- ἔστιν ὅς / ὅστις: κάποιος
- οὐκ ἔστιν ὅς / ὅστις: κανένας
- οὐκ ἔστιν ὅς / ὅστις οὐ: καθένας
- οὐκ ἔστιν ὅτῳ: σε κανένα
- εἰσίν οἵ: μερικοί
- ἔστιν ἅ: μερικά
- ἔστιν ἐν οἶς: σε μερικά
- ἔστιν ἔνθα: κάπου
- ἔστιν ὅπως: κάπως
- οὐκ ἔστιν ὅπως: με κανένα τρόπο, καθόλου
- οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ: με κάθε τρόπο, οπωσδήποτε
- ἔστιν ὅτε: κάποτε
- διά φόβου εἰμί: φοβάμαι
- εἰμί ἀπ’ οἴκου: είμαι μακριά από την πατρίδα
- εἰμί περί τι: ασχολούμαι με κάτι
- εἰμί ὑπό τινι/τινα: είμαι κάτω από την εξουσία κάποιου
- ἐν ἐμοί ἐστί εξαρτάται από μένα
- ἐν χαρᾷ εἰμί: χαίρομαι
- ἔστι τινός τι: αρμόζει σε κάποιον κάτι
Πηγή : http://el.wiktionary.org
Σχόλια Αναγνωστών-Επισκεπτών