Σατανάς, Πετινός, Λύμπουρας, Στρούθος… Η ιστορία πίσω από κυπριακά επίθετα

Ξεκίνησαν ως παρατσούκλια ή υποκοριστικά σε άτομα μίας άλλης εποχής. Κατέληξαν να είναι επίθετα ανθρώπων του τώρα. Κάποια ηχούν περίεργα, κάποια άλλα αστεία. Η ιστορία πίσω τους άλλες φορές μεγάλη, άλλες φορές απλή.

Τα κυπριακά επίθετα έχουν προκαλέσει πολλές φορές έκπληξη, αλλά και απορίες. Ειδικά όταν Κύπριοι βρίσκονται στο εξωτερικό και ακούνε οι ξένοι για πρώτη φορά. Μερικά από τα επίθετα που προκαλούν έκπληξη, ιδίως όταν κάποιος μαθαίνει την ιστορία από πίσω είναι: Σατανάς, Πετινός, Πενηνταέξ, Σισμάνη, Λύμπουρα, Τσακιστός. Στον REPORTER μίλησαν απόγονοι αυτών των ανθρώπων και εξήγησαν από που προήλθαν τα επίθετα αυτά.

 

Σατανάς

Ο Φοίβος Σατανάς είναι γνωστός στη Λευκωσία, αφού το κατάστημά του τραβάει τα βλέμματα. Όχι επειδή πουλάει περίεργα πράγματα, αλλά για το όνομα, Σατανάς. Ένα ασυνήθιστο όνομα και μάλιστα για ένα κατάστημα που βρίσκεται κοντά στην Αρχιεπισκοπή.

«Το επίθετο είναι από τον πατέρα μου. Ήταν από την Πάφο και παντρεύτηκε στη Μόρφου. Ήταν ο Χρήστος Σατανάς», αναφέρει ο ίδιος. «Ήταν ένας έξυπνος άνθρωπος, όπου είχε δουλειά πήγαινε. Πήγε στα Κοτζιηνοχώρκα, στη Λευκωσία, παντού. Ήταν τεχνίτης τζιαι έφτιαχνε διάφορα πράματα. Τον εκτιμούσαν πολύ. Επειδή ήταν έξυπνος, τον έλεγαν Σατανά. Έτσι, έμεινε το επίθετο μας».

Τσαπατσούλης

Ιστορία υπάρχει και πίσω από το επίθετο του 24χρονου Μάριου Τσαπατσούλη. «Είμαστε η μόνη οικογένεια που έχουμε αυτό το επίθετο και δεν είναι παρατσούκλι. Μόνο ο πατέρας μου και ο θείος μου το κράτησαν. Φημολογείται ότι ξεκίνησε από τον παππού μου, ο οποίος καταγόταν από τη Συλίκου της Λεμεσού. Οι δουλειές που έκανε ήταν τσαπατσούλικες, δηλαδή ασυγύριστες. Έτσι του έμεινε το παρατσούκλι και στη συνέχεια, έγινε επίθετο».

Σισμάνης

Ένα επίθετο, που έχει τουρκικές ρίζες. Ένα παρατσούκλι, που έβγαλαν στον προπάππο της Γεωργίας, από την Περιστερώνα, οι Τουρκοκύπριοι το 1963-1964. «Το şişman στα τούρκικα σημαίνει χοντρός. Ο παπάς μου είχε ένα παππού, που ήταν αρκετά χοντρός. Οι Τουρκοκύπριοι τότε ελαλούσαν τον şişman(Σισμάν) τζιαι στο χωριό έμεινε τζιαι τον έλεγαν Σισμάνη. Έτσι, έμεινε και το επίθετο μας».

.jpg

Τταμαμουνάς

Ακόμη ένα επίθετο, που ξεκίνησε ως παρατσούκλι την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έμεινε στην ιστορία ως ο Τταμαμουνάς και πλέον οι απόγονοί του, φέρουν το παρατσούκλι ως επίθετο. Η οικογένεια, μάλιστα, είναι γνωστή στην Πόλη Χρυσοχούς για το επίθετο. Η Καλομοίρα Στυλιανού είναι μία από τους απογόνους και μας εξηγεί πως «το επίθετο είναι πολύ παλιό. Ο παππούς μου ελάλε πως εξεκίνησε που ένα προπάππο μας, που τον επαίρναν στα χωράφια οι Τούρκοι να δουλέψει. Ήταν πολλά ατίθασος και αντιδρούσε όταν εδουλέφκαν και εφκάλλαν παραγωγή δεκαπέντε σακούλια σιτάρι και επιάνναν εκείνοι το ένα σακί τζιαι οι Τούρκοι τα υπόλοιπα. Ελάλε τους “αμμά τζιαι ταμάμ”, δηλαδή “ναι μεν, αλλά”. Έτσι, κάθε φορά που τον έβλεπαν στο χωρκό, έλεγαν “έτον Τταμαμουνά”. Έτσι μας έμεινε το επίθετο».

Στρούθος

Η εξυπνάδα της οικογένειας του Κώστα, ήταν η αφορμή για να ξεκινήσει το παρατσούκλι και στη συνέχεια να γίνει επίθετο. «Πάμε πίσω γύρω στο 1900, ακόμη και πιο πριν. Ο λόγος που βγήκε το παρατσούκλι αυτό στην οικογένειά μου ήταν επειδή τους θεωρούσαν πολύ έξυπνους και οι χωρκανοί τους έλεγαν ότι ήταν όπως τους Στρούθους, επειδή δεν μπορούσαν να τους πιάσουν πουθενά. Το κανονικό επίθετο ήταν Στυλιανού».

Παραπάνω

Ο Στυλλής Σάββα στη Ζώδια, πριν τον πόλεμο και στην Περιστερώνα Λευκωσίας, μετά τον πόλεμο, ήταν γνωστός ως ο Στυλλής ο Παραπάνω. «Το παρατσούκλι βγήκε από τότε που γεννήθηκε. Η μακαρίτισσα η πεθερά μου είχε γεννήσει οκτώ παιδιά, ο Στυλλής ήταν ο τελευταίος. Μια μέρα, ο πεθερός μου πήγε στο καφενείο τζιαι οι χωρκανοί του είπαν, χαριτολογώντας “Θκειέ μα εγέννησε η θκειά μου; Μα πόσα εν να κάμεις;”. Αυτός απάντησε πίσω στο ίδιο ύφος “έκαμα πολλούς, έκαμα τζιαι χτίστη, έκαμα τζιαι πελεκάνο, έκαμα τζιαι βοσκό. Τούτον έκαμα τον παραπάνω”. Έτσι, έμεινε του το παρατσούκλι», αφηγείται η γυναίκα του, Ανθούλα.

Πετινός

Ο Γιωρκής ο Πετινός. Έτσι, ήταν γνωστός ο προπάππος του πατέρα της Ελένης Χατζηπαναγή, από το Παραλίμνι. «Το επίθετό του ήταν Αντωνίου. Οι χωρκανοί των φώναζαν Πετινό, επειδή τα μάθκια του έμοιαζαν με πετινό και είχε και ένα εξόγκωμα στο πόδι του».

petinow

Σκόρτου

Η καθημερινή ασχολία κάποιου, ήταν ένας από τους λόγους που οδηγούσε τους πολίτες της Κύπρου του 1890 να βγάλουν σε κάποιον παρατσούκλι. Στην Περιστερώνα, αυτό έγινε με τον Πέτρο του Σκόρτου. Η Διολάντη θυμάται πως «ο παπάς του παππού μου ήταν γνωστός με αυτό το όνομα επειδή εκαλλιεργούσε σκόρδα (σκόρτους). Ο παππούς μου, ο γιος του Πέτρου, ήταν ο Γιώρκος Σκόρτου. Αυτό ήταν το επίθετό του. Έμεινε από το παρατσούκλι που έβγαλαν οι χωρκανοί στον πατέρα του. Τα παιδιά του, όμως, άλλαξαν το επίθετό τους και το έκαναν Πέτρου. Πήραν, δηλαδή το όνομα του πατέρα του και το έκαναν επίθετο».

Εξαδάχτυλος

Ωραία είναι και η ιστορία του προ προπάππου της Ελένης Πέτρου, που έζησε γύρω στο 1890 ή ακόμη και πιο πριν. «Γεννήθηκε με ένα μικρό δακτυλάκι, δίπλα από τον αντίχειρά του. Έτσι, έμεινε γνωστός ως ο Εξαδάχτυλος. Το ωραίο είναι ότι ο τρισέγγονός του, γεννήθηκε με ακριβώς το ίδιο θέμα στο χέρι του. Έχει ένα μικρό δακτυλάκι στο ίδιο σημείο με τον πρόγονό μας. Ο Εξαδάχτυλος ήταν γνωστός στο χωριό και με άλλο παρατσούκλι. Καρατέλλος. Έπινε πολύ και έλεγαν οι χωρκανοί “πίνει ένα καρατέλλο” και του έμεινε».

Μαύρου

Το Μαύρος/Μαύρου είναι ένα επίθετο που μπορεί να θεωρηθεί κοινό, αφού αρκετές φορές το ακούμε και από άτομα που δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Ωστόσο, η ιστορία πίσω από την προέλευση του κάθε ονόματος διαφορετική. Για την Χριστίνα, η ιστορία είναι απλή. «Ο παππούς ή ο προπάππος μου ονομαζόταν Πίττας. Όμως, ήταν αρκετά μελαχρινός και τον φώναζαν Μαύρο. Έτσι, έμεινε το επίθετό μας».

Πενηνταέξ

Ο Γιώργος Πενηνταέξ, ο επί χρόνια διευθυντής του ΚΥΠΕ, έχει γίνει γνωστός για το ασυνήθιστο επίθετό του. Η ιστορία πίσω από αυτό μεγάλη, αλλά ο σκοπός απλός. Είναι ένας ύμνος αγάπης και τιμής στον πατέρα του. Όπως εξήγησε στον REPORTER «ο πατέρας μου είχε το νούμερο 56 όταν πολέμησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν ο πεντηκοστός έκτος Κύπριος νέος, της εποχής εκείνης, το 1939, που κατατάγηκε στον Αγγλικό στρατό, για να πολεμήσουν τους Ναζί. Όταν πήγε στο τραπέζι, όπου ήταν ο Άγγλος αξιωματικός, του είπε ότι ο κωδικός του ήταν CY56. Οι φίλοι του και συμπολεμιστές του, κατά τη διάρκεια της θητείας του, τον φώναζαν με τον αριθμό του. Πολέμησε στην Ελλάδα, ήταν από τους τελευταίους στρατιώτες που πέταξαν τα όπλα τους στη θάλασσα, στην Καλαμάτα, για να παραδοθούν στους Ναζί. Μπήκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και κατάφερε, μέσω της αντίστασης να το σκάσει και να βγει στη Σάμο με βάρκα και από εκεί στην Τουρκία. Πήγε στο Αγγλικό προξενείο και τον έστειλαν στην Αίγυπτο. Εκεί πολέμησε στις μεγάλες μάχες της Ερήμου και πήρε μέρος στην απόβαση της Ιταλίας. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1946, παντρεύτηκε τη μητέρα μου και έκανε πέντε παιδιά. Όταν έγινα διαιτητής ποδοσφαίρου, σέρβιρα το Πενηνταέξ και όταν ξεκίνησα να δουλεύω ως δημοσιογράφος, το είχα ως παρατσούκλι. Όταν γεννήθηκε ο γιος μου, Κυριάκος, τον έγραψα στο ληξιαρχείο με το επίθετο Πενηνταέξ. Στη συνέχεια έκανα κι εγώ ένορκο δήλωση στο δικαστήριο και αντί Κυριάκου, το έκανα Γιώργος Πενηνταέξ».

unnamed

Λύμπουρας

Ακόμη ένα ασυνήθυστο επίθετο. Η ιστορία του, απλή, αλλά μετρά χρόνια. Συγκεκριμένα, από τις αρχές του 19ου αιώνα στη Λευκωσία. Ξεκίνησε ως ένα παρατσούκλι για την εργατικότητα του και τελικά έμεινε ως επίθετο για τους επόμενους που ήρθαν. Η Πηνελόπη, δύο αιώνες μετά, θυμάται τις ιστορίες που τις διηγήθηκαν οι παλιοί. «Το παρατσούκλι βγήκε στον παππού του παππού μου, ο οποιός ήταν ένας φτωχός άνθρωπος και έζησε στη Λευκωσία, γύρω στο 1800. Μία μέρα, που συζητούσαν στο καφενέ οι χωριανοί πως θα επερνούσαν δύσκολα τον χειμώνα. Ο προπροπάππος μου, τότε τους είπε “εγώ φυλάω σιειμώνα, καλοτζιαίρι. Όπως τους λυμπούρους. Εν θα έχω πρόβλημα”». Έτσι, οι χωριανοί άρχισαν να τον φωνάζουν Λύμπουρα και κάθε φορά που τον έβλεπαν στον δρόμο έλεγαν “έτον λύμπουρα που έρκεται”. Και μας έμεινε το επίθετο».

Ένα επίθετο που έφερε πειράγματα στους νεότερους, από τους συμμαθητές τους. «Επειδή είμαστε μεγαλόσωμοι και ψηλοί, ως άτομα, δεχθήκαμε κάποια πειράγματα, επειδή δεν σύναδε το επίθετο Λύμπουρα με το σωματότυπο μας. Επίσης, μας πείραζαν επειδή ο λύμπουρος είναι το μυρμήγκι. Αλλά ήταν απλά πειράγματα, για αστείο».

Τσακιστός

Όνομα γνωστό στο Δάλι. Τσακιστός. Ένα παρατσούκλι που ξεκίνησε το 1930 και έγινε επίθετο το 2021. Ο Ανδρέας εξηγεί την ιστορία του επιθέτου του και τονίζει πως «ο παππούς μου, όταν ήταν μικρός, σκούπιζε τη μύτη του στο τσάκισμα του πουκαμίσου του και έμεινε γνωστός γι’ αυτό το λόγο».

Σκαλιώτης-Παφίτης

Παρατσούκλια που έγιναν επίθετα, κάποιες φορές προέρχονται από το τόπο καταγωγής ή τον τόπο διαμονής κάποιου. Κάποια από αυτά είναι το Σκαλιώτης, που έχει να κάνει με ένα παππού που έμεινε γνωστός, επειδή ερχόταν καθημερινά στη Λευκωσία και τον φώναζαν Σκαλιώτη. Παρόμοια η ιστορία και πίσω από το επίθετο Παφίτης. Και σε αυτή την περίπτωση, ένας παππούς από την Πάφο πήγαινε καθημερινά στους Καπέδες, όπου οι χωριανοί τον φώναζαν Παφίτη.

Πάμπουλος

Η διαμονή του στην κορυφή ενός βουνού, ήταν η αφορμή για να του βγει το παρατσούκλι Πάμπουλος. Ο λόγος ήταν ότι η κορυφή του βουνού έμοιαζε με παμπούλα, δηλαδή φουσκάλα. Οι επόμενες γενιές κληρονόμησαν αυτό το παρατσούκλι και το έκαναν επίθετο.

Τάττης

Τον παλιό καιρό, οι Κύπριοι έβγαζαν παρατσούκλια στους υπόλοιπους, όταν είχαν ένα χαρακτηριστικό τρόπο που μιλούσαν. Ένα από αυτά και το τάττης και αναφερόταν σε ένα άτομο που είχε πρόβλημα στην ομιλία και ττάττευκε, δηλαδή τραύλιζε. Τον αποκαλούσαν τάττη και αυτό έμεινε ως επίθετο. Το Τάττης.

 

ΠΗΓΗ: https://www.reporter.com.cy/local-news/article/788001/satanas-petinos-lympoyras-stroythos-i-istoria-piso-apo-kypriaka-epitheta

Εμείς βάλαμε τις φωτογραφίες και το τραγούδι του κυρίου Τσαπατσούλη