ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Η πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Οθωμανούς Τούρκους σηματοδότησε το τέλος του Μεσαίωνα, και για την Κύπρο τη μετάβαση από τους αυστηρά φεουδαρχικούς Φράγκους στην κραταιά Βενετική αυτοκρατορία, σε μια εποχή που οι Οθωμανοί Τούρκοι άρχιζαν να απειλούν τη δυτική και την ανατολική Ευρώπη, αφού είχαν ήδη κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας και των Βαλκανίων.

 

Βενετοκρατία (1489–1571)

Η βενετική εμπορική και πολιτική πίεση αποδείχθηκε ισχυρότερη τόσο από τη θνήσκουσα δυναστεία των Λουζινιάν όσο και από τους ανταγωνιστές Γενοβέζους και Πιζανούς (η Γένοβα είχε θέσει μάλιστα υπό τον έλεγχό της την Αμμόχωστο για κάποια χρόνια). Οι πανούργοι Βενετοί φρόντισαν ώστε μία Βενετή ευγενής, η Αικατερίνη Κορνάρο, να παντρευτεί τον Ιάκωβο Β΄ των Λουζινιάν. Σε περίπτωση που αυτός πέθαινε άτεκνος, η Κύπρος θα περνούσε στην κυριότητα της Βενετίας. Γεννήθηκε ένας γιος, αλλά πέθανε σε βρεφική ηλικία, και η Κύπρος περιήλθε υπό τον έλεγχο της Βενετίας, η οποία έθεσε τελικά το νησί υπό την κατοχή της όταν η Αικατερίνη παραιτήθηκε το 1489. Όταν η Βενετία ανέλαβε επίσημα τον έλεγχο της Κύπρου, μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας βρισκόταν ήδη υπό οθωμανική κατοχή για περίπου εκατό χρόνια. Η άμυνα της ανατολικής Μεσογείου είχε περάσει από το Βυζάντιο στη Βενετία, και, εξαιτίας της οθωμανικής απειλής, η Βενετία επένδυσε πάρα πολλά στην οχύρωση της Κύπρου, η οποία έγινε ένα από τα πιο σημαντικά χριστιανικά προπύργια στην ανατολική Μεσόγειο, ιδίως αφότου οι Οθωμανοί κατέλαβαν τη Ρόδο και τη Χίο από τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη και τη Γένοβα αντίστοιχα. Αν και κατά τη βενετοκρατία οι κάτοικοι του νησιού ήταν αναγκασμένοι να υπομένουν αρκετές οικονομικές κακουχίες, οι συνθήκες ωστόσο ήταν αρκετά καλές ώστε να οδηγήσουν στον διπλασιασμό του πληθυσμού του νησιού, ενώ, όπως συνέβαινε και στην Κρήτη και τα Ιόνια νησιά, απολάμβανε σταθερότητα, που διαταράχθηκε μόνο από μία οθωμανική επιδρομή στη Λεμεσό και μία αυταρχική απόπειρα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας να επιβάλει το δικό της θεολογικό δόγμα στους ορθόδοξους χριστιανούς. Καθώς προχωρούσε ο δέκατος έκτος αιώνας, οι Οθωμανοί συνέχισαν την επέκτασή τους προς τα δυτικά και ήταν πια θέμα χρόνου να προβούν σε μαζική επίθεση κατά της Κύπρου. η ατμόσφαιρα στην καλά οχυρωμένη Αμμόχωστο θα πρέπει να ήταν ανάλογη μ’ εκείνην στην Κωνσταντινούπολη κατά τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το 1570 η Λευκωσία έπεσε μετά από πολιορκία έξι εβδομάδων, με τους υπερασπιστές της να σφαγιάζονται. Η επόμενη χρονιά σημάδεψε την τελική μετάβαση της Κύπρου από τη χριστιανική ευρωπαϊκή στη μουσουλμανική ασιατική εξουσία: μετά από πολιορκία ενός χρόνου, ο διοικητής της φρουράς της Αμμοχώστου, ο Βραγαδίνος, συμφώνησε να παραδώσει την πόλη υπό τον όρο ότι οι άνδρες της φρουράς του θα ήταν ελεύθεροι να φύγουν. Η συμφωνία όμως δεν τηρήθηκε, και οι Οθωμανοί Τούρκοι σκότωσαν τη φρουρά και έκοψαν τη μύτη και τα αυτιά του Βραγαδίνου, για να τον γδάρουν ζωντανό δύο εβδομάδες αργότερα. Η ιταλική επιρροή και διοίκηση ωστόσο κληροδότησε μία εμπορική και πνευματική κυπριακή διασπορά, ιδιαίτερα στη Βενετία και στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας.

 

Οθωμανική κυριαρχία (1571–1878)

Οι Οθωμανοί, που διατήρησαν υπό τον έλεγχό τους την Κύπρο για τριακόσια επτά χρόνια, καθιέρωσαν δύο μέτρα, που επρόκειτο να έχουν μακροπρόθεσμη επίδραση, το ένα θετική και το άλλο αρνητική. Πρώτον, εισήγαγαν το σύστημα του μιλετίου στην Κύπρο (όπως και αλλού), που επέτρεψε στην Εκκλησία της Κύπρου να διοικεί μόνη της τις υποθέσεις της και που έθεσε τέλος στη συνεχή πίεση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στη χριστιανική Ορθοδοξία. Πράγματι, στο τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας, η Εκκλησία της Κύπρου ήταν, κατά έναν τρόπο, σε ισχυρότερη θέση απ’ όσο είχε υπάρξει για εκατοντάδες χρόνια. Ωστόσο, καθώς η Οθωμανική αυτοκρατορία παρήκμαζε και έχανε δύναμη, η διοίκησή της στην Κύπρο γινόταν βάρβαρη και διεφθαρμένη. Το δεύτερο μέτρο ήταν η εγκατάσταση χιλιάδων Οθωμανών Τούρκων στο νησί. Μεταξύ αυτών ήταν πολλοί γενίτσαροι (από το γενί τσερί = νέος στρατιώτης), η επίλεκτη φρουρά του σουλτάνου, πολλοί από τους οποίους ήταν Έλληνες και Σλάβοι που είχαν αρπαγεί από μικρά παιδιά, είχαν προσηλυτιστεί και είχαν υποβληθεί σε εντατική στρατιωτική εκπαίδευση. Επομένως, ο αρχικός μουσουλμανικός πληθυσμός της Κύπρου δεν είναι αποκλειστικά τουρκικής καταγωγής. Επιπλέον, ένας μικρός αριθμός ορθόδοξων και ρωμαιοκαθολικών χριστιανών λέγεται ότι είχαν προσηλυτιστεί στη μουσουλμανική θρησκεία για να αποφύγουν την υψηλή φορολόγηση και την υποβαθμισμένη κοινωνική θέση του ραγιά. Βίαιοι εξισλαμισμοί ακολούθησαν την ελληνική Επανάσταση του 1821. Ορισμένοι έχουν επισημάνει κάποια αναλογία ανάμεσα στην Ιρλανδία και την Κύπρο, καθώς περίπου τον ίδιο καιρό, όταν η δημογραφική ισορροπία της Κύπρου μεταβαλλόταν, Σκωτσέζοι και άλλοι προτεστάντες εισέρχονταν στη ρωμαιοκαθολική Ιρλανδία. Η κύρια ομοιότητα που μπορεί να εντοπιστεί είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις η δημογραφική μεθόδευση επρόκειτο να εξελιχθεί σε σοβαρό πρόβλημα τα κατοπινά χρόνια, και το πρόβλημα αυτό υπάρχει μέχρι και σήμερα.

Η οθωμανική περίοδος ήταν σχετικά ομαλή, εκτός από περιστασιακές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, συνήθως για την υψηλή φορολόγηση που επέβαλλαν οι Οθωμανοί. Κάποια περιστατικά πρέπει να αναφερθούν, καθώς καταδεικνύουν τόσο την ελκυστικότητα της Κύπρου ως στρατηγικής σημασίας κτήσης, όσο και τις επιπτώσεις της βαριάς φορολογίας. Το 1605, ο Δούκας της Σαβοΐας προέβαλε διεκδικήσεις επί της Κύπρου μέσω της δυναστικής του σχέσης με την Αικατερίνη Κορνάρο, και πραγματοποίησε εισβολή. Οι δυνάμεις του κατατροπώθηκαν. Το 1765, ο Μέγας Βεζύρης στην Κωνσταντινούπολη ουσιαστικά συμφώνησε με τα ελληνικά επιχειρήματα ότι ο Οθωμανός διοικητής της Κύπρου, Τσιλ Οσμάν, επέβαλλε υπερβολικά υψηλή φορολογία. Όταν ο τελευταίος θεωρήθηκε ύποπτος ότι επιχείρησε να σκοτώσει (κανονίζοντας να καταρρεύσει ένα πάτωμα) αυτούς που είχαν προσκληθεί για να ακούσουν τη διακήρυξη του Βεζύρη για μείωση των φόρων, χριστιανοί και μουσουλμάνοι από κοινού τον έκαναν κομμάτια. Μία εξέγερση το 1804 ήταν λιγότερο ξεκάθαρη περίπτωση και έχει παρομοιαστεί με επανάσταση. Τα γαλλικά, τα βρετανικά και τα ρωσικά συμφέροντα αλληλοσυγκρούονταν στην ανατολική Μεσόγειο. Οι Ρώσοι είχαν αυξήσει δραματικά την επιρροή τους στην Οθωμανική αυτοκρατορία με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζί το 1774, σύμφωνα με την οποία η Ρωσία είχε αναγνωριστεί ως προστάτης των ορθόδοξων χριστιανών. Ο Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος, ο δραγομάνος (ένα είδος διαμεσολαβητή μεταξύ του υποτελούς πληθυσμού και του σουλτάνου), απέκτησε μεγάλη δύναμη με το να διοριστεί ισόβια στο αξίωμα αυτό από τον σουλτάνο. Η Γαλλία του Ναπολέοντα, ανησυχώντας για την υποτιθέμενη φιλορωσική πολιτική του δραγομάνου, υποδαύλισε τις εντάσεις, κι έτσι πραγματοποιήθηκε εξέγερση εναντίον τόσο του δραγομάνου όσο και του Αρχιεπισκόπου (που συνεργαζόταν στενά με τον πρώτο). Όταν ο δραγομάνος έπεισε τον σουλτάνο να καταστείλει την εξέγερση, η Γαλλία άσκησε έντονες πιέσεις στον σουλτάνο για να κάνει στροφή 180 μοιρών, με κατάληξη την εκτέλεση του δραγομάνου. Όλη αυτή η μπερδεμένη υπόθεση ήταν το αποτέλεσμα της ιδιοτελούς πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων σε μία εποχή που η Οθωμανική αυτοκρατορία άρχιζε σιγά-σιγά να παρακμάζει. Ορισμένες αναλογίες μπορούν να εντοπιστούν και με την εποχή μας, τουλάχιστον στο επίπεδο των συμφερόντων που κάποιες ξένες δυνάμεις διατηρούν στην Κύπρο.

 

Ελληνική Ανεξαρτησία

Όπως και το 1804, το 1821 επρόκειτο να αποδειχθεί ακόμα πιο σημαντική χρονιά, στο ότι τα εθνικιστικά κινήματα που μπήκαν σε κίνηση από τη Γαλλική Επανάσταση και τα οποία είχε εκμεταλλευτεί έξυπνα ο Ναπολέων Βοναπάρτης, έβρισκαν τώρα έκφραση στα Βαλκάνια και στον ελληνικό κόσμο, σε περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο είτε της Οθωμανικής είτε της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, οι οποίες είχαν έρθει πλέον σε συμβιβασμό για να ελέγχουν η καθεμιά την επικράτειά της, με βρετανική υποστήριξη. Η Εκκλησία της Κύπρου εύλογα ήταν απρόθυμη να προσφέρει ανοιχτή υποστήριξη στους Έλληνες, με τους Οθωμανούς τόσο καλά εδραιωμένους στην Κύπρο και όντας τόσο πιο κοντά στην Ανατολία παρά στην ηπειρωτική Ελλάδα. Με την υποψία ότι γίνονταν συγκεκαλυμμένες προσπάθειες υποκίνησης των Ελλήνων της Κύπρου να επαναστατήσουν κατά των Οθωμανών, ο σουλτάνος έστειλε ενισχύσεις στην Κύπρο και ενέκρινε την εκτέλεση σχεδόν πεντακοσίων δημογερόντων. Ο Αρχιεπίσκοπος και ένας αριθμός ηγετικών εκκλησιαστικών μορφών απαγχονίστηκαν ή αποκεφαλίστηκαν, για να ακολουθήσει ένας ακόμη γύρος εκτελέσεων. Κατά τη διάρκεια του αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας, ακόμα κι εκείνα τα μέρη του ελληνικού κόσμου, όπως η Κύπρος, που βρίσκονταν πολύ μακριά από την ηπειρωτική Ελλάδα κι επομένως δεν είχαν ελπίδες να νικήσουν τους Οθωμανούς, δεν κατάφεραν να μείνουν αλώβητα, και πραγματοποιήθηκαν διάφορες σφαγές, όπως εκείνη της Χίου, που απεικονίστηκε στον περίφημο πίνακα από τον Ντελακρουά, και τόσο πολύ εξόργισε την κοινή γνώμη στην Ευρώπη. Εν πάση περιπτώσει, η Κύπρος, όπως και άλλα νησιά, έγινε τμήμα της Μεγάλης Ιδέας, ο σκοπός της οποίας ήταν να ενώσει όλους τους Έλληνες σε ένα κράτος. Όταν οι Οθωμανοί παρέδωσαν τη διοίκηση της Κύπρου, άφησαν πίσω τους μία ισχυρή Εκκλησία που επρόκειτο να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στο αίτημα για ανεξαρτησία από τους νέους κυρίαρχους και στο κίνημα για ένωση με την Ελλάδα.

 

Βρετανική κυριαρχία (1878–1960)

Όπως τόσο συχνά κατά το παρελθόν, οι αντιπαλότητες και οι στρατηγικές φιλοδοξίες των μεγάλων δυνάμεων ήταν αυτές που οδήγησαν την Κύπρο να αλλάξει χέρια για ακόμα μία φορά. Το βασικό κίνητρο της Βρετανίας για να αποκτήσει το νησί το 1878 ήταν η επιθυμία της να αναχαιτίσει τη ρωσική επιρροή στη Μεσόγειο και να προστατέψει το πέρασμά της προς την Ινδία. σύμφωνα με τον διακεκριμένο ιστορικό Α.Τζ.Π. Τέυλορ [A.J.P. Taylor], η Κύπρος αποκτήθηκε για «ορμητήριο (place d’armes) και για να επιτηρεί μία ασταθή Ανατολία». Σε αντίθεση με την οθωμανική κατάκτηση το 1571, η ανάληψη της διοίκησης από τους Βρετανούς ήταν στην ουσία μία ομαλή και παρασκηνιακή επιχείρηση, η οποία εξόργισε ιδιαίτερα τη Γαλλία, που και η ίδια είχε βλέψεις στην Κύπρο. Η Βρετανία, και για την ακρίβεια ο πρωθυπουργός της, Μπέντζαμιν Ντισραέλι, ανησυχούσε για τη ρωσική νίκη επί των Οθωμανών το 1877, η οποία ενίσχυσε τη ρωσική επιρροή στην ανατολική Μεσόγειο, ιδίως με τη δημιουργία μίας μεγάλης ανεξάρτητης και φιλορωσικής Βουλγαρίας. Έτσι, στο Συνέδριο του Βερολίνου την επόμενη χρονιά, όπου οι Βρετανοί προσπάθησαν να αποδυναμώσουν τη ρωσική επιρροή, υπέγραψαν μία μυστική συμφωνία με τους Οθωμανούς, με την οποία θα εκμίσθωναν την Κύπρο από τους Οθωμανούς, σε αντάλλαγμα της προστασίας των τελευταίων από τη Ρωσία. Αντί να πληρώσει τους Οθωμανούς, ωστόσο, η Βρετανία απλώς διέγραψε μέρος των χρεών της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Όταν ο Βρετανός διοικητής Γούλσυ έφτασε στις 22 Ιουλίου 1878 για να αναλάβει την διακυβέρνηση του νησιού, ο Επίσκοπος Κιτίου στην ομιλία υποδοχής του αναφέρθηκε στο ότι οι Βρετανοί είχαν παραχωρήσει τα Ιόνια νησιά στην Ελλάδα (περίπου δεκατέσσερα χρόνια νωρίτερα), θέτοντας έτσι τον στόχο για ένωση με την Ελλάδα. Η βρετανική διοίκηση παραχώρησε στον τοπικό πληθυσμό μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας απ’ όσο απολάμβανε προηγουμένως, με τη μορφή ενός Νομοθετικού Συμβουλίου αποτελούμενου από ορθόδοξους χριστιανούς, Βρετανούς αξιωματούχους και μουσουλμάνους. Οι μουσουλμάνοι και οι Βρετανοί αξιωματούχοι εξισορροπούσαν τους ορθόδοξους χριστιανούς, με τη βαρύνουσα ψήφο να ανήκει στον Βρετανό ύπατο αρμοστή. Αυτό ήταν κάποιες φορές εξοργιστικό για το ορθόδοξο τμήμα του πληθυσμού, καθώς οι επιθυμίες τους μπορούσαν να ανατραπούν από μία μειοψηφία του 18 τοις εκατό του πληθυσμού, με την υποστήριξη της αποικιακής δύναμης. Το 1914, μετά την είσοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με το μέρος της Γερμανίας, η Βρετανία προσάρτησε την Κύπρο, και κατόπιν την πρόσφερε στην Ελλάδα, υπό τον όρο ότι η τελευταία θα λάβει μέρος στον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Μέχρι να μπει η Ελλάδα στον πόλεμο το 1917 (μετά την επικράτηση των βενιζελικών σε βάρος της κυβέρνησης του Βασιλιά), η προσφορά είχε αποσυρθεί. Σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923, η νέα Δημοκρατία της Τουρκίας παραχώρησε την Κύπρο στη Βρετανία και παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα σε περιοχές που βρίσκονταν προηγουμένως στην κυριότητά της. Το 1925, η Βρετανία ανακήρυξε την Κύπρο Αποικία του Στέμματος. Η μοίρα της Κύπρου μπορεί να αντιπαραβληθεί μ’ εκείνην της Κρήτης, η οποία είχε τεθεί υπό την προστασία των Δυνάμεων το 1897, για να ενσωματωθεί στην Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Με δεδομένες τις περιπτώσεις των Ιονίων Νήσων και της Κρήτης, δεν προξενεί ιδιαίτερη έκπληξη ότι υπήρξε κίνημα για ένωση με την Ελλάδα, καθώς επίσης και αναβρασμός, ο οποίος κορυφώθηκε το 1931, όταν ένας Τουρκοκύπριος, μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου, συντάχθηκε με τους Ελληνοκύπριους ψηφίζοντας κατά των βρετανικών φορολογικών μέτρων. Όταν το Λονδίνο αγνόησε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, σημειώθηκαν ταραχές, πυρπολήθηκε το Κυβερνείο και ανακλήθηκε το σύνταγμα, χωρίς ποτέ να επανέλθει σε ισχύ.

 

Το απελευθερωτικό κίνημα

Με δεδομένη τη συντριπτική πληθυσμιακή υπεροχή των Κυπρίων ελληνικής καταγωγής και πολιτισμού, σε συνδυασμό με την ισχύ και πίεση της Εκκλησίας της Κύπρου, ένα κίνημα για απελευθέρωση και ένωση με την Ελλάδα ήταν φυσικό αλλά και αναπόφευκτο να εμφανιστεί, αν και το βρετανικό Υπουργείο Αποικιών επιχείρησε να υποβαθμίσει το ζήτημα. Κάποιες ενθαρρυντικές δηλώ[1]σεις είχαν γίνει ακόμη και από τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος είχε πει το 1907 πως ήταν λογικό οι ελληνικής καταγωγής Κύπριοι να θεωρούν την ενσω[1]μάτωσή τους με εκείνο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μητρική τους χώρα ως ένα ιδανικό που πρέπει να διαφυλάσσουν με επιμονή, αφοσίωση και θέρμη. Η περίπτωση των νησιών του Ιονίου και της Κρήτης λειτουργούσε ως διαρκής υπενθύμιση. Στην περίπτωση της τελευταίας, η μουσουλμανική μειονότητα στάλθηκε στην Τουρκία με διεθνή συμφωνία. Η συνθήκη της Λωζάνης ωστόσο είχε θέσει τέλος σε ιδέες περί επέκτασης της Ελλάδας. Μετά τις ταραχές του 1931, η αυστηρότερη βρετανική διακυβέρνηση, σε συνδυασμό με τη φιλοβρετανική πολιτική του Έλληνα πρωθυπουργού Βενιζέλου και τη συνθήκη φιλίας με την Τουρκία, οδήγησε το κίνημα της ένωσης να δρα μυστικά, αν και κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισαν και πάλι να ακούγονται αιτήματα για ένωση. Όταν τα Δωδεκάνησα δόθηκαν στην Ελλάδα το 1947, τα αιτήματα αυτά εντάθηκαν, ενισχυόμενα από την αποχώρηση των Βρετανών από την Παλαιστίνη και την επικείμενη αποχώρησή τους από την Ινδία. Ακόμη και το Υπουργείο Εξωτερικών στο Λονδίνο, πιο αμφιταλαντευόμενο σχετικά με την Κύπρο από το Υπουργείο Αποικιών, το οποίο ήταν αρμόδιο, απέρριψε την πιθανότητα ένωσης, σε ανώτατο επίπεδο. Κάποιος αξιωματούχος υποστήριξε ότι η ένωση θα ισχυροποιούσε την Ελλάδα στον εμφύλιο πόλεμό της, ενώ κάποιος άλλος ισχυρίστηκε ότι οι κομμουνιστές θα μπορούσαν να έχουν καταλάβει την εξουσία στην Ελλάδα μέχρι τα Χριστούγεννα του 1947, και ότι επομένως η Κύπρος έπρεπε να παραμείνει βρετανική. Αυτός ο τελευταίος τρόπος σκέψης επικράτησε (αν και η κομμουνιστική απειλή είχε μεγαλοποιηθεί), αλλά τα αιτήματα για ένωση γίνονταν όλο και πιο ηχηρά, ενώ και οι ελληνοβρετανικές σχέσεις επιδεινώθηκαν.

Το 1950, η Εκκλησία της Κύπρου διοργάνωσε δημοψήφισμα μεταξύ των ελληνορθόδοξων Κυπρίων για την ένωση, με 96 τοις εκατό να ψηφίζουν υπέρ. Η ελληνική κυβέρνηση ασχολούνταν με το ζήτημα σε διμερές επίπεδο, με τη Βρετανία, αλλά μετά την άρνηση του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Ήντεν ακόμη και να συζητήσει με την Ελλάδα την αυτο[1]διάθεση της Κύπρου, η υπόθεση έφτασε σε κρίσιμο σημείο, και η ελληνική κυβέρνηση έφερε το ζήτημα στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Στο μεταξύ, ο χαρισματικός επίσκοπος Κιτίου, ο μελλοντικός πρόεδρος, έγινε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, και ανέλαβε την πολιτική ηγεσία του αντιαποικιακού αγώνα. Ο συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας, Έλληνας αξιωματικός κυπριακής καταγωγής, ξεκίνησε ανταρτοπόλεμο και τέθηκε επικεφαλής του με την ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) την 1η Απριλίου 1955, για να φύγουν οι Βρετανοί και να επιτευχθεί η ένωση. Για να περιπλακεί περαιτέρω η υπόθεση, η Βρετανία βρισκόταν στη διαδικασία μεταφοράς των επιχειρήσεων ηλεκτρονικής παρακολούθησης της Μέσης Ανατολής από το Σουέζ στην Κύπρο. Η αντίδραση της Βρετανίας στον απελευθερωτικό αγώνα ήταν να συνεργαστεί μυστικά με τους Τουρκοκύπριους και την τουρκική κυβέρνηση, βοηθώντας την τελευταία να τελειοποιήσει την προπαγάνδα της. Καθώς ο αγώνας εντεινόταν, η Βρετανία αποφάσισε ότι ένας καλός τρόπος για να μείνει το θέμα εκτός Ηνωμένων Εθνών ήταν να συγκληθεί τριμερής διάσκεψη (Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας) όπου θα συζητούνταν «πολιτικά και αμυντικά ζητήματα, αφορώντα την ανατολική Μεσόγειο, περιλαμβανομένου και εκείνου της Κύπρου». Η περιγραφή αυτή ήταν μάλλον μη κυριολεκτική, καθώς η διάσκεψη ήταν ουσιαστικά για την Κύπρο. ήταν όμως ένας τρόπος να εμπλακεί και πάλι η Τουρκία στην Κύπρο, σε αντίθεση με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Η Τουρκία αποδέχθηκε με προθυμία την πρόσκληση στη διάσκεψη, ενώ η Ελλάδα δικαιολογημένα αμφιταλαντεύτηκε, αποδεχόμενη μόλις στις 5 Ιουλίου, τρεις μέρες μετά την αποδοχή της Τουρκίας, προφανώς με την πεποίθηση ότι η Τουρκία θα προσκαλούνταν απλώς με την ιδιότητα του παρατηρητή. Η παρασκηνιακή πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική από αυτό που είχε παρουσιαστεί. Πρώτον, το κίνητρο της Βρετανίας ήταν να διχάσει τους Έλληνες και τους Τούρκους, και δεύτερον, να εξασφαλίσει μ’ αυτόν τον τρόπο την αποτυχία της διάσκεψης, ώστε να παραμείνει η εξουσία στα χέρια της Βρετανίας.

 

Τα συνεπακόλουθα

Η διάσκεψη κατέρρευσε σύντομα, όπως περίμενε η βρετανική κυβέρνηση, ενώ στην Τουρκία ξέσπασαν κάποιες καλά συντονισμένες ταραχές εναντίον της εκεί ελληνικής μειονότητας, μετά από μία μυστηριώδη έκρηξη βόμβας στο τουρκικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη. Ούτε η αστυνομία ούτε ο στρατός δεν έκαναν την παραμικρή προσπάθεια να προστατεύσουν τις περιουσίες και να αποτρέψουν τις λεηλασίες. Το γεγονός αυτό σηματοδότησε το τέλος των ψυχρών αλλά πάντως αρκετά ομαλών ελληνοτουρκικών σχέσεων που υπήρχαν από το 1930, και την αφετηρία της εξόδου τόσο Ελλήνων πολιτών από την Τουρκία όσο και Τούρκων πολιτών ελληνικής καταγωγής από την Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο, φυγής που επρόκειτο να επιταχυνθεί δραματικά εννιά χρόνια αργότερα, όπως θα δούμε παρακάτω. Καθώς συνεχιζόταν ο αντιαποικιακός αγώνας για την απελευθέρωση της Κύπρου, η Βρετανία συνεργαζόταν μυστικά με τις τουρκικές αρχές, ενθαρρύνοντάς τες να απαιτήσουν διχοτόμηση. Η Τουρκία δημιούργησε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 την παραστρατιωτική Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης (Turkish Defense Organization – TMT) για να ελέγξει την τουρκοκυπριακή κοινότητα και την ηγεσία της, και για να προωθήσει την διχοτομική πολιτική της στο νησί. Η ΤΜΤ υποκίνησε ταραχές εναντίον Ελληνοκυπρίων κατά τη διάρκεια του αντιαποικιακού αγώνα και μετά την ανεξαρτησία. Ήταν επίσης υπεύθυνη για δολοφονίες μετριοπαθών Τουρκοκυπρίων που ήταν αντίθετοι με τους διχοτομικούς της σχεδιασμούς.

Οι Βρετανοί συζήτησαν διάφορες προτάσεις με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, με το «Σχέδιο Μακμίλλαν» να είναι από τις πλέον γνωστές. Το σχέδιο αυτό θα οδηγούσε στη διαίρεση του νησιού ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους για εφτά χρόνια, που θα ακολουθείτο από συγκυριαρχία της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Μόνο η Τουρκία αποδέχθηκε το σχέδιο, κάτι που επέτρεψε στη Βρετανία να συνεχίσει την πίεση: η Βρετανία είχε ήδη εξορίσει, στις 9 Μαρτίου 1956, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τρεις στενούς συνεργάτες του στις Σεϋχέλλες. Η απελευθέρωσή του ήρθε μετά από αμερικανικές πιέσεις έναν χρόνο αργότερα, χωρίς όμως να του επιτραπεί να επιστρέψει στην Κύπρο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ανησυχώντας για την ένταση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, συμμαχικές χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, ενέτειναν την πίεσή τους στη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία ώστε να βρεθεί κάποια λύση στο αδιέξοδο. Οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Τουρκίας, Κωνσταντίνος Καραμανλής και Αντνάν Μεντερές, συναντήθηκαν στη Ζυρίχη τον Φεβρουάριο του 1959.

 

Ανεξαρτησία Η Κυπριακή Δημοκρατία (1960)

Οι πλευρές συμφώνησαν σε ένα προσχέδιο για την ανεξαρτησία της Κύπρου με Ελληνοκύπριο πρόεδρο και Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο. Στις 19 Φεβρουαρίου, στο Λονδίνο, η ελληνική, η τουρκική και η βρετανική κυβέρνηση συνήλθαν για να οριστικοποιήσουν τις ρυθμίσεις. Αυτές οι συμφωνίες με τις οποίες τερματίστηκε η βρετανική κυριαρχία περιλάμβαναν ένα σύνταγμα και τρεις συνθήκες: τη Συνθήκη Εγγυήσεως, τη Συνθήκη Συμμαχίας και τη Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως. Αυτήν τη φορά, επετράπη στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να παρευρεθεί, ο οποίος στη συνέχεια εργάστηκε σκληρά για να περικοπεί η έκταση των περιοχών που απαιτούσε η Βρετανία από 160 σε 99 τετραγωνικά μίλια, σχεδόν το τρία τοις εκατό του νησιού, τις οποίες η Βρετανία διατηρεί μέχρι και σήμερα. Μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, η Βρετανία εξασφάλισε ακόμη τη διατήρηση δικαιωμάτων πρόσβασης και χρήσης σε ορισμένες μικρότερες τοποθεσίες στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, δικαιώματα υπερπτήσεων και διάφορα δικαιώματα διέλευσης. Οι μάλλον μοναδικές αυτές ρυθμίσεις έτειναν να μειώσουν την ιδέα της πλήρους κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, με την έννοια ότι οι τρεις συνθήκες σαφώς συνδέονταν με μία συνεχιζόμενη βρετανική παρουσία, και θεωρήθηκαν ως ένα ενιαίο διασυνδεόμενο πακέτο από τη βρετανική κυβέρνηση. Η Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως εδραίωνε το σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περισσότερο από το μισό του κειμένου αφιερώθηκε στις Περιοχές Κυρίαρχων Βάσεων (SBAs) και σε θέματα σχετικά με αυτές. Το υπόλοιπο αφορούσε οικονομικά ζητήματα και θέματα εθνικότητας που ανέκυπταν από τον τερματισμό της αποικιακής διοίκησης. Η Συνθήκη Συμμαχίας έθετε το πλαίσιο για συνεργασία μεταξύ της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Κύπρου, την εκπαίδευση ενός κυπριακού στρατού και τη στάθμευση 950 Ελλαδιτών και 650 Τούρκων στρατιωτών στο νησί, σε αναλογία 60:40, που δεν αντιπροσώπευε την αναλογία του 82:18 Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η Συνθήκη Εγγυήσεως απαγόρευε την ένωση με οποιαδήποτε χώρα, καθώς και τη διχοτόμηση, και καθιστούσε τη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία από κοινού υπεύθυνες για την ανεξαρτησία, κυριαρχία και ασφάλεια της Κύπρου.

Το τελικό σύνολο παραχωρούσε στους Τουρκοκύπριους μεγαλύτερη επιρροή (για παράδειγμα, 30 τοις εκατό των θέσεων στη δημόσια υπηρεσία) απ’ όσο αναλογούσε στον αριθμό τους. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι Τουρκοκύπριοι θα διέθεταν δικαίωμα αρνησικυρίας σε θέματα εξωτερικών σχέσεων, άμυνας, ασφάλειας και επιβολής φορολογίας. Η πολυπλοκότητα της συνολικής μετα-αποικιακής ρύθμισης αντανακλούσε ένα φάσμα εξωτερικών συμφερόντων που μείωναν την ιδέα ενός ενιαίου κράτους βασισμένου στην ισότητα των δικαιωμάτων. Πρώτον, υπήρχε το αγγλοαμερικανικό ενδιαφέρον να διατηρηθούν οι βάσεις για στρατιωτικούς σκοπούς (ακόμη και προτού την πανωλεθρία του Σουέζ του 1956, η Βρετανία είχε αρχίσει να μεταφέρει τις επιχειρήσεις ηλεκτρονικής παρακολούθησης της Μέσης Ανατολής στην Κύπρο). δεύτερη ήταν η ανάγκη να παραμείνει η Κύπρος στη σφαίρα του ΝΑΤΟ (ακόμη και χωρίς να είναι μέλος). τρίτη ήταν η συνακόλουθη ανάγκη να αντιμετωπιστεί η σοβιετική επιρροή στην ανατολική Μεσόγειο, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με τη Ρωσία από το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα. και τέταρτο ήταν το ενδιαφέρον της Ελλάδας και της Τουρκίας να διατηρήσουν την επιρροή τους. Παρ’ όλο που τελικά υπέγραψαν τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν είχαν σοβαρό ρόλο στη σύνταξή τους. Ουσιαστικά, τόσο οι συμφωνίες όσο και το σύνταγμα επιβλήθηκαν στον λαό της Κύπρου, χωρίς ποτέ να του δοθεί η ευκαιρία να τα κρίνει με την ψήφο του. Αν και επιφανειακά αυτό το μάλλον περίπλοκο στο σύνολό του και μοναδικό νομικό πακέτο σχεδιάστηκε για να λειτουργήσει σωστά, ακόμη και οι Βρετανοί αναγνώρισαν ότι η Συνθήκη Εγγυήσεως βρισκόταν σε αντίθεση με το Άρθρο 2.4 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ και παραμεριζόταν πλήρως από το Άρθρο 103. Δεν επρόκειτο να περάσει πολύς καιρός μέχρι να κάνει την εμφάνισή της η πραγματικότητα, και ο πύργος από τραπουλόχαρτα κατέρρευσε.

 

Η κρίση του 1963–64

Το μείγμα εθνικής υπερηφάνειας, στρατηγικών συμφερόντων και ενός δύσχρηστου και περίπλοκου συντάγματος αποδείχθηκε υπερβολικά βαρύ για τη νεοσύστατη δημοκρατία. Το σημαντικότερο, ίσως, σε επίπεδο πρακτικών ζητημάτων, ήταν ότι οι εγγυήτριες δυνάμεις είχαν αφήσει ανολοκλήρωτο ένα ζωτικής σημασίας έργο για την ανεξαρτησία της Κύπρου στις 16 Αυγούστου 1960: το ζήτημα των ξεχωριστών δήμων, με άλλα λόγια τις λεπτομέρειες της τοπικής αυτοδιοίκησης που είναι τόσο ζωτική για την ομαλή λειτουργία της καθημερινής ζωής των δύο κοινοτήτων. Το ζήτημα αυτό αφέθηκε για να επιλυθεί μετά την ανεξαρτησία με διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο Κοινοτικών Συνελεύσεων, της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής. Η συμφωνία αποδείχθηκε δύσκολη σ’ αυτό και σε κάποια άλλα θέματα, και ο Πρόεδρος Μακάριος υποχρεώθηκε να εισηγηθεί δεκατρείς τροποποιήσεις στο σύνταγμα με σκοπό να «ξεπεραστούν τα εμπόδια στην ομαλή λειτουργία και ανάπτυξη του κράτους». Η κίνηση αυτή έγινε με την ενθάρρυνση του Βρετανού Ύπατου Αρμοστή στην Κύπρο, που θεώρησε τις προτάσεις «λογική βάση για συζήτηση». Το αποτέλεσμα ήταν ατυχές. Οι τροποποιήσεις που προτάθηκαν απορρίφθηκαν αμέσως, αρχικά από την Τουρκία και στη συνέχεια από την τουρκοκυπριακή ηγεσία, η οποία ευθυγραμμίστηκε με την πολιτική της Άγκυρας για διχοτόμηση του νησιού. Ο Τουρκοκύπριος αντιπρόεδρος της Κύπρου διακήρυξε ότι το σύνταγμα ήταν νεκρό, υποστηρίζοντας ότι οι δύο κοινότητες δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν. «Πέστε το διχοτόμηση αν σας αρέσει», είπε. Η ατμόσφαιρα στο νησί κατέστη τεταμένη και ρευστή, με κάποια μικρότερης σημασίας περιστατικά να κλιμακώνονται σε διακοινοτικές συγκρούσεις, τροφοδοτούμενες από εξωτερικές παρεμβάσεις. Η κρίση έγινε διεθνής. Με την Τουρκία να απειλεί με εισβολή, ο Πρόεδρος Μακάριος παρέπεμψε το πρόβλημα στα Ηνωμένα Έθνη. Προς εκνευρισμό της Τουρκίας, ο ΟΗΕ αποφάσισε στις 4 Μαρτίου 1964, με το Ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας, να χρησιμοποιηθεί η αποστολή καλών υπηρεσιών του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για να επιτευχθεί κάποια διευθέτηση σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ. να αναπτυχθούν ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ (UNFICYP) στο νησί. να οριστεί μεσολαβητής του ΟΗΕ. και να επαναβεβαιωθεί η κυριαρχία και η συνεχιζόμενη ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στο μεταξύ η βία συνεχιζόταν, και το καλοκαίρι αεροπορικές δυνάμεις της Τουρκίας βομβάρδισαν ελληνοκυπριακά χωριά και άλλους μη στρατιωτικούς στόχους, χρησιμοποιώντας σε κάποιες περιπτώσεις βόμβες ναπάλμ. Αν και οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί είχαν αρχικά συμφωνήσει να μην αποτρέψουν κάποια τουρκική εισβολή, φοβήθηκαν επίσης ότι ένας πόλεμος μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας θα έβλαπτε σοβαρά τη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ, προς όφελος της Σοβιετικής Ένωσης. Η Σοβιετική Ένωση απείλησε ότι θα υπερασπιστεί την Κύπρο σε περίπτωση εισβολής, και κατόπιν τούτου οι ΗΠΑ προειδοποίησαν την Ελλάδα και την Τουρκία να μην προχωρήσουν σε πόλεμο. Ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος προειδοποίησε την Τουρκία, με τον αυστηρότερο τρόπο, να μην εισβάλει στην Κύπρο. Ο ΟΗΕ υπερίσχυσε. Ωστόσο, η κρίση σηματοδότησε την αφετηρία μίας ντε φάκτο διαίρεσης του νησιού, με τους Τουρκοκύπριους, παρωθούμενους από την Τουρκία, να εφαρμόζουν μία πολιτική συστηματικού αυτο-διαχωρισμού με τη δημιουργία θυλάκων, αλλά και να αποχωρούν μονομερώς από την κυβέρνηση, τη Βουλή των Αντιπροσώπων και όλους τους κρατικούς θεσμούς. Αυτές οι εξελίξεις είχαν επίσης ως αποτέλεσμα και την περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση κάποιων εξτρεμιστικών στοιχείων από τις δύο μητέρες πατρίδες. Το 1960, ο πληθυσμός της Κύπρου υπολογιζόταν σε 574.000, με την αναλογία της ελληνοκυπριακής προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα να βρίσκεται περίπου στο 82:18. Όταν άρχισε η κρίση, οι Τουρκοκύπριοι ήταν εγκατεστημένοι σε ολόκληρο το νησί, χωρίς να διαθέτουν πλειοψηφία σε καμία διοικητική περιφέρεια. Υπήρχαν τουρκοκυπριακές συνοικίες σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Από τα χωριά, 392 ήταν αποκλειστικά ελληνοκυπριακά, 123 τουρκοκυπριακά, και 114 μεικτού πληθυσμού. και τα τρία αυτά είδη χωριών ήταν διάσπαρτα σε ολόκληρο το νησί. Το κόστος της κρίσης για την Ελλάδα ήταν η εκδίωξη των περισσότερων από τους περίπου 12.000 Έλληνες πολίτες από την Τουρκία και 60.000 Τούρκων πολιτών ελληνικής καταγωγής, από την Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο, κίνηση την οποία η Ελλάδα επέλεξε να μην ανταποδώσει εναντίον των τουρκόφωνων μουσουλμάνων της Θράκης, οι οποίοι ευημερούν μέχρι και σήμερα. Όπως έχουμε δει, ένα αποτέλεσμα της κρίσης ήταν το ξεκίνημα της ανάμειξης του ΟΗΕ στην Κύπρο, κάτι που δυσαρέστησε την τουρκική κυβέρνηση. Μέχρι σήμερα, στο νησί σταθμεύουν στρατεύματα της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ. Με την ανάμειξη του ΟΗΕ επήλθε μία μεσολαβητική προσπάθεια, με επικεφαλής τον Γκάλο Πλάζα. Ωστόσο, αν και η έκθεσή του, του Μαρτίου του 1965, με την οποία τασσόταν έντονα κατά της διχοτόμησης (αποκαλούσε την ιδέα αυτή «βήμα απελπισίας προς τη λανθασμένη κατεύθυνση»), θεωρήθηκε θετική από την ελληνική και την κυπριακή κυβέρνηση, η τουρκική κυβέρνηση την απέρριψε. Η Τουρκία συνέχισε να προωθεί τη διχοτόμηση και να εξοπλίζει τους Τουρκοκύπριους. Απέναντι σ’ αυτές τις εξελίξεις, στάλθηκε στην Κύπρο μία ελληνική μεραρχία για να την προστατεύσει από ενδεχόμενη τουρκική εισβολή.

 

Η κρίση του 1967

Με την κατάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα από τους στρατιωτικούς το 1967, οι εντάσεις στην Κύπρο, τροφοδοτούμενες από τα εθνικιστικά στοιχεία και στις δύο μητέρες πατρίδες, έφτασαν σε κρίσιμο σημείο με την επιστροφή του Γρίβα στην Κύπρο (είχε φύγει το 1960, επέστρεψε το 1964 για να αναλάβει την ηγεσία της Εθνικής Φρουράς, αποχώρησε το 1967 και επανήλθε μυστικά το 1970). Ο Γρίβας είχε την υποστήριξη των υπερεθνικιστών της χούντας στην Ελλάδα. Ο Πρόεδρος Μακάριος έκανε ό,τι μπορούσε για να παραμείνει έξω από την αντιπαράθεση, έχοντας απορρίψει το σχέδιο Άτσεσον που είχαν προτείνει οι ΗΠΑ το 1964, το οποίο μπορούσε να οδηγήσει σε μόνιμη διχοτόμηση και διπλή ένωση. Εξαιτίας της πολιτικής του που εκμεταλλευόταν τη διεθνή ισορροπία δυνάμεων και του κύρους του στο κίνημα των αδεσμεύτων στον ΟΗΕ, θεωρήθηκε –αβάσιμα– ότι ήταν υπέρ των Σοβιετικών, ιδίως από τους Αμερικανούς και από τμήματα της χούντας της Αθήνας. Οι συγκρούσεις, που αρχικά προκλήθηκαν από τους Τουρκοκύπριους, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, ξέσπασαν τον Νοέμβριο, και η απειλή πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ξεπρόβαλε και πάλι, με την Τουρκία να απειλεί να εισβάλει στην Κύπρο. Μετά από έντονη διεθνή πίεση, ο Γρίβας και η ελληνική μεραρχία υποχρεώθηκαν να αποσυρθούν. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση της Κύπρου υιοθέτησε μία σειρά μέτρων για να εξομαλύνει την κατάσταση στο νησί. Σ’ αυτά περιλαμβάνονταν οικονομικά κίνητρα προς Τουρκοκύπριους (οι οποίοι είχαν υποχρεωθεί από την ηγεσία τους να μετακινηθούν σε τουρκικούς θύλακες) για να επιστρέψουν στα σπίτια τους και στις περιουσίες τους. Αυτά τα μέτρα είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των εντάσεων και τη σταδιακή εξάλειψη της διακοινοτικής βίας.

 

Διακοινοτικές διαπραγματεύσεις(1968–1974)

Αυτό που τουλάχιστον κατάφερε η κρίση ήταν να επικεντρώσει και πάλι τη διεθνή προσοχή στην Κύπρο, και τώρα ο Πρόεδρος Μακάριος επαναπροσανατόλισε την πολιτική του απροκάλυπτα και σταθερά προς την κατεύθυνση της «αδέσμευτης ανεξαρτησίας» για την Κύπρο, θέτοντας έτσι την ένωση σε δεύτερη μοίρα. Τον Ιανουάριο του 1968 υποστήριξε ότι «Μία λύση ανάγκης πρέπει να αναζητηθεί εντός των ορίων του εφικτού, το οποίο δεν συμπίπτει πάντα με τα όρια του επιθυμητού». Αυτό εξόργισε, ιδίως, ισχυρές εθνικιστικές δυνάμεις στο εσωτερικό της ελληνικής χούντας, καθώς επίσης και οπαδούς του Γρίβα, που υποστήριζαν την ένωση με την Ελλάδα. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επανεξελέγη το 1968 πρόεδρος με συντριπτική πλειοψηφία, συγκεντρώνοντας περισσότερο από 95 τοις εκατό των ψήφων, κερδίζοντας έτσι μία ισχυρή έγκριση για την πολιτική του. Οι προσπάθειές του για επίλυση του προβλήματος με έμφαση στην αδέσμευτη ανεξαρτησία όχι μόνον εξόργισαν τη χούντα της Αθήνας, αλλά ανησύχησαν επίσης τις ΗΠΑ και τη Βρετανία που ακόμη διατηρούσαν ελπίδες για κάποια λύση διπλής ένωσης του τύπου του σχεδίου Άτσεσον και που θεωρούσαν ότι μία αληθινά ανεξάρτητη Κύπρος θα διευκόλυνε τους σοβιετικούς στόχους στη Μεσόγειο, έστω κι αν αυτή η θεώρηση ήταν εσφαλμένη. Παρ’ όλα αυτά, με πρωτοβουλία της κυπριακής κυβέρνησης, το 1968 ξεκίνησαν διακοινοτικές συνομιλίες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για την επίλυση συνταγματικών θεμάτων. Συχνά προσκρούοντας στην αδυναμία να συμφωνήσουν σε ζητήματα τοπικής διακυβέρνησης, οι συνομιλίες συνεχίστηκαν σε στάδια μέχρι και μέσα στο 1974. Παρά τα εμπόδια καθ’ όλη την πορεία, οι συνομιλίες σημείωναν πρόοδο, όταν η διαδικασία διακόπηκε από τις τραγικές εξελίξεις του καλοκαιριού του 1974.

 

Διακοινοτικές διαπραγματεύσεις(1968–1974)

Αυτό που τουλάχιστον κατάφερε η κρίση ήταν να επικεντρώσει και πάλι τη διεθνή προσοχή στην
Κύπρο, και τώρα ο Πρόεδρος Μακάριος επαναπροσανατόλισε την πολιτική του απροκάλυπτα και
σταθερά προς την κατεύθυνση της «αδέσμευτης ανεξαρτησίας» για την Κύπρο, θέτοντας έτσι την
ένωση σε δεύτερη μοίρα. Τον Ιανουάριο του 1968 υποστήριξε ότι «Μία λύση ανάγκης πρέπει να
αναζητηθεί εντός των ορίων του εφικτού, το οποίο δεν συμπίπτει πάντα με τα όρια του επιθυμητού».
Αυτό εξόργισε, ιδίως, ισχυρές εθνικιστικές δυνάμεις στο εσωτερικό της ελληνικής χούντας, καθώς
επίσης και οπαδούς του Γρίβα, που υποστήριζαν την ένωση με την Ελλάδα.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επανεξελέγη το 1968 πρόεδρος με συντριπτική πλειοψηφία,
συγκεντρώνοντας περισσότερο από 95 τοις εκατό των ψήφων, κερδίζοντας έτσι μία ισχυρή έγκριση
για την πολιτική του. Οι προσπάθειές του για επίλυση του προβλήματος με έμφαση στην αδέσμευτη
ανεξαρτησία όχι μόνον εξόργισαν τη χούντα της Αθήνας, αλλά ανησύχησαν επίσης τις ΗΠΑ και τη
Βρετανία που ακόμη διατηρούσαν ελπίδες για κάποια λύση διπλής ένωσης του τύπου του σχεδίου
Άτσεσον και που θεωρούσαν ότι μία αληθινά ανεξάρτητη Κύπρος θα διευκόλυνε τους σοβιετικούς
στόχους στη Μεσόγειο, έστω κι αν αυτή η θεώρηση ήταν
εσφαλμένη.
Παρ’ όλα αυτά, με πρωτοβουλία της κυπριακής κυβέρνησης,
το 1968 ξεκίνησαν διακοινοτικές συνομιλίες υπό την αιγίδα
του ΟΗΕ για την επίλυση συνταγματικών θεμάτων. Συχνά
προσκρούοντας στην αδυναμία να συμφωνήσουν σε ζητήματα
τοπικής διακυβέρνησης, οι συνομιλίες συνεχίστηκαν σε στάδια
μέχρι και μέσα στο 1974. Παρά τα εμπόδια καθ’ όλη την πορεία,
οι συνομιλίες σημείωναν πρόοδο, όταν η διαδικασία διακόπηκε
από τις τραγικές εξελίξεις του καλοκαιριού του 1974.

 

ΠΗΓΗ:

ΚΥΠΡΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ

Κείμενο: Dr William Mallinson

Τίτλος Πρωτοτύπου: Cyprus A Historical Overview (Πρώτη Αγγλική Έκδοση 2008)

Εμείς βρήκαμε τις πληροφορίες στον σύνδεσμο:  http://www.mfa.gov.cy/mfa/Embassies/Embassy_Warsaw.nsf/DMLcyhistory_gr/DMLcyhistory_gr?OpenDocument