Κατηγορία: Ν.Ε Λογοτεχνία

Το Έπος του Διγενή Ακρίτα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Σελίδα από το «Έπος του Διγενή Ακρίτα», χειρόγραφο Αθηνών-Άνδρου

Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας είναι ο γνωστότερος από τους ήρωες των ακριτικών τραγουδιών και πρωταγωνιστής ενός έμμετρου αφηγηματικού έργου του 11ου-12ου αι., το οποίο είναι γνωστό ως Διγενής ΑκρίτηςΈπος του Διγενή Ακρίτη[1]. Σύμφωνα με τον μύθο ήταν ένας από τους Ακρίτες, τους φρουρούς των ΒυζαντινώνΣυρία. Σε μία από τις διασκευές του έπους αναφέρεται ότι ήταν σύγχρονος του Αυτοκράτορα Βασίλειου, αλλά δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί με βεβαιότητα εάν πρόκειται για τον Βασίλειο Α΄ ή τον Βασίλειο Β΄, γνωστό ως Βασίλειο Βουλγαροκτόνο.[2] Πρόσωπα και τόποι που αναφέρονται στο έπος μπορούν να ταυτιστούν με ιστορικά στοιχεία του 9ου και του 10ου αι., όπως οι πρόγονοι του εμίρη, πατέρα του Διγενή, που ενδέχεται να ταυτίζονται με προσωπικότητες του παυλικιανισμού, αλλά αυτά τα ιστορικά στοιχεία μέσα στο έπος δεν συνδέονται μεταξύ τους με αλληλουχία που να συμβαδίζει με τα ιστορικά γεγονότα,[3] και επιπλέον το ιστορικό υπόβαθρο του 9-10ου αι. έχει εμπλουτιστεί με στοιχεία των επόμενων αιώνων (11ου και 12ου),[4] επομένως δεν είναι εύκολο να εξαχθούν συγκεκριμένες πληροφορίες για το ιστορικό περιβάλλον στο οποίο τοποθετείται η ζωή και η δράση του Διγενή.

Το «Έπος του Διγενή Ακρίτη»

Ο Διγενής Ακρίτας και ο δράκος, βυζαντινό πιάτο του 12ου αιώνα από την Αθήνα.

Το έμμετρο αφήγημα του Διγενή Ακρίτη είναι το παλαιότερο λογοτεχνικό γραπτό μνημείο της δημώδους ελληνικής μεσαιωνικής γλώσσας, το οποίο έχει θεωρηθεί ως το έργο που σηματοδοτεί την αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας[5]. Εξιστορεί την καταγωγή του Διγενή, τα παιδικά του χρόνια, τα ηρωικά κατορθώματά του και τον θάνατό του.

Υπόθεση του έργου

Το έργο ξεκινά με την αφήγηση της ιστορίας των γονέων του Διγενή: πατέρας του ήταν ο εμίρης της Συρίαςχριστιανός και εγκαταστάθηκε στο βυζαντινό έδαφος· όταν η μητέρα του τον κάλεσε οργισμένη να επιστρέψει στην πατρίδα του εκείνος την επισκέφτηκε και έπεισε εκείνη και την οικογένειά του να ασπαστούν τον χριστιανισμό. Ένα χρόνο μετά τον γάμο γεννήθηκε ο γιος του ζευγαριού, Βασίλειος. Μουσούρ, ο οποίος σε μια επιδρομή σε βυζαντινά εδάφη άρπαξε την μοναχοκόρη ενός βυζαντινού στρατηγού. Τα πέντε αδέρφια της κοπέλας συνάντησαν τον εμίρη για να ζητήσουν πίσω την αδερφή τους και, επειδή εκείνος αρνήθηκε να την δώσει, ο μικρότερος από αυτούς μονομάχησε μαζί του και τον νίκησε. Ο εμίρης όμως αρνήθηκε να επιστρέψει την κοπέλα. Την παντρεύτηκε, βαφτίστηκε

Ο Βασίλειος είχε δείξει από τα παιδικά του χρόνια τις εξαιρετικές ικανότητες και επιδόσεις του σε ασχολίες όπως το κυνήγι: σε ηλικία 12 ετών έπνιξε δύο αρκούδες και σκότωσε ένα λιοντάρι. Όταν ερωτεύτηκε την κόρη ενός στρατηγού, την έκλεψε με την θέλησή της, επειδή οι γονείς της δεν έδιναν την συγκατάθεσή τους, και ο πατέρας της κοπέλας επέτρεψε τον γάμο μόνο αφού ο Διγενής σκότωσε τους πολεμιστές που έστειλε ο στρατηγός για να τον κυνηγήσουν. Η συνέχεια του κειμένου αφηγείται τα κατορθώματα του Διγενή που τον έκαναν διάσημο και για τα οποία του απένειμε τιμές ο βυζαντινός αυτοκράτορας. Το μεγαλύτερο τμήμα καταλαμβάνεται από την αφήγηση -σε πρώτο πρόσωπο- των μαχών του Διγενή απέναντι σε έναν δράκο και ένα λιοντάρι που απειλούσε την γυναίκα του και εναντίων των απελατών και της αμαζόνας Μαξιμώς που ήθελαν να την κλέψουν. Εκτός από τα πολεμικά του κατορθώματα ο Διγενής εξιστορεί και δύο περιπτώσεις στις οποίες απάτησε την γυναίκα του: με μια άγνωστη κοπέλα από την Αραβία, την οποία συνάντησε σε κάποια περιπλάνησή του, και με την Αμαζόνα Μαξιμώ, μετά την ήττα της στην μονομαχία. Σε μία παραλλαγή του ποιήματος ο Διγενής στην συνέχεια σκότωσε την Μαξιμώ από τύψεις. Μετά την δόξα που απέκτησε ο Διγενής αποσύρθηκε σε έναν μεγάλο πύργο που έχτισε στις όχθες του Ευφράτη, όπου και πέθανε σε νεαρή ηλικία, από ασθένεια. Αμέσως μετά τον θάνατό του πέθανε και η γυναίκα του από την θλίψη.

Χειρόγραφα

Το έργο σώζεται σε έξι χειρόγραφες παραλλαγές:

  • το χειρόγραφο του Εσκοριάλ (βρέθηκε στην βιβλιοθήκη Εσκοριάλ της Μαδρίτης και αποτελείται από 1867 στίχους)
  • της Τραπεζούντας (βρέθηκε στην μονή Σουμελά του Πόντου και αποτελείται από 3182 στίχους)
  • το χειρόγραφο Άνδρου-Αθηνών (χειρόγραφο Εθνικής Βιβλιοθήκης 1074), με 4778 στίχους
  • της Κρυπτοφέρρης (από την μονή της Grottaferrata στην Ιταλία, με 3709 στίχους
  • της Οξφόρδης, που είναι ομοιοκατάληκτη διασκευή του 1670 από τον ιερομόναχο Ιγνάτιο Πετρίτση
  • της Άνδρου (τώρα Θεσσαλονίκης αρ. 2) που είναι πεζή διασκευή από την χρονιά 1632.

Τα χειρόγραφα ανακαλύφθηκαν σχετικά αργά, μετά την δεκαετία του 1870. Πρώτο εκδόθηκε από τους Κ. Σάθα και Εμίλ Λεγκράν το 1875 το χειρόγραφο Τραπεζούντας, ενώ μέσα στα επόμενα χρόνια ανακαλύφθηκαν και εκδόθηκαν και τα υπόλοιπα χειρόγραφα: το 1878 βρέθηκε το Άνδρου-Αθηνών που εκδόθηκε το 1881, το 1880 της Οξφόρδης, που εκδόθηκε από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο, στην ίδια δεκαετία και το χειρόγραφο Κρυπτοφέρης, που εκδόθηκε το 1892 από τον Εμίλ Λεγκράν, το 1898 η πεζή διασκευή και στις αρχές του 20ου αι. το χειρόγραφο Εσκοριάλ, που εκδόθηκε το 1911 από τον D.C. Hesseling. Σύμφωνα με μαρτυρίες όμως, πρέπει να υπήρχαν και άλλα χειρόγραφα: ο Καισάριος Δαπόντες ανέφερε στο ποίημά του Βίβλος Βασιλειών ένα χειρόγραφο του Διγενή διακοσμημένο με μικρογραφίες, περιγραφή που δεν αντιστοιχεί σε κανένα από τα γνωστά έως τώρα χειρόγραφα.

Πρόσληψη και απηχήσεις

Η αφήγηση της ιστορίας του Διγενή πρέπει να ήταν πολύ δημοφιλής και τα κατορθώματα του Ακρίτη να είχαν μυθοποιηθεί ήδη από την εποχή της συγγραφής της, όπως μαρτυρεί η απήχησή τους σε ένα λίγο μεταγενέστερο κείμενο, από τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα,

Ὦ τίς Ἀκρίτης ἕτερος ἐκεῖ νὰ εὑρέθη τότε
καί τὰς ποδέας του νὰ ἔμπηξεν, νὰ ἐπῆρεν τὸ ραβδίν του
καὶ νὰ τους ἐσυνέτριψε τοὺς παλαιμναίους μίσους.

στο οποίο εμφανίζονται και λεκτικές αντιστοιχίες με το έπος. Επιδράσεις από τον Ακρίτη διαφαίνονται και σε μεταγενέστερα βυζαντινά μυθιστορήματα, την Αχιλληίδα και το Λίβιστρος και Ροδάμνη, και παρωδία του επικού ύφους παρατηρείται σε ένα σατιρικό κείμενο του κρητικού ποιητή Στέφανου Σαχλίκη, στο οποίο οι «πολιτικές» (πόρνες) καυχώνται για τα κατορθώματά τους, με ύφος που θυμίζει αντίστοιχο χωρίο από τον Ακρίτη, με πρωταγωνιστές τους απελάτες.

Η παράδοση του έργου σε χειρόγραφα που απέχουν χρονικά μεταξύ τους, αλλά και η επιθυμία των διασκευαστών ή των αντιγραφέων να επεξεργάζονται το έπος σε νέες μορφές, όπως η ομοιοκατάληκτη διασκευή της Οξφόρδης, είναι άλλη μια ένδειξη της επιβίωσής του στους επόμενους αιώνες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η μαρτυρία του πολυγραφότατου ποιητή του 18ου αι. Καισάριου Δαπόντε, ο οποίος σκόπευε, σύμφωνα με τους στίχους του, να το διασκευάσει και να το τυπώσει:

Τύπωσαν Ἐρωτόκριτον, Σωσσάναν, Ἐρωφίλη
καί ἄλλα, καί δὲν τύπωσαν, κρῖμα, κἄν τὸν Βασίλη
Ζωὴν ἀν ἔχω ἐκ θεοῦ, θέλω μὲ στιχουργίαν
νὰ τὸν συνθέσω καὶ αὐτόν, κ’ εὐθὺς στὴν Βενετίαν.

Αποσπάσματα της ιστορίας του Διγενή σώζονται και σε χειρόγραφα σε παλαιορωσική γλώσσα, το κείμενο των οποίων μπορεί να τοποθετηθεί χρονολογικά στον 13ο αι. Ο ήρωας ονομάζεται Devgenij και η πλοκή ακολουθείται αρκετά πιστά, με κάποιες μικρές τροποποιήσεις. Το όνομα του Διγενή διασώζεται και σε ένα ολλανδικό ποίημα του 1271 που αφηγείται την ζωή του Χριστού. Εκεί ο Διγενής αναφέρεται ως ένας ήρωας που υπέφερε για την αγάπη.

Φιλολογικά προβλήματα

Με τον Διγενή Ακρίτη συνδέονται πολλά φιλολογικά προβλήματα για αρκετά από τα οποία δεν έχουν δοθεί ακόμα οριστικές απαντήσεις από την έρευνα. Τα προβλήματα αυτά έχουν σχέση κατ’ αρχάς με τον γραμματολογικό προσδιορισμό του έργου, αν δηλαδή είναι έπος ή μυθιστόρημα, με την μορφή του πρωτότυπου κειμένου και την σχέση των παραλλαγών με αυτήν, την χρονολόγηση του πρωτοτύπου και την ταυτότητα του συγγραφέα του, την χρονολόγηση των παραλλαγών και την μεταξύ τους σχέση και τέλος την σχέση του κειμένου με την προφορική παράδοση και τα τραγούδια του ακριτικού κύκλου .

Γραμματολογικός χαρακτήρας

Όταν ο Διγενής ανακαλύφθηκε και εκδόθηκε για πρώτη φορά, χαρακτηρίστηκε έπος, και από πολλούς μάλιστα «έπος των νεωτέρων Ελλήνων». Ο επικός χαρακτήρας του έργου είναι φανερός από τις σκηνές μαχών και τις αφηγήσεις των ανδραγαθημάτων του ήρωα και δικαιολογείται από την σχέση του κειμένου με την ηρωικού χαρακτήρα ακριτική ποίηση. Σύντομα όμως επισημάνθηκαν και χαρακτηριστικά του έργου που το καθιστούν συγγενές με το είδος του μυθιστορήματος (ή ακριβέστερα της μυθιστορίας), κυρίως φανερές επιδράσεις της ρητορικής επεξεργασίας του λόγου (όπως οι ρητορικές «εκφράσεις»), αλλά και εικόνες ειρηνικής ζωής, όπως οι περιγραφές της ερωτικής έλξης του Διγενή και της μέλλουσας γυναίκας του όταν πρωτογνωρίστηκαν. Οι απόψεις των μελετητών πάνω στο θέμα παραμένουν ακόμα διχασμένες: ο Κ.Θ. Δημαράς συνέδεε τον Διγενή περισσότερο με τα ερωτικά μυθιστορήματα. [6]Ο Λίνος Πολίτης αντίθετα ονόμαζε το έργο έπος. Από τους νεότερους φιλολόγους, ο τελευταίος εκδότης της παραλλαγής του Εσκοριάλ Στ. Αλεξίου υποστηρίζει τον επικό χαρακτήρα[7], ο H. G. Beck ερμηνεύει τον χαρακτήρα του Διγενή ως αποτέλεσμα σύνθεσης δύο κειμένων, του «τραγουδιού του εμίρη» και του «μυθιστορήματος του Διγενή»,[8] ενώ μελετητές όπως ο H. Tonnet [9]και ο R. Beaton[10], που εντάσσουν το κείμενο στην ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος, δεν παραλείπουν να τονίσουν τον μεικτό ηρωικό-μυθιστορηματικό χαρακτήρα του.

Σχέσεις μεταξύ των παραλλαγών

Από τις έξι σωζόμενες παραλλαγές[11], βασικές είναι οι παραλλαγές Εσκοριάλ (στο εξής Ε) και Κρυπτοφέρρης (στο εξής Κ)[12]. Η παραλλαγή Κ, που διασώζεται στο αρχαιότερο χειρόγραφο και το κείμενό της ανάγεται στις αρχές του 12ου αι. εθεωρείτο για μεγάλο διάστημα ότι ήταν το κείμενο που είχε στενότερη σχέση με την χαμένη αρχική μορφή του Διγενή[13], παρά την αρχική επισημάνση του K. Krumbacher, όταν παρουσίασε το χειρόγραφο Ε, ότι η παραλλαγή Κ ήταν λόγια διασκευή ενός δημώδους κειμένου. Το φθαρμένο χειρόγραφο Ε, που παρέδιδε ένα αρκετά δυσνόητο κείμενο, είχε θεωρηθεί ως όψιμη καταγραφή ενός κειμένου που διαδιδόταν προφορικά, το οποίο περιείχε λάθη που οφείλονταν στην παρανόηση του αρχικού λογιοτέρου, όπως πιστευόταν, κειμένου. Η σύγχρονη έρευνα απέδειξε όμως ότι το κείμενο που παραδίδεται στο Ε είναι πολύ αξιόπιστο ως προς αρκετά πραγματολογικά στοιχεία που είναι αδύνατον να επιβίωσαν προφορικά τόσους αιώνες[14], επομένως το σωζόμενο χειρόγραφο του 15ου αι. δεν είναι καταγραφή σύγχρονης με αυτό διασκευής αλλά αντιγραφή παλαιότερου κειμένου, το οποίο σύμφωνα με τον τελευταίο εκδότη του μπορεί να αναχθεί στον 12ο αι. [15] και είναι πολύ κοντινό σε προφορικές πηγές. Επιπλέον, το κείμενο Κ περιέχει αρκετά πραγματολογικά λάθη (όπως για παράδειγμα σε τοπωνύμια), στα οποία το Ε αποδεικνύεται εγκυρότερο. Γι’ αυτόν τον λόγο αρκετοί μελετητές αποδέχονται σήμερα την άποψη ότι ότι το κείμενο Ε διασώζει μια μορφή αρκετά κοντινή στην αρχική και ότι το Κ είναι μεταγενέστερη λογιότερη επεξεργασία του δημώδους κειμένου[16].

Τα μεταγενέστερα χειρόγραφα Τραπεζούντας, Άνδρου-Αθηνών, Οξφόρδης και η πεζή διασκευή Άνδρου-Θεσσαλονίκης προέρχοναι από μια τρίτη, χαμένη παραλλαγή του 15ου αι., που στην βιβλιογραφία ονομάζεται παραλλαγή Ζ. Ο συντάκτης αυτής της παραλλαγής είχε στόχο να καταγράψει ό,τι ήταν γνωστό για τον Διγενή· προσέθεσε υλικό, μια εισαγωγή, η οποία όπως αποδεικνύεται δεν έχει κάποια σχέση με το πρωτότυπο, αλλά επεξεργάζεται υλικό που ήδη υπήρχε στην συνέχεια του ποιήματος με επιδράσεις από τα μυθιστορήματα της εποχής, καθώς και τα ονόματα της μητέρας και της γυναίκας του Διγενή, τα οποία δεν παραδίδονται στις παλαιότερες παραλλαγές. Πηγή της παραλλαγής αυτής είναι, όπως αποδεικνύεται από την σύγχρονη έρευνα, η παραλλαγή Ε (ενδεχομένως και το ίδιο χειρόγραφο που σώζεται ώς σήμερα) και ένα κείμενο συγγενικό προς την παραλλαγή Κ. Γι’ αυτό και σήμερα θεωρείται ότι ο συντάκτης της παραλλαγής Ζ δεν γνώριζε για το χαμένο πρωτότυπο τίποτα παραπάνω από ότι αποκαλύπτεται από τις παραλλαγές Κ και Ε.

Η παραλλαγή Ε

Η παραλλαγή Ε είναι η συντομότερη από όλες και η μόνη στην οποία το κείμενο δεν διαιρείται σε «λόγους» (κεφάλαια). Από το χειρόγραφο απουσιάζει η αρχή του κειμένου (ξεκινά από την μονομαχία του εμίρη με τον αδερφό της κοπέλας) και το κείμενο είναι πολύ φθαρμένο. Η γλώσσα του είναι πιο απλή, με λιγότερα λόγια στοιχεία και στο κείμενο εντοπίζονται πολλά χαρακτηριστικά προφορικής σύνθεσης, όπως οι λογότυποι (στερεότυπες εκφράσεις) και η παρατακτική σύνταξη. Από την παραλλαγή Ε απουσιάζουν κάποιες λεπτομέρειες που βρίσκονται στην παραλλαγή Κ και οι περιγραφές είναι πιο σύντομες. Η γλώσσα της παραλλαγής Ε είναι η μεικτή ελληνική μεσαιωνική γλώσσα που απαντάται και σε άλλα κείμενα της ίδιας περιόδου, όπως τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα και ο Σπανέας. Το μέτρο είναι ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος ανομοιοκατάληκτος στίχος (ο επονομαζόμενος και «πολιτικός στίχος»), υπάρχουν όμως και αρκετοί φθαρμένοι στίχοι στους οποίους το μέτρο διαταράσσεται (ελλιπείς ή υπέρμετροι στίχοι).

Η παραλλαγή Κ

Η παραλλαγή Κ είναι εκτενέστερη από την Ε· περιέχει περισσότερα επεισόδια (αναφέρει δύο μοιχείες του Διγενή, τον φόνο της αμαζόνας Μαξιμώς και την συνάντησή του με τον αυτοκράτορα), αλλά και εκτενέστερες αφηγήσεις και περιγραφές, καθώς και αρκετά ηθικοδιδακτικά σχόλια. Το ύφος είναι πιο περίτεχνο και λογιότερο και έχει στοιχεία ρητορικής επεξεργασίας, όπως οι εκτενείς ρητορικές «εκφράσεις» (αναλυτικές περιγραφές ανθρώπων, τόπων ή κτισμάτων). Όμως, παρά την συνειδητή προσπάθεια του συντάκτη να ακολουθήσει ένα λόγιο ύφος, το κείμενο περιέχει αρκετά συντακτικά λάθη. Βασική στιχουργική μορφή είναι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος, όμως μεγάλο ποσοστό των στίχων έχει αναπαιστικό ρυθμό.

Αποσπάσματα από τις δύο παραλλαγές

Τα αποσπάσματα προέρχονται από το επεισόδιο της μονομαχίας του Διγενή με την αμαζόνα Μαξιμώ, η οποία έχει συμμαχήσει με τους απελάτες εναντίον του Διγενή. Η Μαξιμώ προκαλεί σε μάχη τον Διγενή που στέκεται στην απέναντι όχθη:

Παραλλαγή Κρυπτοφέρης[17]
Παραλλαγή Εσκοριάλ[18]
Ταῦτα εἰποῦσα ἐν θυμῷ, ὥρμησε τοῦ περάσαι
ἐγὼ δὲ λέγω πρὸς αὐτήν: «Μαξιμού, μὴν περάσης,
ἀνδράσι καὶ γὰρ πέφυκεν ἔρχεσθαι πρὸς γυναίκας,
ἔλθω λοιπὸν ἐγὼ πρὸς σέ, ὡς τὸ δίκαιον ἔχει.»
Καὶ αὐτίκα τὸν ἵππον μου κεντήσας ταῖς περόναις,
προς τὸ ὕδωρ ἐξώρμησα, ἀποτυχὼν τοῦ πόρου·
ἦν δὲ πολὺς ὁ ποταμὸς καὶ ἔπλευσεν ὁ ἵππος·
ὕδατος τούτου ἔκχυσις ἄποθεν δὲ ὑπῆρχεν
βραχύτατην ἐμφαίνουσα λίμνην, συχνήν τε πόαν
ἐν ᾗπερ στᾶσα ἀσφαλῶς λίαν εὐτρεπισμένη
ἡ Μαξιμοὺ τὴν προσβολὴν την ἐμὴν ἐπετήρει·
οἱ δὲ συνόντες ἄλλοι μὲν ἔτρεχον πρὸς τὸν πόρον,
ἕτεροι δὲ ἐνήδρευον ἐγκρύμματα ποιοῦντες.
Ἐγὼ δέ,ὅταν ἔγνωκα εἰς γῆν πατεῖν τὸν ἵππον,
τρανὰ αὐτὸν ἠρέθιζον, καὶ τὸ σπαθὶν ἑλκύσας
ὁλοψύχως πρὸς Μαξιμούν εὐτέχνως ἀπηρχόμην.
Ἡ δέ, ὡς προηυτρέπιστο, προσαπαντᾶν δραμοῦσα,
κονταρέαν μοι δέδωκεν ξυστὴν εἰς τὸ λουρίκιν·
καὶ μηδαμῶς ἀδικηθεὶς ἔκοψα τὸ κοντάριν,
τινάξας δ’ αὖθις τὸ σπαθίν, ταύτης ἐνεφεισάμην,
τοῦ δε βούλχα ἀπέτεμον τὴν κεφαλὴν εὐθέως·

Καὶ σύντομα ἐπιλάλησεν, τὸν ποταμὸν περάση
καὶ ἐγὼ δὲ τὴν ἐλάλησα φωνὴν ἀπὸ μακρόθεν:
«αὐτόθε στέκου, Μαξιμού, ὧδε μηδὲν περάσης!
Τοὺς ἄνδρας πρέπει νὰ περνοῦν, ἀμὴ ὄχι τὰς γυναίκας.
Περάσειν ἔχω, Μαξιμού, ὡς διὰ σέναν τὸ ποτάμιν
καὶ νὰ σοῦ ἀντιμέψωμεν, ὡς καὶ τὸ δίκαιον ἔχεις».
Τὸν γρίβαν μου ἐπιλάλησα, τὸν ποταμὸν περάση,
καὶ εἶχεν νερὸν ὁ ποταμὸς πολὺν καὶ βουρκωμένον
καὶ ἐξέπεσεν ὁ γρίβας μου καὶ ἐχώθην ἕως τραχήλου·
καὶ δένδρον ἔπεψεν ὁ Θεὸς ἀπέσω εἰς τὸ ποτάμιν
καὶ ἀν εἶχεν λείπειν τὸ δενδρόν, ἐπνίγετον ὁ Ἀκρίτης.
Καὶ ὡς εἶδεν τοῦτο ἡ Μαξιμού, ἀπάνω μου ἐκατέβη·
κοντάριν ἐμαλάκιζεν, τὴν κονταρέαν μὲ δώση
καὶ ταῦτα τὸ κοντάριν της ἔριψα παρὰ μίαν
καὶ σύντομα ἔριψα ραβδίν, τὴν Μαξιμούν ἐλάλουν:
«Ἐλεῶ τὰ κάλλη σου, κυρά, βλέπε μὴ κινδυνεύσης·
ἀλλὰ ἄς δώσω, Μαξιμού, τὴν φάραν σου ραβδέαν
καὶ ἐκ τὴν ραβδέαν, Μαξιμού, νόησε με τίναν ἔχεις».
Καὶ ἐγὼ ραβδέαν ἔδωσα τὴν φάραν ‘ς τὰς κουτάλας
καὶ ἀνάσκελα ἐξήπλωσεν ἡ θαυμαστὴ ἡ φάρα.

Σχέση του έπους με τα ακριτικά τραγούδια

Παράλληλα με την ανακάλυψη των χειρογράφων του Διγενή, είχε αναπτυχθεί και το ενδιαφέρον για καταγραφή και μελέτη των δημοτικών τραγουδιών και οι μελετητές παρατήρησαν ομοιότητα μεταξύ του αφηγήματος του Διγενή και των λαϊκών τραγουδιών που αφηγούνταν κατορθώματα ηρώων, τα οποία απηχούσαν μνήμες του βυζαντινού παρελθόντος, όπως η αναφορά σε Σαρακηνούς. Αυτά τα τραγούδια τα κατέταξαν σε μια ιδιαίτερη ομάδα και τα ονομάσαν ακριτικά. Η ομοιότητα των τραγουδιών αυτών με το «έπος» προκάλεσε την απορία, εάν τα ακριτικά τραγούδια ήταν προγενέστερα ή μεταγενέστερα του έπους και οι απόψεις των φιλολόγων για το θέμα ήταν διχασμένες. Σήμερα είναι αποδεκτό το γεγονός ότι ηρωική προφορική ποίηση στο Βυζάντιο υπήρχε, όμως φαίνεται από μια μαρτυρία του Αρέθα, επισκόπου Καισαρείας, ότι τον 10ο αι. στην Μικρά Ασία περιπλανώμενοι τραγουδιστές αφηγούνταν κατορθώματα ηρώων, αλλά και από ηρωικά άσματα που καταγράφηκαν αργότερα, όμως το υλικό τους ήταν παλαιότερο, όπως το γνωστό ως «Άσμα του Αρμούρη». Αν και δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την ακριβή μορφή αυτών των τραγουδιών, αφού τα δημοτικά τραγούδια που γνωρίζουμε σήμερα είναι μεταγενέστερες καταγραφές, η ανάλυση του Διγενή αποδεικνύει ότι υπάρχουν επιδράσεις από προφορικές ηρωικές αφηγήσεις και γι’ αυτόν τον λόγο πιστεύεται σήμερα ότι ο ποιητής του «έπους» αξιοποίησε στην σύνθεση του έργου επικό υλικό από προφορικές πηγές αλλά και προφορικούς εκφραστικούς τρόπους και μοτίβα, παρόμοιους με αυτούς του δημοτικού τραγουδιού. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το γεγονός ότι και το κείμενο του «έπους», το οποίο αποδεδειγμένα είχε μεγάλη διάδοση, λειτούργησε και αυτό ως πηγή για την σύνθεση μεταγενέστερων δημοτικών τραγουδιών.

Τα κοινά στοιχεία που απαντώνται μεταξύ του έπους και των τραγουδιών είναι είτε στοιχεία πλοκής, όπως η σκηνή του θανάτου του Διγενή στην οποία ο ήρωας, λίγο πριν πεθάνει, θυμάται τα κατορθώματά του και τα αφηγείται στους συντρόφους του, είτε κοινά λεκτικά στοιχεία, τα οποία υπάρχουν κυρίως στην παραλλαγή Ε που είναι πλησιέστερη σε προφορική παράδοση.

Ο Διγενής στα δημοτικά τραγούδια

Ο Διγενής πρωταγωνιστεί σε δύο ομάδες δημοτικών τραγουδιών: αυτά που έχουν θέμα την αρπαγή της νύφης και αυτά που έχουν θέμα τον θάνατό του. Τα τραγούδια της αρπαγής μπορούν να διακριθούν επίσης σε δύο μικρότερες ομάδες: αυτά στα οποία ο Διγενής κλέβει την μέλλουσα γυναίκα του και αυτά στα οποία η γυναίκα του Διγενή αρπάζεται από Σαρακηνούς ή απελάτες. Από την πρώτη ομάδα η πιο γνωστή παραλλαγή είναι το κυπριακό τραγούδι Ο Διγενής και η κόρη του βασιλιά Λεβάντη. Σε αυτό το τραγούδι ο Διγενής μαθαίνει ότι ο βασιλιάς Λεβάντης παντρεύει την κόρη του με κάποιον Γιαννακό, τον οποίο εκείνος θεωρεί κατώτερό του και ανάξιο της νύφης. Στέλνει προξενιά στον βασιλιά, αλλά αυτός αρνείται και τότε ο Διγενής εμφανίζεται στο παλάτι παίζοντας μουσική με ένα μαγικό λαούτο. Η κοπέλα τον ερωτεύεται αλλά του αναθέτει πρώτα έναν άθλο για να αποδείξει την αξία του. Ο Διγενής εκπληρώνει τον άθλο και η κοπέλα τον ακολουθεί. Ο βασιλιάς στέλνει στρατό για να τους καταδιώξουν, αλλά ο Διγενής τους κατατροπώνει. Σε ένα άλλο δημοτικό τραγούδι αναφέρεται ότι τον Διγενή δεν τον προσκαλούσαν σε γάμους από φόβο μήπως κλέψει την νύφη. Στα τραγούδια της αρπαγής της γυναίκας του ήρωα, εκείνος συνήθως απουσιάζει, όταν πληροφορείται, συχνά από ένα πουλί, ότι του έκλεψαν την γυναίκα. Αυτά τα τραγούδια εμφανίζονται σε πολλές παραλλαγές και με άλλους ήρωες στην θέση του Διγενή, όπως το μικρό Βλαχόπουλο.

Τα τραγούδια του θανάτου, σε παραλλαγές που εμφανίζουν την στενότερη σχέση με το «έπος», ο ήρωας, λίγο πριν πεθάνει, συγκεντρώνει γύρω του τους συμπολεμιστές του και θυμάται τα κατορθώματά του. Σε κάποιες από αυτές ρωτά την γυναίκα του τι θα κάνει όταν αυτός πεθάνει. Επειδή δεν πιστεύει ότι θα μείνει πιστή, την σφίγγει με τα χέρια του και την πνίγει, για να μην παντρευτεί άλλον. Σε άλλα τραγούδια ο Διγενής δεν πεθαίνει από ασθένεια, όπως στο «έπος», αλλά μετά από μάχη με τον Χάρο στα μαρμαρένια αλώνια. Σε κάποιες παραλλαγές αυτών των τραγουδιών ο Χάρος νικά τον Διγενή σε «χωσιά» (ενέδρα). Στα περισσότερα από αυτά τα τραγούδια ο Διγενής εμφανίζεται όχι μόνο σαν ήρωας με υπεράνθρωπες δυνάμεις, αλλά και σαν ον με υπερφυσικές διαστάσεις:

Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τονε τρομάσσει
βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέτ’ ο απάνω κόσμός
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κι η πλάκα τον ανατριχιά πώς θα τόνε σκεπάσει,
πώς θα σκεπάσει τον αητό, στη σης τον αντρειωμένο.
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει,
τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα,
χαράκι αμαδολόγαγε και ριζιμιά ξεκούνιε.
στο βίτσιμά πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια,
στο γλάκιο κ’ εις το πήδημα τα λάφια και τ’ αγρίμια.
Ζηλεύγει ο Χάρος με χωσιά μακρά τόνε βιγλίζει,
κ’ ελάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του πήρε.

Ο Διγενής στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία

Κατά τα τέλη του 19ου αι., με την ανακάλυψη των δημοτικών ακριτικών τραγουδιών και των χειρογράφων του έπους, η μορφή του Διγενή Ακρίτα άρχισε να ερμηνεύεται ως εθνικό σύμβολο: ο Νικόλαος Πολίτης θεωρούσε τον Διγενή σύμβολο της «μακραίωνος και αλήκτου πάλης του ελληνικού προς τον μουσουλμανικόν κόσμον» [19]. Το σύμβολο του Διγενή πέρασε και στη λογοτεχνία της εποχής, με πρωιμότερο παράδειγμα τα ποιήματα του Κωστή Παλαμά. Το 1897, στην ποιητική συλλογή Ίαμβοι και Ανάπαιστοι, στο ποίημα 18 ο Διγενής εμφανίζεται ως σύμβολο της ελληνικής ψυχής, ζωντανό από την αρχαιότητα, μέσω του Βυζαντίου, μέχρι τον νέο Ελληνισμό. Επίσης, στον Δωδεκάλογο του Γύφτου εμφανίζονται οι Ακρίτες ως σύμβολο της λαϊκής συνείδησης σε αντίθεση με την διεφθαρμένη εξουσία του βυζαντινού αυτοκράτορα. Ο Διγενής και το ακριτικό υλικό χρησιμοποιήθηκαν και σε έργα άλλων λογοτεχνών, ενώ ξεχωρίζουν περιπτώσεις αξιοποίησης του μύθου σε εκτενή συνθετικά έργα: Ο Άγγελος Σικελιανός χρησιμοποίησε το πρόσωπο του Διγενή στην τραγωδία του Χριστός Λυόμενος ή Ο θάνατος του Διγενή, στην οποία ο ήρωας παρουσιαζόταν ως επαναστάτης αλλά και προστάτης των αδικημένων. Ο Παλαμάς επίσης σχεδίαζε τη σύνθεση του δράματος Διγενής Ακρίτας, σχέδιο που τελικά εγκατέλειψε, ο Γιάννης Ψυχάρης είχε αναγγείλει το 1921 ένα ομώνυμο έργο που τελικά δεν ολοκληρώθηκε, ενώ υπάρχουν και μαρτυρίες για ένα έπος που σχεδίαζε ο Νίκος Καζαντζάκης, στο οποίο ο Διγενής θα εμφανιζόταν ως μία διαχρονική μορφή από την άλωση της Πόλης ως τη σύγχρονη εποχή, παρούσα σε πολλά σημαντικά ιστορικά γεγονότα.

Σημειώσεις

  1. Το όνομα του ήρωα εμφανίζεται ως Ακρίτης στο «Έπος» αλλά ως Ακρίτας στα δημοτικά τραγούδια
  2. E. Jeffreys, Digenis Akritis: The Grottaferrata and Escorial Versions, Cambridge 1998, σελ. xxxviii.
  3. Jeffreys 1998, σελ. xxxi
  4. Jeffreys 1998, σελ. xli
  5. Ενδεικτικά: Λίνος Πολίτης: «το έπος του Διγενή Ακρίτη, το πρώτο γραπτό μνημείο της νέας ελληνικής λογοτεχνίας» (Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1978, σ. 27)
  6. Κ.Θ. Δημαρά, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα 19756, σ. 21
  7. Βασίλειος Διγενής Ακρίτης (κατά το χειρόγραφο του Εσκοριάλ) και το άσμα του Αρμούρη. Κριτική έκδοση, Εισαγωγή, Σημειώσεις, Γλωσσάριο Στυλιανού Αλεξίου. Ερμής, Αθήνα 1985, σ. ξθ΄
  8. Ιστορία της Βυζαντινής Δημώδους Λογοτεχνίας, μετάφρ. Νίκη Eideneier, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1988, σ. 130
  9. H. Tonnet, Ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος, μετάφραση Μαρίνα Καραμάνου, Πατάκης, Αθήνα 2001, σ. 45.
  10. R. Beaton, Η ερωτική μυθιστορία του ελληνικού μεσαίωνα, μεταφρ. Νίκης Τσιρώνη από την δεύτερη αγγλική αναθεωρημένη και επαυξημένη έκδοση, Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996, σ. 55
  11. Ο όρος παραλλαγή χρησιμοποιείται για το κείμενο που παραδίδουν τα χειρόγραφα. Οι προτάσεις για την χρονολόγηση που παρουσιάζονται αναφέρονται στην χρονολόγηση της σύνταξης του κειμένου και όχι του χειρογράφου, το οποίο μπορεί να είναι μεταγενέστερη αντιγραφή ενός παλαιού κειμένου.
  12. Η παραλλαγή Κ στην βιβλιογραφία αναφέρεται συχνά και ως παραλλαγή G
  13. Πολίτης 1978, σ. 29
  14. Αλεξίου 1985, σ. ογ΄ και ϟς΄
  15. Αλεξίου 1985, σ. ρ΄
  16. Στ. Αλεξίου, «Παρατηρήσεις στον “Ακρίτη”», Δημώδη Βυζαντινά, στιγμή, Αθήνα 1997, σ. 45-49.
  17. Λόγος Στ΄ στίχοι 568-588. Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο: Λ. Πολίτη, Ποιητική ανθολογία. Βιβλίο πρώτο. Πριν από την άλωση, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 19752
  18. στίχοι 1528-1547. Το κείμενο προέρχεται από την έκδοση του χειρογράφου του Εσκοριάλ από τον Στ. Αλεξίου
  19. Γ. Κεχαγιόγλου, «Τύχες της ακριτικής ποίησης στη νεοελληνική λογοτεχνία», Ελληνικά 37, τεύχος 1 (1986) σελ. 98

Πηγές

  • W. J. Aerts, «The first book (Z1) of Digenis», Αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. (Πρακτικά του δεύτερου διεθνούς συνεδρίου Neograeca Medii Aevi, Βενετία 7-10 Νοεμβρίου 1991), Βενετία 1993, τομ. 2, σ. 19-25.
  • Βασίλειος Διγενής Ακρίτης (κατά το χειρόγραφο του Εσκοριάλ) και το άσμα του Αρμούρη. Κριτική έκδοση, Εισαγωγή, Σημειώσεις, Γλωσσάριο Στυλιανού Αλεξίου. Ερμής, Αθήνα 1985
  • R. Beaton, Η ερωτική μυθιστορία του ελληνικού μεσαίωνα, μεταφρ. Νίκης Τσιρώνη από την δεύτερη αγγλική αναθεωρημένη και επαυξημένη έκδοση, Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996
  • R. Beaton, «Digenes Akrites and modern Greek folk song: a reassesment». Byzantion 51 (1981) 22- 43.
  • H.-G. Beck, Ιστορία της Βυζαντινής Δημώδους Λογοτεχνίας, μετάφρ. Νίκη Eideneier, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1988.
  • Digenis Akritis. The Grottaferrata and Escorial Versions. Edited and translated by Elisabeth Jeffreys. Cambridge University Press, 1998.
  • P. Mackridge, «None but the brave deserve the fair. Abduction, elopement, seduction and marriage in the Escorial Digenes Akrites and Modern Greek heroic songs», R. Beaton- D. Ricks (εκδ.), Digenes Akrites: new approaches to Byzantine heroic poetry. London 1993, σ. 150-160.
  • Γ. Κεχαγιόγλου, «Τύχες της ακριτικής ποίησης στη νεοελληνική λογοτεχνία», Ελληνικά 37, τεύχος 1 (1986) 83-109.

Πρόσθετη Βιβλιογραφία

Σύγχρονες εκδόσεις

  • Βασίλειος Διγενής Ακρίτης (κατά το χειρόγραφο του Εσκοριάλ) και το άσμα του Αρμούρη. Κριτική έκδοση, Εισαγωγή, Σημειώσεις, Γλωσσάριο Στυλιανού Αλεξίου. Ερμής, Αθήνα 1985
  • Πέτρου Π. Καλονάρου, Βασίλειος Διγενής Ακρίτας. Τα έμμετρα κείμενα Αθηνών (πρώην Άνδρου, μετά συμπληρώσεων και παραλλαγών εκ της διασκευής Τραπεζούντος), Κρυπτοφέρρης και Εσκοριάλ. εκδ. Δημητράκου, Αθήνα 1941
  • Digenes Akrites. Edited with an introduction, translation and commentary by John Mavrogordato. Oxford 1956 (παραλλαγή Κρυπτοφέρρης)
  • Erich Trapp, Digenes Akrites. Synoptische Ausgabe der ältesten Versionen, Wien 1971
  • Elizabeth Jeffreys, Digenis Akritis. Cambridge: Cambridge University Press 1998. Παραλαγές Grottaferrata και Escorial, αγγλική μετάφραση.

Μελέτες

  • R. Beaton- D. Ricks (εκδ.), Digenes Akrites: new approaches to Byzantine jeroic poetry. London 1993
  • B. Fenik, Digenis:epic and popular style in the Escorial version. Hράκλειο και Ρέθυμνο 1991
  • R. Beaton, J. Kelly, T. Lendari, Concordance to Digenes Akrites, Version E. Ηράκλειο και Ρέθυμνο 1995.
  • M. Jeffreys, «Digenis Akritas manuscript Z», Δωδώνη 4 (1975) 163-201.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/423

“Ερωτόκριτος” του Β. Κορνάρου [Κείμενο]

Ερωτόκριτος

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/419

Συνοπτική Νέα Ελληνική Γραμματολογία

Αρχές Νεοελληνικής λογοτεχνίας : 10ος αιώνας μ.Χ.

Κύρια χαρακτηριστικά :

α) Η γλώσσα,

β) η θεματική ανανέωση,

γ) η στιχουργική ,

δ) τα κοινά εκφραστικά μέσα,

ε) η δημιουργία εθνικής συνείδησης.

ΠΕΡΙΟΔΟΙ

1) Από τον 10ο αιώνα μέχρι το 1453. Χρόνια πριν την άλωση.

-Από τις αρχές ,μέχρι το 1204 ,χρονιά κατάληψης της Κων/πολης

-Από το 1204 μέχρι το 1453

2) Από το 1453 μέχρι το 1669 . Χρόνια μετά την άλωση.

3) Από το 1669 μέχρι το 1830 .Έτος ίδρυσης του νέου ελληνικού κράτους.

-Από το 1669 μέχρι το 1774 (συνθήκη του Κιουτζούκ-Καϊναρτζή ). Θρησκευτικός Ουμανισμός.

-Από το 1774 μέχρι το 1830. Ακμή του Ν.Ε Διαφωτισμού.

4)Από το 1830 μέχρι σήμερα. Νέα Ελληνική Λογοτεχνία.

-Επτανησιακή Σχολή

-Αθηναϊκή ή Ρομαντική Σχολή , 1830-1880

-Νέα Αθηναϊκή Σχολή , 1880-1920

Νεότερη Ποίηση.

– Α’ δεκαετία του Μεσοπολέμου, 1920-1930

-Η γενιά του ’30. Από το 1930-1940.

-Η α’ Μεταπολεμική Γενιά ,1945-1965

-Η β’ Μεταπολεμική Γενιά.

-Η Δεκαετιά του ’70

1. Πρώτη περίοδος 10ος αι. -1204

Α. Δημοτικά Τραγούδια

Χαρακτηριστικά : α.Λιτός και πυκνός λόγος,

β.Αρχή της ισομετρίας ,

γ. Επανάληψη και ολοκλήρωση του πρώτου στο δεύτερο ημιστίχιο,

δ. Το θέμα των άσκοπων ερωτήσεων,

ε. Το θέματου αδύνατου,

στ.Προσωποποιήσεις

Είδη :

-Παραλογές

-Ακριτικά τραγούδια

-Του κάτω κόσμου ή του Χάροντα

-Κλέφτικα Τραγούδια

-Ιστορικά τραγούδια

Β. Λόγια παραγωγή

1.“Διγενής Ακρίτας” 11ος αιώνας, 5000 στίχοι

α.Του Εσκοριάλ,β.της Ανδρου και της Αθήνας ,γ.της Οξφόρδης ,δ.της Τραπεζούντας ,ε.της Κρυπτοφέρρης ,στ. της Ανδρου (πεζό)

(Μουσούρ +Ειρήνη ,κόρη του βυζαντινού στρατηγού Ανδρόνικου = Διγενής)

2. “Προδρομικά ” ή “Πτωχοπροδρομικά”

(Τα βάσανα : α)του μοναχού,β)του πολύτεκνου οικογενειάρχη,γ)του φτωχού συζύγου με την αρχοντοθρεμένη γυναίκα ,δ)του φτωχού λόγιου)

3. Σπανέας [Πρότυπο : «Προς Δημόνικον», Ισοκράτη]

4. Στίχοι Μιχαήλ Γλυκά [Λαογραφικό ενδιαφέρον]

5.Ιπποτικά Μυθιστορήματα 13ος -15ος αιώνας.

α. “Καλλίμαχος και Χρυσορρόη” [Τα περισσότερα αρχαϊκά στοιχεία]

β.“Βέλθανδρος και Χρυσάντζα”

γ.“Ιμπέριος και Μαργαρώνα”

δ. “Φλώριος και Παντζιαφλώρα”

ε.“Λίβιστρος και Ροδάμνη” [Το πιο διαδεδομένο]

(Δυο ερωτευμένοι νέοι χωρίζουν βίαια κι έπειτα από πολλές περιπέτειες ξανασμίγουν)

6.“Το χρονικό” του Γεώργιου Φραντζή 15ος αιώ., «Χρονικόν του Μορέως», «Χρονικόν των Τόκκων»

7.Θρήνοι

8.Διηγήσεις (Βίος Αλεξάνδρου, Πουλολόγος, Συναξάριον τιμημένου γαδάρου κ.ά)

2. Δεύτερη Περίοδος 1453-1669

1.Καταλόγια (Δωδεκάνησα 15ος -16ος αι. Ερωτικά –όχι δημοτικά)

2.Κυπριακά (Γλώσσα ιδιωματική-Ερωτικά-Χρήση ομοιοκαταληξίας)

-Χρονικά : Λ.Μαχαιρά («Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου»), Βουστρώνιου

3.Κρητική λογοτεχνία

Α.Πρώτη περίοδος β’ μισό 14ου αι -τέλη του 16ου αι.

(Σαχλίκης[ομοικοκαταληξία], Φαλλιέρος, Ντελαπόρτας, Μπεργαδής, Ι.Πικατόρος

Θέματα : ιστορικά, θρησκευτικά, ηθικοδιδακτικά, σατιρικά)

Β. Δεύτερη περίοδος ακμής. Τέλη 16ου-1669

α “Βοσκοπούλα” ,1590

β.Τραγωδίες :

-“Ερωφίλη” του Γ. Χορτάτση [Πρότυπο : Orbecce του Giraldi]

– “Βασιλέυς Ροδολίνος” του Τρωίλου-

-“Ζήνων” αγνώστου

γ.Κωμωδίες :

-“Κατζούρμπος” του Γ. Χορτάτση

-“Στάθης” Αγνώστου

-“Φορτουνάτος” του Φώσκολου

δ. Θρησκευτικό δράμα :

-“Η Θυσία του Αβραάμ”του Β.Κορνάρου[Πρότυπο : Lo Isach του Groto]

ε. Πομενικό δράμα :

-“Πανώρια” ή “Γύπαρης ” του Γ. Χορτάτση

στ. “Ερωτόκριτος” του Β. Κορνάρου (έμμετρο μυθιστόρημα) [Πρότυπο : Paris et Vienne]

3. Τρίτη Περίοδος 1669-1830

Νεοελληνικός Διαφωτισμός

Α.Πρώτη περίοδος (1669-1774)

-Θρησκευτικός Ουμανισμός [Κύριλλος Λούκαρις, Κοσμάς Αιτωλός]

Κυριαρχεί η μορφή του Βολταίρου

Εκπρόσωποι: Ευγένιος Βούλγαρης, Ιώσηπος Μοισιόδακας

Β. Δεύτερη περίοδος

Κυριαρχούν οι Γάλλοι Εγκυκλοπαιδιστές (Ντιντερό)

Εκπρόσωποι : Δημ. Καταρτζής, Ρήγας Βελεστινλής ,Γρηγόριος Κωνσταντάς

Γ.Τρίτη Περίοδος -1830

Κυριαρχούν οι Γάλλοι Διανοούμενοι/ Κλασικισμός (Ανακρεοντισμός και Αρκαδισμός )

Εκπρόσωποι : Αδ. Κοραής

Ποίηση : Καισάριος Δαπόντες [ηθικοδιδακτική] , Ρήγας Βελεστινλής [«Άνθη Ευλαβείας» Φλαγγινιανού Φροντιστηρίου Βενετίας] ,Ιωάννης Βηλαράς, Αθανάσιος Χριστόπουλος (Έλληνες εκπρόσωποι του Ανακρεοντισμού [60 ποιήματα του 1559] οι 2 τελευταίοι)

Πεζογραφία :

α.Εκκλησιαστική Ρητορική [Φ.Σκούφος «Τέχνη Ρητορική», Η. Μηνιάτης «Διδαχές», Ε. Βούλγαρης, Ν. Θεοτόκης]

β.Επιστολογραφία ,γ. Αφηγηματική Πεζογραφία [Ανώνυμος του 1789, «Σχολείον Ντελικάτων Εραστών», «Έρωτος Αποτελέσματα»],

γ.Λαϊκή Πεζογραφία : «Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου» [έμμετρη διασκευή του Ψευδο-Καλλισθένη του 1388] ,

ε.Χρονικά,

στ.Απομνημονεύματα [Κασομούλης, Κολοκοτρώνης, Μακρυγιάννης]

ζ. «Ελληνική Νομαρχία», 1806

Θέατρο: “Κορακιστικά ” του Ι.Ρ. Νερουλού,1813, «Εξηνταβελώνης» Κ. Οικονόμου [Διασκευή «Φιλάργυρου» του Μολιέρου]

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Ποίηση λυρική και σατιρική/Κριτικό Δοκίμιο/Μεταφράσεις/Θέατρο

Επιδράσεις :

α)Κρητική Λογοτεχνία,

β) Ιταλική κι ευρωπαϊκή γενικότερα λογοτεχνία ,

γ)Δημοτικά τραγούδια ,

δ)Χριστόπουλος και Βηλαράς

Χαρακτηριστικά :

α)Λατρεία της φύσης ,

β)Πατρίδα,

γ)Γυναίκα,

δ)Θρησκεία,

ε)Δημοτική γλώσσα

Εκπρόσωποι Ποίησης : Α.Μαρτελάος, Ν.Κουτούζης, Θ.Δανελάκης, Α.Σιγούρος, Ν.Κούρτσολας [Προσολωμικοί] Δ.Σολωμός (1798-1857), Α. Κάλβος [20 ωδές](1792-1869), Ι.Πολυλάς, Γ. Τερτσέτης, Ι. Τυπάλδος, Γ.Μαρκοράς, Α. Καλοσγούρος, Σ. Μελισσηνός, Α. Μανούσος, Α. Βαλαωρίτης, Α. Λασκαράτος, Λ.Μαβίλης, Μ. Άβλιχος,

Εκπρόσωποι Θεάτρου : Α. Μάτεσης (“Βασιλικός”), Δ. Γουζέλης («Χάσης»)

Βιογραφικό αφήγημα : Ελισάβετ Μαρτινέγκου- Μουζάν

ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ

ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΣΧΟΛΗ (1830-1880)

Φαναριώτες -Χαρακτηριστικά :

α.λόγια γλώσσα,

β.γαλλική παιδεία ,

γ.ρομαντισμός

Ευρωπαϊκός Ρομαντισμός : [19ος αιώνας]

-Στροφή στην αδέσμευτη φαντασία , στο συναίσθημα ,

-επιστροφή στο παρελθόν και στη φύση,

-ελευθερία στη μορφή,

-αντίθεση στον Κλασικισμό που στηρίζεται σε αυστηρούς μορφολογικούς κανόνες και ισορροπία λόγου και αισθήματος.

Ελληνικός Ρομαντισμός :

-Πρόσφορο έδαφος λόγω μίζερης πραγματικότητας ,οξύτατα κοινωνικά ,οικονομικά ,πολιτικά προβλήματα ,κατάλληλες συνθήκες για φυγή στο παρελθόν και στη φαντασία .

Χαρακτηριστικά Ελληνικού Ρομαντισμού:

α) Στροφή προς το ένδοξο παρελθόν,

β)Χρήση καθαρεύουσας ,

γ) μελαγχολική διάθεση που φτάνει στην απαισιοδοξία και στο θάνατο, δ)χαλαρή έκφραση -προχειρολογία,

ε ) πομπώδες ύφος

Εκπρόσωποι Ποίησης : Α. Σούτσος [«Επιστολή προς το βασιλέα της Ελλάδος Όθωνα»], Π.Σούτσος [«Οδοιπόρος»] ,Α.Ρ. Ραγκαβής [«Διονύσου Πλους»] , Κ.Παράσχος, Θ.Ορφανίδης, Δ.Βαλαβάνης, Δ.Παπαρρηγόπουλος , Σ.Βασιλειάδης

Εκπρόσωποι Πεζογραφίας : Π.Σούτσος “Λέανδρος”[επιστολικό μυθιστόρημα,1834] , Α.Ρ.Ραγκαβής “Ο Αυθέντης του Μορέως” ,Ι. Πισιπιού “Ο πίθηκος Ξουθ ή τα ήθη του αιώνα” ,Στ. Ξένου «Ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως», Γρ. Παλαιολόγου «Ο Πολυπαθής», Ε. Ροϊδη «Η Πάπισσα Ιωάννα»

[Ρεαλιστικά μυθιστορήματα : “Θάνος Βλέκας ” Π.Καλλιγάς, «Η Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι» του Χ. Δημόπουλου, “Λουκής Λάρας” Δ. Βικέλας]

Εκπρόσωποι Θεάτρου : Δ.Βυζάντιος «Βαβυλωνία», Γουζέλης «Χάσης», Μάτεσης «Βασιλικός» , άλλα σε καθαρεύουσα : «Μαρία Δοξαπατρή», «Μερόπη», «Φαύστα» του Δ. Βερναρδάκη

Νεοκλασικισμός : Κυρίως εκδηλώνεται στο χώρο της αρχιτεκτονικής. Στη Λογοτεχνία εκδηλώνεται με την  αρχαϊζουσα γλώσσα και τη χρήση αρχαίων θεμάτων.

ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΣΧΟΛΗ 1880-1920

Συνθήκες :

α) Εκβιομηχάνιση της χώρας,

β)ενίσχυση της οικονομίας ,

γ) ανάπτυξη εμπορίου και ναυτιλίας,

δ) αστυφιλία,

ε)Λαϊκός πολιτισμός -ανάπτυξη Λαογραφίας,

στ) Δημοτική Γλώσσα.

Ζ) Ίδρυση σχολείων , έκδοση εφημερίδων και περιοδικών.

ΠΟΙΗΣΗ

Εκπρόσωποι Ποίησης : Γ. Βιζυηνός, Αρ. Προβελέγγιος, Κ. Παλαμάς, Γ.Δροσίνης , Ι.Πολέμης, Ι .Παπαδιαμαντόπουλος (Jean Moreas) ,Μ.Μαλακάσης ,Λ. Πορφύρας, Γ. Σουρής, Ι.Γρυπάρης, Κ. Χατζόπουλος, Α.Σικελιανός, Κ.Π.Καβάφης ,Κ.Βάρναλης, Απ. Μελαχρινός, Ν. Καζαντζάκης, Ρώμος Φιλύρας, Ν. Λαπαθιώτης, Κ. Ουράνης

Παρνασσισμός

Χαρακτηριστικά :

α) έμπνευση από κλασική παράδοση αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή ,

β) απάθεια ,

γ)άψογη μορφική εμφάνιση ,

δ)ηχηρός και ρωμαλέος στίχος ,

ε)πλαστική επεξεργασία στίχου,

στ) πλούσια ομοιοκαταληξία,

ζ) αναζήτηση της μοναδικής λέξης,

η)έντονες και εκρηκτικές εικόνες,

θ)επίδειξη ικανότητας,

ι)απουσία τρυφερότητας και ζωής.

Ωστόσο, οι έλληνες Παρνασσιστές :

α)δεν έφτασαν στην απάθεια,

β) διατήρησαν την αισθηματολογία,

γ)εισήγαγαν την απλότητα και την καθημερινή ζωή στην έκφραση και στην ομιλία.

Περιοδικά : «Ραμπαγάς», «Η Εστία» (1876-1895), «Η Τέχνη» (1898-1899), «Ο Διόνυσος» (1901-1902), «Ο Νουμάς» (1903 κ.ε.)

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Ηθογραφία :

α)Στροφή στην ύπαιθρο ,

β)Περιγραφή και απεικόνιση ηθών και εθίμων του ελληνικού λαού.

Εκπρόσωποι Πεζογραφίας: Γ.Ξενόπουλος, Ν.Καζαντζάκης, Γ.Ψυχάρης, Γ.Βιζυηνός, Α.Παπαδιαμάντης, Κρυστάλλης, Βλαχογιάννης, Κ.Θεοτόκης, Κ.Χατζόπουλος, Α.Καρκαβίτσας, Ι. Κονδυλάκης, Δ. Βουτυράς, Μ.Μητσάκης, Κ. Παρορίτης, Πέτρος Πικρός, Π.Δέλτα, Ι.Δραγούμης , Π.Γιαννόπουλος

ΘΕΑΤΡΟ

“Η τύχη της Μαρούλας” και “Ο αγαπητικός της Βοσκοπούλας ” του Δ. Κορομηλά / “Το Φυντανάκι” του Π.Χορν /Γ. Ξενόπουλος / «Το κόκκινο πουκάμισο» του Σπ. Μελά /«Τα αρραβωνιάσματα» του Μπόγρη / «Τρία φιλιά» του Χρηστομάνου/ «Η Βεγγέρα» του Η. Καπετανάκη

ΚΡΙΤΙΚΗ

Εκπρόσωποι : Κ. Παλαμάς, Κ. Βάρναλης ,Γ. Αποστολάκης , Φ. Πολίτης, Γ. Ξενόπουλος , Μ. Αυγέρης ,[Βουτιερίδης, Καμπάνης γράφουν Ιστορία Ν.Ε. Λογοτεχνίας]

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Χαρακτηριστικά :

α) ιστορία -περιπέτειες ενός ατόμου σε μια κοινωνία ,

β)ύπαρξη ενός μύθου με πλοκή ,

γ) ύπαρξη κι άλλων προσώπων εκτός από το βασικό ήρωα,

δ) ολοκληρωμένοι χαρακτήρες ,

ε) ποικιλία τύπων που ζουν σε μια κοινωνία,

στ)ποικιλία καταστάσεων.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ

Α) Διήγηση :

α)ακούμε την ιστορία από μια απρόσωπη φωνή με δική του φωνή ,

β)τριτοπρόσωπη αφήγηση από έναν αφηγητή -παντογνώστη/θεό γ)υποκειμενική παράσταση της ιστορίας

Β) Μίμηση :

α) αφηγείται ένα πρόσωπο πλαστό /φανταστικό σε πρώτο πρόσωπο ,

β) μεικτός τρόπος: ένας αφηγητής αλλά και παρεμβολή άλλων προσώπων που διαλέγονται μεταξύ τους σε ευθύ λόγο,

γ) διάλογος : απουσιάζει εντελώς ο αφηγητής (θέατρο)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ – ΕΣΤΙΑΣΗ

Ανάλογα με τη συμμετοχή του αφηγητή :

α) δραματοποιημένος αφηγητής ,είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας /α’ πρόσωπο ,

β) απρόσωπος αφηγητής /γ’ πρόσωπο

Εστίαση :

α) μηδενική εστίαση /παντογνώστης αφηγητής ,

β) αφήγηση με εσωτερική εστίαση : ο αφηγητής είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας και γνωρίζει μέρος της πραγματικότητας ,

γ) αφήγηση με εξωτερική εστίαση : ο αφηγητής γνωρίζει λιγότερα από τα πρόσωπα της ιστορίας (ιστορίες μυστηρίου ,αστυνομικές ,ταινίες τρόμου)

ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ

Χαρακτηριστικά :

1)Πιστή απόδοση της πραγματικότητας

2)Τήρηση αντικειμενικής στάσης από το συγγραφέα. Αποφεύγει τις κρίσεις  και την ερμηνεία των γεγονότων .

3)Ο ρεαλιστής μυθιστοριογράφος επιδιώκει να δώσει μια φωτογραφική αναπαράσταση της πραγματικότητας με πληρότητα ,ζωντάνια και πειστικότητα

4) Το πλαστό πρόσωπο πρέπει να δίνει την εντύπωση ότι είναι αληθινό

Βασικά χαρακτηριστικά :

α) δείχνει μια τάση προς την αντικειμενικότητα ,

β)αφήνουν τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους,

γ) παρουσιάζει κοινές εμπειρίες ,

δ)επιλέγει κοινά θέματα.,

ε) κριτική στάση απέναντι στην κοινωνία ,

στ) ενδιαφέρον για τις καθημερινές πράξεις και όχι για τα ηρωικά του κατορθώματα,

ζ) τοποθετεί τους ήρωές του στα θύματα της κοινωνίας.

ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ

Χαρακτηριστικά :

1) Εξέλιξη του ρεαλισμού

2)Μελέτη της ηθικής συμπεριφοράς του ατόμου ως θύματος εξωτερικών δυνάμεων κι εσωτερικών παρορμήσεων (ενστίκτων )

3)Περιορισμός της ελευθερίας του ατόμου από εξωτερικές δυνάμεις

4)Γενετήσιες ορμές ,πείνα ,σκληρότητα,φτώχεια, μοχθηρία, υποβιβάζουν τον άνθρωπο σε ζώο

5)Η συμπεριφορά των ανθρώπων καθορίζεται από διαθέσεις τις στιγμής ή κληρονομικές παρορμήσεις.

6)Προκλητικά θέματα

7)Εξονυχιστική περιγραφή και φωτογραφική λεπτομέρεια.

ΝΕΟΤΕΡΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Α. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ 1922-1930

Χαρακτηριστικά :

α) ψυχικός κάματος ,

β) δυσκολία προσαρμογής στην πραγματικότητα

Εκπρόσωποι : Κ.Καρυωτάκης, Ρ.Φιλύρας, Κ.Ουράνης , Μ.Πολυδούρη, Ν.Λαπαθιώτης, Μ.Παπανικολάου,  Τ.Αγρας, Τ.Παπατσώνης

ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ

Χαρακτηριστικά :

1)Το εννοιολογικό περιεχόμενο περιορίζεται στο ελάχιστο

2)Μουσικότητα και υποβλητικότητα ,κατάλληλη τοποθέτηση των λέξεων

3)Συσχέτιση αντικειμένων και ψυχικών καταστάσεων. Αντικείμενα -Σύμβολα.

ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ

Χαρακτηριστικά :

1)Σύνδεση του ονείρου και της πραγματικότητας με σκοπό τη δημιουργία μιας νέας υπερ-πραγματικότητας

2)Αυτόματη γραφή- Οι λέξεις είναι αυτόνομες κι ελεύθερες, ξεφεύγουν από το επιβεβλημένο νόημά τους και συνδυασμένες δεν υπακούουν σε ορθολογικούς κανόνες.

3) Καταγραφή του υποσυνείδητου και των ονείρων χωρίς επέμβαση της λογικής.

4) Διακήρυξη της παντοδυναμίας του ονείρου ,του ενστίκτου και της επανάστασης.

5)Εναντίωση σε κάθε μορφή λογικής,ηθικής ή κοινωνικής τάξης

6)Απέβλεπε στην ανανέωση όλων των ηθικών αξιών ,της φιλοσοφίας και της επιστήμης.

Β. Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ’30

Χαρακτηριστικά της Νεότερης Ποίησης :

1)Εξωτερικά : εγκαταλείπει τις παραδοσιακές φόρμες ,χωρίς ομοιομορφία στίχων,ομοιοκαταληξία ,στροφές και μέτρο

2)Εσωτερικά : παρακολουθούμε το ποίημα τη στιγμή της δημιουργίας του .

3)Επιστράτευση της φαντασίας και όχι αναγκαστικά της λογικής.

4)Ελεύθερος στίχος

5)Χρήση καθημερινού λεξιλογίου

6)Κατάργηση λογικής αλληλουχίας

Εκπρόσωποι Ποίησης : Γ.Σεφέρης, Ο.Ελύτης, Γ.Ρίτσος, Ν. Βρετάκος, Α.Εμπειρίκος, Ν.Εγγονόπουλος, Γ.Σαραντάρης , Ν.Ράντος

Χαρακτηριστικά Πεζογραφίας :

1)Ανάπτυξη μυθιστορήματος

2)Ρεαλισμός

3)Μοντερνισμός (π.χ. εσωτερικός μονόλογος, ροή της συνείδησης)

Εκπρόσωποι : Γ.Θεοτοκάς [«Ελεύθερο Πνέυμα»,1929], Θ.Πετσάλης, Σ.Μυριβήλης, Η.Βενέζης, Κ.Πολίτης, Μ.Καραγάτσης, Μ.Αξιώτη, Θ.Καστανάκης, Π.Πρεβελάκης, Α.Τερζάκης, Γ.Σκαρίμπας, Γ.Μπεράτης, [Κύκλος των «Μακεδονικών Ημερών» : Στ. Ξεφλούδας, Α. Γιαννόπουλος, Γ. Δέλιος, Ν.Γ.Πεντζίκης]

Α’ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΓΕΝΙΑ 1945-1965

Χαρακτηριστικά :

1)Πίστη σε αξίες ηθικές ,κοινωνικές και πολιτικές

2)Όραμα για έναν κόσμο πολιτικά και κοινωνικά δικαιότερο

Τάσεις :

1)Αντιστασιακή ή κοινωνική ποίηση

Χαρακτηριστικά :

α)αγωνιστική διάθεση,

β)καταγραφή γεγονότων του πολέμου και του εμφυλίου,

γ)ενθουσιασμός για έναν καλύτερο κόσμο

Εκπρόσωποι : Α.Αλεξάνδρου, Μ.Αναγνωστάκης, Τ.Σινόπουλος, Τ.Λειβαδίτης, Κ.Κύρου, Γ.Δάλλας, Τ.Πατρίκιος, Μ.Κατσαρός ,Δ.Δούκαρης, Τ. Καρβέλης, Θ.Κωσταβάρας, Δ.Χριστοδούλου, Γ. Παυλόπουλος, Γ.Σαραντής

2)Νεοϋπερρεαλιστική ποίηση

Χαρακτηριστικά :

α) συνέχιση του υπερρεαλισμού του μεσοπολέμου,

β) ανεπηρέαστοι από ιδεολογικές διαμάχες ,

γ)παρουσίαση της εφιαλτικής πρταγματικότητας με τη γλώσσα,

δ)τραγική αίσθηση της ζωής

Εκπρόσωποι : Ε.Βακαλό, Ν.Βαλαωρίτης, Ε.Κακναβάτος. Δ.Παπαδίτσας, Μ.Σαχτούρης, Ε.Χ.Γονατάς

3)Υπαρξιακή ή Μεταφυσική ποίηση

Χαρακτηριστικά :

α)χωρίς κοινωνικά ενδιαφέροντα,

β) μεταφυσική αγωνία ,

γ)έκφραση του άγχους του μοναχικού ανθρώπου μπροστά στο πρόβλημα του θανάτου και της καθημερινής φθοράς.

Εκπρόσωποι : Ο.Βότση , Γ.Κότσιρας

Β’ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΓΕΝΙΑ 1965 κ.ε

Χαρακτηριστικά :

1)Έντονο κριτικό πνεύμα και σκεπτικισμός

2)Επίδραση από τον Καρυωτάκη. Λόγος έντονα λυρικός

3)Αιχμηρότητα ,σκληρότητα ,τραχύτητα των εκφραστικών του μέσων.

Εκπρόσωποι : Α.Αγγελάκης , Ο.Αλεξάκης ,Κ.Δημουλά,Α.Ευαγγέλου, Μ.Ελευθερίου,Κ.Χαραλαμπίδης , Ν.Χριστιανόπουλος, Τ.Κόρφης, Β.Καραβίτ

ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’70

Χαρακτηριστικά :

1)Γραφή και γλώσσα καθημερινή και ομιλία τρέχουσα

2)Σαρκασμός ,ειρωνεία,ρεαλιστική γλώσσα

3)Αμφισβήτηση κατεστημένης τάξης

Εκπρόσωποι : Ν.Βαγενάς , Α.Βιστωνίτης , Δ.Καλοκύρης ,Τ.Μαστοράκη, Κ.Μαυρουδής κ.ά

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ 1945-1970

Τάσεις :

1)Ρεαλισμός- Αυτοαναφορικότητα

2)Κοινωνικοί και πολιτικοί προβληματισμοί

3)Φυγή από την πραγματικότητα

4)Νέες εκφραστικές αναζητήσεις

5)Ρεαλιστική γλώσσα

Εκπρόσωποι: Γ.Ιωάννου, Α.Αλεξάνδρου, Κ.Ταχτσής, Σ.Τσίρκας, Δ.Χατζής, Α.Φραγκιάς, Μ.Αξιώτη, Σ.Ξεφλούδας, Γ.Χειμωνάς.

ΛΑΪΚΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ

Χαρακτηριστικά :

1) Η λαϊκή αφήγηση είναι απλή και λιτή . Ο αφηγητής περνά από το ένα θέμα στο άλλο ,για να μην κουράσει τον ακροατή.

2) Το καλό θραμβεύει και το κακό υποχωρεί.

3) Οι ήρωες δεν είναι τόσο τρομεροί όσο φαίνονται αρχικά . Είναι ευκολοπλησίαστοι και προσιτοί.

4) Παρακολουθούμε σκηνές από την καθημερινή ζωή ,κυρίως της αγροτικής.

5) Εκφράζονται τα συναισθήματα του λαού .

6) Οι λαϊκές αφηγήσεις αρχίζουν και τελειώνουν με ένα συγκεκριμένο τρόπο.

7) Η γλώσσα είναι απλή και καθημερινή . Ακούμε τον αφηγητή της υπαίθρου.

Γενικά: α) οι λαϊκές αφηγήσεις είναι δημιουργήματα σε ώρες ξεκούρασης , δουλειάς, γιορτής, αρρώστιας, αιχμαλωσίας κ.ά. β) οι καλόβολοι βοηθοί ,η σάτιρα και γελοιοποίηση προσώπων, ηθική τάξη των ανθρώπων και των ζώων ,όλα αυτά και άλλα στοχεύουν σε μια ειρηνική διάθεση και στην ψυχική ξεκούραση.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/407

Η γλώσσα των ποιημάτων του Καβάφη

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στην ποίησή του χρησιμοποιεί μια ιδιότυπη γλώσσα που κινείται ανάμεσα στη δημοτική και την καθαρεύουσα, εμπλουτισμένη παράλληλα με στοιχεία του πολίτικου ιδιώματος, δηλαδή του ιδιαίτερου γλωσσικού ιδιώματος της Κωνσταντινούπολης από την οποία κατάγεται ο ποιητής. Επιπλέον, ο ποιητής δε διστάζει να χρησιμοποιήσει στα ποιήματά του αυτούσιες φράσεις από κείμενα της αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής γραμματείας. Η γλωσσική μορφή που προκύπτει από το συγκερασμό αυτό είναι αρκετά ξεχωριστή, αλλά δε θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της έχει ως βάση τη δημοτική γλώσσα. Ο ποιητής δεν επιδιώκει να απομακρυνθεί από τη γνήσια λαϊκή γλώσσα και γι’ αυτό η καθαρεύουσα υπάρχει στο βαθμό μόνο που εξυπηρετεί την ακρίβεια της διατύπωσης και τη συντήρηση της πεζολογικής αίσθησης στο ύφος των ποιημάτων του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ο Καβάφης συνδυάζει τη δημοτική με λεκτικούς τύπους της καθαρεύουσας, και την παράλληλη παράθεση αρχαιοελληνικών στίχων, βρίσκουμε στο ποίημα «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)». Εδώ ο ποιητής χρησιμοποιεί, όπως και στα περισσότερα ποιήματά του, κυρίως τη δημοτική γλώσσα την οποία εμπλουτίζει με λέξεις που προτιμά η καθαρεύουσα, όπως για παράδειγμα ανθέων, πετάχθηκεν, διαβάσθηκαν, υπέρ το δέον. Μιας και ο ποιητής μεταθέτει χρονικά τα ποιήματά του στο παρελθόν, η χρήση των γλωσσικών τύπων της καθαρεύουσας βοηθά στο να μας παραπέμψει ηχητικά σε μια προγενέστερη μορφή της γλώσσας μας. Άλλωστε, στο ποίημα αυτό ο ποιητής παραθέτει και σύντομες φράσεις από το επίγραμμα του Αισχύλου, ενισχύοντας την αίσθηση ότι ακούμε κι εμείς την ανάγνωση των επιγραμμάτων, όπως την άκουσαν και οι νέοι της Σιδώνος. Τα στοιχεία πάντως της καθαρεύουσας σε αυτό το ποίημα δεν είναι πολλά και κάποιες από αυτές τις λέξεις υπηρετούν την τέχνη του ποιητή νοηματικά, όπως η λέξη “ανθέων” που ομοιοκαταληκτεί με τη λέξη νέων, συνδυάζοντας πιο άμεσα την εικόνα των ευωδιαστών “ανθέων” με αυτή των αρωματισμένων νέων.

Ο Καβάφης, βέβαια, πέρα από την καθαρεύουσα και τα παραθέματα αρχαιοελληνικών κειμένων συνηθίζει να διανθίζει το λόγο του και με λέξεις ή φράσεις του ιδιώματος της Κωνσταντινούπολης. Για παράδειγμα στο πολύ γνωστό «Περιμένοντας τους Βαρβάρους», διαβάζουμε τις φράσεις: να τον δώσει μια περγαμηνή, τον έγραψε τίτλους. Εδώ ο ποιητής χρησιμοποιεί την αιτιατική της προσωπικής αντωνυμίας αντί για τη γενική, εισάγοντας στο λόγο του το χαρακτηριστικό πολίτικο ιδιωματισμό. Κι ενώ για κάποιον άλλο ποιητή θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τυχαία χρήση του ιδιωματισμού, για τον Καβάφη δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Ο Καβάφης προσέχει κάθε λεπτομέρεια στα ποιήματά του γεγονός που σημαίνει ότι σκόπιμα χρησιμοποιεί το πολίτικο ιδίωμα, θέλοντας ίσως να εντάξει στο ποίημα την προσωπική του σφραγίδα, μιας και η πολίτικη καταγωγή είναι ένα από τα ιδιαίτερα στοιχεία που συνθέτουν την προσωπικότητα του ποιητή. Ενώ, δηλαδή, ο Καβάφης θα μπορούσε εύκολα να εξομαλύνει τη γλωσσική μορφή των ποιημάτων του, διατηρώντας μια καθαρότερη δημοτική έκφραση, δεν το κάνει καθώς αυτό θα σήμαινε την απομάκρυνση από την ποίησή του ουσιωδών στοιχείων της υπόστασής του. Ο Καβάφης είναι περήφανος για την πολίτικη καταγωγή του και γι’ αυτό διατηρεί στοιχεία του ιδιώματος της Πόλης τόσο στην καθημερινή του ομιλία – σύμφωνα με μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώριζαν – όσο και στην ποίησή του.

Κι ενώ στα ιστορικά ποιήματα ο Καβάφης κάνει συχνότερη χρήση της καθαρεύουσας, διατηρώντας μια επίφαση λεκτικής προσέγγισης προς το γλωσσικό μας παρελθόν, στα ποιήματα που αναφέρονται στο παρόν του ποιητή η γλώσσα γίνεται πλέον μια καθαρότερη δημοτική. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο ποίημα «Η πόλις», το οποίο δεν έχει ιστορικές αναφορές, η γλώσσα όχι μόνο είναι σχεδόν απαλλαγμένη από γλωσσικούς τύπους της καθαρεύουσας, αλλά περιέχει και ρήματα που παραπέμπουν σε μια πολύ καθημερινή χρήση της γλώσσας, όπως για παράδειγμα: ρήμαξες, χάλασες. Είναι λογικό στα ποιήματα που δεν έχουν συσχετισμούς με παλαιότερες εποχές και άρα εκφέρουν ένα πιο σύγχρονο λόγο, ο ποιητής να αισθάνεται ελεύθερος να χρησιμοποιήσει τη γνήσια δημοτική γλώσσα και να είναι πιο κοντά στο κοινό γλωσσικό αίσθημα.
Η γλώσσα των ποιημάτων του Καβάφη δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ένα τυχαίο συνταίριασμα γλωσσικών τύπων και ιδιωματισμών, καθώς είναι γνωστό ότι ο ποιητής πρόσεχε και την παραμικρή λεπτομέρεια στα ποιήματά του. Επομένως, για κάθε γλωσσική επιλογή του ποιητή μπορούμε να αναζητήσουμε και ίσως να εντοπίσουμε και μια ιδιαίτερη αιτιολόγηση. Η δημοτική είναι σίγουρα η βασική γλωσσική του επιλογή μιας και ο ποιητής δεν είχε δεχτεί, παρά την αγάπη του για τον αρχαιοελληνικό μας πολιτισμό, να παρασυρθεί σε μια άγονη προσπάθεια αναβίωσης της αρχαίας ή αρχαιοπρεπούς ελληνικής γλώσσας, όπως είχε συμβεί με πολλούς λόγιους της εποχής του. Η καθαρεύουσα, από την άλλη, εξυπηρετεί αποτελεσματικά τον ποιητικό λόγο στα ιστορικά του ποιήματα, μεταφέροντας έντεχνα τον αναγνώστη σε ακούσματα παλαιότερων εποχών. Κάποτε, μάλιστα, ο Καβάφης δυσκολεύει το σύγχρονο αναγνώστη, κυρίως, όταν ως άνθρωπος των βιβλίων και της μελέτης, δεν περιορίζεται απλά σε γλωσσικούς τύπους της καθαρεύουσας, αλλά παραθέτει χωρία αρχαιοελληνικών κειμένων. Τέλος, η χρήση των πολίτικων ιδιωματισμών έρχεται να προσθέσει στα ποιήματα του Καβάφη την προσωπική σφραγίδα του ποιητή, φανερώνοντας πως πίσω από την ιδιαίτερη αυτή ποιητική έκφραση βρίσκεται ένας Αλεξανδρινός με πολίτικες ρίζες.

Πηγή : http://latistor.blogspot.com/2010/03/blog-post_18.html

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/399

Καβάφης-Καρυωτάκης: Ποιήματα ποιητικής

Στην παρούσα μελέτη θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τον λόγο περί ποιητικού υποκειμένου ή/και περί ποιητικής λειτουργίας σε τέσσερα ποιήματα του Καβάφη και σε τέσσερα του Καρυωτάκη, αντίστοιχα. Η ανάλυση της μορφής που παίρνει αυτός ο λόγος σε κάθε έργο μεμονωμένα, αλλά και η σύγκριση μεταξύ των δύο ποιητών, θα μας βοηθήσουν να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα αναφορικά με τον χαρακτήρα της ποιητικής των δύο δημιουργών.

Στο ποίημα «Το πρώτο σκαλί» του Καβάφη τα ποιητικά υποκείμενα είναι δύο και βρίσκονται σε διάλογο: ένας ποιητής νέος και πρωτόπειρος, και ένας έμπειρος. Ο νέος ποιητής παραπονιέται για τον μακρύ δρόμο που απλώνεται μπροστά του. Απογοητεύεται όταν βλέπει ότι είναι «πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα» και φοβάται ότι ποτέ δεν θα καταφέρει ν’ ανέβει πάνω απ’ το πρώτο της σκαλί που βρίσκεται τώρα. Όμως ο έμπειρος ποιητής τον μαλώνει:
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Ο όρος κοινός κόσμος; δε χρησιμοποιείται βέβαια με την ταξική έννοια του όρου για να ξεχωρίσει τον ποιητή από τον λαό «αλλά γενικά από τους καλλιτεχνικά, αισθητικά, ποιητικά αμέτοχους, τους άμουσους, είτε αυτοί ανήκουν στο λαό, είτε στην τάξη του ποιητή»[1]. Αυτό που τελικά έχει σημασία είναι ότι κατάφερε να πολιτογραφηθεί στην πόλη των ιδεών, πράγμα πολύ δύσκολο καθώς:
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Σύμφωνα με τον Δάλλα στο ποίημα αυτό ο Καβάφης εξιδανικεύει την καλλιτεχνική λειτουργία καθώς «θεωρεί εκ προοιμίου την αξία της πρωταρχική και την προσήλωσή του σ’ αυτήν ολοκληρωτική και αμετάκλητη»[2].
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι•
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.

Είναι όμως και κάποιοι άλλοι ποιητές που δεν κατάφεραν ν’ ανέβουν ούτε ακόμα σ’ αυτό το πρώτο σκαλί και που μάταια ελπίζουν «πώς κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί» και γι΄ αυτούς. Στους στιχουργούς εκείνους, που δεν έζησαν ζωή δυστυχισμένη -όπως ο Πόε ή ο Μπωντλαίρ- και τους χαρίστηκε η αθανασία μέσω του έργου τους, αλλά που «ανάξια στιχουργούνε» και τους οποίους «το έρεβος εσκέπασε βαρύ», αφιερώνει ο Καρυωτάκης την «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων». Αναλαμβάνει, με τον τρόπο αυτό, να τους τραβήξει από την αφάνεια ενώ «την ίδια στιγμή αξιώνει και γι΄ αυτόν την ίδια προοπτική»[3]:
Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιός άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πού ‘ναι;»

Στη «Σταδιοδρομία» του Καρυωτάκη συμπυκνώνεται, τελικά, όλη η πορεία ζωής ενός ποιητή. Το ποιητικό υποκείμενο του ποιήματος είναι ο ίδιος ο αφηγητής. Έχει βάλει τη σάρκα και το αίμα του στο έργο του και ελπίζει τώρα για την αναγνώριση που θα έλθει ως ανταμοιβή. Όμως η κατάθεση της ψυχής και του σώματος δεν φτάνει• οι δημόσιες σχέσεις με τους λόγιους κύκλους αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία.
Τα λόγια μου θα ‘χουν ουσία,
η σιωπή μου μια σημασία.
Τι από όλα αυτά θα έχει όμως τελικά αξία όταν τα χρόνια θα έχουν περάσει και θα έχει χάσει την ευκαιρία να ζήσει; Μέσα από τον αυτοσαρκασμό μεταφέρεται η ματαιόδοξη αντίληψη του ποιητή για την ποιητική «σταδιοδρομία» των ποιητών[4].

Χωρίς ίχνος αυτοσαρκασμού, αντίθετα με μια δόση λυρισμού, ο Καβάφης δίνει την δική του απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Στο ποίημά του «Πολύ σπανίως» ο ποιητής είναι πια γέρος
… Εξηντλημένος και κυρτός,
σακαταμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις,
κρατώντας, εντούτοις, ακόμα μερτικό στα νιάτα. Τα στόματα των νέων που απαγγέλλουν τους δικούς του στίχους γίνονται το νεανικό του στόμα, και τα σώματά τους που συγκινούνται «με την δική του έκφανσι του ωραίου» γίνονται το νεανικό του σώμα. Σε ένα άλλο ποίημά του, εξάλλου, με τον μακροσκελή τίτλο «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου• ποιητού εν Κομμαγηνή• 595 μ.Χ.», το ποιητικό υποκείμενο ασκεί έναν εσωτερικό μονόλογο, ο οποίος δίνει έμφαση στην «πληγή από φρικτό μαχαίρι» που προκαλούν τα γηρατειά. Η ίδια, όμως, η «Τέχνη της Ποιήσεως» έχει τα φάρμακα «που κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή».

Ξαναγυρνάμε στον Καρυωτάκη για να πιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε. Ο λεπτός αυτοσαρκασμός που διακατέχει την «Σταδιοδρομία» θα πλημμυρίσει με έναν χειμαρρώδη σαρκασμό το «Όλοι μαζί».
Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.
Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.
Εδώ ο ποιητής καυτηριάζει τους σύγχρονούς του ποιητές (συμπεριλαμβάνοντας και τον εαυτό του, όπως φαίνεται από τον πρώτο στίχο) και τους κατηγορεί για εγωτισμό, ματαιοδοξία και περιθωριοποίηση[5]. «Οι ποιητές αυτοί αρνούνται ακριβώς να στρέψουν τα μάτια στην αποκαρδιωτική πραγματικότητα που τους περισφίγγει, και το κυριότερο, αρνούνται να αναγνωρίσουν την έκπτωσή τους με τους όρους της, όπως παρωδικά μετατιθέμενοι από τα οικεία τους κειμενικά συμφραζόμενα, δεσπόζουν εδώ στην τελευταία στροφή -και ιδιαίτερα στον τελευταίο στίχο με τα εισαγωγικά»[6]:
Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ΄ τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του «περιβάλλοντος», της «εποχής».

Το ίδιο μοτίβο ειρωνείας και σαρκασμού επαναλαμβάνει ο Καρυωτάκης και στο «[Είμαστε κάτι…]». Στο ποίημα αυτό γίνεται πιο έκδηλη η περιθωριοποίηση των ποιητών με την προσήλωσή τους στην τέχνη για την τέχνη.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Ζωή και τέχνη έτσι γίνονται ένα και το ποιητικό δημιούργημα αποκτά αυθυπαρξία. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Φραντζή: «Η μουσική ταυτίζεται με τη ρευστότητα των αισθημάτων και το φευγαλέο της ανθρώπινης ύπαρξης. (….) Η δημιουργία γίνεται αυτοσκοπός και η ίδια η ζωή μετατρέπεται σε ποιητικό γεγονός»[7]. Την κριτική αυτή για αυτοαναφορικότητα, την οποία ο ποιητής ασκεί προς τους ομοτέχνους του, στρέφει και προς τον εαυτό του μιλώντας σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο αλλά και γράφοντας ένα τελείως αυτοαναφορικό ποίημα.

Αφήσαμε τελευταίο στην ανάλυσή μας το ποίημα του Καβάφη «Καισαρίων», καθώς είναι το μόνο που διαπραγματεύεται την διαδικασία μετατροπής της έμπνευσης σε ποιητική δημιουργία. Ο αφηγητής του ποιήματος είναι ένας λόγιος ποιητής, για τον οποίο εργασία και ελεύθερος χρόνος αποτελούν κοινή συνισταμένη:
Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,
εν μέρει και την ώρα να περάσω,
την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή
επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω.

Μετά την παρεμβολή μιας ειρωνικής αναφοράς στους αυλοκόλακες ποιητές, παρουσιάζεται η στιγμή της έμπνευσης: μια μικρή μνεία για τον βασιλιά Καισαρίωνα, για τον οποίο λίγες μόνο γραμμές βρίσκονται στην ιστορία. Αυτές οι λίγες γραμμές είναι όμως αρκετές για να τον πλάσει με την φαντασία του
Σ’ έπλασα ωραίο κ’ αισθηματικό.
Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δίνει
μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά.
Ήταν αρκετές για να τον ενσαρκώσει[8], «για να τον δημιουργήσει όχι μονάχα μέσα στην τέχνη του σαν πρόσωπο νεκρό, μα για να τον χαρεί τον ίδιο μέσα στην εμορφιά του»[9]:
Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα,
που χθες την νύχτα αργά, σαν έσβυνεν
η λάμπα μου -άφισα επίτηδες να σβύνει-
εθάρρεψα που μπήκες μες στην κάμαρά μου
Έτσι, λοιπόν, μια ιστορική μνεία μετουσιώνεται σε οπτασία και αμέσως μετά σε ποίηση, με την καταλυτική χρήση της φαντασίας και της τέχνης, αντίστοιχα[10].

Αποτιμώντας συλλογικά τα ποιήματα του Καβάφη, αυτό που αρχικά διακρίνουμε είναι αυτό που εύστοχα παρατήρησε ο Άγρας: «Η ποίησις πηγάζει από το Πάθος, ή τουλάχιστον από τη Συγκίνηση, την κλασματική του μονάδα. Η Συγκίνησις κινεί έπειτα την Φαντασία»[11]. Η συγκίνηση, όμως, αυτή του ποιητικού υποκειμένου δεν διαγράφεται με λυρικές εξάρσεις αλλά λειτουργεί ως ένα λεπτό υπόστρωμα πάνω στο οποίο «αναπαριστώνται με ακρίβεια οι συνθήκες της πραγματικότητας που υπέθαλψαν τη συγκεκριμένη διάθεση»[12]. Η διάθεση, εξάλλου, του ποιητή είναι κατά κύριο λόγο αναδρομική, είτε αυτό αφορά την πηγή της έμπνευσής του, είτε την προσωπική του αποτίμηση[13].

Η ποιητική δημιουργία του Καβάφη έχει τις βάσεις της στην ιστορία και στην μνήμη. Η πρώτη αποτυπώνεται έκδηλα στις ιστορικές ή ιστορικοφανείς αναφορές στην ελληνιστική εποχή, ενώ η δεύτερη στις ρεαλιστικές περιγραφές των γεροντικών ποιητικών υποκειμένων. Κι αν καμία από τις δύο δεν αποτελεί θεματολογία κατάλληλη για την παραγωγή ‘υψηλής τέχνης’, στα ποιήματα του Καβάφη «η ‘Τέχνη’ αποκτά τη δύναμη να μεταμορφώσει τις ατέλειες της εμπειρίας σε τέλειο αισθητικό αντικείμενο»[14].

Περνώντας στα ποιήματα του Καρυωτάκη, ερχόμαστε αντιμέτωποι με έναν τελείως διαφορετικό κόσμο. Η ποιητική του Καρυωτάκη αποτελεί κατ’ αρχάς έναν προβληματισμό αναφορικά με τον κοινωνικό της ρόλο αλλά και την ανταπόδοση που μπορεί αυτή να προσφέρει με τη μορφή υστεροφημίας ή, έστω, κοινωνικής αναγνώρισης. «Ο ρόλος του ποιητή δεν είναι πλέον ο ρόλος του προφήτη, ούτε η ποίηση μπορεί να αλλάξει τον κόσμο• ωστόσο, ακόμη κι έτσι, φαίνεται να υποστηρίζει την ιδιαιτερότητα και την αναγκαιότητα της ύπαρξης του ποιητή και της ποίησης, υπό την προϋπόθεση ότι δικαιώνεται μέσα από την αυθεντικότητά της, που επικυρώνεται μέσα από την ταύτιση ποίησης και ζωής»[15].

Αυτή η ταύτιση ποίησης και ζωής δε σημαίνει, όμως, για τον Καρυωτάκη μεταστοιχείωση της ζωής σε ποίηση, όπως φανερώνεται στον Καβάφη. Στον Καβάφη τα ποιητικά υποκείμενα αντλούν ικανοποίηση τόσο από την διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας όσο και από τον τρόπο που αυτή προσλαμβάνεται από τους αποδέκτες. Δρουν έξω και πάνω από το κοινωνικό τους περιβάλλον. Εν αντιθέσει, ο Καρυωτάκης δημιουργεί έναν ποιητικό χαρακτήρα που συνθλίβεται από το κοινωνικό του περιβάλλον, μη μπορώντας να εισχωρήσει σ’ αυτό. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Beaton, «αν η ειρωνική αποστασιοποίηση από τους πάντες γύρω τους, καθώς και μια αυτοκοροϊδευτική-σαρκαστική στάση ως προς τις προσωπικές τους αξίες και βλέψεις, αποτελούν το κοινό στοιχείο του Καβάφη και του Καρυωτάκη, υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, και μια σημαντική διαφορά μεταξύ τους. Ενώ ο Καβάφης είναι χαρακτηριστικά ειρωνικός, με μια βαθειά κατανόηση για την ανθρώπινη αδυναμία, η ειρωνεία του Καρυωτάκη έχει έναν τέτοιο δριμύ σαρκασμό, που προδίδει περιφρόνηση για τον εαυτό του και για τους συνανθρώπους του»[16]. Κι αν οι ποιητές του Καβάφη προστρέχουν στην ποίηση για «νάρκης του άλγους δοκιμές», οι ποιητές του Καρυωτάκη απαντούν: η ποίηση «είναι το καταφύγιο που φθονούμε».

Βιβλιογραφία

Αγγελάτος Δ., Διάλογος και ετερότητα. Η ποιητική διαμόρφωση του Κ.Γ. Καρυωτάκη, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 1994.
Αναστασιάδου Α., κ.ά., Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ος αιώνας), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
Beaton R., Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, μτφρ. Ε. Ζούργου – Μ. Σπανάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996.
Καρυωτάκης και Καρυωτακισμός (31 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου 1997), Επιστημονικό συμπόσιο, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 1998.
Πιερής Μ. (επιμ.), Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη. Επιλογή κριτικών κειμένων, 4η έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001.

Παραπομπές -Σημειώσεις
[1] Βελουδής Γ., «Ο «λαός» του Καβάφη», στο: Πιερής Μ. (επιμ.), Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη. Επιλογή κριτικών κειμένων, 4η έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001, σ. 360-1.
[2] Δάλλας Γ., «Ο Καβάφης και η καλλιτεχνική εμπειρία», στο: Πιερής, ό.π., σ. 309.
[3] Φραντζή Α., «Η ποιητική στην ποίηση του Κ.Γ. Καρυωτάκη», στο: Καρυωτάκης και Καρυωτακισμός (31 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου 1997), Επιστημονικό συμπόσιο, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 1998, σ. 134-5.
[4] Στο ίδιο, σ. 136.
[5] Βλ. και Αναστασιάδου Α., κ.ά., Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ος αιώνας), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ. 220.
[6] Αγγελάτος Δ., Διάλογος και ετερότητα. Η ποιητική διαμόρφωση του Κ.Γ. Καρυωτάκη, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 1994, σ. 67.
[7] Φραντζή Α., ό.π., σ. 134. Επίσης Αθανασοπούλου Μ., «Παράδοση και πρωτοτυπία στα σονέτα», στο: Καρυωτάκης και Καρυωτακισμός, ό.π., σ. 270: «το σονέτο «Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες…» (…) δυσπιστεί απέναντι στη δυνατότητα της ποίησης να “καλύψει” τη σύγχρονη ευαισθησία, εκθέτοντας μια θεωρία για τη γλώσσα με βάση την οποία η εσώστροφη αυτο-αναφορικότητά της καταργεί τη δυνατότητά της να σημάνει, και έτσι να παρέμβει στο σύγχρονο γίγνεσθαι».
[8] Σεφέρης Γ., «Κ.Π. Καβάφης, Θ.Σ. Έλιοτ: Παράλληλοι», στο: Πιερής, ό.π., σ. 154.
[9] Δημαράς Κ.Θ., «Μερικές πηγές της καβαφικής τέχνης», στο: Πιερής, ό.π., σ. 94.
[10] Βλ. και Νικολαρεΐζης Δ., «Η διαμόρφωση του καβαφικού λυρισμού», στο: Μ. Πιερής, ό.π., σ. 106-7: «Μόλις ένα κομμάτι του πραγματικού πέση επάνω στη συνείδηση, περιβάλλεται με το ένδυμα που του υφαίνουν η νόηση, η μνήμη, η φαντασία».
[11] Άγρας Τ., «Γραμματολογικά και άλλα», στο: Πιερής, ό.π., σ. 135.
[12] Αναστασιάδου Α., ό.π., σ. 168.
[13] Βλ. και Δημαράς Κ.Θ., ό.π., σ. 91.
[14] Beaton R., Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996, σ. 130.
[15] Φραντζή Α., ό.π., σ. 131.
[16] Beaton R., ό.π., σ. 172.

© 2003-2004 Μαστοράκη Ανδρονίκη

http://www.archive.gr/news.php?readmore=38

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/398

Κ.Π.Καβάφη Άπαντα

Καβάφης – Άπαντα

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/395

Ε.Keeley, “Η Οικουμενική Προοπτική”

ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/394

Κ. Π. Καβάφης – Η Ζωή και το Εργο του

Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1863 (29 Απριλίου) και πέθανε στην ίδια πόλη το 1933 την ημέρα των γενεθλίων του. Ηταν το ένατο και τελευταίο παιδί του Πέτρου Ι. Καβάφη (Κωνσταντινούπολη, 1814 – Αλεξάνδρεια, 1870), μεγαλέμπορου βαμβακιού, από φαναριώτικο γένος που οι ρίζες του φαίνεται πως είναι βυζαντινές και της Χαρίκλειας Φωτιάδη (Νιχώρι Κωνσταντινουπόλεως, 1834 – Αλεξάνδρεια, 1899) από παλαιότατη οικογένεια της Πόλης. Υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, η μεγαλύτερη πνευματική φυσιογνωμία της Αλεξάνδρειας.

Ο μικρός Καβάφης ζει τα πρώτα παιδικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια, μέσα σε εξαιρετικές συνθήκες ευημερίας. Στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού των Καβάφηδων στην αριστοκρατική οδό Σερίφ, στεγάζονταν τα γραφεία του ακμαιότατου εμπορικού οίκου «Καβάφης & Σία» (κύριος συνέταιρος ο Γεώργιος Καβάφης, θείος του ποιητή, εγκατεστημένος στο Λονδίνο), ενώ η οικογένεια του Πέτρου Καβάφη διαβίωνε με χαρακτηριστική άνεση στο πρώτο και στο δεύτερο πάτωμα, διατηρώντας Γάλλο παιδαγωγό, Αγγλίδα τροφό, Έλληνες υπηρέτες, Ιταλό αμαξά και Αιγύπτιο θυρωρό!

To 1870 με το θάνατο του πατέρα Καβάφη αρχίζει, ουσιαστικά, η σταθερή πορεία της οικογένειας προς την οικονομική κρίση και παρακμή. Το 1872 η Χαρίκλεια Καβάφη μετακομίζει με τα παιδιά της στην Αγγλία όπου και θα παραμείνουν τα επόμενα έξι χρόνια (κυρίως στο Λίβερπουλ αλλά και στο Λονδίνο). Ο μικρός Καβάφης σπουδάζει σε αγγλικό σχολείο όπου και διδάσκεται για μητρική του γλώσσα την αγγλική αλλά παράλληλα μαθαίνει και ελληνικά και γαλλικά. Μετά από λίγα χρόνια παραμονής στην Αγγλία αναγκάζονται να επιστρέψουν στην Αλεξάνδρεια καθώς τα οικονομικά της οικογένειας πηγαίνουν άσχημα και η οικογενειακή επιχείρηση διαλύεται. Ο Καβάφης συνεχίζει τις σπουδές του στο Εμποροπρακτικό Λύκειο «Ερμής» ενώ παράλληλα υπάρχουν σαφή στοιχεία ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην επιστροφή από την Αγγλία (1878) και στο ξεκίνημα της φοίτησης στον «Ερμή» (1881), ο Καβάφης είχε αρχίσει να μελετά και να εργάζεται πνευματικά από μόνος του, χρησιμοποιώντας βιβλία από τις δανειστικές βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας. Σ’ αυτήν την τριετία ανάγεται και η φιλόδοξη απόπειρά του να συντάξει ένα ιστορικό λεξικό, προσπάθεια που δεν ολοκληρώθηκε αφού τα λήμματα του έργου σταμάτησαν «στη μοιραία λέξη Αλέξανδρος».

Το 1882, στη διάρκεια της αιγυπτιακής εξέγερσης κατά των Αγγλων, πηγαίνει με την οικογένειά του για τρία χρόνια (ως τον Οκτώβριο του 1885) στην Κωνσταντινούπολη, στο σπίτι του φαναριώτη παππού του, Γεωργάκη Φωτιάδη. Η τριετής παραμονή του Καβάφη στην Πόλη αποδεικνύεται ιδιαιτέρως σημαντική και κρίσιμη για διαφορετικούς λόγους. Σύμφωνα με τις βιογραφικές σημειώσεις της Ρίκας Σεγκοπούλου, ο ομοσεξουαλισμός του άρχισε να εκδηλώνεται στα 1883. Παράλληλα, γνωρίζουμε, ότι ο ποιητής άρχισε να εκφράζει ζωηρό ενδιαφέρον για να ακολουθήσει πολιτική και δημοσιογραφική καριέρα. Φυσικά, το πιο αξιοσημείωτο αυτής της περιόδου, είναι το γεγονός ότι η παραμονή του στην Πόλη συμπίπτει με τις πρώτες μαρτυρημένες συστηματικές του προσπάθειες να επιδοθεί στην τέχνη του ποιητικού λόγου. Τεκμήριο της πρώιμης αυτής προσπάθειας του Καβάφη, αποτελεί μια ομάδα αδημοσίευτων από τον ίδιο ποιημάτων, τα οποία εκδόθηκαν μαζί με άλλα ανέκδοτα ποιήματα το 1968 από το Γ.Π. Σαββίδη. Τον καιρό εκείνο συμπληρώνει και τις μελέτες του πάνω στην αρχαία και μεσαιωνική ελληνική φιλολογία που τις είχε αρχίσει την εποχή ακόμα που βρισκόταν στην Αγγλία.

Τον Οκτώβριο του 1885, ο Καβάφης γυρίζει στην Αλεξάνδρεια μαζί με τη μητέρα του και τους αδελφούς του, Αλέξανδρο και Παύλο. Με την επιστροφή του, ο Καβάφης εγκαταλείπει την αγγλική υπηκοότητα (που είχε αποκτήσει ο πατέρας του στα 1850) και παίρνει την ελληνική.
Τα πρώτα χρόνια μετά την επιστροφή στην Αλεξάνδρεια είναι μια περίοδος προσαρμογής. Ο Καβάφης αρχίζει να εργάζεται, όχι ακόμη συστηματικά, αλλάζοντας διάφορα επαγγέλματα όπως του δημοσιογράφου στην εφημερίδα «Τηλέγραφος» (1886), του μεσίτη στο Χρηματιστήριο Βάμβακος (1888) και του άμισθου γραμματέα στο Γραφείο Αρδεύσεων (1889-1892) όπου και θα προσληφθεί ως έκτακτος έμμισθος υπάλληλος το 1892 και θα εργαστεί μόνιμα εκεί επί τριάντα χρόνια, μέχρι το 1922, φτάνοντας στο βαθμό του υποτμηματάρχη.
Η κυριότερη χρονολογική τομή ως προς την εξέλιξη του έργου του ποιητή, κατά την εποχή αυτή, τοποθετείται στα 1891. Είναι η χρονιά κατά την οποία ο Καβάφης εκδίδει σε μονόφυλλο το πρώτο πραγματικά αξιόλογο ποίημά του (το Κτίσται) και δημοσιεύει μερικά από τα πιο αξιόλογα πεζά του κείμενα, όπως τα δύο περί των «Ελγινείων» που παρουσιάζουν δημόσια την πολιτική πλευρά του ποιητή, «Ολίγαι λέξεις περί στιχουργίας» και άλλα.

Τα οικονομικά του βελτιώνονται σημαντικά και τα επόμενα χρόνια ταξιδεύει στο Κάιρο (1893), στο Παρίσι και στο Λονδίνο με τον αδελφό του Τζων (1897). Το 1899 πεθαίνει η μητέρα του σε ηλικία 65 ετών, γεγονός που συγκλονίζει τον ποιητή. Το 1901 και το 1903 ταξιδεύει στην Ελλάδα και γνωρίζεται στην Αθήνα με Ελληνες πεζογράφους (Πολέμης, Ξενόπουλος, Πορφύρας). Στις 30 Νοεμβρίου του 1903, δημοσιεύεται στα Παναθήναια το ιστορικό άρθρο του Ξενόπουλου για τον Καβάφη με τίτλο «Ένας Ποιητής». Την ίδια χρονιά γράφει και το σημαντικότερο πεζό κείμενό του, τον «φιλοσοφικό έλεγχο» των ποιημάτων του που είναι γνωστό με τον τίτλο «Ποιητική». Τα επόμενα χρόνια κυλούν ανάμεσα σε ποιητικούς, φιλοσοφικούς στοχασμούς, γνωριμίες με εξέχουσες προσωπικότητες στην Αλεξάνδρεια (Ιων Δραγούμης, Ε.Μ. Φόρστερ), ανανεώσεις συμβολαίων εργασίας στις Αρδεύσεις και τους διαδοχικούς θανάτους των αδερφών του. Σημαντικό βιογραφικό στοιχείο αποτελεί και η εγκατάσταση του ποιητή στο περίφημο σπίτι-εργαστήρι της οδού Λέψιους στα 1907, όπου και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του δημιουργώντας το σημαντικότερο τμήμα, ποσοτικά και ποιοτικά του έργου του.

Το 1922 δηλώνει την πρόθεσή του να μη συνεχίσει την εργασία του στις Αρδεύσεις απ’ όπου και παραιτείται με το βαθμό του υποτμηματάρχη («επιτέλους ελευθερώθηκα απ’ αυτό το μισητό πράγμα») και χωρίς καμιά περίσπαση αφοσιώνεται στη συμπλήρωση του ποιητικού του έργου. Το 1926 η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου απονέμει στον Καβάφη το παράσημο του Φοίνικος, διάκριση την οποία ο ποιητής αποδέχεται υποστηρίζοντας ότι «Το παράσημο μου το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία, την οποία σέβομαι και αγαπώ. Η επιστροφή του παρασήμου θα είναι προσβολή εκ μέρους μου προς την Ελληνικήν Πολιτείαν γι’ αυτό και το κρατώ». Το 1927 γνωρίζεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Νίκο Καζαντζάκη. Από το 1930 αρχίζει να υποφέρει από το λάρυγγά του και τον Ιούλιο του 1932 οι γιατροί διαγιγνώσκουν καρκίνο του λάρυγγα. Πηγαίνει στην Αθήνα όπου εισάγεται σε νοσοκομείο και του γίνεται τραχειοτομία. Μετά από τετράμηνη παραμονή στην Αθήνα, επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια όπου και το επόμενο έτος, 1933, στις 29 Απριλίου, μέρα των γενεθλίων του, πεθαίνει.


Το «πάθος» του Κ.Π. Καβάφη

Ο Καβάφης είχε ένα μεγάλο «πάθος», μια παρεκτροπή από τα συνήθη που οι περισσότεροι μελετητές του έργου και της ζωής του θεωρούν ότι πρόκειται για την ομοφυλοφιλική ερωτική ζωή του ποιητή.

Χαρακτηριστικές του ψυχοπνευματικού βασανισμού του είναι οι βραχυγραφημένες σημειώσεις που κρατά:
«Πρέπει αλύγιστα να επιβάλω στον εαυτό μου ένα τέρμα εώς την 1η Απριλίου, διαφορετικά δεν θα μπορέσω να ταξιδέψω. Θ’ αρρωστήσω και πώς θα περάσω τη θάλασσα, και πώς, αρρωστημένος θ’ απολαύσω το ταξίδι μου;
16 Μαρτίου: Μεσάνυχτα. Υπέκυψα εκ νέου. Απελπισία, απελπισία, απελπισία. Καμιά ελπίδα δεν υπάρχει. Παρεκτός αν σταματήσω ως τις 15 Απριλίου. Ο θεός βοηθός.»

και κάπου αλλού:
«Υφίσταμαι μαρτύριο. Σηκώθηκα και γράφω τώρα. Τί θα κάμω και τι θα γίνει; Τί να κάνω; …Βοήθεια. Είμαι χαμένος.»

Απ’ αυτές τις σημειώσεις ενός απελπισμένου ανθρώπου που ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια καθώς και από τα ερωτικά ποιήματά του, πολλοί μελετητές έβγαλαν αβίαστα το συμπέρασμα περί της ανώμαλης σεξουαλικής συμπεριφοράς του ποιητή. Και όμως …

Ο Ατανάζιο Κατράρο, πρώτος μεταφραστής στα ιταλικά των ποιημάτων του Καβάφη και προσωπικός του φίλος, γράφει:
«Την ομοφυλοφιλία του Καβάφη τη βαραίνει ένα μεγάλο ερωτηματικό, που χρειάζεται βαθιά συνετή και αντικειμενική μελέτη και δεν αποκλείεται η απόφαση να είναι απαλλακτική. Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να προσκομίσει μια απόδειξη για το αμάρτημα που αποδίδεται στον ποιητή και ποτέ δεν βρέθηκε ανακατεμένος σ’ ένα σκάνδαλο.»

Διπλής σημασίας η παραπάνω δήλωση. Πρόκειται για δήλωση προσωπικού φίλου του ποιητή που εννοείται ότι γνωρίζει καλά τον άνθρωπο και επιπλέον αναφέρεται η έλλειψη αποδείξεων και σκανδάλων στα οποία να είχε ανακατευτεί ο ποιητής.
Σε ανάλογες βάσεις (που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν) στηρίχτηκαν, ο Στρατής Τσίρκας και ο Ι.Μ. Χατζηφώτης για να εκφράσουν την πολύ ενδιαφέρουσα άποψη ότι το «πάθος» του Καβάφη δεν ήταν η ομοφυλοφιλία του αλλά ο αυνανισμός και ο αλκοολισμός. Ηταν πολύ ντροπαλός (όπως εξάλλου ομολογείται απ’ όλους) ο ποιητής για να προχωρήσει σε κάτι περισσότερο από το «μοναχικό» πάθος του, υποστηρίζει ο Ι.Μ. Χατζηφώτης. Ετσι τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη κινούνται – σύμφωνα με τη γνώμη των δύο λογοτεχνών – στα όρια της φαντασίας και του απραγματοποίητου. Είχε τις προθέσεις ο Καβάφης αλλά δεν τις έκανε πράξη…

Για περισσότερες, όμως, πληροφορίες πάνω στο ενδιαφέρον αυτό θέμα της ζωής του Καβάφη, θα σας προτείνω το βιβλίο «Καβαφικά» του Ι.Μ. Χατζηφώτη (πήγαινε στις εκδόσεις).


Το Εργο του Κ.Π. Καβάφη

Ο Κάβαφης, όσο ζούσε, δεν εξέδωσε ποτέ ολόκληρο το ποιητικό του έργο, το οποίο, άλλωστε, συμπλήρωνε ως την τελευταία στιγμή της ζωής του. Ούτε, φυσικά, πραγματοποίησε ποτέ μια κανονικά εμπορική έκδοση. Ακολούθησε ένα δικό του, ιδιόρρυθμο σύστημα έκδοσης και κυκλοφορίας του έργου, το οποίο και προκάλεσε πολλές συζητήσεις στο χώρο των καβαφικών μελετών. Σύμφωνα με τη διδακτορική διατριβή του Γ.Π. Σαββίδη, υπήρξαν τρία διαφορετικά στάδια εκδοτικής τακτικής, σε «μονόφυλλα», «τεύχη» και «συλλογές», τα οποία αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές φάσεις στην ιστορία της καβαφικής ποίησης. Η μέθοδος των «μονόφυλλων» χρησιμοποιείται από το 1891 ως και το 1904, οπότε ο ποιητής τυπώνει το πρώτο «τεύχος» με 21 ποιήματα. Η πρώτη χρονολογική «συλλογή » του κυκλοφόρησε, ιδιωτικά πάντα κατά την πάγια τακτική του, το 1912 και η πρώτη θεματική «συλλογή» του το 1917. Για πρώτη φορά συγκεντρωμένο ολόκληρο το σώμα της αναγνωρισμένης καβαφικής ποίησης, κυκλοφόρησε το 1935 με επιμέλεια της Ρίκας Σεγκοπούλου, ενώ σήμερα κυκλοφορούν έγκυρες εκδόσεις των «αναγνωρισμένων», των «ανέκδοτων», των «αποκηρυγμένων» ποιημάτων (φροντισμένες από το Γ.Π. Σαββίδη) και των «ατελών» ποιημάτων του (από τη Ρενάτα Λαβανίνι).
Ολα τα ποιήματά του ο Καβάφης τα έγραψε στην ελληνική, με την εξαίρεση ελαχίστων από τα μέχρι το 1968 ανεκδότων ποιημάτων του.

Συνολικά τα ποιήματα που έγραψε ο Καβάφης είναι 154. Επιπλέον θα πρέπει να υπολογιστούν άλλα 75 που παρέμειναν ανέκδοτα εώς το 1968 και τα οποία βρέθηκαν στο Αρχείο του ή σε χέρια φίλων του καθώς και 27 ποιήματα που δημοσίευσε μεν ο ίδιος μεταξύ 1886 και 1898 αλλά που αργότερα τα αποκήρυξε. Ο Καβάφης έγραψε και κάποια πεζά, δοκίμια, μελέτες, μεταξύ των οποίων: «Τα Ελγίνεια Μάρμαρα», «Οι Βυζαντινοί ποιηταί», «Το Κυπριακόν ζήτημα», «Το Τέλος του Οδυσσέως», «Μία σελίς της Τρωϊκής Ιστορίας» κ.α.

Σύμφωνα με διευκρινίσεις και υποδείξεις του ποιητή, τα ποιήματά του κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ηδονικά ή αισθησιακά. Αν και στην αρχή η ποίηση του Κ.Π. Καβάφη συνάντησε την εχθρότητα και την επιφύλαξη του πνευματικού κόσμου, με τον καιρό επιβλήθηκε στη συνείδηση όλων σαν ένας ιδιόμορφος αλλά μεστός και γεμάτος με ουσιαστικό περιεχόμενο ποιητής που δεν ενδιαφερόταν για την εξωτερική εμφάνιση του στίχου του αλλά μονάχα για τον εσωτερικό στοχασμό, τη φιλοσοφική σκέψη και το στοχαστικό δίδαγμα.

Μετά θάνατον, ο Καβάφης έγινε αντικείμενο μακρόχρονης μελέτης από ποιητές και μελετητές του έργου του σε όλο τον κόσμο. Τα ποιήματά του εκδόθηκαν και εκδίδονται σε συλλογές, ενώ πρόκειται και για τον πιο πολυμεταφρασμένο Νεοέλληνα λογοτέχνη. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, ολλανδέζικα, αραβικά, γιαπωνέζικα, αρμένικα, ινδικά, σλαβικές γλώσσες και σε πάρα πολλές άλλες γλώσσες.

Στην οδό Λέψιους στην Αλεξάνδρεια, το διαμέρισμα του Καβάφη έχει μετατραπεί σε μουσείο με εκδόσεις, χειρόγραφα, μεταφράσεις, δημοσιεύματα και έργα τέχνης εμπνευσμένα από το έργο του, πλούσιο φωτογραφικό, φιλολογικό και άλλο υλικό.

Πηγή : http://cavafis.compupress.gr/bio3.htm

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/393

Ιστορικά και Μυθολογικά Πρόσωπα στο έργο του Καβάφη

Στο ποιητικό έργο του Κ.Π. Καβάφη συναντούμε πολύ συχνά αναφορές σε ιστορικές φυσιογνωμίες της Αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου καθώς επίσης και σε μυθολογικά πρόσωπα από την αρχαιοελληνική παράδοση. Σ’ αυτήν την ιστοσελίδα θα βρείτε σύντομες, «βιογραφικές» πληροφορίες γι’ αυτά τα πρόσωπα, πρωταγωνιστές σε αρκετά από τα καβαφικά ποιήματα.

Η καταγραφή των καβαφικών «ηρώων» δεν έχει ολοκληρωθεί. Σταδιακά, η σελίδα θα εμπλουτίζεται με περισσότερες πληροφορίες…


Αηνοβάρβοι(«Τα Βήματα»)
Ο οίκος στον οποίο ανήκε ο αυτοκράτορας Νέρων.

Αιμίλιος Παύλος(«Τυανεύς Γλύπτης»)
Διάσημος στρατηγός και πολιτικός της Ρώμης του 2ου αιώνα π.Χ. Νίκησε το 168 π.Χ. το βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα στη μάχη της Πύνδας και έκανε τη Μακεδονία επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Αντίοχος («Η Μάχη της Μαγνησίας»)
Ο Αντίοχος Γ’ ο Μέγας ήταν γιος του Σελεύκου Β’. Βασίλευσε στη Συρία την περίοδο 223-187 π.Χ. και έδωσε στο κράτος του μεγάλη δύναμη. Μπόρεσε να φτάσει μέχρι τις Ινδίες κατακτώντας την χώρα των Πάρθων και τη Βακτριανή και υποτάσσοντας τους βασιλείς της Αραβίας. Συμμάχησε με το Μακεδόνα Φίλιππο τον Ε’ και ολοκλήρωσε πολλές επιτυχείς εκστρατείες. Τελικά, όμως, ηττήθηκε από τους Ρωμαίους και κατέρρευσε το κράτος του.

Αντώνιος Μάρκος («Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον»)
Της Τριανδρίας (Οκταβιανός-Αντώνιος-Λέπιδος). Ο Αντώνιος υπήρξε εξαιρετικός Ρωμαίος στρατιωτικός. Το 49 π.Χ. υποστήριξε τον Ιούλιο Καίσαρα σε μια διαμάχη με τον Πομπήϊο και μετά την επικράτηση του Καίσαρα έγινε διοικητής του ιππικού. Μετά τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα ο Αντώνιος προσπάθησε να επιβληθεί στο νεαρό Οκταβιανό που ήταν θετός γιος του Καίσαρα. Ο Οκταβιανός πέτυχε (με τη βοήθεια του Κικέρωνα) να κηρυχθή ο Αντώνιος εχθρός της πατρίδας. Τελικά, μετά από μάχες και αφού συμμάχησε ο Αντώνιος με το Λέπιδο, σχηματίστηκε η γνωστή Τριανδρία, μοιράζοντας την αυτοκρατορία.
Ακολούθησε η περίφημη γνωριμία του Αντωνίου με την Κλεοπάτρα και η μεταστροφή του σε Ασιάτη ηγεμόνα μ’ όλα τα σύμβολα και τις συνήθειες που μισούσαν οι Ρωμαίοι. Στο μεταξύ, ενώ ο Μάρκος Αντώνιος και η Κλεοπάτρα ζούσαν σαν «Θεοί» στην Αίγυπτο, ο Οκταβιανός συγκέντρωνε στρατό για την οριστική συντριβή του Αντωνίου. Η καθοριστική ναυμαχία έγινε στο Άκτιο (31 π.Χ.) όπου ο στόλος του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας υπέστη πανωλεθρία. Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα αυτοκτόνησαν…

Απόλλων («Απιστία», «Η κηδεία του Σαρπηδόνος»)
Ενας από τους δώδεκα Ολύμπιους Θεούς των αρχαίων Ελλήνων, γιος της Λητώς και του Δία. Θεός του φωτός, της μαντικής, των τεχνών. Σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση, η Λητώ κυνηγημένη από την Ηρα βρήκε καταφύγιο στη Δήλο που πλανιόταν στα κύματα. Ο Δίας στερέωσε το νησί και η Λητώ γέννησε εύκολα την Αρτεμη αλλά δύσκολα τον Απόλλωνα (επειδή η Ηρα κρατούσε την Ειλείθυια, θεά του τοκετού, στον Ολυμπο). Ο Απόλλων λατρεύτηκε όσο λίγοι Θεοί σε όλη την Ελλάδα ενώ η λατρεία του διαδόθηκε και στην Ρώμη. Προστάτης της ποίησης και της μουσικής, ο Απόλλων αποτέλεσε ο ίδιος πηγή έμπνευσης για πολλούς δημιουργούς. Από τα πιο συνηθισμένα επίθετα του Απόλλωνα είναι το «Φοίβος»

Απόλλωνιος («Είγε Ετελεύτα»)
Ο Απολλώνιος γεννήθηκε 4 περίπου χρόνια πριν το Χριστό στα Τύανα. Αφού σπούδασε ελληνική φιλοσοφία και υιοθέτησε την ασκητική ζωή των Πυθαγόριων, ταξίδεψε πολύ στην Ανατολή (ακόμη και στην Ινδία) και έγινε διάσημος για τις θαυματουργές δυνάμεις του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Έφεσο. Σύμφωνα μ’ ένα μύθο εξαφανίστηκε στο ναό της Αθηνάς στη Λίνδο (της Ρόδου) ενώ σύμφωνα μ’ άλλο μύθο, εξαφανίστηκε στο ναό της Δικτύννης (Μινωϊκή θεότητα) στην Κρήτη. Πολλά από τα θαύματά του, που διηγείται ο Φιλόστρατος, έχουν καθαρές ομοιότητες με τα θαύματα του Ιησού Χριστού. Η βιογραφία του Φιλοστράτου θεωρείται ότι βασίστηκε στις αναμνήσεις του Δάμι, μαθητή του Απολλωνίου.

Αρταξέρξης («Η σατραπεία»)
Ονομα τεσσάρων βασιλέων της Περσίας. Το συγκεκριμένο ποίημα αναφέρεται στον Αρταξέρξη τον Α’ τον Μακρόχειρα. Γιος του Ξέρξη και της Ανηστρίδας, βασίλευσε 464-424 π.Χ. Στα χρόνια του ο περσικός στόλος ηττήθηκε από τον Κίμωνα στη Ρόδο και έτσι οι ελληνικές πόλεις της Ιωνίας απελευθερώθηκαν. Φιλοξένησε στην αυλή του τον εξόριστο Θεμιστοκλή στον οποίο και αναφέρεται το ποίημα «Η σατραπεία»

Αρτεμίδωρος («Μάρτιαι Ειδοί»)
Σοφιστής, προσπάθησε να προειδοποιήσει τον Ιούλιο Καίσαρα (δίδοντας του ένα σημείωμα) για το σχέδιο δολοφονίας του από τους Βρούτο και Κάσσιο.
Ένας προφήτης είχε προειδοποιήσει τον Καίσαρα να προσέχει τη 15η ημέρα του Μαρτίου («Μάρτιαι Ειδοί»), ημέρα κατά την οποία προσπάθησε να τον ενημερώσει ο Αρτεμίδωρος…

Αχαϊκή Συμπολιτεία («Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας Πολεμήσαντες»)
Η Αχαϊκή Συμπολιτεία (280-146 π.Χ.) ήταν η τελευταία απόπειρα των Ελλήνων να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους. Διαλύθηκε όταν οι διεφθαρμένοι στρατηγοί Δίαιος και Κριτόλαος ηττήθηκαν το 146 π.Χ. από το Ρωμαίο στρατηγό Μόμιο.

Αχιλλέας («Τα άλογα του Αχιλλέως», «Απιστία», «Τρώες»)
Βασιλιάς των Μυρμιδόνων της Θεσσαλίας, γιος της Θέτιδας και του Πηλέα (βλ. πιο πάνω). Ο ωραιότερος και γενναιότερος των Αχαιών στον Τρωικό πόλεμο. Η ζωή του και τα κατορθώματά του εξυμνήθηκαν από τον Ομηρο στην Ιλιάδα του. Ατρωτος σε όλο του το σώμα εκτός από την πτέρνα του, ο Αχιλλέας δολοφονήθηκε τελικά από τον Πάρη στον Τρωικό πόλεμο με ένα βέλος που τον έπληξε στην πτέρνα. Ο Αχιλλέας λατρευόταν στην Ηπειρο ως Θεός.

Βερενίκη («Καισαρίων»)
Θυγατέρα του διοικητή της Κυρήνης Μάγα και εγγονή του βασιλιά της Συρίας, Αντιόχου του Α’. Παντρεύτηκε στην Αίγυπτο τον Πτολεμαίο τον Γ’ τον Ευεργέτη, ο οποίος αμέσως μετά το γάμο τους εξεστράτευσε στην Ασία. Η Βερενίκη έταξε στην Αφροδίτη να κόψει τα όμορφα και πλούσια μαλλιά της εάν ο άνδρας της γύριζε νικητής. Ο Πτολεμαίος ο Γ’ γύρισε νικητής και η Βερενίκη θυσίασε τα μαλλιά της, κάτι που ευχαρίστησε ιδιαίτερα το λαό. Ο αυλικός αστρονόμος Κόνων ο Σάμιος είπε τότε, ότι και οι θεοί ευχαριστήθηκαν με την πράξη της Βερενίκης και για το λόγο αυτό πήραν τα μαλλιά της και τα μετέβαλαν σε αστερισμό, τον “Πλόκαμο της Βερενίκης”.

Γάλβας (Σέρβιος-Σουλπίκιος) («Η διορία του Νέρωνος»)
Ρωμαίος αυτοκράτορας για επτά μήνες μετά το θάνατο του Νέρωνα (68 μ.Χ.).
Ο Γάλβας διακρίθηκε για τις στρατηγικές του ικανότητες, τη ρητορική του δεινότητα και την αυστηρότητα των ηθών του. Το 68 μ.Χ. οι λεγεώνες της Γαλατίας τον ανακήρυξαν αυτοκράτορα, αλλά αναγνωρίσθηκε από τη Σύγκλητο της Ρώμης το 69 μ.Χ. μετά το θάνατο του Νέρωνα. Ο Γάλβας ήταν τότε 73 ετών. Δεν έμεινε, όμως, πολύ στο θρόνο γιατί σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια επανάστασης στη Ρώμη οπότε και κατέλαβε το θρόνο ο Οθωνας.

Δήμητρα («Διακοπή»)
Μιά από τους δώδεκα Ολύμπιους Θεούς των αρχαίων Ελλήνων, κόρη της Ρέας και του Κρόνου, αδερφή του Δία με τον οποίο απέκτησε την Περσεφόνη. Η Δήμητρα, σύμφωνα με την αρχαιοελληνική μυθολογία, υπήρξε προστάτρια της γεωργίας και δίδαξε στον άνθρωπο την καλλιέργεια της γης. Η Δήμητρα λατρεύτηκε από τις πρώτες γεωργικές φυλές που εγκατστάθηκαν στην Ελλάδα. Πιο γνωστός και μυστηριακός τόπος λατρείας της (και της κόρης της) υπήρξε η Ελευσίνα με τα γνωστά Ελευσίνια Μυστήρια.

Δημήτριος ο Πολιορκητής («Ο Βασιλεύς Δημήτριος»)
Μακεδόνας βασιλιάς (337-283 π.Χ.). Το 310 π.Χ. κατέλαβε την Αθήνα και στη συνέχεια άλλες ελληνικές πόλεις αλλά νικήθηκε στην Ιψό το 301 π.Χ. από τις δυνάμεις Κασσάνδρου, Σελεύκου, Λυσιμάχου, Πτολεμαίου. Το 288 π.Χ. τον εγκατέλειψαν οι Μακεδόνες στρατιώτες του, κουρασμένοι από τις διαρκείς μάχες, για να ενταχθούν στο στρατό του αντιπάλου του, Πύρρου, βασιλιά της Ηπείρου.

Δημήτριος Σωτήρ («Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.Χ.)», «Η δυσαρέσκεια του Σελευκίδου», «Η Μάχη της Μαγνησίας», «Οροφέρνης»)
Εγγονός του Αντιόχου Γ’ του Μεγάλου που ηττήθηκε από τους Ρωμαίους στη Μαγνησία το 190 π.Χ. και υιός του Σελεύκου Δ’. Ο Δημήτριος πέρασε τη νιότη του στη Ρώμη ως όμηρος ενώ ο θείος του, Αντίοχος Δ’ Επιφανής, σφετερίστηκε το θρόνο της Συρίας και κατόπιν τον παρέδωσε στον υιό του, Αντίοχο Ε’. Το 162 π.Χ., ο Δημήτριος απέδρασε από τη Ρώμη, ανέκτησε το θρόνο του και αγωνίστηκε για την ενότητα της Συρίας. Οι ικανότητές του φόβισαν τους γείτονές του και ανάγκασαν τους Ρωμαίους να τον παρακολουθούν στενά. Απέκτησε εχθρούς ακόμα και ανάμεσα σ’ αυτούς που είχε προστατέψει («Οροφέρνης»). Έγινε δύστροπος και μέθυσος. Το 150 π.Χ. ηττήθηκε και σκοτώθηκε απ’ ένα διεκδικητή του θρόνου, τον Αλέξανδρο Βάλα που είχε εξαγοραστεί από τον πρώην σατράπη της Βαβυλώνας, Ηρακλείδη, τον Άτταλο Β’ της Περγάμου και τον Πτολεμαίο ΣΤ’ Φιλομήτωρα.

Δίας (Ζευς) («Η κηδεία του Σαρπηδόνος», «Τα άλογα του Αχιλλέως»)
Ενας από τους δώδεκα Ολύμπιους Θεούς των αρχαίων Ελλήνων, γιος του Κρόνου και της Ρέας. Ο ανώτερος όλων των Θεών. Η Αρχή, το κέντρο και το στήριγμα του Σύμπαντος. Σύμφωνα με το μύθο, ο Κρόνος που είχε εκθρονίσει τον πατέρα του και φοβόταν μήπως πάθει το ίδιο από τα παιδιά του, τα κατάπινε αμέσως μετά τη γέννησή τους. Η Ρέα, όμως, γέννησε το Δία και ξεγέλασε τον Κρόνο δίνοντάς του να καταπιεί ένα λιθάρι. Ο Δίας που γεννήθηκε στη Δίκτη, ανατράφηκε από τις νύμφες του βουνού (με αμβροσία και νέκταρ), καταδίωξε τον πατέρα του, τον ανάγκασε να ξεράσει τα αδέρφια του (Αδη και Ποσειδώνα) και τον εκθρόνισε. Πατέρας Θεών και Ανθρώπων ο Δίας, λατρευόταν ως δημιουργός των πάντων.

Διόνυσος («Η συνοδεία του Διονύσου»)
Ενας από τους δώδεκα Ολύμπιους Θεούς των αρχαίων Ελλήνων, γιος του Δία και της Σεμέλης, προστάτης των γονιμοποιών δυνάμεων της γης. Η λατρεία του Διονύσου ήταν διαδεδομένη σ’ όλη την Ελλάδα. Ο Διόνυσος θεωρούνταν Θεός του γλεντιού, της αμπέλου, του ατέρμονου ανοιξιάτικου εορτασμού. Ονομαστοί και οι συνοδοί του Θεού, οι θεότητες Μαινάδες που τον συνόδευαν χορεύοντας με μανία γύρω του και οι Σάτυροι (βλ. Σάτυροι), θεότητες που εκπροσώπευαν τη γονιμότητα της φύσης και θεωρούνταν ακόλαστοι, ζωόμορφοι μέθυσοι.

Εκάβη («Τρώες»)
Μυθολογικό πρόσωπο. Γυναίκα του Πριάμου (βλ. Πρίαμος), βασιλιά της Τροίας. Η Εκάβη υπήρξε υπόδειγμα πιστής συζύγου και στοργικής μητέρας. Μετά την άλωση της Τροίας από τους Αχαιούς, η Εκάβη έγινε δούλη των νικητών. Στην τραγωδία «Εκάβη» του Ευριπίδη, η μητέρα του Εκτορα, αφού είδε όλα της τα παιδιά σκοτωμένα, μεταμορφώνεται από τους Θεούς σε σκύλα.

Ενδυμίων («Ενώπιον του αγάλματος του Ενδυμίωνος», «Των Εβραίων (50 μ.Χ.)»)
Μυθολογικό πρόσωπο. Υιός του Διός και της Καλύκης. Κατά το μύθο, ο Ενδυμίων ήταν ο πιο όμορφος από τους θνητούς. Ένα βράδυ τον είδε η Σελήνη την ώρα που κοιμόταν σε μια σπηλιά του όρους Λάτμου και τον ερωτεύθηκε. Για να μπορεί να τον βλέπει άνετα παρακάλεσε το Δία να τον αφήσει να κοιμάται αιώνια. Ένας άλλος μύθος λέει ότι ο ίδιος ο Ενδυμίων παρακάλεσε το Δία να μη γεράσει ποτέ, αλλά να παραμένει βυθισμένος σε αιώνιο ύπνο. Πάντως, ο ύπνος του Ενδυμίωνος έμεινε παροιμιώδης. «Ενδυμίωνος ύπνον καθεύδεις» έλεγαν σ’ αυτούς που κοιμούνταν βαθειά… Πολλοί ποιητές και πεζογράφοι ασχολήθηκαν με τον Ενδυμίωνα και πολλές παραδόσεις υπάρχουν γι’ αυτόν.

Εριννύες(«Τα Βήματα»)
Στην ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία, οι Εριννύες ήταν τρία (κατά Ευριπίδη) φρικιαστικά γυναικεία πνεύματα (Αλητώ – οργή και μανία, Τισιφόνη – εκδίκηση του φόνου και Μέγαιρα – μίσος και φθόνος) που κατεδίωκαν ατιμώρητους εγκληματίες (προσωποποίηση των τύψεων συνείδησης). Σαν έργο τους είχαν την τιμωρία κάθε κακής πράξεως. Για τις Εριννύες υπάρχουν πάρα πολλοί μύθοι. Κατά τον Ησίοδο, οι Εριννύες γεννήθηκαν από τις σταγόνες αίματος του Ουρανού μετά τον τραυματισμό του από το γιο του, Κρόνο. Κατά τον Αισχύλο, οι Εριννύες ήταν θυγατέρες της μάυρης Νυκτός ενώ κατά το Σοφοκλή της Γης και του Σκότους.

Ερμής («Τυανεύς Γλύπτης»)
Ένας από τους δώδεκα Ολύμπιους Θεούς των αρχαίων Ελλήνων, γιος του Δία και της μεγαλύτερης και ωραιότερης από τις θυγατέρες του Άτλαντος, της Μαίας. Σύμβολο του Ερμή ήταν το «κηρύκειο», μια ράβδος δηλαδή που του χάρισε ο Ήφαιστος. Για τον Ερμή υπάρχουν πολλοί μύθοι σχετικοί με τις ικανότητες του και τα ελαττώματά του. Ένα από τα σοβαρότερα ελαττώματα του Θεού ήταν η κλοπή. Εξαιτίας της πανουργίας του, της ευκινησίας και της ρωμαλεότητός του, χρησιμοποιήθηκε από το Δία σαν κήρυκας και αγγελιοφόρος. Επίσης, ένα από τα κύρια έργα του Ερμή ήταν να οδηγεί τις ψυχές στον Άδη. Γι αυτό το λόγο λέγεται και Ψυχοπομπός. Θεωρείται, επίσης, προστάτης του εμπορίου (Κερδώος, Εμποραίος, Αγοραίος κλπ.)

Εφιάλτης («Θερμοπύλες»)
Γιος του Ευρυδήμου. Πρόδωσε τους Ελληνες στη μάχη των Θερμοπυλών. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Εφιάλτης πρότεινε στον Ξέρξη να οδηγήσει το στρατό του από ένα μονοπάτι στο στενό των Θερμοπυλών όπου οι 300 του Λεωνίδα αντιστέκονταν σθεναρά στις επιθέσεις των πολύ πιο ισχυρών Περσών. Μετά την προδοσία του ο Εφιάλτης επικηρύχθηκε, κρύφτηκε αλλά τελικά δολοφονήθηκε από έναν Αθηναίο.

Ηρώδης Αττικός («Ηρώδης Αττικός»)
Έλληνας ρήτορας, υιός του Αθηναίου Αττικού. Πέρασε τη νεότητά του στην Αθήνα σπουδάζοντας φιλοσοφία. Ήταν περίφημος για τη ρητορική του ικανότητα, την πολυμάθειά του και τη σοφία του. Υπήρξε επιμελητής των Παναθηναίων και θερμός θιασώτης του Πλάτωνα. Για κάποιο χρονικό διάστημα πέρασε από τη Ρώμη, όπου υπήρξε δάσκαλος του Μάρκου Αυρήλιου. Αργότερα ξαναγύρισε στην Αθήνα και χρησιμοποίησε τον τεράστιο πλούτο του (λέγεται ότι ανακάλυψε ένα θησαυρό στο σπίτι του) για να κοσμήσει την πόλη με σπουδαία οικοδομήματα, ανάμεσα στα άλλα και το περίφημο Ωδείο που υπάρχει ακόμη και σήμερα και φέρει το όνομά του.

Ηρώδης Α’ ο Μέγας («Αριστόβουλος»)
Υιός του Αντίπατρου και της Κύπρου. Σε ηλικία 25 ετών έγινε στρατηγός, διοικητής της Γαλιλαίας. Έλαβε διάφορα αξιώματα επί της Ιουδαίας από τον Κάσσιο, που μονάχα Ρωμαίοι στρατηγοί λάβαιναν μέχρι τότε. Πήρε γυναίκα του την εγγονή του βασιλιά Υρκανού γιατί μπόρεσε να αποκρούσει το κίνημα του Αντιγόνου του Ασμοναίου. Ο Αντίγονος, όμως, μπόρεσε να τον νικήσει και να γίνει βασιλιάς της Ιουδαίας. Τότε, ο Ηρώδης πήγε στη Ρώμη και κατόρθωσε να ανακηρυχθεί βασιλιάς της Ιουδαίας. Το 37 π.Χ. με τη βοήθεια ρωμαϊκών λεγεώνων μπήκε νικητής στα Ιεροσόλυμα και ανακηρύχθηκε επίσημα βασιλιάς αφού εξόντωσε κάθε πολιτικό αντίπαλό του ακόμα και τη γυναίκα του που ανήκε στους αντιπάλους του. Φίλος του ελληνικού πολιτισμού, έκανε πολλά έργα προόδου και πολιτισμού. Στα τελευταία έτη της βασιλείας του, διέταξε τη σφαγή των νηπίων (14000) για να σκοτώσει μεταξύ αυτών και το νεογέννητο Ιησού. Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται ως αιμοχαρής τύραννος…

Θάνατος («Η κηδεία του Σαρπηδόνος»)
Θεός των αρχαίων Ελλήνων, γιος της Νύκτας. Προσωποποίηση του θανάτου. Κατά τον Ομηρο, ο Θάνατος είναι δίδυμος αδερφός του Υπνου. Ο μύθος του Θανάτου διατηρήθηκε ακόμα και στα βυζαντινά χρόνια (ακριτικά τραγούδια).

Θεόδοτος («Ο Θεόδοτος»)
Σοφιστής από τη Σάμο. Εζησε κατά τον 1ο π.Χ. αιώνα. Διδάσκαλος του Πτολεμαίου του ΙΒ’, τον συμβούλεψε να σκοτώσει τον Πομπήιο για να αποκτήσει την εύνοια του Ιούλιου Καίσαρα όπως και έγινε. Τελικά, κατέφυγε στη Μ. Ασία όπου και δολοφονήθηκε από το Βρούτο.

Θεόκριτος («Το πρώτο σκαλί»)
Ενας από τους μεγαλύτερους αρχαίους Ελληνες ποιητές των ελληνιστικών χρόνων. Πρέπει να γεννήθηκε τον 4 π.Χ. αιώνα στην Κω και να μεγάλωσε στις Συρακούσες. Βέβαιο θεωρείται ότι έζησε για ένα διάστημα και στην Αλεξάνδρεια. Ο Θεόκριτος καθιέρωσε το «ειδύλλιο» και τη βουκολική ποίηση. Επηρέασε πολλούς σύγχρονους και μεταγενέστερούς του ποιητές.
Στο συγκεκριμένο ποίημα, ο Θεόκριτος συμβουλεύει ένα νέο ποιητή να μην επιζητά τη γρήγορη καταξίωση και να μην μειώνει τη σημασία αυτών που έχει ήδη πετύχει.

Θέτις («Διακοπή», «Απιστία»)
Θαλάσσια θεότητα, κόρη του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδας, μητέρα του ήρωα του Τρωικού πολέμου, Αχιλλέα. Η Θέτις παντρεύτηκε το θνητό Πηλέα για να επαληθευτεί μια προφητεία που έλεγε ότι ο γιος που θα αποκτούσε θα ήταν ανώτερος από τον πατέρα του. Η Θέτις έκανε αθάνατο το γιο της Αχιλλέα λούζοντάς τον στα νερά της πηγής Στύγας (εκτός από το σημείο απ’ όπου τον κρατούσε, «Αχίλλειος πτέρνα»). Ως θεότητα λατρευόταν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και κυρίως στη Θεσσαλία (λόγω Πηλέα).

Καισαρίων (Πτολεμαίος ΙΔ’ ο Καισαρίων) («Καισαρίων», «Αλεξανδρινοί Βασιλείς», «Τυανεύς Γλύπτης»)
Γιος του Ιουλίου Καίσαρα και της Κλεοπάτρας. Γεννήθηκε το 47 π.Χ. και ανακηρύχθηκε βασιλιάς από την Κλεοπάτρα σε ηλικία 3 ετών (αναγνωρίστηκε μάλιστα και απο το αιγυπτιακό ιερατείο και από τη Ρωμαϊκή Τριανδρία). Οταν η Κλεοπάτρα αναγκάσθηκε να αυτοκτονήσει, για να τον προφυλάξει από τον Οκταβιανό τον παρέδωσε στον παιδαγωγό του Θεόδωρο μαζί με πολλούς θησαυρούς. Αυτός τον οδήγησε στην Αιθιοπία και από τότε χάθηκαν τα ίχνη του.

Κλεοπάτρα («Καισαρίων»)
Ονομα διαφόρων γυναικών της ελληνικής αρχαιότητας. Πιο γνωστές οι Κλεοπάτρες της δυναστείας των Πτολεμαίων στην ελληνιστική Αίγυπτο.
Η περιφημότερη Κλεοπάτρα (στην οποία αναφέρεται και το ποίημα) ήταν η Κλεοπάτρα Ζ’ η Φιλοπάτωρ. Περίφημη για την ομορφιά αλλά και το πνεύμα της, η Κλεοπάτρα γεννήθηκε το 69 π.Χ. και ανέβηκε στο θρόνο της Αιγύπτου σε ηλικία 17 ετών μετά το θάνατο του πατέρα της Πτολεμαίου του ΙΑ’, ενώ παράλληλα παντρεύτηκε το νεαρό αδερφό της Πτολεμαίο ΙΒ’ που ήταν μόλις 10 ετών.
Η Κλεοπάτρα δεν ήταν μόνον πανέμορφη αλλά επίσης απίστευτα μορφωμένη, πολύγλωσση, πνευματώδης. Με τη γοητεία της κατέκτησε τον Καίσαρα ο οποίος και την αποκατέστησε στο θρόνο της Αιγύπτου (από τον οποίο είχε χάσει τα δικαιώματά της εξαιτίας του αδερφού και συζύγου της) και με τον οποίο απέκτησε ένα γιο που ονόμασε Καίσαρα και οι Αλεξανδρινοί αποκαλούσαν Καισαρίωνα. Η συμπεριφορά του Καίσαρα προκάλεσε αντιδράσεις στη Ρώμη ενώ και η Κλεοπάτρα αντιμετώπισε θύελλα αντιδράσεων στην Αίγυπτο που την ανάγκασε να προκαλέσει το θάνατο του Πτολεμαίου ΙΓ’ (μικρότερου αδερφού της και συζύγου της μετά το θάνατο του ΙΒ’) και να ανεβάσει στο θρόνο τον Καισαρίωνα που ήταν μόλις 3 ετών.
Την ίδια εποχή ο Καίσαρας έπεφτε θύμα δολοφονίας στη Ρώμη (44 π.Χ.). Από τις ταραχές που ακολούθησαν στη Ρώμη νικητές βγήκαν οι οπαδοί του Καίσαρα, Οκταβιανός και Μάρκος Αντώνιος, οι οποίοι και χώρισαν την Αυτοκρατορία στα δύο, στη Δύση (για τον Οκταβιανό) και στην Ανατολή (για τον Αντώνιο). Η Κλεοπάτρα είδε στο πρόσωπο του Μάρκου Αντωνίου ένα μελλοντικό παγκόσμιο ηγέτη και τον τύλιξε στον ιστό της γοητείας της. Τελικά, όμως, η αντιπαράθεση Οκταβιανού-Μάρκου Αντώνιου έληξε με τη συντριβή του δεύτερου (στο Ακτιο) και το θάνατό του. Η δε Κλεοπάτρα όταν είδε ότι όλα πια ήταν χαμένα και ο Οκταβιανός απέφευγε να τη συναντήσει για να μην πέσει θύμα της γοητείας της, αυτοκτόνησε (με το δήγμα του φιδιού ασπίς κατά την παράδοση)…

Κομνηνή Άννα («Άννα Κομνηνή»)
Η Άννα Κομνηνή (1083-1146) ήταν η μεγαλύτερη θυγατέρα του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού και της Ειρήνης. Προσπάθησε ματαίως να αδράξει το θρόνο από τον αδερφό της Ιωάννη II για το σύζυγό της, Νικηφόρο, του οποίου ο θάνατος το 1137 την οδήγησε να αποσυρθεί σε μοναστήρι, όπου και επιδόθηκε στη συγγραφή της Αλεξιάδος, μιας 15τομης βιογραφίας του πατέρα της.

Κομνηνός Αλέξιος («Άννα Δαλασσηνή»)
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου και ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών (1081-1118). Όταν ο Αλέξιος έγινε αυτοκράτορας, το Βυζαντινό κράτος βρισκόταν σε κακά χάλια από τα σφάλματα και την κακή διοίκηση των προκατόχων του. Ο Αλέξιος, όμως, κατόρθωσε να ανυψώσει και πάλι το κράτος εσωτερικώς και εξωτερικώς γιατί τον διέκριναν στρατιωτικά και πολιτικά χαρίσματα και είχε την ικανότητα να διαλέγει τους πιο άξιους για συνεργάτες του. Αντιμετώπισε επιτυχώς εχθρούς του Βυζαντίου, προστάτεψε τα γράμματα, αναδιοργάνωσε τη διοίκηση, βοήθησε την Εκκλησία…

Κομνηνός Μανουήλ («Μανουήλ Κομνηνός»)
Βυζαντινός αυτοκράτορας (1143-1180 μ.Χ.). Ήταν ο τέταρτος υιός του Ιωάννη του Β’. Αναδείχθηκε λαμπρός ηγεμόνας, θαρραλέος πολεμιστής, ικανότατος στρατηγός, επιδέξιος διπλωμάτης και πολιτικός με μεγάλα και τολμηρά οράματα. Παρά τις ικανότητές του, το Βυζάντιο στα χρόνια της βασιλείας του, υπέστη μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές στην ιστορία του με τη μάχη του Μυριοκεφάλου, στην οποία οι Βυζαντινοί υπέστησαν συντριβή από το στρατό των Τούρκων που μ’ αυτό τον τρόπο εξασφάλισαν τη διαρκή παρουσία τους στη Μικρά Ασία. Στα χρόνια του, επίσης, οργανώθηκε η Δεύτερη Σταυροφορία των δυτικών κατά των μουσουλμάνων, η οποία οδηγήθηκε σε παταγώδη αποτυχία ενώ παράλληλα προξένησε και μεγάλες καταστροφές, λεηλασίες κλπ. στις Βυζαντινές επαρχίες από τις οποίες πέρασαν οι Σταυροφόροι…

Κύκλωπες («Ιθάκη»)
Μυθολογικά πρόσωπα, γίγαντες που αναφέρονται και στην Ομηρική Οδύσσεια. Το χαρακτηριστικό των Κυκλώπων πέρα από το υπερφυσικό μέγεθός τους και την τεράστια δύναμή τους, ήταν το ένα και μοναδικό μάτι που διέθεταν στη μέση του μετώπου τους. Κατά τον Ησίοδο, οι Κύκλωπες και οι Εκατόγχειρες έδωσαν τη νίκη στο Δία στον πόλεμό του εναντίον των Τιτάνων. Στον Ομηρο οι Κύκλωπες είναι ένας λαός άγριος, απολίτιστος με τεράστια δύναμη και το γνωστό κυκλικό μάτι στο μέτωπο. Ο Οδυσσέας φθάνει στην χώρα των Κυκλώπων όπου ένας απ’ αυτούς, ο Πολύφημος, καταβροχθίζει συντρόφους του εώς ότου ο πολυμήχανος βασιλιάς της Ιθάκης κατορθώνει να τον ξεγελάσει και να τον τυφλώσει.

Κωνστάντιος Β’ («Τα επικίνδυνα»)
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (337-361 μ.Χ.). Υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου και της Φαύστας. Αμέσως μετά το θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου, οι διάδοχοι του ήρθαν σε σύγκρουση μεταξύ τους. Στο τέλος απέμεινε μόνος κύριος της αυτοκρατορίας ο Κωνστάντιος. Διασώθηκαν μόνο δύο ξαδέρφια του που ο Κωνστάντιος τα έκλεισε σε μοναστήρι και τα επιτηρούσε αυστηρά.
Ήταν άνθρωπος φιλύποπτος, μικρόψυχος και πάρα πολύ αυταρχικός, σκληρός, φθονερός και εκδικητικός. Η εποχή που βασίλευσε χαρακτηρίζεται από μεγάλες θρησκευτικές ταραχές που τις προκάλεσε ο ίδιος. Επειδή ήταν οπαδός της αίρεσης του Αρείου, πολέμησε με πάθος την ορθοδοξία και σε Σύνοδο που συγκάλεσε στο Ρίμινι (359 μ.Χ.) ανακήρυξε τον Αρειανισμό επίσημο δόγμα της αυτοκρατορίας. Στο εξωτερικό και περισσότερο στην Ανατολή, είχε μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες. Με τη βοήθεια του ξαδέρφου του, Ιουλιανού, επικράτησε των εχθρών του και στη Δύση. Πέθανε στην Κιλικία δίνοντας την ευκαιρία στον ξάδερφο του να μείνει μόνος κύριος της αυτοκρατορίας…

Λαγίδες («Η δόξα των Πτολεμαίων»)
Μία από τις δυναστείες των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου στην Αίγυπτο. Γνωστοί και ως Πτολεμαίοι. Ο Λάγος που καταγόταν από τη Μακεδονία και ήταν πατέρας του Πτολεμαίου του Α’, έδωσε το όνομά του στη δυναστεία. Οι Λαγίδες ήταν η ισχυρότερη δυναστεία της ελληνιστικής Αιγύπτου και συνέβαλε ουσιαστικά στην ανάπτυξη του ελληνιστικού πολιτισμού στη χώρα.

Λαιστρυγόνες («Ιθάκη»)
Μυθολογικός λαός γιγάντων που αναφέρεται στην Ομηρική Οδύσσεια. Στο έπος του Ομήρου ο Οδυσσέας αναγκάζεται να πολεμήσει τους γίγαντες Λαιστρυγόνες με αποτέλεσμα να χάσει όλα τα πλοία του εκτός από ένα και πάρα πολλούς από τους συντρόφους του.

Λάρητες(«Τα Βήματα»)
Θεότητες των Ρωμαίων (πιθανώς πνεύματα των προγόνων) που παριστάνονται με μορφή εφήβων ή νέων. Ήταν προστάτες των εργασιών στην ύπαιθρο, των δρόμων, των ακτών, των σπιτιών και των οικογενειών. Γι αυτό τους παρίσταιναν να στέκονται μπροστά στη θύρα ή κοντά στην εστία. Τα Λαράρια ήταν οι τελετές αφιερωμένες σ’ αυτές τις θεότητες.

Λουκιανός («Ούτος Εκείνος»)
Από τους μεγαλύτερους αρχαίους, Έλληνες σοφιστές. Έζησε κατά το 2ο π.Χ. αιώνα. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του, τη Συρία και κατόπιν πήγε στην Ιωνία όπου φοίτησε σε διάφορες σχολές και έμαθε τη ρητορική. Περιπλανήθηκε για αρκετά χρόνια διδάσκοντας ρητορική και τελικά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου και έμεινε 20 χρόνια. Σ’ αυτό το διάστημα έγραφε φιλοσοφικούς διαλόγους σε χαριτωμένο, κοροϊδευτικό ύφος. Μπήκε στην υπηρεσία του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεβήρου και τοποθετήθηκε ως ανώτερος δικαστικός στην Αλεξάνδρεια όπου και πέθανε. Ο Λουκιανός σατύρισε στους διαλόγους του τους Θεούς, τους φιλοσόφους και τις ανθρώπινες αντιλήψεις.
Ο τίτλος του ποιήματος είναι μια φράση από το έργο του Λουκιανού “Το Όνειρο”.

Μέθη («Η συνοδεία του Διονύσου»)
Προσωποποίηση του μεθυσιού, κατώτερη θεότητα της Διονυσιακής συνοδείας.

Μετάνειρα («Διακοπή»)
Μυθολογικό πρόσωπο. Σύζυγος του Κελεού και μητέρα του Τριπτολέμου και του Δηιφώντος. Οταν η Δήμητρα αναζητούσε την κόρη της Περσεφόνη, φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Κελέου. Για να τον ευχαριστήσει αποφάσισε να κάνει αθάνατο το γιο του Δηιφώντα. Οταν όμως αποπειράθηκε να τον περάσει μέσα από τις φλόγες για να καούν οι θνητές σάρκες του, η Μετάνειρα -παρεξηγώντας τις προθέσεις της Δήμητρας- έβαλε τις φωνές με αποτέλεσμα να προκληθεί ταραχή μέσα στην οποία κάηκε ο άτυχος Δηιφών. Σε αυτό το μύθο αναφέρεται και το ποίημα «Διακοπή»

Μιχαήλ Γ’ ο Μέθυσος (842-867)(«Ίμενος»)
Γιος του Θεόφιλου και της Θεοδώρας, εγγονός του Μιχαήλ Β’ του Τραυλού. Διαδέχτηκε τον πατέρα του στο θρόνο σε ηλικία 3 ετών. Ο θείος του και επίτροπος παραμέλησε επίτηδες την ανατροφή του με αποτέλεσμα να καταντήσει ο Μιχαήλ ένας μέθυσος και ανίκανος να ασκήσει την εξουσία. Τα αποτελέσματα υπήρξαν καταστροφικά για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι Φράγκοι κατέλαβαν τις Βυζαντινές κτήσεις στην Απουλία και Καλαβρία, οι Άραβες έκαναν εισβολή στη Μικρά Ασία. Τελικά ο Μιχαήλ έδωσε διαταγή να σκοτώσουν το θείο του Βάρδα, κι αναγόρευσε συμβασιλέα τον Βασίλειο τον Μακεδόνα, ο οποίος και το δολοφόνησε για να μείνει μόνος του στο θρόνο.

Νέρων («Η διορία του Νέρωνος», «Τα Βήματα»)
Ονομα που έφερε κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους ο κλάδος των Τιβερίων.
Ο πλέον γνωστός (στον οποίον αναφέρεται και το ποίημα) ήταν ο Λούκιος Δομίτιος Αχενόβαρβος (όπως ήταν αρχικά το όνομά του), αυτοκράτορας της Ρώμης κατά το διάστημα 54-68 μ.Χ. Ο Νέρων ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας σε ηλικία 17 ετών μετά τις συνήθεις, στην αρχαία Ρώμη, δολοπλοκίες και δολοφονίες. Κατά τα πρώτα 5 έτη ο Νέρων βασίλευσε με φρόνηση και με επιτυχίες. Στη συνέχεια, όμως, η απίστευτη ματαιοδοξία του και τα ακόλαστα πάθη του εκδηλώθηκαν με το χειρότερο τρόπο για το δύσμοιρο Ρωμαϊκό λαό που αναγκάστηκε να υπομένει όλες τις ιδιοτροπίες του με αποκορύφωμα τον εμπρησμό της Ρώμης και τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Τελικά και αφού ο Νέρων εκδήλωσε την παραφροσύνη του σε όλο της το «μεγαλείο», έμεινε μόνος απέναντι στην οργή του λαού και οδηγήθηκε στην αυτοκτονία…

Οροφέρνης («Οροφέρνης»)
Υιός του Αριαράθου του Δ’ της Καππαδοκίας. Η μητέρα του ήταν η κόρη του Αντιόχου του Γ’ του Μεγάλου και η γιαγιά του, Στρατονίκη, ήταν η κόρη του Αντιόχου του Β’ της Συρίας. Προστατευόμενος του Δημητρίου της Συρίας που τον βοήθησε να ανέλθει στο θρόνο της Καππαδοκίας το 157 π.Χ. Αργότερα προσπάθησε να σφετεριστεί το θρόνο του προστάτη του.

Πάτροκλος («Η κηδεία του Σαρπηδόνος», «Τα άλογα του Αχιλλέως», «Τυανεύς Γλύπτης»)
Μυθολογικός ήρωας του Τρωικού πολέμου, φίλος του Αχιλλέα. Κατά την «μήνιν» του Αχιλλέα, ο Πάτροκλος δανείστηκε τα όπλα του φίλου του και μεταμφιεσμένος σε Αχιλλέα έτρεψε σε φυγή τους Τρώες που εκμεταλλευόμενοι την απουσία του Αχιλλέα είχαν προχωρήσει επικίνδυνα προς τα πλοία των Αχαιών. Ομως ο Πάτροκλος παρασύρθηκε και κατεδίωξε τους Τρώες στην πόλη τους όπου και δολοφονείται από τον Εκτορα με τη βοήθεια του προστάτη της πόλης, Απόλλωνα.

Πηλέας («Διακοπή», «Απιστία», «Τα άλογα του Αχιλλέως»)
Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Μυρμιδόνων της Φθίας της Θεσσαλίας. Γιος του βασιλιά της Αίγινας Αιακού. Σύμφωνα με τους μύθους ο Πηλέας έλαβε μέρος στην εκστρατεία του Ηρακλή κατά της Τροίας και στην Αργοναυτική εκστρατεία. Μετά την επιστροφή του έλαβε για δεύτερη γυναίκα του (πρώτη ήταν η Αντιγόνη κόρη του βασιλιά της Φθίας Ευρυτίωνος η οποία και αυτοκτόνησε) τη Θέτιδα, από την οποία απέκτησε τον Αχιλλέα.

Πομπήιος («Ο Θεόδοτος», «Τυανεύς Γλύπτης»)
Γναίος Πομπήιος ο Μέγας (106-48 π.Χ.). Πολιτικός και στρατιωτικός. Ο Πομπήιος αναδείχτηκε σε πολύ σημαντική στρατιωτική και πολιτική φυσιογνωμία μετά τις νίκες του εναντίον των στρατευμάτων του Μαρίου στην Απουλία καθώς και τις εκστρατείες του στη Σικελία και στην Αφρική. Εμεινε γνωστός για την καταστολή επαναστάσεων όπως αυτή του δούλου Σπάρτακου και τη συντριβή των πειρατών της Μεσογείου. Μετά από πολύ σπουδαίες στρατιωτικές επιτυχίες (όπως η νίκη επί του Μιθριδάτη, η υποταγή του βασιλιά της Αρμενίας, η κατάκτηση του Πόντου και των Ιεροσολύμων), ο Πομπήιος ήρθε σε σύγκρουση με τον Καίσαρα (διαλύοντας την τριανδρία Καίσαρα/Κράσσου/Πομπήιου) και ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Η καθοριστική μάχη πραγματοποιήθηκε στα Φάρσαλα, το 48 π.Χ., και ο ηττημένος στρατηλάτης Πομπήιος αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αίγυπτο όπου και δολοφονήθηκε από τον Πτολεμαίο ΙΒ’ μετά από συμβουλή του Θεόδοτου (βλ. Θεόδοτος).

Ποσειδώνας («Ιθάκη», «Τυανεύς Γλύπτης»)
Ενας από τους δώδεκα Ολύμπιους Θεούς των αρχαίων Ελλήνων, γιος του Κρόνου και της Ρέας. Θεός του υδάτινου στοιχείου. Ο Ποσειδώνας μαζί με τον αδερφό του Αδη (ή Πλούτωνα) είχε κατασπαραχθεί από τον πατέρα του Κρόνο, εώς ότου ο αδερφός του Δίας (βλ. Δίας) τον απελευθέρωσε. Ο Ποσειδώνας είχε για γυναίκα του τη θαλάσσια θεότητα Αμφιτρίτη και κατοικούσε στο βυθό της θάλασσας. Η λατρεία του ήταν διαδεδομένη σε όλη την Ελλάδα, κυριότερα όμως στα νησιά. Σημαντικό κέντρο λατρείας του ήταν η Κόρινθος (όπου υπάρχουν και σχετικά αρχαιολογικά ευρήματα) ενώ ιερά του υπήρχαν και στην Μ. Ασία και στις ελληνικές αποικίες της Ιταλίας και Σικελίας.

Πρίαμος («Τρώες»)
Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Τροίας κατά τον Τρωικό πόλεμο. Γιος του Λαομέδοντα, σύζυγος της Εκάβης με την οποία απέκτησε τον Εκτορα, τον Πάρη και άλλα παιδιά. Στον Τρωικό πόλεμο ο Πρίαμος ήταν μεγάλος σε ηλικία και δεν έλαβε μέρος στις μάχες. Μετά την άλωση της πόλης ο βασιλιάς θανατώθηκε, κατά την παράδοση, από το γιο του Αχιλλέα, Νεοπτόλεμο.

Πτολεμαίοι («Καισαρίων»)
Ονομα που έφεραν διάφοροι βασιλείς της Αιγύπτου που ανήκαν στη δυναστεία των Λαγιδών της Μακεδονίας (σε αυτούς αναφέρεται το ποίημα). Το Πτολεμαίος ήταν όνομα που έφεραν και πολλοί Αιγύπτιοι πρίγκηπες, Μακεδόνες ηγεμόνες, στρατηγοί και συγγραφείς της αρχαιότητας.

Πύρρος («Ο Βασιλεύς Δημήτριος»)
Βασιλιάς της αρχαίας Ηπείρου. Μεγάλη στρατιωτική φυσιογνωμία της αρχαιότητας. Πολύ νεαρός ανέβηκε στο θρόνο της Ηπείρου αλλά εκδιώχτηκε. Κατόρθωσε με τη βοήθεια του Πτολεμαίου της Αιγύπτου να επανακαταλάβει το θρόνο του στην Ηπειρο. Αύξησε τα όρια της βασιλείας του και επιχείρησε να συγκρουστεί με το Δημήτριο τον Πολιορκητή. Τότε πολλοί δυσαρεστημένοι Μακεδόνες ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον Πύρρο, ο οποίος εισέβαλε στη Μακεδονία και ανακηρύχτηκε από τους κατοίκους βασιλέας τους (βλ. ποίημα) . Στη συνέχεια ο μέγας στρατηλάτης πολιόρκησε και κατέκτησε και την Αθήνα. Το 286 π.Χ. ηττήθηκε από το Λυσίμαχο και αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το θρόνο της Μακεδονίας. Το 281 π.Χ. τόλμησε να εκστρατεύσει εναντίον των Ρωμαίων με σημαντικές επιτυχίες στην αρχή αλλά με σοβαρές απώλειες. Το 275 π.Χ. ηττήθηκε οριστικά και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ηπειρο. Σκοτώθηκε σε μάχη με τις δυνάμεις του Αντίγονου στο Αργος.

Ρέα («Τυανεύς Γλύπτης»)
Μυθολογικό πρόσωπο. Θυγατέρα του Ουρανού και της Γης, γυναίκα του Κρόνου και μητέρα των Ολύμπιων Θεών Ποσειδώνα, Άδη, Δία, Εστίας, Ήρας και Δήμητρας. Κατά τη μυθολογία, η Ρέα όταν ήταν έτοιμη να γεννήσει το Δία, επειδή φοβόταν μήπως τον καταπιεί κι αυτόν ο Κρόνος, όπως έκαμε και με τα προηγούμενα παιδιά τους, πήγε στην Κρήτη. Αφού γέννησε εκεί και παρέδωσε στη Νέβη το νεογέννητο, σπαργάνωσε ένα λιθάρι και το κατέθεσε στα γόνατα του Κρόνου που το κατάπιε νομίζοντάς το για το παιδί του. Η λατρεία της Ρέας ήταν αρχαιοτάτη και είχε μεταφερθεί στην Κρήτη από τη Μικρά Ασία, όπου λατρευόταν σαν η πρώτη και μεγαλύτερη απ’ όλους τους Θεούς, με το όνομα Κυβέλη. Λατρευόταν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και η λατρεία της μεταφέρθηκε και στη Ρώμη.

Σαρπηδών («Η κηδεία του Σαρπηδόνος»)
Γιος του Δία και της Λαοδαμείας. Πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο όπου και σκοτώθηκε από τον Πάτροκλο. Ο Δίας τότε διέταξε τον Απόλλωνα να καθαρίσει το σώμα του γιου του από το αίμα και τη σκόνη με αμβροσία και κατόπιν τον παρέλαβαν οι Θάνατος και Υπνος και τον μετέφεραν στη Λυκία όπου και τον έθαψαν με τιμές.

Σάτυροι («Η συνοδεία του Διονύσου»)
Μυθολογικά πρόσωπα, κατώτερες θεότητες της Διονυσιακής συνοδείας. Εκπροσώπευαν τη γονιμότητα της φύσης. Αυτές οι ακόλαστες, ερωτομανείς και οκνηρές θεότητες είχαν μορφή τράγου και επιδίδονταν διαρκώς σε ερωτοτροπίες, γλέντια και μεθύσια. Σύμφωνα με ένα μύθο, οι Σάτυροι ήταν τέκνα του Ερμή και της Ιφθίμης ή του Διονύσου και της νύμφης Νικαίας. Τα ονόματά τους ήταν: Οίνος, Οινοπίων, Ακρατος, Αμπελος, Ηδύοινος, Κώμος, Μόλπος.

Σελευκίδες («Η δόξα των Πτολεμαίων»)
Δυναστεία της ελληνιστικής Συρίας των τριών τελευταίων π.Χ. αιώνων. Ο Σέλευκος ο Α’ ο Νικάτορας έδωσε το όνομα στη δυναστεία. Η Συρία επί Σελευκιδών γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη και ο ελληνιστικός πολιτισμός διαδώθηκε ευρύτατα στη χώρα.

Σεράπιο («Ιερεύς του Σεραπίου»)
Ο διάσημος ναός στην Αλεξάνδρεια αφιερωμένος στο Σέραπι (Θεός των αρχαίων Βαβυλωνίων), που κατασκευάστηκε από τον Πτολεμαίο Α’ τον Σωτήρα, περί το 300 π.Χ. και καταστράφηκε το 392 μ.Χ. κατά τη διάρκεια διωγμών των ειδωλολατρών που ξεκίνησε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος.

Σκιπίων ο Αφρικανός («Τυανεύς Γλύπτης»)
Πόπλιος Κορνήλιος Αιμιλιανός (235-183 π.χ.). Ο μεγαλύτερος στρατηγός της εποχής του και ο δεύτερος μετά τον Καίσαρα στρατηγός της αρχαίας Ρώμης. Ήταν προικισμένος με πάρα πολλά σωματικά και πνευματικά χαρίσματα που του εξασφάλισαν την αγάπη του ρωμαϊκού στρατού. Έλαβε αξιόλογη ελληνική μόρφωση. Πέρα από τις υπόλοιπες επιτυχίες του, πιο γνωστός έγινε για τη μεταφορά του πολέμου με τους Καρχηδόνιους στην Αφρική και την εκεί συντριβή του Αννίβα. Τότε έλαβε και την προσωνυμία «Αφρικανός». Έφτασε μέχρι το αξίωμα του Προέδρου της Συγκλήτου. Πέθανε αυτοεξόριστος στο Λιτέρνο μετά τις κατηγορίες που δέχτηκε για την υπογραφή ειρήνης με τον Αντίοχο.

Τελετή («Η συνοδεία του Διονύσου»)
Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Διονύσου και της Νικαίας. Μέλος της συνοδείας του Διονύσου, προσωποποίηση του γλεντιού και των ιεροτελεστιών.

Υάκινθος («Λάνη Τάφος»)
Μυθολογικό πρόσωπο, ήρωας της Λακωνικής. Ήταν πάρα πολύ όμορφος και για την ομορφιά του τον ερωτεύτηκε ο Θεός Απόλλων. Μια ημέρα και ενώ οι δύο φίλοι αγωνίζονταν, ο Βορέας και ο Ζέφυρος, από ζήλεια γιατί ο Θεός προτιμούσε απ’ αυτούς τον όμορφο νέο, έστρεψαν το δίσκο του Απόλλωνα εναντίον του Υακίνθου και τον σκότωσαν. Από το αίμα του νεκρού νέου ξεπήδησε το γνωστό, ομώνυμο λουλούδι..

Υπνος («Η κηδεία του Σαρπηδόνος»)
Θεός των αρχαίων Ελλήνων, γιος της Νύκτας. Προσωποποίηση του ύπνου. Κατά τον Ομηρο, ο Υπνος είναι δίδυμος αδερφός του Θανάτου. Λατρευόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας.

Φίλιππος («Η Μάχη της Μαγνησίας»)
Ο Φίλιππος ο Ε’ ήταν γιος του Δημητρίου του Β’. Βασίλευσε στη Μακεδονία την περίοδο 221-179 π.Χ. και αναδείχθηκε ένας από τους πιο προικισμένους Μακεδόνες βασιλείς. Σε συμμαχία και με τον Αντίοχο Γ’ (βλ. Αντίοχος) πραγματοποίησε πολλές επιτυχείς εκστρατείες. Τελικά, όμως, ηττήθηκε από τους Ρωμαίους στη θέση «Κυνός Κεφαλαί» το 197 π.Χ. (αυτή τη φορά χωρίς τη βοήθεια του Αντιόχου) και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει όλες τις κτήσεις του στη μεσημβρινή Ελλάδα. Το 180 π.Χ. άρχιζε να ετοιμάζει κρυφά στρατό για να επιτεθεί ξανά εναντίον των Ρωμαίων αλλά δεν πρόλαβε να θέσει σε εφαρμογή τα σχέδια του γιατί πέθανε το 179 π.Χ.

Πηγή : http://cavafis.compupress.gr/people.htm

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/392

Τρία κείμενα συναντώνται: Το τραγικό ως επιβεβαίωση της ζωής


Συγγραφέας: Δάκης Μαυρουδής

Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον (Κ.Π. Καβάφης) Το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», ίσως ένα από τα πιο συγκινητικά κείμενα που έχουν γραφτεί ποτέ, μιλά στην ψυχή των ανθρώπων. Κι εδώ ακριβώς αντικρίζουμε κατάματα το μεγαλείο του ποιητή. Γιατί εκφράζει τη βαθιά, υπαρξιακή θλίψη του ανθρώπου όταν κοιτάζει πίσω στο παρελθόν. Τα όνειρα του που δεν πραγματώθηκαν, τις ελπίδες του που διαψεύσθηκαν. Τους διαδοχικούς συμβιβασμούς, άλλοτε μικρούς, άλλοτε μεγάλους. Την αίσθηση ότι η ευτυχία, η επιτυχία, η ζωή η ίδια- μια άλλη ζωή- πέρασε για μια στιγμή, ξυστά, σαν αεράκι που αγγίζει ελαφρά το μάγουλο. Η ανάμνηση της παιδικής αθωότητας, η αναπόληση της εφηβικής ρώμης, οι προσδοκίες της ενηλικίωσης θρυμματίζονται μπροστά στα κελεύσματα μιας παράλογης καθημερινότητας. Όμως όχι, ο Καβάφης δεν είναι απαισιόδοξος ποιητής. Τοποθετεί τον άνθρωπο, όρθιο και περήφανο, να αποχαιρετά με γλυκιά θλίψη τα όνειρά του που έμειναν όνειρα. Χωρίς παράπονο αλλά με μια ιδιαίτερη, ξεχωριστή συγκίνηση αποχαιρετά «την Αλεξάνδρεια που χάνεται», έτσι όπως αρμόζει στα πιο πολύτιμα πράγματα που παρόλο που δεν στερεώθηκαν και δε βλάστησαν, παραμένουν αληθινά και κομμάτι του εαυτού μας. Και η αδιαπραγμάτευτη αλήθεια που δικαιώνει τη στάση αυτή και συνάμα μεταμορφώνει την τραγικότητα, αποδιώχνοντας από μέσα της την κακομοιριά, συνίσταται στο γεγονός πως πρόκειται για μια υπόθεση που αφορά τον αγώνα του ανθρώπου με τον εαυτό του, μια καθαρά γήινη υπόθεση που επιβεβαιώνει την ίδια τη ζωή.

Ο μύθος του Σισύφου (Albert Camus) Περήφανα τραγικό παρουσιάζει τον άνθρωπο και ο Albert Camus στο μύθο του Σισύφου. Στ’ αλήθεια, δεν έχει σημασία πώς ο Σίσυφος κατέληξε να ανεβάζει στο διηνεκές ένα βράχο σε ένα βουνό. Μια μοίρα ολοφάνερα τραγική, αφού ο βράχος κατρακυλάει από την κορυφή του βουνού ξανά στις παρυφές και η όλη πράξη πρέπει να επαναληφθεί ξανά και ξανά. Ένα πραγματικό μαρτύριο, τιμωρία από τους θεούς, που φέρνει ιδρώτα, μόχθο και ατελείωτη ψυχική κούραση που σκοτεινιάζει τον ουρανό και παγώνει την καρδιά. Ένα μαρτύριο χωρίς τέλος, χωρίς εξιλέωση, χωρίς ελπίδα. Ο βράχος κατρακυλάει για ακόμη μια φορά και ο Σίσυφος καλείται να τον κουβαλήσει από την αρχή. Μα καθώς κατεβαίνει για να επαναλάβει την τρομερή μοίρα του, το πράττει με αργά, σταθερά βήματα, χωρίς θόρυβο, χωρίς γογγυσμό. Αυτό ακριβώς μάς ενδιαφέρει. Ότι η κάθοδος, η επιστροφή του Σισύφου στο βράχο του, με μοναδικό σκοπό να τον κουβαλήσει ξανά στην κορυφή, γίνεται με επίγνωση. Γιατί σ’ αυτήν την κάθοδο εμπερικλείεται μια πολύ σημαντική στιγμή που είναι «η στιγμή της συνείδησης». Ο Σίσυφος επιστρέφει προς τη δυστυχία του, το μαρτύριό του, ξέροντας πως δεν υπάρχει ελπίδα. Εντούτοις, αγόγγυστα επαναλαμβάνει την τραγική του μοίρα, χωρίς να υπαναχωρεί στις ορέξεις των θεών. Δεν τους αφήνει να θεωρήσουν πως τον κατέβαλαν, περιφρονώντας το πεπρωμένο που τού έχουν φυλάξει. Σαν το Σίσυφο και ο άνθρωπος, κατανοεί το παράλογο της καθημερινότητας- κι η συνειδητότητα αυτή φέρει μαζί της το τραγικό στοιχείο- αυτή όμως η κατανόηση «είναι η ίδια του η νίκη». Καθώς διαμορφώνει μόνος του το πεπρωμένο του, αντιλαμβάνεται πως «το πεπρωμένο είναι μια ανθρώπινη υπόθεση». «Ο βράχος τού ανήκει, το μαρτύριο τού ανήκει, η μοίρα τού ανήκει». Όσο παράλογη κι αν είναι μια πραγματικότητα, είναι ακριβώς αυτή η πραγματικότητα που εμείς έχουμε δημιουργήσει και το γεγονός αυτό από μόνο του είναι ιερό κι αξιοσέβαστό. «Πρέπει να φανταστούμε το Σίσυφο ευτυχισμένο».

Ο Αναρρωνύων (Friedrich Nietzsche) Ίσως η πιο ρωμαλέα, η πιο θαρραλέα, η πιο ειλικρινής επιβεβαίωση της ζωής και της σημασίας της ζωής στη γη έρχεται από τον προφήτη του υπερανθρώπου, το Ζαρατούστρα του Νίτσε. Ο Ζαρατούστρα φέρνει στον κόσμο τα νέα για το ξεπέρασμα του ανθρώπου. Αρνείται τις αξίες του παλιού κώδικα, ανακοινώνει ότι ο θεός πέθανε και παραδίδει τους απογόνους του ανθρώπου σε μια νέα ζωή, κάτω από έναν «άδειο» ουρανό. Στο απόσπασμα «Ο Αναρρωνύων» του τρίτου μέρους τού «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα», ο Νίτσε παραθέτει το απόσταγμα της σκέψης του, την Αιώνια Επιστροφή: «Επιστρέφω μαζί μ’ αυτόν τον ήλιο, μαζί μ’ αυτήν τη γη, μαζί μ’ αυτόν τον αετό, μαζί μ’ αυτό το φίδι- όχι για μια καινούργια ή καλύτερη ή παρόμοια ζωή»: «Επιστρέφω αιωνίως σ’ αυτήν την ίδια και την αυτή ζωή, τόσο στο μεγαλύτερο όσο και στο μικρότερο, για να διδάξω και πάλι την αιώνια επιστροφή όλων των πραγμάτων». Τόσο ο υπεράνθρωπος όσο και η αιώνια επιστροφή δεν μπορούν να ιδωθούν παρά μόνο συμβολικά, στηρίζοντας μια στάση ζωής. Η αποκαλυπτική αλήθεια σ’ αυτά τα λόγια του Ζαρατούστρα, που οδηγεί στην επιβεβαίωση του Είναι, ενυπάρχει πίσω από την επιστροφή, όχι για μια καλύτερη ή παρόμοια ζωή, αλλά για την ίδια και την αυτή ζωή. «Έτσι το θέλησα», και «Άλλη μια φορά»! φωνάζει ο Ζαρατούστρα. Η πεποίθηση τού ότι αν ξαναρχόμασταν στη ζωή δε θα αλλάζαμε τίποτα είναι η δικαίωση της ίδιας της ζωής μας, έτσι όπως την έχουμε χτίσει. Σίγουρα, λόγια σκληρά, αν σκεφτεί κανείς πως μαζί με το μεγαλύτερο επιστρέφει και το μικρότερο. Μαζί με τις χαρές, οι λύπες∙ μαζί με τα χαρμόσυνα γεγονότα, ο θρήνος∙ μαζί με το καλό, το κακό. Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν ανήκει στη σφαίρα του μεταφυσικού επέκεινα. Αντιθέτως, όλα είναι ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα! Και εδώ ακριβώς συναντούμε το παράλογο της φύσης του ανθρώπου. Τραγικός στη μοίρα του, πανηγυρίζει το γεγονός της ύπαρξής του και το κάνει ξανά και ξανά! Αντώνιος, Σίσυφος και Ζαρατούστρα λένε ναι στη ζωή, όχι για έναν απώτερο σκοπό, όχι για ένα επέκεινα, όχι για ένα ανώτερο νόημα, αλλά για τη ζωή την ίδια.

Βιβλιογραφία: Κ. Π Καβάφης, «Ποιήματα», Εκδόσεις: Νέος Σταθμός Albert Camus, Ο Μύθος του Σισύφου, Εκδόσεις: Καστανιώτη Friedrich Nietzsche, «Έτσι Μίλησε ο Ζαρατούστρα», Εκδόσεις: Νησίδες

http://www.filosofia.gr/item.php?id=1047

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/391

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση