Ετικέτα: Έκφραση-Έκθεση

Η Αξιολόγηση της Περίληψης Κειμένου

(25 μονάδες)

Η περίληψη δεν είναι ξεχωριστό γραμματειακό είδος, αλλά ένας τρόπος συνοπτικής απόδοσης προϋπάρχοντος κειμένου διά της οποίας επιδιώκεται:

α) Η κατανόηση του κειμένου.

β) Η πληροφόρηση των άλλων με λιτό και σαφή τρόπο για το περιεχόμενο του κειμένου.

γ) Η διάκριση του αναγκαίου από το περιττό τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη γλώσσα του κειμένου.

δ) Η δόμηση ενός νέου κειμένου με συνοχή και συνεκτικότητα.

Άρα η αξιολόγηση της περίληψης στις εξετάσεις του Ενιαίου Λυκείου είναι σκόπιμο να συνεξετάσει τρεις παραμέτρους:

α) το περιεχόμενο της περίληψης

β) τη γλώσσα και το ύφος

γ) τη δομή του περιληπτικού κειμένου.

Α. Το περιεχόμενο της περίληψης (0-12 μονάδες)

Θετικά στοιχεία θεωρούνται:

1. Η σύλληψη του νοηματικού κέντρου του κειμένου.

2. Η επιλογή των σημαντικών ιδεών-πληροφοριών του κειμένου.

3. Η πληρότητα κατανόησης του κειμένου.

Αδυναμίες στο περιεχόμενο θεωρούνται:

1. Αδυναμία κατανόησης ή απόκλιση από το νοηματικό κέντρο του κειμένου.

2. Επιλογή δευτερευουσών ιδεών-πληροφοριών σε βάρος των κύριων σημαντικών.

3. Η ατελής (μερική) κατανόηση του κειμένου.

Β. Η γλώσσα και το ύφος της περίληψης (έκφραση) (0-8 μονάδες)

Θετικά στοιχεία θεωρούνται:

1. Η χρήση του κατάλληλου ύφους για τη συγκεκριμένη μορφή κειμένου (πληροφοριακό ύφος).

2. Η ικανότητα πύκνωσης του κειμένου μέσα από διάφορες τεχνικές (γενίκευση, αναδιατύπωση κτλ.).

3. Η ορθή χρήση της γλώσσας στο επίπεδο της ορθογραφίας, της στίξης, της σύνταξης και του λεξιλογίου.

Αδυναμίες στη γλώσσα και το ύφος θεωρούνται:

1. Η αξιολόγηση με την άσκηση άμεσης ή έμμεσης κριτικής-σχολιασμού στις ιδέες-πληροφορίες του κειμένου.

2. Η  αυτούσια-στείρα μεταφορά λέξεων και φράσεων του αρχικού κειμένου στη περίληψη.

3. Οι αποκλίσεις από τους κανόνες της Νεοελληνικής Γραμματικής και του Συντακτικού της νέας ελληνικής στην ορθογραφία, στη στίξη, στη σύνταξη και το λεξιλόγιο (επαναλήψεις, ασάφειες, έλλειψη ακριβολογίας κτλ.).

Γ. Η δομή του περιληπτικού κειμένου (0-5 μονάδες).

Θετικά στοιχεία θεωρούνται:

1. Η ικανότητα παρακολούθησης ή αναδιοργάνωσης της δομής του αρχικού κειμένου και η παρουσίαση με λογική ακολουθία των βασικών ιδεών.

2. Η σύνταξη ενός κειμένου με ομαλή ροή και συνοχή.

3. Η επιτυχής χρήση των διαρθρωτικών λέξεων ή φράσεων.

Αδυναμίες στη δομή θεωρούνται:

1. Η τυποποιημένη μεταφορά της πορείας του αρχικού κειμένου που οδηγεί σε μακροσκελή περίληψη.

2. Η άτακτη παράθεση των ιδεών-πληροφοριών του κειμένου.

3. Η έλλειψη συνοχής και αλληλουχίας μεταξύ των μερών-προτάσεων της περίληψης.

Δ. Γενική θεώρηση

Η προσπάθεια για αξιολόγηση της περίληψης με την αναλυτική μέθοδο και την πρόσθεση των επιμέρους βαθμών δεν είναι αρκετή. Χρειάζεται μια συνολική θεώρηση του γραπτού πριν την τελική βαθμολογία. Άλλωστε περιεχόμενο, μορφή (έκφραση) και δομή ουσιαστικά δεν διαχωρίζονται. Στη συνολική θεώρηση της περίληψης θα συνεκτιμηθούν για την τελική βαθμολογία όλα τα κριτήρια από την πρωτοτυπία στη συγκρότηση και το ύφος έως την εικόνα του γραπτού (καθαρογραμμένο κείμενο, ευανάγνωστη γραφή).

Ε. Συμπληρωματικές διευκρινίσεις

1. Η έκταση της περίληψης εξαρτάται από το είδος, το μέγεθος και τη δομή του δοθέντος κειμένου. Γι’ αυτό καθορίζεται κάθε φορά η ποσότητα της περίληψης σε λέξεις (π.χ. 90-120 λέξεις) ώστε να υπάρχει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί το κείμενο της περίληψης. Αυτό δε σημαίνει την αυστηρή καταμέτρηση των λέξεων από το βαθμολογητή αλλά την αξιολόγηση της ικανότητας του μαθητή να πυκνώσει-περιορίσει το κείμενό του σε συγκεκριμένα πλαίσια.(ως υπέρβαση αυτών των ορίων θεωρείται η γραφή μιας περίληψης με είκοσι [20] περίπου λέξεις περισσότερες). Ακόμα η περίληψη μπορεί να γραφεί ως μία ενιαία παράγραφος ή να χωριστεί σε παραγράφους ανάλογα με το μέγεθος και το είδος του κειμένου.

2. Η περίληψη στα πλαίσια της έκφρασης-έκθεσης γράφεται για συγκεκριμένο σκοπό και έχει πάντα αποδέκτη. Γι’ αυτό είναι καλό να αποφεύγεται η τυποποιημένη εκφώνηση «Να γράψετε την περίληψη του κειμένου» και να υιοθετούνται πιο αναλυτικές διατυπώσεις ενταγμένες σε επικοινωνιακό πλαίσιο (παράδειγμα: «Σε κυριακάτικη εφημερίδα δημοσιεύτηκε το παραπάνω άρθρο. Να ενημερώσετε την τάξη σας για το περιεχόμενό του γράφοντας μια περίληψη 100 λέξεων»).

3. Η περίληψη στα πλαίσια του μαθήματος της έκφρασης-έκθεσης έχει πληροφοριακό χαρακτήρα, οπότε η εισαγωγή της είναι προτιμότερο να ξεκινά με αναφορά στο συγγραφέα ή στο κείμενο, όπως προτείνεται στη σ. 264. Μια εισαγωγή κατευθείαν από τις ιδέες-πληροφορίες του κειμένου είναι και αυτή αποδεκτή με τη λογική ότι ο μαθητής ταυτίζεται με το συγγραφέα του κειμένου ο οποίος επιχειρεί να πυκνώσει το κείμενό του.

Παιδαγωγικό Ινστιτούτο,

Οδηγίες για τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων στο Ενιαίο Λύκειο, Αθήνα 2001, σ.121-123 [125-127]

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1022

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ : Θεωρία -Παραδείγματα

Περίληψη γραπτού Λόγου

  • Τι είναι η περίληψη;

Είναι η συνοπτική και περιεκτική απόδοση, σε συνεχή λόγο, ενός κειμένου. Είναι ένα νέο κείμενο, που, χωρίς να προδίδει το αρχικό, περιλαμβάνει τα σημαντικότερα σημεία του, κατάλληλα συνδεδεμένα.

  • Η έκταση της περίληψης

Συνήθως είναι το 1/3 του αρχικού κειμένου. Στις εξετάσεις, ο αριθμός των λέξε­ων καθορίζεται. Δεν πρέπει να υπερβαίνουμε το όριο πάνω από 15-20 λέξεις.

Ι. Η εκτενής περίληψη βασίζεται:

•   Στο θεματικό κέντρο του κειμένου.

•   Στους πλαγιότιτλους των παραγράφων.

•   Στις σημαντικές λεπτομέρειες της κάθε παραγράφου.

II. Η συνοπτική περίληψη βασίζεται:

-Στο θεματικό κέντρο του κειμένου.

•   Στους πλαγιότιτλους των παραγράφων.

ΙΠ. Η πολύ σύντομη περίληψη βασίζεται:

•   Στο θεματικό κέντρο του κειμένου.

•   Στους πλαγιότιτλους των ευρύτερων ενοτήτων.

Πορεία σύνθεσης μιας περίληψης:

1) Διαβάζουμε προσεκτικά το κείμενο που μας δόθηκε και προσπαθούμε να συλλάβουμε το θεματικό/νοηματικό του κέντρο . Στη συνέχεια καταγράφουμε το θεματικό κέντρο που εντοπίσαμε στο πρόχειρό μας ,διότι αυτό μπορεί να αποτελέσει στη συνέχεια ακόμη και τη θεματική περίοδο της περίληψής μας ,αν βέβαια επιλέξουμε την παραγωγική μέθοδο ανάπτυξης. Στην προσπάθεια εντοπισμού του θεματικού κέντρου του κειμένου, θα μας βοηθήσει και ο τίτλος του ,αν υπάρχει.

2) Εργαζόμαστε ανά παράγραφο εντοπίζοντας τα μέρη της (θεματική περίοδος, λεπτομέρειες ,πρόταση- κατακλείδα ) και υπογραμμίζουμε τις λέξεις -κλειδιά ή τις φράσεις-κλειδιά. Οι λέξεις (ή φράσεις κατά περίπτωση) αυτές αποδίδουν τα βασικά στοιχεία -θέσεις , απόψεις, σκέψεις κ.ά. – του συγγραφέα.

Ένας τρόπος για να καταλάβουμε ότι έχουμε υπογραμμίσει τις σωστές λέξεις -κλειδιά, είναι να τις διαβάσουμε τη μια μετά την άλλη, μετά την υπογράμμισή τους ,απομονωμένες δηλαδή από το υπόλοιπο γλωσσικό περιβάλλον της παραγράφου. Αν αποδίδουν το βασικό νόημα της παραγράφου, τότε οι επιλογές μας είναι σωστές ή τουλάχιστον ικανοποιητικές . Η επιλογή τους επίσης, είναι αυστηρή και θα πρέπει να αποφεύγεται η κατά…βούληση υπογράμμιση . Ανάλογα πάντως με το κείμενο και με οδηγό τη συλλογιστική πορεία του συγγραφέα ,μπορούμε να τις εντοπίσουμε υποβάλλοντας σύντομα ερωτήματα του τύπου : ποιος, πού ,πότε, τί , πώς ,γιατί, με ποιο σκοπό , με ποιο αποτέλεσμα ,με ποια προϋπόθεση κ.ο.κ.

3) Στη συνέχεια , «κρατάμε» σημειώσεις από κάθε παράγραφο ή νοηματική ενότητα χωριστά, χρησιμοποιώντας τις λέξεις -κλειδιά ως οδηγό ή καταγράφουμε τον πλαγιότιτλο της παραγράφου ή της θεματικής ενότητας.

  • Για να γίνει αυτό ευκολότερα , χρησιμοποιούμε ως υποκείμενο της σημείωσης τη σημαντικότερη νοηματικά έννοια (την έννοια με τη βαρύνουσα σημασία) που υπογραμμίσαμε και συνήθως –αλλά όχι πάντα-βρίσκεται στη θεματική περίοδο της παραγράφου.

Οι σημειώσεις αυτές θα αποτελέσουν το βασικό υλικό της περίληψής μας ,σε συνδυασμό βέβαια και με το θεματικό κέντρο που ήδη έχουμε εντοπίσει και καταγράψει .

4) Συνθέτουμε και γράφουμε την περίληψη με δικά μας λόγια ,χρησιμοποιώντας το θεματικό κέντρο,  τις λέξεις -κλειδιά ,τις σημειώσεις που κρατήσαμε από κάθε παράγραφο ή θεματική ενότητα ή τους πλαγιότιτλους που έχουμε καταγράψει . Η σύνδεση αυτών των συστατικών μερών γίνεται με τη χρήση διαρθρωτικών λέξεων ,που στοχεύουν στο δέσιμο μεταξύ τους των μερών της περίληψης.

  • Η περίληψη γράφεται στο πλαίσιο μιας εκτενούς παραγράφου και για το λόγο αυτό έχει τη δομή μιας κανονικής παραγράφου. Η θεματική περίοδος αντιστοιχεί στο θεματικό/ νοηματικό κέντρο της περίληψης , οι λεπτομέρειες αντιστοιχούν στις σημειώσεις ή τους πλαγιότιτλους και η πρόταση-κατακλείδα αντιστοιχεί στο συμπέρασμα που ενδεχομένως καταλήγει ο συγγραφέας του κειμένου που δόθηκε για περίληψη.

Ορισμένες συνηθισμένες διαρθρωτικές λέξεις άνάλογα με τη σημασία τους  είναι οι ακόλουθες :

α) αίτιο -αποτέλεσμα : επειδή ,διότι, γιατί, με αποτέλεσμα ,επομένως, άρα κ.ά.

β)χρονική σχέση : ύστερα, προηγουμένως, εντωμεταξύ, στη συνέχεια κ.ά.

γ) όρος ,προϋπόθεση : αν, εάν, εκτός κι αν, σε περίπτωση , με την προϋπόθεση ,με τον όρο κ.ά.

δ) αντίθεση :αλλά, όμως, αντίθετα, ωστόσο, εξάλλου, από την άλλη πλευρά, εντούτοις κ.ά.

ε) επεξήγηση : δηλαδή, με άλλα λόγια, για να το πω απλά κ.ά.

στ) έμφαση : είναι αξιοσημείωτο/ αξιοπρόσεκτο ότι …, θα ήθελα να τονίσω το εξής , να επιστήσω την προσοχή κ.ά.

ζ) παράδειγμα : για παράδειγμα ,π.χ., λ.χ.  κ.ά.

η) απαρίθμηση επιχειρημάτων : πρώτο, δεύτερο ,τρίτο … καταρχήν ,τελικά, στη συνέχεια κ.ά.

θ) διάρθρωση του κειμένου : το άρθρο/ η μελέτη/ η εισήγηση /η ομιλία /η επιφυλλίδα /το κείμενο … κ.ά.

ι)συμπέρασμα/ ανακεφαλαίωση: συμπεραίνοντας, ανακεφαλαιώνοντας, συμπερασματικά θα λέγαμε , στο τέλος κ.ά.

Γενικές οδηγίες

1) Αποφεύγουμε την υπερβολική αφαίρεση και γενίκευση δίνοντας τα επιχειρήματα και τις σκέψεις του συγγραφέα σε σωστή αναλογία.

2)Δεν προσπαθούμε να μιμηθούμε το ύφος του κειμένου και αποφεύγουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτούσιες τις λέξεις/ φράσεις του κειμένου ,παρά μόνο αν είναι εντελώς απαραίτητο. Σε αυτή την περίπτωση χρησιμοποιούμε εισαγωγικά.

3) Δε σχολιάζουμε τις απόψεις του συγγραφέα ,ούτε επιδοκιμάζουμε ή αποδοκιμάζουμε τις θέσεις του. Παρακολουθούμε και καταγράφουμε τη συλλογιστική του πορεία με -όσο το δυνατό- αντικειμενικό τρόπο.

4)Παραλείπουμε : τις επεξηγήσεις ,όπου είναι δυνατό, τα παραδείγματα , τις καλλολογικές εκφράσεις ,τα σχήματα λόγου .

5) Μετατρέπουμε τις μεταφορές σε κυριολεξίες ή απλά τις παραλείπουμε.

6)Επιλέγουμε από την αρχή τη σύνταξη (ενεργητική ή παθητική) που θα χρησιμοποιήσουμε και τη διατηρούμε ως το τέλος της περίληψης.

7) Χρησιμοποιούμε κατά κανόνα το τρίτο πρόσωπο .

8) Καταγράφουμε τα βασικά σημεία του κειμένου και δεν τα σχολιάζουμε γιατί δεν κάνουμε διασκευή .

9) Σε περίπτωση που η έκταση της περίληψης είναι αρκετά μεγάλη ,μπορούμε να εφαρμόσουμε και τεχνικές πύκνωσης :

ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΥΚΝΩΣΗΣ

α) απαλοιφή ονοματικών ή άλλων προσδιορισμών ( π.χ. η όμορφη πόλη = η πόλη )

β) απόδοση εννοιών της ίδιας οικογένειας μ’ έναν περιεκτικό όρο (π.χ. οι εφημερίδες, τα περιοδικά , η τηλεόραση, το ραδιόφωνο= τα μέσα μαζικής ενημέρωσης)

γ) αντικατάσταση μιας σειρά ενεργειών από μια φράση που συνοψίζει την όλη πράξη (π.χ. ξύπνησε, σηκώθηκε από το κρεβάτι, ντύθηκε, πλύθηκε ,έφαγε γρήγορα το πρωινό του ,πήρε τη τσάντα του κι έφυγε για το σχολείο = ετοιμάστηκε και πήγε στο σχολείο)

δ) αντικατάσταση μιας περιόδου από τη λεκτική πράξη που δηλώνει (π.χ. Η μητέρα του Νίκου είπε στον καθηγητή της τάξης ότι στο γιο της έτυχε μια οικογενειακή υποχρέωση ,κοιμήθηκε αργά και γι’ αυτό δεν ήρθε στο σχολείο τη Τρίτη = Η μητέρα του Νίκου δικαιολόγησε τις απουσίες του γιου της )

ε) η σύμπτυξη στην ίδια περίοδο των νοημάτων δύο ή περισσότερων παραγράφων ,στις οποίες παρατηρείται συνάφεια ως προς το περιεχόμενο ,μέσω δευτερευουσών προτάσεων.

στ) αντικατάσταση δευτερευουσών προτάσεων από μετοχές (π.χ. Συχνά οι πολιτικοί συνδέονται με διαπλεκόμενα συμφέροντα ,γεγονός που τροφοδοτεί αφορμή για ποικίλες αντιδράσεις = προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις)

  • Παραγραφοποίηση της περίληψης

*   Συνήθως γράφεται σε μια παράγραφο.

*   Μπορεί να γραφεί σε περισσότερες, ακολουθώντας τη δομή του κειμέ­νου.

Π.χ. πρώτη ενότητα αίτια, δεύτερη αποτελέσματα κτλ.

Σύνταξη της περίληψης

1. Η πρώτη περίοδος:

• αρχίζει με τη φράση: «ο συγγραφέας/ αρθρογράφος τον κειμένου αναφέρει /ται, παρουσιάζει, προβάλλει, προβληματίζεται, τονίζει, επισημαί­νει κτλ…»

• ακολουθεί το θεματικό κέντρο του κειμένου, με το οποίο ολοκληρώ­νεται η περίοδος.

2. Η δεύτερη περίοδος:

•   Αποτελεί την περιληπτική διατύπωση της πρώτης παραγράφου.

«   Συνδέεται με την πρώτη περίοδο με τη χρήση μιας διαρθρωτικής λέ­ξης ή φράσης π.χ. αρχικά κτλ.

3. Ακολουθούμε την ίδια διαδικασία για όλες τις επόμενες παραγράφους, με βάση τον πλαγιότιτλο και τις σημειώσεις κάθε παραγράφου.

4. Ο λόγος πρέπει να είναι συνεχής και να διασφαλίζεται η αλληλουχία και η συνοχή των νοημάτων με τις κατάλληλες διαρθρωτικές λέξεις ή φράσεις. Π.χ. Επίσης τονίζει, παράλληλα επισημαίνει, προσθέτει ακόμα, αντίθετα προβάλλει, επιπλέον υποστηρίζει κτλ.

5. Την τελευταία παράγραφο του αρχικού κειμένου τη διαμορφώνουμε σε πρόταση κατακλείδα της περίληψης, αρχίζοντας με την κατάλληλη έκφρα­ση.

Π.χ. Ο συγγραφέας του κειμένου καταλήγοντας, συμπεραίνει… κτλ.

Τι προσέχουμε στην περίληψη / Αποφεύγουμε

1. Την υπερβολική αφαίρεση και γενίκευση.

2.  Τη μίμηση του ύφους του συγγραφέα.

3. Την επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία των επιχειρημάτων του.

4. Τη χρήση λέξεων/ φράσεων του κειμένου. Όταν τις χρησιμοποιούμε, τις βάζουμε σε εισαγωγικά.

Επιδιώκουμε:

1. Την αντικειμενική και σωστή απόδοση του περιεχομένου με διάφο­ρες τεχνικές πύκνωσης (γενίκευση, αναδιατύπωση, υπερώνυμα κτλ.).

2. Τη χρήση ουδέτερου πληροφοριακού ύφους.

3.  Τη σωστή δομή: ενότητα λόγου, αλληλουχία νοημάτων, συνοχή κειμένου.

4. Την επιλογή της καταλληλότερης σύνταξης, ενεργητικής ή παθητικής.

Ρήματα που χρησιμοποιούμε στην περίληψη

Ο συγγραφέας, αρθρογράφος κλπ.:

1. Αναφορικής όψης:διατυπώνει τη γνώμη, προτείνει, δηλώνει, εισηγείται, ανακοινώνει, ανα­φέρει, μνημονεύει, παραθέτει αυτολεξεί (ένα άλλο κείμενο), σχολιάζει, ερμηνεύει, συζητά (ένα άλλο κείμενο), παρατηρεί, διαπιστώνει, ορίζει με ακρίβεια, προσδιορίζει, καθορίζει, αποσαφηνίζει, διευκρινίζει, επε­ξηγεί, εξηγεί, αιτιολογεί, ονομάζει, αποκαλεί, χαρακτηρίζει, συγκρίνει, αντιθέτει, αντιπαραθέτει, αντιπαραβάλλει, επιχειρηματολογεί (υπέρ ή κατά), υπερασπίζεται, υποστηρίζει, υπεραμύνεται, συνηγορεί, συμφωνεί με, ταυτίζεται με, δικαιολογεί, ανασκευάζει, απορρίπτει, αντικρούει, αντιτείνει, αντιπροτείνει, τεκμηριώνει, στηρίζει (την άποψη του), απο­δεικνύει, δείχνει, κρίνει, αξιολογεί, αποτιμά, διαβεβαιώνει, βεβαιώνει, ισχυρίζεται, αποφαίνεται, υποστηρίζει, επιμένει (ότι), προβλέπει, λέει, σημειώνει, τονίζει, επισημαίνει, υπογραμμίζει, πραγματεύεται, εξετάζει, συζητά, ασχολείται (με), αναφέρεται (σε), αναλύει, αναπτύσσει, ορίζει, διαιρεί, ταξινομεί, περιγράφει, απαριθμεί, συμπληρώνει, προσθέτει, αφηγείται, διηγείται, αναρωτιέται, απορεί, ρωτά, υποδεικνύει, προτεί­νει, αντιπροτείνει, συμβουλεύει, συστήνει, απολογείται, εύχεται, εξεγεί­ρεται, αγανακτεί, εκφράζει την έκπληξη του.

2. Ποσοτικής όψης:προσπερνά βιαστικά, με συντομία, αποσιωπά, παραλείπει, δεν αναφέ­ρει/ αναφέρεται, θίγει πλαγίως, έμμεσα, επιφανειακά, εξετάζει διεξοδι­κά, αναλυτικά, προσεκτικά, συζητά διεξοδικά, ανοίγει – κλείνει – τερμα­τίζει τη συζήτηση, εξαντλεί το θέμα, συμπεραίνει, προσθέτει, υπογραμ­μίζει, επισημαίνει.

3.Μεταγλωσσικής όψης: επεξηγεί, συγκεκριμενοποιεί (για άλλο κείμενο), παραφράζει (για άλλο κείμενο).

4.  Διορθωτικής όψης:τροποποιεί, αλλάζει (τη διατύπωση), διορθώνει (τον εαυτό του/τους συ­νομιλητές του), ανασκευάζει τα επιχειρήματα, αναιρεί όσα είπε.

5.  Διαλογικής όψης: απευθύνει το λόγο, δίνει το λόγο, ζητά το λόγο, παίρνει, υφαρπάζει το λόγο, διεκδικεί το λόγο, παρεμβαίνει, διακόπτει, απαντά, δευτερολογεί, απευθύνεται.

6. Οργανωτικής όψης: αρχίζει, προλογίζει, συνεχίζει, μεταβαίνει (σε άλλο θέμα), παρεκβαίνει, τελειώνει, καταλήγει, συμπεραίνει, ανακεφαλαιώνει.

(Το λεξιλόγιο είναι από την ιστοσελίδα τον ΚΟΜΒΟΥ)

1ο Παράδειγμα Περίληψης

Το βιβλίο σφυρηλατεί το αίσθημα της ελευθερίας

1. Το βιβλίο, αναμφίβολα αποτελεί αστείρευτη πηγή γνώσης. Είναι ο κινητήριος μοχλός στη διαδικασία της εκπαίδευσης μέσα στον σχολικό χώρο. Τα βιβλία, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα αποδελτιωμένων γνώ­σεων, που έχουν σχέση με κάβε τομέα του επιστητού. Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, η αξία του έχει υποβαθμιστεί, τόσον απ’ τον ώριμο άνθρωπο, όσο κι απ’ τον μαθητόκοσμο. Το φαινόμενο που παρατηρείται τις τελευταίες ημέρες του σχολικού έτους, όπου οι μαθητές κυριολεκτικά «κατακρεουργούν» τα βιβλία τους, μετατρέποντας τα προαύλια των σχολείων σε αλάνες με σκουπιδόχαρτα, πρέπει να μας προβληματίσει όλους. Το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό και φα­νερώνει πως κάπου στο κοινωνικό-εκπαιδευτικό σύστημα υπάρχουν «στεγανά», που ωθούν«βάνδαλη» συμπεριφορά. σ’ αυτή τη

2. Εξετάζοντας βαθύτερα την όλη κατάσταση, μπορούμε να εντοπί­σουμε μερικές αιτίες, που εξηγούν αυτή τη συμπεριφορά. Ξεκινάει απ’ τη σχολική ηλικία του παιδιού, που πηγαίνει στο σχολείο «επειδή έτσι συμβαίνει μ’ όλα τα παιδιά της ηλικίας του». Δεν το πείθουν οι μεγαλύτεροι, οι υπεύθυνοι για την αγωγή του, ότι έχει και μυαλό που πρέπει να το καλλιεργήσει, για να γίνει σωστός άνθρωπος.’ Ετσι το μικρό παιδί, ο μετέπειτα νεαρός έφηβος, δε συνειδητοποιεί την αξία της μόρφωσης στη διαδικασία της ζωής. Έτσι η εκπαίδευση, που κατακτιέται κατά κύριο λόγο μέσα απ’ το βιβλίο, θεωρείται «αναγκαίο κακό», που σημαίνει καταπίεση και όχι ύψιστη πράξη ελευθερίας.

3. Συχνά ο δάσκαλος θεωρείται απ’ τους μαθητές «κρατούσα κοινω­νική» αρχή, και τίθεται πρόβλημα επικοινωνίας ανάμεσα τους. Ο μαθητής ενδόμυχα τον φοβάται και δεν αφήνεται ελεύθερα στην καθοδήγηση του. Επειδή τον θεωρεί καταπιεστή της ελευθερίας του, κρατάει απόσταση απ’ αυτόν, κάποτε γίνεται επιθετικός ή αντιδραστικός στις οποιεσδήποτε παροτρύνσεις που γίνονται απ’ το δάσκαλο. Σ’ αυτή τη φάση δημιουργείται ένα τεράστιο χάσμα, με αποτέλεσμα η νεανική ψυχή να φθείρεται σε μικροσυγκρούσεις και ανταγωνισμούς που έχουν σοβαρό κόστος στη μελλοντική εξέλιξη του νέου.

4. Το πρόβλημα διογκώνεται και απ’ τη νοοτροπία της κοινωνίας μας, ότι τα βιβλία παρέχουν τη γνώση και ότι η γνώση εξασφαλίζει σπουδαία επαγγελματική κατοχύρωση. Αυτή η άποψη, δεν ενθαρρύνει την αγάπη γι’ αυτή καθεαυτή τη γνώση, σαν στοιχείο αναγκαιότατο για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ολοκλήρωση του χαρακτήρα, αλλά δίνει κίνητρα για τη «χρησιμοθηρία» της μ’ οποιο­δήποτε κόστος για τον νεαρό έφηβο. Φυσικό επακόλουθο είναι, η ψυχική καταπίεση και το άγχος να δημιουργούν σύγχυση στην τρυφερή νεανική ψυχή. Οι μαθητές εξαιτίας της ανωριμότητας της ηλικίας, δεν μπορούν να καταλάβουν τις πραγματικές αιτίες που τους απωθούν απ’ τη γνώση και ξεσπούν στα βιβλία, στους ανυπεράσπιστους φίλους μιας ολόκληρης χρονιάς.

5. Γενικότερα, η έλλειψη της αγάπης για γνώση απ’ την πλευρά του μαθητή, οφείλεται στη βαθιά έλλειψη πνευματικότητας της εποχής μας και στην αλλοτρίωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Το πρόβλημα μπορεί να λυθεί μόνο αν γίνει μια ανθρωπιστική στροφή στον τρόπο ζωής του σύγχρονου ανθρώπου. Αν ο μαθητής δηλαδή καταλάβει ότι η μόρφωση είναι αναγκαία για την ανάπτυξη του μυαλού του, όσο η τροφή για το σώμα του, θα αγαπήσει τη γνώση, θα εκτιμήσει την πολύτιμη προσφορά του βιβλίου, οπότε θα το σέβεται και θα πάψει να το καταστρέφει.

6. Όλοι οι άνθρωποι που είναι υπεύθυνοι για την αγωγή του παιδιού, κυριότερα οι γονείς, οι δάσκαλοι και οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς, μπορούν – και επιβάλλεταινα επηρεάσουν σημαντικά τη διάθεση του νέου για έρευνα και μελέτη του κόσμου, μέσα απ’ τοπεριεχόμενο του βιβλίου και να δώσουν οι ίδιοι κίνητρα για διάβασμα. Πρέπει οι νέοι άνθρωποι να καταλάβουν ότι το βιβλίο βγάζει το άτομο απ’ τα σκοτάδια της αμάθειας, ανοίγει δρόμους στη ζωή σίγουρους και ασφαλείς και σφυρηλατεί το αίσθημα της ελευθερίας. Επίσης είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσουν ότι τα βιβλία κατα­στρέφονται, επειδή θεωρούνται επικίνδυνα, μόνο από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα (Χιτλερική Γερμανία), και ότι συμπεριφέρονται φασιστικά όταν τα καταστρέφουν ενώ ζουν σε μια ελεύθερη χώρα με πλούσια πνευματική κληρονομιά, που οφείλουν να συνεχίσουν με αγάπη, «υπομονή και περηφάνεια». πολύτιμο

Γιάννα Κουτρομάνου , 19 Ιουλίου 1987

Θεματικό/ Νοηματικό  Κέντρο : Το παιδί απομακρύνεται από το βιβλίο, παρόλο που σφυρηλατεί την ελευθερία , για λόγους κοινωνικούς κι εκπαιδευτικούς.

Οι υπογραμμισμένες λέξειςκλειδιά κάθε παραγράφου , αν διαβαστούν μόνες τους – η μια μετά την άλλη- θα διαφανεί εύκολα ότι αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά των επιμέρους παραγράφων. Αυτό αποτελεί την καλύτερη απόδειξη ότι οι λέξεις -κλειδιά που επιλέχτηκαν είναι οι σωστές , εφόσον καταφέρνουν ν’ αποδώσουν τα κύρια σημεία των παραγράφων ,χωρίς νοηματικά χάσματα.

Πλαγιότιτλοι Παραγράφων :

1 η Παράγραφος : «Η υποβάθμιση της αξίας του βιβλίου».

2 η Παράγραφος : «Τα εκπαιδευτικά αίτια σύνδεσης του βιβλίου με την καταπίεση του μαθητή»

3 η Παράγραφος : «Οι αρνητικές επιδράσεις των συγκρούσεων ανάμεσα στο μαθητή και στο δάσκαλο»

4 η Παράγραφος : «Η καλλιέργεια από την κοινωνία της σχέσης γνώση- επάγγελμα δημιουργεί άγχος κι απέχθεια για το βιβλίο».

5 η Παράγραφος : «Η ανθρωπιστική στροφή οδηγεί στην αγάπη για το βιβλίο»

6 η Παράγραφος : «Οι υπεύθυνοι οφείλουν να πείσουν ότι το βιβλίο είναι πηγή ελευθερίας και διατήρηση της πολιτισμικής κληρονομιάς»

Σημειώσεις Παραγράφων :

1 η Παράγραφος : Το βιβλίο υποβαθμίζεται για λόγους κοινωνικούς κι εκπαιδευτικούς.

2 η Παράγραφος : Ιδιαίτερα ο μαθητής δεν πείθεται για την αξία που έχει (το βιβλίο) για τη μόρφωσή του και το θεωρεί μόνο μέσο καταπίεσης .

3 η Παράγραφος : (Ο μαθητής ) Θεωρεί το δάσκαλο καταπιεστή της ελευθερίας του, γίνεται αντιδραστικός και αναλώνεται σε άκαρπους ανταγωνισμούς.

4 η Παράγραφος : Η κοινωνία καλλιεργεί τη χρησιμοθηρική γνώση για την επαγγελματική επιτυχία, αλλά η γνώση αυτή γεννά μόνον άγχος και καταπίεση.

5 η Παράγραφος : Η απουσία της πνευματικότητας και η αλλοτρίωση  του σύγχρονου ανθρώπου απαξιώνει το βιβλίο και η λύση βρίσκεται στον ανθρωπισμό και στην  ανάγκη για γνώση.

6 η Παράγραφος : Όσοι ευθύνονται για την αγωγή των νέων οφείλουν να τους δώσουν κίνητρα, ώστε νικώντας την αμάθεια να κατακτήσουν την ελευθερία και να διατηρήσουν την πολιτισμική τους κληρονομιά.

-Ενώνουμε το Θεματικό Κέντρο με τους Πλαγιότιτλους ή τις Σημειώσεις χρησιμοποιώντας διαρθρωτικές λέξεις. Η ένωση αυτή γίνεται με τρόπο ελεύθερο. Δεν είναι απαραίτητη η χρήση της ακριβούς συντακτικής δομής τους. (Αν το Θεματικό Κέντρο είναι σχεδόν το ίδιο με τις πρώτες σημειώσεις , είτε το διαφοροποιούμε , είτε το παραλείπουμε. Σε κάθε περίπτωση δεν το υποβαθμίζουμε ,γιατί αποτελεί τον πυρήνα του κειμένου).

Περίληψη με πλαγιότιτλους

Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι το παιδί απομακρύνεται από το βιβλίο, παρόλο που σφυρηλατεί την ελευθερία , για λόγους κοινωνικούς κι εκπαιδευτικούς.. Αρχικά αναφέρει πως η εκπαίδευση μέσα από το βιβλίο θεωρείται καταπίεση και όχι πράξη ελευθερίας. Επιπλέον, γεννιούνται  αρνητικές επιδράσεις από τις  συγκρούσεων ανάμεσα στο μαθητή και στο δάσκαλο. Παρακάτω επισημαίνει ότι η καλλιέργεια από την κοινωνία της σχέσης γνώση- επάγγελμα δημιουργεί άγχος κι απέχθεια για το βιβλίο. Ωστόσο, η ανθρωπιστική στροφή θα σταματήσει την καταστροφή του βιβλίου. Ολοκληρώνει τονίζοντας ότι οι υπεύθυνοι οφείλουν να πείσουν ότι το βιβλίο είναι πηγή ελευθερίας και διατήρηση της πολιτισμικής κληρονομιάς.

(97 λέξεις)

Περίληψη με σημειώσεις

Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι το παιδί απομακρύνεται από το βιβλίο, παρόλο που σφυρηλατεί την ελευθερία , για λόγους κοινωνικούς κι εκπαιδευτικούς. Αρχικά αναφέρει πως ιδιαίτερα ο μαθητής δεν πείθεται για την αξία που έχει (το βιβλίο) για τη μόρφωσή του και το θεωρεί μόνο μέσο καταπίεσης. Επιπλέον, θεωρεί το δάσκαλο καταπιεστή της ελευθερίας του, γίνεται αντιδραστικός και αναλώνεται σε άκαρπους ανταγωνισμούς. Παρακάτω προσθέτει ότι η κοινωνία καλλιεργεί τη χρησιμοθηρική γνώση για την επαγγελματική επιτυχία, αλλά η γνώση αυτή γεννά μόνον άγχος και καταπίεση. Επίσης, η απουσία της πνευματικότητας και η αλλοτρίωση  του σύγχρονου ανθρώπου απαξιώνει το βιβλίο και η λύση βρίσκεται στον ανθρωπισμό και στην ανάγκη για γνώση. Τέλος,  τονίζει ότι όσοι ευθύνονται για την αγωγή των νέων οφείλουν να τους δώσουν κίνητρα, ώστε νικώντας την αμάθεια να κατακτήσουν την ελευθερία και να διατηρήσουν την πολιτισμική τους κληρονομιά.

(138 λέξεις)

2ο Παράδειγμα Περίληψης

(Κείμενο από το Σχολικό βιβλίο της Β’ Λυκείου, σελ. 253)

ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΝΕΟΛΕΛΛΗΝΕΣ

Ηλικιωμένος άνθρωπος που επί χρόνια πολλά εργάστηκε  στη διοικητική υπηρεσία του Κράτους και ανέβηκε όλες τις βαθμίδες της, συνόψισε κάποτε τα διδάγματα της μακράς πείρας του με μια παρατήρηση άξια να μας βάλει σε πολλές σκέψεις.

Το Κράτος, έλεγε, όχι ως αφηρημένη ιδέα, αλλά ως συγκεκριμένο βίωμα, σαν ένα κομμάτι από την ίδια τη ζωή μας, λείπει από τους ση­μερινούς Έλληνες. Το αισθάνονται σαν ξένο, όχι δικό τους, και δεν το πονούν. Τη χώρα τους την αγαπούν με πάθος. Για μια χούφτα από το χώμα της είναι άξιοι να πεθάνουν με την πιο μεγάλη ευκολία. Άλλο Πα­τρίδα όμως και άλλο Πολιτεία. Με την Πατρίδα είμαστε στενότατα δε­μένοι. Την έχουμε βάλει μέσο, στο αίμα μας, γιατί και με το αίμα μας την έχουμε κρατήσει. Την Πολιτεία όμως, δηλαδή αυτό τον ορισμένο τρό­πο με τον οποίο έχει οργανωθεί και διοικείται ο τόπος, αυτήν την απρό­σωπη δύναμη που λειτουργεί στο όνομα όλων για να εξασφαλίζει με τα όργανα και τους θεσμούς της τη ζωή και την ελευθερία μας, δεν μπο­ρούμε να τη νιώσουμε σαν κάτι εντελώς δικό μας. Είναι ξένο σώμα. για το αίσθημα μας.

Απόδειξη ότι δεν πονούμε, ούτε αισθανόμαστε ενστιγματικά την ανάγκη να προστατέψουμε ό, τι ανήκει στο Κράτος, το δημόσιο κτήμα. Απέναντι του δείχνουμε αδιαφορία και κάποτε μιαν απίστευτη εχθρό­τητα και μανία καταστροφής. Από παιδιά στο σχολείο κακοποιούμε βάρβαρα τα θρανία και τους τοίχους του σχολείου -«ανήκει στο δη­μόσιο, δεν είναι δικό μας». Την ίδια αστοργία δείχνουμε στα δικαστή­ρια, στα άλλα δημόσια γραφεία, ακόμη και στους πάγκους του πάρκου ή στις δημόσιες κρήνες, σε ό,τι τέλος πάντων είναι κρατική περιουσία. Μόλις αντιληφθούμε ότι κάτι τι ανήκει ή με κάποιο τρόπο βρίσκεται στην κυριότητα αυτής της απρόσωπης δύναμης, αν δεν μπορούμε να το οικειοποιηθούμε, με ευχαρίστηση το φθείρουμε. Με την ίδια ευκολία προσπαθούμε ν “αποφεύγουμε τις υποχρεώσεις μας προς το Κράτος ή να καταστρατηγούμε τους νόμους του. Είναι ο «άλλος», όχι ο εαυτός μας. Και τον ξεγελούμε ή σηκώνουμε το όπλο εναντίον του, χωρίς να κατα­λαβαίνουμε ότι κατά βάθος τον εαυτό μας απατούμε ή πληγώνουμε.

Και από τις παρατηρήσεις του αυτές ο πολύπειρος άνθρωπος έβγα­ζε το συμπέρασμα ότι ίσως οι Έλληνες να μην είναι οργανικά ικανοί να ποτιστούν από την ιδέα του Κράτους. Ότι πιθανόν μέσα στην ίδια τη φυ­σική τους υφή να υπάρχει κάποια τάση αναρχισμού…

Έχει αρκετά διαδοθεί αυτή η αντίληψη και συχνά ακούγεται. Ωστό­σο μου φαίνεται πολύ παρακινδυνευμένη και άδικη στην απαισιοδοξία της. Δεν αμφισβητώ τα γεγονότα, όπου στηρίζεται (τα περισσότερα είναι δυστυχώς πραγματικά, είτε μας αρέσουν είτε όχι). Αλλά. την ερμηνεία που δίνεται σ’ αυτό, τα γεγονότα.

Ότι δεν πονούμε, ή ότι δεν πονούμε αρκετά την Πολιτεία σαν κάτι εντε­λώς δικό μας, είναι βέβαιο. Από αναρχισμό όμως την αντιθέσουμε προς τα αισθήματα και τα συμφέροντα μας ή από άλλους λόγους; Και πώς είναι δυ­νατόν αυτός ο δήθεν αναρχισμός να θεωρηθεί έμφυτη ιδιότητα ριζωμένη μέσα στη δική μας φυλή; Μπορεί ο Έλληνας να είναι περισσότερο από άλ­λους λαούς ατομιστής, να μην πειθαρχεί τόσο εύκολα στο συλλογικό σώ­μα και πνεύμα της ομάδας. Αλλά από το σημείο τούτο ως το σημείο να τον πούμε από τη φύση του αναρχικό, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Ορθό­τερη φαίνεται μια άλλη εξήγηση. Ότι αυτή η αδιαφορία ή η λανθάνουσα εχθρότητα προς το Κράτος και τις λειτουργίες του είναι αποτέλεσμα ιστο­ρικών αιτίων και μιας κακοδαιμονίας που ατυχώς διαιωνίζεται. Ας μη λη­σμονούμε ότι επί μακροχρόνια και κατά διαστήματα δεν υπήρχε γι’ αυτόν εδώ τον πολυβασανισμένο λαό σύμπτωση Πολιτείας και Έθνους. Η κρα­τική εξουσία στις διάφορες περιόδους της δουλείας δεν ήταν μονάχα ξέ­νη αλλά και εχθρική προς την εθνική μας υπόσταση. Και επομένως γενε­ές γενεών, για να βεβαιώσουν την εθνική τους ιδιοτυπία, τη χωριστή τους ύπαρξη, ήταν αναγκασμένες να μισούν, να απατούν και να πολεμούν τα όργανα, και τις λειτουργίες που στα μάτια τους εκπροσωπούσαν το Κρά­τος και σάρκωναν την ιδέα της Πολιτείας. Το κρυφό μίσος με τα ψυχικά επακόλουθα, του είναι πολύ πιο επικίνδυνο από τη φανερή αντίθεση, τον ανοιχτό πόλεμο. Συμπνιγόμενο από το φόβο τρέφεται από την καταπίεση του και αφήνει στα σκοτεινά στρώματα της ψυχής λασπερά κατακάθια που δεν εξαλείφονται. Ακόμη κι όταν λευτερωθεί από το ζυγό, δεν μπορεί εύ­κολα ένας λαός να αγαπήσει την Πολιτεία με τους περιορισμούς της, έστω και αν είναι τώρα δική του, αφού ως προχτές ακόμη το Κράτος ήταν η θέ­ληση και η βία του δυνάστη του.

Κατά ένα παράδοξο μάλιστα μηχανισμό, που μας τον εξηγεί σήμε­ρα η Ψυχολογία, όταν ένας πολίτης με τέτοιες υποσυνείδητες κακώσεις από αρχόμενος γίνεται άρχων, παίρνει τις διαθέσεις και τους τρόπους που ο ίδιος πρώτα μισούσε. Παίζει δηλαδή το ρόλο του ειδώλου που ως τώρα το φοβόταν και το αντιπαθούσε, γιατί έτσι νομίζει πως μπορεί να λευτερωθεί από τον εφιάλτη του. Ίσως γι’ αυτό το λόγο συμβαίνει, όποιος παίρνει και μια παραμικρή ακόμη εξουσία στην Ελλάδα, να με­ταβάλλεται αμέσως σε σατράπη…

Για να εξηγήσουμε όμως το φαινόμενο που εξετάζουμε, πρέπει να αναφέρουμε ακόμη ένα λόγο πολύ σοβαρό. Όταν λευτερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό αυτή η μικρή ελληνική γωνιά, η Πολιτεία μας δεν θεμελιώθηκα ούτι: αναπτύχθηκε οργανικά απάνω σε κάποιες αυτόχθονες μορφές οργάνωσης και διοίκησης, βγαλμένες από τις δικές μας ψυχο­λογικές και ά/άες ανάγκες και από την ιστορική κίνηση της ζωής του Έθνους, αλλά μας επιβλήθηκε απέξω από ξένους και με ξένους που φυ­σικά δε νοιάστηκαν να εξετάσουν αν το φόρεμα τούτο ήταν κομμένο στο μέτρα μας, ούτε προσπάθησαν να το ταιριάσουν κάπως απάνω στο δι­κό μας κορμί. Έτσι εφαρμόστηκαν κι εξακολουθούν να εφαρμόζονται πειραματικά στη χώρα μας διοικητικοί και πολιτικοί θεσμοί που δεν μί­λησαν ποτέ βαθιά στην ψυχή του λαού μας. Ούτε ίσως ανταποκρίνονται εντελώς στις πραγματικές του ανάγκες.

Είναι γνωστές οι μελέτες του Κώστα Καραβίδα για την κοινοτική ορ­γάνωση. Μπορεί να μη συμμερίζεται κανείς την αισιοδοξία και την πί­στη του ότι και τώρα είναι δυνατόν να γίνει εκείνο που δεν έγινε άλ­λοτε, στην ώρα του τη φυσιολογική. Ωρισμένως όμως θα αναγνωρίσει ότι θα ήταν πολύ διαφορετική, τελειότερη, η κρατική μας οργάνωση και πολύ στενός, οργανι­κά συνεκτικός, ο δεσμός του πολίτη με την Πο­λιτεία στον τόπο μας, αν αυτό το θαυμαστό κύτταρο, η κοινότητα, που δημιουργήθηκε με το αίμα του λαού μας από πανάρχαια χρόνια και λειτούργησε τόσο λαμπρά στους χρόνους της δουλείας, αφηνόταν να αναπτυχθεί φυ­σιολογικά σε ένα γενικότερο, πλούσια δια­κλαδωμένο και πυργωτά διαρθρωμένο διοι­κητικό σύστημα. Το. ξενοφερμένα καθεστώτα σκότωσαν το κύτταρο τούτο και μας επέβαλαν θεσμούς και τύπους, μέσα στους οποίους μάταια ως τώρα προσπαθούμε να βρούμε τον εαυτό μας.

Βάλετε μαζί μ ‘ αυτές τις αιτίες την κακοδιοίκηση που είναι ενδημικό κακό στον τόπο μας, τη διαφθορά της πολιτικής μας ηγεσίας που τα ανομήματά της πλήρωσαν ακόμη και με το αίμα τους οι λίγες φωτεινές μορφές της νεότερης ιστορίας μας, προσθέσετε τέλος και τη βαθύτερη κρίση που περνάει εδώ και κάμποσα χρόνια η έννοια του Κράτους μέσα στις φοβερές αντινομίες της ζωής όλων των σημερινών λαών και θα. εξηγήσετε γιατί οι βασανισμένοι άνθρωποι αυτού του τό­που, του πολυπατημένου από ξένους κάθε λογής, δεν αισθάνονται ακό­μη εντελώς δικό τους το Κράτος. Ας μην τους καταλογίζουμε αναρχισμό, αφού η μοίρα τους έγραφε να μην είναι νοικοκυραίοι στο σπίτι τους και να μην αφήνονται ήσυχοι να φτιάχνουν με τη δική τους ζωή και μέ;σ’ από τη δική τους ιστορία τους κοινωνικούς των θεσμούς.

22 Ιουλίου 1948

(Ε.Π. Παπανούτσος, Εφήμερα-Επίκαιρα-Ανεπίκαιρα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1980, α. 160-63)

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ  ΠΕΡΙΛΗΨΗ

(Από το Βιβλίο του Καθηγητή «Έκφραση- Έκθεση», τεύχος Β’, ΟΕΔΒ)

Στο κείμενο «Κράτος και Νεοέλληνες», ο συγγραφέας μετα­φέρει στην αρχή τη θέση κάποιου δημόσιου υπαλλήλου, ο οποίος υποστηρίζει ότι το κράτος, ως συγκεκριμένο βίωμα, λείπει από τους Νεοέλληνες. Αιτιολογεί τη θέση του (ο δημόσιος υπάλληλος) αναφερόμενος στην αδιαφορία και στην εχθρότητα που δείχνουν οι πολίτες απέναντι στο κράτος και δίνει την προσωπική του ερμηνεία, ότι δηλαδή πιθανόν να υπάρχει μια τάση αναρχισμού στους Έλληνες. Αντίθετα, ο συγ­γραφέας διατυπώνει την άποψη ότι η ερμηνεία για τον αναρχισμό δεν ευσταθεί. Πα­ραθέτει μια σειρά από αίτια, για να εξηγήσει την εχθρότητα των Νεοελλήνων προς το κράτος: αίτια ψυχολογικά, κοινωνικά, την κακοδιοίκηση που υφίστανται, τους ξε­νόφερτους διοικητικούς και πολιτιστικούς θεσμούς που δεν ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες τους κ.ά. Προσθέτει στον προβληματισμό του και την παγκόσμια κρίση που υφίσταται η έννοια του κράτους. Καταλήγει ότι, εξαιτίας των λόγων που προ­ανέφερε, οι Έλληνες αισθάνονται ξένοι στον τόπο τους, με αποτέλεσμα να εκδηλώ­νονται αρνητικά, χωρίς οι εκδηλώσεις αυτές να δηλώνουν διάθεση αναρχισμού.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1018

Η λειτουργία των σημείων στίξης

Η λειτουργία των σημείων στίξης

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1017

Βασικές οδηγίες για τη χρήση των σημείων στίξης



Τελεία ( . ) Η τελεία ανταποκρίνεται σε σταμάτημα ή κατέβασμα της φωνής. Σημειώνεται:στο τέλος μια πρότασης και δείχνει πως ό,τι ειπώθηκε έχει ακέραιο νόημα: Το αυτοκίνητο είναι άσπρο.

ύστερα από μια συντομογραφία: π.χ., κτλ. Εξαιρούνται μερικές συντομογραφίες που σχετίζονται με τις διευθύνσεις του ορίζοντα, που δεν την παίρνουν, π.χ.: Α= Ανατολή, ανατολικός, ανατολικά, ΝΔ = νοτιοδυτικός, νοτιοδυτικά κτλ. Όταν πρόκειται, όμως, για προσδιορισμό τόπων, προσθέτουμε στις συντομογραφίες Α, Β κτλ. μια τελεία: η Β. Αμερική, η Ν. Ευρώπη κτλ.

σε πολυψήφιους αριθμούς, χωρίζοντας σε τριάδες τα ψηφία με αρχή από τα δεξιά (π.χ., 2.234.456). Οι τετραψήφιοι αριθμοί και οι χρονολογίες δε χρειάζονται τελεία (π.χ., 1821).

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί τελεία μετά από ένα απόλυτο αριθμητικό για να νοηθεί ως τακτικό: 9. = ένατος. (Η χρήση αυτή είναι σπάνια.)

Η τελεία του τέλους δε σημειώνεται σε τίτλους βιβλίων, σ’ επιγραφές και σ’ επικεφαλίδες.

Η τελεία και τα άλλα σημεία της στίξης:

Όταν υπάρχουν εισαγωγικά στο κείμενο, η τελεία σημειώνεται πάντα έξω από αυτά. Το ίδιο ισχύει στις περιπτώσεις χρήσης παρενθέσεων, αγκυλών κτλ. Ωστόσο, όταν μέσα στην παρένθεση υπάρχει ολόκληρη περίοδος, τότε η τελεία σημειώνεται μέσα στην παρένθεση.

Τελεία δεν σημειώνεται μετά το ερωτηματικό, το θαυμαστικό και τα αποσιωπητικά.

Άνω τελεία ( · )
Η άνω τελεία δηλώνει αρκετά στενό νοηματικό σύνδεσμο με τα προηγούμενα και χρησιμεύει για να σημειώνουμε μικρότερη διακοπή παρά με την τελεία και μεγαλύτερη παρά με το κόμμα. Ειδικότερα η άνω τελεία:Μέσα στην περίοδο χωρίζει ομάδες από προτάσεις. Οι προτάσεις αυτές χωρίζονται μεταξύ τους με κόμματα, π.χ.: Του Αισχύλου σώζονται τρεις τραγωδίες από τον τρωικό κύκλο, ο Αγαμέμνονας, οι Χοηφόρες, οι Ευμενίδες· του Σοφοκλή, ο Αίας, η Ηλέκτρα και ο Φιλοκτήτης.

Στο εσωτερικό μιας φράσης χωρίζει δυο μέρη της που σχετίζονται μεταξύ τους, αλλά και που έχουν διαφορές, ιδίως όταν το δεύτερο επεξηγεί ή έρχεται σε αντίθεση με το πρώτο, π.χ.: Αυτός δεν ήταν άνθρωπος· ήτανε θεριό, δράκος, του βουνού στοιχειό.  Του πατέρα σου, όταν έλθης,/ δε θα βρης παρά τον τάφο·/ είμαι ομπρός του και σου γράφω/ μέρα πρώτη του Μαγιού. (Σολωμός).

Η άνω τελεία και τα άλλα σημεία της στίξης:

Όταν υπάρχουν στην πρόταση εισαγωγικά ή παρένθεση, η άνω τελεία σημειώνεται έξω από την παρένθεση ή τα εισαγωγικά.

Παρατήρηση: Η χρήση της άνω τελείας έχει ατονήσει σήμερα· στη θέση της χρησιμοποιείται το κόμμα ή η τελεία. Ένας επιπλέον λόγος για την ολοένα και αραιότερη χρήση της, αποτελεί το γεγονός της μη παρουσία της στο τυποποιημένο πληκτρολόγιο των υπολογιστών. Η εισαγωγή στο κείμενο πρέπει να γίνει με ειδική πληκτρολόγηση. Το σύμβολο της άνω τελείας αντιστοιχεί στο συνδυασμό πλήκτρων Alt+0183 (με το αριθμητικό πληκτρολόγιο). Μια καλή πρακτική, για όσους χρησιμοποιούν κειμενογράφους που το επιτρέπουν, είναι να αντιστοιχηθεί στην άνω τελεία μια απλή λειτουργία αυτόματης διόρθωσης κειμένου · μια απλή, αποτελεσματική και ευκολομνημόνευτη αλληλουχία πλήκτρων είναι τα δύο συνεχόμενα κόμματα “,,”.

Κόμμα ( , ) Το κόμμα χρησιμεύει συνήθως για να σημειώσουμε λογικό χωρισμό και μικρό σταμάτημα στο εσωτερικό της περιόδου, ή σε μεγάλες φράσεις για να δώσομε ευκαιρία σε αναπνοή, είτε για να κάνουμε το κείμενο να διαβάζετε ευκολότερα (λ.χ. σε θεατρικά κείμενα, διδακτικά βιβλία) ή για να προκαλέσουμε προσδοκία. Το κόμμα είναι το πιο συχνό σημείο της στίξης και η χρήση του είναι απαραίτητη προκειμένου ν’ αποφεύγονται παρανοήσεις και η ανάγνωση, ή η απαγγελία, να γίνεται ευκολότερη. Αν και δεν υπάρχουν απόλυτοι κανόνες για τη χρήση του κόμματος, σε γενικές γραμμές χρησιμεύει για να χωρίζουμε:

  • Μέσα στην πρόταση του όμοιους αναμεταξύ τους όρους, όταν του παραθέτουμε ασύνδετους, π.χ.: Η θάλασσα ήταν ήρεμη, γαλήνια, καθαρή.

Στην απαρίθμηση επιθέτων μπρος από ένα ουσιαστικό το κόμμα μπαίνει και πριν το τελευταίο επίθετο, όταν αυτό προσδιορίζει το ουσιαστικό ακριβώς όπως και τ’ άλλα: Με αργά, βαριά, κουρασμένα βήματα. Αλλά δεν μπαίνει όταν το τελευταίο επίθετο αποτελεί με το ουσιαστικό έννοια που την προσδιορίζουν τα προηγούμενα επίθετα: Με κέρασε άσπρο παλιό κρασί.

  • Την παράθεση και κάθε είδους επεξήγηση: Άρχισε μια βροχή, κατακλυσμός.– Ο Όλυμπος, το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, ήταν κατοικία των θεών.
  • Την κλητική: Νίκο, σου στέλνω σήμερα το γράμμα.– Πήρα το γράμμα σου, κύριε Γιώργο, και χαίρομαι που είσαι καλά.
  • Ένα μόριο ή ένα βεβαιωτικό (ή αρνητικό) επίρρημα στην αρχή της περιόδου, που χρησιμεύει για τη σύνδεση με τα προηγούμενα: Ναι, θα φύγω.– Όχι, δε θέλω.– Τότε, θα συμφωνήσουμε (δηλ. αφού είναι έτσι).
  • Τις κύριες από δευτερεύουσες προτάσεις – τις αιτιολογικές, τελικές (εκτός όταν εισάγονται με το να), αποτελεσματικές, υποθετικές, εναντιωματικές, χρονικές ή που εισάγονται με το χωρίς να, ιδίως όταν αυτές προηγούνται ή όταν είναι μεγάλες, π.χ.: Δεν πρέπει να ξεκινήσομε, γιατί ο καιρός άρχισε να χαλά.– Αν θέλεις, έλα.– Χωρίς να το καταλάβω, μου πήραν το πορτοφόλι.
  • Τις πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις όταν προηγούνται του ρήματος: Το τι έκρυβε η στάση της, ήταν δύσκολο να διαπιστωθεί. Αλλά: Ήταν δύσκολο να διαπιστωθεί το τι έκρυβε η στάση της..
  • Το ρήμα και τον αμέσως κατόπι του εμπρόθετο προσδιορισμό που φανερώνει αντίθεση, π.χ.: Περισσότερο έβλαψε, παρά ωφέλησε.
  • Τις συμπλεκτικές προτάσεις, π.χ.: Δε θα πάω στα Χανιά, ούτε στο Ρέθυμνο.– Και γενναίοι άνθρωποι ήταν, και τον εαυτό τους πρόσεχαν.
  • Τις διαζευκτικές προτάσεις, π.χ.: Ή θα σωθούμε, ή θα χαθούμε.
  • Τις αντιθετικές προτάσεις, π.χ.: Δεν έχομε εμείς, μα κάτι θα γίνει.– Ναι μεν είναι ακριβότερο, αλλά είναι το καλύτερο για τη δουλειά μου.
  • Τις συμπερασματικές προτάσεις: Να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα, ώστε… – Δεν είναι κακός, να (=ώστε να) μη μας δώσει νερό.
  • Το σύνδεσμο και, όταν αυτός έχει σημασία συνδέσμου που χρειάζεται κόμμα, π.χ.: Εσύ μαζεύεις, και (= ενώ) αυτός σκορπά.– Πήγαινε στο καλό, και (= γιατί) δε σ’ έχω ανάγκη.
  • Τους όρους μιας πρότασης που συνδέονται με τους συνδέσμους ή, είτε, μήτε, ούτε, όταν είναι περισσότεροι των δυο: Ούτε ο Κώστας, ούτε ο Γιώργος, ούτε Μαρία κατάφεραν να λύσουν το γρίφο. Αλλά: Ούτε ο Μπάμπης ούτε ο Θωμάς είπαν την αλήθεια.

Η δυσκολότερη περίπτωση είναι η θέση ή μη του κόμματος πριν από αναφορική πρόταση που ακολουθεί το υποκείμενο, επειδή η λανθασμένη χρήση του κόμματος έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή του νοήματος της πρότασης:

Τα δέντρα του κήπου που είναι καρποφόρα χρειάζονται λίπασμα.
( Η αναφορική πρόταση εδώ προσδιορίζει άμεσα το υποκείμενο. Καθορίζει ποια δέντρα του κήπου χρειάζονται λίπασμα, δηλαδή όσα δέντρα είναι καρποφόρα και όχι όλα.
Πέταξαν τα ροδάκινα που είχαν σαπίσει.
(= Πέταξαν μόνο εκείνα από τα ροδάκινα που είχαν σαπίσει).

Τα δέντρα του κήπου, που είναι καρποφόρα, χρειάζονται λίπασμα.
(Εδώ μπορεί να παραλειφθεί η αναφορική πρόταση χωρίς να προκύψει αλλοίωση του νοήματος· δηλαδή τα δέντρα του κήπου, που όπως γνωρίζουμε είναι όλα καρποφόρα, χρειάζονται λίπασμα.)
Πέταξαν τα ροδάκινα, που είχαν σαπίσει.
(= Πέταξαν όλα τα ροδάκινα τα οποία είχαν σαπίσει).

Το κόμμα και τα άλλα σημεία της στίξης:

  • Όταν παραθέτουμε τα λόγια κάποιου άλλου σε εισαγωγικά, σημειώνουμε το κόμμα έξω από τα εισαγωγικά μόνο όταν το απαιτεί η πρόταση: Κατορθώσαμε να πει «παραδίνομαι», γιατί τον κουράσαμε πάρα πολύ.
    Αντίθετα, δεν χωρίζουμε με κόμμα τις παρένθετες προτάσεις, μικρές ή μεγάλες, που δηλώνουν ποιος είπε τα λόγια που βρίσκονται στα εισαγωγικά: «Είμαστε έθνος ανάδελφο» είπε ο Πρόεδρος.
    Αν, όμως, αυτού του είδους οι προτάσεις υπάρχουν σε διαλόγους χωρίς εισαγωγικά (εισάγονται δηλαδή με παύλες), χρησιμοποιούνται πάντα με κόμμα:
    – Μπορείτε να πιείτε νερό, μας είπε ο περβολάρης
    .
  • Δεν σημειώνουμε κόμμα αμέσως μετά το ερωτηματικό και το θαυμαστικό.
Δύο τελείες ( : )ή διπλή τελεία

ή πάνω και κάτω τελεία

Οι δύο τελείες δηλώνουν ότι θ’ ακολουθήσει παράθεμα από ξένο κείμενο, απόφθεγμα, παροιμία ή ευθύς λόγος. Χρησιμοποιείται ακόμη στις περιπτώσεις που αναλύομε ή ερμηνεύομε κάτι που έχομε καταγράψει, π.χ.: Σκεπτόμουν καθαρά τούτο: θα εκτελέσω όσο μπορώ καλύτερα το χρέος μου.Η λέξη ύστερ’ από τις δύο τελείες γράφεται με αρχικό γράμμα κεφαλαίο όταν οι δύο τελείες έχουν τη θέση τελείας.
Παύλα ( – )
= Alt+0150
Η παύλα δηλώνει αλλαγή του συνομιλητή σ’ ένα γραπτό κείμενο διαλόγου όταν δεν χρησιμοποιούνται εισαγωγικά.Επίσης χρησιμοποιείται για να φανεί μεγαλύτερη η αντίθεση των προηγούμενων με τ’ ακόλουθα, π.χ.: Ξεκίνησαν – μα δε θα φτάσουν ποτέ!

Η χρήση της παύλας δείχνει απότομη αλλαγή ή ανακολουθία στη φράση, π.χ.: Είδα το Μιχάλη προχθές – ο Γιάννης ήταν στο τηλέφωνο.

Η παύλα είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί στο τέλος μιας παραγράφου, αμέσως μετά την τελεία, δηλώνοντας ότι έχει ολοκληρωθεί ένα θέμα, μια νοηματική ενότητα. (Σημείωση: Από εδώ βγήκε και η φράση: «τελεία και παύλα», δηλαδή τελείωσε τελείως το ζήτημα.)

Επίσης, η παύλα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάλογο, όταν διακόπτεται απότομα ο λόγος, σε αντίθεση με τα αποσιωπητικά, που δηλώνουν κυρίως: παύση, αποσιώπηση, αμηχανία κτλ.:
– Μπορώ να σας μιλή–
– Σταμάτα! Δεν σου επιτρέπω να μιλάς!

Παρένθεση [ (  ) ] Διπλή παύλα ( –   – ) Κοινό γνώρισμα και των δύο σημείων στίξης είναι ότι οι λέξεις που περικλείονται σ’ αυτά παρουσιάζουν, κατά τη γνώμη μας, λιγότερο ενδιαφέρον. Έχουν όμως και διαφορές μεταξύ τους, τις ακόλουθες:Η παρένθεση χρησιμεύει για να περικλείσει και ν’ απομονώσει λέξη ή φράση ολόκληρη που επεξηγεί ή συμπληρώνει τα λεγόμενα, π.χ.: «Ο Όμηρος (Οδύσσεια 490) εξυμνεί τη ζωή.»  «Το αυτοκίνητο (σαράβαλο) αγκομαχούσε στον ανήφορο…»

Παρένθεση χρησιμοποιούμε και μετά από μια περίοδο. Στις περιπτώσεις αυτές προηγείται άνω τελεία ή άλλο σημείο στίξης, π.χ.: «Θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν· (Μαβίλης).»  «–Φοβάμαι κάτι χειρότερο! (φεύγουν από τη σκηνή).»

Η παρένθεση επίσης χρησιμεύει για να περικλείσει λέξεις ή φράσεις που μπορούν να παραλειφθούν. Αυτό συχνά το πετυχαίνομε και με τα κόμματα. Η παρένθεση πρέπει να χρησιμοποιείται στην περίπτωση αυτή, όταν τα παρένθετα λόγια αποχωρίζονται καθαρά στο νόημα και στη διατύπωση από το υπόλοιπο κείμενο και δεν υπάρχει σ’ αυτό λέξη που αναφέρεται στα λόγια μέσα στην παρένθεση.

Μέσα σε παρένθεση αναγράφονται οι παραπομπές: «Το γράμμα αποκτείνει, το δε πνεύμα ζωοποιεί», είπε ο Παύλος· (Προς Κορινθίους Β’ 3.6).

Η παρένθεση μπορεί ν’ ακολουθεί ή και να έχει κατόπι της άλλη στίξη, ιδίως κόμμα. Μπορεί και ν’ αρχίζει με κεφαλαίο γράμμα. Η τελεία  μπαίνει πριν κλείσει η παρένθεση όταν η παρένθεση αρχίζει με κεφαλαίο.

Η διπλή παύλα χρησιμοποιείται για να απομονωθεί μέρος της φράσης, όπως γίνεται και στην παρένθεση. Αυτό γίνεται ιδίως όταν όταν το μέρος αυτό δεν είναι τόσο δευτερότερο ώστε να κλειστεί σε παρένθεση. Το κλείσιμό του μέσα σε κόμματα θα μπορούσε να προκαλέσει ασάφεια, π.χ.: «Ο πατέρας μου –ελαφρύ το χώμα που τον σκέπασε– δεν ήθελε να με κάνει βοσκό.»

Αγκύλες [  ] Χρησιμοποιούνται για ν’ απομονωθεί μια ένδειξη που βρίσκεται ήδη σε παρένθεση.
Εισαγωγικά ( «  » )
Τα εισαγωγικά σημειώνονται στην αρχή και στο τέλος παραθεμάτων: Μου είπε: «Δε σε ξέρω καθόλου». Επίσης όταν αναφέρομε λέξεις ή φράσεις που δεν ανήκουν στην κοινή γλώσσα ή που παίρνουν ένα ιδιαίτερο νόημα ή απόχρωση νοήματος στο λόγο μας: οι παλαιότεροι χρησιμοποιούσαν τη λέξη «σπουδαίος» με διαφορετικό νόημα· σήμαινε το μορφωμένο, το λόγιο.

Τίτλοι βιβλίων, θεατρικών έργων, ονόματα πλοίων, εφημερίδων, επιγραφές κτλ., τοποθετούνται μέσα σε εισαγωγικά.

Ύστερα από τα εισαγωγικά σημειώνεται, όταν χρειάζεται, η τελεία και η επάνω τελεία. Το κόμμα δε σημειώνεται, εκτός όταν με το κλείσιμο των εισαγωγικών τελειώνει φράση που απαιτεί κόμμα, π.χ.: «Είναι δυο η ώρα» είπε η Μαρία «τα μαγαζιά θα έχουν κλείσει».

Το ερωτηματικό και το θαυμαστικό σημειώνονται μέσα από τα εισαγωγικά του τέλους ( εκτός κι αν δεν ανήκουν στο κείμενο το κλεισμένο μέσα στα εισαγωγικά, και τότε μπαίνουν έξω από τα εισαγωγικά).

Όταν το κείμενο των εισαγωγικών συνεχίζεται και σε καινούργια παράγραφο, ξανασημειώνομε στην αρχή της τα εισαγωγικά του τέλους (»), ενώ η προηγούμενη παράγραφος κλείνει χωρίς εισαγωγικά.

Στη θέση των εισαγωγικών μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα παλιότερα πνεύματα δασεία και ψιλή, μονά ή διπλά ανεστραμμένα (‘ ’ ή “ ”), κυρίως όταν χρειάζεται να υπογραμμιστεί μια λέξη ή φράση, που βρίσκεται ήδη μέσα σε εισαγωγικά.

Όταν ένα τμήμα κειμένου που βρίσκεται μέσα σε εισαγωγικά περιλαμβάνει λέξεις ή προτάσεις που πρέπει να κλειστούν σε άλλα εισαγωγικά, τότε χρησιμοποιούμε τα «ανωφερή εισαγωγικά» ή «διπλά κόμματα» (“ ” ή “ „).

Τα εισαγωγικά δεν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθούν σε λέξεις που τυπώνονται με διαφορετική γραμματοσειρά. Αυτό συνήθως εφαρμόζεται στις περιπτώσεις παράθεσης μίας λέξης ή ενός τίτλου βιβλίου κτλ.

Εισαγωγικά επίσης χρησιμοποιούμαι στους διαλόγους, όταν δεν γίνεται χρήση της παύλας (για να διακρίνονται τα πρόσωπα):
«Τι είναι η ζωή;» μονολόγησε ο γερο-Θόδωρος.
«Ένα ποτήρι νερό» συμπλήρωσε ο Γιάννης.

Όταν στους διαλόγους χρησιμοποιούνται παύλες, παραθέτουμε σε εισαγωγικά τους εσωτερικούς διαλόγους· δηλαδή, τα λόγια που σκέφτονται ή ανακαλούν τα πρόσωπα των διαλόγων:
– Περάστε, κύριε Γιώργο. Εδώ έχει δροσιά.
«Είναι καλύτερα να περάσω τώρα» σκέφτηκε ο κυρ-Γιώργος.
–Φχαριστώ κυρα-Φρόσω, έρχομαι.

Ομοιωματικά ( » ) Σημειώνονται για να μην επαναληφθεί λέξη που γράφτηκε ακριβώς στο ίδιο σημείο της προηγούμενης σειράς γραπτού κειμένου.
Θαυμαστικό ( ! ) Χρησιμοποιείται ύστερα από ένα επιφώνημα ή μια έκφραση που δηλώνει θαυμασμό, προσταγή, χαρά, ελπίδα, φόβο, ένα ξαφνικό αίσθημα, πάθος ή άλλο συναίσθημα, π.χ.: Ζήτω! Μακάρι! Πήγαινε! Ντροπή! Ίσια το τιμόνι! πρόσταξε ο πατέρας.Το θαυμαστικό που δηλώνει ειρωνεία ή που σημειώνεται για να υπογραμμιστεί κάτι απίστευτο ή ανόητο, και που αναφέρεται σε λέξη μόνο της πρότασης, το βάζομε σε παρένθεση, π.χ.: Λέει πως ανέβηκε σε μια ώρα(!) στον Όλυμπο.– Η Σούλα είναι σπουδαία(!) νοικοκυρά.

Σημειώνουμε θαυμαστικό και σε προτάσεις ερωτηματικού τύπου αλλά πραγματικά επιφωνηματικές, π.χ.: Που καταντήσαμε! Και πιστεύεις κι εσύ τέτοια πράματα!

Το θαυμαστικό σημειώνεται μέσα από τα εισαγωγικά όταν ανήκει στα λόγια που κλείνονται σ’ αυτά, και έξω από αυτά όταν ανήκει στο κείμενο που εισάγει τα ξένα λόγια, π.χ.: «Ζήτω η Ελλάδα!» βροντοφώναξε.– Και ποιος δε θυμάται του Λεωνίδα το «μολών λαβέ»!

Η λέξη ύστερα από θαυμαστικό (εκτός όταν αυτό συνοδεύει ένα επιφώνημα) γράφεται με κεφαλαίο στην αρχή. Συνεχίζομε με μικρό γράμμα, όταν η συνέχεια συνδέεται άμεσα με τα προηγούμενα: «Ίσια τα πανιά!» πρόσταξε ο καπετάνιος.

Όταν η επιφωνηματική πρόταση αρχίζει από επιφώνημα, παραλείπουμε συνήθως από αυτό το θαυμαστικό: Αχ, και να φυσούσε λίγο!

Τα επιφωνήματα που παρατείνουν το τελευταίο φωνήεν, γράφονται κιόλας έτσι, π.χ.: άαα! ήταν φανταστικό!, έεε! πρόσεχε!, ώωω! την πατήσαμε!, άααχ!, πωπώωω!, όφουουου!, όχουουου!, άουουου! κτλ.

Το θαυμαστικό και τα άλλα σημεία της στίξης:

Για το θαυμαστικό ισχύουν τα ίδια που ισχύουν για το ερωτηματικό.

Ερωτηματικό ( ; ) Τοποθετείται στο τέλος κάθε ευθείας ερωτηματικής πρότασης, π.χ.: Θα πάμε για καφέ;– Είναι καλός χτίστης ο Γιάννης;Η πλάγια ερώτηση δε χρειάζεται ερωτηματικό, π.χ.: Με ρώτησε γιατί δεν τον περίμενα.– Δεν έμαθα που πήγε.

Τοποθετημένο μετά μια λέξη, σε παρένθεση, δηλώνει ειρωνεία ή αμφιβολία ή αμφισβήτηση, π.χ.: Περηφανευόταν πως ήταν ο καλύτερος(;) κυνηγός.

Σε σειρά από ερωτήσεις σημειώνεται το ερωτηματικό μόνο στην τελευταία, όταν οι ερωτήσεις απαιτούν την ίδια απάντηση: Θέλεις να μείνεις μόνος, να υποφέρεις, να καταντήσεις αλκοολικός; Αλλά: Γιατί άργησες; πού ήσουν; τι έκανες; (Παρατήρηση: στην περίπτωση μικρών προτάσεων δεν είναι αναγκαίο το πρώτο γράμμα μετά το ερωτηματικό να είναι κεφαλαίο. Αλλά: Μάνα τι έχεις και βογκάς; Τι κακό σου ‘καμε ο γιος σου; Σε παράκουσε, λόγο σου αντιγύρισε ποτέ;

Οι διμερείς (ή πολυμερείς) ερωτήσεις παίρνουν ερωτηματικό στο πρώτο μέρος και τελεία στο δεύτερο, που διαζευγνύετε από το πρώτο, π.χ.: Έρχεσαι σα φίλος; ή σαν εχθρός.– Αυτό είναι κουνουπίδι; είναι λάχανο; ή είναι μπρόκολο.

Το ερωτηματικό σημειώνεται μέσα από τα εισαγωγικά όταν ανήκει στα λόγια που κλείνονται σ’ αυτά, και έξω από αυτά όταν ανήκει στο κείμενο που εισάγει τα ξένα λόγια, π.χ.: «Πού πάμε;» βροντοφώναξε.– Ποιος είπε το «μολών λαβέ»;

Η λέξη ύστερα από ερωτηματικό γράφεται με κεφαλαίο στην αρχή. Συνεχίζομε με μικρό γράμμα, όταν η συνέχεια συνδέεται άμεσα με τα προηγούμενα: «Είστε καλά;» ξαναρώτησε και έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

Το ερωτηματικό και τα άλλα σημεία της στίξης:

  • Δεν μπαίνει ποτέ κόμμα μετά από ερωτηματικό: – Πάλι πήρες άδεια από τη σημαία; με ρώτησε γελώντας πονηρά.
    Παρατήρηση: η ίδια πρόταση μπορεί να γραφεί ισοδύναμα με τη χρήση του κόμματος, αλλά χρησιμοποιώντας εισαγωγικά: «Πάλι πήρες άδεια από τη σημαία;» με ρώτησε γελώντας πονηρά.
  • Το ερωτηματικό σημειώνεται μέσα στην παρένθεση, στα εισαγωγικά, τις διπλές παύλες κτλ., μόνον όταν ολόκληρη η ευθεία ερώτηση είναι παρενθετική: Μας άφησε να σκεφτόμαστε διάφορα (μήπως ήταν κι η πρώτη φορά;), πριν μας εξηγήσει …
  • Όταν υπάρχουν αποσιωπητικά, το ερωτηματικό σημειώνεται πριν από αυτά:
    – Είναι λογικό να μη μας λέει τίποτα;
  • Όταν υπάρχουν εισαγωγικά, το ερωτηματικό μπαίνει  μέσα σ’ αυτά, εκτός κι αν δεν ανήκει στο κείμενο που βρίσκεται μέσα σ’ αυτά: «Τι καιρό κάνει σήμερα;» με ρώτησε η Μαρία.
    Αλλά: Σε ρώτησε πράγματι «Τι καιρό κάνει σήμερα;»; Η Μαρία με ρώτησε: «Τι καιρό κάνει σήμερα;».
Αποσιωπητικά ( … )
… = Alt+0133
Τα αποσιωπητικά σημειώνονται όταν δεν τελειώνουμε τη φράση. Επίσης όταν σε παράθεμα από συγγραφέα παραλείπομε ένα τμήμα φράσης ή και φράσεις ολόκληρες· στις περιπτώσεις αυτές τα αποσιωπητικά τοποθετούνται μέσα σε αγκύλες: Για την απάντηση στο ερώτημα των εξετάσεων, δείτε στη σελίδα 41 του βιβλίου την παράγραφο: «Από τη σοβαρότητα […] είναι επανάσταση των ιδεών.».Με τα αποσιωπητικά δηλώνεται επίσης θαυμασμός, ειρωνεία, συγκίνηση, φόβος, δισταγμός, ντροπή, περιφρόνηση, απειλή κτλ., για όσα θα σημειωθούν αμέσων κατόπιν, π.χ.: «Μην ξανάρθεις αδιάβαστος, γιατί…»  «Κι έπειτα… έπειτα όλα τέλειωσαν.»

Aποσιωπητικά σημειώνομε, σ’ ορισμένες περιπτώσεις, και μετά από θαυμαστικό ή ερωτηματικό, στις περιπτώσεις αυτές δείχνουν ένα σταμάτημα στην ομιλία, π.χ.: «Και τι δε θα ‘κανα! … Φτάνει να μ’ άφηνες.» «Πώς μας θωρείς ακίνητος; …»

Αποσιωπητικά χρησιμοποιούμε και στην περίπτωση δισταχτικής ομιλίας, χωρίς ν’ αποσιωπούμε τίποτα, προκειμένου να τονιστούν εκείνα που θ’ ακολουθήσουν.

Σημείωση: Η αγγλική ονομασία των αποσιωπητικών (ellipsis) και ο αντίστοιχος δεκαδικός κωδικός ASCII, μου υποδείχθηκαν από τον Σεμπαστιάν Νικολάου (www.sebdesign.eu), τον οποίο και ευχαριστώ.

Σταυρός ( † )
Συχνά συνοδεύει τη χρονολογία θανάτου ενός προσώπου.
Αστερίσκος ( * ) Στο τέλος μιας λέξης δηλώνει παραπομπή σε υποσημείωση κειμένου. Σε φιλολογικά κείμενα στην αρχή μια λέξης δηλώνει ότι η λέξη είναι υποθετική. Κοντά σε μια χρονολογία δηλώνει τη γέννηση ενός προσώπου.
Ενωτικό ( – ) Βάζουμε ενωτικό στο τέλος της αράδας όταν η λέξη δε χωράει ολόκληρη και θα πρέπει να συλλαβιστεί.Σημειώνεται ενωτικό συνήθως σε μακρόσυρτες συνθέσεις λέξεων: κοινωνικο-οικονομικός. Απαραίτητο είναι όταν σε περίπτωση βραχυλογίας χρησιμοποιούνται δύο παράλληλες λέξεις: πρωί-βράδυ, μέρα-νύχτα.

Βάζουμε ενωτικό ύστερα από τα προταχτικά: αγια-, αϊ-, γερο-, γρια-, θεια-, κυρα-, μαστρο-, μπαρμπα-, παπα-, χατζη-, όταν πάνε μπροστά από κύριο όνομα, π.χ.: αγια-Μαρίνα, αϊ-Γιώργης, γερο-Δήμος, κυρα-Ρήνη, μαστρο-Νικόλας, μπαρμπα-Γιάννης, παπα-Κωστής κτλ. Οι προταχτικές λέξεις δεν παίρνουν τόνο.

Χρησιμοποιούμε ενωτικό στην απαρίθμηση ή παράθεση σταθμών δρομολογίων, π.χ.: Η γραμμή Ηρακλείου – Χανίων. Το ταξίδι Πειραιά – Ηράκλειο διαρκεί δέκα ώρες.

Τοποθετούμε ενωτικό στα σύνθετα παραθετικά, δηλαδή σε ονοματικά σύνολα που αποτελούνται από δύο ομοιόπτωτες λέξεις με ιδιαίτερη σημασιολογική σημασία, π.χ.: ταξίδι-αστραπή, λέξη-κλειδί, πλοίο-φάντασμα κτλ.

Στις περιπτώσεις ελληνικών ή ξενικών κυρίων ανθρωπονυμικών ονομάτων που αποτελούνται από δύο μικρά ονόματα, σημειώνεται το ενωτικό μόνο όταν χρησιμοποιούνται και τα δύο μαζί για να προσδιορίσουν τον ίδιο άνθρωπο: Ζακ-Υβ Κουστό, Αντρέ-Μαρί Αμπέρ, Άννα-Μαρία κτλ. Αντίθετα, όταν υπάρχουν δύο μικρά ονόματα τα οποία δεν χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα, τότε το ενωτικό δε σημειώνεται: Αντώνιος Εμμανουήλ Κατακουζηνός, Ηλέκτρα Ελένη Μαυρογένη· αλλά, Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης.

Το ενωτικό χρησιμοποιείται σ’ όλες τις περιπτώσεις των ελληνικών ονομάτων με δύο επώνυμα: Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Κατερίνα Περισυνάκη-Κουτρούλη.

Βάζουμε ενωτικό σε εμπορικούς τίτλους ή επωνυμίες επιχειρήσεων, π.χ.: Αγραφιώτης – Πουρνάρας και Σία.

Το ενωτικό σημειώνεται στο τέλος ή στην αρχή ενός γλωσσικού τύπου, για να δειχτεί πως αυτός δε γράφεται ολόκληρος: μονο-, δηλαδή λέξεις που αρχίζουν από το μονο.

Σημειώνουμε το ενωτικό σε φράσεις που λειτουργούν ως ένα όνομα: το σ’ αγαπώ-σε-μισώ, ο φίλος μου ο Αυτός-που-γίνεται-τύφλα κτλ.

Δεν παίρνουν ενωτικό τα κυρ, πάτερ και καπετάν, π.χ:: ο κυρ Αντώνης, ο πάτερ Γεώργιος, ο καπετάν Μιχάλης κτλ.

Το ενωτικό ανάμεσα σε όμοιες λέξεις συνήθως αποφεύγεται, π.χ.: Προχώρα σιγά σιγά. Περπατούσαμε άκρη άκρη στο δρόμο.

Υποδιαστολή ( , ) Σημειώνεται στην αναφορική αντωνυμία ό,τι (= καθετί) και στο χρονικό σύνδεσμο ό,τι (= μόλις): ό,τι μου πεις θα το κάμω.–  Ό,τι ήρθε.Σ’ ένα δεκαδικό αριθμό χωρίζει το ακέραιο μέρος από το δεκαδικό: (3,14).
Απόστροφος ( ‘ ) Σημειώνεται στην έκθλιψη: απ’ αυτά· στην αφαίρεση: μου ‘πε· στην αποκοπή: φέρ’ το.
Παράγραφος ( § )
Δηλώνεται μικρή διακοπή στο λόγο, ιδίως όταν ο λόγος προχωρεί σε διαφορετικό κύκλο ιδεών. Η έναρξη παραγράφου δηλώνεται με αλλαγή σειράς, και το ξεκίνημα της γραφής λίγο πιο μέσα από τη συνηθισμένη αρχή της σειράς.
Συν, πλην ( ± )
Όταν βρίσκεται κοντά σε μια χρονολογία, σημαίνει το περίπου, τη μη βεβαιότητα σε σχέση με τη χρονολογία.
Αριθμοί και σημεία στίξης Το κόμμα χρησιμοποιείται για να χωρίζει τις ακέραιες μονάδες από το δεκαδικό μέρος του αριθμού. Οι πολυψήφιοι αριθμοί παριστάνονται ανά ομάδες τριών ψηφίων· κάθε ομάδα τριών ψηφίων χωρίζεται από την προηγούμενη ή την επόμενη με σταθερό ημιδιάστημα . Τα δεκαδικά ψηφία δεν χωρίζονται μεταξύ τους. Εναλλακτικά, στη  θέση του ημιδιαστήματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί η τελεία. Για παράδειγμα:Η απόσταση μεταξύ αυτών των δύο περιοχών είναι 1 256 456,1256 μέτρα. Το βάρος του χαμένου φορτίου ήταν 2.526.253,145 κιλά.

Ο διαχωρισμός σε ομάδες των τριών ψηφίων δεν συνηθίζεται στην περίπτωση των χρονολογιών. Για παράδειγμα:

Η Επανάσταση του 1821. Η καταστροφή του συντελέστηκε το 4500 π.Χ. Η περιοχή κατοικήθηκε πολύ πριν το 10500 π.Χ.

Πηγές:1. Οδηγός της νεοελληνικής γλώσσας, επιμ. Άννα Ιορδανίδου, εκδόσεις Πατάκη.
2. Χανδριώτης, Ελλάδιος, Προφορά και στίξη, Λευκωσία 1972.
3. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη – Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής), Θεσσαλονίκη 1973.
4. Ελληνικό Λεξικό, Τεγόπουλος-Φυτράκης.
5. Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Διοργανικό εγχειρίδιο σύνταξης κειμένων, http://eur-op.eu.int/general/el/code_el.htm
6. Σακελλαρίου, Χάρης, Κλιτικό λεξικό δημοτικής, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα.
7. Κριαράς Εμμανουήλ, Νέο ελληνικό λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας, Εκδοτική Αθηνών.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1016

Αναφορική και Ποιητική Λειτουργία της Γλώσσας

Αναφορική Λειτουγία : η λειτουργία αυτή αναφέρεται στη λογική του ανθρώπου κι έχει πληροφοριακό χαρακτήρα. Δεν πρέπει επομένως να συγχέεται με την κυριολεκτική σημασία λέξεων ή φράσεων . Π.χ. η φράση “Δύση του Ηλίου” είναι μεταφορική ,αλλά έχει πληροφοριακό χαρακτήρα και δεν είναι συναισθηματικά φορτισμένη .

Ποιητική Λειτουργία : η λειτουργία αυτή αναφέρεται στο συναίσθημα και η χρήση τοης έχει συγκινησιακό χαρακτήρα. Επιδιώκει δηλαδή ,να συγκινήσει το δέκτη . Π.χ. ο στίχος  “Είπες θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’άλλη θάλασσα” (“Η Πόλις”, Κ.Π.Καβάφης), δεν περιέχει μεταφορά ,αλλά είναι σιγκηνιασιακά φορτισμένος.

Συμπέρασμα : δεν πρέπει να ταυτίζεται η αναφορική λειτουργία της γλώσσας με την κυριολεκτική σημασία και η ποιτική λειτουργία με τη μεταφορική σημασία.

(Οι ασκήσεις που ακολουθούν προέρχονται από το blog :http://apostolos1963.blogspot.com/2010/12/blog-post_31.html)

Αναφορική ή Ποιητική λειτουργία της γλώσσας

Να δικαιολογήσετε την αναφορική ή ποιητική λειτουργία της γλώσσας στις
παρακάτω φράσεις.
1. Αναπηρία σημαίνει μια ανίατη λειτουργική βλάβη, έλλειψη ή ανωμαλία, συγγενής ή επίκτητη, συνήθως αποτέλεσμα ή κατάλοιπο αρρώστιας ή ατυχήματος, μια ανωμαλία που να εμποδίζει κατά κάποιο τρόπο την εκπλήρωση βασικών κοινωνικών αναγκών, ίσως η κίνηση και η εργασία.
Απάντηση
Στο απόσπασμα αυτό έχουμε αναφορική λειτουργία της γλώσσας, γιατί πρόκειται για έναν ορισμό. Αναφορική λειτουργία της γλώσσας έχουμε όταν η λέξη αποδίδει ακριβώς το σημαινόμενο, δηλαδή το πράγμα ή την έννοια στην οποία αναφέρεται. Στη λειτουργία αυτή συχνή είναι η ουδέτερη και αντικειμενική τριτοπρόσωπη έκφραση.
2. […] Του βγαίνει βέβαια η ψυχή μέσα στον ήλιο και το κρύο –και το κανάλι βγάζει το χειμώνα-, τα νεύρα του λαιμού του πάνε κάποτε να σπάσουνε από το πολύ τέντωμα, σαν να είναι παραφορτωμένο το πέραμα, μα είναι φχαριστημένος, γιατί νιώθει πως σε αυτή την ηλικία δε θα μπορούσε εύκολα να ‘βρει άλλη δουλειά.
Απάντηση
Στο απόσπασμα αυτό έχουμε ποιητική λειτουργία της γλώσσας. Με την ποιητική λειτουργία της γλώσσας εκφράζονται, εκτός από πληροφορίες, και διάφορα συναισθήματα που φορτίζουν και επαυξάνουν τη σημασία του νοήματος.
Χαρακτηριστικά του ποιητικού λόγου είναι οι εικόνες, η μεταφορά, η παρομοίωση, η συνεκδοχή, η προσωποποίηση, η αντίθεση, η επανάληψη, η παρήχηση κ.λπ.
3. Η δασκάλα παρουσιάστηκε στη μέση από το σωρό τ’ αχτένιστα κεφάλια και μας κοίταζε χλωμή και ασάλευτη.
Απάντηση
Στη φράση αυτή έχουμε ποιητική λειτουργία της γλώσσας.
4. Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε την πίκρια της ζωής.
Απάντηση
Στο στίχο αυτό έχουμε ποιητική λειτουργία της γλώσσας.
5. Δεν θέλω να τα βλέπω· Με λυπεί η μορφή των, και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Απάντηση
Στους στίχους αυτούς έχουμε ποιητική λειτουργία της γλώσσας.
6. Ο αθλητισμός ψυχαγωγεί, και με την έννοια της αγωγής της ψυχής και με την έννοια της διασκέδασης.
Απάντηση
Στη φράση αυτή έχουμε αναφορική λειτουργία της γλώσσας.
7. Εξίσου σημαντικό, από εκπαιδευτική άποψη, είναι να γνωρίσουν οι μαθητές και επιτεύγματα του σύγχρονου πολιτισμού μας, όπως είναι επιβλητικά έργα υποδομής που κοσμούν τη χώρα μας και διευκολύνουν τη ζωή μας ή παραγωγικές μονάδες από τις οποίες εξαρτάται η ευημερία της κοινωνίας μας.
Απάντηση
Στη φράση αυτή έχουμε αναφορική λειτουργία της γλώσσας.
8. Η παγκοσμιοποίηση υπονομεύει τη βάση της δημοκρατίας που μέχρι τώρα λειτουργούσε, οδηγεί σε εξαθλίωση μεγάλα τμήματα του πληθυσμού των αναπτυγμένων βιομηχανικά χωρών και επιτείνει σε ανησυχητικό βαθμό τα φαινόμενα της κοινωνικής παθογένειας.
Απάντηση
Στη περίοδο αυτή έχουμε αναφορική λειτουργία της γλώσσας.
9. Η διακήρυξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων και ο έμπρακτος σεβασμός τους αποτελούν πραγμάτωση του ανθρωπιστικού ιδεώδους.
Απάντηση
Στη φράση αυτή λειτουργεί η αναφορική λειτουργία της γλώσσας.
10. Η άμεση προσωπική επικοινωνία των ανθρώπων δεν περιορίζεται μόνο από τη συρρίκνωση των εκφραστικών δυνατοτήτων που προσφέρει η καλή γνώση και χρήση της μητρικής γλώσσας, αλλά και από τους όρους με τους οποίους διεξάγεται η επικοινωνία τους στο Ίντερνετ.
Απάντηση
Στη περίοδο αυτή λειτουργεί η αναφορική λειτουργία της γλώσσας.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1015

Τρόποι Aνάπτυξης Παραγράφων (Θεωρία και Ασκήσεις)

(Συγκέντρωση υλικού – επιμέλεια – επεξεργασία: Κ. Καρεμφύλλης)

Α. Στοιχεία θεωρίας

1. Ορισμός

2. Παραδείγματα (ένα ή πολλά)

3. Διαίρεση

α. Στη θεματική περίοδο παρουσιάζεται το διαιρούμενο σύνολο και τα μέρη που το αποτελούν

β. Στην ανάπτυξη της παραγράφου υπάρχουν σχόλια ή παρέχονται πληροφορίες για κάθε μέρος του διαιρούμενου όλου χωριστά

γ. Στην κατακλείδα υπάρχει συμπέρασμα

4. Σύγκριση – αντίθεση:

α. Στη θεματική περίοδο αναφέρονται τα δύο συγκρινόμενα – αντιτιθέμενα μέρη

β. Στην ανάπτυξη της παραγράφου υπάρχουν σχόλια ή παρέχονται πληροφορίες για κάθε αντιτιθέμενο/ συγκρινόμενο μέρος ξεχωριστά

γ. Στην κατακλείδα υπάρχει συμπέρασμα πάνω στην αντίθεση – σύγκριση

5. Αναλογία:

α. Στη θεματική περίοδο υπάρχει μια μεταφορά ή μια παρομοίωση, όπου συσχετίζονται δύο καταστάσεις: μία της γνώριμης σε όλους πραγματικότητας ή καθημερινότητας και μία που αφορά κάποια πτυχή από το θέμα του κειμένου π.χ. ζωή – ποδόσφαιρο, ζούγκλα – ανθρώπινη κοινωνία, ασθένεια – εγκληματικότητα

β. Η ανάπτυξη χωρίζεται σε δύο χονδρικά μέρη, που το ένα αφορά την πραγματικότητα και το άλλο το θέμα

γ. Κατακλείδα συχνά δεν υπάρχει

6. Αιτιολόγηση:

α. Στη θεματική περίοδο διατυπώνεται μία κρίση, θέση, άποψη η οποία χρειάζεται οπωσδήποτε αιτιολόγηση – στήριξη. Έτσι μπορούμε να ρωτήσουμε «γιατί» αμέσως μετά τη διατύπωσή της

β. Στην ανάπτυξη της παραγράφου, οι περίοδοι που ακολουθούν παίρνουν το χαρακτήρα απάντησης στο προηγούμενο «γιατί», αποτελούν τα επιχειρήματα με τα οποία αιτιολογείται – στηρίζεται η  κρίση, θέση, άποψη της Θ.Π. Η ύπαρξη τεκμηρίων δε συνιστά ανάπτυξη με αιτιολόγηση

γ. Στην κατακλείδα υπάρχει συμπέρασμα-επιβεβαίωση της αρχικής τοποθέτησης

7. Αίτιο – αποτέλεσμα:

α. Στη θεματική περίοδο καταγράφεται ένα βασικό αίτιο ενός προβλήματος ή φαινομένου, το οποίο στην ανάπτυξη θα δημιουργήσει ένα σύνολο αποτελεσμάτων

β. Στην ανάπτυξη της παραγράφου, καταγράφεται το σύνολο των αποτελεσμάτων (σε παράθεση ή στη μεταξύ τους αλληλουχία)

8. Συνδυασμός μεθόδων (προσεκτική ανάγνωση όλης της παραγράφου με επισήμανση των διαρθρωτικών λέξεων)

© Κ. ΚΑΡΕΜΦΥΛΛΗΣ, ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ, ΕΚΔ. ΚΑΛΑΜΑΡί, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2001

Β. Ασκήσεις

Να βρεθεί ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσονται οι παρακάτω παράγραφοι

1. Ο Ντούσσελ, ο γιατρός που μοιράστηκε μαζί μου την καμαρούλα, έχει να μας πει ένα σωρό πράγματα για τον έξω κόσμο, τώρα πια που πάψαμε ν’ ανήκουμε σ’ αυτόν. Οι ιστορίες του είναι θλιβερές. Πολλοί φίλοι εξαφανίστηκαν. Η τύχη τους μας τρομάζει. Κάθε βραδιά χτενίζουν την πόλη τα στρατιωτικά αυτοκίνητα με τους πράσινους μουσαμάδες. Οι Γερμανοί χτυπούν όλες τις πόρτες και ψάχνουν για Εβραίους. Αν βρουν Εβραίους, φορτώνουν στα καμιόνια ολόκληρη την οικογένεια. ΄Οσοι δεν κρύβονται υπογράφουν την καταδίκη τους. Οι Γερμανοί το κάνουν αυτό συστηματικά με τη λίστα στο χέρι, χτυπώντας εκείνη την πόρτα που θα βρουν να τους περιμένει πλούσια λεία. Άλλοτε πάλι, οι δυστυχισμένοι πληρώνουν λύτρα για κάθε κεφάλι. Το πράγμα είναι τραγικό. Το βράδυ βλέπω να περνάνε συχνά αυτές οι λιτανείες των ασθενών με τα παιδιά τους να κλαίνε, να σέρνονται κάτω απ’ τις διαταγές μερικών κτηνανθρώπων, που τους χτυπούν με το μαστίγιο και τους βασανίζουν, ώσπου να πέσουν κάτω. Δε λυπούνται κανένα, ούτε τους γέρους, ούτε τα μωρά, ούτε τις έγκυες γυναίκες, ούτε τους αρρώστους. Όλοι είναι κατάλληλοι για το ταξίδι προς το θάνατο.

(ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2000 – Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ)

2. Στην έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής της UNESCO για την εκπαίδευση στον 21ο αιώνα τονίζεται ότι η διά βίου εκπαίδευση πρέπει να στηρίζεται στους παρακάτω τέσσερις πυλώνες, που αποτελούν διαφορετικά είδη μάθησης: 1. Μαθαίνω πώς να αποκτώ τη γνώση, συνδυάζοντας ικανοποιητικά μια ευρύτατη γενική παιδεία με τη δυνατότητα  εμβάθυνσης   σε   ορισμένα  θέματα.  2. Μαθαίνω να ενεργώ με τέτοιον τρόπο, ώστε να αποκτώ όχι μόνο επαγγελματική κατάρτιση αλλά και γενικότερα τη δυνατότητα να αντιμετωπίζω διάφορες καταστάσεις και να εργάζομαι αρμονικά σε ομάδες. 3. Μαθαίνω να συμβιώνω, κατανοώντας  τους άλλους και έχοντας επίγνωση των κοινωνικών αλληλεξαρτήσεων -συμβάλλοντας στην πραγματοποίηση κοινών δράσεων και στη διευθέτηση των συγκρούσεων-, με σεβασμό στις αξίες του πλουραλισμού, της αμοιβαίας κατανόησης και της ειρήνης. 4. Μαθαίνω να ζω με τέτοιον τρόπο, ώστε να αναπτύσσω την προσωπικότητά μου και να μπορώ να ενεργώ με μεγαλύτερη αυτονομία και περισσότερη κρίση και προσωπική υπευθυνότητα. Για τον λόγο αυτόν η εκπαίδευση δεν πρέπει να παραμελεί την ανάπτυξη των ατομικών δυνατοτήτων, τη μνήμη, τη λογική κρίση, την αίσθηση του ωραίου, τις φυσικές ικανότητες του ατόμου και τη δεξιότητα της επικοινωνίας, με παράλληλη ευαισθησία στη χρήση της μητρικής γλώσσας.

(ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2000 – Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ)

3. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η τηλεργασία μπορεί να οριστεί ως η μορφή εργασίας που εκτελείται από ένα άτομο κυρίως ή σε ένα σημαντικό μέρος της, σε τοποθεσίες εκτός του παραδοσιακού εργασιακού χώρου, για έναν εργοδότη ή πελάτη, και η οποία περιλαμβάνει τη χρήση των τηλεπικοινωνιών και προηγμένων τεχνολογιών πληροφόρησης ως ένα ουσιαστικό και κεντρικό χαρακτηριστικό της εργασίας. Οι δύο βασικοί τρόποι τηλεργασίας είναι είτε κάποιος να είναι υπάλληλος σε έναν εργοδότη είτε ελεύθερος επαγγελματίας. Στην πρώτη περίπτωση, ο εργαζόμενος είναι μόνιμα συνδεδεμένος με το δίκτυο των εργοδοτών, η εργασιακή του ζωή είναι πολύ περισσότερο ελεγχόμενη μέσω της τεχνολογίας και έχει πολύ λιγότερη ευελιξία ως προς τον τρόπο που θα οργανώσει τον εργάσιμο χρόνο του. Στη δεύτερη περίπτωση, ο εργαζόμενος είναι πολύ περισσότερο ελεύθερος να καθορίσει τον ρυθμό εργασίας του εκτελώντας την εργασία του στον προσωπικό του υπολογιστή και συνδεόμενος μόνο, όταν είναι απαραίτητο, με το δίκτυο της επιχείρησης, το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί σε πολλά επαγγέλματα.

(ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2001 – Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ)

4. Αξιοπρόσεκτες, επίσης, είναι και οι επιπτώσεις αυτής της νέας αίσθησης του χρόνου στην εκπαιδευτική διαδικασία. Παρατηρείται π.χ. δυσκολία συγκέντρωσης της προσοχής των παιδιών, όπως και υπερβολική κινητικότητα, αφού η καθημερινή ζωή δεν συμβαδίζει με το ρυθμό της τηλεοπτικής εικόνας. Πολύ φυσικό είναι να θεωρείται ανιαρό το σχολικό μάθημα, όπως και ο διάλογος στην οικογένεια, που τώρα έχει αντιπάλους τα κανάλια με τα ελκυστικά τους προγράμματα. Ας μην παραλείψουμε και τις ταινίες του Σαββατόβραδου, οι οποίες έχουν στοιχίσει σε πλήθος παιδιών την απουσία από  τον κυριακάτικο εκκλησιασμό ή από το οικογενειακό τραπέζι.

(ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2003 – Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ)

5. Αξιοπρόσεχτη η παρατήρηση. Δεν αληθεύει όμως στη δική μας εποχή. Γιατί σήμερα και τα παιδιά είναι πολύ διαφορετικά από άλλοτε και ο αέρας, το «κλίμα» του σχολείου έχει αλλάξει. Παλαιότερα ο μαθητής περίμενε να φωτιστεί αποκλειστικά και μόνο από το Δάσκαλό του. Σήμερα οι πηγές των πληροφοριών έχουν πολλαπλασιαστεί σε βαθμό εκπληκτικό και οι κρουνοί τους (η εφημερίδα, το περιοδικό, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση) ρέουν μέσα στο σπίτι. Μπορεί λοιπόν ο μαθητής, ανάλογα με τη δύναμη και την όρεξή του, να προμηθεύεται ελεύθερα και απεριόριστα «ειδήσεις» από όλες τις περιοχές της ανθρώπινης περιέργειας: ιστορικές, γεωγραφικές, βιολογικές, ανθρωπολογικές, φυσικής, χημείας, κοσμογραφίας, ηλεκτρολογίας, κάθε λογής «τεχνικής».

(ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2004 – Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ)

6. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος του πρωινού καθ’ όλη τη διάρκεια τις προετοιμασίας του μαθητή για τις εξετάσεις. Ένα πλήρες πρωινό αυξάνει τη διάθεση και την ενέργεια του παιδιού, για να αντεπεξέλθει τις δυσκολίες του διαβάσματος και των άλλων υποχρεώσεων τις ημέρας. Επιπλέον, μειώνει το αίσθημα τις πείνας κατά τις μεσημεριανές ώρες, γεγονός που αποτρέπει την υπερκατανάλωση φαγητού το μεσημέρι, κάτι που θα προκαλούσε υπνηλία και μείωση τις απόδοσης του μαθητή.

7. Χαρακτηρολογικά οι άνθρωποι μπορούν να μοιραστούν σε δύο κατηγορίες: στους «ανθρώπους του ναι» και τους «ανθρώπους του όχι». Οι πρώτοι, όταν προκαλούνται να εκδηλωθούν (με μιαν απάντηση, κίνηση ή προσφορά, με τη στάση τους απέναντι σ’ ένα αίτημα ή σ’ ένα αντιλεγόμενο θέμα), αυθόρμητα συμπεριφέρονται θετικά, έστω και αν αργότερα, άμα καλοσκεφτούν και ζυγίσουν πιο ψύχραιμα τα δεδομένα, νικηθούν από τις αμφιβολίες (τις θεωρητικές) ή τις δυσκολίες (τις πρακτικές) και αναθεωρήσουν την αρχική τους τοποθέτηση. Το «ναι» έρχεται εύκολα και τις περισσότερες φορές στο στόμα τους: «ω, βέβαια γίνεται», «μάλιστα, δεν αποκλείεται», «δε σας υπόσχομαι, αλλά θα προσπαθήσω», «θα το ξαναδώ, ελπίζω να το πετύχω», «συμφωνώ, έχει και αυτή η άποψη την αλήθεια της» κ.ο.κ. Αντίθετα, οι άνθρωποι της άλλης κατηγορίας αρχίζουν πάντα με το «όχι», η άρνηση είναι κατά κανόνα η πρώτη αντίδρασή τους, ακόμα και όταν έπειτα από ψυχραιμότερη κρίση ή επιγενέστερη συμπάθεια φανούν υποχωρητικοί. Αυτοί ξεκινούν αρνητικά: «αδύνατον, δε γίνεται», «αποκλείεται, μην το συζητείτε», «έχω την εντελώς αντίθετη γνώμη», «μη ματαιοπονείτε, χαμένος ο κόπος», «δεν είναι πολλές οι αλήθειες, αλλά μία» κ.ο.κ. Νομίζει κανείς ότι, στην κάθε περίπτωση, έχει να κάμει με ένα εντελώς διαφορετικό ψυχικό κλίμα. Εκεί αιθρία, ανοιχτός ορίζοντας, κάτι το μαλακό και το λείο. Εδώ συννεφιά, κλεισούρα, κάτι το σκληρό και το τραχύ.

8. Τα αποτελέσματα της δωρικής εισβολής δεν άργησαν να φανούν. Όπου εγκαταστάθηκαν οι Δωριείς, σταμάτησε κάθε πρόοδος, η τέχνη οπισθοδρόμησε και οι άνθρωποι ξαναγύρισαν στις πρωτόγονες συνήθειες . Τα αγγεία τώρα είναι χοντροειδή και μεγάλα με άτεχνες παραστάσεις ή απλά γεωμετρικά σχήματα εν αντιθέσει προς τα κομψά κρητομυκηναϊκά με τις φυσικότατες παραστάσεις. Η θαλασσοκρατία πέρασε στα χέρια των Φοινίκων. Ακολούθησαν κύματα μεταναστεύσεων προς τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και τα μικρασιατικά παράλια.

9. Η προκατάληψη ορίζεται ως μια αρνητική στάση απέναντι στα μέλη μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, στάση η οποία βασίζεται αποκλειστικά στη συμμετοχή τους στην ομάδα αυτή. Αναλυτικότερα, κάποιος που είναι προκατειλημμένος απέναντι σε μια ομάδα τείνει να αξιολογεί τα μέλη της με αρνητικό τρόπο, απλά και μόνο επειδή ανήκουν σε αυτή την ομάδα. Η προσωπικότητα, η συμπεριφορά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε συγκεκριμένου ατόμου παίζουν πολύ μικρό ρόλο εφόσον όλα τα μέλη της ομάδας έχουν μεταξύ τους ομοιογενή χαρακτηριστικά.

10. Η παρουσία της γυναικείας μορφής στις διαφημίσεις έχει στόχο να προσελκύσει κυρίως τη γυναίκα καταναλώτρια αλλά και το ανδρικό καταναλωτικό κοινό ­με διαφορετική χρήση της γυναικείας μορφής. Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για διαφημίσεις που προβάλλουν προϊόντα που συνδέονται με τους παραδοσιακούς ρόλους της γυναίκας ως μητέρας και νοικοκυράς (είδη σπιτιού, οικιακές συσκευές, βρεφικά είδη, είδη καθαρισμού σπιτιού κτλ.), καθώς και προϊόντα που αφορούν τη φροντίδα της εξωτερικής εικόνας της γυναίκας (καλλυντικά, ρούχα, είδη προσωπικής υγιεινής κτλ.). Στη δεύτερη περίπτωση, όταν στόχος είναι πρωτίστως ­ αν και όχι πάντοτε αποκλειστικά ­ το ανδρικό κοινό, η γυναικεία μορφή εμφανίζεται στον εξίσου παραδοσιακό ρόλο του συμβόλου της σεξουαλικότητας και του αντικειμένου της ανδρικής επιθυμίας (π.χ. σε διαφημίσεις αυτοκινήτων).

11. Ένα χάσμα χωρίζει το Σωκράτη από τους σοφιστές. Ο Σωκράτης ζητήσει τη μία και καθολική έννοια, τη μία και καθολική αλήθεια, ενώ οι σοφιστές υποστήριζαν τις πολλές γνώμες για το ίδιο πράγμα. Επίσης και στον τρόπο της ζωής υπάρχει ριζική αντίθεση μεταξύ σοφιστών και Σωκράτη. Οι σοφιστές ήταν έμποροι γνώσεων, ενώ ο Σωκράτης υπήρξε ένας άμισθος δάσκαλος και ερευνητής της αλήθειας. Το μόνο κοινό μεταξύ των σοφιστών και του Σωκράτη ήταν ότι κι αυτός κι εκείνοι διαπίστωσαν ότι η παραδεδομένη μόρφωση και παιδεία δεν ήταν αρκετή για την εποχή τους.

12. Το καταναλωτικό μοντέλο δημιουργεί συνθήκες τριβής του νέου με τον εαυτό του και κατ΄ επέκταση με τους άλλους. Ο καταναλωτισμός ως έκφραση και δομικό στοιχείο του καπιταλισμού σπρώχνει τα άτομα στην ταύτιση της ευτυχίας με την απόκτηση υλικών αγαθών. Το άτομο, δηλαδή, εκδηλώνει συσσωρευμένη αγωνία επειδή δεν έχει αποκτήσει όσα θα ήθελε και ενδέχεται οι γύρω του να έχουν στην κατοχή τους. Μια ακόμη έκφραση τριβής είναι και η σύγχυση και η ακρισία που χαρακτηρίζουν τον homo consumens. Ο ίδιος συγχέοντας τις πραγματικές του ανάγκες με τις τεχνητές ενδιαφέρεται κυρίως για τις δεύτερες. Έτσι, αδιέξοδες καταστάσεις ορθώνονται μπροστά του τις οποίες προσπαθεί να ξεπεράσει ακόμα και με τη χρήση βίας.

13. Συχνά, βέβαια, ακόμη και ο οξύτερος νους προδίδεται από την ψυχική υστέρηση και αδυναμία. Γι’ αυτό είναι αδήριτη ανάγκη η πνευματική ευεξία να συνοδεύεται και από ανάλογη ψυχική ευρωστία. Χωρίς εφόδια όπως η επιμονή και η αποφασιστικότητα, οι δυσκολίες που διαρκώς θα ορθώνονται μπροστά στον αγωνιστή για την ελευθερία του θα φαντάζουν ανυπέρβλητες. Θα τον εξομοιώνουν με ένα ναυαγό που έχει να αντιπαλέψει τη μανιασμένη θάλασσα, τα κύματα της οποίας συνεχή και θεόρατα τον χτυπούν και τον καταρρακώνουν ψυχικά, μέχρι πολύ σύντομα να τον εξοντώσουν. Γι’ αυτό χρειάζεται το άτομο να επιδεικνύει αγωνιστικό φρόνημα, ώστε να κατορθώνει να ανθίσταται στις παντοειδείς δυσχέρειες προκειμένου να μπορεί να προασπίζεται τις προσωπικές του ιδέες και επιλογές, οι οποίες συνιστούν και τον πυρήνα της ατομικής του ιδιοσυστασίας, την ουσία τελικά της προσωπικής του ελευθερίας.

14. Τέχνη ονομάζεται το σύνολο της ανθρώπινης δημιουργίας με βάση την πνευματική κατανόηση, επεξεργασία και ανάπλαση, κοινών εμπειριών της καθημερινής ζωής σε σχέση με το κοινωνικό, πολιτισμικό, ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο στο οποίο διέπονται. Αποτελεί μια ευρύτερης ερμηνείας ονομασία που χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε τη διαδικασία, της οποίας προϊόν είναι κάτι το μη φυσικό, το οποίο ακολουθεί τους κανόνες του δημιουργού. Κατά συνέπεια όροι με κοινή ρίζα όπως τεχνικό, τεχνίτης, καλλιτέχνης αποδίδονται σε ανθρώπινες δημιουργίες και δραστηριότητες αυθαίρετες με τη ροπή του φυσικού κόσμου. Στον Δυτικό κόσμο η τέχνη περιγράφεται ως art, από το Λατινικό ars που εν μέρει σημαίνει διακανονίζω, διευθετώ. Η τέχνη, με την ευρύτερη έννοια, είναι η έκφραση της ανθρώπινης δημιουργικότητας και φαντασίας.

15. Το ποδόσφαιρο μπορούσε να πάρει διαστάσεις φαινομένου μόνο στον 20ό αιώνα. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας, η δυνατότητα δημιουργίας υπέροχων σταδίων και εκπληκτικών αγωνιστικών χώρων και επιπλέον η τελειοποίηση της μπάλας και των παπουτσιών, συνέβαλαν σημαντικά προς αυτή την κατεύθυνση. Πάνω από όλα όμως βοήθησε η τηλεόραση, η οποία έφερε το λαοφιλέστερο παιχνίδι σε κάθε γωνιά του πλανήτη, μεταφέροντας μια υπέροχη παράσταση μπροστά στα μάτια δισεκατομμυρίων φιλάθλων.

16. Υπήρξαν σημαντικές ομοιότητες μεταξύ του ναζισμού και του φασισμού σχετικά με τις θεμελιώδεις αρχές τους. Και οι δύο ιδεολογίες υποστήριζαν τον ολοκληρωτικό μονοκομματικό κράτος, το οποίο και υπηρετούσε το άτομο εντασσόμενο στη μάζα. Τόσο ο ναζισμός όσο και ο φασισμός με τη διάλυση του συνδικαλισμού και την επιβολή τάξης και πειθαρχίας υπηρετούσαν την άρχουσα οικονομική τάξη, αλλά την ίδια στιγμή καθησύχαζαν και τους μικροαστούς. Επίσης, ένα άλλο σημείο σύγκλισής τους είναι η υποστήριξη ιδεοληψιών και παραλογισμών που παρακωλύουν την ελευθερία της σκέψης. Φαίνεται, λοιπόν, ότι αυτές οι δύο ιδεολογίες αποτελώντας ταυτόχρονα πολιτικοκοινωνικά καθεστώτα αντίκεινται προς κάθε έννοια δημοκρατικού ήθους.

17. Το όφελος για την εκπαίδευση είναι η χρησιμοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων με την τεχνολογία των πολυμέσων (συνδυασμός κειμένου – εικόνας – ήχου). Η τεχνολογία αυτή δίνει τη μοναδική δυνατότητα στον μαθητή να προσεγγίσει και να επεξεργασθεί σύνθετες πληροφορίες με ποικίλους συνδυασμούς και δυνατότητες. Με αυτή την τεχνολογία τα πολιτισμικά ή εθνικά μαθήματα τού εκπαιδευτικού συστήματος μιας χώρας μπορούν να διδαχθούν με νέους ελκυστικούς, ανανεωμένους και ουσιαστικούς τρόπους που και τα αντικείμενα αυτά καθ’ εαυτά αναδεικνύουν στη συνείδηση τού μαθητή και επιτρέπουν μια άμεση προσωπική συνεργασία του (διαδραστική λειτουργία) με το πρόγραμμα και όχι μια απλή παθητική προσέγγιση. Έτσι διδάσκοντας την ιστορία μιας περιόδου, μπορείς μαζί με τις πληροφορίες για τα γεγονότα και τα πρόσωπα να παρουσιάζεις χάρτες, πορείες, σχέσεις, παράλληλα γεγονότα τής ιστορίας γειτονικών χωρών ή, σε πολιτιστικό επίπεδο, να δίνεις συγχρόνως πληροφορίες για τη λογοτεχνία, τις επιστήμες, τις τέχνες, την παράδοση, τη θρησκεία, τη γλώσσα ενός λαού με εικόνα, με ήχο και φυσικά με κείμενο.

18. Είναι πολύ σημαντική λοιπόν η ύπαρξη στα εκπαιδευτικά ιδρύματα ενός σύγχρονου συστήματος πρόσβασης στις πληροφορίες. Εκείνο που έχει σημασία όμως από εκπαιδευτική άποψη είναι η χρήση των πηγών αυτών και των πακέτων επεξεργασίας της πληροφορίας. Διότι, εκείνο που προέχει στην εποχή μας δεν είναι μόνο το ζήτημα της απόκτησης πληροφοριών, αλλά – κυρίως – της απόκτησης δεξιοτήτων ενεργού αναζήτησης και κριτικής ανάγνωσης του πληροφοριακού «κειμένου». Γι΄ αυτό η χρήση του υπολογιστή ως πηγή πληροφοριών στο σχολείο θα πρέπει να αποβλέπει και σ΄ αυτούς τους δυο στόχους

19. Το εμπόδιο στη γραπτή επικοινωνία μπορεί να υπερνικηθεί με το καλό γράψιμο και το σωστό διάβασμα. Μπορεί ο συγγραφέας να μας προσφέρει ένα καλοδομημένο και σαφές κείμενο, για να επικοινωνήσει άμεσα μαζί μας, αλλά μόνη της η προσπάθεια αυτή δεν αρκεί, πρέπει κι εμείς να κάνουμε το άλλο μισό του δρόμου. Ως αναγνώστες πρέπει να σκάβουμε τη σήραγγα της επικοινωνίας από τη δική μας πλευρά.

20. Η είδηση δεν συγκίνησε κανέναν. Οι εφημερίδες, τα κόμματα και οι πασών αποχρώσεων προοδευτικοί ήταν απασχολημένοι με το να αναλύουν το μήνυμα των εκλογών και έτσι δεν βρήκαν την ευκαιρία ούτε να αναλύσουν ούτε να καταγγείλουν ότι στην Κωνσταντινούπολη παιδάκια 10 – 12 ετών ράβουν τα τζιν Benetton με μεροκάματο 200 δρχ. την ημέρα. Κανένας δε φώναξε για σκάνδαλο, γιατί φαίνεται ότι η Αριστερά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν έχει τίποτε να πει για την παγκοσμιοποίηση της εκμετάλλευσης των παιδιών. Το θέμα – αν δεν της φαίνεται φυσιολογικό – δεν την απασχολεί. Στην εποχή μας σκάνδαλο είναι ότι πέφτει το χρηματιστήριο και όχι ότι κάθε λεπτό πεθαίνουν 25 παιδιά από ασιτία. Ότι 250 εκατομμύρια αγοράκια και κοριτσάκια σε όλον τον κόσμο ηλικίας 5 – 14 χρόνων δουλεύουν 14 – 16 ώρες την ημέρα δένοντας κόμπους σε χαλιά, στρίβοντας φύλλα καπνού, κόβοντας σπίρτα. Ότι παιδάκια παραμορφώνουν τα χέρια τους ράβοντας μπάλες, κόβοντας διαμάντια, παραμορφώνουν τα πόδια τους δουλεύοντας σε υαλουργίες, σε νταμάρια ή κάνοντας τους βαστάζους στις αγορές (…) ότι παιδάκια ξεφορτώνουν τούβλα στο Νεπάλ για 70 δρχ. σε κάθε 100 διαδρομές μεταξύ του φορτηγού και του γιαπιού.

Πηγή : www.ekeimena.gr

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1005

Ν.Ε Γλώσσα Γ’ Λυκείου : Θεωρία -Ανάλυση Εννοιών

ΕΚΘΕΣΗ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ: ΘΕΩΡΙΑ – ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΝΝΟΙΩΝ

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/995

Νεοελληνική Γλώσσα: Συμβουλές για να γράψετε καλά στις Πανελλαδικές

Εισιτήριο στα πανεπιστήμια η νεοελληνική γλώσσα


ΠΡΕΜΙΕΡΑ ΜΕ ΤΟ «ΜΑΘΗΜΑ ΚΛΕΙΔΙ» ΓΙΑ 90.000 ΥΠΟΨΗΦΙΟΥΣ
Έρευνα του Χρήστου Κάτσικα

Με το μάθημα της  Νεοελληνικής Γλώσσας, που αποτελεί το «κλειδί» για την πρόσβαση στις υψηλόβαθμες σχολές όλων των επιστημονικών πεδίων, αρχίζει την Πέμπτη 12/5 ο κύριος γύρος των πανελλαδικών εξετάσεων στις οποίες αναμένεται να πάρουν μέρος φέτος ελαφρά μικρότερος αριθμός υποψηφίων σε σχέση με πέρσι.

  • ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΩΝ ΦΕΤΙΝΩΝ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ
    ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΞΕΤΑΣΘΕΝΤΩΝ Κάτω από 90.000

Ο βαθμός δυσκολίας των θεμάτων, η κλιμάκωση και η ρύθμιση της βαθμολογικής βάσης εξακολουθούν να αποτελούν βασικά σημεία αναφοράς των φετινών πανελλαδικών εξετάσεων και να απασχολούν όχι μόνο τους χιλιάδες υποψήφιους αλλά και την Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων η οποία είναι αναγκασμένη να ισορροπήσει σ΄ ένα τεντωμένο σχοινί.

ΚΛΕΙΔΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΥΨΗΛΟΒΑΘΜΕΣ ΣΧΟΛΕΣ

Το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας στο οποίο εξετάζονται 90.000 περίπου υποψήφιοι αποτελεί μάθημα – κλειδί για την πρόσβαση στις υψηλόβαθμες σχολές όλων των Επιστημονικών Πεδίων. Κι αυτό καθώς έχει δυο χαρακτηριστικά: πρώτον συγκεντρώνει πολύ μικρό αριθμό υποψηφίων στις υψηλές βαθμολογίες (περίπου 1% στη βαθμολογική κλίμακα 18-20 και συνολικά περίπου ένας στους πέντε γράφει πάνω από 15). Δεύτερο γιατί είναι ένα μάθημα στο οποίο αφενός έχει τις περισσότερες αναβαθμολογήσεις (ένα στα τέσσερα γραπτά αναβαθμολογούνται) και αφετέρου ο υποψήφιος συνήθως πέφτει έξω στις βαθμολογικές του προσδοκίες.

Τις καλύτερες βαθμολογίες στο μάθημα πετυχαίνουν οι υποψήφιοι της Θετικής Κατεύθυνσης και τις χειρότερες οι υποψήφιοι της Τεχνολογικής Κατεύθυνσης 2.

Για την εξέταση στη Νεοελληνική Γλώσσα δίνεται στους μαθητές σε φωτοαντίγραφο απόσπασμα κειμένου (δοκιμιακού, λογοτεχνικού, άρθρου κτλ.) μιας έως δύο σελίδων από βιβλίο, εφημερίδα ή περιοδικό (ή κατασκευασμένο για το σκοπό της αξιολόγησης) που αναφέρεται σε κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά, επιστημονικά ή άλλα θέματα της καθημερινής ζωής και έχει νοηματική πληρότητα. Το κείμενο αυτό ανταποκρίνεται στην αντιληπτική ικανότητα των μαθητών και σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με θεματικούς κύκλους οικείους στους μαθητές από τη σχολική διδασκαλία

0ι μαθητές καλούνται:

α) Να δώσουν μια σύντομη περίληψη του κειμένου αυτού, της οποίας η έκταση καθορίζεται ανάλογα με την έκταση και το νόημα του κειμένου.
β) Να απαντήσουν σε ερωτήσεις, με τις οποίες ελέγχονται:
i. η κατανόηση του κειμένου (ιδεολογικά σημεία του κειμένου, επιχειρήματα συγγραφέα, προβλήματα που θέτει, κτλ)
ii. η οργάνωση του λόγου (διάρθρωση, δομή διαίρεση και τιτλοφόρηση ενοτήτων, συνοχή, ενότητα, συλλογιστική, κτλ)
iii. τα σημασιολογικά στοιχεία (σημασία λέξεων, συνώνυμα-αντώνυμα, κατασκευή φράσεων ή παραγράφων με ορισμένες λέξεις, αντικατάσταση λέξεων ή φράσεων κτλ.).
iv. η ικανότητά τους να αναγνωρίζουν τη λειτουργία των μορφοσυντακτικών δομών, καθώς και να χειρίζονται αυτές τις δομές, ανάλογα με τους επικοινωνιακούς στόχους του κειμένου.
γ) Να συντάξουν ένα κείμενο, ενταγμένο σε επικοινωνιακό πλαίσιο, με το οποίο κρίνουν ή σχολιάζουν κάποια σημεία του κειμένου ή αναπτύσσουν προσωπικές απόψεις, παίρνοντας αφορμή από το κείμενο. Η έκταση της ανάπτυξης αυτής καθορίζεται κατά προσέγγιση, χωρίς να υπερβαίνει τις 600 λέξεις.

Το πρώτο θέμα βαθμο­λογείται με 25 μονάδες, το δεύτερο θέμα βαθμολογείται με 35 μονάδες, οι οποίες κατανέμονται σε επιμέρους ερωτήσεις, ενώ το τρίτο θέμα βαθμολογείται με 40 μονάδες.

Τα μυστικά της Περίληψης

Σύμφωνα με τον Κώστα Αγγελάκο, Λέκτορα στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, η γραφή της περίληψης καθιστά απαραίτητη την άσκηση των μαθητών στην ανάγνωση του κειμένου. Με την πρώτη ανάγνωση οι μαθητές εντοπίζουν και καταγράφουν το νοηματικό κέντρο του κειμένου. Είναι σημαντικό να αφιερωθεί χρόνος στην προσέγγιση των «νοηματικών κέντρων» που εντόπισαν οι μαθητές. H δεύτερη ανάγνωση έχει στόχο την παρακολούθηση της σειράς εξέλιξης των γεγονότων-ιδεών στο κείμενο, παράγραφο προς παράγραφο. Στη συνέχεια, η επεξεργασία του κειμένου είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί με την τεχνική των πλαγιότιτλων.

Οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι περίληψη είναι η συνοπτική απόδοση του περιεχομένου ενός κειμένου με ένα σύντομο κείμενο που αποδίδει τις βασικές ιδέες του αρχικού κειμένου χωρίς να αλλοιώνει το πνεύμα του συγγραφέα.

Το κυριότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της περίληψης είναι ότι περικλείει το κύριο στοιχείο και τις ιδέες του κειμένου μόνο και δεν είναι σχολιασμός. Δεν επιδιώκεται δηλαδή η εξήγηση, η ανάλυση ή η κριτική των σκέψεων και των ιδεών του συγγραφέα.

Η περίληψη είναι ένα νέο κείμενο, προσωπικό δημιούργημα του κάθε μαθητή. Αυτό σημαίνει ότι οι υποψήφιοι δεν πρέπει να μιμούνται το ύφος του συγγραφέα και να αποφεύγουν, όσο είναι δυνατόν, τη χρήση λέξεων ή φράσεων του κειμένου. Αν χρειαστεί να κάνουν κάτι τέτοιο με λέξεις κα φράσεις «κλειδιά» τότε πρέπει να χρησιμοποιούν εισαγωγικά. Το ύφος να έχει καθαρά πληροφοριακό χαρακτήρα.

Η ισόρροπη ανάπτυξη των βασικών ιδεών του κειμένου. Οι υποψήφιοι οφείλουν να διακρίνουν το ουσιώδες από το επουσιώδες και μέσα από την περίληψή τους να αναδεικνύουν τις βασικές ιδέες. Να μην περιλαμβάνουν πληροφορίες που δεν σχετίζονται άμεσα με το κύριο θέμα ούτε λεπτομέρειες, παραδείγματα και διευκρινήσεις που δεν είναι απαραίτητες.

Είναι προτιμότερο η περίληψη να γράφεται ως μία ενιαία παράγραφος. Ωστόσο, υπάρχει και η δυνατότητα να χωριστεί σε παραγράφους με βάση τη δομή και το νόημα του δοθέντος κειμένου, ιδιαίτερα αν η έκτασή της το επιτρέπει.

Έκθεση: οδηγίες για να… μη βγείτε εκτός θέματος

Τι αξιολογείται στην ανάπτυξη της Έκθεσης:

1. Ο μαθητής απαντά γραπτά σε ερωτήσεις που αφορούν ένα κείμενο και με τις οποίες:

α) επιδιώκεται να κατανοεί το περιεχόμενο ενός κειμένου, δηλαδή:

  • να διακρίνει τους τρόπους πειθούς (επίκληση στη λογική, επίκληση στο συναίσθημα του δέκτη, επίκληση στην αυθεντία, επίκληση στο ήθος του πομπού)
  • να διακρίνει τα μέσα πειθούς (επιχειρήματα, τεκμήρια)
  • να διακρίνει το είδος της συλλογιστικής πορείας (παραγωγική – επαγωγική) που ακολουθείται σε ένα κείμενο
  • να αξιολογεί τα μέσα πειθούς. Πιο συγκεκριμένα:
    – να ελέγχει την αλήθεια, την εγκυρότητα και την ορθότητα ενός επιχειρήματος
    – να ελέγχει την αξιοπιστία των τεκμηρίων
  • να διακρίνει τους τρόπους και τα μέσα πειθούς
    – στη διαφήμιση
    – στον πολιτικό λόγο
    – στον επιστημονικό λόγο
  • να διακρίνει την πειθώ από την προπαγάνδα
  • να διακρίνει τα είδη του δοκιμίου, προσέχοντας την οργάνωση/δομή (συνειρμική – λογική), τον σκοπό (απόδειξη μιας θέσης – ελεύθερος στοχασμός), τη σκοπιά (υποκειμενική – αντικειμενική), τη γλώσσα (ποιητική, αναφορική λειτουργία) κ.τλ.
  • να διακρίνει ορισμένα χαρακτηριστικά του δοκιμίου, όπως ο υποκειμενισμός, ο αντιδιδακτισμός, ο κοινωνικός χαρακτήρας, ο εξομολογητικός τόνος κ.τλ.
  • να εντοπίζει σε ένα δοκίμιο/άρθρο το θέμα, την άποψη του συγγραφέα, τα μέσα πειθούς που χρησιμοποιεί για να τεκμηριώσει την άποψή του, τις προτάσεις του για την αντιμετώπιση του προβλήματος κ.τλ.
  • να διακρίνει το δοκίμιο από άλλα συγγενή είδη του λόγου, όπως το άρθρο, η επιφυλλίδα

β) επιδιώκεται να κατανοεί την οργάνωση ενός κειμένου, δηλαδή:

  • να εντοπίζει τα βασικά μέρη (πρόλογο, κύριο μέρος, επίλογο) και τις νοηματικές ενότητες του κειμένου
  • να επισημαίνει τους διάφορους τρόπους με τους οποίους οργανώνεται ο λόγος, π.χ. με αιτιολόγηση, με σύγκριση και αντίθεση, με ορισμό, με διαίρεση, με παράδειγμα κ.τλ.
  • να σχολιάζει τη συνοχή του κειμένου (διαρθρωτικές λέξεις κ.τλ.)
  • να χωρίζει το κείμενο σε παραγράφους, να δίνει πλαγιότιτλους σε παραγράφους/νοηματικές ενότητες, να διευθετεί τη συνοχή του κειμένου

γ) επιδιώκεται να διερευνά τη γλώσσα του κειμένου (λεξιλόγιο, στίξη, μορφοσυντακτικά φαινόμενα, γλωσσικές ποικιλίες, λειτουργίες της γλώσσας, ύφος κ.τλ.), δηλαδή:

  • να εντοπίζει και να αιτιολογεί την επιλογή του πομπού
    – στην ενεργητική ή παθητική φωνή
    – στο ρηματικό πρόσωπο / τον χρόνο / την έγκλιση
    – στον μακροπερίοδο ή όχι λόγο
    – στην παράταξη ή στην υπόταξη
    – στα ρηματικά ή ονοματικά σύνολα
    – στην αναφορική ή στην ποιητική λειτουργία της γλώσσας
    – στα σημεία της στίξης
    – σε λόγιες ή λαϊκές λέξεις, σε ειδικό λεξιλόγιο, όρους κ.τλ.
  • να διευθετεί τη στίξη, να διορθώνει την ορθογραφία του κειμένου
  • να ερμηνεύει λέξεις, να αξιολογεί την ακρίβεια και τη σαφήνεια του λεξιλογίου
  • να αντικαθιστά λέξεις του κειμένου με συνώνυμα, να βρίσκει αντώνυμα, να σχηματίζει φράσεις με ορισμένες λέξεις του κειμένου κ.τλ.
  • να χωρίζει το κείμενο σε παραγράφους και να διευθετεί τη συνοχή του
  • να χαρακτηρίζει το ύφος του κειμένου λαμβάνοντας υπόψη την επικοινωνιακή περίσταση (δέκτη, σκοπό, είδος λόγου κ.τλ.).

2. Ο μαθητής προχωρεί σε διάφορες γραπτές εργασίες με αφόρμηση το συγκεκριμένο κείμενο.

Επιδιώκεται ο μαθητής:

  • να πυκνώνει ένα κείμενο, να κάνει την περίληψη του κειμένου, να δίνει έναν τίτλο στο κείμενο ή πλαγιότιτλους σε παραγράφους / νοηματικές ενότητες του κειμένου
  • να οργανώνει το διάγραμμα του κειμένου
  • να αναπτύσσει μια φράση, μια παράγραφο, ένα επιχείρημα του κειμένου
  • να ανασκευάζει τα επιχειρήματα του κειμένου και να αναπτύσσει την αντίθετη άποψη
  • να μετασχηματίζει ένα κείμενο π.χ. από ένα είδος λόγου σε ένα άλλο.

Πηγή: www.tanea.gr

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/994

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΤΗΣ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ ΜΕ ΤΕΚΜΗΡΙΑ

Να βρείτε το είδος των τεκμηρίων και να αξιολογήσετε την ορθότητά τους :

Ο αναλφαβητισμός αποτελεί ένα ακανθώδες πρόβλημα στη μειονότητα των αθίγγανων που διαβιούν στην πατρίδα μας. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα μαθητών της Γ’ τάξης του 24ου Λυκείου Αθηνών, σε αριθμό 58 αθίγγανων ηλικίας 16-21 ετών, μόλις το 11% γνώ­ριζε γραφή και ανάγνωση.

Στο παραπάνω παράθεμα υπάρχουν στατιστικά στοιχεία (11%) που αποτελούν τεκμήρια για την υποστήριξη της άποψης ότι «ο αναλφαβητισμός αποτελεί ένα ακανθώδες πρόβλημα στη μειονότητα των αθίγγανων που διαβιούν στην πατρίδα μας». Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά δεν είναι αξιόπιστα καθώς προκύπτουν από έρευνα χωρίς επιστημονικό κύρος ,εφόσον πραγματοποιήθηκε από την Γ’ Τάξη ενός Λυκείου και επιπλέον ,το δείγμα της έρευνας είναι πολύ μικρό ,ώστε να εξαχθεί ένα τόσο σοβαρό συμπέρασμα. Επομένως , τα τεκμήρια δεν είναι ορθά, γιατί δε στηρίζονται σε εξακριβωμένα κι επεξεργασμένα στοιχεία.

Γνωστή εταιρεία λιπαντικών δημοσίευσε το αποτέλεσμα μιας δεκαετούς έρευνας του εργαστηρίου περιβαλλοντολογικών εφαρμογών που διατηρεί, σύμφωνα με το οποίο η καύση των προϊόντων λίπανσης δεν προκαλεί τοξικά νέφη ούτε ρυπαίνει το φυσικό περι­βάλλον – τουλάχιστον σε απόσταση μεγαλύτερη των εκατό μέτρων.

Το πόρισμα ερευνών αξιολογείται ως άστοχο, γιατί δε διακρίνεται από αξιοπιστία (η χρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας από μία εταιρεία, την οποία συμφέρει η εξα­γωγή ενός συγκεκριμένου πορίσματος δικαιολογημένα αφήνει ερωτηματικά για την επι­στημονική εγκυρότητα της έρευνας), δεν παρουσιάζεται ολοκληρωμένο (δεν αναφέρονται ούτε συγκεκριμένα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία, ούτε καν η επωνυμία της εταιρείας ή το όνομα των επιστημόνων που διεξήγαγαν την έρευνα), δεν είναι ευρέως αποδεκτό (άλ­λες επιστημονικές έρευνες πιστοποιούν το αντίθετο).Τα αποτελέσματα των ερευνών δεν είναι εξακριβωμένα.

Οι διωγμοί των χριστιανών από τους Ρωμαίους, οι ιεροί πόλεμοι των ισλαμιστών ενα­ντίον πολλών λαών, η απηνής καταδίωξη κάθε αιρετικής ή επιστημονικής φωνής κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, οι ταξικές διακρίσεις ανάμεσα στους αριστοκράτες και στα λαϊκά στρώματα, που κατέληξαν στη Γαλλική και, αργότερα, στη Ρωσική Επανάσταση, το ιδεολογικοπολιτικό μίσος των ναζιστών εναντίον των Εβραίων στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα καταδεικνύουν το διαχρονικό και διακοινωνικό χαρακτήρα του φαινομένου του φα­νατισμού.

Τα ιστορικά συμβάντα ,που αποτελούν τεκμήρια, αξιολογούνται ως εύστοχα, επειδή είναι επαρκή σε αριθμό, είναι κατάλληλα/σχετικά με το θέμα/επιχείρημα, παρουσιάζονται κατά ολοκληρωμένο και κλι­μακούμενο τρόπο και είναι κοινώς γνωστά και αποδεκτά.

Δεν είναι δυνατό να πιστέψει κανείς ότι στην Ελλάδα πραγματοποιείται έρευνα υψηλής τεχνολογίας. Όλοι είμαστε παροικούντες εν Ιερουσαλήμ και γνωρίζουμε τι συμβαίνει.

Η εμπειρική αλήθεια (η φράση «παροικούντες εν Ιερουσαλήμ» σημαίνει μεταφορικά «αυτοί που βιώνουν και γνωρίζουν εκ του σύνεγγυς μια κατάσταση») αξιολογείται ως ά­στοχη, γιατί δεν είναι επιστημονικώς έγκυρη, δεν είναι κοινώς αποδεκτή (αντίθετα, εκφρά­ζει μία υποκειμενική άποψη), δεν είναι ποσοτικά επαρκής και δε διακρίνεται από αξιοπιστία (ο ομιλητής δε δηλώνει την ιδιότητα του).Επομένως , το τεκμήριο δεν είναι αξιόπιστο.

ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ ΜΕ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΣ

Να εντοπίσετε το είδος των ακόλουθων συλλογισμών και να τους αξιολογήσετε ως προς την ορθότητα τους.

α) Οι διανοούμενοι και οι μαχητές του δρόμου συχνά αγωνίζονται για τον ίδιο σκοπό, την κατάργηση των κοινωνικών ανισοτήτων και το μετασχηματισμό των κοινωνικών δο­μών. Ο μαχητής του δρόμου χρησιμοποιεί την πέτρα και τη γροθιά του, ενώ ο πνευμα­τικός άνθρωπος τη γραφίδα και τη νόηση του. Ο μαχητής του δρόμου καταφεύγει στην αμφισβήτηση του κοινωνικού κατεστημένου μέσα από την πυρά των συμβόλων του, ενώ ο διανοούμενος αμφισβητεί τη σαθρή καθεστηκυία τάξη μέσα από τους πύρινους λόγους του και τα γεμάτα με ρομαντικό πάθος κείμενα του. Ο μαχητής του δρόμου παραθέτει τον προσωπικό σωματικό αγώνα του ως παράδειγμα ενεργού κινητοποίη­σης για τους συμπατριώτες του, ενώ ο διανοούμενος καταθέτει την πνευματική παρα­γωγή του ως μέσο για την αφύπνιση της κοινωνικής συνείδησης των συμπατριωτών του και τη συμπόρευσή τους σε έναν ευγενή αγώνα.

α) Πρόκειται για τέλειο επαγωγικό συλλογισμό που αναπτύσσεται με κυριολεκτική ανα­λογία. Το συμπέρασμα του συλλογισμού κρίνεται αποδεκτό, εφόσον οι ομοιότητες ανάμε­σα στις δύο συγκρινόμενες έννοιες (διανοούμενος – μαχητής του δρόμου) είναι εύστοχες και επαρκείς σε αριθμό.

β) Η αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος να φέρει τους μαθητές σε γόνιμη και ου­σιαστική επαφή με την ελληνική γλώσσα έχει οδηγήσει τη νεολαία μας στη χρήση ενός «ημιτελούς και καταχρηστικού» τρόπου ομιλίας που βρίθει αυθαίρετων γλωσσικών ευ­ρημάτων και κακόηχων, νεολογισμών.

β) Πρόκειται για ατελή επαγωγικό συλλογισμό που αναπτύσσεται βάσει αιτίου και απο­τελέσματος. Το συμπέρασμα του συλλογισμού κρίνεται μη ορθό, καθώς το αίτιο είναι αναγκαίο ,αλλά δεν είναι επαρκές (η αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος να φέρει τους μαθητές σε εποικοδομητική επαφή με την ελληνική γλώσσα δεν είναι η μοναδική αιτία για τη χρή­ση ενός ημιτελούς και καταχρηστικού τρόπου ομιλίας από τη νεολαία). Επιπλέον, παρατηρείται και υπεραπλούστευση αιτίου.

γ) Οι κάτοικοι μερικών ακριτικών περιοχών της χώρας είναι επιφυλακτικοί έναντι των μεταναστών που καταφεύγουν στις περιοχές τους αναζητώντας εργασία, αφού οι αλ­λοδαποί μετανάστες που έρχονται στην Ελλάδα είναι άτομα αμφίβολης ηθικής υπό­στασης.

γ) Πρόκειται για ατελή επαγωγικό συλλογισμό που αναπτύσσεται με αίτιο (οι αλ­λοδαποί μετανάστες που έρχονται στην Ελλάδα είναι άτομα αμφίβολης ηθικής υπό­στασης) και αποτέλεσμα (Οι κάτοικοι μερικών ακριτικών περιοχών της χώρας είναι επιφυλακτικοί έναντι των μεταναστών που καταφεύγουν στις περιοχές τους αναζητώντας εργασία). Το αίτιο δεν είναι αναγκαίο (δεν αποδεικνύεται η γενίκευση που αφορά στους μετανάστες) ,ακόμη κι αν θεωρηθεί επαρκές. Επομένως, οδηγεί σε ένα αβέβαιο συμπέρασμα.

δ)  Η εξαφάνιση 150 ζωικών ειδών σε ετήσια βάση, η αποψίλωση 70 εκταρίων τροπικών δασών ανά δευτερόλεπτο και η ρύπανση των θαλασσών, των λιμνών και των ποταμών καταδεικνύουν την τεράστια  έκταση του οικολογικού προβλήματος στη σύγχρονη ε­ποχή.

δ) Πρόκειται για τέλειο επαγωγικό συλλογισμό που αναπτύσσεται βάσει γενίκευσης. Το συμπέρασμα του συλλογισμού κρίνεται ως αποδεκτό, γιατί το παρατιθέμενο δείγμα είναι αντιπροσωπευτικό του συνόλου (τα στοιχεία της γενίκευσης « Η εξαφάνιση 150 ζωικών ειδών σε ετήσια βάση, η αποψίλωση 70 εκταρίων τροπικών δασών ανά δευτερόλεπτο και η ρύπανση των θαλασσών» κρίνονται επαρκή και οδηγούν σε βέβαιο συμπέρασμα).

ε) Η Ρωσία, όπως και όλοι οι εταίροι της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ένα τεχνολογικά αναπτυγμένο κράτος και, άρα, αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού της για την καλύτερη δυνατή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των κατοίκων της.

ε) Πρόκειται για ατελή επαγωγικό συλλογισμό που αναπτύσσεται με κυριολεκτική αναλογία (Ρωσία- Εταίροι Ε.Ε). Ωστόσο , το συμπέρασμα που προκύπτει από την αναλογία εξωθείται πέρα από το επιτρεπόμενο (λογικό) όριο (η Ρωσία δεν απο­τελεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/981

ΕΚΦΡΑΣΗ-ΕΚΘΕΣΗ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ:ΕΠΙΤΟΜΗ ΘΕΩΡΙΑΣ

ΤΡΟΠΟΙ ΠΕΙΘΟΥΣ

Α. ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ

Α) η επίκληση στη λογική, οπότε επιστρατεύουμε ως μέσα τα επιχειρήματα και τα τεκμήρια

Η επίκληση στη λογική γίνεται με δυο τρόπους : α) με τη χρήση επιχειρημάτων και β) με τη χρήση τεκμηρίων

Επιχειρήματα, με την ευρύτερη έννοια, είναι λο­γικές προτάσεις που συνήθως διευθετούνται σε κλιμα­κωτή σειρά για την απόδειξη μιας θέσης.

Σύμφωνα με τον αυστηρότερο ορισμό της λογικής, επιχείρημα είναι μια σειρά προτάσεων/ κρίσεων με την εξής χαρακτηρι­στική δομή:  μία ή περισσότερες προτάσεις (προκείμε­νες) χρησιμεύουν ως βάση για την αποδοχή μιας άλ­λης πρότασης (συμπέρασμα) η οποία ακολουθεί λογι­κά τις προκείμενες.

Η διαδικασία ή η μέθοδος με την οποία ο νους καταστρώνει ένα επιχείρημα λέγεται συλλογισμός.

ΕΙΔΗ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΩΝ

(Ανάλογα με το περιεχόμενο)

α) Παραγωγικός (Γενικό Þ Ειδικό/ Μερικό)

β) Επαγωγικός (Ειδικό/ Μερικό Þ Γενικό)

γ) Αναλογικός (Ειδικό/ Μερικό Þ Ειδικό/ Μερικό )

ΕΙΔΗ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΩΝ

(Ανάλογα με είδος των προτάσεων)

α)Κατηγορικοί (οι προκείμενες είναι κατηγορικές προτάσεις ,δηλαδή ορίζουν κάτι με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο, που δύσκολα αμφισβητείται. Σ’ αυτούς το υποκείμενο συνδέεται με το κατηγορούμενο μέσω συνδετικού ρήματος. Βλέπε τους προηγούμενους συλλογισμούς)

β) Υποθετικοί (μια ή δυο προκείμενες είναι υποθετικές προτάσεις)

γ) Διαζευκτικοί (μια ή δυο προκείμενες είναι διαζευκτική πρόταση)

Τεκμήρια : είναι συγκεκριμένα στοιχεία που χρησιμοποιούνται με σκοπό να πιστοποιήσουν την αλήθεια και την αξία των επιχειρημάτων ή των απόψεών του λέγοντος ή του γράφοντος.

Τεκμήρια θεωρούνται :

α) παραδείγματα ειλημμένα από την καθημερινή πρακτική ,από τις προσωπικές εμπειρίες από την ιστορική πραγματικότητα ,από την πολιτική ,την κοινωνική ,την επιστημονική ,την καλλιτεχνική κοινότητα.

β) αλή­θειες, δηλαδή απόψεις και θέσεις που με την πάροδο του χρόνου έχουν αποκρυσταλλωθεί στη συνείδηση της κοινής γνώμης ή στην πλειοψηφία των μελών του κοινωνικού συνόλου ή μιας ομάδας ανθρώπων που ανήκουν σ’ ένα συγκεκριμένο χώρο (επιστημονικό, καλλιτεχνικό κ. ά)

γ) γεγονότα, που από μόνα τους αποτελούν την αντικειμενική πραγματικότητα .

δ) αυθεντίες, δηλαδή αναφορά σε ανθρώπους που έχουν στο χώρο τους μια αξιοσέβαστη και λαμπρή παρουσία κι έχουν συμβάλει με τις δυνάμεις τους στην εξέλιξη και στην πρόοδο του τομέα τους ή έχουν ταυτίσει το όνομά τους με επαναστατικές ανακαλύψεις.

ε) στατιστικά στοιχεία, που αποτελούν δεδομένα στατιστικών υπηρεσιών και στατιστικών ερευνών ,που καταγράφουν την κοινωνική πραγματικότητα.

στ)αποτελέσματα επιστημονικών ερευνών, που δύσκολα μπορούν να αμφισβητηθούν ,καθώς έχουν αποδειχθεί από εργαστηριακούς και άλλους ελέγχους.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΩΝ

(ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ ,ΑΛΗΘΕΙΑ ,ΟΡΘΟΤΗΤΑ)

Ένα επιχείρημα θεωρείται έγκυρο, όταν οι προκείμενες οδηγούν με λογική αναγκαιότητα σε ένα βέβαιο συμπέρασμα.

Η εγκυρότητα δηλαδή του επιχειρήματος εξαρτάται από τη λο­γική μορφή του και συγκεκριμένα αφορά τη σχέση σύμφωνα με καθορισμένους κανόνες, με­ταξύ των προκειμένων και του συμπεράσματος. Η σειρά των προκειμένων ,η θέση τους δηλαδή μέσα στο γλωσσικό περιβάλλον παίζει καθοριστικό ρόλο στην εγκυρότητα του επιχειρήματος. (Αν α=β και β=γ ,τότε αναγκαστικά και λογικά, δηλαδή με λογική αναγκαιότητα β=γ)

Αντίθετα, η αλή­θεια του επιχειρήματος εξαρτάται από το πε­ριεχόμενο του, και συ­γκεκριμένα αφορά τη (νοηματική) σχέση προ­κειμένων και συμπερά­σματος με την πραγμα­τικότητα. Οι δυο προκείμενες πρέπει να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ,να έχουν καθολική ισχύ και να μην εκφράζουν τη θέση ή τις θέσεις του πομπού ή λίγων ομοϊδεατών του ,αλλά της συντριπτικής πλειοψηφίας. Επίσης , πρέπει να αποκλείεται το ενδεχόμενο να υπάρχει έστω και μια πιθανότητα να ισχύει κάτι διαφορετικό.

* Αν οι προκεί­μενες και το συμπέρα­σμα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, τότε τις θεωρούμε αλη­θείς κρίσεις/ προτά­σεις.

Επομένως εγκυ­ρότητα και αλήθεια σε ένα επιχείρημα είναι δύο έννοιες διαφορετι­κές, που δεν πρέπει να συγχέονται.

Για να θεωρηθεί ένα επιχείρημα (ή ένας συλλογισμός) λογικώς ορθό(ς) πρέπει να είναι συγχρόνως έγκυρο(ς) και οι προκείμενες του αληθείς.

Στην τυπική λογική μας ενδια­φέρει κυρίως η εγκυρότητα, ενώ στις εφαρμογές της λογικής αποκλειστικά η ορθότητα.

Ο συλλογισμός που δίνει ορθό συμπέρασμα λέγεται (και) απόδειξη.

Αξιολόγηση επιχειρήματος :

Για να αξιολογήσουμε την αποδεικτική ισχύ των επιχειρημάτων μας ή για να ανασκευά­σουμε τα επιχειρήματα κάποιου άλλου, ελέγχουμε:

α)αν οι προκείμενες είναι αληθείς, δηλαδή αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα,

β)αν το συμπέρασμα απορρέει με λογική αναγκαιότητα από τις προκείμενες, οπότε το επι­χείρημα θεωρείται έγκυρο.

Ιδιαίτερη σημασία για την αξιολόγηση ενός επιχειρήματος έχει να διακρίνουμε αν οι κρίσεις που αποτελούν τις προκείμενες είναι γενικά αποδεκτές αλήθειες (π.χ. η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο) ή προσωπικές γνώμες (π.χ. ο συναγωνισμός στα αθλήματα ενθαρρύνει τη βία). Σε ένα επιχείρημα είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά στοιχεία και τα δύο, αλλά πρέπει να κάνουμε σωστή διάκριση μεταξύ τους, γιατί ένα επιχείρημα που βα­σίζεται μόνο σε γνώμες δεν έχει απόλυτη ισχύ.

Βοηθητικά στοιχεία για την αξιολόγηση των Επαγωγικών Συλλογισμών

Γενικά για την αξιολόγηση των επαγωγικών συλλογισμών να έχετε υπόψη ότι μόνο η τέλεια επαγωγή οδηγεί σε βέβαιο συμπέρασμα, ενώ η ατελής καταλήγει με ένα λογικό άλμα στο συμπέρασμα, το οποίο γι’ αυτόν το λόγο έχει πιθανολογικό χαρακτήρα. Ελέγξτε, λοιπόν, αν η αρχή αυτή εφαρμόζεται στα παρακάτω επιχειρήματα.

Ειδικά για την αξιολόγηση του καθενός από τα τρία είδη (γενίκευση, αίτιο-αποτέλεσμα, αναλογία) του επαγωγικού συλλογισμού να έχετε υπόψη σας τα εξής:

α) Εφόσον πρόκειται για συλλογισμό με γενίκευση, προσέξτε αν η γενίκευση στηρίζε­ται σε επαρκή στοιχεία και επομένως είναι επιτρεπτή ή αν αντίθετα πρόκειται για μια επισφαλή και βεβιασμένη γενίκευση,

β) Εφόσον πρόκειται για συλλογισμό με αίτιο-αποτέλεσμα, αναρωτηθείτε:

•  Είναι η αιτιώδης σχέση λογική ή απλώς χρονολογική;

• Μήπως γίνεται υπεραπλούστευση της σχέσης μεταξύ αιτίου-αποτελέσματος, δηλαδή μήπως μια μερικότερη αιτία προβάλλεται ως η μοναδική;

•  Είναι η αιτία αναγκαία ή /και επαρκής, για να προκληθεί το αποτέλεσμα;

Η σχέση αιτίου-αποτελέσματος μπορεί να παρουσιαστεί στο συλλογισμό μας με μία από τις παρακάτω τρεις μορφές:

• Η αιτία είναι συγχρόνως αναγκαία (το αποτέλεσμα δεν προκύπτει χωρίς αυτήν) και επαρκής για το αποτέλεσμα (αρκεί μόνο αυτή για να προκληθεί το αποτέλεσμα), π.χ. απαιτείται θερμοκρασία 100° Ο και κανονικές συνθή­κες ατμοσφαιρικής πίεσης για το βρασμό του νερού.

• Η αιτία είναι αναγκαία αλλά δεν είναι επαρκής, π.χ. Το κρύο είναι αναγκαία προϋπόθεση για να χιονί­σει, αλλά δεν αποτελεί επαρκή αιτία.

• Η αιτία είναι επαρκής αλλά όχι αναγκαία, π.χ.: Το κάπνισμα είναι επαρκής αιτία για τον καρκίνο των πνευμόνων σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά όχι αναγκαία.

γ) Εφόσον πρόκειται για συλλογισμό με αναλογία, αναρωτηθείτε:

• Είναι κυριολεκτική ή μεταφορική η αναλογία που χρησιμοποιείται;

• Αν είναι μεταφορική, έχει την αποδεικτική αξία ενός λογικού επιχειρήματος;

• Αν είναι κυριολεκτική, είναι οι ομοιότητες που επισημαίνονται ανάμεσα στα συγκρινόμενα αντικείμενα επαρκείς σε αριθμό και σχετικές με το θέμα / συμπέρασμα; Μήπως η αναλογία εξωθείται πέρα από το επιτρεπόμενο όριο;

Παραλογικοί συλλογισμοί

Συχνά ορισμένα συλλογιστικά σχήματα, ενώ αντιβαίνουν στον ορθό λόγο και δεν έχουν αποδεικτική αξία, μπορούν εντούτοις να επηρεάσουν το δέκτη του μηνύματος και να τον παραπλανήσουν, επειδή εξωτερικά παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τους έγκυρους συλλογισμούς. Τα συλλογιστικά αυτά σχήματα, που λέγονται και παραλογισμοί, μπορεί να οφείλονται είτε σε λογικά σφάλματα είτε σε πρόθεση εξαπάτησης, σε λογική δηλαδή πα­γίδα που στήνει ο πομπός στο δέκτη. Στην τελευταία περίπτωση ο παραλογισμός ονομάζε­ται σόφισμα.

Β. ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ (του δέκτη)

Με την επίκληση στο συναίσθημα του δέκτη ο πομπός επιδιώκει να διεγείρει εκείνα τα συναισθήματα που απαιτούνται για να συγκινήσει το δέκτη ,ώστε να τον κάνει να πειστεί ευκολότερα για τις θέσεις που υποστηρίζει.

Ο Αριστοτέλης στη Ρητορική του αναφέρει πώς ο ρήτορας ,διεγείρει ορισμένα συναισθήματα (πάθη) : οργή, πραότητα, αγάπη, μίσος, φόβο, εμπιστοσύνη, οίκτο, αγανάκτηση, φθόνο, ντροπή, περιφρόνηση κ.ά.

Ορίζει μάλιστα τρεις παραμέτρους που πρέπει ο ρήτορας απευθυνόμενος στο ακροατήριό του να λαμβάνει υπόψη του :

α)σε ποια διάθεση βρίσκεται το ακροατήριο,

β) ποιοι συνθέτουν το ακροατήριο και

γ) ποια αίτια  προκαλούν τη σύνθεσή του.

Τα μέσα για την πρόκληση του συναισθήματος είναι κυρίως :

α) η περιγραφή

β) η αφήγηση

γ) το χιούμορ

δ) η ειρωνεία

ε) συγκινησιακά φορτισμένες λέξεις ή φράσεις

* Το γ και το δ στρέφονται συνήθως εναντίον των θέσεων / επιχειρημάτων του αντιπάλου.

Ε. ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΥΘΕΝΤΙΑ

(σ’ έναν ειδήμονα ή απλά σ’ έναν ειδικό σε κάποιον τομέα)

Πολλές φορές ο πομπός, για να ενισχύσει την αξιοπιστία ενός επιχειρήματος, επικαλείται κάποια αυθεντία, η οποία συμμερίζεται τη συγκεκριμένη θέση, και συχνά παραθέτει ανάλογα απο­σπάσματα.

Ειδικά στον επιστημονικό λόγο η παράθεση τέτοιων αποσπασμάτων είναι αναμενόμε­νη και ως ένα βαθμό θεμιτή· με τον τρόπο αυτό ο συγγραφέας δείχνει ότι κατέχει τη σχετική βι­βλιογραφία και ότι βασίζεται σε αξιόπιστες πηγές.

Μερικές φορές, όμως, γίνεται κατάχρηση της επίκλησης στην αυθεντία, για να καλύψει ο πομπός την έλλειψη επιχειρημάτων. Υπάρχει μάλιστα η περίπτωση να επικαλείται δημοφιλή πρόσωπα, τα οποία είναι βέβαια αυθεντίες (ειδικοί/ επαΐοντες) στον τομέα τους, αλλά δεν είναι ειδικοί στο θέμα που πραγματεύεται ο πομπός

Γ. ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟ «ΗΘΟΣ» (του πομπού)

Συχνά ο πομπός για να πείσει επικαλείται το ήθος του, τα προτερήματα και τις ικανότητές του και γενικά όποιο προσόν του πιστεύει ότι είναι ικανό ,ώστε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του δέκτη. Η αξιοπιστία του πομπού απορρέει από τον ίδιο του το λόγο και όχι από την εικόνα που ενδεχομένως έχει δημιουργήσει ο δέκτης γι’ αυτόν.

Οφείλει επομένως ο πομπός να διαθέτει εκτός των άλλων και :

α) ορθή οργάνωση του λόγου του

β) τεκμηρίωση επιχειρημάτων

γ) καθαρότητα λόγου

δ) σαφήνεια ιδεών κι απόψεων

ε) ειλικρίνεια

κ.ά.

Δ. ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΟ «ΗΘΟΣ» (του αντιπάλου)

Ορισμένες φορές ,αυτός που επιχειρηματολογεί ,αντί να ανασκευάσει τα επιχειρήματα του αντιπάλου ,κάνει μια προσωπική επίθεση εναντίον του ,δηλαδή ασκεί κριτική στο χαρακτήρα του και στην ιδιωτική του ζωή.

Η επίθεση στο ήθος του αντιπάλου συναντάται κυρίως στις συστατικές επιστολές ,στον πολιτικό λόγο και γενικότερα στον προπαγανδιστικό λόγο.

Η τακτική αυτή όπως είναι λογικό δεν είναι τις περισσότερες φορές θεμιτή. Συχνά καταντάει μια φτηνή και χυδαία λασπολογία ,που μπορεί να «καταστρέψει» την επαγγελματική ή πολιτική  καριέρα ή και την προσωπική ζωή του «αντιπάλου».

Ωστόσο , όταν η επίθεση αυτή στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία και στοχεύουν στην προστασία ενός προσώπου είναι χρήσιμη ακόμη κι όταν αφορά στην προσωπική και ιδιωτική ζωή του δέκτη της επίθεσης.

ΜΟΡΦΕΣ ΠΕΙΘΟΥΣ

Α. Η ΠΕΙΘΩ ΣΤΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Διαφήμιση είναι η δημιουργία πρωτότυπου μηνύματος ,το οποίο αναφέρεται σε κάποιο υλικό ή πνευματικό παράγωγο/ προϊόν και η προβολή του (μηνύματος) με τελικό σκοπό την παρακίνηση του αποδέκτη να «αγοράσει» το διαφημιζόμενο προϊόν.

Οι μορφές του διαφημιστικού μηνύματος είναι οι ακόλουθες :

1) Μήνυμα που αναπτύσσεται με τρόπο άμεσο χωρίς προλόγους και περιττές εξηγήσεις

2) Αφηγηματικό μήνυμα ,καθώς η αφήγηση χρησιμοποιείται για την επίδειξη ή την ανάλυση του προϊόντος.

3) Μήνυμα μονολόγου ή διαλόγου (μαρτυρία κάποιου ειδικού ή ενός καταναλωτή)

4) Μήνυμα που επεξηγεί την εικόνα

5) Μήνυμα που στηρίζεται σε τεχνάσματα / ευρήματα . Στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιούνται λογοπαίγνια, μεταφορές , παρομοιώσεις ,σπάνιες κι εξεζητημένες λέξεις / φράσεις ,χρήση του χιούμορ, της υπερβολής, της έκπληξης ,της πρόκλησης κ.ά.

6) Μήνυμα που προσφέρει επιχειρήματα ή τεκμήρια.

Η διαφημιστική πειθώ συχνά χρησιμοποιεί τα παρακάτω μέσα/ τεχνικές:

1) συνειρμό ιδεών,

2) αναλυτική περιγραφή και επίδειξη των ιδιοτήτων του προϊόντος,

3) επίκληση στην αυθεντία (σ’ έναν ειδικό, σ’ έναν επιστήμονα, σε ένα δημοφιλές πρό­σωπο κτλ.),

4) επίκληση στο συναίσθημα (φόβο, ενοχή, ευθύνη, ευχαρίστηση κτλ.),

5) επίκληση στη λογική (επιχειρήματα υπέρ του προϊόντος, σοφιστικά τεχνάσματα),

6) λανθάνοντα αξιολογικό χαρακτηρισμό (λανθάνουσα αξιολόγηση που λειτουργεί δεσμευτικά για το δέκτη, π.χ. “Οι έξυπνοι οδηγούν Ρενώ”).


Β. Η ΠΕΙΘΩ ΣΤΟΝ ΔΙΚΑΝΙΚΟ ΛΟΓΟ

Η συγκεκριμένη μορφή πειθούς συναντάται στα δικαστήρια και στηρίζεται κυρίως στην επίκληση στο συναίσθημα και λιγότερο στην επίκληση στη λογική ή στην αυθεντία. Επίσης , συχνή είναι η επίθεση στο ήθος του αντιπάλου και επίκληση στο ήθος του πομπού. Οι διάδικοι προσπαθούν γενικά με κάθε μέσο να πείσουν για το δίκαιο των λόγων τους και να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους.

Γ. Η ΠΕΙΘΩ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΛΟΓΟ

Με τον πολιτικό λόγο ο πομπός επιθυμεί :

α)να πείσει το δέκτη να πάρει κάποιες αποφάσεις ή

β)να προβεί σε κάποια ενέργεια.

Ο δέκτης λοιπόν πρέπει να πεισθεί ότι :

α)η απόφαση του εί­ναι σύμφωνη με τα δικά του προσωπικά συμφέροντα και

β)με τα συμφέροντα του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου στο οποίο ανήκει.

Έτσι, ο πολιτικός λόγος χαρακτηρίζεται :

α) από λογική επιχειρηματολογία,

β )από έντονη συναισθηματική φόρ­τιση και

γ )από ρητορεία.

Επειδή ο πολιτικός λόγος συνδέεται με την εξουσία, ορισμένες φο­ρές στοχεύει στην παραπλάνηση ή στον εκφοβισμό του ακροατηρίου, έτσι ώστε να εξα­σφαλιστεί η άκριτη αποδοχή από το δέκτη (ακροατήριο) των σκοπών και των αποφάσεων του πομπού.

Στις περιπτώσεις αυτές η αποδεικτική ισχύς των επιχειρημάτων αντικαθίσταται από αυταπόδεικτες έννοιες ή από λέξεις με τέτοια ηθική διάσταση (“έθνος”, “λαός”, “εθνι­κή σωτηρία” κτλ.), που εμποδίζουν το λογικό έλεγχο και παγιδεύουν το δέκτη. Όταν ο πολι­τικός λόγος παίρνει αυτή τη μορφή, με την παραποίηση των εννοιών και τη στρέβλωση των αξιών, γίνεται προπαγάνδα.

Βασικοί τρόποι πειθούς στον πολιτικό λόγο είναι :

α) η επίκληση στο συναίσθημα

β) η επίθεση στο ήθος του αντιπάλου

γ) η επίκληση στο ήθος του πομπού

δ) η επίκληση στη λογική.

Δ. Η ΠΕΙΘΩ ΣΤΟΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΛΟΓΟ

Ο επιστημονικός λόγος είναι :

α) λόγος περιγραφικός, ερμηνευτικός, αποδεικτικός. Αυτό ση­μαίνει ότι τον χρησιμοποιεί ο επιστήμονας στην προσπάθεια του να περιγράψει, να ερμη­νεύσει, να πείσει· στην προσπάθεια του δηλαδή να αναφερθεί στα πράγματα ή στην αντί­ληψη που έχουμε γι’ αυτά.

β )οφείλει να είναι απρόσωπος και αντικειμενικός.

γ)  επικρατεί η λογική χρήση της γλώσσας και όχι η συγκινησιακή.

δ )βασικός τρόπος πειθούς στον επιστημονικό λόγο είναι η επίκληση στη λογική και κατά δεύτερο λόγο η επίκληση στην αυθεντία. (αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι οι υπόλοιποι τρόποι πειθούς αποκλείονται).

ε ) παρατηρείται έντονα η χρήση ειδικού (επιστημονικού) λεξιλογίου

ΤΟ ΔΟΚΙΜΙΟ

ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΟΚΙΜΙΟΥ

Το δοκίμιο, (γαλλικά essai και αγγλικά essay : προσπάθεια, δοκιμή) είναι

1)ένα εί­δος πεζού λόγου με μέση συνήθως έκταση, σε αντιδιαστολή προς τις τυπικές, πλήρεις και εξαντλητικές μελέτες, με το οποίο ο δοκιμιογράφος

2) άλλοτε εκφράζει τις παρατηρήσεις, τις σκέψεις και τα συναισθήματα του για τη ζωή

3) περιπλανιέται ελεύθερα στο χώρο των ιδεών, που προέρχονται από τα γενικότερα πνευματικά του εφόδια και από τη διανοητική και αισθητι­κή του καλλιέργεια,

4) άλλοτε προσπαθεί να αναλύσει και να ερμηνεύσει, εκλαϊκεύοντας πολλές φορές διάφορα θέματα.

Τα θέματα αυτά είναι συνήθως :

– αισθητικής,

-ηθικής,

-κοινωνικής,

-πολιτικής κτλ. τάξης,

– επι­στημονικά

5 )Ο σκοπός του δοκιμιογράφου είναι :

1) να πληροφορήσει,

2)να διδάξει,

3)να τέρψει

4)να πείσει.

6) έχει ασαφή χαρακτήρα και άλλοτε προσεγγίζει τη λογοτεχνία και άλλοτε την επιστήμη ή τη φιλοσοφία.

Α. ΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ

α)Το δοκίμιο αυτό είναι καταγραφή απόψεων πάνω σε ένα θέμα.

β)Ο συγγραφέας στοχάζεται και εκφράζει τις ιδέες του ,αντλώντας από την εμπειρία, τη φαντασία και τις γενικές γνώσεις του.

γ)Ο έντονος υποκειμενισμός συχνά τον παρεκκλίνει από τη συνήθη γλωσσική νόρμα. Χρησιμοποιεί πρωτότυπες εικόνες και λεκτικούς συνδυασμούς (μεταφορική γλώσσα).

δ)Παρατηρούμε ακόμη, μια ιδιότυπη ανάπτυξη των σκέψεων ,που είναι συνειρμική και διαισθητική και λιγότερο ή ελάχιστα λογική.

Β. ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ

Το δοκίμιο αυτό μοιάζει σε πολλά με το στοχαστικό. Κι αυτό ασχολείται με ιδέες. Διαφέρει όμως σημαντικά στο εξής :

α)καθώς ο συγγραφέας στοχεύει να συζητήσει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα ,δεν είναι ελεύθερος να ερμηνεύσει το θέμα με όποιο τρόπο θέλει.

β)Τα προσόντα που απαιτούνται είναι η ικανότητα του δοκιμιογράφου να τεκμηριώνει τις ιδέες του και η δεξιότητά του να τις διευθετεί σε μια λογική σειρά. γ)Χρησιμοποιεί λέξεις και εκφράσεις που φανερώνουν στάση (πιθανώς, βέβαια, ενδεχομένως, ίσως, ευτυχώς, δυστυχώς κ.ά. ) και πρόθεση (αποφθεγματικές φράσεις κ.ά.).

δ)Δεν απευθύνεται μόνο στην καλαισθησία ,αλλά και στην πληροφόρηση και στη γνώση.

ε)Επιπλέον, αντλεί το υλικό του κυρίως από τις γνώσεις του : το τί γνωρίζει είναι πιο σημαντικό από το τί φαντάζεται ή τι παρατηρεί.

Με βάση τα παραπάνω ο συγγραφέας του αποδεικτικού δοκιμίου θέτει τους παρακάτω στόχους :

1) να διερευνήσει απλώς το θέμα του, χωρίς απαραίτητα να φτάσει σε μια λύση.

2) να προσπαθήσει να λύσει το πρόβλημα που θέτει,

3) να επιχειρηματολογήσει ,για να υπερασπιστεί ή να αντικρούσει μια θέση ,χωρίς να έχει ως κύριο σκοπό του να πείσει τον αναγνώστη για την ορθότητα της δικής του άποψης.

4) να επιχειρηματολογήσει με βασικό σκοπό να πείσει τον αναγνώστη να συμφωνήσει μαζί του.

Η ΠΕΙΘΩ ΣΤΟ ΔΟΚΙΜΙΟ

Ο συγγραφέας του δοκιμίου :

1)προσεγγίζει ένα θέμα που τον ενδιαφέρει,

2)εκθέτει τις ιδέες του

3)διασαφηνίζει τις απόψεις του

4)υποστηρίζει τις ιδέες του, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα, τεκμήρια και παραδείγματα

5) επιχειρεί να ερμηνεύσει ένα φαινόμενο

6)καταλήγει σε κάποιες προτάσεις για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος.

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΔΟΚΙΜΙΟΥ

1)Η γλώσσα του δοκιμίου – σε αντίθεση με τη γλώσσα της ποίησης ή της αφηγημα­τικής πεζογραφίας- υπακούει σε εντολές μιας λογιότερης γραμματικής, της γραμ­ματικής που διέπει γενικά τον επιστημονικό ή το στοχαστικό λόγο.

2)εύκο­λα μπορεί κανείς να επισημάνει διάφορες τεχνικές ομαλής ή φυσικής μετάβασης και συνοχής (π.χ. τη χρήση συνεκτικών μορίων και εκφράσεων, φράσεις – γέφυρες κτλ).

3)Μπορεί ακόμη να ξεχωρίσει άλλα εκφραστικά μέσα, που χαρακτηρίζουν έναν περισσότερο επιστημονικό λόγο, π.χ.

α) μόρια

β) εκφράσεις που φανερώνουν μια στάση του συγγραφέα απέναντι στο θέμα (π.χ.  πιθανώς, ενδεχομένως, βεβαίως κτλ) ή φανερώνουν την οπτική του γωνία για τα γραφόμενα .

γ) επιρρήματα του τύπου “κοινωνικά”, “πολιτικά”, “νομικά” κ.ά.

4) Ως προς τη σύνταξη έχει κανείς να προσέξει την περισσότερο σύνθετη δομή των προτάσεων. Αυτό επιτυγχάνεται με τη μεγαλύτερη χρήση του υποτακτικού λόγου σε αντίθεση με τον παρατατικό λόγο.

5) Από την άλλη πλευρά ο μέσος αναγνώστης οφείλει να εξοικειωθεί και με το- σε μεγάλη έκταση- αφηρημένο λεξιλόγιο του δοκιμίου.

6) Παράλληλα, ωστόσο, διακρίνουμε συχνά στο δοκίμιο :

α)κάποια προφορικότητα στην έκφραση και

β)κάποια οικειότητα στο ύφος, χαρακτηριστικά που οφείλονται στη διάθεση του δοκιμιογρά­φου να επικοινωνήσει άμεσα με τον αναγνώστη.

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΔΟΚΙΜΙΟΥ

Το δοκίμιο παρουσιάζει μια ποικιλία μορφών ως προς την οργάνωση.

Έτσι,α) άλλα δοκίμια έχουν αυστηρότερη λογική οργάνωση, όπως π.χ. το δοκίμιο του Παπανούτσου “Η τεχνική πρόδος”,

β)άλλα έχουν πιο ελεύθερη οργάνωση, όπως π,χ. το δοκίμιο του Τερζάκη “Μηχανισμός εξανδραποδισμού”

γ)σε άλλα πάλι η οργάνωση είναι μάλλον συνειρ­μική, όπως, π.χ. στο δοκίμιο του Σεφέρη “Πάντα πλήρη θεών”.

Τα δοκίμια που οργανώνονται λογικά προσεγγίζουν περισσότερο τον επιστημονικό λόγο και έχουν συνήθως αποδεικτικό χαρακτήρα.

Το Διάγραμμα ενός τυπικού Δοκιμίου

ΠΡΟΛΟΓΟΣ : Ο συγγραφέας εκθέτει στον πρόλογο το θέμα (δηλαδή την προβληματι­κή του), προσπαθώντας να προκαλέσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και συνεχίζει εκθέτοντας την κατευθυντήρια ή κύρια ιδέα που αποτε­λεί και τη θέση του πάνω στο θέμα.

ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ : Στο κύριο μέρος ο συγγραφέας προσκομίζει το υλικό που διαθέτει, για να διασαφηνίσει την κύρια ιδέα ή να αποδείξει τη θέση που διατύπωσε στον πρόλογο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ : Στον επίλογο παρουσιάζει συμπυκνωμένα ό,τι έχει αποδείξει ή επανεκθέτει την αρ­χική του θέση. Αν έχει αποδείξει πειστικά το θέμα του, η θέση θα έχει πάρει καινούριο νόημα για τον αναγνώστη.

Τα δοκίμια που έχουν πιο ελεύθερη οργάνωση προσεγγίζουν πε­ρισσότερο τη λογοτεχνία και η δομή τους δεν καθορίζεται από τη σχέ­ση απόδειξης ανάμεσα στη θέση του συγγραφέα και την υποστήριξη αυτής της θέσης. Υπάρχει ένα κεντρικό θέμα με το οποίο οι επιμέρους ιδέες συνδέονται περισσότερο ή λιγότερο συνειρμικά. Ο συγγραφέας περιδιαβάζει ελεύθερα στο χώρο των ιδεών.

Διαβάζοντας ένα τέτοιο δοκίμιο :

α)προσέχουμε περισσότερο την ύφανση του λόγου παρά τη λο­γική που διέπει τη δομή του κειμένου ως συνόλου.

β)νιώθουμε εμπλουτισμένοι σε ανιχνεύσεις και σε προβληματισμό, χωρίς να έχουμε αναγκαστικά επισημάνει ένα καθα­ρό διάγραμμα του.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ

Χαρακτηριστικά :

1)Το άρθρο είναι δημοσίευμα σε εφημε­ρίδα ή σε περιοδικό

2) πραγματεύεται ένα ειδικό, επίκαιρο θέμα

3 το θέμα του είναι γενικού ενδιαφέροντος.

4) ο συντάκτης του μπορεί να είναι ένας ειδικός συνεργάτης της εφημερίδας (π.χ. επιστήμονες ,συγγραφείς, πολιτικοί ,καλλιτέχνες ,ως τακτικοί ή περιστασιακοί συνεργάτες, για να εκφράσουν τις απόψεις τους πάνω σε ποικίλα θέματα που άπτονται της επικαιρότητας.). Επομένως δεν είναι απαραίτητο να είναι ειδικός πάνω στο θέμα που πραγματεύεται.

5) Το άρθρο ανήκει στα είδη της ερμηνευτικής δημοσιογραφίας . Δεν καταγράφει απλά ένα γεγονός, αλλά το ερμηνεύει.

Χαρακτηριστικά Κύριου άρθρου :

α)Με το κύριο άρθρο, που δημοσιεύεται στην πρώτη σελίδα η εφημερίδα εκφράζει τη γνώμη της  για το σημαντικότερο γεγονός ημέρας.

β)Το κύριο άρθρο είναι ανυπόγραφο ή ενυπόγραφο

γ) γράφεται από τον εκδότη, το διευθυντή, τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας ή και από έναν ειδικό συνεργάτη (αρθρογράφο) [που βρίσκεται στην ιεραρχία μετά τον αρχισυντάκτη.]

Χαρακτηριστικά Επιστημονικού άρθρου :

1)      παρακολουθούν τις εξελίξεις της επιστήμης σε διάφορους τομείς.

2)      Τα άρθρα αυτά δημοσιεύονται σε ειδικά έγκριτα επιστημονικά περιοδικά

3)       απευθύνονται σε κοινό με ειδικές γνώσεις πάνω σε κάποιον επιστημονικό τομέα.

4)      Συντάσσονται από κάποιον ειδικό επιστήμονα

5)      Χρησιμοποιείται ειδικό-επιστημονικό λεξιλόγιο

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΟΚΙΜΙΟΥ – ΑΡΘΡΟΥ

Η σύγκριση των δύο αυτών κειμένων μπορεί να μας βοηθή­σει να αντιληφτούμε τις διαφορές που παρουσιάζει ένα άρθρο που δημοσιεύεται στον τύπο από ένα δοκίμιο.

1) Το άρθρο έχει επικαιρικό χαρακτήρα, δηλαδή αφορμάται πά­ντα από ένα επίκαιρο γεγονός το οποίο σχολιάζει ή και ερμηνεύει.

Το δοκίμιο, από την άλλη πλευρά, δεν έχει επι­καιρικό χαρακτήρα. Ακόμη και όταν αφορμάται από κά­ποιο σύγχρονο γεγονός, ανάγεται στο μόνιμο και στο γε­νικό.

2) Το δοκίμιο χαρακτηρίζεται “υβρίδιο”, γιατί κινείται ανάμεσα στην επιστήμη ή στη φιλοσοφία και στη λογοτεχνία.

Το άρθρο αντίθετα έχει πιο ξεκάθα­ρο χαρακτήρα. Απέχει σαφώς από τη λογοτεχνία και κινείται στο χώρο της ερμη­νευτικής δημοσιογραφίας (π.χ. άρθρο σε εφημερίδα) ή της επιστήμης.

3) Στο άρθρο επικρατεί η αναφορική λει­τουργία της γλώσσας , κάτι που δε συμβαί­νει σε όλα τα δοκίμια (αναφορική και ποιητική λειτουργία).

4) Το άρθρο δεν έχει, συνήθως, τον προσωπικό και οι­κείο τόνο που χαρακτηρίζει το δοκίμιο.

5) Μια ακόμη διαφορά του άρθρου από το δοκίμιο είναι η έκταση. Το άρθρο (τουλάχιστον αυ­τό που δημοσιεύεται στην εφημερίδα) είναι συνήθως συντομότερο από ένα δοκίμιο.


Η ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ

Ορισμός : Η επιφυλλίδα είναι ένας τύπος κειμένου που αναφέρεται σε διά­φορα θέματα :

α)φιλολογικά,β)επιστημονικά,γ)κοινωνικά,δ)καλλιτεχνικά,ε)πολιτικά κτλ.

Χαρακτηριστικά :

α)Γράφεται από πρόσωπο ειδικό στο θέμα.

β)Δημο­σιεύεται σε εφημερίδα σε ορισμένη θέση

γ) χωρίζεται συνήθως από την υπόλοιπη ύλη με ολοσέλιδη ή μικρή γραμμή.

δ)Στο παρελ­θόν η θέση αυτή ήταν κατά κανόνα στο κάτω άκρο της σελίδας, αλλά στην εποχή μας η θέση της επιφυλλίδας ποικίλλει από εφη­μερίδα σε εφημερίδα.

ε)Ο επιφυλλιδογράφος μπορεί να ξεκινήσει από ένα επίκαιρο θέμα, π,χ. “Η διαφήμιση”, αλλά δε μένει προ­σκολλημένος στο επίκαιρο· προχωρεί σε παρατηρήσεις και σκέ­ψεις διαχρονικού χαρακτήρα και γενικότερου ενδιαφέροντος.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/967

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση