Χατζής Δημήτρης – Ο Σιούλας ο ταμπάκος

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Το διήγημα “Ο Σιούλας ο ταμπάκος” περιλαμβάνεται στη συλλογή “Το τέλος της μικρής μας πόλης” (1963), που έγραψε ο Δ. Χατζής στη διάρκεια της εξορίας του. Το διήγημα διαδραματίζεται στα Γιάννενα, την ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα. Παρουσιάζει τις επιδράσεις της βιομηχανικής ανάπτυξης στην απλή ζωή των ταμπάκων.

Συγκεκριμένα το διήγημα αναφέρεται στην οικονομική εξαθλίωση της συντεχνίας των ταμπάκων (βυρσοδεψών) στα Γιάννενα.

Τα πρόσωπα του διηγήματος παρουσιάζονται με ρεαλισμό. περήφανα, αξιοπρεπή, αλλά και με αναπτυγμένο το στοιχείο της ανθρωπιάς. Οι ταμπάκοι προσπαθούν να αντισταθούν στην αλλοτρίωση, αλλά στο τέλος συμβιβάζονται με τη νέα οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα.

Η γλώσσα του διηγήματος είναι η δημοτική, ανάμεικτη με τοπικούς ιδιωματισμούς των Ιωαννίνων. Το ύφος είναι απλό και περιγραφικό, αλλά στο τέλος γίνεται μεγαλοπρεπές και επιβλητικό.

ΓΛΩΣΣΙΚΑ – ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ

  • μαχαλάς = γειτονιά
  • τεζαρισμένα = απλωμένα τεντωτά
  • μουλιάζω = μουσκεύω
  • αργάζω = επεξεργάζομαι
  • δριμίλα = έντονη μυρωδιά
  • νταραβέρι = συναλλαγή
  • αμόλευτος = αμόλυντος
  • βοβουσιώτης = κάτοικος απ’ την περιοχή της Βοβούσας
  • ντομπρινοβίτης = κάτοικος του χωριού Ντομπρίνοβο
  • ρόμπολο = το δέντρο πίτυς
  • ήγουν = δηλαδή
  • μαστραπάς = μικρό δοχείο από πηλό ή μέταλλο
  • σινάφι = συντεχνία, κοινωνική τάξη
  • καλφάς = ο βοηθός του μάστορα, ο παραγιός
  • αναντάμ – παπαντάμ = από γενιά σε γενιά
  • ξιπασμός = αλαζονεία, περηφάνια
  • ρεύω = γκρεμίζω, καταρρέω
  • βακέτο = είδος χοντρού δέρματος κατάλληλο για αρβύλες
  • λάμνω = κωπηλατώ
  • καραβούλι = μικρό καράβι
  • μπιζεστένι = μεγάλη υπόστεγη αγορά
  • διάφορο = συμφέρον, κέρδος

ΔΟΜΗ

  • 1η Ενότητα: “Γαλαζοπράσινη … Αναντάμ παπαντάμ”: Το ιστορικό των ταμπάκων και οι συνθήκες ζωής και δουλειάς τους.

  • 2η Ενότητα: “Ταμπάκος … Δεν είχε αστεία μ’ αυτούς.”: Η ζωή του Σιούλα και η συμπεριφορά του προς έναν ξενιτεμένο ταμπάκο.

  • 3η Ενότητα: “Περνάν ωστόσο … Για τον κόσμο όλον.”: Ο ξεπεσμός των ταμπάκηδων.

  • 4η Ενότητα: “Κι ήρθε τότε … χτυπώντας βαριά τα ποδήματά του”: Ο συμβιβασμός του Σιούλα με τη νέα πραγματικότητα.

  • 5η Ενότητα: “`Ετσι πήγε … κι αυτά”: Ο συμβιβασμός όλων των ταμπάκων και η αποδοχή της νέας πραγματικότητας.

ΑΝΑΛΥΣΗ – ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Η Στην πρώτη ενότητα ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή των ταμπάκηδων, που κατοικούσαν στα Ιωάννινα. Οι ταμπάκοι περιφρονούσαν τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης. Περηφανεύονταν για την αρχοντική καταγωγή τους και δεν ήθελαν να έχουν συναλλαγές με εργάτες άλλων συντεχνιών. Μόνο με τους καϊκτζήδες είχαν μια τυπική σχέση, γιατί πήγαιναν μαζί για κυνήγι. Οι ταμπάκηδες δε συναναστρέφονταν με τους κατοίκους των γύρω χωριών, γιατί προμηθεύονταν τρόφιμα από τα μεγάλα καΐκια της πόλης. Επίσης, πήγαιναν σε δικά τους κρασοπωλεία. Το επάγγελμά τους μεταβιβαζόταν από γενιά σε γενιά. Ακόμη, έφτιαχναν μόνοι τους τις πρώτες ύλες, που χρειάζονταν για τη δουλειά τους.

Στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζεται ο κεντρικός ήρωας του διηγήματος, ο Σιούλας. `Ηταν παντρεμένος και είχε μεγάλη οικογένεια. `Οταν κάποτε ένας ξενιτεμένος ταμπάκος γύρισε και επιδείκνυε τα πλούτη του, ο Σιούλας τον έβαλε να διαβάσει τα γράμματα της ξένης μάρκας του εσώρουχου που φορούσε. Η κλειστή κοινωνία των ταμπάκων θεωρούσε απαράδεκτο τον ξενιτεμό.

Στην τρίτη ενότητα παρουσιάζεται ο ξεπεσμός των ταμπάκηδων. Παρά την ανεργία και τη φτώχεια που αντιμετώπιζαν, οι ταμπάκοι δεν προσπαθούσαν να βρουν άλλη δουλειά. Επίσης, σε δέχονταν να εφαρμόσουν τις σύγχρονες μεθόδους επεξεργασίας των δερμάτων.

Η οικογένεια του Σιούλα υπέφερε από τη φτώχεια και ο ίδιος από τα γεράματα. Η γυναίκα του πουλούσε κρυφά τα πράγματα τους στον παλιατζή. Η τελευταία σκεφτόταν να πει στον Σιούλα να πουλήσει τα πουλιά από το κυνήγι, αλλά δεν τολμούσε να του το ανακοινώσει.

Στην τέταρτη ενότητα η κατάσταση για τον Σιούλα και την οικογένειά του χειροτέρεψε. Δεν τους έδιναν πια τρόφιμα με πίστωση. Ο Σιούλας αποφάσισε να πουλήσει το κυνηγετικό του όπλο σ’ ένα γύφτο. Ο γύφτος αρνήθηκε ν’ αγοράσει το όπλο του Σιούλα, γιατί ήξερε πως ήταν πολύ σημαντικό γι’ αυτόν. `Οταν στο τέλος ο γύφτος του έδωσε ένα κατοστάρικο, ο Σιούλας συγκινήθηκε από την κατανόηση που του έδειξε. Επίσης, ένιωσε καλύτερα, όταν συζήτησε τα οικονομικά του προβλήματα με το Μετσοβίτη βαρελά. Ο Σιούλας συνειδητοποίησε για πρώτη φορά ότι δεν έκανε καλά που περιφρονούσε τους άλλους εργάτες. Κατάλαβε ότι έπρεπε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της εποχής του. Ο Σιούλας αποφάσισε να πουλήσει τα πουλιά που έπιανε από το κυνήγι, για να συντηρήσει την οικογένειά του.

Στην πέμπτη ενότητα παρουσιάζεται ο γενικός συμβιβασμός των ταμπάκων με την πραγματικότητα. Οι ταμπάκοι συνειδητοποίησαν ότι η υπερβολική προσήλωση στην παράδοση ήταν αρνητική και δέχτηκαν να αγοράσουν μηχανήματα για τη δουλειά τους.

ΙΔΕΕΣ

  • Η συντηρητικότητα και η υπερβολική προσκόλληση στα παλιά εμποδίζει την εξέλιξη και την πρόοδο. Ο άνθρωπος πρέπει να προσαρμόζεται στις συνθήκες που επιβάλλει το περιβάλλον, για να επιβιώσει.

  • `Οταν ο άνθρωπος μένει κλεισμένος στον εαυτό του δε βλέπει την καλοσύνη που υπάρχει γύρω του. Ο κοινός πόνος και τα ίδια προβλήματα ενώνουν τους ανθρώπους. Η αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων είναι πολύ σημαντική.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
(Από «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Β΄ Λυκείου, σελ. 316)

1. Να επισημάνετε τα κυριότερα χαρακτηριστικά της συντεχνίας των ταμπάκων α) ως προς την οργάνωση της οικονομίας τους (προμήθεια πρώτων υλών-τρόπος παραγωγής των προϊόντων τους – διάθεση των προϊόντων), β) ως προς την κοινωνική τους οργάνωση, γ) ως προς τα ήθη τους. Να τεκμηριώσετε τις απαντήσεις σας με στοιχεία που προσφέρει το διήγημα.

Στο διήγημα “Ο Σιούλας ο ταμπάκος” αναφέρονται τα κυριότερα χαρακτηριστικά της συντεχνίας των ταμπάκων ως εξής:

α) Ως προς την οργάνωση της οικονομίας τους: Ο χώρος εργασίας των ταμπάκηδων ήταν περιορισμένος (“`Ολα θα’ ταν καμιά … κάστρου”. Η κοινωνία των ταμπάκηδων ήταν προβιομηχανική και αυστηρά παραδοσιακή. Μόνοι τους επεξεργάζονταν τα δέρματα στα εργαστήρια τους με πρωτόγονους τρόπους (“Μέσα σ’ αυτά τα χαγιάτια … τα δέρματα”). Οι ταμπάκοι για την επεξεργασία των δερμάτων χρησιμοποιούσαν υλικά που έφτιαχναν μόνοι τους (“ακόμα και την ψαρόκολλα …όπως τα βρήκαν”). Η παράδοση της συντεχνίας τούς είχε επιβάλλει οικονομική, αλλά και επαγγελματική αυτάρκεια. Η τέχνη τους μεταβιβαζόταν από γενιά σε γενιά και κανένας ξένος δεν μπορούσε να ασχοληθεί μ’ αυτήν. (“Και επαγγελματική … τ’ αργαστήρια”). Ακόμη, οι ταμπάκοι δεν ήθελαν να χρησιμοποιήσουν μηχανήματα στη δουλειά τους και δεν ενδιαφέρονταν για τις νέες μεθόδους επεξεργασίας δερμάτων (“κι οι ταμπάκοι δεν πρόφτασαν … Με τις μηχανές”).

β) Ως προς την κοινωνική τους οργάνωση: Οι ταμπάκοι είχαν κοινωνική αυτάρκεια. Ζούσαν στο χώρο της εργασίας τους (“Τ’ απάνω … τ’ αργαστήρια”). Δεν ήταν εύκολο να μπει κανένας στην κοινωνία τους. Οι ταμπάκοι απέφευγαν τις επαφές με τους κατοίκους των γύρω χωριών και τους εργαζόμενους άλλων συντεχνιών (“Τα νταραβέρια ωστόσο … να κάτσουνε δίπλα τους”). Ακόμη, οι ταμπάκοι παντρεύονταν γυναίκες του σιναφιού τους, για να συνεχιστεί η παράδοση του επαγγέλματος. Δεν υπήρχαν μάστοροι και βοηθοί στα εργαστήρια, επειδή όλοι ήταν συγγενείς (“Μόνο που στα χρόνια … κάθε εργαστήρι”).

γ) Ως προς τα ήθη: Οι ταμπάκοι περηφανεύονταν, επειδή πίστευαν ότι ήταν οι παλιότεροι κάτοικοι της πόλης (“οι ταμπάκοι παινεύονταν … 1612”). Επίσης είχαν διατηρήσει αναλλοίωτη τη γλώσσα τους και μιλούσαν καθαρότερα απ’ όλους (“και στ’ αλήθεια … φωνητική του”). Οι ταμπάκοι περιφρονούσαν τους εργαζομένους άλλων συντεχνιών (“οι ταμπάκοι … μαζί τους”). Ακόμη, προμηθεύονταν τρόφιμα απ’ την πόλη, για να μη συναναστρέφονται με τους κατοίκους των γύρω χωριών (“οι ταμπάκοι ψώνιζαν … χωριάτες”). Επίσης, πήγαιναν σε δικά τους κρασοπωλεία και έκαναν λίγη παρέα μόνο με τους καϊκτζήδες (“το βράδυ … δίπλα τους”). Στα κρασοπωλεία συζητούσαν για όλα τα θέματα εκτός από δουλειές. Ακόμη και στα πολιτικά συμφωνούσαν, επειδή όλοι ήταν βενιζελικοί (“`Αντρες περήφανοι … πολιτική”).

2. Τι εκπροσωπεί ο Σιούλας μέσα στο διήγημα; (Πριν απαντήσετε να λάβετε υπόψη σας και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήξατε με την επεξεργασία της 1ης ερώτησης).

Ο Σιούλας είναι ένας κλασικός τύπος ταμπάκου, που στο πρόσωπό του αντικατοπτρίζεται ο χαρακτήρας όλων των ανθρώπων του επαγγέλματός του. Ζει απομονωμένος από τον υπόλοιπο κόσμο και αδιαφορεί για τις εξελίξεις και τις αλλαγές στο χώρο της εργασίας. Είναι προσκολλημένος στις αντιλήψεις που είχε μάθει από την παράδοση να πιστεύει. Η κάθε είδους καινοτομία ήταν για τον Σιούλα (όπως και για τους υπόλοιπους ταμπάκους) προδοσία προς την παράδοση. Ακόμη, είναι περήφανος, εξαιτίας της αρχοντικής καταγωγής των ταμπάκηδων. Η ειρωνική στάση απέναντι σε κάποιο ξενοφερμένο, φανερώνει την περηφάνια του και την περιφρόνησή του προς καθετί καινούριο. Θεωρεί αδιανόητο τον ξενιτεμό και γενικά κάθε είδους νεωτερισμό. Δε συναναστρέφεται με τους εργαζόμενους άλλων συντεχνιών και τους κατοίκους των γύρω χωριών. Δε μιλάει για τα οικονομικά του προβλήματα στους συναδέλφους του από περηφάνια κι ούτε ζητά βοήθεια.

`Ομως, η φτώχεια τον κάνει να συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να εγκαταλείψει την παράδοση του επαγγέλματός του και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Ο Σιούλας κάνει την αρχή μιας καινούριας εποχής για την κοινωνία των ταμπάκων.

3. Στην τελευταία παράγραφο του διηγήματος υπάρχει η φράση “Πίσω του εκείνη τη μέρα οι σάλπιγγες των νέων καιρών γκρέμιζαν από θεμέλια τα τείχη της ταμπακικής Ιεριχώς μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο απ’ ουρλιαχτά μηχανών”. Τι σημαίνει αυτή η φράση; Να αναπτύξετε το νόημά της.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια συμβολική παρομοίωση, παρμένη από μια σχετική βιβλική περιγραφή. Η Ιεριχώ ήταν αρχαία πόλη της Παλαιστίνης. Κατά την Παλαιά Διαθήκη ο Ιησούς του Ναυή κατέλαβε το 1545π.Χ. την Ιεριχώ με τη βοήθεια του Θεού. Τα τείχη της πόλης γκρεμίστηκαν από τους ήχους των σάλπιγγων του στρατού με θεϊκή δύναμη. Ο συγγραφέας με τη βιβλική αυτή εικόνα παρουσιάζει το τέλος μιας εποχής και τον ερχομό μιας καινούριας για τους ταμπάκους.

Τα τείχη της Ιεριχώς είναι η κλειστή κοινωνία των ταμπάκων. Οι σάλπιγγες των νέων καιρών είναι η βιομηχανική επανάσταση και οι εξελίξεις στον επαγγελματικό τομέα.

Ο ήχος από τις σάλπιγγες είναι ο θόρυβος των μηχανών, που χρησιμοποιούν οι ταμπάκοι για την καλύτερη επεξεργασία των δερμάτων. Ο Σιούλας παρομοιάζεται έμμεσα με τον Ιησού του Ναυή. Από τη μια μεριά ο Ιησούς του Ναυή γκρέμισε τα τείχη της Ιεριχώς και από την άλλη ο Σιούλας γκρέμισε τα τείχη της κλειστής κοινωνίας των ταμπάκων. Ο Σιούλας οδηγεί τους υπόλοιπους ταμπάκους σ’ ένα νέο τρόπο ζωής, γεγονός που αναγγέλλουν ακόμα και τα πουλιά (βλ. τέλος διηγήματος).

4. Ποιο νόημα παίρνει μέσα στο διήγημα η συνάντηση του Σιούλα με το γύφτο και με το βαρελά;

Η φτώχεια αναγκάζει το Σιούλα να συναναστραφεί με εργαζόμενους που άνηκαν σε άλλη συντεχνία. Αποφασίζει να πουλήσει το κυνηγετικό του όπλο σε ένα γύφτο. Ο τελευταίος δεν προσπαθεί να επωφεληθεί από τη δύσκολη οικονομική κατάσταση του Σιούλα. Η καλοσύνη με την οποία του μίλησε ο γύφτος και έπειτα ο βαρελάς, τον κάνει να αναθεωρήσει τις αντιλήψεις μιας ολόκληρης ζωής. Ο Σιούλας κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να περιφρονεί τους άλλους εργαζόμενους και να τους θεωρεί κατώτερους.

Μέσα από τη συζήτηση με το γύφτο και το Βαρελά κατάλαβε ότι υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να του συμπαρασταθούν. Επίσης, για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι η αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων είναι σημαντική. Ο Σιούλας αισθάνεται μέλος μιας ευρύτερης κοινωνικής ομάδας και αυτό τον γεμίζει χαρά και ικανοποίηση. Επιπλέον, διαπιστώνει ότι ο συμβιβασμός με την πραγματικότητα δεν είναι ντροπή.

Ακόμη, συνειδητοποιεί ότι πρέπει να ξεφύγει από την αυστηρή παράδοση του επαγγέλματός του, για να μπορέσει να συντηρήσει την οικογένειά του. Η συνάντηση με το γύφτο και το βαρελά είναι καθοριστική για την αλλαγή της συμπεριφοράς του Σιούλα. Τελικά, λυτρώνεται από τις προκαταλήψεις για τα επαγγέλματα, τους ανθρώπους και αποκτά νέες αξίες και ιδανικά.

5. Ο συγγραφέας δεν είναι ένας ψυχρός παρατηρητής της τύχης του Σιούλα και της συντεχνίας του, αλλά συμμετέχει συναισθηματικά στην περιπέτειά τους. Με ποιους τρόπους ή σε ποια σημεία εκδηλώνεται αυτή η συμμετοχή;

Ο συγγραφέας συμμετέχει συναισθηματικά στην περιπέτεια του Σιούλα και της συντεχνίας του με το δικό του τρόπο. Χρησιμοποιεί πολλές μεταφορές, παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις, για να περιγράψει τη σκληρή ζωή των ταμπάκων π.χ. “αλέθεται ο άνθρωπος”, “μοιράζονται το φαρμάκι”, “ξετίναξε το σπίτι” κ.ά. Η χρήση των παραπάνω εκφραστικών μέσων κάνει τον αναγνώστη να συναισθανθεί το δράμα των ταμπάκων και να συγκινηθεί από τον ξεπεσμό τους.

Επίσης, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί έντονες και παραστατικές εικόνες, για να εκφράσει τις ιδέες του και να ηθογραφήσει τους χαρακτήρες των ταμπάκων. Οι εικόνες των ανθρώπων που εργάζονται στη λίμνη, καθώς κι εκείνες των ξυλάδικων και των βαρελάδικων, παρουσιάζουν την κλειστή κοινωνική ζωή των ταμπάκηδων. Οι εικόνες αυτές βοηθούν τον αναγνώστη να καταλάβει τον τρόπο σκέψης των ταμπάκηδων. Η εικόνα της γυναίκας του Σιούλα, που κλαίει απελπισμένα, αποδεικνύει ότι ο συγγραφέας συμμετέχει συναισθηματικά στον πόνο της. Η εικόνα του Σιούλα με το γύφτο μάς κάνει να τον συμπαθήσουμε ακόμη περισσότερο και να καταλάβουμε το αδιέξοδό του.

Τέλος, η βιβλική εικόνα στο τέλος του διηγήματος εκφράζει τη θλίψη του συγγραφέα για την εξαφάνιση του παραδοσιακού επαγγέλματος των ταμπάκηδων.

Ακόμη, με το στοιχείο του εσωτερικού μονόλογου εκφράζονται οι σκέψεις του Σιούλα, αλλά και οι απόψεις του ίδιου του συγγραφέα.

Επίσης, οι προσωπικές απόψεις του συγγραφέα εκφράζονται με το στοιχείο της ειρωνείας. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι η σκηνή στην οποία ο Σιούλας ειρωνεύεται τον ξενιτεμένο ταμπάκο (“Και δε μου λες, σε περικαλούμε … δεν είχε αστεία μ’ αυτούς”).

6. Πώς νομίζετε ότι θα μπορούσαν ν’ αποφύγουν τον οικονομικό τους μαρασμό οι ταμπάκοι (και οι παρόμοιες συντεχνίες) στη σύγχρονη εποχή;

Στη σύγχρονη εποχή πολλά από τα παλιά παραδοσιακά επαγγέλματα έχουν εξαφανιστεί εξαιτίας της βιομηχανικής ανάπτυξης. Οι ταμπάκοι θα μπορούσαν να αποφύγουν την οικονομική εξαθλίωση, αν είχαν φροντίσει να ενημερωθούν για τις σύγχρονες μεθόδους στο χώρο της εργασίας. Οι ταμπάκοι έπρεπε να αγοράσουν μηχανήματα και να μη χρησιμοποιούν τους πρωτόγονους τρόπους επεξεργασίας των δερμάτων. Γενικά, οι ταμπάκοι έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τις εξελίξεις της τεχνολογίας, για να βελτιώσουν τη δουλειά τους. `Ετσι, θα δούλευαν λιγότερο και θα είχαν περισσότερα κέρδη.


Πηγή : http://www.odyssey.com.cy



Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3639

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση