Πολλοί πιστεύουν ότι στην έκθεση ιδεών δεν είναι απαραίτητη καμιά προετοιμασία. Το γράψιμο μιας καλής έκθεσης, ισχυρίζονται, είναι θέμα λογοτεχνικού ταλέντου. Εμείς θα παίρναμε μια ακραία θέση. Όσο λιγότερο ταλέντο έχει κανείς, τόσο καλύτερες εκθέσεις γράφει. Γιατί η έκθεση δεν είναι λογοτέχνημα. Η σύγχυση αυτή προήλθε από τη συνύπαρξη του μαθήματος με τη Νεοελληνική Γραμματεία και από μια παράδοση που θέλει την έκθεση λογοτεχνία. Και μάλιστα μια λογοτεχνία με έντονο λυρισμό και πληθώρα από καλολογικά στοιχεία. Στη σύγχυση αυτή οφείλονται οι δακρύβρεχτες εκθέσεις που γράφονταν στο παρελθόν από μαθητές και καθηγητές. Το κυριότερο στοιχείο που βάραινε στην αξιολόγηση μιας έκθεσης ήταν τα καλολογικά στοιχεία και γενικά η γλώσσα. H καθαρεύουσα που χρησιμοποιούνταν ήταν πολύ βολικό όργανο γι’ αυτό το αποτέλεσμα. Η σύγχρονη λογοτεχνία, όπως κι η παλιότερη κλασική έχουν απορρίψει το συναισθηματικό αυτό φορτίο, αλλά πολλοί πιστεύουν ότι η έκθεση πρέπει να τηρεί την παράδοση. Ευτυχώς οι μαθητές δεν τηρούν στην πράξη αυτή την απαίτηση, όχι βέβαια γιατί την απορρίπτουν, αλλά γιατί δεν μπορούν να την εκπληρώσουν. Κι έτσι έχουν την εντύπωση ότι οι εκθέσεις τους είναι χαμηλής στάθμης. Πολλές εκθέσεις είναι χαμηλής στάθμης, όχι όμως γι’ αυτό το λόγο. Εδώ κρίνουμε σκόπιμο, για να μη δημιουργηθεί παρεξήγηση, να υπογραμμίσουμε ότι λέγοντας ταλέντο δεν εννοούμε τη γλωσσική κατάρτιση. Η τελευταία είναι απαραίτητη, αλλά είναι κυρίως αποτέλεσμα μελέτης, άσκησης και νου. Η ταύτιση εξάλλου της ικανότητας για γράψιμο εκθέσεων με το λογοτεχνικό ταλέντο περιορίζει την έκθεση στη γλώσσα. Το περιεχόμενο είναι κι αυτό αποτέλεσμα ταλέντου; Όχι βέβαια. Είναι προϊόν γνώσεων και πνευματικής ωριμότητας.
Γι’ αυτό η έκθεση είναι μάθημα που διδάσκεται. Και μάλιστα απ’ τα σπουδαιότερα, γιατί αναγκάζοντας το μαθητή να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, τον βοηθά να οργανώσει το γνωστικό του περιεχόμενο, να προβληματιστεί και να ασκηθεί στη διατύπωση των σκέψεών του με σαφήνεια, πληρότητα και σύστημα. Είναι αυτονόητος ο ρόλος των ωφελειών αυτών στη σχολική αλλά και την καθημερινή ζωή γενικότερα.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΕΚΘΕΣΗ
Οι προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες για τη συγγραφή μιας ικανοποιητικής έκθεσης είναι: η θεωρητική κατάρτιση και ο εννοιολογικός εξοπλισμός, η εξάσκηση στο γράψιμο και η γνώση της συγγραφικής τεχνικής.
α) Κατάρτιση: Εφόσον μιλάμε για έκθεση ιδεών, το πρώτο που χρειάζεται κανείς για να γράψει μια έκθεση είναι οι ιδέες. Δεν μπορούμε να εκθέτουμε ιδέες που δεν έχουμε. Θα έλεγε κανένας ότι όλοι έχουμε ιδέες από τις εμπειρίες μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πείρα σε συνδυασμό με έναν οξύ νου βοηθά στην απόκτηση γνώσεων. Οι γνώσεις όμως αυτές είναι ανεπαρκείς, μονομερείς πολλές φορές και ίσως υποκειμενικές. Για να συμπληρωθούν χρειάζεται μελέτη. Δυστυχώς η μελέτη αυτή παίρνει πολλές φορές το χαρακτήρα μιας απομνημόνευσης, με αποτέλεσμα οι πληροφορίες να μένουν ακατανόητες, να μη μεταβάλλονται σε γνώσεις (γιατί γνώση σημαίνει κατανόηση) και να μην προσφέρουν έτσι τη θρεπτική τους αξία στο πνεύμα. Γι’ αυτό βασική προϋπόθεση για μια ικανοποιητική έκθεση είναι η γνώση και κατανόηση των θεωρητικών δεδομένων. Όταν κατανοήσουμε μια έννοια, θα βρούμε τον τρόπο μόνοι μας να την αναλύσουμε και να διατυπώσουμε με ευκολία και άνεση τις σκέψεις μας. Η κατανόηση συνεπώς οδηγεί και στη γλωσσική ευχέρεια. Πολλοί μαθητές ισχυρίζονται ότι κατέχουν κάτι, αλλά δεν μπορούν να το εκφράσουν. Δε λένε απόλυτα την αλήθεια. Επειδή δεν το ξέρουν, γι’ αυτό δεν μπορούν να το εκφράσουν. Οι έννοιες εντυπώνονται στη μνήμη μας με γλωσσικά σύμβολα. Δηλαδή για να μάθουμε κάτι, πρέπει να το διατηρήσουμε στο νου μας με λέξεις. Με λέξεις πάλι το εκφράζουμε. ‘Αρα όταν δεν μπορούμε να το εκφράσουμε, θα πει ότι δεν το γνωρίζουμε. Κι αν το εκφράζουμε άστοχα και συγκεχυμένα, ανάλογα το έχουμε “χαράξει” στο μυαλό μας. Βέβαια δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γνώση των κανόνων μιας γλώσσας και ο λεξιλογικός πλούτος παίζουν σημαντικό ρόλο στη σωστή έκφραση. Αυτό όμως δεν κρίνει και τη δυνατότητά μας να διατυπώσουμε τις σκέψεις μας. Συνεπώς όσο πιο ξεκάθαρη και ολοκληρωμένη γνώση έχουμε για κάτι, τόσο πιο άνετα το εκφράζουμε.
β) Η εξάσκηση: Το γράψιμο είναι ένα άθλημα που χρειάζεται προπόνηση. Η πείρα μάς διδάσκει πόσο δυσκολευόμαστε να γράψουμε, ύστερα από μια μακρά αποχή από το γράψιμο. Για τούτο, όσο πιο πολύ εξασκούμαστε, τόσο πιο εύκολα και σωστά γράφουμε. Αυτό συμβαίνει, γιατί με την εξάσκηση έχουμε πρόχειρο πρώτα πρώτα το γλωσσικό μας εξοπλισμό. Οι λέξεις έρχονται πιο εύκολα στη συνείδηση. Έπειτα διατηρούμε το νου μας σ’ εγρήγορση και τις εκφραστικές μας διόδους σε ετοιμότητα. Σαν συμπέρασμα από τα παραπάνω αναφέρουμε την προτροπή του Επίκτητου: “Όποιος θέλει να γίνει συγγραφέας, να γράφει”.
γ) Η τεχνική: Η συγγραφή μιας έκθεσης είναι μια διαδικασία που έχει μια αρχή κι ένα τέλος. Συγκροτείται από ορισμένα στοιχεία και περνά από ορισμένα στάδια. Η γνώση όλων αυτών παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο γράψιμο.
Η έκθεση ιδεών έχει δυο όψεις: τη δομή και την αρχιτεκτονική. Η δομή είναι το υλικό που χρησιμοποιούμε για να την οικοδομήσουμε, και η αρχιτεκτονική η εξωτερική μορφή της.
Η ΔΟΜΗ
Τη δομή μιας έκθεσης τη συνθέτουν δυο στοιχεία: η μορφή (γλώσσα) και το περιεχόμενο. Μολονότι η διάκριση δεν είναι εύκολη ανάμεσα στα δυο αυτά στοιχεία, ωστόσο γίνεται για μεθοδολογικούς σκοπούς.
α) Γλώσσα: Το κύτταρο της γλώσσας είναι η λέξη. Εδώ θα πρέπει να προσέξουμε τι να αποφεύγουμε και τι να επιδιώκουμε. Οι συχνές επαναλήψεις της ίδιας λέξης και η χρήση αδόκιμων λέξεων και εκφράσεων (της μόδας, απρεπείς λέξεις) πρέπει να αποφεύγονται. Να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στη σωστή θέση των λέξεων, ώστε ο λόγος να ρέει άνετα. Να μη χρησιμοποιούνται λέξεις των οποίων αγνοείται η σημασία. H ακυρολεξία είναι σοβαρό λάθος. Από τη λέξη μεταβαίνουμε στην περίοδο. Εδώ μια βασική παρατήρηση: να αποφεύγεται ο μακροπερίοδος λόγος. Γιατί οδηγεί σχεδόν πάντα σε συντακτικά σφάλματα και ασάφειες.
β) Περιεχόμενο: Πολλοί μαθητές μόλις δοθεί το θέμα ξεκινούν το γράψιμο, συνήθως στο πρόχειρο. Δυσκολεύονται βέβαια ν’ αρχίσουν. Αν βρεθεί ο πρόλογος, τα πράγματα είναι πλέον απλά. Το γράψιμο προχωρά με κανονικό ρυθμό, ρέει, αλλά πού, είναι άγνωστο. Η πρώτη εργασία που πρέπει να γίνει μόλις δοθεί το θέμα είναι η μελέτη και κατανόησή του. Στη συνέχεια προσπαθούμε να βρούμε μια απάντηση στο θέμα. Αν π.χ. έχουμε το θέμα “H εργασία και η σημασία της για την πρόοδο του ατόμου”, σκεπτόμαστε και βρίσκουμε τι σημασία έχει η εργασία, πού και πότε προσφέρει αγαθά στο άτομο κτλ. Τις απόψεις και τα επιχειρήματά μας τα καταγράφουμε με συντομία, όπως μας έρχονται στο νου. Έτσι έχουμε πετύχει κάτι πολύ σημαντικό και απαραίτητο: συγκεντρώσαμε το υλικό μας για να οικοδομήσουμε την έκθεσή μας. Πολλοί ξεκινούν το κτίσιμο δίχως υλικό. Κτίζουν κάτι οπωσδήποτε, αλλ’ αυτό πολύ απέχει από το ζητούμενο. Είναι ανάγκη λοιπόν να βρούμε σε γενικές γραμμές την απάντηση στο θέμα μας, πριν αρχίσουμε να γράφουμε κανονικά. Μ’ αυτό τον τρόπο θα έχουμε πάρει μια θέση επάνω στο θέμα μελετημένη απ’ όλες τις πλευρές και συνάμα θ’ αποφεύγουμε τις συμπληρώσεις με παραπομπές στο τέλος του γραπτού και τις παρεκβάσεις. Αν μάλιστα δεν έχουμε πρόχειρη και σαφή απάντηση στο θέμα μας, η εργασία αυτή θα μας βοηθήσει να σκεφτούμε και να βρούμε μια απάντηση εκείνη τη στιγμή. Όταν εμβαθύνουμε μέσα μας, θα διαπιστώσουμε με έκπληξη ότι οι γνώσεις μας είναι περισσότερες απ’ ό,τι νομίζουμε.
Μετά τη συγκέντρωση του υλικού γίνεται μια διάταξή του με μια λογική σειρά. Η σειρά αυτή μπορεί να βασίζεται στην προτεραιότητα, σπουδαιότητα κτλ. των απόψεων και επιχειρημάτων μας. Στη διάταξη κατανέμουμε το υλικό μας σε ενότητες και παραγράφους. Μια ενότητα μπορεί να συγκροτείται από μια ή περισσότερες παραγράφους. Βασικό της γνώρισμα είναι ότι αναφέρεται σε μια όψη του θέματός μας. Είναι απαραίτητο να γίνεται σαφής χωρισμός των παραγράφων. Μια καλή παράγραφος δεν έχει ορισμένη έκταση, έχει όμως ενότητα. Δηλαδή αναφέρεται σ’ ένα θέμα, σ’ ένα στόχο. Πρέπει επίσης μια παράγραφος να έχει συνοχή. Όλες οι περίοδοι να είναι δεμένες λογικά μεταξύ τους και να σκοπεύουν το στόχο, την κεντρική ιδέα της παραγράφου. H μετάβαση από τη μια περίοδο στην άλλη πρέπει να γίνεται με κάποια σειρά και σύνδεση. Είναι ανεπίτρεπτο να παραθέτουμε τη μια περίοδο δίπλα στην άλλη χωρίς καμιά σχέση μεταξύ τους. Συνοχή πρέπει να υπάρχει κι ανάμεσα στις παραγράφους. Η μετάβαση από παράγραφο σε παράγραφο γίνεται με κατάλληλη σύνδεση. Το τρίτο στοιχείο μιας σωστής παραγράφου είναι η πλήρης ανάπτυξη του θέματός της, της κεντρικής της ιδέας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με επαρκείς λεπτομέρειες και επιχειρήματα. Η σαφής διάταξη του υλικού βοηθά τον αναγνώστη στην εύκολη παρακολούθηση της σκέψης μας, στην αξιολόγηση των επιχειρημάτων μας και τελικά στη διαμόρφωση ξεκάθαρης γνώμης για τις απόψεις μας. Παράλληλα είναι ένδειξη μεθοδικής και συστηματικής εργασίας, που αποκαλύπτει την πνευματική μας ωριμότητα και το σεβασμό μας προς τον αναγνώστη.
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Η αρχιτεκτονική έχει μια πάγια διάταξη που περιλαμβάνει τον πρόλογο, το κύριο μέρος και τον επίλογο. Μέσα σ’ αυτά τα τρία στοιχεία θα δούμε στα παρακάτω τη συγκέντρωση και τη διάταξη του υλικού σε μια έκθεση ιδεών.
Πρόλογος
Ο πρόλογος αποτελεί την αφετηρία της συγγραφής. Σκοπός του είναι να προκαλέσει το ενδιαφέρον και να προσελκύσει την προσοχή του αναγνώστη. Ο καλύτερος πρόλογος είναι εκείνος που εκφράζει με φυσικό και αβίαστο τρόπο την ανάγκη μας να εισέλθουμε στο θέμα. Οι τεχνητοί και προκατασκευασμένοι πρόλογοι είναι ξένα προς το όλο οικοδόμημα της έκθεσης σώματα. Να αποφεύγονται επίσης οι πολύ γενικοί πρόλογοι του τύπου “από τότε που εμφανίστηκε ο άνθρωπος στη γη…”, καθώς και οι ηχηροί και πομπώδεις. Για όσους δυσκολεύονται να ξεκινήσουν την έκθεση προτείνουμε τις παρακάτω λύσεις: α) Μπορούν να ξεκινήσουν από μια γενική έννοια στην οποία ανήκει ως είδος η εξεταζόμενη. Η έννοια του τίτλου μπορεί να ανήκει στις αρετές του ανθρώπου, στα πολιτιστικά επιτεύγματά του, να είναι ένα κοινωνικό ή άλλου είδους πρόβλημα κτλ. β) Είναι δυνατό να αφορμηθούν από την αντίθετη της υπό ανάλυση έννοιας. γ) Μπορούν να εισέλθουν στο θέμα υπογραμμίζοντας τη σημασία της υπό ανάπτυξη έννοιας. δ) Τέλος μπορούν να ξεκινήσουν από μια γνώμη, ένα γνωμικό.
Κ. Μέρος
Το κύριο μέρος αποτελεί τον κορμό της έκθεσης. Περιλαμβάνει τις απόψεις και τα επιχειρήματά μας, με μια λέξη την απάντηση στο θέμα. Ανάλογα με τη διατύπωση του τίτλου το κύριο μέρος μπορεί να περιλαμβάνει τα παρακάτω:
α) Έννοια: Είναι ανάγκη πριν προχωρήσουμε στην ανάπτυξη του θέματος να ορίσουμε την έννοια ή τις έννοιες του τίτλου. Ο ορισμός μάς βοηθά στην αποσαφήνιση των όρων, ιδιαίτερα όταν είναι πολυσήμαντοι, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να σχηματίσουμε σαφή αντίληψη του θέματος. Ο ορισμός δεν είναι απαραίτητο να είναι επιστημονικός. Αρκεί να φανερώνει ότι κατανοήσαμε το βάθος και το πλάτος της έννοιας. Ο ορισμός πρέπει να συμπληρώνεται -αν είναι δυνατό- με μια διαίρεση της έννοιας σε είδη και σύγκριση και συσχέτιση μεταξύ τους. Μ’ αυτό τον τρόπο θα έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της έννοιας. ‘Ίσως ακόμα χρειαστεί και κάποια διάκριση ανάμεσα σε όρους που είναι συνώνυμοι ή αντίθετοι με τον εξεταζόμενο.
β) Σύγκριση: Το θέμα μπορεί να απαιτεί κάποια σύγκριση εννοιών. Στη σύγκριση βρίσκουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές με βάση το σκοπό, τα μέσα ή τον τρόπο ενέργειας και τα αποτελέσματα των εννοιών. Για παράδειγμα σε θέματα εκθέσεων που περιλαμβάνουν σε συνδυασμό έννοιες, όπως επιστήμη και τέχνη, επιστήμη και τεχνική, επιστήμη και θρησκεία, δικαιοσύνη και αγάπη κ.ά.π., χρειάζεται να κάνουμε μια σύγκριση ανάμεσα στις έννοιες στηριγμένοι σε κάποια βάση. Η σύγκριση εννοιών είναι από τις πιο δύσκολες υποθέσεις και αποκαλύπτει τις γνώσεις, την πνευματική ωριμότητα και ιδιαίτερα την κριτική δύναμη του συγγραφέα.
γ) Συσχέτιση: Πολλά θέματα επιβάλλουν να κάνουμε μια συσχέτιση ανάμεσα σε δυο έννοιες. Στην περίπτωση αυτή η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στις έννοιες είναι δυνατό να είναι σχέση αιτίου-αποτελέσματος, αλληλεπίδρασης ή μονοσήμαντης επίδρασης. Σε θέματα που συνυπάρχουν όροι, όπως επιστήμη και τεχνική, περιβάλλον και βιομηχανία, πίστη και αισιοδοξία, θάρρος και αγωνιστικότητα κ.ά.π., είναι απαραίτητη η ανεύρεση των σχέσεων ανάμεσα στους όρους. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι η σχέση μπορεί να είναι θετική ή αρνητική ή και τα δυο.
δ) Παράγοντες: Κάθε πράγμα δημιουργείται, καλλιεργείται και προοδεύει με βάση ορισμένους παράγοντες ή αίτια. Μια ανάλυση έννοιας για να είναι ολοκληρωμένη, είναι απαραίτητο να επεκταθεί και στην ανεύρεση και αξιολόγηση των παραγόντων εκείνων από τους οποίους πηγάζει και επηρεάζεται. Για παράδειγμα οι αρετές και τα ελαττώματα των ανθρώπων, όπως και τα διάφορα κοινωνικά προβλήματα, προέρχονται και ενισχύονται από ορισμένους συντελεστές. Ο εντοπισμός και η ανάλυση των συντελεστών αυτών μας βοηθά να κατανοήσουμε πληρέστερα και σαφέστερα την εξεταζόμενη έννοια, να βρούμε τις επιμέρους εκδηλώσεις και μορφές της, να διαπιστώσουμε τη σημασία και τα αποτελέσματά της και να δώσουμε τις καταλληλότερες και προσφορότερες λύσεις. H αναζήτηση των παραγόντων ή αιτίων πρέπει να στραφεί στις πηγές τους. Και τέτοιες γενικές πηγές είναι η υπόσταση και οι φυσικές προδιαθέσεις του ατόμου, καθώς και το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει.
ε) Σημασία: Πάρα πολλά θέματα μάς ζητούν να βρούμε τη σημασία ενός παράγοντα στη ζωή του ανθρώπου. Στην περίπτωση αυτή διακρίνουμε τον άνθρωπο σε άτομο και κοινωνία και μελετούμε τη σημασία του υπό εξέταση παράγοντα για το άτομο ή και την κοινωνία, ανάλογα πάντα με τις απαιτήσεις του θέματος. Για τη συστηματικότερη μελέτη της σημασίας της έννοιας είναι απαραίτητη η διάκριση στο άτομο και την κοινωνία ορισμένων μορφών, εκδηλώσεων ζωής. Τέτοιες μορφές ζωής για το άτομο είναι: η βιολογική, η οικονομική, η πνευματική, η ψυχική, η ηθική, η κοινωνική. Για την κοινωνία ανάλογες μορφές ζωής είναι: η οικονομική, η πνευματική, η ηθική, η πολιτική, η εθνική. (Για το περιεχόμενο των μορφών και εκδηλώσεων αυτών της ατομικής και κοινωνικής ζωής βλέπε το λήμμα Δυνάμεις). Η διαίρεση αυτή είναι καθαρά μεθοδολογική, γιατί ο άνθρωπος αποτελεί μια αδιάσπαστη ενότητα, και συνεπώς χρήσιμη για την πολύπλευρη και συστηματική μελέτη του θέματός μας. Παράλληλα μας βοηθά στην εύκολη συγκέντρωση και διάταξη του υλικού μας. Εδώ κρίνουμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε όσα είπαμε στην κατανομή του υλικού μας σε ενότητες και παραγράφους (βλ. Περιεχόμενο). Το άτομο και η κοινωνία μπορούν να αποτελέσουν κεντρικές ιδέες ενοτήτων ή παραγράφων. Σε περίπτωση που γίνουν ενότητες, οι επιμέρους εκδηλώσεις τους συγκροτούν παραγράφους.
Πολλές φορές ζητείται η σημασία μιας έννοιας όχι στη ζωή γενικά του ανθρώπου, αλλά σ’ έναν ιδιαίτερο τομέα. Τότε, όπως είναι φυσικό, θα περιοριστεί η ανάπτυξή μας στον τομέα αυτό.
στ) Προϋποθέσεις: Επειδή η σημασία ενός παράγοντα δεν είναι απόλυτη, αλλά σχετική, είναι ανάγκη να διερευνήσουμε τις προϋποθέσεις και τις συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες είναι αυτή δυνατή. Η αναζήτηση των προϋποθέσεων αυτών μπορεί να στραφεί προς την κατεύθυνση του ατόμου ή και της κοινωνίας γενικά ή σ’ ορισμένες εκδηλώσεις και στοιχεία τους ειδικότερα.
ζ) Αρνητική επίδραση: Με την έλλειψη ορισμένων προϋποθέσεων ή και ανεξάρτητα απ’ αυτές, είναι δυνατό η εξεταζόμενη έννοια να παρουσιάζει και αρνητικά σημεία. Η ανάλυση των σημείων αυτών επιτρέπει να σχηματιστεί μια πιο ολοκληρωμένη και αντικειμενική εικόνα γι’ αυτή.
η) Πρόληψη-θεραπεία: Όταν η έννοια που αναλύουμε έχει και αρνητικά αποτελέσματα, χρήσιμο είναι να αναζητήσουμε και τα μέσα πρόληψης ή θεραπείας τους. Τούτο μπορεί να γίνει διεξοδικά στο κύριο μέρος της έκθεσης ή περιληπτικά στον επίλογο, ανάλογα πάντα με τις απαιτήσεις του τίτλου της έκθεσης.
θ) ‘Ελλειψη: Η ανάπτυξη του θέματος και από την έλλειψη του παράγοντα που εξετάζουμε μας βοηθά να συμπληρώσουμε και ενισχύσουμε την επιχειρηματολογία μας.
ι) Παραδείγματα: Πολλοί για να υποστηρίξουν τις απόψεις τους χρησιμοποιούν παραδείγματα από την καθημερινή ζωή και την ιστορία. Τα παραδείγματα παίζουν πολλές φορές πολύ θετικό ρόλο. Χρειάζεται όμως προσοχή. Δεν πρέπει να είναι προσωπικά, εξεζητημένα και να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου. Πολλοί μαθητές, αδυνατώντας να αναπτύξουν το θέμα θεωρητικά, καταφεύγουν σε μια πρακτική (με παραδείγματα) απόδειξή του, γεγονός που δείχνει έλλειψη θεωρητικής κατάρτισης, κριτικής ικανότητας και πνευματικής ωριμότητας. Για τα παραδείγματα διατυπώνονται και επιφυλάξεις, ιδιαίτερα τα ιστορικά, “που λεηλατούν το παρελθόν χωρίς να φωτίζουν το παρόν”*. (*Οδηγός γενικών εισιτηρίων εξετάσεων 1981, Ο.Ε.Δ.Β)
Επίλογος
Ο επίλογος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί προκαλεί την τελευταία καλή ή κακή εντύπωση στον αναγνώστη. Πρέπει να έχει άμεση σχέση με το θέμα μας, να είναι προσεκτικά διατυπωμένος και σύντομος. Από άποψη περιεχομένου ισχύουν τα ίδια που είπαμε στον πρόλογο. Ένας επίλογος φυσικός, που πηγάζει δηλαδή αβίαστα από το όλο κείμενο, είναι ο καλύτερος επίλογος. Όσοι δυσκολεύονται μπορούν να τελειώσουν την έκθεσή τους με ένα συμπέρασμα, μια ανακεφαλαίωση, ένα γνωμικό ή μια προτροπή. Οι προτροπές και οι παραινέσεις όμως να μην έχουν το χαρακτήρα συμβουλών αλλά προτάσεων.
Το αρχιτεκτονικό αυτό σχέδιο που προηγήθηκε, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι δεν είναι “καλούπι”, στο οποίο θα υποτάσσονται όλα τα θέματα. Είναι ένα ευρύ πλαίσιο, μέσα στο οποίο μπορούμε να κινηθούμε ελεύθερα και να επιλέξουμε τα στοιχεία που απαιτούνται για την ανάπτυξη του θέματός μας. Εκείνο που θα καθορίσει την πορεία μας είναι το θέμα. Τo θέμα προσδιορίζει τη μορφή του σχεδίου μας και όχι το σχέδιο τη μορφή της ανάπτυξης του θέματός μας. Η σειρά κατατάξεως εξάλλου των επιμέρους στοιχείων της αρχιτεκτονικής είναι ενδεικτική. Πέρα από το ότι μπορούμε να ακολουθήσουμε τη δική μας σειρά, είναι δυνατό να συνδυάσουμε ορισμένα στοιχεία σ’ ένα. Για παράδειγμα οι προϋποθέσεις, οι αρνητικές επιδράσεις, η έλλειψη, η σημασία και τα παραδείγματα μπορούν να συγκροτήσουν ξεχωριστές παραγράφους ή να γίνει συνδυασμός μεταξύ τους. Οι αρνητικές επιδράσεις είναι δυνατό να συνδυαστούν με τις προϋποθέσεις, η έλλειψη με τη σημασία, και τα παραδείγματα να διασπαρθούν σε κατάλληλες θέσεις του συνολικού κειμένου. Συμπερασματικά εκείνο που πρέπει να επιδιώκουμε πάντα είναι η σαφής διάταξη του υλικού μας.
ΓΝΩΜΙΚΑ- ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ-ΣΤΙΧΟΙ
Όσα προηγήθηκαν ισχύουν στην περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με μια πραγματεία, με μια μελέτη δηλαδή πάνω σ’ ένα κοινωνικό, οικονομικό ή πνευματικό ζήτημα. Πολλές φορές ο τίτλος μιας πραγματείας είναι διατυπωμένος έτσι, ώστε να ζητείται η ανάλυση κάποιας έννοιας, και άλλες έχει τη μορφή παροιμίας, γνωμικού ή ποιητικού στίχου. Η ανάπτυξη ουσιαστικά είναι όμοια, ανεξάρτητα από τη μορφή του τίτλου. ‘Αλλωστε πολλά γνωμικά και παροιμίες μπορούν κάλλιστα να πάρουν τη μορφή ανάλυσης έννοιας. Για παράδειγμα το “ουδείς ελεύθερος εαυτού μη κρατών” είναι δυνατό να γραφτεί ως εξής: “Η αυτοκυριαρχία απαραίτητη προϋπόθεση της ελευθερίας”. Επίσης η παροιμία “φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι” μπορεί να πάρει τη μορφή: “Η αποταμίευση και η σημασία της”. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται όταν η παροιμία ή ο στίχος έχουν αλληγορική σημασία. Τότε μια διερεύνηση του πραγματικού τους νοήματος είναι απαραίτητη, πριν προχωρήσουμε στην ανάπτυξή τους.
Απ. Κερκινέογλου, Εγκυκλοπαίδεια Εκθέσεων Ιδεών, Αθήνα 1985, σ. 13-23
Πηγή : http://users.otenet.gr/~aker/EisagogiEkthesi.htm
Σχόλια Αναγνωστών-Επισκεπτών