Μυριάδες χαμηλές πτήσεις πάνω από το ακίνητο νερό, χιλιάδες πουλιά σε σχηματισμούς κάθε είδους, χαιρετισμός στο πρώτο φως της ημέρας. Υπερβατικό τοπίο σαν ταινία του Αγγελόπουλου. Τα χαλκοπράσινα γιγάντια πλατάνια που διατρέχουν όλο το μήκος της όχθης προβάλλουν μέσα από το γκρίζο, δυο ψαράδες έρχονται να αράξουν τα «καράβια» τους μην διανοηθείς να αποκαλέσεις βάρκα το τοπικό πλεούμενο που μοιάζει με μπανιέρα αν δεν θες να τους προσβάλεις.
Ο βυθός γεμάτος κάθε λογής σπαρταρτιστά λιμνόψαρα. Πυκνοκατοικημένα νερά έτσι να βουτήξεις το χέρι, θαρρείς θα τα πιάσεις με τη μία. Γριβάδια, γλίνοι, γουλιανοί, πλατίκες, πεταλούδες, ηλιόψαρα… Oκτώ είδη κατοικούν συνολικά στα βάθη της λίμνης. «Αλλά αν θες αληθινή νοστιμιά», μου λέει ο κύριος Ζαφείρης Λουκάς, που ψαρεύει εδώ τα τελευταία πενήντα χρόνια, «θα διαλέξεις προικί και τούρνα». Το ψάρι της λίμνης εξασφαλίζει μια αξιοπρεπή επιβίωση στους 50 μόνιμους ψαράδες της.
Ωστόσο, τα φωσφορικά άλατα της καλλιέργειας των μήλων που καταλήγουν στη λίμνη σε ορισμένα σημεία μολύνουν τη λάσπη του βυθού και τα αβγά των ψαριών. Πέντε χρόνια βιολογικής καλλιέργειας θα επαναφέρουν το οικοσύστημα στα ίσα του, αν και το νερό ανανεώνεται κάθε άνοιξη από το φράγμα, που διατηρεί σταθερή τη στάθμη διώχνοντας το περίσσιο νερό προς τον Αλιάκμονα. Ο κύριος Ζαφείρης, πάντως, παίρνει όρκο ότι το ψάρι είναι καθαρό.
Πάνω της, σχεδόν σαν νησί, απλώνεται αμφιθεατρικά η πόλη. Μια γεωγραφία που παίζει μαζί σου και σε ξεγελά, οι παραλίες παίζουν κρυφτό πίσω από τα υψώματα, προσανατολισμός που επίσης σε ξεγελά, η βόρεια και η νότια ακτή, απόψεις και ζωές διαφορετικές…
ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Παντού η ίδια, ονειρική σχεδόν ομορφιά. Τα αρχοντικά των πλούσιων γουναράδων στα υψώματα της πάλαι ποτέ καλής συνοικίας, στο Ντολτσό (από το ιταλικό «dolce», που σημαίνει κλίμα απάνεμο, γλυκό, που αντιστέκεται στο χαμηλό βαρομετρικό). Και ύστερα στη λεωφόρο των Κύκνων, το πρόσωπο της πόλης κοιτά το μέλλον. Από τη μια πλευρά τα καφέ της νέας ζωής, το επιβλητικό κτίριο των Village Cinemas, και στην άκρη του δρόμου η φυσική απόληξη του πλούσιου υδροβιότοπου, καμία ανθρώπινη παρέμβαση. Πίνοντας καφέ στο Εμπορικό Κέντρο, παρατηρείς τους ερωδιούς, τα χίλια μύρια πουλιά του νερού, τις πάπιες που σταματούν την κυκλοφορία της κεντρικής λεωφόρου για να περάσουν απέναντι στο χορτάρι.
Το παζάρι της πλατείας πολύχρωμο ψάρια της λίμνης, μπούκοβο και γίγαντες. Σύννεφα βαριά, μια βόρεια ομορφιά, στο μυαλό σού έρχεται ο Σαββόπουλος: «Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε». Η Στέλλα, που είναι ξεναγός του δήμου, ξεκινά με έναν πρόλογο για τη Μακεδονία του Αλεξάνδρου, την αληθινή. «Να μάθουν, να ξέρουν», επιμένει! Εδώ, οι άνθρωποι νοιάζονται για το όνομα των Σκοπίων, η ελληνική τους ταυτότητα είναι κουβέντα καθημερινή, καθώς νιώθεις την εγγύτητα των συνόρων.
Στην είσοδο κιόλας της πόλης θα σε υποδεχθούν οι γραμμένες στα ρωσικά ρεκλάμες της γούνας. Πούλμαν με Ρωσίδες κατεβαίνουν σε τακτές ημέρες και τότε όλα τα γουναράδικα ανοίγουν μόνο για εκείνες.
ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΚΟΠΟΙΣ…
Κάθε οικογένεια έχει στείλει τον αντιπρόσωπό της σε Νέα Υόρκη, Καναδά, Αυστραλία. Ιστορίες ξενιτιάς, στέρησης και θυσίας για ένα αρχοντικό πίσω στην πατρίδα. Ο Καστοριανός ταξίδεψε τη μοναδική του τέχνη στα πέρατα της γης. Ο πατέρας έβλεπε την οικογένειά του μόνο μία φορά τον χρόνο. Τα αρχοντικά μαρτυρούν την ευμάρεια του παρελθόντος, το ίδιο και τα νεοκλασικά και οι σύγχρονες βίλες, η εξοχή τριγύρω από την πόλη καλλωπισμένη, χτενισμένη τίποτα που να μαρτυρά μεθοριακή μιζέρια. Στο πρότυπο Ενυδρείο, στον σταθμό περίθαλψης άγριων ζώων, στον ιχθυογεννητικό σταθμό, τα γήπεδα, το Πάρκο Περιβαλλοντικής Αγωγής, νιώθεις τη φροντίδα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η πόλη αναπτύσσεται μοντέρνα και φουτουριστική, αλλά σεμνά, ανάμεσα στη γυάλινη επιφάνεια του ακίνητου νερού της λίμνης και τη σκιά των αρχοντικών της.
Το τέλος του ταξιδιού μάς βρίσκει νύχτα με 5°C στον κήπο του κυρίου Ηλία (μπαρμπα-Λια με τ’ όνομα!), να δοκιμάζουμε γύρω από τη φωτιά το πρώτο τσίπουρο της νέας εσοδείας. Σήμερα άνοιξαν τα καζάνια και για τρεις μήνες θα βγάζουν μέρα νύχτα το ρακί της χρονιάς. Μια τρίμηνη γιορτή σχεδόν διονυσιακή κι απ’ ό,τι κατάλαβα προνόμιο παραδοσιακά αντρικό. Οσο η κυρία Στέλλα μάς σερβίρει τουρσιά και ζυμωτό ψωμί ξεδιπλώνοντας όλο το λεξιλόγιο της φιλοξενίας πάνω από τις αναθυμιάσεις του Μοσχάτου, στις κουβέντες των αντρών φαίνεται το βάρος της ιστορίας αυτής της γης.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΧΝΑΡΙΑ
Από τους τοσους πολιτισμούς που πέρασαν, έμεινε ανεξίτηλη η σφραγίδα της ελληνικότητας. Μέρος από τα τείχη του Ιουστινιανού σώζεται κοντά στο δημαρχείο, μαρτυρώντας τη βυζαντινή ρίζα της πόλης, που λεγόταν Ιουστινιανούπολη. Τότε χτίστηκαν και οι 65 βυζαντινές εκκλησίες, που συχνά μοιάζουν με συνέχειες των σπιτιών! Ωστόσο, τον 5ο αιώνα εδώ υπήρχε η πόλη Κέλετρον, ενώ ο Προκόπιος πρωτοαναφέρει ως όνομα της λίμνης το «Καστοριά» -πιθανόν εκ του Κάστορα, του γιου του Δία- τον 6ο αιώνα. Η περιοχή εκτός των τειχών στη μεταβυζαντινή περίοδο κατοικήθηκε από Τούρκους, Χριστιανούς και Εβραίους. Στα τέλη του 10ου αιώνα, η πόλη θα πέσει στα χέρια των Βουλγάρων, για να ξαναγίνει βυζαντινή μετά την πολιορκία του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου. Το 1082 σειρά έχουν οι Νορμανδοί. Το 12ο αιώνα, η Καστοριά ανθεί χάρη στο εμπόριο με τη Βενετία. Ακολουθούν Αλβανοί, Σέρβοι και Τούρκοι, μέχρι το 1912, που έγινε οριστικά ελληνική. Στους Μακεδονικούς Πολέμους, η Καστοριά και η γύρω περιοχή έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Εδώ, άλλωστε, στο ομώνυμο χωριό συναντήθηκε με τον θάνατο ο ήρωας του Αγώνα Παύλος Μελάς.
Τα Ραγκουτσάρια
Τα Θεοφάνεια γιορτάζουν εδώ το «καρναβάλι» τους, που διαρκεί τρεις ολόκληρες μέρες και νύχτες, και έχει τις ρίζες του στη διονυσιακή λατρεία. Τα Ραγκουτσάρια είναι ένα πανηγύρι που φιλοξενεί τις καλύτερες μπάντες χάλκινων της βόρειας Ελλάδας και των Βαλκανίων. Ατμόσφαιρα Μπρέγκοβιτς, παντού στους δρόμους τοπικά φαγητά και ποτά, άντρες μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες, μασκαράδες με πρόσωπα ζώων. Η παρέλαση των μπουλουκιών που σατιρίζουν τα πάντα καταλήγει στη μεσαιωνική πλατεία στο Ντολτσό, όπου βραβεύεται ο καλύτερος και η διοργάνωση μετατρέπεται σε ένα οργιαστικό και λυτρωτικό μουσικό ξεφάντωμα.
Βόλτες που αξίζουν
Τριγυρίστε τη λίμνη με τα πόδια ή με ποδήλατο. Τόσο πολλά πουλιά δεν έχετε δει ποτέ: Κορμοράνοι, ερωδιοί, γλάροι, λαγκόνες, κύκνοι και ο πανέμορφος και σπάνιος αργυροπελεκάνος.
Απαραίτητη μια στάση στη Μαβριώτισσα ?πάνω στο νερό? με τις εκπληκτικές τοιχογραφίες και τον πλάτανο του 12ου αιώνα. Εδώ αποβιβάστηκαν ο Αλέξιος Κομνηνός και οι βυζαντινοί που ήρθαν να διώξουν τους Νορμανδούς.
Η Κουμπελίδικη εκκλησία του 11ου αιώνα είναι το σήμα κατατεθέν της πόλης.
Κάθε απόγευμα, ονειρική βαρκάδα στη λίμνη με καραβάκι του δήμου (Πληροφορίες στο τηλ. 6932002973).
Περπατήστε στα στενάκια του Ντολτσό: Καστοριανά αρχοντικά, καταπράσινα καλντερίμια, ρομαντικά νεοκλασικά.
Επισκεφθείτε τον λιμναίο νεολιθικό οικισμό του Δισπηλιού αλλά και το Λαογραφικό Μουσείο, που θα σας μαγέψουν.
Γαστρονομία
Το σίγουρο είναι πως στην Καστοριά κανένας καλοφαγάς δεν μένει παραπονεμένος. Μπορεί η περιοχή να είναι γνωστή για τα νοστιμότατα φασόλια της (οι γίγαντες και οι ελέφαντες, μάλιστα, έχουν αναγνωριστεί ως Προϊόντα Αναγνωρισμένης Γεωγραφικής Eνδειξης), όμως δεν θα μείνετε μόνο με μια φασολάδα. Υπέροχα είναι και τα άγρια μανιτάρια, τα τραγανά μήλα, τα κάστανα από τα ορεινά δάση της. Tο κασέρι, το κεφαλοτύρι και η κεφαλογραβιέρα Καστοριάς φτιάχνονται με τις παλαιές τεχνικές και με αιγοπρόβειο γάλα από τα βοσκοτόπια του νομού.
Οσο για το τσίπουρο (που εδώ έχει τη δική του παράδοση), θα σας ζεστάνει ψυχή τε και σώματι στα χαμηλά βαρομετρικά. Οι νοικοκυρές φτιάχνουν επίσης τραχανά, χυλοπίτες, λουκούμια, ζαχαροστράγαλα, λικέρ από κράνα και καρύδι, μαστιχάτα αλλά και σάλιαρους (νηστίσιμους κουραμπιέδες, που θα βρείτε στο ζαχαροπλαστείο δίπλα στη Νομαρχία). Η τοπική κουζίνα μαγειρεύει εκπληκτικές πίτες, χοιρινό με γίγαντες, ντολμάδες με λάχανο τουρσί και όλα τα ψάρια της λίμνης. Αν είστε τυχεροί, μπορεί να σας καλέσουν κάπου για να φάτε «γκαρούφα», το ψαχνό από το κεφάλι του γριβαδιού με σάλτσα καρυδιού και σκόρδου. Δεν θα το μετανιώσετε!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥΣ
Πηγή :Εφημερίδα “Έθνος”, 24/3/2011
Σχόλια Αναγνωστών-Επισκεπτών