητή Κώστα στην Ελλάδα. Αναπτύσσω συν τοις άλλοις ότι θα ήθελα να το σκάσω στην Αμερική, μα δεν το κάνω, διότι αγαπώ την πατρίδα και τα παλικάρια της, δεν μπορώ να την αφήσω να τη διαβρώνουν τα κάθε λογής κοράκια. Με επηρέαζαν προφανώς τα παλαιά πατριωτικά έργα της βιβλιοθήκης του βαποριού, αλλά αν ήμουν τώρα παράτυπος στην Αμερική οι πατριωτισμοί θα είχαν μειωθεί ή πάψει.

Η νύχτα διαρκούσε μισή ώρα μόνο περισσότερο από την μέρα, λες και βρισκόμασταν στο εαρινή ισημερία όπως στην Ελλάδα, μόνο που εδώ ο καιρός ανήκε πλήρως στο καλοκαίρι. Ο ήλιος ανέτειλε στις 7 το πρωί κι έδυε στις 6:30΄ περίπου το απόγευμα, κάτι λογικό, αφού βρισκόμασταν 12° βορείως του ισημερινού. Η δε σελήνη μόλις διακρινόταν σαν μια λεπτότατη φωτεινή φέτα, η οποία όμως θα έπαιρνε το τέλειο σχήμα του κύκλου σε ένα δεκαήμερο.

 

Δευτέρα, 21 Γενάρη 1980
Το πρωί έριξα πετονιά στη θάλασσα κι έπιασα ένα πολύχρωμο ψάρι, η ράχη του κατάμαυρη, μετά μια κίτρινη λωρίδα από το στόμα ως την ουρά, κίτρινα πτερύγια, η δε κοιλιά γαλαζωπή, ίσως κιτρινόπτερος τόνος. Το απίθωσα στη κουβέρτα κι έβγαλα προσεκτικά το αγκίστρι. Χτυπιούνταν τόσο πολύ, εκτίμησα τη δύναμή του για ζωή, το πήρα απαλά στα χέρια, χώθηκα κάτω από τα ρέλια και κρεμάστηκα προς τη θάλασσα ρίχνοντάς το μαλακά μέσα. Έζησε άραγε ή αποδήμησε τραυματισμένο;

Σκέφτομαι τα κορίτσια του χωριού μου. Λαμπρά ήταν τα αντίστοιχα των λιμανιών, γεμάτα πάθος και εμπειρία, όμως δεν είχα ακόμη ανοιχτεί τόσο πολύ στον κόσμο.

Είχα τη συνήθη βάρδια 12-4. Με βρήκε ο γραμματικός το μεσημέρι:

– Θες να δουλέψεις μετά τη βάρδια;

– Είμαι κουρασμένος, θα πάω να κοιμηθώ.

Δεν πείστηκε, οπότε συνέχισα τις εργασίες στην κουβέρτα. Αν τα τινάξω από τον κάματο, πείτε στο χωριό ότι πέθανε στις Nederlandse Antillen (Ολλανδικές Αντίλλες) από την πολλή δουλειά! Ποιος θα νοιαστεί εκτός από τη μάνα;

 

Τρίτη, 22 Γενάρη 1980
Ακόμα είμαστε στη ράδα. Μετά τη δουλειά ξάπλωσα στην καμπίνα και διάβασα, τελείωσα τον καπετάν Μιχάλη του Νίκου Καζαντζάκη κι άγρεψε ο νους και η καρδιά μου. Οι Καβοβερντιάνοι φωνάζουν όταν μιλούν ο ένας με τον άλλον, το βρήκα ενοχλητικό -οι άνθρωποι ήταν απλοί, ειλικρινείς και με ροπή στη διασκέδαση. Με επηρέασε ο ήρωας του βιβλίου, ο θεόρατος άντρακλας με τα αγκαθωτά μαλλιά που τον καβαλίκευε ο θυμός; Μάλλον.

Μετά από λίγο ηρέμησα, την καταιγίδα του θυμού την διαδέχτηκε νιρβάνα, μια θάλασσα ακούνητη, κοιμισμένη και απλωμένη σε όλο μου το είναι. Ζούσα ένα όμοιο παρόν χωρίς σχέδια για το μακρινό μέλλον και με καμιά διάθεση επιστροφής στο παρελθόν. Ευτυχώς υπήρχε το άγνωστο μπροστά μας, αν και τα λιμάνια έμοιαζαν όλα ίδια ως προς την κατασκευή και τις οσμές τους, τα δε κορίτσια όλα επί πληρωμή. Σκεφτόμουν πως δεν απομακρυνόμασταν πάνω από 100 μέτρα από τη θάλασσα, η ζωή μας ήταν συγκεκριμένη. Γιατί μπάρκαρα σε γκαζάδικο κι όχι σε φορτηγό βαπόρι, όπου θα είχα περισσότερο χρόνο για εξόδους, πιο μακρινούς από τους πεπερασμένους;

 

Τετάρτη, 23 Γενάρη 1980
Η σειρά μου θα καταταγεί στο στρατό κι εγώ είμαι χιλιάδες μίλια μακριά. Άρχισα να γερνώ πρόωρα, τίποτα δεν με συγκινεί.

Κρεμώντας σκαλωσιά έξω στη γάστρα χρωμάτισα τις κλίμακες αρίθμησης του ντραφτ, το αλμανάκ το έγραφε DRAUGHT, δηλαδή τους αριθμούς που έδειχναν πόσα μέτρα μέσα στη θάλασσα βυθιζόταν το βαπόρι. Είχε δύο κλίμακες στη μάσκα της πρώρας, αριστερά και δεξιά, ισάριθμες στη μέση και δύο στην πρύμα, σύνολο έξι. Οι αριθμοί τους ήταν ανάγλυφοι, επιχρωματισμένοι με ξεφτισμένο άσπρο χρώμα, ειδικά στην πλώρη που συνεχώς πάλευε με το κύμα. Ξεκινούσαν οι αριθμοί από την καρίνα με το 6 κι ανέβαιναν σχεδόν ως πάνω στην κουβέρτα. Η απόσταση κάθε αριθμού από τον επόμενό του ισοδυναμούσε με ένα πόδι, 33 εκατοστά. Το βαπόρι μας είχε αρίθμηση τουλάχιστον 26 ποδιών στην πρύμα, δηλαδή 8,6 μέτρα. Από την κουβέρτα επάνω μπορούσε κανείς να δει το ντραφτ, ώστε να ρυθμίζει πόσο ορθά ήταν στα αμπάρια κατανεμημένο το φορτίο ή το έρμα που έπρεπε να γεμίσει το βαπόρι σε περίπτωση θαλασσοταραχής όντας άδειο. Επίσης, το ακριβές βύθισμά του ήταν αναγκαίο για να μην ακουμπάει στον πυθμένα διάφορων λιμανιών ή διωρύγων. Τέλος, για να έχει το απαραίτητο ύψος των εξάλων όταν έπλεε στη θάλασσα, ειδικά σε περίεργους καιρούς.

Σχεδόν εφαπτόμενο με την κλίμακα του μεσαίου ντραφτ προς το μέρος της πλώρης υπήρχε ανάγλυφη η μπάλα, επισήμως Plimssol’s mark, είχα διαβάσει γι αυτήν στο αλμανάκ.  Ήταν ένας κύκλος, διάβασα αργότερα, καθιερωμένος από τον Βρετανό βουλευτή Samuel Plimsoll. Την περιφέρεια του διαπερνούσε μια οριζόντια διάμετρο με τα ακρωνύμια GL, τα οποία σήμαιναν ότι ήταν προϊόν του νορβηγικού και γερμανικού νηογνώμονα Germanischer Lloyd και ίσχυε στην εμπορική ναυτιλία αφού τα νερά του κόσμου δεν είχαν παντού τον ίδιο τύπο και θερμοκρασία. Προτιμήθηκε ο γερμανικός κι όχι άλλοι νηογνώμονες όπως π.χ. ο βρετανικός Lloyd’s Register of Shipping (L.R.) ή ο νορβηγικός Det Norske Veritas (D.N.V.), μάλλον λόγω της γερμανικής μηχανής του βαποριού. Βέβαια, στον λογότυπο του GL, γίνεται παράλληλη αναφορά του επωνύμου του Edward Lloyd που αιώνες πριν είχε ανοίξει καφενείο στο Λονδίνο όπου συγκεντρώνονταν έμποροι και καπετάνιοι πλοίων.

Μπροστά από τη μπάλα υπήρχε, ανάγλυφο πάλι, ένα Τ με 3 παράλληλους οριζόντιους ακρέμονες προς τα αριστερά και τα γράμματα T, S, W WNA από πάνω προς τα κάτω, τα οποία σήμαιναν:

Τ (tropics), το μεγαλύτερο επιτρεπόμενο βύθισμα σε τροπικά νερά

S (summer), το ανάλογο κατά τη διάρκεια του θέρους

W (winter), το επιτρεπόμενο βύθισμα κατά την πλεύση σε καιρό χειμώνα

WNA (Winter North Atlantic), το ανώτερο βύθισμα χειμερινής πλεύσης στον Βόρειο Ατλαντικό, δηλαδή στην περιοχή του ωκεανού πάνω από τον 36ο βόρειο παράλληλο, απλούστερα πάνω από τη νοητό γεωγραφικό μήκος Γιβραλτάρ-Βόρειας Καρολίνας των ΗΠΑ, το οποίο είχαμε περάσει τον Νοέμβριο και διαπεράσαμε πάλι από Νιγηρία προς Νέα Υόρκη. Μέχρι στιγμής τις είχαμε δοκιμάσει όλες τις ενδείξεις: την θερινή στην Αλγερία, τις χειμερινές στον βόρειο Ατλαντικό και την τροπική στη Δυτική Αφρική. Η Βενεζουέλα που ίσως καταλήγαμε ανήκε στο Τ, στα τροπικά νερά.

plimsoll mark

https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Plimsoll-mark_hg.jpg

 

 

 

 

 

 

 

 

Πέμπτη, 24 Γενάρη 1989
Μένοντας στη ράδα και χωρίς επείγουσα απασχόληση οι Καβοβερντιάνοι ανοίγουν τέρμα τα κασετόφωνά τους γεμίζοντας διάδρομο και καμπίνες με δυνατές μουσικές. Λες κι έχουμε Απόκριες. Χαίρονται τον ήλιο και τον καλό καιρό.

Θα φορτώναμε μάλλον στην Βενεζουέλα, τι ήξερα γι’ αυτή τη χώρα; Τον Simon Bolivar που είχε ξεκινήσει επανάσταση για την απελευθέρωση της χώρας του από τους Ισπανούς πριν από την δική μας επανάσταση του 1821. Με το προσωνύμιο El Libertador (Απελευθερωτής) πέτυχε μερικά χρόνια αργότερα ό,τι είχε ξεκινήσει. Πλούσιος γαιοκτήμονας και θαυμαστής της αμερικανικής επανάστασης ο Μπολιβάρ, κάτι φυσικό, αφού οι πεινασμένοι δεν επαναστατούν, παρά ακολουθούν όσους ορέγονται περισσότερη εξουσία στην αρχή με περίσσιο ιδεαλισμό που έπειτα τον κατασιγά η γραφειοκρατία και η ανεμελιά της εξουσίας.

 

Παρασκευή, 25 Γενάρη1980
Στη ράδα και σήμερα. Πόσες μέρες ακόμα θα μείνουμε;

Ζήτησα τα Απομνημονεύματα του αγωνιστή του 1821 Ιωάννη Μακρυγιάννη, τα είχα και στο σπίτι, από τα λίγα βιβλία που είχα αγοράσει μαθητής, αλλά δεν μου τα έδωσαν. Ποιος τα διάβαζε στο βαπόρι;

Η μέρα βαρετή, δεν λέμε να ξεκολλήσουμε από δω. Επάνω ο ουρανός πότε ανέφελος πότε φορτωμένος με διαφόρων σχημάτων σύννεφα και γύρω η θάλασσα, στη μέση ενός σχεδόν ακίνητου γαλάζιου με ένα απλησίαστο νησί στο βάθος. Γιατί δεν πάμε κοντά στην στεριά, να βγαίνουμε έξω με λάντζα;

Σκεφτόμουν τους Σιχ του βαποριού. Οι Μακεδόνες είχαν φτάσει ως την πατρίδα τους, όχι κάτι πρωτότυπο αφού η Πενταποταμία είχε προσαρτηθεί δύο αιώνες νωρίτερα για αρκετό καιρό στην αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, άρα Πέρσες κι Έλληνες μισθοφόροι είχαν ήδη βαδίσει ή ακούσει από πρώτο χέρι διηγήσεις για τον τόπο αυτόν. Έπειτα, με τον Αλέξανδρο για δυο αιώνες η περιοχή ανήκε στο ινδοελληνικό βασίλειο, συνεπώς είχαν αναμιχθεί Έλληνες και Ινδοί. Βέβαια, τα ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά και η γλώσσα των Σιχ έδειχναν ότι ανήκαμε στην ίδια φυλή, αλλά μήπως ήμασταν πολύ πιο κοντά; Ινδομακεδόνες κατά μια έννοια αυτοί, αυθεντικός Μακεδόνας εγώ. Τις σκέψεις μου αυτές υποδαύλιζε ο άλλος Σιχ ναύτης, ο Harbhajan Singh που έμοιαζε πολύ με τον αδερφό μου στο πρόσωπο, μόνο που το δέρμα του ήταν αρκετά μελαχρινό και τα μαλλιά του εντελώς μαύρα. Με κοιτούσε πάντα ερευνητικά με χαρούμενη διάθεση, αλλά σπανίως με μιλούσε.

 

Σάββατο, 26 Γενάρη 1980
Ελεύθεροι από δουλειά σήμερα. Πώς έτσι; Διαβάζω με κλειδωμένη την καμπίνα, να νομίζουν ότι λείπω, αν χτυπήσει κανείς θα υποκριθώ πως δεν είμαι μέσα. Αν με βρει ο ηλεκτρολόγος να μεταφράσω ή γράψω γράμματα, θα τον πω άσε με λίγο να ξεκουραστώ!

Συζητήσαμε με τον Σουμπάς για τον Αλέξανδρο και την επιδρομή του στην Πενταποταμία. Τον ονόμαζε στα χίντι Σικαντάρ, ενώ στα παντζιάμπι Σικαντάρα. Στα περσικά τον πρόφεραν Ισκαντάρ ή Εσκαντάρ. Τους Έλληνες οι Σιχ μάς έλεγαν Γιουνάνι, δηλαδή Ίωνες, οι Τούρκοι μας ονομάζουν Γιουνανινλάρ. Πόσο ο ένας πολιτισμός δανείζεται από τον άλλον λέξεις! Κι αν η γλώσσα ορίζει τα όρια του κόσμου μας, τότε αλλάζουμε τόσο φωνητικά όσο και κοινωνικοοικονομικά χωρίς να το διαισθανόμαστε.

 

Κυριακή, 27 Γενάρη 1980
Ελεύθεροι από δουλειά και σήμερα.

Νευρίασε μαζί μου ο ναύτης Ηλίας, αγνοώ γιατί. Ίσως επειδή διάβαζα, πιθανόν διότι επαφιόμουν με τους ξένους ναύτες.

– Μην πατήσεις ξανά στην καμπίνα μου, με είπε.

– Εντάξει, ό,τι πεις.

Ας κάνει ό,τι θέλει και πιστεύει. Πάντως, πόσο εύκολα δημιουργούνται οι παρεξηγήσεις σε έναν κλειστό χώρο όπως το βαπόρι, όταν μάλιστα η στεριά απέχει μίλια, ώστε να προσδοκά κανείς άλλες παραστάσεις που δεν έρχονται!

Γιατί περιμένουμε τόσες μέρες στη ράδα δεν ρώτησα. Ήταν τα τερματικά του πετρελαίου πιασμένα ήδη από νωρίτερα από άλλα βαπόρια και περιμέναμε τη σειρά μας, επισκεύαζαν κάτι εκεί, δεν υπήρχε φορτίο; Αναπάντητα ερωτήματα.

Κάθισα κι έγραψα γράμματα: στις γιαπωνέζες φίλες Χιρόκο και Μιτσίκο, στον συμμαθητή μου Γιώργο, τον ξάδερφό μου Κυριάκο, τον καθηγητή Κώστα, τον φίλο Κώστα και τον Πολιτιστικό -Μορφωτικό Σύλλογο του χωριού μας.

Άκουσα πως αύριο θα σαλπάρουμε για Βενεζουέλα.

Παρέμβαση 221-222 (Φεβρ. 2025) 60-66

Κατηγορίες: ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ. Ετικέτες: , , , , , , , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση