Διάσημος Δομινικανός φιλόσοφος και θεολόγος (1224 /5-1274), που σχετίστηκε προς την Κύπρο με δυο τρόπους:
α) Με τη συγγραφή για έναν από τους Κυπρίους Λουζινιανούς βασιλιάδες του ημιτελούς έργου του Περί Βασιλείας, ή De Regno (ή De Regimine Principum), πιθανώς με την εισήγηση Δομινικανών αδελφών που ζούσαν στην Κύπρο ή στους Αγίους Τόπους, την Provincia Terrae Sanctae, της οποίας η έδρα ήταν στη Λευκωσία. Ο Ούγος Β’ ο Λουζινιανός βασιλιάς της Κύπρου (1253-1267) τάφηκε στη μονή του Αγίου Δομινίκου στη Λευκωσία, μόνος από τους Λουζινιανούς, πράγμα που δείχνει τις φιλικές σχέσεις του προς το Τάγμα. Το έργο γράφτηκε γύρω στα 1265-1266, πιθανώς σαν προσφώνηση και διδασκαλία στον νεαρό και ανήλικο Ούγο Β’, κατά μερικούς σαν κήρυγμα κατά της αναρχίας που τότε κυριαρχούσε στην Κύπρο, όπου οι βαρόνοι της Άνω Βουλής δεν υπάκουαν στον αντιβασιλέα και στον αρχιεπίσκοπο, επομένως κήρυγμα υπέρ της νέας τότε ακόμη θεωρίας του Θωμά υπέρ της απόλυτης μοναρχίας, και κατά της αναμείξεως των ευγενών στη διακυβέρνηση του τόπου. Κατ’ άλλους, το έργο του Θωμά γράφτηκε για τον Ούγο Γ’ (1267-1284), αυτό όμως απορρίπτεται από το επιχείρημα ότι ο Θωμάς, υπήκοος του Καρόλου του Ανδηγαυικού, που διεκδικούσε τον θρόνο της Ιερουσαλήμ, δεν θα μπορούσε να απευθύνει έργο του σε αντίπαλο του Καρόλου όπως ο Ούγος Γ’. Εξ άλλου η ημιτελής μορφή του De Regno εξηγείται από τον πρόωρο θάνατο του αποδέκτη του, Ούγου Β’. Ούτε τέτοιο έργο μπορούσε να γραφτεί για ώριμο άνδρα όπως ο Ούγος Γ’ (Hill και Mas Latrie). Κατά τον Eschmann, δεν αποκλείεται το έργο να γράφτηκε από τον Θωμά ως ανταπόδοση για υπηρεσίες που του προσφέρθηκαν, ή ως διακριτική υποκίνηση για προσφορά υπηρεσιών από τον αποδέκτη του, με στόχο την κινητοποίηση του Ούγου Β’ για τη σωτηρία των Αγίων Τόπων. Μεταξύ άλλων ο Θωμάς υπενθυμίζει στον Ούγο τη σχέση πολιτισμένης ζωής και κλίματος, ιατρικής και πολιτικής, ομιλεί με δυσφορία για τους εμπόρους, που τότε με τις μεταξύ των έριδες είχαν καταστρέψει την ενότητα των Χριστιανών στη Συρία, και δεν τάσσεται υπέρ της απόλυτης μοναρχίας, αλλά υπέρ της μεικτής διακυβέρνησης, δηλαδή της ισορροπίας δικαιωμάτων βασιλιά και ευγενών, που σημαίνει ελεγχόμενη μοναρχία, όπως και στην Summa Theologiae του, και όπως προνοούσαν οι Ασσίζες του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, ο καταστατικός χάρτης του βασιλείου της Κύπρου, και ο περίφημος Κύπριος νομομαθής Ιωάννης Ιβελίνος (Ντ’ Ιμπελέν), κόμης της Γιάφφα, συγγραφέας του γνωστού Le Livre de Jean d’ Ibelin, συγχρόνου προς το De Regno. Οπωσδήποτε το ενδιαφέρον του Θωμά για την Κύπρο δείχνει τη σημασία της για τον χριστιανικό κόσμο της Δύσης, αν και δεν φαίνεται να ισχύει απόλυτα η γνώμη του Hill ότι «ο θρόνος της ήταν πειραματικός σταθμός στον οποίο δοκιμάζονταν αρχές που συλλάμβαναν οι πιο δραστήριοι διανοητές της εποχής» (II, σ. 158).
β) Η άλλη σχέση του Θωμά Ακινάτη με την Κύπρο ήταν η οικοδόμηση από τον Δομινικανό Λατίνο αρχιεπίσκοπο Κύπρου Giovanni del Conte παρεκκλησίου στα νότια της Αγίας Σοφίας (λατινικού καθεδρικού ναού της Λευκωσίας), το οποίο ήταν αφιερωμένο στον Θωμά, το καύχημα των Δομινικανών. Ακόμη μετά 250 χρόνια οι τοίχοι του ήταν κατάγραφοι με ωραίες τοιχογραφίες που εικόνιζαν σκηνές από τη ζωή του αγίου Θωμά και στην αγία τράπεζα βρισκόταν χρυσή πινακίδα που περιείχε τις πράξεις του.