Paul Eluard [Πωλ Ελυάρ]

Picture

Ο Πωλ Ελυάρ (πραγματικό όνομα Eugène Grindel, 14 Δεκεμβρίου 189518 Νοεμβρίου 1952) ήταν Γάλλος ποιητής που δραστηριοποιήθηκε στα καλλιτεχνικά ρεύματα του ντανταϊσμού και του υπερρεαλισμού. Γεννήθηκε στην πόλη Σαιν-Ντενί, κοντά στο Παρίσι όπου πέρασε τα πρώτα του χρόνια. Στο διάστημα 19071911 γράφτηκε στη Σχολή Κολμπέρ όπου πραγματοποίησε σπουδές, ωστόσο σε ηλικία περίπου 17 ετών προσβλήθηκε από φυματίωση και αναγκάστηκε να τις διακόψει. Για δύο χρόνια, διέμεινε σε σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας όπου τελικά θεραπεύτηκε και αμέσως μετά, το 1914 κατατάχθηκε στον στρατό.

Το 1917 παντρεύτηκε την Helena Deluvina Diarkinoff, περισσότερο γνωστή ως Γκαλά, με την οποία απέκτησε και μία κόρη. Την ίδια περίοδο δημοσίευε τα πρώτα του ποιήματα, αρχικά με τη συλλογή Το Χρέος και η Ανησυχία και αργότερα με τα Ποιήματα για την Ειρήνη (1918), τα οποία προκάλεσαν και το ενδιαφέρον του Ζαν Πωλάν, εκδότη της επιθεώρησης Spectateur. Παράλληλα, ο Ελυάρ γνωρίστηκε με τους Αντρέ Μπρετόν, Λουί Αραγκόν και Τριστάν Τζαρά, με τους οποίους συμμετείχε αρχικά στο κίνημα του ντανταϊσμού και αργότερα του υπερρεαλισμού. Αποτέλεσε έναν από τους ιδρυτές της επιθεώρησης των υπερρεαλιστών Litterature καθώς και της μεταγενέστερης έκδοσης La Revolution Surrealiste. Παρέμεινε στις τάξεις της υπερρεαλιστικής ομάδας του Παρισιού μέχρι το 1938.

Κατά τη διαρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση, ως μέλος του κομμουνιστικού κόμματος.

Πέθανε το 1952 από καρδιακή προσβολή. Θεωρείται μέχρι σήμερα ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του υπερρεαλισμού.

Ενδεικτικά έργα του ….
1922 Η Δυστυχία των αθανάτων
1924 Θάνατος δεν είναι θάνατος
1926 Η πρωτεύουσα του πόνου
1929 Ο έρωτας η ποίηση
1931 Υπνος
1932 Αμεση Ζωή
1934 Το λαικό τριαντάφυλλο
1935 Νύχτες χωριστές
1939 Τραγούδι ολοκληρωμένο
1944 Τα όπλα του πόνου
1945 Ποίηση Αδιάκοπη Ι
1951 Φοίνικας
1952 Το πρόσωπο της ειρήνης
1952 Ποίηση αδιάκοπη ΙΙ

ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

Μια πλατια αλλοτρίωση σκεπάζει τον ορίζοντα
μερικοί άνθρωποι κουρελιαζουν την ελευθερία
οι ομοιότητες δεν έχουν σχέσεις
είναι διχασμένες

Ολες οι πληγές μες στο φως
όλα τα χτυπήματα των βλεφάρων
και η καρδιά μου που χτυπαει
καινούρια διαιώνιση των αρνησεων
οι αγαναχτισμένοι ετοιμάζουν όρκους
θα διαβάζω σε λίγο μες στις φλέβες σου
το αίμα σου σε διαπερνάει και σε φωτίζει
ένα νέο άστρο του έρωτα σηκώνεται παντού

ΟΙ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΙ

Οι φυλακισμένοι έχουν ζηλέψει το γέλιο
έχουνε χάσει τα κλειδιά της περιέργειας
έχουν φορτώσει την επιθυμία της ζωής
σ ελαφρές αλυσίδες
από παλιές κατηγόριες είναι βεβαρημένοι ακόμη
η οκνηρία δεν είναι πια ένα μυστήριο
η ανεξαρτησία είναι στη φυλακή

ΔΙΑΡΚΕΙΑ

Μια καταιγίδα μία μόνο
από ορίζοντα σε ορίζοντα
κα πάνω σ΄ όλη τη γη
για να σκουπίσει τη σκόνη
τις μυριάδες τα ξερά φύλλα
για να απογυμνώσει όλα τα δέντρα
για να ερημώσει τις καλλιέργειες
για να καταρρίψει τα πουλιά
για να διασκορπίσει τα κύματα
να καθαρίσει τις αναθυμιάσεις
για να καταστρέψει την ισορροπία
του ήλιου του πιο ζεστού
διώχνοντας μάζες αδυναμίας
κόσμος που δεν ζυγίζει τίποτα
κόσμος αρχαίος που μ αγνοεί
ίσκιος ξετρελλαμένος
δεν θα είμαι πια ελέυθερος παρά μέσα στ άλλα χέρια .

Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ

Είναι όρθια πάνω στα ματόκλαδά μου
και τα μαλλιά της είναι μέσα στα δικά μου
έχει το σχήμα των χεριών μου
έχει το χρώμα των ματιών μου
καταποντίζεται μες στον ίσκιο μου
όπως μια πέτρα στον ουρανό

Αυτή έχει πάντοτε τα μάτια ανοιχτά
και δεν μ αφήνει να κοιμηθώ
Τα όνειρά της πλημμυρισμένα φως
κάνουν να εξατμίζονται οι ήλιοι
με κάνει και γελάω , κλαίω και γελάω
μιλάω χωρίς να έχω τίποτα να πω

ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΗ (αποσπασματα)

Ι

Στην ψηλή φωνή
Ευκίνητα ο έρωτας άναβε
με τοσες ακτινοβολίες λαμπερές
που μες στη λειτουργία του εγκεφάλου
αρνιόταν όλες τις ομολογίες

Στην ψηλή φωνή
όλοι οι κόρακες του αίματος θα σκεπάσουν
την μνήμη άλλων γεννήσεων
έπειτα θα ξαναχύσουν μες στο φως
το μέλλον συνθλιμένο από φιλιά

Απίστευτη αδικία μι μόνη ύπαρξη είναι ο κόσμος
ο έρωτας διαλέγει τον έρωτα χωρίς να αλλάζει πρόσωπο

ΙΙ

Τα μάτια της είναι πύργοι φωτισμένοι
κάτω απ΄το γυμνό της μέτωπο

Στο διάφανο λουλούδι
οι γυρισμοί της σκέψης
ακυρωνουν τις λέξεις που είναι κούφιες

Αυτή διαλύει όλες τις εικόνες
θαμπώνει τον έρωτα και τους δύστροπους ίσκιους του
αυτή αγαπάει – αγαπάει να ξεχαστεί

ΙV

Σου λεγα για τα σύννεφα
σου λεγα για το δέντρο το θαλασσινό
για κάθε κύμα για τα πουλιά στη φυλλωσιά
για τα χαλίκια το θόρυβο
για τα οικογενειακα χέρια
για το μάτι που γίνεται πρόσωπο ή τοπίο
και ο ύπνος του γυρίζει το χρώμα τ ουρανού
για όλη τη νοτισμένη νύχτα
για τη σκισμή του δρόμου
για το ανοιχτό παράθυρο για ένα ξέσκεπο μέτωπο
σου λεγα για τις σκέψεις για τις λέξεις σου
παραχαιδεμένη όλη η εμπιστοσύνη ξαναζεί

V

Περισσότερα ήταν ένα φιλί
λιγότερο τα χέρια πάνω στα μάτια
το φωτοστεφανο του φωτός
τα χείλη του ορίζοντα
και οι ανεμοστρόβιλοι του αίματος
που παραδινόταν η σιωπή

VIII

Αγάπη μου για να φουντώσουν οι πόθοι μου
βάλε τα χείλη σου στον ουρανό τις λέξεις σου σαν αστρο
τα φιλιά σου μες στη νύχτα φλογερά
και σφίξε τα μπράτσα σου γύρω μου
όπως μια φλόγα στο σημείο που λμπαδιάζει
τα όνειρά μου είναι στον κόσμο
καθαρά και διαιωνισμένα

Κι όταν δεν έισαι δίπλα μου
ονειρεύομαι ότι κοιμάμαι , ονειρεύομαι ότι ονειρεύομαι

XIV

Ο ύπνος έχει πάρει τ αποτύπωμά σου
και το χρώμα από τα μάτια σου

XV

Ακουμπάει πάνω μου
η καρδιά αγνοεί
που κοιτάζει πόσο την αγαπώ
αυτή έχει εμπιστοσύνη αυτή ξέχασε
τα σύννεφα κάτω από τα ματόκλαδά της
το κεφάλι της αποκοιμισμένο στα χέρια μου
που είμαστε εμείς
μαζί αχώριστοι
ζωντανοί , ζωντανοί
ζωντανός ζωντανή
και το κεφάλι μου κυλάει στα όνειρά της

ΧΧ

Την αυγή σ αγαπώ σε έιχα όλη νύχτα μες στις φλέβες
όλη τη νύχτα σε κοιτούσα
σε έιχα όλη ψηλαφίσει είμαι σίγουρος των σκοταδιών
αυτά μου δίνουν τη δύναμη
που σ αγκαλιάζω
που σε κουναω ποθώντας τη ζωη
στο στήθος μου τ ακίνητο
τη δύναμη που σε σηκώνω
που ελευθερώνεσαι που χάνεσαι
φλόγα αθέατη μες στην ημέρα

Αν εσύ φύγεις η πόρτα ανοίγει πάνω στη μέρα
αν εσύ φυγεις η πόρτα ανοίγει πάνω σε μένα

ΧΧΙ

Τα μάτια της ξαναχύνουν το φως
και το φως τη σιωπή
για να μην ξαναγνωριστούν
να ξαναζήσουν στην αφάνεια

ΑΛΛΟΥ ΕΔΩ ΠΑΝΤΟΥ ( αποσπάσματα )

Ψηλό τριαντάφυλλο της παλίρροιας
όλες μου οι επιθυμίες ποτίστηκαν
τριαντάφυλλο αναγνωρισμένο στο κλάμα

Μαθαίνω όλα που μου λες μπορώ να τα καταλάβω
η σκέψη σου είναι χωρίς ντροπή σκέψη στην ψηλή φωνή

Σιωπα το αφελές θαύμα
και η κλωστή στη βελόνα
όλη ήταν διαχυμένη
ο σκοτεινός άνεμος καθαρίζει
τη θάλσσα και τον ήλιο

Η αναπνοή σου ετοιμάζει τις απανήσεις μου
ακούω τον άνεμο ξέρω αυτό που λες
και συνδέω τους θορύβουςπου σου δίνουν ζωή
πάνω σε ένα δρόμο που η ηχώ χτυπάει σε όλες τις καρδιές
αν και η πόρτα και τα παραθυρόφυλλα κλείσανε
η ατολμία μου ακούει τη βροντή των θορύβων
και οι μουγγοί ζητάνε να διλύσω τη νύχτα τους
ακούμε αυτό που κοιμάται σε μας ανέκφραστο

Θα διασχιστούν οι περιορισμοί μας

Ημουνα μακριά πεινούσα διψούσα για μια επαφή

Η αφή σου μοιάζει των καρπερών χωμάτων
των χωμάτων των εξαντλημένων
από τ όργωμα των αρότρων των βροχών και των καλοκαιριών
η αφή σου δημιουργεί ένα πρόσωπο από φύλλα
ένα σώμα χορταρένιο ένα σώμα πεσμένο σε ένα θάμνο
το χέρι σου με προστατεύει από τσουκνίδες κι από βάτους

Τα χάδια μου θεμελιώνουν τα όνεριά μου σε ένα μόνο
οξυδερκή και πιστό ένα όνειρο της διάρκειας

Γιατί σε αισθανόμουν καλύτερα τη νύχτα

Είχα ελευθερωθεί

Είχα γευτει τον ουρανό , τη γή και την παλίρροια
αισθάνθηκα το αίμα το δέρμα την παγωνιά και το άχυρο
τα είχα όλα καταλάβει τ άγγιζα αναδειχνόμουν
ανάπνεα χρωματιζόμουν βάδιζα μλούσα
και αναδημιουργόμουν

Είδα καθαρά μεσημεριάτικα παραδεχόμουνα τον ίσκιο
ήερα χωριστά και ομαδικά τ αστερια
και τα έργα των ανθρώπων
ήξερα να υπάρχω λιγότερο και πιο πολύ απ τον εαυτό μου
οι πέντε αισθήσεις μου κάνανε θέση στη φαντασία

Η φαντασία έμεινε στη σκέψη
κ ιεμείς κατέχουμε μια έκτη αίσθηση

ΧΩΡΙΣ ΗΛΙΚΙΑ

Πλησιάζουμε
Μέσα στα δάση πάρε το δρόμο του πρωινού
ανέβα τα σκαλιά της πάχνης
Πλησιάζουμε
Είναι η καρδιά της γη σφιγμένη
να ‘ρθει στον κόσμο μια μέρα ακόμη, θα πλατύνει ο ουρανός
Είχαμε βαρεθεί να κατοικούμε στα ερείπια του ύπνου ,
στη χαμηλή σκιά της ανάπαυσης ,της κούρασης και της εγκατάλειψης

Η γης θα ξαναπάρει τη μορφή των ζωντανών σωμάτων μας
ο άνεμος θα μας υπομείνει
ο ήλιος και η νύχτα θα περάσουν μες στα μάτια μας
χωρίς ποτέ να τ’ αλλάξουν

Το σίγουρο μας διάστημα ο αγνός μας αέρας
φτάνει για να γεμίσει την αργοπορία που έσκαψε η συνήθεια
όλοι μαζί θ’ αράξουμε σε μια καινούργια μνήμη
και θα μιλήσουμε μαζί μια ευαίσθητη λαλιά

Ω! αδερφοί μου αντίμαχοι
που κρατάτε στα μάτια τη νύχτα αναλυμένη και τη φρίκη της
που να σας έχω αφήσει
με τα βαριά σας χέρια μες το λάδι το νωθρό,
μες στις παλιές σας πράξεις με τόση λίγη ελπίδα
που κι ο θάνατος φαίνεται ν ‘χει δίκιο

Χαμένοι μου αδερφοί , εγώ πηγαίνω προς τη ζωή
έχω την όψη ανθρώπου για ν’ αποδείξω
πως ο κόσμος έγινε στ’ ανάστημα μου
και δεν είμαι μόνος

χίλιες εικόνες από μένα πληθαίνουν το φως μου
χίλιες ματιές πανόμοιες ισοπεδώνουν τη σάρκα να το πουλί το παιδί κι ο βράχος κι ο κάμπος σμίγουν μαζί μας
Γελά το χρυσάφι που έμεινε από την άβυσσο έξω
γυμνό νερό, γυμνή φωτιά για μια εποχή μονάχα,
έκλειψη δεν υπάρχει πια στο μέτωπο του κόσμου

Χέρια από τα χέρια μας αναγνωρισμένα
Χείλια με τα χείλια μας ενωμένα
οι πρώτες ανθισμένες ζέστες .
Παραστέκουνται το αίμα δροσερό
το πρίσμα ανασαίνει μαζί μας
Εύφορη αυγή,
στην κορφή κάθε χόρτου βασίλισσα
στην κορφή των μούσκλων στην αιχμή του χιονιού
του κυμάτου , της ταραγμένης άμμου ,της επίμονης παιδικής ζωής
Έξω από όλες τις σπηλιές μας
Έξω από τον εαυτό μας.

Ο,ΤΙ ΝΕΕΙ Ο ΠΟΝΕΜΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΑΚΑΙΡΟ

Όλος κλαδιά ο χειμώνας κι αλύγιστος σαν πτώμα
Κάποιος σ’ ένα παγκάκι δρόμου ερημικού που τον δέρν’ η μοναξιά
Ώρα να ‘ρθει η απελπισία με τα καθημερινά της σύνεργα ,
μολυβένιους καθρέφτες βοτσαλένια νερά
κι αποτελματωμένα αγάλματα
Να ξεγραφτεί κάθε καλό
να φανούν της αλήθειας οι ρακένδυτες θύμησες
Φως μελανό αρχαία πυρκαγιά,
με μαλλιά που χάνονται σ’ ένα λαβύρινθο

Άνθρωπος που λαθεύτηκε σε κλειδί σε πόρτα σε όροφο
Να μπορέσει να νιώσει πιο βαθιά ,
πιο βαθιά ν’ αγαπήσει

Πού αρχινάει ένα τοπίο , ποίαν ώρα ,
Πού λοιπόν τερματίζεται η γυναίκα
Γέρνει η βραδιά πάνω στην πολιτεία ,
βρίσκει τον οδοιπόρο ξαπλωμένον χάμου,
οδοιπόρο γυμνό,
που απ το στήθος μιας παρθένας πιότερο ποθεί
το αστέρι το άμορφο που συντηρεί τη νύχτα

Είναι κάτι ερείπια που να σου σφίγγεται η καρδιά ,
δύσκολα να τα περιγράψεις και όμως
από μέσα τους ο ήλιος δραπετεύει ψάλλοντας
την ώρα που ο ουρανός κάνει το μέλι του χορεύοντας
Είναι κάτι πεζούλια όπου ανθούνε οι έρωτες
κι όπου ο γύψος όλος ξέφτια κανακεύει δυό σκιές που σμίξανε ,
φωτιά στις φλέβες ανυπόταχτη φωτιά,
στο κύμα το ένα των χειλιών

Πιαστείτε από τα χέρια κοιταχτείτε κατάματα
αιφνιδιαστικά αιχμαλωτίστε τ’ όραμα
πίσω απ’ τα παλάτια πίσω απ’ τα ερείπια
πίσω απ’ τα τζάκια κι απ’ τις στέρνες
μπρος στον άνθρωπο,
στο πλάτωμα που ξεσηκώνει έναν μανδύα σκόνης
Πυρετός που σέρνεται
εισβολή ωραίων ημερών , μια φυτεία γαλανών σπαθιών.
Κάτω απ’ τα βλέφαρα που ανοίγονται μες στα βαθιά φυλλώματα
είναι η βαριά συγκομιδή της ηδονής,
τ’ άνθος του λιναριού που σπάει τις προσωπίδες
Όλα τα πρόσωπα έχουν ξεπλυθεί,
μέσα στο χώμα που κάλυψε τα πάντα.

Οι φωτεινές των περασμένων μέρες,
τα λιοντάρια τους τα καγκελόφραχτα
κι οι διαφανείς υδάτινοι αετοί τους
η βροντή τους η αλαζονική δίνοντας δύναμη στις ώρες τις αιμάτινες των δέσμιων όρθρων
πέρα ως πέρα μες στον ουρανό το διάδημά τους συσπασμένο,
πάνω στον όγκο ενός μόνον καθρέφτη ,
μιας μονάχα καρδιάς

Μα πιο κάτου τώρα πιο βαθιά ολοένα
στους δρόμους που τους έφαε το σκοτάδι,
το τραγούδι αυτό που βαστά όλη νύχτα,
που κάνει τον κουφό που κάνει τον αόμματο,
που ευγενικά συνοδεύει τα φαντάσματα ,
ο έρωτας αυτός ο απαρνητής ,
που χτυπιέται μες στις έγνοιες, χύνοντας δάκρυα ποτάμι.
Τ’ όνειρο αυτό που κατάντησε κουρέλι ,
το γελοίο το στραπατσαρισμένο
η χέρσα τούτη αρμονία, η ορδή που ζητιανεύει

επειδή στ’ αλήθεια δε λαχτάρησε
παρεχτός το χρυσάφι τίποτε άλλο
τη ζωή της την άθιχτη και την εντέλεια του έρωτα

ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΑ ΛΟΓΙΑ

Για να νιώσεις το παν ,
Ακόμη και το δέντρο με την πρωραία ματιά
της σαύρας και της κληματίδας
το δέντρο τ’ αξιολάτρευτο ,
τη φωτιά τ’ αδιέξοδο

Για να σμίξεις δρόσο και φτερούγα ,
σύννεφο και καρδιά, νύχτα και μέρα
παράθυρο κι όποια να ‘ναι χώρα

Γiα να καταργήσεις του μηδενικού τον μορφασμό
που θα κυλήσει μεθαύριο στο χρυσάφι
Για να ξεκόψεις ,
με τις μικροπρέπειες των θρεμμένων
απ’ τους ίδιους των εαυτούς γιγάντων

Για να δεις όλα τα μάτια έτσι ωραία
Όσο κι εκείνα που ατενίζουνε
θάλασσα που τα πάντ’ αφομοιώνει

Για να δεις τα μάτια ν’ αντικαθρεφτίζουνε
μέσα τους πάλι όλα τα μάτια

Για να γελάς που κάποτε ιδροκόπησες ,
ξεπάγιασες και πείνασες και δίψασες

Για να ‘ναι και το να μιλάς όσο και να φιλάς
γενναιόδωρο

για ν’ αναδέψεις κολυμβήτρια και ποτάμι,
κρύσταλλο και χορεύτρια θύελλας
Χαραυγή και καρδιάς Άνοιξη
φρονιμάδες και πόθους παιδιάστικους

Για να δώσεις στη γυναίκα
τη μοναχική και τη συλλογισμένη
τη μορφή των χαδιών
που ονειρεύτηκε

Για να ‘ναι η έρημος μες στη σκιά
Κι όχι διόλου μες στη σκιά Μου
Όλα ορίστε
Δίνω
Τ’ αγαθά μου
Όλα τα Δικαιώματά μου.

Πωλ Ελυάρ (1895-1952), Ένα μόνο κορμί

Η ζέστη λύτρωσε
Το γυμνό δάσος
Δάσος πια δεν υπάρχει
Ούτε ταξίδια πλέον στο νερό
Μήτε ίσκιος ελαφρύς στις πλάτες μας
Ο ουρανός μας έγινε αχθός

Το σώμα μας είναι βορά
Ντυμένη μεστωμένα δάκρυα
Τα δάχτυλα είναι αιματηρά καρφιά
Τα στήθη αναδιπλώνονται
Το στόμα έχει μόνο αδέλφια

Δεν υπάρχει πια παράθυρο να ανοίξεις
Δεν υπάρχει τοπίο πια
Αέρας καθαρός μήτε αέρας μολυσμένος
Τα μάτια μας επιστρέφουν στην πηγή τους
Κάτω από τη γυμνή σάρκα της γενέθλιας ομορφιάς τους.

μτφ. Ελένη Κόλλια, εκδ. Ηριδανός

ΣΟΥ ΤΟ ’ΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

Σου το ’πα για το δέντρο το θαλασσινό

Για κάθε κύμα και για τα πουλιά μέσα στα φύλλα

Για του ρόχθου τα βότσαλα

Τα χέρια τα ζεστά και γνώριμα

Για το μάτι που γίνεται πρόσωπο ή τοπίο

Και του δίνει ο ύπνος πάλι το χρώμα τ’ ουρανού του

Για τη νύχτα που την ήπιανε όλη

Για της δημοσιάς την καγκελόπορτα

Για τ’ ανοιχτό παράθυρο για το ξέσκεπο μέτωπο

Σου το ’πα για τους στοχασμούς σου για τα λόγια σου

Κάθε χάδι κάθε πίστη μες στο μέλλον επιβιούν.

[Ρόχθος: (ο) ουσ. πάταγος κυμάτων ή νερών καταρράχτη]

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1939

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση