Γ. Σεφέρης “Τελευταίος Σταθμός”


Εισαγωγή

Με τον τίτλο αυτό ο ποιητής αναφέρεται στον τελευταίο σταθμό για το ταξίδι της επιστροφής στην Ελλάδα, αλλά μπορεί να είναι και ο τελευταίος σταθμός μιας πορείας, μιας ζωής, το σταμάτημα της σκέψης. Θέμα του ποιήματος είναι η φθορά και η κατάντια του ανθρώπου μέσα στους πολέμους.

Ανάλυση Στίχων

Στίχος 1: Χρόνος ξεκάθαρος, κάτι που πέρασε, το φεγγάρι είναι σύμβολο ομορφιάς, ωραίων στιγμών και αναμνήσεων και δείχνει διάθεση απολογισμού και αναπόλησης όμως είναι λίγες οι στιγμές του παρελθόντος που προσπαθεί να διαφυλάξει, είναι λίγα τα ευχάριστα που θέλει να θυμάται.

Στίχοι 2-5:
Ο ποιητής προτιμούσε τις αφέγγαρες νύκτες που δεν αιχμαλωτίζεται η σκέψη από το φεγγαρόφωτο. `Ομως δηλώνει και κάτι άλλο. Μέσα στην υποβλητική εικόνα της έναστρης νύκτας ο ποιητής είναι έτοιμος να ομολογήσει αλήθειες που βγαίνουν μέσα από την ψυχή του, πράξεις πολιτικών προσώπων, ιστορία Μ. Ανατολής, δολοπλοκίες, μικρότητες πολιτικών ανδρών, παζαρέματα και ξεπουλήματα με `Αγγλους, δηλαδή βλέπει καθαρά τι πρόκειται να ακολουθήσει τώρα που έχει τελειώσει ο πόλεμος (τελειωμένη μέρα). `Ετσι, παρόλο που ο δρόμος είναι ανοικτός για τον γυρισμό, ο ποιητής δεν έχει ενθουσιασμό γιατί ο στίχος του αυτός παίρνει προφητικό χαρακτήρα και προβλέπει τα δεινά που θα πλήξουν την πατρίδα του.

Στίχοι 6-7:
Στατική η θέση του ποιητή και μέσα από την αναπόληση του παρελθόντος φθάνει στο στοχασμό του παρόντος και νιώθει τύψεις, κρίση συνείδησης για τι ακολούθησε την εξόριστη κυβέρνηση ενώ η καρδιά του έμεινε πίσω στην Ελλάδα.

Στίχοι 8-11 : Οι φεγγαροβραδιές χαρίζουν στα νησιά το ωχρόλευκο χρώμα της θλιμμένης Παναγίας και κάνουν τους δρόμους, ύστερα από μια μπόρα να φαίνονται σαν ασημένιοι ποταμοί. Τούτα τα φεγγαρόφωτα υποβάλουν μια στάση νάρκης και ελευθερώνουν την μνήμη να πλάσει εικόνες ρομαντικές μια και το φεγγάρι είναι σύμβολο ρομαντισμού, μελαγχολικής αναπόλησης των περασμένων και προσμονή αυτών που θα’ ρθουν. Με την αναφορά του στα νησιά ίσως να εννοεί τα αγαπημένα νησιά του Αιγαίου. Ενώ με τις πολιτείες του Βοριά ίσως εννοεί πολυάνθρωπες πόλεις σε παλιές ευτυχισμένες μέρες από τις οποίες πέρασε, π.χ. Λονδίνο, Παρίσι. Η ενότητα κλείνει υπαινικτική: βαριά μια νάρκη, δηλαδή μια διάθεση βαριά που πνίγει και εξουθενώνει μια καρδιά και αποκοιμίζει συνειδήσεις, ίσως εννοεί τους πολιτικούς με τις ναρκωμένες συνειδήσεις.

Στίχοι 12-17: Τούτη η ώρα της προσμονής είναι βασανιστική και για τον ποιητή που κάνει ένα ηθικό απολογισμό του πολυαίμακτου πολέμου, καθώς βρίσκεται στο ιταλικό λιμάνι γίνεται κριτής και αυτοκατηγορούμενος και νιώθει κάτι σαν μεταμέλεια και ενοχή. Ακόμα ο ποιητής παραλληλίζει τη νοσταλγία, τη λαχτάρα για γυρισμό, τη φυλαγμένη στη ψυχή του σαν το πάθος του φιλάργυρου που κρύβει στην κάσα του τη μονίδα του. Η μονίδα μένει χρόνια κρυμμένη στο πουγκί του – η νοσταλγία του ποιητή για γυρισμό φωλιάζει χρόνια στην καρδιά του. Ακόμα βλέπει την ώρα της επιστροφής σαν ένα παλιό ανεξόφλητο χρέος που πρέπει να πληρωθεί γιατί ήρθε η ώρα. Μπορεί ακόμα να εννοεί και όλους εκείνους τους πολιτικάντηδες που τώρα ετοιμάζονται να γυρίσουν στην Ελλάδα για να καρπωθούν θέσεις και αξιώματα.

Στίχοι 18-22:
Η αναπόληση του ποιητή γίνεται ελπίδα και χαρά γιατί πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού το φεγγάρι ξεπέρασε τα σύννεφα Τέλειωσαν δηλαδή, οι δυσκολίες και τα εμπόδια του πολέμου και είναι ανοικτός ο δρόμος της επιστροφής για την απέναντι όχθη της θάλασσας που είναι η αγαπημένη του πατρίδα και μέσα στη φαντασία του τα σπίτια της είναι ολοφύτευτα.

Στίχοι 23: Ακόμα μια ποιητική ενσωμάτωση από τον Βιργίλιο και είναι αγαπημένες οι σιωπές της σελήνης γιατί δημιουργούν ατμόσφαιρα περισυλλογής και αναπόλησης.

Στίχοι 24-30: `Ενας εσωτερικός μονόλογος που θα οδηγήσει τον ποιητή σε σκέψεις που ξανάρχονται στο νου του τώρα, στην ώρα του γυρισμού σαν τύψεις. Φθάνει σ’ ένα ψυχικό ξεχείλισμα και νιώθει την ανάγκη να κάνει μια πικρή εξομολόγηση σε κάποιο πιστό του φίλο και να του πει την αλήθεια = εμπειρίες της ξενιτιάς, της πολιτικής τριβής που φέρνουν αλλοτρίωση και ψυχική διάλυση, δηλαδή να του πει την πραγματικότητα πριν τον αλλάξει η ξενιτιά, πριν μπει και αυτός στο κύκλωμα των πολιτικών της Μ. Ανατολής.

Στ. 31-37:
Ο ποιητής αρχικά αναφέρεται στους χώρους που διάβηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στη συνέχεια όμως αναφέρεται με θλίψη στην παροδικότητα της ανθρώπινης ζωής και δόξας. Ο ίδιος ο ποιητής γράφει κάπου: “Η ζωή μας, μας κάνει κάποτε την εντύπωση ενός αναμμένου κεριού, ξεχασμένου σε μια άδεια κάμαρα και λιώνει στα χαμένα”. Αναρωτιέται εδώ ο ποιητής γιατί τόσο μίσος και τόση σφαγή, τόσο αιματοκύλισμα αφού όλα θα τα καταπιεί ο χρόνος. Μπορούμε όμως να δούμε και τους φόβους του ποιητή για τη μελλοντική τύχη της Ελλάδας.

Στίχος 38:
Η επανάληψη του «ερχόμαστε» τονίζει το τέλος μια κατάστασης πολιτικής, ιστορικής και την αρχή μιας άλλης, γυρισμός στην Ελλάδα. Η αναφορά στον Πρωτέα ίσως να οφείλεται στην αγάπη του ποιητή στην αρχαιότητα, ίσως όμως να εννοεί και τους δόλους, τις απάτες και τις διπλοπροσωπίες των πολιτικών μας εκεί στην Αίγυπτο. Αναλογίζεται δηλαδή ο ποιητής ποιες θα είναι οι ενέργειες όλων αυτών που έζησαν στο βασίλειο του παράλιου θεού.

Στίχοι 39-40:
`Ισως να αναφέρεται στις εξασθενημένες ψυχές των πολιτών εξαιτίας των σφαλμάτων των δημοσίων ανδρών. `Ισως όμως να κάνει αναφορά στη λειτουργία της κυβέρνησης στη μέση Ανατολή, ψυχές αλλοτριωμένες, στυγνές από τη δίψα της εξουσίας και το κυνηγητό του κέρδους. Ο ποιητής κάνει αμείλικτη κριτική για τους πολιτικούς που κυβέρνησαν την Ελλάδα, κυρίως στα δύσκολα χρόνια της κατοχής. Τούτοι οι πολιτικοί παγιδεύονται και φυλακίζονται μέσα στα αξιώματα τους. Οι δημόσιες αμαρτίες πληθαίνουν και στενεύουν το κλουβί τους και δεν τους χωράει.

Στίχοι 41-45: Πολλές φορές οι καιρικές συνθήκες επιδρούν αρνητικά στην ψυχή των ανθρώπων, επιτείνουν τον αυτοέλεγχο ο οποίος γίνεται κάποτε εκδικητική μοίρα και ξεσκεπάζει δόλους και απάτες και κακές συνήθειες. Ο ποιητής κάνει άμεση αναφορά στη δράση του καθενός από τα μέλη της κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή και στην αρνητική επίδραση που είχε η δράση του καθενός στον αγώνα της κατεχόμενης Ελλάδας. Πολλοί είναι αυτοί που έχυσαν το αίμα τους, αλλά πολλοί και οι επιτήδειοι που παζαρεύουν ραδιουργούν, λογαριάζουν θέσεις και αξιώματα και βρίσκουν την ευκαιρία να καρπωθούν το αίμα των άλλων.

Στίχοι 46-51: Ο ποιητής δείχνει συγκατάβαση για τον ευάλωτο άνθρωπο που φθείρεται εύκολα μέσα στους πολέμους. Η φθορά όμως προχωρεί πιο πολύ, διαβρώνει τόσο πολύ τους ανθρώπους που τους κάνει σκληρούς και αδιάφορους μπροστά στον πόνο των άλλων. Το ότι γίνονται μαλακοί σαν χόρτο ο ποιητής θέλει να πει ότι είναι ευλύγιστοι και κινούνται ανάλογα με που φυσά ο άνεμος. Είναι δηλαδή καιροσκόποι και τότε ο άνεμος φυσούσε προς τη μεριά των `Αγγλων. Παραλληλίζει τον άνθρωπο με βρέφος ή εραστή που λαχταρά το στήθος της μάνας ή της αγαπημένης γυναίκας. Στήθος = πρόκληση. Σ’ ένα άλλο επίπεδο πρόκληση για κέρδος. `Ανθρωποι που τρέχουν ακούραστοι στο σφύριγμα του κέρδους, παζαρεύουν, ραδιουργούν και νοιάζονται μόνο για σαρκικές και υλικές απολαύσεις, δηλαδή κυβερνιόμαστε από ανθρώπους χρεοκοπημένους ή φιλάργυρους.

Στίχοι 52-54:
Ο άνθρωπος, σαν το φυτό μέσα από τους κύκλους της βλάστησης, σπορά, ανάπτυξη, θερισμός, περνά από τα ίδια στάδια δίψα – ακολασία – θερισμός με υπερτονισμένη την απληστία, τη δίψα για κέρδος και εξουσία. Τονίζεται εδώ η ποταπότητα του ανθρώπου. θέρος = Μπορεί να είναι η ώρα του τέλους, του θανάτου, ή να είναι η ώρα της αλήθειας, της απονομής δικαιοσύνης, ή ακόμα να είναι η ώρα για θέσεις και αξιώματα.

Στίχοι 55-56: `Ισως σε ατομικό επίπεδο να εννοεί τον άνθρωπο που προτιμά να γλιτώσει αυτός και ας υποφέρουν, ας πεθάνουν οι άλλοι. `Ισως όμως να είναι και αιχμές του ποιητή για τους μεγάλους που μοίραζαν τις ξένες χώρες.

Στίχοι 57-58:
Πολλοί προσπαθούν με ξορκισμούς και φθηνές δικαιολογίες να διώξουν το δαιμονικό του θανάτου. Ακόμα μπορεί να εννοεί του πολιτικάντηδες που παραμένουν στα λόγια μόνο ή ακόμα για να κερδίσουν θέσεις και αξιώματα μπερδεύονται μέσα στα αγαθά τους και ξορκίζουν τα κακά πνεύματα.

Στίχοι 59-60:
`Ολα είναι μηδέν όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι. `Ολα εστιάζονται στο αίμα των άλλων και έρχεται το μεγάλο ερωτηματικό “τι θα τα κάνεις;”. Αυτή η εναγώνια φωνή του ποιητή είναι κάλεσμα για μεταμέλεια ή φόβος για το επερχόμενο κακό.

Στίχοι 61-63:
Διερωτάται ο ποιητής μήπως ο άνθρωπος έχει αποκτηνωθεί τόσο, έχει απογυμνωθεί από αξίες και ιδανικά και είναι απλώς ένα ζώο που μεταδίδει τη ζωή. Το βιβλικό ρητό επαληθεύει κάτι που είναι διαχρονικά αποδεκτό, “όπως έστρωσες θα κοιμηθείς”. Μέσα από την ταύτιση των ανθρώπου με τη φυσική ζωή φαίνεται ο υποβιβασμός του ανθρώπου αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και η ελπίδα για αναγέννηση.

Στίχοι 64-67: Διερωτάται ο ποιητής αν κούρασε τον ακροατή με τα ίδια και τα ίδια. Αυτή η επανάληψη “πάλι τα ίδια και τα ίδια!” υπερτονίζει τη ψυχική φόρτιση του ποιητή, καθώς έρχονται στην επιφάνεια μνήμες βαθιά ριζωμένες από τρομακτικές εμπειρίες της Μικρασιατικής καταστροφής, της χαμένης, αγαπημένης πατρίδας. Είναι αδύνατο να αλλάζει την ψυχοσύνθεση αυτών που πούλησαν τον πρόσφυγα, τον αιχμάλωτο και γιατί έγιναν έτσι εξαιτίας των υλικών συμφερόντων και των δημοσίων αμαρτιών.

Στίχοι 68-72: Ο ποιητής θα προτιμούσε να μείνει μακριά από τον πολιτισμό, μέσα στη ζούγκλα εκεί στην Αφρική, κοντά σε ανθρώπους που δεν ξέρουν να εκτιμούν ικανότητες και προσόντα. Επειδή ράγισε η καρδιά του που είδε την ανθρωπότητα να αιματοκυλιέται, ίσως όμως να είναι και αιχμή για τους πολιτικούς που τον περιβάλλουν, που γίνονται κυριολεκτικά ανθρωποφάγοι για να επιβιώσουν και να στηρίζουν το πολιτικό τους σύστημα, που θυσιάζουν πολλές φορές χιλιάδες ανθρώπους για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Αλλά είναι και ο χορός των ανθρώπων με τις τερατώδεις προσωπίδες που ίσως να εννοεί όλους εκείνους τους αλλοτριωμένους από τον πόθο της εξουσίας.

Στίχοι 73-75 : Πάντα ο τόπος, που ο ποιητής όπου και αν βρίσκεται, με όποιο μέσο και αν ταξιδεύει, τον παρακολουθεί σ’ όλες τις φάσεις του αγώνα και των περιπετειών του. `Ερχεται στο νου του το όραμα της βασανισμένης πατρίδας του που την καινε και την πελεκούν. Γράφει κάπου ο ποιητής: “Η Ελλάδα, αλίμονο η Ελλάδα, ένα σταυρωμένο κορμί και όλοι το καρφώνουν σαν λυσσασμένοι».

Στίχοι 76-82: Δάσος οι μνήμες των σκοτωμένων φίλων στο μυαλό του ποιητή. Μνήμες, εμπειρίες, βιώματα που βασανίζουν τον ποιητή χωρίς ελπίδα λύτρωσης. Οι φοβερές εικόνες της καταστροφής συνδέονται αλυσιδωτά σαν η μια να γεννά την άλλη, ακριβώς όπως τα δέντρα μέσα στα παρθένα δάση. `Ισως όμως μπορούμε να δούμε και μια άλλη διάσταση, ηθική, που αφορά την ευθύνη των κυβερνώντων με την σκοτωμένη συνείδηση μπροστά στον πόνο των άλλων και στο δράμα του τόπου τους.

Στίχοι 83-86: «Παραμύθια, παραβολές»: Ισως έμμεσα τονίζεται και ο σκοπός της ποίησης με προεκτάσεις, πολύσημους στοχασμούς, πλάτεμα του νου και της ψυχής. Χρησιμοποιεί επίσης παραβολικό τρόπο γιατί θα πει πράγματα φοβερά. Ακόμη, ο παραμυθικός τρόπος ακούγεται γενικότερα και έχει μεγαλύτερη διάρκεια στη μνήμη.

Η φρίκη του πολέμου είναι ζωντανή γιατί οι πρωταγωνιστές της ζουν ακόμη και δεν έχει καταγραφεί στην ιστορία. Ακόμη διακρίνουμε εδώ ένα υπαινιγμό, ένα μαντικό ισχυρισμό για τη συνέχιση της φρίκης του πολέμου που επαληθεύθηκε δύο μήνες αργότερα, το Δεκέμβριο του 1944, με την πρώτη φάση του εμφυλίου πολέμου.

Στίχοι 87-88: Ακόμη μια ποιητική ενσωμάτωση από τον Αισχύλο. Μέρα και νύκτα πονά και υποφέρει ο ποιητής με την ανάμνηση αυτών που σκοτώθηκαν.

Στίχοι 89-95: Ο Μιχάλης τραγική εικόνα του πολέμου. Η επανάληψη του «να μιλήσω για ήρωες» έρχεται σαν τύψη που πληγώνει την ευαισθησία του ποιητή καθώς αναμετρά τον αγώνα των ανθρώπων στην Ελλάδα και το ρόλο της κυβέρνησης στη Μ. Ανατολή. Θεωρεί τον εαυτό του αναρμόδιο να μιλήσει για ήρωες, καθώς ο ίδιος ο Μιχάλης παίρνει μια άλλη σημασία και γίνεται σύμβολο ηρωισμού. Ο Μιχάλης ήταν μια άμεση εμπειρία, αυθεντική, που χάραξε βαθιά τη μνήμη του ποιητή και του έδωσε μια άλλη όψη του θανάτου. `Ετσι, καθώς κλείνει την απολογία του ο ποιητής, την παραμονή της επιστροφής, έχει να θυμηθεί και κάτι παρήγορο. Να μιλήσει για ήρωες που εξιλεώνουν τα αμαρτήματα όλων ψηλαφώντας τον πόνο μας, τον πόνο του Ελληνισμού. Στους στίχους 93-95 ο ποιητής θρηνεί γιατί οι τόσες θυσίες δεν έφεραν το φως του λυτρωμού, αλλά οδήγησαν σε σκοτεινές σκοπιμότητες. Ακόμα θέλει να δηλώσει ότι οι ήρωες αγωνίζονται χωρίς να περιμένουν ανταμοιβή, ανταλλάγματα. Ξεκινούν από το άγνωστο και φθάνουν στο άγνωστο και πολλές φορές οι αγώνες τους δεν δικαιώνονται. Ακόμη θέλει να δηλώσει τον φόβο και την αγωνία του για το αβέβαιο μέλλον της Ελλάδας λόγω των εισερχομένων κακών.

Στίχος 96:
Ο στίχος αυτός που κλείνει την ενότητα κάνει πιο ξεκάθαρο το στοχασμό του ποιητή. Το ποίημα ανοίγει και κλείνει (σχήμα κύκλου) με την ίδια κριτική στάση του ποιητή απέναντι στο φεγγάρι. Πικρός απολογισμός μέσα από μια πορεία στο παρελθόν (αόριστος του α’ στίχου) ανιχνεύει το παρόν (ενεστώτας του τελευταίου στίχου) και οραματίζεται το μέλλον προφητικά και δυσοίωνα. Οι μέρες που θα έρθουν δεν θα είναι καλύτερες από αυτές που πέρασαν. Δεν γελιέται ο ποιητής, το σκοτεινό προαίσθημα τον οδηγεί σωστά. Δύο μήνες αργότερα έχουμε τα Δεκεμβριανά και τον εμφύλιο. Ο δόλος, η ιδιοτέλεια οι δημόσιες αμαρτίες, το σφύριγμα του κέρδους οδήγησαν τον ποιητή στις σκοτεινές προβλέψεις που δυστυχώς δικαιώθηκαν.

Κεντρική Ιδέα

Ο πόλεμος δεν φέρνει μόνο υλικές καταστροφές, αίμα, θρήνο και αφανισμό. Το χειρότερο είναι η φθορά των συνειδήσεων και της ηθικής αντοχής των ανθρώπων και γενικά ο εξευτελισμός και ο ξεπεσμός της ανθρωπότητας.

Στόχοι του ποιήματος:

  • Πικρή εξομολόγηση του ποιητή για να νιώσει ανακούφιση.
  • Ηθικός απολογισμός του πολυαίμακτου πολέμου – Ο ποιητής γίνεται κριτής και αυτοκατηγορούμενος.

Αμείλικτο κατηγορώ για την πολιτική μας εξουσία εκεί στην Αίγυπτο.


http://www.odyssey.com.cy

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1507

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση