Ο κ. Αλέξης Παπαχελάς στην Καθημερινή γράφει: «Προτάθηκε σε έναν φίλο να αναλάβει μια θέση στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και ήθελε να ακούσει μία ακόμη γνώμη. Πρόκειται για σοβαρό άνθρωπο, που έχει κάνει καριέρα στο εξωτερικό, δεν έχει περάσει ούτε έξω από κομματικό γραφείο και αγνοεί παντελώς αυτό που δημοσιογραφικά αποκαλείται «πιάτσα». Ομολογώ, και νιώθω αμήχανα γι’ αυτό, πως η πρώτη μου αντίδραση ήταν «καλά, τρελός είσαι, ξέρεις πού πας να μπλέξεις;». Ηταν μια ενστικτώδης απάντηση βασισμένη σε δεκάδες διηγήσεις σοβαρών ανθρώπων οι οποίοι σε κάποια στιγμή της ζωής τους ένιωσαν την ανάγκη να δώσουν κάτι στον τόπο αναλαμβάνοντας μια θέση στον κρατικό τομέα. Οι περισσότεροι το έκαναν μειώνοντας τις αποδοχές τους και χωρίς να ξέρουν ακριβώς πού έμπλεκαν.
Τι συνάντησαν; Εξαρτάται από το πόστο. Όλοι σχεδόν υπέστησαν επιθέσεις, ακόμη και μικρούς ή μεγάλους εκβιασμούς, από αυτόν τον ειδικό τύπο δημοσιογραφίας ο οποίος ανθεί στην Ελλάδα. Οταν δεν έχεις ξαναμπεί στο καμίνι της πολιτικής, απλά τρελαίνεσαι την πρώτη φορά που διαβάζεις κάτι απίστευτα εξωφρενικό, το οποίο ναι μεν σε αφορά αλλά δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα που ξέρεις. Κατόπιν συναντάς το άλλο νεοελληνικό είδος του φαύλου συνδικαλιστή, ο οποίος θεωρεί ότι συνδιοικεί με τους μάνατζερ και μπορεί εύκολα να αλλάξει μια απόφαση με ένα τηλεφώνημα σε κάποιον βουλευτή. Μετά συναντάς τον εκπρόσωπο μιας μικρής «μαφίας», ο οποίος έχει συμφέροντα που δεν συμβαδίζουν απαραίτητα με τη χρηστή διαχείριση του κράτους. Αν δύο εκ των παραπάνω συνεργασθούν, πράγμα αρκετά πιθανό, τότε είναι σχεδόν βέβαιο πως θα συναντήσεις και έναν ή περισσότερους ανακριτές οι οποίοι θα ερευνούν διάφορες υποθέσεις, με ή χωρίς εισαγωγικά.
Αυτές είναι εμπειρίες που έχουν περάσει άνθρωποι που έμπλεξαν είτε επί Σημίτη είτε επί Καραμανλή και κατάλαβαν πως μάνατζμεντ και πολιτική είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Γι’ αυτό άλλωστε στενός συνεργάτης πρώην πρωθυπουργού διηγείται συχνά πώς έβρισκαν ανθρώπους για ένα κορυφαίο πόστο: «Ξεκινάγαμε με τον καλύτερο στην αγορά ο οποίος μας έλεγε “να βοηθήσω, αλλά μη με μπλέκετε, σας ικετεύω”. Φτάναμε στον προτελευταίο ο οποίος δεν άξιζε απαραίτητα πολλά, αλλά τουλάχιστον το έλεγε η ψυχή του».
[…]
Το πρόβλημα είναι πως στο τέλος οι μόνοι που ενδιαφέρονται για κρατικές θέσεις είναι χρονίως άνεργοι, κομματικοί φίλοι και αποτυχημένοι πολιτευτές, μερικοί που βλέπουν το πόστο ως μέσο αναδιανομής πλούτου και καναδυό «ψώνια». Επικρατεί μάλιστα όλο και περισσότερο η λογική πως κάποιος πρέπει να είναι και «της πιάτσας», όπου ως πιάτσα δεν νοείται η αγορά αλλά «τα κόλπα» και η συναλλαγή με τα ισχυρά και λιγότερο ισχυρά συμφέροντα.
Το κακό είναι πως με όλα αυτά φτάνουμε εμείς οι ίδιοι να αποθαρρύνουμε τους λιγοστούς γενναίους που θέλουν να δοκιμαστούν στην φωτιά. Αυτό σκεπτόμουν καθώς μιλούσα στον φίλο που είχε το σχετικό δίλημμα και άρχισα να αναρωτιέμαι τι θα γίνει αν τελικά οι σοβαροί, καταξιωμένοι και «καθαροί» σταματήσουν εντελώς να ασχολούνται με την πολιτική ή το ευρύτερο κράτος. Γιατί, αν το καλοσκεφθούμε, είναι μια σίγουρη συνταγή για να διαιωνισθεί η δικτατορία της μετριότητας και η επικράτηση των κομματικών παρασίτων».
Καλέ μου κύριε, κι εσείς, όπως κι εγώ το καταλάβατε καλά. Μόνο, που αν και μέσα στα πράγματα, το καλοσκεφθήκατε και το «καλο»καταλάβατε αργότερα από μένα. Πάντως, εγώ, επειδή αυτός είναι ο ρόλος μου, θα διδάσκω στα πολλά παιδιά μου να απορρίπτουν την προκρούστεια λογική της ισότητας και τον Καιάδα¹ των ικανοτέρων στο όνομα της κοινωνικής ισότητας, που πολλοί, γνωστοί και «διάσημοι» και «δημοφιλείς» μας διδάσκουν. (δείτε του Τυρταίου, τυφλού Σπαρτιάτη ποιητή την απάντηση σε κάποιον που τον προέτρεπε να μην πολεμήσει: “Και τίποτα να μην κάνω όλα και κάποια λεπίδα του εχθρού θα στομώσω με το σώμα μου.”
¹Η λέξη με την αλληγορική και όχι την ιστορική σημασία της, η οποία εδώ και καιρό πλέον αμφισβητείται.
Δεν υπάρχουν σχόλια μέχρι τώρα ↓
Δεν υπάρχουν σχόλια ακόμη.