spetsiotou blog Δάσκαλε … τον ήρωά μου!

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Φωτεινός, άσμα πρώτον

29 Σεπτεμβρίου 2009 από spetsiotou
· Δεν υπάρχουν σχόλια · Γενικά

giannhs-kefallhnos-1893-1957.jpg Ἆσμα Πρῶτον.

Φωτεινὸς ὁ Ζευγολάτης [ἀπόσπασμα]
– Πάρ᾿ ἕνα σβῶλο, Μῆτρο,
καὶ διῶξ᾿ ἐκεῖνα τὰ σκυλιά, ποὺ μοῦ χαλοῦν τὸ φύτρο.
Ὁ χερουλάτης ἔφαγε τ᾿ ἄχαρα δάχτυλά μου
καὶ στὴν ἀλετροπόδα μου ἐλυῶσαν τὰ ἥπατά μου.
Δυὸ μῆνες ἔρρεψα ἐδεδῶ, ἐσάπισα στὴ νώπη
μ᾿ ἀρρώστια, μὲ γεράματα! Βάσανα, νήστεια, κόποι
γι᾿ αὐτὸ τὸ ἔρμο τὸ ψωμί! Καὶ τώρα ποὺ προβαίνει
σγουρό, χολάτο ἀπὸ τὴ γῆ, ποὺ πρὶν τὸ φᾶν χορταίνει
τὰ λιμασμένα μου παιδιά, νὰ τὸ πατοῦν ἐμπρός μου
μὲ τόση ἀπίστευτη ἀπονιὰ οἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμου!…
Ἐξέχασες καὶ δὲ μ᾿ ἀκοῦς;… ἐσένα κράζω, Μῆτρο,
διῶξε, σοῦ λέγω, τὰ σκυλιά, ποὺ μοῦ χαλοῦν τὸ φύτρο…
– Εἶναι τοῦ Ρήγα, δὲν κοτῶ… Γιὰ κύτταξ᾿ ἐκεῖ πέρα
νὰ ἰδῇς· τί θρῶς ποὺ γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα!
– Τί Ρήγας, τί Ρηγόπουλα! εἶν᾿ ὁ καινούριος κύρης,
ποὺ πλάκωσε μὲ ξένο βιὸ νὰ γένῃ νοικοκύρης.
Παληόφραγκοι, ποὺ πέφτουνε σὰν ὄρνια στὰ ψοφίμια,
ἐκεῖνοι πάντα κυνηγοὶ καὶ πάντα ἐμεῖς ἀγρίμια.
Καὶ σὺ τοὺς τρέμεις, βούβαλε! Παιδὶ μὲς στὴ φωτιά σου,
ποὺ τρίβεις στουρναρόπετρα μ᾿ αὐτὰ τὰ δάχτυλά σου,
πὤχεις τετράδιπλα νεφρὰ καὶ ριζιμιὸ στὰ στήθια,
τοὺς βλέπεις καὶ σὲ σκιάζουνε! Ὁ δοῦλος, εἶν᾿ ἀλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχὴ κ᾿ αἷμα δὲν ἔχει.
[…]
Ὁλόρθος μένει ὁ γέροντας, θολὸς στὸ πάτημά του,
καὶ καρτερεῖ τὸ σίφουνα, ποὺ μούγκριζ᾿ ἐμπροστά μου.
Κάτασπρο τὸ κεφάλι του, πυκνό, μακρὺ τὸ γένι
στὰ λιοκαμμένα στήθια του ἀφράτο καταιβαίνει
σὰν ἀνθισμένη ἀγράμπελη, ποὺ πέφτει ἀπὸ κοτρώνι·
τοῦ χρόνου τ᾿ ἄσπλαγχνο γενὶ καὶ τῆς σκλαβιᾶς οἱ πόνοι
τὸ μέτωπό του αὐλάκωσαν, τοῦ τὦχαν κατακόψει.
Ὁ ἥλιος τοῦ φθινόπωρου τοῦ ρόδιζε τὴν ὄψη
ἐτύλλωνε τὴ φλέβα του, τοῦ πύρωνε τὰ χείλη
σὰν κάποιος νὰ ξεφτύλιζε, ν᾿ ἄναβε τὸ καντήλι
τῆς συντριμμένης του ζωῆς κ᾿ ἔρριχνε στὴν καρδιά του
τῆς νιότης ὅλον τὸν θυμὸ καὶ τὰ παληὰ ὄνειρά του.
Ξένος ζυγὸς δὲν ἔγυρε τοῦ Φωτεινοῦ τὴν πλάτη.
Γι᾿ αὐτόν, γιὰ τοὺς συντρόφους του, τὰ Σταυρωτὰ κ᾿ ἡ Ἐλάτη
ἦσαν λημέρια ἀπάτητα κ᾿ ἐκεῖθ᾿ ἐρροβολοῦσαν
καὶ κάθ᾿ ἐχτρό, ποὺ φύτρωνε, τὴν νύχτα ἐπελεκοῦσαν.
Τὸ ρέμμα τοῦ Σαρακηνοῦ, τ᾿ ἄγριο Δημοσάρι
χίλιες φορὲς τὸ χόρτασε μὲ φράγκικο κουφάρι
κ᾿ ἦταν σωρὸ τὰ κόκκαλα, ποὺ στὴν Κουφὴ Λαγκάδα
καὶ στὴ Νεράιδα ἀσπρίζουνε γυμνὰ στὴν πρασινάδα.
Μόνος ἀκόμ᾿ ἀπόμενε. Τὸ Γήταυρο, τὸν Πάλα,
τὸ Διγενῆ, τὸ Ρουπακιά, τοὺς ἔφαγε ἡ κρεμάλα,
κι ἄλλους ἐσύντριψε ὁ τροχός. Μιὰ μέρα στὸ χορτάρι
μ᾿ ἕναν παληὸν παληκαρᾶ, τὸ γέρο τὸ Θειοχάρη,
ἐτρῶγαν ἕνα λιάνωμα κ᾿ ἐρώτησε τὴν πλάτη.
Κανεὶς ποτὲ δὲν ἔμαθε τί ξάνοιξε τὸ μάτι
πάνου σ᾿ αὐτὸ τὸ κόκκαλο, κ᾿ εὐθὺς τοῦ λέει: – «Πατέρα,
μοῦ δίνεις τὴν Ἀργύρω σου;» – τὴν εἶχε θυγατέρα
ὁ προεστὸς μονάκριβη καὶ πολυγυρεμμένη.
«Νά ῾ναι, παιδί μου, ὥρα καλὴ καὶ τρισευλογημένη!»
Καὶ τὤδωσε τὸ χέρι του καὶ τὴν εὐχή του ὁ γέρος.
Ἀπὸ τὰ τότε ἡμέρεψε. Εἶχεν ἀρχίσει ὁ θέρος
κ᾿ ἐζήλεψε χερόβολα κι ἀθεμωνιὲς κι ἁλώνι.
Εἶδε οἱ καιροὶ πού ῾σαν κακοί, φαρμακεμέν᾿ οἱ χρόνοι,
ὁλόγυρά του συγνεφιά… Χίλιων λογιῶν θερία
ἐξέσχισαν τὸ γένος του καὶ παντοχὴ καμμία.
Συντρίμματα καὶ χαλασμοί. Γαῦρα παντοῦ καὶ λύσσα!
Κανένα γλυκοχάραμμα, νύχτα, σκοτάδι πίσσα.
Ἀρνήθηκε τὴν κλεφτουριά, τὰ φλογερὰ ὄνειρά της
κ᾿ ἔγινε ζευγολάτης.
Κι ὁ καταρράχτης τοῦ βουνοῦ ἀντὶ μὲ τ᾿ ἅρματά του
πέτεται μὲ τὰ σύνεργα, μὲ τὰ καματερά του.
Ἤθελε βόιδια κάτασπρα, μεγάλα, τραχηλάτα,
νά ῾ναι στεφανοκέρατα, κοντόσφαγα, κοιλάτα.
Τ᾿ ἀλέτρι σύμμετρο, βαρύ. Τὰ ξύλα του κομμένα
πάντα, σὲ χάση φεγγαριοῦ, δὲν εἴχανε κανένα
ποτέ τους ρόζο ἢ σκεύρωμα. Ἤθελ᾿ ἀπὸ πρινάρι
τὸ χερουλάτη, τὰ φτερά, τὸν κέρο, τὸ σταβάρι·
ζυγὸ καὶ σπάθη ἀπὸ φτελιά. K᾿ ἤθελ᾿ ἀπὸ ἀγριλίδα
νά ῾ναι χυτὲς οἱ ζεῦλες του. Μόνο ψωμί του, ἐλπίδα
ἤτανε τὸ ζευγάρι του. Μόνη κυρά του ἀφέντρα
στα χέρια του ἡ βουκέντρα.
Γέροντα τὸν ἐλάτρευε πάντα κρυφὰ ἡ Λευκάδα,
τὸν εἶχε πολεμάρχο της, χωρὶς νὰ πάρῃ ἀχνάδα
ξένος κανεὶς τοῦ μυστικοῦ. Κι ὅταν ὁ ζευγολάτης
μέσα σε κόσμο ἐπρόβαινε, μεριάζαν τὰ παιδιά της
κ᾿ ἐπροσκυνοῦσαν ξήσκεπα, τὸν εἶχε βασιλιά του
φτωχός, πανόρφανος λαὸς καὶ τ᾿ ἄσπρα τὰ μαλλιά του
στὸ μέτωπό του ἐλάμπανε τὸ βαρυπληγωμένο
ὡσὰν κορώνα ἀτίμητη, σὰ φλάμπουρο ὑψωμένο.
Πάνου σ᾿ αὐτὸ τὸ εἴδωλο, σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀσπρομάλλη
ἀκράτητη ὅλ᾿ ἡ φράγκικη ὁρμοῦσε ἀνεμοζάλη
κ᾿ ἐκεῖνος μένει ἀσάλευτος σὰ βράχος ποὺ προσμένει
στὰ στήθια του τὰ ὁλόγυμνά τη θάλασσα ὠργισμένη.
[…]
– K᾿ ἐγώ, σκουλήκι ἀγνώριστο, ὁ Τζώρτζης ὁ Γρατζιάνος,
ἀφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, ἄρχοντάς σου.
Αὐτὸ τὸ χῶμα, ποὺ πατῶ, οἱ πέτρες, τὰ νερά σου,
ἥμερο κι ἄγριο κλαρί, τ᾿ ἀγέρι σου, ἡ ψυχή σου,
τὰ ζωντανά σου, τὰ παιδιά, τὸ αἷμα σου, ἡ τιμή σου,
ὅλα δικά μου, μάθε το. Βουνοῦ καὶ λόγγου ἀγρίμι
εἴτ᾿ ἔχει τρίχα, εἴτε φτερό, σιχαμερὸ ψοφήμι,
τὸ διαβατάρικο πουλὶ σ᾿ ἐμὲ μονάχ᾿ ἀνήκει
κι ἀξίζει τὸ κεφάλι σου λαγόπουλο ἢ περδίκι.
Γι᾿ αὐτ᾿ ὅθε θέλω θὰ περνῶ κ᾿ ἐγὼ καὶ τὰ σκυλιά μου,
τίποτε δὲν ὁρίζετε κ᾿ εἶναι κι αὐτὴ σπορά μου.
Κι οὔτ᾿ ἄλλη τύχη ἀξίζετε. Γενιὰ καταραμένη,
δειλή, κακογεράματη, στὸν κόσμο ἀκόμα μένει
γιὰ νὰ πομπεύῃ τὤνομα καὶ τὴν κληρονομιά της!
Καὶ στὰ στερνὰ τὰ λόγια του ἔνοιωσε ὁ ζευγολάτης
ὅτι ἕνα δάκρυ ἐνότιζε τ᾿ ἀσπράδι τοῦ ματιοῦ του
κι ὁλόρθες ἀναδεύοντο οἱ τρίχες τοῦ κορμιοῦ του.
– Ἂν ἐξεράθη τὸ κλαρί, πάντα χλωρὴ εἶν᾿ ἡ ρίζα
καὶ μένει πάντα ζωντανὸ ἢ ρόδι φάγ᾿ ἡ βρίζα
αὐτὸ τὸ βόιδι τὸ μανό, π᾿ ὅσο βαθειὰ ρουχνίζει
τόσο εὔκολα μυγιάζεται κι ἀνεμοστροβιλίζει
καὶ ποὺ τὸ κράζουνε Λαό. Θὰ σπάσῃ τὸ καρίκι
καὶ θὰ προβάλῃ μὲ φτερὰ μία μέρα τὸ σκουλήκι.
Τότε, πουλὶ τὸ σερπετό, ποιὸς ξέρει ποὺ θὰ φτάσῃ!…
– Δεῖξε μου αὐτὸ τὸ λείψανο, ποὺ θὰ βρυκολακιάσῃ.
– Ἐγώ… ὁ φτωχός, ὁ Φωτεινός, ὁ γέρος, ὁ ξεσκλιάρης,
ποὺ ρίχνω ἐδῶ τὸ σπόρο μου γιὰ νὰ μοῦ τόνε πάρῃς,
ἐγώ, ποὺ μὲ τὸν ἵδρωτα τὰ χώματα ζυμώνω
γιὰ νὰ τρώγῃ ἄλλος τὸ ψωμί, ποὺ τρέχω καὶ κεντρώνω
τὴν ἀγριλίδα τοῦ βουνοῦ καὶ ποὺ δὲν ἔχω λάδι
ν᾿ ἀνάφτω τὸ καντῆλι μου καὶ ζῶ μέσα στὸν ᾅδη·
ἐγώ, ποὺ μὲ τὰ νύχια μου ἀναποδογυρίζω
τὸ λόγγο καὶ τὰ ριζιμιά, γιὰ νὰ σᾶς τὰ στολίσω
μὲ κλήματα, ποὺ δὲν τρυγῶ καὶ ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω
λίγο κρασὶ κεφαλιακό, τὴ γλῶσσα μου νὰ βρέχω·
ἐγ᾿ ὁ φτωχὸς ὁ μυλωνᾶς, ποὺ ζῶ σ᾿ αἰώνια ζάλη
καὶ παίρνω κέρδος, πληρωμή, προσφάγι τὴν πασπάλη,
ποὺ δὲν ὁρίζω τὸ παιδί, ποὺ πάντα ζῶ μὲ τρόμο
καὶ ποὺ δὲν βρίσκω ἐδῶ στὴ γῆ γιὰ νὰ μὲ κρίνῃ νόμο·
αὐτός, αὐτὸς εἶν᾿ ὁ Λαός. Τ᾿ ἄψυχο τὸ κουφάρι
αὐτό ῾ναι τὸ καματερό, τὸ ψόφιο τὸ κριάρι…
Μὴ ρίξῃς ἄλλο φόρτωμα στὴν ἔρμη του τὴν πλάτη…
– Συμμάζωξε τὴ γλῶσσα σου τὴ φιδινή, χωριάτη,
μὴ μοῦ ξανάφτης τὴ χολή. Γονάτισε ἐμπροστά μου
καὶ ζήτησε συγχώρεση γιὰ τὰ λαγωνικά μου…
Δὲ θές, ἀντάρτη, δὲν ἀκοῦς;…
– Kαλύτερα τὸ βρόχο
παρὰ τὰ γόνατα στὴ γῆ… Ἄρα-κατάρα τὤχω…
Θά ῾φιναν λάκκωμα βαθὺ καὶ θά ῾ταν μέγα κρῖμα,
τιμὴ νὰ θάψω κι ὄνομα μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ μνῆμα.
– Τώρα θὰ ἰδῇς, παλληκαρᾶ… Ἀκοῦστε με, συντρόφοι,
καὶ μὴ θυμῶστε ἂν λυπηθῶ αὐτὸν τὸν ἄγριον ὄφι…
Νὰ μᾶς πλερώσῃ τὰ σκυλιὰ μὲ τὰ καματερά του,
καὶ γιὰ τὴν τόλμη πὤλαβαν τὰ πέντε δάχτυλά του
νὰ σφεντονίσουν κατ᾿ ἐμᾶς, ἐκεῖ στὸ χερουλάτη
νὰ συντριφτοῦν μὲ τὸ σφυρί… Σ᾿ ἀρέσει, ζευγολάτη;
Καὶ δυὸ σκιάδες πάραυτα ὠρμήσανε κι ἁρπάξαν
τὰ βόιδια πού ῾ταν στὸ ζυγό. Δυὸ ἄλλοι τὸν ἀδράξαν
κ᾿ ἐδέσανε τὸ χέρι του στὸ φοβερὸ χερούλι
μὲ τὴ σφεντόνα πωὕρανε. Ὕστερα μὲ τὴ σκούλη,
ἀρχίσαν, τοῦ κοντόσπαθου, ἀργὰ νὰ πελεκᾶνε
τ᾿ ἀντρειωμένα δάχτυλα καὶ νὰ περιγελᾶνε.
Ὅλο τ᾿ ἀλέτρι ἐβάφηκε· τὸ μαῦρο τὸ παιδί του
στὸ χῶμα δίπλα ἐμούγκριζε, σὰν νά ῾βγαινε ἡ ψυχή του.
K᾿ ἐκειὸς ὁ γέρο δράκοντας χωρὶς οὔτε ν᾿ ἀχνίσῃ
ἐκύτταζε τὸ αἷμα του ποὺ πότιζε σὰ βρύση
τὴ γῆ του τὴν ταλαίπωρη, καὶ μέσα στὴν καρδιά του
μὲ μιᾶς ἀστράφτουν τὰ παληὰ τ᾿ ἀνδραγαθήματά του,
κ᾿ ἐσπιθοβόλησε στὸ νοῦ χρυσόφτερ᾿ ἡ ἐλπίδα
μὲ τὴ δική του ἐκδίκηση νὰ σώσῃ τὴν πατρίδα.
Τὸ Φραγκολόγι ἐσκόρπισε βουβὸ κ᾿ ἐντροπιασμένο
κι ἀφίνει ἐκεῖ τὸ Φωτεινὸ στ᾿ ἀλέτρι του δεμένο.

Ετικέτες: ······

Δεν υπάρχουν σχόλια μέχρι τώρα ↓

Δεν υπάρχουν σχόλια ακόμη.

Αφήστε μια απάντηση