Νίκος Καββαδίας

Picture

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίν στη Μαντζουρία, από γονείς Κεφαλλονίτες, το Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλλονιάς. Σ’ αυτή τη μικρή Ρωσική πόλη, γεννιούνται και άλλα δυο παιδιά: η Τζένια (Ευγενία) κι ο Μήκιας (Δημήτρης). Ο πατέρας Χαρίλαος Καββαδίας διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου διακινώντας μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.

Το 1914, με την έκρηξη του Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται. Γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα το 1921, τσακισμένος και ανίκανος να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα.

Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό κι είναι συμμαθητής με το Γιάννη Τσαρούχη. Διαβάζει Ιούλιο Βερν και διάφορα βιβλία περιπέτειας. Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με το συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα. Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.

Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως την ίδια περίοδο πεθαίνει ο πατέρας του και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο. Συνεχίζει όμως να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά. Το Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως “ναυτόπαις” τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό “Άγιος Νικόλαος”.

Το 1934, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Το σπίτι της γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες. Το 1938 στρατεύεται και υπηρετεί στηνΞάνθη με την ειδικότητα του ημιονηγού, ενώ το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως. Στον πόλεμο του ’40 φεύγει για την Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής χρησιμοποιείται στο σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας.

Με τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, ο ποιητής μπαρκάρει και πάλι αφού έχει εξασφαλίσει την άδεια της ασφάλειας, που τον θεωρεί “κομμουνιστή άνευ δράσεως” και του χορηγεί ειδικά διαβατήρια περιορισμένης χρονικής ισχύος. Έπειτα, από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα. Μέσα στη χρονική αυτή περίοδο, τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή του ποιητή αφορούν το θάνατο του πιο μικρού του αδερφού, Αργύρη, το 1957, την κυκλοφορία της «Βάρδιας» στα γαλλικά το 1959, την επανέκδοση του «Μαραμπού» και του «Πούσι» το 1961 από τις εκδόσεις Γαλαξίας, το θάνατο της μητέρας του το 1965 και τη γέννηση του Φίλιππου το 1966, γιου της ανιψιάς του Έλγκας.

Το 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.

]Εργογραφία]Ποίηση

  • Μαραμπού (1933)
  • Πούσι (1947)
  • Τραβέρσο (1975)
  • Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη: Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα, επιμέλεια Guy (Michel) Saunier. Αθήνα: Άγρα, 2005]

Πεζογραφία

  • Βάρδια (1954)
  • Λι (1987)
  • Του πολέμου/Στ’ άλογό μου (1987)

Το μικρό πεζό “Λι” γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία το 1995 με τίτλο “Between the devil and the deep blue sea”.

]Εξωτερικοί σύνδεσμοι


ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μαραμπού
Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐζήσαμε μαζὶ
πὼς εἶμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πὼς τὶς γυναῖκες μ᾿ ἕνα τρόπον ὕπουλο μισῶ
κι ὅτι μ᾿ αὐτὲς νὰ κοιμηθῶ ποτέ μου δὲν πηγαίνω.

Ἀκόμα, λένε πὼς τραβῶ χασίσι καὶ κοκό,
πὼς κάποιο πάθος μὲ κρατεῖ φριχτὸ καὶ σιχαμένο,
κι ὁλόκληρο ἔχω τὸ κορμὶ μὲ ζωγραφιὲς αἰσχρές,
σιχαμερὰ παράξενες, βαθιὰ στιγματισμένο.

Ἀκόμα, λένε πράματα φριχτὰ πάρα πολύ,
ποὺ εἶν᾿ ὅμως ψέματα χοντρὰ καὶ κατασκευασμένα,
κι αὐτὸ ποὺ ἐστοίχισε σὲ μὲ πληγὲς θανατερὲς
κανεὶς δὲν τό ῾μαθε, γιατὶ δὲν τό ῾πα σὲ κανένα.

Μ᾿ ἀπόψε, τώρα ποὺ ἔπεσεν ἡ τροπικὴ βραδιά,
καὶ φεύγουν πρὸς τὰ δυτικὰ τῶν Μαραμποὺ τὰ σμήνη,
κάτι μὲ σπρώχνει ἐπίμονα νὰ γράψω στὸ χαρτί,
ἐκεῖνο, ποὺ παντοτινὴ κρυφὴ πληγή μου ἐγίνη.

Ἤμουνα τότε δόκιμος σ᾿ ἕνα λαμπρὸ ποστάλ
καὶ ταξιδεύαμε Αἴγυπτο γραμμὴ Νότιο Γαλλία.
Τότε τὴ γνώρισα -σὰν ἄνθος ἐμοίαζε ἀλπικὸ-
καὶ μία στενὴ μᾶς ἔδεσεν ἀδελφικὴ φιλία.

Ἀριστοκρατική, λεπτὴ καὶ μελαγχολική,
κόρη ἑνὸς πλούσιου Αἰγύπτιου ὁπού ῾χε αὐτοκτονήσει,
ταξίδευε τὴ λύπη της σὲ χῶρες μακρινές,
μήπως ἐκεῖ γινότανε νὰ τήνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδὸν τῆς Μπασκιρτσὲφ κρατοῦσε τὸ Ζουρνάλ,
καὶ τὴν Ἁγία της Ἄβιλας παράφορα ἀγαποῦσε,
συχνὰ στίχους ἀπάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ὧρες πολλὲς πρὸς τὴ γαλάζιαν ἔκταση ἐκοιτοῦσε.

Κι ἐγώ, ποὺ μόνον ἑταιρῶν ἐγνώριζα κορμιά,
κι εἶχα μίαν ἄβουλη ψυχὴ δαρμένη ἀπ᾿ τὰ πελάη,
μπροστά της ἑξανάβρισκα τὴν παιδικὴ χαρὰ
καί, σὰν προφήτη, ἐκστατικὸς τὴν ἄκουα νὰ μιλάει.

Ἕνα μικρὸ τῆς πέρασα σταυρὸν ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ
κι ἐκείνη ἕνα μοῦ χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ἤμουν ὁ πιὸ δυστυχισμένος ἄνθρωπος τῆς γής,
ὅταν ἐφθάσαμε σ᾿ αὐτὴν ποὺ θά ῾φευγε, τὴν πόλη.

Τὴν ἐσκεφτόμουνα πολλὲς φορὲς στὰ φορτηγά,
ὡς ἕνα παραστάτη μου κι ἄγγελο φύλακά μου,
καὶ μία φωτογραφία της στὴν πλώρη ἦταν γιὰ μὲ
ὄαση, ποὺ ἕνας συναντᾶ μὲς στὴν καρδιὰ τῆς Ἄμμου.

Νομίζω πὼς θὲ νά ῾πρεπε νὰ σταματήσω ἐδῶ.
Τρέμει τὸ χέρι μου, ὁ θερμὸς ἀγέρας μὲ φλογίζει.
Κάτι ἄνθη ἐξαίσια τροπικὰ τοῦ ποταμοῦ βρωμοῦν,
κι ἕνα βλακῶδες Μαραμποὺ παράμερα γρυλίζει.

Θὰ προχωρήσω!… Μία βραδιὰ σὲ πόρτο ξενικὸ
εἶχα μεθύσει τρομερὰ μὲ οὐίσκυ, τζὶν καὶ μπύρα,
καὶ κατὰ τὰ μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
τὸ δρόμο πρὸς τὰ βρωμερά, χαμένα σπίτια ἐπῆρα.

Αἰσχρὲς γυναῖκες τράβαγαν ἐκεῖ τους ναυτικούς,
κάποια μ᾿ ἅρπαξ᾿ ἀπότομα, γελώντας, τὸ καπέλο
(παλιὰ συνήθεια γαλλικὴ τοῦ δρόμου τῶν πορνῶν)
κι ἐγὼ τὴν ἀκολούθησα σχεδὸν χωρὶς νὰ θέλω.

Μία κάμαρα στενή, μικρή, σὰν ὅλες βρωμερή,
οἱ ἀσβέστες ἀπ᾿ τοὺς τοίχους της ἐπέφτανε κομμάτια,
κι αὐτὴ ράκος ἀνθρώπινο ποὺ ἐμίλαγε βραχνά,
μὲ σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Τῆς εἶπα κι ἔσβησε τὸ φῶς. Ἐπέσαμε μαζί.
Τὰ δάχτυλά μου καθαρὰ μέτρααν τὰ κόκαλά της.
Βρωμοῦσε ἀψέντι. Ἐξύπνησα, ὡς λένε οἱ ποιητές,
«μόλις ἐσκόρπιζεν ἡ αὐγὴ τὰ ροδοπέταλά της».

Ὅταν τὴν εἶδα καὶ στὸ φῶς τ᾿ ἀχνὸ τὸ πρωινό,
μοῦ φάνηκε λυπητερή, μὰ κολασμένη τόσο,
ποὺ μ᾿ ἕνα δέος ἀλλόκοτο, σὰ νά ῾χα φοβηθεῖ,
τὸ πορτοφόλι μου ἔβγαλα γοργὰ νὰ τὴν πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά… Μὰ ἔβγαλε μία φωνή,
κι εἶδα μία ἐμένα νὰ κοιτᾶ μὲ μάτι ἀγριεμένο,
καὶ μία τὸ πορτοφόλι μου… Μ᾿ ἀπόμεινα κι ἐγὼ
ἕνα σταυρὸν ἀπάνω της σὰν εἶδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας τὸ καπέλο μου βγῆκα σὰν τὸν τρελό,
σὰν τὸν τρελὸ ποὺ ἀδιάκοπα τρικλίζει καὶ χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στὸ αἷμα μου μία ἀρρώστια τρομερή,
ποὺ ἀκόμα βασανιστικὰ τὸ σῶμα μου παιδεύει.

Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐκάμαμε μαζὶ
πὼς χρόνια τώρα μὲ γυναίκα ἐγὼ δὲν ἔχω πέσει,
πῶς εἶμαι παλιοτόμαρο καὶ πὼς τραβάω κοκό.
Μ᾿ ἂν ἤξεραν οἱ δύστυχοι, θὰ μ᾿ εἶχαν συχωρέσει…

Τὸ χέρι τρέμει… Ὁ πυρετός… Ξεχάστηκα πολύ,
ἀσάλευτο ἕνα Μαραμποὺ στὴν ὄχθη νὰ κοιτάζω.
Κι ἔτσι καθὼς ἐπίμονα κι ἐκεῖνο μὲ κοιτᾶ,
νομίζω πὼς στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ βλακεία τοῦ μοιάζω …

Ἕνας δόκιμος στὴ γέφυρα ἐν ὥρᾳ κινδύνου

Στὸ ἡμερολόγιο γράψαμε: «Κυκλὼν καὶ καταιγίς».
Ἐστείλαμε τὸ S.O.S μακριὰ σὲ ἄλλα καράβια,
κι ἐγὼ κοιτάζοντας χλωμὸς τὸν ἄγριον Ἰνδικὸ
πολὺ ἀμφιβάλλω ἂν φτάσουμε μία μέρα στὴ Μπατάβια.

Μὰ δὲ λυπᾶμαι μία σταλιὰν – Ἐμεῖς οἱ ναυτικοὶ
ἔχουμε, λένε, τὴν ψυχὴ στὸ διάολο πουλημένη.
Μία μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνὴ καὶ σκυθρωπή,
ποὺ χρόνια τώρα καὶ καιροὺς τὸ γιό της περιμένει.

Τὸ ξέρω πὼς ἡ θέση μας εἶναι ἄσχημη πολύ.
Ἡ θάλασσα τὴ γέφυρα μὲ κύματα γεμίζει,
κι ἐγὼ λυπᾶμαι μοναχὰ ποὺ δὲν μπορῶ νὰ πῶ
σὲ κάποιον, κάτι ποὺ πολὺ φριχτὰ μὲ βασανίζει.

Θεέ μου! Εἶμαι μοναχὰ δεκαεννιὰ χρονῶν,
κι ἔχω σὲ μέρη μακρινὰ πολλὲς φορὲς γυρίσει.
Θεέ μου! Ἔχω μίαν ἄκακη, μία παιδικὴ καρδιά,
ἀλλὰ πολὺ ἔχω πλανηθεῖ, κι ἔχω πολὺ ἁμαρτήσει.

Συχώρεσέ με … Κάποτες ὁπού ῾χα πιεῖ πολὺ
καὶ δὲν ἐκαταλάβαινα τὸ τί ἔκανα, στὸ Ἀλγέρι,
γιὰ μίαν μικρὴν Ἀράπισσα, ποὺ ἐχόρευε γυμνή,
ἐπέταξα κατάστηθα σὲ κάποιον τὸ μαχαίρι.

Συχώρεσέ με… Μία βραδιὰ θολὴ στὸ Σάντα Φέ,
καθὼς κάποια μὲ κράταγε σφιχτὰ στὴν ἀγκαλιά της,
ἐτράβηξα ἀπ᾿ τὴν κάλτσα της μία δέσμη ἀπὸ λεφτὰ
ποὺ ὅλη τὴ μέρα ἐμάζευεν ἀπ᾿ τὴν αἰσχρὴ δουλειά της.

Κι ἀκόμα, Κύριε… ντρέπομαι νὰ τὸ συλλογιστῶ,
(μὰ ἤτανε τόσο κόκκινα κι ὑγρὰ τὰ ὡραῖα του χείλια
καὶ κάποια κάπου ὁλόλυζε κιθάρα ἱσπανική…)
κοιμήθηκα μ᾿ ἕνα μικρὸν ἑβραῖο στὴ Σεβίλλια.

Κύριε… ἐτοῦτο τὸ κορμὶ τὸ τόσο ἁμαρτωλὸ
σὲ λίγο στὶς ὑδάτινες εἱρκτὲς νεκρὸ θὰ πέσει…
Μὰ τέσσερα ὅμως σκέφτομαι γαλόνια ἐγὼ χρυσὰ
κι ἕνα θλιμμένο δόκιμο, ποὺ δὲ θὰ τὰ φορέσει …

Οἱ γάτες τῶν φορτηγῶνfor Runrun

Οἱ ναυτικοὶ στὰ φορτηγὰ πάντα μία γάτα τρέφουν,
ποὺ τὴν λατρεύουνε, χωρὶς νὰ ξέρουν τὸ γιατί,
κι αὐτή, σὰν ἀπ᾿ τὴν βάρδια τους σχολᾶνε κουρασμένοι,
περήφανη στὰ πόδια τους θὰ τρέξει νὰ τριφτεῖ.

Τὰ βράδια, ὅταν ἡ θάλασσα χτυπάει τὶς λαμαρίνες,
καὶ πολεμάει μὲ δύναμη νὰ σπάσει τὰ καρφιά,
μέσα στῆς πλώρης τὴ βαριὰ σιγή, ποὺ βασανίζει,
εἶναι γι᾿ αὐτοὺς σὰ μία γλυκιὰ γυναίκεια συντροφιά.

Εἶναι περήφανη κι ὀκνή, καθὼς ὅλες οἱ γάτες,
κι εἶναι τὰ γκρίζα μάτια της γιομάτα ἠλεκτρισμὸ
κι ὅπως χαϊδεύουν ἁπαλὰ τὴ ράχη της, νομίζεις
πὼς ἀναλύεται σ᾿ ἕνα ἀργὸ καὶ ἡδονικὸ σπασμό.

Στὸ ρεμβασμὸ καὶ στὸ θυμὸ μὲ τὴ γυναίκα μοιάζει
κι οἱ ναῦτες περισσότερο τὴν ἀγαποῦν γι᾿ αὐτὸ
κι ὅταν ἀργὰ καὶ ράθυμα στὰ μάτια τοὺς κοιτάζει,
θαρρεῖς ἕναν παράξενο πὼς φέρνει πυρετό.

Τῆς ἔχουν πάντα στὸ λαιμὸ μία μπακιρένια γύρα,
γιὰ τοῦ σιδέρου τὴν κακὴν ἀρρώστια φυλαχτό,
χωρὶς ὅμως, ἀλίμονο, ποτὲ νὰ κατορθώνουν
νὰ τὴν φυλάξουν ἀπ᾿ τὸ μαῦρο θάνατο μ᾿ αὐτό.

Γιατὶ εἶναι τ᾿ ἄγρια μάτια της ὑγρὰ κι ἠλεκτρισμένα
κι ἔτσι ἄθελα τὸ σίδερο τὸ μαῦρο τὸ τραβᾶ,
κι οὐρλιάζοντας τρελαίνεται σ᾿ ἕνα σημεῖο κοιτώνας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινὰ στοὺς ναῦτες καὶ βουβά.

Λίγο πρὶν ἀπ᾿ τὸν θάνατον, ἀπὸ τοὺς ναῦτες ἕνας,
-αὐτὸς ὁπού ῾δε πράματα στὴ ζήση του φρικτὰ-
χαϊδεύοντας τὴν μία στιγμὴ στὰ μάτια τὴν κοιτάζει
κι ὕστερα μὲς στὴν θάλασσα τὴν ἄγρια τὴν πετᾶ.

Καὶ τότε οἱ ναῦτες ποὺ πολὺ σπάνια λυγάει ἡ καρδιά τους,
πᾶνε στὴν πλώρη νὰ κρυφτοῦν μὲ τὴν καρδιὰ σφιχτή,
γεμάτη μία παράξενη πικρία ποὺ ὅλο δαγκώνει,
σὰν ὅταν χάνουνε θερμή, γυναίκα ἀγαπητή.

* This is for the luckiest cat I know, Runrun, which I want to assure him
that he has nothing to fear from me when he sometimes sees me around his lady…

Ἕνα μαχαίρι
Ἀπάνω μου ἔχω πάντοτε στὴ ζώνη μου σφιγμένο
ἕνα μικρὸ ἀφρικανικὸν ἀτσάλινο μαχαίρι
-ὅπως αὐτὰ ποὺ συνηθοῦν καὶ παίζουν οἱ Ἀραπάδες-
ποὺ ἀπὸ ἕναν γέρο ἔμπορο τ᾿ ἀγόρασα στ᾿ Ἀλγέρι.

Θυμᾶμαι, ὡς τώρα νἀ ῾τανε, τὸν γέρο παλαιοπώλη,
ὅπου ἐμοίαζε μὲ μίαν παλιὰ ἐλαιογραφία τοῦ Γκόγια,
ὀρθὸν πλάι σὲ μακριὰ σπαθιὰ καὶ σὲ στολὲς σχισμένες,
νὰ λέει μὲ μία βραχνὴ φωνὴ τὰ παρακάτου λόγια.

«Ἐτοῦτο τὸ μαχαίρι ἐδῶ ποὺ θέλεις ν᾿ ἀγοράσεις
μὲ ἱστορίες ἀλλόκοτες ὁ θρύλος τό ῾χει ζώσει,
κι ὅλοι τὸ ξέρουν πὼς αὐτοὶ ποὺ κάποια φορὰ τό ῾χαν,
καθένας κάποιον ἄνθρωπο δικό του ἔχει σκοτώσει.

Ὁ Δὸν Μπαζίλιο σκότωσε μ᾿ αὐτὸ τὴ Δόνα Τζούλια
τὴν ὄμορφη γυναίκα του γιατὶ τὸν ἀπατοῦσε.
Ὁ Κόντε Ἀντόνιο μία βραδιὰ τὸ δύστυχο ἀδερφό του
μὲ τὸ μαχαίρι τοῦτο ἐδῶ κρυφὰ δολοφονοῦσε.

Ἕνας Ἀράπης τὴ μικρὴ ἐρωμένη του ἀπὸ ζήλια
καὶ κάποιος ναύτης Ἰταλὸς ἕναν Γραικὸ λοστρόμο.
Χέρι σὲ χέρι ξέπεσε καὶ στὰ δικά μου χέρια.
Πολλὰ ἔχουν δεῖ τὰ μάτια μου, μ᾿ αὐτὸ μοῦ φέρνει τρόμο.

Σκύψε καὶ δές το, μι᾿ ἄγκυρα κι ἕνα οἰκόσημο ἔχει,
εἰν᾿ ἁλαφρύ, γιὰ πιάσε το, δὲν πάει οὔτε ἕνα κουάρτο,
μὰ ἐγὼ θὰ σὲ συμβούλευα κάτι ἄλλο ν᾿ ἀγοράσεις»
-Πόσο ἔχει; -Μόνο φράγκα ἑφτά. Ἀφοῦ τὸ θέλεις πᾶρ᾿ το.

Ἕνα στιλέτο ἔχω μικρὸ στὴ ζώνη μου σφιγμένο,
ποὺ ἰδιοτροπία μ᾿ ἔκαμε καὶ τό ῾καμα δικό μου
κι ἀφοῦ κανέναν δὲν μισῶ στὸν κόσμο νὰ σκοτώσω
φοβᾶμαι μὴ καμιὰ φορὰ τὸ στρέψω στὸν ἑαυτό μου…

Γράμμα στὸν ποιητὴ Καίσαρα Ἐμμανουήλ

«Φαίνεται πιὰ πὼς τίποτα –
τίποτα δὲν μᾶς σώζει…»
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

Ξέρω ἐγὼ κάτι ποὺ μποροῦσε, Καῖσαρ, νὰ σᾶς σώσει.
Κάτι ποὺ πάντα βρίσκεται σ᾿ αἰώνια ἐναλλαγή,
κάτι ποὺ σχίζει τὶς θολὲς γραμμὲς τῶν ὁριζόντων,
καὶ ταξιδεύει ἀδιάκοπα τὴν ἀτέλειωτη γῆ.

Κάτι ποὺ θά ῾κανε γοργὰ νὰ φύγει τὸ κοράκι,
ποὺ τοῦ γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τὰ χαρτιά·
νὰ φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τὰ φτερά του,
πρὸς κάποιαν ἀκατοίκητη κοιλάδα τοῦ Νοτιᾶ.

Κάτι ποὺ θά ῾κανε τὰ ὑγρά, παράδοξά σας μάτια,
ποὺ ἁβρὲς μαθήτριες τ᾿ ἀγαποῦν καὶ σιωπηροὶ ποιηταί,
χαρούμενα καὶ προσδοκία γεμάτα νὰ γελάσουν
μὲ κάποιον τρόπο πού, ὅπως λέν, δὲ γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, ποὺ μποροῦσε, βέβαια, νὰ σᾶς σώσει.
Ἐγὼ ποὺ δὲ σᾶς γνώρισα ποτέ… Σκεφτεῖτε… Ἐγώ.
Ἕνα καράβι… Νὰ σᾶς πάρει, Καῖσαρ… Νὰ μᾶς πάρει…
Ἕνα καράβι ποὺ πολὺ μακριὰ θὰ τ᾿ ὁδηγῶ.

Μία μέρα χειμωνιάτικη θὰ φεύγαμε.
– Τὰ ρυμουλκὰ περνώντας θὰ σφυρίζαν,
τὰ βρωμερὰ νερὰ ἡ βροχὴ θὰ ράντιζε,
κι οἱ γερανοὶ στοὺς ντόκους θὰ γυρίζαν.

Οἱ πολιτεῖες οἱ ξένες θὰ μᾶς δέχονταν,
οἱ πολιτεῖες οἱ πιὸ ἀπομακρυσμένες
κι ἐγὼ σ᾿ αὐτὲς ἁβρὰ θὰ σᾶς ἐσύσταινα
σὰν σὲ παλιές, θερμές μου ἀγαπημένες.

Τὰ βράδια, βάρδια κάνοντας, θὰ λέγαμε
παράξενες στὴ γέφυρα ἱστορίες,
γιὰ τοὺς ἀστερισμοὺς ἢ γιὰ τὰ κύματα,
γιὰ τοὺς καιρούς, τὶς ἄπνοιες, τὶς πορεῖες.

Ὅταν πυκνὴ ἡ ὁμίχλη θὰ μᾶς σκέπαζε,
τοὺς φάρους θὲ ν᾿ ἀκούγαμε νὰ κλαῖνε
καὶ τὰ καράβια ἀθέατα θὰ τ᾿ ἀκούγαμε,
περνώντας νὰ σφυρίζουν καὶ νὰ πλένε.

Μακριά, πολὺ μακριὰ νὰ ταξιδεύουμε,
κι ὁ ἥλιος πάντα μόνους νὰ μᾶς βρίσκει·
ἐσεῖς τσιγάρα «Κάμελ» νὰ καπνίζετε,
κι ἐγὼ σὲ μία γωνιὰ νὰ πίνω οὐΐσκυ.

Καὶ μία γριὰ στὸ Ἀννάμ, κεντήστρα στίγματος,
– μία γριὰ σ᾿ ἕνα πολύβοο καφενεῖο –
μία αἱμάσσουσα καρδιὰ θὰ μοῦ στιγμάτιζε,
κι ἕνα γυμνό, στὸ στῆθος σας, κρανίο.

Καὶ μία βραδιὰ στὴ Μπούρμα, ἢ στὴ Μπατάβια
στὰ μάτια μίας Ἰνδῆς ποὺ θὰ χορέψει
γυμνὴ στὰ δεκαεφτὰ στιλέτα ἀνάμεσα,
θὰ δεῖτε – ἴσως – τὴ Γκρέτα νὰ ἐπιστρέψει.

Καῖσαρ, ἀπὸ ἕνα θάνατο σὲ κάμαρα,
κι ἀπὸ ἕνα χωματένιο πεζὸ μνῆμα,
δὲ θά ῾ναι ποιητικότερο καὶ πι᾿ ὄμορφο,
ὁ διαφέγγος βυθὸς καὶ τ᾿ ἄγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ἀνεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνὸς κι ἀθάλη»,
ποὺ ἴσως διαβάζοντας τὰ νὰ μὲ οἰκτίρετε,
γελώντας καὶ κουνώντας τὸ κεφάλι.

Ἡ μόνη μου παράκληση ὅμως θά ῾τανε,
τοὺς στίχους μου νὰ μὴν εἰρωνευθεῖτε.
Κι ὅπως ἐγὼ γιὰ ἕν᾿ ἀδερφὸ ἐδεήθηκα,
γιὰ ἕναν τρελὸν ἐσεῖς προσευχηθεῖτε.

Ὁ πιλότος NagelΣτὸν ποιητὴ Ν. Ράντο

Ὁ Νάγκελ Χάρμπορ, Νορβηγὸς πιλότος στὸ Κολόμπο,
ἅμα ἔδινε κανονικὴ πορεία στὰ καράβια
ποὺ ἔφευγαν γιὰ τοὺς ἄγνωστους καὶ μακρινοὺς λιμένες,
κατέβαινε στὴ βάρκα του βαρύς, συλλογισμένος
μὲ τὰ χοντρὰ τὰ χέρια του στὸ στῆθος σταυρωμένα,
καπνίζοντας ἕνα παλιὸ χωμάτινο τσιμπούκι,
καὶ σὲ μία γλώσσα βορινὴ σιγὰ μονολογώντας
ἔφευγε μόλις χάνονταν ὁλότελα τὰ πλοῖα.

Ὁ Νάγκελ Χάρμπορ, πλοίαρχος σὲ φορτηγὰ καράβια,
ἀφοῦ τὸν κόσμο γύρισαν ὁλόκληρο, μία μέρα
κουράστηκε κι ἀπόμεινε πιλότος στὸ Κολόμπο.
Μὰ πάντα συλλογίζονταν τὴν μακρινή του χώρα
καὶ τὰ νησιὰ πού ῾ναι γεμάτα θρύλους, τὰ Λοφοῦτεν.
Ὅμως μία μέρα πέθανε στὴν πιλοτίνα μέσα
ξάφνου σὰν ξεπροβόδισε τὸ Steamer Tank «Fjord Folden»
ὅπου ἔφευγε καπνίζοντας γιὰ τὰ νησιὰ Λοφοῦτεν…

Ἔχω μία πίπαΣτὸν ποιητὴ Ἀπ. Μελαχρινό

Ἔχω μία πίπα ὀλλανδικὴ ἀπὸ ἕνα μαῦρο ξύλο,
ὁποὺ πολὺ παράξενα τὴν ἔχουν σκαλισμένη.
Ἔχει τὸ σχῆμα κεφαλιοῦ Γοργόνας μὲ πλουμίδια.
Κι ἕνας σ᾿ ἐμὲ ναύτης Δανὸς τὴν ἔχει χαρισμένη.

Καὶ μοῦ ῾πε αὐτὸς πὼς μία φορὰ τοῦ τὴν ἐπούλησε ἕνας,
στὴν Ἀλεξάντρεια, ἔμπορος ναρκωτικῶν, Ἀράπης,
καὶ στὸν Ἀράπη – λέει – αὐτόν, τὴν εἶχε δώσει κάποια,
σὲ κάποιο πόρτο μακρινό, γυναίκα τῆς ἀγάπης.

Πολλὲς φορές, τὶς βραδινὲς σκοτεινιασμένες ὧρες,
ἀνάβοντας τὴν πίπα αὐτή, σὲ μία γωνιὰ καπνίζω,
κι ὁ γκρίζος βγαίνοντας καπνὸς σιγὰ μὲ περιβάλλει,
κάνοντας ἕνα γύρω μου κενό, μαβὶ καὶ γκρίζο.

Καὶ πότε μία ψηλή, ὁ καπνός, γυναίκα σχηματίζει,
πότε ἕνα πόρτο ξενικὸ πολὺ καὶ μακρυσμένο.
Καὶ βλέπω μεσ᾿ στοὺς δρόμους του τοὺς κρύους καὶ βραδιασμένους
νὰ περπατᾶ ἕναν ὕποπτον Ἀράπη μεθυσμένο.

Καὶ βλέπω πάλι, ἄλλες φορές, μία γρήγορη γαλέρα
μὲ τὰ πανιά της ἀνοιχτὰ στὸ ἀβέβαιο ν᾿ ἀρμενίζει
κι ἀπάνω στὸ μπαστούνι της νὰ κάθεται ἕνας ναύτης,
νά ῾χει μία πίπα – ὅπως αὐτὴν ἐγὼ – καὶ νὰ καπνίζει.

Ἔχω μία πίπα ξύλινη παράξενα γλυμμένη.
Βλέπω καπνίζοντας τὰ πιὸ παράδοξα ὄνειρά μου.
Σκέφτομαι: «Θά ῾ναι μαγική». Μὰ πάλι λέω: μὴ φταίει
ὁ ἐγγλέζικος βαρὺς καπνὸς καὶ ἡ νευρασθένειά μου;

Ἡ μαϊμοὺ τοῦ ἰνδικοῦ λιμανιοῦΚάποτε, σ᾿ ἕνα μακρινὸ λιμάνι τοῦ Ἰνδικοῦ,
δίνοντας μία πολύχρωμη μεταξωτὴ γραβάτα
σ᾿ ἕναν ἀράπη, μία μικρὴν ἀγόρασα μαϊμοὺ
μὲ μάτια γκρίζα, σκοτεινὰ καὶ πονηρία γεμᾶτα.

Ἕνα τσιμπούκι δάγκωνε στὸ στόμα της χοντρὸ
καὶ τό ῾βγαζε ὅταν ἤθελε μονάχα νὰ φυσήσει
ἕναν καπνὸ πολὺ βαρύ, πού, ὡς μοῦ ῾πε ὁ πουλητής,
ἦταν ὀπίου, ποὺ ἀπὸ μικρὴ τὴν εἶχε συνηθίσει.

Τὶς πρῶτες μέρες μοναχὴ στῆς πλώρης μία γωνιά,
ξερνοῦσε καὶ μὲ κοίταζε βουβὴ καὶ λυπημένη,
μὰ σὰν ἐπέρασε καιρός, ἐρχόταν μοναχὴ
κι ὧρες πολλὲς στὸν ὦμο μου ξεχνιόταν καθισμένη.

Ὅταν στὴ γέφυρα ἔκανα τὴ βάρδια τῆς νυχτὸς
κι ἡ νύστα βασανιστικὰ τὰ μάτια μου ἐτρυποῦσε,
στὸν ὦμο μου κρυώνοντας στεκόταν σκυθρωπὴ
καὶ σοβαρὰ μαζὶ μ᾿ ἐμὲ τὸν μπούσουλα ἐκοιτοῦσε.

Στὰ πόρτα τῆς ἀγόραζα μπανάνες καὶ γλυκὰ
κι ἔξω μὲ μι᾿ ἅλυσο μικρὴ τὴν ἔβγαζα δεμένη
κι ἀφοῦ σ᾿ ὅλα καθόμαστε κι ἐπίναμε τὰ μπάρ,
στὸ φορτηγὸ γυρίζαμε κι οἱ δυό μας μεθυσμένοι.

Δὲ θύμωνε καὶ μοῦ ῾δειχνε πολὺ πὼς μ᾿ ἀγαπᾶ,
οὔτε κακὰ τὴν ἄκουσα ποτὲ νὰ μοῦ γρυλίσει.
Φαινόταν πὼς συνήθισε τὶς κακουχίες κι ἐμέ,
κι ἐγὼ σὰν ἕναν ἄνθρωπο τὴν εἶχα συνηθίσει.

Κάποια φορὰ ποὺ ἐπήγαινα μαζί της σκεφτικὸς
ἐξέφυγ᾿ ἀπ᾿ τὰ χέρια μου χαρούμενη καὶ πάει.
Εἶχε προτέρημα πολὺ μεγάλο: νὰ σιωπάει.
Μὰ κάτι εἶχε ἀπ᾿ τὴν ὕπουλη καρδιὰ τῆς γυναικός.

Ἕνας νέγρος θερμαστὴς ἀπὸ τὸ Τζιμπουτί
Τοῦ Ἰ. Πικραμένου

Ὁ Γουίλλη, ὁ μαῦρος θερμαστὴς ἀπὸ τὸ Τζιμπουτί,
ὅταν ἀπ᾿ τὴν βάρδια τοῦ τὴ βραδινὴ σχολοῦσε,
στὴν κάμαρά μου ἐρχότανε, γελώντας νὰ μὲ βρεῖ,
κι ὧρες πολλὲς γιὰ πράματα περίεργα μοῦ μιλοῦσε.

Μοῦ ῾λεγε πῶς καπνίζουνε στ᾿ Ἀλγέρι τὸ χασὶς
καὶ στὸ Ἄντεν πῶς χορεύοντας πίνουν τὴν ἄσπρη σκόνη,
κι ἔπειτα πῶς φωνάζουνε καὶ πῶς μονολογοῦν,
ὅταν ἡ ζάλη μ᾿ ὄνειρα περίεργα τοὺς κυκλώνει.

Μοῦ λέγ᾿ ἀκόμα ὅτ᾿ εἶδ᾿ αὐτός, μία νύχτα πού ῾χε πιεῖ,
πὼς πάνω σ᾿ ἄτι κάλπαζε στὴν πλάτη τῆς θαλάσσης,
καὶ πίσωθέ του τρέχανε γοργόνες μὲ φτερά.
-Σὰν πᾶμε στὸ Ἄντεν, μοῦ ῾λεγε, κι ἐσὺ θὰ δοκιμάσεις.

Ἐγὼ γλυκὰ τοῦ χάριζα καὶ λάμες ξουραφιῶν
καὶ τοῦ ῾λεγα πὼς τὸ χασὶς τὸν ἄνθρωπο σκοτώνει,
καὶ τότε αὐτὸς συνήθιζε γελώντας τρανταχτά,
μὲ τό ῾να χέρι του ψηλὰ πολὺ νὰ μὲ σηκώνει.

Μὲς στὸ τεράστιο σῶμα του εἶχε μι᾿ ἀθώα καρδιά.
Κάποια νυχτιά, μέσα στὸ μπὰρ Ρετζίνα – στὴ Μαρσίλια
γιὰ νὰ φυλάξει ἐμένα ἀπὸ ἕναν Ἰσπανό,
ἔφαγε αὐτὸς μίαν ἀδειανὴ στὴν κεφαλὴ μποτίλια.

Μία μέρα τὸν ἀφήσαμε στεγνὸ ἀπ᾿ τον πυρετό,
πέρα στὴν Ἄπω Ἀνατολή, νὰ φλέγεται, νὰ λιώνει.
Θεὲ τῶν μαύρων, τὸν καλὸ συγχώρεσε Γουὶλ
καὶ δῶσ᾿ του ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται, λίγη ἀπ᾿ τὴν ἄσπρη σκόνη.

Gabrielle Didot
Τὸ βράδυ ἐτοῦτο κάρφωσε μ᾿ ἐπιμονὴ τὸ νοῦ μου
κάποια γυναίκα ποὺ ἄλλοτες ἐγνώρισα, κοινὴ
ποὺ ὡστόσο αὐτὴ ξεχώριζεν ἀπὸ τὶς ἀδελφές της,
γιατὶ ἦταν πάντα σοβαρή, θλιμμένη καὶ στυγνή.

Θυμᾶμαι ποὺ τὴν πείραζαν συχνὰ τ᾿ ἄλλα κορίτσια,
γελώντας την γιὰ τὸ ὕφος της τὸ τόσο σοβαρό,
καὶ μεταξύ τους ἔλεγαν, αἰσχρὸ κάνοντας σχῆμα,
πὼς θὰ συνήθιζε κι αὐτὴ σιγὰ μὲ τὸν καιρό.

Κι αὐτή, ψυχρὴ καὶ σιωπηλή, καθόταν στὴ γωνιά της,
ἐνῶ μία γάτα χάϊδευε μὲ αὐτάκια μυτερὰ
κι ἕνα σκυλὶ ποὺ δίπλα της στεκόταν λυπημένο –
ἕνα σκυλὶ ὁποὺ ποτὲ δὲν κούναε τὴν οὐρά.

Κι ἔμοιαζ᾿ ἡ γάτα, ποὺ αὐστηρὴ τὴν κοίταζε στὰ μάτια,
ἡ πλήξη ὡς νά ῾ταν, ποὺ μὲ μάτια κοίταε ζοφερά,
καὶ τὸ σκυλὶ ποὺ ἐδάγκωνε τὸ κάτασπρό της χέρι,
ἡ τύψη ὡς νά ῾ταν ἔμοιαζε, ποὺ ἐδάγκωνε σκληρά.

Πολλὲς φορὲς περίεργες τὴν ἐκυκλῶναν σκέψεις
καὶ προσπαθοῦσε – μοῦ ῾λεγε – συχνὰ νὰ θυμηθεῖ,
τὸ νοῦ τῆς βασανίζοντας τὶς ὧρες τῆς ἀνίας,
ὅσους μαζί της εἴχανε μία νύχτα κοιμηθεῖ.

Ὧρες πολλὲς ἐκοίταζα τὰ σκοτεινά της μάτια
κι ἐνόμιζα πὼς ἔβλεπα βαθιὰ μέσα σ᾿ αὐτὰ
τρικυμισμένες θάλασσες, νησιὰ τοῦ ἀρχιπελάγους
καὶ καραβάκια ποὺ ἔφευγαν μὲ τὰ πανιὰ ἀνοιχτά.

Ἀπόψε ἀναθυμήθηκα κάποια κοινὴ γυναίκα
κι ἕνα τραγούδι ἐσκάρωσα σὲ στὺλ μπωντλαιρικό,
ποὺ ὡς τὸ διαβάζεις, σιωπηλέ, παράξενε ἀναγνώστη,
γελᾶς γι᾿ αὐτὸν ποὺ τό ῾γραψε, μὲ γέλιο εἰρωνικό.

Οἱ προσευχὲς τῶν ναυτικῶν
Στὸν Θανάση Καραβία

Οἱ Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτοῦ νὰ κοιμηθοῦν,
βρίσκουν στὴν πλώρη μία γωνιὰ ποὺ δὲν πηγαίνουν ἄλλοι
κι ὥρα πολλὴ προσεύχονται, βουβοί, γονατιστοὶ
μπρὸς σ᾿ ἕνα Βούδα κίτρινο ποὺ σκύβει τὸ κεφάλι.

Κάτι μακριὰ ὡς τὰ πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οἱ ὠχροκίτρινοι μικροὶ κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε μὲ τὴν ψιλὴ φωνή τους προσευχὲς
κοιτάζοντας μία χάλκινη παγόδα ποὺ καπνίζει.

Οἱ Κούληδες μὲ τὴ βαριὰ ὠχροκίτρινη μορφὴ
βαστᾶν σκυφτοὶ τὰ γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οἱ Ἀράπηδες σιγοκουνᾶν τὸ σῶμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ἐνάντια τοῦ θανάτου.

Οἱ Εὐρωπαῖοι τὰ χέρια τους κρατώντας ἀνοιχτά,
ἐκστατικὰ προσεύχονται γεμάτοι ἀπὸ ἱκεσία,
καὶ ψάλλουνε καθολικὲς ᾠδὲς μουρμουριστά,
ποὺ ἐμάθαν ὅταν πήγαιναν μικροὶ στὴν ἐκκλησία.

Καὶ οἱ Ἕλληνες, μὲ τὴ μορφὴ τὴ βασανιστική,
ἀπὸ συνήθεια κάνουνε, πρὶν πέσουν, τὸ σταυρό τους
κι ἀρχίζοντας μὲ σιγανὴ φωνὴ «Πάτερ ἡμῶν…»
τὸ μακρουλὸ σταυρώνουνε λερὸ προσκέφαλό τους.

A bord de l᾿ «Aspasia»

Ταξίδευες κυνηγημένη ἀπὸ τὴ μοίρα σου
γιὰ τὴ κατάλευκη μὰ πένθιμη Ἑλβετία,
πάντα στὸ deck, σὲ μία σαὶζ-λὸγκ πεσμένη, κάτωχρη
ἀπ᾿ τὴ γνωστὴ καὶ θλιβερότατη αἰτία.

Πάντοτε ἀνήσυχα οἱ δικοί σου σὲ τριγύριζαν,
μὰ ἐσὺ κοιτάζοντας τὰ μάκρη ἀδιαφοροῦσες.
Σ᾿ ὅτι σοῦ ῾λεγαν πικρογέλαγες, γιατ᾿ ἔνιωθες
πὼς γιὰ τὴ χώρα τοῦ θανάτου ὁδοιποροῦσες.

Κάποια βραδιά, ποὺ ἀπὸ τὸ Στρόμπολι περνούσαμε
εἶπες σὲ κάποιον γελαστή, σὲ τόνο ἀστείου:
«Πῶς μοιάζει τ᾿ ἄρρωστο κορμί μου, καθὼς καίγεται,
μὲ τὴν κορφὴ τὴ φλεγόμενη τοῦ ἡφαιστείου!»

Ὕστερα σ᾿ εἶδα στὴν Μαρσίλια σὰν ἐχάθηκες
μέσα στὸ θόρυβο χωρὶς νὰ στρέψεις πίσω.
Κι ἐγώ, ποὺ μόνο τὴν ὑγρὴ ἔκταση ἀγάπησα,
λέω πὼς ἐσένα θὰ μποροῦσα ν᾿ ἀγαπήσω.

Γράμμα ἀπ᾿ τὴ ΜαρσίλλιαἜσχισα, φίλε μου, πολλὰ χαρτιὰ γιὰ νὰ σοῦ γράψω.
Ἐδῶ ἡ Μαρσίλλια μ᾿ ἔκαμε πολὺ νὰ ζαλιστῶ,
κι ὅμως δὲν πέρασε στιγμή, πιστέφτε, ἀγαπητέ μου,
χωρὶς καὶ μὲς στὴ ζάλη μου νὰ σᾶς συλλογιστῶ.

Σᾶς ἐσκεφτόμουν στὸ Μπουλβὰρ ντὲ Ντὰμ σὰν περπατοῦσα
ἀνάμεσα σὲ δυὸ τροτὲζ ποὺ ἐκάναν σὰν τρελές,
ἐνῶ μιλώντας δυνατὰ τριγύρω μας περνοῦσαν
ἀνθρῶποι ἀπ᾿ ὅλες, θά ῾λεγες, τοῦ κόσμου τὶς φυλές.

Κι ἔπειτα πάλι στὴ μεστὴ ἀπὸ κόσμο Κανναμπιέρα,
στὸ Πόρτο Βέκκιο, στὴν τεφρὴν ὁδὸ Σαὶντ Ὁνορέ,
κι ἀκόμα, συγχωρῆστε με, σᾶς ἔνιωθα μαζί μου
στὰ θορυβώδη καὶ γιομᾶτα κόσμο καμπαρέ.

Βορινοὶ ναῦτες μπλέκονται μὲ θερμαστὲς τοῦ Νότου,
στὰ γόνατά τους κάθονται κορίτσια τῆς δουλειᾶς,
παίζει τὸ πιάνο μοναχὸ καὶ μία μικρὴ σφυρίζει
ἕναν παράταιρο σκοπὸ μία μελωδίας παλιᾶς.

Κι ὕστερα σὰν ἀπ᾿ τὸ Ταρτὰν ἐβγῆκα μεθυσμένος
καὶ νόμιζα τὸ σῶμα μου ἀνάξιο καὶ μικρό,
πολὺ κοντὰ σᾶς ἔνιωθα νὰ μοῦ χαμογελᾶτε
μ᾿ ἐκεῖνο τὸ παράξενο τὸ γέλιο, τὸ πικρό.

Καὶ μόνον ὅταν στὴν Κορνίς, σὲ κάποιο γκρίζο σπίτι,
γύρω ἀπὸ ἑβραίους πού ῾χανε μὲ γυναικεῖα ντυθεῖ,
σᾶς ἔχασα γιὰ μία στιγμὴ ἀπ᾿ τὰ μάτια μου, μοῦ ἐφάνη
ὁ φύλακάς μου ὁ ἄγγελος πὼς εἶχε πιὰ χαθεῖ.

Αὔριο φεύγω καὶ μαζί μου φέρνω στὴν Ἀθήνα
ἀναμνησες παράξενες, πολλές, μὲ τὸ σωρὸ
καὶ κάποιο δῶρο θλιβερό, προϊὸν τῆς Μασσαλίας
ποὺ μία Πωλὶν μοῦ χάρισε προχθὲς στὰ Numeros…

Ὁ πλοίαρχος Φλέτσερ*
Ὁ Γερμανὸς ἐμποροπλοίαρχος Χένρυ Φλέτσερ ἐξώκειλε
στὸν Ματαπᾶ μὲ τὸ φορτηγὸ «Σχέλδ», γιατὶ λόγῳ ὁμίχλης
δὲν μπόρεσε ἐπὶ μέρες νὰ κατεβάσει τὸν ἥλιο μὲ τὸν ἑξάντα.
Τρελάθηκε καὶ πέθανε στὸν Πειραιᾶ ἀπὸ ἡλίαση.

Στὸν ποιητὴ Κώστα Οὐράνη

Ὁ πλοίαρχος Φλέτσερ ἔριξε τὸ «Σχὲλδ» στὸν Ματαπᾶ
μία μέρα ποὺ τῶν θαλασσῶν παλεῦαν τὰ στοιχεῖα,
γιατὶ ἥλιος δὲν φαινότανε τὸ στίγμα του νὰ βρεῖ
οὔτε μποροῦσε ἀπ᾿ τὶς στεριὲς νὰ πάρει ἀντιστοιχία.

Κι αὐτὸ στὸ μέρος ποὺ ἔπεσεν ἐσφήνωσε βαθιά,
τόσο ποὺ οἱ βράχοι οἱ μυτεροὶ μεμιᾶς τὸ καταστρέψαν,
μὰ τίποτ᾿ ἀπ᾿ τὸ πλήρωμα δὲν ἔπαθε κανεὶς
κι ὅλοι μὲ κάποιο ρυμουλκὸ στὸν Πειραιᾶ ἐπιστρέψαν.

Σὲ λίγες μέρες φύγανε, τρισάθλιοι ναυαγοί,
μία μελαγχολική, στυγνὰ θλιμμένη συνοδεία,
κι ἔμεινε ὁ Φλέτσερ μοναχά, ζητώντας στὸ πιοτὸ
τὴν πίκρα του στὰ βρωμερὰ νὰ πνίξει καφωδεῖα.

Κοντός, μὲ τὸ πηλίκιο του, τὸ γεῖσο τὸ χρυσό,
καὶ μὲ τὰ τέσσερα χρυσὰ γαλόνια του, τ᾿ ἀστέρια,
ἔμπαινε μόλις ἄρχιζε ν᾿ ἁπλώνεται ἡ νυχτιά,
καὶ τὴν αὐγὴν ἀναίσθητο τὸν βγάνανε στὰ χέρια.

Μὰ τὰ γαλόνια ξέφτισαν καὶ σχίστηκε ἡ στολή,
τὰ ὡραῖα του ροῦχα ἐπούλησε, τὴν πέτσινή του τσάντα,
κι ἕνα ἐργαλεῖον ἐκράτησε μονάχα, ναυτικό,
τ᾿ ὄργανο ἐκεῖνο ποὺ μετρᾶν τὸν ἥλιο, τὸν ἑξάντα.

Ἡ στεναχώρια καὶ τὸ ἀλκοὸλ δουλεύοντας σιγά,
μέρα τὴ μέρα σ᾿ ἕνα χαῖνον χάσμα τὸν ὠθοῦσαν.
Τρελάθηκε. Τὸν πείραζαν στοὺς δρόμους τὰ παιδιά,
κι οἱ ψεῖρες πάνω στὰ ξανθά του γένια ἐπερπατοῦσαν.

Ὅταν ὁ ἥλιος φλόγιζε τὸν ἀττικὸ οὐρανό,
αὐτὸς μὲ τὸν ἑξάντα του στὸ χέρι ἐξεκινοῦσε,
τὸ ὕψος γοργὰ ὑπολόγιζε σὲ μία μαούνα ὀρθός,
κι ὕστερα αἰσχρὰ μουντζώνοντας τὸν ἥλιο, ἐβλαστημοῦσε.

Μὰ κάποια μέρα βλέποντας μὲ τ᾿ ὄργανο ψηλά,
ἔφυγε γιὰ τὸ σκοτεινὸ λιμάνι τοῦ θανάτου,
ἐνῶ σιγὰ σὰν πάντοτε, φαιδρὸς καὶ φλογερός,
ὁ ἥλιος τὴν κανονικὴ διέσχιζε τροχιά του.

Γράμμα ἑνὸς ἀρρώστουΦίλε μου Ἀλέξη, τό ῾λαβα τὸ γράμμα σου
καὶ μὲ ρωτᾶς τί γίνομαι, τί κάνω;
Μάθε, ὁ γιατρὸς πὼς εἶπε στὴ μητέρα μου
ὅτι σὲ λίγες μέρες θὰ πεθάνω…

Εἶναι καιρὸς ὅπου ἔπληξα, διαβάζοντας
ὅλο τὰ ἴδια ποὺ ἔχω ἐδῶ βιβλία,
κι ὅλο ἐποθοῦσα κάτι νέο νὰ μάθαινα
ποὺ νὰ μοῦ φέρει λίγη ποικιλία.

Κι ἦρθεν ἐχθὲς τὸ νέο ἔτσι ἀπροσδόκητα
-σιγὰ ὁ γιατρὸς στὸ διάδρομο ἐμιλοῦσε-
καὶ τ᾿ ἄκουσα. Στὴν κάμαρα ἐσκοτείνιαζε
κι ὁ θόρυβος τοῦ δρόμου ἐσταματοῦσε.

Ἔκλαψα βέβαια, κάτω ἀπ᾿ τὴν κουβέρτα μου.
Λυπήθηκα. Γιὰ σκέψου, τόσο νέος!
Μὰ στὸν ἑαυτό μου ἀμέσως ὑποσχέθηκα
πὼς θὰ φανῶ, σὰν πάντοτε, γενναῖος.

Θυμᾶσαι, ποὺ ταξίδια ὀνειρευόμουνα
κι εἶχα ἕνα διαβήτη κι ἕνα χάρτη
καὶ πάντα γιὰ νὰ φύγω ἑτοιμαζόμουνα
κι ὅλο ἡ μητέρα μοῦ ῾λεγε: Τὸ Μάρτη…

Τώρα στὸ τζάμι ἕνα καράβι ἐσκάρωσα
κι ἕνα τοῦ Μὰγκρ στιχάκι ἔχω σκαλίσει:
«Τί θλίψη στὰ ταξίδια κρύβεται ἄπειρη!»
Κι ἐγὼ γιὰ ἕνα ταξίδι ἔχω κινήσει.

Νὰ πεῖς στοὺς φίλους χαιρετίσματα,
κι ἂν τύχει κι ἀνταμώσεις τὴν Ἑλένη,
πὼς μ᾿ ἕνα φορτηγὸ -πές της- μπαρκάρισα
καὶ τώρα πιὰ νὰ μὴ μὲ περιμένει…

Ἀλήθεια! Ὁ Χάρος ἤθελα νὰ ῾ρχότανε
σὰν ἕνας καπετάνιος νὰ μὲ πάρει
χτυπώντας τὶς βαριὲς πέτσινες μπότες του
κι ἕνα μακρὺ τσιμπούκι νὰ φουμάρει.

Ἀλέξη, νιώθω τώρα πὼς σ᾿ ἐκούρασα.
Μπορεῖ κιόλας νὰ σ᾿ ἔκαμα νὰ κλάψεις.
Δὲ θά ῾βρεις, βέβαια, λόγια γιὰ μι᾿ ἀπάντηση.
Μὰ δὲ θὰ λάβεις κόπο νὰ μοῦ γράψεις…

Mal Du DepartΣτὴν ἀδερφή μου Ζένια

Θὰ μείνω πάντα ἰδανικὸς κι ἀνάξιος ἐραστὴς
τῶν μακρυσμένων ταξιδιῶν καὶ τῶν γαλάζιων πόντων,
καὶ θὰ πεθάνω μία βραδιά, σὰν ὅλες τὶς βραδιές,
χωρὶς νὰ σχίσω τὴ θολὴ γραμμὴ τῶν ὁριζόντων.

Γιὰ τὸ Μαδράς, τὴ Σιγγαπούρ, τ᾿ Ἀλγέρι καὶ τὸ Σφὰξ
θ᾿ ἀναχωροῦν σὰν πάντοτε περήφανα τὰ πλοῖα,
κι ἐγώ, σκυφτὸς σ᾿ ἕνα γραφεῖο μὲ χάρτες ναυτικούς,
θὰ κάνω ἀθροίσεις σὲ χοντρὰ λογιστικὰ βιβλία.

Θὰ πάψω πιὰ γιὰ μακρινὰ ταξίδια νὰ μιλῶ
οἱ φίλοι θὰ νομίζουνε πὼς τά ῾χω πιὰ ξεχάσει,
κι ἡ μάνα μου, χαρούμενη, θὰ λέει σ᾿ ὅποιον ρωτᾶ
«Ἦταν μία λόξα νεανική, μὰ τώρα ἔχει περάσει…»

Μὰ ὁ ἐαυτός μου μία βραδιὰν ἐμπρός μου θὰ ὑψωθεῖ
καὶ λόγο, ὡς ἕνας δικαστὴς στυγνός, θὰ μοῦ ζητήσει,
κι αὐτὸ τὸ ἀνάξιο χέρι μου ποὺ τρέμει θὰ ὁπλιστεῖ,
θὰ σημαδέψει, κι ἄφοβα τὸ φταίχτη θὰ χτυπήσει.

Κι ἐγώ, ποὺ τόσο ἐπόθησα μία μέρα νὰ ταφῶ
σὲ κάποια θάλασσα βαθιὰ στὶς μακρινὲς Ἰνδίες,
θά ῾χω ἕνα θάνατο κοινὸ καὶ θλιβερὸ πολὺ
καὶ μιὰ κηδεία σὰν τῶν πολλῶν ἀνθρώπων τὶς κηδεῖες.

Ἡ πλώρη μαςΣτὸν Θ. Λιαροῦτσο

Ἦταν ἡ πλώρη μας καθὼς τῶν φορτηγῶν οἱ πλῶρες.
Γιομάτη πράγματα παλιά, ποὺ ἐμύριζαν βαριά,
μ᾿ ἕνα τραπέζι ξύλινο στὴ μέση, λερωμένο
καὶ σκαλισμένο σὲ πολλὲς μεριὲς μὲ τὸ σουγιᾶ.

Εἶχε δεξιὰ κι ἀριστερά, ἀπάνω τό ῾να στ᾿ ἄλλο,
τὰ ξύλινα κρεβάτια μας στὰ πλάγια κολλητά,
ποὺ ἔμοιαζαν, μέσα στὸ θαμπόν, ἀνάλαφρο σκοτάδι,
φέρετρα ποὺ ξεχάστηκαν καὶ μείναν ἀνοιχτά.

Σὲ μία γωνιὰ τὸ ἁρμάρι μας, ἀπ᾿ ἔξω στολισμένο
μὲ ζωγραφιὲς χρωματιστὲς ἀπὸ περιοδικὸ
ἢ γαλλικὲς φωτογραφίες αἰσχρές, ποὺ παρασταίνουν
τὸ ἁμάρτημα τῆς ἡδονῆς τὸ προπατορικό.

Πάντα βασίλευε σιγὴ θανατερὴ ἐκεῖ μέσα
καὶ περπατούσαμε ὅλοι μας στὶς μύτες τῶν ποδιῶν,
κι ἦταν στιγμὲς ποὺ νόμιζες πὼς ἄκουες νὰ χτυποῦνε
σὰν τὸ ρολόι, μὲς στὴ σιγή, οἱ χτύποι τῶν καρδιῶν.

Κι ἔκοβε μόνο τὴ σιγὴν ὁ χτύπος τῆς καμπάνας
ποὺ ἀπάνω στὸ καμπούνι, ἀργά, χτυποῦσε τῶν ὡρῶν
τὸ πέρασμα, μ᾿ ἕνα βαρὺ μὰ λυπημένο ἦχο,
ποὺ πνίγονταν μὲς στὴ βοὴ τοῦ ἀγέρα ἢ τῶν νερῶν.

Τὶς Κυριακές, σὰν εἴχανε δουλειὰ μονάχα οἱ βάρδιες,
σ᾿ αὐτὴν ἐμαζευόμαστε κι ἀνάβαμε φωτιὰ
κι ἢ αἰσχρές, σιγά, γιὰ τὶς γυναῖκες λέγαμε ἱστορίες
ἢ τὸ φαΐ μας παίζαμε μὲ πεῖσμα στὰ χαρτιά.

Στὴν πλώρη αὐτὴ κατάστρεψα τὸν ἤρεμο ἑαυτό μου
καὶ σκότωσα τὴν τρυφερὴ παιδιάτικη ψυχή.
Ὅμως ποτὲ δὲ μ᾿ ἄφησε τὸ ἐπίμονο ὄνειρό μου
καὶ πάντα ἡ θάλασσα πολλὰ μοῦ λέει, ὅταν ἀχεῖ.

William George Allum
Ἐγνώρισα κάποια φορὰ σ᾿ ἕνα καράβι ξένο
ἕναν πολὺ παράξενο Ἐγγλέζο θερμαστή,
ὅπου δὲν μίλαγε ποτὲ κι οὔτε ποτὲ εἶχε φίλους
καὶ μόνο πάντα ἐκάπνιζε μία πίπα σκαλιστή.

Ὅλοι ἔλεγαν μία θλιβερὴ πὼς εἶχε ἱστορία
κι ὅσοι εἶχαν στὸ στόκολο μὲ δαῦτον ἐργαστεῖ
ἔλεγαν ὅτι κάποτες, ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ ὡς τὰ νύχια,
εἶχε σὲ κάποιο μακρινὸ τόπο στιγματιστεῖ.

Εἶχε στὰ μπράτσα του σταυρούς, σπαθιὰ ζωγραφισμένα,
μία μπαλαρίνα στὴν κοιλιά, ποὺ ἐχόρευε γυμνὴ
κι ἀπὰ στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς στιγματισμένη εἶχε
μὲ στίγματ᾿ ἀνεξάλειπτα μίαν ἄγρια καλλονὴ …

Κι ἔλεγαν ὅτι τὴ γυναίκα αὐτὴ εἶχε ἀγαπήσει
μ᾿ ἄγριαν ἀγάπη, ἀκράτητη, βαθιὰ κι ἀληθινὴ
κι αὐτὴ πὼς τὸν ἀπάτησε μὲ κάποιο ναύτη Ἀράπη
γιατὶ ἤτανε μία ἀναίσθητη γυναίκα καὶ κοινή.

Τότε προσπάθησε αὐτὸς νὰ διώξει ἀπὸ τὸ νοῦ του
τὴν ξωτικὴ ποὺ ἀγάπησε, τόσο βαθιά, ὀμορφιὰ
κι ἀπὸ κοντά του ἑξάλειψεν ὅ,τι δικό της εἶχε,
ἔμεινεν ὅμως στῆς καρδιᾶς τὴ θέση ἡ ζωγραφιά.

Πολλὲς φορὲς στὰ σκοτεινὰ τὸν εἴδανε τὰ βράδια
μὲ βότανα στὸ στῆθος του νὰ τρίβει, οἱ θερμαστὲς …
Τοῦ κάκου, γνώριζε αὐτὸς – καθὼς τὸ ξέρουμ᾿ ὅλοι –
ὅτι τοῦ Ἀννὰμ τὰ στίγματα δὲν βγαίνουνε ποτὲς …

Κάποια βραδιὰ ὡς περνούσαμε ἀπὸ τὸ Bay of Bisky
μ᾿ ἕνα μικρὸ τὸν βρήκανε στὰ στήθια τοῦ σπαθί.
Ὁ πλοίαρχος εἶπε: «Θέλησε τὸ στίγμα του νὰ σβήσει»
καὶ διάταξε στὴ θάλασσα τὴν κρύα νὰ κηδευτεῖ.

Καφάρ
Στὸ Γιῶργο Παπᾶ

Νὰ ζεῖς στὴν ἴδια πολιτεία παντοτινὰ
καὶ νά ῾χεις τῶν ἀναχωρήσεων τὴ μανία,
μὰ φεύγοντας ἀπ᾿ τὸ γραφεῖο τὰ βραδινὰ
νὰ κάνεις ὀφθαλμοπορνεῖα στὰ καφενεῖα.

Ἄλλοτες εἴχαμε τὰ πλοῖα κρυφὸ σκοπό,
μὰ ὁ κόσμος ἔγινε σὰν ἀδειανὴ φυλλάδα,
εἶναι τί ἴδιο πιὰ νὰ μένεις στὴν Ἑλλάδα
μὲ τὸ νὰ ταξιδεύεις στὸ Fernando Po.

Τὰ φορτηγὰ εἶναι κακοτάξιδα κι ἀργοῦν,
μὲς στὰ ποστάλια πλήττεις βλέποντας τουρίστες,
τὸ νὰ φορτώνεις μῆνες ρύζια στὸ Ραγκοῦν
εἶν᾿ ἕνα πράγμα ποὺ σκοτώνει τοὺς ἀρτίστες.

Οἱ πόλοι γίνανε σὲ μᾶς πολὺ γνωστοί,
θαυμάσαμε πολλὲς φορὲς τὸ Βόρειο Σέλας
κι ἔχουν οἱ πάγοι χρόνια τώρα σκεπαστεῖ
ἀπὸ ἀδειανὰ κουτιὰ σπανιόλικης σαρδέλλας.

Στὴν Ταϊτὴ ἔζησε μῆνες κι ὁ Λοτί,
ἂν πᾶς λιγάκι παρακάτου, στὶς Μαρκίζες,
ποὺ ἄλλοτες τρώγανε μπανάνες κι ἄγριες ρίζες,
καλλυντικὰ τώρα πουλᾶνε τοῦ Coty.

Οἱ Γιαπωνέζες, τὰ κορίτσια στὴ Χιλή,
κι οἱ μαῦρες του Μαρόκου ποὺ πουλᾶνε μέλι,
ἔχουν σὰν ὅλες τὶς γυναῖκες τὰ ἴδια σκέλη
καὶ δίνουν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὸ φιλί.

Ἡ αὐτοκτονία, προνόμιο πιὰ στὰ θηλυκά-
κάποτε κάναμε κι ἐμεῖς αὐτὴ τὴ σκέψη.
Πεθαίνεις πιὸ σιγὰ μὲ τὰ ναρκωτικά,
μὰ τελευταία κι αὐτὰ τἄχουν νοθέψει.

Coaliers
Στὸ Ν. Φαμελιάρη

Σὲ πολιτεῖες τοῦ Καναλιοῦ, στὸ Λίβερπουλ, στὸ Σουὰνς
βλέπει κανεὶς πρωὶ πρωί, στοὺς ντόκους μὲ τὰ κρένια,
κάποιους ποὺ ἐνῷ δὲ μοιάζουνε πολὺ γιὰ ναυτικοί,
πρὸς τὰ καράβια ὁδεύουνε γελώντας δίχως ἔννοια.

Πέντ᾿ ἕξι ὀργιὲς τὰ μπάρκα τους κι ὅμοια τόσο πολύ,
ποὺ ὡς νὰ τὰ βροῦν κουράζονται πολλὲς φορὲς στὴ ράδα.
Πλώρη ψηλὴ ψαράδικη, φουγάρο μυτερό,
κι εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο τους ταξίδι μία βδομάδα.

Ἕνα βρακὶ ἀσιδέρωτο φορᾶνε βρωμερὸ
καὶ μία φανέλα ἀπὸ φιλὲ χειμώνα καλοκαίρι,
ἕνα μαντίλι τῆς φωτιᾶς δεμένο στὸ λαιμὸ
καὶ περπατᾶν τρεκλίζοντας πιασμένοι ἀπὸ τὸ χέρι.

Ὅμως περνοῦν τὸ τρομερὸ κανάλι τοῦ Saint George
κι ὀρθοπλωρίζουνε γιὰ κεῖ ποὺ κυβερνάει πούσι,
ποὺ τὰ καραβοφάναρα, βογγώντας τρομερά,
τρελαίνουνε τὸν ἄμαθο ποὺ θὰ τὰ πρωτακούσει.

Περήφανα τοῦ Ἀτλαντικοῦ διαβαίνουν τὰ νερά,
τῶν φαναριῶν ἀκολουθώντας πάντα τὶς σειρῆνες,
χορεύοντας ἕνα χορὸ στὰ κύματ᾿ ἀλαφρό,
ποὺ οἱ ναυτικοὶ τῶν φορτηγῶν τὰ λέμε μπαλαρίνες.

Οἱ Φλαμαντέζοι ναυτικοὶ γελᾶν καὶ λένε πὼς
οἱ Ἐγγλέζοι τοὺς πνιγμένους τοὺς κλαῖνε μία μέρα μόνο
μ᾿ ἂν ἤθελαν περισσότερο δὲ θά ῾χανε καιρό:
δέκα ἀπ᾿ αὐτὰ σὰν φύγουνε, γυρνᾶνε πέντε μόνο.

Ἀπὸ συνήθεια παίρνουνε σὲ χρῆμα τὴν τροφή,
ψωνίζουνε λιγάκι χὰμ κι ἕνα κουτὶ μὲ βρώμη
μὰ τό ῾χουν προτιμότερο νὰ πιοῦνε τὰ λεφτά,
πρὶν φύγουν καὶ νὰ τοὺς τραβοῦν στερνὴ στιγμὴ οἱ λοστρόμοι.

Μὰ εἶναι τὰ πιὸ καλύτερα ποὺ γνώρισα παιδιὰ
μπαρκάρουνε τρεκλίζοντας, πάντα δυὸ δυὸ πιασμένοι,
καὶ δίχως νὰ τὸ νιώσουνε καλά, πολλὲς φορὲς
βουλιάζουν μὲ τὰ μπάρκα τους γελώντας μεθυσμένοι.

Μαύρη λίστα
Στὸν Π. Τζόανο

Εἶναι κάτι μεσόκοποι καπεταναῖοι Ἐγγλέζοι,
ποὺ φάγανε τὰ νιάτα τους στὶς γέφυρες ἀπάνω,
σὲ βάρδιες ἐξαντλητικές, κοιτώντας τὰ φανάρια,
σὲ θεωρίες παράξενες γιὰ στίγματα, γιὰ μήκη,
ποὺ ὅλη στὸ νοῦ τους κλείσανε τὴ ναυτικὴ ἐπιστήμη.
Μὰ θὲς ἀπὸ τὴν κούραση ἢ ἀπ᾿ τὸ πολὺ ποὺ ἐπίναν
ἔπεσαν ἔξω, τὸ μεγάλο δίπλωμα τοὺς πῆραν,
στὴ «Μαύρη Λίστα» γράφτηκαν κι ἕνα χαρτὶ τοὺς δώσαν,
ἕνα χαρτὶ ποὺ δίνουνε μονάχα στοὺς λοστρόμους.
Καὶ τότε αὐτοί, ἀπὸ κούραση κι ἀπὸ πικρία γιομάτοι,
στὶς πολιτεῖες τους μείνανε καὶ δὲν ἑξαναφύγαν.

Ξέρω κάτι μεσόκοπους Ἐγγλέζους καπετάνιους,
ἀλκολικούς, μὲ τὶς χρυσὲς ποὺ σχίστηκαν στολές τους,
ποὺ ὅλη τὴ μέρα μὲς στὰ μπὰρ γυρίζουνε καὶ πίνουν,
τσίκλα μασᾶν, αἰσχρολογοῦν, φωνάζουν, φτύνουν χάμω,
μὰ σὰν βραδιάσει κι ἀρχινᾶν νὰ φεύγουν τὰ καράβια,
κάνοντας μέσα στὰ νερὰ τοῦ λιμανιοῦ μπρὸς πίσω,
βγαίνουν αὐτοὶ καὶ κρίνουνε μὲ πεῖσμα τὶς μανοῦβρες.
Πολλὲς φορὲς μαλώνουνε, παίζουν γροθιὲς καὶ βγάζουν
κάτι μαχαίρια ναυτικὰ τοῦ Σέφιλντ σκουριασμένα.
χτυπιοῦνται καὶ πεθαίνουνε πάνω σὲ μπάλες κάμποτ
ἢ σὲ τσουβάλια ἀπ᾿ τὸ Penang μπαχαρικὰ γιομάτα.

Παραλληλισμοί
Τρία πράματα στὸν κόσμο αὐτό, πολὺ νὰ μοιάζουν εἶδα.
Τὰ ὁλόλευκα μὰ πένθιμα σχολεῖα τῶν Δυτικῶν,
τῶν φορτηγῶν οἱ βρώμικες σκοτεινιασμένες πλῶρες
καὶ οἱ κατοικίες τῶν κοινῶν, χαμένων γυναικών.

Ἔχουνε μία παράξενη συγγένεια καὶ τὰ τρία
παρ᾿ ὅλη τὴ μεγάλη τους στὸ βάθος διαφορά,
μὰ μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατὶ τοὺς λείπει
ἡ κίνηση, ἡ ἄνεση τοῦ χώρου καὶ ἡ χαρά.

Πούσι
Στὴν Ἑλένη Χαλκιούση

Ἔπεσε τὸ πούσι ἀποβραδὶς
-τὸ καραβοφάναρο χαμένο-
κ᾿ ἔφτασες χωρὶς νὰ σὲ προσμένω
μὲς στὴν τιμονιέρα νὰ μὲ δεῖς.

Κάτασπρα φορᾶς κ᾿ ἔχεις βραχεῖ,
πλέκω σαλαμάστρα τὰ μαλλιά σου.
Κάτου στὰ νερὰ τοῦ Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν ἐποχή.

Μᾶς παραμονεύει ὁ θερμαστὴς
μὲ τὰ δυό του πόδια στὶς καδένες.
Μὴν κοιτᾶς ποτέ σου τὶς ἀντένες
μὲ τὴν τρικυμία· θὰ ζαλιστεῖς.

Βλαστημᾶ ὁ λοστρόμος τὸν καιρὸ
κ᾿ εἶν᾿ ἀλάργα τόσο ἡ Τοκοπίλλα.
Ἀπὸ νὰ φοβᾶμαι καὶ νὰ καρτερῶ
κάλλιο περισκόπιο καὶ τορπίλλα.

Φύγε! Ἐσὲ σοῦ πρέπει στέρεα γῆ.
Ἦρθες νὰ μὲ δεῖς κι ὅμως δὲ μ᾿ εἶδες
ἔχω ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα πνιγεῖ
χίλια μίλια πέρ᾿ ἀπ᾿ τὶς Ἐβρίδες.

Kuro Siwo
Στὸ Γιῶργο Παπᾶ

Πρῶτο ταξίδι ἔτυχε ναῦλος γιὰ τὸ Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακὸς ὕπνος καὶ μαλάρια.
Εἶναι παράξενα τῆς Ἴντιας τὰ φανάρια
καὶ δὲν τὰ βλέπεις καθὼς λένε μὲ τὸ πρῶτο.

Πέρ᾿ ἀπ᾿ τὴ γέφυρα τοῦ Ἀδάμ, στὴ Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μὰ οὔτε στιγμὴ δὲν ἐλησμόνησες τὰ λόγια
ποὺ σοῦ ῾πανε μία κούφιαν ὥρα στὴν Ἀθήνα.

Στὰ νύχια μπαίνει τὸ κατράμι καὶ τ᾿ ἀνάβει,
χρόνια στὰ ροῦχα τὸ ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ὁ λόγος της μὲς στὸ μυαλό σου νὰ σφυρίζει,
«ὁ μπούσουλας εἶναι ποὺ στρέφει ἢ τὸ καράβι;»

Νωρὶς μπατάρισε ὁ καιρὸς κι ἔχει χαλάσει.
Σκαντζάρισες μὰ σὲ κρατᾶ λύπη μεγάλη.
Ἀπόψε ψόφησαν οἱ δυό μου παπαγάλοι
κι ὁ πίθηκος πού ῾χα μὲ κούραση γυμνάσει.

Ἡ λαμαρίνα!… Ἡ λαμαρίνα ὅλα τὰ σβήνει.
Μᾶς ἕσφιξε τὸ Kuro Siwo σὰ μία ζώνη
κι ἐσὺ κοιτᾶς ἀκόμη πάνω ἀπ᾿ τὸ τιμόνι,
πῶς παίζει ὁ μπούσουλας καρντίνι μὲ καρντίνι.

Στεριανὴ ζάλη
Στὸ Νίκο Τουτουντζάκη

Ὁ λοστρόμος κρατᾶ μία καραβέλα,
μισῆ μποτίλια τζὶν καὶ δυὸ μιγάδες,
τὴ νύχτα μετοικοῦν οἱ Συμπληγάδες
στὰ μπὰρ τοῦ λιμανιοῦ καὶ στὰ μπορντέλα.

Πηχτὸ πούσι σκεπάζει τὰ καρνάγια.
West End – Thame’s Street καὶ διπλὸς ἔρως.
Ἂς φυσᾶνε στὸ Πλάτα τὰ Παμπέρος,
ἂς ρολάρει τὸ κύμα στὴ Μπισκάγια.

Χαμηλὸς οὐρανὸς γιομάτος ἄστρα,
μὰ δὲ μοιάζει μ᾿ αὐτὸν ποὺ σὲ γνωρίζει.
Ἡ μπαρκέτα γυρίζει; Δὲ γυρίζει.
Τὸ κορίτσι νυστάζει στὴν Καράστρα.

Βαρέθηκαν οἱ ναῦτες τὸ τιμόνι,
τό ῾να μάτι σου γέρνει καὶ κοιμᾶται,
ἀγρυπνᾶ τὸ δεξὶ καὶ θυμᾶται
τὸ φανὸ ποὺ χτυπᾶ μὰ δὲ ζυγώνει.

Ὁ λοστρόμος ξυπνάει καὶ καταριέται
μία μιγάδα ποὺ κλαίει καὶ μία μποτίλια.
Ἀνοιχτὰ κάπου ἐννιὰ χιλιάδες μίλια
τὸ σκυλόψαρο προσμένει καὶ βαριέται.

Cambay’s water
Στὸν Π.Π. Παναγιώτου

Φουντάραμε καραμοσάλι στὸ ποτάμι.
Εἶχε ὁ πιλότος μας τὸ κούτελο βαμμένο
«κι ἂν λείψεις χίλια χρόνια θὰ σὲ περιμένω»
ὡστόσο οἱ κάβοι σου σκληρύναν τὴν παλάμη.

Θολὰ νερὰ καὶ μίλια τέσσερα τὸ ρέμα,
οἱ κούληδες τρῶνε σκυφτοὶ ρύζι μὲ κάρι,
ὁ καπετάνιος μας κοιτάζει τὸ φεγγάρι,
πού ῾ναι θολὸ καὶ κατακόκκινο σὰν αἷμα.

Τὸ ρυμουλκὸ σφύριξε τρεῖς καὶ πάει γιὰ πέρα,
σαράντα μέρες ὅλο ἐμέτραγες τὰ μίλια,
μ᾿ ἀπόψε -λέω- φαρμάκι κόμπρα εἶχες στὰ χείλια,
τὴν ὥρα πού ῾πες μὲ θυμό: «Θά ῾βγω ἄλλη μέρα…»

Τὴ νύχτα σοῦ ῾πα στὸ καμπούνι μία ἱστορία,
τὴν ἴδια ποὺ ὅλοι οἱ ναυτικοὶ λένε στὴ ράδα,
τὰ μάτια σου τὰ κυβερνοῦσε σοροκάδα
κι ὅλο μουρμούριζες βραχνά: «Φάλτσο ἡ πορεία…»

Ξημέρωσε κ᾿ ἦρθε ὁ φακίρης μὲ τὰ φίδια,
ἡ Μαχαράνα τοῦ Μαζὸρ δὲ φάνηκε ὅμως!…
Μ᾿ αἰσχρὲς κουβέντες τὸν ἐπείραζε ὁ λοστρόμος
καὶ τοῦ πετοῦσε ἀπὰ στὰ φίδια του σκουπίδια.

Σαλπάρουμε! Μᾶς περιμένουν στὸ Μπραζίλι.
Τὸ πρόσωπό σου θὰ τὸ μούσκεψε τὸ ἀγιάζι.
Ζεστὸν ἀγέρα κατεβάζει τὸ μπουγάζι
μὰ οὔτε φουστάνι στὴ στεριὰ κι οὔτε μαντήλι.

Ἀρμίδα
Στὸν Κώστα Βάρναλη

Τὸ πειρατικὸ τοῦ Captain Jimmy,
ποὺ μ᾿ αὐτὸ θὰ φύγετε καὶ σεῖς,
εἶναι φορτωμένο μὲ χασὶς
κ᾿ ἔχει τὰ φανάρια του στὴν πρύμη.

Μῆνες τώρα πού ῾χουμε κινήσει
καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ καιροῦ
ὅσο ποὺ νὰ πᾶμε στὸ Περοὺ
τὸ φορτίο θὰ τό ῾χουμε καπνίσει.

Πλέμε σὲ μία θάλασσα γιομάτη
μὲ λογῆς παράξενα φυτά,
ἕνα γέρος ἥλιος μᾶς κοιτᾶ
καὶ μᾶς κλείνει ποῦ καὶ ποῦ τὸ μάτι.

Μπουκαπόρτες ἄδειες σκοτεινές,
-ποῦ νὰ ξοδεύτηκαν τόνοι χίλιοι;
μᾶς προσμένουν πίπες ἀδειανὲς
καὶ τελωνοφύλακες στὸ Τσίλι.

Ξεχασμένο τ᾿ ἄστρο τοῦ Βορρᾶ,
οἱ ἄγκυρες στὸ πέλαγο χαμένες.
Πάνω στὶς σκαλιέρες σὲ σειρὰ
δώδεκα σειρῆνες κρεμασμένες.

Ἡ πλωριὰ Γοργόνα μία βραδιὰ
πήδησε στὸν πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστροῦσαν συνοδιὰ
τοῦ Κολόμβου οἱ πέντε κολασμένοι.

Κι ἔπειτα στὶς ξερές τοῦ Ἀκορᾶ
τσοῦρμο τ᾿ ἄγριο κύμα νὰ μᾶς βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρὰ
μὲ φτεροῦγες γλάρων στὸ κεφάλι.

Black and White
Στὸν Μ. Καραγάτση

Τοῦ Ἄλμπορ τὸ φανάρι πότε θὰ φανεῖ;
Οἱ μαθήτριες σχολάσανε τοῦ ὠδείου.
Φωτεινὲς ρεκλάμες τῆς ὁδοῦ Σταδίου.
Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.

Μάτι ταραγμένο μάταια σὲ κρατῶ
στὸν καιρὸν ἀπάνω του Σιρόκου.
Δούλευε τὸ φτυάρι, μαῦρε τοῦ Μαρόκου
ποὺ μασᾶς βοτάνια γιὰ τὸν πυρετό.

Φεμινά!… Χορὸς τῶν κεφαλῶν.
Κ᾿ οἱ Ναγκὸ χορεύουν στὴν Ἀσία.
Σὲ πειράζει -μοῦ ῾πες- ἡ ὑγρασία
κ᾿ ἡ παλιά σου ἀρρώστια τῆς Τουλών.

Τζίντζερ, ποὺ κοιτᾶς μὲ τὸ γυαλί,
τὸ φανάρι τοῦ Ἄλμπορ δὲν ἐφάνη.
Βλέπω στὸ Λονδίνο ἐγὼ τὴ Fanny
στὸ κρεβάτι σου ἄλλον νὰ φιλεῖ.

Κρέας ἁλατισμένο τοῦ κουτιοῦ.
Μύωπα καπετάνιο μου καὶ γέρο,
ἕνα μαγικὸ σκονάκι ξέρω
τέλειο γιὰ τὴν κόρη τοῦ ματιοῦ.

Ἄναψε στὴ γέφυρα τὸ φῶς.
Μέσα μου μιλεῖ ἕνας παπαγάλος
γέρος στραβομύτης καὶ μεγάλος
μὰ γιομάτος πείρα καὶ σοφός.

Μέσα μου βαθιὲς ἀναπνοές.
Τοῦ Κολόμβου ξύπνησαν οἱ ναῦτες.
Ὅλες τὶς ρουκέτες τώρα κάφ᾿ τες
καὶ Marconi στεῖλε τὸ S.O.S.

Ἐσμεράλδα
Στὸ Γιῶργο Σεφέρη

Ὁλονυχτιὲς τὸν πότισες μὲ τὸ κρασὶ τοῦ Μίδα
κι ὁ φάρος τὸν ἐλίκνιζε μὲ τρεῖς ἀναλαμπές.
Δίπλα ὁ λοστρόμος μὲ μακριὰ πειρατικὴ πλεξίδα
κι ἀλάργα μας τὸ σκοτεινὸ λιμάνι τοῦ Gabes.

Ἀπὰ στὸ γλυκοχάραμα σὲ φίλησε ὁ πνιγμένος
κι ὅταν ξυπνήσεις μὲ διπλὴ καμπάνα θὰ πνιγεῖς.
Στὸ κάθε χάδι κι ἕνας κόμπος φεύγει ματωμένος
ἀπ᾿ τὸ σημάδι τῆς παλιᾶς κινεζικῆς πληγῆς.

Ὁ παπαγάλος σοῦ ῾στειλε στερνὴ φορὰ τὸ «γειά σου»
κι ἀπάντησε ἀπ᾿ τὸ στόκολο σπασμένα ὁ θερμαστὴς
πέτα στὸ κύμα τὸν παλιὸ ποὺ ἐσκούριασε σουγιᾶ σου
κι ἄντε μονάχη στὸν πρωραῖον ἱστὸ νὰ κρεμαστεῖς.

Γράφει ἡ προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: «σὲ προδίνω»
κι ὁ γρύλος τὸ ξανασφυράει στριγγὰ τοῦ τιμονιοῦ.
Μὴ φεύγεις. Πές μου, τό ῾πνιξες μία νύχτα στὸ Λονδίνο
ἢ στὰ βρομιάρικα νερὰ κάποιου ἄλλου λιμανιοῦ;

Ξυπνᾶν οἱ ναῦτες τοῦ βυθοῦ ρισάλτο νὰ βαρέσουν
κι ἀπὲ νὰ σοὺ χτενίσουνε γιὰ πάντα τὰ μαλλιά.
Τρόχισε κεῖνα τὰ σπαθιὰ τοῦ λόγου ποὺ μ᾿ ἀρέσουν
καὶ ξαναγύρνα μὲ τὶς φώκιες πέρα στὴ σπηλιά.

Τρεῖς μέρες σπάγαν τὰ καρφιὰ καὶ τρεῖς ποὺ σὲ κάρφωναν
καὶ σὺ μὲ τὶς παλάμες σου πεισματικὰ κλειστὲς
στερνὴ φορὰ κι ἀνώφελα ξορκίζεις τὸν τυφώνα
ποὺ μᾶς τραβάει γιὰ τὴ στεριὰ μὲ τοὺς ναυαγιστές.

Καραντί
Στὸ κορίτσι ἀπὸ τὸ Βόλο

Μπάσσες στεριές, ἥλιος πυρρὸς καὶ φοινικιές,
ἕνα πούλι ποὺ ἀκροβατεῖ στὰ παταράτσα.
Γνέφουνε δυὸ στιγματισμένα μαῦρα μπράτσα,
ποὺ ἀρρώστιες τά ῾χουνε τσακίσει τροπικές.

Παντιέρα κιτρίνη – σινιάλο τοῦ νεροῦ.
Φοῦντο τὶς δυὸ καὶ πρίμα βρέξε τὸ πινέλο.
Τὰ δύο φανάρια τῆς νυχτός. Κι ὁ Pisanello
ξεθωριασμένος ἀπ᾿ τὸ κύμα τοῦ καιροῦ.

Τὸ καραντί … Τὸ καραντὶ θὰ μᾶς μπατάρει.
Σάπια βρεχάμενα, τσιμέντο καὶ σκουριά.
Ἀπὸ νωρίς, δεξιὰ στὴν μάσκα τὴν πλωριά,
κοιμήθηκεν ὁ καρχαρίας ποὺ πιλοτάρει.

Ὄρντινα δίνει ὁ παπαγάλος στὸν ἱστό,
ὅπως καὶ τότε ἀπ᾿ τοῦ Κολόμπου τὴν κουκέτα.
Χρόνια προσμένω νὰ τυλίξεις τὴν μπαρκέτα,
χρόνια προσμένω τὴ στεριά, νὰ ζαλιστῶ.

Φωτιὲς ἀνάβουνε στὴν ἄμμο ἰθαγενεῖς
κι ἀχὸς μᾶς φτάνει καθὼς παίζουν τὰ ὄργανά τους.
Τῆς θάλασσας κατανικώντας τοὺς θανάτους
στὴν ἀνεμόσκαλα σὲ θέλω νὰ φανεῖς.

Φύκια μπλεγμένα στὰ μαλλιά, στὸ στόμα φύκια.
Ἔτσι ὡς κοιμήθηκες γιὰ πάντα στὰ βαθιὰ
κατάστιχτη, πελεκημένη ἀπὸ σπαθιά,
διπλὰ φορώντας τῶν Ἰνκᾶς τὰ σκουλαρίκια.

Θαλασσία πανίς
Στὸν Αἰμίλιο Βεάκη

Ἕνα κοχύλι σκουλαρίκι ἔχεις στ᾿ αὐτὶ
καὶ στὰ μαλλιὰ θαλασσινὸ πράσινο ἀστέρα.
Tropical stormy-In Madras area cholera,
καὶ στὰ νησιὰ τοῦ Lakha-diwa πυρετοί.

Τό ῾να ἀνάλαφρα φύκια κρατᾶ
καὶ τὸ ζερβί σου τὸ λειψὸ σάπια καβίλλια.
Η Katherin τούτη τὴ στιγμή, χιλιάδες μίλια…
βγαίνει τὴ ντάμα μὲ τὸ ρήγα σταυρωτά.

Τὸ «Union Jack» καὶ τὸ σπασμένο τουρκετὶ
κι᾿ ὁ Γιαπωνέζος στὴν παντιέρα-μαύρη μπάλα.
Ἡ ἁφή της ὅμοια μὲ τὸ περσικὸ γατὶ
πού ῾χες ψωνίσει πρὶν τρεῖς μῆνες στὴν Bomballa.

Περαστικὴ τώρα ἡ Γοργόνα ἡ τροπικὴ
σὲ βλέπει ἀδιάφορη κι᾿ ἀπὲ σὲ φέρνει βόρτα.
Ἀλλιώτικες ὅσες σταμπάρουν ὠαυτικοὶ
κι᾿ ἄλλες αὐτὲς ποὺ σὲ τραβούσανε στὰ πόρτα.

Ὁ κατασκότεινος βρέχει νερένιος οὐρανὸς
μολύβι, ἐγγλέζικες κονσέρβες, porridge, νάρκες.
Παίζει τερπνό, παράξενο παιγνίδι μὲ τὶς σάρκες
καθὼς διαβαίνει ὁ σκύλος ὁ θαλασσινός.

Τοπίο σκωτσέζικο-σκυλιὰ καὶ κυνηγοί,
πύργος μὲ φάντασμα-παλιὸ Johnnie Walker whisky.
Ἀπόψε οἱ δύο χαλύβδινοι πρωραῖοι πυργίσκοι
προσμένουν Τρίτωνες γιὰ βάρδιας ἀλλαγή.

Γουίλιαμ !… Γέλα στὸ βυθὸ φλεγματικά,
ἀφοῦ πιὰ τίποτα δὲ μέλει νὰ προδώσεις.
Ἂς παίξουν κι᾿ ἄλλοι μὲ παιγνίδια ναυτικὰ
κι᾿ ἄλλοι ἂς φορέσουνε φανέλα μὲ ραβδώσεις.

Federico Garcia Lorca
Στὸ Θανάση Καραβία

Ἀνέμισες γιὰ μία στιγμὴ τὸ μπολερὸ
καὶ τὸ βαθὺ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αὔγουστος ἤτανε δὲν ἤτανε θαρρῶ,
τότε ποὺ φεύγανε μπουλούκια οἱ Σταυροφόροι.

Παντιέρες πάγαιναν τοῦ ἀνέμου συνοδιὰ
καὶ ξεκινοῦσαν οἱ γαλέρες τοῦ θανάτου.
Στὸ ρωγοβύζι ἀνατριχιάζαν τὰ παιδιὰ
κι ὁ γέρος ἔλιαζε ἀκαμάτης τ᾿ ἀχαμνά του.

Τοῦ ταύρου ὁ Πικάσσο ρουθούνιζε βαριὰ
καὶ στὰ κουβέλια τότε σάπιζε τὸ μέλι.
Τραβέρσο ἀνάποδο – πορεία πρὸς τὸ Βοριᾶ.
Τράβα μπροστὰ -ξοπίσω ἐμεῖς- καὶ μὴ σὲ μέλλει.

Κάτου ἀπ᾿ τὸν ἥλιο ἀναγαλλιάζαν οἱ ἐλιὲς
καὶ φύτρωναν μικροὶ σταυροὶ στὰ περιβόλια.
Τὶς νύχτες στέρφες ἀπομέναν οἱ ἀγκαλιὲς
τότες ποὺ σ᾿ ἔφεραν, κατσίβελε, στὴ μπόλια.

Ἀτσίγγανε κι Ἀφέντη μου, μὲ τί νὰ σὲ στολίσω;
Φέρτε τὸ μαυριτάνικο σκουτὶ τὸ πορφυρό.
Στὸν τοῖχο τῆς Καισαριανῆς μᾶς φέραν ἀπὸ πίσω
κ᾿ ἴσα ἕν᾿ ἀντρίκιο ἀνάστημα ψηλῶσαν τὸ σωρό.

Κοπέλες ἀπ᾿ τὸ Δίστομο φέρτε νερὸ καὶ ξίδι.
Κι ἀπάνω στὴ φοράδα σου δεμένος σταυρωτὰ
σύρε γιὰ κεῖνο τὸ στερνὸ στὴν Κόρδοβα ταξίδι,
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ διψασμένα της χωράφια τ᾿ ἀνοιχτά.

Βάρκα τοῦ βάλτου ἀνάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα ποὺ σκουριάζουνε σὲ γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια νὰ πετᾶν στὴν ἔρημην ἀρένα
καὶ στὸ χωριὸ ν᾿ οὐρλιάζουνε τὴ νύχτα ἑφτὰ σκυλιά.

* Δημοσιεύτηκε στὶς 19 Μαΐου 1945,
στὸ ὑπ᾿ ἀριθμὸν 3 φύλλο τῶν «Ἐλεύθερων Γραμμάτων».

Θεσσαλονίκη
Στὸ Γιῶργο Κουμβακάλη

Ἤτανε κείνη τὴ νυχτιὰ ποὺ φύσαγε ὁ Βαρδάρης,
τὸ κύμα ἡ πλώρη ἐκέρδιζεν ὀργιὰ μὲ τὴν ὀργιά.
Σ᾿ ἔστειλε ὁ πρῶτος τὰ νερὰ νὰ πᾶς γιὰ νὰ γραδάρεις,
μὰ ἐσὺ θυμᾶσαι τὴ Σμαρὼ καὶ τὴν Καλαμαριά.

Ξέχασες κεῖνο τὸ σκοπὸ ποὺ λέγανε οἱ Χιλιάνοι
-Ἅγιε Νικόλα φύλαγε κι Ἅγια Θαλασσινή.-
Τυφλὸ κορίτσι σ᾿ ὁδηγάει, παιδὶ τοῦ Modigliani,
ποὺ τ᾿ ἀγαποῦσε ὁ δόκιμος κι οἱ δύο Μαρμαρινοί.

Νερὸ καλάρει τὸ Fore Peak, νερὸ καὶ τὰ πανιόλα
μὰ ἐσένα μία παράξενη ζαλάδα σὲ κινεῖ.
Μὲ στάμπα ποὺ δὲν φαίνεται σὲ κέντησε ἡ Σπανιόλα
ἢ τὸ κορίτσι ποὺ χορεύει ἀπάνω στὸ σκοινί;

Ἀπάνω στὸ γιατάκι σου φίδι νωθρὸ κοιμᾶται
καὶ φέρνει βόλτες ψάχνοντας τὰ ροῦχα σου ἡ μαϊμού.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μάνα σου κανεὶς δὲν σὲ θυμᾶται
σὲ τοῦτο τὸ τρομακτικὸ ταξίδι τοῦ χαμοῦ.

Ὁ ναύτης ρίχνει τὰ χαρτιὰ κι ὁ θερμαστὴς τὸ ζάρι
κι αὐτὸς ποὺ φταίει καὶ δὲ νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κεῖνο τὸ στενὸ κινέζικο παζάρι
καὶ τὸ κορίτσι πού ῾κλαιγε πνιχτὰ μὲς στὸ ρικσά.

Κάτω ἀπὸ φῶτα κόκκινα κοιμᾶται ἡ Σαλονίκη.
Πρὶν δέκα χρόνια μεθυσμένη μοῦ ῾πες «σ᾿ ἀγαπῶ».
Αὔριο, σὰν τότε, καὶ χωρὶς χρυσάφι στὸ μανίκι,
μάταια θὰ ψάχνεις τὸ στρατὶ ποὺ πάει γιὰ τὸ Depot.

Σταυρὸς τοῦ Νότου
Στὸ Γιῶργο Θεοτοκᾶ

Ἔβραζε τὸ κύμα τοῦ Γαρμπῆ.
Ἤμαστε σκυφτοὶ κι οἱ δυὸ στὸ χάρτη
γύρισες καὶ μοῦ ῾πες πὼς τὸ Μάρτη
σ᾿ ἄλλους παραλλήλους θά ῾χεις μπεῖ.

Κούλικο στὸ στῆθος σου τατού,
ποὺ ὅσο κι ἂν τὸ καῖς δὲν λέει νὰ σβήσει.
Εἶπαν πὼς τὴν εἶχες ἀγαπήσει
σὲ μία κρίση μαύρου πυρετοῦ.

Βάρδια πλάι σὲ κάβο φαλακρὸ
κι ὁ Σταυρὸς τοῦ Νότου μὲ τὰ στράλια.
Κομπολόι κρατᾶς ἀπὸ κοράλλια
κι ἄκοπο μασᾶς καφὲ πικρό.

Τὸ Ἄλφα τοῦ Κενταύρου μία νυχτιὰ
μὲ τὸ παλλινώριο πῆρα κάτου.
Μοῦ ῾πες μὲ φωνὴ ἑτοιμοθανάτου:
«Νὰ φοβᾶσαι τ᾿ ἄστρα τοῦ Νοτιᾶ».

Ἄλλοτε ἀπ᾿ τὸν ἴδιο οὐρανὸ
ἔπαιρνες τρεῖς μῆνες στὴν ἀράδα,
μὲ τοῦ καπετάνιου τὴ μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.

Σ᾿ ἕνα μαγαζὶ τοῦ Nossi Be
πῆρες τὸ μαχαίρι, δύο σελίνια
μέρα μεσημέρι ἀπὰ στὴ λίνια
ἄστραψες σὰ φάρου ἀναλαμπή.

Κάτου στὶς ἀχτὲς τῆς Ἀφρικῆς
πᾶνε χρόνια τώρα ποὺ κοιμᾶσαι.
Τὰ φανάρια πιὰ δὲν τὰ θυμᾶσαι
καὶ τ᾿ ὡραῖο γλυκὸ τῆς Κυριακῆς.

Μαρέα
Στὸ Γιακουμῆ Βαλάση

Ὁ Ἀλτεμπαρὰν ψάχνει νὰ βρεῖ μὲς στὰ νερὰ
τὸ παλινώριο ποὺ τὸν γέλασε δυὸ κάρτες.
Στῆς προβολῆς νὰ τρέχουν βλέπαμε τοὺς χάρτες
τοῦ Chagall ἄλογα – τσίρκο τοῦ Seurat.

Πυξίδα γέρικη – ataxie locomotrice –
καὶ στοιχειωμένη ἀπὸ τὰ χείλια σου σφυρίχτρα.
Στὴν κόντρα γέφυρα προσμένατε κ᾿ οἱ τρεῖς
νὰ λύσει τ᾿ ἄστρο τοῦ Ἀλμπορᾶν ἡ χαρτορίχτρα.

Τῆς τραμουντάνας τ᾿ ἄστρο, τ᾿ ἄστρα τοῦ Νοτιᾶ
παντρεύονται μὲ πορφυρόχρωμους κομῆτες.
Τοῦ Mazagan οἱ θερμαστὲς οἱ Σοδομίτες
παῖξαν τοῦ Σέσωστρη τὴν κόρη στὰ χαρτιά.

Ἡ ξύλινη ποὺ ὅλοι ἀγαπήσαμε Γοργόνα,
καθὼς βουτᾶ παίρνει παράξενες ἀνάσες.
Προτοῦ κολλήσουμε γιὰ πάντα στὶς Σαργάσσες,
μᾶς πρόδωσε μ᾿ ἕνα πνιγμένο τοῦ Νορόνα.

Πουλιὰ στὰ ξάρτια – καραντὶ – στεργιανὴ ζάλη
χελιδονόψαρα – πνιγμένου δαχτυλίδι.
Τοῦ ναυτικοῦ τὸ δυσκολότερο ταξίδι
τὸ κυβερνᾶν τοῦ Μαγελάνου οἱ παπαγάλοι.

Ἡ καραβίσια σκύλα ὀσμίζεται ρεστία
καὶ τὸ κορμί σου τὸ νερὸ ποὺ θὰ καλάρει.
Τὴ νύχτα οἱ ναῦτες κυνηγᾶνε τὸ φεγγάρι
καὶ τὴν ἡμέρα ταξιδεύουνε στ᾿ ἀστεῖα.

Ὁ λύχνος τοῦ Ἀλλαδίνου
Στὸ Ν. Χατζηκυριάκο – Γκίκα

Τὴν ἀνεξήγητη γραφὴ νὰ λύσω πολεμῶ
ποὺ σοῦ χαράξαν πειρατὲς Κινέζοι στὶς λαγόνες.
Γυμνοὶ μὲ ξύλινους φαλλοὺς τριγύρω στὸ λαιμό,
μᾶς σπρώχναν πρὸς τὴ θάλασσα μὲ τόξα οἱ Παταγόνες.

Κόκκαλο ρίξε στὸ σκυλὶ τὸ μαῦρο ποὺ ἀλυχτᾶ
καὶ στεῖλε τὴ «φιγούρα» μας στὸν πειρατὴ ρεγάλο.
Πές μου, ποῦ βρέθηκε ἡ στεριὰ στοῦ πέλαου τ᾿ ἀνοιχτὰ
καὶ τὸ δεντρὶ μὲ τὸ πουλὶ ποὺ κρώζει τὸ μεγάλο;

Γιὰ τὸ ἄστρο τῆς Ἀνατολῆς κινήσαμε μικροί.
Πουλί, πουλάκι στεριανό, θάλασσα δὲ σοῦ πρέπει!
Καὶ σὲ ποὺ σὲ φυτέψαμε, παιδί, στὸ Κονακρί,
μὲ γράμμα συμβουλευτικό της μάνας σου στὴν τσέπη.

Τοῦ ναύτη δῶσ᾿ του στὴ στεριὰ κρεβάτι, καὶ νὰ πιεῖ.
-Ὅλο τὸν κόσμο γύρισες, μὰ τίποτα δὲν εἶδες…-
Μὲς στὸ μετάξι κρύβονταν τῆς Ἴντιας οἱ σκορπιοὶ
κ᾿ ἔφερνε ὁ ἀγέρας τῆς νοτιᾶς στὴν πλώρη ἄμμο κι ἀκρίδες.

Σημάδι μαῦρο ἀπόμεινε κι ἂς ἔσπασε ὁ χαλκᾶς.
-Στὴν ἀγoρὰ τοῦ Ἀλιτζεριοῦ δεμένη νὰ σὲ σύρω.-
Καὶ πήδηξ᾿ ὁ μικρὸς θεὸς μία νύχτα, τῶν Ἰνκᾶς,
στοῦ Αἰγαίου τὰ γαλανὰ νερά, δύο μίλια ὄξω ἀπ᾿ τὴ Σκύρο.

Μεσάνυχτα καὶ ταξιδεύεις δίχως πλευρικά!
Σκιάζεσαι μήπως στὸ γιαλὸ τὰ φῶτα σὲ προδίνουν,
μὰ πρύμα πλώρα μόνο ἐσὺ πατᾶς στοχαστικά,
κρατώντας στὰ χεράκια σου τὸ λύχνο τοῦ Ἀλαδδίνου.

ΜουσώναςΤρελὸς μουσώνας ράγισε μεσονυχτὶς τὰ ρέλια.
Στὸ χέρι σου χλωρὸ κλαρί, χαρτὶ κι ἕνα φτερό.
Τέσσεροι κάμανε καιροὶ τὰ ροῦχα σου κουρέλια.
Νὰ σὲ σκεπάσω θέλησα, γλιστρᾶς καὶ δὲ μπορῶ.

Κοράλλι ὁ κατραμόκωλος βαστάει νὰ σὲ φιλέψει.
Γιατί μπήγεις τὰ νύχια σου στὴ σάπια κουπαστή;
Εἶν᾿ ἕνα φάδι ἀθώρητο καὶ μοῦ μποδάει τὴ βλέψη.
Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο καὶ σταχτί.

Παρακαλῶ σε κάθησε νὰ ξημερώσει κάπως.
Χρῶμα νὰ βρῶ, τὸ πράσινο καὶ τίντες μυστικές.
Κι ἀπέ, τὸ θρύλο νὰ σοῦ πῶ ποὺ μοῦ ῾πε μαῦρος κάπος
τὴ νύχτα ποὺ μᾶς ἔγλειφε φωτιὰ στὸ Μαρακές.

Ἀκόμα ξέρω τὸν ἀρχαῖο σκοπὸ τοῦ Μινικάπε,
τὴ φοινικιὰ ποὺ ζωντανὴ θρηνεῖ στὸ Παραμέ.
Μὰ ἕνα πουλὶ μοῦ μήνυσε πὼς κάποιος ἄλλος στά ῾πὲ
κάποιος, ποὺ ξέρει νὰ ἱστορᾶ καλύτερα ἀπὸ μέ.

Κάματος εἶναι ποὺ μιλᾶ στενόχωρα καὶ κάψα.
Πεισματική, καὶ πέταξες χαρτί, φτερό, κλαδί,
ὅμως δὲν εἴμαστε παιδιὰ νὰ πιάσουμε τὴν κλάψα.
Τί θά ῾δινα – «Πάψε, Σεβάχ» – γιὰ νά ῾μουνα παιδί!

Αὐγή, ποιὸς δαίμονας Ἰνδὸς σοῦ μόλεψε τὸ χρῶμα;
Γυρίζει ὁ ναύτης τὸν τροχὸ κι ὁ γύφτος τὴ φωτιά.
Καὶ μεῖς, ποὺ κάμαμε πετσὶ τὴν καραβίσια βρόμα,
στὸ πόρτο θὰ κερδίσουμε καὶ πάλι στὰ χαρτιά.

Ἰνδικὸς Ὠκεανὸς 1951

FrescoὉ Fra Giovanni σιωπηλὸς ὁδήγαε τὴ γραφίδα.
Τὸ ἀγγελικό σου πρόσωπο χυμένο στὴ σπουδή.
Ὀρθὸς ὁ δοῦλος δίπλα σας, μακρὺς σὰ νεροφίδα,
ἔτριβε τ᾿ ἅγια χρώματα σὲ πέτρινο γουδί.

Ὄργανο, σὲ ξεχάσανε σὲ ποιὰ κλειστὴ ροτόντα,
ποὺ δὲν τὴν ἐλειτούργησε λιβάνι καὶ παπᾶς;
Ἀπὸ νωρὶς ξεχάστηκες τοὺς βιαστικοὺς ρωτώντας.
Ὅθε ἀγαπᾶς νυχτώθηκες, μπαίνεις καὶ δὲ χτυπᾶς.

Σκουφί, σωκάρδι βυσσινὶ φορῶ, μακρὺ στιλέτο.
Χρυσόβουλη βαστάω γραφὴ κι ἕνα πουγγὶ φλουριά.
Σκύβεις, κοιτάζεις τὸ νερὸ ποὺ ρέει στὸ καναλέτο,
γυρνᾶς, διώχνεις τὸ δοῦλο σου καὶ σβήνεις τὰ κεριά.

Ἄσχημος εἶμαι. Ἁμαρτωλὸς σὲ φρέσκο τοῦ Ἀνωνύμου,
χυμένο εἶναι τὸ μάτι μου μὲ χτύπημα σφυριοῦ,
τὸ αὐτὶ κομμένο, κι ἔχασα μία νύχτα τὴ φωνή μου
στὴ ναυμαχία τοῦ Μισιριοῦ.

Κι αὐτός, ὡραῖος ὅπως ἐσύ, ψηλός, porca miseria !
τὸ σχῆμα του κρύβει λαμπρὴ πολεμικὴ στολή.
Χαϊδεύει τὰ δυὸ χέρια σου, τὰ εὐλογημένα χέρια,
πέφτει τὸ ράσο του, ὁ σταυρὸς γλιστράει καὶ σὲ φιλεῖ.

~

Μὲ τὸ καράβι τοῦ Θησέα σ᾿ ἀφήσαμε στὴ Νάξο.
Γυμνή, μ᾿ ἕνα στὰ πόδια σου θαλασσινὸ σκουτί.
Σὲ ποιὲς σπηλιὲς ἐκρύφτηκες καὶ πῶς νὰ σὲ φωνάξω;
Κοστάρω κι ὅλο μὲ τραβάει μακριὰ τὸ καραντί.

~

Ἕνα κοπάδι ἐλέφαντες, μαϊμοῦδες καὶ καμῆλες
σοῦ κουβαλοῦσαν σὲ μακρὺ ποντόνι τὰ προικιά.
Μὰ τά ῾πιε ἀνεμορούφουλας ἀπέξω ἀπὸ τὶς Μύλες
καὶ ξέστρωσες τὸ νυφικὸ κρεβάτι σου, Θιακιά.

Sydney 1955

ΓυναίκαΣτὸν Ἀντώνη Μωραΐτη

Χόρεψε πάνω στὸ φτερὸ τοῦ καρχαρία.
Παῖξτε στὸν ἄνεμο τὴ γλώσσα σου καὶ πέρνα.
Ἀλλοῦ σὲ λέγανε Γιουδήθ, ἐδῶ Μαρία.
Τὸ φίδι σκίζεται στὸ βράχο μὲ τὴ σμέρνα.

Ἀπὸ παιδὶ βιαζόμουνα, μὰ τώρα πάω καλιά μου.
Μία τσιμινιέρα στὸν κόσμο καὶ σφυρίζει.
Τὸ χέρι σου, ποὺ χάιδεψε τὰ λιγοστὰ μαλλιά μου
γιὰ μία στιγμὴ ἂν μὲ λύγισε, σήμερα δὲ μὲ ὁρίζει.

Τὸ μετζαρόλι ράγισε καὶ τὸ τεσσαροχάλι.
Τὴν τάβλα πάρε, τζόβενο, νὰ ξανάπαμε ἀρόδο.
Ποιὸς σκύλας γιὸς μᾶς μούτζωσε κι ἔχουμε τέτοιο χάλι
ποὺ γέροι καὶ μικρὰ παιδιὰ μᾶς πῆραν στὸ κορόϊδο;

Βαμμένη. Νὰ σὲ φέγγει κόκκινο φεγγάρι.
Γιομάτη φύκια καὶ ροδάνθη, ἀμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ἀσέλωτο μὲ δίχως χαλινάρι
πρώτη φορά, σὲ μία σπηλιά, στὴν Ἀλταμίρα.

Σαλτάρει ὁ γλάρος τὸ δελφίνι νὰ στραβώσει.
Τί μὲ κοιτᾶς; Θὰ σοῦ θυμίσω ἐγὼ ποῦ μ᾿ εἶδες.
Στὴν ἄμμο πάνω σ᾿ εἶχα ἀνάστροφα ζαβώσει
τὴ νύχτα ποὺ θεμέλιωναν τὶς Πυραμίδες.

Τὸ τεῖχος περπατήσαμε μαζὶ τὸ Σινικό.
Κοντά σου ναῦτες ἀπ᾿ τὴν Οὒρ πρωτόσκαρο ἐβιδώναν.
Ἀνάμεσα σὲ ὁλόγυμνα σπαθιὰ στὸ Γρανικὸ
ἔχυνες λάδι στὶς βαθιὲς πληγὲς τοῦ Μακεδόνα.

Πράσινο. Ἀφρός, θαλασσινὸ βαθὺ καὶ βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ἕνα χρυσὸ στὴ μέση σου ζωστήρι.
Τὰ μάτια σου τὰ χώριζαν ἑφτὰ Ἰσημερινοὶ
μὲς στοῦ Giorgione τὸ ἀργαστήρι.

Πέτρα θὰ τοῦ ῾ριξα καὶ δὲ μὲ θέλει τὸ ποτάμι.
Τί σοῦ ῾φταιξα καὶ μὲ ξυπνᾶς προτοῦ νὰ φέξει.
Στερνὴ νυχτιὰ τοῦ λιμανιοῦ δὲν πάει χαράμι.
Ἁμαρτωλὸς ποὺ δὲ χαρεῖ καὶ ποὺ δὲ φταίξει.

Βαμμένη. Νὰ σὲ φέγγει φῶς ἀρρωστημένο.
Διψᾶς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Ἐδῶ κοντά σου, χρόνια ἀσάλευτος νὰ μένω
ὡς νὰ μοῦ γίνεις Μοίρα, Θάνατος καὶ Πέτρα.

Ἰνδικὸς Ὠκεανὸς 1951

YarYara a
Καθὼς ἀποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ὁ κάβος.
Σὲ σπίτι μέσα, ξέχασες προχτὲς τὸ φυλαχτό.
Γελᾶς, μὰ ἐγὼ σὲ πούλησα στὸ Rio γιὰ δύο centavos
κι ἀπὲ σὲ ξαναγόρασα ἀκριβὰ στὴ Βηρυττό.

Μὲ πορφυρὸ στὰ χείλη μου κοχύλι σὲ προστάζω.
Στὸ χέρι τὸ γεράκι σου καὶ τὰ σκυλιὰ λυτά.
Ἀπάνωθέ μου σκούπισε τὴ θάλασσα ποὺ στάζω
καὶ μάθε με νὰ περπατῶ πάνω στὴ γῆ σωστά.

Κοῦκο φοροῦσες κάτασπρο μικρὸς καὶ κολαρίνα.
Ναυτάκι τοῦ γλυκοῦ νεροῦ.
Σὲ πιάνει – μὴν τὸ πεῖς ἀλλοῦ – σὰ γάτα ἡ λαμαρίνα
καὶ σὲ σαστίζει ξαφνικὸ προβέτζο τοῦ καιροῦ.

Τὸ κύμα πάρε τοῦ φιδιοῦ καὶ δῶσ᾿ μου ἕνα μαντίλι.
Ἐγώ, – καὶ σ᾿ ἔγδυσα μπροστὰ στὸ γέρο Τισιανό.
Βίρα, Κεφαλλονίτισσα, καὶ μάϊνα τὸ καντήλι.
Σὲ λόφο γιαπωνέζικο κοιμᾶται τὸ στερνό.

Σοῦ πῆρ᾿ ἀπὸ τὴ Νάπολη μία ψεύτικη καμέα
κι ἕνα κοράλλι ξέθωρο μαζί.
Πίσω ἀπ᾿ τὸ φριγκορίφικο στὴν ἄδεια προκυμαία
ἔβενος, – γλώσσα τῆς φωτιᾶς, στὸ βάθος κρεμεζί.

Φῶτα τοῦ Melbourne. Βαρετὰ κυλάει ὁ Yara Yara
ἀνάμεσα σὲ φορτηγὰ πελώρια καὶ βουβά,
φέρνοντας πρὸς τὸ πέλαγος, χωρὶς νὰ δίνει διάρα,
τοῦ κοριτισιοῦ τὸ φίλημα, ποὺ στοίχισε ἀκριβά.

Γερὰ τὴν ἀνεμόσκαλα. Καφὲ γιὰ τὸν πιλότο.
Λακίζετε, ἁλυσόδετοι τοῦ στεριανοῦ καημοῦ.
Καὶ σένα, ποὺ σὲ κέρδισα μιανῆς νυχτιᾶς σὲ λότο,
σμίγεις καὶ πᾶς μὲ τὸν καπνὸ τοῦ γκρίζου ποταμοῦ.

Μία βάρκα θέλω, ποταμέ, νὰ ρίξω ἀπὸ χαρτόνι,
ὅπως αὐτὲς ποὺ παίζουνε στὶς ὄχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πές μου, ὁ χωρισμός; – Ματώνει, δὲ σκοτώνει.
Ποιὸς εἶπε φοῦντο; Ψέματα. Δὲ φτάσαμε ποτές.

Melbourne 1951

Οἱ 7 νάνοι στὸ s/s Cyrenia
Στὴν Ἔλγκα

Ἑφτά. Σὲ παίρνει ἀριστερά, μὴν τὸ ζορίζεις.
Μάτσο χωρᾶνε σὲ μία κούφιαν ἀπαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστὲς, στεριὰ μυρίζεις.
Ὁ πιὸ μικρὸς ἀχολογάει μ᾿ ἕνα καλάμι.

Γυαλίζει ὁ Σὴμ τῆς μηχανῆς τὰ δύο ποδάρια.
Ὁ Ρὲκ λαδώνει στὴν ἀνάγκη τὸ τιμόνι.
Μ᾿ ἕνα φτερὸ ξορκίζει ὁ Γκόμπι τὴ μαλάρια
κι ὁ στραβοκάνης ὁ Χαρὰμ πίτες ζυμώνει.

Ἀπ᾿ τὸ ποδόσταμο πηδᾶν ὡς τὴ γαλέτα.
-Μπορῶ ποτὲ νὰ σοῦ χαλάσω τὸ χατίρι;
Κόρη ξανθὴ καὶ γαλανὴ ποὺ ὅλο ἐμελέτα
ποιὸς ρήγα γιὸς θὲ νὰ τὴν πιεῖ σ᾿ ἕνα ποτήρι.

Ραμὰν ἀλλήθωρε, τρελέ, ποὺ λύνεις μάγια,
κατάφερε τὸ σταυρωτὸ τοῦ Νότου ἀστέρι
σωρὸς νὰ πέσει, νὰ σκορπίσει στὰ σπιράγια
καὶ πές του κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο νὰ μὲ φέρει.

Ὁ Τότ, τοῦ λείπει τὸ ἕνα χέρι μὰ ὅλο γνέθει,
τοῦτο τὸ ἀπίθανο σινάφι νὰ βρακώσει.
Ἐσθήρ, ποιὰ βιβλικὴ σκορπᾶς περνώντας μέθη;
Ρούθ, δὲ μιλᾶς; Γιατί τρεκλίζουμε οἱ διακόσιοι;

Κουφὸς ὁ Σάλαχ, τὸ κατάστρωμα σαρώνει.
-Μ᾿ ἕνα ξυστρὶ καθάρισέ με ἀπ᾿ τὴ μοράβια.
Μὰ εἶν᾿ ἕνα κάτι πιὸ βαθὺ ποὺ μὲ λερώνει.
-Γιέ μου, ποῦ πᾶς; -Μάνα, θὰ πάω μὲ τὰ καράβια.

Κι ἔτσι μαζὶ μὲ τοὺς ἑφτὰ κατηφορᾶμε.
Μὲ τὴ βροχή, μὲ τὸν καιρὸ ποὺ μᾶς ὁρίζει.
Τὰ μάτια σου ζοῦνε μία θάλασσα, θυμᾶμαι …
Ὁ πιὸ στερνὸς μ᾿ ἕναν αὐλὸ μὲ νανουρίζει.

Colombo 1951

* Τὸ ποίημα αὐτὸ ἀποτέλεσε ἀπάντηση τοῦ Καββαδία σὲ πρόταση τῆς ἀνιψιᾶς του
νὰ φανταστεῖ ὀνόματα γιὰ τοὺς μυστηριώδεις «Ἑφτὰ Νυχτοπερπατητὲς»
ποὺ συνάντησε στὸ μυθιστόρημα τοῦ Οὐῶλτερ Σκὸττ «Ὁ τοξότης τοῦ Λουδοβίκου ΙΑ´».

Κοσμᾶ τοῦ Ἰνδικοπλεύστη
Στὴ Ρένα Ἀνδρεάδη

Τριγυριστὴς τῆς Ἰνδικῆς στὰ νιάτα του ὁ Κοσμᾶς,
πίστεψε στὰ γεράματα πὼς θὰ καλογερέψει.
Κυρὰ θαλασσοθάνατη, στὰ χέρια του ἔχεις ρέψει,
ποὺ στὰ στερνὰ τὰ μάρανε τὸ ἀλέτρι κι ὁ κασμᾶς.

Ὅπου ἔφτασες, κάθε χρονιὰ θερίζουν τρεῖς φορές.
Τὴν Ταπροβάνη ἐδιάλεξε κι εἶχες καιρὸ ποδίσει.
Τώρα μασᾶς ἀμύγδαλα καὶ προσφορὲς ξερές,
καὶ τὸ λιβάνι ὀσμίζεσαι ποὺ μοιάζει μὲ χασίσι.

Ἐκεῖ, Ταμίλες χαμηλὲς ποὺ ἐμύριζαν βαριά,
Σιγκαλινὲς μὲ στήθη ὀρθά, τριγύρω σου λεφούσια.
Ἐδῶ λυγίζεις τὸ κορμὶ μὲ τ᾿ ἀχαμνὰ μεριὰ
καὶ προσκυνᾶς τὴ Δέσποινα τὴ Γαλακτοτροφοῦσα.

Πῆγες ἐκεῖ ποὺ ἐδίδασκε τὸ πράσινο πουλί,
ὅπου της μάγισσας ὁ γιὸς θ᾿ ἀντάμωνε τὸ στόλο.
Ἔλυνε κεῖνος μὲ σπαθὶ ὅσα ἡ γραφὴ διαλεῖ.
Μὰ ἐσὺ ξηγᾶς τὰ αἰνίγματα καινούργιων Ἀποστόλων.

Μπροστά σου τρεῖς ἐλέφαντες ντυμένοι στὰ χρυσά,
ὄξω ἀπ᾿ τοῦ Βούδα τὴ σπηλιά, ψηλὰ στὴν Κουρνεβάλα.
Τώρα σκοντάφτεις, Γέροντα, στοῦ δρόμου τὰ μισὰ
καὶ πᾶς γιὰ νὰ λειτουργηθεῖς σὲ γάϊδαρο καβάλα.

Μαζεύει ὁ ναύτης τὸν παρᾶ κουκὶ μὲ τὸ κουκὶ
καὶ πολεμᾶ σὲ ψήλωμα νὰ στήσει τὸ ἀγκωνάρι.
Ἄλλοι σαλπάρουν Αὔγουστο γιὰ Νότιο Σινικὴ
καὶ τὸ γλεντᾶν στὸ Βοθνικό, Δεκέμβρη καὶ Γενάρη.

Ὅταν πιστεύω θάλασσα μονάχα καὶ βυθὸ
καὶ προσκυνάω γιὰ κόνισμα ἕναν παλιὸ ἀστρολάβο,
πές μου, στὴν ἅγια πίστη σου, πῶς νὰ προσευχηθῶ;
σὲ ποιὸν νὰ ξομολογηθῶ καὶ ποῦ νὰ μεταλάβω;

Ὁ Θεὸς εἶναι πανάγαθος, Κοσμᾶ, καὶ συχωρᾶ,
ὅμως γδικιέται ἀμείλιχτος ὁ γερο-Ποσειδώνας.
Τό ῾δανε λένε βουτηχτές: τοῦ σαλαχιοῦ ἡ οὐρὰ
νὰ γαργαλάει, στὰ χαμηλά, τὰ χείλια τῆς στρειδώνας.

s/s Apollonia 1967

Guevara
Στὸ Θανάση Καραβία

Ἤτανε ντάλα μεσημέρι κι ἔδειξε μεσάνυχτα.
Ἔλεγε ἡ μάνα τοῦ παιδιοῦ: «Καμάρι μου, κοιμήσου».
Ὅμως τὰ μάτια μείνανε τοῦ καθενὸς ὀρθάνοιχτα
τότε ποὺ ἡ ὥρα ζύγιαζε μὲ ἀτσάλι τὸ κορμί σου.

Λεφούσι ὁ ἄσπρος μέρμηγκας, σύννεφο ἡ μαύρη ἀκρίδα.
Ὅμοια μὲ τὶς Μανιάτισσες μοιρολογοῦν οἱ Σχόλες.
Λάκισε ὁ φίλος, ὁ ἀδερφός. Ποῦ μ᾿ εἶδες καὶ ποῦ σ᾿ εἶδα;
Φυλάει τὸ ἁλώνι ὁ Σφακιανὸς κι ὁ Ἀρίδα τὴν κορίδα.

Ποιὸς τό ῾λεγε, ποιὸς τό ῾λπιζε καὶ ποιὸς νὰ τὸ βαστάξει.
Ἀλάργα φεύγουν τὰ πουλιὰ καὶ χάσαν τὴ λαλιά τους.
Θερίζουν τοῦ προσώπου σου τὸ ἐβένινο μετάξι
νεράιδες καὶ τὸ ὑφαίνουνε νὰ δέσουν τὰ μαλλιά τους.

Πάνθηρας ἀκουρμάζεται, θωράει καὶ κοντοστέκει.
Γλείφει τὰ ρόδα ἀπ᾿ τὶς πληγές, μεθάει καὶ δυναμώνει.
Ξέρασε ἡ γῆ τὰ σπλάχνα της καὶ πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρὶ βαράει μὲ δύναμη, μένει βουβὸ τὸ ἀμόνι.

Πυγολαμπίδες παίζουνε στὰ μάτια τ᾿ ἀνοιχτά.
Στ᾿ ὄμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ἕνας γρύλος.
Πέφτει ἀπ᾿ τὰ χείλη σου, ποὺ ἀκόμα εἶναι ζεστά,
ἕνα σβησμένο cigarillos.

Τ᾿ ὄνειρο πάει μὲ τὸν καπνὸ στὸν οὐρανό,
ἔσμιξε πιὰ μὲ τὸ καράβι τοῦ συννέφου.
Τὸ φῶς γεννιέται ἀπὸ παντοῦ μὰ εἶναι ἀχαμνὸ
καὶ τὰ σκοτάδια τὸ ξεγνέθουν καὶ σοῦ γνέφουν.

Χοσὲ Μαρτί, (Κόνδορας πάει καὶ χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμᾶται.
Μὲ τὰ φτερά του θὰ σκοτείνιαζ᾿ ἕνα ἁλώνι.)
ἀπόψε οἱ δύο συντροφιαστοὶ θὰ πιεῖτε μᾶτε.

Φτάνει ὁ Μπολίβαρ καβαλώντας τὸ σαϊτάρι.
Παραμονεύει ὀρθὴ κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει ἡ Περουβάνα σὲ μορτάρι
καὶ μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.

Τοῦ Λόρκα ἡ κόκκινη φοράδα χλιμιντράει,
μ᾿ αὐτὸς μπλεγμένος στὰ μετάξινα δεσμά του.
Μακρὺ κιβούρι μὲ τὸν πέτρινο κασμᾶ του
σενιάρει ὁ Φίλος καὶ στὸ μπόι σου τὸ μετράει.

Γέροντας ναύτης μὲ τὰ μοῦτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει μὲ τὴν πιὸ φτηνὴ πραμάτεια.
Ἔχει τὰ χέρια ἀπὸ καιρὸ ψηλὰ κομμένα.
Κι ἤθελε τόσο νὰ σοῦ σφάλαγε τὰ μάτια.

Ἔφεσος 1972

* Τὸ 1968 ὁ Καββαδίας εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ στὸν Μάκη Ρηγᾶτο πὼς σχεδιάζει ἕνα συνθετικὸ ποίημα ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Γκεβάρα.

** «Φίλος». Ὁ Νίκος Καββαδίας ἀναφέρεται στὸν Φιντὲλ Κάστρο!

Θεσσαλονίκη ΙΙ
Στὴ Μυρτὼ Κουμβακάλη

Τράνταζε σὰν ἀπὸ σεισμὸ συθέμελα ὁ Χορτιάτης
κι ἀκόντιζε μηνύματα μὲ κόκκινη βαφή.
Γραφὴ ἀπὸ τρεῖς καὶ μοῦ ῾γινες μοτάρι καὶ καρφί.
Μὰ ἔριχνε ἡ Τούμπα, σὲ διπλὸ κρεβάτι, τὰ χαρτιά της.

Τὴ μάκινα γιὰ τὸν καπνὸ καὶ τὸ τσιγαροχάρτι
τὴν ἔχασες, τὴν ξέχασες, τὴ χάρισες ἀλλοῦ.
Ἤτανε τότε ποὺ ἔσπασε τὸ μεσιανὸ κατάρτι.
Τὰ ψέματα τοῦ βουτηχτῆ, τοῦ ναύτη, τοῦ λωλοῦ.

Καὶ τί δὲν ἔχω ὑποσχεθεῖ καὶ τί δὲν ἔχω τάξει,
μὰ τὰ σαράντα κύματα μοῦ φταῖνε καὶ ξεχνῶ
-τῆς Ἄγρας τὰ μακριὰ σαριά, τοῦ Σάντουν τὸ μετάξι-
καὶ τὰ θυμᾶμαι μόλις δῶ ἀναθρώσκοντα καπνό.

Τὸ δαχτυλίδι πού ῾φερνα μοῦ τό ῾κλεψε ἡ Ὀράγια.
Τὸν παπαγάλο -μάδησε κι ἔπαψε νὰ μιλεῖ.
Ἂς ἐκατέβαινε ἔστω μία, στὸ βίρα, στὰ μουράγια,
κι ἂς κοίταζε τὴν ἄγκυρα μονάχα, ποὺ καλεῖ.

Τίποτα στὰ χεράκια μου, μάνα μου, δὲ φτουράει-
ἔρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια καὶ φυλαχτά.
Σιχαίνομαι τὸ ναυτικὸ ποὺ ἐμάζεψε λεφτά.
Ἐμούτζωσε τὴ θάλασσα καὶ τήνε κατουράει.

Τῆς Σαλονίκης μοναχὰ τῆς πρέπει τὸ καράβι.
Νὰ μὴν τολμήσεις νὰ τὴ δεῖς ποτὲ ἀπὸ τὴ στεριά.
Κι ἂν κάποια στὴν Καλαμαριὰ πουκάμισο μοῦ ράβει,
μπορεῖ νά ῾ρθῶ ἀπ᾿ τὰ πέλαγα μὲ τὴ φυρονεριά.

04.01.1974

Fata Morgana
Στὴ Θεανὼ Σουνᾶ

Θὰ μεταλάβω μὲ νερὸ θαλασσινὸ
στάλα τὴ στάλα συναγμένο ἀπ᾿ τὸ κορμί σου
σὲ τάσι ἀρχαῖο, μπακιρένιο ἀλγερινό,
ποὺ κοινωνοῦσαν πειρατὲς πρὶν πολεμήσουν.

Στρείδι ὠκεάνιο ἀρραβωνίζεται τὸ φῶς.
Γεύση ἀπὸ φλούδι τοῦ ροδιοῦ, στυφὸ κυδώνι
κι ὁ ἄρρητος τόνος, πιὸ πικρὸς καὶ πιὸ στυφός,
ποὺ ἐναποθέτανε στὰ βάζα οἱ Καρχηδόνιοι.

Πανὶ δερμάτινο ἀλειμμένο μὲ κερί,
ὀσμὴ ἀπὸ κέδρο, ἀπὸ λιβάνι, ἀπὸ βερνίκι,
ὅπως μυρίζει ἀμπάρι σὲ παλιὸ σκαρὶ
χτισμένο τότε στὸν Εὐφράτη στὴ Φοινίκη.

Χόρτο ξανθὸ τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ἕνα ποτάμι μὲ ζεστή, λιωμένη πίσσα,
ἄγριο, ἀκαταμάχητο, ἀπειλητικό,
ποτίζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ σ᾿ ἀγαπῆσαν.

Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός,
δόξα τοῦ κρύσταλλου, κρασὶ ἀπ᾿ τὴ Σαντορίνη.
Ὁ ἀσκὸς νὰ ρέει, κι ὁ Ἀπόλλωνας βοσκὸς
νὰ κολυμπάει τὰ βέλη του μὲ διοσκορίνη.

Σκουριὰ πυροχρωμη στὶς μνῆμες τοῦ Σινᾶ.
Οἱ κάβες τῆς Γερακινῆς καὶ τὸ Στρατόνι.
Τὸ ἐπίχρισμά του ἅγια σκουριὰ ποὺ μᾶς γερνᾶ,
μᾶς τρέφει, τρέφεται ἀπὸ μᾶς, καὶ μᾶς σκοτώνει.

Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, ἀρτοφόρι.
Ἅγια λαβίδα καὶ ἱερὴ ἀπὸ λαμινάρια.
Μπροστὰ στὴν Πύλη δύο δαιμόνοι σπαθοφόροι
καὶ τρεῖς Ἀγγέλοι μὲ σπασμένα τὰ κοντάρια.

*

Ποῦθ᾿ ἔρχεσαι; Ἀπ᾿ τὴ Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στὸ μάτι τοῦ κυκλώνα.
Ποιὰν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τὴ λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Πάντα οἱ κυκλῶνες ἔχουν γυναικεῖο
ὄνομα. Εὔα ἀπὸ τὴν Κίο.
Ἡ μάγισσα ἔχει τρεῖς κόρες στὸ Ἀμανάτι
καὶ ἡ τέταρτη εἶν᾿ ἕν᾿ ἀγόρι μ᾿ ἕνα μάτι.

Ψάρια ποὺ πετᾶν μέσα στὴν ἄπνοια,
ὄστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
φίδια τῆς στεριᾶς καὶ δέντρα σάπια,
ἄρμπουρα, τιμόνια καὶ προπέλες.

Νά ῾χαμε τὸ λύχνο τοῦ Ἀλαδίνου
ἢ τὸ γέρο νάνο ἀπ᾿ τὴν Καντόνα.
Στείλαμε τὸ σῆμα τοῦ κινδύνου
πάνω σὲ ἄσπρη πέτρα μὲ σφεντόνα.

Δαίμονας γεννᾶ τὴ νηνεμία.
Ξόρκισε, Allodetta, τ᾿ ὄνομά του.
Λούφαξεν ὁ δέκτης τοῦ ἀσυρμάτου,
καὶ φυλλομετρᾶ τὸν καζαμία.

Ὁ ἄνεμος κλαίει. Σκυλὶ στὰ λυσσιακά του.
Γειὰ χαρά, στεριά, κι ἀντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε ἡ ψυχή μας ἀπὸ κάτου,
ἔχει καὶ στὴν κόλαση μπορντέλο.

ἈντινομίαὉ ἔρωτάς σου μία πληγὴ καὶ τρεῖς κραυγές.
Στὰ κόντρα σκούζει ὁ μακαρᾶς καθὼς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη τοῦ βυθοῦ – χίλιες ὀργιὲς –
τοῦ Ποσειδώνα ἐγὼ σὲ κέρδισα στὸ ζάρι.

Καὶ σ᾿ ἔριξα σ᾿ ἕνα βιβάρι σκοτεινὸ
ποὺ στέγνωσε καὶ ξανεμίστηκε τὸ ἁλάτι.
Μὰ ἐσὺ προσμένεις ἀπ᾿ τὸ δίκαιον οὐρανὸ
τὸ στεριανό, τὸ γητευτή, τὸν ἀπελάτη.

Ὅταν θὰ σμίξεις μὲ τὸ φῶς ποὺ σὲ βολεῖ
καὶ θὰ χαθεῖς μέσα σὲ διάφανη ἀμφιλύκη
πάνω σὲ πράσινο πετούμενο χαλί,
θὰ μείνει ὁ ναύτης νὰ μετρᾶ τὸ ἄσπρο χαλίκι.

m/s Aquarius 1974

Cocos Islands
Στὴ Μαίρη Γιαννουλάτου

Στὴν πλώρη ὁ σφυροκέφαλος μὲ τὸ φτερὸ στὴ ράχη,
τότε ποὺ πῆρε ὁ Συμιακὸς βουτιὰ μὲ τὸ κεφάλι.
«Ὅλο ἀρμενίζει ὁ γιόκας μου, ποὺ τὴν εὐχή μου νά ῾χει…»
Κι ὅσοι εἴδαμε ἀπ᾿ τὴν κουπαστή, μᾶς λύθηκε τὸ ἀφάλι.

Γιατί μπερδεύω τούτη ἐδῶ μὲ μι᾿ ἄλλην ἱστορία;
Εἶν᾿ ἕνα χέρι ποὺ πονάει, βαρὺ καὶ λαβωμένο.
Βλέπω συχνὰ στὸν ὕπνο μου ἕνα ἄσπρο καρχαρία
μὲ περιμένει νηστικὸς ἢ ἐγὼ τὸν περιμένω;

Ἀκόμα δὲ φανήκανε κοράκια καὶ παράλια.
Ἁρμάτωσα μία καθετὴ μὲ μεσηνέζα σάπια.
Μία δεκοχτούρα ἀπ᾿ τὸ πρωὶ μοιρολογάει στὰ στράλια
ἀπάνω στὸ πλεούμενο, ποὺ περπατάει σὰν πάπια.

Νά ῾χαμε νὰ τοῦ δίναμε μία ρίζα, ἕνα χορτάρι,
ἕνα κλωνὶ βασιλικὸ τὰ χείλη νὰ δροσίσει,
ἢ νὰ τὸν κοινωνούσαμε μὲ μία τούφα χασίσι.
Θὰ ναρκωνόταν ὁ σκορπιὸς ποὺ μέσα του σαρτάρει.

Μὲ γάντζους στὸ κατάστρωμα πήδησαν οἱ Μαλαίσιοι
καὶ μαλακὰ τὸν θέσανε σὲ μία σκοινένια μπράντα.
Τοῦ χάιδευε τὰ δάχτυλα μία μαύρη, ἡ Τζακαράντα,
καὶ μία γριὰ μαστόρισσα ποὺ βρώμαγε σὰ λέσι.

Κοιμᾶται ὀνειρευάμενος κάμπους μὲ χαμομήλια.
Ξαναγενήκαμε μεμιᾶς τὰ ροῦχα ποὺ φορᾶμε.
Βόγκει στὸ πρόσω ἡ μηχανὴ καὶ τώρα ἀνηφορᾶμε,
λειψοὶ πάνω στὸ σίδερο, μὲ κουρασμένα μίλια.

Cocos Islands 1956.
Ἀθήνα 1975

Σπουδὴ θαλάσσης
Ἀγνάντευε ἀπ᾿ τὸ κάσσαρο τὴ θάλασσα ὁ «Πυθέας»
κι ὅλο δεξιὰ κι ἀριστερὰ σκουντούφλαγε βαριά.
Κι ἀπάνω στὸ ἄρμπουρο, ὁ μουγγός, ὁ γιὸς τῆς Δωροθέας,
εἶχε κιαλάρει δύο γυμνὲς γυναῖκες στὴ στεριά.

Τότε στὴν Πίντα κλέψαμε τοῦ Ἀζτέκου τὴν κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα τὸ κορμὶ καὶ μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια καὶ σκορπιοὶ τσιφάρι, στὰ πανιόλα.
Στὸ Πάλος κουβαλήσαμε τὸ ἀγιάτρευτο σπυρί.

Καὶ προσκυνώντας τοῦ μεγάλου Χάνου τ᾿ ἀποκεῖνα
καβάλα στὶς μικρόσωμες Κινέζες στὶς πιρόγες,
-μετάξι ἀνάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρῶγες-
φέραμε κεῖνον τὸν κλεμμένο μπούσουλα ἀπ᾿ τὴν Κίνα.

Δεμένα τὰ ποδάρια μας στοῦ Πάπα τὶς γαλέρες
κουρσεύαμε τοῦ ὠκεανοῦ τὰ πόρτα ἢ τὰ μεσόγεια.
Σπέρναμε ὅπου περνούσαμε πανούκλα καὶ χολέρα
μπερδεύοντας μὲ τὸ τρελό μας σπέρμα ὅλα τὰ σόγια.

Ὅπου γυναίκα, σὲ ναούς, καλύβα ἢ σὲ παλάτι,
σὲ κάσες μὲ μπαχαρικὰ ἢ πίσω ἀπὸ βαρέλια,
μᾶς καθαρίζαν τὶς παλιὲς πληγὲς ἀπὸ τὸ ἁλάτι,
πότε ντυμένες στὰ χρυσὰ καὶ πότε στὰ κουρέλια.

Ἀπίκου πάντα οἱ ἄγκυρες καὶ οἱ κάβοι πάντα ντούκια.
Ὀρθοὶ πάντα κι ἀλύγιστοι στὴν ἀνεμορριπή,
μασώντας, σὰν τὰ ζωντανά, μπανάνες καὶ φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: ἁμάρτημα ἡ ντροπή.

Στὰ ὄρτσα νὰ προλάβουμε. Τραβέρσο καὶ προχώρα.
Νὰ πᾶμε νὰ προλάβουμε τὴν τελευταία ριξιὰ
σὲ κείνη τὴν ἀπίθανη σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο χώρα
ποὺ τὰ κορίτσια τό ῾χουνε στὰ δίπλα ἢ καὶ λοξά.

19.01.1975

Πικρία
Ξέχασα κεῖνο τὸ μικρὸ κορίτσι ἀπὸ τὸ Ἀμόι
καὶ τὴ μουλάτρα ποὺ ἔζεχνε κρασὶ στὴν Τενερίφα,
τὸν ἔρωτα, ποὺ ἀποτιμάει σὲ ξύλινο χαμόι,
καὶ τὴ γριὰ ποὺ ἐμέτραγε μὲ πόντους τὴν ταρίφα.

Τὸ βυσσινὶ τοῦ Τισιανοῦ καὶ τοῦ περμαγγανάτου
καὶ τὰ κρεβάτια ξέχασα τὰ σαραβαλιασμένα
μὲ τὰ λερὰ σεντόνια τους τὰ πολυκαιρισμένα,
γιὰ τὸ κορμί σου, ποὺ ἔδιωχνε τὸ φόβο τοῦ θανάτου.

Ὅ,τι ἀγαποῦσα ἀρνήθηκα γιὰ τὸ πικρό σου ἀχείλι:
τὸν τρόμο ποὺ δοκίμαζα πηδώντας στὸ κατάρτι,
τὸ μπούσουλα, τὴ βάρδια μου καὶ τὴν πορεία στὸν χάρτη,
γιὰ ἕνα δυσεύρετο, μικρὸ θαλασσινὸ κοχύλι.

Τὸν πυρετὸ στοὺς Τροπικούς, τοῦ Rio τὴ μαλαφράντζα,
τὴν πυρκαγιὰ ποὺ ἀνάψαμε μία νύχτα στὸ Μανάο.
Τὴ μαχαιριὰ ποὺ μοῦ ῾δωσε ὁ Μαγιάρος στὴν Κωστάντζα
καὶ «Σὲ πονάει μὲ τὴ νοτιά; – Ὄχι ἀπ᾿ ἀλλοῦ πονάω.»

Τοῦ τρατολόγου τὸν καημό, τοῦ ναύτη τὴν ὀρφάνια
τοῦ καραβιοῦ ποὺ κάθισε τὴν πλώρη τὴν σπασμένη.
Τὶς ξεβαμμένες στάμπες μου, πού ῾χα γιὰ περηφάνια
γιὰ σένα, ποὺ σαλπάρισες, γολέτα ἁρματωμένη.

Τί νὰ σοῦ τάξω, ἀτίθασο παιδί, νὰ σὲ κρατήσω;
Παρηγοριά μου ὁ σάκος μου, σ᾿ Ἀμερικὴ κι Ἀσία.
Σύρμα ποὺ ἐκόπηκε στὰ δυὸ καὶ πῶς νὰ τὸ ματίσω;
Κατακαημένε, ἡ θάλασσα μισάει τὴν προδοσία.

Κατέβηκε ὁ Πολύγυρος καὶ γίνηκε λιμάνι.
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρὶς φανάρια,
ἀπόψε ποὺ ἀγκαλιάστηκαν Ἑβραῖοι καὶ Μουσουλμάνοι
καὶ ταψιδέψαν τὰ νησιὰ στὸν πόντο, τὰ Κανάρια.

Γέρο, σοῦ πρέπει μοναχὰ τὸ σίδερο στὰ πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, καὶ ἀριστερὰ τιμόνι.
Μία μέδουσα σὲ ἀντίκρισε γαλάζια καὶ σιμώνει
κι ἕνας βυθὸς ποὺ βόσκουνε σαλάχια καὶ χταπόδια.

07.02.1975

Νανούρισμα
Γιὰ μωρὰ καὶ γιὰ γέρους.

Πρώτη μέρα τοῦ Μαγιοῦ
πάει τὸ clipper τοῦ τσαγιοῦ.

Νὰ προλάβει τὴ Σαγκάη,
νὰ φορτώσει τὸ ἄσπρο τσάι.

Μὰ στοῦ νότου τὰ νησιά,
στὸ στενὸ του Μακασάρ,

τὸ κουρσεύουν πειρατές,
καὶ δὲ γύρισε ποτές.

Στέρνουν ἕνα μπριγκαντίνι,
ὅλο ἀσένιο, στὸ καντίνι.

Μὰ ὄξω ἀπὸ τὴ Βαρκελώνα
τὸ μπατάρει μιὰ χελώνα,

μία χελώνα θηλυκιά,
γκαστρωμένη καὶ κακιά.

Μὰ ἕνας Κεφαλλονίτης,
κειοπίσω ἀπ᾿ τὴ Δολίχα,

τραμπάκουλο ἁρματώνει
καὶ τὸ βαφτίζει Τρίχα.

Καβατζάρει τὸ Σχινάρι,
τόνε κλαίγαν κι οἱ γαϊδάροι.

Βγαίνει ἀπὸ τὴ Τζιμπεράλτα
δίχως μπούσουλα καὶ χάρτα.

Ὄξω ἀπ᾿ τὴ Μαδαγασκάρη
ὁ καιρὸς ἔχει λασκάρει.

Κατεβάζει τὰ πινά του
καὶ ψειρίζει τ᾿ ἀχαμνά του.

Τόνε πιάνουνε κουρσάροι
μὰ τοὺς τάραξε στὸ ζάρι.

Μαχαιρώνει τὴ χελώνα
καὶ ξορκίζει τὸν κυκλώνα.

Ἀριβάρει στὸ Μακάο
μ᾿ ἕνα φόρτωμα κακάο.

Ὅμως βρέθηκε στ᾿ ἀμπάρι
ὅλο φούντα καὶ μπουμπάρι.

Ἀφοῦ τὸ μοσκοπούλησε
στὴ λίρα κολυμπάει

Τσοὺ χαιρετάει κινέζικα
καὶ πάει γιὰ τὴ Μπομπάη.

Τόνε πιάνουν Μουσουλμάνοι
τοῦ φορέσανε καφτάνι.

Τὸν βαφτίζουν Μουχαμέτη
καὶ τοῦ κάνουνε σουνέτι.

Τσοὺ μαθαίνει σκορδαλιὰ
καὶ τὸν κάνουν βασιλιά.

Τό ῾σκασε νύχτα μὲ μουσώνα
μ᾿ ὅλο τὸ βιὸς σὲ μιὰ κασώνα.

Τὸ μωρό μας μὲ κλωτσάει.
«Τί θὰ γίνει μὲ τὸ τσάι;
Πνίξε πιὰ τὸ βασιλιά!»

Ἄ, τὸ πίνουν οἱ Κινέζοι
σιωπηλοὶ γουλιὰ γουλιά.

Marco Polo
Σοῦ ἱστόρησα τὸ Λύκανδρο, τὴν πονηρὴ ἀλεποῦ,
καὶ πὼς τὸ γρήγορο μανγκοὺστ παλεύει μὲ τὰ νάγια.
Ποῦθ᾿ ἔρχεται ὁ πικρὸς καφές, τὸ σάνταλο ἀπὸ ποῦ.
Καὶ φτάσαμε στῆς Βενετιᾶς τὰ θαυμαστὰ καρνάγια.

Σὲ ντύνουν καὶ σὲ γδύνουνε καλόγνωμα κορίτσια,
τό ῾να, ἡ Νικὸλ ποὺ μύριζεν ἀμπέλια ἀπ᾿ τὴ Λορραίνη.
Τούτη, εἶχε τὰ μαλλιὰ χρυσά, ἡ ἄλλη κοντὰ καὶ ρίτσια.
Ἡ ἀνάσα τους ἡ τρυφερὴ κι ἐπίσκοπο μωραίνει.

Ἀρχίζει: O Marco φόραγε μεταξωτὸ σωκάρδι
καὶ μάλλινο μὲ κόκκινα κεντίδια κοντογούνι.
Στὴν πιάτσα παίζανε σπαθὶ Βυζαντινῶν μπαστάρδοι
καὶ διαβαιναν ἀρχόντισσες, ἑταῖρες καὶ σπιγοῦνοι,

Σκλαβόνοι, ἀποκρισάτορες καὶ σιδεροντυμένοι.
Πέρασε μία καὶ σοῦ ῾δειξε τὰ κάτασπρά της δόντια.
Στάθηκε, ἀπόκριση ζητᾶ, κι ἀκόμα περιμένει.
Κοιτοῦσες τὰ τριπόντια.

Νύχτωσε. Ἀλλάξαν οἱ φρουρές. Στοῦ Ριάλτο τὸ παζάρι
σκατζάρουνε μὲ μάλαμα, σπυρὶ σπυρὶ μπαχάρι.
Ξεφόρτωναν γονατιστὲς καμῆλες οἱ Μπουχάροι
καὶ σοῦ ῾χε ἐκείνη ἡ μυρωδιὰ τὰ μέντε συνεπάρει.

Οἱ Τοῦρκοι ἀναβανε φωτιὲς τριγύρω ἀπ᾿ τὸ Σαράι
καὶ κάθε φλόγα ψήλωνε τελώνια καὶ ζιζάνια.
Στὸ μότζο βγαίν᾿ ἡ μάνα σου καὶ πρὸς τὰ κεῖ τηράει.
-Γιόκα μου Μάρκο, γύρισε, παγῶσαν τὰ λαζάνια.

Τὸ Νικολὸ καὶ τὸ Ματέο τοὺς ἔχει λησμονήσει.
Καιρὸ πολὺ τοὺς πρόσμενε, μὰ τώρα δὲν τὴ μέλει.
-Μία μονοβύζω τοὺς κρατάει σὲ κάποιο ἐρημονήσι.
Μὰ ἐτοῦτο, ποὺ τὸ τάγιζε καρύδι μὲ τὸ μέλι …

… Κι ἔφυγε ἀπὸ τὴ μάνα του καθὼς ἐφύγαν κι ἄλλοι.
Πῆγε, μὰ δὲ γονάτισε μπρὸς στὸ μεγάλο Χάνο.
Φίλιππε, ἀποκοιμήθηκες κρατώντας κανοκιάλι.
Ἀποκοιμήθηκα κι ἐγὼ … καὶ τ᾿ ἄλλα, τὰ ξεχάνω.

Βενετία 03.04.1972

Παιδεία
Φαίνανε πανὶ στὸν ἀργαλειὸ
καὶ σὲ ταρσανᾶ ξομπλίαζαν κατάρτι
ἀντικρὺ στὸ Νήρυτο καὶ στὸ Δασκαλιὸ
γιὰ ἕνα κοριτσάκι ἀπὸ τὴ Σπάρτη.

Κι ἄρχισε μία τέτοια φασαρία,
πῆρε πέντε τοῦμπες ἡ Ἱστορία.

Κέρδισε τὴ νίκη μία φοράδα
δίχως νοῦ καὶ δίχως γρηγοράδα –
τό ῾γραψε κι ὁ Γέρος στὴν Ἰλιάδα.

Φύγαμε μπατίδοι ἀπὸ τὴν Τροία.
Ἔχω καὶ χαρτὶ καὶ μαρτυρία.
Δὲ θυμᾶμαι μόνο τὴν πορεία.

Σίγουρα κυβέρναγε τὸ διάκι
ἕνας γιὸς τσοπάνου ἀπὸ τὸ Θιάκι.

Εἶχε δαγκωνιὰ στὸ μάγουλό του
ποὺ καὶ κείνη βγῆκε σὲ καλό του.

Γιὰ τὴ ναυτοσύνη δάσκαλο εἶχα
ἕνα γεμιτζῆ ἀπὸ τὴ Δολίχα.

Τσοῦρμο ἀπὸ Κάστο κι ἀπὸ Ἐχινάδες,
ὅλοι τους παιδιά: κλάφτε, μανάδες.

Χίπηδες λεβέντες μὲ μαλλιὰ δασά,
κι ἦταν οἱ χιτῶνες μας τσαντίρια.
Μᾶς ξεπροβοδίζαν ξένα τρεχαντήρια,
πούπουλο κρεβάτι καὶ καλὰ κρασιά.

Κάπου ἐκεῖ κοντὰ στοὺς Λαιστρυγόνες
ἀγκαστρώσαμε ὅλες τὶς γοργόνες.

(Ἂν τὰ τελευταῖα τὰ γράφω πρῶτα
εἶναι ποὺ μπερδέψαμε τὴ ρότα.)

Εἶχες καὶ τὸ φόβο τῆς τιμῆς σου.
Οἱ ἀνθρωποφάγοι τὰ σκυλιά,
πρὶν σὲ φᾶν᾿, σοῦ κάναν τὴ δουλειά,
γιὰ νὰ νοστιμίσει τὸ κορμί σου.

Σμίξαμε κοντὰ στὴν Ἀσκανία
μὲ τοὺς κατεργάρηδες τοῦ Αἰνεία.
Πήγαμε ὅλοι τσοῦρμο στὰ πορνεῖα.

Κεῖνες οἱ ρουφιάνες τ᾿ ἀποσπόρια,
πῆγαν καὶ τοὺς κάψαν τὰ παπόρια.

Νὰ καὶ ἡ Ναυσικὰ ἀπὸ τσοὺ Κορφοὺς
τυλιγμένη μὲς στὴ σαπουνάδα.
Εἶχε τρεῖς φονιάδες ἀδερφοὺς
κάπου στὸ Μαντούκι, στὴ Σπιανάδα.

Φαῖνε, Πηνελόπη, τὸ πανί σου,
κλώσσαγε τὴν τίμια ἀναμονή σου.

Τοῦ θεοῦ τὸ ἀσκί, τοῦ Αἰόλου,
μᾶς σκορπάει κατὰ διαόλου.

Τὴν εὐχή μου! Βρέστε μου, παιδιά,
κάτι νὰ ριμάρει μὲ παιδεία.
Θέλει καὶ κουράγιο, καὶ καρδιά.
Ὅλοι μία φωνή : – Ἕνα … δύο …

Ἀθήνα 1974

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1938

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση