Κατηγορία: Γραμματική Αρχαίων

Γραμματική Αρχαίων : ΚΛΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΩΝΥΜΙΩΝ


Αντωνυμίες ονομάζονται οι κλιτές λέξεις που χρησιμοποιούνται στο λόγο αντί των ονομάτων (ουσιαστικών ή επιθέτων).

Τα είδη των αντωνυμιών είναι:
  1. προσωπικές,
  2. δεικτικές,
  3. οριστική ή επαναληπτική,
  4. κτητικές
  5. αυτοπαθητικές,
  6. αλληλοπαθητική,
  7. ερωτηματικές,
  8. αόριστες,
  9. αναφορικές.

1. Προσωπικές αντωνυμίες


Προσωπικές
λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν τα τρία πρόσωπα του λόγου.

α) πρόσωπο: ἐγὼ
β) πρόσωπο: σὺ
γ) πρόσωπο: αὐτός, ἐκεῖνος, ὅδε κ.λπ.

Οι προσωπικές αντωνυμίες κλίνονται με τον ακόλουθο τρόπο:


Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός

α΄ πρόσωπο β΄ πρόσωπο γ΄ πρόσωπο α΄ πρόσωπο β΄ πρόσωπο γ΄ πρόσωπο
Ονομαστική ἐγὼ σὺ ἡμεῖς ὑμεῖς (σφεῖς)
Γενική ἐμοῦ, μου σοῦ, σου (οὗ) ἡμῶν ὑμῶν (σφῶν)
Δοτική ἐμοί, μοι σοί, σοι οἷ, οἱ ἡμῖν ὑμῖν σφίσι(ν)
Αιτιατική ἐμέ, με σέ, σε (ἓ) ἡμᾶς ὑμᾶς (σφᾶς)

2. Δεικτικές αντωνυμίες


Δεικτικές
ονομάζονται οι αντωνυμίες που χρησιμοποιούνται για να δείξουν κάτι αισθητό ή νοητό. Αυτές είναι οι εξής:

  1. οὗτος, αὕτη, τοῦτο,
  2. ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο,
  3. ὅδε, ἥδε, τόδε (= αυτός εδώ, αυτός δα,ο εξής),
  4. τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε ή τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο(ν) (= τέτοιος),
  5. τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε ή τηλικοῦτος, τηλικαύτη, τηλικοῦτο(ν) (= τόσο μεγάλος),

Η αντωνυμία οὗτος, αὕτη, τοῦτο κλίνεται με τον ακόλουθο τρόπο:


Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική οὗτος αὕτη τοῦτο οὗτοι αὗται ταῦτα
Γενική τούτου ταύτης τούτου τούτων τούτων τούτων
Δοτική τούτῳ ταύτῃ τούτῳ τούτοις ταύταις τούτοις
Αιτιατική τοῦτον ταύτην τοῦτο τούτους ταύτας ταῦτα
Κλητική (ὦ) οὗτος (ὦ) αὕτη

Παρατηρήσεις:

  1. Μόνο η δεικτική αντωνυμία οὗτος, αὕτη, τοῦτο σχηματίζει κλητική στο αρσενικό και στο θηλυκό γένος του ενικού αριθμού.
  2. Η αντωνυμία ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο κλίνεται ως τρικατάληκτο επίθετο της β’ κλίσης
  3. Το ουδέτερο των δεικτικών αντωνυμιών οὗτος, αὕτη, τοῦτο, ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο και ὅδε, ἥδε, τόδε δεν έχει ν.

Η αντωνυμία ὅδε, ἥδε, τόδε κλίνεται με τον ακόλουθο τρόπο:


Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική ὅδε ἥδε τόδε οἵδε αἵδε τάδε
Γενική τοῦδε τῆσδε τοῦδε τῶνδε τῶνδε τῶνδε
Δοτική τῷδε τῇδε τῷδε τοῖσδε ταῖσδε τοῖσδε
Αιτιατική τόνδε τήνδε τόδε τούσδε τάσδε τάδε

Παρατηρήση:
Η αντωνυμία ὅδε, ἥδε, τόδε σχηματίστηκε από το άρθρο ὁ, ἡ, τὸ μαζί με το εγκλιτικό δεικτικό μόριο δὲ στο τέλος του. Κλίνεται όπως το άρθρο και οι άτονοι τύποι του παίρνουν τον τόνο του μορίου δέ.

3. Οριστική ή επαναληπτική αντωνυμία


Οριστική ή επαναληπτική
αντωνυμία είναι η αντωνυμία αὐτός, αὐτή, αὐτό.
Οριστική
είναι, όταν χρησιμεύει για να ορίσει κάτι, να το ξεχωρίσει από τα άλλα και απαντά σε όλες τις πτώσεις.
π.χ.
Μετὰ δὲ ταῦτα γενομένης τῆς ὕστερον στρατείας, ἣν αὐτὸς (=αυτός ο ίδιος όχι άλλος) Ξέρξης ἤγαγεν.

Επαναληπτική είναι μόνο στις πλάγιες πτώσεις, όταν χρησιμεύει για να επαναλάβει κάτι για το οποίο έγινε λόγος πρωτύτερα
π.χ.
Κῦρον δὲ μεταπέμπεται ἀπὸ τῆς ἀρχῆς, ἧς αὐτὸν (=δηλ. Κῦρον ) σατράπην ἐποίησε καὶ στρατηγὸν δὲ αὐτὸν ἀπέδειξε πάντων.
Η αντωνυμία αὐτός, αὐτή, αὐτό κλίνεται σαν τρικατάληκτο επίθετο της βʹ κλίσης σε -ος, -η, ον, χωρίς όμως το τελικό ν στο ουδέτερο του ενικού: αὐτός, αὐτή, αὐτὸ (γεν. αὐτοῦ, αὐτῆς, αὐτοῦ) κ.λπ.
Η αντωνυμία αὐτός, όταν εκφέρεται μαζί με το άρθρο, σημαίνει ταυτότητα (ὁ αὐτὸς = ο ίδιος)
π.χ.
Τὴν γοῦν Ἀττικὴν ἐκ τοῦ ἐπὶ πλεῖστον διὰ τὸ λεπτόγεων ἀστασίαστον οὖσαν ἄνθρωποι ᾤκουν οἱ αὐτοὶ αἰεί.(οι ίδιοι πάντοτε)

4. Κτητικές αντωνυμίες


Κτητικές
ονομάζονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν σε ποιον ανήκει κάτι, δηλαδή ορίζουν κτήτορα.
Σχηματίζονται από τα θέματα των προσωπικών αντωνυμιών και έχουν αντιστοίχως τρία πρόσωπα:

Αʹ για ένα κτήτορα
αʹ πρόσωπο: ἐμός, ἐμή, ἐμὸν (= δικός μου, δική μου, δικό μου),
βʹ πρόσωπο: σός, σή, σὸν (= δικός σου, δική σου, δικό σου),
γʹ πρόσωπο: ἑός, ἑή, ἑὸν (= δικός του, δική του, δικό του).

Βʹ για πολλούς κτήτορες
αʹ πρόσωπο: ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (= δικός μας, δική μας, δικό μας),
βʹ πρόσωπο: ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (= δικός σας, δική σας, δικό σας),
γʹ πρόσωπο: σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (= δικός τους, δική τους, δικό τους).

Παρατηρήση:
Οι κτητικές αντωνυμίες κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα επίθετα της βʹ κλίσης σε -ος, -η, -ον και -ος, -α, -ον. Π.χ. ἐμός, ἐμή, ἐμὸν (όπως σοφός, σοφή, σοφόν) και ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον ( όπως δίκαιος, δικαία, δίκαιον).

5. Αυτοπαθητικές αντωνυμίες


Αυτοπαθητικές ονομάζονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν ότι το ίδιο υποκείμενο ενεργεί και συγχρόνως παθαίνει.
π.χ. Ἰσοκράτης κάκιστον ἔλεγεν ἄρχοντα εἶναι τὸν ἄρχειν ἑαυτοῦ μὴ δυνάμενον.
π.χ. Τῶν φυγόντων οὐδεὶς ἑαυτοῦ κατηγορεῖ, ἀλλὰ τοῦ στρατηγοῦ καὶ τῶν πλησίον καὶ πάντων μᾶλλον.

Παραδείγματα κλίσης:

αʹ προσώπου

Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός

αρσενικό θηλυκό αρσενικό θηλυκό
Γενική ἐμαυτοῦ ἐμαυτῆς ἡμῶν αὐτῶν ἡμῶν αὐτῶν
Δοτική ἐμαυτῷ ἐμαυτῇ ἡμῖν αὐτοῖς ἡμῖν αὐταῖς
Αιτιατική ἐμαυτὸν ἐμαυτὴν ἡμᾶς αὐτοὺς ἡμᾶς αὐτὰς

βʹ προσώπου

Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός

αρσενικό θηλυκό αρσενικό θηλυκό
Γενική σεαυτοῦ σεαυτῆς ὑμῶν αὐτῶν ὑμῶν αὐτῶν
Δοτική σεαυτῷ σεαυτῇ ὑμῖν αὐτοῖς ὑμῖν αὐταῖς
Αιτιατική σεαυτὸν σεαυτὴν ὑμᾶς αὐτοὺς ὑμᾶς αὐτὰς

γʹ προσώπου

Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός

αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
Γενική ἑαυτοῦ ἑαυτῆς ἑαυτῶν ή
σφῶν αὐτῶν
ἑαυτῶν ή
σφῶν αὐτῶν
Δοτική ἑαυτῷ ἑαυτῇ ἑαυτοῖς ή
σφίσιν αὐτοῖς
ἑαυταῖς ή
σφίσιν αὐταῖς
Αιτιατική ἑαυτὸν ἑαυτὴν ἑαυτὸ ἑαυτοὺς ή
σφᾶς αὐτοὺς
ἑαυτὰς ή
σφᾶς αὐτὰς
ἑαυτὰ

Παρατηρήσεις:

  1. Οι αυτοπαθητικές αντωνυμίες εξαιτίας της σημασίας τους συνηθίζονται μόνο στις πλάγιες πτώσεις.
  2. Οι τύποι του βʹ και γʹ προσώπου και συχνά συναιρούνται:
    π.χ. σεαυτοῦ > σαυτοῦ, σεαυτῆς > σαυτῆς κ.λπ.
    π.χ. Γνῶθι σαυτὸν(= γνώρισε τον εαυτό σου).
    Κρατεῖ δ’ εἷς τὸν νόμον κεκτημένος αὐτὸς παρ’ αὑτῷ.


6. Αλληλοπαθητική αντωνυμία


Αλληλοπαθητική ονομάζεται η αντωνυμία που φανερώνει ότι δύο ή περισσότερα πρόσωπα ενεργούν και παθαίνουν αμοιβαία.
π.χ. Ἆρ’ οὐ διδάσκομέν τι ἀλλήλους;

Λόγω του ότι αναφέρεται σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα δεν έχει ενικό αριθμό, έχει μόνο δυϊκό και πληθυντικό αριθμό. Δε συνηθίζεται στην ονομαστική αλλά μόνο στις πλάγιες πτώσεις. Έχει τρία γένη και κλίνεται όπως τα τρικατάληκτα επίθετα της βʹ κλίσης.


Πληθυντικός αριθμός

αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
Γενική ἀλλήλων ἀλλήλων ἀλλήλων
Δοτική ἀλλήλοις ἀλλήλαις ἀλλήλοις
Αιτιατική ἀλλήλους ἀλλήλας ἄλληλα

7. Ερωτηματικές αντωνυμίες


Ερωτηματικές
ονομάζονται οι αντωνυμίες που εισάγουν ερωτήσεις και είναι οι εξής:

  1. τίς, τί (= ποιος;),
  2. πότερος, ποτέρα, πότερον (= ποιος από τους δύο;),
  3. πόσος, πόση, πόσον
  4. ποῖος, ποία, ποῖον (= τι λογής, τι είδους;),
  5. πηλίκος, πηλίκη, πηλίκον (= πόσο μεγάλος; ποιας ηλικίας;),
  6. ποδαπός, ποδαπή, ποδαπὸν (= από ποιον τόπο;),
  7. πόστος, πόστη, πόστον (= τι θέση έχει σε μια αριθμητική σειρά πβ. δεύτερος, τρίτος κ.λπ.),
  8. ποσταῖος, ποσταία, ποσταῖον (= σε πόσες μέρες;- πβ. τριταῖος, τεταρταῖος κ.λ.π).


Όλες οι ερωτηματικές αντωνυμίες είναι τρικατάληκτες και κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα σε -ος, -η, -ον, εκτός από την αντωνυμία τίς, τί που είναι τριγενής και δικατάληκτη και κλίνεται κατά τη γ΄ κλίση ως εξής:

τίς, τι


Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός

αρσενικό / θηλυκό ουδέτερο αρσενικό / θηλυκό ουδέτερο
Ονομαστική τίς τί τίνες τίνα
Γενική τίνος ή τοῦ τίνος ή τοῦ τίνων τίνων
Δοτική τίνι ή τῷ τίνι ή τῷ τίσι(ν) τίσι(ν)
Αιτιατική τίνα τί τίνας τίνα

8. Αόριστες αντωνυμίες


Αόριστες
ονομάζονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν κάτι αόριστο, που δεν μπορεί κανείς ή δε θέλει να το ονομάσει. Οι αόριστες αντωνυμίες είναι οι εξής:

  1. τὶς, τὶ (= κάποιος),
  2. ὁ δεῖνα, ἡ δεῖνα, τὸ δεῖνα,
  3. ἔνιοι, ἔνιαι,ἔνια (= μερικοί).

Η αντωνυμία τὶς, τὶ κλίνεται με τον ακόλουθο τρόπο:


Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός

αρσενικό / θηλυκό ουδέτερο αρσενικό / θηλυκό ουδέτερο
Ονομαστική τὶς τὶ τινὲς τινὰ ή ἄττα
Γενική τινὸς ή του τινὸς ή του τινῶν τινῶν
Δοτική τινὶ ή τῳ τινὶ ή τῳ τισὶ(ν) τισὶ(ν)
Αιτιατική τινὰ τὶ τινὰς τινὰ ή ἄττα

Παρατηρήσεις:

  1. Η αντωνυμία τίς, τὶ είναι τριγενής και δικατάληκτη, κλίνεται κατά την τρίτη κλίση, τονίζεται σε όλες τις πτώσεις στη λήγουσα, έχει άτονους τους δεύτερους τύπους στον ενικό και διπλούς τύπους στην ονομαστική και αιτιατική πληθυντικού του ουδετέρου.
  2. Η αντωνυμία δεῖνα δεν έχει εύχρηστο πληθυντικό και κλίνεται ή κατά την τρίτη κλίση (δεῖνα, δεῖνος, δεῖνι κ.λπ.) ή μένει άκλιτη.
  3. Η αντωνυμία ἔνιοι, ἔνιαι, ἔνια απαντά μόνο στον πληθυντικό και κλίνεται σαν τρικατάληκτο δευτερόκλιτο επίθετο.


Στις αόριστες αντωνυμίες ανήκουν και μερικά επίθετα που λέγονται επιμεριστικές αντωνυμίες, οι οποίες ονομάζονται έτσι διότι δηλώνουν επιμερισμό από ένα σύνολο δύο ή περισσότερων ουσιαστικών. Αυτές είναι οι εξής:

  1. πᾶς, πᾶσα, πᾶν (= καθένας χωρίς καμία εξαίρεση),
  2. ἕκαστος, ἑκάστη, ἕκαστον (= καθένας),
  3. ἄλλος, ἄλλη, ἄλλο,
  4. οὐδείς, οὐδεμία, οὐδὲν – μηδείς, μηδεμία, μηδὲν (= κανείς),
  5. ἀμφότεροι, ἀμφότεραι, ἀμφότερα (= και οι δύο μαζί),
  6. ἑκάτερος, ἑκατέρα, ἑκάτερον (= καθένας από τους δύο),
  7. ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον (= άλλος, χρησιμοποιείται όταν έχουμε δύο ουσιαστικά),
  8. οὐδέτερος, οὐδετέρα, οὐδέτερον – μηδέτερος, μηδετέρα, μηδέτερον (= ούτε ο ένας ούτε ο άλλος),
  9. ποσός, ποσή, ποσόν (= κάμποσος),
  10. ποιός, ποιά, ποιόν (= κάποιας λογής),
  11. ἀλλοδαπός, ἀλλοδαπή, ἀλλοδαπὸν (= από άλλο τόπο).

Παράδειγμα κλίσης:

οὐδείς, οὐδεμία, οὐδὲν


Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός

αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
Ονομαστική οὐδεὶς οὐδεμία οὐδὲν οὐδένες
Γενική οὐδενὸς οὐδεμιᾶς οὐδενὸς οὐδένων
Δοτική οὐδενὶ οὐδεμιᾷ οὐδενὶ οὐδέσι(ν)
Αιτιατική οὐδένα οὐδεμίαν οὐδὲν οὐδένας

Παρατηρήσεις:

  1. Οι αντωνυμίες οὐδεὶς και μηδεὶς κλίνονται όπως το αριθμητικό εἷς, μία, ἕν, αλλά στο αρσενικό γένος έχουν και πληθυντικό αριθμό: οὐδένες, μηδένες.
  2. Όλες οι επιμεριστικές αντωνυμίες εκτός από το πᾶς, πᾶσα πάσα, πᾶν – οὐδείς, οὐδεμία, οὐδὲν και μηδείς, μηδεμία, μηδέν, κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα.
  3. Η αντωνυμία πᾶς, πᾶσα, πᾶν χρησιμεύει και ως επίθετο: π.χ. πᾶσα ἡ πόλις (= ολόκληρη η πόλη).

9. Αναφορικές αντωνυμίες


Αναφορικές ονομάζονται οι αντωνυμίες με τις οποίες μια πρόταση αναφέρεται σε λέξη άλλης πρότασης ή σε όλο το περιεχόμενο της πρότασης αυτής.
Οι αναφορικές αντωνυμίες είναι οι εξής:

  1. ὅς, ἥ, ὃ (= ο οποίος),
  2. ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (= αυτός ακριβώς που),
  3. στις, ἥτις, ὅ,τι (= όποιος),
  4. ὁπότερος, ὁποτέρα, ὁπότερον (= όποιος από τους δύο),
  5. ὅσος, ὅση, ὅσον,
  6. ὁπόσος, ὁπόση, ὁπόσον (= όσος),
  7. οἷος, οἷα, οἷον (= τέτοιος),
  8. ὁποῖος, ὁποία, ὁποῖον(= όποιας λογής),
  9. ἡλίκος, ἡλίκη, ἠλίκον (= όσο μεγάλος),
  10. ὁπηλίκος, ὁπηλίκη, ὁπηλίκον (= όσο μεγάλος),
  11. ὁποδαπός, ὁποδαπή, ὁποδαπὸν (= από ποιον τόπο, σε πλάγια ερώτηση).

Η αντωνυμία ὅστις, ἥτις, ὅ,τι κλίνεται με τον ακόλουθο τρόπο:

Ενικός αριθμός

αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
Ονομαστική ὅστις ἥτις ὅ,τι
Γενική οὗτινος και ὅτου ἧστινος οὗτινος και ὅτου
Δοτική ᾧτινι και ὅτῳ ᾗτινι ᾧτινι και ὅτῳ
Αιτιατική ὅντινα ἥντινα ὅ,τι
Πληθυντικός αριθμός

αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
Ονομαστική οἵτινες αἵτινες ἅτινα ή ἅττα
Γενική ὧντινων ὧντινων ὧντινων
Δοτική οἷστισι(ν) αἷστισι(ν) οἷστισι(ν)
Αιτιατική οὕστινας ἅστινας ἅτινα ή ἅττα

Παρατήρηση:
Οι αναφορικές αντωνυμίες κλίνονται σαν τα τρικατάληκτα επίθετα της β΄ κλίσης. Η αναφορική αντωνυμία ὅστις, ἥτις, ὅ,τι σχηματίζεται από την αναφορική αντωνυμία ὅς, ἥ, ὃ και την αόριστη αντωνυμία τὶς, τί. Κλίνεται ως προς τα δύο μέρη της και διατηρεί τον τόνο του α΄ συνθετικού.

Η ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ κλίνεται με τον ακόλουθο τρόπο:

Ενικός αριθμός

αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
Ονομαστική ὅσπερ ἥπερ ὅπερ
Γενική οὗπερ ἧσπερ οὗπερ
Δοτική ᾧπερ ᾗπερ ᾧπερ
Αιτιατική ὅνπερ ἥνπερ ὅπερ
Πληθυντικός αριθμός

αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
Ονομαστική οἵπερ αἵπερ ἅπερ
Γενική ὧνπερ ὧνπερ ὧνπερ
Δοτική οἷσπερ αἷσπερ οἷσπερ
Αιτιατική οὕσπερ ἅσπερ ἅπερ
Παρατηρήση:
α) Η αντωνυμία ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ σχηματίζεται από την αντωνυμία ὅς, ἥ, ὃ και το άκλιτο εγκλιτικό μόριο πὲρ (= ακριβώς). Κλίνεται και τονίζεται μόνο το α΄ συνθετικό.


Για τη μελέτη όλων των αντωνυμιών βλέπε τη Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 136 έως 146.

http://www.study4exams.gr/

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1688

Γραμματική Αρχαίων : ΚΛΙΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ


α) Οι μετοχές όλων των χρόνων της μέσης φωνής κλίνονται κατά τα δευτερόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα:

λυόμενος, λυομένου, κτλ
λυομένη, λυομένης, κτλ
λυόμενον, λυομένου, κτλ
τιμώμενος, τιμωμένου, κτλ
τιμωμένη, τιμωμένης, κτλ
τιμώμενον, τιμωμένου, κτλ
τιθέμενος, τιθεμένου, κτλ
τιθεμένη, τιθεμένης, κτλ
τιθέμενον,τιθεμένου, κτλ


Όμοια κλίνονται και οι μετοχές των άλλων χρόνων: λεξόμενος -η -ον, σωθησόμενος -η -ον, πραξάμενος -η -ον, πεπραγμένος -η -ον, κτλ.

β) Οι μετοχές αρσενικού και ουδετέρου γένους όλων των χρόνων της ενεργητικής φωνής και των παθητικών αορίστων κλίνονται κατά την γ΄ κλίση:

1. σε -ας, ᾶσα, -αν: (κατά το πᾶς, πᾶσα, πᾶν)

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
λύσας, λύσασα, λῦσαν
λύσαντος, λυσάσης, λύσαντος
λύσαντι, λυσάσῃ, λύσαντι
λύσαντα, λύσασαν, λῦσαν
λύσας, λύσασα, λῦσαν
ἱστάς, ἱστᾶσα, ἱστὰν
ἱστάντος, ἱστάσης, ἱστάντος
ἱστάντι, ἱστάσῃ, ἱστάντι
ἱστάντα, ἱστάσαν, ἱστάν
ἱστάς, ἱστᾶσα,ἱστὰν
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
λύσαντες, λύσασαι, λύσαντα
λυσάντων, λυσασῶν, λυσάντων
λύσασι, λυσάσαις, λύσασι
λύσαντας, λυσάσας, λύσαντα
λύσαντες, λύσασαι, λύσαντα
ἱστάντες, ἱστᾶσαι, ἱστάντα
ἱστάντων, ἱστασῶν, ἱστάντων
ἱστᾶσι, ἱστάσαις, ἱστᾶσι
ἱστάντας, ἱστάσας, ἱστάντα
ἱστάντες, ἱστᾶσαι, ἱστάντα

Όμοια κλίνονται οι μετοχές ενεργητικού αορίστου α΄, άσιγμων αορίστων των υγρόληκτων και ενρινόληκτων ρημάτων (ὁ μείνας-ασα-αν, ὁ ἀγγείλας-ασα-αν) και οι μετοχές βάς, βᾶσα, βάν, δράς, δρᾶσα, δράν, κ.ά.

2. σε -είς, -εῖσα, -έν: (κατά το χαρίεις, χαρίεσσα, χαρίεν)

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
λυθείς, λυθεῖσα, λυθὲν
λυθέντος, λυθείσης, λυθέντος
λυθέντι, λυθείσῃ, λυθέντι
λυθέντα, λυθεῖσαν, λυθὲν
λυθείς, λυθεῖσα, λυθὲν
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
λυθέντες, λυθεῖσαι, λυθέντα
λυθέντων, λυθεισῶν, λυθέντων
λυθεῖσι, λυθείσαις, λυθεῖσι
λυθέντας, λυθείσας, λυθέντα
λυθέντες, λυθεῖσαι, λυθέντα

Όμοια κλίνονται οι μετοχές α΄και β΄ παθητικού αορίστου (σωθεὶς-εῖσα-έν, ἀπαλλαγεὶς-εῖσα -έν), οι μετοχές τιθεὶς-εῖσα-έν, ἱείς, ἱεῖσα, ἱέν και ῥυείς, ῥυεῖσα, ῥυέν, κ.ά.

3. σε -ούς, -οῦσα, -όν: (κατά το ὁ ὀδούς, τοῦ ὀδόντος) κλίνεται η μετοχή γνοὺς

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
γνούς, γνοῦσα, γνὸν
γνόντος, γνούσης, γνόντος
γνόντι, γνούσῃ, γνόντι
γνόντα, γνοῦσαν, γνὸν
γνούς, γνοῦσα, γνὸν
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
γνόντες, γνοῦσαι, γνόντα
γνόντων, γνουσῶν, γνόντων
γνοῦσι, γνούσαις, γνοῦσι
γνόντας, γνούσας, γνόντα
γνόντες, γνοῦσαι, γνόντα

Όμοια κλίνονται οι μετοχές ἁλούς, ἁλοῦσα, ἁλόν (μτχ. αορ. β΄του ρ. ἁλίσκομαι), βιούς, βιοῦσα, βιόν (μτχ. αορ. β΄του ρ. ζῶ).

4. σε -ύς, -ῦσα, -ύν: (κατά το ἱμάς, ἱμάντος) κλίνεται η μετοχή δεικνὺς

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
δεικνύς, δεικνῦσα, δεικνὺν
δεικνύντος, δεικνύσης, δεικνύντος
δεικνύντι, δεικνύσῃ, δεικνύντι
δεικνύντα, δεικνῦσαν, δεικνὺν
δεικνύς, δεικνῦσα, δεικνὺν
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
δεικνύντες, δεικνῦσαι, δεικνύντα
δεικνύντων, δεικνυσῶν, δεικνύντων
δεικνῦσι, δεικνύσαις, δεικνῦσι
δεικνύντας, δεικνύσας, δεικνύντα
δεικνύντες, δεικνῦσαι, δεικνύντα

Όμοια κλίνονται οι μετοχές ἀπολλύς, ἀπολλῡσα, ἀπολλὺν (μτχ. ενεστώτα του ρ. ἀπόλλυμι), δύς, δῦσα, δὺν (μτχ. αορ. β΄ του ρ. δύομαι), φύς, φῦσα, φὺν (μτχ. αορ. β΄ του ρ. φύομαι) κ.ά.

5. σε ων, -ουσα, -ον: (κατά το ἄκων, ἄκουσα, ἆκον- ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκὸν) κλίνονται οι μετοχές λύων και φυγὼν

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
λύων, λύουσα, λῦον
λύοντος, λυούσης, λύοντος
λύοντι, λυούσῃ, λύοντι
λύοντα, λύουσαν, λῦον
λύων, λύουσα, λῦον
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
λύοντες, λύουσαι, λύοντα
λυόντων, λυουσῶν, λυόντων
λύουσι, λυούσαις, λύουσι
λύοντας, λυούσας, λύοντα
λύοντες, λύουσαι, λύοντα

Όμοια κλίνονται οι μετοχές ενεργητικού ενεστώτα και μέλλοντα, η μετοχή ενεστώτα του ρ. εἰμί και οι μετοχές κάθε ενεργητικού αορ. β΄.

6. σε -ῶν, -ῶσα, -ῶν: (κατά το Ξενοφῶν, -ῶντος) κλίνεται η μετοχή τιμῶν

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
τιμῶν, τιμῶσα, τιμῶν
τιμῶντος, τιμώσης, τιμῶντος
τιμῶντι, τιμώσῃ, τιμῶντι
τιμῶντα, τιμῶσαν, τιμῶν
τιμῶν, τιμῶσα, τιμῶν
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
τιμῶντες, τιμῶσαι, τιμῶντα
τιμώντων, τιμωσῶν, τιμώντων
τιμῶσι, τιμώσαις, τιμῶσι
τιμῶντας, τιμώσας, τιμῶντα
τιμῶντες, τιμῶσαι, τιμῶντα

Όμοια κλίνονται οι μετοχές των συνηρημένων ρ. σε –άω.

7. σε -ῶν, -οῦσα, -οῡν: (κατά το πλακοῦς, -οῦντος) κλίνεται η μετοχή δηλῶν

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
δηλῶν, δηλοῦσα, δηλοῦν
δηλοῦντος, δηλούσης, δηλοῦντος
δηλοῦντι, δηλούσῃ, δηλοῦντι
δηλοῦντα, δηλοῦσαν, δηλοῦν
δηλῶν, δηλοῦσα, δηλοῦν
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
δηλοῦντες, δηλοῦσαι, δηλοῦντα
δηλούντων, δηλουσῶν, δηλούντων
δηλοῦσι, δηλούσαις, δηλοῦσι
δηλοῦντας, δηλούσας, δηλοῦντα
δηλοῦντες, δηλοῦσαι, δηλοῦντα

Όμοια κλίνονται οι μετοχές των συνηρημένων ρ. σε -έω, σε -όω, οι μετοχές του ενεργητικού μέλλοντα των υγρόληκτων και ενρινόληκτων ρημάτων και των υπερδισύλλαβων σε -ιζω: μενῶν, ἀγγελῶν, κομιῶν, κ.ά.)

8. σε -ώς, -υῖα, -ός: κλίνεται η μετοχή λελυκώς, λελυκυῖα, λελυκὸς

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
λελυκώς, λελυκυῖα, λελυκὸς
λελυκότος, λελυκυίας, λελυκότος
λελυκότι, λελυκυίᾳ, λελυκότι
λελυκότα, λελυκυῖαν, λελυκὸς
λελυκώς, λελυκυῖα, λελυκὸς
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
λελυκότες, λελυκυῖαι, λελυκότα
λελυκότων, λελυκυιῶν, λελυκότων
λελυκόσι, λελυκυίαις, λελυκόσι
λελυκότας, λελυκυίας, λελυκότα
λελυκότες, λελυκυῖαι, λελυκότα

Όμοια κλίνονται οι μετοχές ενεργητικού Παρακειμένου και η μετοχή εἰδώς, εἰδυῖα, εἰδός.

9. σε -ώς, -ῶσα, -ώς: κλίνεται η μετοχή ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστὼς

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστὼς ή ὸς
ἑστῶτος, ἑστώσης, ἑστῶ(ό)τος
ἑστῶτι, ἑστώσῃ, ἑστῶ(ό)τι
ἑστῶτα, ἑστῶσαν, ἑστὼς ή ὸς
ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστὼς ἠ ὸς
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ἑστῶτες, ἑστῶσαι, ἑστῶτα
ἑστώτων, ἑστωσῶν, ἑστώτων
ἑστῶσι, ἑστώσαις, ἑστῶσι
ἑστῶτας, ἑστῶσας, ἑστῶτα
ἑστῶτας, ἑστῶσας, ἑστῶτα

Όμοια κλίνεται η μετοχή τεθνεώς, τεθνεῶσα, τεθνεὼς (είναι β΄τύπος μετοχής του παρακειμένου τέθνηκα του ρ. ἀποθνῄσκω).

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:
Η κλητική του ενικού των τριτόκλιτων μετοχών σχηματίζεται όμοια με την ονομαστική: ὦ λύσας, ὦ λυθείς, ὦ διδούς, ὦ δεικνύς, ὦ λύων, ὦ τιμῶν κ.τ.λ.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1687

Γραμματική Αρχαίων : ΑΝΩΜΑΛΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ

1. Ετερόκλιτα

Ορισμός:
Ετερόκλιτα ονομάζονται τα ανώμαλα ουσιαστικά τα οποία:

α) σχηματίζονται στον πληθυντικό κατά διαφορετική κλίση.
π.χ.: (ενικ.:) ὁ πρεσβευτής – (πληθ.:) οἱ πρέσβεις.

β) σχηματίζουν μερικές πτώσεις κατά διαφορετική κλίση ή συγχρόνως κατά την ίδια και κατά διαφορετική κλίση.
π.χ.: (ονομ.) ὁ Οἰδίπους – (γεν.) τοῦ Οἰδίποδος / τοῦ Οἰδίπου.


Τα συνηθέστερα
ετερόκλιτα ουσιαστικά είναι τα εξής: ὁ υἱός, ὁ πρεσβευτής, ἡ γυνή, τὸ πῦρ, ὁ χρὼς (= το δέρμα, η επιδερμίδα), ὁ Ἄρης και κλίνονται κατά τον ακόλουθο τρόπο:

Ενικός αριθμός
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλ.
ὁ υἱὸς
τοῦ υἱοῦ / υἱέος
τῷ υἱῷ / υἱεῖ
τὸν υἱὸν
(ὦ) υἱὲ
ὁ πρεσβευτὴς
τοῦ πρεσβευτοῦ
τῷ πρεσβευτῇ
τὸν πρεσβευτὴν
(ὦ) πρεσβευτὰ
ἡ γυνὴ
τῆς γυναικὸς
τῇ γυναικὶ
τὴν γυναῖκα
(ὦ) γύναι
τὸ πῦρ
τοῦ πυρὸς
τῷ πυρὶ
τὸ πῦρ
(ὦ) πῦρ

Ενικός αριθμός
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλ.
ὁ χρὼς
τοῦ χρωτὸς
τῷ χρωτὶ / χρῷ
τὸν χρῶτα
(ὦ) –
ὁ Ἄρης
τοῦ Ἄρεως
τῷ Ἄρει
τὸν Ἄρη / Ἄρην
(ὦ) Ἄρες

Πληθυντικός αριθμός
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλ.
οἱ υἱοὶ / υἱεῖς
τῶν υἱῶν / υἱέων
τοῖς υἱοῖς / υἱέσι
τοὺς υἱοὺς / υἱέας / υἱεῖς
(ὦ) υἱοὶ / υἱεῖς
οἱ πρέσβεις
τῶν πρέσβεων
τοῖς πρέσβεσι
τοὺς πρέσβεις
(ὦ) πρέσβεις
αἱ γυναῖκες
τῶν γυναικῶν
ταῖς γυναιξὶ
τὰς γυναῖκας
(ὦ) γυναῖκες
τὰ πυρὰ
τῶν πυρῶν
τοῖς πυροῖς
τὰ πυρὰ
(ὦ) πυρὰ

Παρατήρηση:
το ουσιαστικό «ὁ χρὼς» και το κύριο όνομα «ὁ Ἄρης» σχηματίζουν μόνο ενικό αριθμό.

(Για τα ετερόκλιτα ουσιαστικά βλ. και Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 89-90, παρ.149).

2. Μεταπλαστά

Ορισμός:
Μεταπλαστά ονομάζονται τα ανώμαλα ουσιαστικά τα οποία κλίνονται σε όλες τις πτώσεις κατά μία ορισμένη κλίση αλλά το θέμα τους μεταβάλλεται – μεταπλάσσεται σε ορισμένες πτώσεις


Τα συνηθέστερα
μεταπλαστά ουσιαστικά είναι τα εξής: ἡ ναῦς, ἡ χείρ, ἡ κλείς, ὁ μάρτυς, ὁ, ἡ κύων, ὁ Ζεύς , τὸ οὖς, τὸ ὕδωρ, τὸ δόρυ, τὸ φρέαρ και κλίνονται κατά τον ακόλουθο τρόπο:

Ενικός αριθμός
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλ.
ἡ ναῦς
τῆς νεὼς
τῇ νηὶ
τὴν ναῦν
(ὦ) ναῦ
ἡ χεὶρ
τῆς χειρὸς
τῇ χειρὶ
τὴν χεῖρα
(ὦ) χεὶρ
ἡ κλεὶς
τῆς κλειδὸς
τῇ κλειδὶ
τὴν κλεῖδα / κλεῖν
(ὦ) κλεὶς

Πληθυντικός αριθμός
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλ.
αἱ νῆες
τῶν νεῶν
ταῖς ναυσὶ(ν)
τὰς ναῦς
(ὦ) νῆες
αἱ χεῖρες
τῶν χειρῶν
ταῖς χερσὶ(ν)
τὰς χεῖρας
(ὦ) χεῖρες
αἱ κλεῖδες
τῶν κλειδῶν
ταῖς κλεισὶ(ν)
τὰς κλεῖδας / κλεῖς
(ὦ) κλεῖδες

Ενικός αριθμός
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλ.
ὁ μάρτυς
τοῦ μάρτυρος
τῷ μάρτυρι
τὸν μάρτυρα
(ὦ) μάρτυς
ὁ, ἡ κύων
τοῦ, τῆς κυνὸς
τῷ, τῇ κυνὶ
τὸν, τὴν κύνα
(ὦ) κύον
ὁ Ζεὺς
τοῦ Διὸς
τῷ Διὶ
τὸν Δία
(ὦ) Ζεῦ

Πληθυντικός αριθμός
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλ.
οἱ μάρτυρες
τῶν μαρτύρων
τοῖς μάρτυσι
τοὺς μάρτυρας
(ὦ) μάρτυρες
οἱ, αἱ κύνες
τῶν κυνῶν
τοῖς, ταῖς κυσὶ(ν)
τοὺς, τὰς κύνας
(ὦ) κύνες

Ενικός αριθμός
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλ.
τὸ οὖς
τοῦ ὠτὸς
τῷ ὠτὶ
τὸ οὖς
(ὦ) οὖς
τὸ ὕδωρ
τοῦ ὕδατος
τῷ ὕδατι
τὸ ὕδωρ
(ὦ) ὕδωρ
τὸ δόρυ
τοῦ δόρατος
τῷ δόρατι
τὸ δόρυ
(ὦ) δόρυ
τὸ φρέαρ
τοῦ φρέατος
τῷ φρέατι
τὸ φρέαρ
(ὦ) φρέαρ

Πληθυντικός αριθμός
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλ.
τὰ ὦτα
τῶν ὤτων
τοῖς ὠσὶ(ν)
τὰ ὦτα
(ὦ) ὦτα
τὰ ὕδατα
τῶν ὑδάτων
τοῖς ὕδασι(ν)
τὰ ὕδατα
(ὦ) ὕδατα
τὰ δόρατα
τῶν δοράτων
τοῖς δόρασι(ν)
τὰ δόρατα
(ὦ) δόρατα
τὰ φρέατα
τῶν φρεάτων
τοῖς φρέασι(ν)
τὰ φρέατα
(ὦ) φρέατα

Παρατήρηση:
το κύριο όνομα «ὁ Ζεὺς» σχηματίζει μόνο ενικό αριθμό

(Για τα μεταπλαστά ουσιαστικά βλ. και Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, σελ.90-92, παρ.150).

3. Ανώμαλα κατά το γένος

Ορισμός:
Ετερογενή ονομάζονται τα ανώμαλα ουσιαστικά που έχουν:

α) στον πληθυντικό αριθμό διαφορετικό γένος από ό,τι στον ενικό.
π.χ.: (ενικ.:) ὁ λύχνος – (πληθ.:) τὰ λύχνα.

β) δύο γένη στον πληθυντικό αριθμό.
π.χ.: (ενικ.:) ὁ σταθμὸς – (πληθ.:) οἱ σταθμοὶ και τὰ σταθμά.


Ετερογενή
ουσιαστικά είναι τα παρακάτω, τα οποία σχηματίζουν ενικό και πληθυντικό ως εξής:

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ὁ λύχνος
ὁ σῖτος
ὁ δεσμὸς
ὁ σταθμὸς
τὸ στάδιον
τὰ λύχνα
τὰ σῖτα
οἱ δεσμοὶ και τὰ δεσμὰ
οἱ σταθμοὶ και τὰ σταθμὰ
τὰ στάδια και οἱ στάδιοι

Ορισμός:
Διπλογενή ονομάζονται τα ουσιαστικά που έχουν δύο γένη στον ενικό αριθμό.
π.χ.: (ενικ.:) ὁ ζυγὸς και τὸ ζυγὸν – (πληθ.:) τὰ ζυγά.

4. Ιδιόκλιτα

Ορισμός:
Ιδιόκλιτα ονομάζονται τα ανώμαλα ουσιαστικά τα οποία δεν κλίνονται σύμφωνα με μία από τις τρεις κλίσεις αλλά κλίνονται με ιδιαίτερο τρόπο.

(Για τα ιδιόκλιτα βλ. περισσότερα στη Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 92, παρ. 151).

5. Άκλιτα

Ορισμός:
Άκλιτα ονομάζονται τα ανώμαλα ουσιαστικά τα οποία δεν κλίνονται, διατηρούν δηλαδή σε όλες τις πτώσεις τον ίδιο τύπο.

(Για τα άκλιτα βλ. περισσότερα στη Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 92-93, παρ. 152).

6. Ελλειπτικά

Ορισμός:
Ελλειπτικά ονομάζονται τα ανώμαλα ουσιαστικά τα οποία είναι εύχρηστα μόνο σε ορισμένες πτώσεις.

(Για τα ελλειπτικά βλ. περισσότερα στη Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 93, παρ. 153).

http://www.study4exams.gr/

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1683

Γραμματική Αρχαίων : Ἄκλιτα μέρη τοῦ λόγου : Μόρια

Μόρια

Λέγονται οἱ ἄκλιτες λέξεις, οἱ περισσότερες μονοσύλλαβες, ποὺ δὲν ἀνήκουν κανονικὰ σ’ ἕνα ὁρισμένο μέρος τοῦ λόγου. Αὐτὰ ἔχουν κυρίως ἐπιρρηματικὴ σημασία καὶ χρησιμοποιοῦνται στὸ λόγο βοηθητικά. Τέτοια εἶναι στὴν ἀρχαῖα ἑλληνικὴ τὰ ἀκόλουθα:

  1. ἐγκλιτικά: τοί, γέ, πέρ, πώ, νύν.
  2. εὐχετικό: εἴθε.
  3. δυνητικό: ἄν, ποὺ σημαίνει κάτι ποὺ μπορεὶ ἤ ποὺ μποροῦσε νὰ γίνει.
  4. αὀριστολογικό: ἄν, ποὺ εἶναι παραλλαγὴ τοῦ δυνητικοῦ ἄν καὶ σημαίνει τυχὸν ἤ ἴσως.
  5. αιτιολογικά: ἅτε, οἷον ἤ οἶον δή, οἷα ἤ οἷα δή, ποὺ συνάπτονται μὲ μτχ. καὶ σημαίνουν αἰτία πραγματική.
  6. ἀχώριστα δεικτικὰ μόρια: -δε καὶ -ί, ποὺ βρίσκονται προσκολλημένα στὸ τέλος ὁρισμένων λέξεων καὶ σημαίνουν δείξιμο: (ὁ, ἡ, τό) ὅδε, ἥδε, τόδε κτλ.
  7. ἀχώριστα προτακτικὰ μόρια: ἀ-, νη-, δυσ-, ἀρι-, ζα-, κτλ. ποὺ ποτὲ δὲ λέγονται μόνα τους, παρὰ συνηθίζονται μόνο στὴ σύνθεση ὡς πρῶτα συνθετικὰ σύνθετων λέξεων.

Πηγή : http://omilias.blogspot.com

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1633

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΩΝ

ΘΕΤΙΚΟΣ ΒΑΘΜΟΣ     ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ ΒΑΘΜΟΣ         ΥΠΕΡΘΕΤΙΚΟΣ ΒΑΘΜΟΣ
αἰσχρὸς                                  ὁ, ἡ αἰσχίων – τὸ αἴσχιον                                αἴσχιστος
ἐχθρὸς                                    ὁ, ἡ ἐχθίων – τὸ ἔχθιον/ἐχθρότερος             ἔχθιστος/ἐχθρότατος
ἡδὺς                                        ὁ, ἡ ἡδίων – τὸ ἥδιον                                       ἥδιστος
καλὸς                                      ὁ, ἡ καλλίων – τὸ κάλλιον                              κάλλιστος
μέγας                                      ὁ, ἡ μείζων – τὸ μεῖζον                                    μέγιστος
ῥᾴδιος                                     ὁ, ἡ ῥᾴων – τὸ ῥᾷον                                          ῥᾷστος
ταχὺς                                       ὁ, ἡ θάττων – τὸ θᾶττον                                 τάχιστος
ἀγαθὸς                                    ὁ, ἡ ἀμείνων – τὸ ἄμεινον
ἄριστος

ὁ, ἡ βελτίων – τὸ βέλτιον βέλτιστος

ὁ, ἡ κρείττων – τὸ κρεῖττον κράτιστος

ὁ, ἡ λῴων – τὸ λῷον λῷστος
κακὸς                                      ὁ, ἡ κακίων – τὸ κάκιον
κάκιστος
ὁ, ἡ χείρων – τὸ χεῖρον χείριστος
μακρὸς                                    μακρότερος                                                       μακρότατος/μήκιστος
μικρὸς                                     μικρότερος
μικρότατος
ὁ, ἡ ἐλάττων – τὸ ἔλαττον ἐλάχιστος
ὁ, ἡ ἥττων – τὸ ἧττον ἥκιστα
ὀλίγος                                     ὁ, ἡ μείων – τὸ μεῖον                                        ὀλίγιστος
πολὺς                                      ὁ, ἡ πλείων – τὸ πλέον                                     πλεῖστος

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1588

Γραμματικὴ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης


ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ

Α. Αριθμός των ουσιαστικών

Οι αριθμοί των ουσιαστικών, όπως και των άλλων πτωτικών, είναι τρεις: ο ενικός, ο δυϊκός και ο πληθυντικός.

Στο δυϊκό (που δεν τον έχει η νέα ελληνική) ήταν εύχρηστα στην αρχαία, και μάλιστα στην αττική διάλεκτο, κυρίως τα ουσιαστικά που δηλώνουν πράγματα που από τη φύση τους αποτελούν ζεύγη: τὼ ὀφθαλμὼ (=οι δύο οφθαλμοί), τὼ πόδε (=τα δύο πόδια), τὼ χεῖρε (=τα δύο χέρια). Επίσης ο δυϊκός συνηθιζόταν για δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που ήταν γνωστό ότι ήταν δύο (και αναφερόταν μαζί) ή χρησιμοποιούνται κατά δύο ζεύγη: τὼ ἀδελφὼ (=οι δύο αδελφοί), τὼ Διοσκούρω (=οι δύο Διόσκουροι), τὼ βόε (=τα δύο βόδια) κ.λπ.

Β. Κλίση των ουσιαστικών

1. Ουσιαστικά της α΄ κλίσης (αρσενικά και θηλυκά):

1.1. Πρωτόκλιτα ασυναίρετα ουσιαστικά


Ενικός Πληθυντ. Δυϊκός

Αρσενικό Θηλυκό Αρσ-Θηλ. Αρσ-Θηλ.
ον. -ᾱς -ης -ᾱ -ᾰ -αι -ᾱ
γεν. -ου -ου -ᾱς -ᾱς ή -ης -ης -ων -αιν
δοτ. -ᾳ -ῃ -ᾳ -ᾳ ή ῃ – ῃ -αις -αιν
αιτ. -ᾱν -ην -ᾱν -ᾰν -ην -ᾱς -ᾱ
κλ. -ᾱ -η (ἢ -ᾰ) -ᾱ -ᾰ -αι -ᾱ

Παραδείγματα:

α) Αρσενικά σε –ας: ὁ νεανίας
β) Αρσενικά σε –ης: ὁ στρατιώτης, ὁ ποιητὴς
γ) Θηλυκά σε -ᾱ: ἡ πολιτεία, ἡ σφαῖρα, ἡ στρατιὰ
δ) Θηλυκά σε –ᾰ (γεν. –ης): ἡ τράπεζα, ἡ γλῶσσα
ε) Θηλυκά σε –η : ἡ κώμη, ἡ τιμὴ

1.2. Πρωτόκλιτα συνηρημένα ουσιαστικά

Παραδείγματα: ὁ (Ἑρμέας) Ἑρμῆς, ἡ (μνάα) μνᾶ, ἡ (συκέα) συκῆ

ε+α=η
ε+ου=ου
ε+ᾳ=ῃ
ε+αι=αι
ε+ω=ω
α+α=α
α+αι=αι
α+ω=ω

Τα πρωτόκλιτα συνηρημένα ουσιαστικά έχουν και μετά τη συναίρεση τις καταλήξεις των ασυναίρετων τύπων. Μόνο το εα στον ενικό το συναιρούν σε η : ὁ Ἑρμέας -Ἑρμῆς, ἡ συκέα –συκῆ κ.λπ., αλλά τοὺς Ἑρμέας-Ἑρμᾶς, τὰς συκέας-συκᾶς κ.λπ.

2. Ουσιαστικά της β΄ κλίσης (αρσενικά, θηλυκά, ουδέτερα) :

2.1. Δευτερόκλιτα ασυναίρετα ουσιαστικά


Αρσενικό και θηλυκό Ουδέτερο

Ενικός Πληθ. Δυϊκός Ενικός Πληθ. Δυϊκός
ον. -ος -οι -ον -ᾰ
γεν. -ου -ων -οιν -ου -ων -οιν
δοτ. -ῳ -οιν -οιν -ῳ -οις -οιν
αιτ. -ον -ους -ον -ᾰ
κλητ. -ε (-ος) -οι -ον -ᾰ

Παραδείγματα:

α) Αρσενικά και θηλυκά σε –ος: ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἀγρός, ἡ νῆσος, ἡ ὁδὸς

β) Ουδέτερα σε –ον: τὸ μυστήριον, τὸ δῶρον

2.2. Δευτερόκλιτα συνηρημένα ουσιαστικά

Παραδείγματα: ὁ (ἔκπλοος) ἔκπλους, ὁ (πλόος) πλοῦς, τὸ (ὀστέον) ὀστοῦν

ο+ο=ου
ο+ε=ου
ο+ῳ=ῳ
ο+οι=οι
ο+ω=ω
ε+ο=ου
ε+ου=ου
ε+ῳ=ῳ
ε+α=α
ε+ω=ω
ε+οι=οι

2.3. Αττική δεύτερη κλίση

Παραδείγματα: ὁ πρόνεως, ὁ λεὼς, ἡ ἅλως, τὸ ἀνώγεων


Ενικός Πληθυντικός Δυϊκός

αρσ. θηλ. ουδ. αρσ-θηλ. ουδ. αρσ-θηλ-ουδ.
ον. -ως -ως -ων -ῳ
γεν. -ων -ῳν
δοτ. -ῳ -ῳ -ῳ -ῳς -ῳς -ῳν
αιτ. -ων -ω (ν) -ων -ως
κλ. -ως -ως -ων -ῳ

3. Ουσιαστικά της γ΄ κλίσης (αρσενικά, θηλυκά, ουδέτερα περιττοσύλλαβα):

(Περιττοσύλλαβα ονομάζονται όσα ουσιαστικά έχουν στη γενική και δοτική ενικού και σε όλες τις πτώσεις του πληθυντικού μια συλλαβή περισσότερη από την ονομαστική και κλητική του ενικού)


Αρσενικά και θηλυκά Ουδέτερα

Ενικός Πληθυντ. Δυϊκός Ενικός Πληθυντ. Δυϊκός
ον. -ς ή – -ες -ᾰ
γεν. -ος (ή –ως) -ων -οιν -ος (ή –ως) -ων -οιν
δοτ. -ῐ -σῐ (ν) -οιν -ῐ -σῐ (ν) -οιν
αιτ. -ᾰ ή ν -ᾰς ή –ς (-νς) -ᾰ
κλ. -ς ή – -ες -ᾰ

Παραδείγματα:

α) Φωνηεντόληκτα:
ὁ ἥρως (θ.ἡρω-), ὁ Τρὼς, ὁ ἰχθὺς, ἡ δρῦς, ἡ δύναμις, τὸ ἄστυ, ὁ βασιλεὺς, ἡ γραῦς, ἡ ἠχὼ

β) Συμφωνόληκτα:
ὁ κόραξ (θ. κόρακ-), ἡ πτέρυξ, ὁ γὺψ, ὁ τάπης, ἡ πατρὶς, τὸ κτῆμα, ἡ ἀκτὶς, ὁ Τιτὰν, ὁ Ἕλλην, τὸ νέκταρ, τὸ βέλος, τὸ κρέας

ΕΠΙΘΕΤΑ

1. Κλίση των επιθέτων

  1. Τα τρικατάληκτα με τρία γένη σχηματίζουν πάντα το θηλυκό κατά την α΄ κλίση (ἡ δικαία, ἡ καλή) και το αρσενικό και το ουδέτερο, άλλα κατά την β΄ κλίση (ὁ δίκαιος, τὸ δίκαιον, γεν. τοῦ δικαίου) και άλλα κατά την γ΄κλίση (ὁ ἅπας, τὸ ἅπαν, γεν. τοῦ ἅπαντος)
  2. Τα δικατάληκτα με τρία γένη κλίνονται άλλα κατά την β΄ κλίση (ὁ, ἡ βάρβαρος, τὸ βάρβαρον, γεν. τοῦ βαρβάρου) και άλλα κατά την γ΄ κλίση (ὁ, ἡ σώφρων, τὸ σῶφρον, γεν. τοῦ σώφρονος)
  3. Τα μονοκατάληκτα με δύο γένη κλίνονται τα περισσότερα κατά την γ΄ κλίση: ὁ, ἡ φυγάς, γεν. φυγάδος – ὁ, ἡ πένης, γεν. πένητος

2. Ανώμαλα επίθετα

  • πολύς, πολλή, πολύ
  • μέγας, μεγάλη, μέγα
  • πρᾶος, πραεῖα, πρᾶον
  • σῶς, σῶς, σῶν (ελλειπτικό, έχει μόνο ονομ. και αιτ. ενικού και πληθυντικού)
  • φροῦδος, φρούδη, φροῦδον (ελλειπτικό, έχει μόνο ονομ. ενικού και πληθυντικού)

ΜΕΤΟΧΕΣ

  1. Μετοχές δευτερόκλιτες : -μένος, -μένη, -μένον (λυόμενος, δηλούμενος, τιμώμενος κ.λπ.)
  2. Μετοχές τριτόκλιτες:

  • -ας, -ασᾰ, -ᾰν : λύσας, ἱστάς, γράψας κ.λπ.
  • -είς, -εῖσα, -εν : λυθείς, γραφείς, τιθείς, κ.λπ.
  • -ούς, -οῦσα, -ον: διδούς, γνούς, κ.λπ.
  • -ύς, -ῦσα, -ύν : δεικνύς, ἀπολλύς, κ.λπ.
  • -ων, -ουσα, -ον : λύων, φυγών, ὤν κ.λπ.
  • -ῶν, -ῶσα, -ῶν : τιμῶν, ὁρῶν, κ. λπ.
  • -ῶν, -οῦσα, οῦν : δηλῶν, ποιῶν, μενῶν, κ.λπ.
  • -ώς, -υῖα, -ος : λελυκώς, τεθνηκώς, ειδώς, κ.λπ.
  • -ώς, -ῶσα, -ώς (ή –ός) : ἑστώς, τεθνεώς, κ. λπ.

ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

1. Προσωπικές: ἐγώ, σύ,- (αυτὸς)

2. Δεικτικές: οὗτος, αὕτη, τοῦτο
ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο
ὅδε, ἥδε, τόδε
τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε ή τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο
τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε ή τηλικοῦτος, τηλικαύτη, τηλικοῦτο

3. Οριστικές/ επαναληπτικές: αὐτός, αὐτή, αὐτὸ

4. Κτητικές: ἐμός, ἐμή, ἐμὸν
σός, σή, σὸν
ἑός, ἑή, ἑὸν
ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον
ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον
σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον
5.Αυτοπαθείς: ἐμαυτοῦ, ἐμαυτής
σεαυτοῦ, σεαυτῆς
ἡμῶν αὐτῶν, ὑμῶν αὐτῶν
ἑαυτοῦ, ἑαυτῆς
ἑαυτῶν (ή σφῶν αὐτῶν), ἑαυτῶν (ή σφῶν αὐτῶν)

6. Αλληλοπαθείς: ἀλλήλων, ἀλλήλοις (-αις), ἀλλήλους (-ας, -α)

7. Ερωτηματικές:τίς, τί,
πότερος, ποτέρα, πότερον (=ποιός από τους δύο)
πόσος, πόση, πόσον
ποῖος, ποία, ποῖον (=τι λογής)
πηλίκος, πηλίκη, πηλίκον (=πόσο μεγάλος / ποιάς ηλικίας)
ποδαπός, ποδαπή, ποδαπόν (=από ποιόν τόπο)
πόστος, πόστη, πόστον (=τι θέση έχει σε αριθμητική σειρά;)
ποσταῖος, ποσταία, ποσταῖον (=σε πόσες μέρες; πβ. τριταῖος)

8. Αόριστες: τὶς, τὶ
ὁ δεῖνα, ἡ δεῖνα, τὸ δεῖνα
ἔνιοι, ἔνιαι, ἔνια (=μερικοί)

9. Επιμεριστικές: πᾶς, πᾶσα, πᾶν
ἕκαστος, ἑκάστη, ἕκαστον
ἄλλος, ἄλλη, ἄλλο
οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν-μηδείς, μηδεμία, μηδὲν
ἀμφότεροι, ἀμφότεραι, ἀμφότερα
ἑκάτερος, ἑκατέρα, ἑκάτερον
ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον
οὐδέτερος, οὐδετέρα, οὐδέτερον – μηδέτερος, μηδετέρα, μηδέτερον (=ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος)
ποσός, ποσή, ποσόν (=κάμποσος_
ποιός, ποιά ποιόν (=κάποιας λογῆς, πβ. ποῖος)
ἀλλοδαπός, ἀλλοδαπή, ἀλλοδαπόν

10.Αναφορικές: ὅς, ἥ, ὅ
ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (=αυτός ακριβώς που)
ὅστις, ἥτις, ὅ,τι
ὁπότερος, ὁποτέρα, ὁπότερον (=όποιος από τους δύο)
ὅσος, ὅση, ὅσον
ὁπόσος, ὁπόση, ὁπόσον
οἷος, οἷα, οἷον (=τέτοιος που)
ὁποῖος, ὁποῖα, ὁποῖον
ἡλίκος, ἡλίκη, ἡλίκον (=όσο μεγάλος)
ὁπηλίκος, ὁπηλίκη, ὁπηλίκον (=όσο μεγάλος)
ὁποδαπός, ὁποδαπή, ὁποδαπόν (=από ποιόν τόπο, σε πλάγια ερώτηση)

ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ

  1. Τοπικά : ποῦ;, πῇ;, ποῖ;, ὅπου, ἔνθα, ἐνθάδε, ἐκεῖ, αὐτοῦ, ἄνω, κάτω, ἐγγύς, ἔσω κ.λπ.
  2. Χρονικά: πότε;, ὅτε, τότε, ὁπηνίκα, πηνίκα;, νῦν, πρὶν, ἔπειτα, πάλαι, αὖθις, αὖ, κ.λπ.
  3. Τροπικά: πῶς;πῇ;, οὕτως, ὧδε, ὅπως, ὡς, ὥσπερ, εὖ, καλῶς, κ.λπ.
  4. Ποσοτικά:πόσον; ὅσον, μάλα, ἄγαν, λίαν, πάνυ, σφόδρα, ποσάκις, δίς, τρίς, κ.λπ.
  5. Βεβαιωτικά: ναί, μάλιστα, δή (=βέβαια), δῆτα (=βέβαια), ἦ (=αλήθεια) κ.λπ.
  6. Αρνητικά: οὐ, μή
  7. Διστακτικά: ἆρα, μῶν (=μήπως), τάχα, ἴσως κ.λπ.

ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ

  1. Κύριες προθέσεις (χρησιμοποιούνται και στη σύνταξη και σε σύνθεση με άλλες λέξεις): εἰς, ἐν, ἐκ (ἐξ), πρό, πρός, σύν, ἀνά, διά, κατά, μετά, παρά, ἀμφί, ἀντί, ἐπί, περί, ἀπό, ὑπό, ὑπέρ
  2. Καταχρηστικές προθέσεις (χρησιμοποιούνται μόνο στη σύνταξη):

  • μὲ γενική: ἄχρι, μέχρι, ἄνευ, χωρίς, πλήν, ἕνεκα (ἕνεκεν)
  • μὲ αἰτιατική: ὡς, νή, μά (μὰ τοὺς Θεούς)

ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

  1. Συμπλεκτικοί: οὔτε, μήτε, οὐδέ, μηδέ
  2. Διαζευκτικοί: ἦ, ἦτοι, εἶτε, ἐάντε, ἄντε, ἤντε
  3. Αντιθετικοί ή εναντιωματικοί:μέν, δέ, μέντοι, ὅμως, ἀλλά, ἀτάρ(=όμως), μήν, καίτοι
  4. Παραχωρητικοί: εἰ καί, ἂν καί, καί εἰ, καί ἄν, κἄν, οὐδ᾿ εἰ, οὐδ᾿ ἐάν, μηδ᾿ ἐάν, καίπερ
  5. Χρονικοί: ὡς-ὅτε, ὁπότε-ὁσάκις, ὁποσάκις-ἡνίκα, ὁπηνίκα-ἐπεί, ἐπειδή-ὅταν, ὁπόταν, ἐπάν, ἐπειδάν-ἕως, ἔστε, ἄχρι, μέχρι, πρίν.
  6. Αιτιολογικοί: γάρ, ὅτι, ὡς, διότι, ἐπεί, ἐπειδή
  7. Τελικοί: ἵνα, ὅπως, ὡς
  8. Συμπερασματικοί: ἄρα, δή, δῆτα, οὖν, τοίνυν, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, οὔκουν, ὥστε, ὡς
  9. Ειδικοί: ὅτι, ὡς
  10. Υποθετικοί: εἰ, ἐάν, ἄν, ἤν
  11. Ενδοιαστικοί ή διστακτικοί: μή, μή οὐ

ΕΠΙΦΩΝΗΜΑΤΑ

  1. Θαυμαστικά: ἆ! ὤ! βαβαί! παπαῖ!
  2. Γελαστικά: ἅ-ἅ-ἅ!
  3. Θειαστικά (δηλώνουν ενθουσιασμό): εὐοῖ! εὐάν!
  4. Σχετλιαστικά (λύπης, αγανάκτησης): ἰώ! ἰού! οὐαί! οἴμοι! φεῦ! παπαῖ!
  5. Κλητικό : ὦ

ΤΟΝΟΙ & ΠΝΕΥΜΑΤΑ

Α’. Οι τόνοι και ο τονισμός

1. Τόνοι

Σε κάθε λέξη που έχει δύο ή περισσότερες συλλαβές μία από αυτές τονίζεται, δηλ. προφέρεται πιο δυνατά από τις άλλες. Για να φανερώσουμε στο γραπτό λόγο ποια είναι η συλλαβή που τονίζεται, γράφουμε πάνω στο φωνήεν ή το δίφθογγο της συλλαβής αυτής ένα σημάδι που λέγεται τόνος: φέ-ρω, φε-ρό-με-θα, φε-ρο-μέ-νη, φεῦ-γε, ἀ-πό-φευ-γε, ἀ-γα-θός, ἀ-νήρ.

Οι τόνοι είναι τρεις: η οξεία (΄), η βαρεία (‘) και η περισπωμένη (~):

2. Ονομασία των λέξεων από τον τόνο τους

Σε κάθε λέξη πάνω στο φωνήεν ή το δίφθογγο της συλλαβής που τονίζεται σημειώνουμε κάθε φορά. έναν ορισμένο τόνο (πβ. §38 και § 39). Κατά τη θέση που έχει ο τόνος σε μια λέξη και κατά το είδος του η λέξη αυτή λέγεται:

1) οξύτονη, αν έχει οξεία στη λήγουσα: πατήρ·

2) παροξύτονη, αν έχει οξεία στην παραλήγουσα: μήτηρ·

3) προπαροξύτονη, αν έχει οξεία στην προπαραλήγουσα: λέγομεν·

4) περισπώμενη, αν έχει περισπωμένη στη λήγουσα: τιμῶ·

5) προπερισπώμενη, αν έχει περισπωμένη στην παραλήγουσα: δῶ-ρον·

6) βαρύτονη, αν δεν τονίζεται στη λήγουσα: ἄνθρωπος, λύω, κελεύω.

3. Τονισμός. Γενικοί κανόνες τονισμού

Ο τονισμός των λέξεων στην αρχαία ελληνική γίνεται κατά τους εξής γενικούς κανόνες:

1) Καμιά λέξη δεν τονίζεται πιο πάνω από την προπαραλήγουσα (όπως και στην κοινή νέα ελληνική): λέγομεν, ἐλέγομεν, ἐλεγόμεθα, ἐπικίνδυνος, ἐπικινδυνότατος.

2) Όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη, η προπαραλήγουσα δεν τονίζεται: (ή βασίλισσα, αλλά) της βασιλίσσης, (άμεσος, αλλά) αμέσως.

3) Η προπαραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία: τιμώ-μεθα, παρήγορος, πείθομαι.

4) Κάθε βραχύχρονη συλλαβή, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία: νέφος, τόπος, ἀγαθός.

5) Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει οξεία εμπρός από μακρόχρονη λήγουσα: θήκη, κώμη, παιδεύω, κλαίω.

6) Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει περισπωμένη εμπρός από βραχύχρονη λήγουσα: κῆπος, χῶρος, φεῦγε, κῶμαι.

7) Η θέσει μακρόχρονη συλλαβή ως προς τον τονισμό λογαριάζεται βραχύχρονη: αὖλαξ, κλῖμαξ, μεῖραξ, τάξις, λύτρον (βλ. § 33, β).

8) Η βαρεία σημειώνεται στη θέση της οξείας μόνο στη λήγουσα, όταν δεν ακολουθεί στίξη ή λέξη εγκλιτική (βλ. § 43,1 και § 50): ὁ βασιλεὺς τὴν μὲν πρὸς ἑαυτὸν ἐπιβουλήν οὐκ ᾐσθάνετο…

4. Ειδικοί κανόνες τονισμού

α) Η ασυναίρετη ονομαστική, αιτιατική και κλητική των πτωτικών, όταν τονίζεται στη λήγουσα, κανονικά παίρνει οξεία:

ὁ ποιητής, τὸν ποιητήν, ὦ ποιητά· οἱ ποιηταί, τοὺς ποιητάς, ὦ ποιηταί· ἡ φωνή, τὴν φωνήν, ὦ φωνή· αἱ φωναί, ταὰς φωνάς, ὦ φωναί· πατήρ, λιμήν, άνδριάς· καλήν, καλάς, καλά· αὐτή, αὐτήν, αὐτός· λαβών, ἰδών, λελυκώς, λυθείς.

Εξαιρέσεις: Παίρνουν περισπωμένη αντίθετα με τον κανόνα, αν και δεν προκύπτουν από συναίρεση:

οι μονοσύλλαβοι τύποι της ονομ., αιτιατ. και κλητ. που έχουν χαρακτήρα ι, υ, (ου, αυ): ὁ κῖς, τὸν κῖν, ὧ κῖ, τοὺς κῖς – ἡ δρῦς, τὴν δρῦν, ὦ δρῦ, τὰς δρῦς – ὁ βοῦς, τον βοῦν, ὧ βοῦ, τους βοῦς – ή γραῦς, τὴν γραῦν, ὧ

η αιτιατική πληθ. των ονομ. σε -ὺς (γεν. -ύος), αν τονίζεται στη λήγουσα: τους ἰχθῦς

η ονομ., αιτ. και κλητ. του ενικού των ουδετέρων πῦρ και οὖς

η ονομ. και κλητ. του ενικού του θηλ. ή γλαῦξ (= κουκουβάγια» ]

η κλητ. του ενικού των ονομ. σε -εύς: ὧ βασιλεῦ

β) Η μακροκατάληκτη γενική και δοτική των πτωτικών, όταν τονίζεται στη λήγουσα, παίρνει περισπωμένη:

τοῦ ποιητοῦ, τῷ ποιητῇ· τῶν ποιητῶν, τοῖς ποιηταῖς-τῆς φωνῆς, τῇ φωνῇ· τῶν φωνῶν, ταῖς φωναῖς·

τοῦ ἀγαθοῦ, τῆς αγαθῆς, τῷ άγαθῷ, τῇ αγαθῇ· τῶν αγαθῶν, τοῖς άγαθοῖς, ταῖς άγαθαῖς κτλ.·

αὐτοῦ, αὐτῆς, αὐτῷ, αὐτῆ· αὐτῶν, αὐτοῖς, αὐταῖς κτλ.

Εξαιρέσεις: Τα αττικόκλιτα ουσιαστικά φυλάγουν σε όλες τις πτώσεις τον ίδιο τόνο που έχει η ονομαστική του ενικού και στην ίδια συλλαβή: ὁ λεὼς, τοῦ λεὼ κτλ., ὁ ταῶς, τοῦ ταῶ κτλ., ὁ πρόνεως, τοῦ πρόνεω κτλ.

γ) Στα πτωτικά (βλ. § 74), όπου τονίζεται η ονομαστική του ενικού εκεί τονίζονται και οι άλλες πτώσεις του ενικού και του πληθυντικού, εκτός αν εμποδίζει η λήγουσα:

λέων, λέοντος, λέοντες κτλ. – αλλά: λεόντων (βλ. § 38,» 2)·

αρρην, άρρενος, άρρενες κτλ. – αλλά: αρρένων·

ἕκαστος, ἕκαστον, ἕκαστοι κτλ. – αλλά: ἑκάστου, ἑκάστων, ἑκάστους

Εξαιρέσεις βλ. § 88, 3 και § 145.

Στα πρωτόκλιτα ουσιαστικά η γενική του πληθ. τονίζεται στηλήγουσα και παίρνει περισπωμένη:τῶν νεανιῶν, τῶν θαλασσῶν.

Τα μονοσύλλαβα ονόματα της γ΄ κλίσης στη γενική και δοτική όλων των αριθμών τονίζονται στη λήγουσα: ἡ φλόξ, τῆς φλογός, τῇ φλογί, τῶν φλογῶν, ταῖς φλοξί. Εξαιρούνται τα μονοσύλλαβα ἡ δᾲς, ὁ θὼς (=τσακάλι), το οὖς, ὁ παῖς, ὁ Τρὼς και το φῶς που τονίζονται στη γεν.πληθ. στην παραλήγουσα:τῶν δᾴδων, τῶν θώων, τῶν ὤτων, τῶν παίδων, τῶν Τρώων, τῶν φώτων.

δ) Η λήγουσα που προέρχεται από συναίρεση, όταν τονίζεται, κανονικά παίρνει περισπωμένη:

(τιμάω) τιμῶ, (τιμάων) τιμῶν, (έπιμελέες) επιμελεῖς-

παίρνει όμως οξεία, αν πριν από τη συναίρεση είχε οξεία η δεύτερη από τις συλλαβές που συναιρούνται:

(ἑσταώς) ἑστώς, (κληίς, κλῄς) κλείς.

ε) Στις σύνθετες λέξεις ο τόνος κανονικά ανεβαίνει ως την τελευταία συλλαβή του πρώτου συνθετικού, αν επιτρέπει η λήγουσα: (σοφός) πάν-σοφος, (πόλις) ακρόπολις, μεγαλόπολις, (πήχυς) εἰκοσάπηχυς· (έλθέ) ἄπελθε, (δός) ἀπόδος· (φρήν) ό μεγαλόφρων, το μεγαλόφρον

5. Άτονες λέξεις

Δέκα μονοσύλλαβες λέξεις της αρχαίας ελληνικής δεν παίρνουν τόνο και γι’ αυτό λέγονται άτονες λέξεις. Αυτές είναι

τα άρθρα ὁ, ἡ, οἱ, αἱ·

οι προθέσεις εἰς, ἐν, ἐκ (ἢ ἐξ

τα μόρια εἰ, ὡς, οὐ (ἢ οὐκοὐχ)

6. Εγκλιτικές λέξεις. Έγκλιση του τόνου

Μερικές μονοσύλλαβες ή δισύλλαβες λέξεις συμπροφέρονται τόσο στενά με την προηγούμενη, ώστε ακούονται σαν ν’ αποτελούν μαζί της μία λέξη· γι’ αυτό ο τόνος τους κανονικά ή χάνεται ή ανεβαίνει στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης ως οξεία (πβ. τα νεοελληνικά: ό αδερφός μου, ό δάσκαλός μου).

Οι λέξεις αυτές λέγονται εγκλιτικές λέξεις ή απλώς εγκλιτικά.

α) Συχνότερα εγκλιτικά της αρχαίας ελληνικής είναι:

οι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών μοῦ, μοί, μέ – σοῦ, σοί, σέ -οὗ, οἷ, ἓ

όλες οι πτώσεις ενικού και πληθυντικού της αόριστης αντωνυμίας τὶς – τὶ εκτός από τον τύπο του ουδέτ. πληθ. ἄττα (= τινά = μερικά)

όλοι οι δισύλλαβοι τύποι της οριστικής του ενεστώτα των ρημάτων εἰμί (= είμαι) και φημὶ (= λέγω)

τα επιρρήματα πού, ποί, πόθεν -πώς, πή (ἢ πῄ). ποτὲ

τα μόρια γέ, τέ, τοι, πέρ, πώ, νὺν και το πρόσφυμα δὲ (διαφορετικό από το σύνδεσμο δὲ)

β) Ο τόνος των εγκλιτικών χάνεται:

σε όλα τα εγκλιτικά (μονοσύλλαβα ή δισύλλαβα), όταν η προηγούμενη λέξη είναι οξύτονη ή περισπωμένη: ναός τις, καλόν εστί (με οξεία και όχι βαρεία στην προηγούμενη λέξη· βλ. § 38, 8) – τιμώ σε, τιμώ τινας·

μόνο στα μονοσύλλαβα εγκλιτικά, όταν η προηγούμενη λέξη είναι παροξύτονη: γέρων τις, παιδεύω σε.

γ) Ο τόνος των εγκλιτικών ανεβαίνει στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης (ως οξεία), όταν η προηγούμενη λέξη είναι προπαροξύτονη ή προπερισπώμενη ή άτονη ή εγκλιτική:

ἔλαφός τις, ἔλαφοί τινες – κῆπός τις, κῆποί τινες- Ἀριαῖός τε – ἔν τινι τόπῳ – εἴ τις βούλεται – εἴ τίς ἐστί μοι φίλος.

δ) Ό τόνος των εγκλιτικών μένει στη θέση του (δηλ. δε γίνεται έγκλιση τόνου):

όταν η προηγούμενη λέξη είναι παροξύτονη και το εγκλιτικό δισύλλαβο: λόγοι τινές, ανθρώπων τινῶν, φίλοι εἰσίν·

όταν η προηγούμενη λέξη έχει πάθει έκθλιψη ή όταν πριν από το εγκλιτικό υπάρχει στίξη: καλόν δ’ ἐστίν – Ὅμηρος, φασί, τυφλὸς ἦν·

όταν υπάρχει έμφαση ή αντιδιαστολή: παρὰ σοῦ, πρὸς σέ· ταῦτα σοὶ λέγω, οὐκ ἐκείνῳ.

Β’. Τα πνεύματα και η χρήση τους

1. Πνεύματα

Κάθε λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο ή από το σύμφωνο ρ παίρνει πάνω σ’ αυτό ένα ιδιαίτερο σημάδι, που λέγεται πνεύμα.

Τα πνεύματα είναι δύο, η ψιλή (‘) και η δασεία (‘): ἀήρ, εἰκών -ἁγνός, εὑρίσκω· ῥέω.

2. Λέξεις με ψιλή και λέξεις με δασεία

α)Από τις λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν ή δίφθογγο οι περισσότερες παίρνουν ψιλή.

β) Δασύνονται κανονικά:·

1) Οι λέξεις που αρχίζουν από υ ή από ρ: ὑβρίζω, ῥόδον.

2) Τα άρθρα ὁ, ἡ, αἱ και οι δεικτικές αντωνυμίες ὅδε, ἥδε, οἵδε, αἵδε και οὗτος, αὕτη.

3) Οι αναφορικές αντωνυμίες και τα αναφορικά επιρρήματα (εκτός από τα ἔνθα, ἔνθεν): ὅς, ἥ, ὅ κτλ., ὅπου, ὅθεν κτλ.

4) Οι τύποι της προσωπικής αντωνυμίας ἡμεῖς, ἡμῶν κτλ.,οὗ, οἷ, ἑ, οι αντωνυμίες ἕτερος, ἑκάτερος, ἕκαστος και οι λέξεις που σχηματίζονται από αυτές (ἡμέτερος, ἑαυτοῦ, ἑτέρωθεν, ἑκάστοτε κτλ.).

5) Οι σύνδεσμοι ἕως, ἡνίκα, ἵνα, ὅμως, ὁπότε, ὅπως, ὅτε, ὅτι, ὡς, ὥστε.

6) Τα αριθμητικά εἱς, ἕν, ἕξ, ἑπτά, ἑκατόν επίσης τα παράγωγα από αυτά- ἕνδεκα, ἑξακόσιοι, ἑβδομήκοντα, ἑκατοντάκις κτλ.

7) Οι ακόλουθες λέξεις (και όσες είναι παράγωγες από αυτές ή σύνθετες με α’ συνθετικό τις λέξεις αυτές):

Α.- ἁβρός, ἅγιος, ἁγνός, Ἅδης, ἁδρός, ἁθρόος (στην αττική διάλεκτο), αἷμα, Αἷμος, αἱρέω-ῶ, αἱ ἁλαί (= η αλυκή), ἅλας, Ἁλιάκμων, γεν. -όνος, Ἁλίαρτος, ἁλιεύω (μτγν.). Ἁλικαρνασσός, ἅλις (= αρκετά), ἁλίσκομαι-ἅλωσις, ἅλλομαι (=πηδώ), Ἁλόννησος, ἁλουργίς, γεν. -ίδος (μτγν.). ό ἁλς, γεν. του ἁλός (= αλάτι· συχνά σε πληθ. οί ἅλες = αλάτι, αλυκή), ή ἅλς, γεν. της ἁλός (= θάλασσα), ἁλτήρ, πληθ. ἁλτῆρες, ἅλυσις, ἡ ἅλως (= αλώνι), ἅμα, ἅμαξα, ἁμαρτάνω, ἅμιλλα, ἅμμα (= δέσιμο, κόμπος- από το ατττω), ἁνυτω (αλλά και ἀνύ(τ)ω), ἁπαλός, ἅπαξ, ἁπλούς, ἅπτω-ἅπτομαι, ἅρμα, ἁρμόζω, ἁρμονία, ἁρμός, ἅρπαξ – ἁρπάζω, ἁφή, ἁψίκορος, ἁψίς. γεν. -ῖδος.

Ε.- (Ἑβραῖος), το ἕδος (= θρόνος, ναός, άγαλμα), ἕδρα, ἑδώλιον, ἕζομαι (= κάθομαι), εἱλόμην (αόρ. β’ του αἱροῦμαι), εἵμαρται – εἱμαρμένη, εἵργνυμι και εἱργνύω (= εμποδίζω την έξοδο, κλείνω μέσα· ενώ εἴργω = εμποδίζω την είσοδο, αποκλείω), εἱρκτή, Ἑκάβη, ἑκάς (= μακριά), Ἑκάτη, ἑκών, Ἑλένη, Ἑλικών (γεν. -ῶνος), ή ἕλιξ, ἑλίττω (= τυλίγω, στρέφω), ἕλκος, ἕλκω (μεταγ. ελκύω), Ἑλλάς, Ἑλλην, ή ἕλμινς (γεν. -ινθος = σκουλήκι των εντέρων), το ἕλος, ἕνεκα ή ἕνεκεν, ἑξῆς, ἕξω (μέλλ. του ρ. έ~χω), ἑορτή, ἕρκος (= φραγμός), ἕρμα, ἑρμηνεύω, Ἑρμῆς, ἕρπω, ἑσπέρα, ἕσπερος, ἑσπόμην (αόρ. β’ του ἕπομαι), ἑστιάω-ῶ, ἑταῖρος, ἕτοιμος και ἑτοῖμος, εὑρίσκω, ἑφθός (= βραστός· για τα μέταλλα = καθαρισμένος με φωτιά, καθαρός), ἕψω (= βράζω), ἕωλος (= παλιός, όχι πρόσφατος), ἡ ἕως (= πρωί).

Η.- Ἥβη, ἡγέομαι –οῦμαι, ἥδομαι, ἥκιστα, ἥκω, ἧλιξ (= συνομήλικος. σύντροφος), Ἡλιαία, ἥλιος, ἧλος (= καρφί), ἡμερα, ἥμερος, ἡμι-(αχώριστο μόριο), ἥμισυς, ἡ ἡνία και τα ἡνία (= χαλινός), ἧπαρ, Ἥρα, Ἡρακλής, Ἡρόδοτος, ἥρως, Ἡσίοδος, ἥσυχος, ἧττα, ἡττάομαι -ῶμαι, ἥττων, Ἥφαιστος.

Ι.- ἱδρύω, ἱδρώς, ἱέραξ, ἱερός, ἵημι, ἱκανός, ἱκέτης, ἱκνέομαι –οῦμαι, ἱλάσκομαι, ἱλαρός, ἵλεως, ἱμάς, ἱμάτιον, ἵμερος (= πόθος), ἵππος, (μεταγεν. ἵπταμαι), ἵστημι, ἱστός – ἱστίον, ἱστορία, ἱστορέω -ῶ, ἵστωρ (γεν. -ορος =έμπειρος, γνώστης).

Ο.- ὁδός, ὁλκάς (= πλοίο που ρυμουλκείται, φορτηγό), ὁλκή (= έλξη,εισπνοή, βάρος), ὁ ὁλκός (= μηχάνημα με το οποίο έσερναν τα πλοία, λουρί, χαλινός, τροχιά, αυλάκι), ὅλμος, ὅλος, ὁρμαθός, ὁρμή, ό ὅρμος, ό ὅρος, το ὅριον, ὁρίζω, ὁράω -ῶ, ὅσιος.

Ω.- ὥρα, ὡραίος, ὥριμος.

http://users.uoa.gr/~nektar/history/languag/grammar_greek_language_ancient.htm

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1568

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ : ΡΗΜΑ

Καταλήξεις χρόνων ομαλών ρημάτων της Α’ συζυγίας

ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΑ                                 ΣΥΜΦΩΝΟΛΗΚΤΑ

ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ             ΑΦΩΝΟΛΗΚΤΑ           ΗΜΙΦΩΝΟΛΗΚΤΑ

Λύω     τιμάω/ῶ    ποιέω/- ῶ    δηλόω/- ῶ                τάττω       κόπτω     πείθω    αγγέλλω       αἴρω     φαίνω          νέμω

ἄρχω       τρέπω     κομίζω                              αἰσχύνω

Χαρακτ.          υ,ι            α              ε              ο              κ,γ,χ        π,β,φ       τ,δ,θ       λ              ρ              ν              μ

-ττω         -πτω        -ζω

Εν.                         -ω            – ῶ           – ῶ           -ω            -ω            -ω            -ω           -ω            -ω            -ω            -ω

Πρτ.                      -ον          -ων          -ουν        -ουν        -ον          -ον          -ον         -ον          -ον          -ον         -ον

Μελ.                      -σω                  -ήσω                -ώσω       -ξω          -ψω         -σω/-ιῶ  -λῶ          -ρῶ          -νῶ        -μῶ

Αόρ.                      -σα                  -ησα              -ωσα         -ξα         -ψα          -σα          -λα         -ρα          -να        -μα

Πρκ.                      -κα                  -ηκα              -ωκα        -χα         -φα          -κα            -λκα        -ρκα        -γκα     -ηκα

Υπερς.                  -κειν               -ήκειν           -ώκειν      -χειν       -φειν        -κειν        -λκειν    -ρκειν       -γκειν  -ηκειν

Μ.                          -μαι                 -ημαι             -ωμαι      -γμαι       -μμαι       -σμαι         -λμαι      -ρμαι       -σμαι    -ημαι

Πρκ.                                                                                                                                                                      -μμαι

Π. Αόρ.               -θην                 -ήθην            -ώθην         -χθην      -φθην       -σθην      -λθην     -ρθην       -νθην   -ήθην

Β’ ΣΥΖΥΓΙΑ (ρήματα σε –μι)

ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΑ                                    ΣΥΜΦΩΝΟΛΗΚΤΑ

ἵστημι                    ὀνίνημι                                     -νυμι

τίθημι                      ἄγαμαι                                    (δείκνυμι)

ἵημι                         δύναμαι                                  -ννυμι

δίδωμι                     ἐπίσταμαι                                (σκεδάννυμι)

πίμπλημι                 κρέμαμαι

πίμπρημι                ἐπριάμην                                 ὄλλυμι

Παρατηρήσεις

–          Τα υγρόληκτα και ενρινόληκτα ρήματα σχηματίζουν ενεργητικό και μέσο μέλλοντα που κλίνεται κατά τα συνηρημένα σε-εω, π.χ. βάλλω -> βαλῶ, βαλεῖς… , αἴρω ->ἀρῶ, ἀρεῖς, νέμω-> νεμῶ, νεμεῖς…

–          Τα υπερδισύλλαβα ρήματα σε –ίζω σχηματίζουν ενεργητικό και μέσο μέλλοντα σε -ιῶ, – ιοῦμαι που κλίνεται κατά τα συνηρημένα σε –έω, π.χ. νομίζω-> νομιῶ, νομιεῖς…

–          Τα ρήματα βιβάζω, ἐλαύνω, ἐξετάζω, κεράννυμι, κρεμάννυμι, σκεδάννυμι, πετάννυμι σχηματίζουν το μέλλοντά τους κατά τα συνηρημένα σε –άω, π.χ. βιβάζω -> βιβῶ, βιβᾷς…

–          Στο β’ ενικό της προστακτικής του παθητικού αορίστου β’ μένει αμετάβλητη η αρχική κατάληξη –θι. π.χ.  ἐγράφην-> γράφηθι.

–          Εχουν δύο μ (-μμ-) στο μέσο παρακείμενο τα χειλικόληκτα και μερικά ενρινόληκτα ρήματα με χαρακτήρα –ν-, π.χ. γράφομαι->γέγραμμαι, ὀξύνομαι ->ὤξυμμαι.

Προσοχή: στην κλίση των παρακειμένων των ρημάτων πέμπομαι, κάμπτομαι και ἐλέγχομαι: πέπεμμαι, πέπεμψαι, κέκαμμαι, κέκαμψαι, ἐλήλεγμαι, ἐλήλεγξαι.

– Οσα ρήματα λήγουν σε –(ν) νυμι και το ρ. ὄλλυμι κλίνονται σύμφωνα με το δείκνυμι. Προσοχή το υ είναι μακρό στο β’ ενικό της προστακτικής (δείκνυ- ἀποδείκνυ) και βραχύ στο απαρέμφατο (δεικνύναι).

– Τα ρ. πίμπλημι και πίμπρημι κλίνονται κατά το ἵστημι.

– Τα ρ. ὀνίνημι, ἄγαμαι, δύναμαι, ἐπίσταμαι, κρέμαμαι, ἐπριάμην κλίνονται κατά το ἵστημι         – ἵσταμαι, τονίζονται όμως στην υποτακτική και ευκτική σύμφωνα με το λύω.

– Ο αόριστος εἶπα του ρήματος λέγω έχει εύχρηστους τους τύπους:

Oρ.             εἶπας, εἴπατε

Ευκτ.         εἴπαιμεν

Προστ.       εἴπατε

–          Ο αόριστος β’ εἶπον δεν έχει το β’ πληθυντικό της οριστικής και το δανείζεται από το εἶπα.

–          Ο αόριστος ἤνεγκα του ρήματος φέρω δεν έχει β’ ενικό προστακτικής και μετοχές. Ο αόριστος β’ ἤνεγκον έχει εύχρηστους τους εξής τύπους: Οριστ.: -ήνεγκον, -ήνεγκον (δηλαδή έχει α’ ενικό και γ’ πληθυντικό και μόνο όταν είναι σύνθετος).

–          Υποτ.: ἐνέγκω, ἐνέγκῃς…

–          Ευκτ.: ἐνέγκοιμι, ἐνέγκοις…

–          Προστ.: ἔνεγκε, ἐνεγκέτω (μόνο)

–          Απαρ.:  ἐνεγκεῖν

–          Μτχ.: ἐνεγκών, -οῦσα, -όν

–          Η προστακτική του αορίστου ἠνεγκάμην είναι: ἐνεγκοῦ, ἐνεγκέσθω, ἐνέγκεσθε, ἐνεγκέσθων (από τον αόριστο β’).

–          Ο αόριστος β’ ἔφυν κλίνεται όπως το ἔδυν αλλά δεν έχει προστακτική. Εχει όμως ευκτική: φύοιμι, φύοις, φύοι…

–          Ο αόριστος β’ ἐβίων κλίνεται όπως το ἔγνων αλλά δεν έχει προστακτική. Στην ευκτική κλίνεται ως εξής: βιῴην, βιῴης,…

–          Ο αόριστος β’ ἑάλων κλίνεται όπως το ἔγνων αλλά δεν έχει προστακτική.

–          ἔστησαν: μπορεί να είναι γ’ πληθυντικό του ενεργητικού αορίστου ἔστησα ή του αορίστου β’ ἔστην.

–          Οι αόριστοι ἔσχον, ἐσχόμην, ἑσπόμην, ὑπεσχόμην, ἠνεσχόμην ανεβάζουν τον τόνο στην υποτακτική και ευκτική όταν είναι σύνθετοι και εφόσον το επιτρέπει η λήγουσα. ‘Ετσι: σχῶ, σχῇς… -> παράσχω, παράσχῃς, παράσχῃ… σχῶμαι, σχῇ, σχῆται… -> παράσχωμαι, παράσχῃ, παράσχηται… σχοίην, σχοίης, σχοίη… -> παράσχοιμι, παράσχοις, παράσχοι… (προσοχή στις καταλήξεις).

–          Τα ρήματα εἶμι, εἰμί, φημί, οἶδα, κεῖμαι όταν είναι σύνθετα με μονοσύλλαβη ή δισύλλαβη πρόθεση ανεβάζουν τον τόνο στην οριστική και προστακτική, εφόσον το επιτρέπει η λήγουσα, π.χ. σύνειμι, κατάφημι. Εξαιρείται το β’ ενικό της οριστικής ενεστώτα του ρήματος φημί, π.χ. συμφής, καταφής.

–          Τα βαρύτονα ρήματα, απλά και σύνθετα, ανεβάζουν τον τόνο τους στην προστακτική, αν η λήγουσα είναι βραχύχρονη (όχι όμως πιο πάνω από την τελευταία συλλαβή της πρόθεσης), π.χ. παίδευσον, παίδευσαι αλλά πεπαιδεύσθω/κατάλυσον, κατάλυσαι αλλά καταλυσάσθω. Προσοχή: α) ο τόνος ποτέ δεν υπερβαίνει τη συλλαβή που έχει αναδιπλασιασμό, π.χ. συνῆξο, συνῆχθε, β) η δισύλλαβη πρόθεση που έπαθε έκθλιψη λειτουργεί ως μονοσύλλαβη.

–          Το β’ ενικό της προστακτικής αορίστου β’ μέσης φωνής, είτε απλό είτε σύνθετο, τονίζεται στη λήγουσα και παίρνει περισπωμένη. Αν όμως ο τύπος της προστακτικής είναι μονοσύλλαβος και σύνθετος με δισύλλαβη πρόθεση, τότε ο τόνος ανεβαίνει στην παραλήγουσα, π.χ. σχοῦ, παράσχου, προσχοῦ.

–          Όλοι οι τύποι ενεργητικής και μέσης φωνής στην προστακτική του αορίστου β’ των ρημάτων της β’ συζυγίας (-μι), όταν είναι σύνθετοι με πρόθεση ανεβάζουν τον τόνο, αν η λήγουσα είναι βραχύχρονη, όχι όμως πιο πάνω από την τελευταία συλλαβή της δισύλλαβης πρόθεσης. Π.χ. (ἔστην) -> στῆθι, πρό-στηθι, κατά-στητε, (ἧκα)->ἕς, πρό-ες, ὑπέρ-εσθε.

Προσοχή: οι τύποι θοῦ (ἐθέμην), δοῦ (ἐδόμην), οὗ (εἵμην), σχοῦ (ἐσχόμην), σποῦ           (ἑσπόμην), όταν είναι σύνθετοι με μονοσύλλαβη πρόθεση ή με δισύλλαβη που έπαθε έκθλιψη, διατηρούν τον τόνο τους στη λήγουσα. π.χ. θοῦ -> ἐν – θοῦ αλλά παρά – θου.

–          Τα συνηρημένα ρήματα στην προστακτική δεν ανεβάζουν τον τόνο. Εξαιρείται το β’ ενικό της προστακτικής του ενεργητικού ενεστώτα των συνηρημένων που έχουν μονοσύλλαβο θέμα, π.χ. ὑποτίμα (ὑποτίμαε), ὑποτιμᾶτε (ὑποτιμάετε) ἔκπλει (ἔκπλεε) αλλά ἐκπλεῖτε (ἐκπλέετε).

Επιμέλεια : Γεωργιάδης Ηρακλής -Γιαννοπούλου Νανά

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1567

Γραμματική Α.Ε : Β’ Αόριστος (Σχηματισμός-Πίνακας Ρημάτων)

Αόριστος β΄

Ο αόριστος β΄ ενεργητικός ή μέσος σχηματίζεται στην οριστική από τις καταλήξεις του παρατατικού. Στις άλλες εγκλίσεις σχηματίζεται από τις καταλήξεις του ενεστώτα.

  • Στο απαρέμφατο και τη μετοχή της ενεργητικής φωνής τονίζεται στη λήγουσα: βαλεῖν.
  • Στο απαρέμφατο της μέσης φωνής τονίζεται στην παραλήγουσα: γενέσθαι.
  • Στο β΄ ενικό της προστακτικής της μέσης φωνής τονίζεται στη λήγουσα είτε είναι απλό είτε σύνθετο το ρήμα (λαβοῦ, ἀντιλαβοῦ).
  • Μερικών αορίστων το β΄ ενικό πρόσωπο της ενεργητικής προστακτικής τονίζεται στη λήγουσα: ἐλθέ, λαβέ, εὐρέ, εἰπέ, ἰδέ των ρημάτων ἔρχομαι, λαμβάνω, εὐρίσκω, λέγω, ὁρῶ αντίστοιχα.
  • Στη μονοσύλλαβη προστακτική, αν το ρήμα είναι σύνθετο με δισύλλαβη πρόθεση, ο τόνος αναβιβάζεται: ἀπόσχου του ἀπεσχόμην(ἀπέχομαι).
  • Η οριστική του ρήματος ὁρῶ είναι εἶδον, στις υπόλοιπες εγκλίσεις γράφεται με ι: ἴδω, ἴδοιμι, ἰδέ, ἰδεῖν, ἰδών.
  • Ο αόριστος του λέγω είναι εἶπον, το ει διατηρείται σε όλες τις εγκλίσεις:εἴπω, εἴποιμι κ.τ.λ.


Ενδεικτικός σχηματισμός αορίστου β΄

Οριστική Υποτακτικ. Ευκτική Προστακ. Απαρέμφ. Μετοχή
ἔ-βαλ-ον

ἔ-βαλ-ες

ἔ-βαλ-ε

ἐ-βάλ-ομεν

ἐ-βάλ-ετε

ἔ-βαλ-ον

βάλ-ω

βάλ-ῃς

βάλ-ῃ

βάλ-ωμεν

βάλ-ετε

βάλ-ωσι

βάλ-οιμι

βάλ-οις

βάλ-οι

βάλ-οιμεν

βάλ-οιτε

βάλ-οιεν

βάλ-ε

βαλ-έτω

βάλ-ετε

βαλ-όντων

βαλ-εῖν

βαλ-ών

βαλ-οῦσα

βαλ-όν

Οριστική Υποτακτικ. Ευκτική Προστακ. Απαρέμφ. Μετοχή
ἐ-βαλ-όμην

ἐ-βάλ-ου

ἐ-βάλ-ετο

ἐ-βαλ-όμεθα

ἐ-βάλ-εσθε

ἐ-βάλ-οντα

βάλ-ωμαι

βάλ-ῃ

βάλ-ηται

βαλ-ώμεθα

βάλ-ησθε

βάλ-ωνται

βαλ-οίμην

βάλ-οιο

βάλ-οιτο

Βαλ-οίμεθα

βάλ-οισθε

βάλ-οιντο

βαλ-οῦ

βαλ-έσθω

βάλ-εσθε

βαλέ-σθων

βαλ-έσθαι

βαλ-όμενος

βαλ-ομένη

βαλ-όμενον


ΠΙΝΑΚΑΣ ΡΗΜΑΤΩΝ ΜΕ ΑΟΡΙΣΤΟ Β΄

Ενεστώτας Παρατατικός Αόριστος β΄
ἄγω ἦγον ἤγαγον
αἱρῶ ᾕρουν εἷλον
αἱροῦμαι ᾑρούμην εἱλόμην
αἰσθάνομαι ᾐσθανόμην ἠσθόμην
ἁμαρτάνω ἡμάρτανον ἥμαρτον
βάλλω ἔβαλλον ἔβαλον
βάλλομαι ἐβαλλόμην ἐβαλόμην
γίγνομαι ἐγιγνόμην ἐγενόμην
εἰμί ἦν ἐγενόμην
ἕπομαι (ακολουθώ) εἱπόμην ἑσπόμην
ἐρωτῶ ἠρώτων ἠρόμην
εὑρίσκω ηὕρισκον/εὕρισκον ηὗρον/εὗρον
εὑρίσκομαι ηὑρισκόμην/εὑρισκόμην ηὑρόμην/εὑρόμην
ἔχω εἶχον ἔσχον
ἔχομαι εἰχόμην ἐσχόμην
θέω(τρέχω) ἔθεον ἔδραμον
θνήσκω (ἀπό) ἀπέθνησκον ἀπέθανον
καίνω ἔκαινον ἔκανον
κάμνω ἔκαμνον ἔκαμον
κτείνω (ἀπό) ἔκτεινον ἀπέκτανον
λαγχάνω( παίρνω με κλήρο) ἐλάγχανον ἔλαχον
λαμβάνω ἐλάμβανον ἔλαβον
λαμβάνομαι ἐλαμβανόμην ἐλαβόμην
λανθάνω(διαφεύγω την προσοχή) ἐλάνθανον ἔλαθον
ἐπιλανθάνομαι ἐπελανθανόμην ἐπελαθόμην
λέγω ἔλεγον εἶπον
λείπω ἔλειπον ἔλιπον
λείπομαι ἐλειπόμην ἐλιπόμην
μανθάνω ἐμάνθανον ἔμαθον
ὁρῶ ἑώρων εἶδον
ὁρῶμαι ἑωρώμην εἰδόμην
πάσχω ἔπασχον ἔπαθον
πείθω ἔπειθον ἔπιθον
πείθομαι ἐπειθόμην ἐπιθόμην
πίνω ἔπινον ἔπιον
πίπτω ἔπιπτον ἔπεσον
πυνθάνομαι(πληροφορούμαι) ἐπυνθανόμην ἐπυθόμην
τέμνω ἔτεμνον ἔτεμον
τέμνομαι ἔτεμνόμην ἐτεμόμην
τίκτω ἔτικτον ἔτεκον
τρέπομαι ἐτρεπόμην ἐτραπόμην
τρέχω ἔτρεχον ἔδραμον
ὑπισχνοῦμαι ὑπισχνούμην ὑπεσχόμην
φεύγω ἔφευγον ἔφυγον
φέρω ἔφερον ἤνεγκον
φέρομαι ἐφερόμην ἠνεγκόμην

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1091

Αρχαία Ελληνική Γραμματική : Παραθετικά Επιθέτων

Συγκριτικός: -ώτερος, ωτέρα, ώτερον
Υπερθετικός; -ώτατος, ωτάτη, ώτατον
  1. Όταν πριν την κατάληξη –ος του αρσενικού του επιθέτου υπάρχει
βραχύ φωνήεν (ε,ο)
π.χ. νέ-ος, νέ-α, νέ-ον
νε-ώτερος, νε-ωτέρα, νεώτερον
νε-ώτατος, νε-ωτάτη, νε-ώτατον
σο-φός, σο-φή, σο-φόν
σο-φώτερος, σο-φωτέρα, σο-   φώτερον
v      Εξαιρούνται τα: κενός, ξένος, στεγνός, που σχηματίζουν τα παραθετικά τους σε –ότερος, –ότατος
Π.χ. στενός, στενή, στενόν
Στενότερος, στενοτέρα, στενότερον
  1. Όταν πριν από την κατάληξη –ος του αρσενικού του επιθέτου υπάρχει δίχρονο φωνήεν (α,ι,υ) το οποίο κατά κανόνα θεωρείται βραχύ
Π.χ. δυνα-τός, δυνα-τη, δυνα-τον
Δυνατώτερος, δυνατωτέρα, δυνατώτερον
Δυνατώτατος, δυνατωτάτη, δυνατώτατον
Συγκριτικός:-ότερος,-οτέρα, -ότερον
Υπερθετικός:-ότατος, -οτάτη, -ότατον
1. Όταν πριν από την κατάληξη –ος του αρσενικού του επιθέτου υπάρχει μακρό φωνήεν (η,ω) ή δίφθογγος (αι, ει, οι,…)
Π.χ. ξη-ρός, ξη-ρά, ξη-ρόν
Ξη-ρότερος, ξη-ροτέρα, ξη-ρότερον
Ξη-ρότατος, ξη-ροτάτη, ξη-ρότατον
Δίκαι-ος, δικαί-α, δίκαι-ον
Δικαι-ότερος, δικαι-οτέρα, δικαι-ότερον
Δικαι-ότατος, δικαι-οτάτη, δικαι-ότατον
  1. Όταν πριν από την κατάληξη –ος του αρσενικού του επιθέτου υπάρχει θέσει μακρό φωνήεν, δηλ. βραχύ φωνήεν που το ακολουθούν 2 ή 3 σύμφωνα ή 1 διπλό (ξ,ψ,ζ)
Π.χ. θερμ-ός, θερμ-ή, θερμ-όν
Θερμ-ότερος, θερμ-οτέρα, θερμ-ότερον
Θερμ-ότατος, θερμ-οτάτη, θερμ-ότατον
Ένδοξ-ος, ενδ-οξος, ένδοξον
Ενδοξ-ότερος, ενδοξ-οτέρα, ενδοξ-ότερον
Ενδοξ-ότατος, ενδοξ-οτάτη, ενδοξ-ότατον
  1. Τα παρακάτω επίθετα:
Ισχυρός, λιτός, τρανός, ανιαρός, πραος, κενός, στενός
Π.χ. τραν-ός, τραν-ή, τραν-όν
Τραν-ότερος, τραν-οτέρα, τραν-ότερον
Τραν-ότατος, τραν-οτάτη, τραν-ότατον
  1. Όταν το επίθετο έχει ως β΄συνθετικό μια από τις λέξεις: λύπη, νίκη, θυμός, χυμός, κυρος, κίνδυνος, ψυχή, τιμή
Π.χ. επι-κίνδυνος, -ος, -ον
Επικινδυν-ότερος, -οτέρα, -ότερον
Επικινδυν-ότατος, -οτάτη, -ότατον
Εντιμος, -ος, -ον
Εντιμ-ότερος, -οτέρα, -ότερον
Εντιμ-ότατος, -οτάτη, -ότατον

Παρατηρήσεις:

1.      Το θέμα των δευτερόκλιτων επιθέτων λήγει σε –ο αν πριν από τις καταλήξεις – τερος και –τατος η συλλαβή είναι μακρόχρονη φύσει ή θέσει.

2.       Το –ο εκτείνεται σε –ω αν πριν από αυτό η συλλαβή είναι βραχύχρονη.

3.      Αν η συλλαβή πριν το –τερος ή –τατος έχει δίχρονο τότε

4.      α) Γενικά τα επίθετα έχουν αυτό το δίχρονο βραχύ οπότε τα παραθετικά τους γράφονται με –ω.

β) Έχουν το δίχρονο μακρό και κατά συνέπεια τα                      παραθετικά τους γράφονται με –ο τα ακόλουθα:

1. τα επίθετα:ἰσχυρός, ἀνιαρός, ψιλός, λιτός, τρανός, φλύαρος.

2.όσα επίθετα λήγουν σε:-τιμος, -θυμος, -χυμος, -κυρος, –   κίνδυνος, -νικος, -λυκος, -ψυχος.

5.      Θέσει μακρά λέγεται μια συλλαβή, η οποία έχει βραχύ ή δίχρονο φωνήεν, αλλά μετά απ’αυτό ακολουθούν δύο ή περισσότερα σύμφωνα ή ένα διπλό σύμφωνο:στεγνός, πεζός, δόξα, ἔκοψα, ἔνδοξος.

Παραθετικά επιθέτων και επιρρημάτων

1. Έχουν βραχύχρονο το δίχρονο της παραλήγουσας όσα λήγουν σε:

-ιος, -ιμος, -ικος, ινος (οξύτονα), -ακος, -αλος,

-αρος, -ατος, ανος και το ἄνισος

Εξαιρούνται: ἀνιαρός, φλύαρος, τρανός, ἀνίατος, αξιοθέατος

2. Έχουν μακρόχρονο το δίχρονο της παραλήγουσας όσα έχουν ως δεύτερο συνθετικό τις λέξεις: θυμός, κῦρος, λύπη, νίκη, τιμή, φῦλον, κίνδυνος, ψυχή

http://sites.google.com/site/arxaiag/grammatike/parathetika

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1090

Στοιχεία Γραμματικής Αρχαίων

1. Η ασυναίρετη ονομαστική, αιτιατική και κλητική τονιζόμενη στη λήγουσα, οξύνεται Ἡ χαρά, τήν χαράν, ὤ χαρά – ὁ χιτών, ἡ ἀσπίς
2. Η από συναίρεση προερχόμενη λήγουσα, τονιζόμενη περισπάται, όταν προ της συναίρεσης οξυνόταν η πρώτη από τις συναιρούμενες συλλαβές. Αν οξυνόταν η δεύτερη, τότε η συνηρημένη λήγουσα οξύνεται Ποιέω = ποιῶ, Ἐρμέας = ἤς

Ἐσταῶς = ἐστῶς

3. οι δίφθογγοι αι και οι, όταν βρίσκονται στο τέλος ευκτικής ή επιρρήματος είναι μακραί Βουλεύοι, βουλεύσοι, βουλεύσαι, οἶκοι
4. Οι καταλήξεις –α, -αν των θηλυκών της α’ κλίσης είναι βραχείαι, αν προ αυτών υπάρχει σύμφωνο πλην του ρ Γλώσσα, γλώσσαν
5. Οι καταλήξεις –α, -αν, των θηλυκών της α’ κλίσης είναι μακραί, αν προ αυτών υπάρχει φωνήεν ή ρ. Εξαιρούνται οι λέξεις: γραῖα, μαῖα, μυῖα, μοῖρα, πεῖρα, σπεῖρα, σφαῖρα, σφῦρα, πρῷρα Παιδεία, παιδείαν – ὥρα, ὥραν – ἡ ὁποία, τήν ὁποίαν
6. Η κατάληξη –ας της α’ κλίσης είναι πάντα μακρά Ὥρας, παιδείας, μοίρας, εὐθείας λαχούσας
7. Η κατάληξη –α της κλητικής ενικού των σε –ης αρσεν. Της α’ κλίσης είναι βραχεία Ὤ στρατιώτα
8. Τα σε –ατης πρωτόκλιτα εθνικά έχουν τα α μακρό, αν προηγείται αυτού φωνήεν, ενώ είναι βραχύ το α, αν προηγείται αυτού σύμφωνο Σπαρτιᾶται, Ἀσιᾶται

Δαλμᾶται, Γαλᾶται

9. Η κατάληξη –α, -αν του θηλυκού των σε –ύς, -εία, -‘υ επιθέτων είναι βραχεία Εὐθεία, εὐθείαν
10. Η κατάληξη –α, -αν του θηλυκού των μετοχών είναι βραχεία Στάσα- λελυκυῖα – τιμῶσα
11. Οι καταλήξεις –ας, -ασα, -αν των μετοχών έχουν το α της ενικής ονομ, στο αρσεν. Μακρό, και στο ουδ. βραχύ Λύσας – λῦσαν – βουλεύσας – βουλεῦσαν
12. Η κατάληξη –α των ουδέτερων είναι βραχέα δῶρα, τά οποῖα, τά τιμῶντα
13. οι καταλήξεις –α, -ας, -ι, -σι της γ’ κλίσης είναι βραχεία χιτῶνι – χιτῶνα – χιτῶσι – χιτῶνας
14. Τα αττικόκλιτα σ’ όλες τις πτώσεις τονίζονται όπως και όπου η ονομαστική του ενικού ὁ νεῶς, τοῦ νεῶ, τῷ νεῷ – ὅ ταῶς, τοῦ ταῶ, τῷ, ταῷ
15. Οι μονοσύλλαβοι τύποι και η αιτ. πληθ. των σε –υς, -υος ονομάτων, τονιζόμενοι στη λήγουσα περισπώνται ὁ μῦς, τόν μῦν, ὤ μῦ – τούς ἰχθῦς
16. Η δοτική πλ. των συγκοπτομένων ονομάτων και τοῦ ἀστήρ (ἀστράσι) οξύνεται Πατράσι, μητράσι, θυγατράσι, ἀνδράσι
17. Τα σε –ις, -ίδος ονόματα έχουν το ι βραχύ σ’ όλες τις πτώσεις. Εξαιρούνται τα: ἁψίς, βαλβίς, βλεφαρίς, κηλίς, κνημίς, κρηπίς, κεραμίς, νησίς, σφραγίς, χειρίς, ψηφίς Ἀσπίς, ἀσπίδος, ἀςπίδι

Κνημίς, κνημίδος, κνημίδι

18. Τα σε –άς, -άδος ονόματα έχουν το α βραχύ σ’ όλες τις πτώσεις Φυγάς, φυγάδος, φυγάδι
19. Τα σε –ίς, -ῖνος ονόματα έχουν το ι μακρό σ’ όλες τις πτώσεις Δελφίς, δελφῖνος, δελφῖνι
20. Τα σε –αν, -ᾶνος ονόματα έχουν το α μακρό σ’όλες τις πτώσεις Τιτάν, τιτᾶνος, τιτᾶνι
21. Το πᾶς, πᾶσα, πᾶν στους τύπους, που έχουν ντ, έχει το πα βραχύ Πᾶσα, πᾶσαι, πᾶσι – πάντα, πάντες, πάντας
22. Η δοτική πληθ. αν λήγει σε –αντσι = ασι ή –υντσι = υσι και τονίζεται στην παραλήγουσα περισπάται Ἰστάντ – σί = ἰστάσι, ἰμάντ –σί = ἰμάσι, ὀλλύντ – σί = ὀλλύσι
23. Το αρσενικό σε –ας, -άντος και –υς, -ύντος και το ουδέτερο σε –αν, -άντος και –ύν, -ύντος των μετοχών περισπώνται μόνο στη δοτική πληθυντικού Ἰστάς (αρς.), ἰστάν (ουδ.), ἰστάντος, ἰστάσι  (δοτ. πληθ)

Δεικνύς (αρς), δεικνύν (ουδ), δεικνύντος, δεικνῦσι  (δοτ. πλ)

24. Οι καταλήξεις –ασα, -υσα των θηλυκών των μετοχών έχουν το –α και –υ της παραλήγουσας μακρό Ἰστᾶσα, δεικνῦσα, βᾶσα, ὀλλῦσα
25. Τα σε -οῦς -ῆ (ᾶ), -οῦν συνηρημένα δευτερόκλιτα περισπώνται σε όλες τις πτώσεις χρυσοῦς -ῆ -οῦν, χρυσοῖ-αῖ -ᾶ
26. Τα σε –ώ, -οῦς στην αιτιατική ενικού οξύνονται, ενώ τα σε –ως, -οῦς περισπώνται Ἡ ἠχώ, τήν ἠχώ – ἡ αἰδώς- τήν αἰδῶ
27. Το αρσεν και θηλ. των σε –ής, -οῦς επιθέτων στην αιτ. ενικού λήγουν σε -ῆπρο της καταλήξεως –ης υπάρχει σύμφωνο ενώ αν υπάρχει φωνήεν λήγουν σε -ᾶ Ὁ ἐπιμελής, τόν ἐπιμελῆ

Ὁ ὑγιής, τόν ὑγιά

28. Τα σε –ης, -ες βαρύτατα σιγμόληκτα επίθετα αναβιβάζουν τον τόνο στους τύπους που λήγουν σε –ές (κλητική ενικού και ενική ονομ. αιτιατ. Και κλητ. του ουδέτερου) στη γενική πληθ. τονίζονται στη παραλήγουσα. Εξαιρούνται και δεν αναβιβάζουν τον τόνο τα σε –ώδης, -ώλης, -ήρης Ὁ,ἡ συνήθης, ὤ σύνηθες, τῶν συνήθων

Εὐώδης, εὐῶδες – ἐξώλης, ἐξῶλες – ξιφήρης, ξηφῆρες

29. Τα απαρέμφατα φάναι, ἰστάναι, ἐστάναι, τεθνάναι, πιμπλάναι, πιμπράναι,  ὀξύνονται (περισπάται το δρᾶναι)
30. Το απαρέμφατο ενεστ. Σε –ύναι των συμφωνολήκτων σε –μι οξύνεται Δεικνύναι, ὀλλύναι
31. Οι συνηρημένες μετοχές σε –ων τονιζόμενες στη λήγουσα περισπώνται Τιμῶν, τό τιμῶν, ὁ βαλῶν, τό βαλοῦν (μέλλον)
32. Οι ασυναίρετες μετοχές σε –ων τονιζόμενες στη λήγουσα οξύνονται Ὁ βαλῶν, τό βαλόν, ὁ ἰδών, τό ἰδόν  (αορ. Β’)
33. Τα σε –ιζω και –άζω ρήματα έχουν το ι και α βραχύ. Εξαιρούνται: τρίζω, κράζω Εψηφίσθαι, κομίζον, κομίσαι, διχάζον
34. Το φωνήεν που προηγείται των καταλήξεων –πτω, -ττω, -ανω είναι βραχύ. Εξαιρούνται: πίπτω, ρίπτω, πράττω, κηρύττω Τάττε, τύπτε, λαμβάνον

Πῖπτε, ρῖπτε, κηρῦττον

35. Τα σε –ίνω και –ύνω ρήματα έχουν το ι και το υ μακρό. Εξαιρούνται: φθίνω, τίνω Κλῖνον – αισχῦναι

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/836

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση