kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Άγιος Ειρηναίος. Ο αποστολικός Πατέρας της Παράδοσης (Πατρολογία Στυλιανού Παπαδόπουλου)

Συγγραφέας: kantonopou στις 3 Ιουνίου, 2020

ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΛΥΩΝ. Ο θεολόγος της παραδόσεως.

ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ο δεύτερος χριστιανικός αιώνας ανοίγει με τη μεγάλη αποστολική και πατερική μορφή του Ιγνατίου και κλείνει με το μεγάλο θεολόγο της Παραδόσεως Ειρηναίο. Και οι δύο αυτοί Πατέρες και Διδάσκαλοι αποτελούν τους γνησιότερους και σημαντικότερους θεολογικούς σταθμούς στην πορεία της Παραδόσεως τον δύο πρώτων μεταποστολικών αιώνων. Η σχέση μεταξύ τον δύο ανδρών είναι βαθειά. Ο Ειρηναίος κατανοείται σαν συνέχεια κι επέκταση του Ιγνατίου. Τη θεολογία του ο Ειρηναίος ασκεί με τις θεολογικές προϋποθέσεις της Ανατολής και την εμπειρία της Δύσεως. Φέρνει την παράδοση της μικρασιατικής Ανατολής και γνωρίζει τα προβλήματα της Δύσεως.
Νέο κλίμα. Η παρουσία του Ειρηναίου στο χώρο της Εκκλησίας και της θεολογίας στο τέλος του Β’ αι. σημαίνει τη δημιουργία νέου κλίματος: τη στέρεη επανασύνδεση της θεολογικής σκέψεως με την αποστολική και ιγνατιανή Παράδοση και τη γνήσια προέκτασή της, ώστε να καταστή επαρκής προς αντιμετώπιση τον προβλημάτων της εποχής.
Υπέρβαση τον κλίματος των απολογητών. Από το 140 μέχρι το 185 περίπου κυριάρχησε σχεδόν η απολογητική θεολογία με κάποιες εξαιρέσεις, η σπουδαιότερη των οποίων ήταν του Διονυσίου Κορίνθου ( + 180;). Η τακτική της απολογίας φαίνεται να κούρασε, αν δεν απογοήτευσε την Εκκλησία. Έτσι τώρα στο πρόσωπο του Ειρηναίου η Εκκλησία δοκιμάζει να ξεπεράση το κλίμα των απολογητών, διότι ούτε οι θεολογικοφιλοσοφικές τους προϋποθέσεις ούτε η τακτική τους φαίνονται πρόσφορες για την αντιμετώπιση της συγκλονιστικής κρίσεως, την οποία προκάλεσε ο γνωστικισμός, ο μοντανισμός και η εξασθένηση της Παραδόσεως με τους απολογητές. Βέβαια το φαινόμενο του γνωστικισμού είναι πολύ παλαιότερο. Στην εποχή όμως του Ειρηναίου η Εκκλησία δοκίμασε στο μέγιστο βαθμό τις συνέπειες και την επίδρασή του στους κόλπους της. Πόσο μεγάλος και πραγματικός υπήρξε ο κίνδυνος από την παρουσία και τη δράση του γνωστικισμού φανερώνουν αφ’ ενός μεν η ευρεία χρήση βιβλικών στοιχείων από τα ποικίλα γνωστικά συστήματα, αφ’ ετέρου δε ο ισχυρισμός τους ότι κατέχουν απόκρυφε ς παραδόσεις (Έλεγχος A 25, 5), που έρχονται απ’ ευθείας από τον Κύριο και που είναι ανώτερες από αυτές που διέσωσε η Εκκλησία. Έτσι το πρόβλημα της αντικρούσεως του γνωστικισμού έγινε πρόβλημα ερμηνευτικό και ιστορικό. Οι γνωστικοί, παρερμηνεύοντας τη Γραφή (Α 8,1• 9,1• 19,1• 20,2), διέστρεφαν τη θεία αποκάλυψη και κατέληγαν στη διαρχία και την απαισιοδοξία. Ο Ειρηναίος, ερμηνεύοντας για να τους αντικρούση, δημιούργησε την περίφημη θεολογία της ανακεφαλαιώσεως, τονίζοντας την ενότητα του κόσμου και δίνοντας ελπίδα στον άνθρωπο. Προσπαθώντας δε να δείξη ανυπόστατες ιστορικά τις δήθεν γνήσιες παραδόσεις τους, ωδηγήθηκε στη θεολογία της Παραδόσεως και αποκάλυψε τελεσίδικα για την Εκκλησία την ψευδοχριστιανικότητα του γνωστικισμού. Αυτή υπήρξε η εσωτερική τακτική της θεολογίας του Ειρηναίου, στον οποίο μάλιστα θετικό και αρνητικό στοιχείο αποτελούν ενιαίο πνευματικό αγώνισμα με δύο όψεις. Υπήρξε από τους πρώτους χριστιανούς συγγραφείς που κατανόησε ότι, εκθέτοντας και αναλύοντας το μη αληθές (=το γνωστικισμό), προσεγγίζομε και ψαύομε το αληθές (=το χριστιανισμό). Ερευνώντας και συνειδητοποιώντας το αληθές, διακρίνομε και δείχνομε εύκολα τι δεν είναι αληθές. Από τους απολογητές διέφερε βασικά στο εξής: οι απολογητές απολογούνται και υπερασπίζουν το χριστιανισμό με τη βοήθεια φιλοσοφικών και παλαιοδιαθηκικών όπλων περισσότερο. Ο Ειρηναίος καταπολεμεί κυρίως (δεν απολογείται) τους εχθρούς της Εκκλησίας με όπλα της Εκκλησίας περισσότερο. Έτσι γίνεται και ο κύριος εισηγητής της πολεμικής λεγομένης θεολογίας, η οποία στην πορεία του χριστιανισμού έδωσε τα σπουδαιότερα θεολογικά έργα και η οποία στη βάση της είναι πρώτιστα έργο κι επίτευγμα θετικό, παρά τον εξωτερικά αρνητικό της χαρακτήρα. Οι απολογητές προσέφευγαν στη βοήθεια της φιλοσοφικής σκέψεως, διότι πίστευαν στη δυνατότητά της να φθάση στην αλήθεια έστω και μερικώς (Ιουστίνος: σπερματικός λόγος, Αθηναγόρας: συμπάθεια και θεία πνοή κλπ.). Ο Ειρηναίος βασίσθηκε αποκλειστικά στη θεολογική σκέψη, διότι πίστευε ότι η αλήθεια που υπάρχει μόνο στην Εκκλησία είναι το μόνο αληθινό και αποτελεσματικό όπλο. Όπως και οι άλλοι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας έτσι και ο Ειρηναίος δημιούργησε στο πλαίσιο της Παραδόσεως, την οποία αύξησε, υιοθετώντας την και εκκινώντας από αυτή. Χρησιμοποίησε τους προγενέστερούς του εκκλησιαστικούς συγγραφείς (από Κλήμεντα Ρώμης και Ιγνάτιο μέχρι Μελίτωνα), χωρίς τούτο να σημαίνη ότι αγνοούσε και αδιαφορούσε τελείως για τους θύραθεν (Spanneut, Schoedel), όπως υπέθεσαν πολλοί. Η διάκριση π.χ. στον άνθρωπο σώματος, ψυχής και πνεύματος απηχεί την πλατωνική φιλοσοφία. Τέλος, ο Ειρηναίος έγινε δημιουργός στο χώρο της Παραδόσεως, διότι ήθελε πάντοτε να είναι μάρτυς της Παραδόσεως.
Ανακεφαλαίωση. Έτσι ωνομάσθηκε από τον Ειρηναίο η όλη θεία οικονομία και η δια του Χριστού σωτηρία του ανθρώπου. Ο Ιερός αυτός άνδρας έφθασε πρώτος σε τόσο πλήρη θεώρηση της ιστορίας και της θείας οικονομίας, ερμηνεύοντας ορθά τα βιβλικά δεδομένα και την Παράδοση της Εκκλησίας. Ο Χριστός, που γεννάται αχρόνως—ανάρχως (Β 30,9) και όχι εν χρόνω, όπως φρονούσαν γενικά οι απολογητές, ανακεφαλαιώνει την πλάση όλη στο θεανθρώπινο πρόσωπό του. Δηλαδή αναδημιουργεί τον πεσόντα κόσμο και ανακαινίζει αυτόν βάσει του εαυτού του, παρέχοντας τον εαυτό του προς μετοχή και ως πρότυπο. Ο άνθρωπος μόνο στο Χριστό συνειδητοποιεί το που έγκειται το «κατ’ εικόνα» του και μόνο δια του έργου του Χριστού επιτυγχάνει το «καθ’ ομοίωσιν». Και τούτο διότι ο Λόγος προ της ενανθρωπήσεως του ήταν αόρατος, δεν ήταν προσιτός εις τον άνθρωπο (Ε 16,2). Το έργο του Χριστού αποτελεί απάντηση στην ατυχή προσπάθεια του Αδάμ. Όπου απέτυχε ο πρώτος Αδάμ, έπρεπε να πετύχη ο νέος Αδάμ χάριν της σωτηρίας των επιγόνων του πρώτου Αδάμ και της αποκαταλλαγής τους προς το Θεό (Ε 16, 3). Ο άνθρωπος εν Χριστώ επιστρέφει στην προπτωτική μακαρία κατάσταση, πορεύεται προς τον τελικό του σκοπό, η φύση αποκαθίσταται (Α. Θεοδώρου) και επαναλαμβάνεται η διακοπείσα πορεία προς την τελείωση με νέες προϋποθέσεις. Η τελική όμως φάση της ανακεφαλαιώσεως θα πραγματοποιηθή στα έσχατα, μεταϊστορικά.
Το μέγα θεολογικό θεμέλιο της ανακεφαλαιώσεως είναι ο ρεαλισμός, βιβλικός και ιγνατιανός. Αφορμή της οι γνωστικοί που δεν είχαν ρεαλισμό κι έτσι έβλεπαν στα γεγονότα της ΚΔ σχήματα και ανυπόστατα φαινόμενα, που γι’ αυτό δεν εξηγούσαν το μυστήριο του κόσμου και δεν έσωζαν τον άνθρωπο. Ο Ειρηναίος αναγνώρισε την πραγματικότητα στο πρόσωπο και το έργο του Χριστού κι έτσι μόνο συνειδητοποίησε την «τραγωδία» (Α 4,3) του κόσμου και προχώρησε στην υπέρβασή της: συνέλαβε την ενότητα της αρχής του κόσμου, όταν οι γνωστικοί διασπούσαν την αρχή αυτή σε δύο (θεός πατήρ—δημιουργός)• αναγνώρισε γενικά το ενιαίο στην πορεία της Ιστορίας• τόνισε την ταυτότητα του Μονογενούς με το Σωτήρα, του Λόγου με το Χριστό, που οι γνωστικοί τα ήθελαν διαφορετικά πρόσωπα. Η διάσπαση και η διαπίστωση της τραγωδίας του κόσμου ωδηγούσε στην απαισιοδοξία, διότι αντιμετωπιζόταν με σχηματικούς αφορισμούς και όχι με το ρεαλισμό του προσώπου του Χριστού, που δημιουργεί την αισιοδοξία: «ει μη συνηνώθη ο άνθρωπος τω Θεώ, ουκ αν ηδυνήθη μετασχείν της αφθαρσίας» (Γ 18,7). Τούτο δε ήταν δυνατό μόνο και μόνο, διότι πραγματικά «ο Θεός άνθρωπος εγένετο» (Γ 21,1). Την παραπάνω ενότητα και το λυτρωτικό έργο του Χριστού αναγνώριζαν βέβαια και οι απολογητές, αλλά εκπροσωπούσαν γενικά μία υπεραισιοδοξία για τον κόσμο, που βασιζόταν στη μη ορθή εκτίμηση της τραγωδίας του κόσμου. Έτσι το έργο του Χριστού φαινόταν κάπως συμπληρωματικό, διορθωτικό, βελτιωτικό μόνο, ενώ η ανακεφαλαίωση του Ειρηναίου σημαίνει ριζική, συγκλονιστική, εξ υπαρχής νέα δημιουργία, νέα πλάση, όπως ο Χριστός είναι νέος Αδάμ. Για πρώτη φορά δηλ. το μυστήριο της ενανθρωπήσεως παίρνει στη θεολογία της Εκκλησίας τόσο ορθές και βαθειές διαστάσεις. Και για πρώτη φορά με τη θεολογία της ανακεφαλαιώσεως γινόταν φανερό πως ο γνωστικισμός δεν είχε— δε μπορούσε να έχη—σχέση με την Εκκλησία. Επομένως ο χριστιανικός γνωστικισμός ήταν απατηλό σχήμα, μέσο συγχύσεως και κίνδυνος για τη γνησιότητα της Εκκλησίας.
Στο έργο της ανακεφαλαιώσεως έχει σπουδαία θέση και η Θεοτόκος. Ο ρόλος της είναι «σωτηριώδης», καθόσον συμβάλλει στην πνευματική αναμόρφωση του πιστού. Η Εύα παρακούσασα έγινε αρχή της πτώσεως, ενώ η Μαρία «υπακούσασα» έγινε «αίτια σωτηρίας» για ολόκληρη την ανθρωπότητα (Γ 22,4). Η προσφορά της Θεοτόκου είναι λοιπόν πολύ περισσότερο από παραδειγματική.
Ο ρεαλισμός του Ειρηναίου εκτείνεται σε όλα τα θέματα που αφορούν τη σωτηρία, ακριβώς διότι βασίζεται στο πρόσωπο του Χριστού. Έτσι π.χ. η θεία Ευχαριστία συνιστά γεγονός απόλυτα ρεαλιστικό, γι’ αυτό και καθιστά δυνατή την ανάσταση των νεκρών. Διότι δηλαδή γίνεται πραγματική μεταβολή του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού κατά την Ευχαριστία και διότι ο άνθρωπος κοινωνεί και μετέχει του πραγματικού Χριστού, είναι αληθινή η ανάσταση των νεκρών. Οι προγενέστεροί του εκκλησιαστικοί συγγραφείς, που ασχολήθηκαν με το θέμα της αναστάσεως, δε βασίσθηκαν για τη δικαίωσή της στον ευχαριστιακό ρεαλισμό, όπως έκαμε ο Ειρηναίος, αλλά οι περισσότεροι ζητούσαν επιχειρήματα από τον κόσμο της λογικής και της φυσικής πραγματικότητος.
Τέλος, ο Ειρηναίος έχει τόσο βαθειά συνείδηση της σημασίας της εν Χριστώ και δια Χριστού ανακεφαλαιώσεως, ώστε εισάγει αυτήν ρητώς εις το βαπτιστήριο Σύμβολο, όπως χαρακτηρίζεται σύντομη και τυποποιημένη ομολογία πίστεως, την οποία παραθέτει στο έργο του: «Εις ένα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα… και εις ένα Χριστόν Ιησούν… επί το “ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα”» (Α 10, 1).
Η θεολογία της Παραδόσεως. Η άλλη σπουδαία και δημιουργική όψη της ειρηναιϊκής σκέψεως είναι η θεολογία της Παραδόσεως, που συνδέεται τόσο οργανικά με τη θεολογία της ανακεφαλαιώσεως, ώστε να μη διακρίνη κανείς ποιά προηγείται της άλλης και να μη νοούνται η μία χωρίς την άλλη. Η θεολογία της Παραδόσεως είχε αφορμή τη διάθεση (και πράξη) των γνωστικών και των αιρετικών να υποτιμούν και να αγνοούν την ιστορικότητα του Χριστού και της αποστολικής παραδόσεως, κάτι που τους παρείχε την άνεση να δημιουργούν δικές τους παραδόσεις. Ήταν επικίνδυνα συχνός ο ισχυρισμός τους, ότι κατείχαν παραδόσεις που ο Χριστός εμπιστεύτηκε μυστικά στους αποστόλους, από τους οποίους πάλι τις έλαβαν γνωστικοί (Α 25, 5) και τις παρέδιδαν μόνο στους μυημένους, διότι ήσαν ανώτερες από αυτές που διατήρησε η Εκκλησία. Η πρώτη αντίδραση του Ειρηναίου ήταν να δείξη, ότι ο Ουαλεντίνος και οι άλλοι επιφανείς γνωστικοί δε γνώρισαν το Χριστό και δεν άκουσαν τι είπε στους αποστόλους κατά την ανάληψή του, ώστε να διασώσουν λόγους του και διδασκαλίες του. Τουναντίον πλησίον του Κυρίου ήσαν οι της «Καινής διαθήκης πολίται»,οι οποίοι μόνοι άκουσαν και διέσωσαν διδασκαλίες του Κυρίου (Γ 12, 5). Υπογραμμίζοντας το τελευταίο τούτο, έχει ο Ειρηναίος τον ιστορικό κρίκο μεταξύ Χριστού και μεταποστολικής εκκλησιαστικής Παραδόσεως. Έχει δηλαδή τη δυνατότητα να υποδείξη τις πηγές της παραδόσεως και τη γνησιότητά της δια της κατονομάσεως των προσώπων, που διαδοχικά παραλάμβαναν και παρέδιδαν τη διδασκαλία του Κυρίου και των αποστόλων. Έτσι δημιουργείται το επιχείρημα της ιστορικής παραδόσεως, την οποία μπορεί κανείς να ελέγξη και να αποδείξη ιστορικά. Η σκέψη αυτή σε γενικές γραμμές μας είναι γνωστή από τον Ηγήσιππο, αλλά στον Ειρηναίο βρίσκει την ανάπτυξή της και την αναγωγή της σε θεολογία, ώστε να πεισθούν οι ενδιαφερόμενοι ότι μόνο η Εκκλησία είχε τη γνήσια Παράδοση και μόνο αυτή μπορούσε να την αποδείξη, διότι μόνο η Εκκλησία μπορούσε να απαριθμήση σε κάθε τοπική Εκκλησία τους επισκόπους—πρεσβυτέρους, που έγιναν κατά σειρά διάδοχοι των αποστόλων και παραλήπτες της Παραδόσεώς τους. Έχομε λοιπόν τις μαρτυρημένες ιστορικά αποστολικές διαδοχές ως εγγύηση γνησιότητος στην Εκκλησία. Με τον τρόπο αυτό η Παράδοση, παίρνοντας τις ορθές διαστάσεις της, αποβαίνει στον Ειρηναίο το γενικώτατο και ευρύτατο πλαίσιο, εντός του οποίου υπάρχει παν ό,τι είναι και έχει η Εκκλησία και άρα και η Γραφή, που αποτελεί το πρώτο γραπτό στοιχείο της Παραδόσεως. Ο Ειρηναίος δε θεωρεί τη Γραφή κάτι ξεχωριστό από την Παράδοση, δεν είναι μέγεθος ιδιαίτερο, αλλά όψη, στοιχείο, πλευρά διακεκριμένη (όχι χωρισμένη) στο πλαίσιο της όλης Παραδόσεως, την οποία μάλιστα χαρακτηρίζει στο σύνολό της «κανόνα της αληθείας» (Α 9, 4) και θεωρεί «ακλινή» και «βεβαία» (Α 9, 5), όρο, κριτήριο και πλαίσιο ζωής του πιστού. Οι ζωντανοί φορείς της Παραδόσεως έχουν στον Ειρηναίο μεγαλύτερη σημασία από τα κείμενα της ΚΔ, κάτι που ισχύει απόλυτα και για τον Ιγνάτιο. Οι φορείς αυτοί ονομάζονται επίσκοποι ή πρεσβύτεροι. Ο όρος πρεσβύτεροι σημαίνει πρώτιστα τους εγγυητές της γνήσιας Παραδόσεως.
Η Παράδοση παρά την κοινωνική, πολιτιστική και γεωγραφική διαφορά των τοπικών Εκκλησιών είναι η αυτή παντού (Α 10, 2). Πρόκειται για φαινόμενο εσωτερικής πνευματικής ζωής, που δεν εμποδίζεται από τον ποικίλο εξωτερικό τρόπο ζωής και το είδος της γλώσσας, μέσω της οποίας εκφράζεται. Η διαφύλαξη της εσωτερικής ταυτότητος και γνησιότητος της Παραδόσεως οφείλεται στο ότι διαθέτει «δύναμη»: «η δύναμις της Παραδόσεως» (αυτόθι). Είναι λοιπόν η Παράδοση δυναμικό γεγονός και γι’ αυτό ζη τη διαδικασία της αυξήσεως, χωρίς κατ’ ουσίαν να μεταβάλλεται. Και τούτο διότι αύξησή της δε σημαίνει αλλαγή και επινόηση άλλης αληθείας, δε σημαίνει την κήρυξη άλλου Χριστού και άλλου δημιουργού Θεού (Α 10, 3), αλλά την είσοδο βαθύτερα στην ίδια αλήθεια, με σκοπό την αναγωγή σε περισσότερες όψεις της ίδιας αληθείας, στην περαιτέρω διείσδυση στο θέλημα του Θεού, στην ευρύτερη κατανόηση της θείας οικονομίας (αυτόθι). Τη διαδικασία αυτή, που στην ιστορία δε μπορεί να έχη τέλος, θεμελιώνει ο Ειρηναίος στους παυλείους λόγους περί του βάθους του πλούτου του Θεού, της σοφίας και της θείας γνώσεως και περί του ότι τα κρίματα, το θέλημα του Θεού, η αλήθεια, είναι ανεξερεύνητα (αυτόθι). Ένεκα του άπειρου της αληθείας ο Θεός θα διδάσκη πάντοτε τον άνθρωπο και ο άνθρωπος θα μαθαίνη συνεχώς από το Θεό περί του Θεού (Β 28, 3). Είναι προφανές ότι η αύξηση της Παραδόσεως συνδέεται άρρηκτα με την αύξηση του ανθρώπου γενικά.
Η αύξηση του ανθρώπου. Η έννοια και η πραγματικότης της αυξήσεως είναι συνέπεια των θεολογικών προϋποθέσεων του Ειρηναίου. Είναι η τακτική, η «τάξις» και «ο ρυθμός» της θείας οικονομίας (Δ 38, 3). Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε νήπιος, έγινε για να αυξηθή και να προκόψη εν Θεώ (Β 22, 4). Ο Θεός «έπλασεν αυτόν εις αυξησίν τε και ακμήν» (Δ 11, 1). Η «προκοπή» του σε μία εποχή αποτελεί εκάστοτε το «πλείον» (Δ 11, 2-3) εν σχέσει με ό,τι είχε στο παρελθόν. Η προκοπή είναι συνεχής και αφορά στη γνώση της αληθείας και την ηθική βελτίωση (Δ 11, 3• Δ 9, 2-3• Δ 38, 1-3) με τη βοήθεια του αγ. Πνεύματος. Την αύξηση του ανθρώπου σε θεογνωσία διαπιστώνει ο Ειρηναίος όχι μόνο σχετικά με την παλαιοδιαθηκική εποχή (Δ 38, 2), αλλά και στην εποχή της Εκκλησίας. Πρόκειται για διαδικασία που αφορά στην πορεία του ενωμένου με το Θεό ανθρώπου, του χριστιανισμού γενικά, που θα προοδεύη χωρίς να αλλάζη κάτι από την ήδη παραδοθείσα θεογνωσία. Έτσι λοιπόν η δημιουργία, η ανακεφαλαίωση, η Παράδοση και η αύξηση αποτελούν όψεις του μυστηρίου της θείας οικονομίας, ο χαρακτήρας του οποίου είναι σαφώς δυναμικός, για να γίνεται ο άνθρωπος θεός. Η γνώση του Θεού, για την οποία ενδιαφέρεται ο Ειρηναίος, δεν είναι θεωρητική αναγωγή, αλλά έκφραση εμπειρίας την οποία έχει ο άνθρωπος καθόσον μετέχει στον ίδιο το Θεό: «μετοχή δε Θεού εστί το γινώσκειν τον Θεόν» (Δ 20, 5). Στην ίδια συνάφεια εξηγεί ο Ειρηναίος ότι ο άνθρωπος γνωρίζει την αλήθεια, καθόσο εισέρχεται σ’ αυτήν και ζη εν αυτή, όπως για να ίδη κανείς το φως πρέπει να εισέλθη σ’ αυτό: «ώσπερ οι βλέποντες το φως εντός εισί του φωτός και της λαμπρότητος αυτού μετέχουσιν, ούτω και οι βλέποντες τον Θεόν εντός εισί του Θεού, μετέχοντες αυτού της λαμπρότητος» (αυτόθι). Η μετοχή ή κοινωνία ή θέα του Θεού έχει σαν αποτέλεσμα «ζωήν και φως» (Ε 24, 2 και ο 20, 5), δηλαδή πνευματική απόλαυση και γνώση, ικανοποίηση του όλου πνευματικού ανθρώπου. Και στο σημείο τούτο διαπιστώνομε ότι ο Ειρηναίος με τον έντονο ρεαλισμό του είναι ο συνεχιστής της ιγνατιανής θεολογίας, την οποία σαφώς αυξάνει, και όχι της θεολογίας των απολογητών.
Ο ιερός άνδρας υιοθέτησε τη λαϊκή αντίληψη των χρόνων του περί της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού και των εκλεκτών του επί της γης και την ενσωμάτωσε στη θεολογία της ανακεφαλαιώσεως και αυξήσεως.
Το πρωτείο αληθείας. Η περίπτωση του Διονυσίου Κορίνθου, που έδρασε περί το 160-180 και έγινε φορέας του πρωτείου αληθείας, επαναλαμβάνεται στον Ειρηναίο. Ο τελευταίος, μολονότι επισκοπεύει στην άσημη και μακρυνή επισκοπή της Λυών, συμβουλεύει, επιπλήττει και επιβάλλει τις απόψεις του στην πρώτη, την ένδοξη και πανίσχυρη επισκοπή της Ρώμης. Αυτό συνέβη, διότι ο Ειρηναίος εξέφραζε την αλήθεια, την ορθή απάντηση στη μεγάλη κρίση της εποχής του και μάλιστα στο πρόβλημα της επιεικείας (έναντι μετανοούντων) και της ενότητος της Εκκλησίας (παρά τις υφιστάμενες ριζικές διαφωνίες για τον εορτασμό του Πάσχα στη Ρώμη και τη Μικρασία). Η αλήθειά του, που στο μεταξύ αναγνωρίσθηκε, του έδινε το προβάδισμα, το πρωτείο έναντι άλλων να συμβουλεύη. Η αναφορά του Ειρηναίου (Γ 3, 2) στην Εκκλησία της Ρώμης με τρόπο ιδιαίτερα τιμητικό για τη γνησιότητα της παραδόσεώς της δεν αλλάζει την ιστορική πραγματικότητα, κατά την οποία πρωτείο = αλήθεια εξέφρασε ο Ειρηναίος και όχι ο ισχυρός επίσκοπος Ρώμης. Η στάση λοιπόν του Ειρηναίου πρέπει να γίνη ερμηνευτικός όρος του κειμένου του, που θέλει τις Εκκλησίες ή τους πιστούς να «συμφωνούν με την Εκκλησία της Ρώμης ή να προσέρχωνται σ’ αυτή». Είναι γνωστό πως ο Ειρηναίος στην πράξη δε ζητεί από την Εκκλησία της Εφέσου να συμφωνήση με την Εκκλησία της Ρώμης, δηλ. δεν καταφάσκει το χωρίο του, όπως είναι στη λατινική. Επομένως ή το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο του Ειρηναίου ήταν διαφορετικό ή το χωρίο, όπως έχει, δεν αποδίδει πράγματι πρωτείο εξουσίας στην Εκκλησία της Ρώμης, αλλά είδος τιμητικής διακρίσεως μόνο ένεκα της ιστορίας της και της προελεύσεώς της από τους δύο κορυφαίους αποστόλους. Πιθανόν ακόμη να αφορά η σχετική φράση στις πολλές σχισματικές χριστιανικές ομάδες, που συχνά σχηματίζονταν στη Ρώμη με αποτέλεσμα να δημιουργούν σύγχυση στους απλούς πιστούς και τους νεήλυδες χριστιανούς (Π. Χρήστου). Στην αρχαία Εκκλησία κατά συνέπεια δεν εμφανίζεται το πρωτείο εξουσίας, αλλά το πρωτείο αληθείας, αφού και όταν ο επίσκοπος Ρώμης απειλούσε τις μικρασιατικές Εκκλησίες πρόβαλλε συνήθως την ορθότητα και την παραδοσιακότητα της θέσεώς του και όχι κάποια εξουσία.
Ο Ειρηναίος στη θεολογία και τη μνήμη της Εκκλησίας. Η θεολογική σκέψη του Αθανασίου και των άλλων μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας είναι αδιανόητη χωρίς την προσφορά του Ειρηναίου. Η θεολογία του περί ανακεφαλαιώσεως, Παραδόσεως και αυξήσεως έγιναν ζωή, φρόνημα και Παράδοση της Εκκλησίας. Εν τούτοις το συγγραφικό έργο του Ειρηναίου σχεδόν λησμονήθηκε στη Δύση και την Ανατολή. Ίσως διότι έλειψε ο κίνδυνος του γνωστικισμού, με αφορμή του οποίου θεολόγησε ο Ειρηναίος. Ίσως διότι τελείως νέα προβληματολογία κυριάρχησε από τον Δ’ αιώνα και εξής: Τριαδολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία. Και στο χώρο αυτό η Εκκλησία ζητούσε κάτι πέρα της προσφοράς του Ειρηναίου.
ΒΙΟΣ
Ο Ειρηναίος μνημονεύεται από πολλούς μεταγενέστερούς του (Τερτυλλιανός, Κλήμης Αλεξ., Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Επιφάνιος Κύπρου, Θεοδώρητος, Μάξιμος Ομολογητής, Αυγουστίνος, Φώτιος κ.ά.), αλλά όλοι γνωρίζουν περί του βίου του ό,τι διέσωσε ο Ευσέβιος (Εκκλησ. ιστ. Ε 3-8). Και αυτός όμως κυρία πηγή είχε μόνο τα έργα του Ειρηναίου, που δυστυχώς δεν είναι πλούσια σε αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η γέννηση του Ειρηναίου τοποθετείται μεταξύ 130 και 140. Στην εφηβική του ηλικία γνώρισε και άκουσε τον Πολύκαρπο Σμύρνης. Πλησίον αυτού έζησε φαίνεται μερικά έτη, όσα ήσαν αναγκαία για τη μύησή του στην αποστολική Παράδοση, όπως την παρέδιδε ο ακουστής του Ευαγγελιστού (ή του Πρεσβυτέρου) Ιωάννου Πολύκαρπος, και για τη θεολογική του κατάρτιση που συμπληρώθηκε αλλού και ίσως και στη Ρώμη, όπου ήταν δυνατό να γνωρίση καλά τα γνωστικά συστήματα.
Αίφνης το 177 πληροφορούμεθα ότι βρίσκεται στη Λυών ως πρεσβύτερος. Την εποχή αυτή ήταν πολύ σύνηθες το να μεταναστεύουν μικρασιάτες στη Γαλλία. Φαίνεται μάλιστα ότι πολλοί πιστοί της Λυών προέρχονταν από την Ανατολή, με αποτέλεσμα ο κοσμοπολιτισμός να χαρακτηρίζη το περιβάλλον, όπου έδρασε ο Ειρηναίος. Από τη Λυών μεταβαίνει το ίδιο έτος στη Ρώμη, απεσταλμένος των χριστιανών της πόλεως αυτής, που πολλοί και οι σημαντικώτεροι των οποίων είχαν φυλακισθή στη διάρκεια του φοβερού διωγμού του Μάρκου Αυρηλίου. Ίσως μάλιστα οι χριστιανοί της Λυών να είχαν ήδη εγκρίνει τον Ειρηναίο ως επικεφαλής και υπεύθυνο της Εκκλησίας τους, αφού ο επίσκοπός τους Ποθεινός και πολύ γέρων και φυλακισμένος ήταν. Αυτό όμως δε νομίζομε ότι σημαίνει και την επισκοποποίηση του Ειρηναίου, όπως υπέθεσαν πολλοί. Στη Ρώμη ήρθε με συστατική επιστολή, εξαιρετικά επαινετική για το πρόσωπό του, και με σκοπό να πείση τον Ελεύθερο (174-189) περί του ότι δεν πρέπει να εναντιωθή στον επίσκοπο Εφέσου, ο οποίος αντιμετώπιζε με επιείκεια τους μετανοούντες (Nautin).
Όταν επέστρεψε στη Λυών, πολλοί χριστιανοί είχαν μαρτυρήσει και μαζύ τους ο επίσκοπος Ποθεινός, τον οποίο διαδέχθηκε αμέσως ο Ειρηναίος το 177 ή 178. Κατά τον Nautin τα γεγονότα αυτά έλαβαν χώρα το 175 και ο Ειρηναίος έγινε επίσκοπος και της Βιέννης. Έτσι εξηγεί και ότι την περίφημη Επιστολή (=Μαρτύριο) περί των μαρτύρων της Λυών προς τις Εκκλησίες Ασίας και Φρυγίας έγραψε ο ίδιος ο Ειρηναίος εκ μέρους των δύο αυτών Εκκλησιών. Ως επίσκοπος εργάσθηκε για την καταπολέμηση των γνωστικών και τη διάδοση του χριστιανισμού μεταξύ των Κελτών, χρησιμοποιώντας κατά πάσα πιθανότητα τη γλώσσα τους. Η γνήσια παράδοσή του και η αλήθεια που εξέφραζε του έδωσαν τη δυνατότητα να παίξη ρόλο σημαντικό χάριν της ενότητος της όλης Εκκλησίας. Στη μεγάλη διένεξη των χρόνων του, εξ αφορμής του χρόνου εορτασμού του Πάσχα (η Μικρασία το εώρταζε τη 14η του μηνός Νισάν, η Ρώμη την πρώτη Κυριακή μετά την ημερομηνία αυτή), αναμίχθηκε έντονα με αποτέλεσμα να υποχωρήση ο Ρώμης Βίκτωρ (189-198), που ήθελε να απόσχιση τις μικρασιατικές Εκκλησίες. Στην Επιστολή του προς Βίκτωρα συναντάμε για πρώτη φορά τη θεολογία της ενότητος και της ποικιλίας εθών μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών. Η επέμβαση αυτή είναι το τελευταίο γνωστό στοιχείο της ζωής του Ειρηναίου και συνέβη μάλλον περί το 192-195. Ο Γρηγόριος Τουρώνης στο τέλος του ΣΤ’ αιώνα πληροφορεί ότι ο Ειρηναίος μαρτύρησε το 202 επί Σεπτιμίου Σεβήρου (Historia Francorum 127), κάτι που δεν απορρίπτεται, αλλά και δεν επιβεβαιώνεται από τις αρχαίες πηγές. Η Ανατολική Εκκλησία, υιοθετώντας την παράδοση ότι ο Ειρηναίος μαρτύρησε, τιμά τη μνήμη του στις 23 Αύγουστου και η Δυτική στις 28 Ιουνίου.
ΕΡΓΑ
Ο Ειρηναίος υπήρξε πολυγράφος. Δυστυχώς όμως τα περισσότερα έργα του χάθηκαν. Και όσα διασώθηκαν υπάρχουν σε λατινική και αρμενική μετάφραση. Στην ελληνική διασώθηκαν μόνο αποσπάσματα και μάλιστα μέγα τμήμα του Α’ μέρους του σπουδαιότερου έργου του Έλεγχος. Τα έργα του είναι βασικά πολεμικά και εκκλησιολογικά, σε τύπο διατριβής και επιστολής.
Ο Ειρηναίος δεν είναι ταλαντούχος συγγραφέας, αλλά διαθέτει αξιόλογη κλασσική φιλολογική και φιλοσοφική κατάρτιση και αρκετή γνώση των προ αυτού εκκλησιαστικών και γνωστικών συγγραφέων, τους οποίους και χρησιμοποιεί. Καταφανώς υστερεί στη σύνθεση, στην οικονομία της όλης του, αλλά έχει συχνές εξάρσεις, οι οποίες εκπλήσσουν τον αναγνώστη, που ενίοτε διαπιστώνει ρυθμικό πεζό λόγο, κάτι που προϋποθέτει αναπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο.

(Πατρολογία τόμος Α,Αθήνα 1991, σελ. 294-305) – Ι.Ν. Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Ο Μέγας Αθανάσιος. Ο βίος & η διδασκαλία του (Πατρολογία Στυλιανού Παπαδόπουλου)

Συγγραφέας: kantonopou στις 3 Ιουνίου, 2020

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (+ 373) ο Μέγας

ΓΕΝΙΚΑ
Ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας υπήρξε η μεγαλύτερη φυσιογνωμία της αρχαίας Εκκλησίας. Σήκωσε το βάρος πολλαπλής και βαθιάς κρίσεως και θεμελίωσε θεολογικά και οριστικά την ορθόδοξη τριαδολογία. Μετέβαλε κυριολεκτικά την πορεία της θεολογίας, που είχε στρεβλωθεί με την Αλεξανδρινή σχολή, την ανασυνέδεσε με την θεολογία του Ιγνατίου, του Ειρηναίου, του Διονυσίου Αλεξανδρείας και του Θεογνώστου, και την έθεσε στην διακονία της Εκκλησίας και της σωτηρίας. Έσπασε το φράγμα των λεγόμενων θεολογικών σχολών. Φωτίστηκε κατ’ εξοχήν, ώστε αυτός κυρίως να κατανοήσει το μυστήριο της Τριάδας και αυτός να το εκφράσει. Και υπέστη τις περισσότερες διώξεις για την υπεράσπιση της αληθείας από τους αιρετικούς και τους Καίσαρες της εποχής. Για τέσσερες δεκαετίες και πλέον (328-373) απέβη το σύμβολο και η κεφαλή, προς την οποία με αγωνία είχαν στραμμένα τα βλέμματα οι πάντες, ορθόδοξοι και κακόδοξοι. Οι λίγοι ορθόδοξοι, όσο έβλεπαν τον ιερό αετό όρθιο στο θρόνο του ή ανυποχώρητο στις εξορίες του, ήταν βέβαιοι πως η Ορθοδοξία ζει και αναθαρρούσαν. Οι πολλοί κακόδοξοι, όσο έβλεπαν όρθιο τον ανυπότακτο άνδρα, ήξεραν ότι παρά τους διωγμούς η Ορθοδοξία επιζεί και γι’ αυτό θηριώνονταν.
Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Ο Μέγας Αθανάσιος έζησε στην κρισιμότερη εποχή της αρχαίας Εκκλησίας, τότε που αυτή κινδύνευε, ανθρώπινα, να χάσει την ταυτότητα της. Η παιδεία του και η αυτοσυνειδητοποίηση του τοποθετούνται στις δύο πρώτες δεκαετίες του Δ’ αιώνα. Από το 313 και δη με την μονοκρατορία (324) του Μ. Κωνσταντίνου, οι χριστιανοί έβγαιναν από τα γκέττο κι έκλειναν οριστικά τις κατακόμβες. Αποκτούσαν για πρώτη φορά κοινωνικό πρόσωπο και την αναγκαία ελευθερία για ευρύτατη μελέτη των προβλημάτων που δημιουργούσε η βίωση της αλήθειας. Παράλληλα όφειλαν να εργάζονται και να ζουν για δύο κυρίους, τον καίσαρα και τον Χριστό. Τα γεγονότα προκάλεσαν αρχικά στους χριστιανούς απέραντο ενθουσιασμό, που γρήγορα μεταβλήθηκε σε δραματικούς αγώνες για την γνησιότητα της διδασκαλίας και την φανέρωση της αλήθειας στα θέματα που ανέκυπταν. Η Εκκλησία γνώρισε τότε ολέθριο συγκλονισμό, δεδομένου μάλιστα ότι από τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του Γ’ αιώνα, δηλ. μετά το σπουδαίο έργο του Διονυσίου Αλεξανδρείας και την αξιόλογη σκέψη του Θεογνώστου, η θεολογία έχανε ολοένα και κάτι από την ρώμη της, από την εμμονή στην «ανακεφαλαίωση» του Ειρηναίου. Η κάμψη αυτή της θεολογίας, με την επήρεια των διωγμών, των κακοδοξιών, των μικρών θεολόγων και δη της ηθικιστικής φιλοσοφικής σκέψεως, οδηγούσε στην αποδυνάμωση της Παραδόσεως και την ηθικολογική θεώρηση της Εκκλησίας, όπως δείχνουν οι σπουδαιότεροι εκκλησιαστικοί συγγράφεις των ετών 300-320, δηλ. Μεθόδιος Ολύμπου και Ευσέβιος Καισαρείας στην Ανατολή, Αρνόβιος de Sicca και Λακτάντιος στην Δύση.
Η κατάσταση αυτή, τονισμένη ιδιαίτερα στο αδιαφιλονίκητο πνευματικό κέντρο της εποχής, δηλ. στον αλεξανδρινό χώρο, παρήγαγε μεταξύ άλλων τα εξής φαινόμενα:
α) Υποβάθμιση της απόλυτης σημασίας της ενανθρωπήσεως του Λόγου, αναζωπύρωση των συζητήσεων περί αρχής του κακού και υπερτονισμό της αξίας της φιλοσοφικής σκέψεως (αλεξανδρινή παράδοση, αλληγορική ερμηνεία). Στο φαινόμενο τούτο, που είχε βαθύτατα διαβρώσει την επιφανειακή θεολογία της εποχής και συνιστούσε τον πρωταρχικό και γενεσιουργό κίνδυνο στην Εκκλησία, απάντησε ο Αθανάσιος με τους δύο πρώτους Λόγους του «Κατά Ελλήνων» και Περί ενανθρωπήσεως».
β) Επειδή επικρατούσε τέτοιο κλίμα, όταν ανέκυψε συζήτηση και αμφισβήτηση για το πώς της δημιουργίας, της προελεύσεως του Υιού του Θεού από τον Πατέρα και της σωτηρίας, επόμενο ήταν ο Άρειος και οι πολλοί οπαδοί του να λύνουν (περί το 318) τα προβλήματα, στηριζόμενοι στις κοσμολογικές και φιλοσοφικές (οντολογικές) αρχές, διατηρώντας όμως τα βιβλικά σχήματα. Έτσι ο Άρειος ούτε την σχέση Υιού και Πατέρα μπορούσε να καταλάβει ούτε την σωτηρία να εξασφαλίσει, εφόσον ο Υιός ήταν γι’ αυτόν κτίσμα, που σαν τέτοιο δεν μπορούσε να «συνάψη» τον άνθρωπο με τον Θεό. Λίγο αργότερα (μετά το 355) εμφανίστηκαν κακοδοξίες που στρέφονταν κατά της θεότητας του αγίου Πνεύματος και των δύο φύσεων του Χριστού. Και αυτές άμεσα κι έμμεσα συνδέονταν με τον Άρειο. Είναι φανερό πως έτσι έχανε η Εκκλησία το έρεισμά της, την δύναμή της, εκείνο για το οποίο υπήρχε, δηλ. την σωτηρία. Επομένως μεταστοιχειωνόταν σε ηθικολογικό σύστημα, άλλαζε ριζικά το είναι της. Στην φοβερή αυτή κρίση απάντησε ο Αθανάσιος με τους τρεις Λόγους του «Κατά Αρειανών», τους οποίους επεξεργάστηκε επανειλημμένα, και με πλήθος μεταγενέστερων έργων του.
γ) Και πάλι ένεκα του κλίματος αυτού, όταν ο αυτοκράτορας, ορθόδοξος ή κακόδοξος, επενέβαινε στα θέματα της Εκκλησίας, οι αρειανοί κακόδοξοι, που εξέφραζαν το κλίμα τούτο, θεωρούσαν αυτονόητη την επέμβαση του καίσαρα, τον οποίο μάλιστα προκαλούσαν σ’ αυτήν για την ανατροπή της διδασκαλίας, που συνοδικώς (Νίκαια 325) η Εκκλησία κύρωσε ως γνήσια και αληθή. Απαντώντας ο Αθανάσιος στην πρόκληση αυτή, που όντως έθετε στην κρίση του εκάστοτε καίσαρα την αλήθεια της Εκκλησίας, μίλησε για την σχέση Εκκλησίας και κοσμικής εξουσίας και θεμελίωσε την θεολογία της Οικουμενικής γενικά Συνόδου.
Παρατηρούμε ότι ο Αθανάσιος αναγκάστηκε ν’ απαντήσει και απάντησε ορθά σε πολλά και θεμελιώδη προβλήματα, διότι η κρίση ήταν πολλαπλή και τόσο ριζική, που αναμόχλευε τα σπουδαιότερα θέματα της Εκκλησίας: Θεός – κόσμος – άνθρωπος – δημιουργία – τριαδολογία – ενανθρώπηση του Υιού – σωτηρία – χριστολογία – οικουμενική σύνοδος – πνευματολογία. Κανείς άλλος Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας δεν αντιμετώπισε τόσο ριζική και τόσο πολλαπλή εκκλησιαστικοθεολογική κρίση. Ο Αθανάσιος διατηρεί και αυτό το πρωτείο.
ΤΟ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟ ΚΑΚΟ ΚΑΙ Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ
α. Ο άνθρωπος «γέγονεν εις το οράν τον Θεόν»
Η θεολογία του Παύλου και του Ειρηναίου περί ανακεφαλαιώσεως και αναδημιουργίας των πάντων στο πρόσωπο του Χριστού φαινόταν άτονη και λησμονημένη στις αρχές του Δ’ αιώνα. Ο Αθανάσιος διέβλεπε καθαρά τις φοβερές συνέπειες και, απαντώντας σε εθνικούς και κακοδόξους, υπογράμμισε ότι το κακό δεν έχει «υπόσταση» δική του, καθώς πίστευαν πολλοί Έλληνες (Κατά ελλήνων 6):
«το κακόν ου παρά Θεού ουδέ εν Θεώ ούτε εξ αρχής γέγονεν, ούτε ουσία τις εστίν αυτού. Αλλ’ άνθρωποι κατά στέρησιν της του καλού φαντασίας εαυτοίς επινοείν ήρξαντο και αναπλάττειν τα μη όντα… (= όπως ενώπιον του ηλίου) καμμύων τους οφθαλμούς, σκότος εαυτώ επινοεί ουκ όντος σκότους… και εν σκότει πλανώμενος περιπατεί» (Αυτόθι 7).
Το κακό επινοήθηκε από τον άνθρωπο, ο οποίος δημιουργήθηκε από το μηδέν από τον παμβασιλέα Θεό διά του Λόγου του «κατ’ εικόνα». Η ανυπαρξία του κακού και η δημιουργία από το μηδέν τόνιζαν ότι αυθυπαρξία έχει μόνο «η πηγή της αγαθότητος» αγέννητη Τριάδα. Έδειχναν ότι μόνο ότι συνδέεται με αυτόν που έχει αυθεντική ζωή (τον Θεό) αποκτά ύπαρξη, ότι ουδεμία αναλογία υπάρχει μεταξύ Θεού και κτισμάτων (Κατά αρειανών Α’ 57). Απέκλειαν την φιλοσοφική ιεραρχία των όντων (από τον ένα Θεό μέχρι τον άνθρωπο) και διέκριναν σαφώς δύο μόνο πραγματικότητες, τελείως διάφορες μεταξύ τους, την αγέννητη αρχή, δηλ. τον Θεό, και τον κτιστό κόσμο:
Ο Λόγος, «ώσπερ εν πάση τη κτίσει ων, έκτος μεν εστί του παντός κατ’ ουσίαν, εν πάσι δε εστί ταις εαυτού δυνάμεσι τα πάντα διακοσμών» (Περί ενανθρωπήσεως 17).
Το πολυσήμαντο στον άνθρωπο ήταν ότι ο Λόγος είχε εντυπώσει σ’ αυτόν την εικόνα του Θεού, με την οποία ο άνθρωπος «γέγονεν εις το οράν τον Θεόν και υπ’ αυτού φωτίζεσθαι» (Κατά ελλήνων 7), έγινε θεωρητής του Θεού και των όντων, είχε «έννοιαν και γνώσιν» της «αϊδιότητός» του, δηλ. της θειότητας και ομοιώσεως του προς τον Θεό. Όσο θα διατηρούσε την «ταυτότητά» του, δηλ. καθαρή μέσα του την θεία εικόνα, όσο θα έμενε όπως δημιουργήθηκε («εαυτώ συνών, ως γέγονεν εξ αρχής») (Κατά ελλήνων 2 και 3), θα είχε κάποια θέα του Θεού, θα επικοινωνούσε και θ’ αγαλλόταν με τον Θεό, θα συναπτόταν με τα θεία.
β. Επιστροφή τον ανθρώπου στο μη όν, στο μηδέν (πτώση)
Παρά ταύτα ο άνθρωπος από την θέα του Θεού στράφηκε στην θέα, δηλ. την αποκλειστική εκτίμηση, του εαυτού του και του κόσμου:
ο άνθρωπος, «έως μεν τον νουν είχε προς τον Θεόν και την τούτου θεωρίαν, απεστρέφετο την προς το σώμα θεωρίαν. Ότε δε …απέστη μεν της προς τον Θεόν διανοίας, εαυτόν δε κατανοείν ήρξατο… εις επιθυμίαν του σώματος έπεσεν» (Κατά ελλήνων 3).
Την κατάσταση αυτή χαρακτηρίζει ο Αθανάσιος επιστροφή στο «κατά φύσιν», το οποίο ταυτίζει με το «ουκ ον», δηλ. με το μηδέν, από το οποίο προήλθαν οι άνθρωποι. Έτσι αμαρτία, πτώση, θάνατος, κακό, ειδωλολατρία, ταυτίζονται
«η γαρ παράβασις της εντολής εις το κατά φύσιν αυτούς επέστρεφεν, ίνα, ώσπερ ουκ όντες γεγόνασιν, ούτω και την εις το είναι φθοράν υπομείνωσι τω χρόνω εικότως. Ει γαρ, φύσιν έχοντες το μη είναι ποτέ, τη του Λόγου παρουσία και φιλανθρωπία εις το είναι εκλήθησαν, ακόλουθον ην, κενωθέντας τους ανθρώπους της περί Θεού εννοίας και εις τα ουκ όντα αποστραφέντας (ουκ όντα γαρ εστί τα κακά, όντα δε τα καλά, επειδήπερ από του όντος Θεού γενόνασι), κενωθήναι και του είναι αεί… Έστι μεν κατά φύσιν άνθρωπος θνητός, άτε δη εξ ουκ όντων γεγονώς» (Περί ενανθρωπήσεως 4)
με την ανυπαρξία, αφού ο άνθρωπος υπάρχει μόνο καθόσον βλέπει στο κάτοπτρο της ψυχής του την εικόνα του Πατέρα, δηλ. καθόσον μπορεί να έχει σχέση με τον Θεό. Ο άνθρωπος αμαυρώνει το κάτοπτρο κι έτσι, μη έχοντας θεωρία του Θεού και συνεπώς και μη ορθή θεωρία του κόσμου, τοποθετεί στην θέση του φανταστικά πράγματα, δηλ. μη όντα (Κατά ελλήνων 8). Αυτό ακριβώς είναι η ειδωλολατρία και αυτό υπογραμμίζει την «κατά φύσιν» ζωή της ανυπαρξίας. Με αυτά κατανοεί κανείς γιατί επιμένει ο Αθανάσιος να υποστηρίζει ότι ο Άρειος είναι άθεος: διότι, θεωρώντας τον Υιό κτίσμα, κατατάσσει αυτόν στα κτιστά όντα, που έχουν ύπαρξη μόνο εφόσον κοινωνούν με τον Θεόν, δεν έχουν δική τους ύπαρξη, δεν είναι θεοί. Η δυσκολία του Αθανασίου να εξηγήσει το κακό είναι εμφανής. Χρησιμοποιεί πέρα από τους πλατωνικούς όρους «ον», «μη ον», παραστατικά το σχήμα της ψυχής ως κάτοπτρο, το οποίο όταν επικαλύπτεται δεν λειτουργεί, δεν δίνει εικόνα, δηλ. δεν κατοπτρίζει τον Θεό και αυτό είναι η κακία. Το σχήμα τούτο θα αναπτύξουν πολύ ο Μ. Βασίλειος και ο Γρηγόριος Νύσσης. Επίσης, για να δείξει ο Αθανάσιος την ανυπαρξία του κακού, περιγράφει τον σκοτισμό που προκαλεί η θέα του ήλιου με γυμνό μάτι. Εκεί δεν υπάρχει σκοτάδι, αλλά, μη έχοντας δυνατότητα για απευθείας θέα του ήλιου, νομίζουμε ότι επέρχεται σκοτάδι, που δεν υπάρχει καθεαυτό, αφού εκεί είμαστε μέσα στο φώς. Ο Αθανάσιος, παρακολουθώντας προσεκτικά την πορεία του ανθρώπου, διαπιστώνει ότι αυτός αδυνατεί από μόνος του να επαναποκτήσει την κοινωνία και την γνώση του Θεού, άρα την ύπαρξη. Η αδυναμία αυτή του ανθρώπου είναι η τραγωδία του, η αυτοαπόρριψή του σ’ έναν κόσμο αντιφάσεων, όπου δεν γνωρίζει ούτε τον εαυτό του, ούτε τον Θεό, ούτε τον κόσμο• δεν αναγνωρίζει ούτε καν ότι ο Θεός είναι αγένητος και ο άνθρωπος κτιστός:
«ο Θεός… κατιδών πάλιν την ασθένειαν της φύσεως αυτών ( = των ανθρώπων), ως ουχ ικανή είη εξ εαυτής γνώναι τον δημιουργόν, ουδόλως έννοιαν λαβείν Θεού τω τον μεν είναι αγένητον, τα δε εξ ουκ όντων γεγενήσθαι« (Περί ενανθρωπήσεως 1).
γ. Ο Λόγος «ενηνθρώπησεν ίνα ημείς θεοποιηθώ μεν»
Αυτή ακριβώς η μηδενική πτωτική κατάσταση κάνει τον Αθανάσιο να αγωνιά. Θέλει να υψώσει τον άνθρωπο από την ανυπαρξία του, πασχίζει να δείξει πώς ο Θεός επεμβαίνει αποφασιστικά στην ιστορία της ανθρωπότητας, ποιά είναι η διαδικασία της θείας οικονομίας, δηλαδή της θείας επεμβάσεως. Προϋποθέσεις είναι η αγαθότητα του Θεού, που θέλει να δει τον άνθρωπο πάλι ευτυχή, δηλαδή υπάρχοντα, και η θεία εικόνα, την οποία ο Λόγος εγχάραξε στον άνθρωπο κατά την δημιουργία του. Η αγαθότητα δεν μεταβάλλεται, αλλά και η θεία εικόνα στον άνθρωπο δεν χάνεται• επικαλύπτεται, σκοτίζεται, δεν λειτουργεί, αλλά υπάρχει. Σ’ αυτήν ακριβώς επεμβαίνει ο Θεός από «φιλανθρωπία» και αυτήν θεραπεύει, ανανεώνει. Η εικόνα στον άνθρωπο γίνεται ο τόπος υποδοχής της επεμβάσεως του Θεού, μολονότι αυτή δεν έχει καμμία σχέση με τον σπερματικό λόγο των στωικών και του Ιουστίνου, τον οποίο ξεπέρασε ο Ειρηναίος και τώρα ο Αθανάσιος (Κατά ελλήνων 40). Την επέμβαση συνιστά η ενανθρώπηση του ίδιου του θείου Λόγου, του Υιού του Πατέρα:
Ο Θεός «ελεήσας πάλιν το γένος το ανθρώπινον, άτε δη αγαθός ων, ουκ αφήκεν αυτούς ερήμους της εαυτού γνώσεως, ίνα μη ανόνητον έχωσι και το είναι» (αυτόθι).
«τι έδει γενέσθαι, αλλ’ η το κατ’ εικόνα πάλιν ανανεώσαι, ίνα δι’ αυτού πάλιν αυτόν (= τον Θεόν) γνώναι δυνηθώσιν οι άνθρωποι; Τούτο δε πως αν εγεγόνει, ει μη αυτής της του Θεού εικόνος παραγενομένης του Σωτήρος υμών;» (αυτόθι 13).
Πρώτος ο Μ. Αθανάσιος επιμένει τόσο έντονα στην ψηλάφηση του τρόπου, με τον οποίο επεμβαίνει ο Θεός στην ανακαίνιση του ανθρώπου, στην σωτηρία του. Προσπαθεί να παρακολουθήσει βήμα προς βήμα την κίνηση του Θεού, κυριολεκτικά ζητάει την «λογική» του μυστηρίου. Γι’ αυτό, εξειδικεύοντας θεολογικά, δεν μιλάει πλέον γενικά για τον δημιουργό Θεό, αλλά για τον δημιουργό Λόγο, που ανακαινίζει την δική του εικόνα στον άνθρωπο, αφού ο ίδιος είναι (άλλου είδους βέβαια, δηλαδή απαράλλακτος) εικόνα του Πατέρα. «Ανατυπώνει» τώρα ο Λόγος στο ίδιο ον την «μορφή» (την εικόνα) που δημιούργησε, αλλά η οποία σχεδόν έσβησε (αυτόθι 14). Και το κάνει ο Λόγος αυτό, διότι αλλιώς, αν ο άνθρωπος δεν ιδεί την εικόνα του Πατέρα μέσα του, πως θα γνωρίσει και θα κηρύξει τον Πατέρα; Άλλος τρόπος θεογνωσίας, άλλο «σύστημα» γνωσιολογίας, δεν υπάρχει από την ενανθρώπηση και εντεύθεν (αυτόθι). Ο Θεός πλέον δεν διδάσκει με κραυγές και νεφέλες, όπως στην ΠΔ, αλλά φανερώνει την αλήθεια γινόμενος άνθρωπος, προσλαμβάνοντας το φθαρτό κτίσμα, ανακαινίζοντας και ενώνοντας την θεία εικόνα στον άνθρωπο με την ίδια την αλήθεια, δηλαδή θεώνοντας ολόκληρο τον άνθρωπο, ο Λόγος του Θεού «ενηνθρώπησεν ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (αυτόθι 54).
Η ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΚΑΙ «Η ΦΥΣΕΙ ΓΕΝΝΗΣΙΣ» ΤΟΥ ΥΙΟΥ
α. Ο Άρειος εισάγει την αρχή τον χρόνου στην ζωή της αγίας Τριάδας
Από τις δύο Επιστολές (320/4;) του Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας κατά του αρειανισμού συνάγεται ότι ο Άρειος, προκειμένου να μιλήσει για την προέλευση του Υιού, εκκινούσε από την κοινή αντίληψη ότι το αγένητο και άτρεπτο είναι ένα. Κοινή όμως ήταν και η πλατωνική θέση, ότι μόνο «το εν» δεν «μετέχει χρόνου, ούτε ποτέ γέγονεν, ούτε εγίγνετο» (Παρμενίδης 14/e). Επίσης μόνο «το εν» τούτο είναι το «έχον ακινήτως» (Τίμαιος 37e-38a) και ως ακίνητο είναι και άτρεπτο. Συνεπώς, υποστήριζε ο Άρειος, αγένητος είναι μόνο ένας, ο Θεός, και οτιδήποτε ακολουθεί, ακόμη και ο Υιός, «ην ποτέ ότε ουκ ην», είναι «εξ ουκ όντων», δημιούργημα εν χρόνω και μάλιστα με την βούληση του Θεού, όπως δίδασκε ο Ωριγένης. Η άποψη αυτή για τον Υιό γινόταν εύκολα δεκτή, διότι ήταν διάχυτη η αντίληψη της κατωτερότητας (υποταγής) του Υιού στον Πατέρα, διότι επικρατούσε παντού η πλατωνική και νεοπλατωνική ιεράρχηση των όντων (από το εν ή την ενάδα μέχρι τον άνθρωπο) και τέλος διότι ο Άρειος είχε το χάρισμα της πειστικότητας.
Έτσι ο Άρειος εισάγει στην θεολογία την φιλοσοφική θεώρηση του «αγενήτου» και ειδικά στην ζωή της Τριάδας την αρχή του χρόνου, δηλαδή χρονικοποιεί, τοποθετεί στον χρόνο ότι γίνεται στους κόλπους της Τριάδας, στην φύση της. Οι ορθόδοξοι αντέδρασαν στην θεολογική αυτή νοθεία, κυρίως διότι κατέληγε στον Υιό κτίσμα, που σαν τέτοιο ήταν άγνωστο στην Παράδοση και που δεν μπορούσε να προσφέρει σωτηρία. Συγκεκριμένα ο Αθανάσιος, ήδη από την εποχή της Β’ Επιστολής του Αλεξάνδρου, αντέταξε την αρχή του Αριστοτέλη ότι στην θεότητα δεν ισχύει «πρότερον και ύστερον» (Φυσικά 4, 219β και Κατά αρειανών Β’ 33), δεν υπάρχει «διάστημα» μεταξύ Πατέρα και Υιού. Δεν αρκούσε όμως αυτό για να στηρίξει την αλήθεια της θεότητας και αϊδιότητας του Υιού, όπως ήταν γνωστή και από τον Ωριγένη, τον Διονύσιο Αλεξανδρείας, τον Θεόγνωστο κ.ά. Έπρεπε να υποδειχτεί, όσο ήταν εφικτό, και ο πειστικός τρόπος της προελεύσεως του Υιού έξω από τον χρόνο, να παρασταθεί η διαδικασία με την οποία προήλθε ο Υιός.
β. Φύσει γέννησις-φύσει Υιός
Και αυτό προσπάθησε μ’ επιτυχία ο Αθανάσιος. Οδηγήθηκε λοιπόν στην θεολογία της «φύσει γεννήσεως», την οποία διέκρινε ριζικά από την «εν χρόνω δημιουργίαν». Όταν δηλαδή οι φιλόσοφοι και μαζί τους οι Ωριγένης και Άρειος κατανοούν την δημιουργία ως γένεση με βούληση του Θεού, ο Αθανάσιος αντιπροβάλλει την αλήθεια ότι η φυσική γέννηση στην θεότητα, ακριβώς ως φυσική, είναι ξένη και προς τον χρόνο και προς την θεία θέληση. Έχει απόλυτη συνείδηση ότι βρίσκεται σε αντίθεση προς το φιλοσοφικό αρειανικό κλίμα και, για να γίνει σαφέστερος, χρησιμοποιεί για τον Υιό και τις εκφράσεις:
«γέννημα της ουσίας» (Κατά αρειανών Β’ 34), «Υιός φύσει μονογενής» (Β’ 9), «φύσει και αληθινός Υιός» (Β’ 59), «αΐδιος και γνήσια γέννησις» (Β’ 45), «Λόγος εστίν αΐδιος φύσει της ουσίας του Θεού ο Υιός» (Β’ 31).
Το γεγονός της φυσικής γεννήσεως προϋποθέτει ταυτότητα φύσεως γεννώντος και γεννωμένου (ομοιότητα «απαράλλακτον» αυτών)• άρα ο Υιός έχει την φύση του Πατέρα, είναι ομοούσιος όπως ο άνθρωπος-υιός έχει την φύση, την ουσία, του πατέρα του. Ταυτόχρονα αποκλείει, ως φυσική, την έννοια της βουλήσεως στον γεννώντα, διότι η βούληση εκδηλώνεται εν χρόνω. Επομένως ο φυσικός Υιός είναι πέρα της βουλήσεως, πέρα του χρόνου, είναι δηλαδή αΐδιος, καθώς και ο φυσικός Πατέρας του. Όπως ο ήλιος συνυπάρχει πάντα, «αεί», με το απαύγασμα, με το φώς, έτσι και ο Πατέρας, όντας αΐδιος και προαιώνιος, έχει «αεί» τον Υιό, αΐδιο και προαιώνιο (βλ. και Κατά αρ. Α’ 27). Ήλιος χωρίς το σύγχρονό του φώς δεν υπάρχει και πηγή χωρίς σύγχρονο νερό δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και Θεός Πατέρας χωρίς αΐδιο Υιό (Δ’ 27 και 29). Αλλιώς, πρέπει να ζητήσουμε διάστημα, οπόταν ο Θεός δεν ήταν Πατέρας κι έγινε μετά. Αλλ’ αυτό θα σήμαινε ότι μεσολάβησε τροπή, που είναι αδιανόητη στον Θεό:
«αεί Πατήρ και ουκ επιγέγονε τω Θεω το Πατήρ, ίνα μη και τρεπτός είναι νομισθή» (Κατά αρ. Α’ 28).
Αντίθετα, ότι δεν προέρχεται με φυσική γέννηση, είναι «έξωθεν», δημιουργείται από το μηδέν εν χρόνω, δηλαδή έχει φύση διαφορετική από το δημιουργό, είναι κτίσμα:
«Το ποίημα έξωθεν ( = ad extra) του ποιούντος εστίν… ο δε Υιός ίδιον ( = ad intra) της ουσίας γέννημα εστί. Διό και το μεν ποίημα ουκ ανάγκη αεί είναι• ότε γαρ βούλεται ο δημιουργός εργάζεται. Το δε γέννημα ου βουλήσει υπόκειται, αλλά της ουσίας εστίν ιδιότης. Και ποιητής μεν αν είη και λέγοιτο καν μήπω η τα έργα• Πατήρ δε ουκ αν λεχθείη ουδ’ αν είη, μη υπάρχοντος υιού» (Κατά αρ. Α’ 29). «…ο Υιός μη έξωθεν, αλλά εκ του Πατρός είναι φύσει γέννημα … δήλον ότι και εξ αυτού και αεί εστί συνυπάρχων ο Λόγος τω Πατρί» (Α’ 27).
Η αρχή που θέτει ο Αθανάσιος είναι απλή, πειστική και αποφασιστική: Αυτό που είναι η φύση του γεννώντος, αυτό είναι και η φύση του γεννωμένου. Και η διαφορά των ρημάτων, τα οποία η Γραφή χρησιμοποιεί, αυτό θέλει να δείξει• όπως το «γεννάν σημαντικόν εστίν Υιού», έτσι το «ποιείν δηλωτικόν εστί των έργων» (Κατά αρ. Β’ 59). Έτσι ότι είναι ο Πατέρας είναι, κατά την φύση, και ο Υιός του. Αυτά ισχύουν και στον άνθρωπο γονέα, μόνο που αυτός, δημιουργημένος από το μηδέν, έχει αρχή και γι’ αυτό έχει αρχή και ο υιός του. Αντίθετα, ο Λόγος του Θεού δεν έχει αρχή, διότι και ο Θεός Πατέρας δεν έχει αρχή. Επίσης, διευκρινίζει, ο λόγος του ανθρώπου διαφέρει από τον Λόγο του Πατέρα, διότι ο πρώτος είναι απλός λόγος προφορικός, δεν έχει υπόσταση κι εξαντλείται, ενώ ο θείος Λόγος είναι φυσικός Υιός, υπόσταση και ύπαρξη δηλαδή δρώσα και ενεργούσα και γι’ αυτό είναι «αεί» με τον πατέρα «ως απαύγασμα φωτός»:
«οποίος γαρ αν η ο γεννών, τοιούτον ανάγκη και το γέννημα είναι. Και οποίος αν η ο του Λόγου Πατήρ, τοιούτος αν είη και ο Λόγος αυτού. Ο μεν ουν άνθρωπος εν χρόνω γεννώμενος, εν χρόνω και αυτός γεννά το τέκνον. Και επειδή εκ του μη όντος γέγονε, διά τούτο και ο λόγος αυτού πέπαυται και ου μένει. Ο δε Θεός ουχ ως ανθρωπός εστί… διά τούτο και ο Λόγος αυτού ων εστί και αϊδίως εστί μετά του Πατρός ως απαύγασμα φωτός» (Κατά αρ. Β’ 35).
Εξηγεί ακόμα ότι η φυσική γέννηση δεν συνεπάγεται «πάθος» ή τροπή στον Θεό, ούτε το γεννώμενο συνιστά «μέρος» του Θεού (Κατά αρ. Α’ 29). Το γεννάν είναι ιδιότητα του Πατέρα τόσο φυσική, ώστε αν έλειπε θα σήμαινε ελάττωμα της ουσίας του Θεού (Α’ 29).
Είναι προφανές ότι ο Αθανάσιος αναζητεί τρόπους και εικόνες της φυσικής πραγματικότητας, για να εξηγήσει όσο ακριβέστερα μπορεί την ζωή της αγ. Τριάδας. Τελικά όμως επισημαίνει γεγονότα, υποδεικνύει όψεις της αλήθειας, χωρίς να νομίζει ότι εισέρχεται στην εσώτερη διαδικασία, χωρίς πράγματι να εξηγεί δηλαδή το πώς της αλήθειας και ειδικά εδώ το «πώς γεννά ο Θεός». Η εξήγηση του, η θεολογία του, έγκειται στην επισήμανση του «γεννάν», στην υπογράμμιση της σημασίας του «γεννάν» και των συνεπειών αυτού για την σωτηρία του ανθρώπου. Περισσότερο δεν επιτρέπεται ούτε μπορεί ο άνθρωπος να προχωρήσει (Κατά αρ. Β΄36). Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι η επισήμανση του «φύσει» γεννάν είναι ήδη κάθοδος, είσοδος στην αλήθεια κι εξήγηση μερική της ζωής της Τριάδας. Επομένως η προτροπή του να μη ζητάμε να μάθουμε περισσότερα, να μη ζητάμε το «πώς γεννά ο Θεός», έχει σχετική σημασία, που ορίζεται από την δική του αίσθηση επάρκεια της γνωσθείσης αλήθειας και άρα – εφόσον ο Αθανάσιος είναι μέτρο – από τις ανάγκες της εποχής του.
Η εισαγωγή και θεμελίωση της θεολογίας της «φυσικής γεννήσεως», ότι ο Υιός είναι φυσικός Υιός, είναι απόλυτης σημασίας. Παρά τις εξηγήσεις του Αθανασίου οι αντίπαλοι παρεξηγούσαν την χρήση στην Γραφή των ρημάτων γεννώ και ποιώ για τον Υιό. Και μόνο με την βαθιά και αποφασιστική τομή της «κατά φύσιν» γεννήσεων, μόνο με την χαρισματική είδοδο στην αλήθεια ότι ο Υιός είναι του Πατέρα «φυσικός» Υιός, το θέμα λυνόταν οριστικά. Γι’ αυτό και προέτρεπε να μην πολυπραγμονούν για την έννοια των ρημάτων, αρκεί να ομολογούν «το κατά φύσιν» (Κατά αρ. Β’ 3).
Για την αλήθεια της «φύσει» γεννήσεως έχει ο Αθανάσιος ένα σημαντικό έρεισμα στην ιστορία της θεολογίας. Ο Θεόγνωστος, διευθυντής της αλεξανδρινής κατηχητικής σχολής μεταξύ 264 και 281, έγραψε το εξής πολυσήμαντο: «ουκ έξωθεν τις εστίν… η του Υιού ουσία ουδέ εκ μη όντων επεισήχθη, αλλά εκ της του Πατρός ουσίας έφυ, ως του φωτός το απαύγασμα» (Περί Νικαίας 25,2). Το «έφυ» τούτο του Θεογνώστου ταυτίζεται με το «φύσει γέννησις» του Αθανασίου, αλλά σε σημεία, τα οποία γνώριζε ο Φώτιος (Μυριόβιβλον 106), ο Θεόγνωστος κατανοεί τον Υιό σαν δημιούργημα και οπωσδήποτε δεν διανοείται ταυτότητα φύσεως στα δύο θεία πρόσωπα, όπως πρώτος στην ιστορία της θεολογίας κάνει ο θεόπνευστος Αθανάσιος, που γι’ αυτό είναι και Μέγας και στύλος της Ορθοδοξίας.
γ. Η φυσική γέννηση του Υιού προηγείται της θείας βουλήσεως
Στην προσπάθειά του ο Αθανάσιος να αποχωρίσει την εν χρόνω δημιουργία από την φυσική γέννηση, διακρίνει δύο αρχές: την αρχή του «διαστήματος» (όπου έχουμε κίνηση κι έκταση χρονική στο διάστημα), κατά την οποία τα όντα κτίζονται από το μηδέν, αρχίζουν• και την αρχή της κατ’ εξοχήν «οικονομίας», κατά την οποία εν χρόνω εξανθρωπίζει ο Υιός και αρχίζει η καινή κτίση.
Οι δύο αυτές αρχές είναι αποτέλεσμα της θείας βουλήσεως και προϋποθέτουν χρόνο:
«ταυτόν εστίν ειπείν ‘βουλήσει’ και ‘ην ποτέ ότε ουκ ην’ … βουλήσει λέγοντες χρόνους προ Υιού σημαίνουσι• των γαρ ποτέ μη όντων προηγείται το βουλεύεσθαι… ει προηγείται η βουλή, πώς δι’ αυτού τα πάντα;» (Κατά αρ. Β’ 61). «η μεν βουλή και η πρόθεσις (= του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως) προ του αιώνος ητοιμάσθη, το δε έργον γέγονεν ότε η χρεία απήτησε και επεδήμησεν ο Σωτήρ» (Κατά αρ. Β’ 77).
Το πρώτο χωρίο δείχνει αβάσιμον τον περίφημο ελιγμό των αρειανών, που, αντί του «ην ποτέ ότε ουκ ην» ο Υιός, πρόβαλαν το σχήμα: «θελήματι του Θεού προ χρόνων και προ αιώνων κτισθέντα» τον Υιόν (Αρείου, Έκθεσις πίστεως… προς Αλέξανδρον). Δεν δίστασε μάλιστα ο Άρειος να γράψει και την φράση «ο Υιός αχρόνως γεννηθείς» (αυτόθι). Ο Αθανάσιος κατάλαβε τον ελιγμό και σπεύδει να καταδείξει ότι η βούληση (θέληση) συνεπάγεται χρόνο και ο χρόνος βούληση. Είτε την αρχή του χρόνου θέσει κανείς είτε την αρχή της θείας βουλήσεως, καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή στα κτιστά όντα ή στην θεία οικονομία. Έτσι το τελευταίο βήμα στην θεολογία αυτή του Αθανασίου είναι ότι η «φύσει» γέννηση προηγείται της βουλήσεως:
«υπεραναβέβηκε δε της βουλήσεως το πεφυκέναι» (Κατά αρ. Β’ 2). «υπέρκειται και προηγείται του βουλεύεσθαι το κατά φύσιν» (Κατά αρ. Γ’ 62).
Άλλωστε η βουλή του Θεού Πατέρα είναι ο ίδιος ο Υιός, που γεννάται «φύσει», δηλαδή στην ίδια την θεία φύση και από αυτήν και άρα έξω από κάθε είδους προσδιοριστική αρχή:
ο Υιός «έστιν η του Πατρός βουλή και ενούσιος ενέργεια … δεύτερον έστιν… το δημιουργείν του γεννάν τον Θεόν. Το μεν γαρ Υιός ίδιον και αληθώς εκ της μακαρίας εκείνης και αεί ούσης ουσίας εστί• τα δε εκ βουλήσεως αυτής έξωθεν συνιστάμενα γίνεται και δημιουργείται διά του ιδίου και εξ αυτής γεννήματος» (Β’ 2). «τον δε ίδιον Λόγον εξ αυτού φύσει γεννώμενον ου προβουλεύεται» (Γ’ 61).
Η θεία βούληση δεν μπορεί να προηγείται της γεννήσεως του Λόγου, διότι τότε πώς θα έλεγε ο ευαγγελιστής Ιωάννης ότι «πάντα δι’ αυτού εγένετο» (1,3); Αν δεχτούμε ότι «βουλήσει» γεννήθηκε ο Λόγος, τότε θα πρέπει να ζητήσουμε και άλλον Λόγο, από τον οποίο προήλθε και αυτός, με τον οποίο δημιούργησε ο Θεός τον κόσμο (Γ’ 60). Την διαφορά μεταξύ γεννήσεως του Υιού και της δημιουργίας του κόσμου παριστάνει ο Αθανάσιος με την διαφορά μεταξύ του υιού που ο άνθρωπος γεννά φυσικώς έσωθεν, από την ουσία του, και της οικίας, που ο ίδιος κατασκευάζει με υλικά έξωθεν της ουσίας του και με την βούλησή του, που εκδηλώνεται εν χρόνω (Γ’ 62). Κάνει μάλιστα ο Αθανάσιος μία λεπτότατη και αποκαλυπτική ερμηνευτική παρατήρηση στα βιβλικά κείμενα, που αναφέρονται στον Λόγο του Θεού. Αυτά, όταν πρόκειται για την οικονομία της ενανθρωπήσεως του Λόγου, προσθέτουν φράση ενδεικτική της κινήσεως, του σκοπού, της αιτίας, του χώρου, όπως: «ο Λόγος σαρξ εγένετο» και «εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. 1,14). Εδώ έχουμε «διαστηματικήν αρχήν»: κάτι κάπου κάποτε αρχίζει να γίνεται. Όταν πρόκειται να δηλωθεί μόνο η Θεότητα του Λόγου, τότε λέγεται απλώς: «εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος» (Ιω. 1,1), χωρίς τα στοιχεία του χρόνου (διαστήματος) ή της αιτίας. Έτσι μόνο κατανοεί και το περίφημο χωρίο «Κύριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού» (Παροιμ. 8,22), που έγινε το μέγα έρεισμα των αρειανών, για να στηρίξουν την ιδέα ότι ο Υιός είναι κτίσμα. Εδώ το «έκτισε» δεν σημαίνει «την αρχήν του είναι, αλλά την ενανθρώπησιν», την «οικονομίαν» προς «ανανέωσιν» των έργων, τα οποία προστίθενται στο χωρίο ως αιτία της οικονομίας. Έχουμε, λοιπόν, την αρχή της θείας οικονομίας, που συνδέεται με τον χρόνο, και όχι την γέννηση του Υιού, στην οποία όταν αναφέρονται τα βιβλικά κείμενα δεν προσθέτουν αιτία, όπως π.χ. στα χωρία: «εγώ ειμί η αλήθεια» (Ιω. 8,12) και «εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν» (Ιω. 10,30). (Βλ. Κατά αρ. Β’ 53-54, 57-58).
Με την θεολογία της «φυσικής γεννήσεως» ο Αθανάσιος θεμελιώνει για πρώτη φορά στην Εκκλησία α) την αϊδιότητα του Υιού και Λόγου του Θεού, β) την ταυτότητα φύσεως Πατέρα και Υιού και γ) την απόλυτη διαφορά μεταξύ άτρεπτης φύσεως Υιού και τρεπτής φύσεως των δημιουργημάτων. Αυτονόητο ότι ξεπερνά οριστικά την ωριγενιστική θεολογία, που κατανοούσε την αϊδιότητα του Λόγου κυρίως με την αντίληψη ότι ο Πατέρας γεννά – δημιουργεί αιωνίως – διαρκώς, και με τον επικίνδυνο συνδυασμό (ή ταύτιση) γεννήσεως του Υιού και δημιουργίας του κόσμου. Ο συνδυασμός αυτός ήταν ακόμη πιο επικίνδυνος, διότι ο Ωριγένης, για ν’ αποφύγει τον γνωστικισμό, δεν ήθελε τον Υιό γεννώμενο από την ουσία του Πατέρα. Ένα βήμα περισσότερο και φθάσαμε στον Άρειο, που δίδαξε ότι ο Υιός «αρχήν του κτίζεσθαι» είχε (Κατά αρ. A’ 5), γιατί έτσι διαφύλαττε στον Θεό το αγέννητο (Γραφή) και το πρώτο κινούν άναρχο (Αριστοτέλης). Στην Παράδοση φυσικά, την κοινή πίστη, υπήρχε, υπογραμμίζει ο Αθανάσιος, το ότι «εξ αρχής… ο Θεός Υιόν τον Λόγον, την σοφίαν… έχει• και ταύτα εστίν αυτού εικών και απαύγασμα» (Κατά αρ. Β’ 34). Γιατί όμως το «εξ αρχής» σημαίνει αεί, γιατί ο Υιός είναι αεί και όμοιος στην ουσία με τον Πατέρα και γιατί δεν είναι κτίσμα αποτελούν το έργο της αθανασιανής θεολογίας.
δ. Το ομοούσιον
Ο Μ. Αθανάσιος άργησε να χρησιμοποιήσει τον όρο ομοούσιος, που έγινε θεμέλιος λίθος της τριαδολογίας και κριτήριο της ορθοδοξίας. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι δεν χρησιμοποίησε μέχρι το 350 περίπου την ορολογία της Α’ Οίκουμ. Συνόδου της Νίκαιας (325). Αλλά η Νίκαια πρόβαλε για την ουσιαστική σχέση Υιού και Πατέρα τους εξής δύο ταυτόσημους όρους: «εκ της ουσίας του Πατρός» και «ομοούσιος». Ο Αθανάσιος αναφέρει τον πρώτο πολύ συχνά και τον δεύτερο άπαξ (Κατά αρ. Α’ 9). Επομένως ακλουθεί την αποφασιστική ορολογία της Νίκαιας, μόνο που προτιμά τον περιφραστικό όρο. Και αυτό γιατί ο όρος «εκ της ουσίας του Πατρός» συνδέεται άμεσα με το κλίμα της εποχής, με την διαμάχη γύρω από τον αρειανισμό και τον προσωπικό του αγώνα. Το «ομοούσιος» προ- τάθηκε ορθά στην Νίκαια (κι έγινε δεκτό από τον Κωνσταντίνο, με την προτροπή ίσως του Οσίου Κορδούης) κι επεκράτησε οριστικά (ως μονολεκτικός και ακριβέστερος όρος), αλλά δεν ήταν θεολογικό κλειδί στις αρχικές συζητήσεις των ορθοδόξων και των αρειανών, οι οποίοι μάλιστα τον απέρριπταν και ως μη βιβλικό.
Οι αρχικές απαντήσεις (και φράσεις) που οι ορθόδοξοι έδιναν στους αρειανούς καταχωρίζονται στις δύο Επιστολές, που κυκλοφόρησαν με το όνομα του Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας, ως προτάσεις απορριπτόμενες από τους αρειανούς. Οι ορθόδοξες θέσεις που μας ενδιαφέρουν είναι κυρίως ότι ο Λόγος ή ο Υιός είναι «όμοιος κατ’ ουσίαν τω Πατρί», ότι είναι «αληθινός και φύσει του Πατρός Λόγος» (και Υιός), ότι έχει «φυσικήν υιότητα», ότι είναι «γνήσιος» (αληθινός) Υιός, ότι είναι απαράλλακτη εικόνα της ουσίας ή φύσεως του Πατέρα, ότι είναι άτρεπτος κ.α. Πρόκειται για θεματική και ορολογία που συνεχίζεται και μάλιστα αναπτύσσεται θεολογικά για πρώτη φορά στα έργα του Αθανασίου. Αυτός είναι ο λόγος που μας κάνει να πιστεύουμε ότι ο Αθανάσιος αναμίχτηκε γρήγορα στις θεολογικές συζητήσεις που προκάλεσε ο Άρειος και ότι η Β’ Επιστολή του Αλεξάνδρου συντάχτηκε κυρίως από τον Αθανάσιο. Ο μόνος κρίσιμος όρος των έργων του Αθανασίου, που δεν βρίσκουμε αυτούσιο στην Επιστολή, είναι το «ίδιον», ότι ο Υιός δηλαδή είναι της φύσεως του Πατέρα, είναι από την ίδια φύση, ανήκει στην ίδια φύση («ίδιος της ουσίας του Πατρός») (Κατά αρ. Α’ 9). Στην Επιστολή χρησιμοποιείται η πολύ γνωστή στους λόγους Κατά αρειανών λέξη «ιδιότητα» και «ιδιότροπος» για να δηλώσει το ίδιο θέμα. Στους λόγους του Κατά ελλήνων (π.χ. 40) και Περί ενανθρωπήσεως (π.χ. 20 και 55), της εποχής προ του 325, χρησιμοποιεί επίσης ως όρους κλειδιά για την θεότητα του Υιού τα επίθετα «μονογενής», «αληθινός» και «ίδιος». Είναι χαρακτηριστικό ότι το «μονογενής αληθινός» της Επιστολής και του Περί ενανθρωπήσεως γίνεται στους Κατά αρειανών «Υιός αληθινός φύσει» (Α’ 9) ή «φύσει μονογενής» (Β’ 9). Έχουμε δηλαδή εξέλιξη και ανάπτυξη της ορολογίας, ιδιαίτερα εδώ που θέλει να δείξει την «κατά φύσιν» ενότητα Υιού και Πατέρα.
Οι παραπάνω λέξεις-κλειδιά «ίδιος», «αληθινός», «εκ της ουσίας του Πατρός», «φύσει Υιός» ή «φύσει γέννημα» αποτελούν θετική έκφραση, δηλώνουν αυτό που είναι ο Υιός προς τον Πατέρα. Ο όρος ομοούσιος είναι η συνέπεια των παραπάνω, προκύπτει αβίαστα από αυτό που δηλώνουν οι παραπάνω λέξεις. Και ήταν πολύ φυσικό για τον Αθανάσιο να χρησιμοποιήσει μετά το 341 το ομοούσιος ως αποκλειστικό όρο, διότι τότε παρουσιάστηκαν επίσημα (π.χ. στην σύνοδο των Εγκαινίων) ημιαρειανοί ή μετριοπαθείς αρειανοί (οι όμοιοι και δη οι ομοιουσιανοί). Αυτοί υιοθετούσαν πολλούς κρίσιμους αθανασιανούς όρους – μαζί και τον «εκ της ουσίας του Πατρός» – με δική τους κατανόηση, γεγονός που δημιουργούσε σύγχυση, την οποία ο Αθανάσιος ήθελε να αποφύγει.
ε. Διάκριση αλήθειας και ορολογίας
Από το 355 και μετά, όταν πολλοί μετριοπαθείς αρειανοί πλησίαζαν με ειλικρίνεια τους ορθοδόξους, το ομοούσιος γινόταν εμπόδιο για την τελική τους ενσωμάτωση στην Εκκλησία. Αυτοί έζησαν ολόκληρες δεκαετίες στο αντιομοουσιανικό κλίμα και υποπτεύονταν ή αποστρέφονταν ακόμα και συναισθηματικά τον όρο τούτο. Το πρόβλημα αντιμετώπισε ο Αθανάσιος με συνετή συγκατάβαση, προτείνοντας, από το 362 και μετά, την χρήση των όρων «φύσει γέννημα», «αληθώς φύσει Υιός» και «εκ της ουσίας του Πατρός» (βλ. Περί των εν Αριμίνω και Σελεύκεια συνόδων [41] και προς τους εν Αφρική [9]) αντί του ομοούσιος. Το γεγονός είναι πολυσήμαντο, διότι εμφανίζει τον Αθανάσιο αναπτυσσόμενο θεολογικά και μετά τα 65 του χρόνια και τον αποδεικνύει ικανό να διακρίνει με σαφήνεια ορολογία και αλήθεια, αφού ήδη από παλαιότερα δίδασκε ότι τις λέξεις- όρους ορίζουν τα πράγματα και όχι το αντίθετο:
«ου γαρ αι λέξεις την φύσιν παραιρούνται, αλλά μάλλον η φύσις τας λέξεις εις εαυτήν έλκουσα μεταβάλλει. Και γαρ ου πρότεραι των ουσιών αι λέξεις, αλλ’ αι ουσίαι πρώται και δεύτεραι τούτων αι λέξεις» (Κατά αρ. Β’ 3).
Στην περίπτωση αυτή δεν υποδουλώνεται ο θεολόγος στους όρους, αλλά, όπως κατά τον Γρηγόριο Θεολόγο έκανε ο Αθανάσιος, προχωρεί σε άλλες εκφράσεις, όταν έχει ασφαλή την αλήθεια (το πράγμα). Τότε ο Αθανάσιος μπόρεσε να χρησιμοποιήσει για την αλήθεια και άλλους όρους:
«προσκαλεσάμενος αμφότερα τα μέρη… και τον νουν των λεγομένων εξετάσας, επειδή συμφωνούντας εύρε και ουδέν διεστώτας κατά τον λόγον, τα ονόματα συγχωρήσας συνδεί τοις πράγμασι»
(Γρηγορίου Θεολόγου, Εις Αθανάσιον, Λόγος ΚΑ’ 25: PG 35, 1125Β).
Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε ότι οι αρχικοί θεολογικοί όροι του Αθανασίου, όπως «φύσει Υιός», «αληθινός Υιός», τους οποίους ορθά είχε αφήσει χάριν του ομοούσιος, έρχονταν τώρα στην επικαιρότητα και λειτουργούσαν ως γέφυρες ενσωματώσεως των ημιαρειανών στην Εκκλησία. Η τακτική βέβαια του Αθανασίου δεν αποτελούσε εγκατάλειψη του ομοουσίου, αλλά μόνο παραχώρηση και μόνο για όσους είχαν επιφανειακούς ενδοιασμούς για την αποδοχή του όρου αυτού.
ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΗ
α. Σύναψη Θεού και ανθρώπου
Η χριστολογία του Αθανασίου και της Εκκλησίας είναι απόλυτα σωτηριολογική. Δεν θα έκανε χριστολογία, εάν δεν έπρεπε να δείξει, όσο γινόταν ακριβέστερα, πως με το μυστήριο του Χριστού σώζεται πράγματι ο άνθρωπος. Το ίδιο, δεν θα έκανε τριαδολογία, εάν δεν έπρεπε να δείξει ότι μόνο ως αληθινός Θεός ο Υιός μπορούσε να αναλάβει το έργο της σωτηρίας. Στην σωτηριολογική του χριστολογία ο Αθανάσιος αποδεικνύει θαυμαστό και στέρεο ρεαλισμό. Η σκέψη του εδώ έχει τον χαρακτήρα συνεπούς καταγραφής και αποκρυπτογραφήσεως του σωτηριώδους έργου του Χριστού. Καταγράφει ότι βιώνει στην Παράδοση και αποκρυπτογραφεί όσο τον φωτίζει το άγιο Πνεύμα.
Η σωτηρία ή θέωση του ανθρώπου πραγματώνεται μόνο εφόσον υπάρξει «σύναψις» ή «συγγένεια» του Υιού του Θεού και του κτιστού. Ο Υιός αν ήταν κτιστός, ομότιμος δηλαδή του κτιστού, δεν θα μπορούσε να θεώσει το κτιστό, να του προσφέρει κάτι που δεν έχει, να το «συνάψει» με τον Θεό. Γι’ αυτό και μόνο ο φυσικός (Θεός) Υιός του Θεού μπορεί να συνάψει στον εαυτό του τον φυσικό (κτιστό) άνθρωπο:
«ει κτίσμα ην ο Υιός, έμενεν ο άνθρωπος ουδέν ήττον θνητός, μη συναπτόμενος τω Θεώ. Ου γαρ κτίσμα συνήπτε τα κτίσματα τω Θεώ, ζητούν και αυτό τον συνάπτοντα• ουδέ το μέρος της κτίσεως σωτηρία της κτίσεως αν είη, δεόμενον και αυτό σωτηρίας… κατά την συγγένειαν της σαρκός ηλευθερώθημεν και λοιπόν συνήφθημεν και ημείς τω Λόγω» (Κατά αρ. Β’ 69).
«ουκ αν εθεοποιήθη ο άνθρωπος, ει μη φύσει εκ του Πατρός και αληθινός και ίδιος αυτού ην ο Λόγος ο γενόμενος σαρξ. Διά τούτο γαρ τοιαύτη γέγονεν η συναφή, ίνα τω κατά φύσιν της θεότητος συνάψη τον φύσει άνθρωπον και βεβαία γένηται η σωτηρία και η θεοποίησις αυτού» (Β’ 70).
β. Έπρεπε να πεθάνει ο θάνατος. Αφθαρτοποίηση του σώματος
Για να επιτευχτεί σύναψη Θεού και ανθρώπου, έπρεπε η ενανθρώπηση να είναι πραγματική, όχι δοκητική ή φανταστική. Αλλιώς και η σωτηρία θα ήταν μη πραγματική, απλή φαντασία:
«ει γαρ θέσει ην εν τω σώματι ο Λόγος, κατ’ εκείνους, το δε θέσει λεγόμενον φαντασία εστί, δοκήσει ευρίσκεται και η σωτηρία και η ανάστασης» (Προς Επίκτητον 7).
Το γεγονός της σωτηρίας όμως προϋποθέτει τον θάνατο, την αναίρεση, το τέλος της μεταπτωτικής θνησιμότητας, δηλ. το τέλος του θανάτου στον άνθρωπο. Αυτό μπορούσε να γίνει μόνο στο πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού. Αλλ’ επειδή ο Λόγος ως αθάνατος δεν μπορούσε να πεθάνει, προσέλαβε κάτι, δηλ. τον άνθρωπο, στο σώμα του οποίου -ως ανθρώπινο σώμα- θα πέθαινε.
Για να επιτευχτεί ο θάνατος της φθοράς και να μη στρέφεται ο άνθρωπος στα μη όντα, όπως με φιλοσοφική γλώσσα εξηγούσε ο Αθανάσιος τον πνευματικό θάνατο, το σώμα που ο Λόγος θα δεχόταν έπρεπε να ήταν πραγματικό, για να είναι σ’ αυτό πραγματικός και ο θάνατος όλων των θνητών. Και παράλληλα έπρεπε το σώμα να αναδεικνυόταν, να απέβαινε, πραγματικά άφθαρτο ως προϋπόθεση και απόδειξη της αφθαρσίας ή αθανασίας ή θεώσεως των ανθρώπων. Η αφθαρσία του ανθρώπινου σώματος επιτεύχτηκε με την κατοίκηση σ’ αυτό του Λόγου ή αλλιώς με την πρόσληψη ή αφθαρτοποίηση του σώματος από τον Λόγο. Το γεγονός εξασφάλισε την δυνατότητα αφθαρτοποιήσεως όλων των ανθρώπινων σωμάτων, εφόσον μετέχουμε στο σώμα του Λόγου και όχι σε κάποιο κοινό ανθρώπινο σώμα (Προς Μάξιμον 2 και Κατά αρ. Γ’ 34):
«Συνιδών γαρ ο Λόγος, ότι άλλως ουκ αν λυθείη των ανθρώπων η φθορά, ει μη διά του πάντως αποθανείν (ουχ οιόν τε δε ην τον Λόγον αποθανείν, αθάνατον όντα και του Πατρός Υιόν), τούτου ένεκεν το δυνάμενον αποθανείν εαυτώ λαμβάνει σώμα, ίνα τούτο του επί πάντων Λόγου μεταλαβόν, αντί πάντων ικανόν γένηται τω θανάτω και διά τον ενοικήσαντα Λόγον άφθαρτον διαμείνη και λοιπόν από πάντων η φθορά παύσηται τη της αναστάσεως χάριτι» (Περί ενανθρωπήσεως 9. Βλ. και 20).
«Το μεν ουν σώμα ( = του Λόγου), ως και αυτό κοινήν έχον τοις πάσι την ουσίαν (σώμα γαρ ην ανθρώπινον, ει και καινοτέρω θαύματι συνέστη εκ Παρθένου μόνης), όμως θνητόν όν, κατά ακολουθίαν των ομοίων και απέθνησκε. Τη δε του Λόγου εις αυτό επιβάσει ουκέτι κατά την ιδίαν φύσιν εφθείρετο, αλλά διά τον ενοικήσαντα του Θεού Λόγον εκτός εγίνετο φθοράς. Και συνέβαινεν αμφότερα εν ταύτω γενέσθαι παραδόξως• ότι τε ο πάντων θάνατος εν τω κυριακώ σώματι επληρούτο και ο θάνατος και η φθορά διά τον συνάντα Λόγον εξηφανίζετο. Θανάτου γαρ ην χρεία και θάνατον υπέρ πάντων έδει γενέσθαι, ίνα το παρά πάντων οφειλόμενον γένηται» (αυτόθι 20).
«ει και απέθανε ( = το σώμα του Χριστού) διά το υπέρ πάντων λύτρον, αλλ’ ουκ οίδε φθοράν. Ολόκληρον γαρ ανέστη, επεί μηδέ άλλου τινός αλλ’ αυτής της ζωής ην το σώμα» (αυτόθι 21).
γ. Το θεολογείν
Οι αρειανοί επέμεναν στην αρχή ότι δεν μπορεί να υπάρχουν δύο αγένητα και άρα δύο αΐδια (Πατήρ και Υιός), διότι λογικά το τέκνο δεν υπάρχει πριν γεννηθεί και διότι ο Θεός δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει τον κόσμο χωρίς ενδιάμεσο όν, χωρίς «υποκείμενη ύλη», δηλ. χωρίς τον Υιό (Κατά αρ. Α’ 22-23). Πρόκειται για λαϊκοφιλοσοφική θεώρηση με τις εξής επιπτώσεις στην μέθοδο του θεολογείν: α) Απομονώνει από το μυστήριο της Τριάδας τον αγένητο Πατέρα, που μένει μόνος αληθινός Θεός, μόνος ακατάληπτος, μόνος άτρεπτος, μόνος ακίνητος. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ θείου και κτιστού σύρεται μεταξύ Θεού Πατέρα και όλων των άλλων, δηλαδή Υιού, Πνεύματος, κόσμου• και όχι μεταξύ Τριάδας (Πατήρ, Υιός, Πνεύμα) και δημιουργίας της. β) Μεθοδολογικά την απομόνωση του Θεού Πατέρα επιτυγχάνει εισάγοντας την κατηγορία του χρόνου στην γέννηση του Υιού. Ο χρόνος είναι το αποφασιστικό σημείο, αφού ότι είναι πάνω από αυτόν είναι άναρχο και άγνωστο• ότι αρχίζει με αυτόν είναι κτιστό και γνωστό, γ) ο μόνος αληθινός και άναρχος Θεός τελικά μένει στον κόσμο άγνωστος, αφού και ο Λόγος, όντας κτίσμα, δεν τον γνωρίζει τέλεια (Κατά αρ. Α’ 6). Επομένως ο αρειανισμός είχε είδος αγνωστικισμού, που κρατούσε τον κυρίως Θεό σε απόσταση από την δημιουργία του. Δεν ήταν ο ίδιος που επικοινωνούσε με τον κόσμο, αλλά ένα ενδιάμεσο ον, ο Υιός του, που όμως ήταν το πρώτο κτίσμα του, με το οποίο έκτισε τον λοιπό κόσμο. Αντίθετα πάλι, ο νεοαρειανισμός με τον Ευνόμιο ισχυριζόταν ότι γνώριζε απόλυτα και αυτήν την ουσία του Θεού, επειδή ταύτιζε τα γνωστά θεία ιδιώματα με την άγνωστη θεία ουσία.
Ο Αθανάσιος κατάλαβε ότι ο αρειανισμός αποτελούσε το όλως άλλο από την αλήθεια της Εκκλησίας και το φρόνημά της και ότι οι εσφαλμένες ριζικές του τομές στην αλήθεια συνιστούσαν πρόκληση. Θα έμπαινε στην δοκιμασία ο Αθανάσιος; Θα απαντούσε στον αγνωστικισμό με γνώση, δηλ. με την εμπειρία της αλήθειας; Αυτό ήταν το πρόβλημα του Αθανασίου, που προχώρησε θετικά, διότι οι συνέπειες ήταν σωτηριολογικές. Προσπάθησε, λοιπόν, να γνωρίσει και να εκφράσει την αλήθεια, που αγνοούσε και παρεξηγούσε ο Άρειος. Αρχίζοντας το συγγραφικό του έργο, θέλει ν’ αποδείξει ότι το μυστήριο του Χριστού δεν είναι «άλογον» (Κατά ελλήνων 1), έχει ακολουθία λογική, την οποία μπορούμε και οφείλουμε να γνωρίσουμε. Για τον σκοπό του χρησιμοποίησε κάθε δυνατό μέσο, την Παράδοση της Εκκλησίας, την Γραφή και την θύραθεν παιδεία. Στην τελευταία δεν φαίνεται να είχε κάνει σπουδές ειδικές, αλλά την γνώριζε καλά τουλάχιστον στο έργο του Πλάτωνα, τον οποίο τιμά ιδιαίτερα και του οποίου στοιχεία χρησιμοποιεί, όταν π.χ. προσπαθεί να δείξει την σχέση Πατέρα και Υιού ή όταν μιλάει για τον Θεό γενικά, τον κόσμο και τον άνθρωπο. Αλλά και την ειδωλολατρικότητα της φιλοσοφίας και δη της πλατωνικής την δείχνει με όρους πλατωνικούς. Παρά ταύτα δεν οργανώνει με φιλοσοφική μεθολογία την επιχειρηματολογία του, δεν έχει αφηρημένη (speculative) συλλογιστική. Η σκέψη του αντίθετα είναι κυρίως βιβλική, εντυπωσιακά απλή και βαθύτατα θεολογική. Έχει συνείδηση ότι, για να φθάσει στην ζητούμενη όψη της αλήθειας, χρειάζεται το όλο φρόνημα της Εκκλησίας (Γραφή και Παράδοση) και τον φωτισμό του Πνεύματος. Εκεί δεν τον οδηγεί σε καμμία περίπτωση η φιλοσοφούσα σκέψη, που δεν μπόρεσε ούτε «έννοιαν λαβείν Θεού» (Περί ενανθρωπήσεως 11. Βλ. και Κατά ελλήνων 47). Η Γραφή είναι στον Αθανάσιο «αυτάρκης» για να δείξει την αλήθεια. Όταν όμως εμφανίζονται κακοδοξίες που προσβάλλουν την ίδια την αλήθεια, γίνεται αναγκαίος ο φωτισμός του Πνεύματος, μολονότι φυσικά η Γραφή διατηρεί τον καθοριστικό ρόλο πυξίδας, όπως άλλωστε και οι «θεόπνευστοι» διδάσκαλοι της Εκκλησίας, η Παράδοση. Ο φωτισμός είναι απόλυτη συνάρτηση της μετοχής του ανθρώπου στον Χριστό και στο Πνεύμα και βασίζεται στην ανανέωση της θείας εικόνας μέσα στον άνθρωπο. Η εμπειρία της αλήθειας είναι ο κατοπτρισμός της εικόνας του Λόγου στο αναζωογονημένο κατ’ εικόνα που υπάρχει στον άνθρωπο. Επειδή όμως ο Λόγος είναι «εικών απαράλλακτος» του Πατέρα, θεωρώντας εντός του ο άνθρωπος την εικόνα του Λόγου, θεωρεί και τον Πατέρα. Γι αυτό κι επιμένει ο Αθανάσιος ότι τον Πατέρα «εδώρησε», δίδαξε, τελικά στον άνθρωπο ο Υιός• δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον Πατέρα μέσω της φύσεως ή της φιλοσοφίας. Ότι αφορά στην θεολογία, στην ζωή της Τριάδας και το έργο της θείας οικονομίας, το γνωρίζουμε μόνο καθόσον η Τριάδα μας παρέχεται η ίδια να μετάσχουμε εις αυτήν, όσο οι ενέργειες της εκτείνονται σε μας, όσο δηλ, αποκαλύπτεται σε μας. Το γεγονός, λοιπόν, ότι ο Θεός είναι Πατέρας που έχει ομοούσιο Υιό, το γεγονός ότι ο Υιός γεννάται φύσει (γι’ αυτό και ομοούσιος) και όχι ως δημιούργημα εν χρόνω, το γεγονός ότι ο Υιός ενανθρωπίζοντας προσλαμβάνει ολόκληρο τον άνθρωπο και ανανεώνει το κατ’ εικόνα σ’ αυτόν, αποτελούν χώρο απροσπέλαστο για τον ανθρώπινο νου, είναι η θεία αλήθεια καθεαυτή. Και δεν μπορεί κανείς αφ’ εαυτού, με τις ανθρώπινες δυνάμεις του, να εισέλθει στην θεία αλήθεια, εάν δεν τον βοηθήσει ο ίδιος ο Θεός, αν δεν του αποκαλυφτεί, αν ο Θεός δεν φωτίσει τον θεολόγο να βιώσει κι έτσι να καταλάβει την διαδικασία του μυστηρίου. Με τα ολίγα αυτά γίνεται φανερό ότι ο Αθανάσιος πέτυχε να δείξει την ενότητα φύσεως Πατέρα, Υιού και Πνεύματος που διασπούσε ο Άρειος, να αποκλείσει τον χρόνο από ότι συμβαίνει στην ζωή της Τριάδας και να καταρρίψει τον αγνωστικισμό με την γνώση της αλήθειας, που είναι αποτέλεσμα εμπειρίας και θείου φωτισμού.
«Αυτάρκεις μεν γαρ εισίν αι άγιαι και θεόπνευστοι Γραφαί προς την της αληθείας απαγγελίαν… αναγκαίον εστί, α παρ’ εκείνων ( = των διδασκάλων της Εκκλησίας) εμάθομεν ταύτα και απαγγέλλειν και γράφειν σοι… ίνα μήτε ευτελή τις την του καθ’ ημάς λόγου διδασκαλίαν ηγήσηται, μήτε άλογον την εις Χριστόν πίστιν υπολάβη» (Κατά ελλήνων 1).
Οι Γραφές «διά θεολόγων ανδρών παρά Θεού ελαλήθησαν και εγράφησαν• ημείς δε παρά των αυταίς εντυγχανόντων θεοπνεύστων διδασκάλων, οι και μάρτυρες της Χριστού θεότητος γεγόνασι, μαθόντες μεταδίδομεν» (Περί ενανθρωπήσεως 56).
Όταν «το κατ’ εικόνα καθαρόν ( = ο άνθρωπος) φυλάττη, εικότως, διαλαμπρυνθέντος τούτου, ως εν κατόπτρω θεωρεί την εικόνα του Πατρός, τον Λόγον, και εν αυτώ τον Πατέρα, ου και εστίν εικών ο Σωτήρ, λογίζεται» (Κατά ελλήνων 34).
«το Πατήρ παρά του Κυρίου ημών εγνώσθη και κεχάρισται» (Κατά αρ. Α’ 34).
«χάρισμα δέδωκεν ημίν ο Λόγος, ώστε μη εκ των φαινομένων απατάσθαι, αλλά και μάλλον, καν ταύτα κεκαλυμμένα τυγχάνη ( = όψεις ή ζητήματα της αλήθειας) διακρίνειν τη του Πνεύματος χάριτι» (Προς επισκόπους Αίγυπτου και Λιβύης 1).
«α γαρ αγνοούμεν εν τοις λογίοις ουκ εκβάλλομεν, αλλά ζητούμεν ους απεκάλυψεν ο Κύριος και παρ’αυτών μανθάνειν αξιούμεν» (Περί συνόδων 40,3).
«ουκούν αποκαλύπτειν χρη τον νουν του ρητού ως κεκρυμμένον τε τούτον ζητείν και μη εν παρρησία ειρημένων απλώς εκλαμβάνειν» (Κατά αρ. Β’ 44) ( = ο νους του ρητού-χωρίου αφορά σε όψη της αλήθειας).
Ο Γρηγόριος Θεολόγος βεβαιώνει ότι ο Αθανάσιος έγινε κατ’ εξοχή ο δέκτης του φωτισμού που μνημονεύει, έφθασε το ύψος βιβλικών προσώπων και μάλιστα υπερέβαλε κάποια από αυτά, διότι κυριολεκτικά εκράθη με το θείο φως (Λόγος ΚΑ’: PG 35, 1085Β). Έτσι μόνο κατόρθωσε να «στήση» το «κακόν» της εποχής του, δηλαδή τον αρειανισμό.
δ. Οι χριστολογικές δυσκολίες των αρειανών
Το μυστήριο της ενανθρωπήσεως, στο οποίο προσπάθησε να εισέλθει τόσο βαθιά ο Αθανάσιος, έχει ως πρώτο μέγα σκόπελο τα ερωτήματα των αρειανών: πώς μπορούσε ο Υιός να είναι Θεός και να γίνει άνθρωπος, πώς μπορούσε αυτός που έχει ανθρώπινο σώμα να έχει και την ουσία του Θεού Πατέρα (Κατά αρ. Γ’ 27); Και αυτά διότι κίνηση-μετάβαση από την μίαν κατάσταση στην άλλη, από την θεία στην ανθρώπινη, σημαίνει για την φιλοσοφία και τους αρειανούς μεταβολή, τροπή, κάτι που είναι αδιανόητο στο θείο «πρώτον κινούν ακίνητον». Από άλλους κακοδόξους υποστηριζόταν ότι, αφού η θεία ουσία του Υιού δεν μεταβάλλεται, ο Λόγος απλώς «ήλθε» σε άνθρωπο, δηλ. μόνο επιφοίτησε, όπως και στην ΠΔ φανερωνόταν ο λόγος Κυρίου κι επιφοιτούσε στους Προφήτες (Γ΄ 30• Προς Αντιοχείς 7). Άλλοι πάλι δίδασκαν ότι ο θείος Λόγος μετέβαλε την φύση του και πλέον το σώμα του ήταν αυτός ο ίδιος ο Λόγος, δηλ. έλαβε σώμα «φύσει» και όχι «θέσει» ή ότι το σώμα του Λόγου είναι εκ της θείας ουσίας, οπότε μιλούσαν για τετράδα και όχι για θεία Τριάδα (Προς Επίκτητων 2). Ολ’ αυτά, βεβαιώνει ο Αθανάσιος, δεν αποτελούν Παράδοση της Εκκλησίας και απορρίπτονται. Αλλά, για να ζουν εν αληθεία οι πιστοί, επιχειρεί να εξηγήσει θετικά τί προσέλαβε ο Λόγος και πώς έγινε άνθρωπος, εισερχόμενος βαθύτερα στην θεία οικονομία, που είναι μυστήριο, δηλαδή αλήθεια και θεία βουλή, αλλ’ όχι αίνιγμα, το οποίο μπορεί κανείς να ερμηνεύσει όπως επιθυμεί (Κατά αρ. Α’ 41).
ε. «Ο Λόγος σαρξ εγένετο » χωρίς να μεταβάλει την θεία φύση του
Κατ’ αρχήν οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι από τον ΙΘ’ αι. επικρατεί η αντίληψη ότι ο Αθανάσιος κατανοεί την χριστολογία με το αλεξανδρινό σχήμα Λόγος – σαρξ («ο Λόγος σαρξ εγένετο»), που οδηγεί στον απολιναρισμό (στην αντίληψη ότι ο Λόγος ανέλαβε άνθρωπο χωρίς νου ή ψυχή, δηλαδή την σάρκα), σε αντίθεση με το αντιοχειανό σχήμα Λόγος – άνθρωπος (ενανθρώπησε), που οδηγεί ενίοτε στον νεστοριανισμό. Το σχήμα Λόγος-άνθρωπος υπεράσπιζαν κυρίως οι ορθόδοξοι ευσταθιανοί. Το σχήμα Λόγος-σαρξ πρόβαλλαν επίσης ορθόδοξοι, νομίζοντας ότι έτσι αποφεύγουν τις χριστολογικές συνέπειες του αρειανισμού. Ο Αθανάσιος, προσπαθώντας να ερμηνεύσει την ενανθρώπηση, χρησιμοποιεί τις εκφράσεις:
ο Λόγος επεφάνη άνθρωπος —ο Λόγος εγένετο άνθρωπος
ο Λόγος εγένετο σαρξ-ο Λόγος λαβών (ή φορών) σάρκα
ο Λόγος λαβών (ή φορέσας ή έσχε) σώμα.
Η λέξη άνθρωπος (εγένετο ) είναι επικρατέστερη, όπως έδειξε με στατιστική ανάλυση η έρευνα, ενώ η συχνότητα της λέξεως σαρξ είναι μικρότερη. Άλλωστε για τον Αθανάσιο ο όρος σαρξ είναι, όπως και στην Γραφή άλλωστε, ταυτόσημος με τον όρο άνθρωπος:
«της Γραφής έθος εχούσης λέγειν σάρκα τον άνθρωπον» (Κατά αρ. 30). Και «ο Λόγος σαρξ εγένετο ίσον πάλιν εστίν ειπείν ο Λόγος άνθρωπος γέγονε» (Προς Επίκτητον 8).
Οι κακόδοξοι τον ανάγκασαν να γίνει πολύ σαφέστερος στο θέμα τούτο και να ταυτίσει την «ένσαρκον παρουσίαν» με το «άνθρωπος γέγονε». Γι’ αυτό και, προσκυνώντας τον «Κύριον εν σαρκί, ου κτίσματι προσκυνούμεν, άλλα τον κτίστην ενδυσάμενον το κτιστόν σώμα» (Προς Αδέλφιον 6 και 1). Σε λίγες περιπτώσεις όμως το σαρξ ταυτίζεται με το σώμα. Έτσι έχουμε δύο ταυτόχρονες θεολογικές θέσεις. Η μία είναι ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος (ή σαρξ), η άλλη ότι ο Λόγος έλαβε σώμα (ή σάρκα). Και οι δύο ανταποκρίνονται στην Παράδοση, όπως μάλιστα διατυπώθηκε στο Σύμβολο Νικαίας με τις μετοχές «σαρκωθέντα» και «ενανθρωπήσαντα».
Τα χρησιμοποιούμενα ρήματα «εγένετο » και «έλαβε» προϋποθέτουν χρόνο και θεία βούληση. Σημαίνουν κάτι που έγινε στον Λόγο και διά του Λόγου στην διάρκεια της ιστορίας. Το γεγονός ανήκει στην θεία οικονομία και όχι στην αϊδιότητα , επομένως όχι στην φύση του Λόγου. Πρόκειται για ενέργεια του Θεού προς τα έξω (ad extra), όχι για διαδικασία στην ζωή και την φύση της θεότητας (ad intra). Γι’ αυτό η ενέργεια αυτή, το ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος, δεν επηρεάζει την θεία ουσία του, που μένει άτρεπτη. Δεν γίνεται η ουσία του Λόγου άνθρωπος:
«ουκ επί της ουσίας του Λόγου έλεγε το “γενόμενος”, αλλ’ επί της δι’ αυτού γενομένης διακονίας» ( = οικονομίας) (Κατά αρ. Α’ 62). «Πάντα γαρ ταύτα τα λεξείδια της ανθρώπου συστάσεως ίδια τυγχάνει όντα. Και τα τοιαύτα ου την ουσίαν του Λόγου, αλλά τον άνθρωπον αυτόν γεγένησθαι σημαίνει» (Β’ 11).
«Ου δει τας τοιαύτας λέξεις εις την θεότητα αυτού λαμβάνειν, αλλ’ ερευνάν διατί και πώς ταύτα γέγραπται• και πάντως απαντήσει τοις ζητούσιν η ανθρωπίνη οικονομία, ην δι’ ημάς ανεδέξατο» (Β’ 12).
Το γεγονός ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος δεν σημαίνει ότι «ετράπη» (Α’ 48), έγινε, η φύση του Λόγου κάτι άλλο. Αντίθετα, ο Λόγος ήταν πάντα Θεός, είναι πάντα Υιός του Πατέρα και σε ορισμένο χρόνο γίνεται άνθρωπος, άνθρωπος επίσης απόλυτα πραγματικός:
«αεί Θεός ην και Υιός εστί, Λόγος ων και απαύγασμα και σοφία του Πατρός• και ότι ύστερον, δι’ ημάς σάρκα λαβών εκ Παρθένου της Θεοτόκου Μαρίας, άνθρωπος γέγονε» (Γ’ 29).
«ουδέ γαρ, επειδή γέγονεν άνθρωπος, πέπαυται του είναι Θεός. Ουδέ, επειδή Θεός εστί, φεύγει το ανθρώπινον» (Γ’ 38). «ο εκ Μαρίας προελθών Κύριος, Υιός μεν τη ουσία και φύσει του Θεού εστί• το δε κατά σάρκα εκ σπέρματός εστί Δαυίδ, σαρκός δε της αγίας Μαρίας» (Προς Επίκτητον 2).
Με την ευκαιρία όσων υπογραμμίσαμε για την χρήση των όρων άνθρωπος-σαρξ-σώμα, είναι ανάγκη να σημειώσουμε ότι εναλλαγή κι ελευθερία θέλει επίσης ο Αθανάσιος με τους ορούς Λόγος και Υιός (Κύριος, Χριστός). Αναμφίβολα και ρητά ταυτίζει τον Λόγο με τον Υιό, αλλά παρατηρούμε ότι το Υιός αποβαίνει ο θεολογικός του όρος κλειδί (technicus terminus), με τον οποίο επιχειρεί την θεολογία της σχέσεως του Υιού προς τον Πατέρα (αντιαρειανική και τριαδολογική θεολογία)• ενώ ο όρος Λόγος επικρατεί στην θεολογία της ενανθρωπήσεως και της χριστολογίας.
στ. Η γένεση του ανθρώπου στον Λόγο κατά την ενανθρώπηση
Ο Λόγος, μένοντας φύσει Θεός, έλαβε σώμα κι έγινε άνθρωπος. Τα “έλαβε σώμα κι έγινε άνθρωπος” εισάγουν σε δύο όψεις του μυστηρίου. Η πρώτη: ο Λόγος λαμβάνει με θεία θέληση το κτιστό σώμα, που γνωρίζει τον θάνατο και που είναι ανυπόστατο. Τα μεταβατικά ρήματα «έλαβε» ή «εφόρεσε» η «έσχε» σώμα δεν σημαίνουν ποτέ «έγινε» (αμετάβατο) ή «ετράπη» σε σώμα ο Λόγος, μολονότι το σώμα του είναι «αληθινόν» και «ταυτόν» και «ομοταγές» με το δικό μας (Προς Επίκτητον 7. Περί Διονυσίου 10,5). Η πρόσληψη όμως του σώματος από τον ενανθρωπήσαντα Λόγο είχε αποτέλεσμα να μην ενεργεί το σώμα τις αμαρτίες. Συνέβη δηλαδή «λόγωσις» της σάρκας-σώματος, εφόσον ενώθηκε στον Λόγο, και γι’ αυτό οι άνθρωποι μπορούμε με την δύναμη του Λόγου να ξεπεράσουμε τα πάθη και να γίνουμε άφθαρτοι και αθάνατοι:
«Νυν δε του Λόγου γενομένου ανθρώπου και ιδιοποιουμένου τα της σαρκός, ουκέτι ταύτα του σώματος άπτεται διά τον εν αυτώ γενόμενον Λόγον… λοιπόν λογωθείσης της σαρκός διά τον του Θεού Λόγον, ος δι’ ημάς εγένετο σαρξ» (Κατά αρ. Γ’ 33).
Η δεύτερη: η φράση ‘ο Λόγος γίνεται άνθρωπος’ κατανοείται, ως προς το τί γίνεται, από τις θεανθρωπολογικές αναλύσεις, που είδαμε σε προηγούμενες παραγράφους. Ο άνθρωπος, δημιουργημένος ως εικόνα του Λόγου, όταν απομακρύνθηκε από τον Θεό, στράφηκε στο μη όν, στο μη είναι, ενώ ήταν προορισμένος σε κοινωνία με τον Θεό, το μόνο αυθύπαρκτο και αυθεντικό είναι. Η κοινωνία του εξασφάλιζε το είναι, την υπόσταση του. Όσο είχε την κοινωνία ήταν όντως, υπήρχε όντως. Ο ενανθρωπήσας Λόγος ήρθε να ανανεώσει την εικόνα του στον άνθρωπο κι έτσι γίνεται άνθρωπος. Γίνεται η χαρισματική πραγματικότητα της εικόνας, που είχε αδρανήσει, αλλά δεν είχε χαθεί. Γίνεται η ανανεωμένη εικόνα του εαυτού του στον άνθρωπο κι έτσι, ενώ είναι Υιός του Θεού, γίνεται και υιός του ανθρώπου. Όντας Μονογενής του Θεού, γίνεται και πρωτότοκος (ως καινός άνθρωπος) μεταξύ των ανθρώπων (Προς Αντιοχείς 7).
Η ένωση-σύναψη του Λόγου και του ανθρώπου αποτελεί τελικά επανακοινωνία, πράξη επαναποκτήσεως του είναι του ανθρώπου, αφού αποκτά είναι μόνο στην σχέση του με τον Θεό. Ο άνθρωπος γνωρίζει τρόπον τινά αναγένεση υποστατική στον Λόγο, γίνεται αυθεντικός μόνο ως ενωμένος με τον Λόγο, διότι μόνο ο Λόγος είναι αυθυπόστατος. Το ιδιαίτερο χαρισματικό και αυθεντικό υποστατικό στοιχείο του ανθρώπου είναι η χάρη του κατ’ εικόνα, το οποίο όμως είναι του δημιουργού Λόγου, έχει αδρανήσει και από άρρωστο γίνεται υγιές και αυθεντικό μόνο ενωμένο στο πρωτότυπό του. Το όλως άλλο που ενώνεται με τον Λόγο είναι το σώμα, το οποίο όμως ως υλική πραγματικότητα δεν έχει υπόσταση κι έτσι δεν μπορεί να γίνει συζήτηση για δεύτερη υπόσταση στον Λόγο, αφού μάλιστα ο Λόγος λαμβάνει, αλλά δεν γίνεται σώμα, όπως γίνεται άνθρωπος. Από την άποψη της υποστάσεως ο άνθρωπος εγκεντρίζεται στον Λόγο, ενυπάρχει σ’ αυτόν και αποκτά ενυπόσταση. Κάθε τι το πνευματικό του ανθρώπου και το ίδιο το υλικό του σώμα ενώνονται στον Λόγο και έχουμε τον Χριστό, τον Θεάνθρωπο. Βέβαια, εάν ο άνθρωπος θεωρηθεί φιλοσοφικά και δη αριστοτελικά ως αυθύπαρκτη και αυτόνομη υπόσταση, χωρίς να κατανοείται η εξάρτηση της υποστάσεως αυτής από το είναι του Θεού και χωρίς να εκτιμάται η σχέση του Λόγου με το κατ’ εικόνα του ανθρώπου πριν και μετά την πτώση, τότε γίνεται προβληματική η ανθρώπινη υπόσταση, η οποία στην ενανθρώπηση ή πρέπει να κολοβωθεί (απολιναρισμός) ή να διατηρηθεί χωρίς πραγματική ένωση με την θεία φύση (νεστοριανισμός) ή να απορροφηθεί από την φύση του Λόγου (μονοφυσιτισμός).
Είναι πολύ χαρακτηριστική η σχετική έκφραση του Αθανασίου, που αποθέτει την «γένεσή» μας στον Λόγο χωρίς να αφήνει περιθώριο ανθρώπινης υποστάσεως στον Λόγο, ένεκα της σχέσεως Λόγου και εικόνας του στον άνθρωπο:
«της γενέσεως ημών και πόσης της σαρκικής ασθενείας μετατεθέντων εις τον Λόγον, εγειρόμεθα από της γης, λυθείσης της δι’ αμαρτίαν κατάρας διά τον εν ημίν υπέρ ημών γενόμενον κατάρα» (Κατά αρ. Γ’ 33).
ζ. Στον Λόγο ενώνεται ολόκληρος ο άνθρωπος. Απάντηση στον πρώιμο απολιναρισμό
Το ριζικό σφάλμα του Αρείου επηρέασε και την χριστολογία. Όταν η θεολογία του Αθανασίου επικρατούσε σιγά-σιγά και τα επιχειρήματα των αρειανών εξαντλούνταν, οξύνθηκε ιδιαίτερα το πρόβλημα του τί ενώθηκε με τον Λόγο κατά την ενανθρώπηση. Ο Απολινάριος και κάποιοι που είχαν ανάλογες τάσεις υποστήριζαν ότι ο Λόγος προσέλαβε μόνο την σάρκα («σαρξ εγένετο ») του ανθρώπου και την θέση του νου ή της ψυχής κατέλαβε ο ίδιος ο Λόγος. Έτσι μόνο μπορούμε να έχουμε εν, μία υπόσταση του Λόγου.
Στην εκτίμηση αυτή κατέληξαν για δύο λόγους: α) κατά την αριστοτελική λογική «δύο τέλεια εν γενέσθαι ου δύναται» και β) αν ο Λόγος προσελάμβανε τέλειο άνθρωπο, θα έπρεπε να προσλάβει και τις αμαρτίες του, αφού ουδείς αναμάρτητος.
Η απάντηση του Αθανασίου έχει δύο τελείως διαφορετικές προϋποθέσεις: α) Λέγοντας ότι ο Λόγος προσλαμβάνει τον άνθρωπο, εννοούμε ότι ανακαινίζει την δική του εικόνα στον άνθρωπο και λαμβάνει το υλικό σώμα που δεν έχει υπόσταση. Η πράξη της ανανεώσεως ή ανακαινίσεως του κατ’ εικόνα δεν συνεπάγεται λήψη αμαρτίας από τον Λόγο, διότι καθεαυτό το κατ’ εικόνα είναι «χάρις» του Θεού, ενέργεια και δώρο, με το οποίο σχετίζεται άμεσα ο Λόγος και το οποίο παρά την πτώση δεν χάθηκε. Έτσι, λοιπόν, ο Αθανάσιος διδάσκει χωρίς δισταγμό ότι ο Λόγος προσέλαβε τον άνθρωπο ολόκληρο, με νου και ψυχή, αφού μάλιστα σ’ αυτά εντοπίζεται το κατ’ εικόνα, β) Εφ’ όσον πίστη της Εκκλησίας είναι η σωτηρία ολόκληρου του ανθρώπου, έπεται κατ’ ανάγκην ότι ο Σωτήρας είχε στον εαυτό του ολόκληρο τον άνθρωπο, νου και σάρκα. Και απόκειται στον φωτισμένο θεολόγο να εξηγήσει το πώς της ενώσεως αυτής. Ο Αθανάσιος θέτει την πρώτη στέρεη βάση για την θεολογία της ολοκληρωτικής ενώσεως του ανθρώπου με τον Λόγο, αλλά δεν προχωρεί περισσότερο, ούτε εξηγεί το πώς της ενώσεως αυτής. Το έργο του θα συνεχίσουν οι Καππαδόκες και μάλιστα ο Γρηγόριος Θεολόγος θα θεμελιώσει το πώς της ενώσεως, η οποία θα εξηγηθεί οριστικά στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο (451).
Είναι αλήθεια ότι ο Αθανάσιος μόνο στον Τόμο προς Αντιοχείς (7) μιλάει ρητά για ανθρώπινο νου ή ψυχή στον Χριστό. Το γεγονός έδωσε αφορμή για πολλές συζητήσεις, που οδήγησαν στην άποψη ότι ο Αθανάσιος, ακολουθώντας το σχήμα Λόγος-σαρξ, είχε τάσεις απολιναριστικές. Αλλά το ενδιαφέρον και το κριτήριο του Αθανασίου ήταν άλλο, ήταν η σωτηρία ολόκληρου του ανθρώπου. Εφ’ όσον αυτός έδειχνε την σωτηρία ολόκληρου του ανθρώπου με την πρόσληψη από τον Λόγο ολόκληρου του ανθρώπου, περίττευε συζήτηση για ύπαρξη ή μη ανθρώπινης ψυχής στον Κύριο:
«ου σώμα άψυχον, ουδ’ αναίσθητον, ουδ’ ανόητον είχεν ο Σωτήρ. Ουδέ γαρ οιόν τε ην, του Κυρίου δι’ ημάς ανθρώπου γενομένου, ανόητον είναι το σώμα αυτού• ουδέ σώματος μόνον αλλά και ψυχής εν αυτώ τω Λόγω σωτηρία γέγονεν. Υιός τε ων αληθώς του Θεού, γέγονε και υιός του ανθρώπου• και μονογενής ων Υιός του Θεού, γέγονε ο αυτός πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς» (Προς Αντιοχείς 7).
«ου φαντασία η σωτηρία ημών, ουδέ σώματος μόνου, αλλ’ όλου του ανθρώπου, ψυχής και σώματος αληθώς, η σωτηρία γέγονεν εν αυτώ τω Λόγο. Ανθρώπινον άρα φύσει το εκ της Μαρίας κατά τας Γραφάς και αληθινόν ην το σώμα του Κυρίου. Αληθινόν δε ην επεί ταυτόν ην τω ημετέρω» (Προς Επίκτητον 7).
η. Τα ιδιώματα της θείας και της ανθρώπινης φύσεως διασώζονται
Είναι απόλυτα σαφές στον Αθανάσιο ότι, για να σωθεί ο άνθρωπος, έπρεπε ο Χριστός να είναι συγχρόνως και αληθινός Θεός (γι’ αυτό και ονόμαζε Θεοτόκο την Παρθένο Μαρία: Κατά αρ. Β’ 14 και 29• Γ’33) και αληθινός-ολόκληρος άνθρωπος. Ενεργούσε και ως φύσει Θεός και ως φύσει άνθρωπος. Ένδειξη της πραγματικής ενώσεως θεότητας και ανθρωπότητας στον Χριστό και συγχρόνως προϋπόθεση της σωτηρίας του ανθρώπου είναι ότι ενεργούσε ως Θεός με το σώμα:
«ει γαρ τα της θεότητος του Λόγου έργα μη διά του σώματος εγένετο, ουκ αν εθεοποιήθη άνθρωπος. Και πάλιν• ει τα ίδια της σαρκός ουκ ελέγετο του Λόγου, ουκ αν ηλευθερώθη παντελώς από τούτων ο άνθρωπος» {Κατά αρ. Γ’ 33).
Επομένως η διάσωση των ιδιωμάτων της θείας και της ανθρώπινης φύσεως στον Χριστό ήταν απόλυτη. Αλλά και η ένωση ήταν τόσο πραγματική, ώστε, όταν ο Χριστός ενεργούσε θαύμα, το εκτελούσε με τα ιδιώματα της ανθρώπινης φύσεώς του• όταν έπασχε ως άνθρωπος από πείνα, δίψα, πόνο κ.λπ., ήταν εκεί και ο Λόγος. Ανέλαβε την ανθρώπινη φύση με όλα τα πάθη της, εκτός της αμαρτίας, και γι’ αυτό τα σωματικά πάθη της σάρκας του είναι δικά του, όπως γι’ αυτό δικά του είναι και τα πνευματικά κατορθώματα. Και αυτός που θαυματοποιούσε και αυτός που έπασχε ήταν «ο αυτός» (το αυτό πρόσωπο, δηλαδή ο Χριστός):
«ο αυτός δε ην σωματικώς μεν ως άνθρωπος πτύων, θεϊκώς δε ως Υιός του Θεού ανοίγων τους οφθαλμούς του εκ γενετής τυφλού• και σαρκί μεν πάσχων… θεϊκώς δε ανοίγων τα μνήματα» (Προς Αντιοχείς 7).
«της σαρκός πασχούσης, ουκ ην εκτός ταύτης ο Λόγος. Διά τούτο γαρ αυτού λέγεται το πάθος. Και θεϊκώς δε ποιούντος αυτού τα έργα του Πατρός, ουκ ην έξωθεν αυτού η σαρξ, αλλ’ εν αυτώ τω σώματι ταύτα πάλιν ο Κύριος εποίει… ενδεδυμένος ανθρωπίνην σάρκα, ταύτην μετά των ιδίων παθών αυτής όλην ενδύσασθαι, ίνα, ώσπερ ίδιον αυτού λέγομεν είναι το σώμα, ούτω και τα του σώματος πάθη ίδια μόνον αυτού λέγηται, ει και μη ήπτετο κατά την θεότητα αυτού» (Κατά αρ. Γ’ 32).
Στην ιστορία της θεολογίας τα ανθρώπινα πάθη του Κυρίου ονομάστηκαν αδιάβλητα πάθη και αποτελούν τις φυσικές ανθρώπινες αδυναμίες, χωρίς να ταυτίζονται με την αμαρτία, διότι, αφότου ιδιοποιήθηκαν από τον Λόγο, δεν ρέπουν στην αμαρτία:
«του Λόγου γενομένου ανθρώπου και ιδιοποιούμενου τα της σαρκός, ουκέτι ταύτα (= τα πάθη) του σώματος (= της ροπής του στην αμαρτία) άπτεται διά τον εν αυτώ γενόμενον Λόγον» (Γ’ 33).
Βέβαια, λέγοντας ότι τα πάθη είναι του Κυρίου, του Χριστού ή του Λόγου, δεν εννοεί ότι είναι του Λόγου του Θεού, αλλ’ ότι είναι της σάρκας του Κυρίου, μολονότι λέει ότι η σάρκα «θεοφορείται» στον Λόγο: η χάρη, η θεία δύναμη, είναι του Λόγου και όχι της σάρκας: «ει γαρ και ο Λόγος σαρξ εγένετο , αλλά της σαρκός ίδια τα πάθη. Και ει η σαρξ θεοφορείται εν τω Λόγω, αλλ’ η χάρις και η δύναμις εστί του Λόγου. Τα γουν έργα του Πατρός διά της σαρκός εποίει» (Γ’ 41).
Τα ιδιώματα δηλαδή της κάθε φύσεως ανήκουν και μένουν σε κάθε μία από τις δύο φύσεις, αλλά και οι δύο φύσεις είναι απόλυτα ενωμένες στο πρόσωπο του Χριστού, που είναι και θειος Λόγος και άνθρωπος. Η θεολογία αυτή των ιδιωμάτων, αναπτυγμένη περισσότερο, κυρώθηκε το 451 από την Δ’ Οικουμ. Σύνοδο.
θ. Η προκοπή του Ιησού και η προσκύνηση τον Κυρίου
Η θεολογία της ενώσεως των δύο φύσεων στον Χριστό και της διασώσεως των ιδιωμάτων αυτών διευκόλυνε την απάντηση στα ερωτήματα: τί σημαίνει το ευαγγελικό «και Ιησούς γαρ προέκοπτε σοφία και χάριτι» (Λουκ. 2, 52) και τί προσκυνούμε στο πρόσωπο του Χριστού;
Το πρόβλημα της προκοπής ή αυξήσεως του Ιησού συζητήθηκε πολύ και συζητείται. Εφόσον διασώζονται τα ιδιώματα των φύσεων, η προκοπή εδώ αφορά στην ανθρώπινη φύση και συνιστά το γεγονός της αναπτύξεως ή αυξήσεως του Ιησού ως ανθρώπου και ποτέ ως Λόγου, ο οποίος ως άτρεπτος Θεός δεν είχε τέτοιο ιδίωμα. Ανθρωπίνως, λοιπόν, ο Ιησούς προκόπτοντας και ωριμάζοντας αυξανόταν και μεγάλωνε η φανέρωση της θεότητας του Λόγου μέσω του Ιησού ως οργάνου. Δηλ. όσο προέκοπτε ο άνθρωπος Ιησούς τόσο φανερωνόταν δι’ αυτού η θεότητα στους γύρω ανθρώπους, οι οποίοι θαύμαζαν έστω και αν δεν κατανοούσαν ακριβώς:
«ώσπερ είπομεν ότι σαρκί πέπονθε και σαρκί επείνα … εΙκότως αν λέγοιτο ότι σαρκί προέκοπτεν… ουτ’ ουν του Λόγου η προκοπή, ούτε η σαρξ ην η Σοφία, αλλά της σοφίας σώμα γέγονεν η σαρξ… το ανθρώπινον εν τη Σοφία προέκοπτεν, υπεραναβαίνον κατ’ ολίγον την ανθρωπίνην φύσιν και θεοποιούμενον και όργανον αυτής προς την ενέργειαν της θεότητος και την έκλαμψιν αυτής γινόμενον και φαινόμενον πάσι. Διο ουδέ είπεν• ο Λόγος προέκοπτεν, αλλ’ ο Ιησούς όπερ όνομα γενόμενος άνθρωπος ο Κύριος εκλήθη, ως είναι της ανθρωπίνης φύσεως την προκοπήν» (Γ’ 53).
«του σώματος άρα εστίν η προκοπή. Αυτού γαρ προκόπτοντος, προέκοπτεν εν αυτώ και η φανέρωσις της θεότητος τοις ορώσιν. Όσω δε η θεότης απεκαλύπτετο, τοσούτο πλείον η χάρις ηύξανεν ως ανθρώπου παρά πάσιν ανθρώποις» (Γ’ 52).
Στην ενότητα των δύο φύσεων του Χριστού και στην αφθαρτοποίηση και θέωση της ανθρώπινης φύσεως θεμελιώνει ο Αθανάσιος και την απάντηση του στο πρόβλημα του τί προσκυνούμε στον Χριστό. Δεν μπορούμε να χωρίσουμε τις φύσεις του και να προσκυνήσουμε μόνο τον θείο Λόγο, γιατί το σώμα είναι σώμα του. Και δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε από την θεία την κτιστή φύση του (που από μόνη της βέβαια δεν είναι προσκυνητή), γιατί αυτή θεώθηκε, αφθαρτοποιήθηκε στην συνάφειά της με την θεία, ώστε να μη μπορεί να πει κανείς ότι προσκυνώντας τον Κύριο προσκυνεί το κτιστό:
«ου γαρ κτίσματι η κτίσις προσκυνεί» (Προς Αδέλφιον 4). «Τον Κύριον εν σαρκί προσκυνούντες ου κτίσματι προσκυνούμεν, αλλά τον κτίστην ενδυσάμενον το κτιστόν σώμα» (αυτόθι 6).

ΠΝΕΥΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΗ
α. Μετέχουμε του Θεού διά του αγ. Πνεύματος
Όπως στην χριστολογία έτσι και στην πνευματολογία ο Αθανάσιος ξεκινάει από την βεβαιότητα της σωτηρίας, η οποία πραγματώνεται, καθόσον οι άνθρωποι μετέχουμε στο άγιο Πνεύμα. Η μετοχή μας αυτή, που είναι γεγονός εμπειρικό, λειτουργεί αποδεικτικά και για την σωτηρία μας και για την θέση του άγιου Πνεύματος στην αγ. Τριάδα, επομένως για το ότι δεν είναι κτίσμα, αλλά της φύσεως του Θεού. Η θέωση αποτελεί έργο και του Πνεύματος, που «συνάπτει» τον άνθρωπο με τον Υιό και τον Πατέρα, κάτι που δεν θα μπορούσε να κάνει, αν δεν είχε την φύση του Υιού και του Πατέρα.
«διά του Πνεύματος λεγόμεθα πάντες μέτοχοι του Θεού … ει κτίσμα δε ην το Πνεύμα το άγιον, ουκ αν τις εν αυτώ μετουσία του Θεού γένοιτο ημίν, …αλλότριοι δε της θείας φύσεως εγενόμεθα, ως κατά μηδέν αυτής μετέχοντες. Νυν δε, ότε λεγόμεθα μέτοχοι Χριστού και μέτοχοι Θεού, δείκνυται το εν ημίν χρίσμα και η σφραγίς μη ούσα της των γενητών φύσεως, αλλά της του Υιού διά του εν αυτώ Πνεύματος συνάπτοντος ημάς τω Πατρί. Διά τούτο και εν οις γίνεται ( = η μετουσία του αγ. Πνεύματος) ούτοι θεοποιούνται. Ει δε θεοποιεί ( = το Πνεύμα), ουκ αμφίβολον ότι η τούτου φύσις Θεού εστί» (Προς Σεραπίωνα Α’ 24).
Η ρεαλιστική αυτή πνευματολογία διατυπωνόταν ως απάντηση στην ηθικιστική θεώρηση της σωτηρίας από τους αρειανούς και τους ημιαρειανούς. Οι πρώτοι, ισχυριζόμενοι ότι ο Υιός (και το Πνεύμα) είναι κτίσμα, αρνούνταν την πραγματική ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Οι δεύτεροι, δέχονταν την ομοουσιότητα του Υιού προς τον Πατέρα, αλλά δίδασκαν ότι το Πνεύμα είναι «ετερούσιον» της Τριάδας, είναι κτίσμα, σύμφωνα δήθεν με το Αμώς 4,13: «Ιδού εγώ στερεών βροντήν και κτίζων πνεύμα και απαγγέλλων εις ανθρώπους τον Χριστόν αυτού». Εφ΄όσον όμως το Πνεύμα ως κτίσμα δεν μπορεί να συνάψει-ενώσει τον κτιστό άνθρωπο με τον άκτιστο Θεό, η σωτηρία μένει στο επίπεδο της ηθικολογίας.
β. Η τελεία Τριάδα
Οι ημιαρειανοί αυτοί, που χαρακτηρίζονται «πνευματομαχούντες» και άγνωστο γιατί «τροπικοί», εμφανίστηκαν στην περιοχή της Θμούεως της Αιγύπτου, λίγο μετά το 355. Ισχυρίζονταν ότι δέχονταν την Τριάδα, την οποία όμως κατέλυαν, αφού άλλης φύσεως ήθελαν τον Πατέρα και τον Υιό και άλλης το αγ. Πνεύμα (Προς Σεραπίωνα A’ 2).
Έθεταν λοιπόν και πρόβλημα ενότητας ή αδιαιρέτου της Τριάδας. Το πρόβλημα προσεγγίζει ο Αθανάσιος από την θεία οικονομία, την οποία ορθά θεωρεί κοινό έργο του Πατέρα, του Υιού και του αγ. Πνεύματος:
«ένα είναι τον αγιασμόν, τον εκ Πατρός δι’ Υιού εν Πνεύματι αγίω γινόμενον» (Προς Σεραπίωνα Α’ 20).
Έτσι, μολονότι υιοποιούμεθα, επειδή ο Υιός είναι φυσικός Υιός, υιοποιούμεθα διά του Πνεύματος και ζωοποιούμεθα διά του Πνεύματος, αλλ’ αποκτούμε την ζωή του Χριστού. Φωτιζόμεθα διά του Πνεύματος, αλλά φωτίζων είναι ο Χριστός (αυτόθι 19).
Οτιδήποτε λοιπόν το αγ. Πνεύμα ενεργεί στην πορεία της θείας οικονομίας για τον άνθρωπο συνιστά ενέργεια όλης της Τριάδας. Κάποτε αφήνει την υπόνοια ότι ταυτίζει την θεία ενέργεια με το ίδιο το αγ. Πνεύμα:
«Ενός γαρ όντως του Υιού…μίαν είναι δει τελείαν και πλήρη την αγιαστικήν και φωτιστικήν ζώσαν ενέργειαν αυτού και δωρεάν, ήτις εκ Πατρός λέγεται εκπορεύεσθαι, επειδή παρά του Λόγου του εκ Πατρός ομολογουμένου εκλάμπει και αποστέλλεται και δίδοται» (αυτόθι 20).
γ. Το Πνεύμα εκ της ουσίας του Θεού
Το γεγονός ότι το Πνεύμα είναι εκ του Θεού και θεώνει τον άνθρωπο δείχνει ότι είναι της ουσίας και της φύσεως του Θεού Πατέρα, όπως και ο Υιός. Χρησιμοποιεί μάλιστα, για να δηλώσει αυτό, κυρίως την αρνητική έκφραση «ου ξένον» ή «ουκ αλλότριον» και τον θετικό προσδιορισμό «ίδιον» (του Θεού), όπως έκανε και προκειμένου να εξηγήσει ότι ο Υιός είναι της φύσεως του Πατέρα:
«ώσπερ ο Υιός, ο εν τω Πατρί ων, εν ω και ο Πατήρ έστιν, ουκ έστι κτίσμα, αλλ\ ίδιος της του Πατρός ουσίας… ούτω και το Πνεύμα το εν τω Υιώ, εν ω και ο Υιός εστί…ίδιον δε και εν της εν Τριάδι θεότητος» (Προς Σεραπίωνα Α’ 21).
«είδέναι αγίαν μεν Τριάδα, μίαν δε θεότητα και μιαν αρχήν και Υιόν μεν ομοούσιον τω Πατρί, ως είπον οι Πατέρες, το δε άγιον Πνεύμα ου κτίσμα, ουδέ ξένον, αλλ’ ίδιον και αδιαίρετον της ουσίας του Υιού και του Πατρός» (Προς Αντιοχείς 5).
«το Πνεύμα δέδεικται μάλλον ίδιον είναι του Υιού και ου ξένον του Θεού. Ει δε ο Υιός, επειδή εκ του Πατρός εστίν, ίδιος της ουσίας αυτού εστίν, ανάγκη και το Πνεύμα, εκ του Θεού λεγόμενον, ίδιον είναι κατ’ ουσίαν του Υιού. Ουκ άρα των γενητών εστί το Πνεύμα, αλλ’ ίδιον της του Πατρός θεότητος, εν ω και τα γενητά ο Λόγος θεοποιεί. Εν ω δε θεοποιείται η κτίσις, ουκ αν είη εκτός αυτός της του Πατρός θεότητος» (Προς Σεραπίωνα Α’ 25).
Μολονότι ο Αθανάσιος, όταν ερωτήθηκε (περί το 358-360) για τις πνευματομαχικές αντιλήψεις, χρησιμοποιούσε για τον Υιό ευρύτατα τον όρο ομοούσιος, τον αποφεύγει προκειμένου περί του Πνεύματος. Τον χρησιμοποιεί μία μόνο φορά λίγο έμμεσα («ουκ εστί των πολλών το Πνεύμα, αλλ’ ουδέ άγγελος, αλλ’ εν ον, μάλλον δε του Λόγου ενός όντος ίδιον, και του Θεού ενός όντος και ομοούσιόν εστίν») (αυτόθι 27), κάτι που ίσως υποσημαίνει δισταγμό, αφού μάλιστα δεν χρησιμοποιεί για το Πνεύμα και τον όρο «ταυτόν», με τον οποίο διασαφηνίζει την ταυτότητα ουσίας του Πατέρα και του Υιού. Παράλληλα όμως δεν διστάζει να υπογραμμίσει ότι η σχέση («ιδιότητα»), που υπάρχει μεταξύ Πατέρα και Υιού, υπάρχει και μεταξύ Πνεύματος και Υιού. Προφανώς δεν εξειδικεύει την σχέση αυτή στον τρόπο υπάρξεως του Υιού (γέννηση) και του Πνεύματος (εκπόρευση)• επισημαίνει μόνο την σχέση φύσεως:
«οίαν γαρ έγνωμεν ιδιότητα του Υιού προς τον Πατέρα, ταύτην έχειν το Πνεύμα προς τον Υιόν ευρήσομεν» (Προς Σεραπίωνα Γ’ 1). Γενικά όμως η ενέργεια εμφανίζεται ως κίνηση της όλης Τριάδας: «μία άρα… η της Τριάδος ενέργεια δείκνυται» (Προς Σεραπίωνα Α’ 31).
Μίλησε με σαφήνεια για την αναγκαιότητα της ενότητας της Τριάδας. Επισήμανε τον ρόλο του Πατέρα ως αρχής και πηγής, τον ρόλο του Υιού ως δημιουργού και τον ρόλο του Πνεύματος που ενεργεί στα πάντα. Τόνισε την υπαρκτικότητα και των τριών προσώπων, χωρίς να τα ονομάζει πρόσωπα ή υποστάσεις. Επίσης εξήγησε επιγραμματικά ότι «αρχή και πηγή» είναι ο Πατέρας (αυτόθι 28) και ότι το Πνεύμα «εκπορεύεται» από τον Πατέρα, ενώ «αποστέλλεται και δίδοται» από τον Υιό (αυτόθι Α’ 20). Στην Α’ Επιστολή του προς Σεραπίωνα έχουμε την πρώτη τόσο έξοχη διατύπωση της τριαδολογίας:
«Τριάς τοίνυν αγία και τελεία εστίν. εν Πάτρι και Υιώ και αγίω Πνεύματι θεολογουμένη, ουδέν αλλότριον ή έξωθεν επιμιγνύμενον έχουσα … ομοία δε εαυτή και αδιαίρετος εστί τη φύσει και μία ταύτης η ενέργεια. Ο γαρ Πατήρ διά του Λόγου εν Πνεύματι αγίω τα πάντα ποιεί και ούτως η ενότης της Αγίας Τριάδος σώζεται και ούτως εις Θεός εν τη Εκκλησία κηρύττεται… “επί πάντων” ο μεν ως Πατήρ, ως αρχή και πηγή• “δια πάντων” δε διά του Λόγου• “εν πάσι” δε εν τω Πνεύματι τω αγίω. Τριάς δε εστίν ουχ έως ονόματος μόνον και φαντασίας λέξεως, αλλά αληθεία και υπάρξει Τριάς. Ώσπερ γαρ ο ων εστίν ο Πατήρ, ούτως ο ων εστί και ο επί πάντων Θεός ο τούτου Λόγος. Και το Πνεύμα το άγιον ουκ ανύπαρκτον εστί, αλλ’ υπάρχει και υφέστηκεν αληθώς» (28).
δ. Η υπόσταση ταυτίζεται με την ουσία. Αλλά όσοι την διακρίνουν δεν είναι αναγκαστικά αιρετικοί.
Είναι γνωστό ότι από τα πρώτα έτη οι αρειανοί άνετα πρόβαλλαν τον όρο δύο ή τρεις υποστάσεις, για να τονίσουν την διαφορά φύσεως μεταξύ του Πατέρα και των δύο άλλων προσώπων της Τριάδας. Το γεγονός ανάγκαζε τον Αθανάσιο να μιλάει απολογητικά για την ενότητα υποστάσεως στην Τριάδα, ταυτίζοντας βέβαια την υπόσταση με την θεία ουσία ή φύση, για να δείξει ότι ο Υιός έχει την ίδια φύση με τον Πατέρα:
«αλλ’ υπόστασιν μεν λέγομεν, ηγούμενοι ταυτόν είναι ειπείν υπόστασιν και ουσίαν. Μίαν δε φρονούμεν… διά την ταυτότητα της φύσεως» (Προς Αντιοχείς 6).
«ομοούσιον είναι τον Υιόν τω Πατρί και ανεθεμάτισαν τους λέγοντας εξ ετέρας υποστάσεως είναι τον Υιόν» (Προς τους εν Αφρική 9).
Γνώριζε παρά ταύτα την συζήτηση που άρχισε λίγο πριν από το 360 για τον όρο «τρεις υποστάσεις», τον οποίο τώρα πρόβαλλαν ορθόδοξοι (αυτόθι 11) με ορθόδοξο περιεχόμενο. Άκουσε με προσοχή τους υποστηρικτές του όρου αυτού. Και αφού τον βεβαίωσαν ότι δεν εννοούν τον Υιό «αλλοτριούσιον» και ότι προβάλλουν τον όρο για να τονίσουν την πραγματικότητα των τριών θείων προσώπων, δέχτηκε ότι δεν είναι κακόδοξοι όσοι τον χρησιμοποιούν (Προς Αντιοχείς 5). Ο ίδιος δεν μπόρεσε να εισέλθει στην θεολογική προβληματική της διακρίσεως των όρων υπόσταση και ουσία. Το άγιο Πνεύμα θα οδηγούσε άλλους στην διάκριση αυτή, τους Καππαδόκες και δη τον Μ. Βασίλειο, λίγα μόλις χρόνια μετά.
Η απολογητική αυτή προοπτική εγκλωβίζει μάλιστα τον Αθανάσιο στην φιλοσοφική αντίληψη, ότι με τις λέξεις Θεός και Πατέρας σημαίνεται η θεία ουσία και όχι κάτι «περί την» ουσία. Έτσι έφθανε στην ομοουσιότητα του Υιού, αφού οι εκφράσεις «εκ του Θεού» (Γραφή) και «εκ της ουσίας του Πατρός» (Νίκαια) αναγκαστικά σημαίνουν ότι ο Υιός ήταν από αυτό που μόνο είναι ο Θεός, δηλαδή από την ουσία του. Την άποψη αυτή, που εμφαντικά δίδαξε ο Ευνόμιος, αντέκρουσε ο Μ. Βασίλειος και οι άλλοι καππαδόκες, που έδειξαν ότι το «Πατέρας», το «Υιός» και το «Πνεύμα» δηλώνουν το είναι κάθε προσώπου, την υπόστασή τους. Αλλά και ο Αθανάσιος, διατυπώνοντας αυτή την άποψη, είχε ριζικά διαφορετικές προϋποθέσεις και γι’ αυτό συγχρόνως τόνιζε ότι η θεία ουσία είναι ακατάληπτη, ενώ για τον Ευνόμιο είναι καταληπτή:
«λέγοντες τον Θεόν και ονομάζοντες τον Πατέρα ουδέν τι ως περί αυτόν ονομάζομεν, αλλ’ αυτήν την ουσίαν αυτού σημαίνομεν• καν γαρ καταλαβείν ότι ποτέ εστίν η του Θεού ουσία μη η δυνατόν, αλλά μόνον νοούντες είναι τον Θεόν… όπου ποτέ λέγει η Γραφή “ο Θεός” ημείς αναγιγνώσκοντες ουδέν έτερον ή αυτήν την ακατάληπτον αυτού ουσίαν σημαινομένην νοούμεν» (Περί Νικαίας 22,3. Βλ. και Περί συνόδων 35,2).
Είναι σαφές ότι όσο απουσίαζε από την θεολογική του σκέψη η διάκριση είναι και ουσίας, τόσο αδυνατούσε να διακρίνει με συνέπεια την προβληματική των υποστάσεων των θείων προσώπων (το ιδιαίτερο είναι τους) και την κοινή τους φύση.
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Ο Αθανάσιος με το έργο του απέβη και ο πρώτος θεολόγος της Οικουμενικής Συνόδου. Δημιούργησε θεολογικά το πορτραίτο της. Οι σχετικές απόψεις του έγιναν απόλυτος οδηγός στην μετέπειτα συνοδική ζωή της Εκκλησίας. Αφορμή να θεολογήσει για την σύνοδο υπήρξε η άρνηση των αρειανών να υιοθετήσουν την σύνοδο της Νικαίας (325) με ποικίλες προφάσεις. Για ν’ αφοπλίσει τους αρειανούς, εξήγησε τις προϋποθέσεις, την διαδικασία, τα κριτήρια και την αυτάρκεια της Οικουμενικής Συνόδου (Βλ. ειδική μελέτη μας, Αθανάσιος ο Μέγας και η θεολογία της Οικουμενικής Συνόδου, Αθήνα 1980).
Η σύγκληση Συνόδου γίνεται από ανάγκη επείγουσα, όταν εμφανίζεται νέα κακοδοξία, που παρεξηγεί την αλήθεια και ταράσσει γι’ αυτό και διαιρεί το σώμα της Εκκλησίας• όταν δεν έχει εκφραστεί οριστικά στην Παράδοση το σημείο εκείνο της αλήθειας, στο οποίο αφορά η νέα κακοδοξία. Αν η κακοδοξία δεν είναι νέα, τότε η Εκκλησία καταφεύγει σε ότι έχει διατυπωθεί ήδη στην Γραφή και την Παράδοση. Μέλη της Συνόδου είναι μόνο όσοι έχουν την ορθή πίστη, αυτοί που φρονούν ότι και η Εκκλησία. Κανένα θέμα στην Σύνοδο δεν συζητείται, αν γενικά δεν έχει εξασφαλιστεί συμφωνία στην πίστη.
«η μεν γαρ εν Νικαία σύνοδος ουχ απλώς γέγονεν, αλλ’ είχε την χρείαν κατεπείγουσαν και την αιτίαν εύλογον» (Περί συνόδων 5,1). «Αι δε νυν κινούμεναι παρ’ αυτών σύνοδοι (= των αρειανών) ποίαν έχουσιν εύλογον αιτίαν; ει μεν γαρ καινότερα τις άλλη γέγονεν αίρεσις μετά την αρειανήν, ειπάτωσαν τα της επινοίας αυτής ρήματα και τίνες οι ταύτην εφευρόντες εισίν… ει δε μηδέν τι τοιούτον γέγονε, μηδέ δύνανται δείξαι τις η χρεία των (= αρειανικών) συνόδων, αρκούσης της εν Νικαία γενομένης προς τε την αρειανήν και τας άλλας αιρέσεις, ας κατέκρινε πάσας δια της υγιαινούσης πίστεως» (αυτόθι 6,1).
«Διά τούτο και οικουμενική γέγονεν η εν Νικαία σύνοδος, τριακοσίων δέκα και οκτώ συνελθόντων επισκόπων περί της πίστεως δια την αρειανήν ασέβειαν. Τί γαρ εκείνη λείπει, ίνα καινότερα ζητήση τις»; (Προς τους εν Αφρική επισκόπους 2).
«ου γαρ οιόν τε συνόδω συναριθμηθήναι τους περί πίστιν ασεβούντας, ουδέ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος εξέτασιν της περί πίστεως εξετάσεως. Χρή γαρ πρώτον πάσαν περί πίστεως διαφωνίαν εκκόπτεσθαι…» (Περί των γεγενημένων παρ’ αρειανών 36, 3-4).
Τα μέλη της Συνόδου, όπως άλλωστε οι Πατέρες της Εκκλησίας γενικά, επιτελούν το έργο τους με τον φωτισμό και την αποκάλυψη του αγ. Πνεύματος, εφόσον μετέχουν στην αλήθεια, όπως είδαμε σε άλλη παράγραφο. Αποτέλεσμα της αποκαλύψεως και της «θεοφανείας», κατά την εκάστου «χρεία», είναι ότι η απόφαση της Νικαίας είναι «θείον» «ρήμα Κυρίου», που μόνο γι’ αυτό έχει απόλυτη ισχύ και «μένει» στους αιώνες (Προς τους εν Αφρική 2• Κατά αρ. A’ 63). Ο φωτισμός των Πατέρων είναι συγχρόνως και ο λόγος για τον οποίο η απόφαση της Συνόδου είναι σύμφωνη με ότι δηλώνεται στην Γραφή. Οι συνοδικοί όροι δηλαδή αποτελούν αποκάλυψη του «νου», του βαθύτερου πνεύματος, βιβλικών χωρίων, είναι συναγωγή της «διάνοιας» της Γραφής, είναι ανάπτυξη εκείνου που απλώς σημειώνει η Γραφή, είναι η αναζήτηση του πνεύματος κάτω από το γράμμα της Γραφής. Ότι νέο εκφράζεται με τον τρόπο τούτο και με μη βιβλικούς όρους δεν πρέπει ποτέ να αντιτίθεται σε ότι είναι ήδη διατυπωμένο στην Γραφή και την Παράδοση. Το νικαϊκό π.χ. «εκ της ουσίας του Πατρός» δεν είναι αντίθετο προς το βιβλικό «εκ του Πατρός», αλλά το βαθύτερο πνεύμα του, η ευρύτερη φανέρωση της ίδιας αλήθειας. Βέβαια η Εκκλησία θα μπορούσε να μένει μόνο με τους απλούς όρους της Γραφής, αν δεν την ανάγκαζαν οι κακόδοξοι να προχωρήσει στην θεολογία των όρων τούτων , δηλαδή στην ευρύτερη εκκάλυψη της αλήθειας που δηλώνουν. Θα προτιμούσε ακόμη να μη χρησιμοποιεί «αγράφους», μη βιβλικούς, όρους στην διατύπωση της πίστεως. Αναγκάζεται όμως να το πράξει, διότι άγραφα χρησιμοποιούν οι κακόδοξοι. Οι τελευταίοι όμως με τα άγραφα προβάλλουν απόψεις άγνωστες στην Γραφή, ενώ οι ορθόδοξοι με αυτά και πιστοί στην Γραφή μένουν και το βαθύτερο πνεύμα της φανερώνουν:
«αποκαλύπτειν χρη τον νουν του ( = βιβλικού) ρητού, ως κεκρυμμένον τούτον ζητείν» (Κατά αρ. Β’ 44).
«α γαρ αγνοούμεν εν τοις λογίοις ( = της Γραφής) ουκ εκβάλλομεν, αλλά ζητούμεν ους απεκάλυψεν ο Κύριος και παρ’ αυτών μανθάνειν αξιούμεν» (Περί συνόδων 40, 2-3).
«τω δε πνεύματι φωτιζομένων ημών» (Προς Σεραπίωνα Α’ 19). «έδει και περί του Κυρίου εκ των Γραφών τα περί αυτού γεγραμμένα λέγεσθαι και μη αγράφους επεισάγεσθαι λέξεις… Ναι έδει, φαίην αν και έγωγε… αλλ’… η ασέβεια … ηνάγκασε τους επισκόπους λευκότερον εκθέσθαι τα την ασέβειαν αυτών ανατρέποντα ρήματα» (Περί Νικαίας 32,1).
«οι πατέρες, θεωρήσαντες εκείνων (= των αρειανών) την πανουργίαν, λευκότερον ειπείν το ‘εκ του Θεού’ και γράψαι ‘εκ της ουσίας της Θεού’ είναι τον Υιόν» (αυτόθι 19,2).
«οι επίσκοποι… ηναγκάσθησαν … συναγαγείν εκ των Γραφών την διάνοιαν και άπερ πρότερον έλεγον, ταύτα πάλιν λευκότερον ειπείν και γράψαι ‘ομοούσιον’ είναι τω Πατρί τον Υιόν, ίνα μη μόνον όμοιον τον Υιόν, αλλά ταυτόν τη ομοιώσει εκ του Πατρός είναι σημαίνωσιν» (αυτόθι 20,3).
«ίνα… μάθωσιν από του γράμματος επιστρέφειν εις το πνεύμα» (Περί συνόδων 45,3).
Ο χαρακτήρας της αποφάσεως της Οικουμ. Συνόδου είναι κυρίως θετικός και δευτερευόντως αρνητικός. Η διατύπωση της αλήθειας γίνεται με τρόπο θετικό (π.χ. «ομοούσιος»), διότι μόνο με την θέση, δηλαδή την φανέρωση της αλήθειας, καταρρίπτεται αυτό, που δεν είναι αλήθεια, η κακοδοξία. Κρίση, κατάκριση και καταδίκη της κακοδοξίας αποβαίνει αφ’ εαυτής η αλήθεια. Την συνοδική απόφαση (τον «όρο») ακολουθεί αναθεματισμός των κακοδόξων, ώστε οι αθεολόγητοι πιστοί να ακούουν με έμφαση ποιούς πρέπει να αποφεύγουν.
η Νίκαια «κατέκρινε ( = τις αιρέσεις) διά της υγιαινούσης πίστεως» (Περί συνόδων 6).
Οι πατέρες της συνόδου «εδήλωσαν φανερώς ότι το ‘εκ της ουσίας’ και το ‘ομοούσιον’ αναιρετικά των της ασεβείας λογαρίων εισίν, άπερ εστίν ‘κτίσμα’ και ‘ποίημα’ και ‘ουκ ην πριν γεννηθή’» (Περί Νικαίας 20,6).
«ούτω νοήσαντες οι πατέρες, έγραψαν (= θετικός χαρακτήρας) ομοούσιον είναι τον Υιόν τω Πατρί και ανεθεμάτισαν (= αρνητικός χαρακτήρας) τους λέγοντας εξ ετέρας υποστάσεως είναι τον Υιόν» (αυτόθι 20,3).
Η απόφαση της Συνόδου χαρακτηρίζεται συνήθως «αυτάρκης». Η Σύνοδος «αρκεί» για να ορθοδοξούν οι πιστοί και να κατακρίνονται οι κακόδοξοι. Ο Αθανάσιος δεν χρησιμοποιεί για την Σύνοδο όρους όπως «αυθεντία» ή «αλάθητος». Το γεγονός έχει μεγάλη σημασία. Η απόφαση, ο όρος ή η «πίστη» της Συνόδου, δεν είναι αφ’ εαυτής η αλήθεια και δη όλη η αλήθεια. Αποτελεί απλώς δήλωση- επισήμανση εκείνου του μέρους της αλήθειας, το οποίο παρεξήγησε κάποιος κακόδοξος. Η απόφαση της Νίκαιας είναι «αυτάρκης» «ως προς» την αρειανική αίρεση κυρίως. Το αυτάρκης εδώ είναι ταυτόσημο προς τα: «θεόπνευστος», «αποστολική», σύμφωνα με την Γραφή, η οποία και αυτή χαρακτηρίζεται «αυτάρκης». Η «αυτάρκεια» «ως προς τι» αφήνει τον δρόμο ανοικτό για νέα Σύνοδο, αν παραστεί ανάγκη, όπως και παρέστη.
«η γαρ εν αυτή ( = τη συνόδω της Νικαίας)… ομολογηθείσα πίστις αυτάρκης εστί» (Προς τους εν Αφρική 1).
«αρκούσης της εν Νικαία γενομένης ( = συνόδου) προς τε την αρειανικήν και τας άλλας αιρέσεις, ας κατέκρινεν» ( = όσες με τα άρθρα του Συμβόλου καταδίκασε) (Περί συνόδων 6,1).
Η απόφαση της Συνόδου ως «αυτάρκης» και θεόπνευστη είναι ορθή και αμετάβλητη. Ως έκφραση όμως της αλήθειας, ως μορφή δηλαδή, αντιμετωπίστηκε ρεαλιστικά. Ο Αθανάσιος είχε συνειδητοποιήσει ότι απόλυτη και αμετάβλητη είναι μόνο η αλήθεια. Η γλωσσική μορφή που την εκφράζει μπορεί να μεταβληθεί:
«ου γαρ αι λέξεις την φύσιν παραιρούνται, αλλά η φύσις (η αλήθεια, το πράγμα) τας λέξεις εις εαυτήν έλκουσα μεταβάλλει. Αι ουσίαι πρώται και δεύτεραι τούτων αι λέξεις» (Κατά αρ. Β’ 3).
Στην θεολογία προσδιοριστική αρχή αποτελεί τελικά η αλήθεια. Η έκφραση είναι το προσδιοριζόμενο, το μεταβαλλόμενο με κριτήριο την αλήθεια. Όταν οι ομοιουσιανοί έδειχναν ότι πιστεύουν ορθόδοξα και επιθυμούν να ενσωματωθούν στην Εκκλησία, αλλά υποπτεύονταν τον όρο «ομοούσιος», ο Αθανάσιος έκανε την υποχώρηση να δεχτεί από αυτούς την χρήση άλλου όρου (μορφή γλωσσική), που θα εξέφραζε όμως την ίδια αλήθεια. Έτσι ο κατ’ εξοχήν εμπνευστής και υπερασπιστής της θεολογίας (και των όρων) της Νίκαιας είχε την τόλμη να προτείνει για τους ορθοδοξούντες ομοιουσιανούς τον όρο «φύσει Υιός»:
«ει δε… προσποιούνται… την λέξιν φοβείσθαι του ομοουσίου, ειπάτωσαν και φρονείτωσαν απλούστερον ,..( = ας χρησιμοποιούν δηλ. την διατύπωση) αληθώς τον Υιόν φύσει Υιόν» (Προς τους εν Αφρική 9).
ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
α. Το πρόβλημα
Ο Αθανάσιος υπήρξε ο πρώτος μεγάλος θεολόγος, αφότου η Εκκλησία απέκτησε «καλές σχέσεις» με την πολιτεία, αφότου βγήκε από τις κατακόμβες και δέχτηκε την προστασία της κοσμικής εξουσίας. Το γεγονός της «προστασίας» αυτής δημιούργησε τεράστια προβλήματα στην Εκκλησία, όχι μικρότερα ίσως από αυτά που της προκάλεσαν οι διωγμοί. Και πρωταρχικό πρόβλημα έγινε η ανάμιξη του χριστιανού αυτοκράτορα στα πράγματα της Εκκλησίας, άλλοτε αυτοβούλως και άλλοτε με πρόσκληση εκκλησιαστικών ανδρών. Η πρόσκληση αυτή και η χρήση της αυτοκρατορικής εξουσίας έγινε πληθωρική από τους αρειανόφρονες, πρώτον για την ανατροπή της αποφάσεως της Νίκαιας και της θεολογίας του Αθανασίου και δεύτερον για την προσωπική καταδίκη του ίδιου του Αθανασίου και των ομοφρόνων του επισκόπων. Για την επίτευξη του διπλού αυτού σκοπού συγκλήθηκε μεγάλος αριθμός συνόδων με την εκβιαστική παρουσία αυτοκρατόρων ή αντιπροσώπων τους. Η αντίδραση του Αθανασίου, που γνώρισε διάφορες φάσεις, εκδηλώθηκε έντονα και απέβλεπε στην στερέωση του κύρους της Συνόδου της Νίκαιας και στην αθώωση του εαυτού του, που τον συκοφαντούσαν για εκκλησιαστικά αδικήματα και συνήθως για κοινά ποινικά εγκλήματα.
Η διπλή αυτή επιδίωξη του επέβαλλε μια θεολογική θεώρηση του προβλήματος και μια ρεαλιστική τακτική.
β. Θεολογική θεώρηση
Με την θεολογική θεώρηση διέκρινε σαφώς μεταξύ επισκόπων και βασιλέα, μεταξύ της φύσεως των εκκλησιαστικοθεολογικών θεμάτων και των αντικειμένων της βασιλικής φροντίδας. Άλλο είναι η εκκλησιαστική απόφαση και άλλο η «ρωμαϊκή αρχή». Ο βασιλέας δεν έχει καμμία θέση στην απόφαση («κρίσιν») των επισκόπων. Το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας είχε την βασιλεία (από τον Θεό) δεν του εξασφάλιζε το δικαίωμα να αποφασίζει για τα εκκλησιαστικοθεολογικά, όπως δίδαξε ο Ευσέβιος Καισαρείας, θεμελιώνοντας τον καισαροπαπισμό. Ο Αθανάσιος απέρριψε έντονα την υπερφίαλη απαίτηση του Κωνσταντίου (361): «όπερ εγώ βούλομαι τούτο κανών (= εκκλησιαστικός) νομιζέσθω» (Περί των γεγενημένων παρ’ αρειανών 33,7). Η απόφαση των επισκόπων δεν αποκτά «κύρος» από τον βασιλέα, μολονότι αποφάσεις συνόδων και επισκόπων συνοδεύονταν από βασιλικά διατάγματα. Οι επίσκοποι είναι οι μόνοι εγγυητές της ορθότητας των αποφάσεων τους. Αυτοί κρίνουν εάν ο βασιλέας πιστεύει ή όχι ορθόδοξα. Αυτοί μπορούν να τον συμβουλεύσουν σχετικά, ακόμη και να τον απειλήσουν με θεία τιμωρία. Την τακτική προκλήσεως του κοσμικού άρχοντα να αναμιχτεί στα εκκλησιαστικά εγκαινίασαν οι αρειανοί μετά την Σύνοδο της Νίκαιας. Έτσι, ενώ στην Σύνοδο της Νίκαιας ο Κωνσταντίνος απλώς παρακολούθησε με ενδιαφέρον τις εργασίες της, δεχόμενος τις ορθόδοξες θέσεις, στις μετέπειτα φιλοαρειανικές συνόδους ο αυτοκράτορας ή ο αντιπρόσωπος του πίεζε κι εξεβίαζε τους επισκόπους και συχνά κατηύθυνε τις εργασίες της συνόδου, οι αποφάσεις της οποίας γι’ αυτό δεν είχαν κύρος. Ο Αθανάσιος βεβαιώνει ότι πριν από τις συνόδους αυτές ποτέ ο κοσμικός άρχοντας δεν επενέβαινε στα εκκλησιαστικά. Τουλάχιστον αποκρουόταν η επέμβαση του, όπως συνέβη στην περίπτωση του Μ. Κωνσταντίνου, που μάταια ζητούσε από τους Αλέξανδρο και Αθανάσιο Αλεξανδρείας να δεχτούν στην Εκκλησία τον Άρειο:
«Ει γαρ επισκόπων εστί κρίσις, τί κοινόν έχει προς ταύτην ο βασιλεύς; Ει δε βασιλέως εστίν απειλή, τις ενταύθα χρεία των λεγομένων επισκόπων; Πότε γαρ εκ του αιώνος ηκούσθη τοιαύτα; Πότε κρίσις Εκκλησίας παρά βασιλέως έσχε το κύρος ή όλως εγνώσθη τούτο το κρίμα; … Παύλος απόστολος είχε φίλους τους της Καίσαρος οικίας… αλλ’ ουκ εις κρίματα ( = αποφασείς, κρίσεις) του τους κοινωνούς παρελάμβανε. Νυν δε θέαμα καινόν και του της αρειανής αιρέσεως εστίν εύρημα• συνήλθον γαρ αιρετικοί και βασιλεύς Κωνστάντιος, ίνα… καθ’ ων αν εθέλοι πράττη … και ούτοι δε (= οι αρειανοί), την βασιλέως έχοντες δυναστείαν, επιβουλεύωσιν οις αν εθέλωσι, θέλουσι δε τοις μη ασεβούσιν ως αυτοί» (Περί των γεγενημένων παρ’ αρειανών 52, 3-5).
«οι επίσκοποι… μετά λόγων εχρήσαντο διδάσκοντες μη είναι την βασιλείαν αυτού ( = του Κωνσταντίου), άλλα του δεδωκότος Θεού, ον και φοβείσθαι αυτόν ηξίουν, μη εξαίφνης αυτήν αφέληται. Ηπείλουν τε την ημέραν της κρίσεως και συνεβούλευον αυτώ μη διαφθείρειν τα εκκλησιαστικά μηδέ εγκαταμίσγει την ρωμαϊκήν αρχήν τη της Εκκλησίας διαταγή, μηδέ την αρειανήν αίρεσιν εισάγειν εις την εκκλησίαν του Θεού» (αυτόθι 34,1).
«Δέσποτα παντοκράτορ, βασιλεύ των ουρανών… λάμψον εις την καρδίαν αυτού (= του Κωνσταντίου), ίνα, γνους την καθ’ ημών συκοφαντίαν, ευμενώς μεν αυτός δέξηται την απολογίαν, πάντας δε ποιήση γνώναι ότι αι ακοαί αυτού ησφαλίσθησαν εν αληθεία» (Απολογία προς Κωνστάντιον 12).
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο Αθανάσιος υιοθετεί και προβάλλει εμφαντικά τις ανάλογες απόψεις του γηραιού και πανσέβαστου Οσίου Κορδούης, που απέτρεπε τον βασιλέα Κωνστάντιο να αναμιγνύεται στα εκκλησιαστικά, γιατί σ’ αυτόν ο Θεός εμπιστεύτηκε μόνο την κοσμική εξουσία:
«μη τίθει σεαυτόν εις τα εκκλησιαστικά, μηδέ συ περί τούτων ημίν παρακελεύου, άλλα μάλλον παρ’ ημών συ μάνθανε ταύτα. Σοι βασιλείαν ο Θεός ενεχείρισεν, ημίν τα της Εκκλησίας επίστευσε. Και ώσπερ ο την σήν αρχήν υποκλέπτων αντιλέγει τω διαταξαμένω Θεω, ούτω φοβήθητι, μη και συ τα της εκκλησίας εις εαυτόν έλκων υπεύθυνος εγκλήματι μεγάλω γένη. ”Απόδοτε”, “γέγραπται, τα καίσαρος καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ”. Ούτε τοίνυν ημίν άρχειν επί της γής έξεστιν ούτε συ του θυμιάν εξουσίαν έχεις, βασιλεύ!» (Περί των γεγενημένων παρ’ αρειανών 44,7).
γ. Ρεαλιστική τακτική έναντι του βασιλέα
Η ρεαλιστική τακτική του Αθανασίου είχε αφορμή τον “εναγκαλισμό” Εκκλησίας και βασιλέα και την επιτυχία των αρειανών να συγκαλούν αυτοβούλως οι βασιλείς συνόδους. Και ο ίδιος ο Αθανάσιος προκάλεσε επέμβαση των αυτοκρατόρων, όχι όμως για να κρίνουν την ορθότητα των αποφάσεων της Νίκαιας, άλλα για να ακυρώσουν όσα έγιναν προς ανατροπή των αποφάσεων αυτών και όσα βάσει ψευδών κατηγοριών αποφασίστηκαν κατά του Αθανασίου σε συνόδους, που εργάστηκαν με την βία των αυλικών και των αρειανών. Ακόμα δέχτηκε να ζητήσει άδεια βασιλική για εγκαίνια ναού, κάτι όμως που σχετιζόταν με τον δημόσιο βίο. Επιδίωξε λοιπόν με την επέμβαση του βασιλέα να αρθεί ότι κακό είχε γίνει με βασιλική ευθύνη:
«ωκεανοί μεν ουν ούτως ετύρευον και τας συσκευάς έπλαττον (= εις την σύνοδον της Τύρου το 335), ημείς δε ανελθόντες εδείξαμεν βασιλεί τας αδικίας των περί Ευσέβιον, επεί και αυτός ην ο την σύνοδον γενέσθαι κελεύσας και κόμης αυτού καθηγείτο ταύτης» (Απολογητικός Β’ 86,1).
Παρά ταύτα η παρουσία του βασιλέα στα εκκλησιαστικά πράγματα και στις Συνόδους ακόμη δεν αποκλείεται• αντίθετα, είναι επιθυμητή και τουλάχιστον δεν ενοχλεί, αλλά με τον όρο ότι ο βασιλέας ορθοδοξεί ή τουλάχιστον δέχεται την «κρίσιν» των επισκόπων, όπως έκανε ο Μ. Κωνσταντίνος στην Νίκαια. Όταν όμως ο βασιλέας γίνεται όργανο των κακοδόξων, η παρουσία του στην σύνοδο είναι ανεπιθύμητη, όπως και οι πρωτοβουλίες του σ’ αυτήν. Τελικά, το ορθοδοξείν και η ειλικρίνεια του βασιλέα είναι το κριτήριο της σχέσεως Εκκλησίας και κοσμικού άρχοντα, που μάλιστα είναι και μέλος της. Γι’ αυτό και ο Αθανάσιος, όσο ήλπιζε ότι θα κατανοούσε την απόφαση της Νικαίας και την τοποθέτησή του ο Κωνστάντιος, τον αποκαλούσε «θεοφιλέστατον Αύγουστον», «φιλανθρωπότατον» και «πλήρη θεοσεβείας και ευλαβείας» (Απολογία προς Κωνστάντιον 1). Όταν όμως πείστηκε απόλυτα για την κακή διάθεση του ίδιου βασιλέα, τον χαρακτήρισε «ωμόν», «μη κατά φύσιν έχοντα τας φρένας» και «διώκτην θηριώδη», ενώ του υπενθύμισε τα φοβερά εγκλήματα του κατά των συγγενών του (Περί των γεγενημένων παρ’ αρειανών 69, 1-2).
Το πρόβλημα επομένως της σχέσεως Εκκλησίας και κοσμικού άρχοντα τίθεται από τον Αθανάσιο σε προσωπική βάση. Κανένα πάγιο θεωρητικό σύστημα δεν διανοήθηκε να προβάλει. Όλα εξαρτώνται από την ορθοδοξία ή την κακοδοξία των συγκεκριμένων κοσμικών αρχόντων ή γενικότερα από τις εποχές, κατά τις οποίες οι κοσμικοί άρχοντες εμφορούνται από φιλορθόδοξη ή αντορθόδοξη νοοτροπία.
ΒΙΟΣ
Ο Μέγας Αθανάσιος γεννήθηκε κατά πάσαν πιθανότητα το 295 στην Αλεξάνδρεια. Ειδήσεις για την παιδική και την εφηβική του ηλικία έχουμε λίγες και αυτές όχι ασφαλείς. Οι γονείς του ήταν Έλληνες και μάλλον εθνικοί. Απέκτησε ικανοποιητική θύραθεν παιδεία (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΚΑ’ 6) στις εκεί εθνικές σχολές. Από έφηβος βρέθηκε στο στενό περιβάλλον του Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας, από τον οποίο έγινε αναγνώστης, γραμματέας και διάκονος (319). Έτσι γνώρισε άριστα την εκκλησιαστικοθεολογική κατάσταση της εποχής, όπως και τον ασκητικό βίο. Ζώντας πλησίον του Αλεξάνδρου, τον επηρέαζε ποικιλοτρόπως ήδη από την εποχή της εμφανίσεως του αρειανισμού (περίπου το 318). Ήταν τόσο γνωστή η επιρροή του Αθανασίου στον Αλέξανδρο, ώστε, όταν ο δεύτερος αρνιόταν να δεχτεί στην Εκκλησία τον Άρειο μετά την καταδίκη του από αλεξανδρινές συνόδους (320-322/3), οι αρειανόφρονες θεωρούσαν υπαίτιο τον Αθανάσιο, όπως ο ίδιος πληροφορεί (Απολογητικός Β’ 6,2). Την ίδια εποχή βοήθησε τον Αλέξανδρο να αναιρέσει τις απόψεις του Αρείου (με την Επιστολή προς Αλέξανδρον Θεσσαλονίκης) και να υποστηρίξει την ορθόδοξη άποψη στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325: «Αρείου… της Εκκλησίας εκβληθέντος… οι περί Ευσέβιον… έγραφον πολλά παρακαλούντες Αλέξανδρον τον επίσκοπον μη αφείναι τον αιρετικόν Άρειον έξω της Εκκλησίας. Αλεξάνδρου δε, διά την εις Χριστόν ευσέβειαν μη δεχομένου τον ασεβή (= Άρειον), εις Αθανάσιον, τότε διάκονον όντα ελυπούντο, επειδή τα πλείστα συνάντα Αλεξάνδρω τω επισκόπω πολυπραγμονούντες αυτόν ήκουον και τιμώμενον παρ’ αυτού. Πείραν δε αυτού ( = του Αθανασίου) και της ευσεβείας της εις Χριστόν λαβόντες εκ της συνόδου της κατά Νίκαιαν συγκροτηθείσης, εν οις επαρρησιάζετο κατά της ασεβείας των αρειομανιτών μειζόνως το μίσος ηύξανον» (Απο-λογητικός Β’ 6,2). Επομένως από το 320 τουλάχιστον σήκωνε το θεολογικό βάρος του αντιαρειανικού αγώνα, που δικαιώθηκε στην Νίκαια (325). Εκεί έγινε καθολικά γνωστός διότι πρωτοστάτησε στις παρασκηνιακές θεολογικές συζητήσεις, που οδήγησαν στην διατύπωση της αλήθειας ότι ο Υιός είναι «Θεός Αληθινός», «εκ της ουσίας του Πατρός» και «ομοούσιος», με την οποία ανατράπηκε ο αρειανισμός. Την εποχή αυτή, και ασφαλώς μετά την εμφάνιση του Αρειανισμού, άρχισε την συγγραφική θεολογική του δραστηριότητα. Οι δύο πολυσήμαντοι λόγοι του «Κατά ελλήνων» και «Περί ενανθρωπήσεως» γράφηκαν τότε, όπως τότε πρέπει να συντάχτηκαν σε μία πρώτη μορφή οι «Κατά αρειανών» λόγοι του, με τους οποίους θεμελίωσε την θεολογία του και τους οποίους ασφαλώς επεξεργάστηκε και μετά την επισκοποποίησή του.
Λίγο πριν πεθάνει ο επίσκοπος Αλέξανδρος (+ 17.4.328) υπέδειξε για διάδοχο του τον Αθανάσιο, γεγονός που δημιούργησε μεγάλη αντίδραση. Αναζωπυρώθηκε το καταδικασμένο και στην Νίκαια μελιτιανό σχίσμα και προβλήθηκε μελιτιανός για τον θρόνο Αλεξανδρείας. Ομάδα ορθοδόξων επισκόπων, ενθαρρυνόμενη και πιεζόμενη έντονα από το ορθόδοξο πλήρωμα, προχώρησε (8.6.328) στην εκλογή και την χειροτονία του Αθανασίου ως επισκόπου Αλεξανδρείας, τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι λοιποί επίσκοποι Αίγυπτου και Λιβύης. Η αντίδραση κατά του Αθανασίου συνεχίστηκε με την συνεργασία τώρα φίλων του Ευσεβίου Νικομήδειας και μελιτιανών, οι οποίοι είχαν δικό τους κλήρο. Σκοπός τους ήταν η ακύρωση της εκλογής του Αθανασίου, ενώ τον συκοφαντούσαν στον αυτοκράτορα ότι π.χ. επέβαλε φόρο παράνομο στους Αλεξανδρινούς, ότι ενίσχυσε με άφθονο χρυσό τον επικίνδυνο ανώτερο κρατικό υπάλληλο Φιλούμενο και ότι φόνευσε τον επίσκοπο Αρσένιο. Αποδείχτηκε τελικά ότι τον τελευταίο τον έκρυβαν οι μελιτιανοί. Το κλίμα γινόταν ακόμη δυσμενέστερο από την άρνηση του Αθανασίου να υποκύψει στις υποδείξεις του αυτοκράτορα και να δεχτεί σε κοινωνία τον Άρειο, καταδικασμένο στην Νίκαια οριστικά. Την κατάσταση αυτή ο Αθανάσιος αντιμετώπισε με διαφωτιστικές εγκύκλιες Επιστολές και δη με συχνές επισκέψεις στις επισκοπές της Αιγύπτου και τα μοναστικά κέντρα, όπως του Παχωμίου, με αποτέλεσμα να ενισχύσει την ενότητα και το ορθόδοξο φρόνημα των πιστών.
Παράλληλα προσπαθούσε ν’ αποδεικνύει αβάσιμες τις εναντίον του κατηγορίες στον αυτοκράτορα. Αυτές αυξάνονταν και το 334 ο Μ. Κωνσταντίνος δέχτηκε την απόδειξη των μελιτιανών για σύγκληση συνόδου, που θα έκρινε συνολικά το πρόβλημα Αθανάσιος. Ήδη όμως ο Κωνσταντίνος είχε απόλυτα πειστεί ότι η εμμονή του Αθανασίου στην ορθοδοξία και η πολεμική κατά του αρειανισμού, ο οποίος απλωνόταν ολοένα και περισσότερο, αντιστρατευόταν τη δική του πολιτική. Την τελευταία του είχαν εμπνεύσει οι αρειανόφρονες και μάλιστα ο Ευσέβιος Νικομήδειας, με τον οποίο είχε μακρινή συγγένεια. Σύμφωνα με την πολιτική αυτή θα πετύχαινε στέρεη ενότητα του απέραντου ρωμαϊκού κράτους με βάση την εκκλησιαστική ενότητα ορθοδόξων και αρειανών, υποτιμώντας βέβαια αφελώς τις θεολογικές και δογματικές διαφορές. Είχε λοιπόν και ο Κωνσταντίνος ισχυρό λόγο να λησμονήσει τον θαυμασμό, που όντως είχε για το πρόσωπο του Αθανασίου.
Έτσι οι μελιτιανοί και οι αρειανοί, με τον Ευσέβιο Νικομήδειας επικεφαλής, οργάνωσαν ευρύ κατηγορητήριο για δήθεν εκκλησιαστικοκοινωνικά και ποινικά παραπτώματα του Αθανασίου και ο Κωνσταντίνος κάλεσε το 335 σύνοδο στην Καισάρεια της Παλαιστίνης με σκοπό την εξέταση των κατηγοριών. Ο Αθανάσιος όμως αρνήθηκε να προσέλθει, επειδή ο επίσκοπος της πόλεως Ευσέβιος ήταν φίλος και όργανο των αρειανοφρόνων και η απόφαση της συνόδου προδικασμένη. Τότε οι επίσκοποι κλήθηκαν στην Τύρο της Φοινίκης, άλλα οι αρειανόφρονες ήταν 60 και οι ορθόδοξοι με τον Αθανάσιο, που με την βία τον ανάγκασαν να προσέλθει, 49, όλοι από την Αίγυπτο.
Στην σύνοδο ανέτρεψε με άνεση τις κατηγορίες: ότι ο αποσταλμένος του Μακάριος φέρθηκε βάναυσα στο ιερό που λειτουργούσε ο Ισχύρας, τον οποίο δήθεν κακοποίησε (αποδείχτηκε ότι ο Ισχύρας ήταν αυτοχειροτονημένος πρεσβύτερος και την ημέρα που τάχα συνέβησαν αυτά ήταν κλινήρης, απών από τον ναό)• ότι φόνευσε τον μελιτιανό επίσκοπο στην Θηβαΐδα Αρσένιο, του οποίου μάλιστα το δεξί χέρι χρησιμοποιούσε για μαγεία (ο Αρσένιος βρέθηκε στο κρησφύγετό του και μάλιστα με τα δύο του χέρια στην θέση τους)• ότι παρέσυρε στην ακολασία γυναίκα (η ψευδομάρτυς, που πληρώθηκε για να παραστήσει το θύμα και που δεν γνώριζε προσωπικά τον Αθανάσιο, εξέλαβε για Αθανάσιο κάποιον Τιμόθεο, τον οποίο και κατηγόρησε ως εκπαρθενευτή της). Τέτοιου είδους κακοήθειες, ενώ απορρίπτονταν εύκολα, έπεισαν απόλυτα τον Αθανάσιο για τον σκοπό των αρειανών, που πλειοψηφούσαν στην Σύνοδο. Γι’ αυτό και, μετά από πληροφορίες ότι οργάνωναν εναντίον του δολοφονική απόπειρα, έφυγε κρυφά για να συναντήσει προσωπικά τον Κωνσταντίνο στην Κωνσταντινούπολη, όπου έφτασε, αλλά χωρίς να πετύχει την επιθυμητή ακρόαση.
Απογοητευμένος από τα συμβαίνοντα στην αυλή του αυτοκράτορα, μα και αποφασισμένος να του εξηγήσει την κατάσταση, τον περίμενε σε κάποιο μέρος, την ώρα που θα επέστρεφε από περίπατο. Εμφανίστηκε απρόοπτα στον έφιππο βασιλιά, τον σταμάτησε, του ζήτησε να τον ακούσει, αλλά ο βασιλιάς, αν κι εντυπωσιάστηκε βαθιά, δεν είχε την δύναμη να ξεπεράσει τον κλοιό, που είχαν σχηματίσει γύρω του οι αρειανοί. Το μόνο που τότε αποφάσισε ήταν να καλέσει ολόκληρη την σύνοδο (που είχε ήδη καθαιρέσει τον Αθανάσιο βάσει πορίσματος εξεταστικής επιτροπής από αρειανούς) στην Κωνσταντινούπολη προς επανεξέταση των πραγμάτων. Πέτυχαν όμως οι περί τον Ευσέβιο Νικομήδειας να μη μεταβούν στην πρωτεύουσα παρά μόνο μερικοί από τους φανατικούς αρειανούς επισκόπους, οι οποίοι συνάντησαν τόσες δυσκολίες στην εξουθένωση του Αθανασίου, ώστε να καταφύγουν σε δραστική συκοφαντία. Ο Αθανάσιος δήθεν είπε ότι θα εμποδίσει την αποστολή σίτου από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη. Ο βασιλέας τότε θύμωσε -ή έδειξε ότι θύμωσε- και, δεχόμενος την συνοδική καθαίρεση, εξόρισε τον Αθανάσιο (τον Ιούλιο του 335) στα Τρέβιρα (Γερμανία), όπου είχε την αυλή του ο ομώνυμος νεώτερος γιός του και όπου επισκόπευε ο Μαξιμίνος. Και οι δύο άντρες δέχτηκαν και τίμησαν πολύ τον Αθανάσιο, που στα 40 του χρόνια είχε γίνει ο κατ’ εξοχήν εκφραστής και υπερασπιστής της Ορθοδοξίας και ήρωας της Εκκλησίας. Στις παρακλήσεις αλεξανδρινών και μάλιστα του Μ. Αντωνίου για ανάκληση της αποφάσεως δεν υποχώρησε ο Κωνσταντίνος. Η μόνη χειρονομία του, που δείχνει ότι παρά ταύτα εκτιμούσε τον Αθανάσιο, ήταν ότι δεν επέτρεψε να χειροτονηθεί άλλος επίσκοπος Αλεξανδρείας και δεν εμπόδισε τον Αθανάσιο να επικοινωνεί με το ποίμνιό του. Συγχρόνως οι διωγμοί και οι καταπιέσεις εις βάρος των ορθοδόξων αυξάνονταν επικίνδυνα στην Ανατολή.
Ο Μ. Κωνσταντίνος πέθανε το 337 και ο γιος του Κωνσταντίνος έδωσε αμνηστία (που την αναγνώρισε και ο Κωνστάντιος) και υπέγραψε διάταγμα επανόδου όλων των εξόριστων ορθοδόξων και του Αθανασίου, ο οποίος επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια (23. 11.337) κι έγινε δεκτός με πολύ ενθουσιασμό από τον λαό.
Εντός του 338 ο Αθανάσιος κάλεσε σύνοδο 100 περίπου επισκόπων της Αίγυπτου, της Λιβύης και της Πενταπόλεως. Στην σύνοδο καταδικάστηκαν οι μέχρι τότε ενέργειες των αρειανών και τονίστηκε η εγκυρότητα των αποφάσεων της Νίκαιας και η κανονικότητα της θέσεως του Αθανασίου.
Οι αρειανοί όμως, στηριζόμενοι και στην βοήθεια του νέου αυτοκράτορα Κωνσταντίου, τον οποίο είχαν κάνει αρειανόφρονα, χάλκευσαν πολλές νέες κατηγορίες εναντίον του Αθανασίου και το 339 πέτυχαν σύγκληση συνόδου στην Αντιόχεια, όπου τον καθαίρεσαν (Απρίλιος), αφού είχαν αποτύχει να πείσουν την Ρώμη να στραφεί άμεσα κατά του Αθανασίου.
Με πολλές δυσκολίες βρήκαν και όρισαν αντικαταστάτη του τον καππαδόκη Γρηγόριο, που ήρθε στην Αλεξάνδρεια παρά την λαϊκή αντίδραση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν βιαιότητες και διωγμοί σε βάρος ορθόδοξων κληρικών και λαϊκών. Ο Αθανάσιος, όταν είδε να εκτραχύνονται τα πράγματα σε βάρος των ορθοδόξων πήρε μόνος τον δρόμο της εξορίας.
Αυτή την φορά πήγε στην Ρώμη (340), όπου τον δέχτηκαν με σεβασμό και πολλές τιμές. Συνοδευόταν από δύο μοναχούς, με τους οποίους συνέβαλε στην γνωστοποίηση του μοναχισμού στην Δύση. Η παρουσία του Αθανασίου στην Ρώμη απέβη πολυσήμαντη, γιατί έγινε η αιτία ευρύτερου θεολογικού κατατοπισμού των δυτικών, οι οποίοι για πρώτη φορά, μετά έναν αιώνα, ευτύχησαν να ακούσουν μεγάλο θεολόγο της Ανατολής. Δεν είναι υπερβολή αυτό που ειπώθηκε, ότι (από μία άποψη) η Δύση έγινε από την εποχή αυτή αθανασιανή. Τότε κατάλαβε ορθά τα μεγάλα θεολογικά προβλήματα και το πνεύμα του Αθανασίου, που έγινε πίστη και Παράδοση στην Εκκλησία.
Από την Ρώμη και με πρωτοβουλία του επισκόπου της Ιουλίου Α’ έγιναν προσπάθειες για δικαίωση και επιστροφή του Αθανασίου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Επίσης έγινε και προσπάθεια καθολικής συνεννοήσεως Δύσεως και Ανατολής, πάλι χωρίς αποτέλεσμα, διότι τελικά οι δυτικοί επίσκοποι συνάχτηκαν στην Ρώμη (341), για να δικαιώσουν τον Αθανάσιο και να αθωώσουν τον Μάρκελλο Αγκύρας, ενώ οι ανατολικοί συνάχτηκαν στην Αντιόχεια (341), όπου καταδίκασαν τους παραπάνω δύο επισκόπους και διατύπωσαν 4 σύμβολα συμβιβαστικά, σ’ ένα των οποίων ο Υιός χαρακτηρίζεται «απαράλλακτος» εικόνα της ουσίας του Πατέρα. Για την λύση του σχίσματος οργανώθηκε νέα σύνοδος για τα Μεδιόλανα, που τελικά έγινε το 343 στην Σαρδική (σημ. Σόφια). Εκεί έλαβαν μέρος πολλοί ορθόδοξοι δυτικοί, ενώ αργότερα ήρθαν και οι ανατολικοί αρειανόφρονες. Οι τελευταίοι, μόλις διαπίστωσαν ότι ο βασιλέας δεν ασκεί πίεση, ότι πρόεδρος της συνόδου ήταν ο φίλος του Αθανασίου Όσιος Κορδούης και ότι οι ορθόδοξοι πλειοψηφούσαν, βρήκαν μια πρόφαση και άφησαν την Σαρδική• ήρθαν στην Φιλιππούπολη και σχημάτισαν σύνοδο, η οποία ανανέωσε την καθαίρεση του Αθανασίου και καταδίκασε σημαίνοντες ορθοδόξους της Δύσεως.
Παράλληλα στην Σαρδική ο Αθανάσιος απολογήθηκε, αθωώθηκε και αποκαταστάθηκε, άλλα ο Κωνστάντιος απείλησε ότι θα τον θανάτωνε, αν επιχειρούσε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια. Οι συνεχείς όμως πιέσεις του αυτοκράτορα της Δύσεως Κώνστα, η βαρβαρική απειλή και ο θάνατος του επιβήτορα Γρηγορίου έκαναν τον Κωνστάντιο να συναινέσει στην αποκατάσταση του Αθανασίου. Τον προσκάλεσε (345) λοιπόν επίμονα και, με έγγραφες διαβεβαιώσεις για την ασφάλεια της ζωής του, τον προέτρεψε να επανέλθει στην Αλεξάνδρεια. Ο ιεράρχης ταξίδεψε στην Ρώμη και στα Τρέβιρα, για να ευχαριστήσει και να αποχαιρετήσει τους φίλους και ευεργέτες του. Από εκεί ήρθε στην Ανατολή, πέρασε από την Αντιόχεια, την Λαοδίκεια και τα Ιεροσόλυμα και στις 21.10.346 έφτασε στην Αλεξάνδρεια, όπου το πλήθος τον υποδέχτηκε ως ομολογητή και σύμβολο της Ορθοδοξίας με συγκινητικές εκδηλώσεις.
Στα χρόνια που ακολούθησαν εργάστηκε έντονα για την θεραπεία των ποιμαντικών αναγκών της περιοχής, για την θεολογική διαφώτιση όσων «καλή τη πίστει» παρασύρθηκαν στον αρειανισμό και για την υποστήριξη της Ορθοδοξίας σε όλες κατά το δυνατόν τις τοπικές Εκκλησίες.
Η δράση του έφερε σε δύσκολη θέση τους αρειανούς, που έβλεπαν να χάνεται η κυριαρχία τους στην Ανατολή. Κίνησαν λοιπόν πάλι γη και ουρανό για την εξόντωση του Αθανασίου. Στην αρχή ο Κωνστάντιος δεν συναινούσε. Ύστερα όμως, από το 353, οπότε εξουδετέρωσε τον Μαξέντιο, φονέα του αδελφού του Κώνστα, άλλαξε στάση• παρασύρθηκε στα σχέδιά τους, διότι έβλεπε και την τεράστια σημασία που είχε γι’ αυτόν μια υποχείρια εκκλησιαστικοπολιτική κατάσταση στην Αίγυπτο. Πρώτα φρόντισαν να απομακρύνουν τον Αθανάσιο από την Αλεξάνδρεια με τέχνασμα, το οποίο εκείνος κατάλαβε και στο οποίο αντέδρασε (ο Κωνστάντιος τον κάλεσε τον Μάιο του 353 για να τον δεχτεί σε ακρόαση, την οποία δεν είχε ποτέ ζητήσει ο Αθανάσιος).
Στο πλαίσιο της προσπάθειας προς διάλυση της ορθόδοξης Εκκλησίας και εξόντωση προσωπική του Αθανασίου έγιναν δύο σύνοδοι: η μία στην Αρελάτη (Arles) το 353 και η άλλη στα Μεδιόλανα (Μιλάνο) το 355, με τετρακόσιους περίπου επισκόπους, κυρίως από την Δύση. Οι τελευταίοι καταδίκασαν τον Αθανάσιο και μάλιστα ως αιρετικό μαζί με τον Φωτεινό και τον Μάρκελλο Αγκύρας. Ελάχιστοι, που αντιστάθηκαν στην θέληση του Κωνσταντίου, (ο οποίος παρευρέθηκε προσωπικά στην σύνοδο), εξορίστηκαν. . .
Ο Ρώμης Λιβέριος στην αρχή έμεινε πιστός στις αποφάσεις της Νικαίας και στον Αθανάσιο. Δυστυχώς όμως κάμφθηκε αργότερα (357) και υπέγραψε ημιαρειανικό σύμβολο πίστεως και καταδίκη του Αθανασίου. Το λυπηρό είναι ότι το ίδιο έκανε και η μεγαλύτερη φυσιογνωμία τότε στην Δύση, ο Όσιος Κορδούης, που, παρά τους μέχρι τότε αγώνες του, υπέκυψε στις πιέσεις και υπέγραψε και αυτός ημιαρειανικό σύμβολο. Τα γεγονότα αυτά, που συνέβησαν όλα στην Δύση, σήμαιναν κυριολεκτικά ότι και η δυτική Εκκλησία παραδόθηκε ολόκληρη στον αρειανισμό, μολονότι από φόβο, ενίοτε και άγνοια.
Τις αποφάσεις των συνόδων Αρελάτης και Μεδιολάνων στάλθηκαν να εφαρμόσουν με κάθε μέσο στην Αλεξάνδρεια ο νοτάριος Διογένης (355) και μάλιστα ο στρατηγός Συριανός (Ιανουάριος 356), που χρησιμοποίησε βίαια μέτρα. Επειδή ο λαός της πόλεως έμενε πιστός στον επίσκοπο του κι επέμενε στην μη εκτέλεση των ληστρικών συνοδικών αποφάσεων, ο Αθανάσιος έμεινε στην Αλεξάνδρεια μέχρι και την 8η Φεβρουάριου. Την νύχτα όμως της 8ης Φεβρουάριου κι ενώ πλήθος πιστών με τον Αθανάσιο μαζί παρακολουθούσαν Αγρυπνία στον ναό του Αγίου Θεωνά, ο Συριανός, με πέντε χιλιάδες στρατιώτες, κύκλωσε τον ναό για να συλλάβει τον ιεράρχη. Αυτός αρνήθηκε να φυγαδευτεί, πριν απομακρυνθούν οι πιστοί και ασφαλιστεί η ζωή τους. Πολλοί υπάκουσαν και απομακρύνθηκαν. Άλλοι έμειναν κοντά του. Σε κάποια στιγμή συγχύσεως οι στρατιώτες εισέβαλαν στον ναό, αλλά μερικοί κληρικοί και μοναχοί, με κάλυψη πολλών πιστών, άρπαξαν τον Αθανάσιο και τον οδήγησαν σε ασφαλές μέρος. Έτσι άρχισε η τρίτη εξορία του Αγίου, κοντά στους μοναχούς τώρα, οι οποίοι του παραστάθηκαν αφάνταστα και για την θεολογική ενημέρωση των οποίων έγραψε σπουδαία έργα. Το 354 μάλιστα, πρώτος ο Αθανάσιος, καθόσον γνωρίζουμε, χειροτόνησε μοναχούς σε επισκόπους. Την φυγή του Αθανασίου ακολούθησαν βιαιότητες και διωγμοί των ορθοδόξων. Με την προστασία μοναχών της Άνω Αιγύπτου άλλαζε συνεχώς στην έρημο κρησφύγετο, γιατί οι αρειανοί κοσμικοί άρχοντες, με προσωπική εντολή του Κωνσταντίου, τον καταδίωκαν και τον αναζητούσαν παντού.
Πολλοί μοναχοί διώχτηκαν και υπέστησαν πολλά μαρτύρια, για να φανερώσουν την καλύβη ή το σπήλαιο του Αθανασίου. Άντεξαν όμως όλοι και δεν πρόδωσαν τον προστατευόμενο τους. Αντίθετα, έκαναν το παν για να ευκολύνουν την δράση του, την σύνταξη απολογητικών και πολεμικο- ιστορικών έργων και την από τα κρησφύγετά του διαποίμανση των ορθοδόξων της Αλεξάνδρειας και της Αιγύπτου γενικά, που βέβαια στέναζαν υπό τους αυλικοαρειανούς κοσμικούς και εκκλησιαστικούς άρχοντες. Οι αρειανοί στο μεταξύ εγκατέστησαν (24.2.357) στον θρόνο της Αλεξάνδρειας τον αγροίκο Γεώργιο, τον οποίο εκδίωξε ο λαός (2.10.358) με εξέγερση. Αυτός όμως επανήλθε σε τρία χρόνια με υψηλή προστασία, για να δολοφονηθεί αργότερα (24.12.361) από εξαγριωμένα πλήθη εθνικών.
Παρά τις κακουχίες και τους κατατρεγμούς, η εποχή αυτή, μέχρι το 361, ήταν εξαιρετικώς καρποφόρα για τον Αθανάσιο. Τότε έγραψε μερικά από τα καλύτερα έργα του. Παρακολουθούσε άγρυπνα και κατηύθυνε το ποίμνιό του, το οποίο μάλιστα επισκεπτόταν κάποτε κάποτε κρυφά, με την βοήθεια των πιστών. Την εποχή αυτή αρχίζει και νέα φάση της θεολογικής προσφοράς του Αθανασίου. Αυτής που αφορά στην θεολογία και την προβολή του μοναχισμού και της ασκήσεως γενικά με την σύνταξη του Βίου του Μ. Αντωνίου (356). Αυτής που αφορά στην πνευματολογία (Επιστολές προς Σεραπίωνα το 359), με την οποία ερμήνευε, επεξέτεινε, εμπλούτιζε, αλλά και στερέωνε περισσότερο την θεολογία της Νίκαιας. Και αυτής που θεμελίωνε την στάση του επισκόπου (Εκκλησίας) έναντι του κοσμικού άρχοντα (πολιτείας), είτε αυτός είναι χριστιανός, είτε είναι εθνικός.
Η άνοδος στον θρόνο του Ιουλιανού (Νοέμβριος 361) σήμανε το τέλος των μακρών εξοριών του Αθανασίου. Ο νέος παγανιστής αυτοκράτορας έδωσε αμνηστία στους ορθοδόξους, που είχε εξορίσει ο Κωνστάντιος. Έτσι ο Αθανάσιος επανέρχεται στην Αλεξάνδρεια (21.2.362), για να εγκαινιάσει πολυσήμαντη τακτική με την περίφημη «Σύνοδο των ομολογητών» του ίδιου έτους. Με το αυξημένο κύρος του σε Ανατολή και Δύση, αλλά και με το κύρος των συνοδικών μελών, που και αυτοί είχαν πολλά υποστεί για την ορθοδοξία, προσπάθησε: α) να δημιουργήσει γέφυρα επανόδου όσων πίστευαν ορθά, αλλά δίσταζαν στην χρήση του όρου «ομοούσιος»• β) να επαναβεβαιώσει την «αυτάρκεια» της συνόδου της Νικαίας, από το σύμβολο της οποίας προκύπτει έμμεσα και ότι το άγιο Πνεύμα δεν είναι κτίσμα• γ) να αποτρέψει περαιτέρω συζήτηση για τον όρο υπόσταση, χωρίς να εμποδίζει την χρήση του όρου «τρεις υποστάσεις» και χωρίς να εγκαταλείπει την αρχική του θέση ότι η υπόσταση ταυτίζεται με την ουσία, θέση που θεολογικά θα ξεπεραστεί με τον Μ. Βασίλειο• δ) να προβάλει ορθόδοξη χριστολογία με βάση τους όρους της Νίκαιας «σαρκωθέντα» και «εναν- θρωπήσαντα», αντιμετωπίζοντας έτσι την πρώτη φάση του απολιναρισμού• και ε) να δείξει τις αναγκαίες εκκλησιαστικοθεολογικές προϋποθέσεις, με τις οποίες θα μπορούσαν τότε να ενωθούν οι ανατολικοί (προπαντός οι αντιοχειανοί) και οι δυτικοί που ασπάζονταν το σύμβολο της Νίκαιας (Βλ. σχετικά στον Τόμον προς Αντιοχείς). Βέβαια, η συζήτηση για τις υποστάσεις (τριαδολογία) δεν σταμάτησε. Την σχετική ορθόδοξη θεολογία θα την πραγματώσει ο Μ. Βασίλειος δύο χρόνια μετά στο Κατά Ευνομίου έργο του. Επίσης η χριστολογική διαμάχη θα συνεχιστεί με τους Καππαδόκες και θα λυθεί συνοδικά τον επόμενο αιώνα.
Αλλά και στον ποιμαντικό και κατηχητικό τομέα το έργο του Αθανασίου υπήρξε εντυπωσιακό. Ολ’ αυτά και το γεγονός ότι ο ιερός άνδρας κατήχησε γυναίκες της αλεξανδρινής αριστοκρατίας εξόργισαν τον Ιουλιανό, που έδειξε πόσο επιφανειακά και σκόπιμα είχε σκεφτεί την αμνηστία των ορθοδόξων. Με αστείες λοιπόν προφάσεις διέταξε όχι μόνο να εκδιωχτεί ο Αθανάσιος από την επισκοπή του, «αλλά και αναιρεθήναι», να φονευτεί.
Έτσι στις 24.10.362 πήρε για τέταρτη φορά τον δρόμο της εξορίας. Μπήκε σ’ ένα πλοίο με κατεύθυνση, μέσω Νείλου, την Θηβαΐδα. Τον ακολούθησε όμως πλοίο με στρατιωτικό απόσπασμα με σκοπό να τον βρει και να τον φονεύσει. Όταν ο Αθανάσιος αντιλήφτηκε το πλοίο, άλλαξε πορεία. Σε μια καμπή του ποταμού πήρε το δρόμο της επιστροφής και πέρασε εμπρός από το πλοίο του στρατιωτικού αποσπάσματος. Οι συνοδοί του στην ερώτηση των διωκτών, αν είδαν τον Αθανάσιο, απάντησαν ότι προχωρώντας θα τον προλάβουν. Επέστρεψε λοιπόν στην Αλεξάνδρεια κι έμεινε για λίγο έξω από την πόλη. Αλλά κάτι τέτοιο ήταν πολύ επικίνδυνο κι έφυγε για την Θηβαΐδα, όπου γνώρισε τους Ταβεννησιώτες μοναχούς, οι οποίοι με τον ηγούμενο τους Θεόδωρο τον φιλοξένησαν δείχνοντας του σεβασμό και αγάπη.
Κοντά στους μοναχούς έμεινε περίπου 10 μήνες. Ο Ιουλιανός φονεύτηκε (26.6.363) και αντικαταστάθηκε από τον αγαθό και φιλορθόδοξο Ιοβιανό. Η Εκκλησία δέχτηκε ως δώρο Θεού σε καταιγίδα την άνοδο του νέου αυτοκράτορα, τον οποίο αμέσως επισκέφτηκε ο Αθανάσιος στην έδρα του (Αντιόχεια). Εκεί, σε διαδοχικές συναντήσεις του εξήγησε την εκκλησιαστικοθεολογική κατάσταση (χωρίς να έρθει σ’ επαφή με την κοινότητα του Μελετίου). Ο Ιοβιανός περιέβαλε με τιμή και σεβασμό τον Αθανάσιο για τους αγώνες του, ενέκρινε την τακτική του και τον εφοδίασε με επίσημα έγγραφα για την επιστροφή του στην Αλεξάνδρεια (Φεβρουάριος 364). Δυστυχώς όμως την ίδια εποχή πέθανε ο Ιοβιανός και ο αυτοκράτορας Ουαλεντινιανός ονόμασε συνάρχοντα για την Ανατολή τον Ουάλη, με τον οποίο το σκηνικό άλλαξε ριζικά.
Οι ορθόδοξοι γνώρισαν τόσους απηνείς διωγμούς, που η Εκκλησία δεν έζησε ούτε στην εποχή των κατακομβών. Η αρειανική του τοποθέτηση ήταν γνωστή από το 360 (σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως). Υποστήριξε με κάθε μέσο τους αρειανούς όμοιους και τώρα (5.5.365) δημοσίευσε διάταγμα, βάσει του οποίου εξορίζονταν όλοι όσους είχε εξορίσει ο Κωνστάντιος και φυσικά και ο Αθανάσιος, που ήταν πλέον εβδομήντα ετών, κουρασμένος, αλλά με ακτινοβολία εντονότερη από άλλοτε. Το ποίμνιό του όμως φαινόταν τώρα αποφασισμένο για όλα. Την λαϊκή αναταραχή την γνώριζε ο έπαρχος της Αιγύπτου και άφηνε να νοηθεί ότι δεν θα εκτελέσει το διάταγμα στην περίπτωση του Αθανασίου. Υποκρινόταν όμως. Γι’ αυτό και ο Αθανάσιος, αναμετρώντας τις συνέπειες μιας εξεγέρσεως, εγκατέλειψε απροειδοποίητα την Αλεξάνδρεια στις 5.10.365, την νύχτα μάλιστα που είχε αποφασίσει ο έπαρχος να τον συλλάβει, κυκλώνοντας τον ναό του αγίου Διονυσίου, στον οποίο ο Αθανάσιος θα τελούσε αγρυπνία με πολλούς πιστούς. Έτσι, άδικα το στρατιωτικό απόσπασμα εισόρμησε την νύχτα εκείνη στον ναό. Ο Αθανάσιος κρυβόταν ήδη κάπου κοντά στην Αλεξάνδρεια, ίσως και μέσα σ’ αυτήν, «εν πατρώω μνήματι», λέει ο ιστορικός Σωκράτης (Εκκλ. ιστορία Δ’ 13).
Η κατάσταση αυτή κράτησε μόνο τέσσερες μήνες. Ο Ουάλης διακρινόταν τουλάχιστον για την πολιτική του σύνεση. Συνέχιζε την αφόρητη καταπίεση των ορθοδόξων, αλλά, προκειμένου να επαναστατήσει ο λαός της Αλεξάνδρειας, που πράγματι βρισκόταν σε μεγάλο αναβρασμό, προτίμησε να αμνηστεύσει τον Αθανάσιο, που όπως είπαμε ήταν για όλη την Εκκλησία σύμβολο της ορθοδοξίας. Το ίδιο μάλιστα έκανε αργότερα με τον Μ. Βασίλειο. Μπορούσε να τον εξορίσει και αυτόν, αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν έσχατη πρόκληση. Τον άφησε λοιπόν με πολλές πιέσεις στην Καισάρεια, γιατί, μετά τον Αθανάσιο, σύμβολο της Ορθοδοξίας έγινε ο Βασίλειος. Ο Αθανάσιος επέστρεψε από την τελευταία του εξορία την 1η Φεβρουάριου του 366 και δεν απομακρύνθηκε πια από το ποίμνιό του, παρά για λίγες ημέρες, τον Σεπτέμβριο του 367, όταν ο Λουκιανός, ένας αρειανός επίσκοπος, αποπειράθηκε να τον εκθρονίσει.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του και δη από το 370, ενδιαφέρθηκε για την λύση του αντιοχειανού σχίσματος, διατηρώντας έντονη συμπάθεια προς τους ευσταθιανούς, που τους εκπροσωπούσε τώρα ως επίσκοπός τους ο Παυλίνος. Στο μεταξύ, ο νέος αστέρας της Εκκλησίας, ο Βασίλειος Καισαρείας της Καππαδοκίας, καλούσε τον Αθανάσιο, τον μόνο στην Εκκλησία που διέθετε τόσο κύρος και τόσο φωτισμό, να επέμβει στην Αντιόχεια, για δικαίωση του παρεξηγημένου, ακόμη και από τον Αθανάσιο, κανονικού επισκόπου Μελετίου και την καταδίκη ως κακοδόξου του Μαρκέλλου Αγκύρας, ο οποίος παλαιά είχε καταπολεμήσει τους αρειανούς, ήταν συμπαθής στον Αθανάσιο κι έδειχνε εμμονή στην πίστη της Νίκαιας. Από το πλέγμα τούτο δεν εξήλθε ο Αθανάσιος. Κατά τα άλλα συνέχισε το ανορθωτικό έργο της ορθόδοξης πίστεως, μολονότι με τους διωγμούς του Ουάλη μόνο νησίδες ορθοδοξίας έμεναν στο ανατολικό κράτος. Στις 2 (ή 3) Μαΐου του 373 παρέδωσε το πνεύμα, χωρίς να δει τη νίκη της ορθοδοξίας. Την προετοίμασε όμως τόσο καλά, ώστε ήρθε οκτώ χρόνια μετά την κοίμησή του με την Β’ Οικουμενική Σύνοδο (381).
Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του στις 18 Ιανουαρίου και στις 2 Μαΐου.
Πηγές
Πολλά στοιχεία για τον βίο και την δράση του Αθανασίου βρίσκουμε στα έργα του: Προς τον βασιλέα Κωνστάντιον Απολογία, Περί των διαβαλλόντων την εν τω διωγμώ φυγήν, Απολογητικός δεύτερος, Προς τους Απανταχού μοναχούς περί των γεγενημένων παρά των Αρειανών επί Κωνσταντίου, Βίος του Μ. Αντωνίου και σποραδικά σε άλλα. Πολύ χρήσιμος είναι ο Λόγος ΚΑ’ (στον Αθανάσιο) του Γρηγορίου Θεολόγου (PG 35, 1081-1128), ο ελλιπής στην λατινική βίος του Αθανασίου (Historia acephala: PG 26, 1443-1450), οι αναφορές των Ευσεβίου, Επιφανίου, Ρουφίνου, Σωζομενού και Σωκράτη, και νέα κοπτικά κείμενα, όπως επίσης επιστολικά κείμενα της εποχής (π.χ. Μ. Βασιλείου). Τα πολλά σχετικά αγιολογικά έργα (Βίος και Εγκώμια του Αθανασίου) έχουν καθαρά οικοδομητικούς σκοπούς και γι’ αυτό μικρή ιστορική αξία.

(Πατρολογία τόμος Β. εκδ. Γρηγόρη Αθήνα 2012, σελ. 263-308)

Ι.Ν. Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Τα Θεία Πάθη στο κατά Ιωάννην

Συγγραφέας: kantonopou στις 17 Απριλίου, 2020

Το μυστήριο του θείου Πάθους | Πεμπτουσία

ΤΑ ΠΑΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Δ.  Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ  ΙΗ 28 – ΙΘ 42
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα  σελ. 639-687 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!)

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας                 Θφ = Θεοφύλακτος
αμ = Αμμώνιος                             Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος                        Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας                  Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός            Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης                Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας               Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός                             Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας

(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel                                     κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928      χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer                                   μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings       τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928              σ. = στίχος
G = Crimm                                    g = Godet F. 1885
o = Owen John,  New York 1861      δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940

ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους

Η δίκη ενώπιον του Πιλάτου

Ιω. 18,28    Ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα(1) εἰς τὸ πραιτώριον(2)· ἦν δὲ πρωΐ(3)· καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλθον(4) εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν(5), ἀλλ᾿ ἵνα φάγωσι τὸ πάσχα(6).
Ιω. 18,28     Αφού, λοιπόν, οι αρχιερείς κατεδίκασαν τον Χριστόν εις θάνατον, τον έφεραν δεμένον στο πραιτώριον. Ήτο δε πρωϊ. Και αυτοί δεν εμπήκαν στο πραιτώριον δια να μη μολυνθούν, ώστε να φάγουν κατά το βράδυ αυτό της Παρασκευής το πασχάλιον δείπνον.
(1)    Της προσαγωγής του Ιησού στον Πιλάτο, προηγήθηκε η δεύτερη η κύρια δίκη του ενώπιον του συνεδρίου, για την οποία δες Ματθ. κζ 1 και Μάρκ. ιε 1. Για αυτήν ο Ιωάννης δεν αναφέρει τίποτα (β), επιβεβαιώνοντας σιωπηρά την αφήγηση των συνοπτικών. Εκθέτει όμως πληρέστερα την ενώπιον του Πιλάτου δίκη, προσθέτοντας στην αφήγηση των συνοπτικών νέες λεπτομέρειες, οι οποίες φωτίζουν πολύ τα σχετικά με τη διαγωγή του Πιλάτου (F).
(2)     Ονομαζόταν έτσι στα μεν Ρωμαϊκά στρατόπεδα η σκηνή του ανωτάτου στρατηγού, στις δε ρωμαϊκές επαρχίες το ανάκτορο στο οποίο ο προστάτης ή ο επίτροπος της επαρχίας διέμενε (G).
Στη Ρώμη ονομαζόταν έτσι ο τόπος, όπου έδρευε ο πραίτωρ όταν δίκαζε. Οι περισσότεροι από τους ερμηνευτές φρονούν, ότι εδώ πρόκειται για το ανάκτορο των Ηρωδών, το οποίο βρισκόταν στο δυτικό μέρος της άνω πόλης παραπέμποντας στο Ιωσήπου περί Ιουδ. Πολέμ. ΙΙ 14,8 όπου μαρτυρείται ότι εκεί κατοικούσε ο Φλώρος. Είναι παρόλ’ αυτά πιθανότερο ότι ο Πιλάτος διέμενε σε κάποιο ανάκτορο στο φρούριο Αντωνία, όπου σταύθμευε η ρωμαϊκή φρουρά, στη βορειοδυτική γωνία του ναού. Εκεί η παράδοση τοποθετεί την αφετηρία της Via dolorosae (=δρόμος του μαρτυρίου του Ιησού) (g).
Η προσαγωγή του Ιησού στον Πιλάτο έγινε, διότι οι Ρωμαίοι κάνοντας την Ιουδαία επαρχία Ρωμαϊκή επεφύλαξαν στους εαυτούς τους το δικαίωμα των θανατικών εκτελέσεων. «Και για ποιο λόγο δεν τον φόνευσαν, αλλά τον οδήγησαν στον Πιλάτο; Και βέβαια το μεγαλύτερο μέρος της αρχής και της εξουσίας τους, τούς είχε αφαιρεθεί πλέον, αφού τα πράγματά τους βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Ρωμαίων» (Χ).
Αυτό μαρτυρείται ξεκάθαρα στο στίχο 31. Και έφεραν μεν για αναίρεση αυτού το παράδειγμα του λιθοβολισμού του Στεφάνου (Πράξ. ζ 57), αλλά η περίπτωση αυτή οφειλομένη σε παραφορά του λαού δεν αποτελεί ασφαλή μαρτυρία. Το ίδιο μπορεί να παρατηρηθεί και για την έκτακτη περίπτωση που μαρτυρείται στο Ιωσήπου Αρχαιολογ. VI, 2,4 σύμφωνα με την οποία ο Τίτος παρέσχε στους Ιουδαίους το δικαίωμα να θανατώνουν τους ξένους που προχωρούσαν πέρα από τον περίβολο προς το ίδιο το ιερό, ακόμη και αν ήταν Ρωμαίοι. Επιζητούν να θανατωθεί με όλους τους νόμιμους τύπους και να μην λιθοβοληθεί όπως ο Στέφανος. Έτσι μεταχειρίζονταν αυτόν ως κακοποιό «που έγινε αμαρτία» για χάρη μας.
Επιπλέον η παρέμβαση της ρωμαϊκής εξουσίας, την οποία ο λαός φοβόταν, εξασφάλιζε το εναντίον του Ιησού εγχείρημά τους από κάθε λαϊκή εξέγερση. Ακόμη επίσης ο Χριστός θα θανατωνόταν με τον ατιμωτικό θάνατο του σταυρού, τον οποίο οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να επιβάλλουν κατά των κακούργων. Επιζητούσαν δηλαδή να τον θάψουν στον ωκεανό της ατιμίας και να εξαλείψουν τη φήμη του για πάντα.
Τέλος, με τη συμμετοχή του ρωμαϊκού επιτρόπου και με την εκτέλεση της απόφασης από τους ρωμαίους στρατιώτες απάλλασσαν εν μέρει τους εαυτούς τους από τη βαριά μομφή για το θάνατο του Ιησού, ο οποίος «περιόδευε ευεργετώντας» Αλλοίμονο! Πολλοί φοβούνται περισσότερο το σκάνδαλο το οποίο μπορεί να προκληθεί στο λαό από την πονηρή τους πράξη παρά την ενοχή τους μπροστά στο Θεό για την αμαρτία που τολμούν και την παράβαση του θείου νόμου.
(3)    Περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα από τις 3-6 π.μ. (g). Νωρίς κατά το πρωί της Παρασκευής 14 του Νισάν. Ο Πιλάτος θα γνώριζε ότι οι Ρωμαίοι στρατιώτες είχαν σταλθεί για σύλληψη του Ιησού κατά την προηγούμενη νύχτα και είχε ίσως ειδοποιηθεί να είναι έτοιμος πάρα πολύ νωρίς (β).
Επέσπευδαν οι Ιουδαίοι τα προκαταρκτικά της θανατικής εκτέλεσης του Ιησού, έτσι ώστε ο λαός, του οποίου η αφοσίωση στον Ιησού ήταν γνωστή να μην πληροφορηθεί έγκαιρα τα τελούμενα (ο). Τώρα, που τον είχαν στα χέρια τους, δεν θα ήθελαν ούτε στιγμή χρόνου να χαθεί, έως ότου θα κάρφωναν αυτόν στο σταυρό, και για αυτό στερούνται και αυτήν τη φυσική ανάπαυση του ύπνου αγρυπνώντας και πολύ πρωί επισπεύδοντας τα όσα έπρεπε να προηγηθούν της σταύρωσης.
(4)    «Και πρόσεξε τους Ιουδαίους που είναι άξιοι για γέλια. Αφού συνέλαβαν τον αθώο, φέροντας μαζί τους όπλα, δεν μπαίνουν στο πραιτώριο για να μη μιανθούν· και όμως ποιος μολυσμός είναι, πες μου, το να μπει κανείς στο δικαστήριο, όπου τιμωρούνται αυτοί που αδίκησαν; Εκείνοι που δίνουν το δέκατο από τον ηδύοσμο και τον άνηθο, δεν νόμιζαν ότι μολύνονται διαπράττοντας άδικο φόνο, ενώ νόμιζαν ότι μολύνονται εισερχόμενοι στο δικαστήριο» (Χ).
(5)    Επειδή του Πιλάτου ο οίκος δεν είχε καθαριστεί από ζύμη σύμφωνα με το Δευτερ. ιστ 4 (b). Ο τελετουργικός μολυσμός σε πολλές περιπτώσεις διαρκούσε μέχρι τη δύση του ηλίου μόνο (Λευϊτ. ια 24,Αριθμ. ιθ 7,Δευτερ. κγ 11 κλπ), αλλά στην περίπτωση του Πάσχα όποιος ήταν ακάθαρτος, έπρεπε να αναβάλει τον εορτασμό του Πάσχα για μήνα ολόκληρο σύμφωνα με τα Αριθμ. θ 6-11 και Β΄ Παραλλ. λ 2-3 (β). Οι αλεξανδρινοί μεγαλογράμματοι κώδικες παραλείπουν το ἵνα.
(6)    Κάποιοι ισχυριζόμενοι είτε ότι κατά το Ταλμούδ ο μολυσμός, με τον οποίο θα μολύνονταν οι Ιουδαίοι με την είσοδό τους στο πραιτώριο, θα διαρκούσε μέχρι το απόγευμα μόνο, οπότε θα μπορούσαν να φάνε το Πάσχα, είτε υποστηρίζοντας ότι οι Ιουδαίοι είχαν γιορτάσει ήδη το Πάσχα από το προηγούμενο απόγευμα, δέχονται τη λέξη Πάσχα με γενικότερη έννοια αναφέροντας αυτήν όχι στο πασχάλιο δείπνο αλλά γενικά στα εδέσματα της εορτής δηλαδή τα άζυμα και τα κρέατα των θυσιών, οι οποίες γίνονταν κατά τις επτά ημέρες της εορτής.
Και επικαλούνται υπέρ αυτής της εκδοχής τα χωρία Δευτερ. ιστ 2,3,Β΄ Παραλλ. λ 22,λε 7-9. Και αν υποθέσουμε όμως ότι στα αμφιβόλου έννοιας χωρία αυτά η λέξη Πάσχα βρίσκεται με ευρύτερη έννοια παρουσιάζεται απίθανο η φράση τρώω το Πάσχα η τόσο συνηθισμένη στην Κ.Δ. τον Ιώσηπο και το Ταλμούδ να δηλώνει κάτι άλλο από το Πασχάλιο δείπνο. Άλλωστε εάν επρόκειτο για οποιοδήποτε άλλο δείπνο των επτά ημερών, δεν θα πρόσεχαν τόσο πολύ οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, διότι και εάν μολύνονταν, δεν θα δυσκολεύονταν να απέχουν από αυτό (g).
Οι παράλληλες φράσεις ετοιμάζειν το πάσχα, θύειν το πάσχα (Μάρκ. ιδ 12-16 και Α΄ Κορ. ε 7) δείχνουν ότι και η φράση τρώγειν το πάσχα πρέπει να σημαίνει τρώω τον πασχάλιο αμνό (χ).
Η ερμηνεία λοιπόν «δηλαδή, λοιπόν, με τη λέξη Πάσχα εννοεί όλη τη γιορτή» (Χ), και «τις επτά ημέρες» δηλαδή (Θφ), είναι λιγότερο πιθανή και πιθανότερη παρουσιάζεται «ή ότι τότε γιόρταζαν το Πάσχα» (Χ), «και αυτοί τότε επρόκειτο να το φάνε, το απόγευμα της Παρασκευής» (Θφ), «αυτός όμως (ο Ιησούς) μία ημέρα πριν παρέδωσε αυτό (το Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας), φυλάγοντας τη σφαγή του για την Παρασκευή» (Χ), «όταν και το παλαιό Πάσχα γινόταν» (Θφ).

Ιω. 18,29     ἐξῆλθεν(1) οὖν(2) ὁ Πιλᾶτος πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπε· τίνα κατηγορίαν φέρετε(3) κατὰ τοῦ ἀνθρώπου(4) τούτου;
Ιω. 18,29     Συγκαταβαίνων, λοιπόν, εις τας προλήψεις των ο Πιλάτος, εβγήκε προς αυτούς και τους είπε• “ποίαν κατηγορίαν φέρνετε εναντίον αυτού του ανθρώπου;”
(1)     Αυτό υπονοεί σαφώς, ότι ο Ιησούς είχε ήδη οδηγηθεί μέσα στο Πραιτώριο (ο). Ο Πιλάτος βγήκε από το πραιτώριο συμμορφούμενος με τις θρησκευτικές ιδέες των από αυτόν κυβερνωμένων σε συμφωνία με τις συστάσεις, τις οποίες η Ρώμη έδινε στους αξιωματούχους της στις επαρχίες (F).
(2)    Ως συνέπεια του ότι οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να μπουν προς αυτόν, επήλθε το ότι εκείνος βγήκε προς αυτούς.
(3)    Ο Πιλάτος είχε μεν κάποια ιδέα για την υπόθεση, αλλά το Ρωμαϊκό δίκαιο απαιτούσε σε παρόμοιες περιπτώσεις συγκεκριμένη και διατυπωμένη κατηγορία. Δες Πράξ. ιζ 6,κε 7 και εξής,κστ 31 (F). Είχε παραχωρήσει σε αυτούς στρατιώτες για σύλληψη του Ιησού και είναι προετοιμασμένος κατά την ώρα αυτή του πρωινού να ακούσει την υπόθεση. Ήδη λοιπόν ενεργεί ως δικαστής και θα έπρεπε να ακούσει και την κατηγορία και την υπεράσπιση (τ).
Η ερώτηση υποδηλώνει με πόσο θόρυβο και με παραμέληση όλων των δικαστικών τύπων σύρθηκε ο Ιησούς στο βήμα του Πιλάτου (ο). «Όταν τον είδε δηλαδή δεμένο (ο Πιλάτος) και από τόσους οδηγούμενο, δεν νόμισε ότι έχουν αναμφισβήτητη απόδειξη κατηγορίας, αλλά ρωτά, λέγοντας, ότι είναι παράλογο αυτοί μεν να κρίνουν αυτόν αυθαίρετα, την δε τιμωρία χωρίς κρίση να την αναθέσουν σε εκείνον» (Χ).
(4)    Με αδιαφορία χρησιμοποιεί την μέση αυτή λέξη με την οποία τίποτα ούτε καλό ούτε κακό εκφράζει προδικάζοντας (δ). Η λέξη άνθρωπος στο στόμα του Πιλάτου δεν φαίνεται να ηχεί περιφρονητικά αλλά ορίζει μάλλον με αδιαφορία το πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος (κ).

Ιω. 18,30      ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· εἰ μὴ ἦν οὗτος κακοποιός(1), οὐκ ἄν σοι παρεδώκαμεν αὐτόν.
Ιω. 18,30      Απήντησαν εκείνοι αορίστως και είπαν• “εάν αυτός δεν ήτο κακοποιός, δεν θα σου τον είχαμε παραδώσει”.
(1)     Επιβλαβής στην κοινωνία (C). H απάντηση φανερώνει εν μέρει αλαζονεία και εγωισμό, εν μέρει απορία (F). «Δεν έχουν να πουν εύλογη κατηγορία» (Κ). «Ω μέγεθος ανοησίας! Γιατί δε λέτε το κακό που έκανε, αλλά επισκιάζετε αυτό; Γιατί δεν φανερώνετε το κακό; Βλέπεις παντού που αποφεύγουν την απευθείας κατηγορία και δεν μπορούν τίποτα να πουν;» (Χ).
Η απάντηση υπαγορεύτηκε από δύο αιτίες. Από τη μία επιζητούν να διατηρήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο την παλαιά τους αυτονομία, μένοντας αυτοί κατ’ ουσίαν οι δικαστές και αφήνοντας στον Πιλάτο το ρόλο του δημίου. Από την άλλη φοβούνται, μήπως δεν θα επιτύχουν την επικύρωση της καταδικαστικής απόφασης (g). Εάν τον κατηγορούσαν για βλασφημία, γνώριζαν καλά, ότι ο Πιλάτος δεν θα αναγνώριζε την κατηγορία αυτή, όπως έγινε έπειτα και από τον Γαλλίωνα στο Πράξ. ιη 16 (ο).
Ο σιναϊτικός κώδικας γράφει κακόν ποιήσας, ο βατικανός και άλλος μεγαλογράμματος κακόν ποιών.
Δεν μπορούν να πουν, ότι είναι προδότης ή φονιάς ή εγκληματίας, ή ταραχοποιός. Αλλά λένε· Είναι κακοποιός. Ποιός; Αυτός ο οποίος «περιόδευε ευεργετώντας». Ας κληθούν εκείνοι, τους οποίους είχε θεραπεύσει και διδάξει και διαθρέψει· εκείνοι τους οποίους είχε απαλλάξει από τα δαιμόνια και είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Και ας ερωτηθούν αυτοί, εάν πράγματι ήταν κακοποιός. Δεν είναι όμως κάτι νέο οι μεγαλύτεροι ευεργέτες να παραγνωρίζονται χαρακτηριζόμενοι ως χειρότεροι κακοποιοί.

Ιω. 18,31     εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς(1) καὶ κατὰ τὸν νόμον ὑμῶν κρίνατε αὐτόν(2). εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· ἡμῖν οὐκ ἔξεστιν ἀποκτεῖναι οὐδένα(3)·
Ιω. 18,31    Είπε τότε εις αυτούς ο Πιλάτος• “πάρετέ τον σεις και σύμφωνα με τον νόμον σας δικάστε τον”. Του είπαν τότε οι Ιουδαίοι• “ημείς δεν έχομεν το δικαίωμα να θανατώσωμεν δια σταυρού κανένα”.
(1)    Η απάντηση του Πιλάτου ή είναι ειρωνική: Εάν νομίζετε ότι έτσι έχει το πράγμα, δικάστε τον εσείς. Ο Πιλάτος γνώριζε, ότι ο Ιησούς είχε ήδη καταδικαστεί και ότι οι Ιουδαίοι δεν μπορούσαν να εκτελέσουν την απόφαση χωρίς τη συγκατάθεσή του (F). Είμαι λοιπόν εκτελεστής της απόφασής σας; Εάν εξετάζετε την κατηγορία μόνοι, μόνοι και καταδικάστε τον, εάν μπορείτε! (Stier).
Ή ο Πιλάτος καταλαβαίνοντας τα σχέδιά τους, ενθουσιασμένος διότι παρεχόταν σε αυτόν μέσο να απαλλαγεί από αυτήν την υπόθεση, απαντά σε αυτούς χωρίς δισταγμό: Πολύ καλά! Αφού θέλετε να είστε μόνοι δικαστές στην υπόθεση, δέχομαι αυτό! Δικάστε τον κατηγορούμενο και τιμωρήστε τον, εννοείται εντός των ορίων της δικαιοδοσίας σας (g).
«Αν μεν επιφυλάσσετε για τους εαυτούς σας την κρίση, οι ίδιοι κάντε και την εξέταση όπως θέλετε· αν όμως θέλετε να κρίνω εγώ τον άνδρα, είναι αναγκαίο να πείτε την κατηγορία» (Θμ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
(2)   Το Συνέδριο είχε κάποια δικαιώματα πειθαρχικά, όπως το να αφορίζει από τη συναγωγή, το να ραβδίζει κλπ. (g).
(3)   Αναφέρονται στο jus gladii, το οποίο η Ρώμη στις κατακτώμενες χώρες επεφύλασσε στον επίτροπό της (Ιωσήπου περί Ιουδ. Πολέμ. ΙΙ, VIII, 1). Είναι απίθανο, ότι οι αλαζόνες Ιουδαίοι θα ομολογούσαν τόσο σαφώς το δικαίωμα αυτό του επιτρόπου της Ρώμης, εάν δεν εξαναγκάζονταν σε αυτό από την επιθυμία τους να πετύχουν από αυτόν την επικύρωση της θανατικής εκτέλεσης του Ιησού (ο).

Ιω. 18,32    ἵνα ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ πληρωθῇ(1) ὃν εἶπε(2) σημαίνων ποίῳ(3) θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν.
Ιω. 18,32   Τα είπαν δε αυτά, δια να επαληθεύση πλήρως ο λόγος, τον οποίον ο Ιησούς είχεν είπει, φανερώνων εκ των προτέρων με ποίον είδος θανάτου έμελλε να αποθάνη.
(1)    Δες το στίχο 9, όπου και πάλι με την ίδια φράση εισάγεται λόγος του Ιησού.
(2)    «Όταν έλεγε ότι «Εάν υψωθώ από τη γη, όλους θα τους ελκύσω προς εμένα (Ιω. ιβ 32,33)», όπως και εκεί ο ευαγγελιστής σημείωσε για αυτό προσθέτοντας ότι: «Αυτό το έλεγε, φανερώνοντας με ποιο θάνατο επρόκειτο να πεθάνει»· δηλαδή υπαινισσόμενος το σταυρό» (Ζ). Η ποινή που επέβαλλε ο μωσαϊκός νόμος σε κάθε βλασφημία καθώς και στην αθέτηση της εντολής του Σαββάτου, ήταν αυτή του λιθοβολισμού. Δες Εξόδου λα 14,λε 2,Λευϊτ. κδ 10-23,Δευτερ. ιγ 5-10,Ιω. η 5-7,ι 31,Λουκ. κ 6, Πράξ. ζ 58,ιδ 5 (χ).
Εάν οι Ιουδαίοι εκτελούσαν τη θανατική ποινή του Ιησού, θα λιθοβολούσαν αυτόν, διότι λιθοβολισμός κατά το νόμο ήταν η ποινή κατά της βλασφημίας. Ο σταυρικός θάνατος ήταν συνηθισμένη ποινή στους Ρωμαίους.
Ο σιναϊτικός κώδικας αποσιωπά τις λέξεις: ὃν εἶπε. Και εκείνοι ακόμη, οι οποίοι ήθελαν να διαψεύσουν τα λόγια του Ιησού, παρά τη διάθεση και την πονηρή πρόθεσή τους, χρησιμοποιήθηκαν ως όργανα για επαλήθευση αυτών από το θείο χέρι που κυβερνά τα πάντα.
Οι λόγοι του Χριστού δεν θα περάσουν. Ο Κύριος ούτε να απατήσει ούτε να απατηθεί είναι ποτέ δυνατόν. Και οι ίδιοι οι αρχιερείς, που τον καταδιώκουν ως πλάνο, κατευθύνθηκαν αόρατα και ασυναίσθητα στο να αποδείξουν τον Κύριο αληθινό σε όλα, και όταν ακόμη θα σκεπτόταν κάποιος, ότι με τα μέτρα, τα οποία έπαιρναν, θα διέψευδαν τις προφητείες του.
(3)    Δηλαδή με τέτοιο θάνατο, τον οποίο οι Ρωμαίοι επέβαλλαν. Οι Ιουδαίοι θα λιθοβολούσαν αυτόν (b). Όπως η ρωμαϊκή εξουσία οδήγησε τη μητέρα του στη Βηθλεέμ, προκειμένου εκεί κατά την προφητεία να γεννηθεί ο Κύριος, έτσι και τώρα για εκπλήρωση των Γραφών οδηγούν αυτόν στο Σταυρό.

Ιω. 18,33    Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν ὁ Πιλᾶτος καὶ ἐφώνησε(1) τὸν Ἰησοῦν καὶ εἶπεν αὐτῷ(2)· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(3);
Ιω. 18,33    Εισήλθεν πάλιν στο πραιτώριον ο Πιλάτος και εκάλεσεν ιδιαιτέρως τον Ιησούν και του είπε• “συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;”
(1)    Κάλεσε τον Ιησού κατ’ ιδίαν στο πραιτώριο, σε μέρος όπου μπορούσε να μιλήσει μόνος μαζί του (g). Ο μαθητής, ο οποίος φαίνεται να ήταν παρών κατά την ανάκριση του Ιησού στον Άννα, ίσως ήταν και τώρα μάρτυρας της σκηνής στο πραιτώριο, την οποία διηγείται εδώ τόσο ζωηρά. Οι ιερωμένοι κατήγοροι του Ιησού δεν μπορούσαν να μπουν στο πραιτώριο, για να μη μιανθούν, δεν είναι όμως πιθανόν, ότι στο πραιτώριο ήταν απαγορευμένο να μπουν όσοι επιθυμούσαν να ακούσουν τα γινόμενα (β).
(2)    Η αφήγηση του Ιωάννου παρουσιάζει προφανώς εδώ κάποιο κενό. Τίποτα από τα προηγούμενα δεν δικαιολογεί την ερώτηση που προβάλλει ο Πιλάτος στον Ιησού. Αυτή υποδηλώνει κάποιο λόγο ο οποίος ειπώθηκε από τους κατήγορους. Πράγματι εάν συγκρίνουμε την αφήγηση του Ιωάννου με αυτήν των συνοπτικών και ιδιαίτερα με αυτήν του Λουκά (κγ 2) πληροφορούμαστε, ότι οι Ιουδαίοι είχαν διατυπώσει σχετική κατηγορία κατά του Ιησού (g).
(3)     Η μορφή της ερώτησης είναι τέτοια όπως όταν προσδοκάται απάντηση αρνητική. Προφανώς ο Πιλάτος δεν πίστευε, ότι ο Ιησούς ήταν επαναστάτης αρχηγός, διότι δεν υπήρχε τίποτα στην εμφάνιση ή στη στάση του που να παρουσιάζει την κατηγορία αυτή ως εύλογη (β). Η πρόταξη της αντωνυμίας είναι εξόχως εμφαντική και δείχνει, ότι ο Πιλάτος είναι ήδη πεπεισμένος, ότι δεν έχει μπροστά του επαναστάτη, επίφοβο στη Ρώμη (τ). Στην ερώτηση αυτή του Πιλάτου ο οίκτος είναι ανάμικτος με περιφρόνηση (μ).

Ιω. 18,34    ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀφ᾿ ἑαυτοῦ σὺ τοῦτο λέγεις(1) ἢ ἄλλοι σοι εἶπον περὶ ἐμοῦ(2);
Ιω. 18,34    Του απήντησεν ο Ιησούς• “Από τον εαυτόν σου, από ιδικήν σου διαπίστωσιν το λέγεις αυτό η άλλοι σου το είπαν, ως κατηγορίαν εναντίον μου;”
(1)    Ο σιναϊτικός αντί για το λέγεις γράφει είπας. Τρεις άλλοι μεγαλογράμματοι, ανάμεσα στους οποίους και ο βατικανός κώδικας, γράφουν από σεαυτού αντί για αφ’ εαυτού.
(2)    Ή «ρωτά ο Χριστός, θέλοντας να φανερώσει την πονηρή πρόθεση των Ιουδαίων… Δεν ρωτά βεβαίως ο Χριστός από άγνοια, αλλά, θέλοντας και από αυτόν να κατηγορηθούν οι Ιουδαίοι, λέει· «άλλοι σου τα είπαν;»» (Χ). Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή ο Ιησούς απευθύνεται στην προσωπική αντίληψη του Πιλάτου. Και αποβλέπει στο να διεγείρει την συνείδηση του Πιλάτου έτσι ώστε να μην πιστεύει χωρίς λόγο τους Ιουδαίους (b).
Ή, πιο σωστά. Η θέση του ερωτήματος δεν ήταν τόσο απλή, όπως φαινόταν στον Πιλάτο. Έπρεπε προηγουμένως να γίνει κάποια διάκριση. Με έννοια πολιτική, μόνη γνωστή στον Πιλάτο, ο Ιησούς μπορούσε να αποποιηθεί τον τίτλο του βασιλιά των Ιουδαίων· αλλά με έννοια θρησκευτική, στην οποία ήταν ταυτόσημος με τον τίτλο του Μεσσία, ο Ιησούς όφειλε να τον δεχτεί (g).
Εάν ο Πιλάτος ρωτούσε από τον εαυτό του, η έννοια της λέξης βασιλιάς θα εφαρμοζόταν εσφαλμένα στον Ιησού· εάν ο Πιλάτος ρωτούσε από πληροφορίες που προέρχονταν από τους Ιουδαίους, τότε ο τίτλος βασιλιάς είχε μέσα του και αληθινή έννοια, με την οποία πράγματι ο Ιησούς ήταν βασιλιάς των Ιουδαίων (Alford).
Εάν ο Πιλάτος ερευνούσε ακριβώς τα πράγματα, όπως είχε καθήκον, θα ανακάλυπτε, ότι η αληθινή αιτία, για την οποία οι αρχιερείς είχαν εξεγερθεί κατά του Ιησού ήταν ακριβώς, διότι δεν επιζήτησε ο Κύριος να ιδρύσει κοσμική βασιλεία αντιτιθέμενη προς την ρωμαϊκή δύναμη. Εάν επιζητούσε κάτι τέτοιο και ενεργούσε θαύματα για να ελευθερώσει τους Ιουδαίους από το ζυγό της Ρώμης, όπως άλλοτε ο Μωϋσής ενήργησε τέτοια για απελευθέρωση των Ισραηλιτών από τη δουλεία των Αιγυπτίων, τότε θα τάσσονταν όλοι κάτω από τις διαταγές του και ανακηρύσσοντας αυτόν βασιλιά θα αγωνίζονταν υπό την αρχηγία του εναντίον της Ρώμης. Αλλά τώρα επιρρίπτουν εναντίον του κατηγορία, της οποίας αυτοί ήταν οι κυρίως και οι μόνοι ένοχοι, διότι αυτοί ποθούσαν την ανατροπή της Ρώμης.

Ιω. 18,35    ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· μήτι ἐγὼ Ἰουδαῖός εἰμι(1); τὸ ἔθνος τὸ σὸν(2) καὶ οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί· τί ἐποίησας(3);
Ιω. 18,35    Απήντησεν ο Πιλάτος• “μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος, δια να ανακατεύωμαι εις τα ζητήματα των Εβραίων; Το έθνος σου και οι αρχιερείς σε παρέδωκαν εις εμέ ως ένοχον. Τι έκαμες;”
(1)    «Δεν ταιριάζει σε μένα κυρίως το να γνωρίζω τα δικά σου, διότι δεν είμαι Ιουδαίος. Αυτό αρμόζει κατεξοχήν στους ομοεθνείς σου και με τους οποίους ανατράφηκες μαζί, οι οποίοι παρόλο που ομοίως ξέρουν αυτά, σε φέρνουν για να πεθάνεις» (Κ). Δηλαδή· βεβαίως δεν λέω αυτό από τον εαυτό μου· οι Ιουδαίοι είπαν αυτό σε μένα (b). Μήπως είμαι Ιουδαίος για να ταράσσομαι με τις ιδιορρυθμίες σας και με τις μυστικές ιδέες σας; Έπρεπε να είμαι Ιουδαίος και όχι Ρωμαίος, για να έχω μάθει από προσωπική παρατήρηση την αλήθεια των εναντίον σου ισχυρισμών των Ιουδαίων (ο).
Υπάρχει περιφρόνηση βαθειά στην αντίθεση «εγώ Ιουδαίος» (g). Πάλι η αντωνυμία «Εγώ» μπαίνει με έμφαση (τ). Ποτέ δεν θα συμφωνούσε ο αλαζόνας Ρωμαίος να είναι Ιουδαίος μισητός και περιφρονημένος (F). Οι Ιουδαίοι από πολλές απόψεις υπήρξαν ένδοξος λαός. Επειδή αθέτησε όμως την διαθήκη του Θεού, έκανε τον εαυτό του άξιο περιφρόνησης στους λαούς (Μαλαχία β 8,9). Έτσι καλά και τιμημένα ονόματα ατιμάζονται και εξευτελίζονται εξ’ αιτίας εκείνων, οι οποίοι ανάξια φέρουν αυτά. Είναι θλιβερό ένας αλλόθρησκος, εναντίον του οποίου διατυπώνεται η υπόνοια, ότι δεν είναι έντιμος, να απαντά επειδή έχει σκανδαλιστεί από την αξιοκατάκριτη συμπεριφορά μερικών Χριστιανών: Μήπως εγώ είμαι Χριστιανός;
(2)    Που αντιπροσωπεύεται από τα μέλη του που διαθέτουν τη μεγαλύτερη επιρροή (F)· το έθνος «του οποίου ονομάστηκες ο βασιλιάς» (b). Όχι κάποιοι ιδιώτες, αλλά το έθνος αντιπροσωπευόμενο από τους αρχηγούς του (τ). Πρέπει να είχε φανεί παράδοξο στον Πιλάτο, ότι στην τότε δύσκολα πειθομένη και επαναστατική κατάσταση των Ιουδαίων, οι άρχοντες του έθνους παρουσιάζονταν να κατηγορούν ένα πρόσωπο σε αυτόν ότι επιδιώκει να απαλλάξει τη χώρα από τη Ρωμαϊκή εξουσία (ο).
(3)    Αυτό ήταν το σημείο το οποίο ενδιέφερε τον Πιλάτο. Ποια πράξη του Ιησού είχε προκαλέσει την εναντίον του εχθρότητα των Ιουδαίων; (β).

Ιω. 18,36   ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ(1) οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου(2)· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή(3), οἱ ὑπηρέται(4) ἂν οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο(3), ἵνα μὴ παραδοθῶ τοῖς Ἰουδαίοις· νῦν(5) δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν.
Ιω. 18,36    Απήντησεν ο Ιησούς• “η βασιλεία μου δεν προέρχεται από τον κόσμον αυτόν. Εάν ήτο από τον κόσμον τούτον η βασιλεία μου, οι στρατιώται μου θα ανελάμβαναν αγώνα, δια να μη παραδοδώ στους Ιουδαίους. Αλλά η ιδική μου βασιλική εξουσία δεν προέρχεται από τούτον εδώ τον κόσμον”.
(1)    Επειδή ο Πιλάτος προηγουμένως «είπε· Τι έκανες; Για αυτό μεν δεν απάντησε τίποτα, για αυτό όμως για το οποίο κατεξοχήν ο Πιλάτος ποθούσε να ακούσει, για τη βασιλεία του, για αυτήν απαντά λέγοντας· Η βασιλεία η δική μου…» (Χ).
Απαντά στο ερώτημα που έθεσε ο Πιλάτος στο σ. 33. Έχω βασιλεία, την οποία ήλθα να εγκαθιδρύσω. Οι Ιουδαίοι έχουν δίκιο λέγοντας ότι αξιώνω ότι είμαι ο Χριστός βασιλιάς (ο).
(2)    «Όχι ότι δεν εξουσιάζει και εδώ, αλλά εννοεί ότι η βασιλεία του έχει την αρχή της από τον ουρανό και δεν είναι ανθρώπινη» (Χ). «Διότι δεν είπε· Δεν είναι στον κόσμο, ούτε είναι εδώ. Διότι βασιλεύει μεν στον κόσμο και προνοεί για αυτόν» και όπως θέλει, περιφέρει τα πάντα. Δεν είναι όμως από εδώ, εννοώ δηλαδή δεν ιδρύθηκε εδώ κάτω· αλλά εδώ μεν εξουσιάζει και διοικεί· δεν είναι όμως από εδώ, ούτε έχει τη δημιουργία της από εδώ κάτω, ούτε είναι φθαρτή» (Θφ).
«Δεν λέει, Η βασιλεία μου δεν είναι στον κόσμο αυτόν… Διότι η βασιλεία του είναι εδώ μέχρι τέλους του κόσμου, έχοντας ζιζάνια αναμιγμένα μέχρι το θερισμό· διότι ο θερισμός θα γίνει στο τέλος του κόσμου» (Αυ).
Η έκφραση από (εκ) τον κόσμο δεν είναι ταυτόσημη με την έκφραση στον (εν) κόσμο. Διότι η βασιλεία του Ιησού πραγματοποιείται και αναπτύσσεται στον κόσμο· αλλά δεν προέρχεται και δεν έχει την καταγωγή της από τον κόσμο, από την ανθρώπινη θέληση και τη γήινη δύναμη (g). «Η πρόθεση «εκ» σημαίνει την καταγωγή όπως και το ακόλουθο «Εντεύθεν». Ο Ιησούς λέει απλώς από πού δεν είναι η βασιλεία του· δεν είναι από τον κόσμο αυτόν· αλλά δεν λέει και από πού είναι, δηλαδή από τους ουρανούς. Οπωσδήποτε υπονοεί αυτό, όταν λέει στο στίχο 37, ότι «ήλθα στον κόσμο αυτόν» (b).
Η βασιλεία του Χριστού δεν είναι από τον κόσμο αυτόν. Οι βασιλείες των ανθρώπων ανεβαίνουν από τη θάλασσα και από τη γη (Δανιήλ ζ 3, Αποκάλ. ιγ 1,11), ενώ η αγία πόλη κατεβαίνει «από τον ουρανό από το Θεό» (Αποκάλ. κα 2).
Η βασιλεία του Χριστού δεν είναι από διαδοχή ή εκλογή ή κατάκτηση βίαιη, αλλά από άμεση και ειδική ανάδειξη της θείας θέλησης και βουλής. Αλλά και η φύση της δεν είναι κοσμική. Είναι βασιλεία εντός των καρδιών και των συνειδήσεων των ανθρώπων και τα πλούτη της είναι πνευματικά, οι δυνάμεις της πνευματικές και όλη η δόξα τους ομοίως.
Αλλά και τα όπλα της είναι πνευματικά και ουδέποτε χρησιμοποιεί κοσμική δύναμη για υπεράσπιση και για στερέωσή της, ούτε διεξάγεται κατά τρόπο επιβλαβή στους ηγεμόνες και τις βασιλείες του κόσμου. Αλλά ούτε ενδιαφέρεται για τα προνόμια των ηγεμόνων ή για τις κτήσεις και περιουσίες των υπηκόων τους. Ούτε αντιτίθεται σε κάποιο βασίλειο του κόσμου παρά μόνο στο βασίλειο του Σατανά. Και οι σκοποί της επίσης και οι τάσεις της δεν είναι κοσμικές.
Ο Χριστός δεν αποσκοπούσε, αλλά ούτε στους μαθητές του θα επέτρεπε να θέσουν ως σκοπό την πομπή και δύναμη των μεγιστάνων της γης. Αλλά και οι υπήκοοι της βασιλείας αυτής αν και ζουν στον κόσμο αυτόν, δεν είναι από τον κόσμο. Κλήθηκαν και εκλέχτηκαν μέσα από τον κόσμο και ξεχωρίστηκαν από αυτόν. Και γεννήθηκαν από άλλον κόσμο προς τον οποίο είναι συνδεδεμένοι. Δεν είναι ούτε μαθητές του κόσμου, ούτε αγαπητοί σε αυτόν, ούτε κυβερνιούνται από τη σοφία του κόσμου, ούτε πλουτίζονται από τα πλούτη του. Πολεμούνται από τον κόσμο και μισούνται από τον κόσμο, «διότι δεν είναι από τον κόσμο».
Παρόλο όμως που ζουν στον κόσμο «σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους», νικούν τον κόσμο χωρίς να χρησιμοποιούν τις ραδιουργίες και τις απάτες και την υποκρισία του κόσμου, αλλά με τη δύναμη της αγάπης, με την πραότητα και μειλιχιότητα, με τη μακροθυμία και ανεξικακία.
Οι σκληρότητες και παραφορές του κόσμου είναι ξένες προς αυτούς, διότι έχουν διδαχτεί ότι «η οργή του άνδρα δεν φέρνει τη δικαιοσύνη του Θεού». Και αντιμετωπίζουν την αλαζονεία του κοσμικού βίου και την υπερηφάνεια της καρδιάς των κοσμικών ανθρώπων με την αφάνεια της ταπεινοφροσύνης, την οποία εμπνέονται από τον βασιλιά τους, ο οποίος σε όλη την επίγεια ζωή του υπήρξε «πράος και ταπεινός στην καρδιά».
(3)    «Αυτό ακριβώς που φοβόταν προηγουμένως ο Πιλάτος, το διέλυσε, δηλαδή την υποψία για σύσταση τυραννικής εξουσίας» (Χ). Ο κόσμος υπερασπίζεται τις βασιλείες του με τη δύναμη των όπλων (b).
Εάν ήταν πρόσκαιρος βασιλιάς ή επεδίωκε να γίνει τέτοιος, θα σημειωνόταν αντίσταση και αιματοχυσία, πριν ακόμη νικηθεί και οδηγηθεί αναγκαστικά μπροστά στον Πιλάτο. Αλλά τώρα στεκόταν άοπλος και μόνος μπροστά του και κανένα όπλο δεν προβλήθηκε για υπεράσπισή του, ούτε κάποιες στασιαστικές ομάδες διέτρεχαν την πόλη ή την χώρα αξιώνοντας την απελευθέρωσή του και απειλώντας εκδίκηση (ο).
(4)     Ή, γενικά και υποθετικά= οι υπηρέτες τους οποίους στην περίπτωση αυτή θα είχα (Luthardt=Λούθηρος).
Ή, οι υπηρέτες για τους οποίους δες στο Ματθ. κστ 53, δηλαδή οι άγγελοι (b,β).
Ή, πιο σωστά, οι οπαδοί μου, όπως είναι το πλήθος, το οποίο είχε κυκλώσει αυτόν κατά την ημέρα της εισόδου του στα Ιεροσόλυμα (g). Ο Ιησούς δεν αρνείται ότι έχει υπηρέτες, αλλά αρνείται ότι αυτοί αγωνίζονται για την απελευθέρωσή του (ο).
«Εδώ όμως φανερώνει και την αδυναμία της δικής μας (επίγειας) βασιλείας, αφού έχει τη δύναμή της στους υπηρέτες· η ουράνια όμως είναι αυτάρκης και δεν χρειάζεται τίποτα» (Θφ).
(5)    Το μόριο είναι αντιθετικό και όχι χρονικό (b). Πρέπει να εννοηθεί με λογική έννοια (g). Για τη φράση νῦν δὲ, δες η 40,θ 41,ιε 22.

Ιω. 18,37     εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκοῦν(1) βασιλεὺς εἶ σύ(2); ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· σὺ λέγεις ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγώ(3). ἐγὼ εἰς τοῦτο(4) γεγέννημαι(5) καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον(6), ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ(7). πᾶς(8) ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας(9) ἀκούει μου τῆς φωνῆς(10).
Ιω. 18,37    Είπε τότε εις αυτόν ο Πιλάτος• “λοιπόν είσαι βασιλεύς;” Απήντησεν ο Ιησούς• “όπως και συ το λέγεις, είμαι βασιλεύς”. Εγώ δι’ αυτό εγεννήθηκα και δι’ αυτό έχω έλθει στον κόσμον να κηρύξω την αλήθειαν. Και κάθε ένας ο οποίος αισθάνεται μέσα του διάθεσιν και πόθον δια την αλήθειαν, ακούει, δέχεται και εφαρμόζει την διδασκαλίαν μου”.
(1)    Ο Πιλάτος ανέμενε αρνητική απάντηση, γι’ αυτό η ερώτησή του εκφράζει έκπληξη (g). Το οὐκοῦν λέγεται μοναδική φορά.
(2)    Η αντωνυμία μπαίνει στο τέλος με έμφαση= Εσύ ο οποίος στέκεσαι μπροστά στο βήμα μας και ο οποίος έχεις στο πρόσωπό σου τέτοια σημάδια του σφοδρότερου μίσους των Ιουδαίων και του οποίου ζητείται ο θάνατος, είσαι πράγματι βασιλιάς; (ο). Εσύ ο πτωχός δεσμώτης; (β).
(3)    «Δεν αρνείται την δόξα της βασιλείας του, ούτε όμως παρέχει την διαβεβαίωση για αυτό μόνο από τα λόγια του Πιλάτου» (Κ).
«Ο Ιησούς απάντησε έτσι όχι γιατί φοβόταν να ομολογήσει τον εαυτό του βασιλιά, αλλά το Εσύ λέγεις, ισοσταθμίστηκε έτσι ώστε με αυτό ο Ιησούς ούτε αρνείται ότι είναι βασιλιάς (διότι είναι βασιλιάς, του οποίου η βασιλεία δεν είναι από τον κόσμο αυτόν), ούτε ομολογεί ότι είναι τέτοιος βασιλιάς, ώστε να δικαιολογείται η υπόθεση ότι η βασιλεία του είναι από τον κόσμο αυτόν… Λέγοντας το Συ λέγεις… είναι σαν να είπε· Σαρκικός καθώς είσαι, λες αυτό σαρκικά» (Αυ).
Η απάντηση αυτή δεν είναι ούτε σαφής βεβαίωση ούτε άρνηση, αλλά συγκατάθεση που δίνεται σαν ένα είδος παραχώρησης (β). Η φράση Συ λέγεις… ως τύπος βεβαίωσης είναι άγνωστος τόσο στους κλασσικούς όσο και στην Π.Δ., ήταν όμως σε πυκνή χρήση στους ραββίνους (g). Η καλή ομολογία, την οποία ο Κύριος ομολόγησε ενώπιον του Πιλάτου σύμφωνα με το Α΄ Τιμ. στ 13 είναι αυτή.
(4)    Με αυτά ο Ιησούς έρχεται να εξηγήσει με ποια έννοια είναι βασιλιάς. Έρχεται να κατακτήσει τον κόσμο και ως μόνο όπλο για αυτό χρησιμοποιεί το να μαρτυρεί για την αλήθεια (g).
(5)   «Εδώ αναφέρεται στην σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο γέννησή του, όταν αφού σαρκώθηκε ήλθε στον κόσμο και όχι στην άναρχη γέννησή του» (Αυ).
Ο Πιλάτος δεν μπορούσε να κατανοήσει την θεία του υιότητα. Παρόλ’ αυτά και αυτή διακηρύσσεται εδώ, όταν επισυνάπτεται το «για αυτό ήλθα στον κόσμο» (b).
(6)    Η φράση αναφέρεται στη δημόσια εμφάνιση και δράση του Ιησού (F). Δηλώνεται με αυτήν η ειδική αποστολή, για την οποία εμφανίστηκε ο Ιησούς στον κόσμο (g). Ήλθα από ψηλά στον κόσμο. Με τις φράσεις λοιπόν «για αυτό γεννήθηκα» και «για αυτό ήλθα» και η ανθρώπινη και η θεία φύση του διακηρύσσονται στον Πιλάτο (ο).
(7)    Ο σιναϊτικός γράφει περί της αληθείας αντί για τῇ ἀληθείᾳ. «Δηλαδή, με σκοπό, αφού αφαιρέσει το ψεύδος από τον κόσμο και αφού καταστρέψει τον δαίμονα που με απάτη τυράννησε τους ανθρώπους, να παρουσιάσει την αλήθεια να βασιλεύει πάνω σε όλα» (Κ). Η βασιλεία της αλήθειας αντιτίθεται προς τις βασιλείες αυτού του κόσμου (b). Το έργο του ως προφήτη είναι το θεμέλιο της βασιλείας του (g).
«Μαρτυρήσω» δηλαδή να αποκαλύψω, να κάνω γνωστή, να διακηρύξω την αλήθεια. Το άρθρο προδίδει την ύψιστη αντικειμενικότητα (ο). Η μαρτυρία του για την αλήθεια δεν περιορίστηκε σε αυτήν την καλή ομολογία ενώπιον του Πιλάτου (Α΄ Τιμ. στ 13) αλλά υπήρξε συνεχής σε όλη τη δημόσια δράση του. Δες Ιω. γ 11,32,ζ 7,η 14 (β).
Η φύση της βασιλείας του ανταποκρίνεται προς τη φύση της αποστολής του. Είναι ο βασιλιάς της Αλήθειας και φανερώνει την βασιλική του δύναμη όχι με βία, αλλά με τη μαρτυρία, την οποία δίνει για την αλήθεια. Για αυτό γεννήθηκε σε χρόνο και για αυτό ήλθε στον κόσμο. Και υπήκοοί του είναι εκείνοι, οι οποίοι δεν αγωνίζονται με όπλα υλικά, αλλά επειδή είναι από την αλήθεια υπακούουν στο βασιλιά τους (χ).
Ήλθε ο Κύριος να μαρτυρήσει για το Θεό, ότι δημιούργησε τον κόσμο, να μαρτυρήσει επίσης και κατά της αμαρτίας, η οποία οδηγεί στον όλεθρο τον κόσμο και με το λόγο αυτόν της αλήθειας ιδρύει και διατηρεί το βασίλειό του. Η βασιλεία του Χριστού δεν είναι από τον κόσμο αυτόν, όπου κυριαρχεί το ψεύδος, αλλά από τον κόσμο εκείνο, όπου η αλήθεια βασιλεύει αιώνια.
Το θεμέλιο και η δύναμη της πάνω στη γη βασιλείας του και το πνεύμα που κυριαρχεί σε αυτήν είναι η αλήθεια, η θεία αλήθεια. Και όταν είπε Εγώ είμαι η αλήθεια, κατ’ ουσίαν είπε Εγώ είμαι βασιλιάς. Κατακτά τις καρδιές πείθοντας με το φως της αλήθειας· κυβερνά και κυριαρχεί με τη δύναμη της αλήθειας, και βασιλεύει κατευοδούμενος «εξ’ αιτίας της αλήθειας» (Ψαλμ. μδ 5), και «θα κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη και τους λαούς με την αλήθειά του» (Ψαλμ. 95, 13).
Για να είμαστε λοιπόν και εμείς υπήκοοι στη βασιλεία πρέπει να γίνουμε τέκνα της αλήθειας, αναγεννημένα από αυτήν και πάντοτε λέγοντας αυτήν. Ειδικό καθήκον που απορρέει για μας από τη διακήρυξη αυτή του Χριστού είναι και το να λέμε ο καθένας την αλήθεια στον πλησίον του. Ο συνεκτικός δεσμός κάθε κοινωνίας είναι η αμοιβαία εμπιστοσύνη των μελών της. Απατεώνες και ψεύτες φαίνονται μερικές φορές να ευδοκιμούν και να ευτυχούν στον κόσμο. Εάν όμως πετυχαίνουν, αυτό οφείλεται στο ότι νομίζονται τίμιοι και φιλαλήθεις και πρόσωπα άξια εμπιστοσύνης από εκείνους τους οποίους εξαπατούν.
Εάν η μεταξύ των ανθρώπων εμπιστοσύνη και τιμιότητα φυγαδευόταν από την ανθρωπότητα, η γη θα γινόταν ακατοίκητη και οι δεσμοί της κοινωνίας θα διασπώνταν. Είναι λοιπόν σπουδαίο καθήκον του καθενός από εμάς να είναι φιλαλήθης και να γίνεται μεταξύ των ομοίων του πρόσωπο άξιο κάθε εμπιστοσύνης, διότι μόνο έτσι είναι δυνατόν να σταθούν και να προαχθούν οι κοινωνίες.
(8)    Χωρίς κάποια εξαίρεση (ο). Απευθύνεται όχι μόνο στη συνείδηση αυτού ως δικαστή αλλά και στη συνείδησή του ως ανθρώπου (g). «Επομένως και συ, Πιλάτε, αν είσαι παιδί της αλήθειας, και ποθείς αυτήν, θα ακούσεις τη φωνή μου και θα πιστέψεις ότι είμαι βασιλιάς όχι τέτοιος» (Θφ).
(9)    «Αυτός που αγαπά την αλήθεια» (Ζ). Η φράση υπενθυμίζει τα Ιω. γ 21,ζ 17,η 47, κλπ. Σημαίνει την ηθική διάθεση στο να δεχτεί κάποιος την αλήθεια και να μπει κάτω από την αγία δύναμή της όταν παρουσιάζεται αυτή ζωντανή στο πρόσωπο του Ιησού (g). Δηλώνει εκείνον, του οποίου χαρακτηριστικό είναι το να αφήνει τον εαυτό του, να κυβερνιέται από την αλήθεια (C).
Εκείνοι οι οποίοι με τη χάρη του Θεού λυτρώνονται από τη δύναμη του πατέρα του ψεύδους και είναι διατεθειμένοι να δεχτούν την αλήθεια και υποτάσσονται στη δύναμη και επίδρασή της, θα ακούσουν τη φωνή του Χριστού και θα γίνουν υπήκοοί του επιδεικνύοντας πίστη και αληθινή αφοσίωση σε αυτόν.
(10)    «Πείθεται στο λόγο μου, πιστεύει τη διδασκαλία μου» (Ζ). «Ακούει με τα αυτιά του εσωτερικού ανθρώπου ή με άλλα λόγια υπακούει στη φωνή μου, το οποίο είναι ισοδύναμο με το: Πιστεύει σε εμένα» (Αυ).
Ακούει με ευχαρίστηση και κατανόηση. Και αυτοί είναι οι πολίτες της βασιλείας του Χριστού (b). «Διότι είναι εύκολα παραδεκτός ο λόγος της αλήθειας σε αυτούς που ήδη την έμαθαν και την αγαπούν, ενώ σε αυτούς που δεν είναι τέτοιοι, δεν είναι… διότι σε αυτούς που έχουν ανάπηρο το νου η αλήθεια φαίνεται να είναι χωρίς κάλλος και άσχημη, παρόλο που αυτή βάζει μέσα στις ψυχές αυτών που την βλέπουν μία νοερή και θεία λάμψη» (Κ).
Όλοι όσοι αγαπούν την αλήθεια θα ακούνε ευχάριστα και πρόθυμα τη φωνή του Χριστού, διότι μεγαλύτερες, καλύτερες, γλυκύτερες, βεβαιότερες αλήθειες δεν είναι δυνατόν να βρεθούν παρά μόνο στο Χριστό, από τον οποίο «έγινε η χάρη και η αλήθεια» (Ιω. α 17).

Ιω. 18,38     λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· τί ἐστιν ἀλήθεια(1); καὶ τοῦτο εἰπὼν πάλιν ἐξῆλθε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ λέγει αὐτοῖς(2)· ἐγὼ(3) οὐδεμίαν αἰτίαν(4) εὑρίσκω ἐν αὐτῷ(5)·
Ιω. 18,38    Λέγει εις αυτόν ο Πιλάτος. “Τι είναι αλήθεια;” Και αφού είπεν αυτό, εβγήκε πάλιν από το πραιτώριον προς τους Εβραίους και τους είπε• “εγώ δεν ευρίσκω καμίαν ενοχή εις αυτόν’’.
(1)    Η ερώτηση αυτή του Πιλάτου δεν αποτελεί ούτε έκφραση ψυχής που ποθεί την αλήθεια ούτε εκδήλωση καρδιάς απελπισμένης η οποία για πολύ χρόνο μάταια αναζήτησε να βρει την αλήθεια. Εκφράζει κούφο σκεπτικισμό, ο οποίος συχνά συναντιέται στους ανθρώπους του κόσμου και ιδιαίτερα στους πολιτικούς άνδρες, οι οποίοι συνήθως είναι αδιάφοροι στα τέτοιου είδους ζητήματα (g). Είναι αναφώνηση γεμάτη σκεπτικισμό, που φανερώνει την έσχατη περιφρόνηση του Πιλάτου για κάθε τέτοια θεωρία. Το ερώτημα δεν είναι σαρκαστικό, αλλά εκφράζει μέχρις αηδίας αδιαφορία για οποιαδήποτε απόπειρα ορισμού της αλήθειας (ο).
Ο όρος αλήθεια στην ερώτηση αυτή σημαίνει ό,τι πράγματι υπάρχει και μένει· ό,τι έχει αξία αντικειμενική και όχι απλώς κάποιο εξωτερικό φαινόμενο και σχήμα ύπαρξης (C).
Τι είναι αλήθεια; Ασφαλώς πρόκειται για σπουδαίο ερώτημα και κανείς άλλος δεν ήταν σε θέση να δώσει απάντηση πλήρη και ορθή σε αυτό παρά εκείνος, προς τον οποίο προβλήθηκε. Η αλήθεια είναι το πολύτιμο μαργαριτάρι, το οποίο ποθεί διακαώς η ανθρώπινη διάνοια και το οποίο αναζητεί, διότι δεν μπορεί να βρει ανάπαυση, εάν δεν γνωρίσει αυτήν. Όταν ερευνούμε τις Γραφές, πρέπει πάντοτε να ρωτάμε Τι είναι αλήθεια; Και πάντοτε στις προσευχές μας πρέπει να λέμε: Οδήγησέ μας στην αλήθειά σου· σε όλη την αλήθεια.
Αλλά πολλοί θέτουν το ερώτημα αυτό χωρίς να έχουν υπομονή και αρκετή σταθερότητα, ώστε να επιμείνουν στην εύρεση της αλήθειας· ούτε έχουν αρκετή ταπείνωση και ειλικρίνεια να την δεχτούν, όταν τη βρουν. Έτσι πολλοί ρωτούν τις συνειδήσεις τους: Ποιος είμαι; Τι έπραξα; Πού κατευθύνομαι;
Αλλά δεν έχουν το ενδιαφέρον και τον καιρό για να βρουν την απάντηση. Έτσι και ο Πιλάτος, μιλά σαν ένας άνθρωπος που ευχαριστιέται στη γελοιοποίηση κάθε θρησκείας. Για αυτό και ο Χριστός δεν του απαντά, αποφεύγοντας να βάλει «τα μαργαριτάρια μπροστά στα γουρούνια».
(2)    Ο Πιλάτος είναι ήδη πεπεισμένος, ότι ο Ιησούς ήταν μεν ένας ονειροπόλος ή σοφός, όχι όμως και επαναστάτης. «Θέλει λοιπόν να τον αποσπάσει από την ορμή των Ιουδαίων. Για αυτό και βγήκε» (Χ).
(3)    «Εγώ» αντιτίθεται στο υπονοούμενο Εσείς= Δεν ξέρω, τι λέτε εσείς. Εγώ… Η συνομιλία αυτή του Πιλάτου με τους Ιουδαίους γίνεται με πολλή ικανότητα. Πράγματι· προκειμένου να ζητήσει από αυτούς την απόλυση του Ιησού για τη γιορτή σύμφωνα με το έθος που επικρατούσε,
«δες, πώς συνετά ενεργεί. Διότι δεν είπε ότι, Επειδή αμάρτησε και είναι άξιος θανάτου, χαρίστε του τη ζωή λόγω της γιορτής· αλλά πρώτα αφού απάλλαξε αυτόν από κάθε κατηγορία, τότε με δύναμη διατυπώνει την αξίωση, και αν ακόμη δεν ήθελαν να τον αφήσουν ως αθώο, τουλάχιστον να του χαρίσουν τη ζωή, αν και είναι ένοχος, λόγω της γιορτής» (Χ).
(4)    Αιτία, για την οποία κάποιος είναι άξιος ποινής· το έγκλημα, για το οποίο κάποιος κατηγορείται (G). Δες Ματθ. κζ 37,Μάρκ. ιε 26 και Γεν. δ 13,Παροιμ. κη 17.
(5)    Το καθήκον λοιπόν του Πιλάτου ήταν να απολύσει τον Ιησού. Φοβούμενος όμως μήπως δυσαρεστήσει τους Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν λόγους βάσιμους να κατηγορήσουν αυτόν στους προϊσταμένους του, αποφεύγει να προβεί σε μέτρα, τα οποία θα έκαναν τους εχθρούς του αδιάλλακτους. Το πρώτο από τα μέτρα αυτά δεν αφηγείται ο Ιωάννης. Και είναι αυτό η παραπομπή της υπόθεσης στον Ηρώδη, που εξιστορείται από το Λουκά (κγ 6-12) (g). Ο Πιλάτος διακηρύττει δημόσια και επισήμως την αθωότητα του Χριστού.
Έτσι διαπιστώνεται από τον ίδιο το δικαστή του, ότι μολονότι το συνέδριο των Ιουδαίων τον μεταχειρίστηκε ως κακοποιό, δεν ήταν για κανένα λόγο άξιος τέτοιας μεταχείρισης. Φαίνεται καθαρά ακόμη και ο λόγος του θανάτου του. Δεν θα πέθαινε για τις δικές του αμαρτίες όπως και ο ίδιος ο εκπρόσωπος της Ρώμης αναγνώριζε. Θα πέθαινε λοιπόν ως θυσία για τις δικές μας αμαρτίες και όπως και ο ίδιος ο αρχιερέας διακήρυξε, πέθαινε για χάρη όλου του λαού (Ιω. ια 50).
Αυτός «αμαρτία δεν έκανε, ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του». Αλλά αυτό επιβαρύνει πολύ την ευθύνη των Ιουδαίων, οι οποίοι με τόση βιαιότητα τον καταδίωξαν. Δεν διέπραξε ποτέ αμαρτία, ούτε βρέθηκε ποτέ υπεύθυνος και της ελάχιστης ενοχής. Και όμως αυτοί τον καταδίωξαν ως κακοποιό και με λύσσα δίψασαν το αίμα του.

Ιω. 18,39   ἔστι δὲ συνήθεια ὑμῖν(1) ἵνα ἕνα ὑμῖν ἀπολύσω ἐν τῷ πάσχα· βούλεσθε(2) οὖν ὑμῖν ἀπολύσω τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων(3);
Ιω. 18,39   Υπάρχει όμως ένα έθιμον εις σας, να απολύω κάθε πάσχα ένα κατάδικον προς χάριν σας. Θέλετε, λοιπόν, εφέτος να απολύσω προς χάριν σας τον βασιλέα των Ιουδαίων;”
(1)    Για την αρχή της συνήθειας αυτής, στην οποία αναφέρεται η εξιστορούμενη εδώ σκηνή, τίποτα άλλο δεν γνωρίζουμε παρά μόνο όσα οι ευαγγελιστές σημειώνουν για αυτήν. Δες Ματθ. κζ 15, Μάρκ. ιε 6,Λουκ. κγ 17. Φαίνεται, ότι πρόκειται για παλαιό προνόμιο, το οποίο ασκούσε ο ίδιος ο λαός κατά την εποχή της εθνικής του ανεξαρτησίας (g,β).
(2)    Η διάκριση μεταξύ του βούλομαι και του θέλω συνίσταται ότι εκείνο μεν δηλώνει θέληση από ελεύθερη απόφαση, ενώ αυτό θέληση από διάθεση. Δες Ματθ. α 19 (G).
(3)    «Ονομάζοντας τον Ιησού βασιλιά των Ιουδαίων, τους πειράζει αστειευόμενος και μαζί χαλαρώνει κάπως με το αστείο την οργή των λυσσασμένων, ταυτόχρονα όμως δείχνει και με μεγάλη μάλιστα σαφήνεια, ότι για αυτό βεβαίως ακριβώς το πράγμα κατηγορείται μάταια» (Κ).
«Και εμπαίζει τους Ιουδαίους, σαν να λέει τα εξής. Αυτόν που εσείς… λέτε αντάρτη και στασιαστή, αυτόν εγώ έχω την αξίωση να ελευθερωθεί, αφού είναι φανερό ότι δεν είναι τέτοιος» (Θφ).
Στην ονομασία αυτή κρύβεται όπως και στο στίχο 14 ειρωνεία. Αλλά ο σαρκασμός δεν απευθύνεται εναντίον του Ιησού, για τον οποίο ο Πιλάτος δοκιμάζει αίσθημα ενδιαφέροντος και σεβασμού, αλλά εναντίον των Ιουδαίων. Ο βασιλιάς τους! Να ο μόνος αντίπαλος, τον οποίον θα έχουν ποτέ να αντιτάξουν κατά του Καίσαρα! (g).
Εάν ο Πιλάτος είχε την εντιμότητα και το θάρρος, τα οποία αρμόζουν σε δικαστή, δεν θα εξίσωνε ποτέ αθώο πρόσωπο σαν τον Ιησού, με σεσημασμένο κακούργο. Εφόσον δεν βρήκε αιτία στον Ιησού, όφειλε να τον απολύσει. Αλλά ήθελε να εξοικονομήσει τα πράγματα ζητώντας να αρέσει και στις δύο πλευρές. Και διευθυνόταν από την κοσμική και ιδιοτελή φρόνηση μάλλον παρά από τη δικαιοσύνη και την ιδέα του καθήκοντος.

Ιω. 18,40   ἐκραύγασαν(1) οὖν πάλιν(2) πάντες λέγοντες· μὴ τοῦτον, ἀλλὰ τὸν Βαραββᾶν(3). ἦν δὲ ὁ Βαραββᾶς λῃστής(4).
Ιω. 18,40    Εκραύγασαν τότε όλοι λέγοντες• “μην απολύσης αυτόν, αλλά τον Βαραββάν”. Ήταν δε ο Βαραββάς, ληστής.
(1)    Έβγαλαν φωνές δυνατές και άγριες (F). Οι Ματθαίος (κζ 20) και Μάρκος (ιε 11) μαρτυρούν ότι με υποκίνηση των ιερέων ο όχλος με κραυγή ζήτησε την απόλυση του Βαραββά. Ο Βαραββάς ήταν καταφρονητής της Ρώμης και ήταν για αυτό εύκολο στους αρχιερείς να πείσουν τον όχλο, να ζητήσει την απόλυση ενός ληστή πατριώτη και όχι του Ιησού ο οποίος είχε διαψεύσει τις εθνικιστικές βλέψεις των Ιουδαίων (τ).
(2)    Μέχρι τώρα ο Ιωάννης δεν είπε κάτι για ανάμιξη του όχλου. Το «πάλιν» λοιπόν προκαλεί κάποια έκπληξη. Στις αφηγήσεις όμως των συνοπτικών (Μάρκ. ιε 8,Λουκ. κγ 5,10) γίνεται αναφορά τέτοιων φωνών. Και εδώ λοιπόν η αφήγηση του Ιωάννου εναρμονίζεται τελείως με αυτήν των προηγούμενών του ευαγγελιστών (g).
(3)    Η λέξη έχει δύο ετυμολογίες, ή Βαρ-αββά (=Υιός του πατέρα) ή Βαρ-ραββάν (=Υιός του ραββίνου). Κατά την πρώτη ετυμολογία σημαίνει ή Υιός του πατέρα δηλαδή του Θεού ή πιθανότερο Υιός του πατέρα δηλαδή του ραββίνου. Με άρθρο= τον γνωστό Βαραββά. Ο Ωριγένης διαβλέπει μυστήριο στο γεγονός, ότι το όνομα και των δύο δέσμιων είναι ο υιός του Πατέρα (μ).
(4)    Η λέξη ληστής σημαίνει γενικότερα «τον σκληρό και άγριο και ο οποίος δεν ήταν άμοιρος των εγκλημάτων του φόνου. Αποσαφηνίζει λοιπόν αυτό ο θεσπέσιος Πέτρος, λέγοντας στα πλήθη των Ιουδαίων: Εσείς όμως τον άγιο και δίκαιο τον αρνηθήκατε και ζητήσατε να σας χαριστεί άνδρας φονιάς» (Κ).
Δες Πράξ. γ 14. Η περιγραφή του Ιωάννη για τον Βαραββά, δυνατή στη συντομία της, παρέχει λαμπρό παράδειγμα της ειρωνείας του (β).
«Πω, πω, μιαρή γνώμη! Αυτούς μεν με τους οποίους έχουν τους ίδιους τρόπους, τούς ζητούν και τους υπεύθυνους τους αφήνουν ελεύθερους· ενώ τον ανεύθυνο τον προτρέπουν να τον τιμωρήσει· διότι αυτό το νόμο είχαν από την αρχή» (Χ).
Ο Βαραββάς ήταν παραβάτης του νόμου του Θεού. Και όμως προτίμησε αυτόν ο όχλος παρά εκείνον, ο οποίος ήλεγχε την υπερηφάνεια, την φιλαργυρία και την τυραννία των αρχιερέων και των πρεσβυτέρων. Αλλά ο Βαραββάς, παρόλο που ήταν ληστής, δεν επιζητούσε να αρπάξει την καθέδρα του Μωϋσή και για αυτό δεν ήταν μισητός στους αρχιερείς και τους Φαρισαίους.

Ο Ιησούς μαστιγώνεται & εμπαίζεται από τους στρατιώτες  

Ιω. 19,1    Τότε οὖν(1) ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος(2) τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐμαστίγωσε(3).
Ιω. 19,1     Τότε, λοιπόν, ο Πιλάτος επήρε τον Ιησούν, και διέταξε και τον εμαστίγωσαν.
(1)    Ο Πιλάτος επανήλθε ήδη στο βήμα του, για να απαγγείλει την απόλυση του Βαραββά. Τότε όμως έλαβε και το μήνυμα από τη γυναίκα του για το οποίο δες το Ματθ. κζ 19. Σύμφωνα με τους συνοπτικούς (Ματθ. κζ 26 και Μάρκ. ιε 15) η φραγγέλωση και ο εμπαιγμός συνδέεται με την απόφαση του θανάτου. Και κατά τον Ρωμαϊκό ποινικό κώδικα η φραγγέλωση προηγούνταν αναγκαστικά από την τιμωρία της σταύρωσης. Αυτό επίσης μαρτυρείται και από πλήθος χωρίων του Ιωσήπου και των παλαιών ιστορικών.
Αλλά εδώ τώρα γίνεται κάτι το παράδοξο. Ο Πιλάτος διατάσσει την φραγγέλωση, χωρίς να απαγγείλει την καταδικαστική απόφαση. «Τον μαστίγωσε ο Πιλάτος, θέλοντας ίσως να χαλαρώσει και να καταπραΰνει τον ιουδαϊκό ζήλο· επειδή δηλαδή με όλα τα προηγούμενα δεν κατόρθωσε να τον ελευθερώσει από αυτούς, θέλοντας να σταματήσει το κακό μέχρι εδώ, και τον μαστίγωσε και επέτρεψε να συμβούν τα όσα συνέβησαν… ώστε να καταπραΰνει την οργή τους. Για αυτό και οδήγησε αυτόν προς αυτούς φορώντας το στεφάνι, ώστε, βλέποντας την προσβολή που συνέβη σε αυτόν, να συνέλθουν λίγο από το πάθος τους και να αποβάλουν το δηλητήριο» (Χ).
Ελπίζει ο Πιλάτος με την ικανοποίηση αυτή, την οποία παρέχει στους εχθρούς του Ιησού, να κινήσει τον οίκτο των μετριότερων από αυτούς καθώς και τη συμπάθεια του όχλου ώστε να προλάβει την εσχάτη των ποινών (g).
(2)    Υπάρχει και η γραφή λαβών… εμαστίγωσε. «Και αυτά τα αναφέρει με συντομία ο Ιωάννης επειδή εξιστορήθηκαν από τους άλλους, σπεύδοντας να αναγγείλει και εδώ αυτά που έχουν παραληφθεί» (Ζ). Παρόλο που συντομεύει αυτά που αναφέρουν οι άλλοι ευαγγελιστές, όμως συνδέει όλα τα ουσιώδη συμβάντα (ο).
(3)    Πρόκειται για τη φραγγέλωση, η οποία, όπως γινόταν στους Ρωμαίους, ήταν ποινή τόσο σκληρή, ώστε συχνά ο κατάδικος πέθαινε σε αυτήν. Το μαστίγιο γινόταν από λεπτές ράβδους ή από δερμάτινα λουριά, στα άκρα των οποίων ήταν δεμένα τεμάχια οστού ή μολύβδου. Ο κατάδικος δεχόταν τα πλήγματα δεμένος σε μικρό πάσσαλο έτσι, ώστε να έχει σκυμμένο τον κορμό και τεντωμένο το δέρμα. Με τα πρώτα χτυπήματα το αίμα άρχιζε να ρέει, και μερικές φορές ακολουθούσε αμέσως και ο θάνατος (g).
Έτσι οι προφητείες των Γραφών εκπληρώθηκαν, που έλεγαν: «Παιδευτική τιμωρία έπεσε πάνω του για τη δική μας ειρήνη» (Ησ. νγ 5)· και έδωσε «την πλάτη του σε μαστίγωση» (Ησ. ν 6) και «στην πλάτη μου σφοροκοπούσαν οι αμαρτωλοί» (Ψαλμ. ρκη 3) και όσα αυτός ο ίδιος προείπε για το ότι επρόκειτο να παραδοθεί «στα έθνη για να τον εμπαίξουν και τον μαστιγώσουν» (Ματθ. κ 19,Μάρκ. ι 34,Λουκ. ιη 33). Μαστιγώθηκε σκληρά και «με την πληγή του θεραπευτήκαμε» (Α΄ Πέτρ. β 24).
Έτσι οι για το καθήκον μαστιγώσεις καθαγιάστηκαν και έγιναν με χαρά ευπρόσδεκτες στους ακόλουθους και μαθητές του, έτσι ώστε αυτοί χαίρονταν για αυτές. Δες Πράξ. ε 41 και ιστ 22,25. Έτσι και ο Παύλος χαιρόταν «με τις πληγές υπερβολικά» και «όταν μαστιγώθηκε πέντε φορές από τους Ιουδαίους με σαράντα παρά μία μαστιγώσεις» και «όταν ραβδίστηκε τρεις φορές» (Β΄ Κορ. ια 32-34).

Ιω. 19,2    καὶ οἱ στρατιῶται(1) πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν(2) ἐπέθηκαν αὐτοῦ τῇ κεφαλῇ, καὶ ἱμάτιον πορφυροῦν(3) περιέβαλον αὐτὸν(4)
Ιω. 19,2     Και οι στρατιώτες, έπλεξαν από αγκάθια στεφάνι και το έβαλαν στο κεφάλι του, και του φόρεσαν ένα κόκκινο μανδύαν.
(1)    «Επειδή είπε ο Πιλάτος· Τον βασιλιά των Ιουδαίων, τον ντύνουν στη συνέχεια με ενδυμασία χλευασμού» (Χ). «Και τον εμπαίζουν λοιπόν ως βασιλιά» (Θφ). Οι στρατιώτες γελοιοποιούν τις Ιουδαϊκές μεσσιανικές αξιώσεις στο πρόσωπο εκείνου, ο οποίος παρουσιάζεται, ότι θέλησε να πραγματοποιήσει αυτές (g). Παίζουν με την ιδέα ότι ο ταλαίπωρος εκείνος δέσμιος αξίωνε ότι είναι βασιλιάς και οι σκληρές τους αστειότητες διευθύνονται μάλλον εναντίον των Ιουδαίων παρά εναντίον του Ιησού προσωπικά (β).
(2)    Το ακανθώδες φυτό είναι πιθανώς το Lycium spinosum, το οποίο αυξάνει άφθονα γύρω από τα Ιεροσόλυμα και του οποίου το ευλύγιστο στέλεχος μπορεί εύκολα να πλεχθεί (g).
(3)    Το εξωτερικό ένδυμα, το οποίο ρίχνεται πάνω στο χιτώνα· δες Ματθ. θ 20,Μάρκ. ε 27 Λουκ. η 44 (G). Ήταν ένας κοινός στρατιωτικός μανδύας, τον οποίο πήραν για να εξεικονίσει τώρα την βασιλική πορφύρα. Το αγκάθινο στεφάνι, το πορφυρό ιμάτιο, ο χαιρετισμός, όλη γενικά η διαπόμπευση αποτελούσαν παρωδία της Ιουδαϊκής βασιλείας (g).
(4)   Αρκετοί μεγαλογράμματοι ανάμεσα στους οποίους και οι σιναϊτικός και βατικανός και 20 μικρογράμματοι κώδικες προσθέτουν εδώ τη φράση «Και ήρχοντο προς αυτόν»= Τον πλησίαζαν.

Ιω. 19,3     καὶ ἔλεγον(1)· χαῖρε(2) ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων· καὶ ἐδίδουν αὐτῷ ῥαπίσματα.
Ιω. 19,3    Και έλεγαν ειρωνικώς• “χαίρε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”. Και του κατέφεραν ραπίσματα.
(1)    Αυθεντική γραφή: και ήρχοντο προς αυτόν και έλεγον. Περιγράφεται με αυτήν το προς τον Ιησού πλησίασμα των στρατιωτών με χλευαστικό σχήμα σεβασμού.
(2)    Οι στρατιώτες έλεγαν Χαίρε, όπως θα έλεγαν και στον Καίσαρα (β). Ο Κύριος όμως «αν και γίνονταν τόσα πολλά και τέτοια στεκόταν σιωπώντας. Εσύ όμως όχι μόνο να ακούς αυτά, αλλά να τα έχεις συνεχώς και στη διάνοια και βλέποντας τον βασιλιά της οικουμένης και των αγγέλων όλων να χλευάζεται από τους στρατιώτες με λόγια, με πράξεις, και όλα να τα υπομένει με σιγή, να μιμείσαι αυτόν με τα έργα σου» (Χ).
Ο Κύριος σιωπά παρέχοντας σε μας παράδειγμα αήττητης υπομονής και θάρρους ανάμεσα στις μεγαλύτερες ταλαιπωρίες, τις οποίες θα συναντήσουμε στη ζωή μας, αλλά και παράδειγμα αγάπης Σωτήρα, ο οποίος όχι μόνο αποφασιστικά υφίσταται όλα αυτά, αλλά και εκούσια αναδέχεται αυτά χάριν της σωτηρίας μας.
Εκείνοι οι οποίοι υφίστανται ονειδισμούς και μάστιγες για την εμμονή τους στην πίστη και για την αγάπη τους προς το Χριστό, ας μην ντρέπονται και ας μην στενοχωρούνται, αλλά μάλλον ας δοξάζουν το Θεό, διότι έκανε αυτούς συμμέτοχους και κοινωνούς των παθημάτων του Χριστού. Ο Κύριος περιφρονώντας την ντροπή δοξάστηκε από τον Πατέρα του παίρνοντας όνομα το ανώτερο από κάθε όνομα. Έτσι και εμείς, εάν υφιστάμεθα ντροπή και ονειδισμούς για αυτόν.

Ιω. 19,4    ἐξῆλθεν(1) οὖν πάλιν(2) ἔξω(1) ὁ Πιλᾶτος καὶ λέγει αὐτοῖς· ἴδε ἄγω ὑμῖν αὐτὸν ἔξω, ἵνα γνῶτε ὅτι ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω(3).
Ιω. 19,4    εβγήκεν πάλιν έξω ο Πιλάτος από το πραιτώριον και λέγει στους Εβραίους• “ιδού, σας τον φέρνω έξω, δια να πεισθήτε και σεις, ότι εγώ δεν ευρίσκω εις αυτόν κανένα έγκλημα”.
(1)    «Βγήκε από το πραιτώριο» (Ζ). Η φραγγέλωση είχε γίνει στην αυλή του πραιτωρίου. Πριν από αυτήν λοιπόν ο Πιλάτος είχε μπει στο πραιτώριο, για να διατάξει αυτήν. Όταν η φραγγέλωση τελείωσε, ο Πιλάτος βγαίνει με τον Ιησού, για να κάνει έκκληση στον οίκτο των Ιουδαίων.
(2)    Πολλές φορές κατά τη διάρκεια αυτής της δίκης βγήκε για να συζητήσει με τους Ιουδαίους υπέρ του Ιησού. Δες Ιω. ιη 29,38,Λουκά κγ 13 (ο).
(3)    «Είπε ότι τον μαστίγωσε άσκοπα, και υπόσχεται ότι θα τον παρουσιάσει και σε αυτούς, εικάζοντας ότι θα χορτάσει τελείως κατά κάποιο τρόπο την ατίθαση οργή τους με αυτό το τόσο ελεεινό θέαμα» (Κ). Ο Πιλάτος με αυτά θέλει να πει: Ε λοιπόν, πρέπει να το καταλάβετε· αρκετά τον τιμωρήσαμε. Συμφώνησα σε αυτό από συγκατάβαση προς εσάς. Δεν θα προβώ παραπέρα (g). Ο σιναϊτικός έχει τη γραφή: ίνα γνώτε, ότι αιτίαν ουχ ευρίσκω.

Ιω. 19,5    ἐξῆλθεν οὖν ὁ Ἰησοῦς ἔξω φορῶν τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ τὸ πορφυροῦν ἱμάτιον(1), καὶ λέγει αὐτοῖς· ἴδε ὁ ἄνθρωπος(2)
Ιω. 19,5    Εβγήκε, λοιπόν, ο Ιησούς έξω, φορών τον ακάνθινον στέφανον και τον κόκκινον μανδύαν. Και λέγει εις αυτούς ο Πιλάτος• ιδού, ο άνθρωπος.
(1)    «Έβγαλε αυτόν ντυμένο με τη στολή του χλευασμού, έτσι ώστε, αφού τον δουν μέσα σε τόση ατιμία, να χορτάσουν και να ντραπούν» (Ζ). «Παρουσίασε σε αυτούς τον Κύριο των πάντων καταβασανισμένο με ασέβεια και αφόρητα εξυβρισμένο από τους εμπαιγμούς των στρατιωτών, πιστεύοντας ότι θα χορταστεί κάπως και θα σταματήσει πλέον ο ασυγκράτητος θυμός των Ιουδαίων και από μόνο το τόσο οικτρότατο και ατιμότατο θέαμα» (Κ).
Ο Ιησούς βγήκε έξω αναμφίβολα ασθενής και ωχρός μετά τη φραγγέλωση, φορώντας τα εμπαικτικά εμβλήματα του βασιλιά, τα οποία εξακολουθούσε πιθανώς να φέρει μέχρι τη στιγμή κατά την οποία ο Πιλάτος τον παρέδωσε να σταυρωθεί. Δες σ. 15 και Μάτθ. κζ 31 (β).
(2)    «Ο άνθρωπος, είπε, από συμπάθεια, ώστε και αυτοί να δείξουν συμπάθεια» (Ζ). Στην έκφραση: Ίδε ο άνθρωπος κρύβεται ένα μίγμα σεβασμού και οίκτου για τον Ιησού και κάποιος πικρός σαρκασμός για τον παράλογο ρόλο, τον οποίο οι Ιουδαίοι τού απέδωσαν: Ιδού το άθλιο ον εναντίον του οποίου πέσατε με μανία (g).
Δες πώς το σώμα του καταπληγώθηκε από τη φραγγέλωση και τα πλήγματα των στρατιωτών. Δεν είναι αρκετή τιμωρία αυτή; Φοβάστε ακόμη την επιρροή του στο λαό μετά τον τέτοιο δημόσιο εξευτελισμό του; (ο).
Ίδε ο άνθρωπος. Στα χείλη του Πιλάτου οι λέξεις σημαίνουν: Δες το πτωχό πλάσμα. Και έτσι οι Ιουδαίοι αντιλήφθηκαν την έννοιά τους. Αλλά για μας ακούγοντας αυτές διαμέσου των αιώνων, παίρνουν άλλη σημασία. Δείτε στη ζωή του την τέλεια υπακοή και αγάπη που έχει μέσα του, δείτε το θάρρος με το οποίο υπομένει ό,τι χείριστο το μίσος μπορεί να διαπράξει εναντίον ασθενούς και ανυπεράσπιστου ανθρώπου. Δείτε με ποια αναμαρτησία δείχνεται ήρεμος. Σε αυτόν δείτε την αγάπη την αμείωτη από την εγκατάλειψη των φίλων και από την περιφρόνηση και τους κολαφισμούς των εχθρών. Δείτε τον άνθρωπο που εκπληρώνει τον αληθινό προορισμό του και που δείχνεται αήττητος ανάμεσα σε όλες τις δυσμενείς περιστάσεις, οι οποίες τον περικυκλώνουν.
Δείτε τον Ιησού που είναι λίγο κατώτερος από τους αγγέλους λόγω του παθήματος του θανάτου, να είναι στεφανωμένος με δόξα και τιμή. Όπως άλλοτε τα ζώα που οδηγούνταν προς τη θυσία στεφανώνονταν, έτσι και ο Ιησούς οδηγούμενος στο Σταυρό έχει στεφανωθεί με τα αγκάθια της δόξας και της τιμής (τ).

Ιω. 19,6    ὅτε οὖν εἶδον(1) αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται(2), ἐκραύγασαν λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος(3)· λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς(4) καὶ σταυρώσατε(5)· ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν(6).
Ιω. 19,6    Όταν όμως τον είδαν οι αρχιερείς και οι υπηρέται του συνεδρίου, εφώναξαν δυνατά με μανίαν λέγοντες• “σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον”. Τους απήντησε ο Πιλάτος• “πάρτε τον σεις και σταυρώστε τον, διότι εγώ δεν ευρίσκω καμίαν ενοχή”.
(1)    «Σαν ανήμερα σκυλιά και μόνο που τον είδαν με μανία γαύγισαν εναντίον του· σαν άγρια θηρία σαρκοφάγα, όταν αισθάνθηκαν το θήραμα, έτρεξαν αμέσως πάνω του» (Ζ).
Ο Πιλάτος επιθυμούσε να κινήσει τη συμπάθειά τους, αλλά αντί για αυτό αυξάνει τη σκληρότητά τους (b).
(2)    Δεν αναφέρεται εδώ ο λαός, αλλά της κατακραυγής είναι αρχηγοί οι αρχιερείς και οι υπηρέτες.
«Όταν το πλήθος που έμοιαζε με αγέλη έστω λοιπόν και μέτρια κοκκίνισε από ντροπή για αυτά που έγιναν εναντίον του Χριστού… αυτοί (οι αρχιερείς) και πρώτοι αρχίζουν την κατηγορία με φωνές και διεγείρουν ξανά το θυμό του λαού που διοικούσαν σε ασυνήθιστες αγριότητες» (Κ).
Με βιαιότητα και μανία κράζουν αυτοί Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν. Δεν οφείλουμε άραγε αντίθετα και εμείς με ζήλο και αφοσίωση στο όνομά του ακολουθώντας σταθερά αυτόν να φωνάζουμε Στεφάνωσον, στεφάνωσον αυτόν; Αύξησαν εκείνοι αδιάλλακτο το μίσος τους εναντίον του. Δεν πρέπει και εμείς να θερμαίνουμε ολοένα την αγάπη μας προς αυτόν και προς την βασιλεία του;
(3)    Μετά την ειδοποίηση της γυναίκας του στο Μάτθ. κζ 19, και μετά τις άλλες παρατηρήσεις, στις οποίες οδήγησε αυτόν η διεξαγωγή της δίκης, ο Πιλάτος επιθυμούσε να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη ή συμμετοχή στην υπόθεση αυτή (ο).
(4)   «Εσείς, λέει, οι άδικοι» (Ζ). Η έννοια των λόγων αυτών: Σταυρώστε τον, αφού το θέλετε. Σας αφήνω ελεύθερους. Εγώ όμως δεν μπορώ να συμμετέχω σε μία τέτοια θανατική εκτέλεση (g). Παραπάνω (ιη 31) λέγοντας σχεδόν τα ίδια αντέταξε ο Πιλάτος άρνηση αρκετά έντονη να επικυρώσει την απόφαση του Ιουδαϊκού συνεδρίου. Τώρα τα λόγια του έχουν μέσα τους μία ασθενή διαμαρτυρία. Πάντως δεν παραλείπει να μαρτυρήσει για την αθωότητα του Ιησού (F).
«Είναι μεν μαλθακός ο Πιλάτος, όχι όμως κακοήθης όπως οι Ιουδαίοι» (Θφ).
(5)    «Παραχωρεί σε αυτούς την εξουσία, δυσανασχετώντας για τη βία και αναισχυντία τους» (Ζ). Παρόλο όμως που ο Πιλάτος τους άφησε ελεύθερους να τον σταυρώσουν, οι Ιουδαίοι δεν ήταν δυνατόν ούτε καν να σκεφτούν να χρησιμοποιήσουν αυτήν την ελευθερία. Διότι αν ο λαός απαλλασσόταν από το φόβο τον οποίο ενέπνεε σε αυτόν η Ρωμαϊκή εξουσία, ήταν επόμενο αιφνίδια να κινηθεί σε αντίδραση και οι οπαδοί του Ιησού να στραφούν βίαια εναντίον τους συμπαρασύροντας και τις μάζες του λαού (g).
(6)    Η ίδια φράση και στο ιη 38 όπως και στο ιθ 4 με ελαφρές διαφορές. Ο Ιωάννης, όπως και ο Λουκάς (κγ 4,14,22) ιδιαιτέρως προσέχει, να αναφέρει, ότι ο Πιλάτος τρεις φορές διακήρυξε την πεποίθησή του για την αθωότητα του Ιησού (β).
«Δες όμως και τη θεία οικονομία, πώς εκείνοι μεν σε περισσότερα δικαστήρια παρέδιδαν τον Κύριο, ώστε να σπιλώσουν αυτόν και να καταστρέψουν τη δόξα του, η ύβρη όμως επιστρέφει στα κεφάλια τους. Διότι από εδώ αποδεικνύεται περισσότερο ακατηγόρητος, αφού εξεταζόταν το πράγμα ακριβέστερα. Πόσες φορές λοιπόν ο Πιλάτος ομολόγησε ότι δεν βρίσκει σε αυτόν τίποτα άξιο θανάτου!» (Θφ).
Ο Πιλάτος όμως όφειλε να προστατεύσει τον δέσμιο από τις ύβρεις και επιθέσεις τους. Για ποιον άλλο λόγο περιστοιχιζόταν από οπλισμένους στρατιώτες παρά για να προστατεύσει τον αδικούμενο; Οι φύλακες και φρουροί των κυβερνητών πρέπει να είναι φρουροί και φύλακες της δικαιοσύνης. Αλλά ο Πιλάτος δεν είχε το θάρρος να ενεργήσει σύμφωνα με τη συνείδησή του. Και η ανανδρία του τον έμπλεξε σε παγίδα.

Ιω. 19,7    ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι(1)· ἡμεῖς νόμον ἔχομεν(2), καὶ κατὰ τὸν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν(3), ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ(4) υἱὸν ἐποίησεν(5).
Ιω. 19,7    Του απήντησαν οι Ιουδαίοι• “ημείς έχομεν νόμον, και σύμφωνα με τον νόμο μας πρέπει αυτός να πεθάνη, διότι έκαμε τον εαυτόν του Υιόν Θεού”.
(1)    Παίρνοντας θάρρος από την υποχωρητικότητα του Πιλάτου αντιτάσσουν στο δικό του «Εγώ» το «εμείς» (F).
«Επειδή αποδείχτηκε μη ισχύουσα η συκοφαντία που έφτιαξαν αυτοί στην αρχή και… αφού δεν αποδείχτηκε ουδεμία ανταρσία εναντίον της εξουσίας του Καίσαρα… και επειδή ο Πιλάτος ως προς αυτά δίκαζε με τρόπο κατάλληλο και αδέκαστο και έλεγε ξεκάθαρα ότι δεν βρίσκει καμία αιτία κατηγορίας σε αυτόν, μετακινούνται τελείως σε κάτι άλλο αυτοί που τα τολμούν όλα» (Κ), και «πήδηξαν σε άλλη κατηγορία από αδιέξοδο» (Ζ).
(2)     Οι κατήγοροι του Ιησού υπενθυμίζουν στον Πιλάτο την πράξη της Ρώμης του να σέβεται τους νόμους και τις συνήθειες των λαών που κατακτά.
(3)    «Και ποιός είναι ο νόμος; Αυτός που απείλησε τιμωρία σε αυτούς που βλασφημούν… όπου λέει ο Θεός καθαρά [στο Λευϊτ. κδ 15,16]. Άνθρωπος…  που ονομάζει το όνομα του Κυρίου θα θανατώνεται» (Κ).
Η πρώτη κατηγορία είχε προσλάβει μορφή πολιτική, η δεύτερη αυτή έχει παρθεί από το θρησκευτικό πεδίο (F).
«Πιο πάνω τον κατηγορούσαν ότι έκανε τον εαυτό του βασιλιά· τώρα επειδή εκείνο ελέγχθηκε ως ψευδές, τον κατηγορούν ότι κάνει τον εαυτό του Υιό του Θεού» (Θφ).
Πάντως όμως σύμφωνα με το νόμο οι μάρτυρες όφειλαν να ρίξουν την πρώτη πέτρα (Δευτερ. ιζ 7), αυτοί όμως που μαρτύρησαν για τη βλασφημία του Ιησού δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους (Μάρκ. ιδ 56). Γι αυτό το Συνέδριο στην εδώ ειδική περίπτωση επιζητούσε να έχει συνυπεύθυνο και τον Πιλάτο (β).
Επιμένουν ότι πρέπει να θανατωθεί με θάνατο σταυρικό και όχι με λιθοβολισμό, ο οποίος ήταν η από το νόμο επιβαλλόμενη ποινή κατά της βλασφημίας. Εφόσον όμως δεν επιτρεπόταν από το νόμο τους να επαγάγουν ως ποινή τη σταύρωση και εφόσον ο Πιλάτος δεν επέτρεπε να επιβάλουν την από το νόμο οριζόμενη ποινή, επιμένουν στην αίτησή τους, ο Πιλάτος να διατάξει και να εκτελέσει τον θάνατο του κατηγορουμένου (χ).
(4)    «Υιό Θεού γνήσιο» (Ζ). Ο τίτλος αυτός πρέπει να θεωρηθεί με την κύρια έννοιά του. Δες Ιω. ε 18,ι 33,36 (F).
(5)    Έδωσε αυτός στον εαυτό του τον τίτλο αυτόν· αξίωσε ότι είναι Υιός του Θεού (ο). Ήταν ψευδές ότι έκανε τον εαυτό του Υιό του Θεού, διότι πραγματικά και αληθινά ήταν Υιός του Θεού. Όφειλαν λοιπόν αυτοί να εξετάσουν τις αποδείξεις που έφερνε ο Ιησούς και να καταλήξουν σε αμερόληπτο συμπέρασμα. Εάν έλεγε, ότι είναι Υιός του Θεού και αποσκοπούσε να μην απομακρύνει το λαό από τον αληθινό Θεό, αλλά να οδηγήσει αυτόν σε αυτόν· και εάν βεβαίωνε την αποστολή του και τη διδασκαλία του με θαύματα αναντίλεκτα και αδιαμφισβήτητα, ήταν υποχρεωμένοι από το νόμο τους να υπακούσουν σε αυτόν κατά την ξεκάθαρη παραγγελία του Μωϋσή (Δευτερ. ιη 18,19).
Ό,τι θα ήταν για αυτούς τιμή και καύχημα και μπορούσε να συντελέσει στην ευτυχία τους, εάν αυτοί δεν ενέμεναν στο σκοτισμό τους, το θεωρούν ως έγκλημα, για το οποίο πρέπει να επιβληθεί θάνατος. Παρόλ’ αυτά εάν όφειλε να πεθάνει κατά το νόμο, δεν έπρεπε να σταυρωθεί, διότι ο σταυρικός θάνατος δεν επιβαλλόταν από το νόμο τους.

Ιω. 19,8    Ὅτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτος τοῦτον τὸν λόγον(1), μᾶλλον(2) ἐφοβήθη(3),
Ιω. 19,8     Ο Πιλάτος, όταν ήκουσε τα λόγια αυτά των Εβραίων, εφοβήθη ακόμη περισσότερον.
(1)    Δηλαδή ότι έκανε τον εαυτό του Υιό του Θεού.
«Επειδή δεν του φάνηκε απίστευτο… ότι ενώ είναι άνθρωπος, μπορεί να είναι γιος Θεού, δέχεται… την σχετικά με αυτό αντίληψη και πίστη όχι από τα ιερά γράμματα, αλλά από πλάνη Ελληνική. Διότι οι μύθοι των Ελλήνων αποκαλούν ημίθεους και παιδιά θεών πολλούς. Αλλά και οι Ρωμαίοι πάλι δείχνοντας πάντα μεγαλύτερη δεισιδαιμονία ως προς αυτά, χάριζαν την ονομασία του θεού στους πιο ένδοξους από τους βασιλιάδες τους» (Κ).
Ο Πιλάτος λίγο ή καθόλου σεβόταν τον Ιουδαϊκό νόμο, τον οποίο αναμφίβολα θεωρούσε, ως βάρβαρο κώδικα αξιοκαταφρόνητου έθνους. Αλλά όπως οι περισσότεροι από τους ειδωλολάτρες είχε δεισιδαίμονα φόβο του υπερφυσικού. Ο δέσμιος αυτός με την αδιατάρακτη γαλήνη του και τους λόγους του για βασιλεία της αλήθειας δεν μπορεί να είναι κάποιος φανατικός. Είναι όμως δυνατόν κάτι το υπερφυσικό και μυστηριώδες να τον περιβάλλει. Είναι δυνατόν να είναι υιός κάποιου θεού. Και ο Πιλάτος δεν είχε ανάγκη να κινήσει εναντίον του την εχθρότητα κάποιου τοπικού θεού (τ).
Οι εθνικοί είχαν κάποιες μυθικές παραδόσεις για ενσαρκώσεις θεοτήτων που εμφανίζονταν κάποιες φορές σε κοινά και συνηθισμένα περιστατικά, και έφερναν συμφορές σε μερικούς, οι οποίοι δεν απέδιδαν σε αυτές τον οφειλόμενο σεβασμό. Ο Πιλάτος λοιπόν φοβάται, μήπως βρίσκεται ήδη μπροστά σε κάποια τέτοια περίπτωση.
(2)    Περισσότερο από όσο είχε φοβηθεί πριν (β). Ο Πιλάτος είχε ακούσει να γίνεται λόγος για τα θαύματα του Ιησού, για τον ανώτερο και μυστηριώδη χαρακτήρα του, για τη διδασκαλία του και τη διαγωγή του. Πριν λίγο είχε πάρει και το παράδοξο μήνυμα της συζύγου του. Αλλά και ο Ιησούς ο ίδιος προκαλούσε σε αυτόν εντύπωση, την οποία ουδέποτε άλλοτε από κάποιον άλλον είχε αποκομίσει ο Πιλάτος. Ακούγοντας λοιπόν τώρα ότι έκανε τον εαυτό του Υιό του Θεού, διερωτάται μήπως όλα αυτά εξηγούνται από τον τίτλο αυτόν (g).
«Φοβάται ακούγοντας ότι έκανε τον εαυτό του Υιό του Θεού και φοβάται μήπως είναι αλήθεια το λεγόμενο» (Χ), «μήπως αληθινά είναι Θεός και τον εξολοθρεύσει αφού υβρίζεται έτσι από αυτόν» (Ζ). «Ο Πιλάτος ακούγοντας έναν απλό λόγο μόνο, ότι είναι Υιός του Θεού, φοβάται. Αυτοί όμως αν και είδαν θεία έργα» (Θφ), «δεν έφριξαν, αλλά τον φονεύουν, για αυτά για τα οποία έπρεπε να τον προσκυνούν» (Χ).

Ιω. 19,9    καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν καὶ λέγει τῷ Ἰησοῦ· πόθεν εἶ σύ(1); ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ(2).
Ιω. 19,9    Και εισήλθεν πάλιν στο πραιτώριον και λέγει στον Ιησούν• “από που είσαι συ;” Ο Ιησούς όμως δεν του έδωσε απάντησιν.
(1)    «Ρωτά αυτόν, όχι έτσι, όπως πριν· Τι έκανες, αλλά Ποιος είσαι εσύ; Διότι τότε μεν, επειδή κατηγορούνταν ότι κυνηγά τη βασιλεία, εύλογα ρωτά· Τι έκανες; Τώρα όμως επειδή τον συκοφαντούν ότι κάνει τον εαυτό του Υιό του Θεού, ρωτά από πού είσαι εσύ;» (Θφ). «Ταρασσόμενος από το φόβο, κάνει την εξέταση» (Χ).
Η ερώτηση δεν μπορεί να αναφέρεται στην επίγεια καταγωγή του Ιησού. Ο Πιλάτος γνωρίζει καλά ότι ο Ιησούς είναι Γαλιλαίος (Λουκ. κγ 6,7). Η έννοια είναι βεβαίως: Είσαι από τη γη ή από τον ουρανό; (g).
(2)    «Διότι, αυτό που ζητούσε να μάθει, το έμαθε, όταν άκουσε ότι η βασιλεία η δική μου δεν είναι από αυτόν τον κόσμο. Και όπως ακριβώς τότε αφού έδειξε την εξουσία του με μαλακό τρόπο, τίποτα δεν ωφέλησε, έτσι ούτε τώρα επρόκειτο να ωφελήσει, αφού ήταν άνανδρος και φοβητσιάρης» (Ζ).
«Διότι αυτός που άκουσε ότι για αυτό γεννήθηκα και για αυτό ήλθα και ότι η βασιλεία μου δεν είναι από εδώ, και ενώ όφειλε να αντισταθεί και να τον ελευθερώσει, αυτό μεν δεν το έκανε, αλλά ακολούθησε την Ιουδαϊκή ορμή» (Χ).
«Φαίνεται τελείως ο Πιλάτος ότι δεν είναι κάποιος σταθερός, αλλά και πάρα πολύ ταράσσεται από τα τυχόντα φόβητρα. Διότι πράγματι και τους Ιουδαίους φοβόταν, και τον Ιησού ως Υιό του Θεού έφριττε» (Θφ).
Ο Πιλάτος γνώριζε ήδη αρκετά για τον Ιησού ώστε να απολύσει αυτόν. Τον είχε κηρύξει επανειλημμένως αθώο. Αυτό θα έπρεπε να είναι αρκετό για τον Πιλάτο. Ό,τι περισσότερο ήθελε να μάθει δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του. Εάν δεν τον απελευθέρωνε ως άνθρωπο αθώο, άξιζε να τον σταυρώσει ως Υιό του Θεού. Άλλωστε η σιωπή του Ιησού ήταν απάντηση. Εάν η αξίωση, για την οποία οι Ιουδαίοι κατηγορούσαν τον Ιησού δεν ήταν βάσιμη, δεν θα παρέλειπε να διαψεύσει αυτήν (g).
«Συγκρίνοντας τις αφηγήσεις όλων των ευαγγελιστών βρίσκουμε, ότι η σιωπή αυτή εκ μέρους του Κυρίου μας Ιησού Χριστού σημειώθηκε περισσότερες από μία φορές τόσο ενώπιον των αρχιερέων, όσο και ενώπιον του Ηρώδη, στον οποίο κατά τον Λουκά ο Πιλάτος έστειλε αυτόν, όσο και ενώπιον του ίδιου του Πιλάτου [Ματθ. κστ 63,κζ 14,Μάρκ. ιδ 61,ιε 5, Λουκ. κγ 7-9,Ιω. ιθ 9]. Έτσι όχι μάταια προηγήθηκε από αυτόν η προφητεία: Σαν αμνός άφωνος εναντίον αυτού που τον κουρεύει, έτσι δεν ανοίγει το στόμα του [Ησ. νγ 7]… Δεν άνοιγε το στόμα του σαν αμνός… δηλαδή όχι σαν κάποιος που έχει συνείδηση που τον κατηγορεί, πεπεισμένος για τις αμαρτίες του, αλλά σαν κάποιος, ο οποίος μέσα στην πραότητά του θυσιάστηκε για τις αμαρτίες των άλλων» (Αυ).
Η σιωπή του Κυρίου δεν ήταν σιωπή περιφρόνησης προς το δικαστήριό του ούτε ήταν σιωπή από ανάγκη, επειδή ο Κύριος δεν είχε τι να πει. Ήταν σιωπή υπομονής, ώστε η Γραφή να εκπληρωθεί, που έλεγε «σαν αμνός ακηλίδωτος απέναντι σε αυτόν που τον κουρεύει άφωνος, έτσι δεν ανοίγει το στόμα του» (Ησ. νγ 7). Η σιωπή μιλούσε μεγαλόφωνα για την υποταγή του Κυρίου στον Πατέρα του, του οποίου η θέληση ήταν να υποστεί τον θάνατο που ερχόταν σε αυτόν.
Σιωπά διότι δεν ήθελε να αποτρέψει το πάθημά του. Εάν τώρα ομολογούσε ότι είναι Θεός, όπως ομολόγησε τον εαυτό του βασιλιά, ήταν πιθανόν ο Πιλάτος να αποτρέψει την καταδίκη του. Διότι οι Ρωμαίοι, παρόλο που έσυραν στους θριάμβους τους τούς βασιλιάδες των εθνών που κατακτούσαν, στέκονταν έντρομοι μπροστά στους θεούς τους. Όπως λέει και ο θείος Παύλος: «Διότι αν ήξεραν, δεν θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξας» (Α΄ Κορ. β 8). Και τότε πώς θα σωζόταν η ανθρωπότητα;
Αλλά ήταν και σιωπή φρόνησης και σύνεσης. Όταν ο αρχιερέας τον ρώτησε: Είσαι γιος του Ευλογητού; Απάντησε: Εσύ το είπες, διότι αυτός και το συνέδριο κατείχαν τις Γραφές, οι οποίες μιλούσαν για τον Μεσσία. Αλλά όταν ο Πιλάτος απηύθυνε προς αυτόν το ίδιο ερώτημα, επειδή αυτός δεν είχε καμία ιδέα περί Μεσσίου και για το ποια θα ήταν η αληθινή έννοια της απάντησης στο ερώτημα, αποφεύγει να απαντήσει, αφού το κεφάλι του Πιλάτου ήταν γεμάτο από την ειδωλολατρική θεογονία και από τους μύθους για θεούς που παντρεύονται με γυναίκες. Πώς θα μπορούσε αυτός να καταλάβει τη σχέση του Ιησού με τον ουράνιο Πατέρα του;

Ιω. 19,10  λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· ἐμοὶ οὐ λαλεῖς(1); οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω(2) σταυρῶσαί σε καὶ ἐξουσίαν ἔχω(2) ἀπολῦσαί σε(3);
Ιω. 19,10  Λέγει τότε εις αυτόν ο Πιλάτος• “εις εμέ δεν ομιλείς; Δεν ξέρεις ότι έχω εξουσία να σε σταυρώσω και εξουσία έχω να σε αφήσω ελεύθερον;”
(1)    Η αντωνυμία μπαίνει μπροστά με έμφαση. Αυτό ειπώθηκε με αυστηρότητα (b). «Νόμισε ο Πιλάτος ότι η σιωπή ήταν έργο αναίδειας… Τον κατηγορεί λοιπόν ως προσβεβλημένος με σιωπή ακατάλληλη» (Κ).
(2)    Με έμφαση και η επανάληψη της φράσης. «Επειδή θύμωσε διότι ούτε σε αυτόν… απάντησε, απείλησε λοιπόν με την εξουσία του» (Ζ) και «σαν ακριβώς ένα ραβδί, σηκώνει απειλητικά εναντίον του την εξουσία από το αξίωμα» (Κ).
Το ότι ο Πιλάτος μιλά για εξουσία και όχι για δικαιοσύνη, υπονοεί, ότι θεωρούσε τον Ιησού αθώο (μ). Ο Πιλάτος ξεχωρίζει τον εαυτό του και καυχιέται για την εξουσία του. Αυτοί που διαχειρίζονται εξουσία υπόκεινται σε υπερηφάνεια και αλαζονεία, τόσο μεγαλύτερη, όσο περισσότερο ανεξέλεγκτη και αυθαίρετη μπορεί να είναι η χρήση της.
Ο Πιλάτος εδώ παρασυρόμενος από την υπερηφάνεια του αυτή καταντά σε παράλογη αδικία φρονώντας, ότι είχε εξουσία να σταυρώσει εκείνον, τον οποίο είχε κηρύξει δημόσια αθώο. Κανείς ηγεμόνας ή άρχοντας δεν έχει εξουσία να διαπράττει αδικίες χρησιμοποιώντας την δύναμη, την οποία το αξίωμά του παρέχει σε αυτόν. Εκείνο μόνο δικαιούμαστε να πράττουμε, το οποίο με δικαιοσύνη μπορούμε να πράττουμε.
(3)    «Βλέπεις πώς προκαταδίκασε τον εαυτό του; Διότι, εάν από σένα [Πιλάτε] εξαρτάται το παν, για ποιο λόγο δεν τον ελευθερώνεις αφού δεν βρήκες καμία κατηγορία;» (Χ).
Αρκετοί κώδικες γράφουν πρώτα το ἀπολῦσαί σε και έπειτα το σταυρῶσαί σε.

Ιω. 19,11  ἀπεκρίθη Ἰησοῦς(1)· οὐκ εἶχες ἐξουσίαν(2) οὐδεμίαν κατ᾿ ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν σοι δεδομένον ἄνωθεν(3)· διὰ τοῦτο(4) ὁ παραδιδούς μέ σοι(5) μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει(6).
Ιω. 19,11  Απήντησεν ο Ιησούς• “Δεν θα είχες καμίαν εξουσίαν εναντίον μου, εάν το δικαστικόν αξίωμα που κατέχεις σήμερα, δεν σου ήτο δοσμένο από τον Θεόν. Δι’ αυτό ο Καϊάφας και το συνέδριον των Εβραίων, που από φθόνον με παρέδωκαν εις τα χέρια σου, έχουν μεγαλυτέραν ενοχήν από σε”.
(1)    «Εδώ, βλέπετε, απάντησε. Αλλά και οπουδήποτε δεν απάντησε, έπραξε αυτό όχι ως ένοχος, αλλά ως αμνός δηλαδή με απλότητα και αθωότητα δεν άνοιγε το στόμα του. Όπου λοιπόν δεν έδινε απόκριση, ήταν σιωπηλός σαν πρόβατο· όπου όμως απαντούσε, δίδασκε ως Ποιμένας» (Αυ).
(2)    Υπάρχει και η γραφή Ουκ έχεις. «Χαμηλώνοντας το φρόνημά του και την αλαζονεία, λέει· Δεν θα είχες εξουσία…» (Χ). Ορθώνει ήδη το ανάστημά του και ο Ιησούς και βάζει τον εαυτό του κριτή του κριτή του ή μάλλον όλων των κριτών του και σαν να καθόταν ήδη και αυτός πάνω στο δικαστικό του βήμα ζυγίζει στην αλάνθαστη ζυγαριά του και τον Πιλάτο και το συνέδριο (g).
(3)    Ή λέγεται γενικά και εκφράζεται και εδώ ή ίδια αλήθεια, η οποία με άλλες λέξεις ειπώθηκε και από τον Παύλο στο Ρωμ. ιγ 1-2 (β)· η μετοχή (δεδομένον) εκφέρεται σε ουδέτερο γένος για να δηλώσει γενικώς κάθε είδος δύναμης και εξουσίας (ο). Ήταν δοσμένο στον Πιλάτο να έχει εξουσία (b).
Ή, λέγεται ειδικά για την περίπτωση της καταδίκης και σταύρωσης του Κυρίου και δηλώνει ότι «πάσχει σύμφωνα με κάποιο πιο θεϊκό σχέδιο» (Ζ), «διότι το «δεδομένον» εδώ σημαίνει ότι έχει επιτραπεί» (Χ).
«Λέει ότι η εξουσία δόθηκε στον Πιλάτο από τον ουρανό, εννοώντας όχι ότι ο Θεός και Πατέρας προξένησε το σταυρικό πάθος στον υιό του χωρίς αυτός να το θέλει, αλλά εννοεί ότι ο ίδιος ο Μονογενής από τη μία παρέδωσε τον εαυτό του στο να πάθει για χάρη μας, ο Πατέρας από την άλλη άφησε να εκπληρωθεί το μυστήριο σχετικά με αυτόν. Επομένως λοιπόν δόσιμο σε αυτά τα λόγια σαφώς εννοείται και λέγεται η συμφωνία από τον Πατέρα και ότι αυτός το επέτρεψε, αλλά και η ίδια η θέληση του Υιού» (Κ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
Όταν ο Πιλάτος χρησιμοποιούσε την εξουσία του, ο Κύριος σιωπηλά υποτασσόταν σε αυτήν. Αλλά όταν ορθώθηκε υπερήφανος πάνω σε αυτήν, ο Κύριος τον ανακαλεί στην τάξη υπενθυμίζοντας σε αυτόν, ότι η εξουσία του έχει δοθεί σε αυτόν από ψηλά. Είναι λοιπόν και αυτού και κάθε άρχοντα η εξουσία περιορισμένη, διότι δεν μπορεί αυτός να χρησιμοποιεί αυτήν παρά μόνο σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Δεν μπορεί αυτός που έχει την εξουσία να προχωρεί πέρα από εκείνο, το οποίο ορίζεται από το νόμο του Θεού. Οι τύραννοι και οι εξουσιαστές ας μη λησμονούν, ότι υπάρχει άλλος υψηλότερος και δυνατότερος από αυτούς, προς τον οποίο πρόκειται να λογοδοτήσουν. Και οι καταπιεζόμενοι ας κατασιγάζουν τους γογγυσμούς τους μη λησμονώντας ότι υπάρχει Θεός· και ας παρηγορούνται σκεπτόμενοι, ότι οι διώκτες τους δεν μπορούν να πράξουν εναντίον τους παρά μόνο ό,τι η θεία Πρόνοια τούς επιτρέψει.
(4)    Δηλαδή, επειδή η εξουσία σου πάνω μου είναι δοσμένη σε σένα από ψηλά, για αυτό…
(5)    Δηλαδή τα μέλη του συνεδρίου (ιη 30,35, δες Ματθ. κζ 2, Πράξ. γ 13) μαζί με τον Καϊάφα ως αρχηγό τους (β). Υπάρχει και η γραφή παραδούς αντί για παραδιδούς.
(6)    «Για να μη νομίσει, ακούγοντας, «Εάν δεν ήταν δοσμένο σε σένα», ότι απαλλάχτηκε από κάθε κατηγορία, για αυτό είπε· Μεγαλύτερη αμαρτία έχει αυτός που με παρέδωσε σε σένα» (Χ). «Δεν είσαι ελεύθερος από αμαρτία, αν και είναι μικρότερη η δική σου από αυτήν εκείνων που με παρέδωσαν σε σένα» (Ζ). Γιατί;
Ή «για αυτό» δηλαδή αυτός που με παρέδωσε σε σένα είναι περισσότερο ένοχος από τους δύο, διότι μεταχειρίζεται εγκληματικά και εκβιάζει την νόμιμή σου εξουσία (Καλβίνος).
Επειδή λοιπόν ο Πιλάτος έχει την εξουσία και δεν μπορεί να αποφύγει το να τον δικάσει, αυτό ακριβώς το οποίο τελείως επιθυμούσε να απομακρύνει από τον εαυτό του, ο όχλος των αρχιερέων και λοιπών Ιουδαίων που παρέδωσε τον Σωτήρα σε αυτόν για να τον θανατώσει… έχει μεγαλύτερη αμαρτία από αυτήν του Πιλάτου… Διότι η αμαρτία των κακούργων που διαστρέφουν και εκβιάζουν τους άρχοντες αυξάνει ανάλογα με την αδύναμή τους γνώμη και θέληση, ή μάλλον στη διανομή της κοινής αμαρτίας το μεγαλύτερο μερίδιο έχει ο ισχυρότερος στο νου και τη θέληση (δ).
Σχετική και η:
Η εξουσία δόθηκε σε σένα από το Θεό· «για αυτό» ο Καϊάφας είναι περισσότερο ένοχος από ό,τι θα ήταν εάν ήταν ανεύθυνος εκτελεστής, επειδή ήδη καταχράται την από το Θεό δοσμένη σε σένα εξουσία για τα πονηρά σχέδιά του (Wetstein). Οι ερμηνείες αυτές επειδή λαμβάνουν υπ’ όψη το «διὰ τοῦτο» που προηγήθηκε είναι πάρα πολύ σοβαρές.
Ή είναι μεγαλύτερη η αμαρτία αυτού που παραδίδει τον Κύριο, «διότι αυτός μεν (ο Καϊάφας) έγινε κατά κάποιο τρόπο αρχή και θύρα της ασέβειας προς αυτόν, ενώ ο δικαστής αναδεικνυόταν από άκαιρη δειλία υπηρέτης ξένων τολμημάτων και μοιράστηκε την ανοσιότητα των Ιουδαίων» (Κ).
«Αυτός πράγματι με παρέδωσε στην εξουσία σου από φθόνο, ενώ εσύ ασκείς την εξουσία σου πάνω μου υπό το κράτος του φόβου. Και παρόλο που δεν πρέπει κάποιος να φονεύει τον άλλον, και μάλιστα τον αθώο, υπό το κράτος του φόβου, όχι λιγότερο το να πράττει κάποιος αυτό με ολοφάνερο φθόνο είναι πολύ βαρύτερο παρά εάν το πράττει υπό το κράτος του φόβου» (Αυ).
Ο Πιλάτος όταν άκουσε να γίνεται οπωσδήποτε αναφορά περί Υιού του Θεού φοβήθηκε· ο Καϊάφας όταν άκουσε από τον ίδιο τον Κύριο, ότι ήταν Υιός του Θεού, αποκάλεσε αυτόν βλάσφημο και δικαστικά κήρυξε αυτόν ένοχο θανάτου (b).
Αξιοσημείωτη και η επόμενη: Ο Πιλάτος είχε εξουσία από το Θεό πάνω στους Ιουδαίους και πάνω στον Ιησού ως Ιουδαίο. Διαχειρίζεται αυτήν, για να αποδίδει δικαιοσύνη. Εάν χρησιμοποιεί αυτήν για αδικία, γίνεται ένοχος αμαρτίας. Η αμαρτία όμως του Καϊάφα είναι μεγαλύτερη διότι η εξουσία του Πιλάτου είναι από το Θεό. Και ήταν καθήκον του Καϊάφα να γνωρίζει και να διδάσκει αλλά και να πράττει το θέλημα του Θεού.
Αλλά ο Καϊάφας, ο επίσημος αντιπρόσωπος του λαού του Θεού, προσέφυγε σε έναν εθνικό, που έχει την εξουσία από Θεού, έτσι ώστε η εξουσία αυτή η οποία δόθηκε στον Πιλάτο για υποστήριξη και απόδοση της δικαιοσύνης, χρησιμοποιηθεί για διάπραξη της αδικίας. Είναι σαν να έλεγε ο Καϊάφας: Παρόλο που βρίσκεις αθώο τον κατηγορούμενο, πρέπει να τον καταδικάσεις σε θάνατο. Η πράξη αυτή του Καϊάφα είναι πολύ χειρότερη από αυτήν του ειδωλολάτρη Πιλάτου, ο οποίος για να αποφύγει στάση του λαού αποφάσιζε να παραδώσει σε θάνατο έναν φανατικό πλανεμένο (τ).
Είχε λοιπόν και ο Πιλάτος ενοχή και διέπραττε αμαρτία, και μεγάλη αμαρτία, παραδίνοντας τον Ιησού, και η πίεση που ασκούνταν σε αυτόν από τους Ιουδαίους δεν τον δικαιολογούσε. Ο Χριστός με τα όσα είπε προς αυτόν ζήτησε να αφυπνίσει τη συνείδησή του. Αλλά ο Πιλάτος μάλλον από φόβο ήταν κυριευμένος και όχι από τον πόθο της δικαιοσύνης. Κατά την ημέρα της κρίσης η ενοχή των άλλων δεν θα αμνηστεύσει εμάς, ούτε εάν οι άλλοι είναι χειρότεροί μας θα χρησιμεύσει αυτό σε δικαιολογία μας. «Διότι ο καθένας θα βαστάσει το δικό του φορτίο».

Ιω. 19,12  ἐκ τούτου(1) ἐζήτει(2) ὁ Πιλᾶτος ἀπολῦσαι(3) αὐτόν· οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ἔκραζον λέγοντες(4)· ἐὰν τοῦτον ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος(5). πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν(6) ἀντιλέγει(7) τῷ Καίσαρι.
Ιω. 19,12   Εκ της απαντήσεως αυτής εταράχθη ο Πιλάτος και εζητούσε να τον απολύση. Οι Ιουδαίοι όμως εφώναζαν δυνατά λέγοντες• “εάν απολύσης αυτόν, δεν είσαι φίλος του Καίσαρος. Κάθε ένας που κάνει τον εαυτόν του βασιλέα αντιτίθεται κατά του Καίσαρος”.
(1)    Ή, από τη στιγμή αυτή (έτσι λέει η Βουλγάτα (=λατινική μετάφραση)).
Ή, εξαιτίας αυτού «επειδή ένιωσε κατάπληξη από τα λόγια του» (Ζ). «Εάν διαβάσουμε τα προηγούμενα θα βρούμε, ότι είχε ζητήσει και προηγουμένως να απολύσει αυτόν. Με τη φράση λοιπόν που είναι στο πρωτότυπο κείμενο πρέπει να εννοήσουμε «λόγω αυτού» δηλαδή για τον λόγο αυτόν, για να μην διαπράξει μία τέτοια αμαρτία» (Αυ).
«Τον κατέπληξε με τα λόγια, και έδωσε σαφή την απολογία· γι αυτό και ζητούσε να τον ελευθερώσει εκείνος» (Χ).
Πιθανώς διότι αναφερόμενος ο Ιησούς σε πνευματικά («αν δεν σου ήταν δοσμένο από ψηλά») ενίσχυσε την πεποίθηση του Πιλάτου, ότι ήταν όχι κάποιος επαναστάτης, αλλά ακίνδυνος οπτασιαστής (μ). Άνθρωπος, ο οποίος αναγνώριζε ότι η ρωμαϊκή κυβέρνηση είχε την εξουσία από ψηλά, δεν ήταν δυνατόν να αναμιχθεί σε επανάσταση εναντίον της.
(2)  Ο παρατατικός σημαίνει σειρά προσπαθειών και νέων αποπειρών στους Ιουδαίους (g). Το ζητούσε εκφράζει επιμονότερη προσπάθεια του ηγεμόνα από αυτήν που έως τώρα επέδειξε αυτός. Πώς εκδηλώθηκε η προσπάθεια αυτή αποσιωπά ο ιερός ευαγγελιστής και δεν μπορεί με κάποια πιθανότητα να προσδιοριστεί. Το βέβαιο πάντως είναι ότι αντιλήφθηκαν αυτήν σαφώς οι αρχιερείς μπροστά στο πραιτώριο και επειδή φοβήθηκαν… άρχισαν να κραυγάζουν (κ).
Προσπαθούσε να απολύσει τον Ιησού, χωρίς όμως και να προσκρούσει στους αρχιερείς. Αλλά όταν οι αποφάσεις μας να πράξουμε το καθήκον μας συνδυάζονται με σχέδια που τείνουν να επιτελέσουμε αυτό ακίνδυνα και με επιδοκιμασίες από όλους, είναι αδύνατο να ενεργήσουμε καλά και να μην αθετήσουμε αυτό.
(3)    Απολύω= απαλλάσσω κάποιον από το έγκλημα, για το οποίο κατηγορείται και τον αφήνω ελεύθερο (G).
(4)    «Επειδή δηλαδή δεν ωφελήθηκαν καθόλου με τις κατηγορίες που επινόησαν από το νόμο, με κακούργο τρόπο προσφεύγουν στους εκτός αυτών νόμους λέγοντας· όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλιά…» (Χ).
(5)    Φίλος του Καίσαρα= αυτός που ανήκει στη μερίδα του Καίσαρα και φροντίζει για τη σωτηρία του (G). Συγκεκαλυμμένη απειλή. Εάν ο Πιλάτος καταγγελλόταν στη Ρώμη, ότι είχε απολύσει άνθρωπο που διεκδίκησε τον τίτλο του βασιλιά των Ιουδαίων, ήταν επόμενο να εμπλακεί σε μεγάλο κίνδυνο (β).
Ο αυτοκράτορας του θρόνου Τιβέριος ήταν ο πιο καχύποπτος από τους δεσπότες. Η κατηγορία για εσχάτη προδοσία γινόταν πάντοτε με ευκολία δεκτή από τον τύραννο, ο οποίος σύμφωνα με τον Σουετώνιο atrocissime exercebat leges majestatis(=με σκληρότητα απεργαζόταν νόμους για εγκλήματα προδοσίας (καθοσιώσεως)) (g).
«Μόλις είδαν τον Πιλάτο να προσέχει μην αμαρτήσει καταδικάζοντας τον Ιησού ενώ ήταν Υιός Θεού, τον απειλούν με το φόβο του Καίσαρα και συκοφαντώντας τον Κύριο για τυραννία φοβίζουν τον Πιλάτο ότι πρόκειται να προσκρούσει στον Καίσαρα» (Θφ).
(6)      «Πάλι μεταπηδούν στην κατηγορία της τυραννίας μιας και δεν θα την παρέβλεπε ο Πιλάτος αυτήν λόγω του φόβου από τον Καίσαρα» (Ζ).
Ο ύποπτης έννοιας τίτλος βασιλιάς των Ιουδαίων μαζί με τον πολιτικό χρωματισμό, τον οποίο θα έπαιρνε μπροστά στα μάτια του Τιβερίου, θα παρουσίαζε τον Πιλάτο ως μη πιστό επίτροπο, που επιχείρησε να γλυτώσει από την τιμωρία κατηγορούμενο που σφετερίστηκε την αυτοκρατορική εξουσία. Είναι αλήθεια, ότι καταφεύγοντας στο επιχείρημα αυτό οι Ιουδαίοι, αρνούνταν την ίδια ώρα τα εθνικά ιδανικά τους και αυτήν ακόμη την ιδέα και ελπίδα για το Μεσσία και ενσωματώνονταν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Μία τέτοια νίκη ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Ακριβώς για αυτό κατέφυγαν στο επιχείρημα αυτό, φυλάγοντάς το τελευταίο ως χτύπημα απόγνωσης (g).
Πάντοτε υπήρχε τέχνασμα των εχθρών της θρησκείας να παρουσιάζουν αυτήν ως επιβλαβή στις επίγειες βασιλείες και αρχές, ενώ στην πραγματικότητα αυτή είναι τα μέγιστα ευεργετική και εξυπηρετική σε αυτές.
(7)    «Δηλαδή αντιστέκεται» (Ζ). Αντιτίθεται (β). Επαναστατεί κατά του Καίσαρα και εκστομίζει λόγια προδοτικά εναντίον του (ο).
«Και πού φάνηκε αυτός ως τύραννος; Από πού μπορείτε να το αποδείξετε αυτό; Από την αλουργίδα (=πορφυρό ένδυμα βασιλικό); Από το στέμμα; Από την περιβολή; Από τους στρατιώτες; Δεν βάδισε μόνος πάντα μαζί με τους δώδεκα μαθητές του, χρησιμοποιώντας όλα με λιτότητα, και τροφή και στολή και κατοικία;» (Χ).

Ιω. 19,13  ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τοῦτον τὸν λόγον(1) ἤγαγεν(2) ἔξω(3) τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ βήματος(4) εἰς τόπον(5) λεγόμενον Λιθόστρωτον(6), ἑβραϊστὶ δὲ Γαββαθᾶ(7)·
Ιω. 19,13  Ο Πιλάτος τότε, όταν ήκουσε τα λόγια αυτά των Ιουδαίων, έφερε πάλιν έξω τον Ιησούν και αυτός εκάθισεν εις την δικαστικήν έδραν, που είχε τοποθετηθή την ώραν εκείνην εις τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον και εις την εβραϊκήν γλώσσαν Γαββαθά, δηλαδή ύψωμα.
(1)      Δηλαδή το «δεν είσαι φίλος του Καίσαρα».
«Ω, πόση ανανδρία και άκαιρη δειλία! Διότι ο Πιλάτος, νομίζοντας ότι κινδυνεύει πλέον, εάν παραβλέψει αυτά τα λόγια, βγαίνει για να εξετάσει το πράγμα» (Χ).
Υπάρχει και η γραφή «τούτων των λόγων» που μαρτυρείται σοβαρά= ο μεν πληθυντικός δηλώνει ότι ο στίχος 12 μόνο σε περίληψη αναφέρει αυτά που ειπώθηκαν από τους Ιουδαίους (g), ενώ η γενική πτώση σημαίνει, ότι ο Πιλάτος όχι μόνο άκουσε, αλλά και κατανόησε τη σημασία και δύναμη των λεχθέντων (β).
(2)    Χωρίς πλέον να πει κάτι άλλο, «χωρίς να κάνει επίσης καμία εξέταση» (Χ) υποχωρεί στην απειλή. Πάντως όσοι εξαρτούν την ευτυχία τους από τις εύνοιες των ανθρώπων, κάνουν τους εαυτούς τους εύκολη λεία στους πειρασμούς του σατανά.
(3)    Έξω δηλαδή από το Πραιτώριο, όπου ήταν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Δες στον στίχο 9 (β). Μέχρι τη στιγμή αυτή τα πάντα ήταν προκαταρκτικά. Τώρα ο Πιλάτος ανεβαίνει στο δικαστικό βήμα (τ).
(4)    «Ανεβαίνει στο συνηθισμένο βήμα, έτσι ώστε να βγάλει φονική πλέον την απόφαση εναντίον του Χριστού» (Κ). Πήρε τη θέση του ως δικαστής που πρόκειται να εκφέρει τελική απόφαση (ο). Αυτό συμφωνεί και με το Ματθ. κζ 19 («καθημένου δε αυτού επί του βήματος»). Υποκείμενο λοιπόν του εκάθισεν είναι ο Πιλάτος, αν και το ρήμα καθίζω έχει μάλλον μεταβατική έννοια (δες Α΄ Κορ. στ 4,Εφεσ. α 20). Είναι αξιοσημείωτο ότι κατά τον β΄ αιώνα, υπήρξε παράδοση, κατά την οποία οι Ιουδαίοι κάθισαν τον Ιησού σε βήμα (Ευαγγέλιο του Πέτρου 3, Ιουστίνου Απολογία Α 35). Ίσως προήλθε αυτή από παρανόηση αυτού εδώ του χωρίου (β).
(5)    Πρόχειρα πιθανότατα τοποθετήθηκε εκεί το βήμα, αφού οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να μπουν στο Πραιτώριο και η δίκη έπρεπε να γίνει δημόσια.
(6)    Η λέξη λιθόστρωτο λέγεται μοναδική φορά= έδαφος στρωμένο με λίθινες πλάκες· έτσι λεγόταν κάποιος τόπος δίπλα στο πραιτώριο στα Ιεροσόλυμα (G). Μπροστά από το πραιτώριο υπήρχε ένας χώρος από εκείνους, οι οποίοι ήταν στρωμένοι με μωσαϊκά και πάνω στα οποία οι Ρωμαίοι άρχοντες συνήθιζαν να τοποθετούν τις δικαστικές τους έδρες (g).
(7)    Λέξη Αραμαϊκή. Δεν είναι μετάφραση της λέξης λιθόστρωτο. Σημαίνει: ύψωμα, λόφος (g). Αναμφίβολα η μεν Αραμαϊκή ονομασία δόθηκε στον τόπο από το σχήμα του, ενώ η ελληνική από τη φύση του δαπέδου (G).

Ιω. 19,14  ἦν δὲ(1) παρασκευὴ τοῦ πάσχα(2), ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη(3)· καὶ λέγει τοῖς Ἰουδαίοις· ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν(4).
Ιω. 19,14  Η ημέρα δε εκείνη ήτο παραμονή δια την προπαρασκευήν και προετοιμασίαν του πάσχα. Η ώρα ήτο εξ περίπου από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή μεσημέρι. Και λέγει ο Πιλάτος στους Ιουδαίους• “ιδού, πως κατήντησεν ο βασιλεύς σας”.
(1)    Ο Ιωάννης παρεμβάλλει ένδειξη για την ημέρα και ώρα, κατά την οποία η απόφαση εκφωνήθηκε. Ή, λόγω της σπουδαιότητας την οποία η κρίσιμη αυτή στιγμή είχε για την τύχη της ανθρωπότητας ή διότι θέλει να εξηγήσει τη βιασύνη των Ιουδαίων που ανυπομονούσαν για το τέλος της δίκης και την εκτέλεση της ποινής πριν το τέλος της ημέρας (g).
(2)    Ή, ημέρα Παρασκευή της εβδομάδας του Πάσχα (β, F), όπως ερμηνεύουν αυτοί που ισχυρίζονται, ότι το Πάσχα ήδη είχε εορταστεί και ο Κύριος κατά το απόγευμα της Πέμπτης έφαγε αυτό με τους μαθητές του,
ή, πιο σωστά, όπως στο σ. 31, όπου ολοφάνερα βρίσκεται με την έννοια της προετοιμασίας. Εάν επρόκειτο με τη λέξη αυτή να δηλωθεί όχι η παραμονή του Πάσχα, αλλά απλώς και μόνο η ημέρα Παρασκευή, γιατί να προστεθεί η λέξη του Πάσχα (με την έννοια της εβδομάδας του Πάσχα), αφού σύμφωνα με το Ιω. ιγ 1 ιη 28 κλπ. κανείς δεν αγνοούσε ότι κατά τη στιγμή αυτή δεν ήταν στη βδομάδα του Πάσχα; (g).
Το ότι η ημέρα ήταν αυτή της προετοιμασίας του Πάσχα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την ενοχή των Ιουδαίων. Σε αυτήν όφειλαν να εξαγνιστούν, να απομακρύνουν την παλαιά ζύμη και να ετοιμαστούν για το Πάσχα. Αλλά αντί για αυτό κατά την ημέρα αυτή διέπραξαν αυτοί την χειρότερη πράξη.
(3)    Υπάρχουν και οι γραφές: Ώρα δε ην ωσεί έκτη· ώρα ην ωσεί έκτη· ώρα δε ως έκτη. Επιπλέον για συμβιβασμό με το Μάρκου ιε 25, όπου ως ώρα της σταύρωσης καθορίζεται η τρίτη «ο Ευσέβιος Καισαρείας… λέει ότι αυτό είναι αντιγραφικό σφάλμα… αφού το μεν γράμμα γάμμα (το κεφαλαίο Γ) σημαίνει την τρίτη ώρα» (Σβ). «Ο καλλιγράφος αντί για το γράμμα Γάμμα… έγραψε το επίσημο, αυτό που ονομάζουν οι Αλεξανδρινοί Γαβέξ, το οποίο δηλώνει την έκτη ώρα» (αμ), και έτσι το «γράμμα που δηλώνει την τρίτη ώρα, επειδή κυρτώθηκε η απλωμένη σε μήκος ευθεία, μεταβλήθηκε στη σημασία του επισήμου, το οποίο δηλώνει την έκτη ώρα» (Σβ).
Με άλλα λόγια ο αντιγραφέας εξέλαβε το Γ΄(=τρίτη ώρα) που υπήρχε αρχικά αντί για ς΄ (= έκτη ώρα). Αλλά η γραφή έκτη μαρτυρείται αυθεντικότατα.
Κάποιοι από τους νεώτερους (ανάμεσα στους οποίους και οι Tholuck, Wieseler, Keil, Westcott) υπέθεσαν ότι ο ευαγγελιστής αριθμεί εδώ από τα μεσάνυχτα και συνεπώς πρόκειται για τη δική μας έκτη πρωινή. Είναι απίθανο όμως η διαδικασία ενώπιον του Πιλάτου, η παραπομπή του Ιησού στον Ηρώδη η φραγγέλωση και η έκδοση της απόφασης να σημειώθηκαν σε όρθρο βαθύ και σε τόσο σύντομο χρόνο ώστε πριν την ανατολή του ηλίου να έχουν συντελεστεί τα πάντα.
Πιο σωστό είναι ότι διαιρούσαν χονδρικά την ημέρα και τη νύχτα, σε 4 τμήματα, από τρεις ώρες το καθένα, το οποίο εξηγεί, γιατί σχεδόν πάντοτε στην Κ.Δ. γίνεται αναφορά των ωρών τρίτης, έκτης και ενάτης, (Δες Ματθ. κ 1-5) και γιατί οι λέξεις «ωσεί (=περίπου)», «περί» συναντιούνται συχνά στον καθορισμό των ωρών (Ματθ. κζ 46,Λουκ. κγ 44,Ιω. δ 6,Πράξ. ι 3,9). Και εδώ ο Ιωάννης προσθέτει το «ωσεί».
Ενδείκνυται λοιπόν να πάρουμε κάποιο μέσο όρο τόσο για την αφήγηση του Μάρκου, όσο και για αυτήν του Ιωάννου, και τόσο περισσότερο όσο οι απόστολοι δεν είχαν το ρολόι στα χέρια. Και όπως η τρίτη ώρα του Μάρκου, η δική μας ενάτη πρωινή, μπορεί να συμπεριλάβει όλο το χρόνο από την ογδόη μέχρι τη δεκάτη πρωινή, έτσι και η έκτη του Ιωάννη μπορεί να συμπεριλάβει τον χρόνο από την ενδεκάτη μέχρι τη δωδεκάτη μεσημβρινή. Επιπλέον πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη και μια σπουδαία λεπτομέρεια, δηλαδή ότι ο Μάρκος, και κατά δεύτερο λόγο και ο Ματθαίος, προσέδωσαν στη φραγγέλωση την έννοια, την οποία σε παρόμοια περίπτωση είχε, θεωρώντας αυτήν ως την έναρξη της τιμωρίας (g).
Σχετική και η:
«Ο μεν Μάρκος εκθέτει σαφώς και αναμφίβολα την ώρα της απόφασης τού να σταυρωθεί ο Κύριος… Ενώ ο Ιωάννης μιας και είπε ο Μάρκος τον καιρό της απόφασης, αυτός λέει την ώρα, στην οποία σταύρωσε τον Κύριο· διότι πρόσεξε, πόσα έγιναν στο μεταξύ μέχρι αυτήν την ώρα, κατά την οποία ανέβηκε ο Κύριος στο σταυρό. Αφού ελευθέρωσε τον Βαραββά φραγγέλωσε τον Ιησού και τον παρέδωσε οπωσδήποτε στο να σταυρωθεί… όλα αυτά ήταν ικανά να καταναλώσουν το χρόνο από την τρίτη ώρα μέχρι την έκτη… Μαζί όμως με όλα αυτά, πρόσεξε και τον Ιωάννη πώς είπε Ήταν ώρα περίπου έκτη… σαν να διστάζει και να αμφιταλαντεύεται» (Θφ).
(4)    Ή, δεν λέει πλέον Ίδε ο άνθρωπος, όπως όταν ήθελε να διεγείρει τη συμπάθειά τους και να επιτύχει την απόλυσή του. Κάθε τρυφερή συγκίνηση, κάθε αρχή έντιμη και δίκαιη υποχώρησε μπροστά στον πόθο τού να δηλωθεί η νομιμοφροσύνη στον Καίσαρα. Ιδού ο βασιλιάς σας. Να η άθλια τύχη κάθε σφετεριστή της βασιλικής εξουσίας από τη διοίκηση της Ρώμης. Έτσι αποδεικνύω την πίστη μου προς τον Καίσαρα (ο).
Ο σαρκασμός του Πιλάτου απευθύνεται προς τους Ιουδαίους, όχι προς τον Ιησού (β). Ο Πιλάτος έχει ήδη λάβει απόφαση να επικυρώσει τη θανατική απόφαση και θέλει να εκδικηθεί του Ιουδαίους σαρκάζοντας αυτούς.
Ή, λιγότερο σωστά. «Πάλι άλλαξε με σκοπό να τους κάνει να ντραπούν» (Ζ). Επιχειρεί για τελευταία φορά να κινήσει αυτούς σε οίκτο.

Ιω. 19,15  οἱ δὲ ἐκραύγασαν· ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν(1). λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τὸν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω(2); ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς(3)· οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα(4).
Ιω. 19,15  Αυτοί δε, εκραύγασαν• “πάρε τον από εδώ! Πάρε τον από τα μάτια μας, να μην τον βλέπουμε, σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον”. Λέγει εις αυτούς ο Πιλάτος• “τον βασιλέα σας να σταυρώσω;” Απήντησαν οι αρχιερείς• δεν έχουμε άλλον βασιλέα, παρά μόνον τον Καίσαρα”.
(1)    «Ω, τι αξεπέραστη μανία» (Ζ). Οι τρεις προστακτικές σε αόριστο εκφράζουν την ανυπομονησία τους (g). «Λαός άτακτος, διεφθαρμένος από τους άρχοντες» (Χ). Πάρε τον, δεν είναι δικός μας. Αποκηρύττουμε αυτόν ως πολίτη μας, πολύ περισσότερο ως βασιλιά μας. Δεν τρέφουμε κανένα σεβασμό αλλά ούτε και συμπάθεια προς αυτόν. Υπάρχουν και οι γραφές: Οι δε εκραύγαζον· οι δε έλεγον· εκραύγασαν ουν εκείνοι.
(2)    Ο Πιλάτος έχει ήδη την απόφαση να ενδώσει. Αλλά πρώτα θέλει να δώσει στον εαυτό του την ευχαρίστηση τού να μπήξει και πάλι το μαχαίρι στην πληγή: Τον βασιλιά σας να σταυρώσω; Εκδικείται έτσι για την πράξη της μικρότητας και δειλίας, στην οποία τον εξαναγκάζουν (g).
«Συγκεκαλυμμένα τους ειρωνεύεται και λέει· Δείτε ποιον άνθρωπο λέτε, ότι επιχειρούσε να βασιλεύσει σε σας, ασήμαντο δηλαδή και που δεν θα επιχειρούσε τέτοια πράγματα. Διότι ποιό γνώρισμα τυράννου έχει αυτός; Στρατιώτες; Πλούτο; Ευγένεια; Να ο βασιλιάς σας. Τι κέρδος θα έχετε εάν σκοτώσετε αυτόν, άνθρωπο που δεν μπορεί ούτε τα ελάχιστα να βλάψει;» (Θφ).
(3)    «Δεν λέει ότι ο λαός άρχισε αυτόν τον τόσο δυσσεβέστατο λόγο, αλλά πάλι αυτοί που τους έλαχε να είναι αρχηγοί. Διότι κραύγασαν, λέει, οι αρχιερείς… Ευθύνονται λοιπόν οι αρχιερείς, επειδή καταστρέφουν όχι μόνο τις δικές τους ψυχές, αλλά έγιναν αυτοί αρχηγοί και στρατηγοί αυτού του καταστροφικού φόνου και στους λαούς που είχαν κάτω από την εξουσία τους» (Κ).
Οι αρχιερείς υπήρξαν οι πρώτοι υποκινητές της σύλληψης και καταδίκης του Ιησού δες σ. 6,21 και ιβ 10 (β).
(4)    Και όμως θα παραμέριζαν τον Καίσαρα, εάν μπορούσαν. Αρνούνται τον Ιησού σε τέτοιο βαθμό ώστε να αρνηθούν εξ’ ολοκλήρου και το Χριστό (b). «Αποσκίρτησε ο Ισραήλ, αφιερώνοντας τον εαυτό του στην εξουσία του Καίσαρα και απέβαλλε την βασιλεία του Θεού» (Κ).
«Διότι αρνούμενοι τη βασιλεία του Χριστού, καλούσαν πάνω τους τη βασιλεία του Καίσαρα» (Χ). «Αφού λοιπόν απογυμνώθηκαν από τη θεία επίβλεψη, παραδόθηκαν στους Ρωμαίους για πανωλεθρία» (Ζ). Οι Ιουδαίοι με την ερώτηση του Πιλάτου εξωθούνται στην αξιομνημόνευτη διακήρυξη, με την οποία αυτοί οι ίδιοι διακήρυξαν την κατάργηση της θεοκρατίας και την απορρόφηση του Ισραήλ στον κόσμο των εθνών. Ενώ αυτοί τρέφονται με τη σκέψη του να ανατρέψουν το θρόνο του Καίσαρα με τον Μεσσία, αφήνουν τους εαυτούς τους να παρασυρθούν από το προς τον Ιησού μίσος μέχρι τού να κραυγάσουν μπροστά στον αντιπρόσωπο του αυτοκράτορα: Δεν έχουμε βασιλιά παρά μόνο τον Καίσαρα (g).
Αρνούνται έτσι την πρώτη αρχή της Ιουδαϊκής θεοκρατίας ότι ο Ιεχωβά ήταν βασιλιάς τους (Α΄ Βασ. ιβ 12) και εμμέσως αρνούνται το ιδανικό του Μεσσία βασιλιά και εγκαταλείπουν ό,τι υπήρξε κατεξοχήν το χαρακτηριστικό της Ιουδαϊκής θρησκείας (β).
Από το να αναγνωρίσουν τον Ιησού ως Μεσσία τους προτιμούν να αρνηθούν την ιστορία τους και όλες τις ιδιαίτερες σχέσεις του Ιεχωβά με το έθνος τους (F).
Αυτός, τον οποίο αναγνωρίζουν ήδη ως Καίσαρά τους, πρόκειται μετά από κάποια έτη να τους εξολοθρεύσει. Με δικαιοσύνη ο Θεός χρησιμοποιεί τιμωρό και εξολοθρευτή για αυτούς, αλλά και για εμάς εκείνον, τον οποίο προτιμούμε από το Χριστό. Και στο εξής οι Ιουδαίοι δεν θα έχουν πλέον δικό τους βασιλιά, αλλά οι βασιλιάδες των εθνών θα κυριαρχούν σε αυτούς. Αφού δεν θέλουν να έχουν βασιλιά παρά μόνο τον Καίσαρα, αυτό και θα επιβληθεί σε αυτούς από τη θεία Πρόνοια. Μόνοι τους αποφάσισαν αυτό.

Ιω. 19,16  τότε οὖν(1) παρέδωκεν(2) αὐτὸν αὐτοῖς(3) ἵνα σταυρωθῇ(4).
Ιω. 19,16  Τότε ο Πιλάτος παρέδωκεν εις αυτούς τον Ιησούν, δια να σταυρωθή.
(1)     Όταν δόθηκε η απάντηση αυτή από τους αρχιερείς ο Πιλάτος αισθάνθηκε ότι αφ’ ενός η ταπείνωση των Ιουδαίων, με την οποία ήθελε να τους εκδικηθεί, ήταν ήδη πλήρης, και αφ’ ετέρου ότι καμία δικαιολογία δεν έμεινε σε αυτόν, για να απολύσει τον Ιησού εκτός εάν εμφανιζόταν λιγότερο ζηλωτής υπέρ του αυτοκράτορα από όσο οι Ιουδαίοι (ο), για αυτό λοιπόν τότε παρέδωσε αυτόν σε αυτούς. Όταν λέχθηκαν αυτά, λέχθηκε το παν. Αρνούμενος την προσδοκία του Μεσσία ο Ισραήλ αρνήθηκε τον εαυτό του. Με το τίμημα αυτό πέτυχε, ώστε ο Ιησούς να παραδοθεί σε αυτόν (g).
Επιπλέον «θα παρείχε ο Πιλάτος όλα τα φαινόμενα ότι ενεργούσε εναντίον του Καίσαρα, εάν στη διακήρυξή τους, ότι δεν είχαν άλλο βασιλιά παρά μόνο τον Καίσαρα, επιθυμούσε αυτός να επιβάλλει σε αυτούς άλλο βασιλιά απολύοντας χωρίς ποινή έναν, τον οποίον για κάποιες τέτοιες απόπειρες παρέδωσαν σε αυτόν για να θανατωθεί» (Αυ).
(2)    «Αυτός όμως αφού παρέδωσε όλο τον εαυτό του στα παρόντα πράγματα, δεν θέλησε να φιλοσοφήσει τίποτα το ανώτερο· αν και βέβαια το όνειρο της γυναίκας του ήταν ικανό να τον εκπλήξει. Αλλά με τίποτα από αυτά δεν έγινε καλύτερος, ούτε είδε προς τον ουρανό, αλλά τον παρέδωσε» (Χ), «χρησιμοποιώντας την κρίση άτολμα και άνανδρα» (Θφ).
Στην ασημαντότητα των Ιουδαίων ανταποκρίνεται η ασημαντότητα του Πιλάτου. Υποχώρησε από δειλία όπως και εκείνοι άφησαν τους εαυτούς τους να σέρνονται από το άγριο μίσος τους (F).
(3)    «Νομίζω ότι εύλογα και σωστά θα μπορούσε κάποιος να αποδώσει λοιπόν στους Ιουδαίους το σύνολο του τολμήματος και να τους αφιερώσει την κατηγορία της αρχικής ενέργειας. Διότι αυτοί έγιναν η αρχή της ασέβειας εναντίον του Χριστού» (Κ).
Οι στρατιώτες θα εκτελούσαν τη σταύρωση, αλλά αυτοί δεν ήταν παρά τυφλά όργανα εκτέλεσης θανάτου, για τον οποίο κύριοι υπεύθυνοι ήταν οι Ιουδαίοι. Τον παρέδωσε σε αυτούς, όχι στους αξιωματικούς του, όπως γινόταν συνήθως. Έτσι δικαιολογούσε κακώς στη συνείδησή του την συντελούμενη αδικία, μην παίρνοντας αυτός την πρωτοβουλία της σταύρωσης, αλλά παραχωρώντας τον Ιησού σε αυτούς, οι οποίοι επέμεναν να τον σταυρώσουν.
Αλλά εκείνοι, οι οποίοι ωθούν και μας αναγκάζουν στο να αμαρτήσουμε και αποκλείουν από εμάς να πράξουμε ό,τι η συνείδησή μας μαρτυρεί ως δίκαιο, είναι οι χειρότεροι εχθροί των ψυχών μας. Και στα δίκτυα τέτοιων εχθρών έμπλεξε ο Πιλάτος.
(4)    Σύμφωνα με τους συνοπτικούς ευαγγελιστές της σταύρωσης προηγήθηκε αμέσως η φραγγέλωση. Από αυτό υπέθεσαν κάποιοι από τους νεώτερους (Alford), ότι και για δεύτερη φορά ο Κύριος φραγγελώθηκε.
Αλλά όπως φαίνεται και από κάποια φράση του Λουκά («παιδεύσας ουν αυτόν απολύσω» Λουκ. κγ 22) ο Πιλάτος αναβάλλοντας για κάποιες στιγμές την έκδοση της απόφασης διέταξε να φραγγελωθεί, ελπίζοντας ότι έτσι θα ικανοποιούσε τους Ιουδαίους και θα πετύχαινε την απόλυση του Ιησού. Έτσι ο Κύριος φραγγελώθηκε μία φορά και ο Ιωάννης καθορίζει το χρόνο της φραγγέλωσης ακριβέστερα (ο,β).

Η σταύρωση και ο τίτλος του σταυρού

Ιω. 19,17  Παρέλαβον δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἤγαγον(1)· καὶ βαστάζων τὸν σταυρὸν αὐτοῦ(2) ἐξῆλθεν(3) εἰς τὸν λεγόμενον κρανίου τόπον(4), ὃς λέγεται ἑβραϊστὶ(5) Γολγοθᾶ,
Ιω. 19,17  Επήραν οι στρατιώται τον Ιησούν και τον ωδήγησαν στον τόπον της σταυρώσεως• και αυτός βαστάζων στον ώμον του τον σταυρόν του εβγήκεν έξω από την πόλιν και ήλθε στην τοποθεσία, που λέγεται Κρανίου τόπος, Εβραϊκά δε Γολγοθά.
(1)    Υπάρχει και η γραφή· απήγαγον.
«Οι λέξεις αυτές μπορούν να αναφέρονται στους στρατιώτες, τους παραστάτες του Ρωμαίου επιτρόπου. Διότι παρακάτω σαφέστερα αναφέρεται «οι στρατιώτες λοιπόν όταν σταύρωσαν τον Ιησού», αν και ο ευαγγελιστής σωστά αποδίδει το παν στους Ιουδαίους, διότι αυτοί είχαν ήδη ό,τι ζήτησαν επίμονα και αυτοί έπραξαν το παν εξαναγκάζοντας να γίνει αυτό» (Αυ).
Υποκείμενο του παρέλαβον είναι οι Ιουδαίοι, διότι αυτοί εκτελούσαν την απόφαση με τα χέρια των στρατιωτών. Εάν όμως το ήγαγον θεωρηθεί ως αυθεντικό, τότε το υποκείμενο είναι οι στρατιώτες (g).
(2)    Σύμφωνα με την επικρατούσα στους Ρωμαίους συνήθεια, κατά την οποία «Ο καθένας από τους κακούργους μεταφέρει τον δικό του σταυρό» (Πλούταρχος Περί των βραδέως υπό του θείου τιμωρουμένων 9) και «αυτός που πρόκειται να καρφωθεί σε σταυρό, προηγουμένως τον βαστάζει» (Αρτεμίδωρος, Όνειρο. ΙΙ 56).
Δεν αντιλέγουν σε αυτό οι συνοπτικοί, οι οποίοι αφηγούνται, ότι αγγαρεύτηκε ο Σίμωνας ο Κυρηναίος για να επιτελέσει το έργο αυτό. Διότι η μετοχή βαστάζων συνδέεται στενά με το ρήμα εξήλθε (=βγήκε). Κατά τη στιγμή της αναχώρησης ο Ιησούς υποβλήθηκε στην επικρατούσα συνήθεια. Αργότερα φοβήθηκαν βλέποντάς τον να υποκύπτει και επωφελήθηκαν από τη συνάντηση με το Σίμωνα, για να απαλλάξουν αυτόν από το φορτίο (g).
Ο Κύριος κουβαλά μόνος τον σταυρό και αυτό αποτελεί μέρος του παθήματός του. Ο σταυρός ήταν αρκετά βαρύς και το σώμα του Κυρίου ήταν λεπτό και τρυφερό, ασυνήθιστο σε τέτοια φορτία και βάρη. Επιπλέον πριν από λίγο είχε μαστιγωθεί. Οι ώμοι του πονούσαν ακόμη λόγω των πληγών της φραγγέλωσης και κάθε κίνηση του σταυρού διεύρυνε τις πληγές και έκανε οξύτερο τον πόνο. Και ο Κύριος κατέβαλλε μέχρι εξάντλησης όλες του τις δυνάμεις μεταφέροντας με υπομονή πολλή το όργανο του μαρτυρίου του στον τόπο της εκτέλεσης.
Άφησε έτσι παράδειγμα διδακτικό στους μαθητές και οπαδούς του να σηκώνουν και αυτοί το σταυρό τους και να ακολουθούν αυτόν. Οποιονδήποτε σταυρό και να μας καλεί κάθε φορά να σηκώσουμε, δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε, ότι πρώτος αυτός σήκωσε στον ώμο βαρύτατο σταυρό όχι για τον εαυτό του αλλά για μας. Και η ανάμνηση αυτή θα καθιστά σε εμάς ελαφρό τον σταυρό μας.
Ο Χριστός βαστάζει τον σταυρό του!
«Μέγα θέαμα! Αλλά εάν η ασέβεια βλέπει αυτό, μέγας περίγελως· εάν η ευσέβεια, μέγα μυστήριο. Εάν η ασέβεια είναι θεατής αυτού, μεγάλη επίδειξη ατιμίας· εάν η ευσέβεια ογκώδες έργο πίστεως. Η ασέβεια περιγελά τον βασιλιά που κουβαλά αντί για το βασιλικό του σκήπτρο το ξύλο της τιμωρίας του· η ευσέβεια βλέπει τον βασιλιά να κουβαλά το ξύλο για την σταύρωσή του, το οποίο όμως πρόκειται να τοποθετηθεί στα μέτωπα των βασιλιάδων· βλέπει αυτόν εκτεθειμένο στα βλέμματα των ασεβών μαζί με το ξύλο για το οποίο οι καρδιές των αγίων πρόκειται έπειτα να τον δοξάσουν» (Αυ).
«Πρόσεξε όμως που αυτό τελείται και σύμφωνα με την παλαιά προτύπωση. Διότι και εκεί ο Ισαάκ βαστάζοντας τα ξύλα πήγαινε να σφαχτεί· έτσι και εδώ ο Κύριος έχοντας το σταυρό πορεύεται, και σαν ακριβώς κάποιος στρατιώτης, κουβαλά το όπλο, με το οποίο νικά τον αντίπαλο» (Θφ).
«Αλλά τότε μεν (στον Ισαάκ) το πράγμα έφτασε μέχρι την απόφαση του πατέρα του. Διότι ήταν προτύπωση. Τώρα όμως προχώρησε το πράγμα και στην πράξη· διότι ήταν αλήθεια» (Χ).
Υπάρχει και η γραφή τον σταυρόν ἑαυτοῦ.
(3)    Βγήκε δηλαδή έξω από τα τείχη της πόλης. Ο Μωϋσής είχε απαγορεύσει τις θανατικές εκτελέσεις μέσα στο στρατόπεδο (Λευϊτικ. κδ 14,Αριθμ. ιε 35), για αυτό και οι κατάδικοι εκτελούνταν έξω από τις πόλεις (Γ΄ Βασ. κ (κα) 13,Πράξ. ζ 58), και πάνω σε αυτό στηρίζεται και η προτροπή του χωρίου Εβρ. ιγ 12. Ο άγιος Τάφος βρίσκεται σήμερα σε αρκετή απόσταση στο εσωτερικό της Ιερουσαλήμ. Αλλά τα τείχη του περιβόλου είναι δυνατόν αργότερα να μετατέθηκαν. Ο γυμνός βράχος στο μέρος αυτό φαίνεται να αποδεικνύει ακόμη και σήμερα, ότι το μέρος αυτό της πόλης δεν κατοικούνταν άλλοτε (g).
(4)    Η ονομασία αυτή δεν προέρχεται από τις εκτελέσεις, οι οποίες γίνονταν στο μέρος αυτό. Θα έπρεπε σε αυτήν την περίπτωση να είναι πληθυντικός: κρανίων τόπος. Άλλωστε στους Ιουδαίους τέτοια λείψανα δεν έμεναν ακάλυπτα. Η ονομασία προέρχεται από το στρογγυλό σχήμα και την αποψιλωμένη μορφή του λόφου (g). Εναντίον αυτού αντιλέγει το ότι δεν υπάρχει κάποια οποιαδήποτε παράδοση που να ευνοεί αυτήν την εκδοχή, ούτε υπάρχει στα ευαγγέλια κάποια ένδειξη για το ότι ο Γολγοθάς ήταν λόφος ή ύψωμα.
Για αυτό ο β βρίσκει πιθανή και την εκδοχή, σύμφωνα με την οποία, η παράδοση που για πρώτη φορά συναντιέται στον Ωριγένη (Υπόμνημα Ματθ. κζ 33), κατά την οποία «κάποιοι λένε ότι εκεί πέθανε και είναι θαμμένος ο Αδάμ, και ο Ιησούς, στον τόπο, όπου ο θάνατος βασίλεψε, εκεί έστησε και το τρόπαιο. Διότι πράγματι έβγαινε βαστάζοντας ως τρόπαιο τον σταυρό κατά της τυραννίας του θανάτου» (Χ), ενδέχεται να είναι προχριστιανική και από αυτήν να προήλθε η ονομασία.
(5)    Η λέξη αυτή, η οποία συναντιέται 4 φορές στο κατά Ιωάννην, βρίσκεται και δύο φορές στην Αποκάλυψη, πουθενά όμως αλλού στην Κ.Δ. (g).

Ιω. 19,18  ὅπου αὐτὸν ἐσταύρωσαν(1), καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄλλους δύο(2) ἐντεῦθεν καὶ ἐντεῦθεν(3), μέσον δὲ τὸν Ἰησοῦν(4).
Ιω. 19,18  Εκεί σταύρωσαν αυτόν και μαζί του σταύρωσαν δύο άλλους, ένα από το ένα μέρος και τον άλλον από το άλλο, στο μέσον δε των δύο κακούργων έβαλαν τον Ιησού.
(1)     Ο σταυρός είχε το σχήμα Τ. Ήταν λίγο υψωμένος (δες στιχ. 29). Μερικές φορές τον έριχναν κατά γης και αφού κάρφωναν πάνω του τον κατάδικο τον ανύψωναν πάλι. Συχνότερα όμως ήταν στηριγμένος στη γη και ο κατάδικος ανεβαζόταν σε αυτόν με σχοινιά, και μετά από αυτό τα χέρια του καρφώνονταν στο οριζόντιο ξύλο. Για να μην κατασχίζονται όμως αυτά από το βάρος του σώματος, στήριζαν αυτό σε χοντρό ξύλινο στέλεχος στηριγμένο στο κάθετο ξύλο του σταυρού και πάνω στο οποίο ο κατάδικος βρισκόταν σαν πάνω σε άλογο. Οι σταυρούμενοι ζούσαν συνήθως πάνω στο σταυρό γύρω στις δώδεκα ώρες, μερικές φορές όμως παρατεινόταν η ζωή τους και μέχρι την τρίτη ημέρα. Το είδος του θανάτου συνένωνε στον ύψιστο βαθμό τις οδύνες και την ατιμία όλων των άλλων τιμωριών.
Η αυξανόμενη φλόγωση των πληγών, η αφύσικη τοποθέτηση του σώματος, η από αυτό αναγκαστική ακινησία και ακαμψία των μελών, οι τοπικές συμφορήσεις, προ παντός μάλιστα στο κεφάλι, η ανείπωτη αγωνία, που προερχόταν από την διαταραχή της κυκλοφορίας, φλογερός πυρετός και δίψα βασάνιζαν τον κατάδικο χωρίς να τον φονεύουν (g).
(2)    Ο Ματθαίος και ο Μάρκος ονομάζουν αυτούς ληστές, ο Λουκάς κακούργους. Οι Ιουδαίοι ζήτησαν την εκτέλεση των άλλων δύο καταδίκων, για να καταστήσουν πληρέστερο τον εξευτελισμό του Ιησού ή ο Πιλάτος για να επιρρίψει ύβρη κατά του ιουδαϊκού λαού με τους δύο αυτούς συντρόφους του βασιλιά τους; Είναι δύσκολο να πούμε (g).
Τρεις σταυροί στήθηκαν εκείνη την ημέρα, και μεταξύ δύο από αυτούς πρέπει και εμείς να διαλέξουμε τον δικό μας. Ο ένας είναι ο σταυρός του αναμάρτητου Λυτρωτή, και συνεπώς δεν μπορεί να είναι δικός μας. Οι άλλοι δύο σταυροί είναι της αμετανοησίας και της μετάνοιας. Μεταξύ αυτών των δύο μπορούμε και πρέπει αναγκαστικά να κάνουμε την εκλογή μας (τ).
Ο Κύριος δεν πεθαίνει πάνω στο θυσιαστήριο μεταξύ των θυμάτων, ούτε αναμιγνύεται το αίμα του με το αίμα ταύρων και τράγων· αλλά πέθανε μεταξύ των εγκληματιών και ανέμιξε το αίμα του μαζί με το αίμα εκείνων, οι οποίοι σφαγιάζονταν για ικανοποίηση της ανθρώπινης δικαιοσύνης.
(3)     «Ένα από τα δεξιά και έναν από τα αριστερά του» σύμφωνα με τους συνοπτικούς.
«Και σταυρώνουν αυτόν μαζί με ληστές, εκπληρώνοντας και με τον τρόπο αυτόν χωρίς να το θέλουν την προφητεία. Διότι εκείνα που αυτοί έπρατταν υβρίζοντας, αυτά απέβαιναν υπέρ της αλήθειας, για να μάθεις πόση είναι η δύναμη αυτής· διότι και αυτό το προείπε αφού φωτίστηκε από τον ουρανό και ο προφήτης, ότι «ελογίσθη μετά των ανόμων» (Ησαΐου νγ 12). Ήθελε βέβαια ο δαίμονας να επισκιάσει αυτό που γινόταν, αλλά δεν μπόρεσε. Διότι σταυρώθηκαν μεν οι τρεις, έλαμψε όμως μόνος ο Ιησούς» (Χ).
«Δες όμως τη σοφία του Θεού, πώς και αυτό, το οποίο αυτοί έκαναν για να υβρίσουν τον Κύριο, απέβη σε δόξα του. Διότι και σε αυτόν τον ίδιο το σταυρό έσωσε τον ληστή, το οποίο είναι θαύμα από κανένα άλλο θαύμα μικρότερο» (Θφ).
(4)    Για κοροϊδία μπήκε ο Ιησούς στη θέση της τιμής λόγω των βασιλικών του αξιώσεων (F). Υπήρξε καταφρόνηση και θλίψη άλλη όμοια με αυτήν του Ιησού; Αυτός, του οποίου ένδυμα υπήρξε η δόξα, αποστερήθηκε αυτήν ολοτελώς και ντύθηκε την αισχύνη. Αυτός ο οποίος υπήρξε ο αίνος των αγγέλων, κατέστη όνειδος και χλεύη των ανθρώπων. Αυτός ο οποίος υπήρξε η αιώνια χαρά και μακαριότητα στον κόλπο του Πατέρα του, ήδη βρίσκεται στον έσχατο βαθμό του πόνου και της αγωνίας. Δείτε αυτόν ματωμένο· δείτε τον να αγωνίζεται, δείτε τον να πεθαίνει και αγαπήστε τον και ζήστε για αυτόν και φροντίστε, τι θα ανταποδώσετε σε αυτόν.

Ιω. 19,19  ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον(1) ὁ Πιλᾶτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ(2)· ἦν δὲ γεγραμμένον· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(3).
Ιω. 19,19  Έγραψε δε ο Πιλάτος και επιγραφή και την έβαλε στο επάνω μέρος του σταυρού. Ήταν δε γραμμένο εις αυτήν• “Ιησούς ο Ναζωραίος, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
(1)     = Επιγραφή με την οποία δηλωνόταν το έγκλημα και η αιτία της ποινής (G). «Δηλαδή αιτία και επιγραφή και δήλωση» (Θφ). Όρος τεχνικός titulus, τίτλος, επιγραφή, σανίδα, αιτία. Κατά τη Ρωμαϊκή συνήθεια ο οδηγούμενος να σταυρωθεί κουβαλούσε αυτός ο ίδιος ή άλλοι κουβαλούσαν μπροστά από αυτόν επιγραφή, στην οποία παρέχονταν ενδείξεις για το έγκλημά του, και η οποία αναρτιόταν πάνω στο σταυρό. Ο Πιλάτος επωφελήθηκε από αυτήν τη συνήθεια για να στιγματίσει τους Ιουδαίους εξαγγέλλοντας ακόμη μία φορά ότι ο εγκληματίας αυτός ήταν βασιλιάς τους (g).
(2)     Υπάρχει και η γραφή· επέθηκεν επί του σταυρού. Στο Ματθ. κζ 37 αναγράφεται: Τοποθέτησαν πάνω από το κεφάλι του, το οποίο υπαινίσσεται, ότι ο σταυρός είχε σχήμα που ονομαζόταν Crux immissa με ένα δεύτερο οριζόντιο ξύλο πάνω στο οποίο στήριζαν τους βραχίονες και το οποίο ήταν παράλληλο προς το άλλο στο οποίο καρφώνονταν τα χέρια (β).
(3)   Περιλαμβάνει μέσα του ο τίτλος το όνομα (Ιησούς ο Ναζωραίος) και ένδειξη του εγκλήματος με λέξεις σαρκασμού (ο βασιλιάς των Ιουδαίων) (β).
Η προσθήκη της λέξης ο Ναζωραίος στη φράση ο βασιλιάς των Ιουδαίων κάνουν τον σαρκασμό οξύτερο και υβριστικότερο, εφ’ όσον στην ατίμωση του σταυρού προσθέτονταν και η ταπεινή καταγωγή του βασιλιά αυτού των Ιουδαίων (ο).
«Επειδή δηλαδή τον παρέδωσαν ως φαύλο και την απόφαση αυτή επιχειρούσαν να την επιβεβαιώσουν με την σταύρωσή του μαζί με τους ληστές, για να μην μπορεί λοιπόν κανείς να διατυπώσει πονηρές κατηγορίες και να τον κατηγορεί σαν κάποιο φαύλο και πονηρό, φράσσοντας ο Πιλάτος τα στόματα αυτών… και για να δείξει ότι επαναστάτησαν κατά του δικού τους βασιλιά, σαν ακριβώς σε κάποιο τρόπαιο, έτσι έθεσε την επιγραφή, που άφηνε περίλαμπρη φωνή και δήλωνε την νίκη και διακήρυττε την βασιλεία, αν και όχι ολόκληρη» (Χ).
Διότι η επιγραφή αυτή επιβεβαίωνε την αθωότητα του Κυρίου, διότι ανέγραφε κατηγορία, η οποία όπως ήταν διατυπωμένη, δεν εξέφραζε κάποιο έγκλημα. Εάν η όλη κατηγορία, την οποία του απέδιδαν ήταν αυτή, ασφαλώς δεν είχε πράξει τίποτα άξιο θανάτου ή φυλάκισης. Ήταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος, ο ευλογημένος Ναζωραίος, ο αφιερωμένος εξ’ ολοκλήρου στο Θεό.
Ήταν ο βασιλιάς των Ιουδαίων, ο Μεσσίας, το άστρο και το σκήπτρο, το οποίο επρόκειτο να ανατείλει από το Ισραήλ, όπως ο Βαλαάμ είχε προείπε. Και πέθαινε για το καλό του λαού, όπως ο Καϊάφας είχε προφητεύσει. Έτσι και οι τρεις αυτοί πονηροί άνδρες ο Βαλαάμ, ο Καϊάφας, ο Πιλάτος, μαρτυρούσαν υπέρ του Χριστού, παρόλο που η πρόθεσή τους δεν ήταν τέτοια.

Ιω. 19,20  τοῦτον οὖν τὸν τίτλον(1) πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι(2) ἐγγὺς ἦν τῆς πόλεως ὁ τόπος(3) ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἦν γεγραμμένον ἑβραϊστί, ἑλληνιστί, ῥωμαϊστί(4).
Ιω. 19,20  Αυτήν, λοιπόν, την επιγραφή πολλοί από τους Εβραίους την διάβασαν, διότι ήτο κοντά εις την πόλη ο τόπος όπου εσταυρώθη ο Ιησούς. Και ήτο γραμμένη εβραϊκά, ελληνικά και ρωμαϊκά.
(1)     «Ήταν δηλαδή τοποθετημένη μπροστά σε όλους, ομολογώντας ολοφάνερα τη βασιλεία του Σωτήρα μας με τρεις γλώσσες που ήταν οι πιο διάσημες από όλες έως τότε και προσφέροντας στον σταυρωμένο την έναρξη κατά κάποιο τρόπο της προφητείας που ειπώθηκε για αυτόν. Διότι είπε σε κάποιο σημείο ο Δανιήλ ο σοφότατος, ότι σε Αυτόν δόθηκε η τιμή και η βασιλεία και σε αυτόν θα δουλεύσουν όλες οι φυλές και οι γλώσσες» (Κ).
Έτσι ο Κύριος υψώθηκε (Ιω. ιβ 32) και άρχισε να ελκύει τα έθνη προς τον εαυτό του. Η βασιλεία του εγκαθιδρύθηκε. Ανεβάστηκε στο θρόνο του, θρόνο αισχύνης αλλά και δύναμης· το στέμμα της δόξας και των αγκαθιών είναι στο μέτωπό του. Και πάνω από το κεφάλι του είναι ο τίτλος του: ο βασιλιάς του Ισραήλ, ο βασιλιάς στη βασιλεία του Θεού. Διότι έτσι ήταν αναγκαίο να ιδρυθεί και πάνω στη γη η βασιλεία του Θεού, αφού αυτή πρέπει να κυριαρχεί στις καρδιές και τις θελήσεις των ανθρώπων. Ο υιός του ανθρώπου έπρεπε να πάθει. Και βασιλεύει από το Ξύλο (τ).
Διάβασαν τον τίτλο αυτόν πολλοί από τους Ιουδαίους, όχι μόνο από τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, αλλά και από την υπόλοιπη χώρα της Παλαιστίνης, ξένοι και προσήλυτοι οι οποίοι είχαν έλθει στα Ιεροσόλυμα για τη γιορτή του Πάσχα. Πλήθη πολλά τη διάβασαν και έδωσε η επιγραφή αφορμή σε ποικίλες σκέψεις και θεωρίες, αναλόγως των διαθέσεων αυτών που την διάβαζαν.
(2)     Ο λόγος για τον οποίο πολλοί από τους Ιουδαίους διάβασαν τον τίτλο.
(3)    Το «τῆς» να το συντάξεις με το ἐγγὺς (b). Όχι ο τόπος της πόλης ήταν κοντά, αλλά ο τόπος, όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς ήταν κοντά στην πόλη. Η πρώτη σύνταξη προϋποθέτει ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε σε τόπο που βρισκόταν μέσα στην πόλη. Αλλά ο Ιησούς έπαθε έξω από την πύλη σύμφωνα με το Εβρ. ιγ 12, δες Ματθ. κζ 32, Πράξ. ζ 58 (β).
(4)    «Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι πολύ έξυπνα βεβαίως και με ένα θεϊκό και ανέκφραστο σχέδιο τοποθετήθηκε ο τίτλος να έχει τριπλή την γραφή, στα Εβραϊκά, τα Ρωμαϊκά, τα Ελληνικά» (Κ). Με τις τρεις γλώσσες της επιγραφής δόθηκε στο περιεχόμενό της η μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα. Ο Ιησούς στην κατώτατη βαθμίδα της ταπείνωσής του διακηρύχτηκε Βασιλιάς-Μεσσίας στις τρεις κυριότερες γλώσσες του τότε κόσμου (g).
«Διότι οι τρεις αυτές γλώσσες ήταν διαδεδομένες περισσότερο από τις άλλες στον τόπο εκείνο· η Εβραϊκή εξαιτίας των Ιουδαίων, οι οποίοι καυχιόντουσαν για το νόμο του Θεού· η Ελληνική εξαιτίας των σοφών μεταξύ των εθνών και η Λατινική εξαιτίας των Ρωμαίων, οι οποίοι τότε ασκούσαν κυριαρχική εξουσία σε πολλές και σχεδόν σε όλες τις χώρες» (Αυ).
Η Εβραϊκή ήταν η εθνική γλώσσα, η Ελληνική κατανοούνταν καθολικά σαν ένα είδος διεθνούς γλώσσας και η Ρωμαϊκή ήταν η επίσημη γλώσσα. Σε κάθε μία από τις γλώσσες αυτές ο Χριστός διακηρύχτηκε βασιλιάς, στον οποίο όλοι οι θησαυροί της αποκάλυψης, της σοφίας και της δύναμης είναι απόκρυφοι. Και με την αναγραφή της επιγραφής στις τρεις γλώσσες υποδηλωνόταν ότι ο Ιησούς Χριστός θα ήταν ο Σωτήρας όλων των εθνών και όχι μόνο των Ιουδαίων και ότι όλα τα έθνη θα άκουγαν στη δική τους διάλεκτο τα μεγαλεία του Λυτρωτή.

Ιω. 19,21  ἔλεγον οὖν τῷ Πιλάτῳ οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων(1)· μὴ γράφε(2), ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ᾿ ὅτι ἐκεῖνος(3) εἶπε, βασιλεύς εἰμι τῶν Ἰουδαίων(4).
Ιω. 19,21  Οι αρχιερείς είπαν στον Πιλάτο• “μη γράφεις ο βασιλεύς των Ιουδαίων, αλλ’ ότι εκείνος είπεν, βασιλεύς είμαι των Ιουδαίων”.
(1)    Η φράση αυτή που δεν συναντιέται κάπου αλλού είναι αξιοσημείωτη. Σημαίνει, ότι αυτοί ενεργούσαν εδώ ως υπερασπιστές των συμφερόντων του θεοκρατικού λαού (g).
(2)     «Δεν αντέχουν τα γραφόμενα στην επιγραφή οι διδάσκαλοι των Ιουδαίων και εισέβαλλε μέσα τους δριμύς φθόνος και αρνούνται πάλι την βασιλεία του Χριστού και λένε ότι αυτός μεν δεν εξουσίασε αληθινά, ούτε βεβαίως τον παραδέχτηκαν ποτέ ως τώρα ως βασιλιά, αλλά λένε ότι αυτός χρησιμοποίησε έναν τέτοιο λόγο» (Κ).
Όπως ήταν η επιγραφή, δήλωνε, ότι «είναι απόφαση και κοινή γνώμη» των Ιουδαίων που τον ανακήρυξε βασιλιά, «αν όμως προστεθεί ότι «εκείνος είπε», αποδεικνύεται ότι η κατηγορία ήταν αποτέλεσμα της δικής του αυθάδειας και αλαζονείας» (Χ).
Ο σιναϊτικός κώδικας αποσιωπά τους στίχους 20 και 21 μέχρι το «ἀλλ᾿ ὅτι ἐκεῖνος» που δεν συμπεριλαμβάνεται.
(3)    Χρησιμοποιούν ήδη ονομασία για αυτόν τέτοια, σαν για έναν, τον οποίον απομάκρυναν από αυτούς (b). Εκείνος είπε. Ελέγχονται και πάλι να είναι γεμάτοι από πείσμα και κακία εναντίον του Χριστού. Δεν ήταν αρκετό ότι είχαν σταυρώσει αυτόν, αλλά ήθελαν να συσταυρώσουν και το όνομά του. Ζητούν να αποδώσουν σε αυτόν κακό χαρακτηρισμό και να τον παρουσιάσουν ως σφετεριστή τιμών και εξουσιών, οι οποίες δεν του ανήκαν.
Αλλά ο Χριστός ούτε διεκδίκησε ποτέ βασιλικό στέμμα επίγειο, ούτε είχε πει ότι είμαι βασιλιάς των Ιουδαίων, με την έννοια που το εννοούσαν αυτό οι αρχιερείς. Λένε, ότι εκείνος είπε Είμαι Βασιλιάς των Ιουδαίων, χωρίς να αποδεικνύουν εάν και πού και πότε είπε αυτό.
(4)    Αγνοούν «και αυτό, ότι δηλαδή δεν θα μπορούσε ποτέ να πει ψέματα η φύση της αλήθειας· και αλήθεια είναι ο Χριστός. Επομένως λοιπόν είναι βασιλιάς των Ιουδαίων, αφού αποδεικνύεται ότι έτσι αποκάλεσε τον εαυτό του, όπως και αυτοί οι ίδιοι το ενισχύουν αυτό με τα δικά τους λόγια» (Κ).
«Ο Χριστός λοιπόν είναι ο βασιλιάς των Ιουδαίων, αλλά εκείνων οι οποίοι είναι Ιουδαίοι με περιτομή καρδιάς, στο πνεύμα και όχι στο γράμμα· των οποίων ο έπαινος είναι όχι από τους ανθρώπους, αλλά από το Θεό· οι οποίοι ανήκουν στην ελεύθερη Ιερουσαλήμ, την στους ουρανούς αιώνια μητέρα μας, την πνευματική Σάρρα, η οποία έβγαλε την δούλη και τα τέκνα της από το σπίτι της ελευθερίας» (Αυ).

Ιω. 19,22  ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος(1)· ὃ γέγραφα, γέγραφα(2).
Ιω. 19,22  Ο Πιλάτος απεκρίθη• “ό,τι έγραψα, έγραψα”.
(1)    Η απάντηση του Πιλάτου είναι απάντηση εξοργισμένου άντρα, που έχει την απόφαση να μην υποχωρήσει πλέον σε κάτι στους πανούργους και μοχθηρούς εχθρούς του Ιησού (ο).
(2)  Ο παρακείμενος δηλώνει το συντελεσμένο ήδη γεγονός. Βρίσκουμε εδώ τον Πιλάτο, τέτοιον όπως ο Φίλων τον χαρακτηρίζει, δηλαδή με πεισματικό και άκαμπτο χαρακτήρα (g).
«Τους ξεφορτώνεται ο Πιλάτος που θέλουν να ζητήσουν να αλλάξει η επιγραφή και δεν επιτρέπει να αδικήσουν μέχρι τέλους την δόξα του Σωτήρα μας, και αυτό το έκανε εννοείται με ένα θείο και ανέκφραστο νεύμα (παρακίνηση). Διότι είναι μπηγμένη και ασυκοφάντητη η βασιλεία του Χριστού, έστω και αν δεν το θέλουν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι επιχειρούν να παραχαράξουν την ομολογία της δόξας σε αυτόν» (Κ).
Είναι αξιοσημείωτο, ότι όταν οι Ιουδαίοι απορρίπτουν το Χριστό, και δεν θέλουν να έχουν αυτόν βασιλιά, ο Πιλάτος μολονότι εθνικός, επιμένει να μην διαγραφεί, ότι είναι βασιλιάς. Αυτό αποτελεί ένα προοίμιο εκείνου, το οποίο επρόκειτο να συμβεί μετά από λίγο, όταν τα έθνη θα υποτάσσονταν στη βασιλεία του Μεσσία, εναντίον της οποίας οι Ιουδαίοι που απίστησαν είχαν αποστατήσει.

Η διανομή των ιματίων

Ιω. 19,23   Οἱ οὖν στρατιῶται ὅτε ἐσταύρωσαν τὸν Ἰησοῦν(1), ἔλαβον τὰ ἱμάτια αὐτοῦ(2) καὶ ἐποίησαν τέσσαρα μέρη(3), ἑκάστῳ στρατιώτῃ μέρος, καὶ τὸν χιτῶνα(4)· ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄῤῥαφος(5), ἐκ τῶν ἄνωθεν(6) ὑφαντὸς δι᾿ ὅλου(7).
Ιω. 19,23  Οι στρατιώται, λοιπόν, αφού εσταύρωσαν τον Ιησούν επήραν τα ενδύματα του και τα έκαμαν τέσσαρα μερίδια, ένα μερίδιον δια κάθε στρατιώτην, και το εσωτερικόν του ένδυμα, το έκαμαν ιδιαίτερον μερίδιον. Ήτο δε ο χιτών αυτός χωρίς καμίαν ραφή, υφαντός ολόκληρος από επάνω έως κάτω.
(1)    Δηλαδή κάρφωσαν αυτόν πάνω στο ξύλο και έστησαν το σταυρό στη θέση του (ο). Ο σιναϊτικός κώδικας γράφει: Οἱ οὖν στρατιῶται οι σταυρώσαντες τὸν Ἰησοῦν.
(2)      Ο Ρωμαϊκός νόμος De bonis damnatorum (=περί των αγαθών ή της περιουσίας των καταδίκων) απέδιδε στους εκτελεστές τα ενδύματα των εκτελουμένων (g).
«Παρόλο που και οι τέσσερεις ευαγγελιστές αναφέρον αυτό, οι άλλοι όμως κάνουν αυτό συντομότερα από τον Ιωάννη και η σημείωσή τους για αυτό είναι ασαφής, ενώ του Ιωάννη γίνεται με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο» (Αυ).
Ο Ιησούς λοιπόν πάνω στο σταυρό γυμνός. Τι ντροπή! Η ντροπή της γυμνότητας ήλθε μαζί με την αμαρτία. Εκείνος λοιπόν ο οποίος έγινε αμαρτία για μας, υπέστη και την αισχύνη αυτή, για να απαλλάξει εμάς από αυτήν. Γυμνώθηκε, για να ντυθούμε εμείς με ενδύματα λευκά (Αποκ. γ 18) και έτσι ώστε αφού γδυθούμε να μην βρεθούμε γυμνοί.
(3)    «Ο Ιωάννης αφηγείται και πόσα μέρη έκαναν από τα ιμάτιά του, δηλαδή τέσσερα, για να μπορεί κάθε στρατιώτης να πάρει από ένα. Από αυτό φαίνεται, ότι ήταν τέσσερεις στρατιώτες, οι οποίοι εκτέλεσαν τις σχετικά με την σταύρωση διαταγές του επιτρόπου της Ρώμης» (Αυ).
Σύμφωνα με το Πράξ. ιβ 4 τα στρατιωτικά αποσπάσματα αποτελούνταν από τετράδες στρατιωτών.
(4)    Το εσωτερικό ένδυμα, που κάλυπτε συνήθως το γυμνό σώμα (G) και αντιστοιχεί με το δικό μας πουκάμισο.
(5)    Χωρίς κάποια ραφή, όπως ήταν το εφώδ ή ο ποδήρης (μέχρι τα πόδια) υποδύτης (ένδυμα κάτω από το θώρακα) του αρχιερέα των Ιουδαίων (Εξοδ. κη 27 και εξής, Ιωσήπου Ιουδ. Αρχαιολ. ΙΙΙ,VII 4), τον οποίο ο Ιώσηπος ονομάζει χιτώνα, μολονότι δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον καθ’ αυτό χιτώνα, ο οποίος ήταν εσωτερικό ένδυμα (β). Ο χιτώνας αποτελούνταν συνήθως από δύο τεμάχια, τα οποία συρράπτονταν μεταξύ τους στους ώμους και στις πλευρές (ο).
(6)     Με έννοια τοπική όπως στο Ματθ. κζ 51, Μάρκ. ιε 38 (C).
(7)     Ήταν υφασμένος σε όλη την έκτασή του (g). Το ένδυμα άρχιζε από το ανώτερο μέρος και ήταν υφασμένο έως κάτω. Η λεπτομέρεια αυτή για την κατασκευή του δείχνει, ότι είχε υφανθεί με πολλή δεξιότητα. Ήταν πιθανώς αυτός δώρο κάποιου ή κάποιων από τις γυναίκες που τον ακολουθούσαν από τη Γαλιλαία και τον διακονούσαν σύμφωνα με το Λουκά η 3 (ο).
Λιγότερο πιθανώς: «Κάποιοι λένε ότι με αυτό δηλώνεται μία αλληγορία, ότι δεν ήταν απλώς άνθρωπος ο σταυρωμένος, αλλά και από πάνω (από τον ουρανό) είχε τη θεότητα» (Χ).
Ή «Αν κάποιος βεβαίως θα προτιμούσε, τον χιτώνα τον υφαντό από πάνω έως κάτω να του αλλάξει το νόημα, ώστε να δηλώνει το άγιο σώμα του Χριστού, επειδή έγινε αυτό χωρίς σαρκική μείξη και κάποια κατά κάποιο τρόπο ένωση άνδρα και γυναίκας, αλλά υφάνθηκε στη μορφή που του έπρεπε με την ενέργεια του Πνεύματος και την δύναμη από ψηλά, και αυτή η άποψη είναι αποδεχτή» (Κ).
Ο Κυπριανός χρησιμοποιεί τον χιτώνα ως σύμβολο της αδιαίρετης εκκλησίας. Άλλη αλληγορία· το εφώδ του αρχιερέα των Ιουδαίων ήταν υφαντό. Ο Χριστός λοιπόν πάνω στο Σταυρό είναι ο αρχιερέας του κόσμου (Εβρ. γ 1 και εξής) (μ).
Αξιόλογη και η επόμενη παρατήρηση: Όπως ο χιτώνας, τον οποίο ο Χριστός φορούσε κατευθείαν στο σώμα του ήταν άρραφος υφασμένος ολόκληρος από το επάνω μέρος, έτσι και ό,τι ο Ιησούς άφησε είναι μοναδικό, ενιαίο και αρμονικό.
Είτε κρίνουμε αυτόν κατά το θρησκευτικό σύστημα, το οποίο μας κληροδότησε· είτε τον κρίνουμε κατά τον κώδικα της ηθικής, τον οποίο μας παρέδωσε· είτε τον κρίνουμε κατά τον άσπιλο και απολύτως αναμάρτητο χαρακτήρα, τον οποίο μας άφησε ως ύψιστο πρότυπο και ιδεώδες, θα τον βρούμε μοναδικό, εκπληκτικό, ένα στην ιστορία του κόσμου όμοιο του οποίου σε όλα δεν παρουσίασαν αλλά ούτε θα παρουσιάσουν οι αιώνες.

Ιω. 19,24  εἶπον οὖν πρὸς ἀλλήλους· μὴ σχίσωμεν αὐτόν(1), ἀλλὰ λάχωμεν περὶ αὐτοῦ(2) τίνος ἔσται· ἵνα ἡ γραφὴ(3) πληρωθῇ ἡ λέγουσα· διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον(4).
Ιω. 19,24  Είπαν, λοιπόν, μεταξύ τους• “ας μη τον σχίσωμεν, αλλά ας βάλωμεν δι’ αυτόν κλήρον εις ποιόν θα πέση”. Και έγιναν έτσι τα γεγονότα αυτά, δια να εκπληρωθή η προφητεία της Γραφής που λέγει• Εμοιράσθησαν μεταξύ των τα ενδύματά μου και δια το εσωτερικόν μου ένδυμα, τον χιτώνα, έβαλαν κλήρον.
(1)    «Μιλά έτσι, για να αντιληφθούμε, ότι δεν μπήκε λαχνός για τα άλλα ρούχα του· αλλά ο χιτώνας του, τον οποίον πήραν μαζί με τα άλλα ρούχα, δεν διαμοιράστηκε όπως εκείνα… Δεν μπορούσαν οι στρατιώτες να πάρουν μέρος από αυτόν χωρίς να τον σχίσουν, οπότε θα αποκτούσε ο καθένας από αυτούς άχρηστα τεμάχια αυτού. Για να προλάβουν λοιπόν αυτό προτίμησαν να πάει αυτός σε έναν με κλήρο» (Αυ).
(2)    Ο Field επιμένει, ότι το ρήμα λαγχάνω με την έννοια του ρίχνω κλήρους είναι χωρίς προηγούμενο, αφού η συνηθισμένη του έννοια είναι επιτυγχάνω με κλήρο ή λαχνό. Ο Σύμμαχος όμως μεταφράζει το Ψαλμ. κα 19 με το ελάγχανον (β).
Υπάρχει και αλληγορική ερμηνεία: «Αφού μοίρασαν σε τέσσερα μέρη τα ρούχα του Σωτήρα, φυλάνε τον ένα αχώριστο… Διότι τα τέσσερα μέρη της οικουμένης μοιράστηκαν κατά κάποιο τρόπο αλλά έχουν και αχώριστο το άγιο όντως ένδυμα του Λόγου, δηλαδή το σώμα του. Διότι αν και κατακόβεται σε κομμάτια στον καθένα και αγιάζει την ψυχή του καθενός μαζί με το σώμα του, με τη δική του σάρκα ο Μονογενής, είναι ολόκληρος και αχώριστος σε όλους και είναι ένας παντού» (Κ).
Ή «τα ιμάτια του Κυρίου Ιησού Χριστού διανεμήθηκαν σε τέσσερα μέρη, που συμβολίζουν την τετραμερή του Εκκλησία, που διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο, ο οποίος αποτελείται από τέσσερα μέρη… Αλλά ο χιτώνας, για τον οποίο ρίχτηκαν λαχνοί, σημαίνει την ενότητα των μερών αυτών που επιτυγχάνεται με τους δεσμούς της αγάπης» (Αυ).
(3)    Στον Ψαλμό κα 19. Η παράθεση σύμφωνα με τους Ο΄.
(4)    «Με αυτά με τα οποία ο διάβολος ενεργεί με πονηρία, με αυτά οι προφητείες εκπληρώνονται. Και δες την αλήθεια: Τρεις ήταν οι σταυρωμένοι. Και όμως, σε αυτόν μόνο εκπληρώνονται τα λόγια των προφητών. Και πρόσεξε την ακρίβεια της προφητείας» (Θφ).
«Ο προφήτης δεν λέει έβαλαν κλήρο αλλά διαμοίρασαν τα ιμάτιά μου. Ούτε λέει αφού έβαλαν κλήρο διαμοίρασαν, αλλά ενώ καμία αναφορά δεν κάνει για κλήρο ως προς τα υπόλοιπα ιμάτια, έπειτα λέει: και για τον ιματισμό μου έβαλαν κλήρο, αναφερόμενος μόνο στο χιτώνα» (Αυ).
«Διότι όχι μόνο ό,τι μοιράστηκαν, αλλά και ό,τι δεν μοιράστηκαν είπε ο προφήτης· διότι τα μεν τα μοίρασαν, τον χιτώνα όμως δεν τον μοίρασαν, αλλά το πράγμα το τακτοποίησαν με κλήρο» (Χ).
Η αχαλίνωτη κριτική ισχυρίζεται, ότι τα δύο μέλη του στίχου που παρατίθεται από τον ευαγγελιστή είναι εξ’ ολοκλήρου ταυτόσημα και ότι ο Ιωάννης παρασύρεται από τη φαντασία του, όταν θέλει να διακρίνει ανάμεσα στην έννοια του «διεμερίσαντο» και του «έβαλαν κλήρο» ή και μεταξύ των λέξεων «ιμάτια» και «ιματισμός».
Αλλά βαθύτερη μελέτη του παραλληλισμού στην εβραϊκή ποίηση δείχνει, ότι το δεύτερο μέλος προσθέτει πάντοτε υπαινιγμό ή ιδέα νέα στην ιδέα του πρώτου. Αλλιώς το δεύτερο μέλος θα ήταν ταυτολογία ανόητη. Δεν είναι επανάληψη, αλλά πρόοδος. Η πρώτη λέξη «ιμάτια» σημαίνει τα διάφορα τεμάχια της ενδυμασίας της εσωτερικής, η δεύτερη «ιματισμός», το καθ’ αυτό ένδυμα, το οποίο αφαιρούμενο αφήνει γυμνό το σώμα (g).

Ο Ιησούς αναθέτει τη μητέρα του στον αγαπημένο μαθητή

Ιω. 19,25  Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται(1) ταῦτα ἐποίησαν(2). εἱστήκεισαν(3) δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ(4) τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ(5), Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ(6) καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή.
Ιω. 19,25  Οι μεν στρατιώται αυτά έκαμαν. Εστάθηκαν δε πλησίον στον σταυρόν του Ιησού η μητέρα του και η αδελφή της μητέρας του, η Μαρία η γυναίκα του Κλωπά και η Μαρία η Μαγδαληνή.
(1)    Το «μεν» αντιτίθεται στο ακόλουθο «δε». Η άσπλαχνη και ιδιοτελής συμπεριφορά των στρατιωτών αντιτίθεται με την παρουσία των γυναικών από βαθειά συμπάθεια κοντά στο σταυρό (ο). Πολλοί από τους νεώτερους ερμηνευτές συνενώνουν την πρόταση αυτή με τον προηγούμενο στίχο (Webster και Wilkinson, Owen, Fillion, Godet, Bernard, Nestle).
(2)    Οι Ρωμαίοι στρατιώτες χωρίς να το καταλαβαίνουν συντέλεσαν στην εκπλήρωση της προφητείας και κάνοντας αυτά σήμαναν την αληθινή έννοια των λόγων του Δαβίδ (g).
(3)    «Και το ασθενέστερο φύλο, φάνηκε ανδρειότερο τότε· τόσο πολύ πλέον άλλαζαν τα πάντα» (Χ). «Τι ήταν λοιπόν αυτό που έπεισε τον μακάριο ευαγγελιστή να λεπτολογήσει εδώ ώστε να αναφέρει και την παραμονή των γυναικών στο σταυρό;» (Κ).
Ή, πιο σωστά, διότι ο ευαγγελιστής θέλει να εξιστορήσει επεισόδιο, στο οποίο ο Ιησούς «σταυρωμένος αναθέτει την μητέρα του στον μαθητή, διδάσκοντάς μας μέχρι την τελευταία μας αναπνοή να δείχνουμε κάθε φροντίδα για τους γονείς» (Χ) και στο οποίο η μητέρα του Ιησού θλιμμένη αλλά καρτερική και ανδρεία συμμετέχει στις οδύνες του Υιού της (F).
Ή, ελάχιστα πιθανώς «σκοπός του ευαγγελιστή ήταν να διδάξει και εκείνο, ότι δηλαδή και αυτήν… την μητέρα του Κυρίου την σκανδάλισε αυτό που έγινε τόσο απροσδόκητα… Αφού λοιπόν η μητέρα του έπεσε σε σκάνδαλο και αναμίχτηκε σε αταξία λογισμών, πώς δεν έπρεπε να προνοήσει ο Κύριος;… Γνωρίζοντας λοιπόν τους διαλογισμούς που είχε μέσα της, την παρέδωσε στο μαθητή σαν σε άριστο μυσταγωγό (=αυτός που μυεί και οδηγεί στα μυστήρια), ο οποίος μπορούσε καλά και με ικανότητα να διηγηθεί λεπτομερώς το βάθος του μυστηρίου» (Κ).
Δίκαια θαυμάζει κανείς την δύναμη της θείας χάρης, που ενισχύει τις γυναίκες αυτές και ιδιαίτερα την Παρθένο Μαρία κατά την δεινή αυτή δοκιμασία. Δεν βλέπουμε την μητέρα του Μονογενούς να χτυπά το στήθος της ή να ξεριζώνει τις τρίχες του κεφαλιού της ή να ξεσχίζει τα ρούχα της ή να βγάζει κραυγές γοερές. Αλλά την βλέπουμε με καρτερία να στέκεται κοντά στο σταυρό και τις φίλες της μαζί της. Ασφαλώς και αυτή και εκείνες ενδυναμώνονταν από θεία δύναμη για να δείχνουν τέτοια υπομονή.
(4)    Η πρόθεση «παρά» δεν σημαίνει στα πόδια του σταυρού αλλά κοντά σε αυτόν (g).
(5)    Διχάστηκαν εδώ οι γνώμες των ερμηνευτών.
Οι μεν υποστήριξαν, ότι πρόκειται εδώ για τρεις μόνο γυναίκες όπου ο Ιωάννης από μετριοφροσύνη δεν αναφέρει την μητέρα του Σαλώμη, η οποία επίσης στεκόταν κοντά στο σταυρό (b).
Συνεπώς εδώ αδελφή της μητέρας του Κυρίου είναι η Μαρία η του Κλωπά. «Και όμως η Θεοτόκος ήταν μονογενής· αλλά επειδή ο Ιωσήφ και ο Κλωπάς ήταν αδελφοί, και είναι συνήθεια στους Εβραίους να ονομάζονται αδελφές και οι γυναίκες των αδελφών… έτσι λοιπόν τη συννυφάδα της, τήν ονόμασε αδελφή. Αλλά ο Ιωσήφ μεν και ο Κλωπάς, οι άνδρες τους, ήταν φυσικοί αδελφοί· αυτές όμως, οι γυναίκες τους, εξ’ αγχιστείας αδελφές» (Ζ).
Άλλοι όμως από τους νεώτερους (Wieseler, Meyer, Luthardt, Weiss, Westcott, Owen, Bernard κλπ.), ενισχυόμενοι και από την διαφορετική γραφή της Πεσσιτώ και της Περσικής και Αιθιοπικής μετάφρασης, ( της μητρός αυτού «και» Μαρία η του Κλωπά) υποστήριξαν, ότι πρόκειται για τέσσερεις γυναίκες και ότι η αδελφή της Θεοτόκου ήταν η Σαλώμη, η μητέρα του ευαγγελιστή.
Έτσι απέφυγαν μεν τη δυσκολία, κατά την οποία δύο αδελφές είχαν το ίδιο όνομα Μαρία, (η οποία όμως και πάλι αποφεύγεται όταν δεχτούμε ότι η σύζυγος του Κλωπά ήταν συννυφάδα της Θεοτόκου), και βρήκαν περισσότερο καλή εξήγηση, το ότι ο Ιησούς εμπιστεύτηκε τη μητέρα του στον Ιωάννη, τον πρώτο ξάδερφό του, και όχι στους λεγόμενους αδελφούς του.
Αλλά εάν τόσο στενή συγγένεια συνέδεε τους γιους του Ζεβεδαίου με τον Ιησού, ρωτά ο g, πώς δεν βρίσκουμε κάποιο ίχνος αυτής στην ευαγγελική ιστορία;
(6)    Ο Ηγήσιππος αναφέρει πρώτος, ότι ο αδελφός του μνήστορος Ιωσήφ τον οποίο και αποκαλεί θείο του Ιησού (ή του Ιακώβου) ονομαζόταν Κλωπάς (g).
Σύζυγος αυτού ήταν η Μαρία, η οποία είναι το ίδιο πρόσωπο με την Μαρία την μητέρα του Ιακώβου του μικρού και Ιωσή (Ματθ. κζ 56,Μάρκ. ιε 40,47,ιστ 1,Λουκ. κδ 10). Το όνομα Κλωπάς επίσης είναι Εβραϊκό και δεν πρέπει να συγχέεται με το όνομα Κλεόπας το οποίο προήλθε από συγκοπή από το ελληνικό Κλεόπατρος. Αυτοί που ταυτίζουν τον απόστολο Ιάκωβο του Αλφαίου με τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο διακρίνουν τον Κλωπά από τον Αλφαίο (Δες και Plummer στο δικό μας Υπόμνημα στον Ματθαίο σελ. 515).
Ότι όμως ο Ιάκωβος του Αλφαίου πρέπει να διακρίνεται από τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο δες στο δικό μας Υπόμνημα στον Μάρκο σελ. 62 και Υπόμνημα στην  προς Εβραίους και τις επτά Καθολικές σελ. 171-172.

Ιω. 19,26  Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν(1) τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα(2), λέγει(1) τῇ μητρὶ αὐτοῦ· γύναι(3), ἴδε ὁ υἱός σου(4).
Ιω. 19,26   Ο Ιησούς τότε, όταν είδε την μητέρα του και τον μαθητή, τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε, να στέκη εκεί κοντά, είπεν εις την μητέρα του• “γύναι, αυτός θα είναι ο υιός σου”.
(1)    «Προνόησε για τη μητέρα του αδιαφορώντας κατά κάποιο τρόπο για την κορύφωση του δικού του παθήματος. Διότι ήταν χωρίς πάθος ακόμη και την ώρα που έπασχε» (Κ).
«Πρόσεχε σε παρακαλώ πώς, και ενώ ήταν σταυρωμένος, όλα τα έκανε ατάραχος, συνομιλώντας με τον μαθητή για την μητέρα του, εκπληρώνοντας προφητείες, και δίνοντας καλές ελπίδες στο ληστή· αν και βέβαια πριν σταυρωθεί φαίνεται να ιδρώνει, να αγωνιά, να φοβάται… Ας μην τρέμουμε λοιπόν τον θάνατο· βέβαια η ψυχή αγαπά μεν εκ φύσεως την ζωή, αλλά από εμάς εξαρτάται πλέον ή να απαλλαγούμε από τους δεσμούς της και να κάνουμε ανίσχυρη την επιθυμία, ή να δεθούμε στενότερα με αυτούς τους δεσμούς και να κάνουμε πιο τυραννική την επιθυμία.
Διότι όπως ακριβώς έχουμε την επιθυμία της σαρκικής μίξης, όταν όμως φιλοσοφούμε, κάνουμε ανίσχυρη αυτήν την τυραννία, έτσι συμβαίνει και με τη ζωή· όπως δηλαδή έβαλε μέσα μας την σαρκική επιθυμία χάριν της τεκνοποιίας, εξασφαλίζοντας έτσι ο Θεός την διαδοχή μας με τα τέκνα, χωρίς να εμποδίζει να βαδίζουμε την ανώτερη οδό της εγκράτειας, έτσι και έσπειρε μέσα μας τον πόθο της ζωής, εμποδίζοντάς μας να αφαιρούμε τη ζωή μας, μη εμποδίζοντας όμως να περιφρονούμε την παρούσα ζωή.
Και πρέπει γνωρίζοντας αυτά, να διατηρούμε το μέτρο, και ούτε ποτέ με τη θέλησή μας να καταφεύγουμε στο θάνατο, και αν ακόμη υποφέρουμε από αμέτρητα δεινά, ούτε συρόμενοι (στο μαρτύριο) χάριν εκείνων που αρέσουν στο Θεό να φοβόμαστε και να διστάζουμε, αλλά να αναλαμβάνουμε με θάρρος τον αγώνα, προτιμώντας την μέλλουσα ζωή από την παρούσα» (Χ).
Η θλίψη και ο πόνος του Κυρίου ήταν τόσο βαθύς και δριμύς, αλλά και τόσο καθαγιασμένος, ώστε οι ασθενείς μας καρδιές δεν μπορούν να τον κατανοήσουν. Οι εχθροί του τον περιγελούσαν και τον εξευτέλιζαν. Μερικοί μόνο από τους φίλους του στέκονταν κάτω από το Σταυρό του ανίκανοι να προσφέρουν σε αυτόν κάτι περισσότερο από τον φόρο της σιωπηλής τους συμπάθειας. Και ο Πατέρας φαινόταν να τον εγκαταλείπει.
Ήταν πάνω στο σταυρό μόνος, χωρίς κανείς να αντιλαμβάνεται τι αισθανόταν, χωρίς κανείς να μπορεί να τον βοηθήσει. Στη μόνωση του παθήματός του εκείνου λησμονεί και αυτός τον εαυτό του και στρέφει τις σκέψεις του υπέρ των άλλων, όχι υπέρ του εαυτού του. Όταν τον σταύρωσαν, μεσίτευε υπέρ των σταυρωτών· όταν τον περιγελούσαν, έδινε υπόσχεση στον ευγνώμονα ληστή· και ήδη όταν πρόκειται να παραδώσει το πνεύμα, λαμβάνει πρόνοια για τη μητέρα του. Λησμόνησε τη δική του οδύνη η οποία υπήρξε μεγαλύτερη από όσες ποτέ έθιξαν ανθρώπινες καρδιές, για να μπορέσει να ανακουφίσει την οδύνη των άλλων.
(2)    «Πάλι κρύβει τον εαυτό του ο Ιωάννης από μετριοφροσύνη· διότι αν ήθελε να καυχηθεί, θα ανέφερε και την αιτία για την οποία αγαπιόταν· διότι φυσικό ήταν να είναι αυτή κάποια μεγάλη και θαυμαστή αιτία» (Χ).
(3)    Δεν αποκαλεί αυτήν μητέρα και όταν ακόμη δείχνει τρυφερή μέριμνα για το μέλλον της. Το μητέρα ως τίτλος προσφώνησης από τον Ιησού είχε εγκαταλειφθεί προ πολλού και αντί για αυτόν υποκαταστάθηκε ως συνήθης τίτλος σεβασμού το Γυναίκα (β).
Ίσως απέφυγε το Μητέρα ο Ιησούς και για να μην τυχόν κατά τις σκληρές αυτές στιγμές με την τρυφερή προσφώνηση πληγώσει βαθύτερα την καρδιά της μητέρας, όπως άλλοτε ο Ισαάκ πλήγωσε την καρδιά του Αβραάμ με το Πατέρα μου. Μιλά σαν ένας, ο οποίος δεν θα υπήρχε πλέον σωματικά στον κόσμο αυτόν, όπως μέχρι τώρα, αλλά θα ήταν μετά από λίγο νεκρός για τους αγαπημένους του. Ασήμι και χρυσάφι, ούτε άλλα υπάρχοντα είχε για να αφήσει στη μητέρα του.
Και αυτά τα ρούχα του, τα οποία φορούσε μέχρι πριν λίγο, τα μοιράστηκαν οι σταυρωτές του. Δεν είχε λοιπόν κάποιον άλλον, για να προνοήσει για τη μητέρα του, παρά μόνο τον αγαπημένο του μαθητή, στον οποίο την εμπιστεύεται. Και μας παρέχει έτσι παράδειγμα στοργής γιου προς μάνα. Δίδαξε κατά τις τελευταίες του στιγμές τα παιδιά να προνοούν για τη συντήρηση και υποστήριξη των ηλικιωμένων γονέων τους.
(4)     «Δηλαδή αυτός θα είναι για σένα αντί για εμένα» (Ζ).
«Πω, πω, μέγεθος τιμής! Με πόση τιμή τίμησε τον μαθητή! Επειδή δηλαδή αυτός έφευγε πλέον από αυτόν τον κόσμο, παρέδωσε τη φροντίδα της στο μαθητή του διότι, επειδή ήταν φυσικό, σαν μητέρα του που ήταν, να λυπάται και να ζητά την προστασία, πολύ εύλογα εμπιστεύεται αυτήν σε εκείνον που αγαπούσε» (Χ)· «την μητέρα στον μαθητή, την αγαπημένη στον αγαπημένο, την παρθένα στον παρθένο» (Ζ).

Ιω. 19,27  εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου(1). καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας(2) ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια(3).
Ιω. 19,27  Έπειτα λέγει στον μαθητή• “ιδού η μητέρα σου”. Και από εκείνην την ώρα πήρε αυτήν ο μαθητής στο σπίτι του.
(1)    «Δηλαδή εσύ θα είσαι για αυτήν αντί για εμένα· οφείλεις να την φροντίζεις ως μητέρα σου» (Ζ).
«Αυτά τα έλεγε με σκοπό να τους ενώσει με την αγάπη» (Χ).
Ο Χριστός στο σταυρό του με την παραγγελία αυτή προς την μητέρα του και τον μαθητή του εγκαθιδρύει νέους δεσμούς, νέες συγγενικές σχέσεις. Δεσμοί οι οποίοι πριν δεν υπήρχαν, σφυρηλατούνται τώρα στο θάνατό του και όπου πριν υπήρχαν δεσμοί απλής συμπάθειας γίνονται στο σταυρό θερμότεροι και ισχυρότεροι.
Αυτοί που ελκύονται από το Χριστό που υψώθηκε στο σταυρό, άγνωστοι έως τώρα οι περισσότεροι από αυτούς, απλώς γνώριμοι μεταξύ τους μερικοί από αυτούς, συνδέονται στο σταυρό και μέσω του σταυρού με δεσμούς οικειότητας και αδελφοσύνης τόσο στενούς και αδιάσπαστους, όσο δεν είναι ούτε αυτοί οι δεσμοί του αίματος και οι δεσμοί από τη συμβίωση και γνωριμία από τη νηπιακή ηλικία.
(2)    Μεγάλη ήταν η πίστη της Μαρίας για να στέκεται κοντά στο σταυρό του γιου της (b).
Κάποιοι σκέφτηκαν, ότι αμέσως από τη στιγμή εκείνη ο Ιωάννης απέσυρε την μητέρα του Ιησού από τη σκηνή του πάθους, για να μην παραστεί μάρτυρας και της έσχατής του αγωνίας. Αλλά το κείμενο δεν υπονοεί αυτό αναγκαστικά (ο).
Παρόλ’ αυτά ο g (ομοίως και ο τ) παρατηρεί ότι η Μαρία μη μπορώντας να υποφέρει πλέον το θέαμα αυτό, άφησε αναμφίβολα κατά τη στιγμή εκείνη τον τόπο αυτόν της θλίψης, και το ότι οι συνοπτικοί ευαγγελιστές δεν αναφέρουν ανάμεσα στις γυναίκες που ήταν κοντά στο Σταυρό και την μητέρα του Κυρίου οφείλεται πιθανότατα στο ότι αυτή έφυγε ήδη, και οι συνοπτικοί αναφέρουν τους παρόντες κοντά στο Σταυρό στο τέλος της όλης αφήγησης. Αντιθέτως ο χ., το «από εκείνη την ώρα» το ερμηνεύει από την ώρα, κατά την οποία η θυσία του Χριστού συντελέστηκε. Από αρκετό αριθμό χειρογράφων υποστηρίζεται και η γραφή: απ’ εκείνης της ημέρας.
(3)    Αυτό δεν προϋποθέτει ότι ο Ιωάννης είχε και στα Ιεροσόλυμα κάποιο σπίτι, αλλά μόνο κάποιο κατάλυμα. Από τη στιγμή αυτή η Μαρία έμεινε μαζί με τη Σαλώμη.
Κατά τον Νικηφόρο Κάλλιστο (+1350) έζησε η Μαρία κοντά στον Ιωάννη στα Ιεροσόλυμα μέχρι το θάνατό της που συνέβη στο 59ο έτος της ηλικίας της. Δείχνεται ο τάφος της σε κάποιο σπήλαιο, που απέχει κάποια βήματα από τον κήπο της Γεθσημανή (g).
Ο Ιωάννης πρόθυμα παρέλαβε υπό τη φροντίδα του την μητέρα του Ιησού. Όσοι αληθινά αγαπούν το Χριστό και αγαπιούνται από αυτόν, θα σκιρτούν σε κάθε ευκαιρία, η οποία θα τους παρέχεται για να υπηρετήσουν αυτόν ή τους δικούς του.

Ο θάνατος του Ιησού  

Ιω. 19,28   Μετὰ τοῦτο(1) εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς(2) ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται(3), ἵνα(4) τελειωθῇ(5) ἡ γραφή, λέγει(6)· διψῶ(7).
Ιω. 19,28  Έπειτα από το συμβάν αυτό ο Ιησούς, αφού εγνώρισε καθαρότατα ότι όλα εκπληρώθηκαν τελείως, δια να επαληθεύση η Γραφή εξ ολοκλήρου, είπε• “διψώ”.
(1)    Η φράση αυτή δεν δηλώνει ότι το γεγονός στο στίχο 28-30 ακολούθησε αμέσως μετά από αυτό που εξιστορείται στους στίχους 25-27. Διότι στο μεταξύ παρεμβλήθηκε το σκοτάδι και το τρίωρο χρονικό διάστημα για το οποίο μιλούν οι Συνοπτικοί (Ματθ. κζ 45,Μάρκ. ιε 33,Λουκ. κγ 44). Αλλά σημαίνει, ότι το δεύτερο γεγονός συνέβη μετά το πρώτο.
(2)      Υπάρχει και η γραφή: ιδών ο Ιησούς. Ο Ιωάννης δεν αφήνει ποτέ τους αναγνώστες του να λησμονήσουν ότι τα γεγονότα τα οποία αφηγείται, υπήρξαν αιωνίως προκαθορισμένα και ότι ο Ιησούς είχε συνείδηση αυτού (β).
(3)    «Δηλαδή ότι τίποτα δεν λείπει από το σχέδιο της θείας οικονομίας… Γνωρίζοντας λοιπόν ότι όλα είχαν εκπληρωθεί» (Χ). Ήλθε σε πέρας ό,τι από απόφαση του πατέρα δηλωνόταν σαφώς στα ιερά βιβλία, ότι έπρεπε να γίνει και να υποφέρει αυτό ο Κύριος (G). Το τετέλεσται λοιπόν, όντας εντονότερη λέξη από τη λέξη εκπληρωθεί, που συνήθως χρησιμοποιείται με αυτήν την έννοια (ο) αναφέρεται στο έργο του Λυτρωτή, το οποίο μπορούσε αυτός να εκπληρώσει αυτό κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, ταυτόχρονα όμως και στην προφητική εικόνα, στην οποία το έργο αυτό είχε από πριν γραφτεί (g).
Οπότε σημαίνει και την τέλεια εκπλήρωση από τον Ιησού όλων των προφητειών, οι οποίες αναφέρονταν στη ζωή και στο πάθημά του (F). Σημαίνει την ολοκλήρωση του έργου εκείνου με το οποίο η Γραφή εκπληρώθηκε (C).
«Πάντα ήδη τετέλεσται». Όπως η αναμάρτητη ζωή του Κυρίου υπήρξε εξ’ ολοκλήρου ανόμοια με αυτήν των άλλων αμαρτωλών ανθρώπων, έτσι και ο θάνατός του. Δεν έζησε ο Κύριος για τον εαυτό του, όπως οποιοσδήποτε από τους πολλούς ανθρώπους. Αλλά ούτε και πέθανε, όπως πεθαίνουμε εμείς. Πέθανε, όπως και έζησε, εξ’ ολοκλήρου για την ανθρωπότητα, σύμφωνα με προκαθορισμένη βουλή του Πατέρα του. Εμείς πεθαίνουμε από φυσική ανάγκη. Αλλά ο Κύριος παρέδωσε τη ζωή του εκούσια για χάρη μας και δέχτηκε τον θάνατο, ο οποίος δεν είχε κανένα δικαίωμα πάνω του, για να ζήσουμε εμείς. Όταν λοιπόν λέει Τετέλεσται, αναφέρεται στο υπέρ της ανθρωπότητας έργο, το οποίο από αυτόν και μέσω αυτού έπρεπε να φθάσει σε αίσιο πέρας.
Ο μέγας αγώνας, τον οποίο ήλθε να διεξαγάγει υπέρ της ανθρωπότητας, συντελέστηκε· η αμαρτία του κόσμου συγχωρέθηκε ή τουλάχιστον η πύλη της άφεσης ανοίχτηκε ελεύθερη σε όλους που με πίστη μετανοούν. Και όπως η ανάπαυση του Θεού από τα έργα της δημιουργίας, ήταν κατάπαυση στην οποία ο Θεός δεν έπαυσε να εργάζεται αλλά εξακολουθεί να προνοεί και να κυβερνά τον κόσμο, έτσι τώρα και ο Χριστός θέτοντας τη ζωή του και τον εαυτό του θεμέλιο της καινής κτίσης και γενόμενος ακρογωνιαίος λίθος της εκκλησίας του από τον ουρανό πλέον θα εξακολουθεί να κυβερνά και να κατευθύνει στον ουρανό την επί γης στρατευομένη εκκλησία του.
(4)    Το ἵνα εξαρτάται όχι από το τετέλεσται, όπως φρονεί ο b, και κάποιοι άλλοι από τους νεώτερους, αλλά από το λέγει. «Πάλι εδώ εκπληρώνοντας προφητεία, λέει Διψώ» (Χ).
Τι σεβασμό έδειχνε ο Χριστός στην Γραφή! Όταν τον μαστίγωναν και του έβαζαν αγκάθινο στεφάνι στο κεφάλι δεν φώναξε: Ω! το κεφάλι μου! Ω! η πλάτη μου! Αλλά τώρα λησμονώντας τους πόνους του και ενθυμούμενος, ότι και κατά το σημείο αυτό έπρεπε να εκπληρωθεί η Γραφή, φωνάζει: Διψώ.
Έτσι αποδεικνύεται μία ακόμη φορά ως ο αληθινός Μεσσίας, στον οποίο αφ’ ενός εκπληρωνόταν επακριβώς η Γραφή και επαληθεύονταν στο πρόσωπό του οι προφητείες· αφ’ ετέρου απέβλεπε αυτός με πολλή ακρίβεια στην εκπλήρωση της Γραφής. Πράγματι. Δεν ήρθε για να καταργήσει το νόμο ή τους προφήτες, αλλά για να συμπληρώσει.
(5)    Σημαίνει ολόκληρη και τέλεια εκπλήρωση (ο). Δεν πρόκειται για την εκπλήρωση της ειδικής αυτής προφητείας μόνο, αλλά για εκπλήρωση λεπτομέρειας, με την οποία θα παρουσιάζονταν όλες οι προφητείες της Γραφής να εκπληρώνονται σε όλες τις λεπτομέρειές τους. Υπάρχει και η γραφή του σιναϊτικού και πολλών χειρογράφων πληρωθῇ αντί για τελειωθῇ.
(6)    Λέγοντας ο Ιησούς Διψώ ήθελε πράγματι να προκαλέσει την εκπλήρωση της προφητείας στο Ψαλμ. ξη 22 «και εις την δίψαν μου επότισάν με όξος». Ο Ιησούς από πολλή ώρα βασανιζόταν από τη δίψα και θα μπορούσε μέχρι τέλους να αντισταθεί στο αίσθημα αυτό το βασανιστικό, όπως είχε πράξει μέχρι τη στιγμή αυτή. Δεν πράττει όμως αυτό, διότι γνώριζε, ότι απέμενε ακόμη για εκπλήρωση και η προφητεία αυτή, για την οποία ήθελε να εκπληρωθεί χωρίς κάποια αργοπορία (g).
Το πρώτο λοιπόν ελατήριο, που τον παρακίνησε στο να κράξει το Διψώ, ήταν η δίψα, από την οποία υπέφερε· το δεύτερο ήταν η υπακοή στις Γραφές και η επιθυμία του να εκπληρωθούν αυτές σε όλες τις λεπτομέρειές τους (ο).
(7)    «Στις τελευταίες στιγμές παθαίνει πάλι η σάρκα κάτι δικό της και φυσικό. Δέχεται δηλαδή μέσα της το αίσθημα της δίψας επειδή είχε ξηραθεί από τις πολλών ειδών κακώσεις. Διότι ήταν φοβεροί οι πόνοι, ώστε να τον αναγκάσουν να διψάσει, πόνοι οι οποίοι με μία εσωτερική και ανέκφραστη θερμότητα δαπανούσαν την φυσική υγρασία που υπάρχει στο βάθος του σώματος και οι οποίοι με κάποιες καυτερές προσβολές έκαιγαν τελείως τα σπλάχνα αυτού που έπασχε. Δεν ήταν βεβαίως δύσκολο στον Θεό Λόγο που μπορεί τα πάντα, να απομακρύνει και αυτό (=τη δίψα) από τη σάρκα του. Αλλά όπως ακριβώς εκούσια (=με τη θέλησή του) άφησε να πάθει και τα άλλα, πάσχει και αυτό με εκούσια βούληση. Για αυτό λοιπόν ζητούσε να πιει» (Κ).
Αισθάνεται στο σταυρό την μέγιστη και φλογερότερη δίψα μετά τον ιδρώτα του, τις μεταβάσεις και επανόδους του μεταξύ Καϊάφα, Ηρώδου, Πιλάτου, τα λόγια του, την φραγγέλωσή του και τα καρφιά (b).
Η δίψα ήταν ένα από τα σκληρότερα μαρτύρια των σταυρωμένων, οι οποίοι κατακαίγονταν από σφοδρό πυρετό, που προξενούνταν από τα τραύματα σε χέρια και πόδια και από το αναγκαστικό τέντωμα του σώματος για ώρες ολόκληρες (F).
Οι τιμωρίες του Άδη παριστάνονται ως ανυπόφορη δίψα στο παράπονο του πλουσίου, ο οποίο ζητούσε σταγόνα ύδατος, για να δροσίσει τη γλώσσα του. Για απαλλαγή μας από την αιώνια αυτή δίψα, στην οποία είχαμε καταδικαστεί, υποφέρει τώρα ο Χριστός από δίψα, από την οποία φλογίζονται τα χείλη του.

Ιω. 19,29  σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν(1)· οἱ δὲ πλήσαντες σπόγγον ὄξους καὶ ὑσσώπῳ περιθέντες(2) προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι.
Ιω. 19,29  Ευρίσκετο κάτω εκεί ένα δοχείον γεμάτο ξύδι. Αυτοί δε που ήκουσαν τον λόγον του Ιησού, εβούτηξαν ένα σφουγγάρι στο δοχείον αυτό, το εγέμισαν ξύδι και αφού το έβαλαν ανάμεσα εις ένα κλωνάρι υσσώπου, το έφεραν κοντά στο στόμα του.
(1)    Το ποτό που προσφέρθηκε ήδη στον Ιησού δεν είναι το ναρκωτικό, το οποίο αρνήθηκε αυτός να πιει κατά τη στιγμή της σταύρωσης και το οποίο ήταν κρασί εσμυρνισμένο (Μάρκ. ιε 23) ή κρασί αναμιγμένο με χολή (Ματθ. κζ 34). Ο Ιησούς το απέκρουσε, διότι ήθελε να διατηρήσει την τέλεια διαύγεια του πνεύματός του μέχρι τέλους (g).
Το ξύδι αυτό ή ήταν το ποτό posca, μίγμα νερού και ξυδιού, το οποίο συνήθιζαν να πίνουν οι Ρωμαίοι στρατιώτες (F,G), ή ήταν ξύδι ετοιμασμένο ειδικά για τους καταδίκους, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από το ότι εκτός από το σκεύος, το οποίο περιείχε αυτό, υπήρχε εκεί και σπόγγος και στέλεχος υσσώπου (g).
(2)    Ο ύσσωπος είναι θαμνοειδές φυτό, που χρησιμοποιούνταν στους Εβραίους σε λειτουργικούς ραντισμούς (όπως σε μας ο βασιλικός) και ταυτίζεται σήμερα από κάποιους μεν με το origanum Maru, από άλλους πάλι λιγότερο πιθανώς με την copparis pinosa  ή με την thymbra spicata (κ).
Ο θάμνος αυτός είναι ύψους ενός μέχρι ενάμιση πόδι. Οπότε πρέπει να δεχτούμε ή ότι ο σταυρός δεν ήταν τόσο ψηλός όσο συνήθως παρουσιάζουν αυτόν αλλά ήταν δυνατόν με τη βοήθεια στελέχους υσσώπου να πλησιάσουν αυτοί που στέκονταν στο έδαφος στα χείλη αυτού που ήταν καρφωμένος σε αυτόν (g) ή ότι, αφού άλλωστε η δέσμη από ύσσωπο χρησιμοποιούνταν για ραντισμό (Εξόδου ιβ 22,Εβρ. θ 19), ο σπόγγος προσαρμόστηκε σε δέσμη από ύσσωπο, και χρειάστηκε και κάποιο ραβδί ή καλάμι για να ανεβαστεί αυτός μέχρι το ύψος του σταυρού. Οι συνοπτικοί δεν μιλούν για ύσσωπο αλλά και στους δύο (Ματθ. κζ 48 και Μάρκ. ιε 36) διαβάζουμε «σπόγγον όξους περιθείς καλάμω» (β).
Την περίπτωση όμως αυτήν ο g διακρίνει ως διαφορετική από αυτήν που αναφέρει ο Ιωάννης. Στα δύο πρώτα ευαγγέλια η κραυγή του Ιησού Ηλεί Ηλεί λιμά σαβαχθανεί προκάλεσε εκ μέρους κάποιου στρατιώτη πράξη ανάλογη, αλλά από αυτήν πέρασαν τρεις ολόκληρες ώρες (g).
Υπάρχει και η γραφή υσσώ περιθέντες= το στήριξαν σε ακόντιο, αλλά αυτή μαρτυρείται μόνο από έναν μικρογράμματο κώδικα του ια αιώνα. Ο σιναϊτικός, βατικανός και κάποια άλλα χειρόγραφα γράφουν: Σπόγγον ουν μεστόν όξους υσσώπω περιθέντες. Ο ύσσωπος χρησιμοποιούνταν για ραντισμό κατά τις εβραϊκές τελετουργικές καθάρσεις (Λευϊτ. ιδ 4,6, Αριθμ. ιθ 18, Ψαλμ. ν 7). Σπουδαιότερη ήταν η χρήση του υσσώπου για τον ραντισμό των θυρών των σπιτιών των Ιουδαίων κατά την περίοδο του Πάσχα σε ανάμνηση του Εξόδου ιβ 22.
Εφ’ όσον όμως ο Ιησούς κατά το τέταρτο ευαγγέλιο είναι ο αμνός του Θεού και η θύρα (Ιω. ι 7) η ενέργεια των στρατιωτών είναι ιδιαίτερα σημαντική υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη ότι το ιουδαϊκό Πάσχα εκπληρώθηκε με τη θυσία του αληθινού πασχάλιου αμνού (χ).

Ιω. 19,30  ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε, τετέλεσται(1), καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν(2) παρέδωκε τὸ πνεῦμα(3).
Ιω. 19,30  Όταν, λοιπόν, ο Ιησούς επήρε το ξύδι, είπε• “όλα έχουν πλέον τελειώσει•”. Και αφού έκλινε την κεφαλήν, παρέδωσε το πνεύμα.
(1)    Ο λόγος αυτός ήταν στην καρδιά του Ιησού σύμφωνα με τον στίχο 28 και τώρα βγήκε με λόγο από το στόμα του (b). «Τελείωσαν, ολοκληρώθηκαν, δεν λείπει τίποτα» (Ζ). Αυτό αποτελεί κραυγή νίκης. Η αποστολή του Λυτρωτή έχει ήδη συντελεστεί. Σύμφωνα με τους συνοπτικούς ο Ιησούς λίγο πριν το τέλος του έκραξε με φωνή μεγάλη. Η λέξη αυτή εκφωνήθηκε με κραυγή μεγάλη (β). Το διψώ υπήρξε ο πέμπτος λόγος του Κυρίου πάνω στο σταυρό και το Τετέλεσται ο έκτος.
Οι τρεις πρώτοι μεταξύ των επτά αναφέρονται στις προσωπικές σχέσεις· ήταν η προσευχή υπέρ των δημίων του («ἄφες αὐτοῖς…» Λουκάς), η υπόσχεση που δόθηκε στο ληστή («σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» Λουκάς), οι λόγοι προς την μητέρα και τον μαθητή (Ιωάννης).
Οι τρεις επόμενοι αναφέρονται στο σωτηριώδες έργο του· η κραυγή «Θεέ μου, Θεέ μου…» (Ματθ. Μάρκος) στις ηθικές θλίψεις της εξιλαστήριας θυσίας· ο στεναγμός Διψώ (Ιωάννης) στα φυσικά του παθήματα· ο θριαμβευτικός λόγος Τετέλεσται στην ολοκλήρωση αυτών και εκείνων.
Και ο έβδομος και τελευταίος λόγος, που ξεκάθαρα μεν αναφέρεται από τον Λουκά· Πατέρα, στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου, υποδηλώνεται όμως από τον Ιωάννη με τη φράση «παρέδωσε το πνεύμα» αναφέρεται στον εαυτό του, στο τέλος της επίγειας ζωής του (g).
Τετέλεσται· καθετί που οι προφήτες προείπαν· καθετί που ο Πατέρας ανέθεσε σε αυτόν να φέρει σε πέρας· η δύναμη της αμαρτίας συντρίφτηκε, ο κόσμος νικήθηκε τελείως (τ).
Τετέλεσται. Η κακία και η εχθρότητα των διωκτών του ολοκλήρωσε ό,τι χειρότερο είχε να πράξει εναντίον του. Το ξύδι ήταν το τελευταίο. Η βουλή και η εντολή του Πατέρα του σχετικά με το πάθος του συντελέστηκε. Είχε πει στην αρχή του παθήματός του· Πατέρα, ας γίνει το θέλημά σου. Και τώρα λέει με ικανοποίηση· Έγινε. Τροφή δική του ήταν να τελειώσει το έργο του Πατέρα (Ιω. δ 34).
Και όταν έδωσαν σε αυτόν το ξύδι, η τροφή αυτή χόρτασε αυτόν. Όλοι οι τύποι και οι προφητείες της Π.Δ., οι οποίες αναφέρονταν στο πάθημα του Μεσσία επαληθεύτηκαν και πραγματοποιήθηκαν. Τετέλεσται. Ο τελετουργικός νόμος καταργήθηκε και οι σκιές έφυγαν. Η αλήθεια των πραγμάτων ήλθε ήδη. Την μωσαϊκή οικονομία διαδέχτηκε η χάρη και καλύτερη ελπίδα. Τελείωσε και το πάθημά του, τόσο το της ψυχής του, όσο και το του σώματός του. Όλες οι αγωνίες του και όλοι οι πόνοι του πέρασαν.
Και η ζωή του τελείωσε, διότι ήδη ήλθε η στιγμή να παραδώσει το πνεύμα. Τελείωσε και το έργο της λύτρωσης του ανθρώπου και της σωτηρίας του. Πλήρης ικανοποίηση δόθηκε στη θεία δικαιοσύνη και θανάσιμο χτύπημα στο κράτος του σατανά, και άνοιξε πηγή χάρης, η οποία διαρκώς και ανεξάντλητα θα ρέει, πηγή ειρήνης και μακαριότητας.
(2)     Αυτό υποδηλώνει ότι μέχρι τη στιγμή εκείνη είχε το κεφάλι όρθιο (g). «Αλλά τώρα, επειδή τίποτα πλέον δεν απέμενε να επιτελέσει προτού πεθάνει» (Αυ), «όταν όλα συντελέστηκαν, τότε παρέδωσε το πνεύμα» (Ζ).
(3)     «Αν και βέβαια η τελευταία εκπνοή δεν συμβαίνει μετά την κλίση του κεφαλιού, εδώ όμως συνέβη το αντίθετο· διότι δεν έγυρε το κεφάλι επειδή εξέπνευσε, πράγμα που συμβαίνει με εμάς. Αλλά εξέπνευσε όταν έγυρε το κεφάλι» (Χ), «για να μάθουμε, ότι, όταν θέλησε, τότε πέθανε» (Ζ).
Το παραδίνω σημαίνει πράξη που έγινε εκούσια και το ρήμα διαλέχτηκε επίτηδες για να τονίσει τον μοναδικό τρόπο του θανάτου του Κυρίου που έγινε σύμφωνα με το Ιω. ι 18 «εξουσία έχω να θυσιάσω αυτήν και εξουσία έχω πάλι να πάρω αυτήν» (β).
Δεν ήταν μόνο το θύμα, αλλά και ο θύτης. Και οι διανοητικές του δυνάμεις ως θύτη ήταν όλες σε αυτόν σε όλη τη θυσία. Η ζωή του δεν πάρθηκε από αυτόν βίαια, αλλά δόθηκε αυτοπροαίρετα. Όσοι σταυρώνονταν σήκωναν μέχρι την τελευταία τους πνοή το κεφάλι για να πάρουν αναπνοή. Αλλά ο Χριστός δείχνοντας, ότι όταν θέλησε, τότε και πέθανε, έγυρε το κεφάλι πρώτα, ετοιμάζοντας τον εαυτό του σαν σε ύπνο. Έγυρε το κεφάλι με υπακοή προς το θέλημα του Πατέρα του.

Η σύντριψη των σκελών και η νύξη της πλευράς

Ιω. 19,31  Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι(1), ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ(2), ἐπεὶ παρασκευὴ(3) ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη(4) ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ σαββάτου· ἠρώτησαν(5) τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη(6), καὶ ἀρθῶσιν(7).
Ιω. 19,31  Οι Ιουδαίοι, εφρόντισαν εν τω μεταξύ να μη μείνουν επάνω στον σταυρόν τα σώματα των κρεμασθέντων κατά την διάρκειαν του Σαββάτου. Διότι η ημέρα αυτή ήτο ημέρα προπαρασκευής δια το αυριανόν Πασχα. Ήταν δε μεγάλη και επίσημος η ημέρα εκείνη του Σαββάτου. Παρεκάλεσαν, λοιπόν, τον Πιλάτο να σπάσουν οι στρατιώται τα σκέλη των σταυρωθέντων, και να τους πάρουν απ’ εκεί.
(1)    «Οι Ιουδαίοι πάλι, που καταπίνουν την κάμηλο και διυλίζουν τον κώνωπα, ενώ διέπραξαν τόσο μεγάλο τόλμημα, εξετάζουν με λεπτομέρεια την ημέρα» (Χ).
«Διότι να, να! ενώ φόνευσαν το Χριστό φροντίζουν πολύ για το σεβασμό του σαββάτου, και ενώ εξύβρισαν το νομοθέτη με τα τολμήματα που ξεπερνούν κάθε λόγο, προσποιούνται την ευλάβεια προς τον νόμο» (Κ).
(2)    Το Δευτερονόμιο (κα 23) θέσπιζε για τον σταυρωμένο ότι δεν θα μείνει νεκρό το σώμα του πάνω στο ξύλο, αλλά με ταφή θα θάψετε αυτόν εκείνη την ημέρα» (Ζ).
Δες και Ιησού Ναυή η 29,ι 26,Ιωσήπου Περί Ιουδ. Πολ. ΙV,5,2. Οι Ρωμαίοι συνήθως άφηναν τα σώματα των καταδίκων πάνω στο σταυρό και γίνονταν λεία των σαρκοφάγων πετεινών ή θηρίων ή και αποσυντίθενταν εκεί (g).
Δεν υπήρχε όμως και νόμος που να απαγορεύει την ταφή. Δες Quintiliani, Declam VI  και Φίλωνος προς Φλάκκ. 10, όπου μαρτυρείται η παράδοση στους συγγενείς πτωμάτων που κατεβάστηκαν από το σταυρό και θάφτηκαν.
Για αυτό παρόλο που ο Πιλάτος μπορούσε σε συνηθισμένες περιστάσεις να αρνηθεί στα μέλη του συνεδρίου ό,τι ζητούσαν από αυτόν, δεν εμποδιζόταν όμως και από κάποιο νόμο να ενδώσει στην επιθυμία τους. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία η Ιερουσαλήμ πλημμυριζόταν από πλήθος προσκυνητών που ήλθαν για το Πάσχα, ήταν επιθυμητό να αποφευχθεί κάθε σύγκρουση μεταξύ Ιουδαίων και της Ρωμαϊκής εξουσίας (β).
(3)   Αυτοί που υποστηρίζουν ότι και κατά τον Ιωάννη ο ιουδαϊκός λαός είχε ήδη γιορτάσει το Πάσχα κατά το προηγούμενο απόγευμα, δίνουν στη λέξη παρασκευή την σημασία που και σε μας επικρατεί, κατά την οποία δηλώνει την έκτη ημέρα της εβδομάδας Παρασκευή, και εξηγούν την ιδιαίτερη ιερότητα του Σαββάτου που ακολουθούσε με το γεγονός ότι το Σάββατο αυτό ανήκε στην πασχάλια εβδομάδα. Υπενθυμίζουν επίσης ότι στις 16 Νισάν γιορταζόταν η προσφορά του ιερού δράγματος, πράξη λατρείας γνωστότατη, με την οποία κάθε έτος άρχιζε ο θερισμός.
Αλλά η 16 του Νισάν ήταν τόσο λίγο ημέρα αργίας, ώστε το απόγευμα της 15 προς την 16 μετά την δύση του ηλίου γινόταν η κοπή των στάχυων. Επιπλέον η 16 του Νισάν στο Λευϊτικό κγ 11-14 ονομάζεται επαύριον της πρώτης και επαύριον των σαββάτων. Πώς ήταν λοιπόν δυνατόν αυτή να είναι επισημότερη από την 15 Νισάν; Όσον αφορά τώρα στη σημερινή έννοια της λέξης παρασκευή (=έκτη της εβδομάδας) αποκλείεται αυτή και από την έλλειψη του άρθρου.
Τέλος το «γαρ» που ακολουθεί («ἦν γὰρ μεγάλη…») θέτει σαφώς την ιδέα της προπαρασκευής σε λογική σχέση με αυτήν της έκτακτης αγιότητας του Σαββάτου, το οποίο επρόκειτο να αρχίσει από την 6η εσπερινή ώρα. Από αυτό έπεται ότι η στιγμή του θανάτου του Ιησού ήταν η εσπέρα της 14 και όχι αυτή της 15 Νισάν, διότι η ημέρα της αργίας επρόκειτο να αρχίσει και όχι να λήξει. Οι λέξεις «ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν» σημαίνουν συγχρόνως προπαρασκευή του Σαββάτου (ως Παρασκευή) και προπαρασκευή της μεγάλης ημέρας του Πάσχα (ως παραμονή της 15 Νισάν).
Υπήρχε λοιπόν διπλή προπαρασκευή κατά την ημέρα εκείνη, διότι η επομένη ήταν συγχρόνως σάββατο εβδομάδας και μέγα Σάββατο δηλαδή η πρώτη ημέρα της γιορτής. Με τις λέξεις «ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν» ο ευαγγελιστής υπενθυμίζει, ότι η ουσιώδης πράξη της προπαρασκευής δηλαδή ο σφαγιασμός του αμνού είχε γίνει στο ναό κατά τη στιγμή εκείνη και μετά από κάποιες ώρες άρχισε το πασχάλιο δείπνο (g).
(4)     «Λέει μεγάλη την ημέρα εκείνου του σαββάτου, διότι δεν είχε την ιερότητα μόνο ως σάββατο, αλλά επειδή σε αυτό έλαχε και η γιορτή των αζύμων· ήταν δηλαδή διπλή γιορτή. Αυτού του είδους τα σάββατα λοιπόν τα ονόμαζαν σάββατα σαββάτων, σαν να λέμε τίμια τιμίων, γιορτές γιορτών, για το διπλό της γιορτής» (Ζ).
(5)    «Παρακάλεσαν, ζήτησαν» (Ζ).
(6)    «Να συντριβούν τα σκέλη τους για να πεθάνουν γρηγορότερα» (Ζ). Υπήρχε στους Ρωμαίους η συνήθεια της σκελοκοπίας (crucifragium), με την οποία «προκαλούσαν, μέσω της αφόρητης πλέον κάκωσης, θερμότερη την έφοδο του θανάτου σε αυτούς που ήταν ήδη κουρασμένοι» (Κ).
Το μοιραίο ερχόταν πιθανώς με την αιφνίδια ένταση και υπερβολή του πόνου, τη στιγμή που ο πάσχων ήταν ήδη σε κατάσταση έσχατης εξάντλησης (ο). Οσοδήποτε όμως σκληρά και αν ήταν τα πλήγματα όταν δίνονταν σε υγιή και ισχυρό άνδρα, ήταν παρόλ’ αυτά ευεργετικά εάν συντελούσαν στο να επέλθει γρήγορα το τέλος του μαρτυρίου, το οποίο υφίστατο αυτός που αργά πέθαινε στο σταυρό (β).
(7)    Ίσως δεν σημαίνει μόνο την απόσπαση από το σταυρό, αλλά και τον εξαφανισμό. Για τον τελευταίο αυτόν ενδιαφέρονταν κυρίως οι Ιουδαίοι (g).

Ιω. 19,32  ἦλθον(1) οὖν(2) οἱ στρατιῶται(1), καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου(3) τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ(4)·
Ιω. 19,32  Ήλθαν πράγματι οι στρατιώται στον Γολγοθάν κατά διαταγήν του Πιλάτου και του μεν πρώτου ληστού έσπασαν τα σκέλη, όπως επίσης και του άλλου, που είχε σταυρωθή μαζί με τον Ιησού.
(1)    «Οι στρατιώτες που διατάχτηκαν αυτό από τον Πιλάτο» (Ζ). Η λέξη «ήλθαν» ερμηνεύεται φυσικότερα, εάν δεχτούμε ότι ανατέθηκε σε άλλους στρατιώτες το έργο της συντριβής των σκελών και όχι στους ίδιους, οι οποίοι είχαν διενεργήσει τη σταύρωση (g).
(2)    Ως συνέπεια των διαταγών του Πιλάτου που εκδόθηκαν από την προς αυτόν παράκληση των Ιουδαίων (ο)· «εκπληρώνοντας το αίτημα των Ιουδαίων» (Κ).
(3)    Άρα και του μετανοημένου ληστή. Πόνους συχνά δοκιμάζουν και αυτοί που επέστρεψαν και ίσο ποσό εξωτερικών σωματικών δεινών με τους κακούς (b).
Ο ένας από αυτούς τους ληστές είχε μετανοήσει και είχε λάβει από τον Χριστό βεβαίωση ότι μετά από λίγο θα ήταν μαζί του στον Παράδεισο. Και όμως πέθανε με τους ίδιους πόνους και με τον ίδιο οικτρό τρόπο, με τον οποίο και ο μη μετανοημένος ληστής. Πολλοί πηγαίνουν στον ουρανό, μολονότι έχουν αλυσίδες στα χέρια και πεθαίνουν με πίκρα και θλίψη. Οι σκληρές αγωνίες του θανάτου δεν εμποδίζουν τις ανείπωτες ανέσεις, οι οποίες αναμένουν τις άγιες ψυχές μετά θάνατον.
(4)    «Με τον Χριστό δηλαδή» (Ζ)

Ιω. 19,33  ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες(1) ὡς εἶδον αὐτὸν(2) ἤδη τεθνηκότα(3), οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη(4),
Ιω. 19,33  Όταν όμως ήλθαν στον Ιησού, επειδή είδαν, ότι αυτός είχε ήδη πεθάνει, δεν του έσπασαν τα σκέλη,
(1)    «Ήλθαν σε αυτόν τελευταίο, θέλοντας να τον εξευτελίσουν περισσότερο, για χαρά των Ιουδαίων» (Ζ)· για να προξενήσουν σε αυτόν περισσότερο παρατεταμένους πόνους (b). Ήλθαν με τέτοιες προθέσεις, αλλά η απόφαση του Θεού ήταν άλλη. Οποιεσδήποτε και αν είναι οι αποφάσεις των ανθρώπινων καρδιών, η απόφαση του Κυρίου θα κυριαρχήσει.
(2)    Άλλη απόδειξη του πραγματικού θανάτου του Ιησού είναι ότι τα πεπειραμένα μάτια των στρατιωτών αυτών δεν ανακάλυψαν κάποιο σημάδι ζωής (ο). Ο σιναϊτικός κώδικας γράφει: εύρον αυτόν ήδη τεθνηκότα αντί για το ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα.
(3)    Σύμφωνα με το Μάρκου ιε 44 ο Πιλάτος δοκίμασε έκπληξη διότι ο Ιησούς είχε πεθάνει τόσο γρήγορα· διότι στους σταυρωμένους υπήρχαν και περιπτώσεις κατά τις οποίες ο θάνατος αργούσε να έλθει για δύο ή και τρεις μέρες. Η εξαιρετικά λεπτή φύση μπορεί να αντέξει στη φυσική αγωνία λιγότερο από όσο η πιο βάναυση· ο Ιησούς όμως ήταν ο τέλειος άνθρωπος (β). Αλλά επιπλέον δειχνόταν ότι ο Ιησούς έδωσε τη ζωή του εκούσια και πέθανε όταν αυτός θέλησε.
(4)    «Επειδή βρήκαν τον Ιησού να έχει γύρει το κεφάλι, και επειδή τον έπιασαν να έχει ήδη εκπνεύσει, νομίζουν μάταιο πλέον το να του συντρίψουν τα πόδια» (Κ).

Ιω. 19,34  ἀλλ᾿ εἷς τῶν στρατιωτῶν(1) λόγχῃ(2) αὐτοῦ τὴν πλευρὰν(3) ἔνυξε(4), καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ(5).
Ιω. 19,34  αλλά ένας στρατιώτης, δια κάθε ενδεχόμενον, του ετρύπησε την πλευράν με την λόγχην• και αμέσως έτρεξε από εκεί αίμα και νερό καθαρόν.
(1)    «Επειδή λοιπόν για λίγο έδειξαν δυσπιστία για το αν είχε ήδη πεθάνει, τον χτυπούν με λόγχη στην πλευρά» (Κ). Η γλώσσα του κειμένου υπονοεί ότι ο στρατιώτης επιζητούσε να διαπιστώσει με βεβαιότητα ότι ο Ιησούς ήταν νεκρός (β). Αν και τα πεπειραμένα τους μάτια είδαν, ότι ήταν ήδη νεκρός, δεν προσπέρασαν, αλλά κατέστησαν το γεγονός του θανάτου του απολύτως βέβαιο με τον αναφερόμενο τρόπο (ο).
Ο Ωριγένης στο Ματθ. κζ 54 φαίνεται να λέει, ότι το τρύπημα με τη λόγχη δινόταν μερικές φορές αντί για τη δική μας χαριστική βολή, για να επισπεύσει το θάνατο των εσταυρωμένων.
(2)    Λέγεται μία φορά. Δόρυ με σίδερο οπλισμένο (G). Μακρύ ελαφρύ ακόντιο όχι τόσο βαρύ όσο ο ύσσος (pilum), ο οποίος ήταν το συνηθισμένο όπλο των Ρωμαίων στρατιωτών (β). Τρύπησε με την αιχμή του όπλου δηλαδή με το τριγωνικό σιδερένιο κεφάλι της λόγχης (ο), η οποία δεν θα έθιγε τα οστά του Ιησού (b).
(3)     Πιθανώς είχε σκοπό να πλήξει την καρδιά, διότι δεν μπορούμε να υποθέσουμε, ότι η θέση του τραύματος προήλθε από τυχαίο πλήγμα ή ότι τρύπησε την αριστερή πλευρά του Ιησού, διότι πλησίασε το σώμα από εκείνο το μέρος (ο). Η Αιθιοπική όμως μετάφραση (ΣΤ΄ αιώνας) λέει ότι τρυπήθηκε η δεξιά πλευρά, και αυτό ήταν ευρύτατα δεκτό κατά τους αρχαίους χρόνους (δες και Acta Pilati B XI).
Και στη λειτουργία του Χρυσοστόμου (στην Προσκομιδή) συναντιέται η διάταξη: νύττει αυτόν στο «δεξιό» μέρος με λόγχη (β). Μολονότι το δεξί του λειτουργού που νύττει αντιστοιχεί προς το αριστερό του νυττομένου αμνού. Τίποτα παρόλ’ αυτά δεν είναι βέβαιο ως προς το ποια πλευρά τρυπήθηκε.
(4)    Λέγεται μία φορά. Συχνά λέγεται στον Όμηρο για βαρύτερα καθώς και για θανάσιμα τραύματα, τα οποία επιφέρονται εναντίον κάποιου (G). Γενικώς όμως χρησιμοποιείται για ελαφρά αγγίγματα. Δες Σοφία Σειράχ κβ 19 και Γ΄ Μακαβ. ε 14. Από το Ιω. κ 25 φαίνεται ότι το τραύμα υπήρξε ευρύ (β). Λιγότερο μαρτυρημένη γραφή, που συναντιέται και στη Βουλγάτα aperuit (=άνοιξε)=
«με την έννοια ότι η οδός της ζωής άνοιξε, από την οποία απέρρευσαν τα μυστήρια της εκκλησίας, χωρίς τα οποία δεν υπάρχει κάποια είσοδος στη ζωή, η οποία είναι η αληθινή ζωή» (Αυ).
Η γραφή προήλθε από παραφθορά (ήνυξε, ένοιξε) της αυθεντικής.
(5)    «Είναι υπερφυσικό το πράγμα, και ξεκάθαρα διδάσκει, ότι αυτός που τρυπήθηκε είναι κάτι ανώτερο από άνθρωπος. Διότι από νεκρό άνθρωπο, και αν ακόμη μύριες φορές τρυπήσει κάποιος δεν θα βγει αίμα» (Ζ).
«Μυστήριο απόρρητο τελούνταν· διότι βγήκε νερό και αίμα» (Χ). «Των μεν άλλων λοιπόν νεκρών το αίμα πήζει και δεν τρέχει νερό καθαρό. Το παράδοξο όμως με το νεκρό σώμα του Ιησού ήταν ότι χύθηκε από τις πλευρές αίμα και νερό» (Ω).
Το αίμα εκείνο που έρευσε ήταν παράδοξο· αλλά και το νερό που βγήκε ακόμη περισσότερο παράδοξο. Ότι όμως και τα δύο βγήκαν κατά τον ίδιο χρόνο και όμως χωρισμένα μεταξύ τους υπήρξε το πιο καταπληκτικό από όλα. Από ποιό μέρος του σώματος το αίμα και το νερό βγήκε, από το στήθος ή από την καρδιά ή από κάποιο άλλο; Ποιός μπορεί να καθορίσει; Το νερό υπήρξε διαυγές και πραγματικό· όπως και το αίμα υπήρξε καθαρό και πραγματικό… Η διαβεβαίωση του ευαγγελιστή, ο οποίος υπήρξε συγχρόνως θεατής και μάρτυρας, δείχνει τόσο την αλήθεια, όσο και το μεγαλείο του θαύματος και του μυστηρίου (b).
Ότι το να εκρεύσει αίμα από νεκρό σώμα είναι αφύσικο αναγνωρίστηκε γενικά. Για αυτό το φαινόμενο προτάθηκαν διάφορες φυσικές εξηγήσεις από κάποιους από τους νεώτερους ερμηνευτές. Έτσι η λόγχη ίσως έπληξε διάφορα αιμοφόρα αγγεία, και ενδέχεται να ήλθε σε επαφή με σημεία, στα οποία από εσωτερική αιμορραγία είχε συσσωρευτεί αίμα, και όπου ο ορρός και ο πλακούντας ήταν σε κατάσταση χωρισμού· και κατ’ αρχάς μεν έρρευσε ο ορός μόνος, όταν όμως η λόγχη μπήκε βαθύτερα ίσως έθιξε και σημεία, όπου το αίμα ήταν ρευστό (Ebrard).
Αλλά όταν πληγεί ένα μεγάλο αιμοφόρο αγγείο κάποιου νεκρού, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να εκρεύσει από το τραύμα αίμα μελανωπό καλυμμένο από στρώμα ορρού. Είναι όμως ελάχιστα πιθανό ότι κάτι τέτοιο θα χαρακτηριζόταν από τον Ιωάννη ως αίμα και νερό (g).
Ο W. Stroud εισηγήθηκε ότι ο θάνατος του Ιησού προήλθε από διάρρηξη της καρδιάς, το οποίο εξηγεί γιατί επήλθε ο θάνατος τόσο σύντομα, και ότι το αίμα και νερό ήταν τα χωρισμένα μεταξύ τους θρόμβος και ορρός της ποσότητας του αίματος που διέφυγε στον περικάρδιο σάκκο, τον οποίο η λόγχη τρύπησε. Αλλά αυτό προϋποθέτει, ότι το τραύμα δόθηκε στην αριστερή πλευρά, για το οποίο όμως δεν έχουμε καμία βέβαιη ένδειξη, αλλά τελείως αντίθετα η παράδοση μιλά για τη δεξιά πλευρά.
Επιπλέον ο C. Creighton παρατήρησε, ότι το αίμα που διέφυγε σε κάποια κοιλότητα εσωτερική από ρήγμα ενός μεγάλου οργάνου δεν εκδηλώνει τάση χωρισμού σε θρόμβο και ορρό αλλά μένει παχύ σκοτεινό κόκκινο αίμα (β). Οι εξηγήσεις αυτές παραμένουν αρκετά απίθανες.
Η φράση αίμα και νερό δηλώνει με τρόπο φυσικό δύο ουσίες που έρρευσαν συγχρόνως, αλλά χωριστές, για τα μάτια του θεατή. Δεν απομένει μπροστά μας παρά μία εξήγηση· να δεχτούμε, ότι το γεγονός αυτό το μυστηριώδες συνέβη παρά τους νόμους της κοινής φυσιολογίας και ότι σχετίζεται με την εξαιρετική φύση σώματος, το οποίο η αμαρτία δεν αλλοίωσε ποτέ, και το οποίο βάδιζε προς την ανάσταση, χωρίς να πρόκειται να διέλθει πρώτα από την αποσύνθεση.
Από τη στιγμή του θανάτου αρχίζει γενικώς η πρόοδος της αποσύνθεσης. Το σώμα του Ιησού έπρεπε από τη στιγμή αυτή να πάρει διαφορετικό δρόμο. Μπήκε στην οδό της δόξας. Εκείνος ο οποίος υπήρξε ο άγιος του Θεού, με την απόλυτη έννοια της λέξης, εξαιρέθηκε επίσης από την διαφθορά (Ψαλμ. ιε 10). Αυτή είναι η έννοια την οποία ο ευαγγελιστής θέλησε να προσδώσει στο μοναδικό αυτό και χωρίς κάποιο προηγούμενο φαινόμενο (g).
Έτσι νέα διαθήκη επικυρώθηκε. Η προς Εβραίους επιστολή υπενθυμίζει στους αναγνώστες της, ότι η πρώτη διαθήκη βεβαιώθηκε με αίμα και νερό και ύσσωπο (Εβρ. θ 19) (χ).
Ο θάνατος του Κυρίου υπήρξε τελείως διαφορετικός από το θάνατο όλων των υπόλοιπων ανθρώπων και φανέρωσε την καλυπτόμενη από την ανθρώπινη φύση θεία προσωπικότητά του με το γεγονός, ότι η διαφθορά και η σήψη, η οποία για μας αρχίζει αμέσως από την πρώτη στιγμή του θανάτου μας, υπήρξε ξένη με το άχραντο σώμα του. Υπήρχε θεία ζωή στο ανθρώπινο σώμα του Ιησού Χριστού, πάνω στην οποία ο θάνατος δεν είχε κάποια εξουσία ή δύναμη. Η νίκη του θανάτου πάνω του υπήρξε προσωρινή και σύντομη, όμοια με τις καλοκαιρινές νύχτες των βορείων περιοχών της γης, στις οποίες το λυκόφως δεν παύει να φωτίζει μέχρι τη στιγμή κατά την οποία το λυκαυγές διαδέχεται αυτό.
Εκτός από την εξήγηση αυτή υπάρχουν στους Πατέρες και συμβολικές εξηγήσεις του μυστηριώδους φαινομένου. Η επικρατούσα, την οποία κάποιοι από τους νεώτερους (χ,τ) θεωρούν ότι επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο τον ευαγγελιστή (Α΄ Ιωάννου ε 16) είναι: «Αυτές οι πηγές δεν βγήκαν από το σώμα του απλώς και ως έτυχε, αλλά επειδή από αυτά τα δύο συστάθηκε η Εκκλησία. Και το γνωρίζουν αυτοί που μυούνται στα μυστήρια, που αναγεννιούνται μεν με νερό, τρέφονται δε με αίμα και σάρκα. Από εδώ λαμβάνουν αρχή τα μυστήρια, ώστε, όταν προσέρχεσαι στο φρικτό ποτήριο, να προσέρχεσαι έτσι, σαν να πίνεις από αυτήν την πλευρά» (Χ).
«Διότι το άγιο βάπτισμα είναι όντως του Χριστού και από το Χριστό και η δύναμη της μυστικής ευλογίας (=της Θείας Ευχαριστίας) γεννήθηκε ξανά σε εμάς από την αγία του σάρκα» (Κ).
«Εκείνο το αίμα χύθηκε για την άφεση των αμαρτιών· το νερό εκείνο… χορηγεί μία και μόνη φορά το λουτρό του βαπτίσματος» (Αυ).
Άλλη αλληγορία λιγότερο διαδεδομένη: «Αναβλύζει αίμα και νερό εγκαινιάζοντας δύο βαπτίσματα, αυτό του αίματος, του μαρτυρίου, και αυτό του νερού, της αναγέννησης» (Ζ).
Ερμηνεύεται αλληγορικά επίσης και το τρύπημα της πλευράς: «Τρυπιέται με τη λόγχη στην πλευρά ο Σωτήρας λόγω της τρυπημένης από την αμαρτία πλευρά του Αδάμ, δηλαδή την Εύα, θεραπεύοντας με την πληγή της πλευράς την πληγή της πλευράς» (Ζ).
«Ο δεύτερος αυτός Αδάμ έγυρε το κεφάλι και κοιμήθηκε πάνω στο σταυρό, έτσι ώστε μία σύζυγος [η εκκλησία] να φτιαχτεί για Αυτόν από εκείνο, το οποίο έρρευσε από την πλευρά αυτού που κοιμόταν. Ω θάνατε, μέσω του οποίου οι νεκροί αναστήθηκαν ξανά στη ζωή! Τι μπορεί να είναι καθαρότερο από το αίμα αυτό; Τι ιαματικότερο από το τραύμα αυτό;» (Αυ).

Ιω. 19,35  καὶ ὁ ἑωρακὼς(1) μεμαρτύρηκε(2), καὶ ἀληθινὴ(3) αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία, κἀκεῖνος οἶδεν(4) ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς(5) πιστεύσητε(6).
Ιω. 19,35  Αυτό το γεγονός, εκείνος που το είδε με τα ίδια του τα μάτια το εβεβαίωσε κατά τον πλέον επίσημον τρόπον και η μαρτυρίαν του αυτή είναι απολύτως αληθινή. Και εκείνος γνωρίζει πολύ καλά ότι λέγει την αλήθειαν δια το θαυμαστόν αυτό γεγονός, ώστε και σεις να πιστεύσετε.
(1)    «Και αυτός που το είδε»… Αυτοί που αμφισβήτησαν τη γνησιότητα του δ΄ ευαγγελίου παρατήρησαν εδώ ότι ο συγγραφέας του ευαγγελίου διακρίνεται ξεκάθαρα από τον απόστολο και παρουσιάζεται ως αυτός που διερμηνεύει την προφορική μαρτυρία του αποστόλου. Προβλήθηκε λοιπόν ως επιχείρημα υπέρ αυτής της εκδοχής, ότι το «και εκείνος» δηλώνει εδώ τον πραγματικό συγγραφέα, που είναι διαφορετικός από τον Ιωάννη.
Αλλά το εκείνος χρησιμοποιείται στο Ιω. θ 37 από αυτόν που μιλά για τον εαυτό του. Παράλληλο επίσης ομοιότατο βρίσκεται και στον Ιώσηπο (Ιουδ. Πολ. ΙΙΙ, 7,16) όπου χρησιμοποιείται από τον ίδιο τον Ιώσηπο που γράφει για τον εαυτό του η αντωνυμία εκείνος. Γραμματικά εδώ το εκείνος χρησιμοποιείται για έμφαση σε επανάληψη του «αὐτοῦ» που αμέσως προηγήθηκε (αληθινή «αὐτοῦ» εστίν η μαρτυρία) όπως και στο Ιω. ζ 29 (Εγώ γνωρίζω αυτόν διότι από αυτόν είμαι, και εκείνος με…». Δες και ι 1,6 (β).
Άλλωστε εάν ο συγγραφέας του δ΄ ευαγγελίου ήταν άλλος από τον Ιωάννη, με ποιο δικαίωμα θα μαρτυρούσε για τη συνείδηση, την οποία έχει ο Ιωάννης («εκείνος ξέρει ότι λέει την αλήθεια») για το ότι η μαρτυρία του είναι αληθινή; (g).
Ο ε ω ρ α κ ώ ς «αυτός που είδε αυτά… δεν τα άκουσε από άλλον» (Ζ). «Δεν άκουσα από άλλους, αλλά ο ίδιος ήμουν παρών και είδα» (Χ).
(2)     Ό,τι είδε με την ιδιότητά του ως αποστόλου, το μαρτύρησε με την ιδιότητά του ως ευαγγελιστή (b). Ο παρακείμενος δηλώνει αυτό που σώζεται στο αποτέλεσμα. Αυτή η μαρτυρία του Ιωάννη βρίσκεται μπροστά μας πάντοτε παρούσα (κ).
(3)     Ο σιναϊτικός κώδικας μόνο γράφει αληθής. Το αληθινή όμως δεν σημαίνει, όπως αλλού, αληθής, αλλά μαρτυρία πραγματική, που εκφράζει γεγονός, το οποίο πράγματι συνέβη μπροστά στα μάτια του μάρτυρα (g). Αξιόλογη και η επόμενη: Η λέξη σημαίνει όχι μόνο, ότι το συμβάν είναι ιστορικά αληθινό, αλλά και ότι η παρεχόμενη έκθεση αυτού εκπροσωπεί την πνευματική σημασία και πραγματικότητα των εξωτερικών γεγονότων (μ).
Ο αγαπημένος μαθητής μαρτυρεί ιδιαίτερα και για τη σημασία του συμβάντος. Θεώρησε δηλαδή ότι η κάθαρση (νερό) και η νέα ζωή (αίμα) έρρευσαν από τη συντελεσμένη ήδη θυσία του αμνού του Θεού (χ).
(4)    «Με ακρίβεια ξέρει αυτό» (Ζ). Ο ευαγγελιστής εδώ επικαλείται τη συνείδησή του για την αλήθεια της μαρτυρίας του (ο).
«Λέει ότι ο μαθητής που έδωσε μαρτυρία για αυτά, αυτός ο ίδιος έγινε μάρτυρας και θεατής του πράγματος, και γνωρίζει αληθινά, ότι έδωσε μαρτυρία για αληθινά πράγματα, φανερώνοντας με αυτό που είπε τον εαυτό του και όχι βεβαίως κάποιον άλλον. Διότι αρνήθηκε να μιλήσει πιο ξεκάθαρα για τον εαυτό του, αποκρούοντας την εντύπωση της φιλοδοξίας ως ένα πράγμα ασεβές και ως τη χειρότερη ασθένεια» (Κ).
(5)    Έτσι ώστε από το αναφερθέν γεγονός και από αυτά που θα αναφερθούν στη συνέχεια να στηριχτείτε στην πίστη, διότι τα γεγονότα αυτά άλλοτε είχαν στηρίξει την πίστη και του ίδιου του συγγραφέα (g).
(6)     Με έννοια απόλυτη= όχι απλώς, ότι αυτά είναι αληθινά, αλλά ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός (b).
«Διαβεβαιώνει λοιπόν ο σοφότατος ευαγγελιστής από τα συμβάντα τους ακροατές, ότι ακριβώς αυτός είναι ο Χριστός, που από παλιά προφητευόταν από την Αγία Γραφή. Διότι η έκβαση των πραγμάτων έγινε σύμφωνα ακριβώς με αυτά που είχαν γραφτεί για αυτόν» (Κ). Ο σιναϊτικός και βατικανός κώδικας γράφουν· πιστεύητε αντί για το πιστεύσητε.

Ιω. 19,36  ἐγένετο γὰρ ταῦτα, ἵνα ἡ γραφὴ(1) πληρωθῇ, ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ(2).
Ιω. 19,36  Διότι έγιναν όλα αυτά, δια να εκπληρωθή η προφητεία της Γραφής• Δεν θα συντριβή κανένα από τα οστά του.
(1)     Εδώ σημαίνει μέρος ή κάποια περικοπή της γραφής. Δες και Μάρκ. ιβ 10,Λουκά δ 21,Πράξ. α 16 (G).
(2)     Γύρω στα 60 χειρόγραφα γράφουν απ’ αὐτοῦ αντί για «αὐτοῦ». Η προφητεία αυτή έχει παρθεί από το Εξόδου ιβ 46 και Αριθμοί θ 12, και όχι από το Ψαλμ. λγ 21, διότι το τελευταίο αυτό χωρίο αναφέρεται σε διατήρηση της ζωής του δικαίου, όχι όμως στη διατήρηση της ακεραιότητας του σώματός του (g).
«Διότι αν και αυτό ειπώθηκε για τον αμνό [τον πασχάλιο] των Ιουδαίων, αλλά χάριν της αλήθειας ο τύπος προηγήθηκε και βρήκε εφαρμογή περισσότερο σε αυτό το γεγονός» (Χ).
«Διότι εκείνος ο αμνός ήταν τύπος αυτού» (Θφ).
Ο πασχάλιος αμνός της Π.Δ. δεν σφαζόταν μόνο για ανάμνηση της εξόδου από την Αίγυπτο, αλλά ήταν και προσφορά (Αριθμ. θ 12) και δεν ήταν σωστό να ακρωτηριάζεται. Η προσφορά πρέπει να είναι τέλεια. Αυτό κατά τον Ιωάννη υπήρξε προφητική διάταξη και αναφερόταν στον τρόπο του θανάτου Εκείνου, ο οποίος ήταν ο αληθινός πασχάλιος αμνός, και σε αυτό συμφωνεί και ο Παύλος με όσα λέει στο Α΄Κορ. ε 7 (β).
Ο πασχάλιος αμνός ανήκε στο Θεό και εικόνιζε τον αμνό του Θεού. Να γιατί ο νόμος απαγόρευε ρητά κάθε βίαιη και σκληρή μεταχείρισή του. Για αυτό και τα υπολείμματα των σαρκών έπρεπε να κατακαούν αμέσως μετά το δείπνο (g).
Πολύ αξιόλογες και οι επόμενες παρατηρήσεις: Η εβραϊκή λέξη που αντιστοιχεί στη λέξη οστά σημαίνει και την δύναμη. Δεν έπρεπε λοιπόν κανένα οστό του Χριστού να συντριβεί, για να δειχτεί, ότι αν και ο Κύριος πέθανε με ασθένεια, η δύναμή του στο να σώζει παρέμεινε άθραυστη και ακέραιη. Η αμαρτία συντρίβει τα οστά μας, όπως συνέτριψε και του Δαβίδ τα οστά (Ψαλμ. ν 10 «θα αγαλλιάσουν οστά ταπεινωμένα»). Δεν συνέτριψε όμως και τα οστά του Χριστού, ο οποίος στάθηκε άθραυστος κάτω από το βάρος των αμαρτιών μας ώστε να μας σώζει για πάντα.

Ιω. 19,37  καὶ πάλιν ἑτέρα γραφὴ λέγει(1)· ὄψονται(2) εἰς ὃν ἐξεκέντησαν(3).
Ιω. 19,37  Και πάλιν άλλη προφητεία της Γραφής λέγει• Θα ιδούν εκείνον, τον οποίον λόγχισαν.
(1)    Πρόκειται για το Ζαχαρίου ιβ 10. Εάν ο προφητικός τύπος του πασχαλινού αμνού εκπληρώθηκε «αρνητικά», διότι τα σκέλη του Ιησού «δεν» συντρίφτηκαν όπως συνηθιζόταν σε όσους εκτελούνταν με σταυρό, η προφητεία του Ζαχαρία εκπληρώθηκε «θετικά» με το λογχισμό της πλευράς (β).
(2)    Η αντίστοιχη λέξη του εβραϊκού πρωτοτύπου έχει την έννοια της έντονης προσοχής και συνδέεται με μεσσιανική προφητεία, σύμφωνα με την οποία οι Ιουδαίοι υπό την επίδραση της χάρης θα στρέψουν τα βλέμματά τους προς τον Ιησού αναγνωρίζοντας αυτόν Μεσσία τους (ο). Οι Ο΄ μεταφράζουν: Επιβλέψονται πρός με. Πρόκειται για βλέμμα μετάνοιας, ικεσίας, πίστης, το οποίο θα ρίξουν οι Ιουδαίοι που επέστρεψαν σε εκείνον, τον οποίον τρύπησαν. Σκηνή συναρπαστική που περιγράφεται μεγαλοπρεπώς από τον Ζαχαρία στο ιβ 8-14 (g).
Ο Ζαχαρίας μιλά για μετάνοια της Ιερουσαλήμ. Έτσι το παρόν επεισόδιο αναφέρεται στο χρόνο, κατά τον οποίο ο Κύριος θα ελκύσει προς τον εαυτό του όλους, και αυτούς τους σταυρωτές του (τ).
Η προφητεία αυτή εκπληρώθηκε εν μέρει κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, όταν πολλοί από αυτούς που άκουσαν το κήρυγμα του Πέτρου «κατανύχτηκαν στην καρδιά». Θα εκπληρωθεί εξ’ ολοκλήρου όταν «όλος ο Ισραήλ θα σωθεί», αλλά και με οργή, όταν αυτοί που εμμένουν στην απιστία «θα δουν αυτόν αυτοί που τον τρύπησαν και θα θρηνήσουν για αυτόν» (Αποκ. α 7).
«Όταν δηλαδή θα έλθει να κρίνει, τότε θα δουν αυτόν με σώμα καλύτερο και πιο θεϊκό και θα γνωρίσουν αυτοί που τρύπησαν και θα κλάψουν» (Θφ).
(3)     Οι Ο΄ βρίσκοντας ίσως ως πολύ έντονο και ανάρμοστο για τον Ιεχωβά το ρήμα που υπάρχει στο πρωτότυπο εβραϊκό, μεταφράζουν «ανθ’ ων κατωρχήσαντο»= ύβρισαν το Θεό με την ειδωλολατρεία (g). Η φυσική όμως μετάφραση της αντίστοιχης Εβραϊκής λέξης είναι εξεκέντησαν, η οποία ακολουθείται και από τους Θεοδοτίωνα και Ακύλα, ενώ ο Σύμμαχος μεταφράζει επεξεκέντησαν (β).
Για να καταλάβουμε καλά, τι ο Ιωάννης αισθάνθηκε κατά τη στιγμή, την οποία περιγράφει εδώ, ας φανταστούμε έναν πιστό Ιουδαίο, που γνωρίζει καλά την Π.Δ. και βλέπει να πλησιάζουν οι στρατιώτες, για να συντρίψουν τα σκέλη των τριών καταδίκων. Τι πρόκειται να συμβεί ως προς το σώμα του Μεσσία, το οποίο είναι ιερότερο από το σώμα του πασχάλιου αμνού; Και να που με συρροή περιστατικών ανέλπιστη το σώμα αυτό διαφεύγει κάθε σκληρή ενέργεια!
Το ίδιο πλήγμα της λόγχης, το οποίο προλαβαίνει την σύντριψη των οστών, εκπληρώνει κατά γράμμα αυτό που προφητεύτηκε από τον προφήτη! Τέτοια θαύματα δεν ήταν ικανά για να ενισχύσουν την πίστη του και την πίστη της Εκκλησίας; (g).

Η ταφή του Ιησού

Ιω. 19,38  Μετὰ δὲ ταῦτα(1) ἠρώτησε τὸν Πιλᾶτον Ἰωσὴφ(2) ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας(3), ὢν μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, κεκρυμμένος δὲ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων(4), ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ· καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλᾶτος(5). ἦλθεν οὖν καὶ ἦρε(6) τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Ιω. 19,38  Μετά ταύτα ο Ιωσήφ, που κατήγετο από την Αριμαθαίαν και ήτο μαθητής του Ιησού, αλλά έμενε κρυμμένος και δεν εφανερώνετο ως μαθητής δια τον φόβον των Ιουδαίων, παρεκάλεσε τον Πιλάτον να του επιτρέψη να πάρη το σώμα του Ιησού. Και ο Πιλάτος έδωσε την άδειαν. Ήλθε, λοιπόν, και επήρε το σώμα του Ιησού.
(1)    Είναι η φράση, με την οποία ο Ιωάννης εισάγει νέα τμήματα της αφήγησής του (β). Πρέπει λοιπόν να το πάρουμε αυτό γενικά και ότι αναφέρεται κυρίως στο γεγονός της άρσης και ταφής του σώματος του Ιησού. Και αυτό διότι κατά την αφήγηση του Μάρκου ο Πιλάτος με την αίτηση του Ιωσήφ εξέφρασε έκπληξη για τον πρόωρο θάνατο του Ιησού. Η αίτηση λοιπόν του Ιωσήφ έγινε πιθανότατα λίγο πριν εκδοθεί η διαταγή για συντριβή των σκελών (ο). Παρόλο που η συντριβή των σκελών δεν έφερνε αμέσως το θάνατο (g).
(2)    Ήταν μέλος του συνεδρίου (ευσχήμων βουλευτής Μάρκ. ιε 43) και πλούσιος (Ματθ. κζ 57), και κατά την δίκη του Ιησού δεν είχε συμφωνήσει στην καταδίκη του (Λουκά κγ 51).
(3)    Δηλώνει πιθανώς όχι την πόλη Ραμά, που βρίσκεται δύο λεύγες μακριά και βόρεια της Ιερουσαλήμ, ούτε την άλλη Ραμά που σήμερα ονομάζεται Ραμλέχ, που βρίσκεται κοντά στη Λύδδα και δέκα λεύγες βορειοδυτικά της Ιερουσαλήμ, αλλά την Ραμαθαΐμ στη γη του Εφραίμ, την πατρίδα του Σαμουήλ (Α΄Βασ. α 1).
Πάντως ο Ιωσήφ ήταν ήδη εγκαταστημένος στα Ιεροσόλυμα μαζί με την οικογένειά του, διότι κατείχε εκεί οικογενειακό τάφο. Όπως επίσης μπορούμε να συμπεράνουμε από το ότι ο τάφος δεν είχε ακόμη χρησιμοποιηθεί, η μετοίκηση του Ιωσήφ από Αριμαθαία στα Ιεροσόλυμα δεν είχε γίνει προ πολλού χρόνου (g).
(4)    Αντιτίθεται η τωρινή τόλμη αυτού και του Νικοδήμου με την λόγω φόβου προηγούμενη επιφυλακτικότητά τους. Ό,τι φαινόταν ότι θα ολοκλήρωνε πλήρως τον φόβο τους, ο επονείδιστος θάνατος του Ιησού, γίνεται αιτία να λάμψει η πίστη των μελών αυτών της Ιουδαϊκής αριστοκρατίας και απελευθερώνει αυτούς από κάθε ανθρώπινο φόβο (g).
«Αυτοί που φοβούνταν να πλησιάσουν φανερά τον Ιησού, τώρα, ενώ βλέπουν οι Ιουδαίοι, ζητούν το σώμα» (αμ). Υπήρξε δειλός μαθητής, αλλά δεν μπορούσε να υποφέρει, το να ατιμαστεί το σώμα του Κυρίου. Όπως συμβαίνει σε πολλές δειλές φύσεις, ισχυρό και βαθύ συναίσθημα υπερίσχυσε, όπου η κλήση της αλήθειας ήταν ανίσχυρη (τ).
Ο Χριστός πάνω στο Σταυρό έχει δύναμη μεγαλύτερη από ότι ο Ιησούς ο Ραββί (Διδάσκαλος), να ελκύει τους ανθρώπους στον εαυτό του (Ιω. ιβ 32) (μ).
Μερικοί, οι οποίοι σε ασθενέστερες δοκιμασίες φαίνονται ανίσχυροι, σε μεγαλύτερες αποδεικνύονται θαρραλέοι. Πράγματι συμβαίνει ενίοτε κάποιο σπέρμα θαμμένο στα βάθη της γης να απαλλάσσεται από το χώμα που το καλύπτει, που εμποδίζει την καρποφορία του, από κάποια βίαιη θύελλα και κοντύτερα προς την επιφάνεια βρισκόμενο να αναφύεται και να καρποφορεί. Και ο χριστιανός ενίοτε είναι δυνατόν να μοιάζει με τέτοιο σπέρμα και να έχει ανάγκη από το τίναγμα, το οποίο η καταιγίδα της δοκιμασίας προκαλεί, για να αφυπνίσει την αγαθή πρόθεσή του και να παρακινήσει αυτόν σε πράξεις ηρωϊκές. Ο ηρωϊσμός του Ιωσήφ και του Νικοδήμου άρχισε, την ώρα που το σκοτάδι κάλυπτε τον Ήλιο της δικαιοσύνης που ήταν καρφωμένος πάνω στο σταυρό.
(5)       «Πώς όμως κανείς από τους δώδεκα δεν προσήλθε;… Διότι αν θα ήθελε κάποιος να αναφέρει τον φόβο εκ μέρους των Ιουδαίων, και αυτοί [ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος] κατέχονταν από τον ίδιο φόβο…Για ποιά αιτία λοιπόν; Εγώ νομίζω επειδή ήταν από τους πάρα πολύ επισήμους (και αυτό γίνεται φανερό και από τα εντάφια), και επειδή ήταν και γνωστός του Πιλάτου· για αυτό λοιπόν πήρε και την χάρη» (Χ).
Εάν κανείς δεν παρουσιαζόταν, να ζητήσει το σώμα του Ιησού, οι Ιουδαίοι θα έθαβαν αυτό μαζί με τα σώματα των ληστών. Αλλά ο Θεός διεγείρει τον ευγενή Ιωσήφ. Όταν ο Θεός εργάζεται την βουλή του, μπορεί να βρει τα κατάλληλα πρόσωπα ως όργανά του. Παρατήρησε όμως ως παράδειγμα ταπείνωσης του Ιησού, ότι το τίμιο σώμα του βρίσκεται στην εξουσία ειδωλολάτρη ηγεμόνα και προτού ταφεί πρέπει να ζητηθεί αυτό από αυτόν τον ηγεμόνα. Αλλά και ο Ιωσήφ δεν θα έπαιρνε το σώμα του Χριστού, εάν δεν το ζητούσε από τον Πιλάτο.
Σε αυτά που αφορούν την εξουσία των αρχόντων της γης, οφείλουμε πάντοτε να αποδίδουμε σεβασμό στην εξουσία αυτή και ειρηνικά να υποτασσόμαστε σε αυτήν.
(6)    Πριν, σύμφωνα με το στίχο 31, σηκωθούν τα σώματα των σταυρωμένων από τους στρατιώτες ή τους Ιουδαίους. Ο σιναϊτικός γράφει: ήλθαν και ήραν. Ο βατικανός και κάποιοι μεγαλογράμματοι γράφουν το σώμα αυτού, αντί το σώμα του Ιησού.

Ιω. 19,39  ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος(1) ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτὸς(2) τὸ πρῶτον(3), φέρων μῖγμα σμύρνης(4) καὶ ἀλόης(5) ὡς λίτρας ἑκατόν(6).
Ιω. 19,39  Μαζί δε με αυτόν ήλθε και ο Νικόδημος, ο οποίος την πρώτην φοράν είχεν έλθει στον Ιησούν νύκτα. Ο Νικόδημος έφερε πολυτιμότατον άρωμα, μίγμα από σμύρνα και αλόην, εκατό περίπου λίτρας, τριάντα δηλαδή και πλέον κιλά.
(1)     Παρουσιάζεται πιθανότατο, ότι είχε προσυμφωνηθεί μεταξύ του Ιωσήφ και του Νικοδήμου, ώστε ο ένας να ενεργήσει, για να πετύχει από τον επίτροπο την άδεια να λάβει το σώμα, την ώρα που ο άλλος θα ετοίμαζε τα μύρα και γενικά τα σχετικά με την ταφή (ο).
(2)   Αντίθεση μεταξύ της τωρινής θαρραλέας πράξης του Νικοδήμου με την λόγω δειλίας μυστικότητα, με την οποία για πρώτη φορά ήλθε στον Ιησού σύμφωνα με το Ιω. γ 1 (ο). Αναμφίβολα βλέποντας ήδη τον Κύριο κρεμασμένο πάνω στο Σταυρό, θα θυμήθηκε τον τύπο του χάλκινου φιδιού, στον οποίο ο Κύριος από πριν είχε επιστήσει την προσοχή του Νικοδήμου (g).
(3)   Ή σημαίνει εδώ όπως και στο ι 40 την αρχή της δημόσιας δράσης του Κυρίου (g).
Ή, πιο σωστά, σημαίνει τον χρόνο, στον οποίο για πρώτη φορά πράττει κάποιος κάτι (G).
«Με την διήγηση λοιπόν αυτή δίνεται σε μας να καταλάβουμε, ότι ο Νικόδημος ήλθε στον Ιησού όχι τότε μόνο, αλλά τότε για πρώτη φορά· και ότι ήταν τακτικός επισκέπτης στη συνέχεια, ώστε μέσω της ακρόασης να αποβεί μαθητής» (Αυ).
(4)   Πικρός χυμός, πολυτιμότατο άρωμα, το οποίο αποστάζει από κάποιο δέντρο ή θάμνο στην Αραβία και Αιθιοπία ή και λαμβάνεται με τομές στο φλοιό που γίνονται τεχνικά (G). Ο σιναϊτικός και βατικανός κώδικας γράφουν: έλιγμα σμύρνης, αντί μίγμα σμύρνης.
(5)   Όνομα δέντρου αρωματικού, το οποίο φυτρώνει στις ανατολικές Ινδίες και Κοκιγκίνα, του οποίου το απαλό και πικρό ξύλο οι κάτοικοι της ανατολής το χρησιμοποιούσαν για θυμιάματα και για συντήρηση των πτωμάτων (G). Αφού έτριβαν τα αρώματα αυτά κατασκεύαζαν από αυτά ένα μίγμα, με το οποίο άλειφαν ολόκληρο τον επίδεσμο, μέσα στον οποίο θα περιτύλιγαν το σώμα (g). Η σμύρνα και αλόη αναφέρονται μαζί ως ευωδιαστό μίγμα σε πολλά σημεία στην Π.Δ. (Ψαλμ. μδ 8,Άσμα δ 14)(β).
(6)     Η Ρωμαϊκή λίτρα αποτελούνταν από δώδεκα ουγκιές. Το βάρος λοιπόν του μίγματος ήταν περίπου 75 λίτρα σημερινά (ο), δηλαδή λίγο παραπάνω από 32 κιλά (F). Ο ευαγγελιστής αναφέρει το βάρος των αρωμάτων, σαν απόδειξη του πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη τους προς τον Ιησού (Luthardt=Λούθηρος). Οι εκατό λίτρες υπενθυμίζουν την αφθονία με την οποία η Μαρία έχυσε το μύρο στα πόδια του Ιησού. Σεβασμός πράγματι, βασιλικός (g).
«Διότι δεν τον ενταφιάζουν ως κατάδικο, αλλά με πολυτέλεια» (Θφ). «Σαν κάποιον μεγάλο και θαυμαστό» (Χ). Επέδειξαν όχι μόνο τον από αγάπη σεβασμό, που δείχνουμε σε αγαπημένα ή αξιοσυμπάθητα θύματα, αλλά και τον από εκτίμηση σεβασμό ο οποίος οφείλεται σε μεγάλους άνδρες.

Ιω. 19,40  ἔλαβον οὖν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν(1) αὐτὸ ἐν ὀθονίοις(2) μετὰ τῶν ἀρωμάτων(3), καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις(4) ἐνταφιάζειν(5).
Ιω. 19,40  Επήραν, λοιπόν, το σώμα του Ιησού και αφού το έπλυναν και το αλείψαν με τα πολύτιμα αρώματα το περιτύλιξαν με λωρίδες από σινδόνια, όπως ήτο η συνήθεια στους Εβραίους να ενταφιάζουν τους νεκρούς.
(1)    Πιθανώς έκοβαν το νεκρικό σεντόνι σε λωρίδες, ώστε με αυτές να τυλίξουν τα μέλη του νεκρού το καθένα χωριστά (g). Υπάρχει παρόλ’ αυτά και γνώμη, ότι εκτός από το περιτύλιγμα με τους επιδέσμους τύλιγαν τον νεκρό και με σεντόνι.
(2)    Έδησαν εν οθονίοις=Περιτύλιξαν με οθόνια (G), Οθόνια είναι υποκοριστικό του οθόνη= μικρή οθόνη. Ο πληθυντικός σχετικά με τους εντάφιους επιδέσμους Λουκ. κδ 12,Ιω. ιθ 40, κ 5-7 (G).
(3)    Οι συνοπτικοί μάς πληροφορούν, ότι οι άγιες γυναίκες είχαν πρόθεση να συμπληρώσουν τον προσωρινό αυτόν αρωματισμό, αλλά μετά το Σάββατο (g).
(4)    Αντιτίθεται ο τρόπος αυτός του αρωματισμού με αυτόν των Αιγυπτίων, οι οποίοι αφαιρούσαν τα σπλάχνα και πετύχαιναν με μεθόδους μακρότερες και δυσκολότερες την διατήρηση του σώματος (g).
(5)    Ενταφιάζω= επιμελούμαι και προετοιμάζω τα εντάφια, δηλαδή το πτώμα για ταφή με κάθε ετοιμασία και κοσμιότητα, δηλαδή ετοιμάζω για κηδεία με πλύσεις, ρούχα, άνθη, στεφάνια, χρίσεις και σπονδές (G).
Αξιόλογη και η παρατήρηση: Ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος «κάνουν μεν πολυτελή την ταφή, τίποτα όμως θεϊκό δεν φαντάζονται για αυτόν, αλλά συμπεριφέρονται σαν να πρόκειται για απλό άνθρωπο, αφού φέρνουν και τέτοιου είδους αρώματα, τα οποία κατεξοχήν είναι φτιαγμένα από τη φύση τους να διατηρούν για πολύ το σώμα και δεν του επιτρέπουν γρήγορα να παραδοθεί στη φθορά. Το οποίο ακριβώς φανέρωνε για αυτούς, ότι τίποτα το μεγάλο δεν φαντάζονταν» (Θφ).

Ιω. 19,41  ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη(1) κῆπος(2), καὶ ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον(3) καινόν, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη(4)·
Ιω. 19,41  Εις τον τόπον δε όπου είχε σταυρωθή ο Ιησούς υπήρχε κήπος και στον κήπον καινούργιο και αχρησιμοποίητο μνημείον, στο οποίον κανείς ακόμη δεν είχε ταφή.
(1)    Ο Κύριος ετάφη έξω από την πόλη, διότι τέτοια συνήθεια επικρατούσε στους Ιουδαίους, αφού άλλωστε υπήρχε και ειδικός λόγος για αυτό, διότι όταν άγγιζε κάποιος τάφο γινόταν τελετουργικά ακάθαρτος. Αλλά η ανάσταση του Χριστού μετέβαλε την ιδιότητα αυτή του τάφου και απομάκρυνε από τους πιστούς τον μολυσμό του έτσι ώστε αυτοί δεν αναγκάζονται τώρα να τηρούν τους εαυτούς τους σε απόσταση από αυτόν. Είναι τώρα ωφέλιμο να προσερχόμαστε στους τάφους των αγαπημένων μας και να κάνουμε λιγότερο τρομερό σε μας και τον δικό μας τάφο.
(2)    Λεπτομέρεια που είναι χαρακτηριστική στον Ιωάννη. Κανείς από τους συνοπτικούς δεν αναφέρει, ότι κοντά στον τόπο της σταύρωσης ήταν κήπος. Στον κήπο της Εδέμ ο θάνατος και ο τάφος πήραν για πρώτη φορά τη δύναμή τους. Και τώρα σε κήπο κατανικιούνται και αφοπλίζονται. Σε κήπο άρχισε το πάθημα του Χριστού και από κήπο θα ανασταινόταν και θα άρχιζε η ανύψωσή του. Ο Χριστός έπεσε σαν κόκκος σταριού πάνω στο έδαφος (Ιω. ιβ 24) και από αυτόν παρήγαγε καρπό σωτηρίας σε όλο το ανθρώπινο γένος.
(3)    Λαξευμένο μέσα σε βράχο σύμφωνα με τον Λουκά (κγ 53).
(4)  Ο σιναϊτικός και βατικανός αντί για το ετέθη γράφουν ην τεθειμένος. Δες και Λουκ. κγ 53. Για τη λεπτομέρεια αυτή συμφωνούν ο Λουκάς και ο Ιωάννης.
«Όπως στην κοιλιά της Παρθένου Μαρίας κανείς πριν από Αυτόν δεν είχε συλληφθεί και κανείς μετά από αυτόν, έτσι και σε αυτόν τον τάφο, κανείς δεν είχε ταφεί πριν από αυτόν και κανείς μετά από αυτόν» (Αυ).
Τόσο στο μνημείο όσο και στο πουλάρι «πάνω στο οποίο κανείς από τους ανθρώπους έως τότε δεν κάθισε» (Λουκ. ιθ 30) και το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα έχουμε γεγονότα της θείας πρόνοιας, που ανήκουν στη βασιλική δόξα του Ιησού. Όταν υποδέχονται κάποιον βασιλιά, θέτουν σε υπηρεσία του αντικείμενα, τα οποία για πρώτη φορά χρησιμοποιούνται (g).
Ακόμη «ρυθμίζεται από τη θεία οικονομία να τοποθετηθεί σε καινούργιο μνημείο, στο οποίο δεν είχε τοποθετηθεί κανείς, ώστε να μην νομιστεί ότι αναστήθηκε κάποιος άλλος νεκρός, που ήταν θαμμένος μαζί με τον Ιησού» (Χ).
Ούτε να θεωρηθεί, ότι όχι από δική του δύναμη αλλά από δύναμη κάποιου άλλου αναστήθηκε, όπως άλλοτε με την επαφή με τα οστά του Ελισαίου.

Ιω. 19,42  ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν Ἰουδαίων(1), ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον(2), ἔθηκαν τὸν Ἰησοῦν.
Ιω. 19,42  Επειδή, λοιπόν, το μνημείο αυτό ήτο κοντά στον τόπον της σταυρώσεως και εβιάζοντο να τελειώσουν την ταφή, πριν περάση η ημέρα αυτή της προπαρασκευής των Ιουδαίων δια το πάσχα, εκεί έθεσαν τον Ιησούν.
(1)    «Εξαιτίας της προπαρασκευής, την οποία οι Ιουδαίοι που βρίσκονται στον τόπο μας συνηθέστερα ονομάζουν στα Λατινικά coena pura(=δείπνο καθαρό)» (Αυ). Η φράση αυτή σύμφωνα με αυτούς που δέχονται ότι ο θάνατος του Ιησού έγινε όχι στις 14, αλλά στις 15 του Νισάν σημαίνει για την ημέρα της εβδομάδας Παρασκευή και δηλώνεται με αυτήν ότι και η επομένη ημέρα ήταν ημέρα αργίας και για αυτό η πριν από αυτήν ημέρα, μολονότι ήταν ημέρα αργίας και αυτή, γινόταν για την επομένη, ημέρα προπαρασκευής. Αλλά εάν η πρώτη των δύο αυτών ημερών ήταν ημέρα αργίας, όπως και η επομένη, η μεταφορά νεκρού, την οποία ήθελαν να προλάβουν για να μην γίνει την επομένη, δεν επιτρεπόταν να γίνει ούτε σε αυτήν την πρώτη ημέρα.
Η έννοια λοιπόν της φράσης απλούστατα είναι, ότι ήταν η ώρα, κατά την οποία οι Ιουδαίοι ετοίμαζαν το μεγάλο τους εθνικό και θρησκευτικό δείπνο θυσιάζοντας τον αμνό (g). Εφ’ όσον στο χωρίο αυτό προστίθενται οι λέξεις «των Ιουδαίων», προσθήκη την οποία ο Ιωάννης κάνει πάντοτε, όταν μιλά για τις γιορτές του Πάσχα (δες β 13,στ 4,ια 55) ίσως πρέπει να εννοήσουμε, ότι λέει εδώ η προπαρασκευή του Πάσχα (β).
(2)    «Επειδή πιέζονταν από το χρόνο (διότι, αφού πέθανε γύρω στην ενάτη ώρα (=3 μ.μ.) και στη συνέχεια προσήλθαν στον Πιλάτο και κατέβασαν το σώμα από το σταυρό, φυσικό ήταν να τους βρει το απόγευμα, κατά το οποίο δεν επιτρεπόταν να εργάζεται κανείς), τοποθετούν αυτόν στο κοντινό μνημείο» (Χ).
«Ήθελαν μεν να τον βάλουν σε άλλο πιο αξιόλογο μνημείο, πιο μακριά από την πόλη· λόγω όμως της παρασκευής των Ιουδαίων… και πιο πολύ επειδή έπεσε και το πάσχα τότε, τον έβαλαν στο πιο κοντινό» (Ζ).
Σύμφωνα με τον Ματθαίο χρησιμοποιήθηκε το μνημείο αυτό, μάλλον διότι ανήκε στον Ιωσήφ. Σύμφωνα με τον Ιωάννη προτιμήθηκε λόγω της εγγύτητάς του με τον Γολγοθά, επειδή το Πάσχα επρόκειτο να αρχίσει. Οι δύο αυτοί λόγοι μακριά από το να αντιφάσκουν, συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον. Σε τι θα χρησίμευε η εγγύτητα του τάφου εάν αυτός δεν ανήκε σε έναν από τους φίλους του Κυρίου; (g).
Μπαίνει στο μνημείο αυτό πρόχειρα, σαν σε κάποιο πανδοχείο όπου διαβαίνοντας κάποιος και για λίγο διάστημα πρόκειται να παραμείνει. Έτσι και ο Χριστός δεν θα έμενε για πολύ στον τάφο εκείνο. Μάθε από το γεγονός αυτό να μην πολυπραγμονείς για τον τόπο της ταφής σου. Ο Χριστός θάφτηκε στον τάφο, ο οποίος ήταν κοντά και πρόχειρος για ταφή. Εάν οι πατριάρχες επιθυμούσαν να μεταφερθούν τα οστά τους στη γη της επαγγελίας, μη λησμονείς ότι καλύτερες υποσχέσεις δόθηκαν σε μας και συνεπώς τέτοιες επιθυμίες για τους Χριστιανούς δεν έχουν τον τόπο τους. «Δεν έχουμε εδώ μόνιμη πόλη, αλλά την μελλοντική επιζητούμε» (Εβρ. ιγ 14).

Άγιος Σώστης

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Τα Θεία Πάθη στο κατά Λουκάν

Συγγραφέας: kantonopou στις 17 Απριλίου, 2020

5_Apokathilosi | Πεμπτουσία

ΤΑ ΠΑΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Γ.  Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ  κγ 1 – 56
Υπόμνημα στο κατά Λουκάν, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 626-653 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας                Θφ = Θεοφύλακτος
Β = Βασίλειος ο Μέγας                  Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας               Σγ = Σεβηριανός
Ζ = Ζιγαβηνός                             Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Η = Ησύχιος                                Ω = Ωριγένης

(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
F. Godet, Commentaire sur l’ Evangile de S. Luc 1888 (σημειώνεται με το g)
M.J. Lagrange.   Evangile selon s. Luc, Deuxieme edition      Paris 1921 (σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer.   A critical and exegetical commentary on the Gospel according to S. Luc, Fifth edition (1928) (σημειώνεται με το p.)
J.A. Bengel      Gnomon of the N.T. Testament translated by A. Fausset. Τόμ. II (σημειώνεται με το b)
.J. Owen, A Commentary on the Gospel of Luc, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
Ν. Δαμαλά  Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)

ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους

Η πολιτική δίκη μπροστά στον Πιλάτο

Λουκ. 23,1   Καὶ ἀναστὰν(1) ἅπαν τὸ πλῆθος αὐτῶν(2) ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸν Πιλᾶτον(3).
Λουκ. 23,1  Και αφού εσηκώθηκε όλο το πλήθος των συνέδρων, έφεραν τον Ιησούν στον Πιλάτον.
(1)   Ο Λουκάς προϋποθέτει ότι είναι γνωστή ήδη η σε θάνατο καταδίκη του Ιησού (p).
(2) Δηλαδή ολόκληρο το σώμα του συνεδρίου, μη περιλαμβανομένου του όχλου, ο οποίος σε καμία από τις τέσσερεις ευαγγελικές αφηγήσεις δεν έχει αναφερθεί έως τώρα (p).
(3)    Αφότου η Ιουδαία προσαρτήθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία, μετά την καθαίρεση του Αρχέλαου, δηλαδή το 7 μ.Χ., οι Ιουδαίοι άρχοντες έχασαν το jus gladii, δηλαδή το δικαίωμα της θανατικής εκτέλεσης, το οποίο επιφυλασσόταν στους Ρωμαίους σε όλες τις ρωμαϊκές επαρχίες. Και σύμφωνα με παράδοση που αναφέρεται από το Ταλμούδ «σαράντα χρόνια πριν την καταστροφή του ναού (δηλαδή μόλις το 30 μ.Χ.) το δικαίωμα της καταδίκης σε θάνατο αφαιρέθηκε από τους Ιουδαίους» (Cant. 24,2). Έτσι εξηγείται το διάβημα αυτό του συνεδρίου.
Ως προς το ζήτημα της διαμονής του Πιλάτου, δεν είναι δυνατόν να βεβαιωθεί, εάν αυτός έμενε τότε στο μεγαλοπρεπές ανάκτορο του Ηρώδη του μεγάλου, στο πάνω μέρος της πόλης, ή στο φρούριο Αντωνία, βορειοδυτικά του ναού. Η παράδοση καθορίζει την αφετηρία της Via dolorosa (δρόμος του μαρτυρίου του Χριστού) στην Αντωνία (g).
«Παραδόθηκαν και αυτοί στις στρατιές των Ρωμαίων, και έτσι εκπληρώθηκαν εκείνα που είχαν προαναγγελθεί για αυτούς από τους προφήτες· «Αλλοίμονο στον παράνομο! Γιατί θα του συμβούν κακά ανάλογα με τα έργα των χεριών του (Ησ. 3,11)». Και άλλος· «Καθώς έπραξες, έτσι θα συμβεί και σε σένα. Η ανταπόδοσή σου θα ανταποδοθεί στο κεφάλι σου (Οβδιού 15» (Κ).

Λουκ. 23,2   ἤρξαντο(2) δὲ κατηγορεῖν(2) αὐτοῦ λέγοντες· τοῦτον εὕρομεν διαστρέφοντα τὸ ἔθνος(3) καὶ κωλύοντα Καίσαρι(4) φόρους(5) διδόναι, λέγοντα ἑαυτὸν Χριστὸν βασιλέα(6) εἶναι.
Λουκ. 23,2   Άρχισαν δε να τον κατηγορούν και να λέγουν• “αυτόν τον ευρήκαμεν να παρακινή το έθνος εις επανάστασιν και να εμποδίζη την πληρωμήν των φόρων στον Καίσαρα και να λέγη δια τον εαυτόν του, ότι είναι ο Χριστός, ο βασιλεύς”.
(1)    Άρχισαν να αναπτύσσουν τις κατηγορίες, ο Πιλάτος όμως στο μεταξύ παρενέβαινε για διευκρίνιση και διαπίστωσή τους. Για αυτό και λέει το ρήμα άρχισαν (p).
(2)    Διατυπώνουν τρεις κατηγορίες πολιτικού χαρακτήρα, οι οποίες θα είχαν βαρύτητα για τον Πιλάτο· δηλαδή, ότι διαστρέφει το έθνος, ξεσηκώνοντας αυτό σε στάση, ότι παρεμποδίζει την πληρωμή των φόρων στον Καίσαρα, και ότι οικειοποιείται τον τίτλο του βασιλιά (p).
(3) Υπάρχει και η γραφή το έθνος ημων. Η λέξη λαός χρησιμοποιείται με πολιτική συγχρόνως και ιερή έννοια, ενώ η λέξη έθνος με γενεαλογική ή φυσική έννοια (b).
(4)    Μέσω κανενός άλλου πράγματος δεν ήταν τόσο συνδεδεμένοι με τον Καίσαρα, όσο μέσω του μίσους τους προς τον Ιησού (b).
(5)    «Ολοφάνερα εναντιώνονται στην αλήθεια. Διότι πού εμπόδισε ο Ιησούς να δίδουν φόρους τη στιγμή που μάλλον διέταξε να τους αποδίδουν ως χρέος, λέγοντας τα εξής: Αποδώστε στον Καίσαρα τα του Καίσαρα;» (Θφ).
«Αλλά ένας ήταν ο σκοπός τους, το να κατεβάσουν στο θάνατο Εκείνον που ανεβάζει στη ζωή» (Κ).
(6)    Προσθέτουν το βασιλιά, ώστε ο Πιλάτος να αντιληφθεί την πολιτική σημασία του όρου Χριστός (p). Εάν λοιπόν διεκδίκησε τον τίτλο Χριστός, στον οποίο αυτοί τώρα προσδίδουν πολιτική έννοια, είναι προφανές, ότι για να είναι συνεπής, θα έπρεπε και την πληρωμή των φόρων να αρνηθεί (g), και το λαό να διαστρέψει σε στάση.
Ολοφάνερα συκοφαντούν. «Διότι πώς ξεσηκώνει σε στάση τον όχλο; Μήπως καταπιανόμενος με τη βασιλεία; Αλλά αυτό είναι τελείως απίθανο· διότι και όταν ακόμη ήθελε το πλήθος να τον κάνει βασιλιά, αφού το κατάλαβε, αναχώρησε» (Θφ).
Η μετάφραση και απόδοση του τίτλου Χριστός με τον τίτλο βασιλιάς, ενώπιον του Πιλάτου, είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη, εάν συγκριθεί με την απόδοση του ίδιου τίτλου με τον τίτλο ο Υιός του Θεού, ενώπιον του συνεδρίου. Με την πρώτη μετάφραση προσδίδουν στην κατηγορία το χαρακτήρα της επανάστασης κατά του καθεστώτος, ενώ με τη δεύτερη προσδίδουν το χαρακτήρα της βλασφημίας, για την οποία ο Πιλάτος δεν θα ενδιαφερόταν καθόλου. Πόση ευλυγισία και πανουργία εκδηλώνεται στο μίσος αυτό! (g). Τον κατηγορούν ενώπιον του Πιλάτου ότι εμποδίζει την πληρωμή των φόρων και αντιτίθεται προς τον Καίσαρα. Δηλαδή διατυπώνουν εναντίον του κατηγορία, η οποία και για αυτούς τους ίδιους δεν ήταν πραγματικό έγκλημα, διότι και αυτοί οι ίδιοι κατά βάθος αντιτίθονταν προς τον Καίσαρα και θεωρούσαν θεάρεστο έργο την αποτίναξη του ζυγού του.
Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι για αυτό το ίδιο έγκλημα που τώρα ψευδώς και συκοφαντικά επινοήθηκε εις βάρος του Ιησού, τιμωρήθηκαν αυτοί σκληρά από τους Ρωμαίους ως πραγματικοί αποστάτες εναντίον αυτών και του Καίσαρα. Τον κατηγορούν ως αντίζηλο του Καίσαρα και ότι αξιώνει βασιλικό αξίωμα και βασιλικά δικαιώματα για τον εαυτό του.
Ο πραγματικός παρόλ’ αυτά λόγος, για τον οποίο αυτοί τον απέρριψαν και δεν τον δέχτηκαν ως Μεσσία, ήταν, ότι δεν εμφανίστηκε με εξωτερική πομπή και δύναμη και δεν κάθισε σε θρόνο βασιλικό ανατρέποντας με το σπαθί του κάθε άλλη βασιλεία στη γη. Ναι· ήταν ο Χριστός και ως τέτοιος ήταν και βασιλιάς, αλλά όχι και τέτοιος, ώστε να υπάρχει φόβος ότι θα επαναστατούσε κάποτε εναντίον του Καίσαρα.

Λουκ. 23,3     ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· σὺ(1) εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(2); ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ ἔφη· σὺ λέγεις(3).
Λουκ. 23,3     Ο δε Πιλάτος τον ηρώτησε, λέγων• “συ, είσαι βασιλεύς των Ιουδαίων;” Ο δε Ιησούς απεκρίθη και του είπε• “όπως και συ το λέγεις είμαι βασιλεύς, όχι όμως όπως οι κοσμικοί βασιλείς”.
(1)    Η αντωνυμία μπαίνει μπροστά με έμφαση (p).
«Σχεδόν λέει το εξής· Εσύ ο φτωχός, ο ασήμαντος, ο γυμνός, ο αβοήθητος κατηγορείσαι ότι επιθυμείς τη βασιλεία; Και με αυτό περιγελά αυτούς που κατηγορούν αυτά τον Ιησού, αφού, τον τόσο ασήμαντο και γυμνό, τον παρουσιάζουν ψευδώς να επιχειρεί τέτοιο πράγμα, ενώ θα χρειαζόταν και πολλά χρήματα και πολλούς βοηθούς» (Θφ).
(2)      Και οι 4 ευαγγελικές αφηγήσεις συναντιούνται στην ερώτηση αυτή του Πιλάτου προς τον Ιησού. Μαθαίνουμε από τον Ιωάννη, ότι ο Ιησούς ήταν μέσα στο πραιτώριο, ενώ οι Ιουδαίοι στέκονταν έξω. Ο Πιλάτος πήγαινε από αυτούς στον Ιησού και από τον Ιησού προς αυτούς (g).
(3)   Όμοια με την απάντηση στο κεφ. κβ 70. Σε αυτό περιλαμβάνεται συμπτυγμένα συνομιλία μεταξύ Πιλάτου και Ιησού, που πλατύτερα εκτίθεται από τον Ιωάννη, χωρίς την οποία η αφήγηση των συνοπτικών παρουσιάζεται μόλις και μετά βίας κατανοητή. Θα ήταν ακατανόητο ο Πιλάτος να ακούσει από το στόμα του Ιησού, ότι δεχόταν την εναντίον του κατηγορία, ότι είναι βασιλιάς των Ιουδαίων και αμέσως χωρίς περαιτέρω εξέταση να διακηρύξει, ότι «καμία κατηγορία δεν βρίσκω σε αυτόν τον άνθρωπο». Αλλά μία συνομιλία με τον Ιησού έπεισε τον Πιλάτο, ότι επρόκειτο για ακίνδυνο ενθουσιαστή (p).
Η απόκριση του Κυρίου προς τον Πιλάτο θα μπορούσε να αποδοθεί και ως εξής: Ναι· είμαι όπως λες, εξουσιοδοτημένος να κυβερνήσω τον Ισραήλ· αλλά καταπολεμώντας και ανταγωνιζόμενος τους αρχιερείς και γραμματείς, οι οποίοι κατατυραννούν αυτόν στα θρησκευτικά ζητήματα. Για κανένα όμως λόγο δεν ανταγωνίζομαι τον Καίσαρα, του οποίου η κυβέρνηση αναφέρεται μόνο στα αστικά και πολιτικά συμφέροντα του Ισραήλ. Η βασιλεία του Μεσσία είναι εξ’ ολοκλήρου πνευματική και δεν αναμιγνύεται στη δικαιοδοσία του Καίσαρα.

Λουκ. 23,4    ὁ δὲ Πιλᾶτος εἶπε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ὄχλους ὅτι οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον(1) ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ.
Λουκ. 23,4     Ο δε Πιλάτος είπε προς τους αρχιερείς και τους όχλους, ότι “δεν ευρίσκω καμίαν ενοχή στον άνθρωπον αυτόν”.
(1)    Αίτιο=αιτία. Είναι χαρακτηριστική λέξη του Λουκά και συνδυάζεται πάντοτε με άρνηση. Δες σ. 14,22· Πράξ. ιθ 40 (p). Αίτιο=ένοχο, αξιοκατάκριτο· έτσι λέγεται το αίτιος και στον Όμηρο και στον Πλάτωνα αντί για το ένοχος (δ). Το επίθετο αίτιος (αυτής ή εκείνης της πράξης), ένοχος και υπεύθυνος (αυτού ή εκείνου) έγινε ουσιαστικό (L).

Λουκ. 23,5     οἱ δὲ ἐπίσχυον(1) λέγοντες ὅτι ἀνασείει(2) τὸν λαὸν διδάσκων καθ᾿ ὅλης τῆς Ἰουδαίας, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας(3) ἕως ὧδε(4).
Λουκ. 23,5      Αλλά αυτοί με περισσότερον πείσμα και φανατισμόν επέμεναν, λέγοντες ότι αναταράσσει τον λαόν με το να διδάσκη τα επαναστατικά του κηρύγματα, που έκαμε αρχήν από την Γαλιλαίαν και τα έφερε έως εδώ.
(1)    Επίσχυον· είναι αμετάβατο και συνεπώς καμία λέξη δεν πρέπει να υπονοηθεί από έξω. Δες Α΄ Μακ. στ 6 (p)=κατηγορούσαν εντονότερα από πριν (δ). Ή, έγιναν πιο κατηγορηματικοί στις αιτιάσεις τους (p).
(2)    =αναστατώνει, βάζει σε στάση εναντίον των νομίμων αρχών (δ). «Ο μεν Πιλάτος απάλλασσε τον Ιησού από κάθε κατηγορία και αυτό όχι μία φορά, αλλά τρεις· αυτοί όμως με μεγαλύτερη επιμονή έλεγαν, αναστατώνει το λαό, μαζεύοντας και άλλες αφορμές συκοφαντιών» (Κ).
(3)   Από τη Γαλιλαία, την τροφό των στασιαστών (Γρότιος). «Αναστατώνει το λαό και όχι σε ένα μέρος, αλλά από μεν τη Γαλιλαία άρχισε, έφτασε όμως μέχρις εδώ περιοδεύοντας διαμέσου της Ιουδαίας. Νομίζω όμως ότι δεν ανέφεραν τη Γαλιλαία τυχαία, αλλά εξωθώντας σε φόβο τον Πιλάτο. Διότι πράγματι οι Γαλιλαίοι ήταν πάντα τέτοιοι στασιαστές που επιχειρούσαν κινήματα» (Θφ).
(4)    Μπορεί να αναφέρεται ειδικά στη θριαμβευτική είσοδο στα Ιεροσόλυμα. Αλλά μπορεί να αναφέρεται και σε προηγούμενες επισκέψεις του Ιησού στην πόλη αυτή (p).

Λουκ. 23,6    Πιλᾶτος δὲ ἀκούσας Γαλιλαίαν(1) ἐπηρώτησεν εἰ ὁ ἄνθρωπος Γαλιλαῖός ἐστι,
Λουκ. 23,6    Ο δε Πιλάτος, όταν ήκουσε την λέξιν Γαλιλαία, ηρώτησε, εάν ο άνθρωπος αυτός είναι από την Γαλιλαίαν.
(1)    Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το Γαλιλαίαν. Ο Πιλάτος ακούγοντας Γαλιλαία, η οποία βρισκόταν στη δικαιοδοσία του τετράρχη Ηρώδη Αντίπα, νόμισε, ότι βρήκε μέσο υπεκφυγής και ρωτά, εάν ο Σωτήρας όντως είναι Γαλιλαίος, θέλοντας να απαλλαχτεί αυτός παραπέμποντας την υπόθεση στον Ηρώδη (δ). Ταλαντευόμενος ανάμεσα στα ελατήρια της πολιτικής από τη μία και της φυσικής δικαιοσύνης από την άλλη, μεταξύ του να μη δυσαρεστήσει τους άρχοντες των Ιουδαίων από τη μία και του να ταπεινώσει την υπερηφάνεια τους από την άλλη αποσπώντας από τα χέρια τους τον αθώο Ιησού, νόμισε ότι μπορούσε να απαλλαχτεί από την ενοχλητική αυτή υπόθεση, παραπέμποντας αυτήν στον Ηρώδη (ο).

Λουκ. 23,7    καὶ ἐπιγνοὺς(1) ὅτι ἐκ τῆς ἐξουσίας Ἡρῴδου(2) ἐστίν, ἀνέπεμψεν(3) αὐτὸν πρὸς Ἡρῴδην, ὄντα καὶ αὐτὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις(4).
Λουκ. 23,7    Και όταν εξηκρίβωσε ότι ο Ιησούς είναι από την περιοχήν της δικαιοδοσίας του Ηρώδου, τον παρέπεμψεν στον Ηρώδην, ο οποίος κατά τας ημέρας αυτάς του Πάσχα ευρίσκετο και αυτός εις τα Ιεροσόλυμα
(1)    Η μετοχή επιγνούς συναντιέται συχνά στο Λουκά με την έννοια του: αφού βεβαιώθηκε εξ’ ολοκλήρου. Δες Λουκ. ζ 37, Πράξ. ιθ 34,κβ 29,κδ 11,κη 1 κλπ. (p).
(2)  Το ρωμαϊκό δίκαιο υπολόγιζε πολύ την καταγωγή του κατηγορουμένου, και ο Κύριος ήταν από επαρχία που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Ηρώδη (L).
(3)    Το ρήμα χρησιμοποιείται και με την έννοια του στέλνω ψηλά, παραπέμπω σε ανώτερη εξουσία ή σε αρμόδια αρχή. Αλλά στους σ. 11,15 η σημασία του είναι στέλνω πίσω, και αυτή η έννοια μπορεί να διατηρηθεί και εδώ. Εάν ο Ιησούς από καταγωγής ανήκε στη δικαιοδοσία του Ηρώδη, το να στέλνει αυτόν στον Ηρώδη σήμαινε το να στέλνει αυτόν πάλι ή πίσω σε αυτόν· ακριβώς όπως και για τον εκ γενετής τυφλό χρησιμοποιείται το ρήμα αναβλέπω (Ιω. θ 15,18), διότι το να βλέπει κάποιος είναι φυσικό στον άνθρωπο (p).
Ο Θεός οικονόμησε έτσι το πράγμα, για να γίνει ακόμη περισσότερο ολοφάνερη η εκπλήρωση της Γραφής, όπως φαίνεται και στο Πράξ. δ 26,27, όπου η προφητεία του Δαβίδ (Ψαλμ. β 2) «οι βασιλιάδες της γης και οι άρχοντες μαζεύτηκαν στο ίδιο μέρος εναντίον του Κυρίου και εναντίον του Χριστού αυτού» ξεκάθαρα λέγεται ότι εκπληρώθηκε από τον Ηρώδη και τον Πόντιο Πιλάτο.
(4)    Ο Ηρώδης βρισκόταν για τις εορτές του Πάσχα στα Ιεροσόλυμα και διέμενε πιθανώς στο ανάκτορο των Ασμοναίων, που βρισκόταν στην κορυφή του υψηλού λόφου, που δέσποζε του ναού (L).

Ο Κύριος μπροστά στον Ηρώδη

Μόνος ο Λουκάς αναφέρει το επεισόδιο αυτό και φαίνεται να είχε κάποιον γνωστό στο σπίτι του Ηρώδη, ο οποίος γνωστοποίησε σε αυτόν αυτό το γεγονός (Schleiermacher). Η Ιωάννα η σύζυγος του Χουζά (Λουκ. η 3) θα υπήρξε πιθανώς η πηγή της πληροφορίας αυτής.
Λουκ. 23,8    ὁ δὲ Ἡρῴδης ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἐχάρη λίαν· ἦν γὰρ ἐξ ἱκανοῦ(1) θέλων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ τὸ ἀκούειν αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἤλπιζέ τι σημεῖον ἰδεῖν ὑπ᾿ αὐτοῦ γινόμενον(2).
Λουκ. 23,8     Ο δε Ηρώδης, όταν είδε τον Ιησού εχάρηκε πολύ, διότι από πολύν καιρόν ήθελε να τον ίδη, επειδή πολλά συνεχώς ήκουε δι’ αυτόν και ήλπιζε, να ίδη κάποιο θαύμα να γίνεται από τον Ιησούν.
(1) Υπάρχει και η γραφή εξ ικανών χρόνων. ἦν θέλων=εξακολουθούσε να θέλει. Δηλώνεται το έντονο της επιθυμίας (p.δ).
(2)    «Ο Ηρώδης… επειδή είχε την αρρώστια να θέλει να βλέπει καινούργια πράγματα… επιθυμούσε να δει κάποιο θαύμα από τον Ιησού, όχι για να πιστέψει, αλλά για να δώσει τροφή στα μάτια του· όπως ακριβώς στα θέατρα βλέπουμε τους θαυματοποιούς να φαντάζουν ότι καταπίνουν φίδια και ξίφη και τα παρόμοια, και θαυμάζουμε. Σχεδόν δηλαδή νόμιζε ότι ο Ιησούς είναι ένας τέτοιος» (Θφ).
Πόσο ταπεινά και άξια περιφρόνησης ήταν τα ελατήρια, από τα οποία κινούνταν εδώ ο Ηρώδης! Ζητούσε την εκδήλωση της θαυματουργικής ενέργειας του Ιησού όχι για κάποιο ανώτερο σκοπό, αλλά για ικανοποίηση της μάταιης περιέργειάς του (ο).

Λουκ. 23,9  ἐπηρώτα δὲ αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς(1)· αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ(2).
Λουκ. 23,9  Τον ερωτούσε δε ο Ηρώδης δια πολλά και με πολλάς ερωτήσεις. Ο Ιησούς όμως δεν του έδωκε καμίαν απάντησιν.
(1)    Ή «με λόγια σοφιστικά και που τον έβαζαν σε δοκιμασία» (Ζ). Ή, πιο πιθανό, οι λόγοι και οι ερωτήσεις αυτές αναφέρονταν στην αποστολή, την οποία ο Ιησούς διεκδικούσε (L). Ελπίζοντας συγχρόνως ότι για υποστήριξη των μεσσιακών του αξιώσεων θα αναγκαζόταν ο Ιησούς να τελέσει και κάποιο θαύμα (ο).
(2)    «Επειδή τον ήξερε ότι ήθελε να δει θαύμα όχι για ωφέλεια, αλλά για τέρψη, και θαύμα που δεν πίστευε ότι προέρχεται από θεία δύναμη αλλά από απλή ψεύτικη θαυματοποιΐα» (Ζ) δεν απάντησε τίποτα. «Διότι γιατί πρέπει να απαντήσει σε αυτόν που δε ρωτά για να μάθει. Και γιατί πρέπει να βάλει τα μαργαριτάρια μπροστά στους χοίρους; Μάλλον λοιπόν δείγμα φιλανθρωπίας είναι το να τηρεί σιγή κανείς σε τέτοιους ανθρώπους. Διότι ο λόγος που ειπώθηκε για να μην έχει καμία ωφέλεια, είναι επιπλέον και πρόξενος μεγαλύτερης καταδίκης για αυτούς που δεν τον πρόσεξαν» (Θφ).
«Άλλωστε ούτε ήταν καιρός διδασκαλίας, ούτε ήταν πρέπον να δειχτεί η δύναμη των θαυμάτων σε αυτόν που ήθελε να δει θεαματικά πράγματα περισσότερο, παρά να δει θεϊκά θαύματα δύναμης» (Σχ.). Ο Ηρώδης θεωρούσε τον Ιησού ως ένα θέαμα αξιοπερίεργο, τέτοια όμως περιέργεια ασφαλώς δεν θα ικανοποιούνταν από τον Κύριο, όπως και η αίτηση εκείνων οι οποίοι ζητούσαν σημάδια από τον ουρανό (Λουκ. ια 29) (p).
Ο πτωχότατος ζητιάνος, ο οποίος ζήτησε θαύμα για ικανοποίηση της ανάγκης του, δεν συνάντησε άρνηση από τον Ιησού. Αλλά ο αλαζόνας αυτός βασιλιάς, ο οποίος για ικανοποίηση της περιέργειάς του ζητούσε το θαύμα, δεν εισακούστηκε. Μπορούσε προ πολλού χρόνου να δει το Χριστό και τα θαυμαστά έργα του στη Γαλιλαία, αλλά δεν θέλησε.
Για αυτό και δίκαια θα λεγόταν και για αυτόν τώρα: θα θελήσετε να δείτε αυτά και δεν θα τα δείτε. Κρύφτηκαν από τα μάτια του, διότι δεν γνώρισε την ημέρα της επίσκεψής του. Ο Ηρώδης θα νόμισε, ότι, εφόσον είχε μπροστά του δέσμιο τον Ιησού, θα μπορούσε να τον διατάξει, να ενεργήσει κάποιο θαύμα μπροστά του. Αλλά τα θαύματα δεν είναι δυνατόν να γίνονται κατά παραγγελία της ιδιοτροπίας των ανθρώπων, ούτε η παντοδυναμία του Θεού είναι δυνατόν να υποταχθεί στα κελεύσματα των ισχυρών της γης, οι οποίοι είναι σαν παιχνίδια μπροστά της.

Λουκ. 23,10   εἱστήκεισαν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς εὐτόνως(1) κατηγοροῦντες αὐτοῦ.
Λουκ. 23,10   Εκεί δε κοντά εστέκοντο οι γραμματείς και οι αρχιερείς και τον κατηγορούσαν με ζωηρόν τόνον και επιμονήν.
(1)    Η λέξη εύτονος από το ευ και τείνω σημαίνει πρώτον αυτό που έχει καλά τεντωθεί· το αντίθετο δηλαδή του άτονος, χαλαρωμένος· ως εύτονα σώματα ονομάζει ο Ιπποκράτης τα ισχυρά. Από αυτό λοιπόν το εύτονος κατέληξε να είναι ίσο με το ισχυρός. Ευτόνως=ισχυρά, έντονα (δ).

Λουκ. 23,11  ἐξουθενήσας(1) δὲ αὐτὸν ὁ Ἡρῴδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ(2) καὶ ἐμπαίξας(3), περιβαλὼν αὐτὸν ἐσθῆτα λαμπρὰν(4) ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πιλάτῳ.
Λουκ. 23,11   Ο Ηρώδης όμως, αφού τον εξηυτέλισε μαζί με τα στρατεύματά του και τον ενέπαιξε, του εφόρεσε, δια να τον ειρωνευθή και τον γελοιοποιήση, μίαν λαμπράν στολήν, και τον παρέπεμψε πάλιν στον Πιλάτον.
(1)    Οι μετοχές εξασθενήσας και εμπαίξας μπαίνουν στην αρχή των προτάσεών τους με έμφαση (p). Ο Ηρώδης αφού πληγώθηκε και ταπεινώθηκε από τη σιγή του Ιησού, εκδικήθηκε με αυτήν την περιφρόνηση (g). Η περιφρόνηση αυτή παρουσιάζεται εδώ επισημότερη, επειδή προέρχεται άμεσα από τον ηγεμόνα (L) και δεν οφείλεται στην πρωτοβουλία των δούλων ή των στρατιωτών.
(2) Πιθανώς πρόκειται για τιμητική φρουρά (p), για τη σωματοφυλακή του Ηρώδη, στην οποία επιτρεπόταν να συνοδεύει αυτόν στην πρωτεύουσα (g).
(3)   Άρμοζε σε αυτόν που αποκεφάλισε τον Βαπτιστή να εξευτελίσει και να εμπαίξει και τον Ιησού (p). «Μαρτυρεί όμως με αυτά που χλευάζει, ότι τίποτα άδικο δεν έπραξε ο Χριστός· διότι δεν θα έπρεπε στολή λαμπρή σε αυτόν που έπραξε ή είπε κάτι κακό» (Σχ.).
(4)    Δεν είναι ταυτόσημο με το λευκή. Το επίθετο δε δηλώνει το χρώμα της στολής, αλλά την πολυτέλειά της (p). Ένδυμα παρόμοιο με εκείνο το οποίο έφεραν οι Ιουδαίοι βασιλιάδες και οι ανώτεροι Ρωμαίοι στις επίσημες περιστάσεις. Αποτελούσε αυτό παρωδία και διακωμώδηση των βασιλικών αξιώσεων του Ιησού, συγχρόνως όμως έμμεση διακήρυξη της αθωότητάς του, τουλάχιστον από άποψη πολιτική (g).
Ο Ηρώδης φαίνεται να είχε σκοπό, να δηλώσει περιφρονητικά, ότι κανείς φόβος δεν υπήρχε από έναν τέτοιο βασιλιά. Στην πραγματικότητα όμως τίμησε χωρίς να το καταλαβαίνει και να το θέλει τον Ιησού με τη στολή αυτή όπως και ο Πιλάτος ύστερα με την επιγραφή πάνω στο σταυρό (b).

Λουκ. 23,12   ἐγένοντο δὲ φίλοι(1) ὅ τε Ἡρῴδης καὶ ὁ Πιλᾶτος ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ μετ᾿ ἀλλήλων(2)· προϋπῆρχον γὰρ ἐν ἔχθρᾳ(3) ὄντες πρὸς ἑαυτούς.
Λουκ. 23,12    Έγιναν δε εξ αφορμής του γεγονότος αυτού φίλοι μεταξύ των ο Ηρώδης και ο Πιλάτος κατά την ημέραν αυτήν. Διότι προηγούμενος ευρίσκοντο εις έχθραν μεταξύ των.
(1)  Παρόλο που ο Πιλάτος απέτυχε στην απόπειρα τού να μεταβιβάσει την ευθύνη της υπόθεσης του Ιησού στον Ηρώδη, όμως πέτυχε κάτι (p).
«Διότι το ότι έστειλε ο Πιλάτος προς τον Ηρώδη, αυτόν που ανήκε στη δικαιοδοσία εκείνου, φάνηκε ως αρχή φιλίας, μιας και δεν σφετερίζεται ο Πιλάτος τα προνόμια του Ηρώδη. Αλλά πρόσεξε που ο διάβολος παντού συγκεντρώνει και τους χωρισμένους, με μόνο σκοπό να ετοιμάσει το θάνατο για το Χριστό και δημιουργεί μία σύμπνοια και συμφιλιώνει και τους εχθρούς» (Θφ). Ο ιουδαϊσμός και ο εθνισμός συνασπίστηκαν κατά το χρόνο της γέννησης του Χριστιανισμού (b).
(2)    «Αντί να πει μεταξύ τους» (Ζ).
(3)    Αιτία της έχθρας μπορούσε να υπήρξε κάποια αμφισβήτηση για ζήτημα δικαιοδοσίας (p).

Λουκ. 23,13    Πιλᾶτος δὲ συγκαλεσάμενος τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας(1) καὶ τὸν λαὸν(2)
Λουκ. 23,13    Ο Πιλάτος δε, αφού εκάλεσε μαζί τους αρχιερείς και τους άρχοντας και τον λαόν,
(1)    Εκτός από τους αρχιερείς στο συνέδριο παρακάθονταν και οι άρχοντες (g), οι προύχοντες και πρεσβύτεροι του λαού. Ο λαός βρισκόταν συγκεντρωμένος στην πλατεία γύρω από τους αρχηγούς του (g).
(2)  Ήλπιζε ο Πιλάτος ότι θα έβρισκε το λαό ευνοϊκότερα διατεθειμένο και ότι μέσω αυτού θα επιδρούσε και στους άρχοντές του (p). Εφόσον ο Πιλάτος είχε πειστεί για την αθωότητα του Ιησού, όφειλε αμέσως να απολύσει αυτόν και όχι μόνο τούτο, αλλά και να προστατεύσει αυτόν κατά της μανίας των αρχιερέων και του όχλου. Κανένα λόγο δεν είχε να συγκαλέσει κοντά του τους αρχιερείς και το λαό, αλλά ήταν υποχρεωμένος να διαλύσει αυτούς ως ταραχοποιό σύναξη, μη επιτρέποντας ούτε να πλησιάσουν καν αυτόν.
Αλλά ο Πιλάτος ήταν ιδιοτελής ηγεμόνας. Και εφόσον καμία ιδιαίτερη εύνοια δεν συνέδεε αυτόν με τον Ιησού, ζήτησε να εξασφαλίσει το δικό του συμφέρον, το οποίο του υπαγόρευε να μην πράξει κάτι για το οποίο είτε θα μπορούσε να κατηγορηθεί στον Καίσαρα, ότι απολύει κάποιον κακοποιό και στασιαστή, είτε θα δυσαρεστούσε τα πλήθη. Αρχίζει λοιπόν τις διαπραγματεύσεις με τους κατηγόρους καταρρίπτοντας έτσι το κύρος του.

Λουκ. 23,14     εἶπε πρὸς αὐτούς· προσηνέγκατέ μοι τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὡς ἀποστρέφοντα(1) τὸν λαόν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐνώπιον ὑμῶν(2) ἀνακρίνας(3) οὐδὲν εὗρον(4) ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ αἴτιον(5) ὧν κατηγορεῖτε(6) κατ᾿ αὐτοῦ.
Λουκ. 23,14      είπε προς αυτούς• “μου εφέρατε τον άνθρωπος αυτόν να τον δικάσω, διότι τάχα εξεγείρει τον λαό. Και ιδού εγώ τον ανέκρινα ενώπιον σας και δεν ευρήκα στον άνθρωπον αυτός καμιάν παράβασιν και ενοχήν, εις όσα τον κατηγορείτε.
(1)    Αποπλανά το λαό από την υποταγή και νομιμοφροσύνη. Συγκεντρώνει τις τρεις κατηγορίες που διατυπώθηκαν στο στίχο 2 σε μία (p).
(2)    Και το εγώ και το ἐνώπιον ὑμῶν μπαίνουν μπροστά με έμφαση. Μπροστά σας, ώστε αντιληφθήκατε, ότι η υπόθεση εξετάστηκε με επιμελή προσοχή (b). Το εγώ λέγεται σε αναφορά με το «αλλά ούτε ο Ηρώδης» του στίχου 15 (δ).
(3)    Το ρήμα με έννοια δικαστική για δικαστική έρευνα και εξέταση χρησιμοποιείται από μόνο τον Λουκά στην Κ.Δ. Δες Πράξ. δ 9,ιβ 19,κδ 8,κη 18 (p).
(4)    Σε ολοφάνερη αντίθεση με το «εύρομεν» που είπαν οι Ιουδαίοι στο στίχο 2 (p).
(5)    Ή το αίτιο=αιτία· καμία δε βρήκα κατηγορία ή ενοχή, από όσες τον κατηγορείτε (p). Ή τίποτα το ένοχο, το αξιοκατάκριτο δε βρήκα στον άνθρωπο αυτόν από όσα κατηγορείτε εναντίον του (δ).
(6)    Δηλαδή ότι είναι επαναστάτης και παρακινεί σε στάση το λαό (ο).

Λουκ. 23,15   ἀλλ᾿ οὐδὲ Ἡρῴδης(1)· ἀνέπεμψα γὰρ ὑμᾶς πρὸς αὐτόν(2)· καὶ ἰδοὺ οὐδὲν ἄξιον θανάτου ἐστὶ πεπραγμένον αὐτῷ(3).
Λουκ. 23,15     Αλλά ούτε και ο Ηρώδης δεν τον ευρήκε ένοχον• διότι εγώ έστειλα και σας μαζί με τον άνθρωπον αυτόν προς τον Ηρώδην και ιδού, ότι τίποτε το άξιον θανάτου δεν έχει διαπραχθή από αυτόν.
(1)      Βρήκε κάτι αίτιο, ένοχο θανάτου (δ).
(2)  Υπάρχει και η γραφή των αλεξανδρινών χειρογράφων «ανέπεμψε γαρ αυτόν προς ημας»=μάς τον επέστρεψε χωρίς να τον καταδικάσει. Η γραφή του κειμένου=σας απέστειλα μαζί με αυτόν προς τον Ηρώδη, ώστε μόνοι σας να διατυπώσετε τις εναντίον του κατηγορίες και να γίνετε αυτήκοοι της κρίσης του Ηρώδη (δ).
(3)    Λιγότερο πιθανώς· Και να, δεν του έχει κάνει τίποτα ο Ηρώδης, το οποίο να δείχνει, ότι τον κατέκρινε ως άξιο θανάτου.
Πιο σωστά: Και να, που και κατά την κρίση εμού και κατά την κρίση του Ηρώδη τίποτα δεν έχει πραχτεί από αυτόν, τον Ιησού, άξιο θανάτου (g).
«Ούτε εγώ, λέει ο Πιλάτος, ούτε ο βασιλιάς Ηρώδης βρήκαμε κάτι ένοχο σε αυτόν. Τι θα πουν σχετικά με αυτά οι Ιουδαίοι; Οι ίδιοι οι κριτές μαρτυρούν, ότι είναι αναίτιος ο άνθρωπος· εσείς οι κατήγοροι κανέναν μάρτυρα δεν φέρατε· ποιους πρέπει να πιστεύουμε; Πω πω! Πως νικά η αλήθεια! Σιωπά ο Ιησούς και μαρτυρούν υπέρ αυτού οι εχθροί· φωνάζουν οι Ιουδαίοι και κανείς δεν επιβεβαιώνει τις φωνές» (Θφ).

Λουκ. 23,16   παιδεύσας(1) οὖν αὐτὸν ἀπολύσω(2).
Λουκ. 23,16   Λοιπόν, αφού τον βασανίσω θα τον απολύσω”.
(1)    «Παίδευση λέει εδώ τη… μαστίγωση για καταπράυνση και καταστολή του θυμού τους, ώστε, αφού θεωρήσουν ότι τον νίκησαν να παύσουν την περαιτέρω μανία» (Ζ). Το παιδεύσας λέγεται σύμφωνα με το γραμματικό σχήμα που ονομάζεται Μείωση (b). Μεταχειρίζεται ελαφρά λέξη, για να εκφράσει τη δεινή φραγγέλωση που θα επιβληθεί όχι ως τιμωρία, αλλά ως ποινή που θα προειδοποιεί αυτόν, για να είναι προσεκτικότερος στο μέλλον (p).
(2)    «Ήταν ένας άνθρωπος μαλακός (άτολμος) ο Πιλάτος και ελάχιστα εναντιωνόταν υπέρ της αλήθειας. Διότι φοβήθηκε τη συκοφαντία, μήπως κατηγορηθεί ότι τάχα απέλυσε τον αντάρτη» (Θφ).
Χωρίς λόγο αποφασίζει να επιβάλλει ποινή σε αυτόν. Και μάλιστα ποινή όπως αυτή της φραγγέλωσης, η οποία ενίοτε επέφερε και το θάνατο. Η πρώτη του αυτή υποχώρηση προδίδει την ασθένειά του και τον παραδίδει εκ των προτέρων στη θέληση των αντιπάλων του, οι οποίοι είναι περισσότερο αποφασιστικοί από αυτόν (g).
Ως δικαστής όφειλε να μείνει σταθερός και να εφαρμόσει το νόμο, ο οποίος απαιτούσε εξίσου και ο αθώος να προστατεύεται και ο ένοχος να μην διαφεύγει ατιμώρητος (ο). Ήταν εξίσου άδικο να μαστιγώσει τον Ιησού με φραγγέλιο, όσο και το να σταυρώσει αυτόν. Ούτε μπορούσε να δικαιολογηθεί ο Πιλάτος από το ότι προέβαινε στη φραγγέλωση, για να ικανοποιήσει τον όχλο. Ο δικαστής οφείλει να κρίνει κατά το δίκαιο και να αποδίδει δικαιοσύνη, αδιαφορώντας για αυτά που θα συμβούν.

Λουκ. 23,17   ἀνάγκην(1) δὲ εἶχεν(2) ἀπολύειν αὐτοῖς κατὰ ἑορτὴν ἕνα(3).
Λουκ. 23,17   Είχε δε υποχρέωσιν ο Πιλάτος, από κάποιο έθιμον, να απελευθερώνη χάριν του λαού κατά την εορτήν του Πάσχα ένα κρατούμενον.
(1)    Αρκετοί από τους μεγαλογράμματους κώδικες και κάποιες μεταφράσεις αποσιωπούν τελείως το στίχο. Η φράση «ἀνάγκην εἶχεν» ανήκει στο ιδίωμα του Λουκά. Επιπλέον και το ότι και ο στίχος 17 και ο στίχος 18 αρχίζουν με το ΑΝ μπορούσε να δημιουργήσει λάθος στο μάτι του αντιγραφέα.
(2)    Ανάγκην είχε= υποχρεωνόταν σύμφωνα με τη συνήθεια (δ). Το έθιμο να απολύεται κατά το Πάσχα ένας από τους εγκληματίες με την μακρά και αμετάβλητη τήρησή του είχε αποβεί σταθερή και αναγκαία συνήθεια, που δεν μπορούσε να αθετηθεί (ο).
(3)    (Δες Ματθ. κζ 15). Και το ότι θα απέλυε τον Ιησού κατά το έθος αυτό, αποτελούσε σοβαρή παραβίαση του δικαίου. Ο Χριστός θα απολυόταν ως κακοποιός, στον οποίο απονεμόταν χάρη, το οποίο για τον αναμάρτητο θα αποτελούσε στιγματισμό βαρύτατο.

Λουκ. 23,18   ἀνέκραξαν(1) δὲ παμπληθεὶ(2) λέγοντες· αἶρε τοῦτον(3), ἀπόλυσον δὲ ἡμῖν Βαραββᾶν(4)·
Λουκ. 23,18    Εφώναξαν δε δυνατά όλον το πλήθος μαζί, άρχοντες και λαός, λέγοντες• “φόνευσε αυτόν, να μας αφήσης ελεύθερον τον Βαραββάν”.
(1)    Υπάρχει και η γραφή ανέκραγον. Η σύνδεση με τα παραπάνω. Εάν μεν ο σ. 17 είναι αυθεντικός συνδέεται αυτός με το απολύσω του σ. 16 = θα τον απολύσω, αφού άλλωστε είμαι υποχρεωμένος από το έθιμο να σάς απολύσω έναν κατά την εορτή. Φώναξαν όμως όλο το πλήθος… Εάν ο σ. 17 δεν είναι αυθεντικός το αίτημα του λαού «απόλυσε σε μας τον Βαραββά» συνδέεται άμεσα με το απολύσω του σ. 16 (g).
(2)    Λέγεται μία φορά=από όλο το πλήθος με μία φωνή (δ).
(3)    Σήκωσέ αυτόν (από τη μέση), παράδωσέ τον σε θάνατο (δ).
(4)    «Οι Ιουδαίοι που φρονούσαν και έπρατταν τα των ληστών και που έκαναν σπήλαιο ληστών τον οίκο του Θεού και για αυτό διώχτηκαν από αυτόν από τον Ιησού, για μεν το ληστή Βαραββά φώναζαν· απόλυσε σε μας τον Βαραββά· ενώ για τον σωτήρα της οικουμένης· σταύρωσε, σταύρωσε αυτόν. Για αυτό ακριβώς μέχρι σήμερα οι Ιουδαίοι, τον Ιησού μεν δεν τον έχουν… έχουν όμως μαζί τους τον ληστή Βαραββά από τα πνεύματα της πονηρίας, τον οποίο τώρα κρατημένο και στη φυλακή βαλμένο αξίωσαν να απολυθεί εναντίον τους. Για αυτό εξουσιάζει στους άπιστους Ιουδαίους ο Βαραββάς ο ληστής» (Ω).

Λουκ. 23,19   ὅστις(1) ἦν διὰ στάσιν τινὰ γενομένην ἐν τῇ πόλει καὶ φόνον(2) βεβλημένος(3) εἰς τὴν φυλακήν.
Λουκ. 23,19    ο οποίος Βαραββάς είχε ριφθή εις την φυλακήν δια κάποιαν στάσιν, που έγινε εις την πόλιν και δια φόνον.
(1)   Για τον Βαραββά μπορούσαν να πουν σε κάποιο βαθμό αλήθειας, ότι «αυτόν βρήκαμε ότι διαστρέφει το έθνος» (σ. 2). Όχι διότι αυτός προκάλεσε τη στάση, αλλά διότι σε αυτήν «όταν έγινε» είχε λάβει μέρος (p).
(2)    Η κάπως απότομη προσθήκη της λέξης αυτής συνηγορεί μάλλον υπέρ του ότι το έγκλημα του φόνου δεν έγινε στη στάση, αλλά είχε διαπραχθεί από τον Βαραββά σε άλλη εποχή (p). Ο Βαραββάς λοιπόν κατηγορούνταν και για φόνο, δηλαδή για πράξη η οποία μεταξύ των ανθρώπων θεωρείται ως η λιγότερο από κάθε άλλη παρεκτροπή άξια συγγνώμης.
(3)    Υπάρχει και η γραφή βληθείς· ἦν βληθείς είναι φράση σπάνια αλλά όχι ασυνήθιστη στην κοινή γλώσσα (L).

Λουκ. 23,20  πάλιν οὖν ὁ Πιλᾶτος προσεφώνησε(1), θέλων ἀπολῦσαι τὸν Ἰησοῦν.
Λουκ. 23,20   Πάλιν λοιπόν ο Πιλάτος ωμίλησε προς τον λαόν, διότι ήθελε να απολύση τον Ιησούν.
(1)    Το περιεχόμενο της προσφώνησης αυτής του Πιλάτου δεν αναφέρεται, συμπεραίνεται όμως από την ακόλουθη φράση του στίχου. Ο Πιλάτος εμποδίστηκε να ολοκληρώσει τη σκέψη του αφού διακόπηκε από τις κραυγές του πλήθους (g). Υπάρχει και η γραφή προσεφώνησε αὐτοῖς.

Λουκ. 23,21   οἱ δὲ ἐπεφώνουν(1) λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον(2) αὐτόν(3).
Λουκ. 23,21   Αυτοί όμως εις απάντησιν εφώναζαν δυνατά λέγοντες• “σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν”.
(1)    Έχει τη σημασία του κραυγάζω συνήθως σε απάντηση λόγου που προηγήθηκε, ο οποίος συνέβη είτε για επευφημία (Πράξ. ιβ 22) είτε για αποδοκιμασία (Πράξ. κβ 24) (L).
(2)    Υπάρχει και η γραφή σταύρου σταύρου από το ενεργητικό σταυρόω (δ). Και κατά τα 4 ευαγγέλια οι φωνές του λαού που αναφέρονται στη σταύρωση του Κυρίου έγιναν, όταν ο Πιλάτος επρόκειτο να απολύσει τον Ιησού λόγω της γιορτής (p).
Δεν θέλουν απλώς να θανατωθεί, αλλά και ο θάνατός του να είναι άτιμος και σκληρός. Αυτό δηλώνει το «σταύρωσε, σταύρωσε αυτόν». Ο σταυρικός θάνατος ήταν η ποινή των αποβλήτων εθνικών, από την οποία απαλλάσσονταν οι ρωμαίοι πολίτες. Το σταύρωσε αυτόν λοιπόν σημαίνει θανάτωσέ τον με το σκληρότερο και χειρότερο των θανάτων· με το θάνατο, ο οποίος είναι συνδεδεμένος με την κατάρα· με τον θάνατο, ο οποίος θα αποκηρύξει αυτόν όχι απλώς και μόνο ως απόβλητο του Ισραήλ, αλλά ως απόβλητο και αυτών ακόμη των ειδωλολατρών.
(3)    Ο άνθρωπος μπαίνει προ του διλήμματος ή να αρνηθεί τον εαυτό του ή να αρνηθεί το Χριστό· ή να απορρίψει τις δικές του αξιώσεις για το ότι ο ίδιος στον εαυτό του μπορεί να αποβεί σωτήρας ή να απορρίψει τις αξιώσεις του Χριστού· ή να σταυρώσει τη σάρκα του ή να σταυρώσει το Χριστό. Αυτός που προτιμά τον εαυτό του και τη σάρκα του, στο τέλος θα φωνάξει μαζί με τους Ιουδαίους «σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν».

Λουκ. 23,22   ὁ δὲ τρίτον εἶπε πρὸς αὐτούς· τί γὰρ(1) κακὸν ἐποίησεν οὗτος; οὐδὲν ἄξιον θανάτου(2) εὗρον ἐν αὐτῷ· παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω(3).
Λουκ. 23,22    Ο δε Πιλάτος δια τρίτην φοράν είπεν εις αυτούς• “διατί να τον σταυρώσω; Ποίον κακόν έπραξε αυτός; Τίποτε το άξιον θανάτου δεν εύρηκα εις αυτόν. Θα τον μαστιγώσω λοιπόν και θα τον απολύσω”.
(1)   Η φράση «Τι γαρ…» βρίσκεται η ίδια και στους τρεις συνοπτικούς. Το γαρ σημαίνει: Αδύνατον να τον σταυρώσω, διότι τι κακό έκανε; (p). Ή: Να τον σταυρώσω; Διότι έκανε… ποιο κακό; (g). Η πρώτη εκδοχή πιο φυσική.
(2)  Προηγουμένως είπε γενικά: κανένα αίτιο, χωρίς κάποιον περιορισμό (σ. 4,14). Στην αδυναμία του όμως ο Πιλάτος αφού κάμφθηκε αρχίζει να παραδέχεται: Καλά, ίσως μπορεί να είναι ένοχος σε κάτι· δεν είναι όμως και ένοχος θανάτου (p).
(3)    Και πάλι προτείνει να υποβάλλει αυτόν στη φραγγέλωση. Ίσως λοιπόν εδώ πρέπει να τοποθετηθεί η σκηνή της φραγγέλωσης, όπως αφηγείται αυτήν ο Ιωάννης. Πριν ακόμη εκδοθεί η απόφαση του να σταυρωθεί παραδίδει τον Ιησού ο Πιλάτος στην τιμωρία αυτή ελπίζοντας, ότι όταν οι Ιουδαίοι θα έβλεπαν τον Ιησού ωχρό και αιμόφυρτο, θα κάμπτονταν αν όχι όλοι, τουλάχιστον οι μετριότεροι από αυτούς, και έτσι θα αποφευγόταν το δράμα της σταύρωσης (g).

Λουκ. 23,23    οἱ δὲ ἐπέκειντο φωναῖς μεγάλαις(1) αἰτούμενοι αὐτὸν σταυρωθῆναι, καὶ κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν καὶ τῶν ἀρχιερέων(2).
Λουκ. 23,23    Αυτοί δε μαινόμενοι επέμεναν με μεγάλας φωνάς και εζητούσαν να σταυρωθή. Και αι φωναί αυτών και των αρχιερέων υπερίσχυαν και εσκέπαζαν τα λόγια του Πιλάτου.
(1)    Επέμεναν με μεγάλες φωνές. Όσο περισσότερο η μανία του πλήθους συναντά υποχωρητικότητα και όχι πυγμή σιδηρά, τόσο βιαιότερη και περισσότερο ασυγκράτητη γίνεται.
(2)  Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το «και των αρχιερέων». Λησμονώντας αυτοί και την κοινή ευπρέπεια, αναμίγνυαν και τις φωνές τους με τις κραυγές του όχλου (b).

Λουκ. 23,24   ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπέκρινε(1) γενέσθαι τὸ αἴτημα(2) αὐτῶν,
Λουκ. 23,24   Ο δε Πιλάτος απεφάσισε οριστικώς να γίνη το αίτημα των.
Λουκ. 23,25   ἀπέλυσε(3) δὲ αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν τὸν διὰ στάσιν καὶ φόνον βεβλημένον εἰς τὴν φυλακήν(4), ὃν ᾐτοῦντο, τὸν δὲ Ἰησοῦν παρέδωκε(5) τῷ θελήματι(6) αὐτῶν.
Λουκ. 23,25   Αφήκε δε προς χάριν αυτών ελεύθερον τον Βαραββάν, ο οποίος ήτο φυλακισμένος δια στάσιν και φόνον και του οποίου την απόλυσιν εζητούσαν εκείνοι, τον δε Ιησούν παρέδωκε, σύμφωνα με το θέλημά των, να σταυρωθή.
(1)    Το επικρίνω λέγεται μία φορά=εκφέρω απόφαση, με την κρίση μου επιδοκιμάζω (Grimm)· τελεσίδικα έκρινε ο Πιλάτος (δ)· επικύρωσε την απόφασή τους· οι αρχιερείς είχαν εκδώσει προηγούμενη απόφαση (b).
(2)    Όπως φαίνεται από τον ακόλουθο στίχο το αίτημα αυτό δεν ήταν μόνο η σταύρωση του Κυρίου, αλλά και η απόλυση του Βαραββά (L).
(3)    Απέλυσε… παρέδωκεν. Η τραγική αυτή αντίθεση βρίσκεται και στους τρεις συνοπτικούς (p).
(4)    Η αναφορά και πάλι του εγκλήματος του Βαραββά γίνεται, για να τονιστεί όχι μόνο το αμάρτημα του Πιλάτου, αλλά πολύ περισσότερο αυτό του λαού, ο οποίος ζητούσε την απόλυση του Βαραββά («τον οποίον ζητούσαν») (L).
(5)  Παρέδωσε στο θέλημά τους. Με αυτό τονίζεται δυνατά η χαλαρότητα του κριτή, ο οποίος με την πράξη του αυτή παραβαίνει το καθήκον, το οποίο έχει να προστατεύει την αθωότητα (g).
(6)   «Θέλημά τους ήταν το να σταυρωθεί» (Ζ).= Τους τον παρέδωσε να τον κάνουν ό,τι ήθελαν ή θα ήταν δυνατόν να θελήσουν (b).

Η οδός προς τον Γολγοθά

Λουκ. 23,26    Καὶ ὡς ἀπήγαγον(1) αὐτόν, ἐπιλαβόμενοι Σίμωνός τινος Κυρηναίου(2), ἐρχομένου ἀπ᾿ ἀγροῦ, ἐπέθηκαν αὐτῷ(3) τὸν σταυρὸν φέρειν ὀπίσω τοῦ Ἰησοῦ.
Λουκ. 23,26    Και όταν τον επήγαιναν προς τον Γολγοθάν, έπιασαν κάποιον Σίμωνα Κυρηναίον, που ήρχετο από το χωράφι, του εφόρτωσαν τον σταυρόν να τον φέρη πίσω από τον Ιησούν.
(1)    Οι στρατιώτες κυρίως, διότι για αυτούς μιλά ο Λουκάς στο σ. 36 και 48 και αυτοί μπορούσαν και να αγγαρεύσουν το Σίμωνα (L). Είναι αξιοσημείωτο με πόση βιασύνη ενήργησαν οι εχθροί του Κυρίου, για να προλάβουν κάθε εκδήλωση εκ μέρους των φίλων του. Πολύ πρωί οδηγήθηκε ο Ιησούς μπροστά στο συνέδριο και έπειτα μπροστά στον Πιλάτο, μπροστά στον Ηρώδη και πάλι μπροστά στον Πιλάτο.
Επιπλέον φαίνεται να διεξήχθη μακροχρόνια πάλη ανάμεσα στον Πιλάτο, που επιχειρούσε να ελευθερώσει τον Ιησού, και στο λαό που αξίωνε το θάνατό του. Έπειτα φραγγελώθηκε ο Ιησούς και εμπαίχτηκε από τους στρατιώτες και έβαλαν στο κεφάλι του και το αγκάθινο στεφάνι. Και όλα αυτά συντελέστηκαν μέσα σε τέσσερεις ή το πολύ πέντε ώρες, διότι σταυρώθηκε μεταξύ της ενάτης πρωινής και της δωδεκάτης. Οι εχθροί του Ιησού πρόσεξαν πολύ, πώς να μη χάσουν ούτε λεπτό χρόνου.
(2)    Κυρήνη ήταν η πρωτεύουσα της περιφέρειας (η σημερινή Τρίπολη), και φαίνεται αυτό πρώτον μεν από το όνομα Κυρηναϊκή, που αναφερόταν στην όλη χώρα, και έπειτα και από το Πράξ. β 10. Ο Σίμων αυτός πιθανώς να ήταν μέλος της συναγωγής των Κυρηναίων στην Ιερουσαλήμ (Πράξ. στ 9). Κάποιοι ταύτισαν αυτόν με τον Συμεών τον επικαλούμενο Νίγερ, ο οποίος αναφέρεται μαζί με τον Λούκιο τον Κυρηναίο (Πράξ. ιγ 1). Αλλά το όνομα Σίμων ή Συμεών ήταν πολύ συνηθισμένο και ο Λουκάς πιθανότατα θα έδινε τον ίδιο προσδιορισμό και το ίδιο όνομα (Σίμων αντί Συμεών, Κυρηναίος αντί Νίγερ) και στα δύο βιβλία, εάν επρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο (p).
(3)    «Στον Σίμωνα τον Κυρηναίο, λέει, φόρτωσαν το σταυρό του. Άλλος όμως από τους αγίους ευαγγελιστές είπε, ότι και ο ίδιος ο Ιησούς βάσταξε τον σταυρό. Και είναι οπωσδήποτε αλήθεια και αυτό και εκείνο. Γιατί φορτώθηκε βέβαια ο Σωτήρας το σταυρό, ίσως όμως στη μέση του δρόμου συνάντησαν τον Κυρηναίο, τον οποίο κράτησαν και φόρτωσαν τον σταυρό σε αυτόν» (Κ).

Λουκ. 23,27   ἠκολούθει δὲ αὐτῷ πολὺ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν(1) αἳ καὶ ἐκόπτοντο καὶ ἐθρήνουν(2) αὐτόν.
Λουκ. 23,27    Τον ακολουθούσε δε πολύ πλήθος λαού και γυναικών, αι οποίαι εκτυπούσαν το στήθος και την κεφαλήν των και εθρηνούσαν δι’ αυτόν.
(1)    Οι γυναίκες αυτές πιθανότατα δεν είναι εκείνες, οι οποίες διακόνησαν αυτόν από τα υπάρχοντά τους (Λουκ. η 1-3), αλλά γυναίκες της Ιερουσαλήμ που έδειχναν συμπάθεια για το σκληρό πάθημά του. Είναι αξιοσημείωτο ότι στα ευαγγέλια δεν αναφέρεται κάποια περίπτωση γυναίκας που να είχε εχθρική διάθεση ή να εκδηλώθηκε με δυσμένεια εναντίον του Ιησού (p).
«Ακολουθούσαν κλαίγοντας οι γυναίκες… Γιατί το γυναικείο γένος ρέπει πάντοτε προς τα δάκρυα και έχει το νου τους ευαίσθητο προς ευσπλαχνία» (Κ).
«Θρηνούν φανερώνοντας τη συμπάθειά τους και κλαίγοντας για την αδικία» (Θφ). Ο θάνατος του Χριστού μπορεί να κινεί τη συμπάθεια και σε ανθρώπους, οι οποίοι δεν τον πιστεύουν ως Θεό, ούτε τού είναι εκ βάθους ψυχής αφοσιωμένοι. Πολλοί τον έκλαψαν και τον κλαίνε, μολονότι δεν τον αγαπούν πάνω από όλα τα άλλα πάνω στη γη.
(2)    Το κόπτομαι αναφέρεται κυρίως στις κινήσεις των χεριών, ενώ το θρηνώ αναφέρεται στα κλάματα των ματιών και στο θλιβερό τόνο της φωνής (b).

Λουκ. 23,28  στραφεὶς(1) δὲ πρὸς αὐτὰς ὁ Ἰησοῦς εἶπε(2)· θυγατέρες Ἱερουσαλήμ(3), μὴ κλαίετε ἐπ᾿ ἐμέ, πλὴν ἐφ᾿ ἑαυτὰς κλαίετε(4) καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν(5).
Λουκ. 23,28   Ο δε Ιησούς αφού εγύρισε προς αυτάς είπε• “θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε δι’ εμέ, αλλά κλαίετε δια τον εαυτόν σας και τα τέκνα σας.
(1)    Αφού ακολουθούσαν, στράφηκε. Θα ήταν όμως πολύ δύσκολο να στραφεί, εάν εξακολουθούσε να βαστάζει το σταυρό (p).
(2)    Τα ακόλουθα λόγια του Κυρίου μαρτυρούν, ότι και κατά την τρομερή αυτή στιγμή έχει λησμονήσει ολότελα τον εαυτό του, φροντίζοντας και ενδιαφερόμενος για τους άλλους (g).
(3)    Θυγατέρες Ιερουσαλήμ=κάτοικοι της Ιερουσαλήμ. Δες Ησ. λζ 22, Σοφονίας γ 14, Ιερεμίας κστ (μστ) 19, Ιεζεκ. ιστ 46 (p).
(4)    Πρέπει να σημειωθεί το σχήμα χιαστί («μην κλαίτε για μένα-κλαίτε για σας) στο οποίο γίνεται πολύ εμφατική αντίθεση ανάμεσα στο εμένα και στο εσάς. Το πάθημα το δικό του θα είναι σύντομο και θα γίνει οδός προς τη δόξα. Το δικό τους όμως θα είναι παρατεταμένο και θα καταλήξει σε ντροπή και όλεθρο. Ο Κύριος δεν κατηγορεί τη συμπάθεια και την εκδηλούμενη συγκίνηση των γυναικών αυτών, σαν να έκαναν αυτές τώρα κάτι κακό. Απλώς και μόνο εφιστά σε αυτές την προσοχή σε κάτι άλλο που απειλούσε και αυτές και τα παιδιά τους, για το οποίο υπήρχε πολύ μεγαλύτερος λόγος για να κλαίνε (p).
«Τις συμβουλεύει να βλέπουν τα μελλοντικά κακά και για εκείνα να θρηνούν» (Θφ). Το κλαίετε και το ακόλουθο ιδού (σ. 29) δηλώνουν, ότι η τιμωρία πλησίαζε και ήταν επί θύραις. Λέει σε αυτές το κλαίετε ο Ιησούς, ο οποίος πριν λίγες ημέρες έκλαυσε και αυτός για την πόλη και όχι για τον εαυτό του (b). Όταν πριν λίγες ώρες στο υπερώο, όπου έγινε ο μυστικός Δείπνος, θλίβονταν οι μαθητές για τον επικείμενο χωρισμό του Διδασκάλου, αυτός τους παρηγορούσε και τους βεβαίωνε, ότι πάλι θα έβλεπαν αυτόν και θα χαιρόταν η καρδιά τους (Ιω. ιστ 22).
Αλλά τώρα όταν οι κάτοικοι αυτές της Ιερουσαλήμ τον θρηνούν παρακινούμενες από συμπάθεια και από οίκτο μάλλον κοσμικό, ζητά να στρέψει προς άλλη κατεύθυνση τους θρήνους τους. Οι θυγατέρες και κάτοικοι Σιών, οι οποίες ομολογούν και εγκολπώνονται το Χριστό ως βασιλιά τους, χαίρονται και αγάλλονται για αυτόν, διότι έρχεται να σώσει αυτές. Αλλά οι θυγατέρες Ιερουσαλήμ οι οποίες κλαίνε για αυτόν, αλλά δεν τον εγκολπώθηκαν ως βασιλιά τους, ας θρηνούν και ας τρέμουν σκεπτόμενες, ότι μετά από λίγο έρχεται για να κρίνει αυτές. Μέσω των θρήνων αυτών υπάρχει κάποια ελπίδα να τον γνωρίσουν και ως βασιλιά τους, πριν ακόμη ξεσπάσει και πάνω στα κεφάλια τους η οργή του.
(5)    Όταν με μάτι πίστεως ατενίζουμε στον εσταυρωμένο Χριστό, πρέπει να κλαίμε όχι για αυτόν, αλλά για τους εαυτούς μας και τα παιδιά μας. Δεν πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι στο θάνατο του Χριστού, όπως και απέναντι στο θάνατο κάποιου κοινού προσώπου, στου οποίου τη δυστυχία και συμφορά δοκιμάζουμε συμπάθεια και οίκτο, ή όπως και απέναντι στο θάνατο κάποιου κοινού φίλου, για τον οποίο θα επιθυμούσαμε πολύ να ζει και να μην πεθάνει.
Ο θάνατος του Χριστού έχει κάτι το μοναδικά ιδιαίτερο, διότι υπήρξε η νίκη του και ο θρίαμβός του κατά των εχθρών του και η απολύτρωσή μας και η εξασφάλιση της αιώνιας ζωής για εμάς. Για αυτό λοιπόν δεν πρέπει να κλαίμε για αυτόν, αλλά για τις αμαρτίες μας και τις αμαρτίες των παιδιών μας, οι οποίες έγιναν οι αιτίες του θανάτου του. Να κλαίμε ακόμη από φόβο, μήπως υποστούμε τρομερά δεινά και τιμωρίες, εάν περιφρονήσουμε την αγάπη του και απορρίψουμε τη χάρη του, όπως οι Ιουδαίοι, οι οποίοι για αυτό οδηγήθηκαν στον όλεθρο.
Όπως όμως δεν πρέπει να κλαίμε το Χριστό, ο οποίος με το θάνατό του μπήκε στην αιώνια δόξα, έτσι δεν πρέπει να κλαίμε και τους συγγενείς και φίλους μας που πεθαίνουν εν Κυρίω και τελειώθηκαν με αγιότητα, διότι και αυτοί μπαίνουν στην αιώνια δόξα και χαρά. Ας κλαίμε μάλλον τους εαυτούς μας και τα παιδιά μας, διότι αφηνόμαστε πίσω τους σε ένα κόσμο γεμάτο από αμαρτίες και θλίψεις και παγίδες.

Λουκ. 23,29   ὅτι ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι(1) ἐν αἷς ἐροῦσι· μακάριαι αἱ στεῖραι καὶ κοιλίαι αἳ οὐκ ἐγέννησαν(2), καὶ μαστοὶ οἳ οὐκ ἐθήλασαν.
Λουκ. 23,29    Διότι ιδού έρχονται ημέραι, κατά τας οποίας θα είπουν• καλότυχες είναι οι στείρες γυναίκες και αι κοιλίαι που δεν εγέννησαν και οι μαστοί που δεν εθήλασαν βρέφη.
(1)  «Ημέρες λέει αυτές της πολιορκίας και άλωσης των Ιεροσολύμων» (Ζ).
(2)  Κατά κανόνα στους Ιουδαίους οι στείρες και άτεκνες θεωρούνταν αξιοθρήνητες ή περιφρονημένες. Δες και Λουκ. α 25,36. Αλλά και κατά τους φοβερούς αυτούς χρόνους οι στείρες θα μακαρίζονται (p). «Θα μακαριστούν, λέει, από αυτές που γέννησαν, όσες δεν γέννησαν, επειδή δεν θα ακούνε ούτε θα βλέπουν τις ποικίλες σφαγές των παιδιών τους, όπως αυτές» (Ζ).
Ενώ συνήθως αυτές που δεν είχαν παιδιά ζήλευαν αυτές που είχαν, όπως η Ραχήλ φθονούσε την Λεία, τώρα αυτές που έχουν παιδιά, θα βρουν αυτά τέτοιο φορτίο κατά την ώρα της διαφυγής και τέτοια αιτία θλίψης, όταν θα βλέπουν αυτά να λιποθυμούν και να πεθαίνουν από πείνα ή να σφάζονται με μαχαίρι, ώστε θα μακαρίζουν αυτές που δεν έχουν παιδιά.

Λουκ. 23,30    τότε ἄρξονται(1) λέγειν(2) τοῖς ὄρεσι, πέσετε ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ τοῖς βουνοῖς, καλύψατε ἡμᾶς(3)·
Λουκ. 23,30    Τότε θ’ αρχίσουν να λέγουν εις τα όρη• πέσατε επάνω μας• και εις τα βουνά• σκεπάσατέ μας με το βάρος σας, δια να αποθάνωμεν μίαν ώραν ενωρίτερα.
(1)    Ο πληθυσμός γενικά και όχι μόνο οι γυναίκες (p).
(2)    Τα ακόλουθα λόγια θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως παράθεση από το Ωσηέ ι 8 («και θα πουν στα όρη· καλύψτε μας, και στα βουνά· πέστε πάνω μας»). Αλλά γιατί ο Κύριος δεν θα χρησιμοποιούσε ασχέτως με τα λόγια του Ωσηέ την εικόνα αυτή, η οποία ίσως κυκλοφορούσε και ως παροιμία στο λαό και η οποία άλλωστε ξαναβρίσκεται και στο Αποκάλυψη στ 16; (L). «Θα αρχίσουν να τα λένε αυτά οι Ιουδαίοι, επειδή δεν θα αντέχουν τα αξεπέραστα δεινά και από την πολιορκία των Ρωμαίων και από την αρρώστια και από την εμφύλια σύρραξη» (Ζ).
(3)    Η εκφραζόμενη ευχή είναι να πέσουν τα όρη και τα βουνά πάνω τους όχι για να τους κρύψουν και να τους προστατέψουν, αλλά για να τους φονεύσουν. Ο θάνατος θα είναι προτιμότερος από αυτόν τον τρόμο και την αθλιότητα εκείνη (p).
Συχνά άνθρωποι θάφτηκαν ζωντανοί από όρη και καταπτώσεις όγκων χώματος. Θάνατος φοβερός και που προκαλεί τον αποτροπιασμό. Πόσο φοβερές λοιπόν θα είναι οι ημέρες εκείνες, όταν για αποφυγή αυτών επιθυμείται ως κάτι ευκταίο και επιθυμητό ο αποτρόπαιος αυτός θάνατος! (b). Όσοι δεν προσφεύγουν στο Χριστό και δεν έχουν αυτόν ως καταφύγιο, μάταια θα επικαλούνται τα όρη να πέσουν πάνω τους και να τους καταπλακώσουν για διαφυγή από την οργή του.

Λουκ. 23,31   ὅτι(1) εἰ ἐν τῷ ὑγρῷ ξύλῳ ταῦτα ποιοῦσιν, ἐν τῷ ξηρῷ τί γένηται(2);
Λουκ. 23,31   Διότι εάν στο χλωρόν δένδρον κάνουν αυτά οι Ρωμαίοι, στο ξηρόν τι θα συμβή;
(1)    Αιτιολογικό. Αυτά τα τρομερά γεγονότα θα επέλθουν διότι… (p).
(2)    Επιχείρημα από την ισχυρότερη έννοια. Παρόμοια η σημασία και στο Παροιμ. ια 31 και Α΄ Πέτρ. δ 17,18. Η εφαρμογή του λόγου αυτού έγινε με διάφορους τρόπους και με πολλές σημασίες. Έτσι μπορεί να θεωρηθεί με την εξής έννοια: Εάν οι Ρωμαίοι μεταχειρίζονται έτσι εμένα, τον οποίο βρήκαν αθώο, πώς θα μεταχειριστούν εκείνους, οι οποίοι θα είναι αποστάτες και ένοχοι; (p).
Ή, όταν η δικαιοσύνη του Θεού φαίνεται κατά κρίση μυστηριώδη και ακατανόητη στους πολλούς να πλήττει έναν αθώο, πώς θα μεταχειριστεί τους ένοχους; Κυρίως η εικόνα παρουσιάζει πρόσωπο, το οποίο έχει τη διάθεση όχι απλώς να κάψει αδιάκριτα (όπως στο Ιεζεκιήλ κ 47), αλλά να φέρει σε πέρας την απόφασή του, να ανάψει φωτιά αρχίζοντας και από αυτά τα χλωρά ξύλα (L).
Αξιολογότατη και κάθε προσοχής άξια και η επόμενη ερμηνεία: «Δέντρο χλωρό λέει τον εαυτό του λόγω της θείας ζωής που υπάρχει μέσα στο σώμα του που είναι αμάραντη και ακατάλυτη και επειδή αυτό το δέντρο είναι πολύκαρπο και ευθαλές… Αυτό που λέει λοιπόν, τέτοια σημασία έχει» (Σχ).
Εάν εκείνος, ο οποίος δεν γνώρισε αμαρτία, υποφέρει έτσι, πόσο μάλλον θα υποφέρει ο πονηρός και αμαρτωλός; Τα παθήματα του Κυρίου λένε σε μας: Μάθε τι είναι η αμαρτία βλέποντας τον αναμάρτητο να πάσχει για αυτήν. Εάν το χλωρό δέντρο κατακάηκε με τέτοιο τρόπο στο Γολγοθά, πόσο μάλλον θα κατακαεί το ξηρό δέντρο; «Εάν σε εμένα, που έχω θεία ζωή, κάνουν αυτά οι Ρωμαίοι παρακινημένοι από τους Ιουδαίους, σε εσάς, που έχετε κτήμα σας τη νέκρωση από την αμαρτία, τι θα γίνει από αυτούς; (Ζ).
«Διότι, εάν μεν είχατε κάποια ζωτική ενέργεια του αγαθού, ίσως λοιπόν να μπορούσατε να αξιωθείτε κάποιας λύπης μέτριας βεβαίως· τώρα όμως θα παραδοθείτε σε καύση και σε καταστροφή σαν ξερό δέντρο» (Θφ).
«Διότι θα κατακάψουν τον Ισραήλ, δηλαδή θα εισπράξουν τις καταδίκες για τη δυσσέβειά τους προς το Χριστό» (Κ). Όταν λαμβάνουμε υπ’ όψη τα σκληρά παθήματα του Κυρίου μας Ιησού, πρέπει να στεκόμαστε έμφοβοι μπροστά στη δικαιοσύνη του Θεού και να τρέμουμε μπροστά της. Οι μεγαλύτεροι των αγίων συγκρινόμενοι με το Χριστό είναι δέντρα ξηρά. Εάν αυτός υπέφερε, πώς είναι δυνατόν να μην υποφέρουν και αυτοί; Αλλά και ποια σε αυτήν την περίπτωση θα είναι η καταδίκη των αμαρτωλών;

Λουκ. 23,32   Ἤγοντο δὲ καὶ ἕτεροι δύο κακοῦργοι(1) σὺν αὐτῷ ἀναιρεθῆναι.
Λουκ. 23,32    Ωδηγούντο δε στον τόπον της σταυρώσεως και άλλοι δύο, οι οποίοι ήσαν κακούργοι, δια να θανατωθούν μαζί με αυτόν.
(1)    Υπάρχει και η γραφή έτεροι κακούργοι δύο. Ήταν αυτοί ληστές. Δες Ματθ. κζ 38,44· Μάρκ. ιε 27. Η ιεραρχία των Ιουδαίων ίσως συντέλεσε να συσταυρωθούν μαζί με τον Ιησού για να εμφανίζεται έτσι, ότι παρόμοιο υπήρξε και το έγκλημα αυτού (p). Οι δύο αυτοί κακοποιοί ήταν πιθανώς σύντροφοι του Βαραββά (g). «Επειδή ήθελε ο διάβολος να κατασκευάσει κακή ιδέα για τον Κύριο, έκανε να συσταυρωθούν με αυτόν ληστές. Αλλά… αυτό έγινε μάλλον για μεγαλύτερη δόξα του Κυρίου. Διότι των μεν ληστών οι σταυροί ούτε που αναζητήθηκαν, ενώ από το σταυρό αυτού όλος ο κόσμος έχει κρεμαστεί. Και φαίνεται ολοφάνερα από εδώ, ότι ο Κύριος δεν είναι παράνομος, όπως οι ληστές, αλλά αρχηγός κάθε δικαιοσύνης» (Θφ).

Η σταύρωση (κγ 33-38)
Η αφήγηση του Λουκά είναι κατ’ ουσίαν η ίδια με αυτές στα Ματθ. κζ 33-44 και Μάρκ. ιε 22-32 (δες τις εκεί σημειώσεις). Έχει παρόλ’ αυτά και ιδιαίτερα ανεξάρτητα τελείως χαρακτηριστικά (p). Έτσι από τους επτά λόγους, τους οποίους ο Κύριος είπε στο σταυρό, οι τρεις αναφέρονται από μόνο τον Λουκά και αποκλειστικά από αυτόν (g).
Λουκ. 23,33   Καὶ ὅτε ἀπῆλθον ἐπὶ τὸν τόπον τὸν καλούμενον Κρανίον(1), ἐκεῖ ἐσταύρωσαν(2) αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν.
Λουκ. 23,33    Και όταν έφθασαν εις τόπον, που ελέγετο Κρανίον, εκεί εσταύρωσαν αυτόν και τους δύο κακούργους, ένα εις τα δεξιά και ένα εις τα αριστερά.
(1)    Ο Λουκάς αποσιωπά το εβραϊκό όνομα Γολγοθά, διότι αυτό θα ήταν χωρίς κάποια σημασία στους Έλληνες αναγνώστες, όπως ήδη παρέλειψε και τα ονόματα Γεθσημανή και Γαββαθά (p).
(2)    Οι σταυρωμένοι ζούσαν συνήθως δώδεκα ώρες, και μερικές φορές και μέχρι τη δεύτερη ή και την τρίτη ημέρα. Ο πυρετός, ο οποίος εκδηλωνόταν μετά από λίγο, έφερνε φλογερή δίψα. Η ολοένα αυξανόμενη φλόγωση των πληγών της ράχης, των χεριών και των ποδιών, η συμφόρηση του αίματος στο κεφάλι, στους πνεύμονες και στην καρδιά, η διόγκωση όλων των φλεβών, μία πίεση ισχυρή και απερίγραπτη, πόνοι του κεφαλιού ανυπόφοροι, η ακαμψία των μελών που προξενούνταν από την αναγκαστική και βεβιασμένη τοποθέτηση του σώματος, όλα αυτά ενωμένα μαζί έκαναν την ποινή της σταύρωσης σκληρότατη και φοβερότατη τιμωρία, κατά την έκφραση του Κικέρωνα (g).

Λουκ. 23,34  ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔλεγε(1)· πάτερ(2), ἄφες(3) αὐτοῖς(4)· οὐ γὰρ οἴδασι(5) τί ποιοῦσι(6). Διαμεριζόμενοι(7) δὲ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἔβαλον κλῆρον(8).
Λουκ. 23,34   Ο δε Ιησούς έλεγε• “Πατερ, συγχώρησέ τους• διότι δεν γνωρίζουν τι κάνουν”. Και οι στρατιώται εμοιράζοντο μεταξύ τους τα ιμάτια του και έβαλλαν κλήρον, τι θα πάρη ο καθένας.
(1)    Επτά λόγοι αναφέρονται ότι λέχθηκαν από τον Κύριο πάνω στο σταυρό. Από αυτούς οι τρεις πρώτοι αναφέρονται στα πρόσωπα που περιστοίχιζαν τον Ιησού· στους εχθρούς του δηλαδή, στο συσταυρωμένο ληστή, στη μητέρα και το μαθητή του. Είναι κατά κάποιο τρόπο η διαθήκη του. Οι τρεις ακόλουθοι: «Θεέ μου, Θεέ μου… Διψώ· Τετέλεσται» αναφέρονται στα πάθη του και στο έργο της σωτηρίας που συντελούνταν κατά τις στιγμές εκείνες. Τέλος ο έβδομος «Πατέρα μου στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου» είναι η κραυγή της τέλειας εμπιστοσύνης μέσα στην ύψιστη σωματική εξάντληση (g).
Οι επτά αυτοί λόγοι συγκεντρώνονται και από τα τέσσερα ευαγγέλια και κανένα από αυτά δεν αναφέρει όλους μαζί τους λόγους αυτούς. Έτσι οι τέσσερεις μαρτυρίες των ευαγγελιστών παρουσιάζονται σαν τέσσερεις φωνές, οι οποίες συνδεόμενες μεταξύ τους συναποτελούν αρμονική συμφωνία. Ο Σωτήρας πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του μαρτυρίου του πάνω στο σταυρό με σιγή. Αλλά οι επτά αυτοί λόγοι του αποτελούν μία ανακεφαλαίωση της διδασκαλίας, η οποία μας είναι αναγκαία και ωφέλιμη και για τις δικές μας τελευταίες στιγμές (b).
Ο πρώτος αυτός λόγος του Κυρίου παραλείπεται από κάποιους μεγαλογράμματους κώδικες και από κάποιες μεταφράσεις, μαρτυρείται όμως  και από τους Ειρηναίο και Ωριγένη (δ). Οι Tischendorf και Soden υποστήριξαν χωρίς δισταγμό την αυθεντικότητά του. Οι Wescott και Hort όμως δεν τον θεωρούν ότι περιλαμβανόταν εξ’ αρχής στο ευαγγέλιο του Λουκά (L). Εκφράζονται όμως για αυτόν ως εξής: Λίγοι στίχοι των ευαγγελίων έχουν μέσα τους βεβαιότερη μαρτυρία για την αλήθεια του περιεχομένου τους από τον πρώτο αυτόν λόγο της σταύρωσης. Δεν είναι ανάγκη όμως να περιεχόταν εξ’ αρχής ο στίχος αυτός στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο (p).
Η Πεσιτώ, τα περισσότερα αντίγραφα της Ιτάλας και η πλειονότητα των μεγαλογράμματων αντιγράφων εγγυώνται για την αυθεντικότητα του λόγου αυτού. Και το ότι μετά από λίγο ο ληστής προσέφυγε στη χάρη του Ιησού, δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά με την εντύπωση, την οποία του παρήγαγε και ο λόγος αυτός, στον οποίο ο Ιησούς ως γιος επικαλείται το Θεό, απευθυνόμενος προς αυτόν ως προς Πατέρα. Πάρα πολύ δύσκολα θα επινοούνταν ένας τέτοιος λόγος (g).
(2)    Τόσο στην αρχή του παθήματος με τον πρώτο αυτόν λόγο, όσο και κατά το τέλος του με τον τελευταίο λόγο επικαλείται το Θεό αποκαλώντας αυτόν Πατέρα (b). Οι πρώτες σταγόνες του αίματός του αρχίζουν ήδη να χύνονται από τις ανοιγμένες στο σώμα του πληγές. Και αμέσως αρχίζει και αυτός να επιτελεί το αρχιερατικό του έργο μεσιτεύοντας προς τον Πατέρα του υπέρ των σταυρωτών του. Το διδακτικό έργο του τελείωσε ήδη και άρχισε το έργο της αιώνιας αρχιερωσύνης του (ο).
(3)    Θα νόμιζε κάποιος, ότι ο Κύριος θα έλεγε τώρα: Πατέρα, κατάκαψέ τους. Ο Κύριος να δει την αδικία σας και να την τιμωρήσει. Αλλά όχι. Ο Κύριος λησμονεί τελείως τον εαυτό του και το πάθημά του. Λησμονεί τους πόνους του και την αγωνία του. Και ενώ δεν ζητά κάποια ανακούφιση για τον εαυτό του, απασχολείται με την οργή του Πατέρα του που επικρέμεται εναντίον των σταυρωτών του και ζητά να την αποτρέψει. Πόσο μεγάλη είναι η αγάπη του, η για χάρη των άλλων λησμοσύνη του εαυτού του!
«Με το να προσευχηθεί ως άνθρωπος για χάρη των σταυρωτών του, υπέδειξε στους ανθρώπους πρότυπο για τη συμπάθεια προς αυτούς που μας αδίκησαν. Απόρησαν όμως κάποιοι, ότι, εάν συγχωρέθηκε σε αυτούς η αμαρτία, πώς εξ’ αιτίας της ύστερα παραδόθηκαν στους Ρωμαίους σε πανωλεθρία; Σε αυτούς λέμε, ότι η προσευχή δεν έγινε για όλους, αλλά για χάρη μόνο αυτών που δεν θα έκαναν κανένα περαιτέρω κακούργημα» (Ζ).
Σε όλους θα συγχωρούνταν η αμαρτία «και θα αφηνόταν σε αυτούς το αμάρτημα, αν ύστερα από αυτά δεν επέμεναν στην απιστία» (Θφ). «Θα τους συγχωρούσε αν ήθελαν να μετανοήσουν. Διότι αν δεν τους συγχωρούσε την αμαρτία, δεν θα γινόταν ο Παύλος απόστολος· αν δεν τους συγχωρούσε την αμαρτία, δεν θα πίστευαν αμέσως τρεις χιλιάδες και πέντε χιλιάδες και πολλές μυριάδες» (Χ).
Εάν δεν είχε απευθύνει την προσευχή αυτή, η τιμωρία για το έγκλημά τους μπορούσε να αρχίσει αμέσως, όπως συχνά συνέβαινε σε παρόμοιες περιπτώσεις κατά την εποχή του Μωϋσή. Οι δεήσεις του μακρόθυμου Κυρίου εμποδίζουν το άμεσο ξέσπασμα της θείας οργής και επιτυγχάνουν πλήρη συγχώρηση και μετάνοια για εκείνους, οι οποίοι έχουν τη διάθεση να δεχτούν αυτά (b).
Και οι χειρότεροι των αμαρτωλών, οι ίδιοι οι σταυρωτές του Χριστού, εφ’ όσον μετανοούν ειλικρινά, συγχωρούνται.
(4)    «Κάποιοι λένε ότι έκανε την προσευχή, όχι για χάρη των Ιουδαίων, αλλά για χάρη των Ρωμαίων στρατιωτών που υπηρέτησαν τη σταύρωσή του. Διότι αυτοί αγνοούσαν τελείως, όσα προφήτευσαν για αυτόν ο νόμος και οι προφήτες» (Ζ). Παρόλ’ αυτά το «ἄφες αὐτοῖς» ελάχιστα αναφέρεται στους Ρωμαίους στρατιώτες, οι οποίοι εκτελούσαν τυφλά τις διαταγές, τις οποίες είχαν λάβει (g). Οι υπεύθυνοι, χάριν των οποίων ο Κύριος προσεύχεται, ήταν οι Ιουδαίοι και ειδικά η ιουδαϊκή ιεραρχία (p).
(5)    «Επειδή είναι μεθυσμένοι από φθόνο» (Ζ) δεν ξέρουν τι κάνουν. Ότι μεν εκτελούσαν την πράξη της σταύρωσης το γνώριζαν. Ποιος όμως ήταν αυτός που σταυρωνόταν, το αγνοούσαν. «Διότι αν ήξεραν, δεν θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξας» (Α΄ Κορ. β 8). Αυτό είναι αλήθεια και για τους Ιουδαίους άρχοντες (Πράξ. γ 17), ακόμη περισσότερο για το λαό, και πολύ περισσότερο ακόμη για τον Πιλάτο (p).
Υπήρχε κάλυμμα στη δόξα του σταυρωμένου, αλλά και στη διάνοια των σταυρωτών. Πώς λοιπόν ήταν δυνατόν να δουν διαμέσου των δύο αυτών καλυμμάτων; Είχαν ευχηθεί το αίμα του να πέσει σε αυτούς και στα παιδιά τους. Εάν ήξεραν τι έκαναν, ουδέποτε θα εύχονταν κάτι τέτοιο.
(6)    Φόνευσαν τον Μεσσία τους. Έτσι όμως κατάφεραν εναντίον τους πλήγμα θανάσιμο (g). «Δεν είπε, ότι εμένα δεν με ξέρουν, αλλά, δεν ξέρουν τι κάνουν, δηλαδή αγνοούν το θείο σχέδιο της σωτηρίας που τελείται και το μυστήριο. Διότι δεν ήξεραν, ότι τόσο πολύ θα λάμψει ο σταυρός, ότι θα γίνει σωτηρία της οικουμένης και συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους και ότι η πόλη τους θα κυριευτεί και θα πάθουν τα έσχατα δεινά» (Χ).
Ο πρωτομάρτυρας Στέφανος προσευχήθηκε με το ίδιο πνεύμα της αγάπης, αλλά όχι με τις ίδιες ακριβώς λέξεις (Πράξ. ζ 60). Ξαναβρίσκουμε όμως αυτές στα χείλη του Ιακώβου του αδελφοθέου πριν το μαρτύριό του (Ευσεβίου Εκκλ. Ιστορ. ΙΙ,23,16) (L).
(7)    Τα ενδύματα των σταυρωμένων κατά τον ρωμαϊκό νόμο ανήκαν στους εκτελεστές στρατιώτες (g). Η διανομή αυτή των ενδυμάτων είναι μία επιπλέον λεπτομέρεια της μεταχείρισης του Χριστού ως εγκληματία, του οποίου το στάδιο κλεινόταν (p).
(8)    Και η γραφή «κλήρους». Κάθε σταυρός φρουρούνταν από «τετράδα» (Πράξ. ιβ 4) στρατιωτών. Δύο φορές έβαλαν κλήρο. Κατ’ αρχάς για τη διανομή των τεσσάρων ίσων σχεδόν μεριδίων, που σχηματίστηκαν από τα ενδύματα του Ιησού (μανδύας, κάλυμμα της κεφαλής, ζώνη, σανδάλια), και έπειτα τη δεύτερη φορά για τον άρραφο χιτώνα (g).

Λουκ. 23,35  καὶ εἱστήκει ὁ λαὸς θεωρῶν(1). ἐξεμυκτήριζον δὲ καὶ(2) οἱ ἄρχοντες σὺν αὐτοῖς λέγοντες(3)· ἄλλους ἔσωσε, σωσάτω ἑαυτόν, εἰ οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ τοῦ Θεοῦ(4) ἐκλεκτός(5).
Λουκ. 23,35   Και εστέκετο ο λαός παρατηρών και απολαμβάνων το θέαμα της σταυρώσεως. Περιγελούσαν δε αυτόν και οι άρχοντες μαζή με άλλους και έλεγαν• “άλλους έσωσε. Ας σώση τώρα και τον εαυτόν του, εάν είναι πράγματι αυτός ο Χριστός ο εκλεκτός του Θεού”.
(1)    Το θεωρῶν δηλώνει περιέργεια χυδαία που χάσκει σαν μπροστά σε κάποιο θέαμα αξιοπαρατήρητο (p).
(2)    Το «και» αυτό μπορεί να υπονοεί, ότι και ο λαός περιέπαιζε, και μαζί με αυτόν περιέπαιζαν και οι άρχοντες. Αλλά ο ευαγγελιστής μάλλον θέλει να δηλώσει, ότι εκτός από αυτούς που παρατηρούσαν, υπήρχαν και αυτοί που περιέπαιζαν (L). Ο λαός στεκόταν βλέποντας, οι άρχοντες περιέπαιζαν, οι στρατιώτες ενέπαιξαν και ο ληστής βλασφημούσε. Σχηματίζεται έτσι ένα είδος κλιμακωτού (p).
Από τους άρχοντες θα περίμενε κάποιος περισσότερη ευπρέπεια και λιγότερη αναισθησία. Για να είναι άρχοντες και για να έχουν αξίωμα πρέπει να ήταν άνθρωποι ανώτερης ανάπτυξης, που είχαν συναίσθηση της αξιοπρέπειας και των υποχρεώσεων του οίκτου προς τους πάσχοντες. Αλλά και αυτοί αναμίχτηκαν τώρα με το χυδαίο όχλο και τον ξεπέρασαν στην απρέπεια.
(3)    Τα ακόλουθα σαρκαστικά λόγια αναφέρονται και από τους τρεις συνοπτικούς, αλλά ο Λουκάς μάς προσθέτει το περιφρονητικό «οὗτός» («εἰ οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς») και το εκλεκτός (p).
(4)    Υπάρχει και η γραφή: ο Χριστός του Θεού, ο εκλεκτός.
(5)     Ο Ιησούς είχε εκλεχτεί πριν από όλους τους αιώνες για την εκπλήρωση όλων αυτών (p). Ήταν ο από το Θεό εκλεγμένος Μεσσίας (δ), ο οποίος θα πραγματοποιούσε το θείο σχέδιο και ως προς τον Ισραήλ και ως προς τον κόσμο ολόκληρο. Δες Λουκ. θ 35 (g).
Οι Ιουδαίοι ανέμεναν τον Μεσσία ως κοσμικό άρχοντα, ο οποίος θα ελευθέρωνε αυτούς από τους Ρωμαίους. Ήδη ο Χριστός βρισκόταν στα χέρια των Ρωμαίων. Εάν πράγματι ήταν ο Μεσσίας, όπως τον φαντάζονταν οι Ιουδαίοι ας ελευθέρωνε λοιπόν τον εαυτό του από τους Ρωμαίους και ας καταργούσε στη συνέχεια το κράτος τους. Τον ενέπαιζαν λοιπόν και τον περιφρονούσαν οι Ιουδαίοι ως ψευδομεσσία.

Λουκ. 23,36   ἐνέπαιζον(1) δὲ αὐτῷ καὶ οἱ στρατιῶται προσερχόμενοι καὶ ὄξος(2) προσφέροντες(3) αὐτῷ
Λουκ. 23,36   Τον ενέπαιζαν δε οι στρατιώται, οι οποίοι προσήρχοντο και του προσέφεραν ξύδι.
(1)    Υπάρχει και η γραφή ενέπαιξαν, η οποία παρουσιάζει τους στρατιώτες να επιμένουν λιγότερο στον εμπαιγμό τους από όσο οι άρχοντες των Ιουδαίων (p).
(2)    Και αυτό είναι χαρακτηριστικό του Λουκά, ο χαρακτηρισμός δηλαδή του ποτισμού ως εμπαιγμού των στρατιωτών (δ). Ο από τους υπόλοιπους ευαγγελιστές (Ματθ. κζ 48,Μάρκ. ιε 36,Ιω. ιθ 29) αναφερόμενος ποτισμός, έγινε λίγο πριν το θάνατο του Κυρίου. Το ότι επίσης βρέθηκε αμέσως εκεί και σφουγγάρι και καλάμι ή ύσσωπο (κλωνάρι φυτού) σημαίνει, ότι είχε ληφθεί από πριν φροντίδα για αυτά για ανακούφιση αυτών που ταλαιπωρούνταν σκληρά πάνω στο σταυρό (g).
Κάποιοι από τους ερμηνευτές μεταφράζουν τον παρόντα στίχο ως εξής: Και οι στρατιώτες, όταν τον πλησίαζαν για να του προσφέρουν για ανακούφισή του ξύδι, τον περιγελούσαν. Η γενική όμως γνώμη των ερμηνευτών είναι ότι και η προσφορά του ξυδιού γινόταν για χλευασμό (ο).
(3)    Πιθανώς δεν μπορούσαν να πλησιάσουν στα χείλη του το κύπελλο, το οποίο κρατούσαν στα χέρια τους (p).

Λουκ. 23,37   καὶ λέγοντες· εἰ σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(1), σῶσον σεαυτόν(2).
Λουκ. 23,37   και έλεγαν• “εάν συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων, σώσε τον εαυτόν σου”.
(1)    Οι στρατιώτες περιγελώντας τον Ιησού παίρνουν αφορμή από την εναντίον του κατηγορία ότι διεκδικεί βασιλεία και ως περιεχόμενο των κοροϊδιών τους παίρνουν τον τίτλο του βασιλιά (b). Και τον μεταχειρίζονται ειρωνικά ως βασιλιά, κατά κάποιο τρόπο προσφέροντας σε αυτόν το ποτήρι του συμποσίου (g). Τι λαμπρός βασιλιάς, θα έλεγαν. Σε τέτοιο λαό τέτοιος βασιλιάς αρμόζει. Αλλά και σε τέτοιο βασιλιά, τέτοιος λαός τού πρέπει.
(2)    Στο στόμα των ρωμαίων στρατιωτών δεν υποδηλώνει δύναμη υπερφυσική (L).

Λουκ. 23,38   Ἦν δὲ καὶ ἐπιγραφὴ(1) γεγραμμένη ἐπ᾿ αὐτῷ γράμμασιν ἑλληνικοῖς καὶ ῥωμαϊκοῖς καὶ ἑβραϊκοῖς(2)· οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς(3) τῶν Ἰουδαίων.
Λουκ. 23,38    Ήταν δε και επιγραφή εις ειδικήν σανίδα, στερεωμένη στο επάνω μέρος του σταυρού, γραμμένη με γράμματα Ελληνικά και Ρωμαϊκά και Εβραϊκά• Αυτός είναι ο βασιλεύς των Ιουδαίων.
(1)    Δεν περίμεναν τη στιγμή αυτή για να βάλουν την επιγραφή. Αλλά γίνεται για αυτήν λόγος εδώ μετά τα λόγια των στρατιωτών, κατά κάποιο τρόπο σαν ένας συμπληρωματικός σαρκασμός και χλευασμός. Και όμως ο Ιησούς ήταν αληθινά βασιλιάς. Ενώ οι στρατιώτες χλεύαζαν το βασιλικό του αξίωμα, ο ληστής πίστεψε σε αυτό. Η σύνδεση αυτή των γεγονότων είναι γεμάτη τέχνη, σύμφωνη με το «καθεξής (=με τη σειρά τους)» που σημειώνεται στο προοίμιο του ευαγγελίου (Λουκ. α 3), οσοδήποτε και αν θα έλεγε κάποιος, ότι δεν είναι και χρονολογική (L).
Το όνομα και το έγκλημα του καταδίκου γραφόταν σε πινακίδα που κρεμιόταν συνήθως από τον τράχηλό του, και όταν έφθαναν στον τόπο της θανατικής εκτέλεσης, στερεωνόταν πάνω στο σταυρό. Το «και» υπονοεί, ότι η επιγραφή αυτή ήταν πρόσθετη χλεύη και εμπαιγμός (p).
(2)    Κάποια από τα μεγαλογράμματα χειρόγραφα παραλείπουν τη φράση «γεγραμμένη ἐπ᾿ αὐτῷ γράμμασιν ἑλληνικοῖς καὶ ῥωμαϊκοῖς καὶ ἑβραϊκοῖς».
«Δες όμως και άλλη πανουργία του διαβόλου που γυρνά εναντίον του. Διότι ο μεν διάβολος με τους τρεις χαρακτήρες γραμμάτων (γλώσσες) διαπόμπευσε δήθεν την ανταρσία του Ιησού, ώστε να μην διαφύγει της προσοχής κανενός από τους περαστικούς, ότι για αυτό κρεμάστηκε, διότι έκανε τον εαυτό του βασιλιά· αυτό όμως… ήταν σύμβολο του ότι μπήκαν κάτω από τη βασιλεία του Ιησού και ανακήρυξαν αυτόν τα καλύτερα από τα έθνη, όπως ήταν οι Ρωμαίοι, και σοφότατοι, όπως οι Έλληνες, και θεοσεβέστατοι όπως ήταν το γένος των Εβραίων» (Θφ).
Μπήκε περιφρονητικά. Αλλά ο Θεός είχε πρόθεση, να καταστεί αυτή διακήρυξη για το ποιος πράγματι ήταν αυτός που κρεμιόταν στο σταυρό. Ήταν πράγματι ο βασιλιάς των Ιουδαίων· ο βασιλιάς της εκκλησίας και ο σταυρός του είναι η οδός προς το στέμμα και το θρόνο του. Αυτό γράφτηκε στις τρεις τότε περισσότερο ομιλούμενες και γνωστές μεταξύ των μορφωμένων γλώσσες, έτσι ώστε και όσοι ήταν  με οποιονδήποτε τρόπο μορφωμένοι, να μπορούν να γνωρίσουν το Χριστό.
Γράφτηκε στις τρεις αυτές γλώσσες, για να καταστεί δυνατόν να διαβαστεί η επιγραφή αυτή από όλους τους ανθρώπους. Η εθνική φιλοσοφία είχε κάνει την ελληνική γλώσσα περίφημη· οι ρωμαϊκοί νόμοι και η από τη Ρώμη κυβέρνηση του κόσμου είχε κάνει επίσης γνωστή και τη λατινική γλώσσα· η εβραϊκή επίσης ξεπερνούσε αυτές, διότι σε αυτήν είχε γραφτεί η Παλαιά Διαθήκη. Στις τρεις αυτές γλώσσες διακηρύχτηκε ο Χριστός βασιλιάς.
(3)    Με την επιγραφή αυτή, την ταπεινωτική για τους Ιουδαίους, ο Πιλάτος εκδικούνταν για τον καταναγκασμό, στον οποίο είχαν υποβάλλει αυτόν οι Ιουδαίοι, για να φέρουν σε πέρας την θανατική εκτέλεση ανθρώπου, τον οποίο αυτός είχε βρει αθώο (g)

Ο θάνατος του Ιησού

Λουκ. 23,39   Εἷς δὲ τῶν κρεμασθέντων κακούργων(1) ἐβλασφήμει(2) αὐτὸν λέγων· εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός(3), σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς.
Λουκ. 23,39   Ένας δε από τους σταυρωθέντας κακούργους τον εβλασφημούσε λέγων• “εάν συ είσαι πράγματι ο Χριστός, σώσε τον εαυτόν σου και ημάς”.
(1)    «Πώς λοιπόν οι άλλοι ευαγγελιστές λένε ότι και οι δύο ληστές τον κατηγορούσαν; Στην αρχή μεν ήταν λογικό και οι δύο να τον κατηγορούν, έπειτα ο ένας από τους δύο, επειδή είχε ετοιμότητα πνεύματος και αντίληψης, κατάλαβε την αγαθότητα και τη θεότητα του Ιησού… και αναγνωρίζει τον Ιησού αληθινό βασιλιά, και αποστομώνει και τον άλλο ληστή» (Θφ). Αυτή είναι και η γνώμη του Ωριγένη, Χρυσοστόμου, Ιερωνύμου και Ζιγαβηνού.
Αλλά οι Κύριλλος Ιεροσολύμων, Αμβρόσιος και Αυγουστίνος περιορίζουν τη βλασφημία στον ένα ληστή, για τον οποίο στους άλλους συνοπτικούς γίνεται λόγος σε πληθυντικό κατά συνεκδοχή (= σχήμα λόγου κατά το οποίο το μέρος εκλαμβάνεται αντί του όλου και το αντίθετο, το ένα αντί για τα πολλά και το αντίθετο) (p).
Κατά τη γνώμη του Αυγουστίνου (de cons. ev. III, 16,53), η οποία φαίνεται και η ορθότερη, οι ληστές αποτελούσαν ξεχωριστή κατηγορία. Όπως λοιπόν ο Λουκάς στο στίχο 36 αποδίδει στους στρατιώτες την προσφορά του ξυδιού παρόλο που ένας από αυτούς έπραξε αυτό, έτσι γίνεται λόγος γενικά για τους ληστές ότι βλασφημούσαν αυτόν, παρόλο που ένας μόνος έπραξε αυτό (L).
Ο Χριστός σταυρώθηκε μεταξύ δύο ληστών και μέσω αυτών αντιπροσωπεύονταν οι διαφορετικές διαθέσεις των ανθρώπων και τα διαφορετικά αποτελέσματα, τα οποία ο σταυρός θα επέφερε στους υιούς των ανθρώπων, προς τους οποίους θα καταγγελλόταν το ευαγγέλιο. Είναι όλοι κακοποιοί, όλοι ένοχοι ενώπιον του Θεού. Από την αρχή και μέχρι σήμερα ο σταυρός είναι σε μερικούς μεν οσμή ζωής για ζωή, ενώ σε άλλους οσμή θανάτου για θάνατο. Για αυτούς που χάνονται είναι ανοησία, για αυτούς που σώζονται όμως είναι Θεού σοφία και δύναμη.
(2)  Οι άλλοι δύο συνοπτικοί αντί για το πολύ εντονότερο «εβλασφήμει» γράφουν ωνείδιζον. Από εδώ προήλθε η ελάχιστα πιθανή εκδοχή, ότι και οι δύο μεν ληστές ωνείδισαν τον Ιησού, ίσως διότι δεν τους βοήθησε κατά την επανάστασή τους εναντίον της επικρατούσας κοινωνικής κατάστασης, αλλά μόνο ο ένας βλασφήμησε αυτόν.
(3)    Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα γράφουν τη φράση ερωτηματικά: «Ουχί σὺ εἶ ὁ Χριστός;». Ο ερωτηματικός αυτός τύπος έχει μέσα του κάτι το πικρότερο από το απλό «εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός» (p).
Παρόλο που ο ληστής αυτός αντιμετώπιζε ήδη την αγωνία του θανάτου, παρόλ’ αυτά δεν ταπεινωνόταν το υπερήφανο πνεύμα του, ούτε διδασκόταν αυτός από τη γλώσσα του άλλου συσταυρωμένου συναδέλφου του. Οποιεσδήποτε απειλές και τιμωρίες δεν είναι ικανές από μόνες τους να μεταβάλλουν την πονηρή καρδιά, αλλά μερικές φορές παροργίζουν και ερεθίζουν  ακόμη περισσότερο τη διαφθορά της.

Λουκ. 23,40   ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἕτερος ἐπετίμα(1) αὐτῷ λέγων· οὐδὲ φοβῇ(2) σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι(3) εἶ;
Λουκ. 23,40   Απεκρίθη δε ο άλλος, τον επέπληττε και του έλεγε• ούτε τον Θεόν συ ο εγκληματίας και ένοχος δεν φοβείσαι, διότι υφίστασαι την ιδίαν καταδίκην με αυτόν τον αθώον;
(1)    Ο ληστής «βλέποντας αυτόν να είναι σταυρωμένος, να τον μαστιγώνουν, να τον βρίζουν, να τον ποτίζουν χολή, να τον φτύνουν, να τον χλευάζει τόσος πολύς λαός, να τον καταδικάζει το δικαστήριο, να τον έχουν οδηγήσει σε θάνατο, με τίποτα από αυτά δεν σκανδαλίστηκε· αλλά βλέποντας το σταυρό και τα καρφιά να έχουν καρφωθεί… αυτός βάδισε το σωστό δρόμο λέγοντας· Θυμήσου με στη βασιλεία σου. Και αυτόν που τον κατηγορούσε τον αποστόμωνε και τα αμαρτήματά του εξομολογούνταν και φιλοσοφούσε για την ανάσταση.
Και αυτά, χωρίς να δει νεκρούς να ανασταίνονται, ούτε λεπρούς να καθαρίζονται, ούτε θάλασσα να τιθασεύεται, ούτε δαίμονες να διώχνονται, ούτε ψωμιά να πληθαίνουν, ούτε τα άλλα τα οποία είδε ο λαός των Ιουδαίων, που, αν και τα είδε, τον σταύρωσε» (Χ).
Τι προσείλκυσε σε μετάνοια αυτόν τον ληστή;
«Κατάλαβε την αγαθότητα και τη θεότητα του Ιησού από τη φωνή (το λόγο), την οποία έβγαλε υπέρ των σταυρωτών του, λέγοντας, Πατέρα συγχώρεσέ τους. Διότι η φωνή αυτή, δεν είναι μόνο γεμάτη από κάθε φιλανθρωπία, αλλά φανερώνει και πολλή αυθεντία. Διότι δεν είπε, Κύριε, παρακαλώ… αλλά απλώς έτσι με εξουσία, Πατέρα, συγχώρεσέ τους» (Θφ).
Αναμφίβολα έκανε σε αυτόν αρχικά βαθειά εντύπωση η αντίθεση μεταξύ της αγιότητας του Ιησού και της βάναυσης προς αυτόν συμπεριφοράς αυτών που τον κακοποιούσαν. Έπειτα η πραότητα και ανεξικακία, με την οποία άφηνε τον εαυτό του να οδηγείται προς το θάνατο και προ παντός η υπέρ των δημίων του προσευχή του, συγκλόνισαν τη συνείδηση και την καρδιά του. Τέλος η επίκληση Π α τ έ ρ α, με την οποία προσφωνούσε το Θεό, τού αποκάλυψε, ότι ο Ιησούς ήταν πρόσωπο, το οποίο ζούσε σε στενή σχέση με το Θεό και τον έκανε να διαισθανθεί τη θεότητά του (g).
Ο ληστής αυτός, όταν ακριβώς ήταν έτοιμος να πέσει στα χέρια του σατανά, αποσπάστηκε από αυτόν σαν δαυλός από την πυρά και έγινε μνημείο του θείου ελέους, ενώ ο σατανάς έμεινε να ωρύεται σαν λιοντάρι, από το στόμα του οποίου διέφυγε η λεία. Αυτό όμως δεν μας δίνει το θάρρος να αναβάλλουμε τη μετάνοιά μας στις τελευταίες στιγμές της ζωής μας. Διότι αν και είναι βέβαιο, ότι πάντοτε η ειλικρινής μετάνοια γίνεται δεκτή, είναι όμως αβέβαιο τελείως, εάν η στο τέλος της ζωής μας μετάνοια είναι ειλικρινής και αληθινή.
Κανείς άλλωστε δεν μπορεί να είναι ασφαλής για το ότι θα λάβει καιρό μετανοίας κατά τις τελευταίες του στιγμές. Ούτε πρέπει να λησμονεί κάποιος, ότι στο ληστή ουδέποτε στο παρελθόν τού είχε προσφερθεί η χάρη, εγκολπώθηκε όμως αυτήν αμέσως μόλις τη γνώρισε. Ενώ για μας συμβαίνει το τελείως αντίθετο. Μας προσφέρεται η χάρη και την απωθούμε. Πώς λοιπόν μπορούμε να ελπίζουμε, ότι θα μας επισκεφτεί αυτή και κατά τις τελευταίες μας στιγμές;
(2)    Ή, όχι μόνο δεν αγαπάς, αλλά ούτε φοβάσαι το Θεό, που τιμωρεί τους άδικους και πονηρούς; (δ).
Ή, πιο σωστά, και Εσύ ο ίδιος πρόκειται μετά από λίγο να εμφανιστείτε ενώπιον του Θεού. Ούτε ο φόβος λοιπόν του Θεού δεν σε συγκρατεί από το να προσθέτεις νέες αμαρτίες; (p).
Το δεν φοβάσαι το Θεό υποδηλώνει, ότι τον ευγνώμονα αυτόν ληστή συγκρατούσε ο φόβος του Θεού στο να μην παρασυρθεί ούτε από τη συμπεριφορά του συναδέλφου του ούτε από το ρεύμα του παρεκτρεπομένου λαού κάτω από το σταυρό του. Όλοι όσοι έχουν ανοικτά τα μάτια τους, όπως ο μετανοημένος ληστής, βλέπουν, ότι στο βάθος της κακίας των πονηρών υπάρχει η έλλειψη φόβου του Θεού. Δεν φοβούνται το Θεό και για αυτό προκόβουν στους πονηρούς δρόμους τους.
(3)    «Κρίμα λοιπόν ονομάζει τώρα την καταδίκη τη σταυρική» (Ζ). «Στην ίδια, λέει, τιμωρία. Διότι και εμείς είμαστε σε σταυρό. Χλευάζοντας λοιπόν εκείνον, τον εαυτό σου λοιδορείς πριν από εκείνον» (Χ). Στην ίδια καταδίκη και δεν έχεις δικαίωμα να κατηγορείς αυτόν, ο οποίος υφίσταται την ίδια τιμωρία (δ).

Λουκ. 23,41  καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως(1)· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν(2)· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον(3) ἔπραξε.
Λουκ. 23,41   Και ημείς μεν δικαίως τιμωρούμεθα, διότι απολαμβάνομεν άξια εκείνων που επράξαμεν. Αυτός όμως κανένα ποτέ άτοπον δεν έπραξε”.
(1)    Δίκαια είμαστε σε αυτήν την καταδίκη (δ).  Ο μετανοημένος ληστής επιδοκιμάζει την ποινή που επιβλήθηκε στο έγκλημά του (b). Αυτοί που ειλικρινά μετανοούν αναγνωρίζουν το δίκαιο των τιμωριών, τις οποίες επιβάλλει σε αυτούς ο Θεός για τις αμαρτίες τους. Ο Θεός δίκαια μάς τιμωρεί, λέει ο ευγνώμων ληστής. Εμείς πράξαμε τα άτοπα και τα άδικα. Και ότι τώρα υποφέρουμε, είναι η δίκαιη ανταπόδοση των πράξεών μας.
(2)    Φόνους πράξαμε, φόνο απολαμβάνουμε (δ).
«Είδες εξομολόγηση ολοκληρωμένη; Είδες πώς στο σταυρό απέβαλλε τα αμαρτήματα;… Κανείς δεν τον ανάγκασε, κανείς δεν τον πίεσε, αλλά αυτός ο ίδιος διαπόμπευσε τον εαυτό του… Δεν τόλμησε πιο πριν να πει, Θυμήσου με στη βασιλεία σου, παρά μόνο όταν με την εξομολόγηση απέθεσε το φορτίο. Βλέπεις πόσο σπουδαίο πράγμα είναι η εξομολόγηση; Εξομολογήθηκε και άνοιξε τον παράδεισο· εξομολογήθηκε και πήρε τέτοιο θάρρος, ώστε από ληστεία να ζητήσει τη βασιλεία» (Χ).
(3)    Με τη λέξη αυτή μειώνει την έννοια (p). Άτοπο=τίποτα που να μην είναι στον τόπο του και για αυτό ασυνήθιστο, παράδοξο, ηθικά απρεπές (δ).
Πολύ περισσότερο τίποτα το εγκληματικό (p). Οι αρχιερείς είχαν σταυρώσει αυτόν μεταξύ δύο ληστών, σαν χειρότερο από αυτούς. Αλλά ο ληστής αυτός είχε περισσότερη από αυτούς αίσθηση, και ό,τι δεν είδαν οι αρχιερείς, το είδε ο ληστής. Και ομολογεί, ότι τίποτα άτοπο δεν έπραξε. Εάν είχε ακούσει προηγουμένως για το Χριστό και για τα θαυμαστά έργα του, δεν φαίνεται από την αφήγηση των ευαγγελιστών. Αλλά η χάρη του Πνεύματος φώτισε αυτόν να γνωρίσει τον Ιησού, την ώρα που οι αρχιερείς παρέμεναν στο σκοτάδι.

Λουκ. 23,42   καὶ ἔλεγε(1) τῷ Ἰησοῦ· μνήσθητί μου(2), Κύριε, ὅταν ἔλθῃς(3) ἐν τῇ βασιλείᾳ(4) σου.
Λουκ. 23,42    Και έλεγεν στον Ιησούν• “ενθυμήσου με, Κύριε, όταν θα έλθης με δόξαν και δύναμιν εις την βασιλείαν σου”.
(1)    Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα μαρτυρούν υπέρ της γραφής: και έλεγεν· Ιησού, μνήσθητί μου, όταν έλθης εις την βασιλείαν σου. Η επίκληση αυτή είναι η προσευχή αμαρτωλού που πεθαίνει σε Σωτήρα που πεθαίνει.
Ήταν τιμή για τον Ιησού να τον επικαλείται έτσι ο ληστής, μολονότι ήταν πάνω στο σταυρό κατάδικος και χλευαζόταν και εξευτελιζόταν από τους εχθρούς του. Ήταν ευτυχία ανυπολόγιστη του ληστή το ότι αξιώθηκε να απευθύνει αυτήν τη δέηση. Ίσως δεν θα είχε άλλοτε προσευχηθεί. Και όμως τώρα η δέησή του εισακούστηκε και σώθηκε αυτός κατά την έσχατη στιγμή. Εφόσον υπάρχει ζωή, υπάρχει και ελπίδα. Και εφόσον υπάρχει ελπίδα, υπάρχει τόπος για προσευχή.
(2)    Η επίκληση αυτή εξηγείται από την συμμετοχή και συντροφιά στην ίδια ποινή και στα δεινά του ίδιου παθήματος, η οποία φαινόταν στο ληστή, ότι δημιουργούσε με τον Ιησού στο εξής δεσμό αδιάλυτο. Πώς αυτός ο Ιησούς, ο οποίος πριν λίγο προσευχήθηκε για τους δημίους του, θα μπορούσε να λησμονήσει τελείως τον πτωχό του σύντροφο στη θλίψη των παθημάτων; (g). Ο ληστής γνώριζε, ότι είχε ακόμη λίγες ώρες ζωής. Συνεπώς η επίκλησή του αυτή συνυπονοεί πίστη στη μελλοντική κατάσταση, στην οποία ο Ιησούς επρόκειτο να δεχτεί αυτόν στη βασιλεία του. Ίσως πίστευε ότι ο Χριστός θα ανασταινόταν από τους νεκρούς.
Σε κάθε περίπτωση η πίστη ανθρώπου συσταυρωμένου με τον Ιησού είναι πολύ αξιοπαρατήρητη. Μερικοί (οι στρατιώτες και αυτοί στους οποίους αναφέρθηκαν αυτοί και βεβαίωσαν ό,τι είδαν) είδαν τον Ιησού αναστημένο από τους νεκρούς και δεν πίστεψαν σε αυτόν.
Ο ληστής βλέπει αυτόν να θανατώνεται και όμως πιστεύει (p). Καταφρόνησαν οι Ιουδαίοι τους νεκρούς που αναστήθηκαν («μετά την ανάσταση αυτού… εμφανίστηκαν σε πολλούς» Ματθ. κζ 53)· ο ληστής δεν καταφρόνησε τον κρεμασμένο μαζί με αυτόν πάνω στο σταυρό (Αυγουστίνου serm. 23,13).
(3)    Πιστεύει σε ένδοξη επάνοδο του Ιησού πάνω στη γη (g). Η έννοια της φράσης είναι: Όταν έλθεις με τη δόξα και τη δύναμη της βασιλείας σου (p).
(4)    Πιστεύει ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας και γνωρίζει ότι ο Μεσσίας πρόκειται να έχει βασιλεία (p). Και θα έλεγε κάποιος, ότι ο ευγνώμων ληστής ασφαλώς ήταν Ιουδαίος και πίστευε στην έλευση του Μεσσία κατά την ανάσταση (L). Ο Μεσσίας επρόκειτο σύμφωνα με τις επικρατούσες ιδέες (σύμφωνα με τα Ησ. κστ 19 και Δανιήλ ιβ 2) να αναστήσει τους άξιους από τους Ισραηλίτες, για να λάβουν μέρος μαζί με τους πατριάρχες στη μεσσιακή πανήγυρη (g). Ούτε οι απόστολοι κατά το χρόνο εκείνον δεν έτρεφαν τόσο διαυγείς ελπίδες για τη βασιλεία του Χριστού (b).
Ομολογεί αυτόν Κύριο και βασιλιά που έχει βασιλεία και έρχεται στη βασιλεία αυτή. Πιστεύει ακόμη, ότι θα έχει εξουσία στη βασιλεία αυτή και ότι σε όσους θα επιδείξει την εύνοιά του, θα είναι αυτοί ευτυχείς. Ο Χριστός βρίσκεται τώρα στο βάθος της ταπείνωσής του, εγκαταλελειμμένος από τους μαθητές του, εξευτελιζόμενος από το έθνος του, πεθαίνοντας πάνω στο σταυρό σαν εγκληματίας. Και ο ληστής κάνει τις ομολογίες του αυτές προτού να σημειωθούν τα από τον ουρανό θαύματα, τα οποία τίμησαν το πάθος του και προτού να αναγκαστεί και ο ίδιος ο κεντυρίων να ομολογήσει τον Χριστό υιό του Θεού.
Αληθινά, ούτε στον Ισραήλ δεν θα έβρισκε κάποιος τόσο μεγάλη πίστη. Πίστευε σε μέλλουσα ζωή και επιθυμούσε να είναι ευτυχής σε εκείνην τη ζωή, όχι όπως ο άλλος ληστής να σωθεί από το σταυρό, αλλά να βρει ανάσταση, όταν ο σταυρός θα του επέφερε το θάνατο. Έχουμε εδώ παράδειγμα της δύναμης του σταυρού, να ελκύει τους ανθρώπους στον εαυτό του. Δείχνει και προλέγει ο σταυρός την ουράνια βασιλεία και αποκαλύπτει τον αληθινό παράδεισο, του οποίου και διανοίγει τις πύλες.
Όχι τελείως απίθανη και η εκδοχή: «Είναι λογικό ότι θα έμαθε ο ληστής και τον λόγο, τον οποίο είπε ο Κύριος στον Πιλάτο. Η βασιλεία η δική μου δεν είναι από αυτόν τον κόσμο» (Ζ).

Λουκ. 23,43    καὶ εἶπεν(1) αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι(2), σήμερον(3) μετ᾿ ἐμοῦ(4) ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ(5).
Λουκ. 23,43    Και είπεν εις αυτόν ο Ιησούς• “σε διαβεβαιώνω, ότι σήμερον θα είσαι μαζί μου στον παράδεισον”.
(1)    Ο Κύριος τήρησε την πιο βαθειά σιγή μέσα στους χλευασμούς και τους εμπαιγμούς των αρχόντων και του όχλου. Αλλά τώρα πόσο είναι πρόθυμος και έτοιμος, να απαντήσει στο αίτημα του μετανοημένου κακούργου! (ο).
(2)   Η φράση, όπως συνήθως, προαναγγέλλει κάτι που έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα ή υπερβαίνει κάθε προσδοκία. Δες και Λουκ. δ 24,ιβ 37,ιη 17,29,κα 32 (p). Ο ληστής «με αυτό το αίτημά του, ικέτευσε να τύχει μόνο κάποιου αγαθού· ο Χριστός όμως επειδή ήξερε την πρόθεσή του, υποσχέθηκε σε αυτόν αυτό που φαινόταν σε εκείνον το πιο αγαπητό από όλα» (Ζ).
Ο Χριστός πάνω στο σταυρό μοιάζει με το Χριστό πάνω στο θρόνο. Επειδή λοιπόν «τώρα είναι κρίση του κόσμου», ο ένας από τους ληστές απέρχεται με κατάρα και ο άλλος με ευλογία. Αν και ο Χριστός ήταν ήδη σε αγωνία, δεν παρέλειψε παρόλ’ αυτά να απευθύνει λόγο ενίσχυσης στο ληστή, που εμπιστεύτηκε τον εαυτό του σε αυτόν. Ακόμη και μεγάλοι αμαρτωλοί μέσω του Χριστού θα πετύχουν όχι μόνο την άφεση των αμαρτιών τους, αλλά και θέση στον Παράδεισο.
(3)   Κάποιοι «παραβιάζουν το νόημα του ρητού βάζοντας κόμμα στο Σήμερον, ώστε να είναι το λεγόμενο ως εξής «ἀμὴν λέγω σοι σήμερον», και έπειτα προσθέτουν το «μετ᾿ ἐμου ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Θφ).
Αλλά όταν συνδέσει κάποιος το σήμερα με το λέω, σχεδόν εκμηδενίζει όλη την ισχύ του. Όταν όμως συνδέσει αυτό με τα επόμενα, είναι πλήρες νοήματος. Ο Ιησούς γνωρίζει, ότι και αυτός και ο ληστής θα πέθαιναν κατά την ημέρα εκείνη. Και παραχωρεί σε αυτόν περισσότερα από όσα είχε ζητήσει ή ελπίσει (p). Ο Ιησούς δηλαδή αντιθέτει ισχυρά το άμεσο και κοντινό της ευτυχίας, την οποία τού υπόσχεται, με τον απώτερο χρόνο τον οποίο ο ληστής είχε στο νου του και κατά τον οποίο περίμενε ότι ο Χριστός θα τον θυμόταν = Σε αυτήν τη σημερινή ημέρα, πριν ακόμη ο ήλιος δύσει, θα είσαι στον παράδεισο (g).
Ο ληστής ζήτησε από τον Κύριο να τον θυμηθεί. Το «μνήσθητί μου», το οποίο είπε, δεν υπονοεί μεγάλες αξιώσεις. Μικρό έλεος ζητά ο ληστής. Και ο Χριστός τού παραχωρεί θέση μαζί του στον Παράδεισο. Και του την παραχωρεί όχι σε απώτερο μέλλον, αλλά αμέσως και κατά την ίδια την ημέρα του παθήματος.
(4)    Όχι απλώς συν εμοί, συντροφεύοντας εμένα, αλλά μετ᾿ ἐμοῦ ως κοινωνός και συμμέτοχος. Η υπόσχεση αυτή συνυπονοεί συνέχεια της συνείδησης και μετά θάνατον. Εάν αυτός που πεθαίνει χάνει τη συνείδησή του, η βεβαίωση που παρέχεται στο ληστή, ότι θα είναι μαζί με το Χριστό μετά θάνατον, θα ήταν χωρίς σημασία και περιεχόμενο (p).
Με τον δεύτερο Αδάμ αποκατασταθήκαμε σε όλα, όσα χάσαμε με τον πρώτο Αδάμ και επιπλέον σε παράδεισο ουράνιο αντί για αυτόν τον επίγειο. Και θα είμαστε εκεί με τον Χριστό. Αυτή είναι η μακαριότητα των ουρανών, να βλέπει κάποιος το Χριστό και να κάθεται μαζί του βλέποντας τη δόξα του και συμμετέχοντας σε αυτήν (Ιω. ιζ 24).
(5)    Περσικό όνομα που εξελληνίστηκε (παϊρί δανιζά= τεχνητός περιφραγμένος κήπος) (δ). Πάντως η λέξη είναι ανατολική και ήταν σε χρήση στους αρχαίους Πέρσες, όπως φαίνεται σαφώς από τα συγγράμματα του Ξενοφώντα, ο οποίο αποκαλεί τους κήπους και τα κυνηγετικά πεδία των μοναρχών και ευγενών στην Περσία, παραδείσους. Η λέξη χρησιμοποιείται και από τους Ο΄ για τον κήπο της Εδέμ. Εάν είναι αραβικής ή σανσκριτικής προέλευσης είναι αβέβαιο. Η λέξη κατέληξε να σημαίνει οποιονδήποτε ωραίο και τερπνό τόπο.
Εφόσον όμως ο παράδεισος της Εδέμ, ο πρωταρχικός τόπος της ωραιότητας και της ευτυχίας, κλείστηκε στο ανθρώπινο γένος μετά το προπατορικό αμάρτημα, ο Κύριος διάλεξε τον όρο παράδεισος για να δηλώσει το γεγονός, ότι ήδη ανώτερος και μακαριότερος παράδεισος άνοιξε στην ανθρωπότητα και ότι ο χαμένος παράδεισος ξαναποκτήθηκε και έγινε προσιτός σε όλους, όσοι θα ενωθούν με την πίστη προς τον νέο Αδάμ της χάρης (ο).
Η λέξη χρησιμοποιείται με διάφορες σημασίες στη Γραφή: α) Δενδροφυτευμένος περίβολος (Νεεμ. β 8· Άσμα δ 13, Εκκλ. β 5). β) Ο κήπος της Εδέμ (Γεν. β 8-10,15,16,γ 1-3,8-10 κλπ). γ) Ο κόλπος του Αβραάμ δηλαδή ο τόπος της ανάπαυσης των δικαίων μέχρι την ανάσταση. δ) Κάποιο μέρος στον ουρανό, που ταυτίζεται ίσως με τον τρίτο ουρανό (Β΄ Κορ. ιβ 4) (p).
Τι σημαίνει εδώ; Ο p. θεωρεί τη λέξη ως ταυτόσημη με τον κόλπο του Αβραάμ. Και σαφέστερα, παράδεισος είναι το τμήμα εκείνο του Άδη, όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί (g) αναπαυόμενοι μέχρι τη Δευτέρα παρουσία.
Άλλη εκδοχή: «Εμείς όμως λέμε με απλούστερο τρόπο, ότι αμέσως πριν πάει στην λεγόμενη καρδιά της γης [=τον άδη], αποκατέστησε στον παράδεισο του Θεού τον πιστό ληστή» (Ω). Δηλαδή ο παράδεισος δεν είναι στον Άδη αλλά στον ουρανό. Αξιόλογη και η παρατήρηση: Ο παράδεισος εδώ σημαίνει κυρίως όχι τόπο, αλλά κατάσταση ευτυχίας. Αυτό δεν συνυπονοεί, ότι αποκλείεται και η ιδέα του τόπου, αλλά το κύριο στοιχείο της υπόσχεσης του Κυρίου στον ληστή είναι ότι: θα είσαι  μ α ζ ί  μ ο υ  σε κατάσταση ανείπωτης μακαριότητας.
Υπάρχει βεβαίως και ένας τόπος στον κόσμο των πνευμάτων, όπου οι χωριζόμενες από τα σώματά τους ψυχές μεταβαίνουν μετά θάνατον. Αλλά ό,τι γνωρίζουμε για τον τόπο αυτόν είναι αυτό και μόνο, ότι οι άγιοι που μεταβαίνουν σε αυτόν βρίσκονται και ζουν μαζί με το Χριστό. Ο Παύλος ποθούσε να πεθάνει, για να είναι μαζί με το Χριστό (Φιλιπ. α 23).
Αυτό αποδεικνύει, ότι η ψυχή του πιστού αμέσως μετά το θάνατο μεταφέρεται σε τόπο, όπου είναι και ο Χριστός. Λίγο ενδιαφέρει πού είναι ο τόπος αυτός, όπου ο Κύριος με το δοξασμένο σώμα του βρίσκεται σε κοινωνία με τους δικούς του που έφυγαν από αυτόν τον κόσμο. Το ουσιώδες είναι, ότι στην κοινωνία αυτή και στην παρουσία του Χριστού οι ψυχές θα απολαμβάνουν ειρήνη, χαρά και ανάπαυση, έως ότου ανατείλει το πρωινό της ανάστασης, όταν και τα σώματά τους θα αναστηθούν άφθαρτα και θα συνενωθούν με αυτές, για να συναπολαύσουν τα αγαθά, τα οποία μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και στα οποία καρδιά ανθρώπου δεν ανέβηκε (ο).
«Είναι το ίδιο λοιπόν η βασιλεία των ουρανών και ο παράδεισος, και τίποτα δεν εμποδίζει… να λέει την αλήθεια και ο Παύλος, όταν αναφέρει ότι, κανείς από τους αγίους δεν απόλαυσε την υπόσχεση της ουράνιας κληρονομίας (προς Εβραίους ια 39). Διότι ο ληστής είναι μεν στον παράδεισο, δηλαδή στη βασιλεία… δεν απόλαυσε όμως την τέλεια κληρονομιά των αγαθών. Διότι όπως ακριβώς οι καταδικασμένοι δεν βρίσκονται μέσα στα βασίλεια, αλλά με φρουρές φυλάσσονται αποκλεισμένοι περιμένοντας τις καθορισμένες ποινές· οι έντιμοι όμως και μπαίνουν στα βασίλεια και σε αυτό το χρονικό διάστημα ζουν σε αυτά· έπειτα, όταν φτάσει ο καιρός της διανομής των βασιλικών δωρεών, αξιώνονται αυτών· έτσι και οι άγιοι· αν και δεν απολαμβάνουν ακόμη το τέλειο, αλλά εν τω μεταξύ βεβαίως ζουν σε αυτά τα φωτεινά και ευωδιαστά και βασιλικά, για να το πούμε απλά, σκηνώματα, παρόλο που δεν αξιώνονται κατά τέλειο ακόμη τρόπο της διανομής των βασιλικών δώρων» (Θφ).
Έτσι πλουσιότερη είναι η χάρη παρά η δέηση και επίκληση του ληστή. Διότι εκείνος παρακαλούσε, να τον θυμηθεί ο Κύριος, όταν έλθει στη βασιλεία του. Ο Κύριος όμως τού είπε: Σήμερα θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο. Όπου είναι ο Χριστός, εκεί είναι η ζωή, εκεί και η βασιλεία (Αμβρόσιος).
«Εσύ όμως θαύμασε, σε παρακαλώ, το πώς, όπως ακριβώς κάποιος βασιλιάς τροπαιοφόρος επιστρέφοντας από τη νίκη του, φέρνει μαζί του τα καλύτερα από τα λάφυρα, έτσι και ο Κύριος, αφού αφαίρεσε το καλύτερο από τα λάφυρα του διαβόλου [δηλαδή το ληστή] απογυμνώνοντάς τον, τον φέρνει μαζί του, επιστρέφοντας στην αρχαία πατρίδα του ανθρώπου, εννοώ τον παράδεισο» (Θφ).
Σωστά λοιπόν παρατηρήθηκε, ότι ούτε ο ακόλουθος μετά από λίγο σκοτισμός του ηλίου, ούτε ο σεισμός, ούτε το άνοιγμα των τάφων, ούτε το σχίσιμο των πετρών υπήρξαν μεγαλύτερα θαύματα από την ισχυρή πίστη και την επιστροφή του ληστή (ο).

Λουκ. 23,44   Ἦν δὲ ὡσεὶ ὥρα ἕκτη(1) καὶ σκότος(2) ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν(3) ἕως ὥρας ἐνάτης, τοῦ ἡλίου ἐκλείποντος(4),
Λουκ. 23,44   Ήταν δε ώρα εξ περίπου από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή μεσημέρι, και απλώθηκε σκότος εις όλην την γην έως τας τρεις το απόγευμα, διότι είχε χαθή ο ήλιος από τον ουρανόν.
Λουκ. 23,45  καὶ ἐσχίσθη τὸ καταπέτασμα(5) τοῦ ναοῦ μέσον·
Λουκ. 23,45   Και εσχίσθη στο μέσον το πολύτιμον παραπέτασμα του ναού.
(1)   Δες Ματθ. κζ 45-56 και Μάρκ. ιε 33-41 και τις εκεί σημειώσεις.
(2)  Στα φαινόμενα αυτά προφανώς υπάρχει κάτι το έκτακτο, είτε αποδώσει κάποιος τον εξαιρετικό τους χαρακτήρα σε υπερφυσική αιτία, είτε θεωρήσει αυτά ως σύμπτωση που σχεδιάστηκε από τη θεία Πρόνοια (g).
(3)    Ή, εννοείται εδώ «η γη γύρω από την Ιουδαία… διότι σε πολλά σημεία η γραφή ονομάζει πάσαν γην την Ιουδαία» (Ω).
Ή, το μεσημβρινό σκοτάδι προερχόμενο από τον ήλιο σκοτείνιασε ολόκληρο το άνω ημισφαίριο· ενώ από την άλλη η σελήνη… μη παίρνοντας κανένα φως από τον ήλιο, βύθισε σε σκοτάδι το κάτω ημισφαίριο (b).
(4)    «Είτε σκοτεινό σύννεφο ή σύννεφα ήταν απλωμένα κάτω από τις ηλιακές ακτίνες που έφθαναν στην Ιουδαία γη ή ο αέρας που ήταν εκεί έγινε παχύς δείχνοντας συμπάθεια και αυτός για το γεγονός, όπως ακριβώς η γη γύρω από την Ιουδαία και οι πέτρες και τα μνήματα… Και αυτό έγινε, για να μάθουν ότι, αυτός που είναι κρεμασμένος στο ξύλο είναι εκείνος που πήρε σύμμαχο την κτίση, όταν πολέμησε τους Αιγυπτίους για αυτούς και χάθηκε το ηλιακό φως και χύθηκε το σκοτάδι σε όλη τη χώρα τους» (Ω).
Σκοτάδι και τώρα, όπως άλλοτε στην Αίγυπτο, έπεσε, με μόνη τη διαφορά, ότι εκεί μεν διήρκεσε για τρεις μέρες, ενώ εδώ μόνο για τρεις ώρες. Δες Εξόδου ι 22.
(5)    Δες Ματθ. κζ 51 και Μάρκ. ιε 38. Συνήθως θεωρούν το συμβολικό αυτό γεγονός ότι σημαίνει, ότι η οδός του θρόνου της χάριτος θα είναι στο μέλλον ανοιχτή σε όλους. Αλλά άραγε δεν θέλησε μάλλον ο Θεός να δείξει με αυτό, ότι από τη στιγμή αυτή ο ναός δεν θα ήταν πλέον κατοικία του; Όπως ο μέγας αρχιερέας έσχιζε το χιτώνα του μπροστά σε κάποια βλασφημία ή σκάνδαλο, έτσι ο Θεός σχίζει το καταπέτασμα των αγίων των αγίων, όπου έως τώρα έκανε αισθητή την παρουσία του. Δεν υπάρχουν πλέον άγια των αγίων, άρα λοιπόν ούτε άγια, ούτε θυσιαστήριο, ούτε θυσίες. Ο ναός καταλύθηκε από τον ίδιο το Θεό. Αυτό είχε προαναγγείλει ο Ιησούς στους Ιουδαίους, όταν τους έλεγε: Φονέψτε με, και αμέσως θα καταστρέψετε το ναό (g).
«Το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στα δύο, σαν να το έσχισαν σχεδόν και οι ίδιοι οι άγγελοι που κατοικούσαν από παλιά στο ιερό, και έσχισαν το σεμνό ύφασμα, έτσι ώστε, αφού μείνει γυμνός και έρημος από την δική τους φρουρά ο τόπος που ήταν άβατος και που δεν επιτρεπόταν να μπει κάποιος, να καταστεί έτοιμος στους εχθρούς και πολέμιους» (Ε).

Λουκ. 23,46  καὶ φωνήσας φωνῇ μεγάλῃ(1) ὁ Ἰησοῦς εἶπε· πάτερ(2), εἰς χεῖράς σου(3) παρατίθεμαι(4) τὸ πνεῦμά μου(5)· καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐξέπνευσεν(6).
Λουκ. 23,46   Και εφώναξε με φωνήν μεγάλην ο Ιησούς και είπε• “πάτερ, εις τας χείρας σου παραδίδω το πνεύμα μου”. Και αφού είπε τους λόγους αυτούς, εξέπνευσε.
(1)    Και οι τρεις συνοπτικοί μνημονεύουν τη μεγάλη αυτή φωνή, η οποία αποδεικνύει, ότι ο Ιησούς δεν πέθαινε από εξάντληση (p).
(2)    Η λέξη Πατέρα δείχνει ότι η ψυχή του Κυρίου απολαμβάνει ήδη και πάλι τη στοργική κοινωνία και γαλήνη με τον επουράνιο Θεό. Πριν από λίγο, επικαλούμενος τον Πατέρα, έλεγε Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες, διότι ως εγγυητής μας πλήρωνε το χρέος μας. Το Πατέρα, το οποίο λέει τώρα, είναι το πρώτο αποτέλεσμα της συντελούμενης απολύτρωσης, το ένδοξο προανάκρουσμα της ανάστασης (g).
(3)    Ο Πατέρας δέχτηκε το πνεύμα του Ιησού· ο Ιησούς δέχεται τα πνεύματα των πιστών. Δες τα λόγια του Στεφάνου στο Πράξ. ζ 59 (b).
«Αυτή η φωνή, την οποία έκραξε πάνω στο σταυρό «στα χέρια σου παραδίδω», διδάσκει ότι οι ψυχές των αγίων δεν κλείνονται πλέον στον άδη, όπως και πριν, αλλά είναι κοντά στο Θεό και αυτό έγινε σαν σε απαρχή (ξεκίνημα) στο Χριστό. Διότι οι ψυχές προχωρούσαν προς τα κάτω και εκεί κρατούνταν, αλλά αυτήν την κάτω πορεία ο Κύριος την μετέβαλλε προς τα πάνω, μέσω του εαυτού του. Επειδή δηλαδή στο δικό του πρόσωπο βρέθηκε η ανθρώπινη φύση να έχει γίνει πλούσια με την αναμαρτησία του, έφερε ως καινοτομία σε μας το να στέλνονται στα χέρια του ζωντανού Θεού οι ψυχές που απαλλάσσονται από τα σώματα. Και αυτό γνωρίζοντας ο άγιος Στέφανος, είπε· Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου» (Ω).
(4)    Η φράση «στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου» προέρχεται από το ψαλμ. λ (στίχος 6). Ο μέλλοντας «θα παραδώσω», ο οποίος είναι και συνηθισμένη γραφή του κειμένου, ήταν φυσικός στο στόμα του Δαβίδ, του οποίου ο θάνατος δεν επέκειτο, αλλά ήταν ακόμη μακριά. Εξέφραζε με αυτόν, τον τρόπο, με τον οποίο έλπιζε, ότι μπορούσε να πεθάνει κάποια ημέρα. Ο ενεστώτας «παρατίθεμαι» αυτός και μόνος αρμόζει στην παρούσα κατάσταση του Ιησού (g).
Η γραφή παρατίθεμαι φαίνεται πιο αυθεντική. «Το ρήμα παραδίδω, διδάσκει ότι το πάθος του ήταν εκούσιο (=με τη θέλησή του)» (Ω). Αξιόλογη και η παρατήρηση: «Και παράδοση ονόμασε το θάνατο, διότι πάλι θα πάρει την ψυχή» (Θφ). «Δήλωνε δηλαδή το θα παραδώσω, ότι πάλι θα την πάρει πίσω» (Ω).
(5)    Η λέξη πνεύμα δεν πρέπει να εννοηθεί με την έννοια της ζωτικής αρχής και δύναμης, αλλά με την έννοια της λογικής και αθάνατης ψυχής, η οποία και μετά το χωρισμό από το σώμα εξακολουθεί να ζει (ο). Το πνεύμα μου, όχι απλώς και μόνο τη ζωή μου, αλλά ούτε και απλώς την ψυχή μου· αλλά τις ανώτερες δυνάμεις της ψυχής μου, την υψηλότερη ζωή μου, το λογικό πνεύμα μου.
(6)    Κανείς από τους τέσσερεις ευαγγελιστές δεν λέει, πέθανε ή εκοιμήθη ή ετελεύτησε (p). «Διότι δεν πέθαινε ως κοινός άνθρωπος, αλλά ως δεσπότης» (Θφ). Πεθαίνει με τα λόγια της Γραφής στο στόμα, διδάσκοντάς μας να χρησιμοποιούμε και εμείς τη γλώσσα της Γραφής όσες φορές απευθυνόμαστε προς το Θεό.

Λουκ. 23,47   ἰδὼν δὲ(1) ὁ ἑκατόνταρχος τὸ γενόμενον(2) ἐδόξασε(3) τὸν Θεὸν λέγων· ὄντως(4) ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος(5) ἦν.
Λουκ. 23,47   Όταν δε ο εκατόνταρχος είδεν αυτό που έγινε, εδόξασε τον Θεόν, λέγων• “πράγματι ο άνθρωπος ούτος ήτο δίκαιος”.
(1)   Δες Ματθ. κζ 54-61 και Μάρκ. ιε 39-47 και τις εκεί σημειώσεις.
(2)   Όταν είδε όχι απλώς και μόνο τον τρόπο, με τον οποίο πέθανε ο Ιησούς, που δεν πρόδιδε εξάντληση, αλλά και τα έκτακτα περιστατικά, όπως και ο Ματθαίος λέει «τον σεισμό και αυτά που έγιναν» (p).
(3)   Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα έχουν τη γραφή εδόξαζε· από αυτήν όμως ο g βρίσκει προτιμότερη τη γραφή εδόξασε. Δόξασε το Θεό χωρίς να το συνειδητοποιεί με τη δημόσια αυτή ομολογία λέγοντας ότι ο Ιησούς δεν ήταν εγκληματίας, αλλά πέθανε κατά το θέλημα του Θεού. Κάποιοι υπέθεσαν, ότι ο εκατόνταρχος ήταν προσήλυτος και ότι πρώτος αυτός με επίγνωση δόξασε το Θεό. Είναι αξιοσημείωτο, ότι οι στην Κ.Δ. αναφερόμενοι εκατόνταρχοι παρουσιάζονται να έχουν καλό χαρακτήρα, το οποίο επιβεβαιώνει αυτό που αναφέρει ο Πολύβιος (VI, 24,9), ότι κατά κανόνα οι άριστοι στο στράτευμα προβιβάζονταν στην τάξη αυτή (p).
(4)   Προηγουμένως αποτελούσε υπόθεση αμφίβολη στους θεατές, τώρα όμως βεβαιώνει αυτό αδίστακτα και χωρίς κάποια αμφιβολία (b).
(5)    Δεν ήταν κακοποιός, όπως ισχυρίστηκαν (g). Ο Ματθαίος και ο Μάρκος γράφουν «ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν». Αυτοί που θέλουν να συμβιβάσουν τη φαινομενική διαφωνία υποστήριξαν, ότι ο εκατόνταρχος είπε το δίκαιος πριν το σεισμό και το Θεού υιός μετά από αυτόν. Πιθανότερο είναι, ότι και οι δύο αυτές φράσεις εκφράζουν μία και την αυτή σκέψη = Ήταν πράγματι αγαθός και δίκαιος άνθρωπος και πολύ δίκαια ονόμασε το Θεό Πατέρα του. Ο εκατόνταρχος λέγοντας Υιός του Θεού δεν καταλάβαινε βεβαίως πολλά από εκείνα τα οποία εκφράζει η ονομασία αυτή (p). Η αναφώνηση του εκατόνταρχου είναι το προοίμιο της επιστροφής του εθνικού κόσμου (g).

Λουκ. 23,48     καὶ πάντες οἱ συμπαραγενόμενοι(1) ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν(2) ταύτην, θεωροῦντες τὰ γενόμενα, τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη(3) ὑπέστρεφον(4).
Λουκ. 23,48    Και όλα τα πλήθη που είχαν έλθει μαζί δια να παρακολουθήσουν το θέαμα της σταυρώσεως, όταν είδαν αυτά που έγιναν, εγύρισαν πίσω εις την πόλιν, κτυπώντες τα στήθη των.
(1)    Συμπαραγίνομαι. Λέγεται μία φορά και στο Β΄ Τιμοθ. δ 16 μόνο στο κείμενο το receptus (=το παραδεδομένο κείμενο της Καινής Διαθήκης της κριτικής έκδοσης).
(2)   Και αυτό λέγεται μία φορά. Η λέξη υπαινίσσεται την περιέργεια, η οποία είχε προσελκύσει τα πλήθη εκείνα (g). Θεώρησαν την όλη τραγωδία ως αξιοπερίεργο θέαμα (p). Αυτοί όμως οι οποίοι είχαν έλθει ως απλοί θεατές κυκλοφορούν ήδη στις διάνοιές τους σκέψεις που τείνουν προς σωτηρία και προετοιμάζονται για την Πεντηκοστή που περιγράφεται στο Πράξ. β (b).
(3)   «Χτυπούσαν και τα στήθη… και κατηγορώντας τους σταυρωτές, ολοφάνερα δικαίωναν τον Ιησού» (Θφ).
«Πολλοί θρηνούσαν για αυτά που γίνονταν και χτυπούσαν το στήθος· αυτό που κατ’ εξοχήν δείχνει την ωμότητα των Ιουδαίων αρχόντων, είναι ότι για αυτά για τα οποία άλλοι θρηνούσαν, για αυτά αυτοί καυχιόντουσαν και ούτε από ευσπλαχνία λύγισαν, ούτε από φόβο συγκρατήθηκαν» (Χ).
Πολλοί από αυτούς δεν είχαν συμμετάσχει στις κραυγές Άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν. Και εκείνοι όμως οι οποίοι είχαν λάβει μέρος σε αυτές, είχαν παρασυρθεί από τους αρχιερείς και ήδη αισθάνονταν τύψεις για την πράξη τους (p). Όσοι είχαν συνεργήσει, περιήλθαν κατά το πλείστον σε κατάσταση ταραχής (b) «φωνάζοντας εναντίον της τόλμης αυτών που τον σταύρωσαν, αν και όχι φανερά λόγω της ασέβειας των αρχόντων» (Σχ).
Η κατάπληξη και ο τρόμος, από τα οποία κυριεύτηκαν οι Ιουδαίοι, οι μάρτυρες της σκηνής, είναι το προοίμιο της μετάνοιας και της τελικής επιστροφής του Ισραήλ (g). Παρόλ’ αυτά και πολλών από αυτούς τα συναισθήματα ήταν τελείως παροδικά και εφήμερα. Αυτοί δεν προχώρησαν και παραπέρα. Δεν ζήτησαν να εξετάσουν και να μάθουν περισσότερα για τον Ιησού, ώστε ακούγοντας την σχετικά με αυτόν αλήθεια να τον εγκολπωθούν ως Σωτήρα. Γύρισαν τρομαγμένοι και συγκινημένοι στα σπίτια τους, αλλά μετά από κάποιο χρόνο η εντύπωσή τους αυτή εξασθένησε, έως ότου λησμόνησαν τα πάντα.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με πολλούς από τους Χριστιανούς, των οποίων η συγκίνηση κατά τις εορτές των Παθών και κατά την συμμετοχή τους στα μυστήρια σιγά σιγά ελαττώνεται και πέφτει, επειδή δεν εξακολούθησαν να καλλιεργούν τις πρώτες ακτίνες της αλήθειας, η οποία έλαμψε σε αυτούς.
(4)    Στην πόλη (δ).

Λουκ. 23,49   εἱστήκεισαν(1) δὲ πάντες οἱ γνωστοὶ αὐτοῦ(2) ἀπὸ μακρόθεν(3), καὶ γυναῖκες(4) αἱ συνακολουθήσασαι(5) αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας, ὁρῶσαι(6) ταῦτα.
Λουκ. 23,49    Όλοι δε οι γνωστοί του Κυρίου εστέκοντο από μακρυά, όπως επίσης και αι γυναίκες, που τον είχαν ακολουθήσει από την Γαλιλαίαν, και έβλεπαν όλα τα περιστατικά της σταυρώσεως.
(1)     Όχι με έννοια υπερσυντέλικου, αλλά παρατατικού, όπως και το έστηκα είναι ενεστώτας. Εδώ λέγεται σε αντίθεση με το επέστρεφαν, για να παραστήσει την σταθερότητα των προσώπων αυτών, τα οποία παρέμεναν εκεί μέχρι τέλους (L).
(2)    Μεταξύ των γνωστών αυτών θα ήταν και κάποιοι από τους αποστόλους. Αυτό συμπεραίνεται και από το «πάντες (=όλοι)» που μπαίνει μπροστά (g).
(3)    Προδίδει το συναίσθημα του φόβου, το οποίο κυριαρχούσε σε αυτούς. Ο Ιωάννης και η Μαρία είχαν στην αρχή πλησιάσει κοντά στο σταυρό (Ιω. ιθ 26,27) (g).
(4)    Ο Ματθαίος και ο Μάρκος αναφέρουν τα ονόματα κάποιων από αυτές.
(5)    Υπάρχει και η γραφή αι συνακολουθούσαι.
(6)    Το ὁρῶσαι μπήκε σε γένος θηλυκό από έλξη γραμματική με το γυναίκες, αναφέρεται όμως και στους γνωστούς που στέκονταν από μακριά. Αξιοσημείωτη η αλλαγή του ρήματος. Αυτοί δεν είναι από αυτούς που «θεωρούν» από περιέργεια, αλλά «ὁρῶσι» με αγωνιώδες ενδιαφέρον (p). Το ὁρῶσαι αναφέρεται συγχρόνως στα περιστατικά του θανάτου του Ιησού και στην αναχώρηση του πλήθους που χτυπούσε τα στήθη (g).

Η ταφή του Ιησού

Λουκ. 23,50   Καὶ(1) ἰδοὺ(2) ἀνὴρ ὀνόματι Ἰωσήφ, βουλευτὴς ὑπάρχων καὶ ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ δίκαιος(3) –
Λουκ. 23,50   Και ιδού, εμφανίζεται ένας άνθρωπος που ελέγετο Ιωσήφ, ο οποίος ήτο βουλευτής, μέλος δηλαδή του συνεδρίου, άνθρωπος αγαθός και δίκαιος.
Λουκ. 23,51   οὗτος οὐκ ἦν συγκατατεθειμένος(4) τῇ βουλῇ καὶ τῇ πράξει(5) αὐτῶν- ἀπὸ Ἀριμαθαίας πόλεως τῶν Ἰουδαίων(6), ὃς προσεδέχετο καὶ αὐτὸς(7) τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ,
Λουκ. 23,51   Αυτός δεν είχε συγκατατεθή εις την απόφασιν του συνεδρίου και εις την άλλην ενέργειαν των συνέδρων δια την σταύρωσιν του Χριστού. Αυτός κατήγετο από την Αριμαθαίαν, πόλιν των Ιουδαίων, είχε δε δεχθή και πιστεύσει στο κήρυγμα περί της βασιλείας του Θεού την οποίαν και επερίμενε.
(1)    Στο τμήμα αυτό που αναφέρεται στην ταφή του Κυρίου οι στίχοι 54-56 και κάποιες άλλες φράσεις των υπόλοιπων στίχων είναι αποκλειστικές του Λουκά.
(2)     Η σύνταξη είναι όμοια με αυτήν στο Λουκ. ιθ 2, και εννοείται από έξω το ἦν (=ήταν), δηλαδή «Καὶ ἰδοὺ ἦν ἀνὴρ» (δ). Οι κρυμμένοι φίλοι του Κυρίου εμφανίζονται κατά τη στιγμή της έσχατης καταφρόνησής του. Ήδη εκπληρώνεται ο λόγος του Παύλου (Β΄ Κορ. ε 14) «η αγάπη του Χριστού μάς συνέχει (=μας σφίγγει όλους μαζί και μας συγκρατεί προσκολλημένους σε αυτόν)» (g).
(3)    Αγαθός και δίκαιος σύμφωνα με το Λουκά, το οποίο είναι ταυτόσημο με το ελληνικό ιδανικό που εκφράζεται με τη φράση καλός καγαθός· ο Μάρκος γράφει «ευσχήμων βουλευτής»=(σεβαστός) που είναι το ρωμαϊκό ιδανικό· και ο Ματθαίος γράφει «άνθρωπος πλούσιος». Δεν είναι άραγε αυτό το ιουδαϊκό ιδανικό; (g). Καθένας που είναι αγαθός, είναι και δίκαιος· όχι όμως και αντίστροφα. Ο Λουκάς αναφέρει το όλο ή το γένος (αγαθός) πριν το μέρος ή το είδος (δίκαιος) (b). Όχι μόνο δίκαιος προς όλους, αλλά και καλός και ευεργετικός προς όλους όσους είχαν την ανάγκη του.
(4)    Δεν γνωρίζουμε εάν απουσίασε τελείως από τη συνεδρία ή εάν παρών σε αυτήν απείχε από την ψηφοφορία ή ψήφισε αρνητικά. Από το Μάρκ. ιδ 64 («όλοι καταδίκασαν…») μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι κατά την απαγγελία της απόφασης ήταν απών, διότι αυτή ήταν ομόφωνη (p), μολονότι η φυσική ερμηνεία της φράσης, την οποία χρησιμοποιεί εδώ ο Λουκάς, δηλώνει μάλλον ότι ο Ιωσήφ ήταν παρών στη συνεδρία και ψήφισε κατά της απόφασης του συνεδρίου (ο).
(5)    Ούτε στην απόφαση (=την βουλή) ούτε στις απεχθείς μεθόδους (=πράξη) με τις οποίες εξασφαλίστηκε η από τον Πιλάτο επικύρωση της απόφασης (g).
(6)   Βρισκόταν στο όρος του Εφραίμ και συνεπώς έξω από τα φυσικά όρια της Ιουδαίας. Αλλά από την εποχή, για την οποία γίνεται λόγος στο Α΄ Μακκαβ. ι 38,ια 34, περιλήφθηκε στην επαρχία αυτή (g). Το πλήρες όνομά της ήταν Ραμαθαίμ-ζοφίμ (=διπλή κορυφή των φρουρών). Για την τοποθεσία της παρόλ’ αυτά υπάρχουν πολλές αμφισβητήσεις, που καθιστούν αυτήν πολυπλοκότατο πρόβλημα στην ιερή τοπογραφία (p).
(7)    Η συνηθισμένη γραφή: «ος και προσεδέχετο και αυτός», η οποία περικόπηκε λόγω του πλεονασμού, τον οποίο φαινόταν να παρουσιάζει. Οι αντιγραφείς δεν αντιλήφθηκαν τον σκοπό, για τον οποίο μπήκε το πρώτο κ α ι και έπειτα προστέθηκε το «και αυτός». Με το πρώτο «και» («και προσεδέχετο») ο Λουκάς προσθέτει την ιδιότητα του πιστού στις ιδιότητες του αγαθού και δίκαιου, που αποδόθηκαν στον Ιωσήφ· ενώ με τη φράση «και αυτός» τον διακρίνει από τους άλλους δεδηλωμένους φίλους του Ιησού= Και αυτός ήταν ένας από τους δικούς του, παρόλο που φαινομενικά συγκαταλεγόταν στις τάξεις των αντιπάλων του (g).
Και αυτός, όπως δηλαδή και ο Νικόδημος και άλλοι (δ). Υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι εγκαρδίως ευλαβούνται το Χριστό, παρόλο που εξωτερικά δεν εκδηλώνουν αυτό το ίδιο ζωηρά. Είναι παρόλ’ αυτά πρόθυμοι και έτοιμοι να του προσφέρουν πραγματικές υπηρεσίες και σε δεδομένη στιγμή να φανερώσουν την αφοσίωσή τους με μεγαλύτερη αυταπάρνηση από όσο άλλοι, οι οποίοι κάνουν μεγαλύτερο θόρυβο και επίδειξη.

Λουκ. 23,52   οὗτος(1) προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ,
Λουκ. 23,52   Αυτός προσήλθε στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού.
Λουκ. 23,53   καὶ καθελὼν αὐτὸ ἐνετύλιξε(2) σινδόνι(3) καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ(4), οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὐδέπω(5) κείμενος·
Λουκ. 23,53   Και αφού το κατέβασε από τον σταυρόν, το ετύλιξεν εις σινδόνι και το έθεσε εις μνημείον σκαλισμένον εις βράχον, μέσα στο οποίον κανείς ποτέ δεν είχε ταφή.
(1)    Με το «οὗτος» ανακεφαλαιώνει όλα όσα ειπώθηκαν για τον Ιωσήφ (δ).
(2)    Το ρήμα αυτό συναντιέται μόνο εδώ και στο Ματθ. κζ 59 και Ιω. κ 7, όπου πρόκειται είτε για την ταφή είτε για το μνημείο του Κυρίου.
(3)    Και οι τρεις συνοπτικοί αναφέρουν το σεντόνι, το οποίο για την ταφή κοβόταν σε οθόνια (=επιδέσμους) ή κειρίες (λωρίδες για σάβανο). Ο Μάρκος (ιε 46) μάς λέει, ότι αγοράστηκε από τον Ιωσήφ για αυτόν το σκοπό, και συνεπώς αγοράστηκε εκείνη την ημέρα. Άλλη ένδειξη για το ότι η γιορτή του Πάσχα (των Εβραίων) δεν είχε αρχίσει ακόμη (p).
(4)    Από το ρήμα λαξεύω (λας και ξέω)= σκαλισμένο στο βράχο (δ). Το επίθετο αυτό δεν είναι κλασικό. Συναντιέται μία φορά στους Ο΄ (Δευτερ. δ 49) και 4 φορές στη μετάφραση του Ακύλα (Αριθμοί κα 20,κγ 14,Δευτερ. λδ 1και Ιησού Ναυή ιγ 20) (p).
(5)    Συσσώρευση αρνήσεων. Το γεγονός αναφέρεται ως δείγμα ιδιαίτερης τιμής σε αντίθεση με τον επονείδιστο θάνατο (p), αλλά και για να τονιστεί, ότι «κανείς άλλος δεν ήταν θαμμένος, για να μην πουν οι συκοφάντες, ότι άλλο σώμα αναστήθηκε» (Θφ). Φαίνεται ότι το ίδιο λαξευτό μνημείο χρησιμοποιούνταν και για περισσοτέρους συγχρόνως νεκρούς, πριν ακόμη τα οστά αυτών που θάφτηκαν σε προηγούμενο χρόνο περισυλλεχτούν για να τοποθετηθούν στο οστεοφυλάκιο (L).

Λουκ. 23,54   καὶ ἡμέρα ἦν Παρασκευή (1), σάββατον ἐπέφωσκε(2).
Λουκ. 23,54   Και ήτο ακόμη ημέρα Πρασκευή. Επλησίαζεν όμως το Σαββατον, που θα ήρχιζε με την δύσιν του ηλίου.
(1)    Υπάρχει και η γραφή παρασκευής. Η γραφή παρασκευή= τεχνικός όρος που σημαίνει την έκτη ημέρα της εβδομάδας, αυτήν που και εμείς ονομάζουμε Παρασκευή. Και ονομάστηκε έτσι η έκτη ημέρα της εβδομάδας από το ότι ήταν και ημέρα προπαρασκευής του Σαββάτου και παραμονή αυτού. Για αυτό η συριακή μετάφραση του Cureton μεταφράζει τη λέξη με την έννοια της έκτης ημέρας της εβδομάδας. Η αλεξανδρινή γραφή «παρασκευής», θα μπορούσε να έχει την ίδια έννοια (=έκτη της εβδομάδας)· θα μπορούσε όμως να σημαίνει και την προπαρασκευή και παραμονή οποιασδήποτε γιορτής, για την οποία θα χρειαζόταν προετοιμασία από την προηγούμενη ημέρα (g).
(2)    «Πλησίαζε να φωτίσει, να γίνει αυγή, να ανατείλει» (Ζ). Ποιητική έκφραση που δηλώνει ότι πλησίαζε να ανατείλει η μεγάλη εκείνη ημέρα του Σαββάτου (δ). Ανακριβής όμως έκφραση. Διότι το Σάββατο άρχιζε από τη δύση και όχι από την ανατολή του ηλίου. Αλλά το επιφώσκω εύκολα μπορεί να μεταπέσει και στη σημασία του αρχίζω (p).
Φώτιζε διότι και η νύχτα έχει το φως της, ειδικά όταν είναι πανσέληνος, όπως ήταν τότε κατά το Πάσχα (b). Η παρατήρηση αυτή για το χρόνο γίνεται, για να δικαιολογηθεί η βιασύνη, με την οποία έγινε η ταφή. Φώτιζε μετά από κάποιες στιγμές το Σάββατο. Το κλάμα δεν πρέπει να παρεμποδίζει τη σπορά. Αν και έκλαιγαν για το θάνατο του Χριστού, όμως δεν λησμονούν τον αγιασμό του σαββάτου. Οι βιοτικές μας υποθέσεις πρέπει εγκαίρως να κανονίζονται, ώστε να μην μας γίνονται εμπόδιο από το πνευματικό μας έργο κατά την Κυριακή.

Λουκ. 23,55   Κατακολουθήσασαι(1) δὲ αἱ γυναῖκες, αἵτινες ἦσαν συνεληλυθυῖαι αὐτῷ ἐκ τῆς Γαλιλαίας, ἐθεάσαντο(2) τὸ μνημεῖον καὶ ὡς ἐτέθη(3) τὸ σῶμα αὐτοῦ(4),
Λουκ. 23,55     Παρακολουθούσαν δε με προσοχήν αι γυναίκες, που είχαν έλθει μαζή με τον Ιησούν από την Γαλιλαίαν και είδαν το μνημείον, όπως επίσης είδαν πως ετέθη το σώμα του εις αυτό σαβανωμένον.
(1)    Η πρόθεση «κατά» στο ρήμα δεν σημαίνει κατάβαση στο μνημείο, αλλά ότι ακολουθούσαν πίσω από τον Ιωσήφ και τους βοηθούς του (p)· σημαίνει την φροντίδα, την οποία έλαβαν να προσκολληθούν στον Ιωσήφ ως συνοδεία του από κοντά (L).
(2)    Με προσοχή παρατήρησαν για να ξαναβρούν έπειτα το μνημείο (δ). Το γεγονός, κατά το οποίο οι γυναίκες παρατηρούσαν τον τάφο, στον οποίο τοποθετήθηκε το σώμα, αναφέρεται και από τους τρεις συνοπτικούς. Αποτελεί αυτό μέρος της απόδειξης της Ανάστασης (p).
(3)    Δεν παρατήρησαν μόνο τον τάφο, αλλά και πώς το σώμα είχε τοποθετηθεί, πράγμα το οποίο ήταν αναγκαίο για τα σχέδιά τους για τη νέα πληρέστερη επάλειψη με μύρα (L). Το πώς αναφέρεται στην τοποθέτηση του σώματος στον τάφο (ο) ή και πώς ενταφιάστηκε, δηλαδή πώς σαβανώθηκε και δέθηκε (δ).
(4)    Ακολουθούσαν την ταφή όχι κάποιοι από τους μαθητές, αλλά μόνο οι γυναίκες από τη Γαλιλαία. Παρακολουθούν με δάκρυα από μακριά την ταφή. Έχουμε κηδεία σιωπηλή και όχι επίσημη και πομπώδη, αλλά η απόθεση στον τάφο, και παραμονή του είναι παρόλ’ αυτά ένδοξη, όπως θα αποδειχτεί μετά από κάποιες ώρες, όταν το Σάββατο θα έχει περάσει και θα ξημερώνει η Κυριακή.

Λουκ. 23,56   ὑποστρέψασαι δὲ ἡτοίμασαν(1) ἀρώματα καὶ μύρα(2). καὶ τὸ μὲν σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολήν(3).
Λουκ. 23,56    Αφού δε επέστρεψαν εις την πόλιν, ητοίμασαν πριν δύση ο ήλιος, αρώματα και ευώδη έλαια. Και κατά μεν τον Σαββατον ησύχασαν και δεν έκαναν τίποτε, σύμφωνα με την εντολήν περί της σαββατικής αργίας.
(1)    Ο Μάρκος (ιστ 1) λέει, ότι η αγορά των αρωμάτων έγινε, όταν πέρασε το Σάββατο, δηλαδή το απόγευμα της επομένης ημέρας, κατά την οποία έγινε η ταφή. Πιθανώς κατά το απόγευμα του θανάτου του Ιησού είχαν αρχίσει να κάνουν τις προετοιμασίες τους και συμπλήρωσαν αυτές όταν πέρασε το Σάββατο (g).
(2)  Αρώματα = φυτά ευώδη· φυτικές ύλες αρωματώδεις· μύρα=έλαια αρωματικά (g.p.). Οι προετοιμασίες τους αυτές δείχνουν περισσότερο την αγάπη τους παρά την πίστη τους. «Οι γυναίκες, αν και είχαν πίστη προς τον Κύριο, αλλά δεν ήταν τέτοια όπως έπρεπε… Διότι νομίζοντάς τον ως απλό άνθρωπο, ετοιμάζουν μύρα και αρώματα, σύμφωνα με τη συνήθεια που επικρατούσε στους Ιουδαίους οπωσδήποτε για τους νεκρούς» (Θφ). Όπως μπορεί κάποιος να συμπεράνει και από το παράδειγμα του ληστή, ήλπιζαν οι γυναίκες σε ένδοξη επανεμφάνιση του Ιησού μετά το θάνατό του, όχι όμως και σε αναζωοποίηση του νεκρού σώματός του, που τοποθετήθηκε ήδη στον τάφο (g).
(3)    Και τις μεν 24 ώρες του σαββάτου δηλαδή από τη δύση του ηλίου της παρασκευής μέχρι τη δύση του σαββάτου, ησύχασαν σύμφωνα με την εντολή του Θεού να αγιάζουν το σάββατο (δ). Μπορεί κάποιος να πει ότι το Σάββατο αυτό ήταν το τελευταίο της Παλαιάς Διαθήκης, η οποία έπαιρνε τέλος μαζί με το θάνατο του Χριστού. Με ακρίβεια και σεβασμό τηρήθηκε από όλους εκείνους, οι οποίοι χωρίς να το γνωρίζουν επρόκειτο να εγκαινιάσουν τη νέα Διαθήκη (g).
Εάν η ημέρα του θανάτου του Κυρίου ήταν η 15 Νισάν, η ημέρα του Πάσχα, δεν εξηγείται, πώς οι γυναίκες εργάστηκαν σε αυτήν, αγοράζοντας αρώματα, για να ησυχάσουν και να τηρήσουν αργία κατά την επομένη ημέρα του Σαββάτου. Εάν όμως δεχτούμε ότι η 15 Νισάν συνέπιπτε με το Σάββατο, το παν εξηγείται. Μέχρι τη δύση της Παρασκευής επιτρεπόταν η εργασία, και μετά τη δύση του σαββάτου επιτρεπόταν να εξακολουθήσουν αυτήν (p).

Άγιος Σώστης

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Τα Θεία Πάθη στο κατά Μάρκον

Συγγραφέας: kantonopou στις 17 Απριλίου, 2020

Μεγάλη Παρασκευή: Η ημέρα απολύτου πένθους! - Οικονομία - Athens ...

ΤΑ ΠΑΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα

Β.  Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ  ΙΕ 1 – 47
(Υπόμνημα στο κατά Μάρκον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 291-312 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας                  Θφ =ΘεοφυλακτοςΒουλγαρίας
Β = Βασίλειος ο Μέγας                    β = Βίκτωρ Αντιοχείας
Γν = Γρηγόριος Νύσσης                  Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας                 Σγ = Σεβηριανός Γαβάλων
Ζ = Ζιγαβηνός εις τον Μάρκον         Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζμ = Ζιγαβηνός εις τον Ματθαιον     Ω = Ωριγένης

(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible   St. Mark by S.D.F. Salmond, Edinburgh 1922 (σημειώνεται με το σ).
The International Critical Commentary, Ezra P. Gould, A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Mark, Edinburgh 1921 (σημειώνεται με το γ).
J.A. Bengel      Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm  Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά  Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους

Ο Ιησούς μπροστά στον Πιλάτο

Μαρκ. 15,1   Καὶ εὐθέως ἐπὶ τὸ πρωΐ(1) συμβούλιον(2) ποιήσαντες(3) οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον(4), δήσαντες(5) τὸν Ἰησοῦν ἀπήνεγκαν(6) καὶ παρέδωκαν τῷ Πιλάτῳ(7).
Μαρκ. 15,1  Και αμέσως το πρωΐ έκαμαν την επίσημον νομικήν συνεδρίασιν οι αρχιερείς με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς και όλους τους συνέδρους και αφού κατεδίκασαν τον Ιησούν, τον έδεσαν, τον έφεραν και τον παρέδωσαν στον Πιλάτο.
(1)    = Πάνω στο πρωί, ακριβώς κατά το πρωί (δ). Αρκετοί μεγαλογράμματοι κώδικες παραλείπουν το «επί το».
(2)    Νέα συνεδρίαση του συνεδρίου, που αποσκοπούσε να προσδώσει μεν κανονικότητα και να επικυρώσει αυτά που έγιναν κατά την ανεπίσημη συνεδρία της νύχτας (σ), κατεξοχήν όμως να διασκεφθεί για το πώς έπρεπε να ενεργήσουν στον Πιλάτο. Για το δεύτερο λοιπόν αυτό θέμα επρόκειτο κυρίως να συσκεφθεί το συνέδριο (γ).
(3)    Υπάρχει και η γραφή: ετοιμάσαντες. Το ετοιμάζειν= το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η συνδιάσκεψη. Ετοίμασαν σχέδιο ενεργείας για τον Πιλάτο (γ).
(4)     Όλα τα μέλη του συνεδρίου ήταν παρόντα στο συνέδριο (δ). Πρωί συγκεντρώθηκαν όλοι. Η ακούραστη δραστηριότητα των κακών στην ενέργεια του πονηρού αποτελεί ντροπή για τη ραθυμία και δυσκινησία μας στο αγαθό. Αυτοί που πολεμούν το Χριστό ξυπνάνε πρωί. Έως πότε εμείς θα κοιμόμαστε και θα νυστάζουμε;
(5)    Το αποτέλεσμα της σύσκεψης (δ). Έδεσαν αυτόν, όταν τον συνέλαβαν στη Γεθσημανή. Και ή έλυσαν αυτόν όταν προσήχθη ενώπιον του συνεδρίου ή έδεσαν αυτόν τώρα σφιχτότερα με τα χέρια πίσω όπως συνηθιζόταν να δένονται οι κατηγορούμενοι, των οποίων διαπιστώθηκε η ενοχή. Ήταν ήδη δεμένος με τα δεσμά της αγάπης του προς τον άνθρωπο, διαφορετικά θα μπορούσε να διασπάσει τα δεσμά, όπως άλλοτε ο Σαμψών. Είμαστε εμείς οι δέσμιοι με τις σιδερένιες αλυσίδες της ενοχής και του πλήθους των αμαρτιών μας. Και ο Θεός επέβαλλε στον τράχηλο του Κυρίου μας το ζυγό των παραβάσεών μας, ώστε εμείς να λυθούμε, όπως θεραπευτήκαμε με την πληγή του.
(6)    Η εορτή είχε αρχίσει. Ο κίνδυνος του να ματαιωθούν τα πάντα όταν οι οπαδοί του Ιησού μαζεύονταν στο μεταξύ σε οπωσδήποτε  υπολογίσιμο αριθμό, ήταν μεγάλος. Δεν υπήρχε λοιπόν καιρός για χάσιμο και έπρεπε να επισπευτούν τα πάντα, για να αποφευχθεί κάθε δυσάρεστο για τους Ιουδαίους άρχοντες. Έφεραν λοιπόν χωρίς αναβολή δεμένο τον Ιησού μπροστά στον Πιλάτο. Εφ’ όσον όμως τα ρωμαϊκά δικαστήρια δεν άνοιγαν πριν την ανατολή του ηλίου και δεν δίκαζαν πριν τις 6 π.μ., ο Ιησούς οδηγήθηκε μπροστά στον Πιλάτο πιθανώς μεταξύ της 5-6 π.μ. (σ).
(7)    «Έφεραν σον Πιλάτο τον Ιησού… ως αντάρτη και επειδή έλεγε για τον εαυτό του ότι είναι βασιλιάς των Ιουδαίων» (β). «Παρέδωσαν οι Ιουδαίοι στους Ρωμαίους τον Κύριο· παραδόθηκαν και αυτοί από τον Κύριο στα χέρια των Ρωμαίων· και εκπληρώνονται οι Γραφές που λένε· Αλίμονο στον παράνομο, διότι θα συμβούν πονηρά σε αυτόν, σύμφωνα με τα έργα των χεριών του· και πάλι· με όποιον τρόπο ενήργησες, έτσι θα είναι σε σένα η ανταπόδοσή σου» (Θφ).
Παραδίνοντας τον βασιλιά της βασιλείας των ουρανών αυτοβούλως στα έθνη, ήταν σαν να απαρνούνταν τη βασιλεία αυτή, η οποία έτσι με τη συγκατάθεσή τους αφαιρούνταν από αυτούς και δινόταν σε έθνος που θα έκανε τους καρπούς της. Παρέδιδαν με τη δική τους βούληση το Χριστό, ο οποίος ήταν το στέμμα του Ισραήλ, στους Ρωμαίους οι οποίοι ήταν ο ζυγός του Ισραήλ.

Μαρκ. 15,2  καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος· σὺ(1) εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· σὺ λέγεις(2).
Μαρκ. 15,2   Και τον ρώτησε ο Πιλάτος• “συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;” Αποκριθείς δε ο Ιησούς του είπεν• “συ λέγεις, ότι είμαι βασιλεύς των Ιουδαίων”.
(1)    Με έμφαση μπαίνει μπροστά η αντωνυμία και πιθανώς με περιφρόνηση. Ο Πιλάτος γελοιοποιεί την κατηγορία (γ). Υπήρξε συχνά σκληρός κλήρος της αγίας θρησκείας του Χριστού να κινεί την υποψία των πολιτικών εξουσιών, σαν να ήταν επιβλαβής στους βασιλιάδες και τα κράτη τους, ενώ συντελεί ισχυρά στην ευτυχία και ασφάλεια και των δύο.
(2)    «Όταν ρώτησε ο Πιλάτος, Εσύ είσαι  βασιλιάς των Ιουδαίων; ο Κύριος δίνει αμφίβολη απάντηση. Διότι το, Εσύ το λες, μπορεί να εννοηθεί ότι: Αληθινά το είπες· εσύ είπες αυτό ακριβώς που είμαι. Μπορεί όμως να εννοηθεί και έτσι, ότι: Εγώ δεν το λέω αυτό, εσύ όμως το λες» (Θφ).
Οπωσδήποτε ο Ιησούς δεν αρνείται την κατηγορία. Συμβιβαζόταν με την πνευματική αντίληψή του για το Μεσσιανικό και βασιλικό αξίωμα ούτε να αρνηθεί ούτε να επιβεβαιώσει ότι ήταν ο βασιλιάς των Ιουδαίων. Δεν ήταν βασιλιάς των Ιουδαίων με την έννοια, με την οποία ο Πιλάτος αντιλαμβανόταν το αξίωμα του βασιλιά. Ήταν όμως βασιλιάς με άλλη τελείως διαφορετική έννοια (σ).
Είναι αξιοσημείωτο, ότι όπως μπροστά στο συνέδριο, έτσι και εδώ είναι η μόνη ερώτηση, στην οποία απαντά ο Ιησούς. Είναι η μόνη ερώτηση, για την οποία η προσωπική του μαρτυρία είναι απολύτως αναγκαία και παρουσιάζεται εξόχως σοβαρή (γ), «έτσι ώστε ούτε με τη σιωπή να επιβεβαιώσει τη συκοφαντία τους, ούτε με την άρνηση να προκαλέσει την εντύπωση της δειλίας» (β).
Είμαι βασιλιάς, αλλά όχι τέτοιος, όπως εσύ υποπτεύεσαι ότι είμαι, είπε ο Κύριος στον Πιλάτο. Είναι ο βασιλιάς που κυβερνά και προστατεύει τον κατά πνεύμα Ισραήλ, τους εν τω κρυπτώ Ιουδαίους, που έχουν περιτομή αχειροποίητη· ο βασιλιάς, ο οποίος θα τιμωρήσει τον κατά σάρκα Ισραήλ, που εμμένει στην απιστία. Έτσι ο Κύριος ομολόγησε την καλή ομολογία ενώπιον του Πιλάτου και δεν ντράπηκε ούτε φοβήθηκε να διακηρύξει, ότι είναι βασιλιάς, τη στιγμή που ο μεν Πιλάτος γελοιοποιούσε αυτήν του την αξίωση, οι δε Ιουδαίοι ζητούσαν για αυτήν το θάνατό του.

Μαρκ. 15,3  καὶ κατηγόρουν αὐτοῦ οἱ ἀρχιερεῖς πολλά(1), αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο(2).
Μαρκ. 15,3  Και οι αρχιερείς επέμειναν να κατηγορούν αυτόν δια πολλά εγκλήματα, άξια θανάτου. Αυτός όμως δεν έδιδε καμίαν απόκρισιν.
(1)    Τις πολλές κατηγορίες φέρνουν τώρα οι αρχιερείς, διότι στο μεταξύ ο Πιλάτος είχε πειστεί για το ασύστατο της πρώτης κατηγορίας (γ). Όπως ο Λουκάς (κγ 4) και ο Ιωάννης (ιη 38) λένε, ο Πιλάτος αφού βγήκε είπε, ότι καμία κατηγορία δεν βρίσκω κατά του ανθρώπου (σ). Οι νέες αυτές πρόσθετες κατηγορίες υπήρξαν, ότι ξεσηκώνει το λαό και ότι αποτρέπει αυτόν από την πληρωμή των φόρων. Το ότι όμως ο Πιλάτος παρά τη σιωπή του Ιησού λίγη προσοχή δίνει σε αυτές, αποδεικνύει, ότι είχε αντιληφθεί πλήρως την πραγματικότητα (γ).
Οι άριστοι των ανθρώπων συχνά κατηγορήθηκαν με τις χειρότερες κατηγορίες. Εδώ τέτοιες συνυφαίνουν οι αρχιερείς. Κακοί και διεφθαρμένοι κληρικοί είναι κατά γενικό κανόνα οι χειρότεροι των ανθρώπων. Όσο κάτι είναι καλύτερο τόσο χειρότερο γίνεται, όταν διαφθαρεί. Λαϊκοί διώκτες υπήρξαν γενικώς περισσότερο ευδιάλλακτοι από τους κληρικούς διώκτες.
(2)    «Υπέμενε γενναία τις κατηγορίες» (Θφ). Ήταν απορροφημένος από τη σκέψη να εκτελέσει το θέλημα του Πατέρα του, στον οποίο προσέφερε τον εαυτό του θυσία και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της δικαιοσύνης του. Αδιαφορούσε για αυτό για τις διατυπούμενες από τους ανθρώπους κατηγορίες. Η ώρα του είχε φτάσει και έλεγε προς τον Πατέρα του· «Όχι τι θέλω εγώ, αλλά τι θες εσύ».

Μαρκ. 15,4  ὁ δὲ Πιλᾶτος πάλιν ἐπηρώτα αὐτὸν λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; ἴδε πόσα(1) σου καταμαρτυροῦσιν.
Μαρκ. 15,4   Ο δε Πιλάτος πάλιν τον ηρώτησε λέγων• “δεν αποκρίνεσαι τίποτε; Κύτταξε, πόσα αυτοί καταθέτουν εναντίον σου”!
(1)    Προς στιγμήν η από την πρώτη έρευνα σχηματισμένη από τον Πιλάτο πεποίθηση για την αθωότητα του Ιησού κλονίστηκε κάπως από τις νέες κατηγορίες και για αυτό απευθύνει νέες ερωτήσεις προς τον Ιησού, αλλά δεν λαμβάνει καμία απόκριση από αυτόν (σ). Άκουσε τι κατηγορούσαν εναντίον του. Αλλά η ημέρα εκείνη ήταν ημέρα υπομονής, κατά την οποία «σαν πρόβατο σε σφαγή οδηγήθηκε και σαν αμνός δεν ανοίγει το στόμα του».

Μαρκ. 15,5  ὁ δὲ Ἰησοῦς οὐκέτι(1) οὐδὲν ἀπεκρίθη(2), ὥστε θαυμάζειν(3) τὸν Πιλᾶτον.
Μαρκ. 15,5   Ο δε Ιησούς δεν απεκρίθη πλέον τίποτε, ώστε ο Πιλάτος να θαυμάζη.
(1)    Δηλαδή μετά το πρώτο ερώτημα δεν μιλούσε πλέον…
(2)   Του Ιησού η σιωπή οφείλεται και στο γεγονός ότι ο όλος βίος του ήταν επαρκής απάντηση για το ασύστατο των κατηγοριών (γ).
(3)    Ο Πιλάτος θαυμάζει την ήρεμη και αξιοπρεπή σιωπή του Ιησού απέναντι στο λυσσασμένο κύμα των κατηγοριών και στον κίνδυνο που κρεμιόταν πάνω από την ίδια τη ζωή του (σ).
«Θαύμασε ο Πιλάτος, πώς αυτός που… ως αθώος μπορούσε απολογούμενος να ελευθερωθεί, δεν απολογείται, αλλά θεληματικά υπομένει το να πάθει, παραβλέποντας με μεγαλοφυή τρόπο τους κατηγόρους» (β). Θαυμαστός ο Κύριος όχι μόνο όταν μιλούσε, αλλά και όταν σιωπούσε. Τη σιωπή του, στην οποία ο Πιλάτος διέκρινε αδιαφορία του Ιησού όχι τόσο στο δικαστήριό του, όσο για τη δική του ζωή, έβρισκε ασυνήθιστη και μοναδική, χωρίς προηγούμενο στις τόσες περιπτώσεις κατηγορουμένων, τις οποίες αυτός είχε γνωρίσει. Για αυτό δεν εξοργίζεται για αυτήν, αλλά θαυμάζει, και θαυμάζει πολύ, όπως σημειώνει άλλος ευαγγελιστής.
«Ο Ιησούς λοιπόν πάντα ψευδομαρτυρείται και δεν υπάρχει περίσταση που να μην κατηγορείται για κακία που υπάρχει στους ανθρώπους. Και αυτός μεν και τώρα σιωπά σε αυτά και δεν απαντά μεν με λόγια, απολογείται όμως με τη ζωή των γνησίων του μαθητών, η οποία ζωή τους φωνάζει τα βασικά ζητήματα και είναι ανώτερη από κάθε ψευδομαρτυρία, και με αυτόν τον τρόπο ο Κύριος ελέγχει και ανατρέπει τις ψευδομαρτυρίες» (Ω).

Μαρκ. 15,6  Κατὰ δὲ ἑορτὴν ἀπέλυεν αὐτοῖς ἕνα δέσμιον, ὅνπερ ᾐτοῦντο(1).
Μαρκ. 15,6  Κάθε δε εορτήν του πάσχα ο ηγεμών εσυνήθιζε να απολύη προς χάριν αυτών ένα φυλακισμένον, εκείνον που θα εζητούσαν.
(1)    Το έθιμο αυτό ήταν σύμφωνο με ό,τι γνωρίζουμε για την πολιτική των Ρωμαίων. Μέρος της ρωμαϊκής διοίκησης των επαρχιών, οι οποίες είχαν κατακτηθεί, ήταν και η πολιτική της συνδιαλλαγής (με τα έθιμα των κατακτωμένων λαών). Δεν υπάρχει όμως κάποια αναφορά αλλού για το έθιμο αυτό (γ).

Μαρκ. 15,7   ἦν δὲ ὁ λεγόμενος Βαραββᾶς μετὰ τῶν συστασιαστῶν δεδεμένος(1), οἵτινες ἐν τῇ στάσει(2) φόνον πεποιήκεισαν(3).
Μαρκ. 15,7   Υπήρχε δε εις την φυλακήν κάποιος λεγόμενος Βαραββάς, δεμένος μαζή με τους στασιαστάς, οι οποίοι εις την γνωστήν ανταρσίαν είχαν διαπράξει φόνον.
(1)    Στον στίχο αυτό σύντομα αλλά εκφραστικά εκτίθεται η ιστορία του Βαραββά. Ήταν ακριβώς ό,τι κατηγορούσαν τον Ιησού· άνθρωπος, ο οποίος είχε ξεσηκώσει στάση εναντίον της ρωμαϊκής εξουσίας. Ήταν πολιτικός εγκληματίας και επειδή εξεγέρθηκε κατά της ρωμαϊκής εξουσίας θεωρούνταν ίσως ως πατριώτης, υπέρ του οποίου εύκολα μπορούσε να κινηθεί η συμπάθεια του λαού. Το γεγονός ότι οι Ιουδαίοι ζητούσαν την απόλυση του Βαραββά, αποδείκνυε περίτρανα, ότι οι για στάση και άρνηση της πληρωμής των φόρων κατηγορίες εναντίον του Ιησού ήταν ανειλικρινείς και δόλιες (γ).
(2)    Την γνωστή τότε, για την οποία όμως τίποτα δεν γνωρίζουμε (δ).
(3)    Ο Βαραββάς «ήταν στη φυλακή για φόνο και στάση. Και τον άγιο και δίκαιο αρνήθηκαν, και ζήτησαν να τους χαριστεί άνδρας φονιάς, για να γίνουν συμμέτοχοι της μοίρας εκείνου» (β).

Μαρκ. 15,8   καὶ ἀναβοήσας ὁ ὄχλος ἤρξατο αἰτεῖσθαι(1) καθὼς ἀεὶ ἐποίει αὐτοῖς.
Μαρκ. 15,8  Και εκραύγασε δυνατά ο όχλος και ήρχισαν να ζητούν από τον Πιλάτον να απολύση ένα δέσμιον, όπως πάντοτε εσυνήθιζε να κάμνη εις αυτούς.
(1)    «Πριν την ερώτηση» του Πιλάτου «άρχισε ο όχλος να ζητά να γίνει» (Ζμ) αυτό που πάντοτε έκανε σε αυτούς. «Οπότε παίρνοντας αφορμή ο Πιλάτος επιχείρησε και ρώτησε» (Ζμ).

Μαρκ. 15,9  ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων(1);
Μαρκ. 15,9  Ο δε Πιλάτος απήντησε και τους είπε• “Θέλετε να απολύσω προς χάριν σας τον βασιλέα των Ιουδαίων;”
(1)    Ή ο Πιλάτος είχε πληροφορηθεί από τους αρχιερείς ότι αυτός ο ίδιος ο λαός απέδωσε στον Ιησού κατά την πρόσφατη είσοδό του στην Ιερουσαλήμ τον τίτλο του βασιλιά των Ιουδαίων και χρησιμοποιεί τον τίτλο αυτόν με σκοπό να προσελκύσει τη συμπάθεια του λαού (γ).
Ή, πιο σωστά, ονομάζει τον Ιησού βασιλιά των Ιουδαίων για ερεθισμό και κοροϊδία των αρχιερέων και των υπόλοιπων (δ), με κάποιο οίκτο για τον κατηγορούμενο και περιφρόνηση για την κατηγορία κι αυτούς που την εξύφαναν. Ο Πιλάτος ήταν πεπεισμένος για την αθωότητα του Ιησού. Παρόλ’ αυτά δεν είχε το θάρρος να τον απολύσει, χρησιμοποιώντας την εξουσία του, όπως όφειλε να πράξει, και ήθελε να απολυθεί ο Ιησούς με εκλογή και προτίμηση του λαού. Έτσι ήλπιζε να ικανοποιήσει και τη συνείδησή του και το λαό. Τέτοια τεχνάσματα, στα οποία επιζητείται συμβιβασμός της συνείδησης με τον κόσμο, είναι συνηθισμένα μόνο σε εκείνους, οι οποίοι ζητούν να αρέσουν στους ανθρώπους μάλλον παρά στο Θεό. Και οδηγούν πάντοτε σε ελαστικότητες, με τις οποίες προδίδεται το καθήκον.

Μαρκ. 15,10  ἐγίνωσκε γὰρ(1) ὅτι διὰ φθόνον(2) παραδεδώκεισαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς.
Μαρκ. 15,10  Και επρότεινε τούτο, διότι εγνώριζεν, ότι ένεκα φθόνου τον είχαν παραδώσει οι αρχιερείς.
(1)    Αιτιολογεί την εκδηλούμενη από τον Πιλάτο προτίμηση υπέρ του Ιησού.
(2)    Ήξερε ότι η δημοτικότητα του Ιησού στο λαό είχε διεγείρει το φθόνο των αρχόντων εναντίον του (γ). Η πραγματικότητα λοιπόν ήταν ότι ο Ιησούς ήταν αθώος. Για την αθωότητα λοιπόν αυτήν «επιχειρεί (ο Πιλάτος) να γλυτώσει από την καταδίκη τον Ιησού» (Θφ). Έξυπνη και η παρατήρηση: Ήλπιζε ο Πιλάτος, ότι θα μπορούσε να κεντρίσει και πάλι την δημοτικότητα που πριν απολάμβανε ο Ιησούς και να χρησιμοποιήσει αυτήν για απόλυσή του (γ).

Μαρκ. 15,11 οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀνέσεισαν(1) τὸν ὄχλον ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν ἀπολύσῃ αὐτοῖς(2).
Μαρκ. 15,11  Οι δε αρχιερείς εξεσήκωσαν και έπεισαν τον όχλον να ζητήση όπως απολύση, κατά προτίμησίν των, τον Βαραββάν.
(1)    «Δηλαδή ανακίνησαν» (Ζμ). Αναστάτωσαν, έφεραν άνω κάτω, για να τον πείσουν (δ). Δεν μπορούμε παρά να προσβλέψουμε με αγανάκτηση κατά των πονηρών αυτών αρχιερέων. Σύμφωνα με το νόμο για αμφισβητήσεις που δημιουργούνταν σε περιπτώσεις θανατικής ποινής ο λαός έπρεπε να καθοδηγείται από τους ιερείς (Δευτερον. ιζ 8).
Την μεγάλη αυτή εξουσία, την οποία εμπιστεύτηκε ο Θεός στα χέρια τους, καταχρώνταν ασυνείδητα και οι αρχηγοί του λαού αποπλανούσαν τώρα αυτόν. Επιπλέον δεν μπορούμε παρά να προσβλέψουμε με οίκτο προς τον παραπλανώμενο λαό. Ο Κύριος σπλαχνίστηκε αυτούς, διότι ήταν σαν πρόβατα που δεν έχουν ποιμένα (Μάρκ. στ 34). Και τώρα τυφλοί άρχοντες τυφλό λαό οδηγώντας συμπαρέσυραν με τους εαυτούς τους και αυτόν στο λάκκο.
(2)    Είναι η πρώτη φορά κατά την οποία ο λαός στρέφεται εναντίον του Ιησού. Αυτό οφείλεται στο ότι οι αρχιερείς και οι άρχοντές του αφού ομόφωνα στράφηκαν εναντίον του Ιησού, επόμενο ήταν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη. Θα εκμεταλλεύτηκαν επίσης κατάλληλα για αποπλάνηση του λαού και το ότι ο γενόμενος δεκτός ως Μεσσίας κατά τη θριαμβευτική του είσοδο στην Ιερουσαλήμ δεν είχε εκδηλώσει στο μεταξύ κάποια δράση για ανατροπή της ρωμαϊκής κυριαρχίας και ενώ προς στιγμήν είχε ξεσηκώσει τις παχυλές ελπίδες του λαού σε ύψιστο βαθμό, τίποτα δεν είχε πράξει για ικανοποίησή τους με την παλινόρθωση του επίγειου θρόνου του Δαβίδ (γ).

Μαρκ. 15,12  ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀποκριθεὶς πάλιν εἶπεν αὐτοῖς(1)· τί οὖν θέλετε ποιήσω ὃν λέγετε(2) τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;
Μαρκ. 15,12  Ο δε Πιλάτος απεκρίθη πάλιν και τους είπε• “τι λοιπόν θέλετε να κάμω αυτόν, που τον ονομάζετε βασιλέα των Ιουδαίων;
(1)    «Τους δίνει από παντού αφορμές ώστε να ελευθερώσουν ως αθώο τον Κύριο, και για αυτό καθυστερεί και αναβάλλει» (Θφ).
(2)    Χρησιμοποιεί εδώ ο Πιλάτος το γεγονός, ότι αυτός ο ίδιος ο λαός είχε αποδώσει στον Ιησού τον τίτλο ο βασιλιάς των Ιουδαίων. Και ήλπιζε ότι μπορούσε να πετύχει από το λαό, αν όχι αίτηση για απόλυση του Ιησού, τουλάχιστον όμως την εκδήλωση κάποιας αδιαφορίας, που θα επέτρεπε σε αυτόν τη ματαίωση της θανατικής εκτέλεσης του Ιησού (γ).

Μαρκ. 15,13  οἱ δὲ πάλιν(1) ἔκραξαν· σταύρωσον αὐτόν.
Μαρκ. 15,13  Εκείνοι δε πάλιν έκραξαν• “σταύρωσέ τον”.
(1) Το πάλι αναφέρεται στην προηγούμενη κραυγή (στίχ. 11) της απόλυσης του Βαραββά (δ).

Μαρκ. 15,14  ὁ δὲ Πιλᾶτος ἔλεγεν αὐτοῖς· τί γὰρ ἐποίησε κακόν(1); οἱ δὲ περισσοτέρως(2) ἔκραξαν· σταύρωσον αὐτόν.
Μαρκ. 15,14  Ο δε Πιλάτος έλεγε εις αυτούς• “διατί θέλετε τον θάνατόν του;” Τι κακόν έκαμε; Αυτοί όμως εφώναζαν δυνατότερα• “σταύρωσέ τον”.
(1)    Ο Πιλάτος ήλπιζε ακόμη ότι με το ερώτημα αυτό, που δεν επιδεχόταν βάσιμη και αιτιολογημένη απάντηση, θα μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση στο λαό και να σταματήσει τις κραυγές του (γ). Είναι προς μεγάλη τιμή του Κυρίου μας, ότι, παρόλο που σταυρώθηκε ως κακοποιός, παρόλ’ αυτά ούτε ο δικαστής του, ο Πιλάτος, ούτε οι διώκτες του μπόρεσαν να βρουν, ότι έκανε κάτι κακό.
Είχε πράξει κάτι κακό ενώπιον του Θεού; Όχι. Για αυτόν είπε ο Πατέρας, να το παιδί μου στον οποίο ευαρεστήθηκα, ο αγαπημένος μου στον οποίο ευδόκησε η ψυχή μου (Ματθ. ιβ 18). Είχε πράξει κάτι κακό απέναντι στην πολιτική εξουσία; Όχι· αυτός δίδαξε και τους άλλους να αποδίδουν στον Καίσαρα τα του Καίσαρα. Είχε πράξει κάτι εναντίον της δημόσιας ησυχίας και ειρήνης; Όχι. Για αυτόν είχε λεχθεί: «δεν θα φιλονικήσει, ούτε θα κραυγάσει, ούτε θα ακούσει κάποιος στις πλατείες τη φωνή του» (Ματθ. ιβ 19). Είχε πράξει κάτι κακό σε επί μέρους πρόσωπα; Όχι· γι αυτόν ειπώθηκε ότι περιόδευσε ευεργετώντας.
(2)    Προηγουμένως χρησιμοποίησε απλώς το «έκραξαν». Τώρα η κραυγή έγινε εντονότερη και επιμονότερη. Η απόπειρα του Πιλάτου να κατασιγάσει αυτήν έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα (γ). Δες, ποια μεταβολή έγινε στις σκέψεις και τα αισθήματα του λαού εντός ολίγων ημερών. Όταν έμπαινε θριαμβευτικά στην Ιερουσαλήμ πριν από πέντε μόλις ημέρες ήταν τόσο γενικές οι επιφωνήσεις και επικροτήσεις του λαού, ώστε θα νόμιζε κάποιος ότι ο Ιησούς στην πόλη εκείνη δεν είχε κανένα εχθρό.
Αλλά τώρα, όταν οδηγήθηκε θριαμβευτικά ενώπιον του Πιλάτου, τόσο γενικές υπήρξαν οι εκδηλώσεις της δυσμένειας και εχθρότητας, ώστε θα νόμιζε κανείς, ότι ο Ιησούς δεν είχε εκεί κανέναν φίλο. Τέτοιες ανατροπές υπάρχουν στον άστατο αυτόν κόσμο, ώστε η προς τον ουρανό πορεία μας να διεξάγεται, όπως και η του Κυρίου, με δόξα και ατιμία, με ευφημία και δυσφημία (Β΄ Κορ. στ 8), ώστε ούτε να ξιπαζόμαστε από τις τιμές, ούτε να αποθαρρυνόμαστε από τις περιφρονήσεις.

Μαρκ. 15,15  ὁ δὲ Πιλᾶτος βουλόμενος τῷ ὄχλῳ τὸ ἱκανὸν ποιῆσαι(1), ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν(2), καὶ παρέδωκε τὸν Ἰησοῦν φραγελλώσας(3) ἵνα σταυρωθῇ(4).
Μαρκ. 15,15  Ο δε Πιλάτος επειδή ήθελε να ικανοποιήση τον όχλον, απελευθέρωσε τον Βαραββάν και τον Ιησούν, αφού πρώτον διέταξε να τον μαστιγώσουν με το φραγγέλιον, τον παρέδωσε, δια να σταυρωθή.
(1)    Λατινικός τρόπος έκφρασης (populo satis-facere) από αυτούς που συναντιούνται όχι σπάνια στο Μάρκο (δ).= «Δηλαδή το αρεστό, το αποδεκτό από τον όχλο» (Θφ). Θέλοντας να ικανοποιήσει το πλήθος και να ευχαριστήσει αυτό (γ).
(2)    Απολύθηκε, την ώρα που ήταν βέβαιο, λόγω των εγκλημάτων του, ότι θα σταυρωνόταν. Αντί για αυτόν όμως σταυρώθηκε ο Χριστός. Και έτσι και με την περίπτωση του Βαραββά υποδηλώθηκε, ότι ο Χριστός πέθαινε, για να πάρουν απόλυση και χάρη οι αμαρτωλοί και μάλιστα οι πρώτοι και χειρότεροι των αμαρτωλών.
(3)    «Τελικά υποχωρώντας στο θέλημα εκείνων και φραγγέλωσε τον Κύριο, δηλαδή τον μαστίγωσε με πλεγμένες λωρίδες… και τους τον παρέδωσε για να σταυρωθεί» (Θφ). Η λέξη αποτελεί άλλο λατινισμό που συναντιέται στην Κ.Δ. μόνο εδώ και στο παράλληλο χωρίο του Ματθαίου. Η φραγγέλωση αυτή των Ρωμαίων ήταν τόσο σκληρή, ώστε συχνά το θύμα πέθαινε κατά τη διάρκειά της. Προηγούνταν συνήθως της σταύρωσης (Ιωσήπ. Ιουδ. Πολ. ΙΙ 14.9,V 11.1) (σ).
Πάντως συντελούσε στο να μετριάζει το παρατεταμένο μαρτύριο του σταυρικού θανάτου επισπεύδοντας αυτόν με την εξάντληση την οποία προκαλούσε πριν ακόμη συντελεστεί η σταύρωση (γ). Έτσι εκπληρώθηκαν και οι προφητείες: «στην πλάτη μου σφυροκοπούσαν οι αμαρτωλοί» (Ψαλμ. ρκη 3). «Την πλάτη μου έδωσα σε μαστίγωση» (Ησ. ν 6). «Με την πληγή αυτού εμείς θεραπευτήκαμε» Ησ. ν 5).
(4)    «Για να σταυρωθεί», διότι ο σταυρικός θάνατος είναι θάνατος αιματηρός «και χωρίς χύσιμο αίματος δεν γίνεται άφεση» (Εβρ. θ 22). Για αυτό και στην Π.Δ. προσφέρονταν αιματηρές θυσίες ζώων «και σύμφωνα με το νόμο σχεδόν τα πάντα καθαρίζονται με το αίμα». Τώρα ο Χριστός εκπληρώνοντας όλες τις προτυπώσεις αυτές έχυσε το αίμα. «Για να σταυρωθεί», διότι ο σταυρικός θάνατος είναι θάνατος οδυνηρός και ο Χριστός έπρεπε να αντιμετωπίσει το θάνατο με το μεγαλύτερο τρόμο και πόνο του, για να τον κατανικήσει. Δοκιμάζοντας αγόγγυστα και καρτερικά τους πόνους του έγινε πραγματικό θύμα, αλλά ταυτόχρονα και ηρωϊκός θύτης.
«Για να σταυρωθεί», διότι ο σταυρικός θάνατος ήταν επαίσχυντος και ατιμωτικός θάνατος. Είχε όμως υβριστεί και ατιμαστεί ο Θεός με την αμαρτία του ανθρώπου. Και είναι εις τιμήν του Κυρίου μας το ότι για να ικανοποιήσει το Θεό εξ’ ονόματος της ανθρώπινης φύσης που τον εξύβρισε, όχι μόνο άδειασε τον εαυτό του με το να ξεντυθεί τις τιμές που οφείλονταν στη θεία του φύση, αλλά και υποβλήθηκε στον ατιμωτικότερο των θανάτων. «Για να σταυρωθεί», διότι «καταραμένος είναι καθένας που κρέμεται στο ξύλο» (Δευτερ. κα 23). Και επειδή εμείς βρισκόμασταν κάτω από κατάρα, «ο Χριστός μας εξαγόρασε από την κατάρα του νόμου με το να γίνει για χάρη μας κατάρα» (Γαλ. γ 13).

Ο Ιησούς χλευάζεται από τους στρατιώτες

Μαρκ. 15,16   Οἱ δὲ στρατιῶται(1) ἀπήγαγον αὐτὸν ἔσω τῆς αὐλῆς(2), ὅ ἐστι πραιτώριον(3), καὶ συγκαλοῦσιν ὅλην τὴν σπεῖραν(4)·
Μαρκ. 15,16   Οι δε στρατιώται, έσυραν τον Ιησούν στο εσωτερικόν της αυλής του κτηρίου, όπου έμενε ο πραίτωρ, και εμάζεψαν εκεί όλην την φρουράν.
(1)    «Το στρατιωτικό γένος, που πάντα χαίρεται με τις αταξίες και τις ύβρεις, παρουσίαζε τα δικά του. Διότι αν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι άκουσαν μύριες διδασκαλίες έτσι του συμπεριφέρονταν, αυτοί που πολλά και πολλές φορές ευεργετήθηκαν, τι θα μπορούσαμε να πούμε για τους εθνικούς;» (Θφ).
(2)    Η φραγγέλωση λοιπόν έγινε έξω, μπροστά στο ανάκτορο (σ). Τώρα εισήγαγαν αυτόν στην εσωτερική αυλή, γύρω από την οποία ορθώνονταν τα δωμάτια του οικοδομήματος, το οποίο ονομάζεται εδώ πραιτώριο.
(3)    Η λέξη στα Ευαγγέλια και τις Πράξεις σημαίνει την επίσημη κατοικία του Ρωμαίου επιτρόπου (Δες Πράξ. κγ 35). Διχάζονται οι γνώμες για το ποιο οικοδόμημα υπονοείται εδώ. Ήταν το ανάκτορο του Ηρώδη του μεγάλου, το οποίο ο Ρωμαίος επίτροπος Φλώρος χρησιμοποίησε ως πραιτώριο (Ιωσήπ. Ιουδ. Πολ. ΙΙ 14,8); Αμφισβητείται αυτό, αφού προβάλλεται το γεγονός, ότι βρισκόταν ήδη στα Ιεροσόλυμα και ο Ηρώδης ο Αντίπας. Πού έμενε αυτός; Για αυτό εισηγήθηκαν και τη γνώμη ότι το πραιτώριο σε αυτήν την περίπτωση συνδεόταν (επικοινωνούσε) με το φρούριο της Αντωνίας (σ).
Αξιοθρήνητη ανοχή του Πιλάτου. Ήταν πεπεισμένος για την αθωότητα του Ιησού και ζήτησε με το από τον Ματθαίο αναφερόμενο πλύσιμο των χεριών να απαλλαγεί από την ενοχή για τον άδικο θάνατό του, και όμως ανέχτηκε εντός της κατοικίας του να λάβει χώρα ο εξευτελισμός του Ιησού, τον οποίο, εφόσον οι στρατιώτες εξαρτιόντουσαν άμεσα από αυτόν, στην εξουσία του ήταν να προλάβει. Οι διαχειριζόμενοι εξουσία δεν είναι μόνο υπεύθυνοι για όσα αυτοί ενεργούν ή αποφασίζουν, αλλά και για τις παρεκτροπές των άλλων, τις οποίες δεν προλαβαίνουν.
(4)    Η λέξη μπορεί να σημαίνει λόχο, ο οποίος ήταν το ένα τρίτο της κοόρτιδος (cohors) και αποτελούνταν ονομαστικά από 200 άνδρες. Εφόσον όμως η σπείρα φέρεται (Ιω. ιη 12,Πράξ. κα 31) να έχει επικεφαλής χιλίαρχο, γίνεται υπόθεση ότι η λέξη σπείρα χρησιμοποιείται στην Κ.Δ. αντί για τη λέξη κοόρτις (σ). «Λέει τη σπείρα αντί να πει όλο το τάγμα» (Θφ).

Μαρκ. 15,17   καὶ ἐνδύουσιν(1) αὐτὸν πορφύραν(2) καὶ περιτιθέασιν αὐτῷ πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον(3),
Μαρκ. 15,17   Και δια να τον εμπαίξουν ως ψευδή βασιλέα, του φόρεσαν κάποιον κόκκινον μανδύαν, τάχα ως βασιλικήν πορφύραν, έπλεξαν ένα στεφάνι από αγκάθια και το έβαλαν γύρω στο κεφάλι του, ως στέμμα τάχα βασιλικόν.
(1)    Όπως φαίνεται και από το στίχο 20 («τον έντυσαν με τα δικά του ρούχα») τον έγδυσαν για να τον ντύσουν με την πορφύρα. Η ντροπή της γυμνότητας ήλθε στους πρωτοπλάστους ταυτόχρονα με την παράβασή τους (Γεν. γ 7). Για αυτό και ο Χριστός, όταν ήλθε να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη για την αμαρτία γυμνώθηκε και υποβλήθηκε στην ντροπή της γύμνωσης, για να ετοιμάσει σε μας «ιμάτια λευκά, για να ντυθούμε και να μην φανερωθεί η ντροπή της γύμνωσής μας» (Αποκ. γ 18).
(2)    «Και αν είναι οι αμαρτίες σας κατακόκκινες, θα τις λευκάνω σαν το μαλλί των προβάτων» (Ησ. α 18). Ο Χριστός χαίρεται ενδυόμενος την πορφύρα και πλένοντας τα ρούχα του σε κρασί (Γεν. μθ 10), διότι αυτά σήμαιναν, ότι πήρε πάνω του τις αμαρτίες μας, για να πλύνει τα ρούχα μας και γίνουν αυτά λευκά με το Αίμα του Αρνίου. Χλαμύδα κόκκινη, γράφει ο Ματθαίος. Πράγματι αυτή ήταν χλαμύδα, ρούχο που χρησιμοποιούνταν από τους Ρωμαίους στρατιώτες, ενώ η λέξη πορφύρα παριστά το πνεύμα της πράξης= έντυσαν τον Ιησού με ένδυμα που έμοιαζε με βασιλικό ένδυμα (γ), «τον εμπαίζουν ως βασιλιά» (Θφ).
(3)    Για εμπαικτική απομίμηση του δάφνινου στεφανιού, συμβόλου νίκης, που φόραγαν κατά καιρούς οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες ως δείγμα στρατιωτικής διάκρισης ή σε περιστάσεις πανηγυρικές (σ). Τα αγκάθια ήλθαν μαζί με την αμαρτία των πρωτοπλάστων και ήταν μέρος της κατάρας την οποία επέφερε η αμαρτία (Γεν. γ 18). Και ο Χριστός λοιπόν γενόμενος για μας κατάρα και πεθαίνοντας, για να απομακρύνει την κατάρα από εμάς, αισθάνθηκε τα κεντήματα και τους πόνους των αγκαθιών εκείνων. Αλλά τα αγκάθια αυτά μπήκαν στο κεφάλι σαν στέμμα βασιλικό.
Πράγματι· η βασιλεία του δεν είναι από τον κόσμο αυτόν, ούτε η δόξα του είναι δόξα κοσμική, αλλά συντροφεύεται εδώ με θλίψεις και πόνους, ενώ η δόξα της πρόκειται στο μέλλον να αποκαλυφθεί. Εάν και εμείς έχουμε σκόλοπα στη σάρκα και δοκιμάζουμε τον πόνο των αγκαθιών των θλίψεων, ας ενισχυόμαστε από το ότι ο βασιλιάς και μέγας αρχιερέας μας, ο οποίος υπήρξε κρίνο ανάμεσα σε αγκάθια, συμπαθεί τις ασθένειες και τους πόνους μας, διότι γνώρισε και αυτός με την πείρα του, τι είναι τα αγκάθια αυτά στην ανθρώπινη σάρκα.

Μαρκ. 15,18  καὶ ἤρξαντο ἀσπάζεσθαι(1) αὐτόν. χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(2)·
Μαρκ. 15,18  Και ήρχισαν να τον χαιρετούν ειρωνικά και να του λέγουν• “χαίρε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
(1)    «Τώρα έχει τη σημασία του χαιρετίζω» (Θφ). Άρχισαν να χαιρετίζουν αυτόν και να προσκυνούν εμπαικτικά ως βασιλιά (δ).
(2)    Πολύ γρήγορα αυτός, τον οποίο οι στρατιώτες της Ρώμης εμπαικτικά προσφωνούν βασιλιά, θα αναδειχτεί λαμπρότερος και ισχυρότερος από τον Καίσαρά τους και θα κατακτήσει τον κόσμο για πάντα εκτείνοντας το πνευματικό του κράτος ευρύτερα από όσο η κοσμοκράτειρα τότε Ρώμη. Είναι φοβερό για αυτούς να εμπαίζουν εκείνον στον οποίο αργά ή γρήγορα και οι επί κεφαλής τους θα αναγκαστούν να αποδώσουν τιμές, τις οποίες κανείς ποτέ Καίσαρας δεν απόλαυσε.

Μαρκ. 15,19  καὶ ἔτυπτον αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν καλάμῳ(1) καὶ ἐνέπτυον(2) αὐτῷ, καὶ τιθέντες τὰ γόνατα(3) προσεκύνουν αὐτῷ(4).
Μαρκ. 15,19  Και εκτυπούσαν την κεφαλήν του με καλάμι και τον έφτυναν και αφού έπεφταν εις τα γόνατα τον προσκυνούσαν εμπαικτικώς.
(1)    Πιθανότατα χτυπούσαν πάνω στο αγκάθινο στεφάνι, για να μπήγεται αυτό βαθύτερα και να πληγώνει περισσότερο το κεφάλι του· έτσι ώστε ο πόνος του να γίνεται μεγαλύτερος και τα από τις πληγές ρέοντα αίματα να ξεπηδούν αφθονότερα, για να παίζουν αυτοί, και από τον πόνο του να δοκιμάζουν μεγαλύτερη τέρψη.
(2)    Οι υπήκοοι όταν ορκίζονταν πίστη προς τον βασιλιά τους, τον ασπάζονταν. Αυτό διακωμωδώντας και εκείνοι αντί για φίλημα, τον έφτυναν.
(3)    Γονάτιζαν μπροστά του αποδίδοντας εμπαικτικά σεβασμό προς αυτόν ως βασιλιά και όχι λατρεύοντας εμπαικτικά ως Θεό (γ). Και εκείνοι, όσοι προσκυνούν τώρα το Χριστό, αλλά την ίδια ώρα δουλεύουν στον κόσμο και τη σάρκα, στην πραγματικότητα τον ίδιο εμπαιγμό κάνουν σε αυτόν. Αυτοί που λυγίζουν μόνο το γόνατο, αλλά όχι και την καρδιά στον Ιησού, ώστε να πλησιάζουν αυτόν όχι με τα χείλη μόνο, εξομοιώνονται με τους στρατιώτες της Ρώμης με τη διαφορά, ότι εκείνοι αγνοούσαν τελείως το Χριστό, ενώ αυτοί τον γνώρισαν και τον προσκύνησαν ως Θεό τους.
(4)    «Σαν ακριβώς από κάποιο σύνθημα σε όλους τότε χόρεψε ο διάβολος. Διότι οι στρατιώτες έκαναν τέρψη τις προς αυτόν ύβρεις… κάνοντάς τα όλα από δική τους δυστροπία. Και οι ύβρεις ήταν διάφορες και ποικίλες» (β).

Μαρκ. 15,20   καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν πορφύραν(1) καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια τὰ ἴδια, καὶ ἐξάγουσιν(2) αὐτὸν ἵνα σταυρώσωσιν αὐτόν.
Μαρκ. 15,20    Και αφού τον ενέπαιξαν του έβγαλαν τον κόκκινον μανδύαν, τον έντυσαν με τα ιδικά του ρούχα και τον έβγαλαν έξω από την πόλιν, δια να τον σταυρώσουν.
(1)    Καμία αναφορά δεν γίνεται για το αγκάθινο στεφάνι και θεωρήθηκε για αυτό από πολλούς ως πιθανό, ότι σταυρώθηκε φορώντας αυτό στο κεφάλι. Διότι όπως είναι Ιερέας πάνω στον ουράνιο θρόνο του, έτσι υπήρξε και βασιλιάς πάνω στο σταυρό του.
(2)    Τον έβγαλαν έξω από τον αμπελώνα και τον σκότωσαν. Τον έβγαλαν έξω από την πόλη, λες και αυτός, ο οποίος ήταν η δόξα τους και τον οποίο ανέμεναν ως λύτρωση στο λαό στην Ιερουσαλήμ, δεν ήταν άξιος να ζει μεταξύ τους και μόλυνε αυτήν με την παραμονή του σε αυτήν.

Μαρκ. 15,21  Καὶ ἀγγαρεύουσιν(1) παράγοντά τινα(2) Σίμωνα Κυρηναῖον(3), ἐρχόμενον ἀπ᾿ ἀγροῦ, τὸν πατέρα Ἀλεξάνδρου καὶ Ῥούφου(4), ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ(5).
Μαρκ. 15,21   Και ηγγάρευσαν, δια να φέρη τον σταυρόν αυτού, κάποιον που έτυχε να περνά, Σίμωνα τον Κυρηναίον, που ήρχετο από το χωράφι του, τον πατέρα του Αλεξάνδρου και του Ρούφου.
(1)    Ίσως διότι δεν μπορούσε να βαδίσει ο Ιησούς τόσο γρήγορα, όσο βάδιζαν αυτοί, ίσως και διότι τον έβλεπαν εξαντλημένο και φοβήθηκαν μήπως πεθάνει στο δρόμο και δεν προφθάσουν να τον σταυρώσουν, όπως ήθελαν, αγγαρεύουν το Σίμωνα.
(2)    Περνούσε επιστρέφοντας από τον αγρό του και δεν φανταζόταν ποτέ, ότι θα φόρτωναν στους ώμους του σταυρό. Τελείως αιφνίδια και ανέλπιστα υποχρεώθηκε σε αυτό. Μη παραξενευόμαστε λοιπόν, εάν έρχονται σε εμάς σταυροί θλίψεων, αιφνίδια και μέσα σε καθαρό ουρανό.
(3)    Μαθαίνουμε από τον Ιώσηπο (Κατά Αππίωνος ΙΙ,4 Αρχαιολ. ΧΙV 7.2) ότι στη βόρεια Αφρική στην Κυρήνη, είχαν εγκατασταθεί αρκετοί Ιουδαίοι επί Πτολεμαίου Α΄. Στην Κ.Δ. αναφέρονται και αλλού Ιουδαίοι από την Κυρήνη (Πράξ. β 10,στ 9,ιγ 1) (σ).
(4)    Μόνο ο Μάρκος καθορίζει το Σίμωνα ως τον πατέρα Αλεξάνδρου και Ρούφου. Συμπεραίνουμε από αυτό ότι τα δύο αυτά πρόσωπα ήταν κάπως διακεκριμένα μεταξύ των Χριστιανών, τουλάχιστον στα μέρη εκείνα, για τους χριστιανούς των οποίων γράφτηκε το ευαγγέλιο του Μάρκου (σ). «Τον πατέρα, είπε, Αλεξάνδρου και Ρούφου επειδή ζούσαν ακόμη και ήταν γνωστοί. Διότι λένε ότι και αυτοί ακολούθησαν τους Αποστόλους αφού πίστεψαν στο Χριστό» (Ζ).
Θα ήταν παρόλ’ αυτά άκρως παρακινδυνευμένο να ταυτίσουμε τον Ρούφο αυτόν με αυτόν του Ρωμ. ιστ 13, και ακόμη πιο παράτολμο από την εκεί φράση του Παύλου «την μητέρα αυτού και εμού» να συμπεράνουμε, ότι ήταν και αδελφός του Παύλου (γ). Αλέξανδροι αναφέρονται και άλλοι στην Κ.Δ. Δες Πράξ. ιθ 33,Α΄ Τιμ. α 20,Β΄ Τιμ. δ 14. Είναι τελείως απίθανο όμως να έχουν αυτοί σχέση με τον εδώ αναφερόμενο.
(5)    «Ο Ιωάννης είπε ότι βγήκε βαστάζοντας το σταυρό του. Διότι στην αρχή μεν φόρτωσαν σε αυτόν το σταυρό ως κατάδικο και βγήκε βαστάζοντάς τον. Έπειτα συναντώντας το Σίμωνα, αυτόν αγγάρευσαν για να σηκώσει αυτόν» (Ζμ). Βάρος σοβαρό και ανεπιθύμητο να βαστάξει ο Σίμων το σταυρό και να μεταφέρει αυτόν. Αλλά για κάποια λεπτά βάσταξε το φορτίο αυτό και έλαβε την τιμή να αναφέρεται το όνομά του από τα ευαγγέλια, ενώ αλλιώς ήταν αφανής και θα παρέμενε άγνωστος. Τώρα όμως οπουδήποτε κηρυχθεί το ευαγγέλιο, αναφέρεται η πράξη του αυτή για αιώνιο μνημόσυνό του.

Η σταύρωση του Σωτήρα

Μαρκ. 15,22  Καὶ φέρουσιν(1) αὐτὸν ἐπὶ Γολγοθᾶ τόπον, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον κρανίου τόπος(2).
Μαρκ. 15,22   Και τον έφεραν εις τόπον, που λέγεται Γολγοθάς, όνομα που μεταφραζόμενον σημαίνει “τόπος κρανίου”.
(1)   Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ευαγγελιστής λέει φέρνουν και όχι απλώς οδηγούν (b). Υποδηλώνει αυτό την εξάντληση του Ιησού.
(2)    Η εβραϊκή λέξη σημαίνει κρανίο. Και ο Λουκάς με περισσότερη ακρίβεια γράφει «επί τον τόπον τον καλούμενον Κρανίον» (Λουκ. κγ 33).

Μαρκ. 15,23  καὶ ἐδίδουν αὐτῷ πιεῖν ἐσμυρνισμένον οἶνον(1)· ὁ δὲ οὐκ ἔλαβε.
Μαρκ. 15,23   Και του έδιναν να πίη κρασί ανακατεμένον με σμύρναν. Αυτός όμως δε το επήρε.
(1)    Κρασί αναμιγμένο με σμύρνα. Οι αρχαίοι συνήθιζαν να αναμιγνύουν το κρασί με σμύρνα, για να κάνουν τη γεύση του με πιο ωραία μυρωδιά και πιο ευχάριστη (g). Η συνηθισμένη εκδοχή φαίνεται να είναι ότι η σμύρνα χρησιμοποιούνταν ως ναρκωτικό φάρμακο (γ) και ότι η προσφορά του εσμυρνισμένου κρασιού στον σταυρωμένο γινόταν σύμφωνα με φιλάνθρωπη συνήθεια, για να ναρκώσουν αυτόν και να κάνουν έτσι την αγωνία του ανεκτότερη (σ).
Παρόλ’ αυτά το κρασί χρησιμοποιούνταν προφανώς ως διεγερτικό ποτό και η σμύρνα προσθέτει στην ιδιότητά του αυτή τονώνοντας και θερμαίνοντας το σύστημα (γ). Αλλά αν ληφθεί σε αρκετή κάπως ποσότητα προκαλεί ζάλη, απώλεια συνείδησης και άμβλυνση των αισθήσεων. Αυτά όμως αποφεύγοντας ο θείος Λυτρωτής, για να προσφέρει με πλήρη συνείδηση και αίσθηση την ύψιστη θυσία υπέρ του κόσμου «δεν πήρε» το κρασί.

Μαρκ. 15,24   καὶ σταυρώσαντες αὐτὸν διαμερίζονται τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βάλλοντες κλῆρον(1) ἐπ᾿ αὐτὰ τίς τί ἄρῃ(2).
Μαρκ. 15,24    Και αφού τον εσταύρωσαν, εμοίρασαν μεταξύ των τα ενδύματά του ρίχνοντες κλήρον, τι θα πάρη ο καθένας από αυτά.
(1)    Ίσως οι στρατιώτες είχαν μαζί τους κύβους για να παίζουν κατά την ώρα της ανάπαυλας. Και οι μεν συνοπτικοί ευαγγελιστές «απλά και αόριστα έγραψαν ότι διαμοίρασαν και ότι έβαλαν κλήρο. Ο Ιωάννης όμως γράφοντας σαφέστερα για αυτό λέει… (ότι) έβαλαν κλήρο για τον χιτώνα τον άρραφο» (Ζμ).
(2)    Ποιος να πάρει τι από τα ρούχα (b). Σκοπός του κλήρου ήταν να αποφύγουν την διαμάχη για το ποιος θα πάρει καθένα από τα ρούχα (δ). Ίσως είχαν ακούσει για εκείνους, οι οποίοι είχαν θεραπευτεί με την επαφή των ρούχων του Κυρίου και νόμισαν, ότι αυτά είχαν κάποια μαγική δύναμη· ή έλπιζαν να κερδίσουν χρήματα πουλώντας αυτά στους οπαδούς του ως αναμνηστικά ιερά· ή υποχρεωμένοι να αναμείνουν εκεί μέχρι το θάνατό του έπαιζαν με τους κύβους διασκεδάζοντας την ανία της αναμονής. Οπωσδήποτε εκπληρωνόταν ο λόγος του Θεού με αυτό.
Στον περίφημο εκείνο ψαλμό, τις πρώτες λέξεις του οποίου είπε ο Κύριος πάνω στο Σταυρό, λέγεται ακόμη: «Μοίρασαν τα ρούχα μου μεταξύ τους και για το κυριότερο ρούχο μου έβαλαν κλήρο» (Ψαλμ. κα 19). Αυτό δεν επαληθεύτηκε ποτέ στον Δαβίδ και αναφέρεται κατευθείαν προς το Χριστό. Αλλά ο Χριστός ξεντύθηκε και τα ιμάτια της θείας δόξας του, για να μοιράσει αυτά σε εμάς.

Μαρκ. 15,25     ἦν δὲ ὥρα Τρίτη(1) καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν.
Μαρκ. 15,25     Ήτο δε η ώρα τρεις από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή εννέα το πρωϊ τότε, που τον εσταύρωσαν.
(1)    Μόνος ο Μάρκος καθορίζει την ώρα της σταύρωσης, ως τρίτη δηλαδή 9 π.μ. Πολλές εξηγήσεις προτάθηκαν για συμβιβασμό της ώρας αυτής του Μάρκου με αυτήν που καθορίζει ο Ιωάννης.
«Τι μπορούμε λοιπόν να πούμε; Ότι το «ήταν ώρα τρίτη» δεν πηγαίνει στο «και τον σταύρωσαν», αλλά ανεβαίνει στην αρχή των παθών του Σωτήρα. Ήταν λοιπόν, λέει, ώρα τρίτη, όταν δηλαδή άρχισε να πάσχει από τους στρατιώτες του Πιλάτου… Επομένως η μεν αναφορά της τρίτης ώρας στον Μάρκο φανερώνει την αρχή των δεσποτικών παθημάτων· ενώ η αναφορά της έκτης στον Ιωάννη δείχνει το τέλος τους, το οποίο είναι η σταύρωση» (Ζ).
Αρκετά σοβαρή εκδοχή, όταν μάλιστα συνδυαστεί με το γεγονός, σύμφωνα με το οποίο η τότε μέτρηση των ωρών, πιθανώς με ηλιακά ρολόγια και κλεψύδρες, δεν ήταν ακριβής, και μπορούσαν στην παράδοση και διάφορες ώρες της σταύρωσης να καταγραφούν (δ). Άλλη εκδοχή προβλήθηκε, ότι οι δύο συγγραφείς εδώ ακολουθούν διαφορετικούς τρόπους υπολογισμού και αρίθμησης του χρόνου. Έτσι ο Ιωάννης είχε υπ’ όψη αρίθμηση των ωρών παρόμοια με τη δική μας και συνεπώς λέγοντας, ότι ο Πιλάτος έβγαλε έξω τον Ιησού γύρω στην έκτη ώρα (Ιω. ιθ 14) εννοούσε την και σε εμάς έκτη πρωινή.
Η εκδοχή αυτή κλονίστηκε κάπως από πρόσφατες έρευνες και ιδιαίτερα από τον Ramsay. Και άλλοι δέχτηκαν σύμφωνα με τον Ιερώνυμο, ότι η ώρα σημειωνόταν στα χειρόγραφα με γράμμα του αλφαβήτου, το οποίο κατά την αντιγραφή αλλοιώθηκε (ο).

Μαρκ. 15 ,26  καὶ ἦν ἡ ἐπιγραφὴ τῆς αἰτίας αὐτοῦ(1) ἐπιγεγραμμένη(2)· ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(3).
Μαρκ. 15,26   Και ήτο γραμμένη η επιγραφή της αιτίας του σταυρικού του θανάτου στο επάνω μέρος του σταυρού• “ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
(1)    «Την κατηγορία, για την οποία σταυρώθηκε» (Θφ)· την κατηγορία, για την οποία κρίθηκε άξιος αυτής της ποινής· το έγκλημα, για το οποίο κατηγορείται κάποιος (g).
(2)    Η πρόθεση επί δεν αναφέρεται στην τοποθέτηση της επιγραφής πάνω από το κεφάλι, αλλά στο γράψιμο αυτής πάνω (=επί) στην πινακίδα (γ).
(3)    «Έγραψαν τίτλο… ο βασιλιάς των Ιουδαίων, για να κηλιδώσουν και με αυτό τη δόξα του ότι είναι τάχα αντάρτης και ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλιά» (Θφ).
Αλλά η επιγραφή ήταν μάλλον τιμητική για αυτόν. Διότι κανένα πραγματικό έγκλημα δεν υποδηλώνει αυτή. Δεν αναγράφεται στην επιγραφή ούτε καν ότι διεκδικούσε ψευδώς τον τίτλο του βασιλιά, αλλά απλώς και μόνο ότι ήταν βασιλιάς, και ανέμεναν οι Ιουδαίοι βασιλιά. Έτσι λοιπόν οι ίδιοι οι εχθροί του ανέχτηκαν επιγραφή που διακήρυττε, ότι ο σταυρωμένος κανένα έγκλημα δεν είχε διαπράξει. Διακηρυσσόταν ακόμη με αυτήν η ένδοξη και αιώνια αλήθεια, ότι ήταν ο βασιλιάς, τον οποίο οι Ιουδαίοι ανέμεναν και στον οποίο έπρεπε να υποταχτούν.
Ο Ιησούς ήταν ο αληθινός Μεσσίας και Σωτήρας του κόσμου. Όπως ο Βαλαάμ άλλοτε ενώ στάλθηκε να καταραστεί τον Ισραήλ ευλόγησε αυτόν πλήρως και μάλιστα τρεις φορές (Αριθμ. κδ 10), έτσι και ο Πιλάτος αντί να κατηγορήσει τον Ιησού ως εγκληματία, ανακήρυξε αυτόν βασιλιά και μάλιστα τρεις φορές, διότι σε τρεις γλώσσες ήταν η επιγραφή. Έτσι ο Θεός κατευθύνει τους ανθρώπους παρά τη θέλησή τους σε υπηρεσία και εκτέλεση των βουλών του.

Μαρκ. 15,27   Καὶ σὺν αὐτῷ σταυροῦσι δύο λῃστάς, ἕνα ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνα ἐξ εὐωνύμων αὐτοῦ(1).
Μαρκ. 15,27   Και μαζί με αυτόν εσταύρωσαν δύο ληστάς, ένα από τα δεξιά του και ένα από τα αριστερά του.
(1)    «Και μαζί με ληστές σταυρώνεται, για να σχηματίσουν κακή ιδέα για αυτόν οι άνθρωποι, ότι και αυτός ήταν κακούργος» (Θφ). Σε κάποιους από τους λατινικούς κώδικες προστίθεται μετά το «ένα εκ δεξιών» nomine Zoathan (=με το όνομα Ιωαθάν» και μετά το «ένα εξ ευωνύμων αυτού» nomine Chammatha (με το όνομα Χαμμαθά). Ανάμεσα σε αυτούς σταυρώνεται, σαν να υπήρξε ο χειρότερος από αυτούς, διότι ανάμεσα στους τρεις η μεσαία θέση επιφυλάσσεται για τον αρχηγό.

Μαρκ. 15,28   (1)καὶ ἐπληρώθη ἡ γραφὴ ἡ λέγουσα(2)· καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη.
Μαρκ. 15,28   Και επραγματοποιήθηκε η προφητεία της Γραφής• “και κατατάχθηκε μεταξύ εκείνων που παρέβησαν τον νόμον και εγκλημάτησαν”.
(1)    Ο στίχος παραλείπεται από πολλούς μεγαλογράμματους και αρκετούς μικρογράμματους κώδικες και από παλαιές μεταφράσεις.
(2)    Η παράθεση είναι από το Ησ. νγ 12, όπου σύμφωνα με τους Ο΄ γράφεται «εν τοις ανόμοις». Η πρόθεση «μετά» εδώ είναι πιο έντονη από την «εν» (b). «Κρεμάστηκαν μαζί του δύο ληστές. Και αυτό ήταν μεν ύβρις ομολογουμένως όσον αφορά τουλάχιστον τον σκοπό των Ιουδαίων· ήταν όμως ανάμνηση προφητείας που έλεγε Ότι μετά ανόμων ελογίσθη» (β).
Σε όλη του τη ζωή υπήρξε χωρισμένος από τους αμαρτωλούς, αν και συμπαθούσε αυτούς επιζητώντας τη σωτηρία τους. Κατά το θάνατό του όμως δεν χωρίστηκε από αυτούς, αλλά συμμετείχε στην ποινή και στο θάνατο των χειρότερων κακοποιών, σαν να υπήρξε συμμέτοχος και στα εγκλήματά τους. Αυτό έγινε διότι έκανε αυτόν ο Θεός αμαρτία και πήρε πάνω του το ομοίωμα της αμαρτίας. Στο θάνατό του συγκαταριθμήθηκε μαζί με τους ανόμους και πήρε τον κλήρο των πονηρών, έτσι ώστε εμείς κατά το θάνατό μας να καταταχτούμε μαζί με τους αγίους και να έχουμε τον κλήρο μας μαζί με τους εκλεκτούς.

Μαρκ. 15,29   Καὶ οἱ παραπορευόμενοι(1) ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ λέγοντες· οὐά(2), ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν(3)!
Μαρκ. 15,29   Και αυτοί, που περνούσαν στον δρόμον κοντά από τον σταυρόν, τον εβλασφημούσαν και εκινούσαν τας κεφαλάς των λέγοντες• “ουα, συ που θα εκρήμνιζες τον ναόν και εις τρεις ημέρας θα τον ξανάκτιζες!
(1)    «Δηλαδή αυτοί που περνούσαν στο δρόμο» (Θφ). Αντί να τον συμπαθούν προσθέτουν νέα θλίψη στη δοκιμασία του με τις ύβρεις αυτές. Κουνούσαν τα κεφάλια τους εκδηλώνοντας τον θρίαμβό τους για την πτώση του και σαν να έλεγαν: «Εύγε, εύγε στην ψυχή μας. Τον κατάπιαμε» (Ψαλμ. λδ 25). Και εκπληρώθηκε έτσι ο προφητικός λόγος: Όλοι που με έβλεπαν με χλεύασαν, μίλησαν με τα χείλη τους, κούνησαν το κεφάλι τους (Ψαλμ. κα 8), Με είδαν, κούνησαν τα κεφάλια τους (Ψαλμ. ρη 25)..
(2)    Επιφώνημα ειρωνικού θαυμασμού (δ), «χλευαστικό επίρρημα και εμπαικτικό» (Ζμ), που λέγεται μία φορά.
(3)    Η κατηγορία των δύο μαρτύρων, που μαρτύρησαν ενώπιον του Καϊάφα, έγινε θέμα κοινής συζήτησης (σ). Παρόλο που οι ίδιοι οι δικαστές του είχαν διαπιστώσει το αβάσιμο της κατηγορίας, παρόλ’ αυτά διέδωσαν αυτήν μεταξύ του λαού για να διεγείρουν σε αυτόν μίσος και αποστροφή εναντίον του. Πράγματι, η ιδέα, ότι ο Κύριος θα γκρέμιζε το ναό, τον οποίο οι Ιουδαίοι τόσο τιμούσαν και για τη μεγαλοπρέπεια του οποίου τόσο καυχιόντουσαν, ήταν ικανή να εξάψει το εναντίον του μίσος τους.
Είναι σαν να έλεγαν σε αυτόν· Εσύ, που θα κατέστρεφες το μέγα αυτό και στερεό οικοδόμημα, το ιερό αυτό εγκαλλώπισμα του Ισραήλ και σε τρεις μέρες θα το έχτιζες πάλι, δείξε τώρα τη δύναμή σου, κάνοντας να εκμηδενιστούν τα καρφιά, τα οποία σε κρατούν καρφωμένο στο σταυρό, να επουλωθούν οι πάνω σου πληγές τους και να συντριβεί ο σταυρός σου, αφού καθένας, που έχει δύναμη, δείχνει αυτήν ολόκληρη προκειμένου να σώσει τον εαυτό του.
Έτσι ο σταυρός του Κυρίου έγινε στους Ιουδαίους σκάνδαλο, διότι έβλεπαν σε αυτόν σαν σε κάτι ασυμβίβαστο με την ακαταγώνιστη δύναμη του Μεσσία τους. Αλλά ο Κύριος εάν «σταυρώθηκε από ασθένεια» (Β΄ Κορ. ιγ 4), όπως φαινόταν στους Ιουδαίους, στην πραγματικότητα είναι «Θεού δύναμις».

Μαρκ. 15,30   σῶσον σεαυτὸν καὶ κατάβα(1) ἀπὸ τοῦ σταυροῦ.
Μαρκ. 15,30   Σώσε λοιπόν τον εαυτόν σου και κατέβα από τον σταυρόν”.
(1)    Αρκετοί μεγαλογράμματοι γράφουν: σῶσον σεαυτὸν καταβάς… Η μετοχή καταβάς σημαίνει τον τρόπο του σώσε (γ). «Από εδώ επιχειρούσαν να συκοφαντήσουν και τα προηγούμενα θαύματα. Επομένως ούτε οι προφήτες ήταν προφήτες, ούτε οι δίκαιοι δίκαιοι, επειδή δεν τους άρπαζε από τους κινδύνους ο Θεός» (β).

Μαρκ. 15,31   ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες πρὸς ἀλλήλους(1) μετὰ τῶν γραμματέων ἔλεγον· ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι(2).
Μαρκ. 15,31    Παρομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες μεταξύ τους μαζί με τους γραμματείς έλεγαν• “άλλους έσωσε, τον εαυτόν του όμως δεν ημπορεί να σώση’’.
(1)    Δεν αναμιγνύονταν αυτοί με το πλήθος, αλλά μεταξύ τους συζητούσαν και από στόμα σε στόμα μετέδιδαν μεταξύ τους, τους χλευασμούς τους (σ). Θεωρούσαν εξευτελιστικό για αυτούς να αναμιχθούν με το πλήθος. Αλλά εξευτέλιζαν τους εαυτούς τους ως δικαστές αποφασίζοντας το θάνατο του Ιησού, αφού δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα εναντίον του προσωπικά συναισθήματά τους και με τη χαιρεκακία τους αυτή γινόντουσαν ολοφάνεροι ότι είχαν κρίνει όχι απροκατάληπτα και απροσωπόληπτα.
(2)    «Όμοια και οι αρχιερείς έλεγαν· αυτός που έσωσε άλλους, δεν σώζει τον εαυτό του; Και το έλεγαν αυτό ειρωνευόμενοι τα θαύματά του και χλευάζοντάς τα ότι έγιναν τάχα κατά φαντασία» (Θφ). Έπαιρναν ως δεδομένο, ότι δεν μπορεί να σώσει τον εαυτό του, επειδή αυτοβούλως παρέδιδε τον εαυτό του σε θάνατο, για να σώσει εμάς.

Μαρκ. 15,32  ὁ Χριστὸς ὁ βασιλεὺς(1) τοῦ Ἰσραὴλ καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ(2), ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ(3). καὶ οἱ συνεσταυρωμένοι αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν(4).
Μαρκ. 15,32   Ο Χριστός, ο βασιλεύς του Ισραήλ, ας κατεβή τώρα από τον σταυρόν, δια να ίδωμεν και ημείς το θαύμα και να πιστεύσωμεν εις αυτόν”. Και οι δύο κακούργοι, που ήσαν σταυρωμένοι μαζή με αυτόν, τον ύβριζαν.
(1)   Η λέξη Χριστός αναφέρεται στην ενώπιον του Καϊάφα διαδικασία, η λέξη βασιλιάς στην ενώπιον του Πιλάτου (b).
(2)     «Ο διάβολος τούς παρακινούσε να λένε το «Ας κατέβει από το σταυρό». Επειδή δηλαδή γνώριζε ο αρχέκακος, ότι η σωτηρία από το σταυρό γίνεται, πάλι πείραζε τον Κύριο, για να κατεβεί από το σταυρό… και έτσι να καταργηθεί η σωτηρία η μέσω του σταυρού. Αλλά εκείνος και Υιός Θεού ήταν αληθινά, και για αυτό μάλλον δεν κατέβηκε. Γιατί αν επρόκειτο να κατέβει, δεν θα έκανε την αρχή να ανέβει» (Θφ).
Ίσως μερικοί θα δέχονταν τον Χριστό βασιλιά του Ισραήλ, εάν κατέβαινε από το σταυρό και αν γινόταν σε αυτούς δυνατόν να γίνουν μέτοχοι της βασιλείας του, χωρίς τις δοκιμασίες και τις θλίψεις, με τις οποίες «πρέπει να μπούμε» σε αυτήν. Αλλά αποτελεί όρο απαραίτητο και αδιάσειστο: Χωρίς σταυρό ούτε Χριστός ούτε βασιλικό στέμμα υπάρχει. Εκείνοι οι οποίοι θα ήθελαν να βασιλεύσουν μαζί με το Χριστό, πρέπει να πάθουν μαζί με αυτόν, διότι ο Χριστός και ο σταυρός του είναι μαζί καρφωμένα και αδιαχώριστα στον κόσμο αυτόν.
(3)    Η έννοια της όλης πρότασης: Σταυρωμένος Μεσσίας, αλήθεια! Ας μην ακούμε πλέον για αυτόν. Εάν είναι πράγματι ο βασιλιάς Μεσσίας, ας κάνει χρήση της μεσσιακής του δύναμης και ας ελευθερώσει τον εαυτό του από την οικτρή και γελοία θέση του κατεβαίνοντας από το σταυρό. Ζητά να τον πιστέψουμε. Υπάρχει εύκολο μέσο να μας κάνει να πιστέψουμε. Ας κατεβεί από το σταυρό (γ).
Όταν σε παλαιότερο κάπως χρόνο ζητούσαν σημείο (=σημάδι, θαύμα) από τον ουρανό, τους είπε, ότι το σημείο το οποίο θα τους έδινε, δεν θα ήταν το να κατεβεί από το σταυρό, αλλά το να αναστηθεί από τον τάφο, όπου θα τοποθετούνταν νεκρός. Κι αυτό θα αποδείκνυε πολύ περισσότερο τη δύναμή του, από όσο εάν κατέβαινε τώρα από το σταυρό. Εάν κατέβαινε από το σταυρό, θα μπορούσαν να πουν, ότι οι σταυρωτές δεν τον είχαν σταυρώσει καλά ή τους ξεγέλασαν προσποιούμενοι ότι τον σταύρωσαν.
Αλλά η ανάστασή του θα ήταν σημείο μοναδικό, καταπληκτικό και που επιβεβαιώνει τη δύναμή του όσο κανένα άλλο. Παρόλ’ αυτά και για αυτήν είπαν, ότι οι μαθητές έκλεψαν το σώμα του Ιησού. Το να θέτουμε εμείς όρους για να πιστέψουμε και να μην συμμορφωνόμαστε με τα μέσα, τα οποία ο Θεός παρέχει για στηριγμό μας στην πίστη, δεν αποτελεί μόνο αξίωση βλάσφημη να υποτάξουμε το Θεό στην ιδιοτροπία μας και τον εγωισμό μας, αλλά και ανόητη υπεκφυγή της πεισματικής απιστίας μας.
(4)    Ως προς το ληστή που μετανόησε: «Ένας όμως από τους ευαγγελιστές λέει, ότι και οι δύο ληστές λοιδορούσαν τον Ιησού. Και αυτό λοιπόν είναι αληθές, το οποίο και κατεξοχήν αυξάνει την ευγνωμοσύνη αυτού του ληστή. Διότι ήταν λογικό μεν να λοιδορήσει αυτός στην αρχή, με τη μία όμως έδειξε τόσο μεγάλη τη μεταβολή» (Χ).
Η συμπεριφορά όμως του άλλου αποδεικνύει, ότι και όταν πλησιάζει ο θάνατος, οι μεγαλύτερες τιμωρίες του σώματος για τα κακά που διαπράξαμε και οι πιο ταπεινωτικές παιδεύσεις της θείας Πρόνοιας, δεν κάμπτουν τη διαφθορά της ψυχής ούτε περιορίζουν την κακία της.

Μαρκ. 15,33  Γενομένης δὲ ὥρας ἕκτης σκότος ἐγένετο(1) ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης(2)·
Μαρκ. 15,33   Όταν δε η ώρα έγινε εξ από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή δώδεκα μεσημέρι, απλώθηκε σκοτάδι εις όλην την γην έως τας τρεις το απόγευμα.
(1)    «Μέρα μεσημέρι, για να μάθουν όλοι οι κάτοικοι της γης» (β). «Και αν μεν ήταν καιρός έκλειψης, θα μπορούσε κάποιος να λέει, ότι ήταν φυσικό το σκοτάδι· τώρα όμως η σελήνη ήταν στην δέκατη τέταρτη ημέρα, όταν ήταν αδύνατον να γίνει έκλειψη φυσική» (Θφ). Το σκοτάδι αυτό δεν οφειλόταν σε φυσική έκλειψη του ηλίου, αφού ήταν πανσέληνος, αλλά όπως ο σεισμός και το σχίσιμο του καταπετάσματος του ναού, ήταν υπερφυσική εκδήλωση συμπάθειας της φύσης για αυτά που συνέβαιναν στην πνευματική σφαίρα. Όλοι οι συνοπτικοί ευαγγελιστές αναφέρουν το σκοτάδι (γ).
«Όταν έγινε λοιπόν έκτη ώρα, συνέβη το σημείο από τον ουρανό που ζητούσαν από τον Ιησού, το οποίο και υποσχέθηκε ότι θα δώσει, λέγοντας· γενιά πονηρή και μοιχαλίδα σημάδι ζητά, και σημάδι δεν θα δοθεί σε αυτήν παρά μόνο το σημάδι του Ιωνά, και όταν υψώσετε τον υιό του ανθρώπου τότε θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι. Διότι ήταν πολύ πιο θαυμαστό να γίνουν αυτά ενώ ήταν καρφωμένος στο σταυρό παρά όταν βάδιζε στη γη. Και αυτό ακριβώς που ουδέποτε προηγουμένως συνέβη (=το σκοτάδι) παρά μόνο στην Αίγυπτο, όταν τελούνταν το Πάσχα. Διότι και εκείνα ήταν τύπος αυτών εδώ» (β). Έκτακτο φως έχυσε ολόγυρα τη λάμψη του, όταν ο Χριστός γεννιόταν (Λουκ. β 9) και αστέρι φωτεινό ανήγγειλε το γεγονός αυτό (Ματθ. β 2).
Πρέπον λοιπόν ήταν και τώρα σκοτάδι έκτακτο να αναγγείλει το θάνατο αυτού, ο οποίος είναι το φως του κόσμου. Το έγκλημα, που αποτολμήθηκε εναντίον του Κυρίου προκαλεί τη φρίκη του ουρανού και το στεναγμό της γης και δημιουργεί αταξία και σε αυτόν τον φυσικό κόσμο. Τέτοια κακία ουδέποτε έως τώρα είδε ο ήλιος και απέκρυψε για αυτό τις ακτίνες του. Και με το καταπληκτικό αυτό σκοτάδι ζήτησε ο Κύριος της φύσης να φράξει τα στόματα των βλάσφημων, οι οποίοι εξευτέλιζαν το Χριστό και τώρα ακόμη που κρεμιόταν στο σταυρό.
Και φαίνεται, ότι προς στιγμήν τέτοιος φόβος έπεσε πάνω τους, ώστε, παρόλο που οι καρδιές τους παρέμεναν αμετάβλητες, παρέμειναν σιωπηλοί και στέκονταν αμφιβάλλοντας για το τι το σκοτάδι αυτό να σήμαινε. Έως ότου μετά από τρεις ώρες που διαλύθηκε το σκοτάδι, σκλήρυναν και αυτοί τις καρδιές τους, όπως άλλοτε ο Φαραώ, όταν η παρόμοια πληγή, που έπληξε την Αίγυπτο πέρασε.
Αλλά ο Χριστός, παλεύοντας ήδη με τις αρχές του σκότους (τον διάβολο, τους δαίμονες), διεξάγει τον αγώνα του στο ίδιο το πεδίο τους, κάνοντας έτσι τη νίκη του ακόμη περισσότερο φανερή. Κατά τη διάρκεια του σκοτεινού αυτού τρίωρου δεν τον ακούμε να λέει τίποτα. Με σιωπηλή περισυλλογή αγωνίζεται προς τον άρχοντα του σκότους αυτού του αιώνος, ο οποίος εντός ολίγου «θα διωχτεί έξω» ηττημένος και ντροπιασμένος για πάντα.
(2)    Ήταν η ώρα της προσευχής (δες Πράξ. γ 1), όταν τα πασχαλινά θύματα οδηγούνταν για θυσία (σ).

Μαρκ. 15,34   καὶ τῇ ὥρᾳ τῇ ἐνάτῃ ἐβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ(1) λέγων· Ἐλωΐ Ἐλωΐ, λιμᾶ σαβαχθανί(2); ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, ὁ Θεός μου ὁ Θεός μου(3), εἰς τι(4) με ἐγκατέλιπες(5);
Μαρκ. 15,34  Και κατά την τρίτην ώραν του απογεύματος εφώναξε με μεγάλην φωνήν ο Κυριος• “Ελωΐ, Ελωΐ, λιμά σαβαχθανί”, το οποίον εις την ελληνικήν γλώσσαν ερμηνεύεται “Θεε μου, Θεε μου διατί με εγκατέλιπες;”
(1)    Όχι με φωνή αδύναμου ανθρώπου εξαντλημένου. Αυτό ήθελε ο ευαγγελιστής να τονίσει, όπως συμπεραίνεται και από το στίχο 37, κατά τον οποίο πριν εκπνεύσει ο Κύριος έκραξε με φωνή μεγάλη, η οποία θεωρήθηκε από τον κεντυρίωνα ως σημάδι ηρωικού μεγαλείου (σ).
(2)    Υπάρχει και η γραφή λαμά σαβαχθανί. Τα λόγια αυτά είναι από το Ψαλμός κα 1. Ελωΐ είναι συριακός τύπος αντί για το εβραϊκό Ηλεί, το σαβαχθανεί είναι χαλδαϊκός τύπος του εβραϊκού αζαμπτανί (γ). Αλλά η παρανόηση των λόγων από τους παριστάμενους Ιουδαίους, που θεώρησαν ότι ο Ιησούς καλούσε τον Ηλία, δίνει την αφορμή να υποθέσουμε, ότι είπε τα λόγια αυτά στην αρχαία εβραϊκή του πρωτοτύπου και ότι στην παράδοση μεταφέρθηκαν στη συροχαλδαϊκή γλώσσα (σ).
Πιθανή η εικασία, αλλά όχι και τελείως απρόσβλητη, όπως θα δούμε. «Φωνάζει ο Κύριος στα εβραϊκά το προφητικό λόγιο, δείχνοντας ότι και μέχρι την τελευταία του πνοή τιμά τα εβραϊκά (πράγματα)» (Θφ).
(3)  Μεταφράζει ο Μάρκος τη φράση του Κυρίου για τους αναγνώστες, που αγνοούν την αραμαϊκή.
(4)     Γιατί; (b).
(5)    «Το «με εγκατέλειψες», να το εννοήσεις αντί για το· τη φύση μου την ανθρώπινη» (Θφ). Είναι κραυγή προσώπου που στερήθηκε για ένα διάστημα τα αισθητά σημεία της κοινωνίας με το Θεό, και που δοκιμάζει νέα άγνωστη σε αυτό και παράδοξη πείρα. Ενώ δηλαδή αυτός μέσα στο σκοτάδι που τον κύκλωνε ήταν προσκολλημένος στο Θεό, πλήρης πίστης και εμπιστοσύνης προς αυτόν με συνείδηση άμεμπτη και σε όλα αγαθή, στερούνταν κατά τις στιγμές εκείνες τη χαρά, την οποία δημιουργεί η κοινωνία με το Θεό. Ό,τι αισθάνεται τώρα ο Ιησούς είναι ανεξερεύνητο για μας. Η ψυχή του βρισκόταν σε τελείως διαφορετική σχέση  από τις δικές μας σχέσεις με τον άνθρωπο και την αμαρτία του αφ’ ενός, με το Θεό και τη χάρη του αφ’ ετέρου (σ).
Αναμφίβολα ουδέποτε θλίψη υπήρξε όμοια με τη θλίψη, η οποία απέσπασε το παράπονο αυτό από τα χείλη εκείνου, ο οποίος υπήρξε απολύτως ελεύθερος από την αμαρτία και όμως δοκιμάζει ολόκληρη την πικρία της. Και μέσα στην τόσο σκληρή δοκιμασία του, παραμένει στερεά προσκολλημένος προς τον Πατέρα, τον οποίο επικαλείται με όλη την αφοσίωση της καρδιάς του αποκαλώντας αυτόν όχι απλώς Θεό, αλλά Θεό δικό του. Θεέ ΜΟΥ λέει. Ήταν δούλος του Θεού τη στιγμή εκείνη, εκτελώντας τη βουλή του, ικανοποιώντας τη δικαιοσύνη του, απαρνούμενος εξ’ ολοκλήρου τον εαυτό του, για να αρέσει σε αυτόν, και έχοντας τη συνείδηση, ότι τίποτα δεν έπραξε, το οποίο να αποκλείει από αυτόν το δικαίωμα να αποκαλέσει το Θεό Θεό κατεξοχήν δικό του.
Παρόλ’ αυτά ο Θεός τον έχει εγκαταλείψει. Όχι διότι η ένωση μεταξύ θείας και ανθρώπινης φύσης εξασθένησε κάπως κατά τις στιγμές αυτές. Διότι και τώρα «ο Θεός ήταν μέσα στο Χριστό συμφιλιώνοντας τον κόσμο με τον εαυτό του» (Β΄ Κορ. ε 19) και «μέσω του αιωνίου πνεύματος προσφέρει τον εαυτό του ακηλίδωτο στο Θεό» (Εβρ. θ 14). Ούτε διότι η προς αυτόν αγάπη του Πατέρα μειώθηκε, διότι «για αυτό αγαπά αυτόν ο Πατέρας, επειδή θυσιάζει τη ζωή του για τα πρόβατα» (Ιω. ι 17). Αλλά παρέδωσε αυτόν ο Πατέρας σε χέρια εχθρών και δεν παρουσιάζεται τώρα να ελευθερώσει αυτόν.
Οι δυνάμεις του σκότους έχουν επιπέσει λυσσαλέες εναντίον του και ούτε άγγελος από τον ουρανό εμφανίζεται να τον ενισχύσει, όπως στη Γεθσημανή, ούτε κάποιος φίλος πάνω στη γη παρουσιάζεται να τον παρηγορήσει. Απέσυρε όμως και ο Πατέρας την εσωτερική παρηγοριά, την οποία δοκίμαζε πριν το πάθημα ως υιός αγαπητός, στον οποίο ο Πατέρας ευαρεστήθηκε. Και έφερε σε αυτόν και στην ψυχή του την κατεξοχήν θλιβερή αίσθηση της κατά του ανθρώπου οργής του για την αμαρτία.
Ο Χριστός έγινε αμαρτία για μας, κατάρα για μας. Και για αυτό ο Θεός ο οποίος τον αγαπούσε ως Υιό του, σκυθρώπαζε εναντίον του ως εγγυητή που ανάλαβε την πληρωμή του χρέους του χρεωκοπημένου ανθρώπου. Ο Πατέρας στέκει μακριά από τον πάσχοντα Υιό. Και αυτό αυτή τη στιγμή αισθάνεται ο Ιησούς. Δεν λέει: Γιατί περιφρονούμαι; Γιατί πονώ; Γιατί είμαι καρφωμένος; Αλλά λέει: Γιατί με εγκατέλειψες. Γιατί στερούμαι τη γλυκιά παρηγοριά από την παρουσία σου;

Μαρκ. 15,35 καί τινες τῶν παρεστηκότων ἀκούσαντες ἔλεγον· ἴδε(1) Ἠλίαν φωνεῖ(2).
Μαρκ. 15,35  Και μερικοί από αυτούς που έστεκαν εκεί, όταν ήκουσαν τον λόγον αυτόν, έλεγαν• “κύτταξε, φωνάζει τον Ηλίαν”.
(1)    Λέγεται εδώ σαν επιφώνημα, με το οποίο προκαλείται η προσοχή σε αυτό που θα συμβεί (γ).
(2)    Είναι δυνατόν ο Κύριος να είπε τα προηγούμενα λόγια στα αραμαϊκά, στη γλώσσα δηλαδή την επιχώρια και καθομιλουμένη και να παρανοήθηκαν από τους παριστάμενους. Ήταν ενδεχόμενο μέσα στο θόρυβο να μην άκουσαν όλα τα λόγια του Κυρίου και μόνο το όνομα να έπεσε ευδιάκριτα στα αυτιά τους. Και το ότι η έλευση του Ηλία συνδυάστηκε από τους προφήτες (Μαλαχ. δ 5) με την ημέρα του Κυρίου θα υποβοήθησε στην παρανόηση αυτή (γ).
Κατά την αντίληψη του λαού ο Ηλίας θα ερχόταν κατά την εποχή του Μεσσία. Επιπλέον κατά την ιουδαϊκή παράδοση ο Ηλίας ήταν ο μόνιμος βοηθός του λαού σε ώρες δοκιμασίας και κινδύνου (σ).

Μαρκ. 15,36  δραμὼν δὲ εἷς καὶ γεμίσας σπόγγον ὄξους περιθείς τε καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτὸν(1) λέγων(2)· ἄφετε ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας καθελεῖν αὐτόν(3).
Μαρκ. 15,36   Έτρεξε δε ένας, εγέμισε με ξύδι ένα σφουγγάρι και αφού το έβαλε γύρω από ένα καλάμι, τον επότιζε λέγων• “αφήστε, δια να ίδωμεν, εάν θα έλθη ο Ηλίας να τον κατεβάση από τον σταυρόν”.
(1)    Αυτή υπήρξε προφανώς πράξη ευσπλαχνίας και το ακόλουθο «αφήστε» υποδηλώνει, ότι σημειώθηκε κάποια αντίδραση σε αυτόν, αλλά αυτός την υποτιθέμενη αυτή πρόσκληση του Ηλία την χρησιμοποίησε ως πρόφαση, για να διευκολυνθεί στην πραγματοποίηση της πρόθεσής του (γ). Φαίνεται, ότι υπέθεσε αυτός, ότι ο Ιησούς εμφάνιζε σημάδια εξάντλησης ή λιποθυμίας (σ).
(2)    Σύμφωνα με τον Ματθαίο οι υπόλοιποι έλεγαν «Άφησε· ας δούμε, αν θα έλθει ο Ηλίας να τον σώσει». «Είναι λογικό αυτό να το είπαν και εκείνοι και αυτός» (Ζμ), με κάποια ειρωνεία εκείνοι, ενώ με συμπάθεια αυτός.
(3)    Το νόημα των λόγων αυτών μπορεί να αποδοθεί ως εξής: Αφήστε με να του δώσω αυτό και να του παρατείνω τη ζωή και τότε θα μας δοθεί η ευκαιρία να δούμε, εάν θα έλθει ο Ηλίας να τον βοηθήσει (γ).

Μαρκ. 15,37  ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀφεὶς φωνὴν μεγάλην(1) ἐξέπνευσε.
Μαρκ. 15,37  Ο δε Ιησούς αφού αφήκε φωνήν μεγάλην εξέπνευσε.
(1)    «Αφού έκραξε ο Ιησούς με μεγάλη φωνή εξέπνευσε, σαν να προσκαλούσε το θάνατο ως δεσπότης και σαν κάποιος που πεθαίνει με την εξουσία του» (Θφ).
Ήταν η φωνή αυτή σημάδι, ότι, παρά τους πόνους του και τους κόπους του, η ζωή του ήταν ολόκληρη σε αυτόν και η ανθρώπινη φύση του παρέμενε ισχυρή. Σε αυτούς που πεθαίνουν το πρώτο που εξασθενεί είναι η φωνή. Με πνοή που χάνεται και γλώσσα που τραυλίζει μόλις κάποιες λέξεις με πολλή βία βγαίνουν από το στόμα τους, που ακόμη πιο δύσκολα ακούγονται. Αλλά ο Χριστός, πριν ακόμη εκπνεύσει, μίλησε σαν άνθρωπος με πλήρεις δυνάμεις και έδειξε έτσι ότι «τη ζωή του κανείς δεν την παίρνει από αυτόν» αλλά «αυτός από μόνος του τη θυσιάζει», ως πράξη και ενέργεια που εξαρτάται εξ’ ολοκλήρου από τη θέλησή του και συντελείται από αυτήν.
Το έργο του συντελέστηκε. Η νίκη του είναι πλήρης. Και σέρνει θριαμβευτικά τις αρχές και τις εξουσίες του σκότους παραδειγματίζοντας και διαπομπεύοντας αυτές συντετριμμένες και ντροπιασμένες. Η φωνή του μοιάζει με τη φωνή της σάλπιγγας, η οποία ηχούσε πάνω από τις θυσίες. Είναι φωνή μεγάλη, θριαμβευτική, η οποία δήλωνε, ότι ο θάνατός του θα διακηρυσσόταν σε ολόκληρο τον κόσμο και ολόκληρη η ανθρωπότητα θα επωφελούνταν από αυτόν, αντλώντας από αυτόν την σωτηρία της και την αιώνια κατά του κακού νίκη της.

Μαρκ. 15,38   Καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη(1) εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω.
Μαρκ. 15,38   Και αμέσως το καταπέτασμα του ναού, που εχώριζε τα άγια από τα αγία των αγίων, εσχίσθη εις τα δύο από επάνω έως κάτω.
(1)    Το σχίσιμο του καταπετάσματος στο Μάρκο συμβολίζει βεβαίως το αποτέλεσμα του θανάτου του Χριστού. Αλλά με ποια έννοια; (σ). Η πιο πιθανή: «Σχίστηκε το καταπέτασμα και με αυτό δήλωνε ο Θεός, ότι η χάρη του Πνεύματος έφυγε από το ναό και ότι τα άγια των αγίων θα γίνουν σε όλους θεατά και προσβάσιμα· το οποίο και έγινε, όταν μπήκαν οι Ρωμαίοι· δηλώνει επίσης και ότι πενθεί και ο ναός» (Θφ).
«Το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στη μέση ολόκληρο και καταργήθηκε από αυτόν ως προς τη δύναμή της η ευάρεστη στο Θεό θυσία και σπονδή που γινόταν κατά τη διάταξη του νόμου, και όταν αυτή η θυσία σταμάτησε, ακολούθησε στον τόπο αυτόν το βδέλυγμα της ερήμωσης» (Ε).
Τον είχαν κατηγορήσει ότι θα κατέστρεφε το ναό, παίρνοντας τα λόγια του κατά γράμμα και διαστρέφοντας την έννοιά τους. Ήδη με το δείγμα αυτό της δύναμής του, ας μάθουν, ότι αν ήθελε, θα μπορούσε και το ναό ολόκληρο να γκρεμίσει σε ερείπια (Henry). Το σημείο αυτό υπαινίσσεται την προσεχή καταστροφή του ναού και της λατρείας του όπως προφητεύτηκε από τον Κύριο στο Μάρκ. ιγ 2. Αρκετά παραδόξως βρίσκεται και ένα χωρίο στο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ (Joma 39 b), το οποίο περιέχει την ιδέα, ότι η καταστροφή του ναού προεικονίστηκε κατά τρόπο σκιώδη κατά τον χρόνο αυτόν, στον οποίο συνέπεσε η σταύρωση του Κυρίου: «Σαράντα χρόνια πριν την καταστροφή του ναού οι πύλες του άνοιξαν από μόνες τους, έως ότου ο ραββίνος Ιωχανάν μπεν Ζακχαί μάλωσε αυτές λέγοντας· Ω ναέ, ναέ· γιατί ταράζεσαι; Γνωρίζω, ότι το τέλος σου είναι κοντά» (σ).
Άλλη εκδοχή αρκετά σοβαρή: Ο ναός ήταν ο τόπος, όπου ο Θεός φανέρωνε τον εαυτό του και όπου μόνος ο αρχιερέας μπορούσε να μπει μία φορά το χρόνο. Το σχίσιμο του καταπετάσματος λοιπόν σημαίνει την άρση του χωρισμού μεταξύ του Θεού και του λαού του και την προσέλευση και παρουσίαση του νέου Ισραήλ στην παρουσία του (γ).
«Έτσι ώστε λοιπόν, εμείς που πορευόμαστε στα χνάρια του Χριστού, να τρέχουμε λοιπόν στην ενδότερη σκηνή χωρίς τίποτα να μας εμποδίζει» (β).
Εγκαινιαζόταν ήδη και διανοιγόταν νέα ζωντανή οδός προς τον Θεό. Το καταπέτασμα χώριζε και εμπόδιζε το λαό, να πλησιάσει στα άγια των αγίων, όπου η δόξα του Θεού έκανε αισθητή την παρουσία της. Αλλά το σχίσιμο του καταπετάσματος σήμαινε, ότι ο Χριστός με το θάνατό του, άνοιξε είσοδο προς το Θεό. Είσοδο για τον εαυτό του. Η ημέρα αυτή ήταν η μεγάλη ημέρα του εξιλασμού, κατά την οποία ο Κύριός μας ως ο μέγας αρχιερέας μπήκε στα αληθινά άγια, τον ουρανό, «βρίσκοντας αιώνια λύτρωση όχι με αίμα ταύρων και τράγων, αλλά με το δικό του αίμα» (Εβρ. θ 12).
Ανοίξτε τις πύλες οι άρχοντές σας και σηκωθείτε πύλες αιώνιες, διότι ο ιερέας και βασιλιάς της δόξας θα μπει. Αν και μετά από σαράντα μέρες πρόκειται ένδοξα να μπει, όμως το δικαίωμα του να μπει αποκτήθηκε τώρα αναφαίρετα. Άνοιξε είσοδο για μας. Διότι ήδη «έχουμε θάρρος ότι θα μπούμε στα Άγια με το αίμα του Ιησού και την είσοδο αυτή εγκαινίασε για μας ο Χριστός και άνοιξε αυτήν ως δρόμο νέο που οδηγεί στην αιώνια ζωή και μπήκε αυτός δια μέσου του καταπετάσματος, δηλαδή με τη σάρκα του» (Εβρ. ι 19). Πέθανε, για να μας φέρει στο Θεό και για να σχίσει το καταπέτασμα εκείνο της ενοχής και της οργής, το οποίο παρεμβαλλόταν ανάμεσα σε μας και στο Θεό· για να απομακρύνει τα χερουβείμ και την πύρινη ρομφαία και να ανοίξει σε μας το δρόμο προς το δέντρο της ζωής. Έχουμε ελεύθερη την είσοδο μέσω του Χριστού στο θρόνο της χάρης τώρα και στο θρόνο της δόξας ύστερα.

Μαρκ. 15,39  Ἰδὼν δὲ ὁ κεντυρίων(1) ὁ παρεστηκὼς ἐξ ἐναντίας αὐτοῦ ὅτι οὕτω κράξας(2) ἐξέπνευσεν, εἶπεν· ἀληθῶς ὁ ἄνθρωπος οὗτος υἱὸς ἦν Θεοῦ(3).
Μαρκ. 15,39  Όταν δε ο εκατόνταρχος, που εστέκετο απέναντί του, είδεν ότι ο Ιησούς, αφού έκραξε με ισχυράν φωνήν  παρέδωσε το πνεύμα του, είπε• “αλήθεια• ο άνθρωπος ούτος ήτο Υιός Θεού”.
(1)    Από λατινική λέξη. «Δηλαδή ο εκατόνταρχος. Διότι κέντουμ λένε οι Ρωμαίοι το εκατό» (Θφ).
(2)     Δύο εκδοχές υπάρχουν. Η σοβαρότερη· «ο κεντυρίων πίστεψε, ότι πέθανε με εξουσία. Διότι άφησε μεγάλη φωνή, δηλαδή λαμπρή και η οποία δεν είχε κανένα σημάδι θανάτου» (β). Ο τρόπος αυτός της εκπνεύσεως του Ιησού προκάλεσε βαθύτατη εντύπωση στον εκατόνταρχο. Ο Ιησούς με τη φωνή αυτή εκδήλωσε θαυμαστή δύναμη ενέργειας και στις τελευταίες του στιγμές σε αντίθεση με την κωματώδη κατάσταση, στην οποία κατά κανόνα κατέληγαν οι σταυρούμενοι. Ο τρόπος αυτός, με τον οποίο ο Ιησούς πέθαινε ήταν εξ’ ολοκλήρου ξένος με την πείρα του στρατιώτου αυτού, ο οποίος είχε παραστεί σε τόσες θανατικές εκτελέσεις (σ).
Ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο εκατόνταρχος συνδύασε τα σημάδια (σκοτάδι, σεισμός κλπ.) με την κραυγή, με την οποία ονόμαζε πατέρα του το Θεό και συμπέρανε, ότι αυτός για τον οποίο έγιναν τέτοια σημεία, βεβαίως και αληθινά ήταν υιός του Θεού· το ούτω κράξας λοιπόν δεν αναφέρεται στην ισχύ ή τον τρόπο της φωνής, αλλά ισοδυναμεί με το «έτσι φώναξε», δηλαδή αφού είπε τέτοια (δ).
(3)    Υιός Θεού, όπως αντιλαμβάνονταν αυτό οι εθνικοί πολυθεϊστές.= Ήρωας (γ). Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο σκληρός και τραχύς στρατιώτης της Ρώμης κάμφθηκε. Κάτω από την άγρια όψη, υπήρχε καρδιά, η οποία δεν είχε τελείως διαφθαρεί. Δεν υπάρχει ψυχή, οσοδήποτε ατρόμητη μπροστά στα αίματα και ασυγκίνητη μπροστά στα σκληρά θεάματα, την οποία να μην μπορεί ο Χριστός να κάμψει και να ταπεινώσει, αρκεί αυτή να μην είναι εξ’ ολοκλήρου πωρωμένη.
Ο κεντυρίων πριν από λίγο συγκαταλεγόταν μεταξύ των διωκτών του Χριστού και επέβλεπε στο να φτάσει στο τέρμα το σκληρό πάθημά του. Πόσο γρήγορα μπορεί ο Θεός, με τη δύναμη την οποία ασκεί πάνω στις συνειδήσεις, να μεταβάλλει τις γλώσσες των ανθρώπων και να προκαλεί ομολογίες της αλήθειας από τα στόματα εκείνων, οι οποίοι έπνεαν απειλές και σφαγή και βλασφημίες.
Οι αρχιερείς παρόλ’ αυτά μένουν ασυγκίνητοι, όταν ο Ρωμαίος εθνικός αρχίζει να ανοίγει τα μάτια του και να βλέπει. Θλιβερό προμήνυμα της τύφλωσης, η οποία θα ερχόταν στον Ισραήλ, την ώρα που το ευαγγέλιο θα παρείχε άπλετο το φωτισμό του στα έθνη.

Μαρκ. 15,40  Ἦσαν δὲ καὶ γυναῖκες ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι(1), ἐν αἷς ἦν καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ(2) καὶ Ἰωσῆ μήτηρ, καὶ Σαλώμη(3),
Μαρκ. 15,40  Ήσαν δε και μερικαί γυναίκες, που από μακρυά παρακολουθούσαν τα γεγονότα, μεταξύ των οποίων ήτο και η Μαρία η Μαγδαληνή, και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή, και η Σαλώμη.
(1)    Από μακριά παρατηρούσαν χύνοντας άφθονα δάκρυα και έχοντας φοβερά τραυματισμένες τις καρδιές. Θα πλησίαζαν, αλλά οι εκτελεστές και οι εχθροί του Ιησού απομάκρυναν αυτές. Παρά ταύτα μένουν εκεί και δεν διασκορπίζονται, όπως οι μαθητές. Και οι από το ασθενέστερο φύλο συχνά με τη χάρη του Θεού γίνονται ισχυρές στην πίστη, έτσι ώστε η δύναμη του Χριστού να αποδεικνύεται τέλεια μέσα στην ασθένεια. Υπήρξαν πολλές γυναίκες μάρτυρες, περίφημες για το θάρρος και την απόφασή τους υπέρ της δόξας του Χριστού.
(2)    Κυρίως χρησιμοποιείται για το ανάστημα (σ). Ονομάζεται μικρός ο Ιάκωβος πιθανότατα για διάκριση από τους άλλους τους πιο επίσημους που είχαν το ίδιο όνομα. Αλλά εάν το επίθετο αυτό χαρακτηρίζει αυτόν ως μικρότερο κατά το ανάστημα ή την ηλικία ή ως λιγότερο σπουδαίο και επίσημο, δεν έχουμε δεδομένα για να βεβαιωθούμε (γ).
(3)    «Ενώ ήταν πολλές και άλλες γυναίκες, κατ’ εξοχήν αυτές ονομάστηκαν, αυτές που περισσότερο παρατηρούσαν και διακονούσαν και πιο πολύ τον ακολουθούσαν» (β). Αξιώθηκαν αυτές ιδιαίτερης μνείας, διότι και ιδιαιτέρως αγάπησαν το Χριστό και περισσότερο από τις άλλες αφοσιώθηκαν σε αυτόν. Ο Θεός τιμά και θα τιμά εκείνους οι οποίοι τιμούν το Χριστό.

Μαρκ. 15,41  αἳ καὶ ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ(1) ἠκολούθουν αὐτῷ καὶ διηκόνουν(2) αὐτῷ, καὶ ἄλλαι πολλαὶ(3) αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα.
Μαρκ. 15,41  Αυταί και όταν ευρίσκετο ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν τον ακολουθούσαν και τον υπηρετούσαν. Ήσαν ακόμη και πολλαί άλλαι, αι οποίαι είχαν ανεβή μαζί με αυτόν από την Γαλιλαίαν εις τα Ιεροσόλυμα.
(1)    Στη Γαλιλαία πέρασε το περισσότερο της ζωής του και της δημόσιας δράσης του. Και ερχόταν στα Ιεροσόλυμα κατά τις εποχές των γιορτών (b). Οι τρεις γυναίκες που αναφέρθηκαν αποτελούσαν τον γύρω από τον Ιησού στενότερο κύκλο των μαθητριών, οι οποίες τον ακολουθούσαν και τον υπηρετούσαν στις ανάγκες του (γ).
(2)    «Η διακονία των γυναικών… (περιλάμβανε) και τις χρηματικές δαπάνες» (β). Υπάρχει ευρύ πεδίο, στο οποίο και οι γυναίκες μπορούν να διακονήσουν το Χριστό. Εάν εμποδίζονται να τον υπηρετούν κοντά στο θυσιαστήριο, τίποτα δεν τις εμποδίζει να γίνουν διάκονοί του στην υπηρεσία της αγάπης και της ομολογίας του ονόματός του.
Για κανέναν άλλον δεν γράφεται στα ευαγγέλια, ότι διακόνησε τον Κύριο, ο οποίος ήλθε να διακονήσει και όχι να διακονηθεί. Και οι πρώτες, οι οποίες αξιώθηκαν να ονομαστούν διάκονοι του Κυρίου, υπήρξαν οι γυναίκες αυτές. Θα ήθελαν και κατά τις σκληρές αυτές στιγμές να είναι κοντά του και να τον διακονήσουν σε ό,τι θα μπορούσαν. Αλλά όταν ο Χριστός έπασχε οι άριστοι των φίλων του υποχρεώθηκαν να είναι θλιβεροί θεατές του παθήματός του. Και αυτές οι ουράνιες δυνάμεις στέκονταν αόρατα δίπλα στο Σταυρό με φόβο και τρόμο παρακολουθώντας το μυστήριο της απολύτρωσής μας.
(3)    Εκτός από τις τρεις γυναίκες υπήρξε και άλλος όμιλος γυναικών πιο πολυάριθμος, ο οποίος είχε ακολουθήσει τον Ιησού κατά το τελευταίο ταξίδι από τη Γαλιλαία στα Ιεροσόλυμα (σ).

Η ταφή του Λυτρωτή

Μαρκ. 15,42  Καὶ ἤδη ὀψίας γενομένης, ἐπεὶ ἦν Παρασκευή(1), ὅ ἐστι προσάββατον(2),
Μαρκ. 15,42   Και αργά πλέον το απόγευμα, επειδή ήτο Παρασκευή, παραμονή του Σαββάτου, πριν δύση ο ήλιος και αρχίση η αργία του Σαββάτου,
(1)    Η φράση παρέχει το λόγο, για τον οποίο ο Ιωσήφ προέβη στο διάβημά του κατά την ώρα εκείνη. Η αποκαθήλωση και ταφή του σώματος ήταν παράνομη κατά την ημέρα του Σαββάτου (γ). Η λέξη παρασκευή έγινε τεχνικός όρος για δήλωση της έκτης ημέρας της εβδομάδας. Σημαίνει προπαρασκευή και προετοιμασία για την ακόλουθη ημέρα του Σαββάτου. Η προετοιμασία αυτή για το Σάββατο άρχιζε ιδιαίτερα από την τρίτη μεταμεσημβρινή της έκτης ημέρας και παρατεινόταν μέχρι τη δύση, οπότε και άρχιζε η ημέρα του σαββάτου. Δες Ιωσήπου Αρχαιολ. XVI 6,2 (σ).
(2)  Αφού είπε παρασκευή την ημέρα χάριν των εθνικών (αναγνωστών), εξηγεί αυτήν με τη λέξη προσάββατο, όπως και ονομαζόταν πράγματι στους Αλεξανδρινούς η παρασκευή. Δες Ιουδίθ η 6 (δ). «Προσάββατο λοιπόν λέγεται η Παρασκευή επειδή είναι τοποθετημένη στη σειρά αμέσως πριν το Σάββατο» (Ζ).
«Ούτε αυτό ισχυριζόμαστε ότι έγινε χωρίς λόγο (τυχαία)· δηλαδή, το να υποστεί ο Κύριος το θάνατο την έκτη ημέρα. Διότι έπρεπε αυτός που έπλασε τον άνθρωπο την έκτη ημέρα, την έκτη επίσης να υποστεί τον για χάρη του θάνατο, για να τον λυτρώσει από τη φθορά του θανάτου» (β).
Μαρκ. 15,43   ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ(1) ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων(2) βουλευτής(3), ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ(4), τολμήσας(5) εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα(6) τοῦ Ἰησοῦ.
Μαρκ. 15,43   ήλθεν ο Ιωσήφ, που κατήγετο από την πόλιν Αριμαθαίαν, διακεκριμένος και ευϋπόληπτος βουλευτής, ο οποίος είχε πιστεύσει στον Χριστόν και επερίμενε την βασιλείαν του Θεού. Αυτός ετόλμησε και παρουσιάσθηκε με θάρρος στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού.
(1)    Το άρθρο δηλώνει, ότι το «ο από Αριμαθαίας» είχε γίνει επώνυμο του Ιωσήφ (b).
(2)     Έντιμο μέλος του συνεδρίου (γ). Διακεκριμένος λόγω τιμής και αξιώματος (b). Το ευσχήμων σημαίνει τον καλό στο σχήμα, στους εξωτερικούς τρόπους, τον καλής ανατροφής, τον αγαθό και κόσμιο και επομένως αυτόν που ανήκει στην όντως καλή τάξη της κοινωνίας (δ).
Ο ένδοξος κατά την τιμή, το κύρος και τα πλούτη, ο ευγενής (g). Πολλοί από τους μαθητές του Χριστού ήταν πτωχοί, και ως τέτοιοι ήταν κατεξοχήν κατάλληλοι, για να κηρύττουν το ευαγγέλιό του περιοδεύοντας. Αλλά εδώ παρουσιάζεται μαθητής πλούσιος, έτοιμος να αναλάβει υπηρεσία για τον Ιησού, την οποία άνθρωπος καλής κατάστασης και πλούτου και επιρροής ενδεικνυόταν να φέρει σε πέρας.
Κοσμικά πλούτη και αξιώματα περιφανή, αν και σε πολλούς γίνονται εμπόδια στο δρόμο προς τη βασιλεία των ουρανών, γίνονται στους αγαθούς σπουδαία πλεονεκτήματα και ευκαιρίες για κάποιες διακονίες, στις οποίες άλλοι δεν θα ήταν δυνατόν τόσο αποτελεσματικά να χρησιμοποιηθούν. Εάν μαζί με τον πλούτο ή το αξίωμα συνυπάρχει και καρδιά αγνή και αφοσιωμένη, πρόθυμη να διαθέσει τα πάντα για δόξα του Θεού, ο πλούτος ή το αξίωμα γίνονται αληθινή ευλογία Θεού.
Εδώ ο Ιωσήφ χαρακτηρίζεται ευσχήμων βουλευτής, τιμώντας και την καταγωγή και τον πλούτο και το αξίωμά του και δίκαια θεωρείται από τον ευαγγελιστή αξιότιμος για τα προσόντα του αυτά, διότι εκείνοι είναι οι αληθινά σεβαστοί και αξιότιμοι, οι οποίοι μη παραπλανώμενοι από τη ματαιότητα του πλούτου ή της δόξας, μένουν πιστοί στο καθήκον.
(3)      Μέλος του συνεδρίου στα Ιεροσόλυμα (b).
(4)   Δεν ήταν φανερός ακόλουθος του Ιησού, αλλά ανέμενε τη βασιλεία του Θεού και επιθυμούσε να αποδώσει τιμή στον Ιησού, ο οποίος χάριν της βασιλείας αυτής υπέστη το πάθημα (γ). Ανήκε στην τάξη των αφοσιωμένων Ιουδαίων, όπως ο Συμεών (Λουκ. β 25), από τους οποίους υπήρχαν όχι λίγοι στα Ιεροσόλυμα (Λουκ. β 38) (σ). Ήταν μυστικός οπαδός του, αν και έως τότε φανερά δεν είχε εκδηλωθεί. Ο Χριστός έχει περισσότερους μυστικούς μαθητές και φίλους, από όσο εμείς υπολογίζουμε ή φανταζόμαστε. Όπως στην εποχή του Ηλία «άφησε ο Θεός για τον εαυτό του εφτά χιλιάδες άνδρες», τους οποίους αγνοούσε ο προφήτης, έτσι και σε κάθε γενιά ο Θεός έχει τους δικούς του, σε αρκετό αριθμό που αγνοείται από εμάς.
(5)    Αξιέπαινη τόλμη (b). «Διότι δεν υπολόγισε ότι είμαι πλούσιος και θα χάσω τον πλούτο, εάν ζητήσω το σώμα αυτού που καταδικάστηκε για τυραννία, και θα κατηγορηθώ στους Ιουδαίους» (Θφ).
(6)   Ήταν έθιμο ρωμαϊκό να αφήνουν των σταυρωμένων τα πτώματα για πολύ να κρεμιούνται, εκτεθειμένα στον ήλιο και τη βροχή και στις επιθέσεις των θηρίων και των σαρκοφάγων πτηνών. Στον φιλανθρωπότερο ιουδαϊκό νόμο οριζόταν ρητά ο κρεμάμενος επί ξύλου να μην παραμένει εκτεθειμένος πάνω στο δέντρο κατά τη νύχτα, αλλά να κατεβάζεται και να θάβεται πριν περάσει η ημέρα (Δευτερ. κα 23) (σ).
Ο Πιλάτος ήταν το αρμόδιο πρόσωπο, από το οποίο ο Ιωσήφ έπρεπε να ζητήσει την παραχώρηση του σώματος. Σε περιπτώσεις, που αναφέρονται στην εξουσία των κοσμικών αρχών, οφείλουμε να δείχνουμε σεβασμό στη εξουσία αυτή και να μην επιχειρούμε να καταργήσουμε αυτήν. Το καλό πρέπει να γίνεται ειρηνικά και όχι με ταραχή.

Μαρκ. 15,44   ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε(1), καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι(2) ἀπέθανε·
Μαρκ. 15,44   Ο δε Πιλάτος ηπόρησε, εάν τόσον γρήγορα πράγματι απέθανε ο Ιησούς. Και αφού επροσκάλεσε τον εκατόνταρχον, τον ηρώτησε, εάν είχε πολλήν ώραν που απέθανε ο Ιησούς.
(1)    Συνήθως οι σταυρωμένοι πέθαιναν αργά κα το μαρτύριό τους διαρκούσε από μιάμιση ημέρα μέχρι τρεις ημέρες.
(2)    Ο Ευστάθιος απέδειξε, ότι η λέξη αυτή χρησιμοποιείται και για συντομότερο χρονικό διάστημα (b). «Αν πριν από ώρα πέθανε» (Θφ). Θέλησε ο Πιλάτος να πληροφορηθεί εάν είχε παρεμβληθεί αρκετό οπωσδήποτε διάστημα χρόνου, στο οποίο ο Κύριος δεν παρουσίαζε σημεία ζωής, ώστε να είναι βέβαιος ο θάνατός του (γ). Ο Πιλάτος δεν μένει αδιάφορος στο αίτημα του Ιωσήφ. Θέλει να δώσει το σώμα για ταφή, διότι έτσι έπραττε κάτι για καθησύχαση της συνείδησής του, η οποία, όσο και αν είχε σκληρυνθεί, τού μαρτυρούσε ότι ο Ιησούς ήταν αθώος. Η αίτηση του Ιωσήφ, μέλους του ιουδαϊκού συνεδρίου, και το ενδιαφέρον του Πιλάτου, αποτελούν τιμή για τον Ιησού και μαρτυρία για την ακεραιότητά του και την άδικη καταδίκη του.

Μαρκ. 15,45    καὶ γνοὺς(1) ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ(2).
Μαρκ. 15,45    Και όταν επληροφορήθη από τον εκατόνταρχον το γεγονός, εχάρισε στον Ιωσήφ το σώμα.
(1)    Αφού βεβαιώθηκε για το ότι ο Ιησούς ήταν πράγματι νεκρός (b). Οι πληροφορίες, τις οποίες έλαβε από τον κεντυρίωνα, ήταν η επίσημη βεβαίωση του θανάτου του Ιησού, που απαιτούνταν πριν ακόμη δοθεί η άδεια για να σηκώσουν το νεκρό (γ). Με ειδική παρέμβαση της θείας Πρόνοιας προβαίνει ο Πιλάτος σε διακρίβωση του θανάτου του Ιησού, ώστε να μην χωρά η παραμικρή αμφιβολία για το ότι ο Κύριος είχε πράγματι πεθάνει και να μην μπορεί ακολούθως να αμφισβητηθεί σοβαρά και η πραγματική ανάστασή του. Έτσι η αλήθεια του Χριστού μερικές φορές επιβεβαιώνεται και από τους ίδιους τους εχθρούς του.
(2)    Νέα επέμβαση της θείας Πρόνοιας. Είναι όντως θαυμαστό, πώς οι αρχιερείς δεν έσπευσαν αυτοί να ζητήσουν το σώμα και να βεβηλώσουν αυτό σέρνοντας αυτό στους δρόμους και πετώντας το με χλεύη. Τα απομεινάρια της οργής και του μίσους τους τα δέσμευσε αποτελεσματικά ο Θεός, και το σώμα δόθηκε ως δώρο πολύτιμο στον Ιωσήφ ο οποίος γνώριζε την αξία του. Και οι σκληρές καρδιές των αρχιερέων επηρεάστηκαν από τη θεία Πρόνοια τόσο δραστικά, ώστε δεν αντιτάχτηκαν σε αυτό.

Μαρκ. 15,46       καὶ(1) ἀγοράσας σινδόνα(2) καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι(3) καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ(4), ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας(5), καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου(6).
Μαρκ. 15,46     Και εκείνος, αφού ηγόρασε καινούριο σινδόνι και τον εκατέβασε από τον σταυρόν, ετύλιξε το σώμα στο σινδόνι και έβαλε αυτόν εις μνημείον, που ήτο σκαμμένον εις βράχον• και εκύλισε βαρύν λίθον επάνω εις την θύραν του μνημείου.
(1)    Στον ενταφιασμό του Ιησού δεν έχουμε τίποτα από τις πομπές και την λαμπρότητα, με τα οποία συνοδεύονται στον τάφο οι τιμώμενοι από τον κόσμο. Μια κηδεία απλή και τελείως ιδιωτική ήταν αυτή που κατ’ εξοχήν άρμοζε σε Εκείνον, του οποίου η βασιλεία ήλθε χωρίς επίδειξη. Η ανάμνηση παρόλ’ αυτά της ταφής του θα γίνεται εξακολουθητικώς δια μέσου των γενιών με τιμές και ειλικρινείς εκδηλώσεις συμπάθειας και ευλαβικής λατρείας, τέτοιες που κανείς ποτέ δεν έτυχε ούτε θα τύχει.
(2)    Αγόρασε σεντόνι καινούργιο, αν και σε τέτοιες περιπτώσεις εάν έφερνε και κάποιο παλαιό και μεταχειρισμένο σεντόνι, δεν θα θεωρούνταν ανεπαρκές. Στην απότιση του σεβασμού μας προς το Χριστό πρέπει να είμαστε γενναιόδωροι και να υπηρετούμε αυτόν με ό,τι καλύτερο μπορούμε να προμηθευτούμε, και όχι με ό,τι προχειρότερο μπορούμε να βρούμε.
(3)    «Ο Ιωσήφ λοιπόν αφού πήρε το σώμα, αγόρασε μεν σεντόνι, και αφού κατέβασε αυτόν, τον τύλιξε με το σεντόνι, ενταφιάζοντας το τίμιο με τίμιο τρόπο» (Θφ). Ενείλησεν· από το εν και ειλέω, τυλίσσω=τύλιξε (δ).
(4)    Το τίμιο Σώμα τοποθετήθηκε σε μνημείο, για να «ομοιωθεί σε όλα με τους αδελφούς» εκτός από την αμαρτία, «οι οποίοι εξ’ αιτίας του φόβου που είχαν για το θάνατο, σε ολόκληρη τη ζωή τους κρατούνταν από τη δουλεία της ανησυχίας και της αγωνίας μήπως πεθάνουν» (Εβρ. β 16,17). Έτσι ώστε με αυτόν τον τρόπο να αποδιωχτεί ο τρόμος του τάφου, και να γίνει αυτός εύκολος σε εμάς· για να θερμάνει και να κάνει ευώδες το ψυχρό και ενοχλητικό αυτό κρεβάτι για μας· για να διασκορπίσει το σκοτάδι του τάφου και να διαχύσει σε αυτό το ιλαρό της ελπίδας φως.
(5)    «Έπρεπε αυτός που δεν ήταν όμοιος με τους υπόλοιπους νεκρούς, αλλά έδειξε ζωτικά σημάδια και στη νεκρότητά του το νερό και το αίμα, και ήταν καινούργιος νεκρός, για να τον ονομάσω έτσι, έπρεπε λοιπόν αυτός να μπει σε καινούργιο και καθαρό μνημείο· έτσι ώστε, όπως ακριβώς η γέννησή του ήταν καθαρότερη από κάθε γέννηση, με το να γεννηθεί όχι από σαρκική μίξη, αλλά από παρθένα, έτσι και η ταφή να έχει την καθαρότητα» (Ω). Κατασκευασμένο με σκάλισμα της πέτρας (δ).
Τέτοιοι τάφοι βρίσκονται αρκετοί νότια, δυτικά και βορειοδυτικά της Ιερουσαλήμ (σ). Και άλλη επέμβαση της θείας Πρόνοιας, η οποία οικονόμησε να ταφεί ο Κύριος σε μνημείο σκαλισμένο σε συμπαγές βράχο, ώστε να μην μένει χώρος στο να μπει κάποιος από πίσω ή υπογείως στον τάφο για κλοπή του σώματος. Στο μνημείο μπορούσε να μπει κάποιος μόνο από την πόρτα, η οποία φρουρούνταν.
(6)    Αφού επιτέλεσε αυτά με σιγή και θλίψη ο Ιωσήφ έφυγε. Εξόχως θλιβερή και μελαγχολική η περίπτωση στις κηδείες των χριστιανών φίλων μας, όταν έχουμε αφήσει τα σώματά τους στο σκοτεινό και σιωπηλό τάφο και επιστρέφουμε σπίτι, αφήνοντας αυτούς πίσω μας. Αλίμονο! Δεν είμαστε εμείς που γυρίζουμε σπίτι και αφήνουμε αυτούς πίσω, αλλά αυτοί μεταβαίνουν σε καλύτερο σπίτι και αυτοί αφήνουν εμάς πίσω τους.

Μαρκ. 15,47     ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ(1) ἐθεώρουν(2) ποῦ τίθεται.
Μαρκ. 15,47     Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η μητέρα του Ιωσή παρακολουθούσαν με προσοχήν, που ετέθη το σώμα του Κυρίου.
(1)    Τη Μαρία την ονομάζει απλώς μητέρα Ιωσή και όχι Ιακώβου του μικρού και Ιωσή, όπως παραπάνω (στίχο 40) για συντομία. Το Ιωσής κλίνεται ο Ιωσής, του Ιωσή και του Ιωσήτος (δ). Για αυτό υπάρχει και η γραφή σε μεγαλογράμματο χειρόγραφο «(Μαρία) η Ιωσήτος».
(2)    Όχι απλώς έβλεπαν αλλά εθεώρουν (=παρατηρούσαν) = έβλεπαν με σκοπό (γ), για να γνωρίσουν, πού θα μπορούσαν να βρουν το αγαπημένο σώμα, όταν το Σάββατο θα περνούσε, έχοντας σκοπό να επανέλθουν και να αλείψουν αυτό με μύρα.

Άγιος Σώστης

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Γιατί διαφέρουν οι γενεαλογίες του Χριστού στα Ευαγγέλια του Ματθαίου & του Λουκά;(Μέρος Β΄-κατά Λουκάν)

Συγγραφέας: kantonopou στις 8 Δεκεμβρίου, 2019

Η θεωρία ότι ο Χριστός θα γινόταν άνθρωπος και χωρίς την πτώση των πρωτοπλάστων

(Υπόμνημα στο κατά Λουκάν ,Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 140-146 εκδόσεις «ο Σωτήρ», Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
(Οι παραπομπές των ονομάτων στο τέλος. Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
Λουκ. 3,23  Καὶ αὐτὸς(1) ἦν ὁ Ἰησοῦς ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα ἀρχόμενος(2), ὤν, ὡς ἐνομίζετο, υἱὸς Ἰωσήφ(3), τοῦ Ἡλί(4),
Λουκ. 3,23  Και αυτός ο Ιησούς, δια τον οποίον ελέχθησαν τα ανωτέρω, ήτο, όταν ήρχισε το δημόσιον έργον του, περίπου τριάκοντα ετών, υιός, όπως ενομίζετο από τους Εβραίους, του Ιωσήφ, ο οποίος ήτο υιός του Ηλί,
Στο Λουκά προχωράει η γενεαλογία από κάτω προς τα πάνω, φθάνοντας μέχρι τον πρωτόπλαστο και μέσω αυτού μέχρι το Θεό. Φαίνεται ότι και αυτή φτιάχτηκε με μέθοδο μνημονική, διαιρούμενη σε τμήματα ή 4 σειρές, από τις οποίες μία μεν αποτελείται (η από τον Δαβίδ μέχρι τον Αβραάμ) από δύο επτάδες ή 14 ονόματα, ενώ οι υπόλοιπες τρεις (η από τον Ιησού μέχρι τον Ζοροβάβελ και η από τον Σαλαθιήλ μέχρι τον Νάθαν και η από τον Θάρα μέχρι το Θεό) από τρεις επτάδες ή 21 ονόματα κάθε μία.
Εάν η επταδική αυτή κατάταξη δεν είναι σκόπιμη, παρουσιάζει τουλάχιστον συμπτώσεις και συνδυασμούς περίεργους, οι οποίες βάζουν τη σκέψη, ότι δεν είναι τυχαία. Η σειρά από τον Θάρα μέχρι τον Αδάμ αποτελείται από τους προκατακλυσμιαίους και μετακατακλυσμιαίους πατριάρχες μέχρι τον Αβραάμ, τους οποίους δεν αναφέρει η γενεαλογία του Ματθαίου που αρχίζει από τον Αβραάμ και μετέπειτα. Ανάμεσα στον Αρφαξάδ και τον Σαλά ο θείος Λουκάς ακολουθώντας τους Ο΄ παρεμβάλλει το όνομα του Καϊνάν, που δεν υπάρχει στο Εβραϊκό πρωτότυπο.
Η μεταξύ του Αβραάμ και του Δαβίδ σειρά ταυτίζεται πλήρως με αυτήν του Ματθαίου, με μόνη τη διαφορά ότι ο μεν Ματθαίος απαριθμεί τα ονόματα κατεβαίνοντας, ενώ ο Λουκάς προχωρά ανεβαίνοντας. Ως προς τα ονόματα των δύο άλλων σειρών οι δύο ευαγγελιστές έχουν κοινά μόνο δύο ονόματα, τα του Σαλαθιήλ και Ζοροβάβελ, διαφέροντας τελείως ως προς τα υπόλοιπα. Επιπλέον ο μεν Λουκάς αριθμεί συνολικά από τον Ιησού μέχρι τον Νάθαν 42 ονόματα, ενώ ο Ματθαίος από τον Σολομώντα μέχρι τον Ιησού 28 μόνο. Για συμβιβασμό των διαφορών αυτών δύο προτάθηκαν κύριες λύσεις.
Πρώτη λύση: Ο ευαγγελιστής Ματθαίος παρέχει τη γενεαλογία του Ιωσήφ και ο ευαγγελιστής Λουκάς αυτήν της Θεοτόκου. Ο Ιωσήφ κατάγεται από τον Δαβίδ μέσω του Σολομώντα ακολουθώντας κατευθείαν την προς τα κάτω γραμμή μέχρι τέλους της βασιλείας. Η Μαρία κατάγεται από τον Δαβίδ μέσω του Νάθαν και οι πρόγονοί της, με εξαίρεση ίσως τον Σαλαθιήλ και τον Ζοροβάβελ, είναι όλοι άγνωστοι στην ιστορία.
Το σύστημα αυτό έγινε δεκτό από τον 16ο αιώνα από μεγάλο αριθμό συγγραφέων, ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών, και υποστηρίχτηκε από αυτούς, ότι η παραδοχή αυτού σε τίποτα δεν προσκρούει.
Και μάλιστα α) συμφωνεί πλήρως με το κείμενο του Λουκά αρκεί στο στίχο 23 η φράση «όπως νομιζόταν γιος του Ιωσήφ» να μπει σε παρένθεση, οπότε η έννοια του στίχου θα ήταν: Ο Ιησούς, τον οποίον νόμιζαν γιο του Ιωσήφ, στην πραγματικότητα ήταν γιος του Ηλί.
β) Μία σεβαστή παράδοση αναφέρει, ότι ο πατέρας της Παρθένου λεγόταν Ιωακείμ, ενώ ο Λουκάς ονομάζει αυτόν Ηλί. Αλλά το Χηλί ή Ηλί είναι συντόμευση του Ελιαχείμ και Ελιακείμ, το οποίο έχει την ίδια σημασία με το Ιωακείμ. Στο βιβλίο Ιουδείθ (δ 5,7,11 και ιε 9) ο ίδιος αρχιερέας άλλοτε λέγεται Ιωακείμ (από τη λέξη Γιεχωβά) και άλλοτε Ελιακείμ (από τη λέξη Ελ.) (F.Prat στο  F.Vigouroux Dict. De la Bible ΙΙΙ 168-169). Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι το ίδιο το Ταλμούδ ονομάζει τη Μαρία θυγατέρα του Ηλί (Chagig. 77,4). Από πού οι ραββίνοι άντλησαν αυτήν την πληροφορία; Εάν από τον Λουκά, αποδεικνύει αυτό, ότι νωρίτατα έγινε αντιληπτό από αυτούς το κείμενο του Λουκά με την πρώτη αυτή λύση, μολονότι εκείνοι δεν οδηγούνταν από την προκατάληψη να εναρμονίσουν τα δύο ευαγγέλια. Εάν όμως πάλι άντλησαν την πληροφορία τους από άλλη πηγή, π.χ. την παράδοση, έχουμε πλέον σοβαρή επιβεβαίωση του γενεαλογικού καταλόγου της Παρθένου, τον οποίο ακολούθησε ο Λουκάς (g).
Εναντίον του συστήματος αυτού προβλήθηκε
α) ότι η παράδοση αντιτίθεται σε αυτήν τη λύση. Μολονότι ο Ιλάριος (Mai,Nov. Bibl. Patr.Ι 477) μνημονεύει αυτήν, όμως την αντικρούει. Η αρχαιότητα, όπως και ο μεσαίωνας την αγνοεί. Μόλις γύρω στο τέλος του 15ου αιώνα αρχίζει να αποκτά οπαδούς (Prat). Κανένας Πατέρας ούτε κάποιος θεολόγος πριν τον 15ο αιώνα δεν προσφεύγει σε αυτήν (L).
Η δεύτερη λύση:

Και οι δύο γενεαλογίες αναφέρονται στον Ιωσήφ, αλλά ο μεν Ματθαίος παρέχει τους φυσικούς προγόνους του Ιωσήφ, ενώ ο Λουκάς τους κατά νόμον προγόνους του. Η λύση σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή, αναλύεται σε πλάτος από τον Ιούλιο τον Αφρικανό στην προς Αριστείδην επιστολή του, την οποία αναγράφει και ο Ευσέβιος (Migne 20,89 και 22,965). Και αποδίδει ο Ιούλιος την προτεινόμενη από αυτόν λύση στην παράδοση των κατά σάρκα συγγενών του Κυρίου, των οποίων την αξιοπιστία θεωρεί ανώτερη από κάθε αμφιβολία (Prat). Τη λύση αυτή, την οποία με κάποια ελαφρά τροποποίηση δέχεται και ο Ζ. θα εκθέσουμε στην ερμηνεία.
Όσον αφορά τώρα στην ένσταση πώς η γενεαλογία του Ιωσήφ μπορούσε να είναι και γενεαλογία του Ιησού, αφού γεννήθηκε υπερφυσικά από μόνη τη Μαρία, σημειώνουμε, ότι η ένσταση αυτή καμία δεν θα προκαλούσε εντύπωση σε περιβάλλον εμποτισμένο με ιδέες ιουδαϊκές τόσο, ώστε ούτε οι Πατέρες, οι οποίοι ομόφωνα δέχονται και τις δύο γενεαλογίες ότι είναι του Ιωσήφ, δεν έδωσαν καμία προσοχή σε αυτήν την ένσταση, ούτε ο Ιούλιος ο Αφρικανός αναφέρει αυτήν. Ο Αυγουστίνος μάλιστα φθάνει μέχρι του να βεβαιώσει, ότι «εάν θα γινόταν δυνατόν να αποδείξει κάποιος ότι η Μαρία δεν συνδεόταν με κανέναν δεσμό συγγένειας με τον Δαβίδ, η μνηστεία (αρραβώνας) της με τον Ιωσήφ θα αρκούσε, για να ονομαστεί ο Ιωσήφ πατέρας του Ιησού και για να θεωρηθεί ο Ιησούς γιος του Δαβίδ» (De Cons. Evang. ΙΙ 1,2).
Με παρόμοιο τρόπο μιλούν και οι υπόλοιποι Πατέρες, διότι σύμφωνα με το νόμο μέσω της μνηστείας ο Ιησούς ανήκε στον Ιωσήφ και ο Ιησούς μπορούσε να τον αποκαλέσει πατέρα του, όπως και ο Ιωσήφ δικαιούνταν να ονομάσει τον Ιησού γιο του. Άλλωστε η παράδοση μάς πληροφορεί, και όλοι οι Πατέρες δέχονται αυτήν, ότι ο Ιωσήφ και η Μαρία συνδέονταν με στενή εξ’ αίματος συγγένεια. Ως μονογενής λοιπόν κόρη όφειλε να παντρευτεί τον Ιωσήφ σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου (Αριθμοί λστ 6-12), οι οποίοι υποχρέωναν τις κληρονόμους να παίρνουν σύζυγο από την οικογένειά τους.
Οπωσδήποτε οι Πατέρες από αυτόν τον Ιουστίνο (Διάλογ. Προς Τρύφωνα 100) και τον Ιγνάτιο το Θεοφόρο (επιστολή προς Εφεσ. 18) λένε ξεκάθαρα, ότι η Μαρία καταγόταν από το γένος του Δαβίδ (Prat). Και για να κλείσουμε τα εισαγωγικά αυτά με τον Ωριγένη:
«Γενεαλογείται ο Κύριός μας… ενώ είναι αγενεαλόγητος μεν όσον αφορά τη θεότητά του, αλλά έβαλε τον εαυτό του σε γενεαλογία για χάρη σου. Και γενεαλογείται όχι με όμοιο τρόπο από τους ευαγγελιστές, το οποίο τάραξε πολλούς από αυτούς που συνέβη να διαβάσουν τη Γραφή. Διότι ο μεν Ματθαίος αρχίζοντας από τον Αβραάμ, γενεαλογώντας τον Ιησού κατεβαίνει προς τα κάτω… Ο Λουκάς όμως γενεαλογώντας δεν κατεβάζει τη γενεαλογία, αλλά την ανεβάζει μέχρι τον ίδιο το Θεό…
Και δεν γίνεται με τα ίδια ονόματα η κατάβαση και η ανάβαση της γενεαλογίας. Διότι ο μεν Ματθαίος κατεβάζοντας τον λόγο κατεβάζει αυτόν και μέσω γυναικών αμαρτωλών, γράφοντας μόνο τις άξιες κατηγορίας… την Θάμαρ… την Ραχάβ… και τη γυναίκα του Ουρίου. Επειδή δηλαδή ερχόταν ο Ιησούς για να πάρει τις αμαρτίες των ανθρώπων… για αυτό κατεβαίνοντας πήρε πάνω του τα αμαρτωλά πρόσωπα και γεννιέται μέσω του Σολομώντα… και του Ροβοάμ… και των υπόλοιπων, από τους οποίους πολλοί έκαναν το πονηρό στα μάτια του Κυρίου. Αυτός όμως (ο Λουκάς) ανεβαίνει ανεβαίνοντας από το βάπτισμα και στην γενεαλογία ανεβαίνει όχι μέσω του Σολομώντα, αλλά μέσω του Νάθαν. Και εκεί μεν (στον Ματθαίο) συνεχώς αναφέρεται η λέξη της γέννησης, εδώ όμως η λέξη της γέννησης αποσιωπάται. Ο Αβραάμ γέννησε τον Ισαάκ, ο Ισαάκ γέννησε τον Ιακώβ… και μέχρι τέλους η φράση ο τάδε γέννησε τον τάδε. Εδώ όμως ανεβαίνει λέγοντας: ο Ιησούς, που ήταν υιός, όπως νομιζόταν, του Ιωσήφ, και πουθενά εδώ δεν υπάρχει γέννηση, αλλά μόνο νομίζεται» (Ω).
(1)   Μπαίνει μπροστά η αντωνυμία με έμφαση. Αυτός στον οποίο αναφέρονται τα θαυμαστά αυτά σημεία (p).
(2)   Υπάρχει και η γραφή των αλεξανδρινών κωδίκων: ἀρχόμενος  ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα. Αρχόμενος= όταν έκανε την αρχή του έργου του. Παραλείφθηκε το αντικείμενο ως ευκόλως νοούμενο. Δεν μπορεί πάντως το αρχόμενος να συνδεθεί με το ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα (=στην αρχή των τριάντα ετών), διότι τότε πώς ακολουθεί το ωσεί (=περίπου); (δ). Το ωσεί δεν θα άρμοζε σε ένδειξη τόσο ακριβή και καθορισμένη, την οποία θα δήλωνε η λέξη αρχόμενος (g).
(3)   Υπάρχει και η γραφή «ὤν υἱὸς, ὡς ἐνομίζετο, Ἰωσήφ». Η ορθή στίξη βάζει το «ως ενομίζετο» ανάμεσα σε δύο κόμματα. Είναι τελείως αφύσικο να μπει το κόμμα μετά το Ιωσήφ και όχι πριν από αυτό= που ήταν γιος (όπως νομιζόταν του Ιωσήφ) του Ηλί. Δηλαδή υποτίθεται μεν ότι ήταν γιος του Ιωσήφ, στην πραγματικότητα όμως ήταν εγγονός του Ηλί, πατέρα της Μαρίας. Δεν είναι πιθανόν η λέξη υιός στην ίδια πρόταση να έχει δύο διαφορετικές έννοιες, υιός του Ιωσήφ, εγγονός του Ηλί (p).
Η μετοχή ὤν είναι ρηματική και πρέπει να εξηγηθεί με το «και ήταν» (δ). Όπως νομιζόταν= «όπως νόμιζαν οι Ιουδαίοι. Όπως όμως ήταν η αλήθεια, δεν ήταν γιος του» (Ζ).
(4)   «Πώς ο μεν Ματθαίος είπε τον Ιωσήφ γιο του Ιακώβ, ενώ ο Λουκάς τώρα τον λέει γιο του Ηλί;» (Ζ). Για απάντηση γίνεται δεκτή η λύση του Ιουλίου του Αφρικανού που άκμασε τον Γ΄ αιώνα και είναι η ακόλουθη:
«Επειδή ο Ηλί πέθανε χωρίς παιδί, ο αδελφός του Ιακώβ με τον οποίο είχαν την ίδια μητέρα, παίρνοντας τη γυναίκα εκείνου σύμφωνα με το νόμο, γέννησε τον Ιωσήφ, και έγινε ο Ιωσήφ σύμφωνα με το νόμο μεν γιος του Ηλί, σύμφωνα όμως με τη φύση γιος του Ιακώβ. Και επομένως ο μεν Ματθαίος έγραψε το φυσικό του πατέρα, ενώ ο Λουκάς τον νομικό» (Ζ).
Αλλά εάν σταθούμε μόνο έως εδώ η διαφορά των δύο γενεαλογιών δεν εξηγείται. Διότι εάν δεχτούμε ότι ο Ηλί και ο Ιακώβ ήταν αδέλφια που είχαν όχι μόνο την ίδια μητέρα, αλλά και τον ίδιο πατέρα, τότε στο πρόσωπο του πατέρα τους οι δύο γενεαλογίες θα συναντιούνταν και δεν θα διέφεραν όπως διαφέρουν τώρα. Για αυτό ο Ιούλιος ο Αφρικανός συμπλήρωσε και με νέα υπόθεση τη λύση που πρότεινε, με το να εισηγηθεί ότι οι Ιακώβ και Ηλί ήταν ετεροθαλή από τον πατέρα αδέλφια (g) όπως αναπτύσσει στον επόμενο στίχο και ο Ζ.

Λουκ. 3,24  τοῦ Ματθάν(1), τοῦ Λευΐ, τοῦ Μελχί, τοῦ Ἰωαννᾶ, τοῦ Ἰωσήφ(2),
Λουκ. 3,24  ο οποίος ήτο υιός του Ματθάν, υιός του Λευϊ, υιού του Μελχί, υιού του Ιωννά, υιού του Ιωσήφ,

(1)   «Είναι άλλος αυτός ο Ματθάν»ή Ματθάτ «και άλλος εκείνος» ο Μαθθάν ή Ματθάν που γράφει ο Ματθαίος. «Δηλαδή τη μητέρα του Ηλί και του Ιακώβ πρώτα μεν την παντρεύτηκε αυτός ο Ματθάν που γράφει ο Λουκάς και γέννησε τον Ηλί. Έπειτα, επειδή πέθανε εκείνος και αυτή ήταν χήρα, την πήρε ως γυναίκα του εκείνος ο Ματθάν που γράφει ο Ματθαίος, που ήταν από την ίδια μεν φυλή, αλλά από άλλη συγγένεια, και γέννησε τον Ιακώβ. Επομένως λοιπόν ο Ηλί και ο Ιακώβ έχουν την ίδια μεν μητέρα αλλά διαφορετικό πατέρα· και ανεβάζουν την καταγωγή της γενιάς τους ο μεν πατέρας του Ηλί μέχρι τον Ρησά τον γιο του Ζοροβάβελ, ενώ ο πατέρας του Ιακώβ, μέχρι τον Αβιούδ, τον γιο ομοίως του Ζοροβάβελ» (Ζ).
Και για να γίνει ακόμη σαφέστερο, σύμφωνα με τον Ιούλιο τον Αφρικανό, ο Ματθάν, καταγόμενος από τον Σολομώντα, πήρε σύζυγο την Εσθάν, από την οποία γέννησε τον Ιακώβ. Μετά το θάνατο του Ματθάν η χήρα Εσθά πήρε σύζυγο τον Ματθάτ, που καταγόταν από τον Νάθαν, και γέννησε γιο τον Ηλί. Ο Ιακώβ και ο Ηλί ήταν αδέλφια με την ίδια μητέρα, και ο ένας από αυτούς καταγόταν από τον Σολομώντα (μέσω του Ματθάν), ενώ ο άλλος από τον Νάθαν (μέσω του Ματθάτ). Ο Ηλί πέθανε χωρίς παιδιά, και ο αδελφός του Ιακώβ σύμφωνα με το νόμο παντρεύτηκε τη χήρα του και γέννησε τον Ιωσήφ, που ήταν πραγματικός γιος του Ιακώβ και καταγόταν λοιπόν από τον Σολομώντα, αλλά ήταν νομικός γιος του Ηλί και καταγόταν έτσι και από τον Νάθαν (Prat).
«Ο Ιακώβ επομένως και ο Ηλί είναι αδέλφια από την ίδια μητέρα, την Εσθά. Όταν ο Ηλί πήρε γυναίκα, επειδή πέθανε άτεκνος, όπως πρόσταζε ο νόμος, την πήρε ο Ιακώβ γυναίκα του ως αδελφός για να κάνει παιδί για χάρη του νεκρού αδελφού του Ηλί. Ο Ματθαίος λέγοντας το φυσικό πατέρα του Ιωσήφ, τον Ιακώβ, είπε και το γένος από όπου ο Ιωσήφ κατάγεται, ενώ ο Λουκάς ανέφερε το νομικό πατέρα του Ιωσήφ, τον Ηλί, και είπε και το γένος από όπου ο Ηλί κατάγεται» (σχ.).
Έτσι εξηγούνται οι διαφορές των δύο γενεαλογιών μέχρι τον Ζοροβάβελ. Ο Ματθαίος έχει τη σειρά των ονομάτων αυτών που κατάγονταν από τον Σολομώντα, ενώ ο Λουκάς τη σειρά των ονομάτων των απογόνων του Νάθαν.
(2)   Διαφορετικές γραφές: του Ματθάτ και σύμφωνα με άλλα χειρόγραφα Μαθθάθ, του Λευεί, του Μελχεί, του Ιανναί ή σύμφωνα με άλλα χειρόγραφα του Ιαννά.

Λουκ. 3,25  τοῦ Ματταθίου, τοῦ Ἀμώς, τοῦ Ναούμ, τοῦ Ἐσλίμ, τοῦ Ναγγαί,
Λουκ. 3,25  υιού του Ματταθίου, υιού του Αμώς, υιού του Ναούμ, υιού του Εσλίμ, υιού του Ναγγαί,
Λουκ. 3,26  τοῦ Μαάθ, τοῦ Ματταθίου, τοῦ Σεμεΰ, τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Ἰωδᾶ(1),
Λουκ. 3,26  υιού του Μαάθ, υιού του Ματταθίου, υιού του Σεμεΰ, υιού του Ιωσήφ, υιού του Ιωδά,
(1)   Διαφορετικές γραφές: Ματατθίου… Εσλεί ή σύμφωνα με πολλά άλλα χειρόγραφα Εσλί, του Ναγαί… του Σεμεΐ ή Σεμεεί ή Σεμεείν, του Ιωσήφ, του Ιούδα.

Λουκ. 3,27  τοῦ Ἰωαννάν(1), τοῦ Ῥησᾶ, τοῦ Ζοροβάβελ, τοῦ Σαλαθιήλ, τοῦ Νηρί(2),
Λουκ. 3,27  υιού του Ιωαννάν, υιού του Ρησά, υιού του Ζοροβάβελ, υιού του Σαλαθιήλ, υιού του Νηρί,
(1)   Διαφορετικές γραφές: του Ιωαννά ή του Ιωανάν ή του Ιωνάν… του Νηρεί.
(2)   «Τον Σαλαθιήλ ο μεν Ματθαίος τον ονόμασε γιο του Ιεχονίου… ενώ ο Λουκάς γιο του Νηρί» (Ζ). Ομοίως στο Ματθαίο ο Ζοροβάβελ έχει γιο τον Αβδιού και στον Λουκά γιο τον Ρησά. Αλλά τα δύο αυτά ονόματα Ζοροβάβελ και Σαλαθιήλ που συναντιούνται και στους δύο καταλόγους περίπου στη μέση τους, παρουσιάζεται σχεδόν βέβαιο, ότι ανήκουν στην ίδια εποχή σύμφωνα και με το Λουκά και το Ματθαίο. Αλλά τα ονόματα αυτά είναι ελάχιστα κοινά και θα ήταν έκτακτη και εκ πρώτης όψης απίθανη σύμπτωση δύο πρόσωπα που ανήκουν σε διαφορετικούς οίκους να έχουν κατά την ίδια εποχή τα ίδια ονόματα, αλλά και οι διάδοχοί τους πάλι να είναι συνώνυμοι. Επομένως οι Ζοροβάβελ και Σαλαθιήλ του Λουκά είναι οι ίδιοι με αυτούς του Ματθαίου.
Παρόλ’ αυτά το συμπέρασμα αυτό δεν θεωρήθηκε από άλλους ως οριστικό και αδιαμφισβήτητο. Τα ονόματα Ζοροβάβελ και Σαλαθιήλ μπορούσαν μετά την αιχμαλωσία να γίνουν πολύ συνηθισμένα, όπως έγινε κοινότατο στους Γάλλους το όνομα Ναπολέων μετά την αυτοκρατορία. Εάν πάλι δεν συναντιούνται αυτά στα βιβλία της Π.Δ., αυτό εξηγείται από το ότι δεν έχουμε πολλά βιβλία, των οποίων η συγγραφή να ανάγεται στους μεταιχμαλωσιακούς χρόνους. Άλλωστε και τα ονόματα Ιακώβ και Λευΐ, που συναντούμε πολλές φορές στους καταλόγους, δεν εμφανίζονται στην Π.Δ. παρά μόνο όταν πρόκειται να δηλωθούν οι γνωστοί πατριάρχες. Κανείς από τους συνονόματούς τους δεν κατέκτησε τη λαμπρότητά τους.
Ως προς τη διαδοχή των ίδιων ονομάτων (ο Σαλαθιήλ γέννησε τον Ζοροβάβελ) πρέπει να έχουμε υπ’ όψη ότι και στους νεώτερους Ιουδαίους ο πατέρας που έχει το όνομα Αβραάμ συνηθέστατα ονομάζει το γιο του Ισαάκ και αυτός πάλι το γιο του Ιακώβ, έτσι ώστε σε οικογένειες διαφορετικές να βρίσκονται οι ίδιες βιβλικές σειρές που κατεβαίνουν γενεαλογικά. Αυτό μπορούσε κατά τα χρόνια της αιχμαλωσίας να συμβεί και ως προς τα ονόματα Σαλαθιήλ και Ζοροβάβελ (Prat).
Σύμφωνα λοιπόν με την εκδοχή αυτή, οι Σαλαθιήλ και Ζοροβάβελ του Λουκά είναι πρόσωπα διαφορετικά των συνονόματών τους στο Ματθαίο. Αυτή η εκδοχή παρόλ’ αυτά δεν έγινε δεκτή από όλους.
Αν υποτεθεί λοιπόν ότι οι Σαλαθιήλ και Ζοροβάβελ είναι τα ίδια πρόσωπα και στο Ματθαίο και στο Λουκά, η λύση δίνεται ως ακολούθως:
«Τον Σαλαθιήλ ο μεν Ματθαίος τον ονόμασε γιο του Ιεχονίου ως φυσικό γιο του, ενώ ο Λουκάς τώρα, τον ονόμασε γιο του Νηρί ως νομικό γιο του. Ανεβάζουν λοιπόν και αυτοί την καταγωγή, ο μεν Νηρί στον Νάθαν, τον γιο του Δαβίδ, ενώ ο Ιεχονίας στον Σολομώντα, τον γιο ομοίως του Δαβίδ και οι δύο πάλι στον Δαβίδ» (Ζ).
Και πλατύτερα. Σύμφωνα με το Α΄ Παραλειπ. γ 18-19 ο Φαδαΐας υπήρξε αδελφός του Σαλαθιήλ και πατέρας του Ζοροβάβελ. Οι κώδικες όμως Βατικανός και Αλεξανδρινός στο Α΄Παραλ. γ 19 ονομάζουν τον Σαλαθιήλ πατέρα του Ζοροβάβελ. Το τελευταίο αυτό επιβεβαιώνεται και από τα χωρία Αγγαίου α 1, Α΄ Έσδρα ε 5 κτλ.
Σύμφωνα με αυτά ο Ζοροβάβελ είναι φυσικός μεν γιος του Φαδαΐα και της συζύγου του Σαλαθιήλ, σύμφωνα με το νόμο όμως είναι γιος και κληρονόμος του Σαλαθιήλ που πέθανε άτεκνος. Ο Σαλαθιήλ, φυσικός γιος του Ιεχονία καταγόταν από τον Σολομώντα μέσω του Ροβοάμ σύμφωνα με το Ματθαίο και από τον Νάθαν σύμφωνα με το Λουκά ως γιος του Νερί είτε επειδή παντρεύτηκε την κόρη και κληρονόμο του Νερί και έχοντας πεθερό τον Νερί, είτε ως γιος της χήρας του Νερί, οπότε θα ήταν κατά νόμον γιος του Νερί.
Παραμένει ήδη η απορία του πώς σύμφωνα μεν με το Ματθαίο γιος του Ζοροβάβελ είναι ο Αβιούδ, ενώ σύμφωνα με το Λουκά ο Ρησά. Σύμφωνα με το Α΄Παραλ. γ 19 γιοι του Ζοροβάβελ υπήρξαν οι «Μοσολλάμ και Ανανίας και Σαλωμεθί η αδελφή τους». Ούτε το όνομα του Ρησά αναφέρεται, ούτε του Αβιούδ. Μπορεί κάποιος λοιπόν να υποθέσει ότι είχε και άλλα παιδιά ο Ζοροβάβελ που δεν αναφέρονται στον κατάλογο ή ότι οι Αβιούδ και Ρησά είναι εγγόνια του· ειδικά για τον Ρησά ότι είναι εγγόνι του από την κόρη του (g) που παντρεύτηκε με άνδρα από το γένος του Νάθαν.

Λουκ. 3,28  (1)τοῦ Μελχί, τοῦ Ἀδδί, τοῦ Κωσάμ, τοῦ Ἐλμωδάμ, τοῦ Ἤρ,
Λουκ. 3,28   υιού του Μελχί, υιού του Αδδί, υιού του Κωσάμ, υιού του Ελμωδάμ, υιού του Ηρ,
Λουκ. 3,29  τοῦ Ἰωσῆ, τοῦ Ἐλιέζερ, τοῦ Ἰωρείμ, τοῦ Ματθάτ, τοῦ Λευΐ,
Λουκ. 3,29  υιού του Ιωσή, υιού του Ελιέζερ, υιού του Ιωρείμ, υιού του Ματθάτ, υιού του Λευϊ,
Λουκ. 3,30  τοῦ Συμεών, τοῦ Ἰούδα, τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Ἰωνᾶ, τοῦ Ἐλιακείμ,
Λουκ. 3,30  υιού του Συμεών, υιού του Ιούδα, υιού του Ιωσήφ, υιού του Ιωνά, υιού του Ελιακείμ,
Λουκ. 3,31  τοῦ Μελεᾶ, τοῦ Μαϊνάν, τοῦ Ματταθᾶ, τοῦ Νάθαν(2), τοῦ Δαυΐδ,
Λουκ. 3,31  υιού του Μελεά, υιού του Μαϊνάν, υιού του Ματταθά, υιού του Ναθαν, υιού του Δαυΐδ,
(1)   Διαφορετικές γραφές: Μελχεί, Αδδεί… Ελμαδάμ… Ιησού (αντί Ιωσή)… Ιωρίμ του Μαθθάθ ή Μαθθάτ ή Ματτάθ, του Λευεί ή Λευί… του Ιωνάμ ή Ιωανάν (αντί του Ιωνά)… του Μελεά ή Μελέα, του Μεννά (αντί Μαϊνάν) του Ματαθά ή Μετταθά, του Νάθαμ ή Ναθάμ, του Δαυείδ ή Δαβίδ ή Δαυίδ.
(2)   Σύμφωνα με το Β΄Βασιλ. ε 14,16 «αυτά είναι τα ονόματα αυτών που γεννήθηκαν από τον Δαβίδ στην Ιερουσαλήμ· Σαμμούς και Σωβάβ και Νάθαν και Σαλωμών… και… Ιεσσιβάθ, Νάθαν…». Δύο γιοι λοιπόν με το όνομα Νάθαν γράφονται ότι είναι του Δαβίδ. Από το Ζαχαρ. ιβ 12 πληροφορούμαστε ότι μεταξύ των φυλών, οι οποίες θα διακρίνονταν, θα ήταν «η φυλή του οίκου του Δαβίδ χωριστά… και η φυλή του οίκου του Νάθαν… και η φυλή του οίκου του Λευί». Όχι μόνο λοιπόν διακρίνεται ως ξεχωριστή η οικογένεια του Νάθαν, αλλά και εκπροσωπεί μαζί με την οικογένεια του Δαβίδ τον βασιλικό οίκο, μπαίνοντας μπροστά και από τη φυλή του οίκου του Λευί.
Λουκ. 3,32   (1)τοῦ Ἰεσσαί, τοῦ Ὠβήδ, τοῦ Βοόζ, τοῦ Σαλμών, τοῦ Ναασσών,
Λουκ. 3,32   υιού του Ιεσσαί, υιού του Ωβήδ, υιού του Βοόζ, υιού του Σαλμών, υιού του Ναασσών,
Λουκ. 3,33   τοῦ Ἀμιναδάβ, τοῦ Ἀράμ, τοῦ Ἰωράμ, τοῦ Ἐσρώμ, τοῦ Φαρές, τοῦ Ἰούδα,
Λουκ. 3,33   υιού του Αμιναδάβ, υιού του Αράμ, υιού του Ιωράμ, υιού του Εσρώμ, υιού του Φαρές, υιού του Ιούδα,
Λουκ. 3,34  τοῦ Ἰακώβ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Θάρα, τοῦ Ναχώρ(2),
Λουκ. 3,34  υιού του Ιακώβ, υιού του Ισαάκ, υιού του Αβραάμ, υιού του Θαρα, υιού του Ναχώρ,
(1)   Διαφορετικές γραφές: του Ιωβήδ (αντί Ωβήδ) ή Ωβήλ, του Βόος ή Βοός. Και αντί του Αράμ υπάρχουν οι γραφές «του Αδμίν του Αρνί» ή του Αμίν του Αράμ ή του Αμιναδάμ του Αράμ του Ιωράμ ή του Αδάμ του Αράμ ή του Αδάμ, του Αδμίν, του Αρνί. Και Εσρών αντί Εσρώμ· και Θάρρα αντί Θάρα.
(2)   Οι δύο γενεαλογίες, και του Ματθαίου και του Λουκά, συμφωνούν στο μέχρι τον Αβραάμ τμήμα τους και μεταξύ τους και με την Π.Δ.

Λουκ. 3,35  (1)τοῦ Σερούχ, τοῦ Ῥαγαῦ, τοῦ Φάλεκ, τοῦ Ἔβερ, τοῦ Σαλᾶ,
Λουκ. 3,35  υιού του Σερούχ, υιού του Ραγαύ, υιού του Φαλεκ, υιού του Εβερ, υιού του Σαλά,
Λουκ. 3,36  τοῦ Καϊνάν(2), τοῦ Ἀρφαξάδ, τοῦ Σήμ, τοῦ Νῶε, τοῦ Λάμεχ,
Λουκ. 3,36  υιού του Καϊνάν, υιού του Αρφαξάδ, υιού του Σημ, υιού του Νώε, υιού του Λαμεχ,
Λουκ. 3,37  τοῦ Μαθουσάλα, τοῦ Ἐνώχ, τοῦ Ἰάρεδ, τοῦ Μαλελεήλ, τοῦ Καϊνάν,
Λουκ. 3,37  υιού του Μαθουσάλα, υιού του Ενώχ, υιού του Ιάρεδ, υιού του Μαλελεήλ, υιού του Καϊνάν,
Λουκ. 3,38  τοῦ Ἐνώς, τοῦ Σήθ, τοῦ Ἀδάμ(3), τοῦ Θεοῦ(4).
Λουκ. 3,38  υιού του Ενώς, υιού του Σηθ, υιού του Αδάμ. τον οποίον ως τέκνον του έπλασε κατ’ ευθείαν ο Θεός.
(1)   Διαφορετικές γραφές: του Σαρούχ, του Ραγάβ, του Φαλέκ ή Φαλέγ, του Έβερ ή του Εβέρ… του Καϊνάμ… του Λάμεκ, του Μαθουσαλά… του Ιάρετ ή Ιάρεθ, του Μαλελεήλ, του Καϊνάμ.
(2)   Σύμφωνα με τους Ο΄ «ο Αρφαξάδ γέννησε τον Καϊνάν, και ο Καϊνάν γέννησε τον Σαλά, ο Σαλά γέννησε τον Έβερ» (Γεν. ι 24). Το όνομα όμως του Καϊνάν δεν βρίσκεται σε κανένα από τα εβραϊκά χειρόγραφα, ούτε σε κάποια άλλη μετάφραση που έγινε από το εβραϊκό πρωτότυπο. Αυτοί που εκφράζουν την υπόνοια, ότι ίσως πρόκειται για παρεμβολή και νόθευση, θεωρούν ως απίθανη και αβάσιμη την υπόθεση, ότι η νόθευση αυτή έγινε με βάση την αναφορά του Καϊνάν σε αυτόν το στίχο (δες p). Όσον αφορά τα άλλα, το τμήμα αυτό της γενεαλογίας του Λουκά συμφωνεί πλήρως με τις πληροφορίες από την Π.Δ.
(3)   Η επέκταση της γενεαλογίας και πέρα από τους Δαβίδ και Αβραάμ μέχρι τον γενάρχη του όλου ανθρωπίνου γένους, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με την περί καθολικής σωτηρίας διδασκαλία του ευαγγελίου του Παύλου. Για τους Ιουδαίους απαραίτητο ήταν να γνωρίσουν ότι ο Χριστός καταγόταν από τον Αβραάμ και τον Δαβίδ. Για αυτό ο Ματθαίος βάζει πρώτο αυτό στην αρχή του ευαγγελίου του.
Ο Λουκάς γράφοντας εξίσου προς όλους δείχνει ότι ο Μεσσίας συγγενεύει και με τους εθνικούς όπως και με τους Ιουδαίους και όλη η ανθρωπότητα μπορεί να αξιώσει αυτόν ως αδελφό (p).
(4)   Σοφά ο Λουκάς πρόσθεσε και αυτό. Ο Αδάμ υπήρξε ο πρώτος άνθρωπος. Δεν γεννήθηκε αυτόματα, ούτε από πατέρα και μητέρα, αλλά από το Θεό, όχι όπως οι γιοι του Αδάμ είναι από το Θεό, αλλά με τρόπο τελείως ειδικό. Διότι την ύπαρξη, την οποία οι γιοι του Αδάμ οφείλουν στους γονείς τους λόγω της αγαθότητας του Δημιουργού τους, αυτό ο Αδάμ το πήρε άμεσα από τον Θεό. Ο Αδάμ υπήρξε εξ’ ολοκλήρου δημιουργία του Θεού, και όχι απλώς όπως όλα τα δημιουργήματα, αλλά πιο εξαιρετικό από αυτά. Δες Γεν. α 26 (b).
Ο Λουκάς πιθανότατα πρόσθεσε αυτό για τους εθνικούς αναγνώστες του για να υπενθυμίσει σε αυτούς την από το Θεό καταγωγή του ανθρωπίνου γένους. Αναιρεί έτσι τους μύθους, που κυκλοφορούσαν μεταξύ των εθνικών σε σχέση με την καταγωγή του ανθρώπου (p). Η Γραφή και όσον αφορά στις πρώτες αρχές του ανθρωπίνου γένους καθορίζει και ικανοποιεί πλήρως τη γνώση μας. Αυτοί που περιφρονούν ή αγνοούν αυτήν βρίσκονται σε αμφιβολία και πλάνη μεταξύ των προκοσμικών και μετακοσμικών χρόνων (b). Ανεβάζοντας τη γενεαλογία του ο Λουκάς από το δεύτερο Αδάμ μέχρι τον πρώτο και από αυτόν μέχρι το Θεό, υποδήλωνε, ότι όπως ο Θεός είχε δημιουργήσει άμεσα τον πρώτο Αδάμ φυσώντας στο χώμα, έτσι και το Άγιο Πνεύμα παρήγαγε αμέσως την ανθρώπινη φύση του δεύτερου Αδάμ στον κόλπο της Παρθένου για να σώσει την όλη ανθρωπότητα (L).
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας              Θφ = Θεοφύλακτος
Β = Βασίλειος ο Μέγας                Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας            Σγ = Σεβηριανός
Ζ = Ζιγαβηνός                              Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Η = Ησύχιος                                 Ω = Ωριγένης
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
F. Godet, Commentaire sur l’ Evangile de S. Luc 1888 (σημειώνεται με το g)
M.J. Lagrange.   Evangile selon s. Luc, Deuxieme edition      Paris 1921 (σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer.   A critical and exegetical commentary on the Gospel according to S. Luc, Fifth edition (1928) (σημειωνεται με το p.)
J.A. Bengel      Gnomon of the N.T. Testament translated by A. Fausset. Τόμ. II (σημειώνεται με το b)
.J. Owen, A Commentary on the Gospel of Luc, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
Ν. Δαμαλά  Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)

http://www.sostis.gr/blog/item/1014-giati-diaferoun-oi-genealogies-tou-xristou-sta-evangelia-meros-b

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Γιατί διαφέρουν οι γενεαλογίες του Χριστού στα Ευαγγέλια του Ματθαίου & του Λουκά;(Μέρος Α-κατά Ματθαίον)

Συγγραφέας: kantonopou στις 8 Δεκεμβρίου, 2019

Γιατί διαφέρουν οι γενεαλογίες του Χριστού στα Ευαγγέλια του Ματθαίου & του Λουκά;(Μερος Α-κατά Ματθαίον)

(Υπόμνημα στο κατά Ματθαίον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 25-33 εκδόσεις «ο Σωτήρ», Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
(Οι παραπομπές των ονομάτων στο τέλος Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
Ματθ. 1,1 Βίβλος γενέσεως(1) Ἰησοῦ Χριστοῦ(2), υἱοῦ Δαυΐδ(3), υἱοῦ Ἀβραάμ(4).
Ματθ. 1,1  Βιβλίον της γενεαλογίας του Ιησού Χριστού, απογόνου κατά το ανθρώπινον του βασιλέως Δαυΐδ, ο οποίος πάλιν υπήρξεν απόγονος του πατριάρχου Αβραάμ.
«Το Ευαγγέλιο είναι λόγος ο οποίος εύλογα περιέχει αναγγελία αγαθών πραγμάτων και επειδή ωφελεί αυτόν που το ακούει τον ευφραίνει, εφόσον βέβαια αποδεχτεί αυτό που αναγγέλλει, ή είναι λόγος που περιέχει την παρουσία αγαθών» (Κ).
«Ευαγγέλιο ονομάζεται το παρόν βιβλίο» (Χ), «διότι αναγγέλλει σε εμάς πράγματα που είναι καλά» (Θφ)· «διότι ευαγγελίζεται σε όλους, την κατάργηση της κόλασης, τη διάλυση των αμαρτιών, τη δικαιοσύνη, τον αγιασμό, την απολύτρωση, την υιοθεσία, την κληρονομία των ουρανών» (Χ).
(1)   Ειπώθηκε πολύ σωστά, ότι η γενεαλογία αυτή αποτελεί ενωτικό σημείο μεταξύ της Π. και της Κ. Διαθήκης (F). Φράση που χρησιμοποιείται από τους Ο΄(μετάφραση των 70) στα Γέν. β 4 και ε 1 (b). Το Γεν. β 4 περιλαμβάνει τις αφηγήσεις της δημιουργίας του ανθρώπου, του παραδείσου, της πτώσης, της γέννησης του Κάιν και του Άβελ και των απογόνων του Κάιν μέχρι του Λάμεχ (a). Το Γεν. ε 1 περιλαμβάνει όχι μόνο την γενεαλογία του Αδάμ μέχρι του Ιάφεθ αναμιγμένη με κάποιες αφηγήσεις, αλλά και την εξιστόρηση της κακίας των ανθρώπων επί των ημερών του Νώε ε 1-στ 8 (p). Θα ερμηνεύσουμε· βιβλίο, στο οποίο καταγράφονται οι πρόγονοι κάποιου (g).
Ο τίτλος αυτός αναφέρεται κυρίως σε ό,τι αμέσως ακολουθεί, μέχρι το στίχο 17 αν και, λιγότερο πιθανώς, μπορεί να εφαρμοστεί στο όλο βιβλίο, σκοπός του οποίου είναι να αποδείξει, ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Δαβίδ κλπ. (b).
«Και για ποιό λόγο την αποκαλεί Βίβλο γενέσεως του Ιησού Χριστού; Παρόλο βεβαίως που δεν περιέχει μόνο αυτό, τη γέννηση δηλαδή, αλλά όλη την οικονομία (=το θείο σχέδιο της σωτηρίας). Διότι εδώ υπάρχει η συγκεφαλαίωση όλης της οικονομίας και αποβαίνει σε εμάς η αρχή και η ρίζα όλων των αγαθών… για αυτό ονόμασε το βιβλίο από το πιο σημαντικό από τα κατορθώματα» (Χ).
Από την έννοια της φράσης στα χωρία που αναφέρθηκαν, του Γεν. β 4 και ε 1 θα μπορούσε να βγει ως συμπέρασμα, ότι ο τίτλος αποτελεί την επιγραφή ολόκληρου του περιεχομένου των κεφ. α και β, πιθανότερα όμως αναφέρεται στη γενεαλογία, που ολοκληρώνεται στο στίχο 17 (S).
Ο ευαγγελιστής αναμφίβολα είχε στο νου την Γένεση των Ο΄ όταν προτιμούσε τον τίτλο αυτόν και πιθανώς από τους Ο΄ δανείστηκε τη γενεαλογία, αν και θα μπορούσε να έχει βρει ήδη συλλεγμένη αυτήν σε κάποια από τα ιουδαϊκά αρχεία (p).
(2)   Η φράση «Ιησού Χριστού» συναντιέται στους συνοπτικούς μόνο εδώ και στα Ματθ. α 18 ιστ 21, Μάρκ. α 1.
«Χριστοί (=χρισμένοι) λέγονταν οι βασιλιάδες και οι ιερείς. Διότι χρίονταν με το άγιο λάδι που ανέβλυζε από το κεράτινο δοχείο που το έβαζαν πάνω στο κεφάλι. Λέγεται λοιπόν ο Κύριος Χριστός ως βασιλιάς και ως ιερέας… και χρίστηκε και αυτός κατεξοχήν με το αληθινό λάδι, το Άγιο Πνεύμα. Διότι ποιός άλλος είχε το Πνεύμα όπως ο Κύριος;» (Θφ).
Η λέξη Χριστός έχασε τη σημασία της ως επίθετο (=χρισμένος, δηλαδή Μεσσίας), την οποία εξέφραζε σε συνδυασμό με το άρθρο (ο Χριστός) και έγινε κύριο όνομα. Δες επίσης και Ιω. α 17, όπου χρησιμοποιείται με την ίδια έννοια (S). Από ονομασία που δήλωνε το προφητικό αρχιερατικό και βασιλικό αξίωμα του Κυρίου, έγινε κύριο όνομα (ο).
«Αυτό το Ιησούς, δεν είναι όνομα ελληνικό, αλλά στην εβραϊκή γλώσσα έτσι λέγεται, Ιησούς· το οποίο σημαίνει, αν το μεταφράσουμε στην ελληνική γλώσσα, Σωτήρας· και Σωτήρας από το ότι έσωσε το λαό του» (Χ).
Στην Κ.Δ. με το ίδιο όνομα αναφέρεται ο Ιησούς του Ναυή (Εβρ. δ 8) και ο συνεργός του Παύλου ο Ιησούς ο λεγόμενος Ιούστος (Κολ. δ 11) (ο).
(3)   «Και γιατί δεν είπε γιου του Αβραάμ και στη συνέχεια γιου του Δαβίδ; Τον Δαβίδ τον είχαν όλοι στο στόμα τους, και λόγω της λαμπρότητάς του και λόγω του χρόνου· διότι δεν είχε πεθάνει πριν από τόσα πολλά χρόνια όσο ο Αβραάμ» (Χ).
«Και κανείς δεν τον αποκαλούσε υιό Αβραάμ, αλλά όλοι υιό Δαβίδ. Έτσι λοιπόν άρχισε από τον πιο γνωστό και ανέβηκε στον παλαιότερο» (Ζ).
Ο Αβραάμ υπήρξε ο πρώτος, ο Δαβίδ ο τελευταίος από τους ανθρώπους, στους οποίους έγινε η υπόσχεση για τον Μεσσία. Για αυτό ονομάστηκε υιός Δαβίδ, εφόσον ο Δαβίδ υπήρξε και ο άμεσος πρόγονός του (b). Για κάθε Χριστιανό που προερχόταν από τους Ιουδαίους, η μεσσιακή ιδιότητα του Ιησού θα εξαρτιόταν από την καταγωγή του από τον Δαβίδ και είναι γεγονός, ότι τονίζεται ιδιαιτέρως αυτή η καταγωγή στα πρώτα αποστολικά κηρύγματα προς τους Ιουδαίους. Δες Πράξ. β 30,ιβ 23 και Ρωμ. α 3,Β΄Τιμ. β 8,Απ. κβ 16 (S).
(4)   «Ονόμασε το Χριστό γιο μεν του Δαβίδ, ενώ τον Δαβίδ γιο του Αβραάμ, οδηγώντας τη σκέψη των ακροατών στο να θυμηθούν τις υποσχέσεις. Διότι από παλιά ο Θεός υποσχέθηκε και στον Αβραάμ και στο Δαβίδ ότι θα αναστήσει από το σπέρμα τους το Χριστό. Επειδή οι ακροατές ήταν Ιουδαίοι, γνώριζαν αυτές τις υποσχέσεις» (Ζ).
«Όπως είναι πρέπον λοιπόν, από αυτόν (τον Αβραάμ) γενεαλογεί το Χριστό· διότι ο Χριστός είναι το σπέρμα του Αβραάμ, μέσω του οποίου ευλογηθήκαμε όλοι οι εθνικοί, οι πρώην καταραμένοι» (Θφ). Η καταγωγή του Μεσσία από τον Αβραάμ τονίζεται στη Διαθήκη των 12 Πατριαρχών, Λευΐ 8,15 (a). Ο Μάρκος αρχίζοντας το ευαγγέλιό του ονομάζει τον Ιησού γιο όχι του Δαβίδ αλλά του Θεού, διότι αρχίζει την αφήγησή του από το βάπτισμα του Ιησού από τον Ιωάννη, όπου ο Κύριός μας αποδείχτηκε Υιός του Θεού. Έτσι ο καθένας από τους ευαγγελιστές διακηρύσσει τον σκοπό του έργου του στον τίτλο (b).
«Ο Ματθαίος γράφοντας προς αυτούς που προέρχονταν από την περιτομή (τους Εβραίους), δεν ανέβασε τη γενεαλογία πιο πάνω από τον Αβραάμ… δείχνοντας μόνο ότι αυτός βλάστησε από το σπέρμα του Αβραάμ και του Δαβίδ σύμφωνα με τις υποσχέσεις σε εκείνους· διότι τίποτα δεν ανέπαυε τόσο πολύ τους πιστούς τους προερχομένους από τους Ιουδαίους, όσο το να μάθουν, ότι ο Χριστός ήταν από το σπέρμα του Αβραάμ και του Δαβίδ, μιας και πάντοτε τον προσδοκούσαν ότι από εκεί θα προέλθει· ο Λουκάς όμως, επειδή μέσω του Θεοφίλου μιλούσε γενικά σε όλους τους πιστούς, κάνει πλήρη τη γενεαλογία αρχίζοντας μάλλον από κάτω από το Χριστό και ανεβαίνοντας μέχρι τον Αδάμ» (Ζ)

Ματθ. 1,2  Ἀβραὰμ ἐγέννησε(1) τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ(2), Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰούδαν(3) καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ,
Ματθ. 1,2   Διότι ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, ο Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ, ο δε Ιακώβ εγέννησε τον Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού.
(1)   «Υπήρχε συνήθεια να γενεαλογούνται οι άνδρες. Διότι ο άνδρας σπέρνει, και αυτός είναι αρχή και ρίζα του παιδιού και κεφαλή της γυναίκας· ενώ η γυναίκα με το να τρέφει και να θάλπει και να συναυξάνει το σπέρμα, έχει δοθεί ως βοηθός στον άνδρα» (Ζ).
Ο Ματθαίος απαριθμώντας τους προγόνους του Κυρίου μας χρησιμοποιεί την κατιούσα (=προς τα κάτω) σειρά (αν και στο στίχο 1 χρησιμοποίησε και την ανιούσα (=προς τα πάνω), και αρχίζει από τον Αβραάμ, αντί για τον Αδάμ, όχι για να αποκλείσει τα έθνη, αφού μέσω του Αβραάμ όλα τα έθνη ευλογήθηκαν (b). Το να είναι κάποιος γιος του Αβραάμ σήμαινε ότι ήταν ένας αληθινός Ιουδαίος και αποτελούσε αφορμή καύχησης. Δες και Ματθ. γ 8 (S). Ολόκληρος ο στίχος 2 προέρχεται από το Α΄ Παραλ. α 34 και β 1 (a).
(2)   «Για ποιο λόγο δεν ανέφερε και τον αδελφό του (τον Ησαύ) όταν ήλθε στον Ιακώβ, αλλά αναφέρει τον Ιούδα και τους αδελφούς του; Κάποιοι μεν λένε λόγω του κακού χαρακτήρα του Ησαύ… εγώ όμως δεν θα το έλεγα αυτό. Διότι αν ήταν αυτό, πώς ύστερα από λίγο ανέφερε τέτοιες (κακής φήμης) γυναίκες; Για ποιό λόγο λοιπόν δεν τον ανέφερε; Διότι δεν είχαν καμία σχέση με τους Ισραηλίτες οι Σαρακηνοί και οι Ισμαηλίτες και οι Άραβες, και όσοι έγιναν από τους προγόνους εκείνων. Για αυτό εκείνους μεν τους αποσιώπησε, σπεύδει δε να αναφέρει τους προγόνους του Χριστού και του ιουδαϊκού λαού» (Χ).
(3)   Από όλους τους γιους του ο πατριάρχης Ιακώβ πεθαίνοντας (Γεν. μθ 10) ξεχώρισε τον Ιούδα ως προορισμένο να πάρει το βασιλικό αξίωμα (S). Ανάμεσα στους 12 γιους του Ιακώβ, ο Ιούδας θα ήταν ο μόνος κληρονόμος της μεσσιανικής υπόσχεσης, από την άποψη ότι από αυτόν κατά το ανθρώπινο θα καταγόταν ο Μεσσίας. Δες Γεν. μθ 10 και Εβρ. ζ 14 και Αποκ. ε 5 (F).

Ματθ. 1,3  Ἰούδας δὲ ἐγέννησε(1) τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ(2) ἐκ τῆς Θάμαρ(3), Φαρὲς δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐσρώμ(4), Ἐσρὼμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀράμ,
Ματθ. 1,3   Ο Ιούδας δε εγέννησε από την νύμφην αυτού Θάμαρ τους διδύμους Φαρές και Ζαρά, ο Φαρές δε εγέννησε τον Εσρώμ, ο Εσρώμ δε εγέννησε τον Αράμ.
(1)   «Ο Ιούδας πήρε την Θάμαρ νύφη για τον πρώτο του γιο τον Ηρ· επειδή αυτός πέθανε χωρίς παιδιά, την πάντρεψε με τον δεύτερο [Αυνάν] και όταν και αυτός ομοίως πέθανε, υποσχέθηκε να την παντρέψει και με τον τρίτο [Σηλώμ]· επειδή φοβήθηκε όμως μήπως και αυτός πεθάνει αμέσως, ανέβαλλε τον γάμο. Η νύφη όμως επειδή επιθυμούσε πάρα πολύ να πάρει σπέρμα από το γένος του Αβραάμ… μεταμφιεσμένη σε πόρνη κάθισε στις πύλες της πόλης με σκεπασμένο το πρόσωπο. Βλέποντας αυτήν ο Ιούδας και αγνοώντας μπήκε στο σπίτι της σαν σε πόρνη και αφού ενώθηκε σαρκικά μαζί της την κατέστησε έγκυο διδύμων τέκνων» (Ζ).
(2)   «Όταν γεννούσε αυτούς, πρόβαλλε το πρώτο από τα παιδιά από τη μήτρα δίνοντας την εντύπωση ότι θα γεννηθεί πρώτος· και η μαία σύντομα έδεσε με κόκκινη κλωστή το χέρι του παιδιού που βγήκε για να γνωρίζεται αυτός που γεννήθηκε πρώτος· αλλά μάζεψε το χέρι το παιδί μέσα… και γεννήθηκε πρώτο το άλλο παιδί και έπειτα εκείνο που άπλωσε το χέρι. Ονομάστηκε λοιπόν αυτός μεν που πρώτος γεννήθηκε Φαρές, το οποίο σημαίνει διακοπή, διότι διέκοψε τη φυσική σειρά» (Θφ). «Αυτό ήταν συμβολισμός των δύο λαών· κατά τους χρόνους δηλαδή του Αβραάμ εμφανίζεται η εκκλησιαστική πολιτεία, η οποία όμως παρήκμασε στο μεταξύ και παρουσιάστηκε ο ιουδαϊκός λαός και ο Μωσαϊκός νόμος και τότε έχουμε την εμφάνιση ολόκληρου του νέου λαού και των νόμων του» (Χ).
(3)   Είναι αξιοσημείωτο ότι τα ονόματα γυναικών, Θάμαρ, Ραχάβ, Ρουθ και της συζύγου του Ουρίου παρεμβάλλονται στη γενεαλογία. Η Ρουθ υπήρξε Μωαβίτισα και όχι Ιουδαία και οι άλλες τρεις υπήρξαν ένοχες βαρέων αμαρτημάτων. Η παράθεση ονομάτων, τα οποία μπορούσαν να θεωρηθούν ακατάλληλα για να μπουν στη γενεαλογία του Μεσσία έγινε σκόπιμα.
«Διότι για αυτό ήλθε, όχι για να αποφύγει τα δικά μας (κακά), αλλά για να τα εξαφανίσει… και αξίζει να τον θαυμάζουμε… ότι καταδέχτηκε να έχει τέτοιους συγγενείς, χωρίς καθόλου να ντρέπεται τα δικά μας κακά… διδάσκοντας και εμάς με αυτά, να μη σκεπάζουμε το πρόσωπό μας από ντροπή για την κακία των προγόνων μας, αλλά ένα μόνο να επιζητούμε, την αρετή. Διότι ένας τέτοιος άνθρωπος (ενάρετος), και αν ακόμη έχει πρόγονο αλλόφυλη, και αν πόρνη, και αν οτιδήποτε άλλο είναι, σε τίποτα δεν θα μπορέσει να βλαφτεί» (Χ).
«Η μεν Θάμαρ ήταν με παράνομο γάμο… η δε Ραχάβ ήταν πόρνη, η Ρουθ αλλόφυλη, η Βηρσαβεέ η γυναίκα του Ουρίου ήταν μοιχαλίδα… Ο Χριστός ήλθε ως γιατρός, όχι ως κριτής» (Ζ). Η φράση πάρθηκε από το Α΄ Παραλ. β 4 («και η Θάμαρ η νύφη του γέννησε σε αυτόν τον Φαρές και τον Ζαρά»), το οποίο δείχνει, ότι έβλεπε ο συγγραφέας το Α΄ Παραλ. β 4 (a).
(4)   Ο Εσρώμ γεννήθηκε στη Χαναάν, πριν ο Ιακώβ μεταναστεύσει στην Αίγυπτο (Γεν. μστ 12). Από την άλλη ο Ναασσών που αναφέρεται στο στίχο 4 ήταν αρχηγός της φυλής Ιούδα κατά την εποχή της εξόδου του Ισραήλ από την Αίγυπτο (Αριθμ. α 7 και Α΄ Παραλ. β 10). Ο κατάλογος λοιπόν αριθμεί μόνο τρεις γενεές για τα πάνω από 400 έτη, τα οποία διήρκεσε η παραμονή των Ιουδαίων στην Αίγυπτο. Πρέπει λοιπόν να παραλείφθηκαν στο μεταξύ κάποια πρόσωπα στον κατάλογο (F).

Ματθ. 1,4  Ἀρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀμιναδάβ, Ἀμιναδὰβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ναασσών(1), Ναασσὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Σαλμών,
Ματθ. 1,4   Ο Αράμ δε εγέννησε τον Αμιναδάβ, ο Αμιναδάβ δε εγέννησε τον Ναασσών, ο Ναασσών δε εγέννησε τον Σαλμών.
(1)   Σύγχρονος του Μωϋσή. Η σιγή ως προς τον Μωϋσή, που τηρείται σε όλο τον κατάλογο, είναι αξιοσημείωτη (b). Ο κατάλογος περιορίζεται στα ουσιώδη και είναι πιο σύντομος και από αυτόν που βρίσκεται στο Α΄ Παραλ. β 10 (L). Τα ονόματα Ναασσών και Σαλμών τα πήρε από το Α΄ Παραλ. β 10 σύμφωνα με τους Ο΄. Και αυτά και το παραπάνω όνομα Εσρώμ δείχνουν ότι ο συλλογέας του καταλόγου χρησιμοποίησε τύπους των Ο΄(της μετάφρασης των 70) (a).

Ματθ. 1,5  Σαλμὼν(1) δὲ ἐγέννησε τὸν Βοὸζ(2) ἐκ τῆς Ῥαχάβ(3), Βοὸζ δὲ ἐγέννησε τὸν Ὠβὴδ(4) ἐκ τῆς Ῥούθ(5), Ὠβὴδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰεσσαί,
Ματθ. 1,5   Ο Σαλμών δε εγέννησε τον Βοόζ από την τέως αμαρτωλήν Ραχάβ, ο Βοόζ δε εγέννησε τον Ωβήδ από την Μωαβίτιδα Ρούθ, ο Ωβήδ δε εγέννησε τον Ιεσσαί.
(1)   Η γέννηση του Βοόζ από τον Σαλμών συμφωνεί με τους καταλόγους που βρίσκονται στα χωρία Ρουθ δ 20 και Α΄ Παραλ. β 11, αλλά πουθενά αλλού στην Π.Δ. δεν αναφέρεται ότι η πόρνη Ραχάβ ήταν μητέρα του Βοόζ (S).
«Κάποιοι νομίζουν ότι αυτή είναι εκείνη η Ραάβ η πόρνη, η οποία δέχτηκε τους κατασκόπους του Ιησού του Ναυή. Και διέσωσε αυτούς και διασώθηκε και η ίδια» (Θφ). Από την κυρίευση της Ιεριχούς από τον Ιησού μέχρι τη γέννηση του Δαβίδ πέρασαν 350 έτη, περίοδος προφανώς πολύ μεγάλη για τρεις γενεές, όσες αριθμούνται στον κατάλογο του Ματθαίου ότι έζησαν κατά το διάστημα αυτό. Είναι λοιπόν πιθανόν, ότι ο κατάλογος και στο σημείο αυτό αποσιωπά κάποια ονόματα (F).
(2)    Αυθεντική γραφή Βόες. Στο Α΄ Παραλ. β 11 υπάρχει ο τύπος Βόος ή Βόοζ.
(3)   Η Ραχάβ εξαίρεται στα ιουδαϊκά συναξάρια. Δες και Εβρ. ια 31, Ιακ. β 25. Υποτίθεται, ότι έγινε προσήλυτη και σύμφωνα με κάποια παράδοση παντρεύτηκε τον Ιησού του Ναυή. Κάποιο χωρίο του Ταλμούδ (Τ.Β. Μegilla,14β) αναφέρει: «Οκτώ προφήτες, οι οποίοι συγχρόνως ήταν και ιερείς, κατάγονται από την Ραχάβ» (S).
(4)   Αυθεντική γραφή Ιωβήδ.
(5)   Άλλος τύπος προσηλύτου (L). Η ειδική σημασία της Ρουθ ήταν, ότι υπήρξε Μωαβίτισα και ανήκε λοιπόν σε έθνος ιδιαιτέρως μισητό στους Εβραίους. Δες Δευτερ. κγ 3, όπου κάποιος Μωαβίτης αποκλείστηκε από τη συναγωγή μέχρι δεκάτης γενεάς. Δες ομοίως Νεεμ. ιγ 1 (S).

Ματθ. 1,6  Ἰεσσαὶ δὲ ἐγέννησε τὸν Δαυΐδ τὸν βασιλέα(1). Δαυΐδ δὲ ὁ βασιλεὺς ἐγέννησε τὸν Σολομῶντα(2) ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου(3),
Ματθ. 1,6  Ο Ιεσσαί δε εγέννησε τον βασιλέα Δαυΐδ, ο δε βασιλεύς Δαυίδ εγέννησε τον Σολομώντα από την γυναίκα του Ουρίου.
(1)   Ο Δαβίδ ονομάζεται με τρόπο ειδικό «ο βασιλιάς» όχι μόνο διότι είναι ο πρώτος βασιλιάς από αυτούς που αναφέρονται σε αυτήν τη γενεαλογία, αλλά και διότι ο θρόνος του ήταν υπεσχημένος στον Μεσσία. Δες Λουκ. α 32 (b). Το βασιλικό αξίωμα που αποκτήθηκε από τον Δαβίδ και χάθηκε από τους απογόνους του στην αιχμαλωσία, ανακτήθηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Με την αναφορά του Δαβίδ οι πρώτες 14 γενεές συμπληρώνονται. Είναι αξιοσημείωτο, ότι εκτός από την προσθήκη των ονομάτων των γυναικών και τη λέξη «τον βασιλέα» τα τελευταία δέκα ονόματα του καταλόγου του Ματθαίου συμφωνούν ακριβώς με τη μικρή γενεαλογία στο χωρίο Ρουθ δ 18-21. Η αρχική πηγή και για τις δύο είναι πιθανώς το Α΄ Παραλ. κεφάλαια α-β (S).
(2)   Αυθεντική γραφή Σολομώνα. Το δεύτερο τμήμα του καταλόγου αριθμεί τα ονόματα των βασιλέων από τον Σολομώντα μέχρι τον Ιεχονία, ο οποίος έχασε το θρόνο του και οδηγήθηκε στην εξορία. Και για να επιτευχθεί η επιζητούμενη συμμετρία των 14 γενεών αποσιωπούνται τρία ονόματα μετά τον Ασά. Πηγή του καταλόγου αυτού είναι το Α΄ Παραλ. γ 5,10-15 σύμφωνα με τους Ο΄(S).
(3)   «Αναφέρει και τη γυναίκα του Ουρίου, για να υποδηλώσει, ότι δεν πρέπει να ντρεπόμαστε για τους προγόνους μας, αλλά μάλλον να επιδιώκουμε με τη δική μας αρετή να λαμπρύνουμε και εκείνους· και ότι όλοι είναι δεκτοί για το Θεό, ακόμη και αν γεννηθούν από πόρνη, μόνο εάν έχουν αρετή» (Θφ).

Ματθ. 1,7  Σολομὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ῥοβοάμ, Ῥοβοάμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀβιά, Ἀβιὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀσά(1),
Ματθ. 1,7   Ο Σολομών δε εγέννησε τον Ροβοάμ, ο Ροβοάμ δε εγέννησε τον Αβιά, ο Αβιά δε εγέννησε τον Ασά.
(1)   Στο Α΄ Παραλ. γ 10-11 αναγράφεται το όνομα Ασά και ο Ιώσηπος ονομάζει αυτόν το βασιλιά Άσανον (a).

Ματθ. 1,8  Ἀσὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσαφάτ, Ἰωσαφάτ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωράμ, Ἰωρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ὀζίαν(1),
Ματθ. 1,8  Ο Ασά δε εγέννησε τον Ιωσαφάτ, ο Ιωσαφάτ δε εγέννησε τον Ιωράμ, ο Ιωράμ δε εγέννησε τον Οζίαν.
(1)   Στο βιβλίο των Βασιλειών (Δ΄ Βασ. η 25) τον Ιωράμ διαδέχεται ο Οχοζίας, πατέρας του Ιωάς, ο οποίος υπήρξε πατέρας του Αμασίου, ο οποίος γέννησε τον Αζαρία ή Οζία. Ο Ματθαίος λοιπόν αποσιώπησε τρία ονόματα.
«Προσπέρασε τρεις βασιλιάδες λόγω της υπερβολικής τους ασέβειας. Διότι ο Οχοζίας, που ήταν γαμπρός του Αχάβ του βασιλιά του Ισραήλ, μιμήθηκε με ζήλο την ασέβειά του, όπως λέει το βιβλίο των Βασιλειών. Και ο Ιωάς αφού αρχικά ευαρέστησε το Θεό, ύστερα ειδωλολάτρησε, ο οποίος και τον Αζαρία τον γιο του Ιωδάε του ιερέα, ο οποίος τον έλεγξε για την ασέβειά του, διέταξε να τον λιθοβολήσουν όπως έχει γραφτεί στο δεύτερο βιβλίο Παραλειπομένων. Και ο Αμασίας, ενώ αρχικά ευαρέστησε το Θεό, όταν κυρίευσε την Ιδουμαία, θυσίασε στα λάφυρα που βρήκε, στα είδωλα της Ιδουμαίας, όπως και για αυτόν έχει γραφτεί στο Β΄ Παραλειπομένων» (Χ).
Σύμφωνα με τον Ιερώνυμο «εφόσον ο ευαγγελιστής είχε πρόθεση να τοποθετήσει τρεις δεκατετράδες στις διάφορες χρονικές εποχές και ο Ιωράμ είχε αναμιχτεί με το γένος της ασεβούς Ιεζάβελ, εξάλειψε τη μνήμη του μέχρι τρίτης γενεάς». Πράγματι η Αταλία, μητέρα του Οχοζίου, ήταν κόρη της Ιεζάβελ. Την τελευταία όμως αυτήν κάνει μισητή, όχι η εθνική καταγωγή της, αλλά οι διωγμοί της εναντίον των προφητών με σκοπό να καταργήσει τη λατρεία του Ιεχωβά. Είναι αλήθεια, ότι ο Μανασσής συμπεριφέρθηκε πολύ κακά, αλλά μετανόησε. Είναι επίσης δυνατόν η καταδίκη αυτή της εξάλειψης του ονόματος να έγινε από τη συναγωγή, έτσι ώστε τα ονόματα αυτά να μην εμφανίζονται στους γενεαλογικούς πίνακες (L).

Ματθ. 1,9  Ὀζίας δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωάθαμ, Ἰωάθαμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἄχαζ, Ἄχαζ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐζεκίαν,
Ματθ. 1,9   Ο Οζίας δε εγέννησε τον Ιωάθαμ, ο Ιωάθαμ δε εγέννησε τον Αχαζ, ο Αχαζ δε εγέννησε τον Εζεκίαν.
(1)   Έτσι συλλαβίζεται το όνομα στην εβραϊκή. Οι Ο΄ παραλλάσσουν ανάμεσα στο Αμών και το Αμώς. Εδώ το Αμώς είναι η αυθεντική γραφή (S).

Ματθ. 1,10 Ἐζεκίας δὲ ἐγέννησε τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀμών, Ἀμὼν(1) δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσίαν,
Ματθ. 1,10  Ο Εζεκίας δε εγέννησε τον Μανασσή, ο Μανασσής δε εγέννησε τον Αμών, ο Αμών δε εγέννησε τον Ιωσίαν.
(1)   Το κείμενο όπως έχει εδώ είναι γεμάτο δυσκολίες. Εάν υποθέταμε μαζί με τον Allen ότι το Ιεχονίας είναι παραφθορά του ονόματος Ιωαχίμ, η σύγχυση θα εκμηδενιζόταν, οπότε θα είχαμε «Ιωσίας δε εγέννησεν τον Ιωακίμ ή Ιωαχίμ», το οποίο θα ανταποκρινόταν στο Α΄ Παραλ. γ 15. Ο συγγραφέας όμως των Παραλειπομένων είχε ειδικό λόγο να σημειώσει τους αδελφούς του Ιωακίμ, χωρίς να αναφέρει αυτούς ονομαστικά, διότι δύο από αυτούς, ο Ιωανάν και ο Σεδεκίας βασίλευαν τότε, ο τελευταίος μάλιστα ήταν το τελευταίο μέλος της Δαβιτικής καταγωγής το οποίο έφερε το στέμμα. Επιπλέον οι δύο αυτοί δεν αναφέρονται ονομαστικά, διότι δεν αποτελούν κρίκους στη γενεαλογία.
Αλλά και άλλη δυσκολία θα απομακρυνόταν. Τώρα με τη διπλή απαρίθμηση του Ιεχονίου, το επόμενο τμήμα του γενεαλογικού καταλόγου (σ. 11-16) εμφανίζει 13 μόνο ονόματα. Ενώ εάν στο στίχο 11 αντικατασταθεί το όνομα Ιεχονίας με το Ιωακίμ, ώστε ο στίχος 12 να αρχίζει με τον Ιεχονία ως πρώτο στον κατάλογο που ακολουθεί μετά την αιχμαλωσία, τότε θα έχουμε και στο τελευταίο αυτό τμήμα του καταλόγου 14 νέα ονόματα (S). Ο Ιεχονίας άλλωστε ήταν, όπως φαίνεται, μόλις 18 ετών, όταν οδηγήθηκε στην αιχμαλωσία (L).
(2)   «Η φράση «κατά την αιχμαλωσία» σημαίνει κοντά στον καιρό της αιχμαλωσίας» (Ζ). Η λέξη μετοικεσία είναι σπάνια και συναντιέται 10 φορές στους Ο΄ (a). Πιο καλή είναι η λέξη μετοίκηση= μετανάστευση από έναν τόπο σε άλλον· ειδικότερα εκείνη, στην οποία κάποιος από άλλον εξαναγκάζεται, όσον αφορά την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα (g).
«Μετοικεσία λέει την αιχμαλωσία, την οποία ύστερα υπέστησαν όταν όλοι μαζί οδηγήθηκαν στη Βαβυλώνα» (Θφ).
(3)   Δηλαδή στη Βαβυλώνα (b). Η αναφορά της αιχμαλωσίας κλείνει φυσικά το τμήμα αυτό του καταλόγου, δηλώνοντας ότι το βασιλικό αξίωμα που αποκτήθηκε από τον Δαβίδ χάθηκε τώρα για τους απογόνους του (S).

Ματθ. 1,11 Ἰωσίας δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰεχονίαν(1) καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας(2) Βαβυλῶνος(3).
Ματθ. 1,11  Ο Ιωσίας δε εγέννησε τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού κατά την εποχήν, που απήχθησαν αιχμάλωτοι εις την Βαβυλώνα οι Ιουδαίοι.
(1)   Δηλαδή αφού μετανάστευσαν στη Βαβυλώνα (b) και όχι μετά το τέλος της αιχμαλωσίας, διότι είναι βέβαιο, ότι ο Ζοροβάβελ γεννήθηκε ενώ διαρκούσε η αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα (F).
(2)   Ο Ιεχονίας κρατήθηκε φυλακισμένος για 37 έτη και αποκαταστάθηκε στο βασιλικό του αξίωμα από τον διάδοχο του Ναβουχοδονόσορα. Δες Δ΄ Βασ. κδ 8-17 και Ιερ. νβ 31-34 (L).
(3)   Στο Α΄ Παραλ. γ 19 κατά το εβραϊκό πρωτότυπο ο Ζοροβάβελ παρουσιάζεται ως γιος του Φαδαΐα, αλλά στους Ο΄ στο ίδιο χωρίο ο Ζοροβάβελ μαρτυρείται σαν ένας από τους γιους του Σαλαθιήλ. Αυτό αποτελεί άλλη ένδειξη, ότι ο Ματθαίος χρησιμοποιούσε τους Ο΄ (S). Η διαφορά με το εβραϊκό πρωτότυπο εξηγείται με την πιθανότατη εκδοχή, ότι ο Φαδαΐας πήρε σύζυγο την χήρα του Σαλαθιήλ όταν πέθανε (F).
(4)   Τα ονόματα που ακολουθούν μετά τον Ζοροβάβελ προέρχονται από άγνωστη πηγή, ίσως από την οικογένεια του Ιησού (S). Ο Ματθαίος και ο Λουκάς συναντιούνται στις γενεαλογίες τους στα δύο αυτά ονόματα (Ζοροβάβελ και Σαλαθιήλ), και έπειτα και οι δύο παραθέτουν σειρά ονομάτων που δεν αναφέρονται στη Βίβλο. Αλλά ο Λουκάς έχει 18 ονόματα που παρεμβάλλονται μεταξύ Ζοροβάβελ και Ιωσήφ. Είναι άγνωστο σε ποιο σημείο του καταλόγου ο Ματθαίος τον συντομεύει. Σαφές μόνο είναι, ότι ο Ματθαίος δεν υπολογίζει τους απογόνους του Ζοροβάβελ, των οποίων ο κατάλογος παρατίθεται στο Α΄ Παραλ. γ 21-24 (L).
Ματθ. 1,12 Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν(1) Βαβυλῶνος Ἰεχονίας(2) ἐγέννησε τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ(3) δὲ ἐγέννησε τὸν Ζοροβάβελ(4),
Ματθ. 1,12  Επειτα δε από την βιαίαν αυτήν μετανάστευσιν των Ιουδαίων εις Βαβυλώνα και την ζωήν των εκεί ως αιχμαλώτων, ο Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ, ο δε Σαλαθιήλ εγέννησε τον Ζοροβάβελ.
Ματθ. 1,13 Ζοροβάβελ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀβιούδ, Ἀβιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλιακείμ, Ἐλιακεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀζώρ,
Ματθ. 1,13  Ο Ζοροβάβελ δε εγέννησε τον Αβιούδ, ο Αβιούδ δε εγέννησε τον Ελιακείμ, Ελιακείμ δε εγέννησε τον Αζώρ.
Ματθ. 1,14  Ἀζὼρ δὲ ἐγέννησε τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀχείμ, Ἀχεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλιούδ,
Ματθ. 1,14  Ο Αζώρ δε εγέννησε τον Σαδώκ, ο Σαδώκ δε εγέννησε τον Αχείμ, ο Αχείμ δε εγέννησε τον Ελιούδ.
Ματθ. 1,15  Ἐλιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλεάζαρ, Ἐλεάζαρ δὲ ἐγέννησε τὸν Ματθάν, Ματθὰν δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ,
Ματθ. 1,15   Ο Ελιούδ δε εγέννησε τον Ελεάζαρ, ο Ελεάζαρ δε εγέννησε τον Ματθάν, ο Ματθάν δε εγέννησε τον Ιακώβ.
Ματθ. 1,16  Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσὴφ(1) τὸν ἄνδρα(2) Μαρίας(3), ἐξ ἧς ἐγεννήθη(4) Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος(5) Χριστός.
Ματθ. 1,16  Ο Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιωσήφ, τον μνηστήρα της Μαρίας, από την οποίαν εγεννήθη ο Ιησούς ο ονομαζόμενος Χριστός.
(1)   «Δεν υπήρχε νόμος στους Ιουδαίους να γενεαλογούνται γυναίκες. Για να φυλάξει λοιπόν και τη συνήθεια και να μη φανεί ότι από την αρχή της εξιστόρησης την παραβαίνει και για να μας γνωρίσει και την κόρη, για αυτό το λόγο αφού αποσιώπησε τους προγόνους αυτής (της Μαρίας), γενεαλόγησε τον Ιωσήφ» (Χ).
«Επειδή δηλαδή αποδείχτηκε ότι ο Ιωσήφ ήταν από το γένος εκείνων, είναι προφανές, ότι και η Θεοτόκος από εκεί καταγόταν» (Ζ). «Διότι υπήρχε νόμος που πρόσταζε ότι δεν επιτρέπεται ο γάμος από άλλη φυλή αλλά από την ίδια» (Χ).
«Για αυτό και με το να γενεαλογήσει τον μνηστήρα της Θεομήτορος, με αυτό απέδειξε αυτό που είχε σκοπό. Αφού δηλαδή ο Ιωσήφ αποδείχτηκε ότι ήταν από τη γενιά εκείνων, είναι προφανές ότι από εκεί καταγόταν και η Θεοτόκος» (Ζ).
«Πώς όμως θα μάθουμε, ότι από τον Δαβίδ καταγόταν (η παρθένος); Άκουσε το Θεό να λέει στον Γαβριήλ να μεταβεί «σε Παρθένο μνηστευμένη με άνδρα, του οποίου το όνομα είναι Ιωσήφ, από τον οίκο και τη γενιά του Δαβίδ» (Λουκ. α 27). Τι πιο σαφές θέλεις από αυτό, όταν ακούσεις ότι η Παρθένος ήταν από τον οίκο και τη γενιά του Δαβίδ;» (Χ).
Απέναντι στο νόμο ο Ιησούς ήταν ο κληρονόμος του Ιωσήφ, και για αυτό και δόθηκε η γενεαλογία του Ιωσήφ. Ως κληρονόμος του Ιωσήφ, ο Ιησούς ήταν ο κληρονόμος του Δαβίδ, οπότε καμία ανακολουθία (ασυμφωνία) δεν υπάρχει στο γεγονός ότι τα δύο ευαγγέλια, τα οποία αναφέρουν τη γέννηση από την παρθένο, παραθέτουν τη γενεαλογία του Ιωσήφ. Άλλωστε ήταν τελείως δυνατόν και η Μαρία να καταγόταν από τον Δαβίδ. Κατά τον δεύτερο μάλιστα αιώνα πιστευόταν από όλους ότι η Μαρία καταγόταν από το γένος του Δαβίδ. Δες Ιουστίνου προς Τρύφωνα 43,45,100, Ειρην.ΙΙΙ,ΧΧΙ,5 Τερτυλλιανού Adv.Jud.9.Ανάληψη Ησαΐου Χ 2, Ευαγγέλιο της γεννήσεως Μαρίας Ι,1 (p).
«Είναι όμως ανάγκη να πούμε και άλλη αιτία περισσότερο μυστηριακή και απόρρητη, για την οποία γενεαλογείται ο Ιωσήφ, ενώ δεν συνέβαλε καθόλου στη γέννηση. Ποιά λοιπόν είναι αυτή; Δεν ήθελε να γνωρίζουν οι Ιουδαίοι κατά το χρόνο της γέννησης, ότι ο Χριστός γεννήθηκε από Παρθένο… Δεν είναι δικός μου αυτός ο λόγος, αλλά των (αποστολικών) Πατέρων μας, των θαυμαστών και σπουδαίων εκείνων ανδρών. Διότι, αφού κάλυψε με πυκνή σκιά πολλά από την αρχή και ονόμαζε τον εαυτό του υιό ανθρώπου και δεν μας αποκάλυψε καθαρά την ισότητά του σε όλα με τον Πατέρα, γιατί θαυμάζεις, επειδή κάλυψε μέχρις ορισμένου σημείου και αυτό, επειδή ήθελε να ρυθμίσει κάτι το σπουδαίο και αξιοθαύμαστο;
Αλλά ποιό είναι, θα πει κάποιος, αυτό το αξιοθαύμαστο; Το να διασωθεί η Παρθένος και να απαλλαχτεί από κάθε ανήθικη υποψία. Διότι, αν αυτό γινόταν γνωστό από την αρχή στους Ιουδαίους, και θα λιθοβολούσαν την Παρθένο… και θα την καταδίκαζαν για μοιχεία… Διότι εάν μετά από τόσα θαύματα, ακόμη τον αποκαλούσαν αυτόν (τον Ιησού) γιό του Ιωσήφ, πώς θα πίστευαν πριν από τα θαύματα ότι γεννήθηκε από Παρθένο;… Διότι θα τους συντάρασσε πολύ αυτούς (τους Ιουδαίους) το παράξενο και πρωτοφανές γεγονός, που όμοιό του ούτε καν είχε ακουστεί ότι έγινε στους προγόνους τους. Διότι αυτός μεν που μια και καλή πείστηκε, ότι είναι Υιός του Θεού, ούτε αυτό θα μπορούσε να το αμφισβητήσει λοιπόν· αυτός όμως που τον θεωρούσε πλάνο και αντίθεο, πώς δεν θα σκανδαλιζόταν περισσότερο από αυτό και δεν θα οδηγούνταν σε αυτήν την υποψία;» (Χ).
Άλλο ζήτημα προβάλλεται από το ότι ο Λουκάς αναφέρει τον Ηλί και όχι τον Ιακώβ ως πατέρα του Ιωσήφ. Η θεωρία, ότι η γενεαλογία του Λουκά είναι της Μαρίας, δεν είναι άξια λόγου. Η θεωρία είναι παλαιότερη του Annius του Viterbo (γύρω στο 1490 μ.Χ.). Δες στο Αποκ. δ 7, στο υπόμνημα που αποδίδεται στον Βικτωρίνο Mign.P.L.v 324 (p).
Η καλύτερη λύση είναι ότι ο Λουκάς παρέχει την πραγματική καταγωγή του Ιωσήφ, ενώ ο Ματθαίος δίνει την βασιλική καταγωγή του Ιωσήφ. Και οι δύο γενεαλογίες είναι του Ιωσήφ, αν και η γενεαλογία της Μαρίας μπορεί να συμπίπτει με αυτήν του Ιωσήφ σε κάποιον παλαιότερο πρόγονο. Σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή ο Ηλί υπήρξε ο πραγματικός πατέρας του Ιωσήφ. Ο Ιακώβ, που γράφει ο Ματθαίος, μπορεί να είναι άλλος συγγενής του Ιωσήφ, του οποίου ο Ιωσήφ ήταν σύμφωνα με το νόμο κληρονόμος και μέσω του οποίου ο Ματθαίος αποδείκνυε την βασιλική καταγωγή του Ιωσήφ (S).
(2)   Η λέξη λέγεται και για τον μνηστήρα (αρραβωνιαστικό). Δες Αποκ. κα 2 και αλλού (g).
«Είπε τον Ιωσήφ άνδρα της, επειδή ήταν μνηστήρας της. Και πράγματι στη συνέχεια της εξιστόρησης την ονομάζει και αυτήν γυναίκα του, επειδή ήταν αρραβωνιαστικιά του. Διότι έτσι ήταν συνήθεια να ονομάζονται και πριν τη σαρκική ένωση του γάμου» (Ζ).
«Για να μη νομίσεις, όταν ακούσεις «τον άνδρα Μαρίας» ότι γεννήθηκε σύμφωνα με τον κοινό νόμο της φύσης, πρόσεξε πώς διορθώνει αυτό αμέσως κατόπιν. Άκουσες, λέει, άνδρα, άκουσες μητέρα, άκουσες για το όνομα που δόθηκε στο παιδί· άκουσε λοιπόν και τον τρόπο της γέννησης. «Του Ιησού Χριστού η γέννηση έτσι έγινε…»» (Χ).
Λόγω της επιθυμίας κάποιων, να αποφευχθούν λέξεις, οι οποίες, παρόλο που στην πρόθεση του συγγραφέα εξέφραζαν τη νομική συγγένεια και όχι την πατρότητα, μπορούσαν να παρανοηθούν από τον επιπόλαιο αναγνώστη, δημιουργήθηκαν οι μαρτυρούμενες από κάποιους κώδικες, αλλά όχι αυθεντικές γραφές: «Ο Ιακώβ γέννησε τον Ιωσήφ, με τον οποίο αφού μνηστεύθηκε η παρθένος Μαριάμ γέννησε Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν» και οι σχετικές με αυτήν γραφές (a).
(3)   «Με αυτό έδειξε, ότι εξαιτίας εκείνης γενεαλόγησε και αυτόν» (Χ).
(4)   Το παθητικό ρήμα εγεννήθη χωρίς κάποια δυσκολία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη γέννηση κάποιου παιδιού σε σχέση με τη μητέρα του (L).
(5)   Ο Ματθαίος μιλά στον Ιουδαίο αναγνώστη, ο οποίος πρέπει να πειστεί, ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός με τέτοιες αποδείξεις, όπως είναι η γενεαλογία του. Ό,τι λοιπόν οι άλλοι ευαγγελιστές παίρνουν ως δεδομένο, αυτός ζητά να το αποδείξει (b). Λεγόμενος= ο οποίος έχει επώνυμο (g).

Ματθ. 1,17 Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραάμ ἕως Δαυΐδ γενεαὶ δεκατέσσαρες(1), καὶ ἀπὸ Δαυΐδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος(2) γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες(3).
Ματθ. 1,17  Ολαι λοιπόν αι γενεαί από τον Αβραάμ μέχρι του Δαυίδ είναι γενεαί δεκατέσσαρες και από Δαυίδ μέχρι της μετοικεσίας των Ιουδαίων ως αιχμαλώτων εις την Βαβυλώνα είναι γενεαί δεκατέσσαρες και από της μετοικεσίας εις την Βαβυλώνα μέχρι των ημερών του Χριστού γενεαί πάλιν δεκατέσσαρες.
(1)   «Σε τρεις ομάδες μοίρασε όλες τις γενιές εύλογα· διότι τρεις πολιτειακές καταστάσεις συνέβησαν σε αυτούς. Από μεν τον Αβραάμ έως τον Δαβίδ μετά τον Μωϋσή και τον Ιησού του Ναυή ηγεμονεύονταν από τους Κριτές· από τον Δαβίδ μέχρι την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας καθοδηγούνταν από βασιλιάδες· από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας μέχρι το Χριστό, κυβερνούνταν από αρχιερείς. Όταν όμως ήλθε ο Χριστός, ο αληθινός κριτής και βασιλιάς και αρχιερέας, σταμάτησαν αυτές οι πολιτειακές καταστάσεις που αναφέρθηκαν» (Ζ).
Θέλει λοιπόν «να δείξει, ότι ούτε με τις μεταβολές της πολιτειακής τους κατάστασης βελτιώθηκαν οι Ιουδαίοι· αλλά παρέμεναν στα ίδια κακά και με το αριστοκρατικό πολίτευμα και με το βασιλικό και με το ολιγαρχικό· και ότι δεν έγιναν περισσότερο ενάρετοι ούτε υπό την ηγεσία μεγάλων αρχηγών ούτε ιερέων ούτε βασιλέων» (Χ).
«Διότι χρειάζονταν τον αληθινό και κριτή και βασιλιά και ιερέα, ο οποίος είναι ο Χριστός. Διότι όταν τούς τελείωσαν οι άρχοντες, ήλθε ο Χριστός σύμφωνα με την προφητεία του Ιακώβ» (Θφ). Η διαίρεση του καταλόγου σε τρία τμήματα, καθένα από τα οποία περιλαμβάνει 14 ονόματα, αποδεικνύει τον τεχνητό χαρακτήρα της γενεαλογίας (S).
Αλλά τα κύρια σημεία της διαίρεσης είναι αξιοσημείωτα. Στον Δαβίδ (σ. 6) ο οίκος έγινε βασιλικός· στην αιχμαλωσία ο βασιλικός θρόνος χάθηκε (σ.11)· και στον Ιησού, τον λεγόμενο Χριστό, η βασιλεία αποκτήθηκε ξανά (p). Η εκλογή του αριθμού 14 μπορεί να εξηγηθεί είτε με το ότι ο αριθμός αυτός αποτελείται από τον ιερό αριθμό 7 διπλασιασμένο, είτε ότι υπαγορεύτηκε από την αριθμητική αξία των τριών εβραϊκών γραμμάτων του ονόματος Δαβίδ (p) δηλαδή DWD= 4+6+4, αφού είναι γνωστό ότι τα φωνήεντα δεν αποτελούν μέρος του εβραϊκού αλφαβήτου (S).
(2)   «Γιατί όμως δεν ανέφερε και την κάθοδο των Ιουδαίων στην Αίγυπτο, όπως ακριβώς αναφέρει την αιχμαλωσία τους στη Βαβυλώνα; Διότι οι Ιουδαίοι δεν φοβούνταν πλέον τους Αιγυπτίους, έτρεμαν όμως ακόμη τους Βαβυλωνίους· και εκεί μεν στην Αίγυπτο δεν κατέβηκαν εξαιτίας των αμαρτιών τους, ενώ εδώ στη Βαβυλώνα σύρθηκαν από την ασέβειά τους» (Χ).
(3)   «Για ποιο λόγο ενώ στην τελευταία ομάδα έβαλε δώδεκα γενιές, είπε ότι είναι δεκατέσσερις; Νομίζω ότι στο σημείο αυτό υπολογίζει ως μία γενιά το χρόνο της αιχμαλωσίας και ως άλλη τον ίδιο το Χριστό, και έτσι τον συνδέει από παντού με εμάς τους ανθρώπους» (Χ). Ο Χριστός εκπροσωπεί την 14η γενεά, και ο Ιεχονίας του σ. 11 είναι διαφορετικό πρόσωπο από αυτόν του σ. 12 (L). Δηλαδή όπως ήδη είπαμε ο Ιεχονίας του σ. 11 είναι στην πραγματικότητα ο Ιωακίμ ή Ιωαχίμ.

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας                 Ζ = Ζιγαβηνός Ευθύμιος
Απ = Απολλινάριος                         Θφ = Θεοφύλακτος Βουλγαρίας
Αυ = Αυγουστίνος                           Ιε = Ιερώνυμος
Β = Βασίλειος ο Μέγας                   Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός           Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Γν = Γρηγόριος Νύσσης                 Ω = Ωριγένης
Δ = Δαμασκηνός Ιωάννης               DB=Dict. Of the Bible,Hastings
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας
(Σύγχρονοι Θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible, St Matthew Edited by G.H. Box on the      basis of the earlier edition by Prof  W.F. Slater, Edirburgh 1922 (σημειώνεται με το S)
M.J. Lagrange.   Evangile selon s. Matthieu, Deuxieme edition      Paris 1923 (σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer.   An exegetical commentary on the Gospel according to S. Matthew, London 1911 (σημειωνεται με το p.)
W. Allen    A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Matthew Third edition 1922 (σημειώνεται με το a).
A. Commentary critical, expository and practical κ.λ.π by I. Owen, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
L. Cl. Fillion    La sainte Bible commentee VII (σημειώνεται με το F).
J.A. Bengel      Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm  Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά  Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)

http://www.sostis.gr/blog/item/1013-giati-diaferoun-oi-genealogies-tou-xristou-sta-evangelia-meros-a

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Σήμερα έφυγε για τους ουρανούς ο τελευταίος της Συνοδείας

Συγγραφέας: kantonopou στις 8 Δεκεμβρίου, 2019

Σήμερα έφυγε για τους ουρανούς ο τελευταίος της Συνοδείας

Έφυγε, σήμερα, 8 Δεκεμβρίου 2019, ο τελευταίος επί της Γης της Συνοδείας του Οσίου Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού. Υποθέτει κανείς, ότι άλλος δεν εδύνατο να υποδεχτεί εκεί ψηλά τον Γέροντα Εφραίμ της Αριζόνας, πάρα μονάχα ο πολυγαπημένος Γέροντάς του, Ιωσήφ.

Σήμερα, χαίρουν οι ασκητικές ερημιές της Μικράς Αγίας Άννης και της Νέας Σκήτης Αγίου Όρους, όπου έζησε, εγκαταβίωσε και μεγαλούργησε όλη μαζί η τρισευλογημένη Συνοδεία παρά του πόδας του Ιωσήφ του Ησυχαστού.

Σήμερα, πολλοί νέοι άνθρωποι, αλλά και γηραιότεροι, νιώθουν ότι τα διαβάσματα, οι ώρες της μελέτης τους και τα ασκητικά πρότυπα τους επί της Γης, ευρίσκονται πλέον ξανά, όλα μαζί ηνωμένα εις τους ουρανούς.

Σήμερα, έφυγε ο τελευταίος της Συνοδείας.

Σήμερα, κλαίγουμε και χαίρουμε και αναπολούμε και πανηγυρίζουμε Παράδεισον.

Σήμερα, αγκαλιάζουμε πιο σφιχτά ακόμη τα βιβλία που καθόρισαν, σημάδεψαν και συντρόφευαν τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας. Και είχαν όλα να κάνουν με τη Συνοδεία.

Στην παρακάτω φωτογραφία, διακρίνονται όρθιοι από αριστερά: π. Χαράλαμπος (μετέπειτα ηγούμενος της Ι. Μονής Διονυσίου), μπάρμπα Γιάννης ο ψαράς, μον. Ευστράτιος, μον. Ιωσήφ (μετέπειτα Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός), μον. Αθανάσιος (κατά σάρκα αδελφός του Ιωσήφ Ησυχαστού), μον. Νικόδημος, π. Εφραίμ (μετέπειτα ηγούμενος της Ι. Μονής Φιλοθέου και της Ι.Μ. Αγίου Αντωνίου Αριζόνας). Καθιστοί από αριστερά: Γέροντας Αρσένιος, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Γέροντας Θεοφύλακτος Νεοσκητιώτης.

 

Η ΤΡΙΣΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ:

ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ (+1959)

ΓΕΡΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ (+1983)

ΓΕΡΩΝ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ (+1998) – ΤΟ ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΟ «ΑΤΥΠΟ» ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΕΙΑΣ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ

ΓΕΡΩΝ ΧΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ (+2001)

ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ (+2009)

ΓΕΡΩΝ ΕΦΡΑΙΜ ΑΡΙΖΟΝΑΣ (+2019)

Επιμέλεια: Κώστας Παναγόπουλος – ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ «ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ»

Ορθοδοξία διεθνές πρακτορείο εκκλησιαστικών ειδήσεων

Κατηγορία ΑΞΙΕΣ ΖΩΗΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η Μεταμόρφωση του Χριστού. (Ερμηνεία των Ευαγγελίων)

Συγγραφέας: kantonopou στις 1 Αυγούστου, 2019

Η Μεταμόρφωση του Χριστού.Ερμηνεία των Ευαγγελίων

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Α.  Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ  ιζ 1 – 9
(Υπόμνημα στο κατά Ματθαίον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 313-317 εκδόσεις «ο Σωτήρ», μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας                 Ζ = Ζιγαβηνός Ευθύμιος
Απ = Απολλινάριος                       Θφ = Θεοφύλακτος Βουλγαρίας
Αυ = Αυγουστίνος                        Ιε = Ιερώνυμος
Β = Βασίλειος ο Μέγας                  Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός            Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Γν = Γρηγόριος Νύσσης                 Ω = Ωριγένης
Δ = Δαμασκηνός Ιωάννης              DB=Dict. Of the Bible,Hastings
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας

(Σύγχρονοι Θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible, St Matthew Edited by G.H. Box on the basis of the earlier edition by Prof  W.F. Slater, Edirburgh 1922 (σημειώνεται με το S).
M.J. Lagrange.   Evangile selon s. Matthieu, Deuxieme edition Paris 1923 (σημειώνεται με το L).
Alf. Plummer.   An exegetical commentary on the Gospel according to S. Matthew, London 1911 (σημειώνεται με το p).
W. Allen    A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Matthew Third edition 1922 (σημειώνεται με το a).
A. Commentary critical, expository and practical κ.λ.π by I. Owen, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
L. Cl. Fillion    La sainte Bible commentee VII (σημειώνεται με το F).
J.A. Bengel      Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm  Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά  Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ).

ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους

Ματθ. 17,1        Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ἓξ(1) παραλαμβάνει(2) ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην(3) τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀναφέρει(4) αὐτοὺς εἰς ὄρος(5) ὑψηλὸν(6) κατ᾿ ἰδίαν·
Ματθ. 17,1        Επειτα δε από εξ ημέρας επήρε μαζή του ο Ιησούς τον Πετρον και τον Ιάκωβον και τον αδελφόν αυτού Ιωάννην και ανέβηκε με αυτούς μόνον εις υψηλόν όρος.(Μετάφραση στίχων υπό Ιωάννου Κολιτσάρα εδώ και στο εξής)
Ο ιστορικός χαρακτήρας του μυστηριώδους αυτού συμβάντος είναι εγγυημένος, 1) από το ότι παρουσιάζεται τελείως απίθανη η επινόηση. Τίποτα δεν υπήρξε στην προηγούμενη ζωή του Χριστού, το οποίο να καθιστά πιθανή την εμφάνιση του Μωϋσή και του Ηλία και κανένα παρόμοιο γεγονός δεν συναντιέται στην Π.Δ., αφού η δόξα του Μωϋσή στο Σινά ήταν τελείως διαφορετική, 2) από τη μαρτυρία και των τριών συνοπτικών (Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς), 3) από την αξιοσημείωτη επιβολή σιωπής από τον Ιησού προς τους μαθητές και 4) από τη μαρτυρία της Β΄ Πέτρ. α 16-18, η οποία μαρτυρεί, αν όχι κάτι άλλο, τουλάχιστον ότι, κατά την εποχή που συγγράφηκε η επιστολή αυτή, το γεγονός πιστευόταν ότι έλαβε χώρα (p).
(1)   Ο Λουκάς «μετά από οκτώ μέρες, λέει, χωρίς να εναντιώνεται σε αυτόν (Ματθαίο), αλλά και πάρα πολύ συμφωνώντας. Διότι ο μεν Λουκάς συμπεριέλαβε και αυτήν την ημέρα που τους είπε τα παραπάνω λόγια και την ημέρα που τους ανέβασε στο όρος, ενώ ο Ματθαίος ανέφερε μόνο τις ενδιάμεσες ημέρες» (Χ).
Ο καθορισμός αυτός του χρόνου υπονοεί κάποια σχέση με τα αμέσως προηγούμενα. Η διδασκαλία για τον Υιό του Θεού, και για το Πάθος του επιβεβαιώθηκε με την μεταμόρφωση (b).
(2)   Παίρνει με τον εαυτό του, μαζί του (δ).
(3)   Οι τρεις αυτοί μαθητές συνόδευαν τον Ιησού και σε διάφορες άλλες βαρυσήμαντες περιστάσεις. Δες Μάρκ. ε 37, α 29 και ιγ 3, όπως και στη Γεθσημανή Ματθ. κστ 37 (S).
«Γιατί παίρνει αυτούς μόνους; Επειδή αυτοί υπερείχαν από τους άλλους» (Χ).
«Ο μεν Πέτρος από το ότι αγαπούσε πολύ αυτόν, λόγω της θερμότητας της πίστης του. Ο Ιωάννης από την άλλη από το ότι αγαπιόταν πάρα πολύ από αυτόν, λόγω της υπερβολής της αρετής του. Ο Ιάκωβος επίσης από το ότι ήταν πάρα πολύ ενοχλητικός στους Ιουδαίους, τόσο ώστε όταν ο Ηρώδης αργότερα τον φόνευσε, έκανε μέγιστη χάρη στους Ιουδαίους» (Ζ), αλλά και «από την απάντηση την οποία απάντησε μαζί με τον αδελφό του λέγοντας· Μπορούμε να πιούμε το ποτήρι» (Σχ).
Τρία πρόσωπα ήταν αρκετά να διαπιστώσουν την αλήθεια της θαυμαστής αυτής σκηνής. Εάν ήταν παρόντες περισσότεροι από τρεις θα ήταν δύσκολο κάπως να τηρηθεί το γεγονός μυστικό (ο).
(4)   =Άνω φέρω, οδηγώ επάνω (g).
(5)   Ως τέτοιο αρχαιότατη παράδοση κατά τα χρόνια του Ωριγένη την οποία και ο Ιεροσολύμων Κύριλλος και ο Ιερώνυμος αναφέρουν, εξιστορεί το όρος Θαβώρ δίπλα στη Ναζαρέτ. Κάποιοι από τους νεωτέρους ερμηνευτές υποθέτουν, ότι είναι το όρος Πάνιον που είναι πιο κοντά στην Καισάρεια του Φιλίππου, και άλλοι το Ερμών, χωρίς σοβαρά επιχειρήματα (δ). Παρόλ’ αυτά φαίνεται, ότι τώρα ο Ιησούς βρισκόταν κοντά στο όρος Ερμών. Δες Ματθ. ιστ 13 (F). Οι άλλοι μαθητές πιθανώς έμειναν στην Καισάρεια (S).
(6)   Το υψηλό εννοείται όχι απολύτως, αλλά σε σχέση με τα τριγύρω μικρότερα βουνά. Η μεμονωμένη θέση του Θαβώρ που υψώνεται 400 μέτρα πάνω από την πεδιάδα Ιεζραήλ δίνει σε αυτό άριστη και μοναδική θέα, την οποία πολύ ψηλότερα βουνά δεν έχουν (δ).

Ματθ. 17,2    καὶ μετεμορφώθη(1) ἔμπροσθεν αὐτῶν(2), καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος(3), τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς(4).
Ματθ. 17,2    Και μετεμορφώθη εμπρός εις αυτούς, και έλαμψε το πρόσωπον αυτού όπως ο ήλιος, τα δε ενδύματά του έγιναν λευκά όπως το φως.
(1)  Η όψη του άλλαξε, αφού καταυγάστηκε από θεία λαμπρότητα (g).
«Μεταμορφώθηκε και έμεινε μεν το σώμα του στη δική του μορφή, αλλά η θεϊκή λαμπρότητα απογυμνώθηκε λίγο και καταλάμπρυνε το πρόσωπό του και μετέβαλλε τη μορφή του ώστε να είναι πιο θεϊκή» (Ζ).
«Ενώ δηλαδή το σώμα διατήρησε το σχήμα του, τα χαρακτηριστικά του χρωματίστηκαν με λαμπρότερα φωτεινά χρώματα ώστε να είναι πιο ένδοξο» (Κ).
Το ρήμα αυτό υπονοεί, ότι ο Κύριος κατείχε πάντοτε την δόξα μέσα του (b).
(2)   «Έτσι ώστε βλέποντας πώς μεταμορφώθηκε να μην νομίσουν ότι αυτός είναι άλλος» (Ζ).
(3)   «Έτσι νόμισαν αυτοί· διότι η λαμπρότητα εκείνη ήταν πάνω από τον ήλιο και κάπως θεία και απόρρητη» (Ζ). Άλλωστε «είπε ο ευαγγελιστής όπως ο ήλιος, επειδή μόνο το άστρο αυτό ξέρουμε ότι έχει υπερβολικό φως. Διότι το ότι έλαμψε πάνω από τον ήλιο, φαίνεται» από το ότι «έπεσαν χάμω οι μαθητές· διότι κάθε μέρα έβλεπαν ήλιο και δεν έπεφταν» (Σχ.π).
«Αν δηλαδή δεν αντεχόταν το φως αλλά ήταν αντίστοιχο με αυτό του ήλιου, δεν θα έπεφταν» (Δ).
(4)   Το φως είναι συνήθως σύμβολο της θείας παρουσίας (L). Πάντως η φράση λευκά σαν το φως δηλώνει λάμψη κατώτερη από εκείνη, η οποία εκφράζεται με το «έλαμψε όπως ο ήλιος»· διότι τα ρούχα του επισκίαζαν την λαμπρότητα που έβγαινε από μέσα από το σώμα του (b).

Ματθ. 17,3    καὶ ἰδοὺ(1) ὤφθησαν(2) αὐτοῖς Μωσῆς καὶ Ἠλίας(3) μετ᾿ αὐτοῦ(4) συλλαλοῦντες(5).
Ματθ. 17,3    Και ιδού, εφάνησαν εις αυτούς ο Μωϋσής και ο Ηλίας, οι οποίοι συνωμιλούσαν μαζή του.
(1)   Το ιδού δηλώνει, ότι αμέσως μετά την θεία όψη του Σωτήρα την θαμπωτική, τράβηξε την προσοχή τους η παρουσία των δύο μεγάλων προφητών (δ).
(2)   Ο ίδιος ο Χριστός αποκαλεί το όλο επεισόδιο της Μεταμόρφωσης όραμα (στο στίχο 9), το οποίο δεν σημαίνει, ότι αυτό δεν ήταν και αντικειμενική πραγματικότητα. Δες Πράξ. ζ 31,θ 10,ιστ 9,10,ιη 9. Δεν επρόκειτο για οπτική απάτη, αλλά για εμφάνιση, η οποία έγινε αντιληπτή και στους τρεις συγχρόνως μαθητές. Πείστηκαν και οι τρεις μαθητές, ότι είχαν δει τους ένδοξους αντιπροσώπους του Νόμου και των Προφητών να συνομιλούν μαζί με τον δοξασμένο Χριστό (p).
(3)   «Παρουσίασε μαζί του ως δούλους τους επισημότερους από αυτούς που έλαμψαν στην Παλαιά Διαθήκη, για να φανεί η απόσταση του εαυτού του από εκείνους και πόσο αυτός διαφέρει από αυτούς» (Ζ).
«Υπάρχει όμως και άλλη αιτία που μπορούμε να πούμε μαζί με αυτά που λέχθηκαν. Ποιά είναι αυτή; Για να μάθουν ότι έχει εξουσία και θανάτου και ζωής και εξουσιάζει τα πάνω και τα κάτω. Για αυτό φέρνει στη μέση και αυτόν που είχε πεθάνει (Μωϋσή) και αυτόν που δεν έπαθε κάτι τέτοιο (Ηλία)» (Χ).
Ως αντιπρόσωποι της Παλαιάς Διαθήκης ο Μωϋσής και ο Ηλίας έρχονται κατά θεία εντολή για να χαιρετίσουν τον αντιπρόσωπο της Καινής, από τον οποίο συντελέστηκε η σωτηρία του κόσμου και για να τον ευχαριστήσουν για την επικείμενη εκπλήρωση του μεγάλου μυστηρίου του Θεού Πατέρα (δ). Γίνεται ολοφάνερο από το χωρίο αυτό, όπως και από άλλα τμήματα του λόγου του Θεού, ότι οι άγιοι στον ουρανό είναι γνωστοί και διακρίνονται μεταξύ τους από τη μορφή και την εμφάνιση των δοξασμένων σωμάτων τους (ο).
Οι μαθητές αναγνώρισαν τους δύο προφήτες είτε αμέσως τότε με βάση την εξωτερική εικόνα τους (τον Μωϋσή για παράδειγμα, λόγω των εκθαμβωτικών ακτίνων του προσώπου του, τον Ηλία πάλι σαν μεταφερόμενο πάνω σε πύρινο άρμα), είτε μετά από λίγο, όταν ο Κύριος μετά την Μεταμόρφωση συνομίλησε μαζί τους (F).
(4)    Συζητούσαν μαζί του μόνο, όχι όμως και μαζί με τους τρεις Αποστόλους (b).
(5)   Δεν πρόκειται για πλεονασμό (μετ᾿ αὐτοῦ συλλαλοῦντες). Ο καθένας από αυτούς συνομιλούσε με τον Ιησού. Συνομιλία ύψιστης σημασίας (b).
«Συνομιλούσαν με αυτόν δείχνοντας, ότι και ο νόμος που δόθηκε μέσω του Μωϋσή και ο λόγος των προφητών προφήτευσαν με συμφωνία για τον θάνατό του· ο μεν νόμος με τους τύπους των θυσιών, ο δε προφητικός λόγος με διάφορα πράγματα… Το τι συζητούσαν το δίδαξε ο Λουκάς· διότι είπε, ότι έλεγαν την έξοδό του την οποία επρόκειτο να εκπληρώσει στην Ιερουσαλήμ, έξοδο ονομάζοντας την αναχώρηση και μετάβαση από αυτήν την ζωή» (Ζ).
Είναι αξιοσημείωτο ότι ούτε ο Πέτρος απηύθυνε κάποια λέξη στον Μωϋσή και τον Ηλία, ούτε αυτοί έδωσαν κάποια προσοχή στους τρεις μαθητές. Οι σκέψεις τους και η συνομιλία περιορίστηκε εξ’ ολοκλήρου σε εκείνον, τον οποίον γνώριζαν ως θείο τους λυτρωτή και ήταν ήδη η μεγάλη και κεντρική φυσιογνωμία στην όλη εικόνα. Όταν ο Χριστός είναι παρών κάθε λογικό δημιούργημα βυθίζεται σε αφάνεια (ο).

Ματθ. 17,4    ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπε τῷ Ἰησοῦ· Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι(1)· εἰ θέλεις(2), ποιήσωμεν ὧδε τρεῖς(3) σκηνάς, σοὶ μίαν καὶ Μωσεῖ μίαν καὶ μίαν Ἠλίᾳ.
Ματθ. 17,4    (Συνεπαρμένος ο Πετρος από το μεγαλειώδες εκείνο θέαμα έλαβε τον λόγον και είπεν στον Ιησούν)• “Κυριε καλά είναι να μείνωμεν ημείς εδώ• εάν θέλης, ας κάμωμεν εδώ τρεις σκηνάς, μίαν για σένα, μίαν για τον Μωϋσέα και μίαν για τον Ηλίαν”.
(1)   Δηλαδή να παραμένουμε εδώ (b).
«Επειδή αγαπούσε πάρα πολύ ο Πέτρος τον διδάσκαλο και δεν ήθελε να πάει ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα για να μην πάθει πηγαίνοντας εκεί… φανερά μεν δεν τολμά να τον εμποδίσει, για να μην τον μαλώσει πάλι ο Ιησούς, αλλά βλέποντας το όρος να έχει πολλή ασφάλεια μιας και αγνοούνταν από τους εχθρούς… συμβουλεύει να μείνουν εκεί» (Ζ), «όπου είναι παρόντες και ο Μωϋσής και ο Ηλίας· ο Ηλίας που κατέβασε από τον ουρανό φωτιά στο όρος και ο Μωϋσής που μπήκε στο θείο σύννεφο και συνομίλησε με το Θεό» (Χ).
«Έχουμε τον Μωϋσή και τον Ηλία που θα μας βοηθήσουν. Διότι ο μεν Μωϋσής νίκησε τους Αιγυπτίους, ο δε Ηλίας κατέβασε φωτιά από τον ουρανό· επομένως τα ίδια θα κάνουν και εναντίον των εχθρών που θα έρθουν εδώ» (Θφ).
Ανεξάρτητα όμως από αυτό «είπε ότι είναι καλό να μένουν στο όρος εκείνο, έτσι ώστε αυτός και αυτοί που ήταν μαζί του, να ευφραίνονται βλέποντας την μεταμόρφωση του Ιησού και το λαμπερό σαν τον ήλιο πρόσωπό του και τα λευκά σαν το φως ρούχα του και μαζί με αυτά, αυτούς που μία φορά εμφανίστηκαν με δόξα, τον Μωϋσή και τον Ηλία, να τους βλέπουν πάντα μέσα στη δόξα, και να ευφραίνονται με αυτά που θα τους ακούνε να συζητούν και να μοιράζονται μεταξύ τους, ο μεν Μωϋσής και ο Ηλίας προς τον Ιησού, ο δε Ιησούς προς αυτούς» (Ω).
(2)   «Αφού είπε ότι είναι καλό να μένουμε εδώ και επειδή κατάλαβε ότι δεν μίλησε καλά, μιας και μίλησε από τη δική του γνώμη, πρόσθεσε, αν θέλεις» (Ζ).
(3)   Τρεις, όχι έξι. Οι Απόστολοι επιθυμούσαν να είναι μαζί με τον Ιησού (b). Ή, εμείς οι άλλοι θα μοιραστούμε στις τρεις σκηνές (δ) και θα ‘μαστε στην υπηρεσία σας. Η πρόταση του Πέτρου για τις τρεις σκηνές μπορεί να εξηγηθεί ίσως και από την επικρατούσα τότε συνήθεια να στήνουν σκηνή χάριν διακεκριμένου επισκέπτη, για να δείξουν σεβασμό προς αυτόν (S).

Ματθ. 17,5    ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος(1) ἰδοὺ(2) νεφέλη(3) φωτεινὴ(4) ἐπεσκίασεν(5) αὐτούς(6), καὶ ἰδοὺ(2) φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης(7) λέγουσα(8)· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου(9) ὁ ἀγαπητός(10), ἐν ᾧ εὐδόκησα(11)· αὐτοῦ ἀκούετε(12)·
Ματθ. 17,5    Ενώ δε ακόμη αυτός ωμιλούσε, ιδού ολόφωτος νεφέλη εσκίασεν αυτούς και ιδού ακούσθηκε φωνή από την νεφέλη, η οποία έλεγεν• “αυτός είναι ο μονογενής υιός μου ο αγαπητός, στον οποίον έχω ευαρεστηθή. Εις αυτόν να υπακούετε”.
(1)   Στην πρόταση αυτή του Πέτρου ο Κύριος μεν «δεν λέει τίποτα, ούτε ο Μωϋσής ούτε ο Ηλίας, ο ανώτερος όμως και αξιοπιστότερος από όλους, ο Πατέρας, αφήνει φωνή» (Χ).
(2)   Αλλεπάλληλα ιδού. Πράγματα μεγάλων στιγμών. Μία από τις μεγαλύτερες αποκαλύψεις (b).
(3)   «Έτσι πάντα φαίνεται ο Θεός. Διότι νεφέλη και γνόφος (=ομίχλη) υπάρχει γύρω από αυτόν» (Χ). Και «πάνω σε σύννεφο σαν σε όχημα κινείται ο Θεός. Διότι λέει ο Ψαλμός αυτός είναι που έκανε τα σύννεφα άρμα, πάνω στο οποίο επιβαίνει (Ψαλμ. 103,3). Και πολλά τέτοια χωρία υπάρχουν σε πολλά σημεία της Γραφής» (Ζ). Η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να βαστάξει ακάλυπτη τη δόξα του Θεού (b).
(4)   «Όταν μεν απειλεί, δείχνει σκοτεινό σύννεφο, όπως ακριβώς στο Σινά (δες Εξόδου ιθ 16)… Εδώ όμως, επειδή δεν ήθελε να φοβίσει, αλλά να διδάξει, δείχνει νεφέλη φωτεινή» (Χ).
(5)   Εφόσον η νεφέλη ήταν φωτεινή δεν άφησε σκιά. Το ρήμα λοιπόν εδώ έχει την έννοια: η φωτεινή νεφέλη με λαμπρότητα περιέβαλλε και κάλυψε αυτούς (g). Νεφέλη, το κέντρο της οποίας ήταν γεμάτο και φωτισμένο με δόξα, ενώ οι εκθαμβωτικές και αφόρητες ακτίνες της μετριάζονταν από το μέρος εκείνο της νεφέλης, το οποίο παρεμβαλλόταν ανάμεσα στο κέντρο και τους μαθητές (ο).
(6)   Τον Κύριο και τους δύο που συνομιλούσαν μαζί του μάλλον, όπως μπορεί κάποιος να εικάσει από το επακόλουθο «φωνή από την νεφέλη», το οποίο ίσως υποδηλώνει, ότι οι Απόστολοι ήταν έξω από την νεφέλη (δ).
(7)    «Νεφέλη και φωνή, για να βεβαιωθούν, ότι είναι φωνή του Θεού» (Ζ).
(8)   «Αυτά και όταν βαπτιζόταν ο Σωτήρας τα είπε από τον ουρανό ο Πατέρας» (Ζ), προστίθεται όμως μόνο εδώ η προτροπή «αυτόν να ακούτε».
(9)     Με άρθρο. «Όχι απλώς υιός, όπως αυτοί που γίνονται υιοί μου λόγω της αρετής» (Ζ).
(10)   Αυτός που αγαπιέται από εμένα κατά εξαιρετικό τρόπο «ως μονογενής» (Ζ) μεν κατά την θεία φύση, και ως απολύτως ευαρεστώντας εμένα κατά την ανθρώπινη φύση.
(11)   «Σαν να έλεγε, στον οποίο αναπαύομαι, στον οποίο αρέσκομαι» (Χ).
Επαναπαύομαι και αρέσκομαι σε αυτόν κατά μεν τη θεία φύση «διότι είναι εξισωμένος σε όλα με τον Πατέρα με ακρίβεια και είναι μία η θέληση αυτού και του Πατέρα του, και, χωρίς να παύει να είναι Υιός, είναι στα πάντα ένα με αυτόν που τον γέννησε» (Χ), ενώ κατά την ανθρώπινη φύση, διότι απολύτως υποτάχτηκε στον Θεό και Πατέρα.
«Επομένως είναι διπλή η αγάπη, μάλλον δε και τριπλή· Επειδή είναι Υιός, επειδή αγαπητός, επειδή σε αυτόν ευδόκησε» (Χ).
«Τον αγαπώ δηλαδή επειδή είναι υιός μου, επειδή είναι αγαπητός και επειδή με αναπαύει και μου αρέσει» (Ζ).
(12)   Με αυτό ανακηρυσσόταν ο Ιησούς νομοθέτης επίσημος της Κ.Δ., όπως άλλοτε (Δευτερονόμιο ιη 15) ο Μωϋσής της Π.Δ. (F).
«Σε αυτόν να πείθεστε, αυτόν να πιστεύετε, σε ό,τι και λέει και κάνει… Αυτόν να ακούτε, αφήνοντας τον μωσαϊκό νόμο και τις προφητικές μυσταγωγίες. Διότι ολοκλήρωση και τελειοποίηση του νόμου και των προφητών είναι ο Χριστός. Και επομένως εκείνα όλα συντελέστηκαν, αφού έφταναν μέχρι αυτόν μόνο» (Ζ).
«Αυτόν να ακούτε και αν ακόμη θέλει να σταυρωθεί, μην εναντιώνεστε σε αυτόν» (Θφ).

Ματθ. 17,6    καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον(1) αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα(2).
Ματθ. 17,6    Όταν οι μαθηταί ήκουσαν αυτήν την φωνήν έπεσαν στο χώμα πρηνείς και εφοβήθησαν πάρα πολύ.
(1)   Έπεσαν μπρούμυτα με το πρόσωπο στραμμένο προς το έδαφος και ακουμπώντας το. «Έπεσαν γεμάτοι από φόβο και συγχρόνως και τον προσκύνησαν» (Χ). Είναι αυτή στάση λατρείας (Α΄Μακ. δ 40,55), προ παντός μπροστά σε οπτασία (Δανιήλ η 17,18,ι 9,15,Ιουδίθ ιστ 20 κλπ.)(L).
(2)   Φοβήθηκαν «διότι ήταν και ερημιά και ύψος… και μεταμόρφωση γεμάτη από φρίκη και φως ασυγκράτητο και νεφέλη μεγάλη και διαρκής και όλα αυτά ήταν που τους έκαναν να νιώσουν πολλή αγωνία» (Χ).
«Αφού λοιπόν το σύννεφο από τον ουρανό απλώθηκε ολόγυρά τους και η φωνή έπεσε ορμητικά πάνω τους, πολύ λογικά έπεσαν κάτω και φοβήθηκαν» (Ζ).
«Επειδή όμως τώρα οι μαθητές κυριεύτηκαν από ασυγκράτητο φόβο, έπεσαν κάτω, για να μάθουμε πάλι και από αυτό, ότι αποδείχτηκε πάρα πολύ αναγκαία για τους γήινους ανθρώπους η μεσιτεία του Σωτήρα μας, νοούμενη βέβαια σύμφωνα με τον τρόπο της ενανθρώπησης. Γιατί, αν δεν είχε γίνει σαν εμάς, ποιος από εμάς θα μπορούσε να αντέξει το Θεό, εκπέμποντας από τον ουρανό την ανέκφραστη δόξα του και παρουσιάζοντας αυτήν να μην είναι υποφερτή από κανέναν από τους ανθρώπους; Γιατί και ο μακάριος Παύλος είπε, ότι «αυτός κατοικεί μέσα σε φως απλησίαστο (Α΄Τιμ. 6,16)»» (Κ).

Ματθ. 17,7    καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς(1) ἥψατο(2) αὐτῶν καὶ εἶπεν· ἐγέρθητε καὶ μὴ φοβεῖσθε.
Ματθ. 17,7    Προσήλθεν όμως ο Ιησούς, τους ήγγισε και είπε• “σηκωθήτε, μη φοβείσθε”.
(1)   «Λυπήθηκε την αδυναμία τους και γρήγορα σταματά τον φόβο» (Ζ).
(2)   Ήταν πεσμένοι εξαιτίας εκείνων, τα οποία είδαν και άκουσαν. Σηκώθηκαν από το έδαφος πάλι με το δραστικό άγγιγμα που εκδήλωνε πολλή οικειότητα (b).

Ματθ. 17,8    ἐπάραντες δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν οὐδένα εἶδον εἰ μὴ τὸν Ἰησοῦν μόνον(1).
Ματθ. 17,8   Υψωσαν εκείνοι τα μάτια των και δε είδαν κανένα παρά μόνον τον Ιησούν.
(1)   «Για να πληροφορηθούν, ότι για αυτόν έγινε η φωνή, μόνος λοιπόν φαίνεται σε αυτούς» (Ζ). Από το ότι απέμεινε μόνος αυτός, έγινε ολοφάνερο, ότι αυτός είναι ο Υιός, τον οποίο έπρεπε να ακούνε και όχι ο Μωϋσής ούτε ο Ηλίας (b).
Η μεταμόρφωση έκρυβε μεγάλη σημασία για τους μαθητές, οι οποίοι νοιώθοντας έκπληξη από τη διδασκαλία, ότι ο Μεσσίας έπρεπε να πάθει και να πεθάνει, θα δοκίμαζαν μεγάλη παρηγοριά από αυτήν. Δίδαξε αυτή στους τρεις μαθητές, ότι το πάθος του Μεσσία δεν σήμαινε ότι θα χανόταν η δόξα της βασιλείας, αλλά ότι η δόξα αυτή δεν θα ήταν από τη γη, αλλά από τον ουρανό. Παρόλο που ο Μεσσίας θα απορριπτόταν από το λαό του, δεν θα απορριπτόταν όμως και από τον Θεό. Ήταν ο Υιός του Θεού, στον οποίο ο Πατέρας διακήρυξε τον εαυτό του πλήρως ευαρεστημένο. Ο Μωϋσής και ο Ηλίας εξαφανίζονται, και ο Ιησούς μένει μόνος και σε αυτόν οφείλουν όλοι να υπακούουν.
Αλλά και για τον ίδιο τον Ιησού η Μεταμόρφωση ερχόταν σε στιγμές εκτάκτως κρίσιμες της δημόσιας δράσης του. Οι βαρείς πειρασμοί του σατανά στην έρημο ανανεώθηκαν ήδη με το στόμα ενός από τους Αποστόλους του. Κατά τους τελευταίους αυτούς μήνες του επίγειου σταδίου του η σκιά του Σταυρού έπεφτε πάνω του όλο και περισσότερο. Και η Μεταμόρφωση υπήρξε η πρόγευση της δόξας, η οποία παρεχόταν σε αυτόν την ώρα που προγευόταν το πάθος του και ξέφευγαν από τα χείλη του τα βαρυσήμαντα λόγια: «Τώρα η ψυχή μου έχει ταραχτεί και τι να πω; Πατέρα, σώσε με από την ώρα αυτή» (p).
Έτσι ολοκληρώνεται η περιγραφή μίας από τις υπεροχότατες και ύψιστες σκηνές, από όσες ποτέ ανθρώπινο μάτι επιτράπηκε να δει. Δεν μπορεί κάποιος παρά να θαυμάσει την απλή και ανεπιτήδευτη γλώσσα της αφήγησης, την τόσο διαφορετική από το ύψος, το οποίο θα χρησιμοποιούσαν συγγραφείς ξένοι από την έμπνευση του Πνεύματος (ο).

Ματθ. 17,9    καὶ καταβαινόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· μηδενὶ(1) εἴπητε(2) τὸ ὅραμα(3) ἕως οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ(4).
Ματθ. 17,9    Και όταν κατέβαιναν από το όρος, έδωσεν εις αυτούς εντολήν ο Ιησούς και τους είπε• “να μη πήτε εις κανένα αυτό το όραμα, έως ότου ο υιός του ανθρώπου αναστηθή εκ νεκρών”.
(1)   Ούτε στους ίδιους τους συμμαθητές τους (b).
(2)   Η εντολή αυτή ήταν σύμφωνη με τη συνηθισμένη τακτική του Χριστού σχετικά με το μεσσιακό του αξίωμα. Δες η 4 (S). Ακούγοντας οι όχλοι τα σχετικά με την μεταμόρφωση και την εμφάνιση του Μωϋσή και του Ηλία υπήρχε κίνδυνος να ενισχυθούν στις σαρκικές τους προσδοκίες για τον Μεσσία και να παρεκτραπούν σε ενέργειες άτοπες που θα εμπόδιζαν την εκπλήρωση του πνευματικού έργου του Σωτήρα (δ).
Οι Ιουδαίοι επίσης που απιστούσαν σε αυτόν «περισσότερο θα εξαγριώνονταν» (Ζ).
«Διότι όσο μεγαλύτερα λεγόντουσαν για αυτόν, τόσο πιο δυσπαράδεκτα ήταν σε αυτούς. Αλλά και το σκάνδαλο που προερχόταν από τον σταυρό περισσότερο μεγάλωνε από εδώ» (Χ).
(3)   Όραμα εδώ δεν είναι η οπτασία στον ύπνο ή σε έκσταση αλλά αυτό που έγινε ορατό με τα μάτια· το θέαμα (g).
(4)   «Δεν διέταξε για πάντα να μην το πουν σε κανέναν, αλλά έως ότου αναστηθεί από τους νεκρούς» (Χ). Μετά την ανάσταση το μεσσιακό αξίωμα του Ιησού έγινε το ζωτικότερο σημείο στο νέο κήρυγμα (S). Η δόξα της ανάστασης λοιπόν καθιστούσε την προηγούμενη εμφάνιση περισσότερο πιστευτή (b).
«Διότι μετά από αυτά καταξιώθηκαν να πάρουν και το άγιο Πνεύμα και είχαν και την φωνή που άφηναν τα θαύματα που συνηγορούσε για όλα αυτά, και όλα όσα έλεγαν στη συνέχεια γίνονταν εύκολα αποδεκτά, διακηρύσσοντας ισχυρότερα και από σάλπιγγα την δύναμή του αυτά τα ίδια τα πράγματα και κανένα παρόμοιο σκάνδαλο δεν μεσολάβησε σε εκείνα που συνέβαιναν» (Χ). Και πράγματι μετά την ανάσταση ανέφεραν την Μεταμόρφωση ο μεν Πέτρος στο Β΄ Πέτρου α 18, ο δε Ματθαίος εξιστόρησε τα σχετικά με αυτήν, αν και δεν ήταν παρών (b).

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα
Β.  Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ  θ 2 – 10
(Υπόμνημα στο κατά Μάρκον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 154-159 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας                  Θφ =ΘεοφυλακτοςΒουλγαρίας
Β = Βασίλειος ο Μέγας                    β = Βίκτωρ Αντιοχείας
Γν = Γρηγόριος Νύσσης                   Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας                 Σγ = Σεβηριανός Γαβάλων
Ζ = Ζιγαβηνός εις τον Μάρκον         Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζμ = Ζιγαβηνός εις τον Ματθαιον     Ω = Ωριγένης

(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible   St. Mark by S.D.F. Salmond, Edinburgh 1922 (σημειώνεται με το σ).
The International Critical Commentary, Ezra P. Gould, A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Mark, Edinburgh 1921 (σημειώνεται με το γ).
J.A. Bengel      Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm  Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά  Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ).

ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
Μαρκ. 9,2          Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ἓξ(1) παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ᾿ ἰδίαν μόνους(2)· καὶ μετεμορφώθη(3) ἔμπροσθεν αὐτῶν(4),
Μαρκ. 9,2          Και ύστερα από εξ ημέρας επήρε μαζή του ο Ιησούς τον Πετρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην και τους ανέβασεν εις ένα υψηλόν όρος αυτούς μόνον ιδιαιτέρως. Και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών.
(1)   Δεν αναφέρεται κάτι που να υποδηλώνει, ότι ο Κύριος κατά τις έξι αυτές ημέρες υπαινίχτηκε κάτι για την επικείμενη Μεταμόρφωση. Έτσι πριν από κάποιες μεγάλες εμφανίσεις «έγινε σιγή στον ουρανό περίπου ένα ημίωρο» (Αποκάλυψη η 1). Όταν ο Χριστός φαίνεται να μην κάνει κάτι για την εκκλησία του, ανάμενε εντός ολίγου την εκδήλωση κάτι έκτακτου υπέρ αυτής.
(2)   Κατ’ ιδίαν σε αντίθεση με το λαό, μόνους σε αντίθεση με τους υπόλοιπους εννέα (b). «Λέει κατ’ ιδίαν επισημαίνοντας την μυστικότητα του πράγματος και ότι δεν θέλησε να το δημοσιοποιήσει αυτό ο Κύριος» (β).
(3)   Η σύσταση και ουσία του σώματός του παρέμεινε η ίδια. Δεν μετατράπηκε σε πνεύμα, αλλά το σώμα του φάνηκε με δύναμη και δόξα. Δες ποιας μεγάλης μεταβολής είναι επιδεκτικά τα ανθρώπινα σώματα, όταν ο Θεός ευδοκήσει να δοξάσει αυτά, όπως θα συμβεί στα σώματα των αγίων κατά την ανάσταση.
Οι εθνικοί ποιητές διακωμώδησαν και έκαναν κατάχτηση της λέξης μεταμορφώνομαι με τις γελοίες, φανταστικές και απεχθείς μεταμορφώσεις των θεών τους. Για αυτό και ο Πέτρος μιλώντας για την θεία Μεταμόρφωση πρόσθεσε, ότι «δεν σας γνωστοποιήσαμε την δύναμη του Κυρίου, ακολουθώντας μύθους πλεγμένους με φαινομενική σοφία» (Β΄Πέτρ. α 16).
Ο Χριστός υπήρξε θεάνθρωπος. Και στις ημέρες της σάρκας του πήρε τη μορφή δούλου και συγκάλυψε τη δόξα της θεότητάς του. Τώρα στη Μεταμόρφωση παραμερίζει κάπως το κάλυμμα αυτό και εμφανίζεται με μορφή Θεού αποκαλύπτοντας στους μαθητές του κάποιες ακτίνες της θείας δόξας του.
(4)   Το εξαιρετικό αυτό γεγονός αναφέρεται και από τους τρεις συνοπτικούς. Οι τρεις λοιπόν αφηγήσεις ταυτίζονται κατ’ ουσίαν, παρόλο που κάθε μία έχει τα ιδιαίτερά της χαρακτηριστικά. Και οι μεν πρώτοι δύο ευαγγελιστές έχουν στενή σχέση και ομοιότητα, η αφήγηση όμως του τρίτου ευαγγελίου έχει περισσότερα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που έχουν μεγάλη σπουδαιότητα για μας. Έτσι μόνος ο Λουκάς αναφέρει τα γεγονότα: ότι ο Ιησούς ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί και προσευχόμενος μεταμορφώθηκε (σ), το οποίο παρέχει την βάση να υποθέσουμε ότι ο κύριος σκοπός του Σωτήρα ανεβαίνοντας στο βουνό ήταν να προσευχηθεί και ότι η Μεταμόρφωση έλαβε χώρα ως κάποιο επεισόδιο. Η ειδική αυτή προσευχή του Κυρίου δεν ήταν ξένη με το περιεχόμενο της συνομιλίας του Ιησού με τους μαθητές για το τραγικό τέλος του (γ).
Για αυτό και η δεύτερη λεπτομέρεια που αναφέρεται από τον Λουκά ότι ο Μωϋσής και ο Ηλίας «έλεγαν για την έξοδό του την οποία επρόκειτο να πραγματοποιήσει στην Ιερουσαλήμ» (σ), βρίσκεται σύμφωνη με το όλο πλαίσιο του γεγονότος. Έτσι η Μεταμόρφωση υπήρξε κάποια ακτίνα αληθινής δόξας ανάμεσα στο μελαγχολικό νέφος που συσκίαζε την στιγμή εκείνη την ζωή του Κυρίου, αποδεικνύοντας, ότι παρά την επικείμενη ταπείνωση και τον προσεγγίζοντα θάνατο ήταν Θεός (γ).
Η τρίτη λεπτομέρεια της αφήγησης του Λουκά είναι ότι οι μαθητές «είχαν κυριευτεί από βαριά νύστα» και «αφού σε λίγο ξύπνησαν είδαν την δόξα του», το οποίο υποδηλώνει, ότι η Μεταμόρφωση έγινε νύχτα (σ). Κατά την περίοδο της γήινης ταπείνωσης του Κυρίου έλαμψαν σε διάφορα σημεία της και κάποιες ακτίνες της θείας δόξας του. Η γέννησή του, το βάπτισμά του, ο πειρασμός του και ο θάνατός του υπήρξαν οι πιο αξιοσημείωτοι σταθμοί της ταπείνωσής του. Και αυτοί συνοδεύτηκαν με κάποια εξωτερικά σημάδια δόξας. Αλλά η συνέχεια της δημόσιας δράσης του υπήρξε διαρκής ταπείνωση. Και κατά το τέλος της, όταν επρόκειτο μετά από λίγους μήνες να επακολουθήσει το δραματικό τέλος του, παρεμβάλλεται η ένδοξη Μεταμόρφωσή του.

Μαρκ. 9,3     καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ(1) ἐγένετο στίλβοντα(2), λευκὰ λίαν ὡς χιών(3), οἷα γναφεὺς ἐπὶ τῆς γῆς οὐ δύναται οὕτω λευκᾶναι(4).
Μαρκ. 9,3     Και τα ενδύματα αυτού έγιναν απαστράπτοντα και ακτινοβόλα, λευκά παρά πολύ ώσαν το χιόνι, τέτοια που κανένας βαφεύς εις την γην δεν ημπορεί ποτέ να λευκάνη έτσι.
(1)   Ολόκληρο το σώμα του έγινε φωτεινό τόσο, ώστε η λάμψη του φωτός διαπέρασε τα ρούχα του, τα οποία έγιναν αστραφτερά. Του Μωϋσή μόνο το πρόσωπο έλαμπε, όταν κατέβηκε από το όρος. Αλλά το κάλυμμα που μπήκε πάνω του ήταν αρκετό να κρύβει την λάμψη αυτή. Τόσο ασθενής ήταν αυτή! Του Ιησού όμως η δόξα έλαμπε και δια μέσου των ρούχων του.
(2)   Δηλαδή λαμπρά, λαμπερά (δ). Η λέξη συναντιέται στους Ο΄ για κάποια σκεύη «ἀπὸ χρηστοῦ χαλκοῦ στίλβοντα χρυσοειδῆ σκεύη (=χάλκινα σκεύη από καθαρό χαλκό, τα οποία έλαμπαν όπως ο χρυσός)(Α΄Έσδρα η 56) και «σκεύη χαλκοῦ στίλβοντος ἀγαθοῦ» (Β Έσδρα η 27) και για «στιλβούσης ρομφαίας (=λαμπερό σπαθί)(Ναούμ γ 3) και για τον ήλιο «ὡς ἔστιλβεν ἐπὶ τὰς χρυσᾶς καὶ χαλκᾶς ἀσπίδας (=ο οποίος λαμποκοπούσε πάνω στις χρυσές και χάλκινες ασπίδες» (Α΄Μακ. στ 39).
(3)   Το λευκότερο από όσα η φύση παράγει (b)
(4)   Λευκότερα και των όσων η τέχνη παράγει (b). Τέτοια που τεχνίτης βαφών πάνω στη γη δεν μπορεί να κάνει· με τη φράση «πάνω στη γη» χαρακτηρίζει την λευκότητα αυτή ως ουράνια και υπερφυσική (δ).

Μαρκ. 9,4     καὶ ὤφθη αὐτοῖς Ἠλίας σὺν Μωϋσεῖ(1), καὶ ἦσαν συλλαλοῦντες τῷ Ἰησοῦ(2). 
Μαρκ. 9,4     Και παρουσιάσθη εις αυτούς ο Ηλίας μαζή με τον Μωϋσέα και συνωμιλούσαν με τον Ιησούν. Επήρε τότε ο Πετρος τον λόγον και είπεν στον Ιησούν.
(1)   Οι αντιπρόσωποι των δύο μεγάλων σταδίων της αποκαλύψεως της Π.Δ., της προφητείας δηλαδή και του νόμου. Παρουσιάζεται με την συνομιλία αυτή η πνευματική ενότητα του Νόμου και των Προφητών, που δείχνουν τον Μεσσία ως αυτόν που εκπληρώνει το ουσιώδες μήνυμά τους. Δες Δευτερ. ιη 15 που παρατίθεται στο Πράξεις ζ 37. Ο Ηλίας ονομάζεται πρώτος διότι είναι ο πρόδρομος του Μεσσία (Μαλαχία δ 4)(σ).
Ο Μωϋσής υπήρξε προφήτης και ο νόμος, τον οποίο έδωσε, ήταν μέρος των προφητικών λόγων του. Ο Ηλίας δεν προφήτευσε κάτι για τον Μεσσία, αλλά έργο του υπήρξε να αποκαλύπτει στους ανθρώπους τον θείο νόμο και να κάνει αισθητό σε αυτούς τον θείο Νομοθέτη (γ).
«Επειδή οι όχλοι έλεγαν άλλοι μεν ότι ο Ιησούς είναι ο Ηλίας, άλλοι δε ο Ιερεμίας και άλλοι ένας από τους προφήτες, φέρνει τους κορυφαίους, ώστε να δουν και από εδώ την διαφορά των δούλων και του δεσπότη». Έπειτα, επίσης «επειδή συνεχώς τον κατηγορούσαν οι Ιουδαίοι ότι παραβαίνει τον νόμο και… ότι σφετερίζεται δόξα που δεν του αρμόζει, αυτήν του Πατέρα… για να δειχτεί ότι δεν πρέπει να κατηγορείται για αυτά… φέρνει στη μέση αυτούς που έλαμψαν στο καθένα από αυτά. Διότι πράγματι ο Μωϋσής έδωσε τον νόμο και μπορούσαν να σκεφτούν, ότι δεν θα υπηρετούσε ο Μωϋσής αυτόν που παραβαίνει τον νόμο και είναι εχθρός με αυτόν που τον θέσπισε. Ο Ηλίας από την άλλη έδειξε ζήλο για τη δόξα του Θεού. Και δεν θα παρουσιαζόταν και αυτός και θα υπάκουε αν ο Ιησούς ήταν αντίθεος, και έλεγε τον εαυτό του Θεό ίσο με τον Πατέρα, χωρίς να είναι αυτό που έλεγε, και χωρίς να κάνει αυτό όπως αρμόζει. Και πάλι τους φέρνει αυτούς για να δουν ότι έχει εξουσία και θανάτου και ζωής και εξουσιάζει τα πάνω και τα κάτω. Για αυτό φέρνει στη μέση και αυτόν που πέθανε και αυτόν που δεν έπαθε κάτι τέτοιο» (β).
Ήταν και οι δύο διαπρεπείς στις μέρες τους. Είχαν νηστέψει και οι δύο σαράντα ημέρες, όπως και ο Χριστός και επιτέλεσαν θαύματα καταπληκτικά, αφήνοντας και οι δύο εξαιρετική εντύπωση και κατά την έξοδό τους από τον κόσμο αυτόν, αφού ο μεν Ηλίας δεν είδε θάνατο, ο δε Μωϋσής πέθανε και «κανείς δεν είδε την ταφή του».
Στα πρόσωπά τους ο νόμος και οι προφήτες τιμούσαν τον Χριστό και μαρτυρούσαν για αυτόν. Είχαν έλθει όχι να διδάξουν αυτόν αλλά να διδαχτούν από αυτόν και να βεβαιώσουν ότι αυτός ήταν το τέλος του νόμου και των προφητών.
(2)   Όσοι πεθαίνουν εν Κυρίω λοιπόν εξακολουθούν να ζουν ως διακρινόμενα μεταξύ τους πρόσωπα, γνωρίζουν ο ένας τον άλλον και συνομιλούν μεταξύ τους. Ο Μωϋσής και ο Ηλίας έζησαν σε εποχές που χωρίζονταν μεταξύ τους με αιώνες ολόκληρους. Αλλά στον ουρανό οι αποστάσεις του χρόνου εκμηδενίζονται και όλοι συνενώνονται σε ένα.

Μαρκ. 9,5     καὶ ἀποκριθεὶς(1) ὁ Πέτρος λέγει τῷ Ἰησοῦ·ῥαββί, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι(2)· καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς(3) τρεῖς, σοὶ μίαν καὶ Μωϋσεῖ μίαν καὶ Ἠλίᾳ μίαν.
Μαρκ. 9,5     Επήρε τότε ο Πετρος τον λόγον και είπεν στον Ιησούν.“Διδάσκαλε, καλόν είναι να μένωμεν εδώ. Και να κατασκευάσωμεν τρεις σκηνάς, μίαν δια σε, μίαν δια τον Μωϋσέα και μίαν δια τον Ηλίαν”.
(1)   Το αποκριθείς δεν αναφέρεται σε ερώτηση που απευθύνθηκε σε αυτόν, αλλά σε πρόκληση από την περίσταση. Ο Χριστός μέσα στη δόξα του δεν εμφανίζεται ακατάδεκτος προς τον λαό του. Πολλοί στο μεγαλείο τους υποχρεώνουν τους φίλους τους να φυλάγονται σε απόσταση. Αλλά προς τον δοξασμένο Ιησού οι αληθινοί πιστοί πλησιάζουν με θάρρος και έχουν ελευθερία να μιλούν προς αυτόν.
(2)   «Και να μην κατέβεις εκεί ανάμεσα στους Ιουδαίους. Διότι αν έλθουν και εδώ ακόμη αυτοί που λυσσάνε εναντίον σου, έχουμε τον Μωϋσή που νίκησε τους Αιγυπτίους, έχουμε τον Ηλία που κατέβασε φωτιά από τον ουρανό» (Θφ).
«Επειδή δηλαδή είδε βουνό και πολλή την ερημιά θεώρησε ότι έχει πολλή ασφάλεια. Αν θα γίνει αυτό, λέει, δεν θα ανέβουμε στα Ιεροσόλυμα και δεν θα πεθάνει» (β).
Επιπλέον οι μαθητές θέλχτηκαν και χόρτασαν με τη δόξα του Κυρίου που τους φανερώθηκε. Αν και σε ψηλό βουνό, ίσως άγονο και τραχύ, γυμνό και ψυχρό και έρημο, βρήκαν καλό να μείνουν εκεί για πάντα. Είναι καλό να μένουμε εδώ και να βλέπουμε την ωραιότητα του Κυρίου (Ψαλμ. κστ 4). Και αν είναι καλό το να βρίσκεται κάποιος μαζί με τον μεταμορφωμένο Χριστό στο όρος παρόντων μόνο του Μωϋσή και του Ηλία, πόσο καλό είναι να παραβρίσκεται κάποιος στον ουρανό μαζί με τον δοξασμένο Χριστό στην πανήγυρη όλων των αγίων;
(3)   Πλέκοντας κλαδιά δέντρων. Μίλησε έτσι αόριστα, χωρίς κάποια σαφή ιδέα στο νου του παρά μόνο το να τιμήσει τους ουράνιους επισκέπτες και τον Διδάσκαλο, τον οποίο οι δύο αυτοί αναγνώριζαν και τιμούσαν. Βεβαίως ήταν καλό για αυτόν και τους συμμαθητές του να μένουν εκεί με την σεβαστή αυτή τριάδα (σ). Αψηφεί μέσα στη θελκτική εκείνη κατάσταση το να μείνει αυτός στο ύπαιθρο πάνω στο ψυχρό έδαφος. Αρκεί ο διδάσκαλος να έχει που να γύρει το κεφάλι και αδιάφορο αν αυτός στερούνταν το καταφύγιο της σκηνής.

Μαρκ. 9,6    οὐ γὰρ ᾔδει τί λαλήσῃ(1)· ἦσαν γὰρ ἔκφοβοι(2).
Μαρκ. 9,6    Και έλεγεν αυτά, διότι δεν ήξευρε τι να είπη, επειδή αυτός και οι δύο άλλοι μαθηταί είχαν καταληφθή από φόβον.
(1)   «Δηλαδή δεν ήξερε τι άλλο καλύτερο να πει» (Ζμ). Η σκηνή που εκτυλισσόταν την στιγμή εκείνη ξεπερνούσε εξ’ ολοκλήρου την μέχρι τώρα πείρα του Πέτρου και τον εξέπληξε (σ). Δεν ήξερε λοιπόν τι να πει. Εάν γνώριζε, δεν θα έκανε τέτοια ανόητη πρόταση. Διότι η κατάσταση εκείνη δεν επρόκειτο να παραταθεί. Οι ουράνιοι επισκέπτες δεν έρχονται στη γη για να παραμείνουν μόνιμα σε αυτήν (γ).
Δεν κατάλαβε «ότι ο Μωϋσής ήταν ψυχή όχι με σώμα (όπως το δικό μας)… και ότι δεν ήταν δυνατόν αυτός (ο Πέτρος) να αφήσει τους πολλούς και να μένει στο βουνό» (β).
Τι χρειαζόταν για τον Μωϋσή και τον Ηλία η σκηνή; Ανήκαν στον μακάριο εκείνο κόσμο, όπου δεν θα πεινάσουν ξανά και δεν έχουν ανάγκη φωτός ηλίου.
(2)   «Πρόσθεσε και την αιτία λέγοντας ότι ήταν φοβισμένοι. Διότι φοβήθηκαν βλέποντας μορφή πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα… Επομένως ο Πέτρος, έχοντας ακόμη συγχυσμένο το νου από αυτό, λέει ασύνετα λόγια» (Ζμ).
«Ταράχτηκε από την αγωνία που προκάλεσε η εμφάνιση εκείνη. Οι άλλοι λοιπόν ευαγγελιστές… δείχνοντας ότι η μπερδεμένη του σκέψη με την οποία αυτά λέγονταν προκλήθηκε από την αγωνία εκείνη, έλεγαν· ο μεν Μάρκος ότι δεν ήξερε τι να πει, διότι είχαν φοβηθεί. Ο δε Λουκάς… πρόσθεσε· Χωρίς να ξέρει αυτό που λέει» (Χ).
Όχι από ανοησία, αλλά από φόβο δεν ήξερε τι να πει. Ο φόβος παρέλυσε προς στιγμήν τις διανοητικές του δυνάμεις (δ). Την «ταραχή που τον κυρίευσε, ο Πέτρος την θυμήθηκε όπως λέει ο μαθητής του ο Μάρκος» (β).

Μαρκ. 9,7     καὶ ἐγένετο νεφέλη(1) ἐπισκιάζουσα αὐτοῖς, καὶ ἦλθε φωνὴ(2) ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός(3)· αὐτοῦ ἀκούετε(4).
Μαρκ. 9,7     Και αίφνης ήλθε νέφος που εσκέπασε αυτούς. Και από το νέφος αυτό ηκούσθη φωνή, που έλεγεν• “αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός. Εις αυτόν να υπακούετε”.
(1)   «Ο Πατέρας αφήνει φωνή από τη νεφέλη. Έτσι πάντα φαίνεται ο Θεός. Διότι νεφέλη και ομίχλη τον κυκλώνουν. Και κάθεται σε σύννεφο ανάλαφρο. Και πάλι λέει ο Ψαλμός έκανε τα νέφη άρμα στο οποίο επιβαίνει» (β).
Αλλά το σύννεφο αυτό κατά τον Ματθαίο ήταν φωτεινό και όχι σκοτεινό όπως στο Σινά. Δεν πλησιάσαμε εμείς σε βουνό καλυμμένο με μαυρίλα και σκοτάδι (Εβραίους ιβ 18), αλλά σε όρος καλυμμένο από σύννεφο φωτεινό. Και η Π.Δ. και η Κ.Δ. έχουν τα τεκμήρια της θείας παρουσίας, αλλά η Π.Δ. υπήρξε διαθήκη σκιάς, τρόμου και δουλείας, η Καινή φωτός, αγάπης και ελευθερίας.
(2)   Ήλθε φωνή από την νεφέλη και ήταν η φωνή του Θεού, ο οποίος και τώρα όπως και άλλοτε, «από τον πύρινο στύλο της νεφέλης μίλησε» (Ψαλμ. 98, 7). Αλλά εδώ δεν ακούστηκαν αστραπές και βροντές ή ήχος σάλπιγγος, όπως όταν δινόταν από τον Μωϋσή ο νόμος, αλλά μόνο φωνή, ήσυχη και ειρηνική φωνή, που δεν συνοδευόταν από βίαιο άνεμο ή σεισμό ή φωτιά όπως όταν μίλησε ο Κύριος προς τον Ηλία (Γ΄Βασ. ιθ 11,12). Ο Μωϋσής και ο Ηλίας τώρα είναι μάρτυρες, ότι ο Θεός «στο τέλος αυτών των ημερών μας μίλησε μέσω του υιού» με άλλο τρόπο παρά όπως μιλούσε παλαιότερα προς αυτούς. Η φωνή αυτή ήλθε από τη μεγαλοπρεπή δόξα (Β΄Πέτρ. α 17), σε σύγκριση με την οποία η προηγούμενη δόξα επισκιάζεται και αμαυρώνεται.
(3)   Η ίδια θεία φωνή ακούστηκε και στο βάπτισμα, αλλά εκεί απευθυνόταν προς τον ίδιο τον Χριστό, ενώ εδώ απευθύνεται προς τους μαθητές του (σ). Ο αγαπητός. «Δεν τον αγαπά μόνον επειδή τον γέννησε, αλλά επειδή είναι και ίσος με αυτόν σε όλα και έχουν την ίδια γνώμη» (β).
Ο Μωϋσής και ο Ηλίας υπήρξαν μεγάλοι άνδρες και φίλοι του Θεού. Ήταν όμως δούλοι και δούλοι του Θεού, στους οποίους δεν ευαρεστήθηκε πάντα. Διότι ο Μωϋσής μίλησε κάποτε ασύνετα και ο Ηλίας ήταν άνθρωπος ομοιοπαθής με μας. Αλλά ο Χριστός υπήρξε ο Υιός που πάντοτε ευαρέστησε το Θεό. Ο Μωϋσής και ο Ηλίας υπήρξαν κάποτε όργανα συμφιλίωσης μεταξύ του Θεού και του Ισραήλ. Ο Μωϋσής έγινε μέγας μεσίτης και ο Ηλίας μέγας αναμορφωτής. Αλλά στο πρόσωπο του Χριστού «ήταν ο Θεός που συμφιλίωνε τον κόσμο με τον εαυτό του» (Β΄Κορινθ. ε 19).
Η μεσιτεία του είναι ασύγκριτα ισχυρότερη και υπεροχότερη από αυτήν του Μωϋσή και η αναμόρφωση και ανακαίνιση που επιτεύχθηκε από αυτόν περισσότερο δραστική και ριζική από αυτήν του Ηλία.
(4)   Το «αυτόν να ακούτε» που ανταποκρίνεται στο Δευτερονομίου ιη 15 («προφήτη… σαν εμένα θα αναστήσει για χάρη σου ο Κύριος… αυτόν θα ακούσετε») παραγγέλλει νέο καθήκον και νέα σχέση. Οι άνθρωποι του παλαιού Ισραήλ άκουγαν τον Μωϋσή και τους προφήτες. Οι του νέου Ισραήλ πρέπει να υπακούουν στο Χριστό (σ).
Να ακούτε αυτόν και να πιστεύετε αυτόν ως Μέγα Προφήτη και Διδάσκαλο. Να ακούτε αυτόν και να διευθύνεστε από αυτόν και να άρχεστε από αυτόν ως μεγάλο Βασιλιά και Νομοθέτη. Και η φωνή αυτή της Νεφέλης έκανε αυθεντικούς και έγκυρους όλους τους λόγους του Χριστού σαν να ακούστηκαν αυτοί από την Νεφέλη, από το ίδιο το στόμα του Πατέρα. Ήταν παρόντες ο Μωϋσής και ο Ηλίας, ο νόμος και οι προφήτες, για τους οποίους είχε λεχθεί: «έχουν τον Μωϋσή και τους προφήτες, ας ακούσουν αυτούς» (Λουκ. ιστ 29).
Οι μαθητές ήταν ήδη έτοιμοι να ακούσουν και αυτούς, όπως και τον Χριστό, αφού ζήτησαν να κατασκευάσουν και για αυτούς σκηνές, όπως και για τον Ιησού. Όχι· είπε ο Θεός. «Αυτόν να ακούτε» και αυτό είναι αρκετό. Αυτόν και όχι τον Μωϋσή και τον Ηλία, οι οποίοι με τη σιγή τους εκδήλωναν πλήρη συγκατάθεση προς την φωνή της νεφέλης.

Μαρκ. 9,8     καὶ ἐξάπινα(1) περιβλεψάμενοι οὐκέτι οὐδένα εἶδον, ἀλλὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον μεθ᾿ ἑαυτῶν.
Μαρκ. 9,8     Και έξαφνα εκύτταξαν γύρω τους οι μαθηταί και δεν είδαν κανένα, παρά μόνον τον Ιησούν μαζή των.
(1)   «Αντί να πει ξαφνικά» (Ζ). Αλεξανδρινός μετασχηματισμός της λέξης εξαπίνης (=ξαφνικά) συνηθισμένος στους Ο΄ και στους μεταγενέστερους (δ). Πρέπει να συνδεθεί με την μετοχή= Ξαφνικά κοίταξαν τριγύρω και δεν είδαν πλέον κανέναν (γ).

Μαρκ. 9,9     καταβαινόντων δὲ αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους διεστείλατο αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ διηγήσωνται ἃ εἶδον(1), εἰ μὴ ὅταν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ(2).
Μαρκ. 9,9     Καθώς δε κατέβαιναν από το όρος, έδωσεν αυτούς, κατά τρόπον έντονον, εντολήν, να μη διηγηθούν εις κανένα αυτά που είδαν, παρά μόνον όταν ο υιός του ανθρώπου αναστηθή εκ νεκρών.
(1)   Η παραγγελία για μυστικότητα, την οποία απηύθυνε και πριν για άλλες θαυμαστές εκδηλώσεις της δύναμής του, επαναλαμβάνεται τώρα προς τους τρεις και σε σχέση με το υπερφυσικό γεγονός της Μεταμόρφωσης για τους ίδιους όπως και πριν λόγους (σ).
«Διότι όσο σπουδαιότερα λέγονταν για αυτόν, τόσο πιο πολύ δύσκολα παραδεκτά ήταν στους πολλούς τότε, και το σκάνδαλο που θα προκαλούσε ο σταυρός θα αύξανε περισσότερο. Οπότε για αυτό διατάζει να σιωπούν… και σχεδόν λέει και την αιτία για την οποία διέταξε να σιγούν. Διότι δεν διέταξε βεβαίως για πάντα να μην το πουν σε κανέναν, αλλά έως ότου αναστηθεί από τους νεκρούς» (β).
Η εσφαλμένη για τον Μεσσία αντίληψη του λαού θα οδηγούσε αυτόν σε κακή εξήγηση κάθε πράγματος που θα αποδείκνυε την μεσσιανική του ιδιότητα. Ο λαός θα εξαπτόταν με ψευδείς ελπίδες, τις οποίες η αφήγηση του θαυμαστού αυτού γεγονότος θα έκανε εντονότερες και θερμότερες (γ).
(2)   Αλλά η μυστικότητα εδώ επιβαλλόταν για ορισμένο χρονικό διάστημα, μέχρις ότου ο υιός του ανθρώπου αναστηθεί (σ). Μετά την ανάσταση, όταν ο θάνατός του θα επέβαλλε τέρμα στις ψευδείς προσδοκίες και ελπίδες και η ανάσταση θα είχε δείξει ολοφάνερα την αληθινή του δόξα, αφηγήσεις για την επίγεια δόξα και δύναμή του θα συντελούσαν στην σχετικά με αυτόν αληθινή πίστη (γ).

Μαρκ. 9,10   καὶ τὸν λόγον ἐκράτησαν(1), πρὸς ἑαυτοὺς(2) συζητοῦντες τί ἐστι τὸ ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι(3).
Μαρκ. 9,10   Και οι μαθηταί εκράτησαν το γεγονός της μεταμορφώσεως μυστικόν• μεταξύ των όμως συζητούσαν, τι σημαίνει ότι θα αναστηθή εκ νεκρών.
(1)   Μάλλον «τον λόγο κράτησαν, τον σχετικό με την μεταμόρφωση» (Ζ). Τήρησαν την απαγόρευση του διδασκάλου (σ). Το κράτησαν με την έννοια της υπακοής (γ).
Ή, λιγότερη πιθανή ερμηνεία «τον λόγο, για το ότι θα αναστηθεί αυτός από τους νεκρούς» (Ζ).
(2)   Όχι «κράτησαν στους εαυτούς τους χωρίς να το πουν αυτό σε κανέναν άλλον» (Ζ), αλλά «τα συζητούσαν μεταξύ τους»= τα συζητούσαν ιδιαιτέρως μεταξύ τους (γ,δ).
(3)   «Διότι δεν ήξεραν ακόμη, λέει, ότι πρέπει αυτός να αναστηθεί από τους νεκρούς» (Θφ).
Δεν γνώριζαν τι έννοια είχε το ότι θα αναστηθεί από τους νεκρούς σε σχέση με τον Ιησού, αφού η εκ νεκρών ανάσταση προϋπέθετε και θάνατο του Ιησού (γ). Αυτοί όμως πίστευαν ότι ο Μεσσίας δεν ήταν καθόλου κατώτερος του Ενώχ και του Ηλία (οι οποίοι δεν πέθαναν) και συνεπώς δεν ήταν δυνατόν να υπόκειται σε θάνατο (δ).

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Γ.  Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ  θ΄ 28 – 36
Υπόμνημα στο κατά Λουκάν, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 283-289 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας              Θφ = Θεοφύλακτος
Β = Βασίλειος ο Μέγας                Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας             Σγ = Σεβηριανός
Ζ = Ζιγαβηνός                           Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Η = Ησύχιος                              Ω = Ωριγένης

(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
F. Godet, Commentaire sur l’ Evangile de S. Luc 1888 (σημειώνεται με το g).
M.J. Lagrange.   Evangile selon s. Luc, Deuxieme edition      Paris 1921 (σημειώνεται με το L).
Alf. Plummer.   A critical and exegetical commentary on the Gospel according to S. Luc, Fifth edition (1928) (σημειώνεται με το p).
J.A. Bengel      Gnomon of the N.T. Testament translated by A. Fausset. Τόμ. II (σημειώνεται με το b).
J. Owen, A Commentary on the Gospel of Luc, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
Ν. Δαμαλά  Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ).

ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους

Λουκ. 9,28    Ἐγένετο(1) δὲ μετὰ τοὺς λόγους τούτους ὡσεὶ ἡμέραι ὀκτὼ(2) καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ Ἰωάννην(3) καὶ Ἰάκωβον ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος(4) προσεύξασθαι(5).
Λουκ. 9,28    Ύστερα από τους λόγους αυτούς, έπειτα από οκτώ περίπου ημέρας, παρέλαβε ο Ιησούς τον Πετρον και τον Ιωάννην και τον Ιάκωβον και ανέβηκε εις ένα όρος δια να προσευχηθή.
(1)   Δες Ματθ. ιζ 1-8 και Μάρκ. θ 2-8 και τις εκεί ερμηνευτικές σημειώσεις. Το εγένετο είναι απρόσωπο. Διότι μαζί με το «ημέρες» πρέπει να υπονοήσουμε το «ήταν» (b).
(2)   «Θα ερευνήσουμε πώς ο μεν Λουκάς λέει· έγιναν μετά τα λόγια αυτά περίπου οχτώ ημέρες, ενώ ο Μάρκος λέει περίπου μετά από έξι ημέρες. Όσον αφορά το ρητό που λέει· έγιναν περίπου οχτώ ημέρες, ο Λουκάς μετρά και αυτήν την ημέρα και την ημέρα που γίνεται η μεταμόρφωση, ενώ ο Μάρκος μετρά μόνο τις ενδιάμεσες και δεν υπάρχει διαφωνία στο ρητό» (Ω).
(3)   Εδώ ο Λουκάς βάζει μπροστά τον Ιωάννη από τον Ιάκωβο ο οποίος θανατώθηκε από τον Ηρώδη πριν ακόμη ο Λουκάς γράψει το ευαγγέλιό του, ενώ ο Ιωάννης ζούσε ακόμη και συνεπώς μπορούσε να μαρτυρήσει ακόμη ως κατεξοχήν αξιόπιστος αυτόπτης του υπερφυσικού γεγονότος (b).
(4)   Οι άλλοι δύο συνοπτικοί γράφουν εις όρος υψηλόν. Σύμφωνα με τον p. και οι δύο εκφράσεις κατάλληλα θα αναφέρονταν στο όρος Ερμών, γύρω στα 9200 πόδια ψηλό, στο οποίο εύκολα εντός μίας βδομάδας θα ανέβαιναν από την Καισάρεια του Φιλίππου. Είναι ψηλότερο από τον Λίβανο (8500 πόδια) ή τον Αντιλίβανο (8700) και η μεμονωμένη του λευκή κορυφή είναι ορατή από πολλά υψώματα της Παλαιστίνης.
Παράδοση όμως που για πρώτη φορά αναφέρεται από τον Κύριλλο Ιεροσολύμων (Κατήχ. ΧΙΙ 16) τοποθετεί το γεγονός της Μεταμόρφωσης στο Θαβώρ.
(5)   «Δείχνοντας ότι ο χαμηλός νους δεν θα μπορούσε να γίνει κατάλληλος για (θεία) θεωρία, αλλά αυτός που υψώθηκε πάνω από τα γήινα και ανέβηκε πάνω από όλα τα σωματικά και εγκαταστάθηκε έξω από τις φροντίδες της ζωής σε κατ’ ιδίαν ησυχία και αποδείχτηκε ανώτερος από την καταδυνάστευση των παθών» (Κ), «ανεβαίνει στο βουνό για να προσευχηθεί» (Θφ). Την ώρα που προσευχόταν, μεταμορφώθηκε. Όταν ο Χριστός ταπείνωσε τον εαυτό του καταφεύγοντας στην προσευχή, τότε και δοξάστηκε με το να μεταμορφωθεί. «Ζήτησε από εμένα και θα σου δώσω» (Ψαλμ. β 8).
Και ο ίδιος ο Χριστός έπρεπε να ζητήσει τις προορισμένες από τον Πατέρα για αυτόν χάριτες, για να του δοθούν αυτές. Προσευχόμενος λοιπόν και εδώ και συχνά άλλοτε τίμησε το καθήκον της προσευχής και συνέστησε αυτό με το παράδειγμά του. Είναι καθήκον που μας μεταμορφώνει. Εάν οι καρδιές μας υψωθούν και διευρυνθούν με την προσευχή, ώστε να καθρεπτίζουμε μέσω αυτής «την δόξα Κυρίου», θα «μεταμορφωνόμαστε από δόξα σε δόξα» (Β΄Κορ. γ 18). Με την προσευχή παίρνουμε σοφία, χάρη και χαρά, τα οποία κάνουν την μορφή της ψυχής μας να αστράπτει.

Λουκ. 9,29     καὶ ἐγένετο(1) ἐν τῷ προσεύχεσθαι αὐτὸν τὸ εἶδος τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἕτερον(2) καὶ ὁ ἱματισμὸς αὐτοῦ λευκὸς ἐξαστράπτων(3).
Λουκ. 9,29    Και ενώ προσηύχετο, έγινε η εξωτερική του μορφή του προσώπου του διαφορετική και η ενδυμασία του ολόλευκη και απαστράπτουσα.
(1)   Ο από τους εθνικούς (μη Ιουδαίους) προερχόμενος Λουκάς επειδή γράφει προς τους εθνικούς αποφεύγει την λέξη μεταμορφώθηκε των άλλων δύο συνοπτικών, η οποία μπορούσε να εννοηθεί σύμφωνα με τις τερατολογίες για την μεταμόρφωση των εθνικών θεοτήτων (p).
(2)   «Έγινε η μορφή του άλλη, όχι με το να μεταβληθεί σε άλλη φύση. Διότι έμεινε τέτοιος που ήταν. Αλλά η εξωτερική όψη του προσώπου του φάνηκε λαμπρότερη από πριν. Όπως ακριβώς λοιπόν έγινε και στα ρούχα του. Διότι σε αυτά μόνο η εξωτερική μορφή άστραψε και δεν μεταβλήθηκε η ουσία των ρούχων, αλλά η εμφάνιση» (Θφ).
«Μεταβάλλεται σε κάποια εξαιρετική και θεοπρεπή λαμπρότητα, ώστε ακόμη και τα ρούχα του να λάμπουν με την ακτινοβολία του φωτός, και τόσο πολύ, ώστε να φαίνεται ότι αστράφτει» (Κ). «Η μεταμόρφωση στο βουνό που παρουσιάστηκε στους μαθητές, φανέρωνε το υπόδειγμα της μελλοντικής δόξας του Σωτήρα. Και δειχνόταν κατά τρόπο σωματικό, ώστε να γίνει ορατό και από τα θνητά τους μάτια, παρόλο που δεν άντεξαν την υπερβολή της λαμπρότητας την οποία δεν μπορούν να αντέξουν τα δικά μας μάτια. Και το ότι βεβαίως η δόξα που αρμόζει στη θεία ουσία είναι αθέατη και απρόσιτη σε κάθε γενητή φύση, το έδειξαν οι μαθητές που δεν μπόρεσαν να αντέξουν ούτε αυτήν την ίδια την σωματική όψη που τους παρουσιάστηκε στο βουνό, αλλά έπεσαν κάτω στη γη.
Τότε λοιπόν κάποιος βλέπει τον Λόγο να μεταμορφώνεται ένδοξα, όταν ανεβαίνει μαζί του και υψώνεται μαζί του και βλέπει αυτόν σαν αυτόν τον ίδιο τον Λόγο του Θεού και σαν αρχιερέα που συνομιλεί και προσεύχεται στον Πατέρα. Επειδή όμως δεν είχε ακόμη οδηγήσει το σώμα του τελείως σε αμετάβλητη αφθαρσία, φανερώθηκε μαζί με τα φθαρτά ρούχα, λάμποντας μαζί με αυτά. Διότι όταν αναστηθούν οι δίκαιοι με δόξα στη δευτέρα παρουσία δεν πρόκειται να έχουν ρούχα αισθητά, αλλά θα ντυθούν με κάποιες λαμπρές στολές. Όπως όμως η μορφή τους δεν έγινε άλλη από αυτήν της μεταμόρφωσης, έτσι στην ανάσταση η μορφή των αγίων θα είναι πολύ ενδοξότερη, από αυτήν που είχαν στη ζωή αυτή, όχι όμως άλλη» (Ω).
«Λέμε βέβαια ότι η μεταμόρφωσή του έγινε, όχι αποβάλλοντας το σχήμα του ανθρώπινου σώματος, αλλά περιβάλλοντας αυτό κάποια φωτεινή λάμψη, η οποία κατά κάποιο τρόπο άλλαξε το ατιμότατο χρώμα της σάρκας του, δίνοντάς του όψη λαμπρότερη, σύμφωνα με το λεγόμενο από τον θείο Παύλο «Σπείρεται χωρίς δόξα, ανασταίνεται με δόξα».
Γιατί τώρα αυτό το ίδιο είναι σάρκα γυμνή, χωρίς να είναι χρωματισμένη με κάποια δόξα, ούτε λαμπρυσμένο με λάμψη φυσική, αλλά έχει μόνο την από τη φύση της αδοξία και μαζί και αδυναμία. Κατά τον καιρό όμως της ανάστασης θα γίνει κάποια αλλαγή θεοπρεπής και μεταβολή της δόξας και όχι του σχήματος. Γιατί θα περιαστράψει τότε με επικαλύμματα θείας δόξας· διότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Σωτήρα, «οι δίκαιοι θα λάμψουν σαν τον ήλιο στη βασιλεία του πατέρα τους»» (Κ).
«Τότε λοιπόν θα λάμψει και η θεότητα του Κυρίου όχι όπως ο ήλιος, αλλά πάνω από κάθε γεννητό φως που μπορεί να σκεφτεί κανείς και στα αισθητά και στα νοητά· επειδή ακριβώς είναι ο ίδιος το φως που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο· έτσι θα συμβεί όταν θα δείξει το πρόσωπό του. Διότι δεν θα κάνει τότε έτσι όπως παλαιότερα έλεγε κάποτε στον Μωϋσή, ότι «θα δεις τα οπίσω μου, αλλά το πρόσωπό μου δεν θα το δεις (Εξόδου λγ 25).
Αλλά με τέτοιο τρόπο θα παρέχει τον εαυτό του στους αγίους, ώστε να μπορούν όλοι να λένε· όλοι εμείς με ξέσκεπο το πρόσωπο του εσωτερικού μας ανθρώπου, σαν άλλοι καθρέπτες δεχόμαστε και αντανακλούμε την δόξα του Κυρίου. Και έτσι μεταμορφωνόμαστε και παίρνουμε την ίδια ένδοξη εικόνα του Κυρίου και προοδεύουμε από δόξα σε δόξα»(Β΄Κορ. γ 18) (Ε).
(3)   Το εξαστράπτων ως δεύτερο επίθετο μετά το λευκός εξηγεί το είδος του λευκού= λευκός που λάμπει, αστραποβόλος (δ). Η μεταμόρφωση χύνει φως στην έννοια του παθήματος του Κυρίου. Αποδεικνύει, ότι η δόξα ήταν η φυσική κατάσταση του Κυρίου σύμφωνα και με τον λόγο της αρχιερατικής του προσευχής: «Και τώρα δόξασέ με εσύ Πατέρα, κοντά σου, με την δόξα την οποία είχα κοντά σου προτού δημιουργηθεί ο κόσμος». Προφανώς ένας από τους σκοπούς, προς τους οποίους απέβλεπε το υπερφυσικό αυτό συμβάν, ήταν και να στηρίξει την πίστη των μαθητών στην θεία φύση του πάσχοντος Λυτρωτή.

Λουκ. 9,30    καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο συνελάλουν αὐτῷ, οἵτινες ἦσαν(1) Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας(2),
Λουκ. 9,30    Και ιδού δύο άνδρες συνωμιλούσαν μαζί του. Και αυτοί ήσαν ο Μωϋσής και ο Ηλίας,
(1)   Η ικανότητα τού να αναγνωριστούν ποιοι ήταν δόθηκε στους μαθητές μαζί με την ικανότητα τού να τους δουν. Αλλιώς, εάν δεν αναγνωρίζονταν, το ότι εμφανίστηκαν θα έμενε χωρίς κάποια σημασία και έννοια (p).
(2)   «Ο Μωϋσής μεν εκπροσωπούσε το νόμο, και ο Ηλίας τους προφήτες· διότι αυτός (ο Χριστός) ήταν ο κύριος του νόμου και των προφητών» (Ω).
«Επομένως η παρουσία του Μωϋσή και του Ηλία και το ότι μιλούσαν μεταξύ τους, ήταν κάποια οικονομία (θείο σχέδιο) του Θεού, η οποία έδειχνε πολύ καλά, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός περιβαλλόταν από το νόμο και τους προφήτες ως Κύριος και του νόμου και των προφητών, και είχε δειχτεί προηγουμένως από αυτούς (ως Μεσσίας) με εκείνα που προέλεγαν και ήταν σύμφωνα μεταξύ τους. Γιατί δεν ήταν ασύμφωνα μεταξύ τους εκείνα που είχαν κηρυχτεί με το νόμο και με τους προφήτες. Και αυτό, νομίζω, σημαίνει το γεγονός ότι συνομιλούν μεταξύ τους ο ιερώτατος Μωϋσής και ο πανάριστος των προφητών Ηλίας» (Κ).

Λουκ. 9,31    οἳ ὀφθέντες ἐν δόξῃ(1) ἔλεγον τὴν ἔξοδον αὐτοῦ(2) ἣν ἔμελλε(3) πληροῦν(4) ἐν Ἱερουσαλήμ(5).
Λουκ. 9,31    οι οποίοι παρουσιάσθησαν με δόξαν και έλεγαν δια την έξοδόν του, δια την αναχώρησίν του από τον κόσμον αυτόν, την οποίαν σύμφωνα με τας προφητείας έμελλε να εκπληρώση εις την Ιερουσαλήμ.
(1)   Ήταν όμοιοι με τον Κύριό τους στη σκηνή αυτή (b). Οι άγιοι που πεθαίνουν εν Κυρίω μπαίνουν σε κατάσταση δόξας. Για αυτό και οι Μωϋσής και Ηλίας εμφανίζονται με δόξα, όπως θα εμφανιστούν μετά από λίγο κατά την δευτέρα παρουσία όλοι οι άγιοι με δόξα.
(2)   «Στεκόμενοι γύρω από τον Ιησού, μιλούσαν μεταξύ τους για την έξοδο που επρόκειτο να πραγματοποιήσει, λέει, στην Ιερουσαλήμ, δηλαδή το μυστήριο της με την σάρκα του οικονομίας και το σωτήριο πάθος του πάνω στο σταυρό» (Κ).
Την έξοδο και αναχώρησή του από τον κόσμο. Η ίδια λέξη και στο Β΄Πέτρ. α 15. Το θέμα της συνομιλίας ήταν μέγα, αναφερόμενο στο πάθος, τον σταυρό, τον θάνατο, την ανάσταση και ανάληψη του Χριστού. Δες την αντίθετη λέξη είσοδος στον κόσμο στο Πράξ. ιγ 24 (b). Ο Λουκάς εξεπίτηδες διαλέγει λέξη που σημαίνει ταυτόχρονα και τον θάνατο και την ανάληψη (g).
Και ο θάνατος των αγίων είναι έξοδός τους και αναχώρηση από την Αίγυπτο του παρόντος κόσμου στην επουράνια πόλη Ιερουσαλήμ, από τον οίκο αυτόν της δουλείας στον ουράνιο οίκο του Πατέρα τους. Και όπως η από την Αίγυπτο έξοδος του Ισραήλ υπήρξε θριαμβευτική, έτσι και η από τον κόσμο αυτόν έξοδος και η στους ουρανούς ανάληψη του Χριστού έγινε με θρίαμβο και αλαλαγμό, και τέτοια είναι και η από τον κόσμο αυτόν έξοδος των αγίων του.
(3)   Το έμελλεν ανταποκρίνεται στο δει (=πρέπει) του στίχου 22. Το παν είναι προδιατεταγμένο από τον Θεό και οπωσδήποτε θα συντελεστεί. Και όταν συντελείται, μπορεί να θεωρείται ως εκπλήρωση (p).
(4)   Ο Μωϋσής και ο Ηλίας μιλούσαν προς τον Ιησού για την έξοδό του. Υπονοεί όμως αυτό, ότι το πάθημα του Χριστού και η ακόλουθη ένδοξη έξοδός του από τον κόσμο αυτόν ήταν ό,τι ο Μωϋσής και οι προφήτες είχαν προαναγγείλει. Δες Λουκ. κδ 26,27 και Α΄ Πέτρ. α 11.
«Γιατί είναι αλήθεια, ότι ο νόμος που δόθηκε μέσω του Μωϋσή και ο λόγος των προφητών, προανήγγειλαν το μυστήριο του Χριστού, ο ένας καταγράφοντάς το κατά κάποιο τρόπο σαν σε πίνακα με τύπους και σκιές, ενώ οι προφήτες προέλεγαν με πολλούς τρόπους» (Κ).
Οι δύο ένδοξοι προφήτες μιλούν στον Ιησού για την έξοδό του, δηλαδή για το πάθημα, την ανάσταση και την ανάληψή του. Καθόλου θαυμαστό! Η έξοδος του Λυτρωτή είναι η θεμελιώδης αλήθεια, πάνω στην οποία στηρίζεται το όλο σύστημα του Χριστιανισμού· είναι η αλήθεια των αληθειών, χωρίς την οποία τίποτα άλλο στον κόσμο δεν έχει σημασία και βαθύτερη έννοια.
(5)   Το «στην Ιερουσαλήμ» είναι βαθειά τραγικό= στην πόλη που φόνευσε τους προφήτες. Η προσθήκη αυτή του Λουκά για την έξοδο του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ διαφωτίζει ολόκληρη την σκηνή. Είναι το κλειδί της όλης αφήγησης. Εξηγεί τη σχέση μεταξύ της εμφάνισης αυτής και της συνομιλίας του Χριστού με τους μαθητές που προηγήθηκε στην Καισάρεια του Φιλίππου. Η συνομιλία αυτή για το θέμα αυτό δίνει στους μαθητές να καταλάβουν, ότι ο π ά σ χ ω ν Μεσσίας είναι πράγματι ο θ ε ί ο ς Μεσσίας, τον οποίο αναγνωρίζει ως τέτοιο ο ουρανός (g).
Ο Κύριος και κατά την ένδοξη Μεταμόρφωσή του θέλησε να ακούσει για την έξοδό του η οποία ήταν συνδεδεμένη με τον θάνατο και τα παθήματά του. Και διδάσκει έτσι εμάς, ότι το να θυμόμαστε τον θάνατό μας, ο οποίος αποτελεί την έξοδο και αναχώρησή μας από τον κόσμο αυτόν σε άλλον, δεν είναι ποτέ άκαιρο, αλλά και σε αυτές τις μεγαλύτερές μας επιτυχίες και δόξες του κόσμου αυτού είναι επικαιρότατο να θυμόμαστε, ότι «δεν έχουμε εδώ μόνιμη πόλη»

Λουκ. 9,32    ὁ δὲ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἦσαν βεβαρημένοι ὕπνῳ(1)· διαγρηγορήσαντες(2) δὲ εἶδον τὴν δόξαν(3) αὐτοῦ καὶ τοὺς δύο ἄνδρας τοὺς συνεστῶτας αὐτῷ.
Λουκ. 9,32    Ο δε Πέτρος και οι δύο άλλοι μαθηταί είχαν καταληφθή από βαρύν ύπνον. Οταν όμως εξύπνησαν, είδαν την δόξαν του και τους δύο άνδρας, που εστέκοντο μαζί του.
(1)   «Οι μεν μακάριοι μαθητές νύσταξαν για λίγο, καθώς ο Χριστός χρονοτριβούσε με την προσευχή» (Κ).
Βεβαρημένοι ὕπνῳ = την ασυγκράτητη τάση για ύπνο, την οποία δεν μπορούσαν να νικήσουν στην αρχή (δ). Την ώρα λοιπόν που προσευχόταν ο Χριστός οι μαθητές πιθανότατα κοιμόντουσαν (g).
(2)   Λέξη που λέγεται μοναδική φορά= Ή, μετά από ένα διάστημα χρόνου, αποτίναξαν από πάνω τους τον ύπνο (δ)· ή, επιμένοντας να παραμείνουν άγρυπνοι νίκησαν τη νύστα (Meyer)· ή, γινόμενοι εξ’ ολοκλήρου άγρυπνοι (p) και «αφού συνήλθαν από τον βαθύ ύπνο» (Κ).
(3)   «Δόξα να εννοήσεις την λαμπρότητα» (Ζ).

Λουκ. 9,33    καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαχωρίζεσθαι αὐτοὺς(1) ἀπ᾿ αὐτοῦ εἶπεν ὁ Πέτρος πρὸς τὸν Ἰησοῦν· ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι(2)· καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς τρεῖς, μίαν σοὶ καὶ μίαν Μωϋσεῖ καὶ μίαν Ἠλίᾳ, μὴ εἰδὼς ὃ λέγει(3).
Λουκ. 9,33     Και συνέβη, όταν οι δύο άνδρες ετοιμαζάζοντο να χωρισθούν από τον Ιησούν, είπεν ο Πετρος προς αυτόν• “διδάσκαλε, είναι καλά να μένωμεν εδώ• ας κάμωμεν τρεις σκηνάς, μίαν δια σε, μίαν δια τον Μωϋσέα και μίαν δια τον Ηλίαν”. Και τα έλεγεν αυτά, χωρίς να καταλαβαίνη καλά-καλά, τι είναι αυτό που έλεγε.
(1)   Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας του Ιησού με τους δύο προφήτες, οι μαθητές τηρούσαν σιγή. Αλλά όταν η συνομιλία σταμάτησε και οι δύο ουράνιοι απεσταλμένοι ετοιμάζονταν να χωριστούν από τον Κύριο, τότε ο Πέτρος λαμβάνει τον λόγο (g).
(2)   «Ακούγοντας ότι πρόκειται να πάθει ο Χριστός… ζητούσε από τον Κύριο να μείνει πάνω στο βουνό για πάντα, έτσι ώστε να μην τον βρουν οι Ιουδαίοι αφού κατέβει και τον φονεύσουν, αγνοώντας τα αγαθά που θα συμβούν σε όλους από το πάθος και την ανάσταση» (Ω).
(3)   Δεν γνωρίζουν τι λένε εκείνοι, οι οποίοι μιλούν για κατασκευή σκηνών πάνω στη γη για τους δοξασμένους αγίους στον ουρανό, οι οποίοι έχουν καλύτερες μονές (δωμάτια) στην οικία του Πατέρα και επιθυμούν να επανέλθουν σε αυτές.
«Δεν ήξερε, λέει, αυτό που έλεγε· γιατί δεν ήταν ο καιρός της συντέλειας του κόσμου και του να λάβουν οι άγιοι τη μέθεξή (συμμετοχή) τους στα αγαθά που ήλπισαν σύμφωνα με την υπόσχεση του Θεού» αφού παρέμεναν στη γη αυτή, που δεν έγινε ακόμη καινούργια. «Αφού λοιπόν το σχέδιο της οικονομίας βρισκόταν ακόμη στην αρχή, πώς ήταν δυνατόν να σταματήσει ο Χριστός την αγάπη του για τον κόσμο, αποφεύγοντας να πάθει για χάρη του;» (Κ).

Λουκ. 9,34    ταῦτα δὲ αὐτοῦ λέγοντος ἐγένετο νεφέλη(1) καὶ ἐπεσκίασεν(2) αὐτούς(3)· ἐφοβήθησαν δὲ ἐν τῷ εἰσελθεῖν ἐκείνους(4) εἰς τὴν νεφέλην·
Λουκ. 9,34    Ενώ δε ο Πετρος έλεγε αυτά, ήλθε ένα σύννεφο και τους εκέπασε. Εφοβήθησαν δε ο Πετρος και οι δύο άλλοι μαθηταί, όταν ο Ιησούς και οι δύο προφήται εισήλθον εις την νεφέλην.
(1)   «Ενώ ο Πέτρος λέει να κάνουμε τρεις σκηνές, ο Κύριος ξαφνικά φτιάχνει σκηνή αχειροποίητη και μπαίνει μέσα σε αυτήν μαζί με τους προφήτες, για να δειχτεί ότι σε τίποτα δεν είναι κατώτερος από τον Πατέρα. Διότι όπως ακριβώς στην Παλαιά Διαθήκη η νεφέλη λεγόταν ότι έχει τον Κύριο και ο Μωϋσής έμπαινε σε αυτήν, και έτσι δεχόταν τον νόμο, έτσι και τώρα η νεφέλη δέχτηκε τον Χριστό και νεφέλη όχι σκοτεινή· διότι έφυγε η σκιά του νόμου και το σκοτεινό της ασάφειας· αλλά νεφέλη φωτεινή. Διότι ήλθε η αλήθεια και έλαμψε η χάρη του Κυρίου και δεν υπάρχει τίποτα σκοτεινό τώρα» (Θφ).
Ακριβέστερη ερμηνεία η επόμενη: Η νεφέλη δεν ήταν κάποιο απλό σύννεφο. Είναι το κάλυμμα, με το οποίο περιβάλλεται ο Θεός, όταν εμφανίζεται στους ανθρώπους. Εμφανίστηκε στην έρημο και στα εγκαίνια του ναού του Σολομώντα και την ξαναβρίσκουμε και στην ανάληψη (g).
Η νεφέλη αυτή ήταν δείγμα της ακόμη πιο ιδιαίτερης παρουσίας του Θεού. Με νεφέλη ο Θεός ήλθε στη σκηνή και στο ναό και όταν «η νεφέλη κάλυψε την σκηνή του μαρτυρίου δεν μπόρεσε ο Μωϋσής να μπει στην σκηνή, διότι επισκίαζε αυτήν η νεφέλη και η σκηνή γέμισε από τη δόξα του Κυρίου» (Εξόδου μ 34). Και όταν στην περίπτωση του Σολομώντα «ο οίκος γέμισε από τη νεφέλη της δόξας του Κυρίου, δεν μπορούσαν οι ιερείς να σταθούν να λειτουργήσουν από το φως της νεφέλης» (Β΄Παραλ. ε 14).
Μία τέτοια νεφέλη είναι και η παρούσα. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξο, ότι οι μαθητές φοβήθηκαν. Αλλά εφόσον ο Ιησούς βρίσκεται στη νεφέλη, κανείς από όσους πιστεύουν ειλικρινά σε αυτόν ας μην φοβάται να μπει σε αυτήν, διότι μπορεί να είναι βέβαιος, ότι ο Ιησούς θα διαπεράσει αυτόν σώο μέσα από αυτήν.
(2)   Κατά ακρίβεια η φωτεινή νεφέλη δεν ρίχνει σκιά, μπορεί όμως να καλύψει. Το φως μπορεί να αποτυφλώνει όπως και το σκοτάδι (p).
(3)   Αξιόλογη και η παρατήρηση: «Με αυτό δηλώνει μέσω του τύπου από πριν… ότι στην ανάσταση πρόκειται να αρπαχτούν σε νεφέλες οι άγιοι για να συναντήσουν τον Κύριο και να είναι μαζί του για πάντα» (Ω).
(4)   Υπάρχει και η γραφή αυτούς. Το μεν εκείνους= τον Κύριο και τους δύο προφήτες, ενώ το αυτούς σύμφωνα με κάποιους νεώτερους ερμηνευτές περιλαμβάνει και τους αποστόλους, είναι όμως αμφίβολο αυτό.

Λουκ. 9,35    καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῆς νεφέλης(1) λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός(2)· αὐτοῦ ἀκούετε.
Λουκ. 9,35    Και ηκούσθη φωνή από την νεφέλην, η οποία έλεγεν• “αυτός είναι ο μονογενής Υιός μου, ο κατ’εξοχήν αγαπητός, που τον έστειλα Σωτήρα του κόσμου. Αυτόν να ακούετε”.
(1)   «Φωνή πατρική μέσω της νεφέλης (διότι έτσι φαίνεται ο Θεός) μαρτυρούσε για τον Χριστό την υιότητα (ότι είναι ο Υιός)» (Ε).
(2)   Υπάρχει και η γραφή: εκλελεγμένος (διαλεγμένος, διαλεκτός) αντί ο αγαπητός. Είναι αυτό εξήγηση του αγαπητός, το οποίο, όπως και η αντίστοιχη εβραϊκή λέξη, σημαίνει και τον αγαπητό και τον εκλεκτό. Φαίνεται ότι η λέξη μπήκε στο κείμενο από το περιθώριο (που υπάρχει στα χειρόγραφα)(δ). Πάντως το εκλελεγμένος λέγεται με απόλυτη έννοια, σε αντίθεση με τους δούλους, όπως ήταν ο Μωϋσής και ο Ηλίας, οι οποίοι είχαν εκλεγεί για ειδικές και περιορισμένες αποστολές (g). Το εκλελεγμένος αναφέρεται στην αποστολή του Υιού του ανθρώπου ως Μεσσία (L).
Λουκ. 9,36    καὶ ἐν τῷ γενέσθαι τὴν φωνὴν εὑρέθη ὁ Ἰησοῦς μόνος(1). καὶ αὐτοὶ ἐσίγησαν(2) καὶ οὐδενὶ(3) ἀπήγγειλαν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις(4) οὐδὲν ὧν ἑωράκασιν.
Λουκ. 9,36    Και αφού έγινε αυτή η φωνή, ευρέθηκε ο Ιησούς μόνος• και οι τρεις μαθηταί εκράτησαν σιγήν δια το γεγονός και εις κανέναν κατά τας ημέρας εκείνας δεν ανεκοίνωσαν τίποτε από όσα είδαν.
(1)   «Για να μην συκοφαντείται από κάποιους η αλήθεια, οι οποίοι λένε ότι τους διέτασσε να ακούνε περισσότερο τον Μωϋσή, επεσήμανε ο ευαγγελιστής λέγοντας, ότι όταν έγινε η φωνή, βρέθηκε ο Ιησούς μόνος. Άρα λοιπόν αυτόν πρόσταξε να ακούνε. Καθόσον αυτός είναι το τέλος του νόμου και των προφητών» (Κ).
(2)   Με εντολή του Κυρίου σύμφωνα με τους άλλους δύο συνοπτικούς.
«Δεν θέλει ο Ιησούς να ειπωθούν τα σχετικά με την δόξα του. Διότι θα βλάπτονταν αυτοί που θα τα άκουγαν και μάλιστα οι όχλοι, όταν θα έβλεπαν τον τόσο πολύ δοξασμένο να σταυρώνεται. Δεν τα έκρυψαν λοιπόν από φθόνο, αλλά επειδή φοβήθηκαν μήπως δεν γίνουν πιστευτοί» (Ω) και για να μην προκληθεί είτε σφοδρότερη αντίδραση εκ μέρους των αντιτιθεμένων, είτε άκαιρος ενθουσιασμός και ταραχώδεις εκδηλώσεις εκ μέρους των Ιουδαίων που έτρεφαν παχυλές ελπίδες για τον Μεσσία.
(3)   Η απαγόρευση του να ανακοινωθεί ό,τι είχαν δει, αποτελεί ισχυρή επιβεβαίωση της ιστορικότητας του υπερφυσικού γεγονότος της Μεταμόρφωσης. Εάν η οπτασία αυτή ήταν επινόηση, πώς θα εξηγήσουμε την επινόηση της απαγόρευσης; (p).
(4)   «Πότε λοιπόν τα ανέφεραν; Μετά την ανάληψη, μετά την παρουσία του Πνεύματος· διότι τότε γέμισαν από θάρρος και καταξιώθηκαν του Πνεύματος και είχαν την φωνή από τα θαύματα να συνηγορεί σε αυτούς» (Ω).
Μετά τις σκηνές της Γεθσημανή, της καταδίκης του συνεδρίου και του Πιλάτου και του Γολγοθά, στις οποίες παρουσιάστηκε ο προφητευμένος χαρακτήρας του ως ανθρώπου θλίψεων που γνωρίζει να υπομένει ασθένεια, θα ήταν πλέον καιρός να διαδοθεί το υπερφυσικό συμβάν της Μεταμόρφωσης, ως προμήνυμα της αρχιερατικής του βασιλείας δίπλα στο θρόνο του Πατέρα του και της θριαμβευτικής του νίκης εναντίον όλων των εχθρών του (ο).

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η αξία της νηστείας! (Μεγάλου Βασιλείου)

Συγγραφέας: kantonopou στις 1 Αυγούστου, 2019

Σχετική εικόνα

Α’) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ
α’) Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΑΡΧΙΣE ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
1509. Αλλ’ ο λόγος μας ας βαδίζει δια μέσου της ιστορίας, όταν εξετάζει την αρχαιότητα της νηστείας, και πως όλοι οι άγιοι, σαν να διαδέχτηκαν κάποια πατρική κληρονομιά, έτσι διαφύλαξαν τη νηστεία, παραδίδοντάς την ο πατέρας στο παιδί…Δεν υπήρχε στον παράδεισο κρασί ούτε σφαγές ζώων ούτε κρεοφαγίες. Το κρασί εμφανίστηκε μετά τον κατακλυσμό. Μετά τον κατακλυσμό λέει η Γραφή: «Να τα τρώτε όλα, όπως τα λάχανα και τα χόρτα»(1). Όταν απορρίφτηκε η τελείωση (το «κατ’ εικόνα και ομοίωση») από τους απογόνους του Αδάμ και της Εύας, τότε επιτράπηκε η απόλαυση. Απόδειξη δε, ότι ήταν άγνωστο το κρασί, είναι ο ίδιος ο Νώε, που αγνοούσε τη χρήση του. Γιατί δεν είχε ακόμη μπει στη ζωή των ανθρώπων ούτε είχε χρησιμοποιηθεί στις συναναστροφές ανάμεσα στους ανθρώπους. Ούτε λοιπόν επειδή είδε άλλον, ούτε επειδή ο ίδιος εδοκίμασε, έπεσε απρόσεκτα στη μέθη από το κρασί. «Γιατί εφύτεψε ο Νώε αμπέλι και έπιε από τον καρπό του αμπελιού και εμέθυσε»(2). Όχι επειδή ήταν μέθυσος, αλλά επειδή δεν εγνώριζε ότι έπρεπε να πιει με μέτρο. Έτσι η επινόηση της οινοποσίας είναι νεώτερη από τον παράδεισο και έτσι είναι παλιά και σεβαστή η σεμνή νηστεία (Περί νηστείας, λόγ. Α’ 5, ΕΠΕ 6, 30-32 – ΒΕΠ 54,13-14 – – MG 31,169).
(1). Ο Θεός, μετά τον κατακλυσμό, έδωσε εντολή στο Νώε και στα παιδιά του να τρώνε τα πάντα (ζώα, πτηνά, ψάρια), όπως τα λάχανα και τα χόρτα (Γέν. 9, 2-3). Το μόνο που τους απαγόρευσε ήταν το αίμα (Γέν. 9,4-6). (2). Γέν. 9,20-21.
β’ ) ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ
1510. Η νηστεία είναι παλιό δώρο. Δεν παλιώνει και δεν γερνάει, αλλά πάντοτε ανανεώνεται και ανθίζει, για να φέρει ώριμους καρπούς.Νομίζεις ότι υπολογίζω την αρχαιότητά της από τότε που ίσχυσε ο νόμος; Η νηστεία είναι παλιότερη και από το νόμο. Αν περιμείνεις λίγο, θα βρεις ότι ο λόγος είναι αληθινός. Μη νομίζεις ότι η ημέρα του εξιλασμού, που είχε νομοθετηθεί για τον Ισραήλ κατά τη δέκατη μέρα του έβδομου μήνα(1), αυτή είναι η αρχή της νηστείας. Έλα λοιπόν να βαδίσεις δια μέσου της ιστορίας και να ερευνήσεις την αρχαιότητά της. Γιατί η εφεύρεση δεν είναι νεώτερη. Το κειμήλιο είναι πατρικό. Κάθε τι που είναι αρχαίο είναι και σεβαστό. Να σέβεσαι την παλαιότητα της νηστείας. Είναι συνομήλικη με την ανθρωπότητα. Η νηστεία νομοθετήθηκε στον παράδεισο. Είναι η πρώτη εντολή που έλαβε ο Αδάμ: «Από το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού δεν θα φάτε»(2). Το «δεν θα φάτε» όμως είναι νόμος, που αναφέρεται στη νηστεία και την εγκράτεια. Εάν η Εύα είχε νηστέψει από τον καρπό του δένδρου, τώρα δε θα είχαμε ανάγκη από αυτή τη νηστεία.
(Περί νηστείας λόγ. Α’, 23, ΕΠΕ 6, 26 – ΒΕΠ 54,12 – MG 31,165-168).
(1). Την εορτή του Εξιλασμού τη γιόρταζαν οι Εβραίοι τη δέκατη ήμερα του μήνα Τισρεί (Σεπτ. – Οκτώβρ.), πέντε ημέρες πριν από την εορτή της Σκηνοπηγίας (Λευιτ. 16, 29. 23, 27 και 25, 9). Την ημέρα αυτή και μόνο ο Αρχιερέας έμπαινε στα Άγια των Αγίων της Σκηνής του Μαρτυρίου και εράντιζε το θυσιαστήριο και το καταπέτασμα της Σκηνής με το αίμα των ζώων, που είχαν θυσιαστεί για τις δικές τους αμαρτίες και τις αμαρτίες των ιερέων και του λαού. Την ίδια ημέρα γινόταν και η τελετή του Αποδιοπομπαίου Τράγου. Από δύο τράγους, μετά από κλήρωση, ο ένας θυσιαζόταν και ο άλλος αφηνόταν ελεύθερος, ώστε να μεταφέρει στο δάσος τις αμαρτίες του λαού. (Γ. Κωνσταντίνου, Λεξικό των Αγίων Γραφών, σ. 328. Βλ. και τη λέξη εξιλασμός στη Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια του Α. Μαρτίνου). (2). Γέν. 2,17.
γ’) Ο ΜΩΫΣΗΣ ΝΗΣΤΕΥΕ
1511. Γνωρίζουμε επίσης ότι και ο Μωϋσής μετά από νηστεία πλησίασε το όρος Σινά(1). Γιατί δεν θα αποτολμούσε να πλησιάσει την κορυφή που κάπνιζε ούτε θα έπαιρνε το θάρρος να μπει μέσα στο γνόφο (στην καταχνιά, στην αντάρα), αν δεν είχε οπλιστεί με το όπλο της νηστείας. Μετά από νηστεία υποδέχτηκε (πήρε) τις Δέκα Εντολές, που γράφτηκαν πάνω σε πλάκες με το δάκτυλο του Θεού(2).  (Περί νηστείας, λόγ. Α’ 5, ΕΠΕ 6, 32 – ΒΕΠ 54, 14 – MG 31,169).     (1). Έξοδ. 24,18. (2). Έξοδ. 31,18.
δ’) Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΗΤΑΝ ΧΑΡΑΚΉΡΙΣΤΙΚΟ ΤΩΝ ΠΡΟΦΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
1512. Όλοι οι άγιοι διακρίθηκαν για την εγκράτειά τους. Ολόκληρη η ζωή των αγίων και των ευτυχισμένων ανθρώπων και το παράδειγμα του ίδιου του Κυρίου, όταν έγινε άνθρωπος, μας οδηγούν στην εγκράτεια. Ο Μωϋσής με τη μεγάλη επιμονή του στη νηστεία και στην προσευχή έλαβε το νόμο και άκουσε τους λόγους του Θεού έτσι «όπως μιλάει κανείς στο φίλο του»(1). Ο Ηλίας τότε αξιώθηκε να ιδεί το Θεό, όταν και αυτός εξίσου άσκησε την εγκράτεια. Τι να πούμε δε για το Δανιήλ; Πώς κατόρθωσε να ιδεί θαυμαστά οράματα; Δεν τα είδε μετά την εικοστή ήμερα της νηστείας;(2) Πώς δε οι τρεις παίδες έσβησαν τη δύναμη της φωτιάς;(3). Δεν το πέτυχαν με την εγκράτεια;(4). Και του Ιωάννη του Βαπτιστή ολόκληρη η ζωή άρχισε με την εγκράτεια(5). Με την εγκράτεια (τη νηστεία) άρχισε και ο Κύριος να φανερώνει τον εαυτό του(6) (στον κόσμο). Εγκράτεια (νηστεία) δε ονομάζουμε όχι την παντελή αποχή από τις τροφές (γιατί αυτό ισοδυναμεί με τον βίαιο θάνατο), αλλά την επιμελή αποχή από τις απολαύσεις, με σκοπό να συντρίψου με το σαρκικό φρόνημα(7) και να πετύχουμε το σκοπό της ευσέβειας.
(Όροι κατά πλάτος, ερώτ. ΙΣΤ’, 2, ΕΠΕ 8, 262-264 – ΒΕΠ 53, 171-172 – MG 31, 957-960).     (1). Έξ. 33,11. (2). Δαν. 10, 3-21. (3). Δαν. 3, 20-23. (4). Δαν. 1, 8-16.
(5). Ματθ. 3,4. (6). Ματθ. 4,2. (7). Ρωμ. 8,6.
Ε’) ΕΝΗΣΤΕΨΑΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΠ. ΠΑΥΛΟΣ
1513. Η νηστεία μαζί με τους άλλους και τον Παύλο, που την απαρίθμησε στα καυχήματα για τις θλίψεις του, τον ανέβασε στον τρίτο ουρανό(1). Βάση όμως για όσα έχουμε ειπεί για τη νηστεία είναι ο Κύριός μας, ο Οποίος με νηστεία, αφού οχύρωσε τη σάρκα, που έλαβε για χάρη μας, δέχτηκε σ’ αύτη τις προσβολές του διαβόλου, για να μας διδάσκει να ετοιμαζόμαστε με νηστείες και να γυμναζόμαστε για τους αγώνες εναντίον των πειρασμών, και για να προσφέρει έτσι κατά κάποιον τρόπο στον αντίπαλο λαβή με τη στέρηση(2).
(Περί νηστείας, λόγ. Α’ 9, ΕΠΕ 6, 44 – ΒΕΠ 54, 17 – MG 31,177).     (1). «Εν λιμώ και δίψει, εν νηστείαις πολλάκις», «οίδα… άνθρωπον… αρπαγέντα μέχρι τρίτου ουρανού» (Β’ Κορ. 11, 27. 12,2).    (2). «… νηστεύσας ημέρας τεσσαράκοντα» (Ματθ. 4,22).
στ’) Ο ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ ΕΝΗΣΤΕΥΕ ΔΙΑΡΚΩΣ
1514. Η ζωή του Ιωάννη του Βαπτιστή υπήρξε μια συνεχής νηστεία (1). Αυτός δεν διέθετε κρεβάτι, ούτε τραπέζι φαγητού, ούτε καλλιεργήσιμο χωράφι, ούτε βόδια για όργωμα, ούτε αρτοποιό, ούτε τίποτε άλλο που να έχει σχέση με την επίγεια ζωή. Γι’ αυτό ανάμεσα σ’ εκείνους που γεννήθηκαν από γυναίκες, δεν παρουσιάστηκε άλλος άνδρας τόσο μεγάλος σαν τον Ιωάννη το Βαπτιστή»(2). (Περί νηστείας, λόγ. Α’ 9, ΕΠΕ 6, 44 – ΒΕΠ 54, 44.    (1). Ματθ. 3,4. (2). Ματθ. 11,11.
ζ ‘) Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ ΤΗΣ Μ. ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
1515. Εάν οι τόσες προτροπές τις οποίες δεν έπαψα να σας απευθύνω κατά το διάστημα που πέρασε, και εάν το κήρυγμα του Ευαγγελίου της χάρης του Θεού που δεν έπαψα να σας βροντοφωνώ ήμερα και νύχτα τις εφτά εβδομάδες της νηστείας(1), δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, με ποιες ελπίδες να σας μιλήσω σήμερα;
(Κατά μεθυόντων, 1, ΕΠΕ 6,1,188, ΒΕΠ 54,143 – MG 31,444-445).
(1). Ο μεγάλος Ιεράρχης κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής, όπως φαίνεται εδώ, κήρυττε στο λαό πρωΐ και βράδυ. Οι επτά εβδομάδες νηστείας που μνημονεύει είναι : 1) Η καθαρή εβδομάδα, 2) Η Α’ Νηστειών, 3) Η Β’ Νηστειών, 4) Η Γ’ Νηστειών, 5) Η Δ’ Νηστειών, 6) Η Ε’ Νηστειών και 7) Η Μεγάλη Εβδομάδα.
Β’ ) ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΝΗΣΤΕΙΑ
α’) ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
1516. Γνωρίσαμε τη χάρη της νηστείας από τον Ησαΐα, που απέρριψε τον ιουδαϊκό τρόπο της νηστείας, και έδειξε σε μας την αληθινή νηστεία. «Όταν νηστεύετε, να μην εκτρέπεσθε σε φιλονικίες και διαπληκτισμούς»(1), αλλά «να λύνεις κάθε δεσμό και σχέση με την αδικία»(2). Και ο Κύριος είπε: «(Όταν νηστεύετε) να μη γίνεστε σκυθρωποί, αλλά νίψε το πρόσωπό σου και άλειψε το κεφάλι σου (περιποιήσου την κόμη σου)»(3). Ας συμπεριφερθούμε λοιπόν, όπως διδαχτήκαμε, και ας μη φαινόμαστε σκυθρωποί κατά τις ημέρες που έρχονται, αλλά με φαιδρό πρόσωπο, όπως αρμόζει σε αγίους. Κανείς δεν στεφανώνεται, όταν είναι λυπημένος, και κανείς δεν στήνει σύμβολο νίκης, όταν είναι κατηφής. Να μη γίνεσαι σκυθρωπός, όταν δέχεσαι περιποιήσεις. Είναι άτοπο να μη χαιρόμαστε για την υγεία της ψυχής, αλλά να λυπούμαστε για την εναλλαγή των τροφών και να φαινόμαστε περισσότερο ότι χαριζόμαστε στη σάρκα παρά στην επιμέλεια της ψυχής. Γιατί ο μεν κορεσμός περιορίζει την ευχαρίστηση στην κοιλιά, ενώ η νηστεία ανεβάζει το κέρδος στην ψυχή. Να είσαι χαρούμενος, γιατί σου δόθηκε από γιατρό φάρμακο, που καταστρέφει την αμαρτία. Γιατί, όπως τα σκουλήκια που αναζωογονούνται στα έντερα των παιδιών, εξαφανίζονται με κάποια δραστικά φάρμακα, έτσι και η νηστεία, εκείνη βέβαια που είναι άξια του ονόματός της, όταν εισχωρήσει στην ψυχή, θανατώνει την αμαρτία που εμφωλεύει στο βάθος… Η νομοθεσία για τη νηστεία να βρίσκει απήχηση στον εσωτερικό σου κόσμο. Καθάρισε την ψυχή σου από τα αμαρτήματα… Να μην αλλοιώνεις και μαραίνεις το πρόσωπό σου όπως οι υποκριτές. Το πρόσωπο αλλοιώνεται, όταν η εσωτερική διάθεση επισκιάζεται με το επίπλαστο εξωτερικό σχήμα, οπότε καλύπτεται από το ψέμα, σαν από κάποιο παραπέτασμα. (Λόγος Α ‘περί νηστείας 1-2, ΕΠΕ 6, 23-24 – ΒΕΠ 54,11-12 – MG 31,164-165). (1). Ήσ. 58, 4. (2). Ήσ.58, 6. (3). Ματθ. 6, 16-17.
1517. Μην περιορίζεις λοιπόν το καλό της νηστείας μόνον στην αποχή από τα φαγητά. Γιατί αληθινή νηστεία είναι η αποξένωση από τα κακά. «Λύσε κάθε δεσμό αδικίας»(1). Συγχώρησε τον πλησίον για τη λύπη που σου προξένησε, συγχώρησέ τον για τα χρέη. «Να μη νηστεύετε και συγχρόνως εκτρέπεστε σε φιλονικίες και διαπληκτισμούς»(2). Δεν τρως κρέατα, αλλά τρως τον αδελφό σου. Δεν πίνας κρασί, αλλά δεν συγκρατείς τις ύβρεις. Περιμένεις το βράδυ για να φας τροφή, αλλά ξοδεύεις την ημέρα στα δικαστήρια    (1). Ήσ. 58, 6. (2). Ήσ. 58, 4.
β’) ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΚΑΙ Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ
1518. Δεν είναι όμως αρκετή μόνον η αποχή από τα φαγητά για την επαινετή νηστεία, αλλά ας νηστέψουμε νηστεία δεκτή και ευάρεστη οπό Θεό. Νηστεία αληθινή είναι η αποξένωση από το κακό, η εγκράτεια της γλώσσας, η αποχή από το θυμό, ο χωρισμός από τις επιθυμίες, από την κατάκριση, από το ψέμα και την καταπάτηση των υποσχέσεων που δίνουμε με όρκο. Η στέρηση από αυτά είναι αληθινή νηστεία. Όταν τηρούνται όλα αυτά, τότε η νηστεία είναι αγαθό. Ας απολαύσουμε τον Κύριο με τη μελέτη των λόγων, που γράφτηκαν με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, και με την αποδοχή των σωτηριωδών εθίμων και κάθε διδασκαλίας που αποβλέπει οπή διόρθωση των ψυχών μας.  (Περί νηστείας, λόγ. Β’, 7-8, ΕΠΕ 6, 70-72 – ΒΕΠ 54,26 ).
Γ’) ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΗΣΤΕΥΤΗ
1519. Όπως το ρωμαλέο σώμα και το ζωηρό χρώμα χαρακτηρίζει τον αθλητή, έτσι και το Χριστιανό τον αποδεικνύει αληθινό αθλητή των εντολών του Χριστού το πολύ ισχνό σώμα και η ωχρότητα (η χλωμάδα), που ανθίζει στο πρόσωπό του, και που είναι αποτέλεσμα της εγκράτειας (της νηστείας)(2). Ο χριστιανός με την ασθένεια του σώματος μάχεται τον εχθρό του διάβολο και αποδεικνύει τη δύναμή του με τους αγώνες της ευσέβειας, σύμφωνα με αυτό που είπε ο απ. Παύλος: «Όταν ασθενώ, τότε με τη χάρη του Θεού γίνομαι και είμαι δυνατός»(3). (Όροι κατά πλάτος, ερώτ. ΙΖ’, 2, ΕΠΕ 8, 270 – ΒΕΠ 53,174 – MG 301, 964).
(1). «Κατεσκληκός» είναι μετοχή παρακειμένου του ρήματος κατά-σκέλλω. Σκέλλω σημαίνει είμαι κατάξερος, στεγνός, ισχνός.
(2). Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το ανωτέρω κείμενο αναφέρεται στους μοναχούς, που υποβάλλονται σε συνεχή και αυστηρή νηστεία και γι’ αυτό οι περισσότεροι είναι λεπτοί στο σώμα. Έμμεσα όμως ενδιαφέρει και όλους τους Χριστιανούς, πολλοί από τους οποίους δεν νηστεύουν και από την πολυφαγία γίνονται παχύσαρκοι και δυσκίνητοι και εξαιτίας αυτού επιρρεπείς σε πολλά και σοβαρά νοσήματα, όπως είναι οι καρδιοπάθειες, ο διαβήτης, η υπέρταση κ.λ.π. (3). Β’ Κορ. 12,10.
Δ’) ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ α’) ΝΑ ΝΗΣΤΕΟΥΜΕ ΜΕ ΜΕΤΡΟ
1520. Πρέπει να νηστεύουμε με μέτρο και να προσφέρουμε στο σώμα την ενίσχυση που οπωσδήποτε χρειάζεται, χωρίς να κυριαρχεί η ηδονή στις τροφές, αλλά να καθορίζει ακριβώς το λογικό την ανάγκη, όπως ακριβώς ένας έμπειρος γιατρός θεραπεύει την αρρώστια με τον κατάλληλο τρόπο χωρίς δυσκολία. Όταν λοιπόν η ψυχή αποκτήσει αυτή τη διάθεση, εκείνος που τρώει δεν θα φανεί καθόλου κατώτερος στη φιλοσοφημένη ζωή από εκείνον που δεν τρώει. (Ασκητικαί διατάξεις, κεφ. Δ’, 4, ΕΠΕ 9, 436 – ΒΕΠ 57, 28 –).
β’ ) Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΘΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΕΙ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΕΚΑΣΤΟΥ
1521. Όσον αφορά τις τροφές, όπως οι ανάγκες των ανθρώπων είναι διαφορετικές για τον καθένα χωριστά, ανάλογα με την ηλικία, το επάγγελμα, τη συνήθεια του σώματος, έτσι και το μέτρο και ο τρόπος της χρήσεως των τροφών είναι διαφορετικά σε κάθε περίπτωση. Είναι λοιπόν αδύνατον να περιληφθούν σε ένα κανόνα όλοι όσοι ασκούνται στην ευσέβεια. Επειδή όμως έχουμε καθορίσει το μέτρο της νηστείας για τους ασκητές που είναι υγιείς, αφήνουμε σ’ εκείνους που έχουν την εντολή να χειρίζονται τέτοια ζητήματα να διαφοροποιούν μετά από βαθειά σκέψη το μέτρο για την αντιμετώπιση κάθε περίπτωσης χωριστά. Γιατί δεν είναι δυνατόν να μιλήσω ιδιαίτερα για κάθε περίπτωση, παρά μόνον για όσα έχουν σχέση με την κοινή και γενική διδασκαλία. Οι προϊστάμενοι λοιπόν θα κανονίσουν ανάλογα πάντοτε με την ανάγκη, την ενίσχυση που πρέπει να λάβει ο άρρωστος που έχει καταπονηθεί με κοπιαστικές εργασίες ή εκείνος που ετοιμάζεται για βαρειά εργασία, όπως για οδοιπορία ή άλλη κοπιαστική εργασία, ακολουθώντας το λόγο της Γραφής: «Μοιράζονταν τα χρήματα στον καθένα ανάλογα με την ανάγκη που είχε»(1). Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να ορίσουμε για όλους την ίδια ώρα φαγητού ούτε τον τρόπο ούτε το μέτρο, αλλά ας είναι κοινός ο σκοπός, η ικανοποίηση της ανάγκης.
(Όροι κατά πλάτος, ερωτ. ΙΘ’, 1, ΕΠΕ 8, 274 – ΒΕΠ 53, 175 – MG 31,968).    (1). Πράξ. 4, 35.
γ’) ΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ ΟΡΙΖΕΙ Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ. ΤΙ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΥΠΟΨΗ ΤΟΥ
ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΡΛΒ’
1522. Ποιά στάση θα τηρήσουμε απέναντι σ’ εκείνον που λέει ότι αυτό το φαγητό με βλάπτει, και στενοχωρείται, εάν δεν του δοθεί άλλο φαγητό.
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ Αυτός φαίνεται ότι δεν βεβαιώθηκε για την ελπίδα του φτωχού Λαζάρου(1) ούτε γνώρισε την αγάπη εκείνου (του οικονόμου της αδελφότητας), στον οποίον ανατέθηκε η φροντίδα όλων των αδελφών και η δική του. Γενικά δεν έχει το δικαίωμα ο καθένας από τους αδελφούς μοναχούς να κρίνει μόνος του ούτε τι τον βλάπτει ούτε τι τον ωφελεί˙ αυτό πρέπει να κρίνεται από εκείνον που είναι υπεύθυνος να αποφασίζει για τις ανάγκες του καθενός, γιατί αυτός επιζητεί πρώτα την ωφέλεια της ψυχής και κατά δεύτερο λόγο ασχολείται με τις ανάγκες του σώματος, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.    (Όροι κατ’ επιτομήν, ΡΛΒ’ (132), ΕΠΕ 9,164 – ΒΕΠ 53, 284 – MG 31, 1169-1172)        (1). Λουκ. 16,20 κ.ε.
ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΡΛΑ’
1523. Εάν κάνει καλά εκείνος που δεν τρώει το ίδιο φαγητό που τρώνε οι αδελφοί, αλλά ζητεί άλλη τροφή. ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ
Γενικά είναι παράβαση εντολής το να ζητεί κάποιος με ανησυχία τροφή, γιατί ο Κύριος είπε: «Μη ζητείτε με ανήσυχη φροντίδα τι θα φάτε και τι θα πιείτε, και μην ταλαιπωρείστε ανήσυχοι εδώ και εκεί» και πρόσθεσε πιο κατηγορηματικά: «Γιατί όλα αυτά (τα υλικά αγαθά) τα επιζητούν με αγωνία οι ειδωλολάτρες»(1). Αλλά είναι έργο εκείνου που έχει λάβει την εντολή να εφαρμόζει με επιμέλεια το: «Μοίραζαν στον καθένα ανάλογα με την ανάγκη που είχε»(2).   (Όροι κατ’ επιτομήν, ΡΛΑ’ (131), ΕΠΕ 9, 162-164 – ΒΕΠ 53, 283 ). (1). Ματθ. 5,6. (2). Β’ Κορ. 11,27.
δ’) ΝΑ ΤΡΩΜΕ ΟΣΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΘΕΤΟΥΝ, ΑΠΟΦΕΥΓΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΤΡΥΦΗ
1524. Είναι ανάγκη λοιπόν να προσδιοριστεί και εκείνο, ότι δηλαδή η εγκράτεια (η νηστεία) είναι απαραίτητη στους αγωνιστές της ευσέβειας για την ταλαιπωρία και το ταπείνωμα του σώματος. «Γιατί κάθε αθλητής που αγωνίζεται εγκρατεύεται σε όλα»(1). Για να μη συμπίπτουμε όμως με τους εχθρούς του Θεού αιρετικούς, που έχουν αναίσθητη(2) τη συνείδησή τους και γι’ αυτό δεν τρώνε ορισμένες τροφές, τις οποίες εδημιούργησε ο Θεός, για να τρώνε οι πιστοί και να ευγνωμονούν το Θεό (3), πρέπει να δοκιμάζουμε όλες τις τροφές, όταν δοθεί κάποια ευκαιρία τόσο όσο για να αποδείξουμε σ’ αυτούς που μας βλέπουν ότι για τους καθαρούς στην καρδιά είναι όλα καθαρά(4) και ότι «Κάθε κτίσμα, που έκτισε ο Θεός και το έδωσε για τροφή στους ανθρώπους, είναι καλό και κανένα από αυτά δεν είναι άξιο περιφρονήσεως, αρκεί να λαμβάνεται με ευγνωμοσύνη προς το Θεό. Γιατί κάθε τι που είναι για τροφή, γίνεται καθαρό και άγιο με το λόγο και την προσευχή μας προς το Θεό»(5). Πρέπει δε έτσι να προφυλάσσει κανείς το σκοπό της εγκράτειας, χρησιμοποιώντας, όσο χρειάζεται, τα φτηνότερα και αναγκαία για τη ζωή και αποφεύγοντας, με τη χρήση αυτών, τη βλάβη της απληστίας (του κορεσμού) και απέχοντας παντελώς από εκείνα που ικανοποιούν την ηδονή.
(Όροι κατά πλάτος, ερώτ. ΙΗ’, ΕΠΕ 8, 270-272 – ΒΕΠ 53, 174-175 – MG 31, 965).     (1). Α’ Κορ. 9,25. (2). Α’ Τιμ. 4,2. (3). Α’ Τιμ. 4,3. (4). Τίτ. 1,15. (5). Α’ Τιμ. 4,4-5.
ε’) ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ, ΟΤΑΝ Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΜΑΣ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΝΑ ΕΠΙΤΕΛΕΣΟΥΜΕ ΤΟ ΕΡΓΟ ΜΑΣ
ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΡΛΘ’
1525. Όταν παρατείνεται η νηστεία, γινόμαστε πιο αδύνατοι στην εργασία μας. Τι πρέπει λοιπόν να προτιμήσουμε˙ να καθυστερούμε την εργασία μας εξαιτίας της νηστείας ή να παραμελούμε τη νηστεία για χάρη της εργασίας μας;
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ Πρέπει να νηστεύουμε και να τρώμε, όπως επιβάλλει η θεοσέβεια˙ ώστε, όταν μεν χρειάζεται να εκτελεσθεί η εντολή του Θεού για τη νηστεία, να νηστέψουμε˙ όταν δε πάλιν η εντολή του Θεού συνιστά τροφή τονωτική για το σώμα, να φάμε όχι ως λαίμαργοι, αλλ’ ως εργάτες του Θεού. Πρέπει δηλαδή να τηρούμε το λόγο του αποστόλου Παύλου: «Είτε τρώτε είτε πίνετε είτε οτιδήποτε άλλο πράττετε, να τα κάνετε όλα για τη δόξα του Θεού»(1).   (Όροι κατ’ επιτομήν, ΡΛΘ’ (139), ΕΠΕ 9, 170-172 – ΒΕΠ 53,286 – MG 31,1176). (1). Α’Κορ. 10,31.
στ’) ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΤΟ ΝΑ ΕΚΤΕΛΟΥΜΕ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΘΕΛΗΜΑ, ΝΗΣΤΕΥΟΝΤΑΣ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ
ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΡΚΗ’
1526. Εάν κάποιος θέλει να εγκρατεύεται πάνω από τις δυνάμεις του, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται, λόγω σωματικής αδυναμίας, να εκτελέσει την εντολή που του δόθηκε, πρέπει να του το επιτρέπουμε;
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ Το ερώτημα μου φαίνεται ότι δεν αναφέρεται στην ουσία του θέματος. Γιατί η εγκράτεια δεν συνίσταται στην αποχή από τις υλικές τροφές, από την οποίαν προέρχεται η εξάντληση και η ταλαιπωρία του σώματος, που καταδικάζεται από τον απόστολο Παύλο(1), αλλά στην απάρνηση των θελημάτων μας.
Πόσο δε είναι επικίνδυνο να μην εκτελέσει κανείς την εντολή του Κυρίου, για να γίνει το δικό του θέλημα, είναι φανερό από τους λόγους του αποστόλου Παύλου, που είπε: «Εμείς οι Ιουδαίοι επράτταμε τα θελήματα του σαρκικού ανθρώπου και των σκοτισμένων από τα πάθη διανοιών μας και είμασταν τότε από τη φύση μας τέκνα οργής»(2).
(Όροι κατ’ επιτομήν, ΡΚΗ’ (128), ΕΠΕ 9,160 – ΒΕΠ 53,282 – MG 31,1168).   (1). Κολ.2, 23. (2). Εφεσ. 2, 3.
ζ’) ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΓΟΝΤΑΙ ΟΙ ΥΠΕΡΒΟΛΕΣ
1527. Ο καλύτερος όρος και το καλύτερο μέτρο εγκράτειας ας είναι το να μην αποβλέπουμε ούτε στην απόλαυση ούτε στην κακοπάθεια του σώματος, αλλά να αποφεύγουμε την έλλειψη του μέτρου (την υπερβολή) και προς τη μια και προς την άλλη κατεύθυνση, ώστε το σώμα μας ούτε από την παχυσαρκία να διαταράσσεται ούτε από την καχεξία να αδυνατεί να εκτελεί τις εντολές (του Θεού και του ηγουμένου). Γιατί η ψυχή βλάπτεται εξίσου και από τις δύο ακρότητες, και από την ανυποταξία της σάρκας και από την ευρωστία εξαιτίας της οποίας σκιρτάει από άτοπες ορμές και, όταν πάλι είναι χαλαρή και παραλυμένη και αδρανής, υποφέρει από πόνους. Γιατί μ’ αυτή την κατάσταση του σώματος η ψυχή δεν είναι απερίσπαστη να βλέπει προς τα άνω (προς τον ουρανό) ελεύθερα, αλλά αναγκαστικά απορροφάται από την αίσθηση του πόνου και ασχολείται συνεχώς με αυτόν, ταπεινωμένη από την κακοπάθεια του σώματος.
(Λόγος ασκητικός , Β’, 33, ΕΠΕ 8, 134-136 – ΒΕΠ 53, 380-381 – MG 31, 876-877).
η’) ΝΑ ΧΑΙΡΟΜΑΣΤΕ, ΌΤΑΝ ΝΗΣΤΕΥΟΥΜΕ
1528. Όταν λοιπόν πρόκειται να νηστέψεις, μη γίνεις σκυθρωπός σαν τους Ιουδαίους, αλλά ευαγγελικά λάμπρυνε τον εαυτό σου(1). Δηλαδή να μην πενθείς για τη στέρηση της κοιλιάς, αλλά να χαίρεσαι ολόψυχα για τις πνευματικές απολαύσεις… Αφού με τη νηστεία πάρουμε τα νικητήρια εναντίον των παθών, ας φορέσουμε τα στεφάνια της εγκράτειας.
(Περί νηστείας, λόγ. Β’, 3, ΕΠΕ 6, 60 – ΒΕΠ 54, 23 – MG 31, 189). (1). Ματθ. 6, 16-17.
θ’) ΝΗΣΤΕΙΑ ΧΩΡΙΣ Η ΘΕΛΗΣΗ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ
ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΡΛ’ 1529. Πώς πρέπει να νηστεύουμε, όταν η νηστεία είναι απαραίτητη για κάποιο θεοσεβή σκοπό˙ από ανάγκη ή με προθυμία;
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ Επειδή ο Κύριος είπε: «Μακάριοι όσοι πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη»(1), κάθε τι που συντελεί στη θεοσέβεια και δεν γίνεται με προθυμία και ζήλο, είναι επικίνδυνο. Ώστε είναι επικίνδυνο να νηστεύει κανείς χωρίς ζήλο, ενώ το να νηστεύει, όταν υπάρχει τέτοια ανάγκη, είναι επιβεβλημένο, γιατί ο απόστολος Παύλος μαζί με τα αλλά κατορθώματά του, για να μας διδάξει, ανέφερε και το: «Με νηστείες και στερήσεις πολλές (εκπλήρωσα την αποστολή μου)»(2).
(Όροι κατ’ επιτομήν, ΡΛ’ (130), ΕΠΕ 9, 162 – ΒΕΠ 53, 283 – MG 31, 1169).    (1). Ματθ. 5, 6. (2). Β’ Κορ. 11,27.

ι’) Η ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΝΗΣΤΕΙΑ ΔΕΙΧΝΕΙ ΑΥΤΑΡΕΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ
ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΡΛΗ’
1530. Εάν είναι ανάγκη να νηστεύει κανείς ή να αγρυπνεί στη μοναστική αδελφότητα περισσότερο από τους άλλους, σύμφωνα με το θέλημά του.
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ
Επειδή ο Κύριος είπε: «Έχω κατεβεί από τον ουρανό, όχι για να κάνω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα του Πατέρα μου, που με έστειλε»(1), ό,τι κάνει κανείς σύμφωνα με το θέλημά μου, αυτό είναι χαρακτηριστικό αυτού που το κάνει, αλλά είναι ξένο προς τη θεοσέβεια. Και υπάρχει φόβος μήπως ακούσει από το Θεό, γι’ αυτό που του φαίνεται καλό να κάνει: «Θα εξαρτάται από σένα και συ θα είσαι ο κύριός του»(2). Και το να θέλεις δε το περισσότερο σε σύγκριση με τους άλλους, ακόμη και σ’ αυτά τα καλά πράγματα, είναι πάθος που χαρακτηρίζει τη φιλονικία, που προέρχεται από την κενοδοξία (τη ματαιοδοξία). Αυτό δε είναι απαγορευμένο, όπως αποφαίνεται ο απόστολος Παύλος, που λέει: «Δεν τολμούμε να συναριθμήσουμε ή να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με μερικούς που συσταίνουν τους εαυτούς τους ως σπουδαίους»(3). Γι’ αυτό, αφού αφήσουμε τα δικά μας θελήματα και την επιθυμία να φαινόμαστε ότι κάνουμε κάτι περισσότερο από τους άλλους, πρέπει να υπακούσουμε στον απόστολο Παύλο που προτρέπει και λέει: «Είτε τρώτε είτε πίνετε είτε οτιδήποτε κάνετε, όλα να τα κάνετε για τη δόξα του Θεού»(4). Γιατί η φιλονικία, η ματαιοδοξία και η αυταρέσκεια είναι εντελώς ξένα προς εκείνους που αγωνίζονται νόμιμα τον καλόν αγώνα. Γι’ αυτό, λέει ο απόστολος Παύλος, άλλοτε μεν: «Ας μη γινόμαστε κενόδοξοι»(5), άλλοτε δε: «Εάν κάποιος θέλει να φαίνεται ότι είναι φιλόνικος, ας μάθει ότι εμείς δεν έχουμε τέτοια συνήθεια ούτε οι άλλες Εκκλησίες του Θεού»(6), και άλλοτε: «Εμείς οφείλουμε να μην επιζητούμε ό,τι αρέσει στον εαυτό μας»˙ και προσθέτει πιο κατηγορηματικά: «Γιατί ο Χριστός δεν επιζητούσε ό,τι ήταν αρεστό στον εαυτό Του»(7). Εάν όμως νομίζει κανείς ότι έχει ανάγκη μεγαλύτερης νηστείας ή αγρυπνίας ή οιουδήποτε άλλου, ας αποκαλύψει σ’ εκείνους που έχουν αναλάβει την επιμέλεια της αδελφότητας τους λόγους για τους οποίους νομίζει ότι χρειάζεται το περισσότερο και ας τηρεί την απόφασή τους.  (Όροι κατ’ επιτομήν, ΡΛΗ’ (138), ΕΠΕ 9, 168-170 – ΒΕΠ 53, 285-286 – MG 31, 1173).
(1). Ιω. 6, 38. (2). Γέν. 3, 16. (3). Β’ Κορ. 10, 12. (4). Α’ Κορ. 10, 31. (5). Γαλ. 5, 26. (6). Α’ Κορ. 11, 16. (7). Ρωμ. 15, 1-3.
ια’) Η ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΘΑ ΑΠΟΒΛΕΠΕΙ ΣΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΩΝ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ
1531. Ας είναι λοιπόν η χρήση της τροφής ανάλογη με την ανάγκη του σώματος και το κρασί ούτε να το αποφεύγουμε ως σιχαμερό, εάν χρησιμοποιείται για θεραπεία(1), ούτε να το επιζητούμε χωρίς ανάγκη. Και όλα τα αλλά να εξυπηρετούν τις ανάγκες και όχι τις επιθυμίες αυτών που ασκούνται πνευματικά(2).   (Λόγος ασκητικός Β’, 4, ΕΠΕ 8, 136 – ΒΕΠ 53, 391 – MG 31,877).      (1). Α’ Τιμ. 5, 23. Πρβλ. και τους όρους κατά πλάτος ερωτ. ΙΘ’ (19).     (2). Το ανωτέρω κείμενο αναφέρεται κυρίως στους μοναχούς, ενδιαφέρει όμως εξίσου και τους λαϊκούς, αφού και αυτοί οφείλουν να ασκούνται πνευματικά. Θαυμάζει πάντως κανείς τη σύνεση και τη λογική σκέψη του σοφού ιεράρχη.
ιβ’) ΝΑ ΜΗ ΝΗΣΤΕΥΟΥΜΕ ΦΑΡΙΣΑΪΚΑ
1532. Υποκριτής είναι εκείνος, που υποδύεται ξένο πρόσωπο στο θέατρο. Ενώ είναι δούλος, πολλές φορές υποδύεται το πρόσωπο του κυρίου, και ενώ είναι κοινός πολίτης, υποδύεται το πρόσωπο του βασιλιά. Έτσι και στη ζωή αυτή. Οι πιο πολλοί παίζουν θέατρο, σαν να το παίζουν στη σκηνή της δικής τους ζωής, έχοντας άλλα στην καρδιά και επιδεικνύοντας άλλα φανερά στους ανθρώπους. Μην αλλοιώνεις λοιπόν το πρόσωπό σου. Όποιος είσαι, τέτοιος να φαίνεσαι. Μην υποκρίνεσαι το σκυθρωπό, κυνηγώντας τη δόξα με το να φαίνεσαι ότι είσαι εγκρατής. Γιατί από ευεργεσία που διατυμπανίζεται δεν προέρχεται κανένα όφελος και όποιος νηστεύει, για να διαφημιστεί, δεν κερδίζει τίποτε. Γιατί αυτά που γίνονται επιδεικτικά δεν αποδίδουν τον καρπό στη μέλλουσα ζωή, αλλά τον καταστρέφουν με τον έπαινο των ανθρώπων. Τρέξε λοιπόν με χαρά στη δωρεά της νηστείας. (Περί νηστείας Α’ 2, ΕΠΕ 6, 24-26 – ΒΕΠ 54, 12 – MG 31, 165).
Ε’ ) Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ    α’) Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΗ ΣΤΗ ΜΟΝΑΣΤΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ
ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΡΚΘ’ (129)
1533. Όποιος νηστεύει πολύ, αλλά δεν μπορεί να υποφέρει την κοινή τροφή των γευμάτων, τι πρέπει να προτιμήσει, να νηστεύει μαζί με τους αδελφούς μοναχούς και να τρώει μαζί τους, ή, επειδή νηστεύει χωρίς μέτρο, να χρησιμοποιεί άλλη τροφή κατά τα γεύματα;
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ Ο χρόνος της νηστείας δεν ορίζεται από το θέλημα του καθενός, αλλά από την ανάγκη εκείνων που ασπάστηκαν τη θεοσεβή ζωή, καθώς διηγούνται οι Πράξεις των Αποστόλων(1), και καθώς μαθαίνουμε από τον εκλεκτό συγγραφέα Δαβίδ(2). Εάν λοιπόν νηστεύει κανείς σύμφωνα μ’ αυτόν τον κανόνα, αξιώνεται να μπορεί να νηστεύει όπως όλοι οι μοναχοί, «γιατί είναι αξιόπιστος Εκείνος (ο Κύριος), που μας υποσχέθηκε» (ότι θα μπούμε στη βασιλεία των ουρανών με τη βοήθειά Του)(3). (Όροι κατ’ επιτομήν, ΡΚΘ’ (129), ΕΠΕ 9, 160-162 – ΒΕΠ 53, 282-283 – MG 31, 1169).    (1). Πράξ. 13, 2-3. (2). Ψαλμ. 34, 13. (3). Εβρ. 10, 23.
β’ ) Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΑΠΟΦΕΥΓΕΙ ΤΗΝ ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΚΑΙ ΗΝ ΠΛΗΣΜΟΝΗ
1534. Ο ασκητής βέβαια δεν πρέπει καθόλου να επιζητεί ποικιλία φαγητών και, με πρόφαση την εγκράτεια, αλλαγή γευμάτων. Γιατί αυτό ανατρέπει την κοινή καλή τάξη και γίνεται αφορμή σκανδάλων. Αυτός δε που προκαλεί στη μοναστική αδελφότητα μια τέτοια ταραχή, γίνεται κληρονόμος του «ουαί» (του αλίμονο, δηλαδή της οργής του Θεού). Αλλά κι αν το παστωμένο αυτό φαγητό, που ενέκριναν οι άγιοι πατέρες αντί για καρύκευμα (νοστιμιά), είναι πολύ λίγο, για να συμπληρώσει το γεύμα μαζί με το νερό και τα λάχανα, ας μην προφασίζεται ματαιόδοξη δήθεν θεληματική ευλάβεια και επιζητεί, αντί για το κρέας που εγκαταλείπει, τα ακριβότερα και νοστιμότερα φαγητά, αλλά ας βρέχει, χωρίς επίδειξη, το μικρό κομμάτι ψωμιού στο πυκνό ρόφημα και ας το καταναλώνει, ευχαριστώντας θερμά το Θεό. Γιατί το μικρό εκείνο κομμάτι ψωμί, αν τύχει και ριχτεί σε μεγάλη ποσότητα νερού ή οσπρίων βραστών, δεν δείχνει απόλαυση, αλλ’ είναι πραγματικά πολύ αυστηρή και επίπονη ασκητική εγκράτεια. Πρέπει λοιπόν τα πράγματα αυτού του είδους να μην τα προσέχει ο όσιος (ο ευσεβής) ασκητής, γιατί απέχουμε από κάτι τέτοια, όχι επειδή ακολουθούμε τις ιουδαϊκές συνήθειες, αλλά επειδή αποφεύγουμε την υπερβολική απόλαυση.
(Ασκητικαί διατάξεις, κεφ. ΚΕ’, ΕΠΕ 9, 524 – ΒΕΠ 57, 58 – MG 31, 1413, 1416).
γ’) ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΟΣΜΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ
1535. Σκέψου δε και κάτι άλλο που παθαίνουν συνήθως οι άνθρωποι του κόσμου, όταν εξετάζουν τον τρόπο ζωής των ασκητών. Όταν δηλαδή ο ασκητής μετά από μακροχρόνιες στερήσεις θεωρήσει ότι είναι καλό να στηρίξει το σώμα του με τροφή, θέλουν, σαν να είναι ασώματος και άϋλος, ή να μην τρώει καθόλου ή να τρώει ελάχιστα.
Και, αν δουν τον ασκητή να μην περιφρονεί εξολοκλήρου το σώμα, αλλά να ικανοποιεί κατά ένα μέρος την ανάγκη που υπάρχει, κακολογούν και συκοφαντούν, και μερικούς τους ονομάζουν πολυφαγάδες και λαίμαργους, γενικεύοντας έτσι την ύβρι εναντίον του ενός και την κακή συμπεριφορά σε όλους τους ασκητές, χωρίς να σκέπτονται ότι αυτοί μεν τρώνε δύο και μερικοί και τρεις φορές την ήμερα πολύ παχειές και λιπαρές τροφές και κάνουν υπερβολική χρήση κρεάτων και πίνουν χωρίς μέτρο άφθονο κρασί και χάσκουν επάνω από τα τραπέζια, όπως οι σκύλοι που ύστερα από μακρές στερήσεις αφέθηκαν ελεύθεροι. Ενώ οι αληθινοί ασκητές χρησιμοποιούν ξηρά και ελάχιστα θρεπτική τροφή και μία φορά την ημέρα. Και αυτοί (οι μοναχοί) βέβαια, επειδή έμαθαν να ζουν με πειθαρχία και να τρέφονται μέτρια και με σύνεση, δικαιολογημένα κατά την ώρα του φαγητού ικανοποιούν την ανάγκη του σώματος με καθαρή τη συνείδηση. Γι’ αυτό βέβαια δεν πρέπει να κρίνεται η ελευθερία μας από άλλη συνείδηση. Γιατί, εάν εμείς τρεφόμαστε ευχαριστώντας το Θεό, γιατί βριζόμαστε για όσα εμείς ευχαριστούμε το Θεό; εμείς που προτιμούμε τη στέρηση και τη μέτρια τροφή με τόση χαρά, με όση εκείνοι δεν απολαμβάνουν ούτε τα λαμπρά και πολυποίκιλα γεύματα που προετοιμάζονται με όλα τα μυστικά της μαγειρικής τέχνης.     (Ασκητικαί διατάξεις, κεφ. ΣΤ’, 3-4, ΕΠΕ 9, 452-454 – ΒΕΠ 57, 34 – MG 31, 1364-1365).
ΣΤ’) ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ   α’) ΕΙΝΑΙ ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
1536. Η νηστεία είναι καλό φρούριο της ψυχής, συγκάτοικος του σώματος, όπλο των ανδρείων, γυμναστήριο των αθλητών. Αυτή αποκρούει τους πειρασμούς αυτή προετοιμάζει τον άνθρωπο για την ευσέβεια. Είναι σύντροφος της νήψεως (της εγρηγόρσεως) και δημιουργός της αγνότητας. Στους πολέμους κάνει ανδραγαθήματα και τον καιρό της ειρήνης διδάσκει την ησυχία. Αγιάζει το Ναζιραίο(1) (τον αφιερωμένο) και κάνει τέλειο τον ιερέα. Γιατί δεν είναι δυνατόν χωρίς νηστεία να αποτολμήσει ο ιερέας την ιερουργία˙ όχι μόνον τώρα στη μυστική και αληθινή λατρεία, αλλά και στην τυπική που γινόταν σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο.
… Η νηστεία ανεβάζει την προσευχή στον ουρανό, με το να γίνεται σ’ αυτή κατά κάποιον τρόπο φτερό στην πορεία της προς τα επάνω. Η νηστεία είναι η προκοπή των σπιτιών˙ μητέρα της υγείας, παιδαγωγός της νεότητας, στολίδι των γερόντων, καλή σύντροφος στους οδοιπόρους, ασφαλής ομόσκηνος σ’ εκείνους που συγκατοικούν. Ο άνδρας δεν υποψιάζεται δόλια σχέδια εναντίον του γάμου, όταν βλέπει τη γυναίκα να συζεί με τη νηστεία. Η γυναίκα δεν λειώνει από τη ζηλοτυπία(2), όταν βλέπει τον άνδρα να νηστεύει. Ποιος εζημίωσε το σπίτι του με τη νηστεία; Υπολόγισε σήμερα τα πράγματα του σπιτιού, υπολόγισέ τα και μετά˙ δεν θα λείψει με τη νηστεία τίποτε από εκείνα που είναι αναγκαία για το σπίτι. (Περί νηστείας, λόγ. Α’, 6-7, ΕΠΕ6, 34, 38 – ΒΕΠ 54, 15-16 – MG 31, 173-176).     (1). Από το Ναζίρ=καθιερωμένος. Οι Ναζιραίοι αναλάμβαναν την υποχρέωση να απέχουν από οινοπνευματώδη ποτά και να εγκρατεύονται σε όλα. Ναζιραίοι ήσαν ο Σαμψών, ο Σαμουήλ και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ονομάζει Ναζιραίους τους μοναχούς (Λόγος Επιτάφιος εις τον Μέγαν Βασίλειον, κεφ. 28).    (2). Φαίνεται ότι οι συζυγικές απιστίες δεν ήσαν άγνωστες την εποχή του Μ. Βασιλείου.
β’) ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΟ ΘΕΟ
1537. Η νηστεία οδηγεί στο Θεό και η τρυφή (η απόλαυση, η καλοπέραση) προδίδει τη σωτήρια. (Περί νηστείας, λόγ. A’ 5, ΕΠΕ 6, 32 – ΒΕΠ 54, 14 – MG 31, 169-172)
γ’) ΕΙΝΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
1538. Η νηστεία είναι η αρχή της μετάνοιας. (Περί νηστείας, λόγ. Β’, 7, ΕΠΕ 6, 70 – ΒΕΠ 54, 26 – MG 31,196)
δ’ ) ΕΙΝΑΙ ΩΦΕΛΙΜΗ Σ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΗΛΙΚΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑΞΕΙΣ
1539. Η νηστεία προφυλάσσει τα νήπια, σωφρονίζει το νέο, κάνει σεβαστό το γέροντα Γιατί τα γηρατειά, στολισμένα με νηστεία, γίνονται πιο σεβαστά.
Για τις γυναίκες είναι στολίδι ταιριαστό˙ είναι χαλινάρι σ’ εκείνους που βρίσκονται σε ακμή, είναι φρούριο της συζυγικής ζωής, τροφός της παρθενίας.
(Περί νηστείας, Β’, 5, ΕΠΕ 6, 64 – ΒΕΠ 54, 24 – MG 31, 192).
1540. Οι φτωχοί δεχθείτε τη νηστεία που είναι συγκάτοικος και ομοτράπεζη. Οι δούλοι δεχθείτε αυτή που είναι η ανάπαυση από τους συνεχείς κόπους της υπηρεσίας. Οι πλούσιοι αυτή που σας γιατρεύει από τη βλάβη του κορεσμού και που με την μεταβολή κάνει πιο ευχάριστα αυτά που από τη συνήθεια περιφρονούνται. Οι άρρωστοι δεχθείτε τη μητέρα της υγείας. Οι υγιείς το φρούριο της καλής υγείας.    (Περί νηστείας, Β’, 7, ΕΠΕ 6, 68 – ΒΕΠ 54, 25 – MG 31, 193).
ε’) ΕΙΝΑΙ ΙΣΧΥΡΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΟΠΛΟ
1541. Στους κοσμικούς στρατιώτες η ημερήσια τροφή αυξάνεται ανάλογα με τους κόπους˙ στους πνευματικούς όμως οπλίτες εκείνος που έχει τη λιγότερη τροφή, έχει το ανώτερο αξίωμα. (Περί νηστείας, λόγ. Β’ 3, ΕΠΕ 6, 58 – ΒΕΠ 54, 22 – MG 31,188).
στ’) ΕΙΝΑΙ ΟΠΛΟ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ
1542. Η νηστεία είναι όπλο χρήσιμο στον πόλεμο εναντίον των δαιμόνων. Γιατί «το γένος αυτό των δαιμονίων δεν διώχνεται με κανέναν άλλον τρόπο, παρά μόνον με προσευχή και με νηστεία»(1). (1). Μάρκ. 9, 29.
ζ’) Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΕΛΚΥΕΙ ΤΟ ΦΥΛΑΚΑ ΑΓΓΕΛΟ
1543. Η νηστεία λοιπόν, γι’ αυτούς που την προτιμούν, είναι ωφέλιμη σε κάθε εποχή, γιατί το θράσος των δαιμόνων δεν τολμάει να βλάψει εκείνον που νηστεύει˙ επί πλέον οι φύλακες άγγελοι της ζωής μας με περισσότερη αφοσίωση μένουν κοντά σ’ εκείνους που έχουν καθαρθεί. (Περί νηστείας λόγ. Β’,2, ΕΠΕ 6, 56 – ΒΕΠ 54,21 – MG 31, 185).
η’) ΚΑΝΕΙ ΔΥΝΑΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥΣ ΑΘΛΗΤΕΣ
1544. Είναι ανάγκη να γυμνάζεται κανείς έντονα για τον αγώνα με τη νηστεία και την εγκράτεια. Γιατί το μεν λάδι δυναμώνει (παχαίνει) τον αθλητή, η δε νηστεία κάνει ισχυρό αυτόν που ασκείται στην ευσέβεια. (Περί νηστείας, λόγ. Β’, 1, ΕΠΕ 6, 54-56- ΒΕΠ 54, 21 – MG 31,185).
θ’) ΕΙΝΑΙ ΠΗΓΗ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ
1545. Η εγκράτεια δείχνει άνθρωπο που πέθανε (ως προς την αμαρτία) μαζί με το Χριστό και ενέκρωσε τα μέλη του παλαιού ανθρώπου, που ζητούν γήινες απολαύσεις(1). Γνωρίζουμε ότι αυτή (η εγκράτεια) είναι μητέρα της σωφροσύνης και πηγή υγείας, ότι απομακρύνει αρκετά τα εμπόδια για την καρποφορία των αγαθών έργων με τη δύναμη του Χριστού, αφού βεβαίως, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου, οι φροντίδες της παρούσας ζωής και οι ηδόνες του κόσμου και οι άλλες κακές επιθυμίες πνίγουν το λογικό, το οποίον έτσι γίνεται άκαρπο(2). Την εγκράτεια αποφεύγουν και οι δαίμονες, αφού ο ίδιος ο Κύριος μας εδίδαξε ότι «Αυτό το είδος των δαιμονίων δεν διώχνεται παρά μόνον με προσευχή και νηστεία»(3). ( Όροι κατά πλάτος, ερώτ. IΗ’, ΕΠΕ 8, 272-274 – ΒΕΠ 53, 175 – MG 31, 965).    (1). «Νεκρώσατε τα μέλη υμών τα επί της γης» (Κολ. 3, 5).(2).Μάρκ. 4, 19 (3). Ματθ. 17, 21.
ι’) ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΕΙ ΤΗΝ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ
1546. Ρώτησε τους γιατρούς και θα σου απαντήσουν ότι το περισσότερο σφαλερό από όλα τα πράγματα είναι η άκρα ευεξία (η παχυσαρκία). Γι’ αυτό οι πιο έμπειροι αφαιρούν το πάχος με νηστεία, ώστε να μη συντριβεί η δύναμή τους κάτω από το βάρος της παχυσαρκίας. Γιατί, σκόπιμα, αφού με τη στέρηση εξαφανίσουν το υπερβολικό πάχος, παρέχουν στη θρεπτική δύναμη κάποια άνεση και άσκηση, ώστε να αρχίσει μια δεύτερη αύξηση. (Περί νηστείας, λόγ. Β’, 7, ΕΠΕ 6, 68 – ΒΕΠ 54, 25 – MG 31, 193, 196).
ια’) ΣΩΖΕΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
1547. Η νηστεία είναι η χάρη της πόλεως, η σταθερότητα της αγοράς, η ειρήνη των σπιτιών, η σωτηρία των υπαρχόντων. Θέλεις να ιδείς τη σεμνότητά της; Σύγκρινε, παρακαλώ, τη σημερινή βραδυά με την αυριανή και θα ιδείς να μεταβάλει την πόλη και στη θέση της ταραχής και της ζάλης θα επικρατήσει η βαθειά γαλήνη.
(Περί νηστείας λόγ. Α’, 11, ΕΠΕ 6, 52 – ΒΕΠ 54, 20 – MG 31, 184).
1548. Η νηστεία εξασφαλίζει αμέσως την τάξη σ’ ολόκληρη την πόλη και το λαό, συγκρατεί τις κραυγές, απομακρύνει τους διαπληκτισμούς, κατασιγάζει την κακολογία. Ποιου δασκάλου η παρουσία αποκαθιστά τόσο γρήγορα το θόρυβο των παιδιών, όσο η νηστεία καταπαύει την ταραχή της πόλεως, όταν εμφανιστεί;…
Αν όλοι δέχονταν τη νηστεία ως σύμβουλο για όσα πρόκειται να πράξουν, τίποτε δεν θα εμπόδιζε να επικρατήσει απόλυτη ειρήνη σ’ ολόκληρη την οικουμένη.
(Περί νηστείας, λόγ. Β’, 5, ΕΠΕ 6, 64 – ΒΕΠ 54, 24 – MG 31, 192).
ιβ’ ) Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
1549. Οι διαστροφές της φύσεως επιδιώκονται από τους μέθυσους, που επιζητούν την μεν γυναίκα στον άνδρα, τον δε άνδρα στη γυναίκα. Η νηστεία όμως γνωρίζει το μέτρο στις γενετήσιες σχέσεις και, τιμωρώντας την αμετρία (την κατάχρηση) των σχέσεων που επιτρέπει ο νόμος του Θεού, επιβάλλει σύμφωνη ανάπαυλα, για να αφιερωθούν και οι δύο σύζυγοι στην προσευχή(1). (Περί νηστείας, λόγ. Α’, 9, ΕΠΕ 6, 48 – ΒΕΠ 54, 18 – MG 31, 181). (1). «Μη στερείτε ο ένας τον άλλον, παρά μόνον με κοινή συμφωνία και προσωρινά, για να αφιερώνεστε στην προσευχή και τη νηστεία» (Α’ Κορ. 7, 5).
ιγ’) ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΕΙ ΤΟ ΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΦΡΟΝΗΜΑ
1550. Εάν θέλεις να κάμεις το νου σου δυνατό, δάμασε τη σάρκα με νηστεία. Γιατί αυτό σημαίνει εκείνο που λέει ο Απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή «όσο ο εξωτερικός άνθρωπος (το σώμα) φθείρεται, τόσο ο εσωτερικός (η ψυχή) ανακαινίζεται (ανανεώνεται)»(1). Και το «όταν ασθενώ, τότε είμαι δυνατός»(2).    (Περί νηστείας, λόγ. Α’, 9, ΕΠΕ 6, 46 – ΒΕΠ 54, 18 – MG 31, 180). (1). Β’ Κορ. 4, 16 (2). Β’ Κορ. 12, 10.
ιδ’) ΤΗ ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ
1551. Να μη μιμηθείς την παρακοή της Εύας, να μη δεχθείς και πάλι το φίδι ως σύμβολο, που προτείνει τη βρώση, φροντίζοντας για το σώμα. Να μην προφασίζεσαι σωματική αρρώστια και αδυναμία. Γιατί τις δικαιολογίες δεν τις λες σε μένα, αλλά σ’ Εκείνον που γνωρίζει. Δεν μπορείς να νηστέψεις; πες μου. Μπορείς όμως να παραχορταίνεις σε όλη τη ζωή σου και να συντρίβεις το σώμα σου με την αφθονία των φαγητών. Και όμως γνωρίζω ότι οι γιατροί επιβάλλουν στους ασθενείς όχι ποικιλία φαγητών, αλλά ασιτία και δίαιτα. Πώς λοιπόν εσύ, που μπορείς αυτά (να τρως άφθονα φαγητά), προφασίζεσαι ότι δε μπορείς εκείνα (τη νηστεία); Τι είναι ευκολότερο για την κοιλιά, να περάσει τη νύχτα με λιτή δίαιτα ή να βαραίνει το στομάχι με την αφθονία των φαγητών;… Και τα σώματα των ανθρώπων λοιπόν, όταν παραφορτώνονται με τον συνεχή κορεσμό, εύκολα υποκύπτουν στις αρρώστιες. Όταν όμως χρησιμοποιούν στέρεη και ελαφριά τροφή, και το αναμενόμενο από την αρρώστια κακό σαν κακοκαιρία το ξεφεύγουν, και αυτό που τώρα τους ενοχλεί, το αποκρούουν σαν κάποια αιφνίδια ριπή άνεμου. Δηλαδή, κατά τη γνώμη σου, εάν ισχυρίζεσαι ότι για τους ασθενείς είναι καταλληλότερη η απόλαυση από τη λιτή δίαιτα, τότε και η ησυχία είναι πιο επίπονη από το τρέξιμο και η ηρεμία από την πάλη. Γιατί η δύναμη που κυβερνάει το σώμα εύκολα μεν επεξεργάζεται την αυτάρκη και λιτή τροφή και την αφομοιώνει με το σώμα που τρέφεται. Όταν όμως παραλάβει και την πολυτέλεια και την ποικιλία των εδεσμάτων (των φαγητών) και έπειτα δεν μπορεί να αντέξει ως το τέλος, δημιουργεί τα διάφορα είδη των ασθενειών.
ιε’) ΜΕΤΑ ΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΥΜΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΑ ΦΑΓΗΤΑ
1552. Η νηστεία γίνεται αφορμή για ευφροσύνη. Γιατί, όπως η δίψα κάνει το ποτό γλυκό και η πείνα, που προηγήθηκε, ετοιμάζει γλυκό τραπέζι, έτσι και η νηστεία κάνει ευχάριστη την απόλαυση των φαγητών. Γιατί, όπως παρεμβάλλεται στο μέσον και διακόπτει την συνεχή απόλαυση, συντελεί ώστε να σου φαίνεται η μετάληψη των τροφών επιθυμητή, σαν να ήσουνα ξενιτεμένος. Ώστε, εάν θέλεις να ετοιμάσεις επιθυμητό για τον εαυτό σου το τραπέζι, δέξου τη μεταβολή που επιβάλλει η νηστεία.  (Περί νηστείας, λόγ. Α’, 8, ΕΠΕ 6, 40 – ΒΕΠ 54, 16 ).
ιστ’) ΑΝΕΔΕΙΞΕ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΑΝΔΡΕΣ
1553. Το Σαμουήλ δεν τον εχάρισε στη μητέρα του η προσευχή μαζί με τη νηστεία(1); Τι ήταν εκείνο που έκαμε ακαταμάχητο το μεγάλο ήρωα, το Σαμψών; Δεν ήταν η νηστεία με την οποίαν τον συνέλαβε στην κοιλιά της η μητέρα του(2); Η νηστεία τον εγέννησε, η νηστεία τον εθήλασε, η νηστεία τον έκαμε άνδρα˙ η νηστεία αυτή που ο άγγελος όρισε στη μητέρα του: «Δεν θα φας κανένα από τα προϊόντα του αμπελιού ούτε θα πιεις κρασί και ηδύποτο από φοίνικα»(3)…
Η νηστεία αξίωσε τον Ηλία να γίνει θεατής του μεγάλου θεάματος. Γιατί, αφού επί σαράντα ημέρες καθάρισε την ψυχή του με νηστεία, αξιώθηκε να ιδεί στο σπήλαιο του όρους Χωρήβ τον Κύριο(4), όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο να Τον ιδεί. Με νηστεία έδωσε πίσω στη μητέρα το παιδί της, αφού με τη νηστεία αποδείχτηκε ισχυρός στην πάλη με το θάνατο(5). Από στόμα που ενήστευε εβγήκε η φωνή που έκλεισε στον παράνομο λαό τον ουρανό τρία χρόνια και έξι μήνες(6).
(Περί νηστείας, λόγ. Α’, 6, ΕΠΕ 6, 34-36 – ΒΕΠ 54, 14-15 – MG 31, 172).  (1). Α’ Βασιλ. 1, 13-16. (2). Κριταί 13, 4.  (3). Κριταί 13, 14. Λουκ. 1, 15. Σίκερα βλ. Π. Τρεμπέλα, Υπόμν. Στο κατά Λου. Ευαγγέλιο, σ. 43. (4). Γ’ Βασιλ. 19, 8-9.   (5). Αναφέρεται στην ανάσταση του γιου της χήρας των Σαρεπτών (Γ’ Βασίλ. 17, 18-24).
(6). Γ’ Βασιλ. 17, 1. 18, 1, 41, 45. Λουκ. 4, 25. Ιακ. 5, 17. (βλ. και Π. Τρεμπέλα, Υπομν. Στο κατά Λουκ. Ευαγγέλιο, σ. 163).
ιζ’) Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΙ ΠΡΟΦΗΤΕΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΤΕΣ
1554. Η νηστεία γεννάει προφήτες, δυναμώνει τους δυνατούς˙ αναδει κνύει σοφούς νομοθέτες. (Περί νηστείας, λόγ. Α’, 6, ΕΠΕ 6, 34 – ΒΕΠ 54, 14 – MG 31, 172).
ιη’) ΧΕΙΡΑΓΩΓΕΙ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ
1555. Θα μπορούσες να βρεις ότι η νηστεία εχειραγώγησε (οδήγησε) όλους τους αγίους στη σύμφωνη με το θέλημα του Θεού ζωή και συμπεριφορά…
Τέτοια υπήρξαν τα σώματα των τριών εκείνων παιδιών στο καμίνι της Βαβυλώνας˙ όπως ο αμίαντος έτσι και αυτά δεν εκαίγονταν από τη φωτιά λόγω της νηστείας.
Γιατί στη μεγάλη φλόγα του καμινιού, σαν να ήταν η φύση τους από χρυσό, αποδεικνύονταν ανέπαφοι από τη ζημιά της φωτιάς. Ίσως μάλιστα αποδεικνύονταν πιο δυνατοί και από το χρυσό… Γιατί δεν τους κατέκαιγε η φωτιά, αλλά τους φύλαγε ολοζώντανους…Αφού η φωτιά δεν επείραξε ούτε τις τρίχες τους, επειδή είχαν τραφεί με τη νηστεία(1). (Περί νηστείας, λόγ. Α’, 6, ΕΠΕ 6, 36-38 – ΒΕΠ 54, 15 – MG 31, 173).    (1) Δαν. 3, 25 και Προσευχή Αζαρίου 23-33.
ιθ’) ΜΑΣ ΕΞΟΜΟΙΩΝΕΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ
1556. Η νηστεία μας εξομοιώνει με τους αγγέλους, μας κάνει συγκάτοικους με τους δίκαιους (τους αγίους), φρονηματίζει τη ζωή μας.   (Περί νηστείας, λόγ. Β’, 6, ΕΠΕ 6, 66 – ΒΕΠ 54, 25).
κ’) ΜΑΣ ΕΙΣΑΓΕΙ ΣΤΙΣ ΑΥΛΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
1557. Ο Κύριος δέχεται μέσα στις ιερές αυλές Του εκείνον που νηστεύει˙ δεν ανέχεται, ως ακάθαρτο και ανόσιο, τον μέθυσο(1). (Περί νηστείας, λόγ. Β’, 4, ΕΠΕ 6, 62 – ΒΕΠ 54, 23 – MG 31, 189).  (1). Α’. Κορ. 6, 10: «Μέθυσοι… βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι».
κα’) ΜΑΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ
1558. Δεν θα επιθυμήσεις το τραπέζι της βασιλείας των ουρανών, το οποίον εξάπαντος θα προετοιμάσει η εδώ νηστεία;   (Περί νηστείας, λόγ. Α’, 9, ΕΠΕ 6, 46 – ΒΕΠ 54, 18 – MG 31, 180).
κβ’) ΑΝΑΚΟΥΦΙΖΕΙ ΟΣΟΥΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΥΝ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ
1559. Ας χαρίσει η νηστεία ανάπαυση από τους συνεχείς κόπους στους υπηρέτες, που υπηρετούν ολόκληρο το χρόνο. Ανάπαυσε το μάγειρά σου και δώσε άδεια στον τραπεζοκόμο. Σταμάτησε το χέρι του οινοχόου (που κερνάει το κρασί). Ας σταματήσει κάποτε και ο ζαχαροπλάστης, που κατασκευάζει τα διάφορα γλυκίσματα. Ας ησυχάσει κάποτε και το σπίτι από τους άπειρους θορύβους και από τον καπνό και την τσίκνα και από αυτούς που ανεβοκατεβαίνουν και που υπηρετούν την κοιλιά σαν να είναι κάποια απαιτητική κυρία. (Περί νηστείας, λόγ. Α’, 7, ΕΠΕ 6, 40 – ΒΕΠ 54, 16 – MG 31, 176).
Ζ’ ) ΤΑ ΚΑΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΠΑΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ
1560. Αυτός (ο διάβολος) που παρέσυρε και εστέρησε τον Αδάμ από την παραδεισένια ζωή με την κλοπή της τροφής (του απαγορευμένου καρπού) και περίμενε να υποσκελίσει (να υπονομεύσει) και τον Ιησσύ(1), δεν θα ντραπεί πολύ περισσότερο να κεράσει σε σένα το πρώτο αίτιο των κακών, τη γαστριμαργία, αφού γνωρίζει ότι αυτό είναι ισχυρό δηλητήριο. Γιατί το πάθος της γαστριμαργίας δεν δείχνει εκ φύσεως τη δύναμή του στην αφθονία των τροφών, αλλά στην επιθυμία και στη σύντομη γεύση. Αν λοιπόν η επιθυμία μιας σύντομης γεύσης κατορθώσει να σε υποτάξει στο πάθος της γαστριμαργίας, θα σε παραδώσει στον πνευματικό θάνατο(2) χωρίς δυσκολία. Γιατί όπως το νερό από τη φύση του διαιρείται και διοχετεύεται σε πολλά αυλάκια και κάνει τον τόπο που είναι γύρω από τα αυλάκια θαλερό, έτσι και το πάθος της γαστριμαργίας, αν βλαστήσει στην καρδιά σου, θα ποτίζει όλες τις αισθήσεις σου, και, αφού φυτέψει μέσα σου ένα δάσος από κακίες, θα κάμει την ψυχή σου κατοικία των θηρίων (φοβερών παθών).
Είδα πολλούς που κυριεύτηκαν από πάθη, αλλά επανέκτησαν την πνευματική υγεία τους, δεν είδα όμως ποτέ κανένα που τρώει κρυφά από τους αδελφούς μοναχούς(3) ή είναι γαστρίμαργος. Αυτοί ή εγκαταλείπουν τον εγκρατή βίο και διαφθείρονται μέσα στον κόσμο ή προσπαθούν να κρυφτούν ανάμεσα στους εγκρατείς και, εξαιτίας της ηδυπάθειάς τους, συνεργάζονται στενά με το διάβολο. Γιατί αυτοί είναι ψεύτες, πολύορκοι, επίορκοι, εχθροί, εκδικητικοί, φωνασκοί, επίμονοι στην άρνηση ορισμένων φαγητών, δουλοπρεπείς, θηλυπρεπείς, γκρινιάρηδες, φιλοπερίεργοι, χαιρέκακοι και αντιδρούν θεληματικά σε κάθε είδος ενάρετης ζωής. Για να σκεπάσουν το πάθος της γαστριμαργίας, πέφτουν σε πλήθος κακών. Αυτοί φαινομενικά ανήκουν στους σωζόμενους, στην πραγματικότητα όμως είναι ήδη καταδικασμένοι.
Η γαστριμαργία οδήγησε τον Αδάμ στο θάνατο (πνευματικό και σωματικό)(4) και κατέστρεψε τον κόσμο εξαιτίας της ηδονής της κοιλιάς. Ο Νώε έγινε αντικείμενο γέλιων(5), ο Χάμ δέχτηκε την κατάρα του πατέρα του Νώε(6), ο Ησαύ χάνει τα πρωτοτόκια(7) και γίνεται γαμπρός των ειδωλολατρών Χαναναίων(8), ο Λώτ νυμφεύτηκε τις θυγατέρες του(9). Έτσι ο Λώτ γίνεται γαμπρός του εαυτού του και πεθερός, γίνεται δηλαδή ο Πατέρας σύζυγος και ο παππούς πατέρας, περιφρονώντας έτσι και από τις δύο πλευρές τους νόμους της φύσεως. Η γαστριμαργία έκαμε και τον Ισραηλιτικό λαό προσκυνητή του ειδώλου και έγινε αφορμή να πέσουν τα πτώματά τους στην έρημο(10). Αυτή και κάποιον προφήτη, που εστάλη από το Θεό, για να ελέγξει ένα ασεβή βασιλιά, τον έκαμε τροφή άγριου θηρίου, έτσι αυτόν που δεν μπόρεσε ο Ιεροβοάμ με όλη τη βασιλική του δύναμη να τιμωρήσει, τον συνέλαβε το δόλωμα της κοιλιάς και βρήκε άθλιο θάνατο(11).     (Λόγος ασκητικός Α’ 6-7, ΕΠΕ 8, 112-114 – ΒΕΠ 53, 392-393 – MG 31, 640-641).
(1). «Είπε ίνα οι λίθοι ούτοι άρτοι γένωνται» (Ματθ. 4, 3).
(2). Μερικές φορές η σύντομη γεύση μπορεί να φέρει και το σωματικό θάνατο. Άλλοτε αυτός ο θάνατος είναι σύντομος, όπως στην περίπτωση των ναρκομανών και άλλοτε αργός, όπως στην περίπτωση των αλκοολικών, των καπνιστών κ.λ.π.   (3). Ας μη λησμονούμε ότι ο λόγος απευθύνεται στους μοναχούς που ασκήτευαν και όφειλαν να απέχουν από πολλές τροφές. Πολλά όμως από όσα γράφει εδώ ο άγιος Βασίλειος ισχύουν και για μας, που ζούμε μέσα στον κόσμο, γιατί η νηστεία και η εγκράτεια ωφελεί και την ψυχή, αλλά και το σώμα.
(4). «Ου φάγεσθε απ’ αυτού,…….. ίνα μη αποθάνητε», «γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν. 3, 3, 6, 19).   (5). Τον περιγελούσε ο ίδιος ο γιος του Χάμ, που τον είδε μεθυσμένο (Γέν. 9, 20-22).
(6). Γέν. 9, 25. (7). Γέν. 25, 33. (8). Γέν. 36, 2.   (9). Γέν. 19, 32-35. Οι δύο θυγατέρες του Λώτ μέθυσαν τον πατέρα τους και κοιμήθηκαν μαζί του, για να αποκτήσουν απογόνους, όπως και έγινε.   (10). Αριθμ. 14, 29, 32, 37. (11). Γ’ Βασ., κεφ. 13.
1560β. Κακοποιηθήκαμε από την αμαρτία. Ας θεραπευθούμε με τη μετάνοια. Η μετάνοια όμως χωρίς τη νηστεία είναι μάταια (ανενέργητη). «Καταραμένη να είναι η γη. Να σου φυτρώνει αγκάθια και τριβόλια»(1). Προστάχτηκες να εγκρατεύεσαι, όχι να ζεις με απολαύσεις. Απολογήσου στο Θεό με νηστεία. Αλλά και ο τρόπος ζωής στον παράδεισο είναι εικόνα της νηστείας. Όχι μόνον επειδή ο άνθρωπος είχε την ίδια δίαιτα με τους αγγέλους και έτσι πετύχαινε την ομοίωση προς αυτούς με την ολιγάρκεια, αλλά και επειδή όσα υστέρα βρήκαν οι άνθρωποι με το εφευρετικό τους πνεύμα, δεν είχαν επινοηθεί καθόλου από εκείνους που τρέφονταν στον παράδεισο. Δεν υπήρχαν καθόλου οινοποσίες, καθόλου θυσίες ζώων, ούτε όσα θολώνουν το ανθρώπινο μυαλό.  Επειδή δεν ενηστέψαμε, εκπέσαμε από τον παράδεισο. Ας νηστέψουμε λοιπόν, για να επανέλθουμε σ’ αυτόν. (Περί νηστείας Α’, 3-4, ΕΠΕ 6, 28 – ΒΕΠ 54,1 2-13 ).
Η’) Ο ΘΕΟΣ ΦΡΟΝΤΙΖΕΙ ΚΑΙ ΠΑ ΤΗΝ ΥΛΙΚΗ ΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
1561. «Ο Κύριος δεν θα επιτρέψει να πεθάνουν από πείνα οι δίκαιοι»(1). Και το: «Δεν είδα δίκαιο να εγκαταλείπεται από το Θεό ούτε τους απογόνους του να ζητιανεύουν το ψωμί»(2). Γιατί αυτός που γνωρίζει ότι τα παιδιά του Πατριάρχη μας Ιακώβ κατέβηκαν στην Αίγυπτο εξαιτίας του ψωμιού, δεν είναι δυνατόν να μιλάει για τα υλικά ψωμιά, αλλά μιλάει για την πνευματική τροφή, με την οποίαν ο εσωτερικός μας άνθρωπος γίνεται τέλειος.   (Περί νηστείας, λόγ. Β’, 8, ΕΠΕ 6, 72 – ΒΕΠ 54, 26) (1).Παροιμ. 10, 3.(2). Ψαλμ. 36, 25.
Θ’) ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΝΟΥΝ ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΥΟΝΤΩΝ
1562. Κανείς ας μην αποκλείσει τον εαυτό του από τον κατάλογο των νηστευτών. Σ’ αυτόν συμπεριλαμβάνονται όλα τα γένη και όλες οι ηλικίες και όλα τα διάφορα αξιώματα. Άγγελοι είναι αυτοί που κάνουν την απογραφή των νηστευτών σε κάθε Εκκλησία. Πρόσεχε μήπως για μικρή ηδονή φαγητών χάσεις την απογραφή το αγγέλου και καταστήσεις υπόδικο τον εαυτό σου, σ’ Εκείνον που σε στρατολόγησε, για δίκη με κατηγορητήριο τη λιποταξία. (Περί νηστείας, λόγ. Β’, 2, ΕΠΕ 6, 56 – ΒΕΠ 54, 22 – MG 31, 185, 188).

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Πώς καθιερώθηκαν και επικράτησαν οι νηστείες της Εκκλησίας μας

Συγγραφέας: kantonopou στις 1 Αυγούστου, 2019

Αποτέλεσμα εικόνας για νηστεια

Σε πολλά σημεία της Αγίας Γραφής γίνεται λόγος για τη νηστεία και όλοι οι ιεροί Πατέρες της Εκκλησίας μας αναφέρονται σε ομιλίες τους στο θέμα της νηστείας.

Ο Μέγας Βασίλειος μάλιστα, που μας άφησε δύο εξαίρετες ομιλίες περί της νηστείας, ονομάζει τη νηστεία «συνηλικιῶτιν τῆς ἀνθρωπότητος».

Είναι, λέει, η πρώτη εντολή που δόθηκε στους ανθρώπους από τον Θεό.

«Νηστεία ἐν τῷ παραδείσῳ ἐνομοθετήθη». Όταν έδωσε εντολή στους Πρωτοπλάστους να μη φάγουν τους καρπούς ενός συγκεκριμένου δένδρου, έδωσε εντολή «νηστείας και εγκρατείας» (ΕΠΕ 6, 26).

Αυτή λοιπόν η θεόσδοτη εντολή, την οποία τήρησε και ο Θεάνθρωπος και οι άγιοι Απόστολοι, όταν οργανώθηκε με τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος η Εκκλησία, έλαβε τη θέση της στη ζωή της Εκκλησίας. Καθορίστηκαν μάλιστα οι ημέρες της νηστείας με αποφάσεις Συνόδων και ιερών Κανόνων για να λειτουργούν τα πάντα «κατά τάξιν καί εὐσχημόνως» (Α’ Κορ. ιδ’ 40)…

Έτσι πολύ νωρίς καθιερώθηκε η Νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και της Τετάρτης και Παρασκευής. Ο ΞΘ’ (69ος) Αποστολικός Κανών θεσπίζει τα εξής: «Εἴ τις Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος, ἤ Ὑποδιάκονος, ἤ Ἀναγνώστης, ἤ Ψάλτης, τήν ἁγίαν Τεσσαρακοστήν οὐ νηστεύει, ἤ Τετράδα, ἤ Παρασκευήν, καθαιρείσθω. Ἐκτός εἰμή δι’ ἀσθένειαν σωματικήν ἐμποδίζοιτο. Ἐάν δέ λαϊκός ᾖ, ἀφοριζέσθω» («Πηδάλιον»).

Ο άγιος Νικόδημος ερμηνεύοντας και σχολιάζοντας στο «Πηδάλιον» τον Κανόνα αυτό γράφει: «Όλους ομού και ιερωμένους, και λαϊκούς προστάζει ο παρών Κανών να νηστεύωσι παρομοίως και επίσης, τόσον την μεγάλην Τεσσαρακοστήν, όσον και κάθε Τετράδα και Παρασκευήν… Την μεν αγίαν Τεσαρασκοτήν νηστεύομεν… όχι διά το Πάσχα, όχι διά τον Σταυρόν, αλλά διά τας αμαρτίας μας… Όθεν δεν πρέπει να λέγωμεν ότι πενθούμεν διά τον Σταυρόν. Ου γαρ δι’ εκείνον πενθούμεν· μη γένοιτο· αλλά διά τα εδικά μας αμαρτήματα. Νηστεύομεν δε την Τεσσαρακοστήν, κατά την μίμησιν του Κυρίου, οπού ενήστευσεν επί του όρους ημέρας τεσσαράκοντα. Τας δε δύω ημέρας της εβδομάδος νηστεύομεν, την μεν Τετράδα, διατί εις την ημέραν αυτήν έγινε το συμβούλιο διά την προδοσίαν του Κυρίου μας· την δε Παρασκευήν, διατί εις την ημέραν ταύτην έπαθε σαρκί τον υπέρ της σωτηρίας μας θάνατον…». Η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος με τον ΠΘ’ (89ο) Κανόνα της κάνει ειδικό λόγο για τη Νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδος: «Τας του σωτηρίου πάθους ημέρας, εν νηστεία και προσευχή και κατανύξει επιτελούντας, χρη τους πιστούς περί μέσας της περί το μέγα Σάββατον νυκτός ώρας απονηστίζεσθαι…». Ορίζει δηλαδή να λήγει η νηστεία μετά το μεσονύκτιο του Μεγάλου Σαββάτου («Πηδάλιον»).

Για την Τεσσαρακοστή των Χριστουγέννων, το γνωστό Σαρανταήμερο, που είναι κάπως ελαφρότερη νηστεία, διότι επιτρέπεται κατάλυση ιχθύων, ο άγιος Συμεών, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, που είναι ειδικός ως προς τα λειτουργικά θέματα της Εκκλησίας, γράφει: «Η Τεσσαρακονθήμερος (νηστεία) εικονίζει την νηστείαν του Μωυσέως, όστις νηστεύσας τεσσαράκοντα ημέρας και νύκτας έλαβεν εις πλάκας τους λόγους του Θεού, ημείς δε νηστεύοντες τεσσαράκοντα ημέρας βλέπομεν και λαμβάνομεν τον ζώντα λόγον εκ της Παρθένου, όχι γεγραμμένον εν λίθοις, αλλά σεσαρκωμένον γεννηθέντα, και αξιούμεθα να κοινωνώμεν την θειοτέραν αυτού Σάρκα» («Τα Άπαντα» Εν Αθήναις 1868, σ. 369).

Παρόμοια είναι και η Νηστεία των Αγίων Αποστόλων, για την οποία ομιλεί το αρχαίο εκκλησιαστικό κείμενο, που επιγράφεται «Διαταγαί Αποστόλων». «Μετά ουν το εορτάσαι υμάς την Πεντηκοστήν εορτάσατε μίαν εβδομάδα (επιτρέπεται σ’ αυτήν κατάλυση σε  όλα), και μετ’ εκείνην νηστεύσατε μίαν· δίκαιον γαρ και ευφρανθήναι επί τη εκ Θεού δωρεά (για την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος) και νηστεύσαι μετά την άνεσιν (ΒΕΠΕΣ 2, 93). Και οι θείοι Απόστολοι, σχολιάζει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, «ενήστευαν και ούτως επέμποντο εις το κήρυγμα» («Πηδάλιον» Σημ. εις 69ον Αποστολικόν Κανόνα).

Για τη Νηστεία του Δεκαπενταυγούστου, που διαρκεί λίγες ημέρες, ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης γράφει ότι «εις τιμήν αποβλέπει της του Θεού Λόγου Μητρός, η οποία προγνωρίζουσα την αγίαν της μετάστασιν από τον κόσμον, πάντοτε ηγωνίζεται υπέρ υμών, και ενήστευεν, αν και χρείαν δεν είχε Νηστείας, ως καθαρά και πανάμωμος, ζώσα δε αγγελικώς η υψηλοτέρα και των Αγγέλων και προσευχομένη συνεχώς… και πάντοτε δι’ ημάς ικετεύουσα… Διά τούτο και ημείς χρεωστούμεν να νηστεύσωμεν… εκμιμούμενοι τον βίον της» (έ. α.)

Τα πιο πάνω ελάχιστα πληροφοριακά στοιχεία, ως προς τον καθορισμό των Νηστειών της Εκκλησίας μας, ας γίνουν αφορμή να αγαπήσουμε τη νηστεία, όπως μας προτρέπουν οι ύμνοι των ημερών αυτών.

Είναι πολύ αποτελεσματικό όπλο στον αόρατο πόλεμο για την κατάκτηση της αγιότητας.

Περιοδικό «Η Δράσις μας»Φεβρουάριος 2010

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΟΤΑΝ ΜΙΛΟΥΝ ΟΙ ΣΟΦΟΙ…

Συγγραφέας: kantonopou στις 1 Αυγούστου, 2019

Διογένη! Αν μάθαινες να μην είσαι ανυπότακτος κι αν κολάκευες λιγάκι τον άρχοντα, δεν θα ήσουν αναγκασμένος… να τρως συνέχεια φακές».

Ο Διογένης σταμάτησε να τρώει, σήκωσε το βλέμμα και κοιτάζοντας στα μάτια τον πλούσιο συνομιλητή του αποκρίθηκε: «Φουκαρά αδερφέ μου! Αν μάθαινες να τρως λίγες φακές, δεν θα ήσουν αναγκασμένος να υπακούς και να κολακεύεις συνεχώς τον άρχοντα»!

Κατηγορία ΑΞΙΕΣ ΖΩΗΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Προλήψεις που περικυκλώνουν τη χριστιανική ζωή

Συγγραφέας: kantonopou στις 1 Αυγούστου, 2019

xrprol2

Προλήψεις γύρω από την χριστιανική πίστη

Μέσα στον ορθόδοξο λαό μας επιβιώνουν προλήψεις και δεισιδαιμονίες που αναφέρονται σε θέματα της χριστιανικής πίστης και ζωής. Έτσι, ενώ η χριστιανική πίστη ελευθερώνει τον άνθρωπο και του δίνει τη δυνατότητα της «καινής εν Χριστώ ζωής», οι προληπτικοί λησμονούν αυτή τη μεγάλη αλήθεια και υποδουλώνονται σε αφελείς και παράλογες προλήψεις.

Η παρουσία π.χ. κάποιου κληρικού, ειδικά το πρωί, είναι για αρκετούς «κακός οιωνός». Γι’ αυτό και όταν συναντούν έναν κληρικό στο δρόμο, στο σπίτι, στο νοσοκομείο πανικοβάλλονται και αντιδρούν με απρεπείς χειρονομίες και ασεβείς φράσεις.

Είναι, εξάλλου, πολύ χαρακτηριστικό, ότι απαγορεύουν συνήθως στον ιερέα να επισκεφθεί έναν ασθενή στο σπίτι ή στο νοσοκομείο, λόγω της πρόληψης που επικρατεί, ότι η παρουσία του κληρικού θα προκαλέσει τον θάνατό του! Με άλλα λόγια η παρουσία του κληρικού στη ζωή θεωρείται ως σημείο καταστροφής και θανάτου. Ορισμένοι μάλιστα για να αποφύγουν τη δήθεν κακή επίδραση απ’ τη συνάντηση του ιερέως την «κομποδένουν». Δηλαδή, βγάζουν το μαντήλι τους και δένουν στην άκρη κόμπο, λέγοντας: «Δένω τον παπά!». Έτσι πιστεύουν ότι όλα θα πάνε καλά.

Αυτά, όμως, αποτελούν πλάνη και εκδήλωση μεγάλης ασέβειας του ανθρώπου προς τον Θεό και τον λειτουργό Του. Ο κληρικός, όχι μόνον δεν μπορεί με την παρουσία του να φέρει κακό, αλλά αντίθετα προσεύχεται υπέρ υγείας, σωτηρίας και προκοπής των χριστιανών.

Δεν είναι λίγες οι φορές που οι χριστιανοί ζητούν παράλογα πράγματα από τους ιερείς, όπως π.χ. τη ζώνη του ιερέως, την «αγία ζέστη» (για να «ζεστάνουν» δήθεν, την αγάπη του άνδρα προς την γυναίκα του), τα «απονιψίδια» (δηλ. το νερό με το οποίο ο ιερέας κατά τη λειτουργία ξεπλένει τα χέρια του) ή το άγιο μύρο, για να θεραπευτούν οι άρρωστοι και άλλα πολλά.

Το χειρότερο είναι ότι ζητούν όλ’ αυτά γιατί έτσι τους συμβούλεψε κάποιος μάγος. Έτσι γίνεται ένα ανακάτωμα μαγικών και χριστιανικών αντιλήψεων και τα ιερά πράγματα χρησιμοποιούνται για ξένο προς τον προορισμό τους σκοπό. Ο άνθρωπος απομακρύνεται από την ορθόδοξη πίστη και νοθεύει το αληθινό νόημα των αγιαστικών και θεραπευτικών μέσων της εκκλησίας μας.

Tο «μάτιασμα»

Το μάτιασμα (ή βασκανία) είναι ένα φαινόμενο που η Εκκλησία μας παραδέχεται την ύπαρξή του. Πρόκειται για την περίπτωση που κάποιος με φθόνο, με μίσος, για εκδίκηση, θέλει το κακό ενός προσώπου κι έτσι παρακινεί το διάβολο να βλάψει τούτο το πρόσωπο. Το ίδιο αποτέλεσμα συμβαίνει κι όταν κανείς με λόγια στείλει κάποιον στον διάβολο.

Κι εδώ όμως συμβαίνει κάτι παρόμοιο με όσους τυρανούνται από προλήψεις και τρέχουν στους διάφορους μάγους και αγύρτες. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανεχτεί τον πόνο και θέλει γρήγορα να απαλλαγεί απ’ αυτόν. Παράλληλα έχει την εντύπωση ότι για ό,τι κακό του συμβαίνει δεν φταίει αυτός αλλά κάποιοι άλλοι. Δεν θέλει δηλαδή να αναλάβει τις ευθύνες του για τίποτα. Π.χ. δεν πήγε καλά το συνοικέσιο; Του έκαναν μάγια! Δεν πήγε καλά η δουλειά; Τον γλωσσόφαγαν! Έχει πονοκέφαλο; Τον μάτιασαν κ.ο.κ.

Ποιά θέση όμως παίρνει η Εκκλησία μας για το ξεμάτιασμα;

Κατ’ αρχήν τους πιστούς που ζούν τακτική πνευματική και μυστηριακή ζωή και που με πίστη φέρουν τον Τίμιο Σταυρό, δεν τους πιάνει κανένα «μάτι».

Όταν υπάρχει βασκανία, τότε μοναδική ισχυρή δύναμη κατά της δαιμονικής ενέργειας είναι οι ειδικές ευχές του ιερέα, η ειλικρινής Εξομολόγηση και η Θεία Μετάληψη.

Ακόμη βοηθούν μαζί με τη δύναμη της προσευχής και τα αγιαστικά μέσα που η ίδια η Εκκλησία μας χορηγεί. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να καταφεύγουμε στις ξεματιάστρες, οι οποίες με παράξενες και πολλές φορές με βλάσφημες ευχές ή «προσευχές», επιχειρούν να υποκαταστήσουν τον ιερέα.

Κάποια τυχόν βελτίωση από ένα τέτοιο ξεμάτιασμα είναι βέβαιο τέχνασμα του διαβόλου, ο οποίος αποσκοπεί να μας τραβήξει μακριά από τη σωτήρια χάρη της Εκκλησίας μας και να μας δέσει ως δούλους πίσω από μία πλανεμένη ξεματιάστρα.

Κατηγορία ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Τα Θεία Πάθη στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο

Συγγραφέας: kantonopou στις 22 Απριλίου, 2019

ΤΑ ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Α.  Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ  κζ 1 – 65
(Υπόμνημα στο κατά Ματθαίον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 478-501 εκδόσεις «ο Σωτήρ», μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας              Ζ = Ζιγαβηνός Ευθύμιος
Απ = Απολλινάριος                    Θφ = Θεοφύλακτος Βουλγαρίας
Αυ = Αυγουστίνος                     Ιε = Ιερώνυμος
Β = Βασίλειος ο Μέγας               Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός         Χ= Χρυσόστομος Ιωάννης
Γν = Γρηγόριος Νύσσης              Ω = Ωριγένης
Δ = Δαμασκηνός Ιωάννης           DB=Dict. Of the Bible,Hastings
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας

(Σύγχρονοι Θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible, St Matthew Edited by G.H. Box on the      basis of the earlier edition by Prof  W.F. Slater, Edirburgh 1922 (σημειώνεται με το S)
M.J. Lagrange.   Evangile selon s. Matthieu, Deuxieme edition      Paris 1923 (σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer.   An exegetical commentary on the Gospel according to S. Matthew, London 1911 (σημειώνεται με το p.)
W. Allen    A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Matthew Third edition 1922 (σημειώνεται με το a).
A. Commentary critical, expository and practical κ.λ.π by I. Owen, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
L. Cl. Fillion    La sainte Bible commentee VII (σημειώνεται με το F).
J.A. Bengel      Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm  Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά  Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)

ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους

Η δίκη του Ιησού ενώπιον του Πιλάτου

Ματθ. 27,11  Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔστη ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος(1)· καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν(2) ὁ ἡγεμὼν λέγων· σὺ(3) εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(4); ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· σὺ λέγεις(5).
Ματθ. 27,11   Ο δε Ιησούς εστάθη όρθιος εμπρός στον ηγεμόνα και τον ηρώτησε ο ηγεμών λέγων• “συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;” Ο δε Ιησούς του απήντησε• “συ λέγεις ότι είμαι ο βασιλεύς”.
Ο Ματθαίος συμφωνεί εδώ με το Μάρκο, προσθέτοντας και κάποια δικά του, όπως η παρέμβαση της γυναίκας του Πιλάτου, και το πλύσιμο των χεριών του τελευταίου αυτού, και το ότι ο λαός ανέλαβε την ευθύνη της έκχυσης του αίματος του Ιησού (L).
(1)    Ο Πιλάτος είχε ανεβεί από την Καισάρεια για τήρηση της τάξης κατά το Πάσχα.
(2)    «Οι μεν Ιουδαίοι τον παρέδωσαν στον Πιλάτο για να τον σκοτώσει, όχι για να τον εξετάσει· αυτός όμως, πριν την εξέταση, δεν ανεχόταν να τον σκοτώσει· γι’ αυτό ζητά να μάθει ποια είναι η κατηγορία» (Ζ). Σύμφωνα με το Λουκά οι Ιουδαίοι κατηγόρησαν τον Ιησού όχι για βλασφημία, για την οποία είχε καταδικαστεί σε θάνατο από το συνέδριο, αλλά η οποία για τον Πιλάτο δεν θα αποτελούσε έγκλημα που συνεπάγεται θάνατο, αλλά για στάση, ότι αποτρέπει την καταβολή φόρου στον Καίσαρα και ότι διεκδικεί το βασιλικό αξίωμα (Λουκ. κγ 2) (p).
«Και δες κακουργία! Επειδή ήθελαν δηλαδή να ανάψουν το θυμό του Πιλάτου εναντίον του Χριστού και να τον παρασύρουν στο να τον φονεύσει γρήγορα, του προσάπτουν κατηγορία αποστασίας και τυραννίας» (Ζ).
(3)    Ο Πιλάτος είχε πιθανώς ακούσει για τη θριαμβευτική είσοδο και γι αυτό τη σχετικά με την τυραννία κατηγορία τη βρήκε κατ’ αρχήν βάσιμη. Από τη δική του σκοπιά λοιπόν η κατηγορία αυτή ήταν η σοβαρότερη από όλες. Αλλά τώρα που βλέπει τον κατηγορούμενο, η κατηγορία τον εκπλήσσει. Και ρωτά τονίζοντας την αντωνυμία, εσύ είσαι…; Θεωρούσε απιθανότατο, ότι ο άνθρωπος αυτός διεκδικούσε τη βασιλεία.
(4)     Η ερώτηση παρουσιάζεται η ίδια και στους τρεις συνοπτικούς (ευαγγελιστές). Και μία τέτοια ερώτηση κατά πάσα πιθανότητα θα χρησιμοποιούσε σε τέτοια περίπτωση κάθε Ρωμαίος αξιωματούχος. Εάν ο Ιησούς αξίωνε ότι είναι βασιλιάς, θα διεκδικούσε το αξίωμα του βασιλιά των Ιουδαίων.
(5)    Ο Ιησούς ενώπιον του Καϊάφα ομολογεί τον εαυτό του Χριστό, ενώπιον του Πιλάτου βασιλιά (b).
«Ο Ιησούς όμως είπε σε αυτόν· Εσύ το λες, δίνοντας σε αυτόν σοφότατη απόκριση. Διότι ούτε είπε, ότι δεν είμαι, ούτε πάλι, ότι είμαι. Αλλά κάπως ενδιάμεσα είπε· Εσύ το λες. Αυτό δηλαδή μπορεί να εννοηθεί και έτσι, ότι, είμαι όπως λες. Και έτσι, ότι, Εγώ μεν δεν το λέω αυτό, εσύ όμως το λες» (Θφ).
Είναι αμφίβολο εάν υπάρχει κάποια σκιά διαφοράς ανάμεσα στο «συ λέγεις» αυτό και στο «σὺ εἶπας» στο κστ 64.
Η απάντηση είναι κάπως μετριασμένη κατάφαση.=Δεν αρνούμαι αυτό, αλλά εσύ το λες αυτό και όχι εγώ. Και ως καταφατική θεώρησε αυτήν και ο Πιλάτος. Σε αυτήν την περίπτωση όμως γίνεται αναγκαία η συμπλήρωση των πληροφοριών μας από την αφήγηση του Ιωάννη, όπου ο Ιησούς εξηγεί στον Πιλάτο, ότι η βασιλεία του δεν είναι από τον κόσμο αυτόν. Αλλιώς η δίκη θα έληγε εδώ και η καταφατική απάντηση του Κυρίου θα οδηγούσε αμέσως στην από τον Πιλάτο επικύρωση της θανατικής απόφασης. Αλλά από την κατ’ ιδίαν συνομιλία του με τον Ιησού ο Πιλάτος πείστηκε, ότι επρόκειτο για ακίνδυνο και αθώο άνθρωπο. Γι’ αυτό προσπαθεί να τον σώσει. Δεν έχει όμως αρκετό σθένος, ώστε να ενεργήσει όπως ο Κλαύδιος Λυσίας στην περίπτωση του Παύλου (p).

Ματθ. 27,12  καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων οὐδὲν ἀπεκρίνατο(1).
Ματθ. 27,12  Και ενώ κατηγορείτο από τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους, αυτός δεν έδωσε καμίαν απάντησιν.
(1)    Η αντίθεση μεταξύ της συμπεριφοράς του Κυρίου προς τον Πιλάτο κατ’ ιδίαν και της συμπεριφοράς του όταν αντιμετώπιζε δημόσια την εναντίον του κατηγορία της ιουδαϊκής ιεραρχίας, είναι αξιοσημείωτη. Αναγνωρίζει ως δικαίωμα του επιτρόπου να ρωτήσει αυτόν για τις κατηγορίες αυτές, και γι’ αυτό απαντά στα ερωτήματά του ελεύθερα. Δεν αναγνωρίζει όμως ως δικαίωμα των μελών του συνεδρίου να φέρνουν τέτοιες κατηγορίες, οι οποίες ήταν ψευδείς και γνώριζαν καλά οι του συνεδρίου, ότι ήταν ψευδείς (p).
«Διότι αν και είχαν μύριες αποδείξεις από τα πράγματα για τη δύναμη, την πραότητα, και την επιείκειά του, με τη θέλησή τους τυφλώνονταν και κακουργούσαν. Για αυτά ακριβώς δεν απαντά σε τίποτα, αλλά σιωπά…, προς τις κατηγορίες όμως αυτών τίποτα πλέον δεν λέει· διότι δεν επρόκειτο βεβαίως να τους πείσει» (Χ).

Ματθ. 27,13  τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι(1);
Ματθ. 27,13  Τότε λέγει εις αυτόν ο Πιλάτος• “δεν ακούς πόσα καταθέτουν αυτοί εις βάρος σου;”
(1)    «Διότι ήθελε ο Πιλάτος να απαλλαχτεί ο Ιησούς αφού απολογηθεί, γι’ αυτό και έλεγε αυτά» (Χ). Ο Πιλάτος φαίνεται ήδη πεπεισμένος για την αθωότητα του κατηγορουμένου.

Ματθ. 27,14   καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα, ὥστε θαυμάζειν(1) τὸν ἡγεμόνα λίαν.
Ματθ. 27,14    Και δεν απήντησεν εις αυτόν ούτε ένα λόγον, ώστε ο ηγεμών να θαυμάζει παρά πολύ.
(1)    «Διότι πράγματι ήταν αξιοθαύμαστο να βλέπει να δείχνει τόση επιείκεια και να σιωπά, αυτός που μπορούσε άπειρα να πει» (Χ). Θαυμάζει ο Πιλάτος, διότι δεν είναι δυνατόν να παραμένει κάποιος σιωπηλός, όταν η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο, μάλιστα αφού ήδη άρχισε να μιλά (b). Του Σωτήρα μας η πραεία και σεμνοπρεπής στάση, που τόσο διέφερε από τη στάση ενός τολμηρού και φιλόδοξου δημαγωγού που παρασέρνει τον όχλο σε στάση ή κάποιου αποσκληρυμένου εγκληματία, που συνταύτισε την τύχη του με κλέφτες και ληστές, πρέπει να προκάλεσε την προσοχή του επιτρόπου και το θαυμασμό του (ο).

Ματθ. 27,15  Κατὰ δὲ ἑορτὴν(1) εἰώθει(2) ὁ ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ δέσμιον(3), ὃν ἤθελον(4).
Ματθ. 27,15   Κατά την εορτή δε του πάσχα είχε την συνήθειαν ο ηγεμών να απολύη ένα κατάδικον χάριν του λαού, εκείνον τον οποίον ήθελαν.
(1)    «Τη γιορτή του Πάσχα δηλαδή» (Ζ). Κατά το οκταήμερο του Πάσχα (F).
(2)    Σχετικά με τη συνήθεια αυτή τίποτα άλλο δε γνωρίζουμε παρά μόνο αυτά που αναφέρουν τα ευαγγέλια. Είναι πιθανόν να πρόκειται για συνήθεια των Ιουδαίων, την οποία οι Ρωμαίοι σε συμφωνία με την ανοχή των τοπικών εθίμων, τα οποία δεν ήταν επικίνδυνα στην εξουσία τους, εξακολουθούσαν να τηρούν (p).
«Λέει ο Ιωάννης, ότι είπε ο Πιλάτος· Υπάρχει συνήθεια σε σας να ελευθερώσω για σας έναν κατά το Πάσχα» (Ζ).
(3)    Η συνήθεια αυτή ήταν σύμφωνη με την απελευθέρωση από την Αίγυπτο (b). Πιθανώς να είχε σχέση και με παλαιό έθιμο των Βαβυλωνίων-Ασσυρίων, σύμφωνα με το οποίο ο βασιλιάς του ζητούσαν σε κάποιες ημέρες του μήνα Μαρσιεσβάν να απαγγείλει κάποιο ψαλμό μετανοίας και να αφήνει ελεύθερο έναν δέσμιο, για δήλωση ίσως, του ότι οι θεοί δείχνονταν φιλάνθρωποι και συγχωρούσαν τις αμαρτίες τους (S).
(4)    Αδιαφόρως των μεγάλων ή πολλαπλών του εγκλημάτων, εάν ο λαός ήθελε την απόλυσή του, ο δέσμιος ελευθερωνόταν (ο).

Ματθ. 27,16  εἶχον(1) δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον(2) λεγόμενον Βαραββᾶν(3).
Ματθ. 27,16  Είχαν δε τότε ένα κατάδικον διαβόητον δια τα πολλά του εγκλήματα, ο όποιος ελέγετο Βαραββάς.
(1)    Είχαν οι ρωμαϊκές αρχές (ο).
(2)    Το αντίθετο του άσημος, το οποίο λέγεται πρώτα για το χρυσό και το ασήμι που δεν έχουν κοπεί και σφραγιστεί σε νομίσματα, και έπειτα για τον μη γνωστό. Επίσημος λοιπόν είναι ο σεσημασμένος, ο γνωστός για καλό ή κακό (δ). «Επίσημο, δηλαδή διαβόητο για κακία· ο οποίος είχε κάνει άπειρους φόνους» (Χ).
Εάν επρόκειτο για άνθρωπο που αξίωνε, ότι ήταν ο Μεσσίας ή που συγκρούστηκε με τους Ρωμαίους υπέρ της ανεξαρτησίας του ιουδαϊκού λαού, θα ήταν πολύ δημοφιλής και συνεπώς θα ήταν πολύ ανόητο εκ μέρους του Πιλάτου, να προτείνει την απόλυσή του, ενώ αποτελούσε και κίνδυνο για το ρωμαϊκό καθεστώς, αφού θα ήταν εκ προτέρου βέβαιος, ότι αυτόν θα προτιμούσαν οι Ιουδαίοι. Η στάση και αιματοχυσία, για την οποία είχε φυλακιστεί (Λουκ. κγ 19), θα προκλήθηκε από κάποια ληστρική επιδρομή, στην οποία δεν αναφέρεται, ότι αυτός ήταν ο αρχηγός (p).
(3)    Όχι ασυνήθιστο στους Ιουδαίους όνομα (ο). Βάρ-αββά, υιός αββά, «γιος του πατέρα. Διότι βαρ είναι ο γιος και αββάς ο πατέρας» (Θφ). Άλλοι ερμήνευσαν γιος ραββίνου. «Διότι όπως φαίνεται ήταν πατρώνυμο του ληστή το Βαραββάς, το οποίο ερμηνεύεται γιος διδασκάλου» (Σχόλιο Αναστασίου Αντιοχείας), «filius magistri eorum(=γιος του διδασκάλου τους)» (Ιερώνυμος).
Σε αυτή την περίπτωση όμως έπρεπε να είναι Βαρ-ραββάν. Η συνήθης παραγωγή του ονόματος υιός πατρός παρέχει προφανή αντίθεση μεταξύ του Υιού του Πατρός (=του Χριστού), ο οποίος αποδοκιμάστηκε και του υιού κάποιου πατέρα (=Βαραββάς), ο οποίος προτιμήθηκε (p). «Οι Ιουδαίοι λοιπόν, ζήτησαν τον υιό του πατέρα τους του διαβόλου» (Θφ).

Ματθ. 27,17  συνηγμένων οὖν αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος(1)· τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν(2); Βαραββᾶν(3) ἢ Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν;
Ματθ. 27,17   Ενώ δε εκείνοι ήσαν συγκετρωμένοι εμπρός στο πραιτώριον, τους ηρώτησεν ο Πιλάτος• “ποίον θέλετε να απολύσω προς χάριν σας; Τον Βαραββάν η τον Ιησούν, τον λεγόμενον Χριστόν;”
(1)    «Ο Πιλάτος επειδή δεν μπόρεσε να σώσει το Χριστό ως αθώο, επεχείρησε έστω λοιπόν και ως κατάδικο να του δώσει χάρη λόγω της γιορτής» (Ζ). «Διότι αν δε θέλετε, λέει, να τον αφήσετε ως αθώο, έστω και ως κατάδικο χαρίστε του τη ζωή λόγω της γιορτής» (Χ).
(2)    «Βλέπεις πώς αντιστράφηκε η κατάσταση; Διότι η μεν αίτηση υπέρ των καταδίκων, ήταν συνήθεια να γίνεται από το λαό, ενώ η απόλυση από τον άρχοντα· τώρα όμως έγινε το αντίθετο, και ο άρχοντας ζητά από το λαό και ούτε έτσι δεν γίνονται ήμεροι, αλλά εξαγριώνονται περισσότερο» (Χ).
(3)    Τόσο στο στίχο αυτό, όσο και στον προηγούμενο υπάρχει από ελάχιστα χειρόγραφα μαρτυρούμενη γραφή Ιησούν Βαραββάν. Ο Ωριγένης φαίνεται να προσκλίνει να δεχτεί τη γραφή αυτή.
«Σε πολύ παλαιά αντίγραφα που διάβασα και ο ίδιος ο Βαραββάς λεγόταν Ιησούς. Και η ερώτηση του Πιλάτου ήταν ως εξής σε αυτά· ποιόν θέλετε από τους δύο να ελευθερώσω σε σας, τον Ιησού τον Βαραββά ή τον Ιησού τον λεγόμενο Χριστό;» (Σχόλιο Αναστασίου Αντιοχείας).
Και μεταξύ των νεωτέρων ερμηνευτών προτιμούν αυτήν τη γραφή οι L,a,Burkitt,Ewald και Zahn. Όλοι όμως οι ελληνικοί μεγαλογράμματοι κώδικες, καθώς και οι περισσότερες και καλύτερες μεταφράσεις δεν μαρτυρούν υπέρ αυτής της γραφής. Επιπλέον και τα λίγα χειρόγραφα που μαρτυρούν υπέρ αυτής, ενώ έχουν το Ιησούς Βαρραβάς στους στίχους 16,17, δεν έχουν αυτό στους στίχους 20,21,26, όπου θα ανέμενε κάποιος να δει να επαναλαμβάνεται αυτό. Εξάλλου κανένα ίχνος της γραφής αυτής δεν συναντιέται σε κανένα χειρόγραφο των τριών υπόλοιπων ευαγγελίων (p). Είναι λοιπόν πιθανότατη η από απροσεξία μετάθεση από το όνομα του Σωτήρα και η σύγχυση του κύριου ονόματος του Σωτήρα και του πατρωνυμικού του ληστή (δ).

Ματθ. 27,18  ᾔδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον(1) παρέδωκαν(2) αὐτόν.
Ματθ. 27,18   Διότι είχε εννοήσει πολύ καλά, ότι ένεκα φθόνου τον παρέδωσαν.
(1)    Φθονούσαν τον Ιησού, διότι ο λαός ήταν με το μέρος του (b). Κριτής έμπειρος όπως ο Πιλάτος εύκολα αντιλήφθηκε αυτό (F). Άλλωστε οι ρωμαϊκές εξουσίες τηρούνταν ενήμερες με τους εγκαθέτους τους για το τι συνέβαινε στη χώρα, και δεν υπάρχει για αυτό καμία δυσκολία να υποθέσουμε, ότι ο Πιλάτος πληροφορήθηκε για τα σχετικά με τη δίκη του Ιησού (ο).
(2)    Οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και όχι ο λαός, αυτοί είχαν συλλάβει και παραδώσει τον Ιησού, όπως σαφώς γράφει ο Μάρκος (S).

Ματθ. 27,19  Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος(1) ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ(2) αὐτοῦ λέγουσα(3)· μηδέν σοι(4) καὶ τῷ δικαίῳ(5) ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον(6) σήμερον(7) κατ᾿ ὄναρ(8) δι᾿ αὐτόν.
Ματθ. 27,19  Ενώ δε αυτός εκάθητο εις την δικαστικήν έδραν, έστειλε προς αυτόν η γυναίκα του και του είπε• “πρόσεχε να μην αναμιχθής εις την υπόθεσιν του δικαίου εκείνου, διότι πολλά έπαθα σήμερα ένεκα αυτού στο όνειρόν μου”.
(1)    Για τη φράση δες Πράξ. ιβ 21,ιη 12,16,17,κε 6,10,17,Ρωμ. ιδ 10,Β΄ Κορ. ε 10. Η φράση εδώ υπονοεί, ότι ο Πιλάτος ανέμενε έως ότου ο λαός αποφασίσει, ποιος από τους δύο δέσμιους να απολυθεί.
(2)    Το όνομά της σύμφωνα με το θρύλο των αποκρύφων ήταν στα λατινικά Πρόκουλα σύμφωνα με κάποια χειρόγραφα των Πράξεων Πιλάτου ή του ευαγγελίου του Νικοδήμου (Ι,2), το οποίο στα ελληνικά έγινε Πρόκλα (επιστολή Πιλάτου προς Ηρώδη περί της επιστροφής της συζύγου του. Νικηφόρου Καλλίστου Migne 145,720) (L). Στην αρχή απαγορευόταν στους ανθύπατους και ηγεμόνες να παίρνουν μαζί τους τις συζύγους τους στις επαρχίες· ύστερα όμως σιωπηρά επιτράπηκε αυτό (Σουετώνιος στο Αυγούστου βίος 24. Τακίτου Χρονικά 3,33) (δ).
(3)    Το μήνυμα αυτό της συζύγου του Πιλάτου έρχεται εδώ για να δοθεί εξήγηση του γιατί ο Πιλάτος, αφού ο λαός εξέφρασε την προτίμησή του, αποπειράθηκε και πάλι να απολύσει τον δίκαιο αυτόν άνδρα (p).
(4)   Εξυπακούεται το ρήμα «έστω (=ας είναι)» (g). «Καμία διαφωνία να μην υπάρχει ανάμεσα σε εσένα και σε εκείνον· μείνε μακριά του» (Ζ). Μη συμμετάσχεις στην καταδίκη του. Προσπάθησε να τον σώσεις (ο).
(5)    Έτσι αποκαλεί αυτόν και ο Πιλάτος στο σ. 24 αναφερόμενος με τρόπο ασθενικό στα λόγια αυτά της συζύγου του (b). Με την έννοια της λέξης αθώος εδώ (ο).
(6)    «Δεν βλέπει μόνο, αλλά και πάσχει, δηλαδή βασανίζεται, έτσι ώστε, λόγω της συμπάθειας προς τη γυναίκα του, ο άνδρας της να εμποδίσει το φόνο έστω και αν αυτοί δεν πείθονται» (Ζ). «Ω! Τι θαύμα! Ενώ κρινόταν από τον Πιλάτο, εκφόβιζε τη γυναίκα του» (Θφ). Πολλά δεινά έπαθα (δ).
(7)    «Το «σήμερα», λέγεται και για τη νύχτα» (Ζ). «Διότι την ίδια αυτή νύκτα είδε» (Χ). Στην ερώτηση πού ο Πιλάτος πέρασε τη νύχτα για να μην μπορεί η σύζυγός του να τού μιλήσει για το όνειρο το πρωί, εκτός από άλλα μπορεί να δοθεί και η απάντηση, ότι η σύλληψη και παράδοση του Ιησού ήταν απρόοπτη, και όταν έγινε γνωστή αυτή, το έως τότε αόριστο και ανεξήγητο για τη σύζυγο του Πιλάτου όνειρο συνδυασμένο με το απρόοπτο γεγονός έγινε σε αυτήν σημαντικό και λιγότερο ή περισσότερο φανερό (L).
(8)    «Κύτταξε τι συμβαίνει πάλι, ικανό να τους επαναφέρει όλους. Διότι μετά από την εκ των πραγμάτων πείρα και απόδειξη, και το όνειρο δεν ήταν μικρής σημασίας. Και για ποιο λόγο δεν το βλέπει αυτός; Ή, επειδή εκείνη ήταν πιο άξια· ή διότι εάν το έβλεπε αυτός, δεν θα πιστευόταν όπως εκείνη, ή δεν θα το αποκάλυπτε. Γι’ αυτό κανονίζεται να το δει η γυναίκα, ώστε να γίνει γνωστό σε όλους» (Χ).
Σύμφωνα με τη σκέψη του ευαγγελιστή το όνειρο της συζύγου του Πιλάτου ήταν υπερφυσικής προέλευσης (L). Πράγματι πώς η γυναίκα αυτή είδε τόσο φοβερό όνειρο σχετιζόμενο με έναν κατάδικο, τον οποίο δεν γνώριζε ούτε είχε δει ποτέ και για τη σύλληψη και καταδίκη του οποίου δεν ήταν δυνατόν να είχε κάποια είδηση μέχρι την ώρα που ξύπνησε (ο).

Ματθ. 27,20  Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεισαν(1) τοὺς ὄχλους ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν ἀπολέσωσιν(2).
Ματθ. 27,20   Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν εν τω μεταξύ τους όχλους να ζητήσουν τον Βαραββάν, να θανατώσουν δε τον Ιησούν.
(1)    Την ώρα που ο Πιλάτος λάμβανε το μήνυμα της γυναίκας του, οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι ενεργούσαν στους όχλους, τους οποίους ο Πιλάτος για λίγη ώρα άφησε εξαιτίας του μηνύματος (δ). Έπεισαν με ευλογοφανείς λόγους (b). «Διεφθαρμένοι αυτοί, διέφθειραν και τους όχλους» (Ζ).
(2)    Να τον εξολοθρεύσουν δηλαδή να ζητήσουν να θανατωθεί (b).

Ματθ. 27,21  ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἡγεμὼν εἶπεν αὐτοῖς(1)· τίνα θέλετε ἀπὸ τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον(2)· Βαραββᾶν.
Ματθ. 27,21  Έλαβε δε τον λόγον ο ηγεμών και είπεν εις αυτούς• “ποίον θέλετε από τους δύο να σας απολύσω;” Εκείνοι δε εφώναξαν• “τον Βαραββάν”.
(1)    «Ρώτησε την πρώτη φορά, επειδή όμως δεν απάντησαν ακόμη, αφού ασχολήθηκε με το μήνυμα της γυναίκας του, πάλι επανέλαβε την ερώτηση» (Ζ).
(2)    «Όπως διδάχτηκαν» (Ζ).

Ματθ. 27,22  λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τί οὖν ποιήσω(1) Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; λέγουσιν αὐτῷ πάντες(2)· σταυρωθήτω(3).
Ματθ. 27,22   Τους λέγει ο Πιλάτος• “Τι λοιπόν να κάμω τον Ιησούν, τον λεγόμενον Χριστόν;” Λέγουν εις αυτόν όλοι, “να σταυρωθή”.
(1)    «Αφού αστόχησε σε αυτό που ήλπιζε, ρωτά πάλι για αυτό και κάνει αυτούς κύριους της υπόθεσης, καταπραΰνοντας έτσι και γλυκαίνοντάς τους» (Ζ), «έτσι ώστε, έστω και από ντροπή να ζητήσουν την απελευθέρωσή του και το παν να γίνει από το φιλότιμό τους» (Χ). Η προηγούμενη απάντηση του όχλου δεν έπεισε αυτόν, ότι τα συναισθήματα του όχλου έτειναν προς τον όλεθρο του Ιησού. Ο όχλος ήταν δυνατόν παρασυρόμενος να ψηφίσει υπέρ του Βαραββά, αλλά συγχρόνως να μην είναι δυσμενής και προς τον Γαλιλαίο (p).
Υπέθετε ίσως, ότι οι Ιουδαίοι δεν θα ζητούσαν τόσο βαριά τιμωρία για τον Ιησού. Θα όφειλε όμως να μην τους ρωτήσει. Θα ήταν ασφαλέστερο να αφήσει ελεύθερο τον Ιησού χωρίς τίποτα άλλο (b). «Αυτός λοιπόν ήταν άνανδρος και μαλακός (=αδύναμος, άτολμος)» (Χ).
(2)   «Όλοι, όχι οι όχλοι μόνοι, αλλά και οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι» (Ζ).
(3)    «Και δεν λένε, να φονευτεί, αλλά να σταυρωθεί, ώστε και το είδος του θανάτου να τον αποδεικνύει αυτόν (τον Ιησού) κακούργο» (Ζ).

Ματθ. 27,23  ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔφη(1)· τί γάρ(2) κακὸν ἐποίησεν; οἱ δὲ περισσῶς(3) ἔκραζον(4) λέγοντες· σταυρωθήτω.
Ματθ. 27,23  Ο δε ηγεμών είπε• “διατί να σταυρωθή; Ποίον κακόν έκαμε;” Εκείνοι δε ακόμη περισσότερον εκραύγαζαν λέγοντες• “να σταυρωθή”.
(1)  Ο Πιλάτος επηρεαζόμενος από κάποιο ρωμαϊκό αίσθημα δικαιοσύνης, καθώς και από το ενδιαφέρον του για το δέσμιο και από το όνειρο της συζύγου του, επιχειρεί και πάλι να σώσει τον Ιησού.
(2)    Τι λοιπόν; (g). Αλλά γιατί; Τι έπραξε για να τιμωρηθεί έτσι;
(3)    «Αντί να πει: περισσότερο» (Ζ). Ή, με υπερβολή (δ).
(4)    Συνεχώς.

Ματθ. 27,24  ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ(1), ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος(2) γίνεται, λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας(3) ἀπέναντι(4) τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῶός εἰμι ἀπὸ(5) τοῦ αἵματος(6) τοῦ δικαίου(7) τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε(8).
Ματθ. 27,24   Όταν είδε ο Πιλάτος ότι καμίαν ωφέλειαν δεν έφερε η παρέμβασις του υπέρ του Ιησού, αλλά μάλλον προκαλούσε θόρυβον και αναταραχήν, αφού επήρε νερό εξέπλυνε καλά τα χέρια του εμπρός στον όχλον λέγων• “είμαι αθώος από το αίμα του δικαίου τούτου• εις σας θα πέση η ευθύνη και το κρίμα”.
(1)    Υποκείμενο ο Πιλάτος. Δες Ησ. λ 7,Παροιμ. ια 4, κατά τον Αλεξανδρινό κώδικα Ιω. ιβ 19.
(2)    Φοβόταν στάση (b).
(3)   Το πλύσιμο των χεριών είναι ένας φυσικός συμβολισμός για έκφραση αποποίησης κάθε ενοχής και ευθύνης. Βρίσκουμε αυτόν μεταξύ των Ιουδαίων (Δευτ. κα 6,Ψαλμ. κε 6,οβ 13,Ιωσήπου Αρχαιολ. IV,VIII,16) και των εθνικών (Virg. Aen. II 719·  Ovid. Fasti II 45). Δεν ήταν ασυνήθιστο για ένα δικαστή, όταν απήγγειλε την ποινή του θανάτου, να διαμαρτύρεται, ότι δεν είχε ευθύνη ή ενοχή για την αφαίρεση της ζωής του καταδικασμένου (Αποστολικαί Διαταγαί ΙΙ 52). Το απενίψατο είναι πιο έντονο από το απλό ενίψατο (p).
Ο Πιλάτος δεν συμμορφώνεται εδώ με συνήθεια ιουδαϊκή, αλλά κάτω από το κράτος δεισιδαιμονικού φόβου χρησιμοποιεί τον εκφραστικό αυτό συμβολισμό καθησυχάζοντας τη συνείδησή του με την επίρριψη ολόκληρης της ενοχής σε εκείνους (L).
«Καθάρισε με νερό τα χέρια δείχνοντας, ότι είναι καθαρός και αμέτοχος στο φόνο· διότι ήταν ιουδαϊκή συνήθεια, να διαμαρτύρονται έτσι αυτοί που δεν ήθελαν να συμμετέχουν σε κάποιο φόνο. Διότι λέει και ο Δαβίδ· Θα πλύνω με αθώους τα χέρια μου» (Ζ).
(4)    Μπροστά και αντικρυστά στο πλήθος.
(5)    Η σύνταξη «αθώος από» είναι εβραϊσμός. Δες Αριθμ. ε 31,Β΄ Βασ. γ 28 (L).
(6)    «Αίμα λένε την καταδίκη του αίματος» (Ζ)· από την ενοχή για το χύσιμο του αίματος.
(7)    Ο Πιλάτος υιοθετεί τον χαρακτηρισμό αυτόν από το μήνυμα της συζύγου του, στίχ. 19 (b).
(8)    Όπως οι Ιουδαίοι είπαν στον Ιούδα, έτσι και ο Πιλάτος λέει στους Ιουδαίους (b). Δική σας φροντίδα θα είναι το τι θα κάνετε, για να εξιλεωθείτε για το άδικο αυτό.

Ματθ. 27,25  καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς εἶπε· τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν(1).
Ματθ. 27,25   Και απεκρίθη όλος ο λαός και είπε• “το αίμα αυτού ας πέση επάνω εις ημάς και επάνω εις τα τέκνα μας”.
(1)    Εξυπακούεται το ελθέτω (=ας έλθει) (L).
«Τραβούν την κατάρα όχι μόνο εναντίον αυτών των ίδιων, αλλά και εναντίον των παιδιών τους» (Ζ). Για κατάρες παρομοίου είδους δες Πράξ. ιη 6 (S). Ως προς τις επερχόμενες γενιές ισχύει το «αυτοί που επιμένουν στην πώρωση, γίνονται κληρονόμοι του πατρικού φόνου» (Β).
Ο ευαγγελιστής επιθυμεί να αντιθέσει την σκληροκαρδία των Ιουδαίων κριτών με τις τύψεις της συνείδησης ειδωλολάτρη κριτή. Η κύρια ιδέα του στίχου είναι, ότι όλοι όσοι ήταν εκεί παρόντες, αναδέχτηκαν την ευθύνη. Το έγκλημα της θανάτωσης του Μεσσία από άποψη γενικότητας κατέστη εθνικό έγκλημα (p). Πόσο τρομερά πραγματοποιήθηκε αυτό! Κανείς ποτέ λαός δεν υπέφερε τόσους και τέτοιους διωγμούς, και όμως διασώζεται ακόμη με θαυμάσιο τρόπο ως ξεχωριστή φυλή, διαρκές και ζωντανό μνημείο της οργής του Θεού (ο).
«Για αυτόν το λόγο καταστράφηκαν όλοι μαζί ως γένος και τους αρπάχτηκαν οι πόλεις, ώστε σχεδόν να μην μπορεί να διαφύγει κανένας. Διότι το τι και πόσα έπαθαν, τα διηγούνται οι γραφές αυτών που εξιστόρησαν αυτά τα γεγονότα» (Κ)

Ματθ. 27,26 τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν φραγελλώσας(1) παρέδωκεν(2) ἵνα σταυρωθῇ.
Ματθ. 27,26  Τότε τους αφήκεν ελεύθερον τον Βαραββάν, τον δε Ιησούν, αφού διέταξε και τον εμαστίγωσαν με το φραγγέλιον, τον παρέδωσε δια να σταυρωθή.
(1)    «Φραγγέλωσε δηλαδή μαστίγωσε» (Θφ). «Το φραγγέλιο ήταν μαστίγιο πλεγμένο από σχοινιά ή λωρίδες, με το οποίο χτυπούσαν την πλάτη των καταδίκων» (Ζ). Η φραγγέλωση στους Ρωμαίους αποτελούσε συνηθισμένη προκαταρκτική πράξη κάθε εκτέλεσης (S). Όχι σπάνια ο κατάδικος πέθαινε κατά τα χτυπήματα της φραγγέλωσης (F).
Σύμφωνα με τον Ιωάννη στην φραγγέλωση κατέφυγε ο Πιλάτος σαν σε έσχατη απόπειρα να σώσει τον Ιησού «επινοώντας τρόπο να εξασθενήσει την ένταση της μανίας των Ιουδαίων, έτσι ώστε, βλέποντας την ύβρη που έγινε σε αυτόν… να κατευνάσουν την οργή» (Ζ).
Δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ του Ματθαίου και του Ιωάννη. Η τελική τυπική απόφαση του Πιλάτου να θανατωθεί ο Ιησούς εξαγγέλθηκε μετά την φραγγέλωση και την παρουσίαση του Ιησού με τη χλαμύδα μπροστά στον όχλο.
(2)    Στους στρατιώτες ως εκτελεστές των θανατικών αποφάσεων.

Ο Μεσσίας εμπαίζεται από τους στρατιώτες

Ματθ. 27,27  Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ ἡγεμόνος(1) παραλαβόντες τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ πραιτώριον(2) συνήγαγον ἐπ᾿ αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν(3)·
Ματθ. 27,27   Τότε οι στρατιώται του ηγεμόνος, αφού παρέλαβαν τον Ιησούν εις την αυλήν του πραιτωρίου, εμάζεψαν γύρω από αυτόν όλην την φρουράν.
(1)    Δηλαδή τα στρατεύματα, τα οποία είχαν συνοδεύσει τον επίτροπο από την Καισάρεια στην Ιερουσαλήμ και τα οποία βοηθούσαν για τήρηση της τάξης (S).
(2)    Δηλαδή την επίσημη κατοικία του επιτρόπου, η οποία βρισκόταν στο δυτικό λόφο (S). Από την εξωτερική αυλή, όπου ήταν ο Πιλάτος μαζί με τους Ιουδαίους στο εσωτερικό της αυλής (δ). Πριν ήταν ανάκτορο του Ηρώδη, μεγαλοπρεπές οικοδόμημα στα δυτικά του ναού, ώστε να βλέπει κάποιος από ψηλά αυτόν (ο). Τον εισήγαγαν εκεί για να βρουν και τους υπόλοιπους στρατιώτες που είχαν εγκατασταθεί και φύλαγαν εκεί (L).
(3)     Κατ’ ακρίβεια είναι λόχος ή κοόρτις (τάγμα), που αριθμεί 500-600 άνδρες. Αλλά εδώ ο όρος χρησιμοποιείται ελεύθερα για δήλωση μικρότερου αριθμού (S). Το ένα δέκατο της λεγεώνας (g). Οι στρατιώτες όλοι εθνικοί βρήκαν ευκαιρία να διασκεδάσουν εκδηλώνοντας την περιφρόνησή τους προς τους Ιουδαίους στο πρόσωπο εκείνου, ο οποίος ομολόγησε τον εαυτό του βασιλιά τους (F).

Ματθ. 27,28  καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα(1) κοκκίνην,
Ματθ. 27,28   Και αφού τον εγύμνωσαν από τα ενδύματά του, τον ενέδυσαν με κόκκινον μανδύαν.
(1)    Στρατιωτική χλαίνη. Η χλαμύδα ήταν γενικώς στρατιωτικό ένδυμα, που φοριόταν όμως όχι μόνο από τους στρατιώτες, αλλά και τους βασιλιάδες (a). «Επειδή δηλαδή λεγόταν βασιλιάς των Ιουδαίων, επομένως ως βασιλιά τον χλεύαζαν» (Ζ).

Ματθ. 27,29  καὶ πλέξαντες στέφανον(1) ἐκ ἀκανθῶν(2) ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ κάλαμον(3) ἐπὶ τὴν δεξιὰν αὐτοῦ, καὶ γονυπετήσαντες ἔμπροσθεν αὐτοῦ(4) ἐνέπαιζον αὐτῷ λέγοντες· χαῖρε ὁ βασιλεὺς(5) τῶν Ἰουδαίων(6)·
Ματθ. 27,29   Έπλεξαν δε ακάνθινον στέφανον και έβαλαν αυτόν στο κεφάλι του αντί για στέμμα• του έδωκαν καλάμι στο δέξι του χέρι αντί για σκήπτρο και αφού εγονάτισαν εμπρός του τον ενέπαιζαν λέγοντες• “χαίρε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
(1)    Το στεφάνι δινόταν στους νικητές σε μάχη ή σε αγώνισμα (S).
(2)    Δεν υπάρχει καμία ένδειξη στα ευαγγέλια, από την οποία να συμπεράνουμε από ποιο φυτό κατασκευάστηκε το στεφάνι. Παρόλο όμως που δεν χρησιμοποιείται εδώ η λέξη διάδημα (στέμμα), είναι αναμφίβολο, ότι «το αγκάθινο στεφάνι το έβαλαν αντί για διάδημα» (Ζ).
(3)    «Και το καλάμι, τού το έδωσαν στο χέρι αντί για σκήπτρο» (Ζ).
(4)    Οι στρατιώτες ήξεραν καλά την τελετή του χαίρε Καίσαρ και μιμούνταν τώρα αυτήν (p).
(5)    Μεταχειρίζονται αυτόν ως παράφρονα, ο οποίος φανταζόταν τον εαυτό του βασιλιά (b), «και χωρίς να το θέλουν κατασκεύαζαν την αλήθεια» (Ζ).
(6)    Αφού συντελέστηκε η εγκαθίδρυση του βασιλιά ο ειρωνικός και εμπαικτικός χαιρετισμός επακολούθησε συνοδευόμενος και από γονυκλισία (L).

Ματθ. 27,30  καὶ ἐμπτύσαντες εἰς αὐτὸν ἔλαβον τὸν κάλαμον καὶ ἔτυπτον εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ(1).
Ματθ. 27,30   Και αφού τον έπτυσαν, επήραν το καλάμι και εκτυπούσαν την κεφαλήν του.
(1)    Και για να γίνει πιο αισθητή η γελοιοποίηση, το εμπαικτικό σκήπτρο χρησιμοποιήθηκε, για να χτυπιέται με αυτό ο πάσχων (L). Παίρνουν το καλάμι από το χέρι του, ώστε χτυπώντας να μπήξουν με αυτό βαθύτερα το αγκάθινο στεφάνι, πράγμα το οποίο δεν μπορούσαν να πράξουν με γυμνό το χέρι (ο).
«Αυτό που γινόταν ήταν το έσχατο όριο εξευτελισμού. Διότι δεν εξευτελιζόταν ένα μέλος, αλλά ολόκληρο το σώμα και ολοκληρωτικά· το κεφάλι με το στεφάνι, το καλάμι και τους κολαφισμούς, το πρόσωπο το οποίο υφίστατο εμπτύσματα, τα σαγόνια που ραπίζονταν, ολόκληρο το σώμα με τις μαστιγώσεις, με την γύμνωση, με την περιβολή της χλαμύδας και με την προσποιητή προσκύνηση, το χέρι με το καλάμι, το οποίο έδωσαν να κρατά αντί για σκήπτρο, το στόμα πάλι με την προσφορά του ξυδιού. Τι θα μπορούσε να γίνει φοβερότερο από αυτό; Τι πιο υβριστικό;» (Χ).

Ματθ. 27,31  καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν χλαμύδα(1) καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ σταυρῶσαι(2).
Ματθ. 27,31  Και όταν τον ενέπαιξαν όσον ήθελαν, έβγαλαν από αυτόν την χλαμύδα, του εφόρεσαν τα ενδύματά του και τον ωδήγησαν, δια να τον σταυρώσουν.
(1)     «Όταν τον ξέντυσαν από την χλαμύδα, αφαίρεσαν οπωσδήποτε και το στεφάνι» (Ζ). Παρόλ’ αυτά τίποτα δεν λέγεται από τους ευαγγελιστές για το αγκάθινο στεφάνι, το οποίο κατά τους Ωριγένη, Τερτυλλιανό και άλλους αρχαίους συγγραφείς παρέμεινε μέχρι τέλους του μαρτυρίου στο ιερό κεφάλι του Ιησού (F).
(2)    Το μισό της προφητείας στο κεφ. κ 19 εκπληρώθηκε επακριβώς και ήδη επακολουθεί και η εκπλήρωση του δεύτερου μισού (p)

Η σταύρωση του Μεσσία

Ματθ. 27,32  Ἐξερχόμενοι(1) δὲ εὗρον ἄνθρωπον Κυρηναῖον(2) ὀνόματι Σίμωνα· τοῦτον ἠγγάρευσαν(3) ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ.
Ματθ. 27,32   Καθώς δε έβγαιναν από την πόλιν, ευρήκαν ένα άνθρωπον, που κατήγετο από την Κυρήνην και ωνομάζετο Σίμων, αυτόν ηγγάρευσαν να σηκώση μέχρι του Γολγοθά τον σταυρόν του Ιησού.
Η συμπεριφορά των στρατιωτών στο έργο της εκτέλεσης του καταδίκου, το οποίο διατάχτηκαν να φέρουν σε πέρας, παρουσιάζεται με εμφανή αντίθεση με την πράξη εκείνων, οι οποίοι κορόιδεψαν και κακοποίησαν αυτόν. Η κοροϊδία και η κτηνώδης συμπεριφορά σταματά αμέσως, και με σοβαρότητα πλέον οι στρατιώτες προχωρούν σε εκπλήρωση της διαταγής που τους δόθηκε (p)
(1)    Οι Ιουδαίοι τις θανατικές εκτελέσεις τις τελούσαν έξω από την πόλη, Πράξ. ζ 58,Εβρ. ιγ 11-13. Παρόμοια ήταν η συνήθεια των Ελλήνων και των Ρωμαίων (ο).
(2)  Ιουδαίο από την Κυρύνη που ήταν εγκατεστημένος στα Ιεροσόλυμα, όπου είχαν οι Κυρηναίοι και δική του συναγωγή. Δες Πράξ. στ 9 (δ). Δεν υπήρχε τη στιγμή εκείνη ούτε Ιουδαίος ούτε Ρωμαίος διατεθειμένος να κουβαλήσει πρόθυμα το φορτίο του σταυρού. Ήταν πολλοί παρόντες τότε από Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Αλλά από τότε και στις πλέον μακρινές χώρες βρέθηκαν πολλοί, οι οποίοι πρόθυμα θα σήκωναν το σταυρό του (b).
(3)    «Διότι πρώτα μεν έβαλαν σε αυτόν το σταυρό ως κατάδικο και βαστάζοντάς τον βγήκε· έπειτα αφού συνάντησαν τον Σίμωνα, αυτόν αγγάρευσαν να σηκώσει αυτόν» (Ζ). «Αυτός που πρόκειται να καρφωθεί σε αυτόν (το σταυρό), προηγουμένως τον βαστάζει» (Αρτεμίδωρος Ονειρ. ΙΙ,56). Ήταν συνηθισμένο οι καταδικασμένοι σε σταύρωση να κουβαλάνε τους σταυρούς τους στον τόπο της καταδίκης. Και ο Κύριος βάσταξε το σταυρό για κάποιο διάστημα, διότι τον Σίμωνα τον συνάντησαν έξω από την πόλη. Για το αγγαρεύω δες Ματθ. ε 41.

Ματθ. 27,33  Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ(1), ὅ ἐστι(2) λεγόμενος κρανίου(3) τόπος,
Ματθ. 27,33  Και αφού ήλθαν εις τόπον λεγόμενον Γολγοθά, όνομα που σημαίνει “τόπος κρανίου”,
(1)    Σύμφωνα με τον Dalman, ενώ ο αραμαϊκός τύπος είναι Γουλγολθά, οι Έλληνες για διευκόλυνση της προφοράς του ονόματος παρέλειπαν το δεύτερο λ· αλλά οι Σύροι πέτυχαν το ίδιο αποτέλεσμα με τον τύπο Γαγουλθά. Είναι πιθανόν, ότι η αραμαϊκή προφορά στα Ιεροσόλυμα ήταν ήδη Γολγοθά (L).
(2)    «Το οποίο, το Γολγοθά δηλαδή, λέγεται που σημαίνει μεταφράζεται, όπως ο Μάρκος είπε, από την εβραϊκή διάλεκτο στην ελληνική, σημαίνει και λέγεται κρανίου τόπος» (Ζ).
(3)    Εκφράστηκε η γνώμη, σύμφωνα με την οποία ονομάστηκε έτσι από τα κρανία των καταδίκων, τα οποία έμεναν εκεί άταφα. Αυτό είναι απίθανο, διότι οι Ιουδαίοι δεν θα ανεχόντουσαν άταφα οστά, και επιπλέον η ονομασία θα έπρεπε να είναι κρανίων τόπος (p). Υπάρχει και η από τον Ωριγένη ήδη γνωστή ιουδαϊκή παράδοση των πιστών, σύμφωνα με την οποία «λένε κάποιοι ότι εκεί πέθανε και είναι θαμμένος ο Αδάμ, και τα οικονόμησε ο Θεός έτσι, ώστε, όπου ο παλαιός Αδάμ έπεσε από το θάνατο, εκεί να στηθεί και το τρόπαιο του νέου Αδάμ κατά του θανάτου, εννοώ βεβαίως το σταυρό» (Ζ)· «quia ibi erectus sit medicus, ubi jacebat aegrotus» (Αυγουστίνου, «ώστε εκεί να υψωθεί ο γιατρός, όπου ήταν πεσμένος ο ασθενής»). Αυτή όμως η μεταγενέστερη απόκρυφη παράδοση δεν μπορεί να έχει ιστορική βάση (δ).
Ο λόφος ονομαζόταν έτσι από το σχήμα του (b). Η τελευταία αυτή εκδοχή, αν και όχι βέβαιη, είναι η πιθανότερη. Σε αυτήν επίσης κλίνει και ο Κύριλλος Ιεροσολύμων (F).

Ματθ. 27,34  ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος(1) μετὰ χολῆς(2) μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἤθελε(3) πιεῖν.
Ματθ. 27,34  του έδωσαν να πιή ξύδι ανακατεμένον με χολήν, δια να του φέρη κάποιαν προσωρινήν νάρκωσιν. Εκείνος όμως αφού το εδοκίμασε, δεν ήθελε να το πιή.
(1)    Υπάρχει και η γραφή των αλεξανδρινών μεγαλογράμματων κωδίκων οίνον. «Ο Μάρκος λοιπόν είπε, ότι του έδιναν να πιει εσμυρνισμένο κρασί» (Ζ).
(2)    Αντί για το σμύρνα του Μάρκου λέει ο Ματθαίος χολή. Η αντίστοιχη εβραϊκή λέξη χρησιμοποιείται και για άλλα πικρά στη γεύση, όπως το αψίνθιον (Παροιμ. ε 4,Θρήνοι Ιερεμ. γ 15). Για αυτό κάποιοι το χολή το θεωρούν ως ταυτόσημο με το σμύρνα του Μάρκου (g).
Η λέξη χολή γίνεται έτσι γενική λέξη για δήλωση ποτού πικρής γεύσης και η έννοια του καθενός από τα δύο Ευαγγέλια είναι ότι το κρασί ήταν αναμεμιγμένο με φάρμακο, ίσως και διαφορετικό από τη χολή ή τη σμύρνα. Φαίνεται να υπήρξε ιουδαϊκή συνήθεια να δίνουν κάποιο ναρκωτικό ποτό στους από το συνέδριο καταδικασμένους στον δια λιθοβολισμού θάνατο με σκοπό να μετριάσουν την αγωνία από τον οδυνηρό θάνατο και υπάρχει η ιδέα, ότι στα Ιεροσόλυμα υπήρχε ένα είδος σωματείου γυναικών, για να προμηθεύει τέτοια αναισθητικά στους κατάδικους (p).
«Προτού μεν ανέβει στο σταυρό του προσφέρθηκαν αυτά που αναφέρθηκαν, όπως ο Ματθαίος και ο Μάρκος είπαν· μετά όμως που ανέβηκε στο σταυρό μόνο ξύδι, όπως ο Λουκάς και ο Ιωάννης λένε» (Ζ).
(3)    Διότι ο Ιησούς επιθυμούσε να διατηρήσει τις αισθήσεις του πλήρως αδιατάρακτες μέχρι το θάνατό του (b).

Ματθ. 27,35  σταυρώσαντες(1) δὲ αὐτὸν διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια(2) αὐτοῦ βαλόντες κλῆρον(3),
Ματθ. 27,35   Αφού δε τον εσταύρωσαν, εμοίρασαν μεταξύ των με κλήρον τα ενδύματά του οι στρατιώται.
(1)    Η σταύρωση ήταν η σκληρότερη και φρικωδέστερη από τις ρωμαϊκές ποινές, συνηθισμένη σε δούλους, μεγάλους κακούργους και στασιαστές, ουδέποτε όμως σε Ρωμαίους πολίτες. Οι σταυρούμενοι έμεναν καρφωμένοι, ζώντας και φοβερά πονώντας γύρω στις δώδεκα ώρες, πολλές φορές όμως 24 και 36, και καμιά φορά, αυτοί που είχαν πολύ ισχυρή κράση, 48 ή 60 ώρες. Ερχόταν λοιπόν ο θάνατος όχι από αιμορραγία, διότι το από τις πληγές αίμα αφού έπηζε εκεί σταμάταγε να ρέει, αλλά από τη νάρκωση των μυών, των φλεβών και των νεύρων και την εξάντληση των δυνάμεων. Οι φοβεροί πόνοι προέρχονταν από τη φλόγωση των πληγών και από τη συρροή του αίματος στον εγκέφαλο (δ).
Η εκτέλεση γινόταν με το να υψώσουν πρώτα και να στερεώσουν το σταυρό, ο οποίος συνήθως ήταν αρκετά χαμηλός. Έπειτα ανέβαζαν τον κατάδικο καβαλικευτά πάνω σε ένα τεμάχιο πασσάλου στερεωμένου στο μέσο του κάθετου ξύλου του σταυρού. Συνήθως τα πόδια και τα χέρια καρφώνονταν στη συνέχεια με χοντρά καρφιά (F). Υπάρχει παρόλ’ αυτά και η γνώμη ότι συνηθέστερα ο σταυρός υψωνόταν, αφού τα χέρια και τα πόδια του καταδίκου καρφώνονταν σε αυτόν, ενώ βρισκόταν στο έδαφος (ο).
(2)    Οι σταυρούμενοι καρφώνονταν γυμνοί (Αρτεμίδ. ΙΙ, 58) και πιθανώς μόνο κάποιο ύφασμα κάλυπτε τη μέση τους. Τα ρούχα τους τα έπαιρναν αυτοί που εκτελούσαν την καταδίκη (δ).
(3)    «Τα μεν ιμάτια τα μοίρασαν, για τον άρραφο όμως χιτώνα έβαλαν κλήρο» (Ζ). Δες Ψαλμ. κα 19 «για να εκπληρωθεί η προφητεία του Δαβίδ που μιλούσε για αυτά» (Ζ).

Ματθ. 27,36  καὶ καθήμενοι ἐτήρουν(1) αὐτὸν ἐκεῖ.
Ματθ. 27,36  Και καθήμενοι εκεί τον φρουρούσαν.
(1)    «Τον φύλαγαν, για να μην τον κατεβάσει κάποιος» (Ζ). Τον φύλαγαν για να μην απελευθερωθεί από τους οπαδούς του (δ).

Ματθ. 27,37   καὶ ἐπέθηκαν(1) ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν(2) αὐτοῦ γεγραμμένην(3)· οὗτός ἐστιν(4) Ἰησοῦς ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(5).
Ματθ. 27,37   Και τοποθέτησαν στον σταυρόν, επάνω από την κεφαλήν του, γραμμένην την κατηγορίαν του• “αυτός είναι ο Ιησούς ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
(1)    Η επιγραφή αυτή μεταφέρθηκε στον τόπο της καταδίκης έτοιμη. Διότι όπως φαίνεται από την αφήγηση του Ιωάννου, ο ίδιος ο Πιλάτος έγραψε αυτήν.
(2)    «Την κατηγορία, για την οποία σταυρώθηκε» (Ζ). Τον λόγο της καταδίκης (δ).
(3)    «Αυτό γράφτηκε σε τρεις διαλέκτους, επειδή πολλοί συνήθιζαν να επισκέπτονται τότε την πόλη των Ιουδαίων Έλληνες και Ρωμαίοι» (Ζ).
(4)    Ναι· αληθινά είναι βασιλιάς. Η επιγραφή ίσως παρέμεινε πάνω στο σταυρό πιο πολύ χρόνο παρά το σώμα του Ιησού (b). «Ήταν κρεμασμένα ψηλά τα γράμματα σαν αφιέρωμα που κατά τρόπο λαμπρό ανακήρυτταν τη βασιλεία του» (Ζ).
«Το ότι ο Κύριος είναι βασιλιάς του Ισραήλ μαρτυρήθηκε και από τους εχθρούς, που υπέγραψαν στο σταυρό την ομολογία της βασιλείας του, ότι δηλαδή αυτός είναι ο βασιλιάς των Ιουδαίων· διότι δεχόμαστε τη μαρτυρία, αν και θεωρείται ότι μικραίνει το μεγαλείο της εξουσίας, καθορίζοντας την κυριαρχία στη βασιλεία των Ισραηλιτών. Διότι δεν είναι έτσι· αλλά από το μερικό η επιγραφή αυτή στο σταυρό αποδίδει την πάνω σε όλους εξουσία, με το να μην προσθέσει ότι μόνο των Ιουδαίων είναι αυτός βασιλιάς» (Γν).
«Η ανάγνωση λοιπόν από αυτήν την επιγραφή δήλωνε ότι το σωτήριο πάθος έγινε όχι για χάρη της Ιουδαίας μόνης, αλλά και για κάθε ελληνική και βάρβαρη χώρα» (Δ).
(5)    Ελαφρές διαφορές στο λεκτικό της επιγραφής παρατηρούνται κατά τις διάφορες αφηγήσεις του πάθους από τους τέσσερεις ευαγγελιστές. Προέρχονται κυρίως από τις τρεις διαφορετικές γλώσσες, στις οποίες ήταν γραμμένη η επιγραφή αυτή, στη μετάφραση των οποίων φυσικό ήταν να προκύψουν ελαφρές λεκτικές διαφορές. Υπάρχει όμως απόλυτη συμφωνία ως προς την έννοια της επιγραφής έτσι ώστε τέτοιες λεκτικές διαφορές να αποδεικνύουν εμφανώς την μεταξύ τους ανεξαρτησία και την φιλαλήθεια των ιερών συγγραφέων (ο).

Ματθ. 27,38  Τότε(1) σταυροῦνται(2) σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί(3), εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων(4).
Ματθ. 27,38  Τότε σταυρώνονται μαζί με αυτόν δύο λησταί, ένας εκ δεξιών και άλλος εξ αριστερών.
(1)    Όταν σταύρωσαν τον Κύριο της δόξας (δ).
(2)   Αφού οι πρώτοι στρατιώτες, που σταύρωσαν τον Κύριο κάθισαν και «τον φύλαγαν εκεί», όχι αυτοί, αλλά άλλοι σταύρωσαν τους δύο ληστές . Για αυτό ο Ματθαίος καθορίζοντας ακριβέστερα το πράγμα δεν λέει «σταυρώνουν» όπως ο Μάρκος, αλλά σταυρώνονται (L).
(3)    Όχι κλέφτες, αλλά ληστές που αρπάζουν με βίαια μέσα. Ίσως είχαν συνεταιριστεί με τον Βαραββά στα εγκλήματα.
(4)    «Και αυτό οφειλόταν στην επίμονη προσπάθεια των Ιουδαίων, έτσι ώστε, με το να είναι κρεμασμένος ανάμεσα στους κακούργους, να θεωρηθεί και αυτός κακούργος, και ώστε η συμμετοχή στην τιμωρία να τον ανακηρύττει συμμέτοχο και στην κακουργία» (Ζ). Για χλευασμό, τον ενθρόνισαν κατά κάποιο τρόπο σε εξέδρα ως βασιλιά των ληστών. Έτσι με την χαιρεκακία των εχθρών του αυτός ο ίδιος ο τρόπος του θανάτου του διακηρύττει λαμπρά τον σκοπό και το αποτέλεσμα της έλευσής του στον κόσμο. Ήλθε να σώσει αυτούς που μετανοούν.
Αλλά αυτό συνυπονοεί διαχωρισμό μεταξύ μετανοημένων και αμετανόητων. Και διαχωρίζει πάνω στο σταυρό αυτόν που μετανόησε από αυτόν που παρέμεινε αμετανόητος. Κάποιοι κώδικες αναφέρουν και τα ονόματα αυτών Γιοάθαμ και Χαμμαθά ή Ιωάθας και Μαγγατράς, ή σύμφωνα με τα επικρατέστερα από απόκρυφες πηγές ονόματα Δισμάς και Γκεστάς. Του μετανοημένου ληστή η μνήμη τελείται στη μεν Δυτική εκκλησία στις 25 Μαρτίου ενώ στην Ελληνική στις 23 Μαρτίου (p).
Ματθ. 27,39  Οἱ δὲ παραπορευόμενοι(1) ἐβλασφήμουν(2) αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς(3) αὐτῶν
Ματθ. 27,39  Εκείνοι δε που περνούσαν από τον δρόμο κοντά στον σταυρόν, τον εβλασφημούσαν και εκινούσαν τα κεφάλια των
(1)    «Οι Ιουδαίοι που περνούσαν κοντά από το δρόμο εκείνο» (Ζ). Η Παρασκευή λοιπόν εκείνη δεν ήταν ημέρα αργίας, αλλά εργασίας (δ). Πολλοί δεν καταδέχονταν ούτε καν να σταθούν εκεί (b) αλλά περνούσαν. Ποιοι ήταν αυτοί δεν έχουμε κάποια νύξη στα ευαγγέλια που να μας διαφωτίζει.
(2)    Στην παρούσα περίπτωση οι εναντίον του εκτελεσθέντος ύβρεις ήταν βλασφημίες, διότι απευθύνονταν κατά του Μεσσία, κατά του Υιού του Θεού (F).
(3)    Κίνηση που δηλώνει άρνηση του να αναγνωρίσει κάποιος κάτι (b). Ή σημάδι χαιρεκακίας = καλά έκαναν αυτοί που σε έβαλαν πάνω σε αυτόν. Δες Ψαλμ. κα 8,ρθ 25,Ιωβ ιστ 4,Ιερεμ. ιη 16 (δ).

Ματθ. 27,40  καὶ λέγοντες· ὁ καταλύων(1) τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν(2) ἡμέραις οἰκοδομῶν(3)! σῶσον σεαυτόν(4)· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ.
Ματθ. 27,40  λέγοντες• “συ λοιπόν, είσαι που θα εκρήμνιζες τον ναόν και εις τρεις ημέρας θα τον ξανάκτιζες! Σώσε τώρα τον εαυτόν σου. Εάν πράγματι είσαι υιός του Θεού, κατέβα από τον σταυρόν”.
(1)     Παρατατικός της απόπειρας (L). Εσύ που θα γκρέμιζες (a).
(2)     Και ήταν ήδη η πρώτη από τις ημέρες αυτές (b).
(3)        Αυτή ήταν η μόνη κατηγορία την οποία μετά από τριετή δημόσια δράση, είχαν να του απευθύνουν (ο).
(4)    Χρησιμοποιούν κοροϊδευτικά και το όνομα Ιησούς (=Σωτήρας), έπειτα και το όνομα υιός του Θεού και το όνομα του βασιλιά (δες σ. 42,43) (b). Ο Μεσσίας και πολύ περισσότερο ο Υιός του Θεού ήταν βεβαίως δυνατός να ελευθερώσει τον εαυτό του (F).

Ματθ. 27,41  ὁμοίως(1) δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων(2) καὶ Φαρισαίων ἔλεγον(3)·
Ματθ. 27,41  Παρομοίως δε και οι αρχιερείς τον ενέπαιζαν μαζί με τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους και τους Φαρισαίους και έλεγαν ειρωνικώς•
(1)     «Το ομοίως λέχθηκε για τη βλασφημία. Διότι και αυτοί ομοίως τον βλασφημούσαν, έστω και αν το έκαναν με άλλα λόγια» (Ζ).
(2)      Περιλαμβάνει έτσι όλα τα μέλη του συνεδρίου.
(3)   Ήδη οι ηγέτες μιμούνται τον όχλο. Τι σύγχυση! Αλλά ξεπερνούν αυτοί τον όχλο σε πικρία (b). Το να κατεβαίνουν τόσο πολύ, ώστε μαζί με τον χυδαίο όχλο να βλασφημούν αυτόν, δείχνει πόσο άσβεστο ήταν το εναντίον του μίσος τους (ο)

Ματθ. 27,42   ἄλλους ἔσωσεν(1), ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς Ἰσραήλ(2) ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν(3) ἐπ᾿ αὐτῷ(4)·
Ματθ. 27,42  “άλλους έσωσε, τον εαυτόν του όμως δεν ημπορεί να σώση. Εάν είναι πράγματι ο σταλμένος από τον Θεόν βασιλεύς του Ισραήλ, ας κατεβή από τον σταυρόν και θα πιστεύσωμεν εις αυτόν.
(1)    Η φράση βρίσκεται και στους τρεις ευαγγελιστές. Παρόλ’ αυτά ο σαρκασμός αυτός μαζί με το ακόλουθο «τον εαυτό του δεν μπορεί να σώσει», αν και ειπώθηκε για εμπαιγμό, ανταποκρινόταν σε βαθύτερη και αποκεκρυμμένη από τους υβριστές αλήθεια. Οι χλευαστές αυτοί ήταν μεταξύ εκείνων για τους οποίους ο Ιησούς πέθαινε, για να τους σώσει. Και ο Ιησούς δεν μπορούσε να κατέβει από το σταυρό και να σώσει τον εαυτό του, διότι ήταν εκεί καρφωμένος όχι από τα καρφιά, αλλά από τον πόθο του τού να σώσει αυτούς.
«Το άλλους έσωσε, το είπαν, συκοφαντώντας τις θαυματουργίες του ότι τάχα έγιναν με μαγεία» (Ζ).
(2)    «Αυτό το είπαν εξ’ αιτίας της επιγραφής του τίτλου. Επειδή δεν μπόρεσαν δηλαδή να την αλλάξουν, επιχειρούν να την αποδείξουν ψευδή» (Ζ). Εάν είναι βασιλιάς θεοκρατικός, Μεσσίας και Υιός του Θεού (δ). Του Ισραήλ και όχι των Ιουδαίων όπως είχε η επιγραφή και υπονοούσε αυτό την μεσσιακή βασιλεία πάνω στο λαό του Θεού (L).
(3)    «Και θα κατέβαινε, αν επρόκειτο να πιστεύουν» (Ζ). Είχαν τον Μωϋσή και τους προφήτες και όμως δεν πίστεψαν σε αυτόν. Άκουσαν τα λόγια του και είδαν τα θαύματά του, και όμως δεν πίστεψαν σε αυτόν (p). Εμείς οι Χριστιανοί πιστεύουμε σε αυτόν για αυτόν ακριβώς το λόγο, διότι δεν κατέβηκε αμέσως τότε από το σταυρό, αλλά τελείως αντίθετα ολοκλήρωσε με το σταυρό το έργο του (b).
(4)    Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα γράφουν επ’ αυτόν, ενώ πολλά άλλα γράφουν ἐπ᾿ αὐτῷ.

Ματθ. 27,43  (1)πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν(2), ῥυσάσθω(3) νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν(4)· εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός(5).
Ματθ. 27,43   Έχει στηρίξει την πεποίθησίν του στον Θεόν. Ας τον σώση τώρα από τον σταυρόν, αν πράγματι τον θέλη. Διότι ο ίδιος είπε, ότι είμαι υιός Θεού”.
(1)    Ο στίχος είναι χαρακτηριστικός του Ματθαίου. Το πρώτο μέρος του είναι σχεδόν παράθεση, για να δειχτεί η εκπλήρωσης της προφητείας στο Ψαλμ. κα 9 (L). «Αυτό που προείπε ο Δαβίδ που αφορούσε το δικό τους πρόσωπο, τώρα αυτοί οι ίδιοι λένε αυτό, εκπληρώνοντας αυτήν την προφητεία» (Ζ).
(2)    Έχει εμπιστευθεί τον εαυτό του στο Θεό (L), «ως γιος του» (Ζ).
(3)   «Το έλεγαν αυτό, όχι επειδή ο Θεός δεν μπορούσε να τον σώσει, αλλά επειδή αυτός δεν ήταν Υιός του Θεού, όπως αυτοί νόμιζαν» (Ζ).
(4)    Όπως αυτός αξιώνει (δ). Εβραϊσμός = εάν τον αγαπά (F).
(5)    Δες και Σοφία Σολομ. β 13.

Ματθ. 27,44  τὸ δ᾿ αὐτὸ(1) καὶ οἱ λῃσταὶ(2) οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν.
Ματθ. 27,44  Κατά τον ίδιον τρόπον και οι λησταί, που είχαν σταυρωθή μαζί του, τον ύβριζαν.
(1)    «Αντί να πει παρομοίως. Διότι ο διάβολος όχι μόνο τους Ιουδαίους άναψε (=διέγειρε το θυμό τους), αλλά και τους Ρωμαίους στρατιώτες τους έκανε να συμπεριφέρονται σαν μανιακοί, και τους ίδιους του ληστές, παρόλο που ήταν συσταυρωμένοι, τους εξαγρίωσε εναντίον του» (Ζ).
(2)    «Πώς λοιπόν ο Λουκάς λέει, ότι ο ένας μάλωνε; Και τα δύο έγιναν. Διότι στην αρχή και οι δύο χλεύαζαν, ύστερα όμως όχι πια» (Χ). «Ίσως όμως το έκαναν αυτό και για χάρη των Ιουδαίων, ώστε εξ’ αιτίας αυτού να τους κατεβάσουν από το σταυρό· ύστερα όμως μετανόησε ο ένας» (Ζ).
Η μετάνοιά του αυτή και η ομολογία του παρουσιάζονται πράγματι αξιοθαύμαστες. «Διότι αν και τον έβλεπε να σταυρώνεται, τον αποκαλούσε βασιλιά· και προσδοκώντας ότι αυτός που ατιμαζόταν και έπασχε θα έρθει με δόξα που ταιριάζει σε Θεό, άρπαξε την πίστη, αν και δεν είχε ζήσει με ενάρετη διαγωγή» (Κ). Μπορεί όμως κάποιος να πει, ότι οι Ματθαίος και Μάρκος συντομεύοντας την αφήγηση γενικεύουν και στους δύο ληστές τους ονειδισμούς (F).

Ο θάνατος του Μεσσία

Ματθ. 27,45  Ἀπὸ δὲ ἕκτης(1) ὥρας σκότος(2) ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν(3) ἕως ὥρας ἐνάτης(1).
Ματθ. 27,45  Από δε την δωδεκάτην ώραν έως τις τρεις το απόγευμα έγινε σκοτάδι σε όλη τη γη.
(1)    Δηλαδή από τις 12-3 μ.μ. . Έτσι εάν η σταύρωση έγινε το μεσημέρι, το σκοτάδι παρατάθηκε καθ’ όλο το χρόνο, κατά τον οποίο ο Ιησούς ήταν πάνω στο Σταυρό (S). «Και πρόσεξε πότε γίνεται. Το μεσημέρι, για να μάθουν όλοι, όταν παντού ήταν ημέρα» (Χ). «Αφού χόρτασαν το μεθύσι της παραφροσύνης και τους χλευασμούς, μετά έγινε αυτό» (Ζ).
«Όταν είπαν όλα όσα θέλησαν, τότε δείχνει το σκοτάδι» (Χ), «έτσι ώστε, αφού σταμάτησε πλέον ο θυμός, να μπορέσουν να κερδίσουν κάτι από το θαύμα» (Ζ). «Διότι από το να κατέβει από το σταυρό, αυτό ήταν πιο θαυμαστό, το να ενεργεί δηλαδή τέτοια πράγματα ενώ είναι στο σταυρό. Διότι, είτε πίστευαν ότι τα έκανε Εκείνος αυτά, έπρεπε να πιστέψουν και να φοβηθούν· είτε πίστευαν ότι δεν τα έκανε εκείνος, αλλά ο Πατέρας, και πάλι έπρεπε να συγκινηθούν βαθιά· διότι το σκοτάδι εκείνο ήταν ενέργεια οργής για όσα είχαν αποτολμηθεί» (Χ).
(2)    Έκτακτα συμβάντα και όταν ακόμη οφείλονται σε αιτίες φυσικές, σωστά μπορούν να θεωρηθούν ως σημάδια από το Θεό (p). Παρόλ’ αυτά «δεν μπορούσαν να πουν, ότι ήταν μία φυσική έκλειψη ηλίου·… διότι στην δέκατη τέταρτη ημέρα της σελήνης, που είναι πανσέληνος, είναι αδύνατον να συμβεί κατά τρόπο φυσικό έκλειψη ηλίου» (Ζ).
(3)    Το «σε όλη τη γη» στο Λουκά δ 25 σημαίνει σε όλη τη χώρα της Παλαιστίνης (δ). Ίσως και εδώ να έχει την ίδια έννοια (p). Δεν αποκλείεται όμως να σημαίνεται και ολόκληρος ο πλανήτης μας, διότι ο ίδιος ο ήλιος έγινε σκοτεινός (b).

Ματθ. 27,46  περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων(1)· ἠλὶ ἠλί(2), λιμᾶ(3) σαβαχθανί(4); τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου Θεέ μου(5), ἱνατί με ἐγκατέλιπες(6);
Ματθ. 27,46   Περί την τρίτην απογευματινήν ώραν εβόησε με φωνήν μεγάλην ο Ιησούς, λέγων• “Ηλί, Ηλί, λιμά σαβαχθανί;” Δηλαδή, Θεε μου, Θεε μου, διατί με εγκατέλιπες;”
(1)    Η κραυγή δεν ήταν έκφραση απελπισίας, αλλά προκλήθηκε από την αγωνία που είχε κυριεύσει τον πάσχοντα και δείχνει πόσο πραγματικό ήταν το πάθος του Κυρίου (S).
«Βασανισμένος από τις οδύνες που προξενούσαν τα καρφιά, ως άνθρωπος λέει… Γιατί με άφησες έτσι να οδυνώμαι;… Διότι όπως ακριβώς αληθινά έγινε άνθρωπος, έτσι αληθινά σταυρώθηκε και όχι φανταστικά. Διότι δεν θα φώναζε έτσι αν δεν πονούσε τόσο πολύ» (Ζ). Φώναξε προς τον πατέρα την φωνή του δικαίου, που απευθύνεται προς τον Θεό από τον προφητάνακτα Δαβίδ στο Ψαλμ. κα 1 (δ).
(2)  Αραμαϊκός τύπος, εξ ολοκλήρου ορθός, που προσεγγίζει περισσότερο στο εβραϊκό (L).
(3)    Στα αραμαϊκά λεμά, στα εβραϊκά λαμά.
(4)    Ο κώδικας D στο Μάρκο γράφει ζαφθάνι, το οποίο μπορεί να είναι γραφή που προήλθε από προσαρμογή στο εβραϊκό, αφού ο D φαίνεται να εξομοιώνει τον όλο στίχο με την εβραϊκή ανάγνωση, ηλί ηλί λαμά ζαφθάνι (a).
(5)    Σε άλλες περιπτώσεις συνήθιζε να λέει Πατέρα· τώρα λέει Θεέ μου, σαν να ήταν ήδη σε κάποιο βαθμό αποξενωμένος. Προσθέτει το «μου» με εμπιστοσύνη, υπομονή και αυταπάρνηση (b). Η αντωνυμία αυτή προσδίδει στο παράπονό του τον τόνο της εμπιστοσύνης και όχι της μομφής (L).
(6)    Για μία στιγμή, πράγματι τρομερή, η αγωνία εντείνεται σε σημείο, το οποίο υπερβαίνει την κατανόησή μας, και η αγάπη του Πατέρα φάνηκε ότι απομακρύνθηκε από αυτόν (p). Σε αυτήν τη στιγμή η εγκατάλειψη έφθασε στο έπακρο, όπως μετά από λίγο και το πάθημα θα φτάσει στο τέλος του. Στο μέσο της εγκατάλειψης σιωπούσε. Τώρα παραπονιέται όχι για το πάθημά του, αλλά μόνο για την εγκατάλειψη (b).
Το ποτήρι της οργής του Θεού κατά της αμαρτίας εξαντλείται ήδη μέχρι το κατακάθι. Μέσα στη μεγάλη του ταλαιπωρία βγάζει τα συγκινητικά αυτά λόγια όχι με πνεύμα ανυπομονησίας ή μεμψιμοιρίας, αλλά διότι τόσο καταβεβλημένος σωματικά αισθανόταν τον εαυτό του εγκαταλελειμμένο και από τον επουράνιο Πατέρα του (ο)

Ματθ. 27,47  τινὲς(1) δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστώτων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι Ἠλίαν(2) φωνεῖ οὗτος.
Ματθ. 27,47  Μερικοί δε από εκείνους που εστέκοντο εκεί, όταν ήκουσαν τα λόγια του Ιησού έλεγαν, ότι αυτός επικαλείται τον Ηλία.
(1)    «Ήταν και αυτοί στρατιώτες Ρωμαίοι», ή και κάποιοι άλλοι «που αγνοούσαν την εβραϊκή γλώσσα» (Ζ). Μπορούσαν να είναι και ελληνιστές Ιουδαίοι, που μιλούσαν μόνο ελληνικά (δ). Και πιθανότερα τέτοιοι πρέπει να ήταν, εφόσον οι εθνικοί Ρωμαίοι αγνοούσαν τον Ηλία. Δεν αποκλείεται και σκόπιμα να διέστρεψαν τα λόγια του για εμπαιγμό, μολονότι είχαν αντιληφθεί την αληθινή έννοιά τους (ο).
(2)    Δεν υποδηλώνεται στα ευαγγέλια, εάν η φράση αυτή «τον Ηλία φωνάζει αυτός» ειπώθηκε κοροϊδευτικά ή όχι. Ο Ηλίας θεωρούνταν ως ελευθερωτής σε ώρα ταραχής και οι παριστάμενοι αυτοί ίσως να υπέθεσαν σοβαρά, ότι ο Ιησούς επικαλέστηκε τη βοήθειά του.

Ματθ. 27,48  καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν καὶ λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους(1) καὶ περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν(2) αὐτόν.
Ματθ. 27,48   Και αμέσως ένας από αυτούς έτρεξε, επήρε σφουγγάρι το εγέμισε με ξύδι, το προσήρμοσε εις ένα καλάμι και τον επότιζε.
(1)    Μάλλον πράξη συμπάθειας που έγινε πιθανώς από κάποιον από τους στρατιώτες. Διότι το σφουγγάρι βουτήχτηκε στο σκεύος που περιείχε το όξινο κρασί, που είχαν φέρει για αναψυχή των στρατιωτών (S). Οπωσδήποτε δεν θα μπορούσαν να ακουμπήσουν το ποτό αυτό των στρατιωτών, που ονόμαζαν posca χωρίς την άδειά τους (L). Οι στρατιώτες συνήθιζαν να πίνουν ξύδι (b).
(2)    Παρατατικός της απόπειρας = ζητούσε να τον ποτίσει (δ).

Ματθ. 27,49  οἱ δὲ λοιποὶ(1) ἔλεγον· ἄφες ἴδωμεν(2) εἰ ἔρχεται Ἠλίας σώσων(3) αὐτόν(4).
Ματθ. 27,49   Οι άλλοι όμως έλεγαν• “άφησε να ιδούμε, εάν θα έλθη ο Ηλίας, δια να τον σώση”.
(1)    Αντίθετα με την πράξη αυτή της συμπάθειας, στην οποία ένας προέβη, οι άλλοι προσθέτουν νέα λοιδορία και νέο χλευασμό.
(2)    = Ο σταυρωμένος δεν επικαλέστηκε τον Ηλία; Ας δούμε λοιπόν, αν θα έλθει (L). Με το «άφησε» δηλώνουν, ότι η βοήθεια αυτού που πρόσφερε το ξύδι δεν ήταν αναγκαία, αφού επικαλέστηκε εκείνος τον Ηλία (b).
(3)    Περίπτωση σπανιότατη χρήσης μετοχής χρόνου μέλλοντα με έννοια τελική (=σκοπού). Είναι λεπτότερη έκφραση από το  καθελεῖν, το οποίο χρησιμοποιεί ο Μάρκος (L).
(4)    Κάποια από τα μεγαλογράμματα χειρόγραφα και κάποια λίγα από τα άλλα, προσθέτουν εδώ: ένας άλλος αφού πήρε λόγχη τρύπησε την πλευρά του και βγήκε νερό και αίμα. Η γραφή δεν φαίνεται να είναι αυθεντική, αλλά προήλθε από το Ιωάννου ιθ 34.

Ματθ. 27,50  ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ(1) ἀφῆκε(2) τὸ πνεῦμα(3).
Ματθ. 27,50   Ο δε Ιησούς αφού πάλιν έκραξε με φωνήν μεγάλην, αφήκε ο ίδιος το πνεύμα του να φύγη από το σώμα.
(1)    «Τι έλεγε η φωνή, το δήλωσε ο Λουκάς, ότι, Πατέρα, στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου» (Ζ). Ο Ιησούς εξέπνευσε με φωνή μεγάλη, όχι όπως συνέβαινε συνήθως στους σταυρωμένους από αργή εξάντληση των φυσικών δυνάμεων (S).
(2)    Ο Ματθαίος αντί για το εξέπνευσεν, το οποίο χρησιμοποιεί ο Μάρκος, προτιμά τη φράση άφησε το πνεύμα, ίσως για να τονίσει το εκούσιο (=όταν αυτός το ήθελε) του θανάτου του Χριστού (a). «Όταν δηλαδή είπε, ότι Πατέρα, στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου, τότε λοιπόν παραχώρησε στο θάνατο να τον πλησιάσει» (Ζ). «Διότι όχι αναγκαστικά, αλλά με τη θέλησή του άφησε το πνεύμα» (Θφ).
(3)    Η ευαγγελική ιστορία αναφέρει το θάνατο του Ιησού Χριστού με λίγες λέξεις. Τα κηρύγματα και οι επιστολές των Αποστόλων εκθέτουν με πολλά λόγια τους καρπούς του θανάτου αυτού. Έτσι το ευαγγέλιο προμηθεύει το μαλλί και ο Απόστολος κατασκευάζει το ρούχο (b).

Ματθ. 27,51  Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα(1) τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο(2) ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω(3), καὶ ἡ γῆ(4) ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν(5),
Ματθ. 27,51   Και ιδού το παραπέτασμα του ναού, εσχίσθη εις δύο από επάνω έως κάτω και η γη συνεκλονίσθη από τον σεισμόν και οι πέτρες εσχίσθησαν
(1)    Είναι λέξη της ελληνικής αλεξανδρινής γλώσσας, αντί για το παραπέτασμα, το οποίο οι υπόλοιποι Έλληνες από τον Ηρόδοτο χρησιμοποιούν. Με τη λέξη αυτή στον ιερό κώδικα και στα συγγράμματα του Φίλωνα και του Ιωσήπου ονομάζονται τα δύο εκείνα μεγαλοπρεπή παραπετάσματα (=κουρτίνες) στο ναό των Ιεροσολύμων, από τα οποία το ένα χώριζε την είσοδο του ναού από τον περίβολο (Εξοδ. κστ 37,λη 18,Αριθ. γ 26,Ιωσηπ. Ιουδ. Πολ. V 5,4, το οποίο από τους Ο΄(=70 μεταφραστές) και τον Φίλωνα ονομάζεται και κ ά λ υ μ μ α· Εξοδ. κζ 16,Αριθμ. γ 25, Φίλων περί του βίου Μωϋσέως ΙΙΙ παραγραφος 5 και 9), το άλλο διαχώριζε τα άγια των αγίων από τα άγια και αυτό κατεξοχήν ονομάζεται καταπέτασμα και από τους Ο΄ και από τον Φίλωνα. Μόνο το τελευταίο αυτό καταπέτασμα αναφέρεται στην Κ.Δ. (g).
Πουθενά αλλού στην Κ.Δ. δεν αναφέρεται, διότι το καταπέτασμα στο χωρίο Εβραίους θ 3 αναφέρεται στη Σκηνή και όχι στο ναό (p). Ήταν αυτό πλουσιότατο και πολύ πυκνό (F). Ήταν επίσης και τόσο χαλαρά δεμένο από πάνω ώστε σε συνδυασμό με την πυκνότητα του υφάσματος και των κλωστών που το συγκρατούσαν γινόταν αδύνατον φυσικώς να σχιστεί, οσοδήποτε βίαιος και αν ήταν ο σεισμός που έγινε (ο).
(2)    Αναφέρεται ίσως σαν σύμβολο της μεταβολής και αλλαγής, την οποία επέφερε ο θάνατος του Μεσσία.
«Με το καταπέτασμα που σχίστηκε, δήλωσε ο Θεός, ότι έφυγε λοιπόν η θεία χάρη από το ναό και ότι τα ενδότερα, δηλαδή τα άγια των αγίων θα γίνουν σε όλους βατά (=προσβάσιμα) και ορατά, το οποίο και έγινε ύστερα, όταν μπήκαν οι Ρωμαίοι. Η πιο χαριτωμένη όμως ερμηνεία είναι ότι, επειδή τα εντός του καταπετάσματος ήταν τύπος του ουρανού, ενώ τα εκτός τύπος της γης, αφού σχίστηκε τώρα το καταπέτασμα, δήλωσε ότι σχίστηκε ήδη το μεσότοιχο του ουρανού και της γης… και έγινε βατός ο ουρανός στους ανθρώπους… Συνολικά πάντως αυτά που έγιναν, ήταν δείγμα θεομηνίας, που έλεγχαν την αναισθησία τω Ιουδαίων και προανήγγειλαν την καταστροφή τους» (Ζ).
(3)    Ο Ιερώνυμος λέει, ότι σύμφωνα με το καθ’ Εβραίους ευαγγέλιο το υπέρθυρο του ναού σχίστηκε. Είναι πιθανόν, το σχίσιμο του καταπετάσματος να συνοδεύτηκε και από φθορές του όλου κτιρίου του ναού. Ο Ιώσηπος (Ιουδ. Πολ. VI, 5,3) αναφέρει ένα αριθμό οιωνών που προηγήθηκαν από την καταστροφή του ναού και μεταξύ αυτών και ότι κατά το Πάσχα οι βαριές πύλες του ναού, οι οποίες έκλειναν μόλις και μετά βίας από είκοσι άνδρες, άνοιξαν αυτόματα τη νύχτα. Η Γεμάρα αναφέρει ένα όμοιο συμβάν κατά το Πάσχα, γύρω στα σαράντα χρόνια πριν την πτώση της Ιερουσαλήμ. Αυτά σύμφωνα με τον Zahn και Neander φανερώνουν ανάμνηση ενός έκτακτου συμβάντος στο ναό κατά το χρόνο της σταύρωσης (p).
(4)    Δηλαδή η Παλαιστίνη ολόκληρη και πιθανώς και άλλα μέρη (δ).
(5)   Η φύση κατά κάποιο τρόπο φοβήθηκε από την εγκληματικότητα των ανθρώπων και εκδήλωσε με τον τρόπο της τη συμπάθειά της για το θάνατο του Χριστού (F). Οσοδήποτε και αν αναζητηθούν λόγοι φυσικοί για εξήγηση του σεισμού και του σχισίματος των πετρών, το γεγονός, ότι όλα αυτά τα από μόνα τους ασυνήθιστα συνέπεσαν κατά την ίδια στιγμή μαζί με το σχίσιμο του καταπετάσματος και το άνοιγμα των μνημείων και μαζί με το ταυτόχρονο ξεψύχισμα του Λυτρωτή, αποτελεί εκπληκτικό θαύμα (ο)

Ματθ. 27,52  καὶ τὰ μνημεῖα(1) ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων(2) ἠγέρθη,
Ματθ. 27,52   και τα μνημεία εις την περιοχήν της Ιερουσαλήμ ανοίχθησαν μόνα των και πολλά σώματα των πεθαμένων αγίων ανεστήθησαν•
(1)    Τα μνημεία στους βράχους (δ).
(2)   Των αγίων, οι οποίοι είχαν πεθάνει, είτε πολύ χρόνο πριν τη γέννηση του Χριστού, είτε όχι πολύ μετά τη γέννησή του. Οι παλαιοί φαίνεται να θεωρούσαν τον Ιώβ ως έναν από αυτούς, διότι στο τέλος του βιβλίου του οι Ο΄ και ο Θεοδοτίων προσθέτουν: «και έχει γραφτεί ότι πάλι θα αναστηθεί αυτός μαζί με αυτούς που ο Κύριος θα αναστήσει» (b). Το να αναγνωριστούν παρόλ’ αυτά αυτοί από πρόσωπα που ζούσαν ακόμη στα Ιεροσόλυμα συνηγορεί μάλλον, ότι πρόκειται για κεκοιμημένους όχι πριν πολύ χρόνο (ο).
Η λέξη άγιοι πουθενά αλλού στα ευαγγέλια δεν συναντιέται· στις Πράξεις όμως και στις επιστολές χρησιμοποιείται πάντοτε για τους Χριστιανούς. Φαίνεται λοιπόν, ότι σημαίνει εκείνους, οι οποίοι όπως ο Συμεών και η Άννα, ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ δέχτηκαν τον Ιησού ως Μεσσία (p).
Αυτούς ίσως υπονοεί και ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος όταν γράφει στην προς Μαγνησίους (κεφ. θ) επιστολή του: «Τον οποίο (Χριστό) και οι προφήτες, όντας μαθητές του με το Πνεύμα, τον περίμεναν ως δάσκαλο, και για αυτό, αυτός τον οποίο δίκαια περίμεναν, όταν ήρθε τους ανέστησε από τους νεκρούς». Αναστήθηκαν όμως «και για βεβαίωση της μελλοντικής αναστάσεως» (Ζ).

Ματθ. 27,53  (1)καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν(2) αὐτοῦ(3) εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς(4).
Ματθ. 27,53    και αφού εξήλθαν από τα μνημεία μετά την ανάστασιν του Χριστού, εισήλθαν εις την αγίαν πόλιν, την Ιερουσαλήμ και παρουσιάσθησαν εις πολλούς.
(1)    Πιθανώς η περί ανάστασης των αγίων αφήγηση να ήταν στην αρχική παράδοση συνδεδεμένη με την ανάσταση του Χριστού και εδώ ανέφερε αυτήν ο ευαγγελιστής με ευκαιρία την εξιστόρηση του σεισμού και του ανοίγματος εξ’ αιτίας αυτού των μνημείων (S). Ταυτόχρονα με το θάνατο του Κυρίου το καταπέτασμα σχίστηκε, η γη σείστηκε και οι πέτρες σχίστηκαν. Και ο ιερός ευαγγελιστής συνύφανε μαζί και τα άλλα καταπληκτικά περιστατικά τα οποία σημειώθηκαν εκείνες τις ημέρες.
Ο πρώτος που αναστήθηκε από τους νεκρούς, για να μην πεθάνει πλέον ήταν ο Χριστός. Είχε όμως και συντρόφους. Μετά την ανάστασή του, σημειώθηκε και η ανάσταση των αγίων. Και αναφέρεται ότι η έξοδός τους και η είσοδός τους στην αγία πόλη έγινε μετά την ανάστασή του, διότι τα πρόσωπα εκείνα, στα οποία εμφανίστηκαν οι αναστημένοι, είδαν πότε έγινε η είσοδός τους στην αγία πόλη, όχι όμως και πότε αναστήθηκαν (b).
Άνοιξαν μεν τα μνημεία κατά την ώρα της εκπνεύσεως του Λυτρωτή, αλλά καμία ζωοποίηση νεκρών δεν έγινε τότε. Η ανάσταση των κεκοιμημένων αυτών έγινε μετά την ανάσταση του Κυρίου για να καταδειχτεί, ότι η δύναμη του τάφου καταργήθηκε από το Χριστό (ο).
(2)    Πουθενά αλλού στην Κ.Δ. ή τους Ο΄ η λέξη έγερσις δεν συναντιέται με την έννοια της ανάστασης (p).
(3)   Φαίνεται παράδοξο, ότι αναγγέλλεται η ανάσταση των προσώπων αυτών κατά τη στιγμή του θανάτου του Κυρίου και η εμφάνισή τους αναβάλλεται μετά την ανάσταση του Κυρίου. Για αυτό υπάρχουν και κάποιοι λίγοι κώδικες με τη γραφή «έγερσιν αυτών», ενώ η συριακή μετάφραση της Παλαιστίνης παραλείπει ολοτελώς τη φράση. Ασφαλώς όμως αυτά αποτελούν διορθώσεις που προστέθηκαν μετέπειτα (L).
(4)    «Έτσι ώστε από την ανάσταση αυτών, να βεβαιωθούν και για την ανάσταση εκείνου, συλλογιζόμενοι, ότι αυτός που ανέστησε αυτούς, πολύ περισσότερο ανέστησε τον εαυτό του» (Ζ).
Ως προς το ζήτημα, τι απέγιναν αυτοί οι αναστημένοι, ο μεν Ζ. φρονεί, ότι «αφού εμφανίστηκαν, πάλι κοιμήθηκαν». Υπέρ της εφήμερης ζωοποίησής τους κηρύττεται και ο L. Ο δ. όμως φρονεί, ότι ανέβηκαν στον παράδεισο με το πρόσκαιρο εκείνο σώμα που αναμένει την κοινή ανάσταση. Η ευαγγελική αφήγηση αφήνει το πράγμα αόριστο. Πιθανότερο παρόλ’ αυτά φαίνεται, ότι αναστήθηκαν αυτοί οριστικά.

Ματθ. 27,54  Ὁ δὲ ἑκατόνταρχος(1) καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ τηροῦντες τὸν Ἰησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες(2)· ἀληθῶς(3) Θεοῦ υἱὸς(4) ἦν οὗτος(5).
Ματθ. 27,54   Ο δε εκατόνταρχος και οι στρατιώται, που ήσαν μαζί του δια να φρουρούν τον Ιησούν, εφοβήθησαν παρά πολύ και έλεγαν• “αληθώς! αυτός ήτο υιός Θεού”!
(1)    «Αυτόν ο Μάρκος τον ονόμασε κεντυρίωνα. Διότι κεντυρίων στους Ρωμαίους είναι ο εκατόνταρχος» (Ζ) «ή ταγματάρχης εκατοντάδας. Διότι κέντο στους Ρωμαίους είναι το εκατό» (Φαβωρίνος).
(2)    Η ακόλουθη αναφώνηση από τον Ματθαίο αναφέρεται ότι έγινε από όλους. Είναι όμως δυνατόν να έγινε από τον εκατόνταρχο που εξέφραζε τη συγκίνηση όλων (L).
(3)   Αυτό αναφέρεται αντιθετικά στους σ. 40,  43 (b). Ο εκατόνταρχος, ο οποίος ίσως θα γνώριζε καλά, ότι ο Ιησούς αξίωνε ότι ήταν γιος του Θεού, εκφράζει την πεποίθησή του, ότι τα περιστατικά του θανάτου του αποδεικνύουν το βάσιμο και πραγματικό αυτής της αξίωσής του (α).
(4)    Σύμφωνα με την εθνική τους ιδέα ως Θεού Υιό, δηλαδή ημίθεο ή ήρωα τον θεώρησαν (δ). Και «ο μεν εθνικός εκατόνταρχος, από τα θαύματα πιστεύει μαζί με αυτούς που ήταν μαζί του· οι Ιουδαίοι όμως που άκουσαν ολοκάθαρα τους προφήτες και το νόμο, μένουν άπιστοι» (Θφ).
(5)    «Μερικοί μάλιστα λένε ότι υπάρχει και μαρτύριο αυτού του Κεντυρίωνα, αφού ανδρώθηκε στην πίστη ύστερα από αυτά» (Χ). «Ήταν αληθής ο Κύριος όταν έλεγε «Όταν υψωθώ από τη γη, θα τους ελκύσω όλους προς τον εαυτό μου». Γιατί να, ενώ υψωνόταν στον τίμιο σταυρό, άρχισε να σαγηνεύει πολλούς στην επίγνωση της αλήθειας. Προσέλκυσε λοιπόν τον εκατόνταρχο, προσέλκυσε και κάποιους από τους Ιουδαίους, οι οποίοι «χτυπούσαν και τα στήθη τους» συγκινημένοι οπωσδήποτε βαθειά, και με τα μάτια της διάνοιάς τους έβλεπαν επάνω προς τον Κύριο» (Κ).

Ματθ. 27,55  Ἦσαν δὲ ἐκεῖ καὶ γυναῖκες πολλαὶ(1) ἀπὸ μακρόθεν(2) θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας(3) διακονοῦσαι(4) αὐτῷ·
Ματθ. 27,55  Ήσαν δε εκεί και πολλαί γυναίκες, αι οποίαι από μακρυά παρακολουθούσαν τα γεγονότα. Αυταί ηκολούθησαν τον Ιησούν από την Γαλιλαίαν και τον υπηρετούσαν.
(1)    Οι τρεις που αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο και ειδικό ίσως πλησίασαν περισσότερο προς το σταυρό. Κατά την αφήγηση του Ιωάννου η μητέρα του Κυρίου, κάποιες άλλες γυναίκες και ο αγαπημένος μαθητής στέκονταν δίπλα στο σταυρό (S). «Και δες την σειρά που αντιστράφηκε· διότι οι μαθητές έφυγαν· οι μαθήτριες όμως παρέμειναν» (Ζ).
(2)    Πιθανώς απαγορεύτηκε σε αυτές από τους στρατιώτες να σταθούν κοντά στο σταυρό ή επειδή εμποδίζονταν από το να προβούν σε κάποια ενέργεια και εκδήλωση συμπάθειας προς αυτόν, αποχώρησαν μαζί σε κάποιο μακρινό σημείο, από όπου θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν το μαρτύριο του Διδασκάλου, απολαμβάνοντας εκεί και πλήρη ελευθερία, ώστε να εκδηλώσουν τη θλίψη τους (ο).
(3)    Και οι τρεις συνοπτικοί αναφέρουν, ότι οι γυναίκες ήταν από τη Γαλιλαία και δεν πρέπει συνεπώς να ταυτίζονται με τις «θυγατέρες Ιερουσαλήμ» του χωρίου Λουκά κγ 28 (p).
(4)    «Χορηγούσαν τα αναγκαία» (Ζ). Παρείχαν τα αναγκαία προς το ζην (g).

Ματθ. 27,56  ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνή(1), καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆ μήτηρ(2), καὶ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου(3).
Ματθ. 27,56   Μεταξύ αυτών ήσαν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή, και η μητέρα των υιών Ζεβεδαίου.
(1)    Εισάγεται εδώ σαν πάρα πολύ γνωστό πρόσωπο, παρόλο που δεν αναφέρθηκε από το Ματθαίο μέχρι τώρα. Από τον Λουκά (η 2) και το Μάρκο (ιστ 9) μαθαίνουμε, ότι θεράπευσε αυτήν ο Ιησούς κυριευμένη από δαιμόνια. Μαγδαληνή σημαίνει πιθανώς αυτή που κατάγεται από τα Μάγδαλα. Δες Ναζαρηνός. Δεν πρέπει να ταυτίζεται με την πόρνη, για την οποία αφηγείται ο Λουκάς στο ζ 37. Η ταύτιση αυτή και σύμφωνα με τον Swete αποτελεί βαριά πλάνη της δυτικής χριστιανικής παράδοσης, που είναι βαθειά παρόλ’ αυτά ριζωμένη (p).
(2)    Η συριακή μετάφραση του Σινά και μαζί με αυτήν ο Wellhausen αποδίδουν τη φράση Μαρία η θυγάτηρ του Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ (a). Μάλλον πρόκειται για τη μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή. Είναι η ίδια με τη Μαρία του Κλωπά (Ιω. ιθ 25). Δεν ήταν όμως αδελφή της Παρθένου και ο Κλωπάς δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον Αλφαίο ούτε με τον Κλεόπα του Λουκά κδ 18 (p). Όταν ο Ματθαίος έγραψε, οι γιοι ήταν γνωστότεροι παρά η μητέρα τους. Εξαιτίας αυτού καθόρισε αυτήν από τους γιους της (b).
(3)    Είναι αναμφίβολα η ίδια με τη Σαλώμη που αναφέρει ο Μάρκος.

Ο Ιησούς στον τάφο

Ματθ. 27,57  Ὀψίας(1) δὲ γενομένης ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος(2) ἀπὸ Ἀριμαθαίας(3), τοὔνομα Ἰωσήφ, ὃς καὶ αὐτὸς ἐμαθήτευσε(4) τῷ Ἰησοῦ·
Ματθ. 27,57    Αργά δε το απόγευμα ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος από την Αριμαθαίαν, ονόματι Ιωσήφ, ο οποίος και αυτός είχε μαθητεύσει κοντά στον Ιησούν.
(1)    Πριν ακόμη έλθει το Σάββατο. Γύρω στις 6 μ.μ. θα άρχιζε η νέα αυτή ημέρα (S). Οψία (=δειλινή) εξυπακούεται ώρα. Επίθετο όψιος, οψία, ιον. Ο μεταμεσημβρινός χρόνος ο από τις 3-6 μ.μ. (g).
(2)    Σύμφωνα με το Μάρκο και Λουκά βουλευτής, δηλαδή μέλος του συνεδρίου. Ο Ματθαίος ονομάζει αυτόν πλούσιο (L). Είχε υπ’ όψη το Ησ. νγ 9 «και θα δώσω… τους πλούσιους αντί για το θάνατό του;». Έτσι φρονούν οι a και p. Αλλά το χωρίο αυτό είναι τόσο ασαφές και σκοτεινό, ώστε γίνεται αμφίβολο να υπέβαλε στον Ματθαίο εδώ τη λέξη πλούσιος (L). Μάλλον το πλούσιος μπήκε για να δηλώσει, ότι ασκούσε μεγάλη επιρροή (F).
(3)    Η ταύτιση της Αριμαθαίας με την Αρμαθαίμ ή Ραμαθά ή Ραμαθαΐμ (Α΄ Βασ. α 1,19,Α΄Μακ. ια 34,Ιωσήπου Αρχ. 13,4,9) είναι πιθανή, αλλά όχι βέβαιη. Διότι το όνομα αυτό το είχαν πολλά χωριά της Παλαιστίνης (g). Πατρίδα του Σαμουήλ η Ραμαθέμ ή Ραμά βρισκόταν στο όρος Εφραίμ (δ). Ο Ιωσήφ καταγόταν από την Αριμαθαία, αλλά ήδη ήταν εγκατεστημένος και είχε ιδιοκτησία στην Ιερουσαλήμ (S).
(4)    Αμετάβατο, με τη σημασία: έγινε μαθητής του Ιησού (δ). Μπήκε αυτό για να εξηγηθεί ο ζήλος του Ιωσήφ που εκδηλώθηκε στην προκειμένη περίπτωση (F).

Ματθ. 27,58  οὗτος προσελθὼν(1) τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα(2) τοῦ Ἰησοῦ. τότε ὁ Πιλᾶτος ἐκέλευσεν(3) ἀποδοθῆναι(4) τὸ σῶμα.
Ματθ. 27,58   Αυτός προσήλθε στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού. Τότε ο Πιλάτος διέταξε να του δοθή.
(1)    «Αυτός που προηγουμένως κρυβόταν, τώρα έδειξε μεγάλη τόλμη μετά το θάνατο του Χριστού. Διότι ούτε ασήμαντος ήταν, ούτε από εκείνους που μένουν απαρατήρητοι, αλλά ένας από τα μέλη του συνεδρίου και πολύ επιφανής. Από αυτό μάλιστα μπορεί να δει κανείς και την ανδρεία του. Διότι καταδίκασε σε θάνατο τον εαυτό του, όταν διακήρυξε την απέχθειά του προς όλους με τη συμπάθειά του προς τον Ιησού, και τόλμησε να ζητήσει το σώμα του, και δεν απομακρύνθηκε παρά μόνο αφού πέτυχε αυτό που ήθελε» (Χ).
(2)    Και ο Ματθαίος και ο Μάρκος αποφεύγουν τη λέξη πτώμα (p).
(3)   Ο Ματθαίος και ο Μάρκος εκφράζονται με τρόπο που επιτρέπει να υποθέσουμε, ότι ο Πιλάτος διέταξε οι στρατιώτες να αποκαθηλώσουν το σώμα και να το παραδώσουν στον Ιωσήφ. Ο Λουκάς όμως ξεκάθαρα αναφέρει ότι ο Ιωσήφ κατέβασε αυτό και ο Ιωάννης προσθέτει ότι ο Νικόδημος τον βοήθησε.
(4)    Η πρόθεση «από» στο ρήμα μπορεί να σημαίνει και το ότι δόθηκε αντί αμοιβής (p). «Ο Ιωσήφ επειδή ήταν πλούσιος, είναι εύλογο ότι θα έδινε και χρυσάφι στον Πιλάτο» (Θφ). Μπορεί όμως να έχει τη σημασία να δοθεί επειδή ανήκε σε αυτόν ως πιστό μαθητή και οπαδό (δ), διότι τα σώματα των καταδίκων παραδίδονταν μερικές φορές για ταφή και στους φίλους (S).
Έξυπνη και η ερμηνεία: οι Ιουδαίοι είχαν αποξενωθεί από αυτόν· ο Ιωσήφ πήρε αυτό από τους εθνικούς και μαζί με τον Νικόδημο έδωσαν αυτό πάλι στους Ιουδαίους (b).

Ματθ. 27,59  καὶ λαβὼν τὸ σῶμα ὁ Ἰωσὴφ ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρᾷ(1),
Ματθ. 27,59  Και λαβών ο Ιωσήφ το σώμα το ετύλιξε εις σινδόνι καινούριο και καθαρό
(1)    Το καθαρό σημαίνει, ότι όπως ο τάφος, έτσι και το σεντόνι δεν είχε προηγουμένως χρησιμοποιηθεί (p). Καθαρό σεντόνι λέει αυτό που δεν έχει ακόμη λερωθεί ή χρησίμευσε σε κάτι άλλο (δ). Οι προς τον Ιησού τιμές άρχισαν ήδη (b).

Ματθ. 27,60  καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τῷ καινῷ(1) αὐτοῦ(2) μνημείῳ ὃ ἐλατόμησεν(3) ἐν τῇ πέτρᾳ, καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν(4) τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου ἀπῆλθεν.
Ματθ. 27,60   και το έθεσε στο καινούριο μνημείον του, το οποίον είχε σκαλίσει στον βράχον. Και αφού εκύλισε εμπρός εις την θύραν του μνημείου μεγάλον λίθον, ανεχώρησε.
(1)    «Την αγάπη και την ανδρεία του την δείχνει όχι μόνο με το ότι παρέλαβε το σώμα του Χριστού και το έθαψε με πολυτέλεια, αλλά και με το ότι τον έθαψε στο δικό του καινούργιο μνημείο. Και αυτό δεν έγινε έτσι στην τύχη, αλλά για να μην υπάρξει ούτε η παραμικρή υποψία ότι αναστήθηκε άλλος αντί άλλου» (Χ).
(2)    Ο Ιησούς Χριστός ο αρχηγός και η οδός της ζωής, μπήκε σε τάφο, που δεν σκαλίστηκε επίτηδες για αυτόν, αλλά προοριζόταν εξαρχής να δεχτεί το σώμα του Ιωσήφ.
(3)    Ο τάφος είχε σκαλιστεί μέσα σε βράχο (S). Λατομέω = λας (λίθος) τέμνω (κόβω) (δ). «Το μνημείο είχε τη μορφή σπηλιάς, ήταν σκαλιστό» (Ζ).
(4)    Η μεγάλη πέτρα αναμφίβολα ήταν έτοιμη για να χρησιμεύσει για το σκοπό αυτόν. Ήταν από εκείνες τις πέτρες, οι οποίες έκλειναν τις πόρτες των τάφων και κάθε άνοιξη ασβεστώνονταν (Ματθ. κγ 27), για να προλαβαίνουν κάθε τελετουργικό μολυσμό από τους διαβάτες. Οι πέτρες αυτές ήταν μερικές φορές στρογγυλές και λείες, όμοιες με μυλόπετρες, που στήνονταν στην όψη του βράχου, όπου είχε γίνει η εκσκαφή. Μπορούσαν για αυτό εύκολα να κυλιστούν προς τα μπρος ή προς τα πίσω και να ανοίξουν ή να κλείσουν το άνοιγμα του τάφου (p).

Ματθ. 27,61  Ἦν δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία(1), καθήμεναι(2) ἀπέναντι τοῦ τάφου(3).
Ματθ. 27,61   Ήτο δε εκεί Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, αι οποίαι εκάθηντο απέναντι από τον τάφον.
(1)     Δηλαδή η αναφερθείσα ήδη Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και Ιωσή.
(2)    Κάθισε η Μαρία μαζί με τη Μαγδαληνή, για να δουν για τελευταία φορά τον Κύριο, τον οποίο είχαν αγαπήσει. Ο Ιωσήφ έφυγε. Αλλά οι δύο γυναίκες κάθισαν.
(3)   «Κάθισαν απέναντι από τον τάφο, παρατηρώντας, πού τοποθετείται το σώμα και πώς τοποθετείται, έτσι ώστε, αφού φύγουν και ετοιμάσουν αρώματα να έλθουν την Κυριακή και να αρωματίσουν και να αλείψουν με μύρα αυτό. Διότι αφού δεν γνώριζαν ακόμη τίποτα το υψηλό σχετικά με την ανάσταση, περίμεναν ότι θα βρουν το σώμα θαμμένο» (Ζ). Κάθονταν απέναντι από τον τάφο απορροφημένες από τη θλίψη (L), με ήσυχη ευλάβεια, αξιοσημείωτη (p).

Η ασφάλιση του τάφου

Ματθ. 27,62  (1)Τῇ δὲ ἐπαύριον, ἥτις ἐστὶ μετὰ τὴν παρασκευήν(2), συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι(3) πρὸς Πιλᾶτον
Ματθ. 27,62   Κατά δε την επομένην ημέραν, η οποία είναι έπειτα από την Παρασκευήν, δηλαδή το Σάββατον, συνεκεντρώθησαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι και ήλθαν προς τον Πιλάτον
(1)    Ο Ματθαίος εισάγει εδώ άλλο γεγονός από την προφορική παράδοση. Αποτελεί ζωηρή αντίθεση με την προηγούμενη παράγραφο. Σε εκείνην αυτοί που παρέμειναν πιστοί στον Ιησού δείχνουν στοργική αφοσίωση στο σώμα του. Εδώ έχουμε τους άσπονδούς του εχθρούς  που τον καταδιώκουν και μετά θάνατον. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ενώ και αυτοί που μέχρι τέλους παρέμειναν πιστοί στον Ιησού δεν έχουν ιδέα για την ανάσταση ούτε κατάλαβαν τα λόγια του Κυρίου στο Μάρκου θ 10, οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι κατανόησαν αυτά και θυμούνταν αυτά και ήταν ήδη αποφασισμένοι κάθε αγύρτικη και πλαστή επαλήθευση της προφητείας αυτής (p).
(2)    Το τῇ ἐπαύριον θα ήταν επαρκές και θα ήταν σαφέστερο, εάν έγραφε το Σάββατο. Η ονομασία Παρασκευή είχε ήδη γίνει όνομα της ημέρας, η οποία ήταν παραμονή του Σαββάτου. Ο Ματθαίος χρησιμοποιεί χωρίς εξήγηση την ονομασία αυτή. Ο Μάρκος όμως (ιε 42) εξηγεί στους εθνικούς αναγνώστες του, τι σημαίνει αυτή (p). = η ημέρα, κατά την οποία προετοιμάζονταν στους Ιουδαίους, όσα ήταν αναγκαία για το Σάββατο ή για εορτασμό της γιορτής (g).
Ίσως επίσης, κατά την εποχή που ο Ματθαίος έγραφε, η φράση αυτή να ήταν συνηθισμένη μεταξύ των εξ’ Ιουδαίων χριστιανών (p)· και με αυτήν να δηλωνόταν η μεγάλη ημέρα της σταύρωσης του αληθινού αμνού (δ).
(3)    Προβλήθηκε η ένσταση, ότι σε ημέρα Σαββάτου δεν ήταν δυνατόν να συνεδριάσει το συνέδριο επισήμως. Αλλά και ο Ματθαίος κανένα λόγο δεν κάνει για πρεσβύτερους του λαού, τους οποίους πολλές φορές είχε κατονομάσει. Πρόκειται λοιπόν εδώ για διάβημα τελείως ιδιωτικό (L).

Ματθ. 27,63  λέγοντες· κύριε, ἐμνήσθημεν ὅτι ἐκεῖνος(1) ὁ πλάνος(2) εἶπεν ἔτι ζῶν, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι(3).
Ματθ. 27,63  λέγοντες• “κύριε, εθυμηθήκαμε ότι εκείνος ο πλάνος είπε, ενώ ακόμη εζούσε• Έπειτα από τρεις ημέρες θα αναστηθώ.
(1)    Δεν θέλουν ούτε το όνομά του να ακούσουν. Χρησιμοποιούν αντωνυμία, η οποία δείχνει ότι είναι πολύ μακριά από αυτούς (p). Εκείνος, που είναι ήδη μακριά, αφού πέθανε (δ).
(2)    Που πλανά το λαό (δ). Επίθετο, με το οποίο τον στιγματίζουν. «Αυτό δείχνει την ωμότητα (=σκληρότητα) εκείνων, αφού ούτε με το θάνατο δεν άφησαν την οργή» (Χ).
(3)    «Αξίζει να αναζητήσουμε και αυτό, πού δηλαδή είπε ότι μετά από τρεις ημέρες θα αναστηθώ; Διότι δεν θα το βρει κανείς πουθενά να λέγεται τόσο σαφώς, εκτός από το παράδειγμα του Ιωνά» (Χ). Υπαινίσσονται πιθανώς την προφητεία του Ιησού στο Ματθ. ιβ 40, η οποία λέχθηκε παρόντων των γραμματέων και Φαρισαίων και η οποία στο μεταξύ θα είχε διεγείρει σε αυτούς το ενδιαφέρον, για να ζητήσουν πληροφορίες περισσότερο ακριβείς (L).

Ματθ. 27,64  κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι(1) τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας, μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσι τῷ λαῷ(2), ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν· καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη(3) πλάνη(4) χείρων τῆς πρώτης(4).
Ματθ. 27,64   Δώσε, λοιπόν, διαταγήν να φρουρηθή ο τάφος μέχρι την τρίτην ημέραν, μήπως έλθουν οι μαθηταί αυτού νύκτα, τον κλέψουν και πουν στον λαόν• Ανεστήθη εκ των νεκρών. Και τότε η τελευταία πλάνη θα είναι χειροτέρα από την πρώτην, που μερικοί τον είχαν πιστέψει ως Μεσσίαν”.
(1)    Χωρίς να το συνειδητοποιούν υπηρετούν στην επιβεβαίωση της αλήθειας. Καμία ανθρώπινη ασφάλεια όμως δεν είναι ικανή να παρεμποδίσει το Θεό. Δες Πράξ. ε 23,ιστ 23-26 (b). «Παντού η πλάνη συγκρούεται με τον εαυτό της και άθελά της συνηγορεί υπέρ της αλήθειας» (Χ).
«Να ασφαλίσουν τον τάφο δηλαδή να τον σφραγίσουν και να τον φρουρήσουν. Επειδή έπρεπε να πιστευτεί ότι και πέθανε και ενταφιάστηκε και αναστήθηκε, βλέπε και τα τρία αυτά να μαρτυρούνται από τους εχθρούς. Ας εξετάσουμε δηλαδή προσεχτικά τα λόγια τους· το να πούνε μεν… «εκείνος είπε όσο ζούσε ακόμη» μαρτυρεί, ότι πέθανε· το «διάταξε να ασφαλιστεί ο τάφος» βεβαιώνει ότι ενταφιάστηκε· το «μήπως έλθουν οι μαθητές του και τον κλέψουν», πληροφορεί ότι εφόσον ασφαλιστεί ο τάφος, δεν θα κλαπεί» (Ζ).
«Αν όμως βρέθηκε ο τάφος κενός, είναι φανερό ότι αναστήθηκε σαφώς και αναντίρρητα» (Χ).
(2)    Οι Φαρισαίοι υπέθεταν, ότι αυτοί δεν θα πίστευαν αυτό ποτέ. Επιθυμούν λοιπόν να λάβουν προφυλακτικά μέτρα για το λαό (b).
(3)    Με έννοια συγκριτικού (L)· η νεώτερη πλάνη, η τελευταία.
(4)    Με άμεση αναφορά στο εκείνος ο πλάνος (p). Η πρώτη πλάνη υπήρξε το ότι θεώρησαν αυτόν Μεσσία. Η τελευταία θα ήταν χειρότερη από την πρώτη (L). Οι Φαρισαίοι αντιλήφθηκαν, ότι έπρεπε πολιτικούς λόγους να χρησιμοποιήσουν, για να επηρεάσουν τον Πιλάτο. Όπως κατηγόρησαν τον Ιησού ότι διεκδικούσε το βασιλικό αξίωμα, αποσιωπώντας τελείως την αξίωσή του, ότι ήταν ο υιός του Θεού, έτσι και εδώ το νόημά τους είναι, ότι, εάν οι μαθητές έπειθαν το λαό ότι ο Ιησούς αναστήθηκε, θα προκαλούσαν πολύ μεγαλύτερη εξέγερση από εκείνην, η οποία σημειώθηκε κατά την θριαμβευτική είσοδο ως συνέπεια της πλάνης του λαού, ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας.

Ματθ. 27,65  ἔφη αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος(1)· ἔχετε(2) κουστωδίαν(3)· ὑπάγετε ἀσφαλίσασθε(4) ὡς οἴδατε.
Ματθ. 27,65  Είπε εις αυτούς ο Πιλάτος• “έχετε εις την διάθεσίν σας φρουρά• πηγαίνετε και ασφαλίσατε τον τάφον, όπως γνωρίζετε”.
(1)    Δεν τους δέχεται ευχάριστα. Είχε δει την κακεντρέχειά τους προηγουμένως (δες σ. 17,18), και αναμφίβολα αντιλαμβάνεται αυτήν και τώρα. Με ολιγόλογη συγκατάθεση τούς διώχνει.
(2)    Μάλλον προστακτική = Πάρτε κουστωδία. Και αυτό φαίνεται σαφώς, από το ότι η μόνη φρουρά την οποία οι αρχιερείς είχαν ήταν η αστυνομία του ναού, δεν μπορούσαν όμως να χρησιμοποιήσουν αυτήν χωρίς την άδεια του Ρωμαίου επιτρόπου. Προφανώς χρειάζονται κάτι, το οποίο θα γινόταν με την άδειά του (p). Δίνει τους φύλακες γρήγορα και όπως ήταν αγανακτισμένος εναντίον τους, διώχνει γρήγορα τους συκοφάντες (b).
(3)     Λέξη λατινική = φύλακες, φρουρά. «Κουστωδία λέγεται στους Ρωμαίους η φύλαξη· τους στρατιώτες λοιπόν που ήταν ταγμένοι να φυλάνε, τους ονομάζει κουστωδία» (Θφ).
(4)    «Δεν αφήνει τους στρατιώτες μόνους τους να σφραγίσουν· διότι επειδή είχε μάθει τα σχετικά με αυτόν (τον Ιησού), δεν ήθελε πλέον να συμπράξει με αυτούς. Αλλά για να απαλλαγεί από αυτά ανέχεται και αυτό και λέει· εσείς, όπως θέλετε σφραγίστε, για να μην μπορείτε να κατηγορείτε άλλους» (Χ).

Ματθ. 27,66 οἱ δὲ πορευθέντες ἠσφαλίσαντο(1) τὸν τάφον σφραγίσαντες(2) τὸν λίθον μετὰ τῆς κουστωδίας(3).
Ματθ. 27,66  Εκείνοι δε επήγαν και ασφάλισαν τον τάφον, έβαλαν δηλαδή σφραγίδες στον λίθον που έκλειε το μνημείον και ετοποθέτησαν φρουράν.
(1)    «Και αυτά τα έκαναν ημέρα σαββάτου, παραβιάζοντας αυτό εξαιτίας της λύσσας της μανίας τους» (Ζ). Το «ασφάλισαν» εκφράζει το σύνολο της ενέργειάς τους, το «σφράγισαν» και το «της κουστωδίας» τα μέρη της (b).
(2)    Η σφράγιση του λίθου φαίνεται ότι ήταν των Φαρισαίων ιδέα, και ίσως εισηγήθηκε σε αυτούς αυτήν η σφράγιση του λίθου στην πόρτα του σπηλαίου των λεόντων, στο οποίο ρίχτηκε ο Δανιήλ (Δαν. στ 17). Στην Π.Δ. οι λέξεις σφραγίδα και σφραγίζω συχνά χρησιμοποιούνται και με κυριολεκτική και με μεταφορική έννοια. Στην Κ.Δ. κυρίως χρησιμοποιούνται μεταφορικά (p). Μία ταινία (λωρίδα) από ύφασμα εκτεινόταν σε όλο το άνοιγμα του τάφου, πάνω από την πέτρα, που χρησίμευε ως πέτρα και οι δύο άκρες της, που εφάρμοζαν στα χείλη του τάφου που βρίσκονταν στην κάθε μία πλευρά, σφραγίζονταν (F).
(3)    Εξαρτάται από το ασφάλισαν και όχι από το σφράγισαν. «Όχι μόνο σφράγισαν την πέτρα της πόρτας, τοποθετώντας σε αυτήν σφραγίδες, αλλά και αφού επέλεξαν στρατιώτες, αυτούς που ήθελαν, τούς έβαλαν να κάθονται φύλακες σε αυτήν» (Ζ).

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Εξήλθεν αίμα και ύδωρ… Η τρυπημένη πλευρά του Ιησού. Ερμηνεία του γεγονότος

Συγγραφέας: kantonopou στις 2 Απριλίου, 2019

(Υπόμνημα Π.Ν. Τρεμπέλα στο κατά Ιωάννην)

Ιω. 19,34 ἀλλ᾿ εἷς τῶν στρατιωτῶν(1) λόγχῃ(2) αὐτοῦ τὴν πλευρὰν(3) ἔνυξε(4), καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ(5).(=αλλά ένας στρατιώτης, δια κάθε ενδεχόμενον, του ετρύπησε την πλευράν με την λόγχην• και αμέσως έτρεξε από εκεί αίμα και νερό).
(1) «Επειδή λοιπόν για λίγο έδειξαν δυσπιστία για το αν είχε ήδη πεθάνει, τον χτυπούν με λόγχη στην πλευρά» (Κύριλλος Αλεξανδρείας). Η γλώσσα του κειμένου υπονοεί ότι ο στρατιώτης επιζητούσε να διαπιστώσει με βεβαιότητα ότι ο Ιησούς ήταν νεκρός (β). Αν και τα πεπειραμένα τους μάτια είδαν, ότι ήταν ήδη νεκρός, δεν προσπέρασαν, αλλά κατέστησαν το γεγονός του θανάτου του απολύτως βέβαιο με τον αναφερόμενο τρόπο (ο).
Ο Ωριγένης στο Ματθ. κζ 54 φαίνεται να λέει, ότι το τρύπημα με τη λόγχη δινόταν μερικές φορές αντί για τη δική μας χαριστική βολή, για να επισπεύσει το θάνατο των εσταυρωμένων.
(2) Λέγεται μία φορά. Δόρυ με σίδερο οπλισμένο (G). Μακρύ ελαφρύ ακόντιο όχι τόσο βαρύ όσο ο ύσσος (pilum), ο οποίος ήταν το συνηθισμένο όπλο των Ρωμαίων στρατιωτών (β). Τρύπησε με την αιχμή του όπλου δηλαδή με το τριγωνικό σιδερένιο κεφάλι της λόγχης (ο), η οποία δεν θα έθιγε τα οστά του Ιησού (b).
(3) Πιθανώς είχε σκοπό να πλήξει την καρδιά, διότι δεν μπορούμε να υποθέσουμε, ότι η θέση του τραύματος προήλθε από τυχαίο πλήγμα ή ότι τρύπησε την αριστερή πλευρά του Ιησού, διότι πλησίασε το σώμα από εκείνο το μέρος (ο). Η Αιθιοπική όμως μετάφραση (ΣΤ΄ αιώνας) λέει ότι τρυπήθηκε η δεξιά πλευρά, και αυτό ήταν ευρύτατα δεκτό κατά τους αρχαίους χρόνους (δες και Acta Pilati B XI).
Και στη λειτουργία του Χρυσοστόμου (στην Προσκομιδή) συναντιέται η διάταξη: νύττει αυτόν στο «δεξιό» μέρος με λόγχη (β). Μολονότι το δεξί του λειτουργού που νύττει αντιστοιχεί προς το αριστερό του νυττομένου αμνού. Τίποτα παρόλ’ αυτά δεν είναι βέβαιο ως προς το ποια πλευρά τρυπήθηκε.
(4) Λέγεται μία φορά. Συχνά λέγεται στον Όμηρο για βαρύτερα καθώς και για θανάσιμα τραύματα, τα οποία επιφέρονται εναντίον κάποιου (G). Γενικώς όμως χρησιμοποιείται για ελαφρά αγγίγματα. Δες Σοφία Σειράχ κβ 19 και Γ΄ Μακαβ. ε 14. Από το Ιω. κ 25 φαίνεται ότι το τραύμα υπήρξε ευρύ (β). Λιγότερο μαρτυρημένη γραφή, που συναντιέται και στη Βουλγάτα aperuit (=άνοιξε)=
«με την έννοια ότι η οδός της ζωής άνοιξε, από την οποία απέρρευσαν τα μυστήρια της εκκλησίας, χωρίς τα οποία δεν υπάρχει κάποια είσοδος στη ζωή, η οποία είναι η αληθινή ζωή» (Αυγουστίνος).
Η γραφή προήλθε από παραφθορά (ήνυξε, ένοιξε) της αυθεντικής.
(5) «Είναι υπερφυσικό το πράγμα, και ξεκάθαρα διδάσκει, ότι αυτός που τρυπήθηκε είναι κάτι ανώτερο από άνθρωπος. Διότι από νεκρό άνθρωπο, και αν ακόμη μύριες φορές τρυπήσει κάποιος δεν θα βγει αίμα» (Ζιγαβηνός).

«Μυστήριο απόρρητο τελούνταν· διότι βγήκε νερό και αίμα» (Χρυσόστομος). «Των μεν άλλων λοιπόν νεκρών το αίμα πήζει και δεν τρέχει νερό καθαρό. Το παράδοξο όμως με το νεκρό σώμα του Ιησού ήταν ότι χύθηκε από τις πλευρές αίμα και νερό» (Ωριγένης).

Το αίμα εκείνο που έρευσε ήταν παράδοξο· αλλά και το νερό που βγήκε ακόμη περισσότερο παράδοξο. Ότι όμως και τα δύο βγήκαν κατά τον ίδιο χρόνο και όμως χωρισμένα μεταξύ τους υπήρξε το πιο καταπληκτικό από όλα. Από ποιό μέρος του σώματος το αίμα και το νερό βγήκε, από το στήθος ή από την καρδιά ή από κάποιο άλλο; Ποιός μπορεί να καθορίσει; Το νερό υπήρξε διαυγές και πραγματικό· όπως και το αίμα υπήρξε καθαρό και πραγματικό… Η διαβεβαίωση του ευαγγελιστή, ο οποίος υπήρξε συγχρόνως θεατής και μάρτυρας, δείχνει τόσο την αλήθεια, όσο και το μεγαλείο του θαύματος και του μυστηρίου (b).

Ότι το να εκρεύσει αίμα από νεκρό σώμα είναι αφύσικο αναγνωρίστηκε γενικά. Για αυτό το φαινόμενο προτάθηκαν διάφορες φυσικές εξηγήσεις από κάποιους από τους νεώτερους ερμηνευτές. Έτσι η λόγχη ίσως έπληξε διάφορα αιμοφόρα αγγεία, και ενδέχεται να ήλθε σε επαφή με σημεία, στα οποία από εσωτερική αιμορραγία είχε συσσωρευτεί αίμα, και όπου ο ορρός και ο πλακούντας ήταν σε κατάσταση χωρισμού· και κατ’ αρχάς μεν έρρευσε ο ορός μόνος, όταν όμως η λόγχη μπήκε βαθύτερα ίσως έθιξε και σημεία, όπου το αίμα ήταν ρευστό (Ebrard).
Αλλά όταν πληγεί ένα μεγάλο αιμοφόρο αγγείο κάποιου νεκρού, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να εκρεύσει από το τραύμα αίμα μελανωπό καλυμμένο από στρώμα ορρού. Είναι όμως ελάχιστα πιθανό ότι κάτι τέτοιο θα χαρακτηριζόταν από τον Ιωάννη ως αίμα και νερό (g).

Ο W. Stroud εισηγήθηκε ότι ο θάνατος του Ιησού προήλθε από διάρρηξη της καρδιάς, το οποίο εξηγεί γιατί επήλθε ο θάνατος τόσο σύντομα, και ότι το αίμα και νερό ήταν τα χωρισμένα μεταξύ τους θρόμβος και ορρός της ποσότητας του αίματος που διέφυγε στον περικάρδιο σάκκο, τον οποίο η λόγχη τρύπησε. Αλλά αυτό προϋποθέτει, ότι το τραύμα δόθηκε στην αριστερή πλευρά, για το οποίο όμως δεν έχουμε καμία βέβαιη ένδειξη, αλλά τελείως αντίθετα η παράδοση μιλά για τη δεξιά πλευρά.

Επιπλέον ο C. Creighton παρατήρησε, ότι το αίμα που διέφυγε σε κάποια κοιλότητα εσωτερική από ρήγμα ενός μεγάλου οργάνου δεν εκδηλώνει τάση χωρισμού σε θρόμβο και ορρό αλλά μένει παχύ σκοτεινό κόκκινο αίμα (β). Οι εξηγήσεις αυτές παραμένουν αρκετά απίθανες.

Η φράση αίμα και νερό δηλώνει με τρόπο φυσικό δύο ουσίες που έρρευσαν συγχρόνως, αλλά χωριστές, για τα μάτια του θεατή. Δεν απομένει μπροστά μας παρά μία εξήγηση· να δεχτούμε, ότι το γεγονός αυτό το μυστηριώδες συνέβη παρά τους νόμους της κοινής φυσιολογίας και ότι σχετίζεται με την εξαιρετική φύση σώματος, το οποίο η αμαρτία δεν αλλοίωσε ποτέ, και το οποίο βάδιζε προς την ανάσταση, χωρίς να πρόκειται να διέλθει πρώτα από την αποσύνθεση.
Από τη στιγμή του θανάτου αρχίζει γενικώς η πρόοδος της αποσύνθεσης. Το σώμα του Ιησού έπρεπε από τη στιγμή αυτή να πάρει διαφορετικό δρόμο. Μπήκε στην οδό της δόξας. Εκείνος ο οποίος υπήρξε ο άγιος του Θεού, με την απόλυτη έννοια της λέξης, εξαιρέθηκε επίσης από την διαφθορά (Ψαλμ. ιε 10). Αυτή είναι η έννοια την οποία ο ευαγγελιστής θέλησε να προσδώσει στο μοναδικό αυτό και χωρίς κάποιο προηγούμενο φαινόμενο (g).
Έτσι νέα διαθήκη επικυρώθηκε. Η προς Εβραίους επιστολή υπενθυμίζει στους αναγνώστες της, ότι η πρώτη διαθήκη βεβαιώθηκε με αίμα και νερό και ύσσωπο (Εβρ. θ 19) (χ).

Ο θάνατος του Κυρίου υπήρξε τελείως διαφορετικός από το θάνατο όλων των υπόλοιπων ανθρώπων και φανέρωσε την καλυπτόμενη από την ανθρώπινη φύση θεία προσωπικότητά του με το γεγονός, ότι η διαφθορά και η σήψη, η οποία για μας αρχίζει αμέσως από την πρώτη στιγμή του θανάτου μας, υπήρξε ξένη με το άχραντο σώμα του. Υπήρχε θεία ζωή στο ανθρώπινο σώμα του Ιησού Χριστού, πάνω στην οποία ο θάνατος δεν είχε κάποια εξουσία ή δύναμη. Η νίκη του θανάτου πάνω του υπήρξε προσωρινή και σύντομη, όμοια με τις καλοκαιρινές νύχτες των βορείων περιοχών της γης, στις οποίες το λυκόφως δεν παύει να φωτίζει μέχρι τη στιγμή κατά την οποία το λυκαυγές διαδέχεται αυτό.

Εκτός από την εξήγηση αυτή υπάρχουν στους Πατέρες και συμβολικές εξηγήσεις του μυστηριώδους φαινομένου. Η επικρατούσα, την οποία κάποιοι από τους νεώτερους (χ,τ) θεωρούν ότι επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο τον ευαγγελιστή (Α΄ Ιωάννου ε 16) είναι: «Αυτές οι πηγές δεν βγήκαν από το σώμα του απλώς και ως έτυχε, αλλά επειδή από αυτά τα δύο συστάθηκε η Εκκλησία. Και το γνωρίζουν αυτοί που μυούνται στα μυστήρια, που αναγεννιούνται μεν με νερό, τρέφονται δε με αίμα και σάρκα. Από εδώ λαμβάνουν αρχή τα μυστήρια, ώστε, όταν προσέρχεσαι στο φρικτό ποτήριο, να προσέρχεσαι έτσι, σαν να πίνεις από αυτήν την πλευρά» (Χρυσόστομος).

«Διότι το άγιο βάπτισμα είναι όντως του Χριστού και από το Χριστό και η δύναμη της μυστικής ευλογίας (=της Θείας Ευχαριστίας) γεννήθηκε ξανά σε εμάς από την αγία του σάρκα» (Κύριλλος).

«Εκείνο το αίμα χύθηκε για την άφεση των αμαρτιών· το νερό εκείνο… χορηγεί μία και μόνη φορά το λουτρό του βαπτίσματος» (Αυγουστίνος).
Άλλη αλληγορία λιγότερο διαδεδομένη: «Αναβλύζει αίμα και νερό εγκαινιάζοντας δύο βαπτίσματα, αυτό του αίματος, του μαρτυρίου, και αυτό του νερού, της αναγέννησης» (Ζιγαβηνός).

Ερμηνεύεται αλληγορικά επίσης και το τρύπημα της πλευράς: «Τρυπιέται με τη λόγχη στην πλευρά ο Σωτήρας λόγω της τρυπημένης από την αμαρτία πλευρά του Αδάμ, δηλαδή την Εύα, θεραπεύοντας με την πληγή της πλευράς την πληγή της πλευράς» (Ζιγαβηνός).

«Ο δεύτερος αυτός Αδάμ έγυρε το κεφάλι και κοιμήθηκε πάνω στο σταυρό, έτσι ώστε μία σύζυγος [η εκκλησία] να φτιαχτεί για Αυτόν από εκείνο, το οποίο έρρευσε από την πλευρά αυτού που κοιμόταν. Ω θάνατε, μέσω του οποίου οι νεκροί αναστήθηκαν ξανά στη ζωή! Τι μπορεί να είναι καθαρότερο από το αίμα αυτό; Τι ιαματικότερο από το τραύμα αυτό;» (Αυγουστίνος).

(Υπόμνημα Π.Ν Τρεμπέλα στο κατά Ιωάννην, μετάφραση στα νέα ελληνικά π. Νικόλαος Πουλάδας)

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Ύμνος στην συγχώρηση(Αγ.Νικολάου Αχρίδος)

Συγγραφέας: kantonopou στις 14 Μαρτίου, 2019

Αποτέλεσμα εικόνας για Αγ.Νικολάου Αχρίδος

Γιά να μάς συγχωρήσει ό Θεός, ας συγχωρούμε κι εμείς τούς ανθρώπους.
Είμαστε όλοι σ’ αυτή τη γή προσωρινοί, ως φιλοξενούμενοι. Ή παρατεταμένη νηστεία και ή βαττολογία στην προσευχή είναι ματαιοπονία, χωρίς τη συγχωρητικότητα και το αληθινό έλεος.
Ό Θεός είναι ό αληθινός Ιατρός οι αμαρτίες είναι ή λέπρα. Όποιον ό Θεός καθαρίζει, επίσης και τον δοξάζει.
Κάθε ελεήμονα πράξη των ανθρώπων ό Θεός με έλεος τήν ανταμείβει.
Εκείνος πού ανταποδίδει τήν αμαρτία με αμαρτία, χωρίς έλεος απόλλυται.
Το πύον δεν καθαρίζεται με πύον από μολυσμένες πληγές.
Ούτε το σκοτάδι της υπόγειας φυλακής διαλύεται με σκοτάδι.
Το αγνό βάλσαμο επουλώνει τα έλκη των πληγών και το φως διαλύει το σκοτάδι της υπόγειας φυλακής. Στους βαριά τραυματισμένους το έλεος είναι σαν βάλσαμο
Με το έλεος όλοι αγάλλονται, όπως με το φως στο σκοτάδι.

Ό τρελός λέει: «Δεν έχω ανάγκη από έλεος!».
Όταν όμως συγκλονίζεται από τη δυστυχία, τότε κραυγάζει για έλεος!
Οι άνθρωποι κολυμπούν μέσα στο έλεος του Θεού- αυτό, το έλεος του Θεού, μάς ξυπνάει στη ζωή!
Γιά να μάς συγχωρήσει ό Θεός,ας συγχωρούμε κι εμείς τούς ανθρώπους,είμαστε όλοι σ’ αύτή τη γη προσωρινοί, ως φιλοξενούμενοι.

Από το βιβλίο ο ”Ο πρόλογος της Αχρίδος”Μήνας Φεβρουάριος

Κατηγορία ΑΞΙΕΣ ΖΩΗΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Ιδρυτές Θρησκειών. Ο Ζωροάστρης

Συγγραφέας: kantonopou στις 14 Μαρτίου, 2019

Αποτέλεσμα εικόνας για Ζωροάστρης

(Αναστασίου αρχιεπισκόπου Αλβανίας). 

Βίος. Τα στοιχεία για τη ζωή του μεγάλου πέρση προφήτη του αρχαίου κόσμου είναι λίγα και αποσπασματικά. Η προσωπικότητά του εξακολουθεί να κρύβεται σε ομίχλη. Παλαιότεροι ερευνητές τον τοποθετούν στον 7ο ή τον 6ο αι. π.Χ. νεότεροι προτιμούν την εποχή μεταξύ 140Ο και 10ΟΟ π.Χ. Το όνομα Ζωροάστρης είναι η εξελληνισμένη μορφή του αρχαιοπερσικού «Ζαρατούστρα», που σημαίνει «αυτός με τις ανοιχτόχρωμες καφέ καμήλες» ή, πιθανότερα, «εκείνος ο οποίος κατευθύνει καμήλες». Μέλος της υποφυλής Σπιτάμα, γεννήθηκε μάλλον στη Βακτριανή, στα σύνορα Αφγανισταν-Τουρκεστάν. Ο Ζωροάστρης ανήκε στο ινδοϊρανικό κύμα που έφθασε στην Περσία στα μέσα της 2ης χιλιετηρίδας π .X. Έδρασε στη μεταβατική περίοδο, από τον νομαδικό στον αγροτικό βίο. Ο ίδιος ονομάζει τον εαυτό του «Ζαουτάρ», δηλαδή «Ιερέα» εκστατικού τύπου. Σύμφωνα με την παράδοση, νυμφεύθηκε τρεις φορές και απέκτησε συνολικά τρεις γιούς και τρεις κόρες.

Στα τριάντα του χρόνια έλαβε την κλήση στο προφητικό έργο με ένα όραμα. Ακολούθησαν κι άλλα, που τον βεβαίωσαν ότι όφειλε να μεταδώσει τη θρησκευτική αποκάλυψη για τη μοναδικότητα Του Αχούρα Μάζδα. Αυστηρός κριτής του παραδοσιακού θρησκευτικού κατεστημένου, ο Ζωροάστρης προκάλεσε θερμή αφοσίωση, αλλά και βίαιη αντίδραση. Αποδοκίμασε ορισμένες αιματηρές θυσίες και παραδοσιακά τελετουργικά, ενώ αντίθετα επέμεινε στην καθαρότητα της ψυχής. Κράτησε όμως τον σεβασμό στη φωτιά, που θεωρούσε ότι εκφράζει συμβολικά τη λαμπρότητα του Αχούρα Μάζδα. Χρειάσθηκε να περάσουν δέκα χρόνια για να αποκτήσει -στο πρόσωπο του εξαδέλφου του- τον πρώτο οπαδό. Αναγκασμένος να απομακρυνθεί από τη φυλή του, βρήκε τελικά, στα 42 του χρόνια, καταφύγιο και υποστήριξη στην αυλή του βασιλιά Βιστάσπα, ο οποίος ανακήρυξε τη διδασκαλία του Ζωροάστρη επίσημη θρησκεία. Οι μαθητές του Ζωροάστρη είναι γνωστοί με διάφορα ονόματα όπως: «πτωχοί, «φίλοι», «γνώστες», «σύντροφοι στον όρκο», τα οποία προσδιορίζουν και τον χαρακτήρα τους.
Οι πηγές συμφωνούν ότι ο Ζωροάστρης πέθανε 77 ετών. Σύμφωνα με μεταγενέστερη πληροφορία, φονεύθηκε από Ιερέα της παλαιάς θρησκείας μπροστά σε ένα βωμό, σε μια επιδρομή εναντίον της πρωτεύουσας Του Βιστάσπα.
Διδασκαλία

Αποτέλεσμα εικόνας για Ζωροάστρης

Ο Ζωροάστρης δίδαξε σχεδόν μισό αιώνα. Από τη διδασκαλία του σώθηκαν μερικά μόνο αποσπάσματα, στους 17 ύμνους των Γκάθα, που καταγράφηκαν και εντάχθηκαν στη ζωροαστρική βίβλο «Αβέστα» και στην Ιερή περσική γραμματεία, τη γνωστή ως «Παχλαβί», που βασίζεται σε παλαιότερα κείμενα που έχουν χαθεί. Σκόρπιες πληροφορίες για τον Ζωροάστρη δίνουν επίσης έλληνες, ρωμαίοι και άραβες συγγραφείς. Βασικές γραμμές του ζωροαστρικού κηρύγματος είναι ότι ο Αχούρα Μάζδα («Σοφός Κύριος») δημιούργησε το σύμπαν, τον πνευματικό και υλικό κόσμο και είναι κύριος και φίλος όλων των ανθρώπων. Η πηγή του κακού είναι το καταστρεπτικό πνεύμα (Άνγκρα Μαϊνιού). Βίαιο και πονηρό, δημιούργησε τους δαίμονες και κυριαρχεί στον άδη, δρώντας πάντοτε αντίθετα προς τον «Σοφό Κύριο». Δεν πρόκειται όμως για ακραιφνή δυϊσμό. Όλοι οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, ανεξάρτητα από κοινωνική κατάσταση, είναι ελεύθεροι να διαλέξουν ανάμεσα στο καλό και το κακό. Με βάση αυτή την εκλογή, τις σκέψεις, τα λόγια, τις πράξεις, θα κριθούν στο επέκεινα.
Στο ζωροαστρικό σύστημα κεντρική θέση κατέχουν και οι «Αμέσα Σπέντα», οι «γενναιόδωροι» ή «σωτήριοι αθάνατοι», επίσης δημιουργήματα του Αχούρα Μάζδα, των οποίων η φύση, όπως αποκαλύπτουν τα ονόματά τους, έχει έντονα αφηρημένο και καθοδηγητικό χαρακτήρα: «Βόχου-μανα» (καλή σκέψη), Άσα Βαχίστα» (δικαιοσύνη), «Ξάθρα Βαΐρια» (επιθυμητή κυριαρχία ή βασιλεία), «Σπέντα Αρμαΐτι» (αφοσίωση, υπακοή), «Χαουρβατάτ» (υγεία) και «Αμερετάτ» (ζωή, αθανασία). Στους έξι «γενναιόδωρους αθάνατους» αντιστοιχούν οι έξι δημιουργίες: βοοειδή, φωτιά, γη, μέταλλα, νερό, φυτά. Ως έβδομη δημιουργία θεωρείται ο άνθρωπος και συναρτάται αμεσότερα με τον Αχούρα Μάζδα.
Η θρησκευτική διδασκαλία του Ζωροάστρη, με σαφή μονοθεϊστική χροιά, επιβλήθηκε αργότερα σ’ ολόκληρη την Περσία και επί αιώνες δέσποζε σ΄ αυτήν. Ο σπουδαίος αυτός θρησκευτικός ηγέτης είναι ο μόνος με ιερατική Ιδιότητα ανάμεσα στους Ιδρυτές των μεγάλων θρησκειών και η μορφή του διατηρήθηκε διαυγής χωρίς ποτέ να θεοποιηθεί. Η ζωροαστρική σύλληψη είναι βασικά αισιόδοξη και προσανατολίζεται στην αποκατάσταση της παγκόσμιας αρμονίας. Εκφράζει μια συγκεντρωτική θεώρηση του κόσμου, διατυπώνει μια άποψη παγκοσμιότητας, εισηγείται σοβαρές ηθικές αρχές. Η συμβολή του Ζωροάστρη στη σκέψη και την ανάπτυξη των λαών που επηρέασε υπήρξε σημαντική και θυμίζει λάμψη ήρεμης φωτιάς, η οποία μέχρι σήμερα παραμένει το βασικό σύμβολο της ζωροαστρικής θρησκείας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΤ’ ΕΠΙΛΟΓΗΝ
Boyce, Μ., A History of Zoroastrianism, 2 vols, Leiden, Koln, vol.Ι 1975, vol.ΙΙ 1982.
Breuil, P. du, Zarathoustra et la transfiguration du monde, Paris 1978. Duchesne-Guillemin, J., Zoroastre, Paris 1948.
— , La religion de l’ Iran ancien, Paris 1962.
Gnoli, Gh., Zoroaster’ s Time and Homeland, Napoli 1980.
Lommel, H., Die Yast ’s des Awesta, Gottingen, Leipzig 1927.
Widengren, G., Die Religionen Irans, Stuttgart 1965.
Zahner, R.C., The Dawn and Twilight of Zoroastrianism, London 1961, 1975.
(βιβλίο: Ίχνη από την αναζήτηση του υπερβατικού.εκδ. Ακρίτας σελ.61-64)

Κατηγορία ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Ιωάννου κεφ. 12 (ιβ΄) στίχοι 1-50 (ερμηνεία-ανάλυση όλου του κεφαλαίου)

Συγγραφέας: kantonopou στις 8 Μαρτίου, 2019

Η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Ιωάννου κεφ. 12 (ιβ΄) στίχοι 1-50 (ερμηνεία-ανάλυση όλου του κεφαλαίου)

(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικό στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά!, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
Ἡ Μαρία μυρώνει τὸν Ἰησοῦν εἰς Βηθανίαν
1 Ὁ οὖν(1) Ἰησοῦς πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα(2) ἦλθεν εἰς Βηθανίαν(3), ὅπου ἦν Λάζαρος(4) ὁ τεθνηκώς(5), ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν(5).
1 Έξι μέρες πριν από το Πάσχα, ήρθε ο Ιησούς στη Βηθανία, όπου έμενε ο Λάζαρος, που είχε πεθάνει και ο Ιησούς τον ανέστησε από τους νεκρούς (μετάφραση Βιβλικής Εταιρείας).
H χρίση με μύρο των ποδιών του Ιησού που εξιστορείται στο τμήμα αυτό, γεννήθηκε ζήτημα αν πρέπει να ταυτιστεί με αυτήν που αναφέρεται στα Ματθ. κστ 6-13 και Μάρκ. ιδ 3-9 από τη μία και με αυτήν στο Λουκ. ζ 36-50 από την άλλη. Από τους παλαιούς ερμηνευτές ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Παιδαγ. ΙΙ,61) και ο Τερτυλλιανός (de pudic. ΧΙ) θεώρησαν, ότι πρόκειται για μία και μόνη γυναίκα, ταυτίζοντας την πόρνη στο Λουκ. ζ 36 και εξής, με την Μαρία την αδελφή του Λαζάρου. Ο Ωριγένης υποστηρίζει αλλού μεν (Υπόμν. Εις τον Ματθ. 77) ότι πρόκειται για 3 ξεχωριστές γυναίκες, αλλού όμως (Hom. in Cant. α 12) ότι πρόκειται για δύο και αλλού (απόσπασμα στο Ιω. ια 2) ότι πρόκειται για μία.
Ο Εφραίμ ο Σύρος (Ομιλ. Ι εις τον Κύριον ημων) διακρίνει την αμαρτωλή από τη Μαρία στη Βηθανία, ομοίως επίσης και ο Τατιανός, ο οποίος ταυτίζει την αφήγηση στα Μάρκ. ιδ και Ιω. ιβ, ξεχωρίζοντας αυτήν από την αφήγηση στο Λουκ. ζ. Στη Ρωμαϊκή εκκλησία από τα χρόνια του Γρηγορίου του μεγάλου ταυτίζεται η Μαρία η αδελφή του Λαζάρου με τη Μαρία τη Μαγδαληνή και με την αμαρτωλή του Λουκά. Από τους νεώτερους ερμηνευτές κάποιοι λίγοι διστάζουν να ταυτίσουν το γεγονός στα Ματθ. κστ 6-13 και Μάρκ. ιδ 3-9 με αυτό στο Ιω. ιβ 1-8.
Αλλά οι διαφορές μεταξύ των δύο αυτών αφηγήσεων (στην αφήγηση των Μάρκου-Ματθαίου γίνεται λόγος για χρίση του κεφαλιού μόνο και όχι και των ποδιών, δεν αναφέρεται το όνομα της γυναίκας, το δείπνο γίνεται στην οικία του Σίμωνα του λεπρού, ενώ σύμφωνα με τον Ιωάννη γίνεται σε σπίτι όπου η Μάρθα διακονούσε) είναι τόσο ελαφρές και αναφέρονται σε λεπτομέρειες που τόσο εύκολα εξομαλύνονται, ενώ από την άλλη τα κοινά χαρακτηριστικά τους τόσο σοβαρά, (η χρίση και κατά τις 2 αφηγήσεις έλαβε χώρα στη Βηθανία, κατά την εβδομάδα πριν το Πάθος, ακούγονται και στις δύο οι ίδιες επικρίσεις και η ίδια δικαιολογία από τον Κύριο, χρησιμοποιείται επίσης νάρδος πιστική πολύτιμη ή πολυτελής), ώστε δύσκολα κάποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει το συμπέρασμα, στο οποίο οι περισσότεροι από τους νεώτερους κατέληξαν, ότι οι αφηγήσεις αυτές (Ματθ. κστ 6-13-Μάρκ. ιδ 3-9 και Ιω. ιβ 1-8) αναφέρονται στο ίδιο γεγονός.
Από την άλλη, η χρίση που εξιστορείται στο Λουκ. ζ 36-50 γίνεται στη Γαλιλαία και κατά τα πρώτα χρόνια της δημόσιας δράσης του Κυρίου. Η συζήτηση επίσης που διεξήχθη εκεί, αναφέρεται γύρω από την άφεση των αμαρτιών και όχι για τη σκοπιμότητα της δαπάνης που έγινε. Επιπλέον κάποιες λεπτομέρειες και στις δύο διηγήσεις συμπίπτουν τελείως τυχαία. Το δείπνο γίνεται κατά τον Λουκά στην οικία του Σίμωνα του Φαρισαίου, ενώ κατά τον Ιωάννη στην οικία του Σίμωνα του λεπρού. Αν λάβουμε όμως υπ’ όψη, ότι το όνομα Σίμων ήταν συνηθέστατο κατά την εποχή εκείνη (ανάμεσα στα λίγα πρόσωπα, τα οποία γνωρίζουμε στην ευαγγελική αφήγηση 12 ή 13 έχουν το όνομα Σίμων), κάθε πιθανότητα συμβάλλει στο να ξεχωρίσουμε τον Σίμωνα τον Φαρισαίο στη Γαλιλαία από τον Σίμωνα τον λεπρό στη Βηθανία.
Έτσι και το συμπέρασμα πάρα πολλών από τους νεώτερους, σύμφωνα με το οποίο, η αμαρτωλή του Λουκά είναι τελείως διαφορετική από τη γυναίκα στη Βηθανία, την οποία ο Ιωάννης καθορίζει ως την Μαρία, την αδελφή Λαζάρου, παρουσιάζεται σε όλα εύκολα αποδεκτό. Χαρακτηριστικό εδώ είναι, ότι ο Bernard, ο οποίος ταυτίζει και τις 3 γυναίκες δεχόμενος ότι η αμαρτωλή του Λουκά είναι το ίδιο πρόσωπο με τη γυναίκα της Βηθανίας που αναφέρεται από τον Ματθαίο και Μάρκο και με την κατονομαζόμενη από τον Ιωάννη Μαρία, υποστηρίζει από την άλλη ότι η Μαρία, όχι μία αλλά δύο φορές άλειψε τα πόδια του Ιησού με μύρο, την πρώτη φορά στη Γαλιλαία όταν μετανοούσε, τη δεύτερη φορά στη Βηθανία λίγο πριν το Πάθος!
(1)   Συνδέεται Ή με το ια 55 «Ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα τῶν Ἰουδαίων» (g). Ή, πιο σωστά, συνδέει την άφιξη του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, την οποία πρόκειται να αφηγηθεί, με τον κίνδυνο που υποσημαίνεται στο ια 57 (ο).
«Περιφρονώντας ο Κύριος την επιβουλή των Ιουδαίων, εκούσια παραδίδει τον εαυτό του στο πάθος, διότι είχε φτάσει ο καιρός του πάθους» (Κ).
Ο Κύριός μας παραδίδεται εκούσια στα πάθος του. Η ζωή του δεν αποσπάστηκε βίαια από αυτόν, αλλά με αυταπάρνηση είπε προς τον πατέρα του. Να έχω έρθει. Όπως η δύναμη των εχθρών του δεν μπορούσε να τον κατακτήσει, έτσι και τα τεχνάσματα της πανουργίας τους δεν ήταν δυνατόν να τον κυριεύσουν απρόοπτα, αλλά πέθανε, διότι το θέλησε. Σημείωσε, ότι, όπως είναι καιρός, κατά τον οποίο επιτρέπεται σε εμάς να λαμβάνουμε μέτρα για την ασφάλεια της ζωής μας, έτσι υπάρχει και καιρός, κατά τον οποίο καλούμαστε να εκθέσουμε σε κίνδυνο και κακοπάθεια τη ζωή μας σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και για δόξα του, όπως άλλοτε ο Παύλος δεμένος στο πνεύμα μετέβαινε στην Ιερουσαλήμ. Δες και τις ερμηνευτικές σημειώσεις στα Ματθ. κστ 6-16 και Μάρκ. ιδ 1-11.
(2)   Αντί να πει έξι ημέρες πριν το πάσχα. «Έτσι συντάσσουν οι Ο΄, «προ δύο ετών του σεισμού» «προ τριών μηνών του θερισμού» στα Αμώς α 1,δ 7, δες και Β΄ Μακ. ιε 36-37 (b). Αμφισβήτηση γεννήθηκε ως προς τον ακριβή καθορισμό της ημέρας. Οι γνώμες διχάστηκαν λόγω της αβεβαιότητας η οποία γεννιέται από τα παρακάτω σημεία: 1) Πρέπει να συνυπολογιστούν στις 6 ημέρες και η ημέρα της άφιξης στη Βηθανία, όπως και η πρώτη ημέρα του Πάσχα; 2) Πρώτη ημέρα του Πάσχα πρέπει να θεωρήσουμε την 15η του Νισάν, κατά την οποία τρωγόταν το πάσχα ή την 14η του Νισάν, κατά την οποία προετοιμάζονταν τα σχετικά με αυτό και θυσιαζόταν ο αμνός; και 3) Η Παρασκευή της σταύρωσης του Κυρίου ήταν η 15η του Νισάν (όπως πολλοί από τους ερμηνευτές νόμισαν, ότι καθορίζουν οι συνοπτικοί) ή η 14η του Νισάν (όπως φαίνεται από την αφήγηση του Ιωάννη); Οπότε ως ημέρα άφιξης στη Βηθανία καθόρισαν άλλοι την Παρασκευή, 8 ημέρες πριν την ημέρα της σταύρωσης, άλλοι το Σάββατο το πριν το Πάθος, άλλοι την Κυριακή και άλλοι την Δευτέρα.
Η πιθανότερη έκτη ημέρα είναι η Παρασκευή της σταύρωσης, η 14η του Νισάν σύμφωνα με την αφήγηση του Ιωάννη, κατά την οποία προετοιμαζόταν το Ιουδαϊκό πάσχα. Η άφιξη λοιπόν στη Βηθανία είναι η Κυριακή 9 του Νισάν γύρω στο απόγευμα, το οποίο συμφωνεί και με την αργία του Σαββάτου. Σε ημέρα Σαββάτου ο Κύριος και το καραβάνι των προσκυνητών ήταν αδύνατον να διανύσουν την πορεία από Ιεριχώ στη Βηθανία. Ο Ιησούς αφού πέρασε στον Ζακχαίο την ημέρα του Σαββάτου, ξεκίνησε την επομένη για τα Ιεροσόλυμα και παραμένοντας το απόγευμα στη Βηθανία μπήκε θριαμβευτικά την επομένη, δηλαδή την Δευτέρα, στην αγία πόλη (g).
(3)   Όπως φαίνεται από την αφήγηση των συνοπτικών ο Ιησούς πέρασε μέσα από την Ιεριχώ. Κατέβηκε δηλαδή από την Εφραίμ στην κοιλάδα του Ιορδάνη και πριν την Ιεριχώ συναντήθηκε με το μεγάλο καραβάνι των προσκυνητών, το οποίο προερχόταν από τη Γαλιλαία μέσω Περαίας. Στην Ιεριχώ σημειώθηκαν τα γεγονότα που αναφέρονται από τον Λουκά (ιη 35-ιθ 27), ανάμεσα στα οποία κι η επιστροφή του Ζακχαίου. Η απόσταση από Ιεριχώ στη Βηθανία μπορούσε να διανυθεί σε 5 ή 6 ώρες (g).
Η έλευση του Χριστού στη Βηθανία είναι δείγμα της εύνοιάς του προς τους εκεί φίλους, τους οποίους αγαπούσε και από τους οποίους μετά από λίγο θα αποχωριζόταν. Ήταν αυτή αποχαιρετιστήρια επίσκεψη. Ήλθε να τους αποχαιρετίσει και να απευθύνει σε αυτούς λόγους παρηγοριάς και ενίσχυσης για την ημέρα της δοκιμασίας που πλησίαζε. Ας μάθουμε λοιπόν ότι παρόλο που ο Χριστός αναχωρεί πρόσκαιρα από το λαό του, παρέχει σε αυτούς στοργικά δείγματα, από τα οποία πείθονται αυτοί, ότι ο Κύριός τους φεύγει με αγάπη και όχι με οργή.
(4)   Υποδηλώνει, ότι η Βηθανία ήταν τόπος ειδικού κινδύνου, εφόσον η ανάσταση του Λαζάρου είχε διεγείρει το μίσος των αρχιερέων και Φαρισαίων.
(5)   Επεξηγηματικοί προσδιορισμοί που βεβαιώνουν δύο γεγονότα, δηλαδή ότι ο Λάζαρος είχε πεθάνει και ότι ο Ιησούς ανέστησε αυτόν από τους νεκρούς (ο).

2 Ἐποίησαν(1) οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει(2)· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ(3).
2 Ετοίμασαν, λοιπόν, εκεί για χάρη του δείπνο, και η Μάρθα υπηρετούσε, ενώ ο Λάζαρος ήταν ένας απ’ αυτούς που παρακάθονταν μαζί με τον Ιησού στο δείπνο.
(1)  «Κάποιοι λένε ότι το δείπνο έγινε σε ξένο σπίτι» (Χ). Το ρήμα σε γ πληθ. αφήνει αόριστο το υποκείμενο. Για αυτό πολλοί από τους νεώτερους θεώρησαν ότι ο λαός της Βηθανίας (b) επειδή με το θαύμα ο Ιησούς τίμησε το χωριό τους, έκαναν το δείπνο. Ο Μάρκος καθορίζει στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται και από τη φράση «ο Λάζαρος ήταν ένας από αυτούς που κάθονταν μαζί με αυτόν», η οποία παρουσιάζει αυτόν ως προσκεκλημένο. Το ότι όμως η Μάρθα διακονούσε συμβιβάζεται φυσικότερα, εάν δεχτούμε, ότι αυτή ήταν στο σπίτι της (β).
(2)  «Φανέρωνε ότι το τραπέζι ήταν στο σπίτι της» (Θφ). «Εισάγει στη διήγηση την Μάρθα που από την αγάπη που είχε στο Χριστό διακονεί και υπηρετεί στους κόπους του τραπεζιού» (Κ). «Η Μαρία όμως δεν βοηθούσε· διότι ήταν μαθήτρια. Πάλι εδώ αυτή συμπεριφέρεται πιο πνευματικά» (Χ). Τα εδώ χαρακτηριστικά των δύο αδελφών είναι σύμφωνα με αυτά στο Λουκ. ι 40 και εξής. Ο Κύριος σε παλαιότερο χρόνο είχε κάνει παρατήρηση στη Μάρθα, διότι «ασχολούνταν με πολλή διακονία». Αλλά αυτή εξακολουθεί και τώρα να υπηρετεί τον Διδάσκαλο χωρίς να μοιάζει με μερικούς, οι οποίοι όταν μαλώνονται για κάποια υπερβολή τους, πέφτουν σε άλλη υπερβολή. Η Μάρθα θεωρούσε τιμή της να υπηρετεί τον Κύριο. Πράγματι· είναι ασύγκριτα προτιμότερο να είναι κάποιος υπηρέτης στο τραπέζι του Κυρίου παρά ναι είναι συνδαιτημόνας και φιλοξενούμενος στο τραπέζι ηγεμόνα και βασιλιά.
(3)  «Ανάμεσα στον αναστημένο Λάζαρο και τον θεραπευμένο από αυτόν Σίμωνα τον λεπρό, ο Κύριος κάθεται σαν ανάμεσα σε δύο τρόπαια της δόξας του» (Stier, Owen) δεδομένου ότι και τον Σίμωνα, όπως φαίνεται, ο Κύριος είχε θεραπεύσει από τη λέπρα του.
«Τρώει μαζί με το Λάζαρο, υπενθυμίζοντας με αυτό σε αυτούς που έβλεπαν, την θεοπρεπή του εξουσία» (Κ). «Προλαβαίνοντας κάθε υπόνοια, ότι ο Λάζαρος ως αναστημένος από τους νεκρούς ήταν φάντασμα, ήταν ένας από αυτούς που κάθονταν στο τραπέζι. Ήταν ζωντανός, μιλούσε και έτρωγε» (Αυ). Υπάρχει και η γραφή: εἷς ἦν εκ τῶν συνανακειμένων αὐτῷ.

3 Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν(1) μύρου νάρδου(2) πιστικῆς(3) πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας(4) τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς(5) τοὺς πόδας αὐτοῦ(6)· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου(7).
3 Τότε η Μαρία πήρε μια φιάλη από το πιο ακριβό άρωμα της νάρδου κι άλειψε τα πόδια του Ιησού. Έπειτα σκούπισε με τα μαλλιά της τα πόδια του, κι όλο το σπίτι γέμισε με την ευωδιά του μύρου.
(1)  Η ρωμαϊκή λίτρα υποδιαιρούνταν σε 12 ουγγιές και ισοδυναμούσε περίπου με 325 γραμμάρια (F) δηλαδή πάνω από 100 δράμια!
(2)  Ο όρος μύρο είναι γενικός και περιλαμβάνει όλα τα υγρά αρώματα, ο όρος νάρδος είναι ειδικός και καθορίζει το είδος του μύρου (g). Νάρδος είναι φυτό Ινδικό, γλυκύτατης οσμής, από το γένος το γνωστό με το γενικό όνομα Βαλεριάνα, από το οποίο παράγεται υγρό εύφλεκτο, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για παρασκευή πολυτιμότατου ελαίου. Για αυτό και νάρδος είναι και το νάρδειο έλαιο όπως εδώ (G).
(3)  «Δηλαδή ανόθευτο και με αξιόπιστη καθαρότητα» (Ζ). Πιστικός, πιστός, τον οποίο μπορεί κάποιος να εμπιστευτεί· («γυναίκα πιστική και νοικοκυρά και υπάκουη στον άνδρα» Αρτεμ. Ονειροκρ. 2,32)· συχνότερα συναντιέται έτσι στον Κεδρηνό· για εμπορεύματα σημαίνει δοκιμασμένος, γνήσιος, μη νοθευμένος. Η νάρδος λοιπόν νοθευόταν (G). Είναι απίθανη η παραγωγή της λέξης από το πίνω· όπως και από την περσική πόλη Πιστείρα ή Πίστα (g). Ο Dods βρήκε τη λέξη πιστακής που αναφέρεται στο φυτό Pistacia terebinthus, που φυτρώνει στην Παλαιστίνη και έτσι είναι σπάνιο, ώστε το από αυτό μύρο να είναι πολύτιμο (β).
(4)  Συνδυάζοντας την αφήγηση με αυτήν του Μάρκου και Ματθαίου πρέπει να συμπεράνουμε ότι ένα μέρος του μύρου πρώτα χύθηκε στο κεφάλι του Κυρίου. Αλλά η Μαρία «δεν τον πλησιάζει ως άνθρωπο, αλλά ως Θεό· διότι το μύρο για αυτό το έχυσε» (Χ) και «άλειψε τα πόδια του Ιησού ως δεσπότη της» (Ζ) «και σκούπισε με τις τρίχες του κεφαλιού της, πράγματα τα οποία έδειχναν ότι δεν είχε για αυτόν τέτοια γνώμη, όπως είχαν οι πολλοί» (Χ). Σαν το πολύτιμο μύρο να ήταν απλό και χωρίς αξία νερό χύνει αυτό στα πόδια και με τέτοια αφθονία ώστε τα πόδια ήταν σαν να μπήκαν σε λουτρό (g).
(5)  «Φανερώνοντας το μέγεθος της τιμής σε αυτόν» (Ζ). Στους Ιουδαίους θεωρούνταν εξευτελισμός για τη γυναίκα να παρουσιαστεί με μαλλιά λυτά και με τις τρίχες του κεφαλιού διασκορπισμένες. Η Μαρία λοιπόν με αυτό μαρτυρεί, ότι προκειμένου για τον Ιησού καμία θυσία δεν είναι πολύτιμη για το βαλάντιό της, καμία υπηρεσία οσοδήποτε εξευτελιστική δεν είναι προσβλητική όταν προσφέρεται στο πρόσωπό του (g).
Με την πράξη αυτή η Μαρία δείχνει προς τον Ιησού την ευγνωμοσύνη της. Είναι σπουδαιότερο το να ευχαριστούμε το Θεό για τις ευλογίες και χάριτες, τις οποίες πήραμε από αυτόν παρά να παρακαλάμε αυτόν από πριν να μας δώσει αυτές. Διότι αυτή η στο μέλλον αναφερόμενη προσευχή μας, αν και σωστή ως έκφραση εξάρτησής μας από το Θεό, εξακολουθεί να είναι εγωκεντρική σε κάποιο βαθμό. Διότι με την προσευχή αυτή ελπίζουμε κάτι να λάβουμε. Ενώ η ευχαριστία αναφέρεται σε δωρεές περασμένες και είναι περισσότερο ανιδιοτελής (τ). Δες ποια είναι η αγάπη προς τον Ιησού, την οποία εκδηλώνει η Μαρία. Είναι αγάπη γενναία. Εάν η Μαρία είχε και κάτι άλλο πολυτιμότερο να προσφέρει στον Ιησού, θα το πρόσφερε πρόθυμα, αφού αψηφά τη δαπάνη του μύρου, προκειμένου να αλείψει με αυτό τα πόδια του Ιησού. Είναι αγάπη ταπεινή. Ταπεινώνεται η Μαρία χύνοντας το μύρο στα πόδια του Ιησού και σκουπίζοντας με τις τρίχες του κεφαλιού της τα πόδια αυτά. Η αληθινή αγάπη, όπως δεν τσιγκουνεύεται δαπάνες, έτσι δεν λογαριάζει κόπους, θυσίες και ταπεινώσεις. Αποβλέποντας σε ό,τι ο Χριστός έκανε για εμάς, θα ήμασταν αμέτρητα και αχαρακτήριστα αχάριστοι, εάν θεωρούσαμε οποιαδήποτε κοπιαστική ή ταπεινωτική υπηρεσία βαριά για τον Ιησού.
(6)  Η επανάληψη δεν είναι τυχαία. Στο μέρος αυτό, το λιγότερο ευγενές του σώματός του, αποδίδει η Μαρία τον έκτακτο αυτόν σεβασμό. Κάθε λεπτομέρεια της αφήγησης αυτής αποπνέει την λατρεία, η οποία αποτελεί την ψυχή αυτής της πράξης. Ίσως η φήμη του σεβασμού, τον οποίο η αμαρτωλή γυναίκα στη Γαλιλαία είχε επιδείξει στον Ιησού, να έφθασε στα αυτιά της Μαρίας και δεν ήθελε αυτή, ώστε οι φίλοι του Διδασκάλου να πράξουν για τιμή του λιγότερα από εκείνο, το οποίο είχε πράξει μία ξένη (g).
(7)  Η λεπτομέρεια αυτή, που είναι αποκλειστική της αφήγησης του Ιωάννη, υποδηλώνει τον αυτόπτη, που ήταν παρών κατά την περίσταση αυτή και αισθάνθηκε την ευωδία (β). Όπου αναπαύεται ο Ιησούς σκορπίζεται άφθονη και ανείπωτη ευωδία. Όσοι λοιπόν υποδέχονται τον Ιησού στις καρδιές τους, βάζουν γλυκιά οσμή μέσα τους. Η παρουσία του Χριστού συνοδεύεται από μύρο αγαλλιάσεως, από ευωδία που προξενεί χαρά και αγαλλίαση στις καρδιές.

4 Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ(1), Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης(2), ὁ μέλλων(3) αὐτὸν παραδιδόναι(4)·
4 Λέει τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους μαθητές του, αυτός που σκόπευε να τον προδώσει:
(1)  Σύμφωνα με τους συνοπτικούς (Ματθ. κστ 8,Μάρκ. ιδ 4) «οι μαθητές» ή «κάποιοι αγανακτούσαν μέσα τους» για την σπατάλη από το μύρο. Φαίνεται ότι ο Ιούδας επέδρασε ως κακή ζύμη και στους υπόλοιπους μαθητές και συμπαρέσυρε αυτούς σε δυσαρέσκεια. Για αυτό ο Ιωάννης αναφέρει ειδικά αυτόν ως τον κύριο υποκινητή και πρωταίτιο. «Και όλοι μεν είπαν, αλλά οι άλλοι όχι με τέτοια διάθεση, όπως αυτός» (Θφ). Ήταν ένας από τους μαθητές του Χριστού. Όχι ένας ο οποίος τους έμοιαζε στις διαθέσεις και την ειλικρινή αφοσίωση στο διδάσκαλο, αλλά ένας από τον αριθμό τους. Είναι δυνατόν οι χειρότεροι των ανθρώπων να συγκαλύπτονται κάτω από το προσωπείο του αρίστου επαγγέλματος. Και υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι φαίνονται εξωτερικά ότι βρίσκονται σε στενές σχέσεις με το Χριστό, ενώ πραγματικά δεν έχουν καμία συμπάθεια προς αυτόν.
(2)  Δες στ 71 και την εκεί σημείωση. Υπάρχει και η γραφή: Ιούδας από Καρυώτου. Άλλη γραφή: Ιούδας ο Ισκαριώτης.
(3)  Είναι δυνατόν να υπαινίσσεται, ότι ο Ιούδας ήταν προορισμένος να παραδώσει τον Ιησού.
(4)  Με την επεξήγηση αυτή ο Ιωάννης αποκαλύπτει το χαρακτήρα του Ιούδα, που σημειώνεται τόσο δυνατά με την αντίθεση ανάμεσα στο υποκριτικά εκδηλούμενο άγιο ενδιαφέρον για τις ανάγκες των φτωχών και το σκοτεινό και προδοτικό σχέδιό του να παραδώσει αυτόν (ο).

5 διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη(1) τριακοσίων δηναρίων(2) καὶ ἐδόθη πτωχοῖς(30;
5 «Γιατί να μην πουληθεί αυτό το μύρο για τριακόσια αργυρά νομίσματα, και τα χρήματα να διανεμηθούν στους φτωχούς;»
(1)  «Επειδή ήταν φιλοχρήματος ο Ιούδας κατηγορεί τον τρόπο της τιμής. Γιατί δηλαδή, λέει, δεν έφερες λεφτά, για να μπορώ, εννοείται, να κλέψω, αλλά μύρο;» (Θφ).
(2)  Κάθε δηνάριο ισοδυναμούσε με 0,78 του φράγκου δηλαδή 300=234 χρυσά φράγκα (F)· ή σχεδόν με 260 φράγκα (g). Νόμισμα αργυρό που περιλάμβανε αρχικά 10 και έπειτα 16 ασσάρια, το καθένα από τα οποία ισοδυναμούσε με το 1/10 της δραχμής (G).
(3)  Απεχθής αδικία καλυπτόμενη κάτω από κάτι που φαίνεται αξιέπαινο, διότι ο σατανάς μεταμορφώνεται σε άγγελο φωτός. Αντί να ξοδευτεί άσκοπα το μύρο, γιατί να μην δοθεί η αξία του στους φτωχούς; Έχουμε εδώ τη σύνεση και πανουργία του κόσμου που επικρίνει τον ευσεβή ζήλο ότι προβαίνει σε σπατάλες ασύνετες. Εκείνοι, οι οποίοι υπερεκτιμούν τους εαυτούς τους καυχώμενοι για την κοσμική πολιτικότητα και ικανότητά τους, συγχρόνως όμως υποτιμούν τους άλλους για την πραγματική ευσέβειά τους, η οποία τους εμποδίζει να χρησιμοποιούν τα διπλωματικά τεχνάσματα της κοσμικής πονηρίας, έχουν μέσα τους περισσότερο το πνεύμα του Ιούδα από ό,τι οι ίδιοι φαντάζονται. Γιατί δεν δόθηκε στους φτωχούς; ρωτά ο Ιούδας. Ερώτημα στο οποίο θα ήταν εύκολο να απαντήσει κάποιος: Διότι ήταν καλύτερο να δοθεί στον Κύριο Ιησού. Δεν πρέπει να νομίζουμε, ότι δεν είναι θεάρεστες οι εκδηλώσεις και πράξεις εκείνες, μόνο και μόνο διότι δεν έγιναν όπως θα τις θέλαμε εμείς και με τον τρόπο με τον οποίο εμείς κρίνουμε ότι έπρεπε να γίνουν. Υπερήφανοι και εγωιστές άνθρωποι θεωρούν ως κακώς πληροφορημένο καθέναν, ο οποίος δεν συμβουλεύτηκε τη σοφία τους!

6 Εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ(1), ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν(2), καὶ τὸ γλωσσόκομον(3) εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα(4) ἐβάσταζεν(5).
6 Αυτό το είπε όχι γιατί νοιαζόταν για τους φτωχούς, αλλά γιατί ήταν κλέφτης και, καθώς διαχειριζόταν το κοινό ταμείο, συχνά κρατούσε για τον εαυτό του από τα χρήματα που έβαζαν σ’ αυτό.
(1)  «Τη μάλωσε ο Ιούδας με το πρόσχημα δήθεν της ευλάβειας» (Χ).
(2)  Πιο πιθανό φαίνεται ότι κατά τον χρόνο αυτόν κανείς από τους μαθητές δεν υποπτευόταν την τιμιότητα του Ιούδα, διότι αλλιώς κανείς δεν θα συμπαρασυρόταν από αυτόν στο να συμμεριστεί τις επικρίσεις του εναντίον της σπατάλης του μύρου (ο). Κάποιοι από τους νεώτερους κριτικούς απέδωσαν παράλογα την κρίση του Ιωάννη για τον Ιούδα στο στίχο αυτό, σε αίσθημα προσωπικού μίσους (g). Αυτού του είδους η κρίση ήταν φυσικό να εκφραστεί για συμμαθητή, που ανήκε στο στενό κύκλο των 12, από άλλον συμμαθητή που δεν υποπτευόταν μέχρι τέλους την τιμιότητά του και ξαφνικά αντιλαμβάνεται την πλάνη του και για αυτό αγανακτεί (β).
Στο ερώτημα: «Για ποιο λόγο τέλος πάντων, ενώ ήταν κλέφτης, τού ανέθεσε το ταμείο των φτωχών και τον έκανε διαχειριστή ενώ ήταν φιλάργυρος;» (Χ) δόθηκαν διάφορες απαντήσεις. Οι κυριότερες:
Ή, ο Ιούδας δεν ήταν εξ’ αρχής κλέφτης, αλλά είχε ικανότητα να εισπράττει και να διαχειρίζεται χρήματα. Ο πειρασμός όμως συνήθως έρχεται μέσα από εκείνο, για το οποίο είμαστε εκ φύσεως κατάλληλοι (Westcott,β).
Ή, ο Ιησούς έκρινε καλό να προκαλέσει την εκδήλωση του πάθους του Ιούδα, για να χρησιμοποιηθεί αυτή ως μέσο θεραπείας και να δώσει σε αυτόν την ευκαιρία να εργαστεί για διόρθωσή του (Hengstenberg).
Ή, ο Ιησούς ανέθεσε το ταμείο στον Ιούδα «για να αφαιρέσει κάθε δικαιολογία· διότι δεν μπορούσε να πει ότι το έκανε αυτό (την προδοσία), από έρωτα για τα χρήματα, αφού μπορούσε να παρηγορήσει αρκετά την επιθυμία του από το ταμείο» (Χ).
Ή, η ανάθεση του ταμείου στον Ιούδα έγινε από τους μαθητές και ο Κύριος δεν θέλησε να αναμιχθεί σε αυτήν (g).
Ή, ο Ιησούς ανέθεσε αυτό στον Ιούδα αρχικά λόγω του χαρίσματός του γύρω από τα οικονομικά, και ακολούθως, όταν εκείνος άρχισε να κλέβει, δεν θέλησε να επέμβει σε σχέση, στην οποία αναγνώρισε θείο σχέδιο (Weiss).
Ή, πιο σωστά, σε όλες τις παραπάνω εκδοχές υπάρχουν στοιχεία αλήθειας «αλλά τον απόρρητο λόγο τον ξέρει ο Θεός» (Χ).
(3)  Αντί για την παλαιότερη λέξη γλωσσοκομείον ή γλωσσοκόμιον η λέξη προέρχεται από το γλώσσα και κομέω=μικρή θήκη, στην οποία οι αυλητές φύλαγαν τις γλωσσίδες των αυλών. Έπειτα σημαίνει και το κιβώτιο το προορισμένο για άλλες χρήσεις. Ειδικά το κιβώτιο, το μαρσίπιο, στο οποίο έμπαινε το αργύριο (G). Με την τελευταία αυτή έννοια βρίσκεται και στο Β΄ Παραλ. κδ 8,10 («έβαλαν στο γλωσσόκομο»). Στη ραββινική γραμματεία βρίσκεται η λέξη μεταγραμματισμένη στο εβραϊκό για να δηλώσει θήκη που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση κάποιου πολύτιμου πράγματος όπως χειρόγραφο του νόμου, όταν ο κάτοχός του ταξίδευε ή και φέρετρου που περιείχε πτώμα (χ).
(4)  Δηλαδή τα χρήματα που ρίχνονταν στο κιβώτιο από τους φίλους και από αυτούς που πρόθυμα πρόσφεραν (β). Το ταμείο του Ιησού και των μαθητών του ήταν αναμιγμένο με αυτό των φτωχών (Ιω. ιγ 29), τροφοδοτούμενο από εκούσιες εισφορές· δες Λουκ. η 1-3 (g). Δες την οικονομική κατάσταση του Ιησού και της συνοδείας του. Δεν είχαν ούτε αγροκτήματα, ούτε αποθήκες, αλλά μόνο ένα μικρό κιβώτιο, στο οποίο ρίχνονταν εισφορές, ώστε από αυτές να ζουν ο Κύριος και οι μαθητές του, και κάθε περίσσευμα δινόταν στους φτωχούς. Όλα τα δικά μου τα κουβαλάω μαζί μου. Όλη η περιουσία μου συνίσταται σε ό,τι κουβαλάω πάνω μου. Μη γογγύζεις λοιπόν για το ότι δεν έχεις πλούτη. Συμμορφώσου αγόγγυστα σε απλό και απέριττο τρόπο ζωής ενθυμούμενος, ότι έτσι έζησε και ο Κύριός μας.
(5)  Μάλλον με κακή έννοια=συνήθιζε να βάζει για τον εαυτό του κρυφά και με κλεψιά (G)· άρπαζε και υπεξαιρούσε· «έκλεβε αυτά που έμπαιναν» (Θφ). Έτσι λέγεται και στον Διογένη τον Λαέρτιο (IV,59 «όσα ήθελε τα βάσταζε») και στους παπύρους σύμφωνα με παραθέσεις του Deissmann (β). Μπορούμε όμως να το πάρουμε και με τη συνηθισμένη έννοια, οπότε δεν υπάρχει περίπτωση ταυτολογίας στα 2 ρήματα είχε… και εβάσταζε. Διότι το μεν ε ί χ ε αναφέρεται στη γενική φροντίδα και επιτήρηση των εισφορών που κατατίθενταν στην φύλαξη από αυτόν· ενώ το ε β ά σ τ α ζ ε στην μεταφορά του κιβωτίου από τόπο σε τόπο (ο).

7 Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς(1)· ἄφες(2) αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό(3).
7 Είπε τότε ο Ιησούς: «Άφησέ την ήσυχη· αυτό που κάνει είναι για την ημέρα του ενταφιασμού μου.
(1)  «Ο Κύριος διακηρύττει την γυναίκα ελεύθερη από κάθε κατηγορία, με τα λόγια με τα οποία συγκαλυμμένα ελέγχει τον προδότη» (Κ). «Δεν έκανε ο Χριστός παρατήρηση στον Ιούδα για την πρόθεσή του από πολλή μακροθυμία θέλοντας να επιστρέψει αυτός» (Ζ).
(2)  Σε ενικό που απευθύνεται στον Ιούδα.
(3)  Αυτή η γραφή είναι λιγότερο μαρτυρημένη αλλά πιο σωστή. Η έννοια: Έχει φυλάξει το μύρο αυτό για να συμβολίσει την ταφή μου και για να προλάβει και να πραγματοποιήσει από πριν την ετοιμασία της (F). «Σαν να προφητεύει το θάνατό μου που πλησιάζει» (Ζ). Η Μαρία δεν είχε βεβαίως την πρόθεση, ώστε το μύρο αυτό να το χρησιμοποιήσει για την ταφή του Κυρίου, σαν να την προαισθανόταν. Αλλά όταν μετέπειτα θα σκεφτόταν αυτήν την έννοια, την οποία τώρα ο Κύριος αποδίδει στην πράξη της, πρέπει να αισθανόταν ότι άλλα λόγια δεν θα εξέφραζαν καλύτερα εκείνο, που θα έκανε αυτή, εάν τη στιγμή εκείνη του δείπνου γνώριζε, ότι μετά από μία βδομάδα ο διδάσκαλος θα ενταφιαζόταν (ο).
Περισσότερο μαρτυρημένη γραφή «ίνα εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τηρήση αυτό» την οποία υιοθετεί και η Βουλγάτα (η λατινική μετάφραση). Ίσως προήλθε από κακή διόρθωση αντιγραφέων, που είχαν κατά νου, ότι δεν χρησιμοποιούνται μύρα για άνθρωπο ζωντανό, πριν την ταφή του. Η πιο σωστή ερμηνεία της γραφής: Άφησέ την, για να φυλάξει το υπόλοιπο του μύρου (του οποίου μόνο μέρος είχε μέχρι τη στιγμή εκείνη χρησιμοποιηθεί) για την ημέρα της ταφής μου (β). Ενταφιασμός=η με μύρα ετοιμασία του νεκρού και γενικώς οι προπαρασκευές για την ταφή (g). Ο Κύριος συχνά θυμάται τον θάνατο και την ταφή του. Θα ήταν καλό και ωφέλιμο να θυμόμαστε, ότι θα έλθει και για μας η ημέρα του θανάτου και της ταφής μας. «Με τα λόγια που είπε σχετικά με τον ενταφιασμό, ντροπιάζει τον Ιούδα, επειδή λόγω αισχροκέρδειας επρόκειτο να προδώσει τον διδάσκαλο» (αμ). «Και αναφέρει τον ενταφιασμό, χτυπώντας την ασύνετη καρδιά του, μήπως και διορθωθεί» (Θφ).

8 Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν(1), ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε(2).
8 Οι φτωχοί πάντοτε θα υπάρχουν κοντά σας, εμένα όμως δε θα με έχετε πάντοτε».
(1)  «Παρατίθενται και εδώ τα λόγια όπως και στο Ματθαίο (κστ 11) και αποσιωπούνται, όπως και εκεί, τα λόγια που προσθέτονται από τον Μάρκο (ιδ 7) «και όταν θέλετε, μπορείτε να τους ευεργετήσετε». Η έννοια του στίχου:
«Ο χρόνος που έχει καθοριστεί για την τιμή σε εμένα, δηλαδή ο χρόνος που ζω πάνω στη γη, δεν απαιτεί να προτιμάτε από εμένα τους φτωχούς» (Κ). Εάν πράγματι οι φτωχοί αποτελούν το αντικείμενο της φροντίδας σας, θα είναι πάντοτε καιρός να ασκείτε προς αυτούς την γενναιοδωρία σας· το πρόσωπό μου όμως μετά από λίγο θα αρπαχτεί από τις θερμές φροντίδες της αγάπης σας (g). Αναγωγική ερμηνεία: «Είναι αξιολογότατη μεν η φιλοπτωχία, αλλά να μπαίνει πίσω από το σεβασμό στο Θεό. Όταν λοιπόν υπάρχει ανάγκη λατρείας ή υμνωδίας, πρέπει να προτιμούμε αυτές από την αγάπη στους φτωχούς· διότι μπορούμε να ευεργετούμε μετά τις πνευματικές λειτουργίες» (Κ). «Το να φέρουμε δώρα στο Θεό, πρέπει να είναι προτιμότερο από τους φτωχούς» (αμ). Απαιτείται σύνεση και διάκριση κατά τις περιστάσεις, στις οποίες παρουσιάζεται σύγκρουση καθηκόντων, ώστε προκειμένου να κρίνουμε ποιο από αυτά να προτιμήσουμε, να αποφασίζουμε αυτό σύμφωνα με τις παρουσιαζόμενες περιστάσεις. Οι ευκαιρίες πρέπει πάντοτε να μην αφήνονται ανεκμετάλλευτες. Εκείνες μάλιστα πρωτίστως πρέπει να προτιμούνται, οι οποίες φεύγουν επειγόντως και έχουν τη διάρκειά τους μικρή. Καθήκον, το οποίο μπορεί να επιτελεστεί σε οποιοδήποτε χρόνο, ενδείκνυται να παραχωρεί τη θέση του στο καθήκον, του οποίου η επιτέλεση επιβάλλεται να γίνει ακριβώς τώρα.
(2)  «Έβαλε μέσα τους υπενθύμιση για την μετά από λίγο σφαγή του» (Ζ). «Σαν να έλεγε· είμαι δυσάρεστος και φορτικός, αλλά περίμενε λίγο και θα φύγω» (Χ), «αφού εσύ θα κατασκευάσεις το θάνατό μου» (Θφ).

9 Ἔγνω οὖν(1) ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων(2) ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον(3) οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.
9 Πλήθος πολύ από τους Ιουδαίους της πόλεως έμαθαν ότι ο Ιησούς βρίσκεται εκεί και ήρθαν για να δουν όχι μόνο αυτόν αλλά και το Λάζαρο, που τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς.
(1)  Η φήμη του δείπνου στη Βηθανία διαδόθηκε γρήγορα και οι προσκυνητές που ήλθαν από την Ιεριχώ στα Ιεροσόλυμα ανήγγειλαν ότι ο Ιησούς παρέμεινε στη Βηθανία.
(2)  Δηλαδή από το λαό της Ιουδαίας (β), από τους Ιουδαίους, οι οποίοι ήταν οι αντιπρόσωποι της παλαιάς τάξης των πραγμάτων. Ακριβώς για αυτό ερεθίστηκαν οι άρχοντες των Ιουδαίων· διότι ο πληθυσμός της Ιουδαίας, πάνω στον οποίο αυτοί υπολόγιζαν πάντοτε σαν σε αντίρροπο του πληθυσμού της Γαλιλαίας, αρχίζει τώρα να τους εγκαταλείπει (g).
«Όπως ακριβώς ο πλούτος, αυτούς που δεν προσέχουν συνηθίζει να τους παρασέρνει, έτσι και η εξουσία. Διότι ο μεν πλούτος οδηγεί σε πλεονεξία, ενώ η εξουσία σε αλαζονεία. Πρόσεχε λοιπόν ότι το μεν πλήθος των Ιουδαίων που ήταν κάτω από εξουσία, είναι υγιές, ενώ οι άρχοντες διεφθαρμένοι» (Χ).
Πόσο μάταιες και ανεπιτυχείς υπήρξαν μέχρι τη στιγμή αυτή οι εναντίον του Χριστού απόπειρές τους. Έπραξαν το παν για να αποξενώσουν το λαό από τον Ιησού, και όμως πολλοί από τους Ιουδαίους, τους γείτονές τους, τους θαυμαστές τους, τα δημιουργήματά τους, συναρπάστηκαν τόσο πολύ από την πειστική απόδειξη των θαυμάτων του Ιησού, ώστε αποσχίστηκαν από το κόμμα των Φαρισαίων και αρχιερέων και ήλθαν προς τον Ιησού.
(3)  «Επειδή ήταν παράδοξο το θαύμα ένιωσε κατάπληξη ο όχλος και αυτό το γεγονός που άκουσαν, ήθελαν να το δουν και με τα μάτια τους για πιο βέβαιη πίστη» (Κ), «ίσως επειδή προσδοκούσαν να ακούσουν και από το Λάζαρο κάτι σχετικά με τον Άδη» (Θφ). Ότι η πρόθεση των επισκεπτών αυτών τουλάχιστον σε μεγάλο μέρος δεν υπήρξε αρχικά πονηρή ούτε το ελατήριο που τους ώθησε σε επίσκεψη μία απλή περιέργεια, φαίνεται από το σ. 11, όπου ο αριθμός αυτών που από αυτούς πίστεψαν στον Ιησού εξαιτίας του Λαζάρου δίνεται ως αιτία του νέου φονικού συμβουλίου των αρχιερέων (ο).

10 Ἐβουλεύσαντο(1) δὲ οἱ ἀρχιερεῖς(2) ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν(3),
10 Γι’ αυτό οι αρχιερείς αποφάσισαν να σκοτώσουν και το Λάζαρο,
(1)  Δεν δηλώνει απλή ανταλλαγή γνωμών, αλλά συσκέψεις (όχι σε επίσημη φαίνεται συνεδρία του συνεδρίου) με ορισμένη κατεύθυνση που κατέληξε σε απόφαση (κ).
(2)  Οι οποίοι πιθανότατα επειδή ανήκαν στη μερίδα των Σαδδουκαίων, οι οποίοι δεν δέχονταν την ανάσταση των νεκρών, είχαν λόγω αυτού και προσωπικό λόγο, που τους ωθούσε στην εξόντωση του Λαζάρου που αναστήθηκε από τους νεκρούς (ο).
(3)  «Όντας σε πλήρη σύγχυση από το φθόνο, σχεδιάζουν φόνο πάνω σε φόνο, θεωρώντας ότι μαζί με τον φονευμένο (Λάζαρο) θα φονευτεί και η δύναμη του παράδοξου συμβάντος, ώστε να ανακόψουν τους λαούς που έτρεχαν στην πίστη στο Χριστό» (Κ).
«Τον μεν Χριστό ζητούσαν να τον φονεύσουν προφασιζόμενοι ότι παραβιάζει το Σάββατο και ότι κάνει τον εαυτό του ίσο με το Θεό… Τον Λάζαρο όμως γιατί; Διότι ξανάζησε; Και ποιο έγκλημα είναι το να ξαναζήσει κανείς; Το παν λοιπόν ήταν φθόνος!» (Ζ).
Ο Λάζαρος προσελκύοντας διαρκώς πολλούς προς τον εαυτό του, και προκαλώντας έτσι την εξάπλωση της πίστης στο Χριστό, γίνεται, όπως ήταν επόμενο, αντικείμενο άσπονδου μίσους των αρχόντων των Ιουδαίων (κ). Πόσο παράλογη και ανόητη υπήρξε η απόφασή τους να φονεύσουν το Λάζαρο. Δείγμα της πιο θηριώδους λύσσας. Έμοιαζαν με άγριο ταύρο που μπλέχτηκε σε δίχτυ, γεμάτο μανία. Σημάδι ότι ούτε το Θεό φοβούνταν, ούτε τους ανθρώπους ντρέπονταν. Εάν φοβούνταν το Θεό, δεν θα προέβαιναν σε τέτοια προκλητική και ασεβή ενέργεια εναντίον του. Ο Θεός θέλησε να ζήσει ο Λάζαρος με θαύμα. Και αυτοί θέλουν να τον φονεύσουν λόγω της μοχθηρίας και κακεντρέχειάς τους. Φωνάζουν: Πάρτον αυτόν, δεν πρέπει να ζει, την ώρα που ο Θεός τον επανέφερε τετραήμερο από τον τάφο, διακηρύττοντας έτσι ότι ο Λάζαρος έπρεπε να ζει. Τι άλλο υπήρξε η απόφασή τους αυτή παρά πρόκληση και επανάσταση εναντίον του Θεού; Δεν σκέφτονται ποιος έχει τα κλειδιά του θανάτου και του τάφου. Τα έχουν αυτοί ή ο Θεός;
«Ω τυφλή κακία! Ο Χριστός ο οποίος μπόρεσε να αναστήσει νεκρό, δεν θα μπορούσε να αναστήσει και φονευμένο. Ανόητη κακία, η οποία υποθέτει ότι ο Χριστός ο οποίος μπόρεσε να αναστήσει έναν ο οποίος πέθανε θάνατο φυσικό, δεν θα μπορούσε να αναστήσει και έναν ο οποίος σφάχτηκε» (Αυ).
Αλλά ούτε τους ανθρώπους ντρέπονταν. Διότι πως ήταν δυνατόν να αποφασίσουν την εσχάτη των ποινών για ένα άνθρωπο τελείως αθώο, τον οποίο για κανένα έγκλημα ή παρεκτροπή δεν μπορούσαν να κατηγορήσουν;

11 ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν(1) ὑπῆγον(2) τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον(3) εἰς τὸν Ἰησοῦν.
11 επειδή εξαιτίας του πολλοί Ιουδαίοι εγκατέλειπαν αυτούς και πίστευαν στον Ιησού.
(1)  Δηλαδή τον Λάζαρο, ο οποίος ήταν ζωντανός μάρτυρας της υπερφυσικής δύναμης του Ιησού. «Αυτό που κατεξοχήν τους δάγκωνε, ήταν ότι ενώ είχε αρχίσει η γιορτή όλοι έτρεχαν στη Βηθανία και γίνονταν ακροατές του θαύματος και αυτόπτες του αναστημένου» (Θφ).
(2)  Ή, στη Βηθανία, οπότε η πρόθεση (υπό) σημαίνει εδώ το αθόρυβο, το μυστικό, διότι δεν τολμούσαν λόγω της εχθρότητας των αρχιερέων προς τον Ιησού, να μεταβούν με διαδήλωση (ο,g), ή λιγότερο πιθανή εκδοχή, το ὑπῆγον έχει την έννοια του αποχωρούσαν και αποσπώνταν από την μερίδα των αρχιερέων και πίστευαν στον Ιησού (β).
(3)  Παρατατικός=άρχιζαν να πιστεύουν (β).

Ἡ θριαμβευτικὴ εἴδοσος εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα

12 Τῇ ἐπαύριον(1) ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν(2), ἀκούσαντες(3) ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα(4),
12 Την άλλη μέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει για τη γιορτή του Πάσχα, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα,
(1)  Δες και Ματθ. κα 1-11, Μάρκ. ια 1-10 και Λουκ. ιθ 29-38 και τις εκεί ερμηνευτικές σημειώσεις. Την επομένη της ημέρας κατά την οποία παρατέθηκε το δείπνο στη Βηθανία: δηλαδή στη δική μας Κυριακή, εάν δεν συμπεριλάβουμε την 14η Νισάν στις 6 ημέρες πριν το Πάσχα (σ. 1) ή τη Δευτέρα, εάν συμπεριλάβουμε αυτήν.
(2)  Πρέπει λοιπόν να υπήρξαν Γαλιλαίοι μάλλον παρά κάτοικοι της Ιερουσαλήμ (b). Δεν πρέπει ο όχλος αυτός να συγχέεται με αυτόν στο σ. 9, ο οποίος, όπως σημειώθηκε, ήταν από τους Ιουδαίους. Ίσως αυτοί που λόγω της γιορτής ήλθαν στα Ιεροσόλυμα ήταν περισσότερο θρησκευόμενοι από αυτούς που κατοικούσαν στην πόλη. Όσο περισσότερο σεβασμό έχει κάποιος στο Θεό και γενικά στη θρησκεία, τόσο είναι περισσότερο διατεθειμένος να υποδεχτεί το Χριστό και τη θρησκεία του. Είναι αξιοσημείωτο και το ότι όχι οι άρχοντες και οι της ανώτερης τάξης βγαίνουν για να υποδεχτούν τον Ιησού, αλλά ο όχλος. Πράγματι ο Χριστός «τα αδύναμα και τα ανόητα του κόσμου διάλεξε» (Α΄Κορ. α 27) και τιμάται περισσότερο από το πλήθος παρά από το μεγαλείο των ακολούθων του. Από αυτό συμπεραίνουμε, ότι ο Κύριος πέρασε και τη νύχτα ολόκληρη στη Βηθανία. Όπως επίσης μπορούμε να συμπεράνουμε από την αφήγηση του Μάρκου (ια 11 «ήταν ήδη απόγευμα στην ώρα») η είσοδος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα σημειώθηκε κατά το απόγευμα.
(3)  Άκουσαν από αυτούς που επισκέφτηκαν την προηγούμενη ημέρα τη Βηθανία, ότι ο Ιησούς ήταν εκεί και ότι ετοιμαζόταν να μπει στα Ιεροσόλυμα.
(4)  «Αφού αναχώρησε για λίγο στην έρημο ο Κύριος, ώστε να σβήσει το θυμό των φονιάδων, πάλι με θάρρος μπαίνει και εμφανίζεται σε όλους. Διότι είχε φτάσει ο καιρός του πάθους και δεν έπρεπε πλέον να κρύβεται, αλλά να δώσει τον εαυτό του για τη σωτηρία του κόσμου» (Θφ).

13 ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων(1) καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον(2)· ὡσαννά(3), εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ(4).
13 πήραν κλαδιά φοινικιάς, και βγήκαν από την πόλη να τον προϋπαντήσουν κραυγάζοντας: Δόξα στο Θεό! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! Ευλογημένος ο βασιλιάς του Ισραήλ!
(1)  Με άρθρο μάλλον για να σημάνει τα κλαδιά των φοινίκων, τα οποία ορθώνονταν στο δρόμο (g). «Βάϊς είναι ραβδί φοίνικα και το βάγι» (Ησύχιος). Η προσθήκη «των φοινίκων» είναι πλεονασμός, που έγινε από τον Ιωάννη για τους αναγνώστες που αγνοούσαν τον τεχνικό αυτό όρο. Σύμφωνα με το Αποκ. ζ 9 οι μάρτυρες παρουσιάζονται να έχουν στα χέρια βάγια ως σύμβολο της νίκης τους εναντίον του κόσμου. Σύμφωνα με το Α΄ Μακ. ιγ 51 ο Σίμων μπαίνει θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα με δοξολογία και βάγια και με κύμβαλα και κιθάρες και με ύμνους και με ωδές, διότι συντρίφτηκε εχθρός μεγάλος από τον Ισραήλ (β). Σύμφωνα με το Λευϊτ. κγ 40 επικράτησε στη γιορτή της σκηνοπηγίας να γίνονται γύρω από το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων λιτανείες με βάγια (g).
«Τα κλαδιά των φοινίκων είναι δοξολογικά σύμβολα της νίκης» (Αυ). «Επειδή οι όχλοι ήταν πιο υπάκουοι και επειδή ελκύστηκαν από το θαύμα που έκανε, υποδέχτηκαν το Χριστό με βάγια, υμνώντας αυτόν επειδή είχε νικήσει το θάνατο» (Κ). Υποδέχονται αυτόν θριαμβευτικά αναγνωρίζοντας αυτόν ως τον αναμενόμενο Μεσσία.
«Πήραν λοιπόν τα βάγια των φοινίκων… δείχνοντας, ότι τον θεωρούσαν ανώτερο από προφήτη» (Χ).
Ο τρόπος με τον οποίο εκδήλωναν τον σεβασμό τους και την αναγνώρισή τους ήταν πρόχειρος και απλός, αλλά ταυτόχρονα θερμός και ενθουσιώδης. Δεν είχαν τα κλειδιά της πόλης, για να παραδώσουν αυτά σε αυτόν, ούτε σπαθί ή σκήπτρο για να προβάλλουν αυτό μπροστά του, ούτε μουσική και συμφωνία οργάνων, ώστε και με τον ήχο σαλπίγγων και κυμβάλων να διεγείρουν τον λαϊκό ενθουσιασμό. Παρά ταύτα τα πλήθη αυτά ήταν κατά τη στιγμή αυτή μία αμυδρή απεικόνιση της ένδοξης εκείνης συνοδείας, την οποία είδε ο Ιωάννης «μπροστά στο θρόνο και μπροστά στο αρνί» (Αποκ. ζ 9,10). Δεν ήταν μεν τα πλήθη αυτά μπροστά στο θρόνο, ήταν όμως μπροστά στο αρνί, το πασχάλιο αρνί, το οποίο λίγες μέρες πριν το Πάσχα έμπαινε στην άκρη προκειμένου να θυσιαστεί. Επιπλέον κρατούν και τα πλήθη αυτά όπως η ουράνια συνοδεία βάγια φοινίκων, σύμβολο της νίκης και του θριάμβου. Πράγματι ο Χριστός με το θάνατό του ερχόταν να νικήσει τις αρχές και τις εξουσίες και συνεπώς ήταν πρέπον να σείουν κατά την έλευσή του τα βάγια των φοινίκων.
(2)  Υπάρχει και η γραφή: Εκραύγαζον λέγοντες: Οι επευφημίες με τις οποίες ο λαός χαιρετίζει τον Ιησού έχουν ληφθεί από τον ριζ (ριη) ψαλμό, ιδίως μάλιστα οι σ. 25,26. Ο ψαλμός αυτός φτιάχτηκε πιθανώς για τα εγκαίνια του δεύτερου ναού και τα λόγια που παρατίθενται αναφέρονταν στην πομπή η οποία έγινε δεκτή από τους ιερείς κατά την άφιξή της στο ναό. Πολλές παραπομπές σε αυτόν τον ψαλμό, που γίνονταν από τους ραββίνους, δείχνουν, ότι ο ψαλμός θεωρούνταν μεσσιανικός. Κάθε Ισραηλίτης γνώριζε από έξω τα λόγια αυτά, διότι ψάλλονταν κατά τις λιτανείες της γιορτής της σκηνοπηγίας και το Πάσχα κατά το πασχάλιο δείπνο (g).
(3)  Οι Ο΄μεταφράζουν «σώσε λοιπόν», οπότε αποτελεί ικετευτική επίκληση προς το Θεό από το θεοκρατικό λαό υπέρ του βασιλιά Μεσσία. Δες Ματθ. κα 9 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(4)  Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ή ευλογημένος εν ονόματι Κυρίου σύμφωνα με τα Δευτ. κα 5,Β΄ Βασ. στ 18,Δ΄ Βασ. β 24 (β). Ή, πιο φυσικά, πρέπει να συνδέσουμε το εν ονόματι Κυρίου (= «στο όνομα του Θεού Πατέρα» (Αυ) με το ερχόμενος, οπότε «άριστος οδηγός για να καταλάβουμε την έννοια, είναι τα ίδια του τα λόγια: Εγώ έχω έλθει στο όνομα του πατέρα μου… Από τη μία είναι ίσος με τον Πατέρα, και από την άλλη εξομοιώθηκε με εμάς. Ως ίσος με τον Πατέρα έφερε εμάς στην ύπαρξη· ως όμοιος με εμάς, μάς λύτρωσε» (Αυ). «Έχει έλθει στο όνομα του Κυρίου» (Κ).
Η φράση δείχνει κατά τρόπο γενικό τον κατεξοχήν θείο απεσταλμένο. Ειδικεύεται όμως η έννοιά της με την ακόλουθη φράση «ο βασιλιάς του Ισραήλ». «Αυτός που έρχεται, λέει, όχι αυτός που οδηγείται. Διότι το ένα είναι κάπως δουλικό, ενώ το άλλο εξουσιαστικό, το ότι έρχεται. Και με το να πουν όμως «στο όνομα του Κυρίου» αυτό το ίδιο φανερώνουν, το ότι είναι αυτός αληθινός Θεός. Διότι όχι στο όνομα δούλου, αλλά του Κυρίου λένε ότι έρχεται. Και ακόμα φανερώνουν ότι δεν είναι αντίθεος, αλλά ήλθε στο όνομα του Πατέρα. Και βασιλιά του Ισραήλ επίσης αποκαλούσαν αυτόν, φανταζόμενοι ίσως αισθητή βασιλεία. Διότι προσδοκούσαν ότι θα εμφανιστεί κάποιος βασιλιάς ανώτερος από την ανθρώπινη φύση, ο οποίος πρόκειται να τους σώσει από την εξουσία των Ρωμαίων» (Θφ).
Ο λαός στο πρόσωπο του Ιησού χαιρετούσε και επευφημούσε τον Μεσσία που στάλθηκε από το Θεό. «Τον έλεγαν βασιλιά δικό τους, παραδεχόμενοι την κυριότητα του Χριστού» (Κ). Δεν είναι πλέον ανάγκη να ξεφύγει από το ζήλο εκείνων, οι οποίοι θα ήθελαν να ανακηρύξουν αυτόν βασιλιά, όπως έκανε άλλοτε μετά την διατροφή των 5000. Θα διακηρύξει όμως αυτός τον τρόπο και τη φύση της βασιλείας του (τ).

14 Εὑρὼν(1) δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον(2) ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό(3), καθώς ἐστι γεγραμμένον(4)·
14 Ο Ιησούς είχε βρει ένα γαϊδουράκι και κάθισε πάνω του, όπως λέει η Γραφή:
(1)  «Ο μεν Ματθαίος λοιπόν είπε αναλυτικότερα τα σχετικά με το πουλάρι, ενώ ο Ιωάννης ήλθε σε αυτό το πιο καίριο σημείο της υπόθεσης, το οποίο συνηθίζει να κάνει» (Κ). Οι άλλοι ευαγγελιστές «λένε ότι έστειλε μαθητές και είπε: Λύστε την όνο και το πουλάρι. Αυτός όμως δεν λέει τίποτα τέτοιο, αλλά ότι αφού βρήκε πουλαράκι, κάθισε πάνω του… Και τα δύο ήταν λογικό να γίνουν, και να έλυσαν οι μαθητές το πουλάρι και να το οδηγούσαν, και να βρήκε το πουλάρι και να κάθισε σε αυτό» (Χ). «Αφού λύθηκε δηλαδή από τους μαθητές και οδηγήθηκε, το βρήκε» (Θφ). Το «εὑρὼν» δεν σημαίνει βρήκε χωρίς αναζήτηση· ας θυμηθεί ο καθένας το Εύρηκα του Αρχιμήδη (g).
(2)  Δεν αντιτίθεται τόσο στο όνος όσο στο υπερήφανο άλογο, το οποίο ουδέποτε ο Κύριος χρησιμοποίησε (b).
(3)  Ο Ιησούς δεχόμενος την από το λαό υποδοχή ως αναγνώριση της μεσσιακής του ιδιότητας κατά τις παραμονές του θανάτου του, μετά τον οποίο θα θριάμβευε το βασιλικό του αξίωμα, κάθεται πάνω στο πουλάρι, για να ξεχωρίσει έτσι ανάμεσα στο λαό που τον κύκλωνε. «Επειδή τον περιτριγύριζε με τιμή πολύ πλήθος και τον επευφημούσε, από άκρα μετριοφροσύνη κάθισε σε γάιδαρο… χωρίς να απομακρύνεται σε τίποτα από τα όντως αναγκαία» (Κ).
(4)  Στο Ζαχαρίου θ 9. Η παράθεση γίνεται όμως εδώ συντομευμένα, διότι ο ευαγγελιστής ενδιαφέρεται μόνο να διαπιστώσει τη γενική συμφωνία μεταξύ της προφητείας και της εκπλήρωσής της (g).

15 μὴ φοβοῦ(1), θύγατερ Σιών(2)· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου(3).
15 Μη φοβάσαι θυγατέρα μου, πόλη της Σιών· να που έρχεται σ’ εσένα ο βασιλιάς σου, σε γαϊδουράκι πάνω καθισμένος.
(1)  Αντί για το «χαίρε σφόδρα» που είναι στο πρωτότυπο σύμφωνα με τους Ο΄. Και με το «μη φοβάσαι» το ίδιο συναίσθημα εκφράζεται, αλλά λιγότερο έντονα και σε μικρότερο βαθμό (g). Η μεγαλειότητα τέτοιου βασιλιά μπορεί να διεγείρει φόβο, αλλά η πραότητά του, στην οποία ανταποκρίνεται ο τρόπος της εισόδου του, απομακρύνει το φόβο (b). «Μη φοβάσαι· διότι είναι πράος και όχι όπως οι πολλοί από αυτούς που βασίλεψαν σε σένα, άγριος και άδικος και τύραννος» (Ζ). «Δεν μπήκε σέρνοντας από πίσω του στρατό, αλλά έχοντας ως άρμα ένα γαϊδουράκι» (Θφ). «Να χαίρεσαι πολύ». «Μη φοβάσαι». Οι φόβοι από την απιστία είναι εχθροί της πνευματικής χαράς. Όταν αυτοί θεραπευτούν και κατανικηθούν, η χαρά θα κυριαρχήσει εκεί όπου προκαλούνταν ταραχή από τους φόβους. Ο Χριστός λοιπόν ήλθε, για να κατασιγάσει τους φόβους του λαού του και να σκορπίσει σε αυτόν την χαρά.
(2)  Η έκφραση αυτή σημαίνει τον πληθυσμό της πόλης Σιών, η οποία προσωποποιείται (g). Αυθεντική γραφή: θυγάτηρ Σιών.
(3)  Και αν ο Ιησούς δεν έμπαινε ποτέ με αυτόν τον τρόπο στην Ιερουσαλήμ, η προφητεία αυτή θα πραγματοποιούνταν. Διότι ολόκληρη η δράση του στο Ισραήλ υπήρξε εκπλήρωσή της. Επαληθεύοντας όμως και κατά λέξη τον συμβολισμό που χρησιμοποίησε ο προφήτης, θέλησε να κάνει αισθητότερη την πνευματική και αληθινή εκπλήρωση της προφητείας (g). Το ἐπὶ πῶλον ὄνου ερμηνεύτηκε και αλληγορικά:
«Με το πουλάρι, πάνω στο οποίο κανείς δεν είχε μέχρι τότε καθίσει, (διότι έτσι αναφέρεται από τους άλλους ευαγγελιστές), πρέπει να εννοήσουμε τα έθνη, τα οποία δεν είχαν δεχτεί το νόμο του Κυρίου» (Αυ). «Διότι το γαϊδούρι δεν είναι καθαρό ζώο σύμφωνα με το νόμο» (Απ.).
Δείχνει με αυτό ο Χριστός «ότι νέο λαό, που προέρχεται από τα έθνη και είναι ακάθαρτος, πρόκειται να υποτάξει στον εαυτό του και να τον ανεβάσει στο αξίωμα της δικαιοσύνης και στην ουράνια Ιερουσαλήμ, της οποίας τύπος είναι η επίγεια… Ονομάζει επίσης πουλάρι το γαϊδούρι, επειδή ο λαός από τα έθνη ήταν αγύμναστος στην πίστη που οδηγεί στην ευσέβεια» (Κ).
Ο Χριστός είναι βασιλιάς της Σιών. Το όρος Σιών ήταν από παλιά καθορισμένο ως μητρόπολη και πρωτεύουσα του Μεσσία. Ο βασιλιάς της Σιών λοιπόν, θα αποχωρούσε μεν πρόσκαιρα από την πόλη αυτή, αλλά τελικά, όταν θα επρόκειτο να επανέλθει στον Πατέρα του, σε αυτήν θα κατέληγε και θα υπήρχε βασιλιάς αιώνιος της πνευματικής Σιών. Παρόλο που έρχεται αργά για να μπει στην επίγεια Σιών με το αργό βήμα του πουλαριού, έρχεται όμως με ασφάλεια και με τέτοιες εκδηλώσεις ταπείνωσης και συγκατάβασης, ώστε πολύ να ενθαρρύνονται σε επευφημίες και ελπίδες οι βασιλικοί του υπήκοοι. Ταπεινοί ικέτες εύκολα μπορούν να τον πλησιάσουν και να μιλήσουν μαζί του. Εάν στους άρχοντες και πρόκριτους της Ιερουσαλήμ, οι οποίοι περίμεναν τον Μεσσία ως επίγειο άρχοντα που θα θεμελίωνε το θρόνο του πάνω στη δύναμη της βίας, η ταπεινή αυτή εμφάνιση του βασιλιά της Σιών είναι αποθαρρυντική, ας μάθουν ότι παρόλο που έρχεται στη Σιών καθισμένος σε πουλάρι, όμως έρχεται να πολεμήσει κατά των εχθρών της «αυτός που επιβαίνει στα νέφη του ουρανού και είναι μεγαλοπρεπής στο στερέωμα της γης, αυτός έρχεται σε βοήθειά της» (Δευτ. λγ 26).

16 Ταῦτα(1) δὲ οὐκ ἔγνωσαν(2) οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον(3), ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς(4), τότε ἐμνήσθησαν(5) ὅτι ταῦτα(6) ἦν ἐπ’ αὐτῷ(7) γεγραμμένα(8), καὶ ταῦτα(6) ἐποίησαν(9) αὐτῷ.
16 Αυτά στην αρχή δεν τα κατάλαβαν οι μαθητές του· όταν όμως ο Ιησούς ανυψώθηκε στη θεία δόξα, τότε τα θυμήθηκαν. Ό,τι είχε γράψει για κείνον η Γραφή, αυτά και του έκαναν.
(1)  Η ίδια φράση και στο β 22. «Διότι πράγματι, όταν είπε· Γκρεμίστε αυτόν το ναό και σε τρεις ημέρες θα τον χτίσω, ούτε τότε κατάλαβαν οι μαθητές» (Χ). Τόσο τα λόγια αυτά όσο και την έννοια της εισόδου του Ιησού πάνω σε πουλάρι και την σχέση της με την προφητεία του Ζαχαρία, τα κατάλαβαν οι μαθητές όταν ο Ιησούς δοξάστηκε. «Ότι μεν λοιπόν ήταν γραμμένο (στο Ζαχαρία) το ήξεραν, ότι όμως είχε γραφτεί για αυτόν, δεν το ήξεραν» (Χ).
(2)  «Πρόσεξε τη φιλοσοφικότητα του ευαγγελιστή, πώς δεν ντρέπεται να παρουσιάσει δημόσια την προηγούμενη άγνοιά τους» (Χ).Ο λόγος των θείων ενεργειών και λόγων είναι γενικά κρυμμένος από εμάς αρχικά. Το έργο της πίστης είναι να εγκολπωθούμε τα πράγματα εκείνα, τα οποία δεν κατανοούμε, αλλά τα οποία αργότερα θα αντιληφθούμε (b).
(3)  «Στην αρχή» (Κ), κατά τον χρόνο, κατά τον οποίο συντελούνταν το γεγονός της εισόδου.
(4)  «Μέσω του σταυρού και της ανάστασης» (Ζ), «και φωτίστηκαν περισσότερο την ημέρα της πεντηκοστής όταν μεταμορφώνονταν στη δύναμη του αγίου Πνεύματος που επιφοίτησε σε αυτούς» (Κ). «Δόξα εννοεί την ανάληψη μετά το σταυρό και το πάθος» (Θφ).
(5)  Αφού θα τα υπενθύμιζε αυτά σε αυτούς ο Παράκλητος. Δες Ιω. ιδ 26.
(6)  Γλυκιά επανάληψη που εκφράζει τη συμφωνία μεταξύ της προφητείας και την έκβασης (b).
(7)  «Δηλαδή σχετικά με αυτόν» (Ζ). Κατά γράμμα σημαίνει: βασίζονταν σε αυτόν (β).
(8)  «Όλα αυτά τα προφητικά, ήταν γραμμένα για αυτόν» (Ζ).
(9)  Υποκείμενο του ρήματος είναι ή «οι Ιουδαίοι» (Ζ), ο λαός. Ή, και οι δύο· και οι μαθητές και ο λαός (b). Ή, πιο σωστά, οι μαθητές. Ο Ιωάννης θέλει να σημάνει, ότι οι μαθητές κατανόησαν αργότερα, ότι είχαν εργαστεί αυτοί οι ίδιοι στην εκπλήρωση προφητείας, την οποία κανείς από αυτούς τότε δεν σκέφτηκε (g). Οι Γραφές εκπληρώνονται πολλές φορές με συνεργασία ανθρώπων που δεν έχουν κατά νουν τις γραφές και δεν καταλαβαίνουν ότι συνεργούν για εκπλήρωσή τους. Οι μαθητές μέχρι την ανάληψη και την Πεντηκοστή δεν είχαν αντιληφθεί την φύση της βασιλείας του Κυρίου και για αυτό ανέμεναν αυτόν να εμφανιστεί με εξωτερική πομπή και δύναμη. Και συνεπώς δεν μπορούσαν να καταλάβουν, πώς εφαρμοζόταν η προφητεία του Ζαχαρία, για επαλήθευση της οποίας χωρίς να το καταλαβαίνουν συνεργάζονταν.

17 Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος(1) ὁ ὢν μετ’ αὐτοῦ(2) ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν(3).
17 Όλοι, λοιπόν, εκείνοι που ήταν μαζί με τον Ιησού, όταν φώναξε το Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε από τους νεκρούς, διηγούνταν αυτά που είχαν δει.
(1)  Ο Ιωάννης δεν αποσκοπεί να παρουσιάσει πλήρη την εικόνα της εισόδου του Ιησού, αλλά μάλλον να αποσαφηνίσει την διπλή σχέση του γεγονότος αυτού με το γεγονός της ανάστασης του Λαζάρου (ως αιτίας του) από τη μία, και με την καταδίκη του Ιησού (ως αποτελέσματός του) από την άλλη (g).
(2)  Η έννοια εξαρτάται από το μόριο «ὅτε» που ακολουθεί, ή σύμφωνα με άλλη γραφή «ότι». Σύμφωνα με αυτήν τη δεύτερη γραφή όχλος πρέπει να εννοηθεί ο λαός που υποδέχεται τώρα τον Ιησού, ο οποίος μεταξύ των άλλων επευφημιών φώναζε ακόμη ότι ο Ιησούς ανέστησε το Λάζαρο. Αυθεντική γραφή ὅτε. Σύμφωνα με αυτήν όχλος ήταν οι αυτόπτες μάρτυρες του θαύματος, οι οποίοι ήταν τότε μπροστά στον τάφο του Λαζάρου μαζί με τον Ιησού κυκλώνοντάς τον. Αυτοί μαρτυρούσαν τώρα για το γεγονός περιγράφοντας αυτό στους προσκυνητές στα Ιεροσόλυμα, και με τη μαρτυρία τους αυτή διέγειραν τον ενθουσιασμό του πλήθους για τον Ιησού. Αυτή η γραφή και η ερμηνεία σύμφωνα με αυτήν, συμφωνεί πληρέστερα με το ακόλουθο «Διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος» (g) = «Το πλήθος του όχλου αφού άκουσε το συμβάν με καλή διάθεση, πείστηκε σε αυτούς που έδιναν μαρτυρία ότι ο Χριστός ανέστησε το Λάζαρο… και για αυτόν το λόγο τον υποδέχτηκαν» (Κ).
(3)  Το μεγαλείο του θαύματος και η ευκολία, με την οποία συντελέστηκε, εκφράζονται με πολλή δεξιότητα (b). Οι αυτόπτες δεν μαρτυρούσαν απλώς για το θαύμα, αλλά και αφηγούνταν τον τρόπο με τον οποίο αυτό συντελέστηκε.

18 Διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος(1), ὅτι ἤκουσαν(2) τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον(3).
18 Γι’ αυτό ήρθε το πλήθος να τον προϋπαντήσει, επειδή έμαθαν ότι αυτός είχε κάνει το θαυμαστό αυτό σημείο.
(1)  Δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον όχλο του προηγούμενου σ. Ο όχλος που άκουσε, αφού πληροφορήθηκε από τον όχλο που είδε το θαύμα (b). «Ο όχλος μεν των αυτοπτών «μαρτυρούσε», ενώ ο όχλος αυτών που άκουσαν, υποδέχτηκαν αυτόν μαζί τους» (Ζ).
(2)  Ο όχλος άκουσαν. Συντακτικό σχήμα κατά το νοούμενον (κ).
(3)  Η αιτία της προϋπάντησης και της θριαμβευτικής υποδοχής. Το θαύμα δεν ήταν μόνο κύριο θέμα συζήτησης μεταξύ των προσκυνητών, αλλά και διήγειρε τον ενθουσιασμό τους τόσο, ώστε οδηγήθηκαν στο να τον υποδεχτούν (g). «Διότι δεν θα μετέβαλλαν ξαφνικά γνώμη τόσοι πολλοί, εάν δεν πίστευαν στο θαύμα» (Χ).

19 Οἱ οὖν(1) Φαρισαῖοι(2) εἶπον πρὸς ἑαυτούς(3)· θεωρεῖτε(4) ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν(5); Ἴδε(6) ὁ κόσμος(7) ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν(8).
19 Οι Φαρισαίοι τότε είπαν μεταξύ τους: «Βλέπετε πως η αναβολή δεν ωφελεί· να που όλος ο κόσμος έχει τρέξει πίσω του».
(1)  Ο σ. εισάγεται ως συνέπεια του ενθουσιασμού του λαού που ήδη σημειώθηκε.
(2)  Οι οποίοι αποτελούσαν την μερίδα που έντονα αντιτίθονταν στη διδασκαλία του Ιησού.
(3)  Αντί να πει μεταξύ τους. Επειδή ανήκαν στο ίδιο σώμα, για αυτό ήταν σαν να μιλούσαν στους εαυτούς τους (g).
(4)  Μπορούμε να την πάρουμε και ως προστακτική. Μάλλον όμως είναι οριστική. «Το λένε αυτό κατηγορώντας κατά κάποιο τρόπο τους εαυτούς τους, επειδή ακριβώς από παλαιότερα δεν φόνευσαν μαζί με τον Λάζαρο τον Ιησού, οπότε το λένε προτρέποντας τους εαυτούς τους στο να φονεύσουν» (Κ).
(5)  Δεν πετυχαίνετε κανένα ωφέλιμο αποτέλεσμα για τον σκοπό μας. Δεν ωφελεί τίποτα το να περιμένουμε και να αναβάλλουμε. Δες και στ 63 για τη χρήση του ωφελώ. Όσοι αντιτίθενται στο Χριστό και πολεμούν το βασίλειό του, θα αναγκαστούν να αντιληφθούν κάποτε, ότι δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα. Ο Θεός θα πραγματοποιήσει τις βουλές του παρά τις αντιδράσεις τους και τις μάταιες προσπάθειες της κακίας τους. Δεν κερδίζει κανείς τίποτα πολεμώντας τον Ιησού. Αντιθέτως αντί να βλάψει την κυριαρχία του αιώνιου βασιλιά, συντελεί στο δικό του όλεθρο.
(6)  Εισάγει το γεγονός σαν να συμβαίνει μπροστά στα μάτια τους (ο).
(7)  =Όλοι, όλος ο κόσμος. «Κόσμο λένε τα πλήθη» (Ζ). «Αγανακτώντας για τον πιστό όχλο, σαν να στερούνται δικά τους κτήματα, αυτούς που είναι του Θεού» (Κ). Ο κόσμος. Υπερβολή από αγανάκτηση. Υπάρχει κάτι που υποκρύπτεται στα λόγια τους όμοιο με προφητεία (b). Όπως ο Καϊάφας πριν, έτσι και αυτοί τώρα, (προφητεύουν) ότι ολόκληρος ο κόσμος θα κατακτιόταν από τον Ιησού.
(8)  «Με την έννοια του: ακολουθεί αυτόν» (Ζ). Ο αόριστος φανερώνει γεγονός που ήδη συντελέστηκε· να, μείναμε μόνοι (g). Αφού αποσπάστηκε από εμάς προσκολλήθηκε και έγινε οπαδός εκείνου (κ).

Ἡ αἴτησις τῶν Ἑλλήνων

20 Ἦσαν δέ τινες Ἕλληνες(1) ἐκ τῶν ἀναβαινόντων(2) ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ.
20 Ανάμεσα σ’ αυτούς που ανέβηκαν να προσκυνήσουν στη γιορτή ήταν και μερικοί Έλληνες.
Από όλα τα γεγονότα, τα οποία σημειώθηκαν από την ημέρα της θριαμβευτικής εισόδου του Ιησού στην Ιερουσαλήμ μέχρι την παραμονή του Πάθους, ο Ιωάννης αναφέρει μόνη την απόπειρα κάποιων προσήλυτων Ελλήνων να μιλήσουν με τον Ιησού και τον λόγο τον οποίο με την ευκαιρία αυτή εκφώνησε, για τα οποία δεν μιλούν οι υπόλοιποι ευαγγελιστές. Ο Ιωάννης σημειώνει ιδιαίτερα το γεγονός αυτό όχι απλώς διότι αποσιωπήθηκε από τους συνοπτικούς, αλλά διότι έχει για αυτόν ξεχωριστή σοβαρότητα. Το γεγονός φαίνεται ότι έλαβε χώρα μετά τα εξιστορούμενα στα Ματθ. κα 12-κγ, Μάρκ. ια 12-ιβ 44, Λουκ. ιθ 45-κα 4, όπως φαίνεται και από το τέλος του σ. 36 («αυτά είπε ο Ιησούς και αφού έφυγε κρύφτηκε από αυτούς») δηλαδή κατά το απόγευμα της Τετάρτης. Κατά τη στιγμή αυτή επέρχεται η οριστική πλέον ρήξη του Ιησού με το λαό και το θεοκρατικό κέντρο, και στο επεισόδιο και στα λόγια αυτά διαβλέπει ο Ιωάννης το τέλος της δημόσιας δράσης του Κυρίου και το προανάκρουσμα του Πάθους του. Αποτελεί λοιπόν σταθμό στην αφήγησή του (g)
(1)  Προανάκρουσμα για το ότι η βασιλεία του Θεού επρόκειτο από τους Ιουδαίους να μεταβιβαστεί στα έθνη. Δεν είναι σαφές, εάν αυτοί είχαν κάνει περιτομή· πάντως όμως λάτρευαν τον ένα Θεό του Ισραήλ (b). Δεν πρόκειται για Ιουδαίους που μιλούσαν την ελληνική, αλλά για εθνικούς προσήλυτους, όπως ο ευνούχος της Κανδάκης (Πράξ. η 27), και για τους οποίους στο ιερό είχε καθοριστεί ιδιαίτερος τόπος, η αυλή των εθνών (Δες και Γ΄Βασ. η 41-43). Από την αυλή αυτή διώχτηκαν από τον Ιησού αυτοί που βεβήλωναν το ιερό. Εάν λοιπόν οι ξένοι αυτοί ήταν μάρτυρες του επεισοδίου αυτού, κατά το οποίο ελευθερώθηκε ο για χρήση τους καθορισμένος ιερός χώρος στο ναό, εξηγείται πλήρως η επιθυμία τους να έλθουν σε σχέση με τον Ιησού (β).
(2)  Με άρθρο για να δηλώσει τάξη προσώπων γνωστών και που συνήθως επισκέπτονταν τα Ιεροσόλυμα=Είναι η τάξη των προσηλύτων όχι μόνο από τους Έλληνες αλλά και από κάθε έθνος, οι οποίοι συνήθιζαν να έρχονται κατά την εορτή (g).

21 Οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας(1), καὶ ἠρώτων(2) αὐτὸν λέγοντες· κύριε(3), θέλομεν τὸν Ἰησοῦν(4) ἰδεῖν(5).
21 Αυτοί, λοιπόν, πήγαν στο Φίλιππο, που καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, και τον παρακαλούσαν μ’ αυτά τα λόγια: «Κύριε, θέλουμε να δούμε τον Ιησού».
(1)  Ο απόστολος αυτός είχε ελληνικό όνομα και ίσως από αυτό ενθαρρύνθηκαν να πλησιάσουν αυτόν οι Έλληνες. Ίσως όμως οι Έλληνες αυτοί ήταν από αυτούς που κατοικούσαν στην γειτονική της Γαλιλαίας Δεκάπολη και «ως Γαλιλαίοι οι Έλληνες πλησίασαν το Φίλιππο επειδή και αυτός ήταν Γαλιλαίος» (Κ). Για αυτό και η προσθήκη του προσδιορισμού: «που ήταν από τη Βηθσαϊδά…».
(2)  Ο παρατατικός μπαίνει για να δηλώσει πράξη που άρχισε, η οποία θα συμπληρωνόταν με την αναμενόμενη απάντηση του Φιλίππου (g).
(3)  Υποδηλώνει το σεβασμό, τον οποίο αυτοί αισθάνονται για τον μαθητή τέτοιου δασκάλου (g).
(4)  Το άρθρο έχει μέσα του την έννοια της ανάδειξης (b). Λένε τον Ιησού και όχι το Χριστό. Δεν υποδηλώνεται κάπως, ότι φαντάζονταν ότι ο Ιησούς ήταν ο Χριστός (β).
(5)  Έχει μέσα της η λέξη και την έννοια της κατ’ ιδίαν γνωριμίας. Να τον δουν απλώς ήταν εύκολο, εφόσον ο Ιησούς δίδασκε και κινούνταν στον περίβολο του ναού. Ούτε εξηγείται ο δισταγμός του Φιλίππου, που συνεννοείται με τον Ανδρέα για το αίτημα αυτό των Ελλήνων, εάν δεν επρόκειτο και για συνέντευξή τους με τον Ιησού (ο,β).

22 Ἔρχεται Φίλιππος καὶ λέγει(1) τῷ Ἀνδρέᾳ(2), καὶ πάλιν Ἀνδρέας καὶ Φίλιππος λέγουσι τῷ Ἰησοῦ(3)·
22 Πηγαίνει ο Φίλιππος και το λέει στον Ανδρέα. Έπειτα έρχονται ο Ανδρέας κι ο Φίλιππος και το λένε στον Ιησού.
(1)  «Επειδή θυμήθηκε ο Φίλιππος ότι είπε σε αυτούς ο Κύριος: σε δρόμο εθνών μην πάτε και σε πόλη Σαμαρειτών μην μπείτε, για αυτό δειλιάζει» (Κ) και «έρχεται προς τον Ανδρέα, επειδή προηγούνταν από αυτόν, και το ανακοινώνει σε αυτόν» (Χ).
(2)  Συμπολίτης του Φιλίππου, συμπεριλαμβανόταν μεταξύ των 4 μαθητών, οι οποίοι μπαίνουν πρώτοι στους καταλόγους των αποστόλων που παρατίθενται από τους ευαγγελιστές. Αλλά και «ο Φίλιππος μιλά στον Ανδρέα επειδή αυτός ήταν και θερμότερος και καταλληλότερος σε αυτά» (Κ). Για αυτό μπαίνει πρώτος έπειτα ο Ανδρέας («πάλιν Ανδρέας και Φίλιππος») σαν αυτός που ανέλαβε την πρωτοβουλία.
«Ο Φίλιππος λέει στον Ανδρέα, επειδή προηγούνταν. Και εκείνος δεν αρπάζει την ερώτηση, ούτε δείχνει αυθεντία, αλλά παίρνοντας μαζί και τον Φίλιππο, έτσι παίρνει το θάρρος να κάνει την ερώτηση. Τέτοια ευταξία και αγάπη μεταξύ τους υπήρχε στον τρόπο της ζωής τους» (Θφ).
Οι διάκονοι του Χριστού οφείλουν να βοηθούν και να συντρέχουν ο ένας τον άλλον στο έργο της προσαγωγής ψυχών στο Χριστό και της σωτήριας οικοδομής τους. Είναι καλύτεροι οι δύο από τον ένα. Κληρικοί που τσακώνονται μεταξύ τους και ανταγωνίζονται μεταξύ τους και δημιουργούν διαιρέσεις στην ποίμνη του Χριστού, δεν μπορούν να αριθμηθούν στους ειλικρινείς και πραγματικούς διακόνους του.
(3)  Είναι αβέβαιο εάν ο Ιησούς έδωσε στους Έλληνες την συνέντευξη που ζήτησαν. Αλλά όταν σκεφτούμε πόσο προσιτός ήταν ο Κύριός μας σε όλους όσους τον πλησίαζαν με ειλικρίνεια, δεν μπορούμε να αμφιβάλουμε για το ότι πέτυχαν οι Έλληνες αυτήν την συνέντευξη (ο). Για αυτό στα λόγια του Κυρίου που στη συνέχεια παρατίθενται αναζητήθηκε από τους ερμηνευτές, μήπως κρύβεται κάποια προτροπή που απευθύνεται στους Έλληνες.
Εισηγήθηκε λοιπόν ο Lange, ότι τα λόγια στο σ. 25 («αυτός που αγαπά τη ζωή του…») αποτελούν κρίση του Χριστού για τα ελληνικά ιδανικά περί ζωής. Για τους Έλληνες το ιδεώδες της ανθρώπινης φύσης ήταν να πετύχει την πληρότητα της προσωπικής ζωής. Κάθε άνθρωπος θα όφειλε να αναπτύξει την προσωπικότητά του. Αυτό ζητά και ο Χριστιανισμός αλλά με τη θυσία, η οποία ήταν ξένη στην ελληνική φιλοσοφία. Με τα λόγια του λοιπόν αυτά πιθανώς κατέκρινε τα ελληνικά ιδανικά περί ζωής. Και τα λόγια στο σ. 32 («όλους θα τους ελκύσω στον εαυτό μου») αποτελούν καθολική υπόσχεση που περιλαμβάνει όχι μόνο τους Ιουδαίους αλλά και τους εθνικούς. Εναντίον όμως της παραπάνω εκδοχής αντιτίθεται η σκέψη, ότι εάν όντως τα λόγια στους σ. 23-28 απευθύνονταν ιδιαίτερα προς τους Έλληνες, τους οποίους τώρα για πρώτη φορά έβλεπε ο Ιησούς, θα παρουσιαζόταν σε αυτούς ακατανόητη η χρήση του ιουδαϊκού τίτλου «ο Υιός του ανθρώπου» (σ. 23). Ακόμη δυσκολότερο θα παρουσιαζόταν το να υποθέσουμε, ότι ο Ιησούς αποκάλυψε στους ξένους αυτούς την στο σ. 27 αγωνία της ψυχής του για τον επικείμενο θάνατο (β). Υπάρχει και η γραφή: και πάλιν έρχεται Ανδρέας και Φίλιππος και λέγουσι τω Ιησού.

23 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων(1)· ἐλήλυθεν ἡ ὥρα(2) ἵνα(3) δοξασθῇ(4) ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(5).
23 Ο Ιησούς τότε τους απάντησε: «Ήρθε πια η ώρα να δοξαστεί ο Υιός του Ανθρώπου.
(1)  Η αίτηση των Ελλήνων προκάλεσε βαθύτατη εντύπωση στον Ιησού διότι αφ’ ενός μεν διήγειρε σε αυτόν το συναίσθημα της σχέσης του με τον εθνικό κόσμο ο οποίος μέχρι τώρα είχε τεθεί σε δεύτερη μοίρα στη δράση του, αφ’ ετέρου υπενθύμισε σε αυτόν, ότι η ανάμεσα στα έθνη πνευματική του βασιλεία θα εγκαθιδρυόταν όταν ο Ιησούς έμπαινε σε νέα ένδοξη μορφή ύπαρξης, που προϋπέθετε το θάνατό του. Έτσι η οδός του Γολγοθά ανοίγει μπροστά στα μάτια του ως η μόνη που οδηγεί προς την εγκαθίδρυση της νέας τάξης πραγμάτων (g). «Επειδή οι προερχόμενοι από τα έθνη βιάζονται να τον δουν… για αυτό λέει «έχει έλθει η ώρα». Διότι ο καιρός του πάθους ήταν κοντά, αμέσως μετά τον οποίο ήταν η κλήση των εθνών» (Κ).
(2)  Τόσο στον Ιωάννη (ιγ 1,ιζ 1) όσο και στους συνοπτικούς (Μάρκ. ιδ 41,Ματθ. κστ 45) αναφέρεται στην ώρα αμέσως πριν την προδοσία (β). Η φράσει περικλείει σπερματικά ολόκληρο τον ακόλουθο λόγο, με τον οποίο αποκαλύπτεται η σπουδαιότητα της παρούσας ώρας και η κρισιμότητά της, τόσο για τον Ιησού (σ. 29-30), όσο και για τον κόσμο ολόκληρο (σ. 31-33), ειδικότερα όμως και για τον Ισραήλ (σ. 34-36)(g). Τρεις φορές η φράση «ἐλήλυθεν… ἵνα δοξασθῇ » χρησιμοποιείται στον Ιωάννη· εδώ, στο μυστικό δείπνο, όταν ο Ιούδας βγήκε (ιγ 31) και στην αρχιερατική προσευχή (ιζ 1). Και στις 3 αυτές περιπτώσεις χρησιμοποιείται σε στενό συνδυασμό με το θάνατό του (τ).
(3)  Το λεγόμενο εκβατικό ἵνα, το οποίο έχει πάντοτε τελική έννοια (σκοπού), διότι αναφέρεται στην βουλή του Θεού που προόρισε και προδιέταξε. Η ώρα ήλθε στον καιρό ακριβώς εκείνο, τον οποίο ο Θεός προόρισε, και ήλθε για τον σκοπό στον οποίο απέβλεπε ο Θεός και ο οποίος έπρεπε να εκπληρωθεί (β). Ήταν προκαθορισμένος ο χρόνος και η ώρα, κατά την οποία ο υιός του ανθρώπου θα δοξαζόταν, και η οποία τότε και μόνο ήλθε, όταν οι ημέρες της ταπείνωσής του συμπληρώθηκαν όλες, μέχρι και την τελευταία.
(4)  «Ήλθε ο καιρός να πεθάνω· διότι μετά το θάνατο και την ανάσταση επρόκειτο να δοξαστεί σε όλα τα έθνη» (Ζ). Το «να δοξαστεί» όπως και στο σ. 16 και στο ζ 39 αναφέρεται στην ουράνια ανύψωση του Ιησού με την ανάληψη (g).
«Βεβαιώνει την προσέγγιση της ώρας, κατά την οποία θα δοξαζόταν, και κατά την οποία μετά την τελείωση της δόξας αυτής στους ουρανούς, τα έθνη θα οδηγούνταν στην πίστη» (Αυ).
Η ένδοξη ανύψωση του Ιησού και η επιστροφή των εθνών είναι σύγχρονα (b). Η κλήση των εθνών στην εκκλησία του Χριστού μεγάλωσε πάρα πολύ τη δόξα του υιού του ανθρώπου. Διότι ο πολλαπλασιασμός των λυτρωμένων είναι δόξα και μεγαλείο του Λυτρωτή. Ο θάνατος, ως η επικείμενη και απαραίτητη προϋπόθεση της ανάληψης και θέωσης του Κυρίου κατά την ανθρώπινη φύση, παρουσιάζεται τώρα να προέχει και προβάλλεται με τη φράση «για να δοξαστεί»= «Είναι ο καιρός να έλθω στο σταυρό» (Χ).
Ο σταυρός είναι η δόξα του Χριστού α) σε σχέση με τον μεγάλο εχθρό. Ο σατανάς μετά τον πειρασμό στην έρημο απομακρύνθηκε από τον Κύριο «μέχρι τον κατάλληλο καιρό». Νικήθηκε τελείως στην έρημο από τον υιό του ανθρώπου, αλλά η τελειωτική ήττα του συντελέστηκε στο σταυρό. Εκεί ο Χριστός με ομοίωμα σάρκας αμαρτωλής και για την αμαρτία, υπέστη ως αντιπρόσωπος και εγγυητής του γένους μας την ποινή της αμαρτίας. Ο σατανάς ο οποίος ήλπισε ότι θα κατασυνέτριβε τον Αδάμ, κατασύντριψε τον εαυτό του προσκρούοντας στο Χριστό. Είχε προς στιγμήν πετύχει κάποια νίκη με το μίσος, αλλά ο Χριστός νίκησε τελείως το σατανά και κέρδισε τη νίκη του αυτή με την αγάπη.
β) σε σχέση με τον άνθρωπο. Από τη στιγμή που ο Χριστός σταυρώθηκε, ο σταυρός έγινε το κέντρο του κόσμου. Ούτε στις σχολές των Αθηνών, ούτε στην αγορά της Ρώμης, ούτε με την πρόοδο των τεχνών, ούτε με τις λαμπρές πτήσεις της ποίησης και τις αναζητήσεις της φιλοσοφίας δοξάστηκε τόσο ο άνθρωπος, όσο με το σταυρό. Εκεί ο άνθρωπος ενώνεται με την ίδια τη θεότητα και με το θάνατο οδηγείται στην αιώνια και αμάραντη δόξα. Εάν ο σατανάς με το μίσος του ζήτησε να καταστρέψει το ανθρώπινο γένος, ο Κύριος με την αγάπη του στο σταυρό το ανύψωσε μέχρι τον ίδιο το θρόνο της θεότητας.
γ) Σε σχέση με τον ίδιο το Χριστό. Διότι για αυτό ο Χριστός «πέθανε και αναστήθηκε, για να κυριεύσει τους νεκρούς και τους ζωντανούς». Ήλθε στον κόσμο, για να αναδειχτεί βασιλιάς αιώνιος. Στο σταυρό η κυριότητά του θεμελιώθηκε και η βασιλεία του εγκαινιάστηκε. Ο σταυρός υπήρξε το ύψιστο επιστέγασμα και η αιώνια τελείωση του έργου του.
δ) σε σχέση με τον Πατέρα του. Διότι από την βουλή του Πατέρα κατευθυνόταν το σχέδιο της απολύτρωσης του ανθρώπου. Η αυταπάρνηση και η αγάπη του Χριστού, η τέλεια υπακοή του, η αλήθειά του και η αγιότητά του, όλα αυτά κατέληξαν στη δόξα του Πατέρα του που τον έστειλε. Στο σταυρό, όπου όλα αυτά έλαμψαν όσο ουδέποτε άλλοτε, ο Χριστός δόξασε το όνομα του Πατέρα του, φανέρωσε τη σοφία του, έδειξε τη δικαιοσύνη του και κατέστησε αισθητή την αγάπη του (Alford).
(5)  «Δεν λέει θα δοξαστεί ο Λόγος απλώς» (Κ). Όταν πρόκειται για το Πάθος ο Ιησούς μιλά για τον εαυτό του όχι σαν Υιό του Θεού, αλλά σαν υιό του ανθρώπου. Δες και γ 14,στ 53,η 28 (β).

24 Ἀμὴν ἀμὴν(1) λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου(2) πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ(3), αὐτὸς μόνος μένει(4)· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει(5).
24 Αλήθεια σας λέω: Αν του σιταριού ο σπόρος πέσει στη γη αλλά δεν πεθάνει, μένει ένας μονάχος σπόρος· αν όμως πεθάνει, κάνει άφθονον καρπό.
(1)  Δες α 51. Εισάγεται με τη φράση αυτή λόγος ειδικής σοβαρότητας (β). Συνδέει τον παρόντα στίχο με τον προηγούμενο έτσι ώστε να δείχνεται σαφώς ότι με το παράδειγμα αυτό ο Ιησούς υπονοεί τον εαυτό του (ο). «Παρηγορώντας τους μαθητές με παράδειγμα, αποδεικνύει, ότι είναι συμφέρον και αναγκαίο να πεθάνει αυτός· διότι όπως το σιτάρι, ο θάνατός του θα φέρει πολλούς καρπούς και θα είναι γονιμότατος» (Ζ). «Μη θορυβείστε αν πεθάνω· διότι τότε θα αυξηθεί περισσότερο το κήρυγμα και θα πιστέψουν οι εθνικοί. Και μην απιστείτε. Διότι και στο σιτάρι αυτό γίνεται» (αμ).
(2)  Προτιμά ως παράδειγμα οποιουδήποτε άλλου φυτικού σπέρματος αυτό του σταριού, ίσως όχι άσχετα με τα προηγούμενα, όπου ο Χριστός παρουσίασε τον εαυτό του ως τον άρτο της ζωής (β).
(3)  «Θάνατο του σιταριού να εννοήσεις, κατά την άποψή μου, τη φθορά του» (Ζ). «Διότι πρώτα πρέπει να σαπίσει ο σπόρος και τότε να γίνει η γέννησή του» (Χ). Τον νόμο αυτόν της αναγέννησης μέσω της φθοράς, επικαλείται και ο Παύλος για απόδειξη της ανάστασης των νεκρών (Α΄Κορ. ιε 36).
(4)  Ο Χριστός και αν δεν πέθαινε για χάρη μας, θα έμενε και πάλι όσον αφορά τον εαυτό του ο ίδιος, όπως είναι ήδη (b). Θα δοξαζόταν και κατά την ανθρώπινη φύση, δεν θα πληθυνόταν όμως. Δεν θα ήταν ποτέ η ζωντανή και ζωοποιός Κεφαλή και Ρίζα της εκκλησίας εάν δεν κατέβαινε από τον ουρανό στην καταραμένη αυτή γη και δεν ανέβαινε από τη γη στο καταραμένο ξύλο, ώστε έτσι να κάνει τέλεια την απολύτρωση. Έπρεπε «να παραδοθεί σε θάνατο η ζωή του» για να «πάρει ως δική του πνευματική κληρονομιά πολλούς• και από τους ισχυρούς να πάρει και να διαμοιράσει λάφυρα»(Ησ. νγ 12). Θα δοθεί σε αυτόν σπέρμα και κληρονομιά αναρίθμητη, αλλά πρέπει να χύσει το αίμα του για να εξαγοράσει αυτό και να το καθαρίσει από τον ρύπο που τον κατακλύζει.
(5)  «Περισσότερο καρπό φέρνει, όταν πεθάνει. Αν όμως αυτό γίνεται στα σπέρματα, πολύ περισσότερο σε εμένα» (Χ).
«Όπως ακριβώς το σπαρμένο σπυρί του σιταριού βλαστάνει πολλά στάχυα, χωρίς να ζημιώνεται το ίδιο από εκείνα, αλλά υπάρχει κατά τρόπο δυναμικό μέσα σε όλα τα σπυριά που έχει το στάχυ, διότι από αυτό βλάστησαν όλα· έτσι και ο Κύριος πέθανε, και αφού άνοιξε τα βάθη της γης ανέβασε μαζί με τον εαυτό του τις ψυχές των ανθρώπων, αφού σύμφωνα με τον λόγο της πίστης αυτός είναι μέσα σε όλους μαζί επιπλέον και με την ύπαρξη που έχει από τον ίδιο τον εαυτό του» (Κ).
«Πεθαίνοντας ο κόκκος του σταριού, ο Ιησούς, έφερε πολύ καρπό και ο πατέρας προνοεί πάντα για τους καρπούς που έγιναν και γίνονται ακόμη και θα γίνουν από το θάνατο του κόκκου του σιταριού» (Ω).
Ο υιός του Θεού με την ενανθρώπησή του έπεσε στη γη και με την κένωσή του παρουσιάστηκε στον ουράνιο κόσμο θαμμένος ζώντας στον κόσμο. Δεν ήταν όμως αρκετό αυτό. Πέθανε ο αθάνατος Κύριος και μπήκε στον τάφο, όπως το σπέρμα του σταριού όταν σπέρνεται καλύπτεται από το χώμα. Αλλά όπως το σπέρμα του σιταριού φυτρώνει πράσινο, δροσερό και ανθισμένο και με μεγάλη αύξηση, έτσι και ο ένας πεθαμένος Χριστός συγκέντρωσε στον εαυτό του μυριάδες ζωντανών χριστιανών και έγινε η ζωοποιός ρίζα τους. Και όταν κατά τη συντέλεια του παρόντος αιώνος θα έχει πλέον οδηγήσει με το πάθημά του «πολλούς γιους σε δόξα» (Εβρ. β 10) θα δοξάζεται στους ατελεύτητους αιώνες με τους ασίγητους ύμνους των αγίων και των αγγέλων. Ο Χριστός μπορούσε, εάν ήθελε, να μην υποβληθεί στην κένωση της ενανθρώπησης και να μείνει μαζί με τον Πατέρα του απολαμβάνοντας τη δόξα, την οποία είχε δίπλα του «πριν υπάρξει ο κόσμος». Θα ήταν μακάριος, ως μόνος αυτάρκης λατρευόμενος από τους αγγέλους του και ικανοποιούμενος από τις άπειρες τελειότητές του.
Αλλά ο Θεός είναι αγάπη. Και η αγάπη του Λόγου έφερε αυτόν μέχρις εμάς με μορφή δούλου. Έτσι δημιούργησε το πλήθος αυτό των αδελφών του, οι οποίοι αναπλάστηκαν κατ’ εικόνα του και αποτέλεσαν τη νέα κτίση του. Έτσι δεν έμεινε μόνος, αλλά έγινε πρωτότοκος ανάμεσα σε πολλά αδέλφια και συγκέντρωσε την πανήγυρη αυτή των πρωτοτόκων που έχουν γραφτεί στους ουρανούς. Αλλά και αυτών η νέα ζωή ξεπήδησε όχι μόνο από το θάνατο του Χριστού, αλλά και από το δικό τους θάνατο, Εάν και αυτοί δεν πέθαιναν σαν το στάρι, δεν θα καρποφορούσαν τους ανεξάντλητους καρπούς της χάρης και της νέας ζωής. Ο φυσικός χαρακτήρας μας και οι ιδιότητές μας από την κακή κληρονομικότητα, αποτελούν σπέρμα παλαιό, το οποίο πρέπει να ταφεί, έτσι ώστε με την επίδραση της χάρης να αναπτυχθεί το νέο εγώ μας. Η παλαιά μας φύση εκμηδενίζεται σιγά-σιγά και ο παλαιός άνθρωπος πεθαίνει, όταν η χάρη αναδημιουργεί τον νέο άνθρωπο και την καινούργια κτίση.

25 Ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν(1) αὐτοῦ ἀπολέσει(2) αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ(3) ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ(4), εἰς ζωὴν αἰώνιον(5) φυλάξει αὐτήν.
25 Αυτός που αγαπάει τη ζωή του, θα τη χάσει· αυτός όμως που τη ζωή του δεν τη λογαριάζει όσο κρατάει αυτός ο κόσμος, θα τη φυλάξει για την αιώνια ζωή.
(1)  Ή «ονόμασε αγάπη της ζωής το να θεωρείς τη ζωή σου κτήμα σου και να πιστεύεις πως η σωτηρία της είναι το να μην εκθέτεις το σώμα στους κινδύνους που συμβαίνουν» (Θφ). Ονομάζει ψυχή τη ζωή που ζούμε στη γη, η οποία αντιτίθεται στη ζωή την οποία θα ζήσουμε στην αιώνια βασιλεία (G). Την πνοή της φυσικής ζωής μαζί με όλες τις ιδιότητες, με τις οποίες η ζωή αυτή είναι προικισμένη στον άνθρωπο. Η ζωή αυτή η φυσική και ψυχική είναι καλή ως αφετηρία της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά ο προορισμός της δεν είναι να διατηρηθεί και να συνεχιστεί όπως τώρα είναι, αλλά πρέπει να μεταμορφωθεί σε πνευματική και αιώνια με την αυτοθυσία. Διαφορετικά θα μαραθεί και θα χαθεί (g). Η ψυχή είναι το ενσυνείδητο όργανο του αισθήματος και της επιθυμίας, το οποίο δεν είναι κοντά στο θείο όπως είναι το πνεύμα (β).
Ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ = «αυτός που εκτελεί τις κακές της επιθυμίες, αυτός που χαρίζεται σε αυτήν περισσότερο από όσο πρέπει» (Χ), «αυτός που την αγαπάει ενώ αυτή επιθυμεί κακά» (Ζ), «και δεν περιφρονεί το θάνατο» (Θφ). Τα λόγια αυτά δεν αναφέρονται στο Χριστό, αλλά εκφράζουν γενική αλήθεια και αναφέρονται μάλλον στους αποστόλους. «Επειδή πρόκειται να τους μιλήσει για το θάνατο, το δικό του θάνατο, και προείδε ότι θα στενοχωρηθούν και θα λιποψυχήσουν… λέει· Τι λέω, εάν δεν υπομείνετε γενναία το δικό μου θάνατο; Διότι εάν εσείς οι ίδιοι δεν πεθάνετε, δεν θα έχετε κανένα κέρδος» (Χ).
(2)  Υπάρχει και η γραφή: απολλύει. Ο μέγας αυτός λόγος του Κυρίου επαναλήφθηκε από αυτόν περισσότερες από μία φορές αναπαριστώντας το κεντρικό μάθημα της διδασκαλίας του και της ζωής του. Δες Ματθ. ι 39,ιστ 25,Μάρκ. η 35,Λουκ. θ 24,ιζ 33 (β). Η φιλαυτία είναι αυτοκαταστροφική. Το να στρέφεται κάποιος στον εαυτό του είναι αμαρτία και η εγωιστική αγάπη του εαυτού μας είναι άδης (τ).
(3)  «Αυτός που περιφρόνησε τη ζωή σε αυτόν τον κόσμο» (Κ). Το «μισώ» εκφράζει το αίσθημα γενναίας περιφρόνησης που προέρχεται από την ιδέα του τι θα έχανε κάποιος προσκολλώμενος στη διατήρηση της φυσικής αυτής ζωής. «Θέλοντας λοιπόν να δείξει την έντονη αποστροφή, την οποία πρέπει να δείχνουμε στις επιθυμίες της ψυχής, είπε το «αυτός που μισεί». Διότι όντως σε αυτούς που μισούμε, δεν αντέχουμε ούτε το πρόσωπο να δούμε, ούτε τη φωνή να ακούσουμε» (Θφ).
Ή «εκείνος που δεν υποχωρεί σε αυτήν όταν του προστάζει τα βλαβερά. Και δεν είπε· αυτός που δεν υποχωρεί σε αυτήν, αλλά είπε «αυτός που μισεί αυτήν». Όπως ακριβώς δηλαδή δεν ανεχόμαστε ούτε τη φωνή να ακούσουμε εκείνων που μισούμε ούτε το πρόσωπό τους να δούμε ευχάριστα, έτσι και την ψυχή πρέπει να την αποστρεφόμαστε με όλη τη δύναμή μας, όταν προστάζει αντίθετα από εκείνα που αρέσουν στο Θεό» (Χ).
(4)  Ο οποίος είναι μάταιος, φθαρτός και κακός. «Με το να πει… στον κόσμο αυτόν, φανερώνει το πρόσκαιρο του πράγματος» (Θ). … «Δεν διατάζω, λέει, να μισείτε την ψυχή για απέραντο χρόνο· να την αποστραφείς στον παροδικό αυτόν κόσμο» (Θφ). Η ζωή μας στον κόσμο αυτόν εμπερικλείει όλες τις απολαύσεις της παρούσας μας κατάστασης, δηλαδή πλούτη, τιμές, απολαύσεις και μακροβιότητα, έτσι ώστε για όσο το δυνατόν μακρότερο χρόνο να κατέχουμε αυτά. Πρέπει όμως να μισούμε αυτά δηλαδή να περιφρονούμε αυτά ως μάταια και ανεπαρκή στο να μας δώσουν την ευτυχία, να φοβόμαστε τους πειρασμούς, οι οποίοι κρύβονται μέσα σε αυτά και να αποχωριζόμαστε πρόθυμα από αυτά, όταν κινδυνεύουμε λόγω αυτών να συγκρουστούμε με το Χριστό.
(5)  Αντιτίθεται στην προηγούμενη φράση «στον κόσμο αυτόν» και αναφέρεται στο μελλοντικό αιώνα, όπου η ζωή αυτή θα λάμψει τέλεια (g). «Μισείς μεν πρόσκαιρα, διαφυλάσσεις όμως αιώνια τη θεία ζωή» (Θφ). Αυτός που μισεί την ψυχή του εμπιστεύεται αυτήν στα χέρια Εκείνου, ο οποίος θα φυλάξει αυτήν σε αιώνια ζωή και θα αποκαταστήσει αυτήν αφάνταστα βελτιωμένη και καλύτερη.

26 Ἐὰν ἐμοὶ(1) διακονῇ(2) τις, ἐμοὶ ἀκολουθείτω(3), καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ(4), ἐκεῖκαὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται· καὶ ἐάν τις(5) ἐμοὶ διακονῇ, τιμήσει(6) αὐτὸν ὁ πατήρ(7).
26 Όποιος θέλει να με υπηρετεί ας ακολουθεί το δικό μου δρόμο, κι όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι κι ο δικός μου υπηρέτης. Κι ο Πατέρας μου θα τιμήσει όποιον με υπηρετεί».
(1)  Μπαίνει η λέξη στην αρχή εδώ και η έμφαση δίνεται στο πρόσωπο του Ιησού ως αυτού που υπηρετείται.
(2)  Η διδασκαλία περί διακονίας κατέχει ευρεία θέση σε όλα τα ευαγγέλια. Ο Ιησούς δίδαξε, ότι στη διάκριση στη βασιλεία του οδηγεί η οδός της διακονίας και θα είναι πρώτος για αυτόν ο δούλος όλων (Μάρκ. θ 35,ι 43). Σε αυτό λοιπόν ουσιαστικά συνίσταται το να είναι κάποιος μαθητής του Κυρίου, διότι η διακονία υπήρξε το ουσιώδες χαρακτηριστικό της ζωής του, αφού δεν ήλθε «να διακονηθεί αλλά να διακονήσει» δες Μάρκ. ι 45 (β). Για αυτό είναι σοβαρή και η ερμηνεία: «Εάν κάποιος μαθητεύει σε εμένα» (Ζ). «Όταν ακούτε τον λόγο αυτόν του Κυρίου, μη σκέφτεστε απλώς τους καλούς επισκόπους και κληρικούς. Αλλά και εσείς οι ίδιοι διακονείτε το Χριστό ο καθένας με το δικό του τρόπο, με ενάρετη ζωή, με ελεημοσύνη, με κήρυξη του ονόματός του και της διδασκαλίας του, όπως μπορείτε» (Αυ).
(3)  «Και δεν εννοεί με αυτό την μίμηση των τρόπων της σάρκας του (διότι η σάρκα του ήταν σε όλους απρόσιτη, αφού ο Κύριος είναι γνωστό ότι σωματικά βρίσκεται τώρα στους ουρανούς), αλλά την ακριβή κατά το δυνατόν μίμηση της ζωής του» (Β).
«Δεν διατάζει να τον ακολουθούν απλώς που περπατούσε· διότι υπήρχαν πολλοί από τους ασεβείς που περπατούσαν μαζί του και τον ακολουθούσαν, με σκοπό ή να τον παγιδεύσουν με λόγια ή να μπορέσουν να βρουν εναντίον του αφορμή από κάποιο λόγο του» (Θμ). «Να μιμείται εμένα» (Ζ), «μιλώντας για το θάνατο και απαιτώντας την ακολούθηση με τις πράξεις» (Χ). «Εάν εγώ, λέει, για τη δική σας ωφέλεια παραδίδω τον εαυτό μου σε θάνατο, πώς δεν είναι άνανδρο το να μην περιφρονείτε εσείς την πρόσκαιρη ζωή για αυτά που για εσάς τους ίδιους είναι χρήσιμα… Διότι πρέπει αυτοί που θέλουν να με ακολουθούν, να φανερώσουν την ίδια με μένα ανδρεία και καλή τόλμη» (Κ).
«Διότι και ο Χριστός έπαθε για χάρη μας, αφήνοντας σε εμάς παράδειγμα για να ακολουθήσουμε τα χνάρια του, λέει ο απόστολος Πέτρος. Και στα λόγια αυτά έχουμε την έννοια των λόγων, Εάν κάποιος με διακονεί, ας με ακολουθεί» (Αυ).
(4)  Ή, «Πού λοιπόν είναι ο Χριστός; Στους ουρανούς» (Χ). «Αφού είπε για την παρούσα κακοπάθεια, πρόσθεσε και για την μελλοντική απόλαυση, ότι δηλαδή αυτός που ακολουθεί εμένα θα ανέβει στον ουρανό» (Ζ).
«Επομένως αυτός που με τον θάνατο τον ακολουθεί και δεν προσηλώθηκε σε αυτόν τον κόσμο, θα είναι εκεί, στους ουρανούς. Διότι αντιτίθενται μεταξύ τους, το άνω και το κάτω. Αυτός που αγαπά να είναι κάτω, δεν θα είναι πάνω. Αυτός όμως που αποφεύγει τα κάτω και τον κόσμο, θα είναι πάνω και στους ουρανούς» (Θφ). «Ποια μεγαλύτερη τιμή μπορεί να αναμένει ένα θετό γιο παρά το να είναι μαζί με τον Μονογενή; Όχι βέβαια επειδή ανυψώθηκε στη βαθμίδα της θεότητάς του, αλλά με το να γίνει μέτοχος της αιωνιότητάς του» (Αυ).
Ή, όπου είμαι εγώ, θα είναι και ο διάκονός μου με πνευματική σχέση, τόσο εδώ όσο και στο μέλλον (β). «Επειδή ο αρχηγός της σωτηρίας μας δεν πορεύτηκε με δόξα και απόλαυση, αλλά με ατιμία και κόπους, έτσι πρέπει και εμείς χωρίς λύπη να κάνουμε, για να καταλήξουμε στον ίδιο τόπο και να μετάσχουμε στη θεία δόξα. Λέγοντας όμως «όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι και ο διάκονός μου», δεν εννοεί τόπο, αλλά τρόπο αρετής» (Κ).
Όπου είμαι εγώ στον ουρανό, όπου τώρα πηγαίνω, εκεί ας είναι και οι σκέψεις και τα συναισθήματα και οι πόθοι των διακόνων μου. Εκεί ας είναι το πολίτευμά τους και σύμφωνη με τα εκεί ας είναι η συμπεριφορά τους και η αναστροφή τους «εκεί όπου ο Χριστός είναι καθισμένος στα δεξιά του Θεού» (Κολ. γ 1)
(5)  Μπαίνει τώρα μπροστά το (τις) με έμφαση, διότι η ακόλουθη υπόσχεση αφορά οποιονδήποτε αληθινό μαθητή (β).
(6)  Η έκφραση είναι περιεκτική και ανταποκρίνεται στο «να δοξαστεί» του σ. 23 (b). «Σε αυτό λέει ότι συνίσταται η ανταπόδοση, στην τιμή δηλαδή από τον Πατέρα· διότι θα γίνουν μέτοχοι της βασιλείας και δόξας του Χριστού οι μαθητές του Χριστού, σύμφωνα με το μέτρο που πρέπει σε ανθρώπους» (Κ).
(7)  «Εδώ παρουσιάζει και τη γνησιότητα. Διότι έτσι θα τους αποδεχτεί ο Πατέρας, ως διακόνους γνησίου παιδιού» (Χ). «Διότι δεν είπε ότι θα τιμήσω αυτόν εγώ, αλλά ο Πατέρας» (Θφ).

27 Νῦν(1) ἡ ψυχή μου(2) τετάρακται(3), καὶ τί εἴπω(4); πάτερ, σῶσον με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης(5). Ἀλλὰ(6) διά τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην(7).
27 «Νιώθω τώρα ταραχή μέσα μου. Αλλά τι να πω; Να πω “Πατέρα, γλίτωσέ με απ’ ό,τι θα συμβεί αυτή την ώρα”; Μα εγώ γι’ αυτό ακριβώς ήρθα, για να περάσω αυτή την ώρα της οδύνης.
(1)  Τώρα που σύμφωνα με το σ. 23 «έφτασε η ώρα». «Για να μη λένε ότι αυτός, επειδή είναι έξω από τους ανθρώπινους πόνους, εύκολα φιλοσοφεί για το θάνατο, και εκ του ασφαλούς συμβουλεύει εμάς» (Χ), «δείχνει ότι και αυτός ως άνθρωπος έχει περιβληθεί την ασθένεια της φύσης» (Ζ). Αξιόλογη και η ερμηνεία: «Δεν κυριεύτηκε πλήρως, όπως θα νόμιζε κάποιος, από την ταραχή, αλλά ακαριαία· διότι αυτό σημαίνει το «τώρα». Με το που άρχισε δηλαδή η ταραχή, σταμάτησε, και για να μιλήσω με συντομία, ήταν μία στιγμή του χρόνου» (Ω).
(2)  Η ψυχή είναι η έδρα των φυσικών συγκινήσεων (g).
«Από αυτό είναι φανερό ότι είχε και ψυχή λογική. Διότι όπως ακριβώς η πείνα… είναι χαρακτηριστικό πάθος της σάρκας, έτσι και η ταραχή από τη μνήμη των δεινών, είναι πάθος της λογικής ψυχής, στην οποία μόνη υπεισέρχεται η μνήμη με τις ενθυμήσεις. Πριν ακόμα δηλαδή έλθει ο Χριστός στο σταυρό, πρόωρα υπομένει την ταραχή, προβλέποντας, εννοείται, το μέλλον, και ωθούμενος από τον λογισμό στη μνήμη αυτών που θα γίνουν. Το πάθος της δειλίας δηλαδή, δεν θα λέγαμε ότι ανήκει ούτε στην απαθή θεότητα, ούτε όμως στη σάρκα· διότι το πάθος είναι των λογισμών της ψυχής και όχι του σώματος… Αλλά ούτε είπε ο Χριστός: Η σάρκα μου έχει ταραχτεί, αλλά η ψυχή μου, απορρίπτοντας την γνώμη των αιρετικών… Ο Λόγος του Θεού λοιπόν ένωσε με τον εαυτό του όλη τη φύση του ανθρώπου, για να σώσει όλο τον άνθρωπο» (Κ).
(3)  «Έχει θορυβηθεί με ανθρώπινο τρόπο, αγωνιώντας για το θάνατο που πλησιάζει» (Ζ).
«Θα θεωρήσουμε δηλαδή ότι και σε αυτόν τον Σωτήρα Χριστό ενεργούσαν τα ανθρώπινα… Διότι έπρεπε, έπρεπε και με αυτά να φαίνεται ότι έγινε άνθρωπος από γυναίκα όχι φαινομενικά και θεωρητικά, αλλά μάλλον φυσικά και αληθινά, κουβαλώντας όλα τα ανθρώπινα, εκτός από την αμαρτία μόνο. Ο φόβος λοιπόν και η δειλία είναι σε εμάς πάθη μεν φυσικά, που διαφεύγουν όμως την κατάσταση της αμαρτίας… Όπως ακριβώς λοιπόν ως άνθρωπος πείνασε και κοπίασε, έτσι δέχεται και την ταραχή από το πάθος ως ανθρώπινη» (Κ).
«Αυτό συνέβη επειδή η μεν θεότητα υποχώρησε, η δε σάρκα άρχισε να ενεργεί· μπορούσε η θεότητα να εμποδίσει την ταραχή, αλλά δεν θέλησε, για να μην διαλύσει την ομοίωση με εμάς» (Α).
Το τετάρακται «παρουσιάζει πάρα πολύ το ανθρώπινο γνώρισμα και την φύση την ανθρώπινη να μην θέλει να πεθάνει, αλλά να είναι προσηλωμένη στην παρούσα ζωή, φανερώνοντας με αυτό, ότι δεν βρισκόταν έξω από τα ανθρώπινα πάθη· διότι, όπως ακριβώς δεν είναι άξιο για κατηγορία το να πεινά, ούτε και το να κοιμάται, έτσι δεν είναι και άξιο κατηγορίας το να επιθυμεί την παρούσα ζωή. Ο Χριστός λοιπόν είχε σώμα καθαρό από αμαρτήματα, όχι όμως απαλλαγμένο από τις φυσικές ανάγκες· διότι έτσι ούτε καν σώμα θα ήταν» (Χ).
Ο Ιωάννης δεν αναφέρει την αγωνία στη Γεθσημανή, παρόλο που υπαινίσσεται αυτήν (Ιω. ιη 1,11). Εδώ έχουμε το ουσιαστικό περιεχόμενο της προσευχής, την οποία και στον κήπο εκείνο απηύθυνε ο Κύριος. Ό,τι συνέβη στον κήπο της Γεθσημανή δεν ήταν μία μεμονωμένη κρίση. Ήταν η εστία πειρασμού που διήρκεσε σε όλη τη ζωή του Κυρίου και η εστία νίκης κατά του πειρασμού που επιτεύχθηκε σε όλη τη ζωή (τ). Αληθινά· ευθύς εξ’ αρχής ο Κύριος προγνώριζε με λεπτομέρεια, τι έμελλε να επακολουθήσει κατά τις τελευταίες ημέρες της επίγειας ζωής του. Τι δοκίμαζε από την πρόγνωσή του αυτή, είναι δύσκολο, αν όχι και αδύνατον, να αντιληφθούμε εμείς επαρκώς. Διότι τίποτα ανάλογο δεν υπάρχει στην ιστορία των ανθρώπων. Αντιμετωπίζουμε περίπτωση στην οποία ο Κύριος στέκεται μόνος, διότι αυτό που γενικά και χωρίς κάποια εξαίρεση συμβαίνει είναι, ότι στους υιούς των ανθρώπων παραμένει καλυμμένο με πυκνότατο πέπλο το προσωπικό τους μέλλον. Κανείς από τους ανθρώπους δεν γνωρίζει τι η επόμενη ημέρα ή η προσεχής βδομάδα, πολύ περισσότερο το έτος που πλησιάζει επιφυλάσσει σε αυτόν. Και σε αυτήν τη σειρά των προφητών από τον Ησαΐα μέχρι τον Μαλαχία κανείς δεν αναφέρεται ότι επιχείρησε να καθορίσει τον τρόπο του θανάτου του. Μόνος ο Κύριος είχε μπροστά στα μάτια του ζωηρή και λεπτομερή την εικόνα του παθήματός του. Να γιατί ό,τι δοκίμασε ο Κύριος στη Γεθσημανή, δεν υπήρξε μία μεμονωμένη κρίση, αλλά ποτήρι, το οποίο πάρα πολλές φορές πλησίασε στα χείλη του Κυρίου.
Πάρα πολύ αξιόλογη ερμηνεία και η: «Όλες οι δυνάμεις του Σατανά… κατά τον καιρό του πάθους επιστρατεύτηκαν εναντίον του σωτήρα· βλέποντας αυτές η ψυχή του σωτήρα, ανθρώπινα ένιωθε ταραχή, όχι δειλιάζοντας για το θάνατο, παρόλο που και αυτό είναι ανθρώπινο, αλλά για να μην ηττηθεί» (Ω).
Έχει ταραχτεί. Η λέξη θα θεωρούνταν από πολλούς απροσδόκητη ξεστομιζόμενη ανάμεσα σε τόσο ευάρεστες προβλέψεις («έφτασε η ώρα να δοξαστεί…»), κάτω από το κράτος των οποίων θα περίμενε κάποιος να ακούσει τον Κύριο να λέει: Τώρα η ψυχή μου αγαλλίασε. Ταραχή της ψυχής ακολουθεί μερικές φορές σε μεγάλες πλατύνσεις του πνεύματος. Στον ευμετάβολο αυτόν κόσμο των αναμίξεων και των μεταβολών πρέπει να περιμένουμε αποθαρρύνσεις και πικρίες μέσα στη χαρά μας, αλλά και ενισχύσεις και παρηγοριές, όταν οι ταραχές μας φθάνουν στο μη περαιτέρω.
(4)  «Φτάνοντας σε αδιέξοδο από την αγωνία» (Ζ). Εκφράζει πραγματική, αν και στιγμιαία, αμφιταλάντευση του αναποφάσιστου (β). Το ερώτημα δεν απευθύνει ο Κύριος ούτε προς το Θεό, ούτε προς τους ανθρώπους, αλλά προς τον εαυτό του. Η θυσία της ζωής του εξαρτάται από την ελεύθερή του προτίμηση. Μπορούσε να ζητήσει από τον Πατέρα του την απαλλαγή από το θάνατο. Και ο Πατέρας θα εισάκουε αυτόν στέλνοντας 12 λεγεώνες αγγέλων. Αλλά η προσευχή αυτή θα ελευθέρωνε μεν αυτόν, αλλά δεν θα λύτρωνε και τους ανθρώπους (g). Λέγοντας αυτό ο Κύριος δεν συμβουλεύεται κάποιον άλλον, σαν να είχε ανάγκη συμβουλής, αλλά σκέφτεται μέσα του τι ήταν το πιο πρέπον να λεχθεί από αυτόν τη στιγμή αυτή. Όταν οι ψυχές μας είναι ταραγμένες, για κανένα λόγο δεν πρέπει να αφήνουμε τη γλώσσα μας να μιλά απερίσκεπτα, αλλά να σκεφτόμαστε μέσα μας τι πρέπει να πούμε.
(5)  Κάποιοι βάζουν στίξη με ερωτηματικό=Να πω το σώσε με; Τίποτα όμως δεν εμποδίζει να δεχτούμε, ότι ο Ιησούς προς στιγμήν απευθύνει αυτήν την αίτηση. «Τόσο πολύ έχει ταραχτεί, ώστε να ζητάει και απαλλαγή, εάν ήταν δυνατόν βέβαια και να αποφύγει το θάνατο» (Χ) λέγοντας: «Σώσε με από τον καιρό αυτόν τον φοβερό, τον θανατηφόρο. Αυτά τα είπε ως άνθρωπος και ως περιβεβλημένος την ανθρώπινη δειλία» (Ζ). Να προσφεύγεις και εσύ προς τον Κύριο σε ώρες ταραχής και ανησυχίας, και να μιλάς σε αυτόν με την εμπιστοσύνη παιδιού σε πανάγαθο πατέρα.
(6)  Αντιτίθεται το «αλλά», στη διάθεση που εκδηλώθηκε με το προηγούμενο αίτημα προς τον Πατέρα κάτω από το κράτος της φυσικής και αδιάβλητης (ακατηγόρητης) δειλίας για αποφυγή του πάθους.
«Διότι η μεν μνήμη του θανάτου που εισχώρησε, επιχειρεί να ταράξει τον Ιησού, η δύναμη της θεότητας όμως, με το που ενήργησε το πάθος αμέσως τό νικά, και μεταμορφώνει αμέσως σε ασύγκριτη τόλμη αυτό που νικήθηκε από τη δειλία… Ταράζεται όμως όχι όπως ακριβώς εμείς, αλλά τόσο μόνο ώστε να οδηγηθεί να αισθανθεί το πράγμα, έπειτα πάλι αμέσως μεταπηδά στην καλή τόλμη που του πρέπει» (Κ). Συνέπιπτε την ίδια ώρα ο φόβος του θανάτου και ο πόθος της υπακοής (b).
«Παρόλο που λυπάται και ταράζεται ως άνθρωπος λόγω της φυσικής αγάπης στη ζωή, όμως δεν αρνείται το θάνατο, επειδή ήταν για τη σωτηρία του κόσμου» (Θφ).
(7)  Ή «για αυτό φυλάχτηκα έως τον τωρινό καιρό, για να πεθάνω σε αυτόν και επομένως πρέπει να τον υπομείνω γενναία» (Ζ). Για αυτό παρέμεινα σε αυτήν την οδό μέχρι την ώρα αυτή, για να υποστώ αυτόν τον θάνατο, «για να αναλάβω τον θάνατο για χάρη όλων» (Θφ). Για αυτό ήλθα δηλαδή ώστε η διακονία μου να ολοκληρωθεί με το Πάθος (β). Το να αποφύγει το θάνατο θα ερχότανε αντίθεση με τον όλο σκοπό της ζωής του και θα ματαίωνε τη μεγάλη ελπίδα αυτής της ώρας (τ). «Μας διδάσκει με αυτό, ώστε ούτε και εμείς να αποφεύγουμε τον θάνατο χάριν της αλήθειας, ακόμα και αν ταραζόμαστε, ακόμα και αν αγωνιούμε» (Θφ). «Διότι και εγώ τώρα που ταράζομαι, δεν λέω να τον αποφύγω, διότι πρέπει να υπομείνω εκείνο που έρχεται. Δεν λέω απάλλαξέ με από την ώρα αυτή» (Χ).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία: για αυτό ήλθα στον κόσμο αυτόν, για αυτήν την ώρα. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή πρέπει να βάλουμε κόμμα μετά το ἦλθον, ώστε το «εἰς τὴν ὥραν ταύτην» να είναι παραθετικός προσδιορισμός του «διά τοῦτο».

28 Πάτερ(1), δόξασόν σου τὸ ὄνομα(2). Ἦλθεν οὖν φωνὴ(3) ἐκ τοῦ οὐρανοῦ(4)· καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω(5).
28 Θα πω, “Πατέρα, κάνε αυτό που θα δοξάσει το όνομά σου”». Τότε ήρθε μια φωνή από τον ουρανό: «Το όνομά μου το δόξασα και θα το δοξάσω και πάλι».
(1)  «Παρακαλά τον Πατέρα και παριστάνει την εξωτερική μορφή της προσευχής… αποδίδοντας ως άνθρωπος στη θεία φύση αυτά που ξεπερνούν την ανθρώπινη φύση, όχι επειδή είναι έξω από τη θεία φύση, όταν αποκαλεί τον Πατέρα δικό του, αλλά επειδή γνωρίζει ότι μέσω του Πατέρα και του Υιού θα έλθει η δύναμη και η δόξα σε κάθε πράγμα» (Κ). Η επίκληση «Πατέρα», που επαναλήφθηκε στοργικά, συμφωνεί με την αλλαγή του αιτήματος, που απευθύνεται σε αυτόν (b).
(2)  «Δηλαδή δείξε την ευαρέσκειά σου στο να δεχτώ τον σταυρό και τον κίνδυνο χάριν της σωτηρίας όλων» (Θφ). Δόξασε το όνομά σου. Οτιδήποτε και αν πρόκειται να κοστίσει αυτό σε εμένα (b).
«Δείχνει ότι πεθαίνει χάριν της αλήθειας, αποκαλώντας το πράγμα δόξα στο Θεό. Και αυτό θα συνέβαινε μετά το σταυρό. Διότι επρόκειτο να επιστρέψει στην πίστη η οικουμένη και να γνωρίσει το όνομα του Θεού και να λατρεύει αυτόν» (Χ). Σε σχέση και με το Ιω. ιγ 31 θα ερμηνεύσουμε εδώ: Δόξασε το όνομά σου «με τη δόξα του δικού μου ονόματος» (Ζ), η δόξα όμως του Υιού συντελέστηκε με τα παθήματα και το θάνατο (ο). Δόξασε το όνομά Σου με την ολοκλήρωση της αποστολής της απολύτρωσης, η οποία συντελέστηκε με το πάθος του Χριστού (β).
Με αυτό ο Κύριος δεν εκδήλωσε μόνο την τέλεια υπακοή του στο θέλημα του Θεού, αλλά και αφιέρωσε τον εαυτό του ακόμη μία φορά στην δόξα του Θεού μέσω του παθήματός του. Εμείς με την αμαρτία μας προσβάλαμε αυτήν την δόξα. Και επειδή δεν μπορούσαμε να ικανοποιήσουμε τη θεία δικαιοσύνη για αυτήν την προσβολή, δεν απέμεινε τίποτα άλλο παρά να εκδικηθεί ο Θεός το μεγαλείο του που προσβλήθηκε, χτυπώντας μας σε όλεθρο αιώνιο. Αλλά ο Κύριος που ενανθρώπησε παρεμβαίνει και αναλαμβάνει να δώσει αυτός την αναγκαία ικανοποίηση, ταπεινούμενος και παραδιδόμενος σε πάθημα φρικτό. Άδειασε τον εαυτό του και άφησε κατά μέρος τις τιμές του Υιού του Θεού, για να πάρει πάνω του ως υιός ανθρώπου τον μεγαλύτερο ονειδισμό από όσους ποτέ υπήρξαν. Όταν λοιπόν εύχεται Δόξασε το όνομά σου, είναι σαν να λέει: Πατέρα, ας δοξαστεί η δικαιοσύνη σου με το πάθημά μου.
(3)  Ως απάντηση στην προσευχή. Η φράση αυτή υπάρχει και στο Δαν. δ 28. Δες και Α Βασ. γ 4,Γ΄Βασ. ιθ 13,Ιώβ δ 16 όπου υποδηλώνεται ότι ο Θεός μιλά προς τους ανθρώπους με φωνή έναρθρη και που ακούγεται. Στην Κ.Δ. φωνές από τον ουρανό μαρτυρούνται στα Πράξ. ια 7,Αποκ. ι 4 και σε 3 χωρία των ευαγγελίων, δηλαδή κατά το βάπτισμα του Ιησού, κατά τη μεταμόρφωσή του και κατά την παρούσα περίπτωση (β).
Όσες φορές ο Υιός συντελεί μεγάλη πράξη ταπείνωσης και προσωπικής αφιέρωσης, ο Πατέρας απαντά με αισθητή εκδήλωση επιδοκιμασίας. Ό,τι συνέβη κατά το βάπτισμα και τη Μεταμόρφωση, επαναλαμβάνεται και τώρα. Κατά την ώρα αυτή, κατά την οποία ολοκληρώνεται και κατακλείεται η δημόσια δράση του Κυρίου και κατά την οποία αφιερώνεται στο θάνατο, ο Πατέρας επιθέτει δημόσια στο πρόσωπό του και το έργο του την σφραγίδα της ικανοποίησής του (g).
Φωνή έναρθρη και όχι βροντή, όπως υπέθεσαν και κάποιοι από τους νεώτερους ερμηνευτές. Εάν κάποιοι από τους παρισταμένους τότε υπέθεσαν κάτι τέτοιο, δεν είναι παράδοξο, όταν θυμηθούμε, πόσο αργά οι αντιτιθέμενοι στο Χριστό αναγνώριζαν και τα γνήσια και ολοφάνερα θαύματά του. Εξάλλου μαρτυρείται ξεκάθαρα, ότι σε άλλους φάνηκε ως φωνή αγγέλου αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς αναφέρεται σε αυτήν ως φωνή που στάλθηκε από τον Πατέρα για να στηρίξει τους μαθητές στην πίστη σε αυτόν. Από το ότι επίσης δεν αναφέρεται κάτι εδώ για τη γνώμη των μαθητών ως προς τη φύση αυτής της φωνής, μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι αυτοί μπόρεσαν να διακρίνουν τα λόγια που εκφωνήθηκαν (ο).
(4)  «Δεν είπε όμως ο ευαγγελιστής, ότι ο Πατέρας από ψηλά φώναξε, αλλά ότι από τον ουρανό έγινε η φωνή, έτσι ώστε κάποιοι αιρετικοί, ακούγοντας ότι μιλά ο Πατέρας, να μην επιχειρήσουν να πουν ότι και η θεία φύση, ο Πατέρας, έχει σώμα παχύ (υλικό)… Πώς όμως η φωνή κατασκευάστηκε δεν ανήκει σε εμάς να το πούμε» (Κ). Η φωνή από τον ουρανό ήταν δημόσια μαρτυρία του Πατέρα προς τα πλήθη, που βεβαίωνε ότι ο Πατέρας δεχόταν ευάρεστα την υπακοή του Υιού του (χ).
(5)  Το εδόξασα αναφέρεται στο παρελθόν, στη δράση του Κυρίου στο Ισραήλ, ενώ το δοξάσω στο μέλλον, στην προσεχή ενέργεια του Υιού σε ολόκληρο τον κόσμο.
«Δόξασα με τα θαύματα που προηγήθηκαν, και πάλι θα δοξάσω με αυτά που θα γίνουν στο θάνατό σου» (Ζ) τόσο με την ανάσταση και ανάληψη που θα ακολουθήσει, όσο και με τον θρίαμβο ανάμεσα στα έθνη και όλη την ανθρωπότητα.
«Δόξασα, όταν (ο Υιός) γεννήθηκε από την Παρθένο, όταν ενεργούσε θαυμαστές δυνάμεις… όταν αναγνωριζόταν από αγίους γεμάτους με άγιο Πνεύμα, όταν διακηρυττόταν με σαφήνεια με την κάθοδο του αγίου Πνεύματος με μορφή περιστεριού… όταν μεταμορφωνόταν στο βουνό, όταν έκανε πολλά θαύματα» (Αυ) για τα οποία «θαμαζόταν από όλους ο Υιός, αφού ο Πατέρας εργαζόταν μαζί του τα παράδοξα, και επειδή ακριβώς ήταν συνεργάτης του σε όλα όσα έκανε, λέει τώρα ότι τον δόξασε» (Κ).
«Και πάλι θα δοξάσω, όταν θα αναστηθεί από τους νεκρούς· όταν ο θάνατος δεν θα κυριεύσει πλέον αυτόν και όταν θα υπερυψωθεί πάνω από τους ουρανούς ως Θεός και η δόξα του πάνω από όλη τη γη» (Αυ). «Ανασταίνοντάς σε μετά την ταφή και στέλνοντας το Πνεύμα, θα καταστήσω ακόμα πιο ένδοξο και το δικό μου όνομα και εσένα» (Θφ).

29 Ὁ οὖν ὄχλος(1) ὁ ἑστὼς καὶ ἀκούσας ἔλεγε βροντὴν γεγονέναι(2)· ἄλλοι(3) ἔλεγον· ἄγγελος αὐτῷ λελάληκεν(4).
29 Το πλήθος των ανθρώπων που βρίσκονταν εκεί και άκουσαν τη φωνή, έλεγαν πως έγινε βροντή. Άλλοι έλεγαν: «Άγγελος του μίλησε».
(1)  Οι περισσότεροι (ο όχλος) νόμισαν ότι πρόκειται για βροντή. Οι λιγότεροι (άλλοι) σχημάτισαν την εντύπωση, ότι άγγελος μίλησε στον Ιησού.
(2)  «Δεν κατανόησε (ο όχλος) τη φωνή, αλλά έπιασε μόνο τον ήχο της» (Ζ). «Η φωνή ήταν σαφής μεν και ευκρινής. Αλλά όμως αμέσως απομακρύνθηκε από αυτούς, επειδή δεν είχαν πνευματικότητα και ήταν σαρκικοί και ράθυμοι» (Χ).
Όλο το πλήθος ακούει κρότο· αλλά η έννοια της φωνής κατανοείται από τον καθένα ανάλογα με την πνευματικότητα της διάνοιάς του. Έτσι στον ανθρώπινο λόγο το άγριο θηρίο δεν αντιλαμβάνεται παρά κάποιο ήχο, το εξημερωμένο ζώο καταλαβαίνει κάποια έννοια όπως διαταγή, ή πρόσκληση, στην οποία αμέσως υπακούει· μόνος ο άνθρωπος διακρίνει τη σκέψη που εκφράζεται (g).
(3)  «Οι οποίοι την κατάλαβαν» (Ζ), «ότι μεν ήταν έναρθρη η φωνή το κατάλαβαν, τι σήμαινε όμως όχι ακόμη» (Χ). Στις μέγιστες αποκαλύψεις παραμένει κάτι, με το οποίο η πίστη μπορεί να εξασκηθεί (b). Ανάλογο φαινόμενο και στο Πράξ. θ 7 (δες και Πράξ. κβ 9,κστ 13-14) κατά την εμφάνιση του Ιησού στον Παύλο (g), κατά την οποία αυτοί που τον συνόδευαν άκουσαν τον ήχο («ακούγοντας τη φωνή» Πράξ. θ 7), αλλά δεν διέκριναν τα λόγια («δεν άκουσαν τη φωνή αυτού που μου μιλούσε» Πράξ. κβ 9)(β).
(4)  «Επειδή δεν κατάλαβαν… ποια είναι η σημασία αυτών των λόγων, νόμισαν ότι άγγελος του μίλησε, για αυτό και τους είναι δυσνόητα, σαν να ειπώθηκαν από άγγελο» (Θφ).

30 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· οὐ δι’ ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν(1), ἀλλὰ δι’ ὑμᾶς(2).
30 Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Αυτή η φωνή δεν ακούστηκε για μένα αλλά για σας.
(1)  «Όχι για να μάθω κάτι από αυτήν που το αγνοώ. Διότι γνωρίζω όλα τα του Πατέρα» (Χ). «Διότι γνώριζε την θέληση αυτού που τον γέννησε, έστω και αν δεν λεγόταν τίποτα, επειδή ήταν και είναι η σοφία και ο Λόγος του Πατέρα» (Κ). Ο Κύριος δεν αρνείται εδώ ότι είχε ανάγκη ως άνθρωπος να ενισχυθεί από τον ουρανό, αλλά μόνο βεβαιώνει, ότι δεν είχε ανάγκη να ενισχυθεί με τέτοια αισθητή εκδήλωση (g). Δεν έγινε αυτό για να ενισχυθώ εγώ, διότι θα ήταν δυνατόν στην τελευταία αυτή περίπτωση να ψιθυριστούν τα λόγια αυτά στο αυτί μου.
(2)  «Το είπε αυτό με σκοπό να αντικρούσει εκείνο που έλεγαν πάντοτε, ότι δεν είναι από το Θεό» (Χ). «Διότι πώς θα ερχόταν φωνή από τον ουρανό σε αυτόν, εάν δεν ήταν από το Θεό;» (Ζ).
«Απαντούσε ο Πατέρας, με τον τρόπο που αυτός γνωρίζει, φανερώνοντας στον Υιό του τη βούλησή του, ώστε να φιλοτιμηθούν οι ακροατές να πιστέψουν χωρίς αμφιβολίες, ότι είναι από τη φύση του Υιός του Θεού και Πατέρα» (Κ).
Από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι και τα λόγια της φωνής κατανοήθηκαν από κάποιους τουλάχιστον από τους παρισταμένους (ο). Αλλά και αυτοί που δεν κατανόησαν τα λόγια της φωνής «έλεγαν ότι άγγελος μίλησε σε αυτόν ή έγινε βροντή. Λέει (λοιπόν) ότι για σας έγινε, ώστε έστω και έτσι να παρακινηθείτε να ρωτήσετε τι είναι αυτό που ειπώθηκε» (Χ), «και αφού ρωτήσετε, να μάθετε αυτό που αγνοείτε» (Θφ). Ότι κάτι έκτακτο συνέβη, το αντιλήφθηκαν οι πάντες. Από αυτό λοιπόν μπορούσαν οι πάντες να παρακινηθούν στο να ζητήσουν την εξήγηση και έννοια του υπερφυσικού συμβάντος.

31 Νῦν(1) κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου(2), νῦν(3) ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου(4) τούτου ἐκβληθήσεται(5) ἔξω(6)·
31 Έφτασε η ώρα που ο κόσμος αυτός θα κριθεί· έφτασε η ώρα που ο άρχοντας αυτού του κόσμου θα διωχτεί έξω από τον κόσμο.
(1)  Η επανάληψη αυτού στην αρχή και των δύο προτάσεων τονίζει την κρισιμότητα της παρούσας στιγμής για την ανθρωπότητα (g). Το πάθος με το «τώρα» θεωρείται ότι ήδη άρχισε (β).
«Η φράση «τώρα είναι κρίση…», φαίνεται μεν ότι δεν έχει καμία σχέση με τα προηγούμενα, σχετίζεται όμως πλήρως. Επειδή δηλαδή είπε από ψηλά ο Πατέρας ότι «θα δοξάσω», δείχνει σε εμάς ο Κύριος τον τρόπο της δόξας. Ποιος λοιπόν είναι αυτός; Το ότι θα πεταχτεί μεν έξω ο κοσμοκράτορας… θα κριθεί δε ο κόσμος» (Θφ). Μιλά ο Κύριος θριαμβευτικά και με θεία έξαρση. Τώρα, το έτος, κατά το οποίο θα συντελεστεί το έργο της απολύτρωσης, ήλθε, και ο προκαθορισμένος χρόνος, κατά τον οποίο θα συντριβεί το κεφάλι του φιδιού, έφτασε· τώρα το μεγάλο έργο πρόκειται νε έλθει σε πέρας· το έργο, το οποίο για τόσους αιώνες, πριν φτιαχτεί ο κόσμος, υπήρξε το αντικείμενο της θείας βουλής και για αυτό έγινε λόγος προφητικός για αυτό στις άγιες Γραφές και υπήρξε η χαρμόσυνη ελπίδα των προφητών και των αγίων και ο τρόμος των πονηρών πνευμάτων.
(2)  Ή, αναφέρεται σε καταδικαστική απόφαση η οποία βγαίνει για αυτόν τον κόσμο (G)· και το «κρίση» σημαίνει: η καταδίκη του διεφθαρμένου αυτού κόσμου. Ή, «θα γίνει δικαστήριο και εκδίκηση» (Χ). «Διότι δεν νομίζω ότι πρέπει να θεωρήσουμε ότι τώρα καταδικάζεται ο κόσμος, τώρα που έφτασε ο καιρός της δικαίωσης, αλλά για τον μεν κόσμο θα γίνει κρίση, δηλαδή εκδίκηση· ο άρχοντας όμως αυτού του κόσμου θα διωχτεί έξω· Η καταδίκη δηλαδή θα γίνει εναντίον αυτού που αδίκησε τον κόσμο και όχι εναντίον του κόσμου που υπέμεινε την αδικία» (Κ). « Επειδή δηλαδή ο διάβολος υπέταξε τον κόσμο στο θάνατο, καθιστώντας όλους τους ανθρώπους ένοχους στην αμαρτία, σε εμένα, λέει, ερχόμενος και μη βρίσκοντας μεν αμαρτία σε εμένα, αλλά οδηγώντας και εμένα στο θάνατο εξίσου με τους άλλους, θα καταδικαστεί από εμένα και έτσι εγώ θα πάρω εκδίκηση για τον κόσμο» (Θφ).
Ή, «δεν πρόκειται για κρίση καταδίκης αλλά για κρίση διαχωρισμού και διάκρισης» (Αυ). Κρίνω σημαίνει και διαπιστώνω τη ηθική κατάσταση, όχι μόνο στο κακό αλλά και στο καλό. Μπροστά στο σταυρό του Κυρίου ένα μέρος των ανθρώπων βρίσκουν τη σωτηρία τους με την πίστη, ενώ άλλο μέρος με την απιστία συντελεί την καταδίκη του (g). Οι δύο τελευταίες εκδοχές είναι το ίδιο σοβαρές.
Ο ασθενής και μολυσμένος κόσμος βρίσκεται τώρα στο σημείο της κρίσιμης καμπής. Αυτή είναι η κρίσιμη ημέρα, κατά την οποία η τρεμάμενη σκάλα θα στραφεί ή για ζωή ή για θάνατο, για όλους τους ανθρώπους. Όλοι εκείνοι, οι οποίοι δεν θα αρπάξουν το προς αυτούς προσφερόμενο μέσο σωτηρίας κατά την ημέρα αυτή, θα εγκαταλειφθούν αβοήθητοι και σε κατάσταση απόγνωσης. Αναλόγως του χαρακτήρας του καθένας από τους ανθρώπους, θα πάρει θέση απέναντι στο σταυρικό πάθημα του Κυρίου. Για μερικούς ο σταυρός του Κυρίου θα είναι ανοησία και σκάνδαλο, για άλλους όμως ο ίδιος σταυρός θα είναι Θεού σοφία και δύναμη. Και παράδειγμα αυτού υπήρξαν οι δύο ληστές, που συσταυρώθηκαν με το Χριστό.
(3)  «Επειδή ο διάβολος φέρνει και σε εμένα το θάνατο, παρόλο που έμεινα αναμάρτητος, τώρα στον παρόντα καιρό, θα τιμωρηθεί για την αδικία σε μένα με το γκρέμισμα της τυραννίας του» (Ζ). Και «σαν να συνέρχεται δικαστήριο θα ειπωθεί προς αυτόν· έστω· όλους τους θανάτωσες επειδή τους βρήκες υπεύθυνους της αμαρτίας. Τον Χριστό γιατί τον θανάτωσες;» (Χ).
(4)  Η φράση αυτή υπάρχει και στο ιδ 30 και ιστ 11, και πουθενά αλλού στην Κ.Δ.. Δες όμως τις φράσεις «ο Θεός αυτού του αιώνα» Β΄Κορ. δ 4, «άρχοντας της εξουσίας του αέρα Εφεσ. Β 2, «κοσμοκράτορες του σκότους του αιώνος τούτου» Εφεσ. στ 12 (β).
«Ο σατανάς είχε κατοχή πάνω στο ανθρώπινο γένος και κρατούσε αυτούς με τον δεσμό των αμαρτιών τους σαν ενόχους που κρατούνται σε τιμωρία· κυριαρχούσε στις καρδιές των απίστων και εξαπατώντας και υποδουλώνοντας αυτούς, αποπλανούσε αυτούς στο να λησμονήσουν τον δημιουργό και να λατρεύουν τα κτίσματα» (Αυ). «Για αυτό και λέγεται άρχοντας του κόσμου, επειδή η εξουσία του είναι γύρω από τη γη» (Β).
(5)  Το αποτέλεσμα αυτό, το οποίο άρχισε στο Γολγοθά, εξακολουθεί να συντελείται κάθε μέρα και θα εξακολουθεί σταθερά μέχρι την ολοκληρωτική εκβολή του Σατανά κατά την εσχάτη κρίση (F). Αφαιρείται από αυτόν η μία ψυχή μετά την άλλη και η πρόοδος αυξάνει μέχρι την τελευταία ημέρα. Έτσι ο λόγος δεν αντιφάσκει με άλλους που αποδίδουν ακόμη στο Σατανά εξουσία στον κόσμο (g). «Θα πεταχτεί έξω ο τύραννος αφού θα καταδικαστεί με το θάνατό μου» (Θφ).
(6)  «Έξω από την εξουσία που με τη βία έχει αποκτήσει και έξω από τη βασιλεία που δεν του αρμόζει από πουθενά. Σημαίνει λοιπόν το «έξω» την κόλαση και την πορεία στον άδη» (Κ).
«Έξω από αυτού του είδους την εξουσία την οποία απέκτησε με απάτη» (Ζ). «Θα εκδιωχτεί από την τυραννία εναντίον των ανθρώπων και δεν θα βασιλεύσει όπως πριν σε αυτούς και στις ψυχές τους και στο θνητό σώμα» (Θφ). Ο Χριστός συμφιλιώνοντας με το θάνατό του τον κόσμο με το Θεό συνέτριψε τη δύναμη του θανάτου και έβγαλε έξω από τον κόσμο τον σατανά ως καταστροφέα των ανθρώπων. Οδηγώντας λοιπόν τον κόσμο στο Θεό με τη διδασκαλία και το σταυρό του συνέτριψε τη δύναμη της αμαρτίας και έβγαλε έξω το σατανά ως ψεύτη που απατά και αποπλανά τους ανθρώπους.

32 κἀγὼ(1) ἐὰν ὑψωθῶ(2) ἐκ τῆς γῆς(3), πάντας(4) ἑλκύσω(5) πρὸς ἐμαυτόν(6).
32 Εγώ, όταν θα υψωθώ από τη γη, όλους τους ανθρώπους θα τους τραβήξω κοντά μου». 
(1)  Μπαίνει μπροστά με έμφαση. «Αντιτίθεται στο «ο άρχοντας του κόσμου» (b). «Όταν το θηρίο βγήκε από τη μέση και γκρεμίστηκε ο τύραννος, τότε οδηγεί προς τον εαυτό του ο Χριστός το γένος που αποπλανήθηκε» (Κ). Στο γκρέμισμα του αρχαίου τυράννου ανταποκρίνεται η έλευση του νέου κυρίαρχου (g).
(2)  «Εάν ανέβω στο σταυρό» (Ζ). «Με πολύ εύσχημο τρόπο λέει αντί για το σταυρωθώ, το υψωθώ… Εξάλλου, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, και πολύ καλά νομίζω, ότι είναι ύψος ο θάνατος πάνω στο σταυρό, αν το εννοήσουμε με την έννοια της τιμής και δόξας. Διότι δοξάζεται και με αυτό ο Χριστός» (Κ). Το «υψωθώ» πρέπει να το πάρουμε εδώ με την ίδια διπλή έννοια, με την οποία και στα γ 14 και η 28: Η ύψωση στο σταυρό ταυτίζεται με την ύψωση στο θρόνο (g). Μαζί με την ύψωση του Σωτήρα στο σταυρό, άρχισε και η ύψωσή του στους ουρανούς (F).
(3)  Οι Ιουδαίοι ανέμεναν το Μεσσία να βασιλεύσει στη γη σαν άλλος άρχοντας του κόσμου. Αλλά όχι·(g) θα σηκωθεί από τη γη η ζωή του (b). Όταν θα σταυρωνόταν, πρώτα θα καρφωνόταν στο σταυρό και στη συνέχεια θα υψωνόταν μεταξύ ουρανού και γης, ως ανάξιος και των δύο. Ούτε στον ουρανό έπρεπε να βρίσκεται, ούτε πάνω στη γη να πατά. Παρ’ όλα αυτά το «εάν υψωθώ» υποδηλώνει και τιμητική αναβίβαση. Το πάθημά του θα κατέληγε σε πραγματική ανύψωση του Κυρίου κατά την ανθρώπινη φύση του. Με οποιοδήποτε λοιπόν θάνατο και αν πεθάνουμε, εάν πεθάνουμε εν Χριστώ, θα υψωθούμε υπεράνω της φυλακής του παρόντος βίου, πάνω από το σπήλαιο αυτό των λεόντων στις χώρες του φωτός και της αγάπης.
(4)  «Όχι μόνο τους Ιουδαίους αλλά και όλους τους ανθρώπους τους καλεί σε σωτηρία μέσω της πίστης σε αυτόν» (Κ). «Όλους από παντού, όσους είναι δεκτικοί πίστης» (Ζ). Δίνεται εδώ απάντηση στο αίτημα που αναφέρθηκε στο σ. 21, Θέλουμε να δούμε τον Ιησού (b).
Ο Χριστός μετά την ανύψωσή του στο σταυρό τραβάει όλους τους ανθρώπους στον εαυτό του. Πράγματι· η μεγάλη αύξηση της εκκλησίας του έλαβε χώρα μετά το θάνατό του. Όταν ζούσε, έθρεψε χιλιάδες με τον λόγο της ευλογίας των πέντε άρτων στην έρημο. Αλλά όταν πέθανε, με το λόγο του Πέτρου χιλιάδες ανθρώπων ελκύστηκαν σε μία ημέρα στην εκκλησία του. Ο θάνατος του Κυρίου κρύβει δύναμη και ισχυρή αποτελεσματικότητα στο να ελκύει τις ψυχές προς αυτόν. Ο σταυρός του Χριστού, παρόλο που σε μερικούς είναι πέτρα προσκόμματος και σκανδάλου, σε άλλους είναι μαγνήτης. Μαγνήτης που ελκύει. Ίσως το ρήμα (ελκύω) μπήκε εδώ και σε κάποια σχέση με τη στάση, την οποία πήρε ο Χριστός όταν σταυρώθηκε. Είχε τα χέρια απλωμένα προσκαλώντας όλους στον εαυτό του και έτοιμος να αγκαλιάσει όλους τους ερχόμενους σε αυτόν.
(5)  «Θα προσελκύσω, λέει, επειδή κρατούνται από τύραννο και μόνο με τη δική τους προσπάθεια δεν μπορούν να πλησιάσουν και να ξεφύγουν από τα χέρια εκείνου, επειδή αντιστέκεται» (Χ). «Θα ελκύσω και χωρίς να το θέλει εκείνος. Το οποίο αλλού το ονόμασε και αρπαγή. Διότι κανείς, λέει, δεν μπορεί να αρπάξει τα σκεύη του ισχυρού, εάν δεν δέσει τον ισχυρό» (Θφ). Στο σ. 44 «είπε ότι κανείς δεν μπορεί να έλθει σε εμένα εάν ο πατέρας, που με έστειλε, δεν ελκύσει αυτόν… όχι λέγοντας αντίθετα, αλλά κάνοντας δικά του τα του Πατέρα και δείχνοντας ότι όλα τα έχουν κοινά» (Ζ). «Διότι όταν ο Υιός ελκύει, ο Πατέρας ελκύει» (Χ).
(6)  Αναφέρεται στο Χριστό, όχι κατά την ώρα που κρεμιόταν στο σταυρό, αλλά στην κατάσταση της κυριαρχίας και της δόξας, στην οποία μετά το πάθημα μπήκε (ο). «Θα ελκύσω στον εαυτό μου, για να είμαι κεφαλή τους και εκείνοι μέλη μου» (Αυ). Δες εδώ πώς ο Χριστός είναι τα πάντα στους πάντες στην επιστροφή κάθε ψυχής. Ο Χριστός μας ελκύει. Δεν μας σέρνει βίαια, αλλά «με τα δεσμά της αγάπης του» (Ωσηέ ια 4). Ψιθυρίζει μυστικά σε κάθε ψυχή: «με αγάπη αιώνια σε αγάπησα, για αυτό σε έλκυσα προς εμένα με το έλεος και την ευσπλαχνία μου» (Ιερεμ. λη 3).
Και ελκύει αυτήν όπως ο μαγνήτης τον σίδηρο. Η ψυχή δηλαδή μεταβάλλεται σε σημείο ώστε θέλοντας και θελγομένη να ελκύεται. Και ελκύεται προς τον Χριστό. Θα ελκύσω προς τον εαυτό μου σαν σε κέντρο, μέσω του οποίου και στο οποίο θα ενωθούν οι πάντες. Η ψυχή η απομακρυσμένη από το Χριστό έρχεται αρχικά σε γνωριμία μαζί του. Ενώ λοιπόν προηγουμένως αγνοούσε το Χριστό και δεν εμπιστευόταν τον εαυτό της σε αυτόν, σιγά-σιγά αγαπά αυτόν, δίνει όλη την εμπιστοσύνη της σε αυτόν και παραδίνεται στην αγκαλιά του. Έλξη θαυμασμού είναι η πρώτη επίδραση του σταυρού πάνω στην ψυχή που αγνοεί τον καρφωμένο πάνω σε αυτόν. Αλλά εάν σταθεί μέχρι τον θαυμασμό αυτόν, η σχέση της με το Χριστό θα είναι επιπόλαιη. Πίστη θερμή και ακλόνητη σε αυτόν ως Σωτήρα και Λυτρωτή, αυτή μας έλκει οριστικά προς αυτόν και μας ενώνει μαζί του πάνω στο Σταυρό του. Ο εσταυρωμένος Ιησούς μας έλκει, διότι είναι η αγάπη και η σοφία του Θεού, διότι είναι όχι απλώς ο μέγιστος των διδασκάλων της ηθικής και σωστικής αλήθειας, αλλά και το σε όλα υπερεπαρκές θύμα για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Όταν τον εγκολπωθούμε ως Λυτρωτή από το βάρος και την ενοχή της αμαρτίας και ως πηγή νέας ζωής που μας αποσπά από αυτήν και μας προσκολλά σε Αυτόν, τότε πράγματι και αληθινά ελκυστήκαμε από αυτόν.

33 Τοῦτο δὲ ἔλεγε(1) σημαίνων(2) ποίῳ θανάτῳ(3) ἤμελλεν(4) ἀποθνήσκειν(5).
33 Λέγοντας αυτό, υποδήλωνε με τι είδος θάνατο θα πέθαινε.
(1)  Ο Ιωάννης εξηγεί εδώ αυτό που είπε ο Κύριος, όπως και στο β 21. Αυτό. «Ποιο; Το όταν υψωθώ» (Ζ)
(2)  «Υποδήλωνε» (Ζ). Δεν λέει φανερώνοντας αλλά σημαίνοντας (g), του οποίου η έννοια είναι: όχι με σαφήνεια εκφράζοντας, αλλά σκοτεινά υποδεικνύοντας, όπως στους χρησμούς, τις παροιμίες κλπ (ο).
(3)  «Με ποιο τρόπο· το σταυρό λοιπόν τον ονόμασε θάνατο» (Κ).
(4)  Με την έννοια του αναπόφευκτου του θανάτου του Ιησού επειδή προδιατάχτηκε από το Θεό (β).
(5)  «Έδειξε ότι εκούσια έπαθε και ήξερε ότι όχι μόνο πεθαίνει, αλλά και με ποιο τρόπο» (αμ).

34 Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ὄχλος· ἡμεῖς(1) ἠκούσαμεν(2) ἐκ τοῦ νόμου(3) ὅτι ὁΧριστὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα(4), καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖ ὑψωθῆναι(5) τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(6); Τίς ἐστιν οὗτος ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(7);
34 Τότε το πλήθος τού αποκρίθηκε: «Εμείς μάθαμε από το νόμο πως ο Μεσσίας θα ζήσει αιώνια· πώς εσύ λες ότι πρέπει να υψωθεί από τη γη ο Υιός του Ανθρώπου; Ποιος είναι αυτός ο Υιός του Ανθρώπου;»
(1)  Μπαίνει μπροστά με έμφαση αντιτιθέμενο στο ακόλουθο «συ».
(2)  Αντίγραφα του νόμου συνήθως δεν υπήρχαν σε χρήση ιδιωτών. Οπότε η μόνη γνώση της Γραφής την οποία ο λαός είχε, προερχόταν από την ακρόασή της όταν διαβαζόταν κατά την ώρα της λατρείας στις συναγωγές (ο).
(3)  «Και εδώ νόμο λένε γενικώς την θεία Γραφή» (Ζ). Από το νόμο, με τον οποίο εννοούνται οι προφήτες και οι ψαλμοί (b).
(4)  «Άρα γνώριζαν ότι ο Χριστός θα είναι κάποιος αθάνατος και ότι έχει ζωή που δεν τελειώνει» (Χ). Τα χωρία τα οποία υπονοούν οι Ιουδαίοι είναι εκείνα, στα οποία ο Μεσσίας παρουσιάζεται να θεμελιώνει πάνω στα ερείπια των ειδωλολατρικών βασιλειών, βασιλεία αιώνια. Δες Ησ. ιθ 6,Ψαλμ. ρθ 2-4,Δαν. ζ 14 κλπ (g).
«Τον ελέγχουν για άγνοια σχετικά με τους προφήτες και υποδεικνύουν ότι δεν γνωρίζει ακριβώς τα γραμμένα. Διότι το ότι μένει στον αιώνα ο Χριστός από τη μία, το πήραν από αυτά τα χωρία· το μυστήριο του θανάτου από την άλλη, που έγινε στο μεταξύ, και τον για σύντομο χρόνο διαχωρισμό της ψυχής από το σώμα, δεν τα κατάλαβαν ούτε τα εξακρίβωναν. Έπρεπε λοιπόν να γνωρίζουν την αιτία, ότι δηλαδή αφού προφητεύονταν δύο ερχομοί του Χριστού, τον μεν πιο ένδοξο και που θα γινόταν στη συντέλεια του αιώνα ο όχλος των Ιουδαίων τον ήλπιζε, τον πριν από αυτόν όμως δεν τον καταλάβαινε καθόλου» (Ω).
«Και πράγματι ο Ησαΐας αναφέρει και τα δύο· το μεν πάθος και το θάνατο, λέγοντας τα εξής· Ως πρόβατο οδηγήθηκε στη σφαγή· την δε ανάσταση με το να πει: ο Κύριος θέλει να τον καθαρίσει από την πληγή. Και ο Δαβίδ αναφέρει μαζί και το θάνατο και την ανάσταση. Διότι λέει, δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη» (Θφ).
Έτσι γνώση του γράμματος της Γραφής, όταν η καρδιά είναι ξένη με τον αγιασμό, μπορεί να προκαλέσει βλάβη και να γίνει αφορμή απιστίας δημιουργώντας εχθρούς του χριστιανισμού που πολεμούν αυτόν με τα δικά του όπλα. Η διαστροφή όμως του πλήθους εδώ γίνεται ολοφάνερη, όταν λάβουμε υπ’ όψη, ότι ενώ πρόβαλλαν τα χωρία της Γραφής, τα οποία μιλούν για το ότι ο Μεσσίας μένει στον αιώνα, παραβλέπουν τελείως τα άλλα χωρία, τα οποία κάνουν λόγο για το πάθημα και το θάνατο του Μεσσία. Συχνά παρασύρονται οι άνθρωποι σε μεγάλες πλάνες και χρησιμοποιούν υπέρ των πλανών αυτών και επιχειρήματα από τη Βίβλο, αποσπώντας τα χωρία της Γραφής από τα συμφραζόμενά τους και διαχωρίζοντας αυτά μεταξύ τους. Η διαστροφή του πλήθους εδώ φαίνεται και από το ότι ενώ προβάλλουν τη μαρτυρία της Γραφής, για το ότι ο Μεσσίας μένει στον αιώνα, παραβλέπουν ολοτελώς και τι είπε ο Κύριος για την αιώνια δόξα και ανύψωση του Μεσσία. Πριν λίγο είχε πει σε αυτούς, ότι θα έλκυε όλους τους ανθρώπους στον εαυτό του, ότι κάθε διάκονό του θα τον τιμούσε ο πατέρας, ότι θα έφερνε καρπό πολύ. Όλα αυτά δεν έτυχαν καμίας προσοχής εκ μέρους του όχλου. Κακόπιστοι συζητητές αντιτάσσουν κάποια αποσπάσματα από τη γνώμη των αντιπάλων τους για να παρουσιάσουν αυτήν ως αβάσιμη. Εάν όμως παρέθεταν ολόκληρη τη γνώμη αυτή, δύσκολα θα μπορούσαν να την αρνηθούν. Και στη διδασκαλία του Χριστού υπάρχουν εκ πρώτης όψεως παράδοξα, τα οποία για μεν τους διεστραμμένους είναι πέτρες που σκοντάφτουν και σκανδαλίζονται, για δε τους καλοδιάθετους είναι πέτρες μαγνητικές που τους ελκύουν στη σωτηρία.
(5)  «Κατάλαβαν ότι ύψωση εννοεί το θάνατο, έστω και αν δεν κατάλαβαν ότι πρόκειται για θάνατο στο σταυρό» (Ζ). «Βλέπεις ότι και από αυτά που ο Κύριος έλεγε αινιγματικά πολλά τα καταλάβαιναν… αλλά πρόβαλλαν άγνοια από θεληματική κακία» (Θφ).
(6)  «Διατηρούσαν στη μνήμη τους, ότι ο Κύριος ονόμαζε σταθερά τον εαυτό του υιό του ανθρώπου. Διότι στο παρόν χωρίο δεν λέει· Εάν ο υιός του ανθρώπου υψωθεί» (Αυ).
(7)  «Διότι εάν μεν είναι ο Χριστός, τότε δεν πεθαίνει· εάν όμως πεθαίνει, δεν είναι ο Χριστός» (Ζ), αλλά άλλο πρόσωπο. Ο λόγος αυτός του λαού αποδεικνύει, ότι η ονομασία «υιός του ανθρώπου» δεν χρησιμοποιούνταν γενικά για δήλωση του Μεσσία (g).

35 Εἶπεν(1) οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἔτι μικρὸν χρόνον(2) τὸ φῶς(3) μεθ’ ὑμῶν(4) ἐστι· περιπατεῖτε(5) ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία(6) ὑμᾶς καταλάβῃ(7)· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδε(8) ποῦ ὑπάγει(9).
35 Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Λίγον καιρό ακόμα το φως θα είναι ανάμεσά σας. Περπατάτε όσο έχετε το φως, για να μη σας πιάσει το σκοτάδι· κι αυτός που περπατάει στο σκοτάδι δεν ξέρει πού πάει.
(1)  Ο Ιησούς δεν απαντά στην ένστασή τους αλλά προσθέτει αλήθειες αναγκαιότατες για αυτούς (b). «Επειδή ήταν ασύνετοι και άπιστοι οι Ιουδαίοι, ο Χριστός δεν εξηγεί με σαφήνεια το βαθύ μυστήριο του λόγου, αλλά πηδά σε άλλο, και εξηγώντας ταυτόχρονα το ωφέλιμο για αυτούς και δείχνοντας την αιτία για την οποία δεν καταλαβαίνουν αυτά που είναι στις γραφές» (Κ). Για αυτό δεν χρησιμοποιεί το ρήμα αποκρίθηκε αλλά το «είπε».
(2)  «Λίγο χρόνο λέει τον μέχρι το θάνατό του» (Ζ). Αντιτίθεται στο «εις τον αιώνα» του σ. 34. Οι Ιουδαίοι υπέθεταν ότι ο Χριστός ερχόμενος μία φορά, θα έμενε πάντοτε μαζί τους (b).
(3)  «Λέγοντας μαζί με το άρθρο «το φως», φανέρωσε τον εαυτό του· ότι δηλαδή αυτός μόνος είναι πραγματικά το φως» (Κ). Ο Κύριος συχνά διακήρυξε ότι είναι το φως του κόσμου. Δες Ιω. α 4,γ 19,η 12,θ 5 (ο). Έξυπνη και η σύνδεση με τα παραπάνω: «Όπως ακριβώς λοιπόν το φως το ηλιακό δεν χάνεται καθόλου, αλλά αφού δύει, πάλι ανατέλλει, έτσι και ο δικός μου θάνατος δεν είναι διαφθορά, αλλά δύση και μετάσταση και πάλι θα ανατείλω με την ανάσταση» (Θφ), «δείχνοντας έτσι ότι το πάθος δεν είναι καθόλου εμπόδιο στο να μένει αυτός αιωνίως, διότι και το φως το ηλιακό δεν χάνεται, αλλά αφού για λίγο υποχωρήσει, πάλι φαίνεται» (Χ). Πιο σωστό όμως είναι να πάρουμε τα λόγια αυτά ότι εκφράζουν νέα έννοια, που δεν σχετίζεται στενά με τα παραπάνω.
(4)  Αυθεντική γραφή: εν υμιν=ανάμεσά σας.
«Όπως ακριβώς η βασιλεία του Θεού ήταν στους Ιουδαίους, έτσι και το φως βρισκόταν σε αυτούς· και όπως ακριβώς, επειδή δεν απέδωσαν τους καρπούς που απαιτούσε η βασιλεία του Θεού, άκουσαν το «Θα φύγει από εσάς η βασιλεία του Θεού και θα δοθεί σε έθνος που θα φέρει τους καρπούς της», έτσι, επειδή ακριβώς, ενώ βρισκόταν το φως σε αυτούς, δεν περπάτησαν ώστε να μην τους πιάσει σκοτάδι, για αυτό μετά από τον λίγο χρόνο, το φως που ήταν σε αυτούς αφαιρέθηκε από αυτούς και δόθηκε στο έθνος που έφερε τους καρπούς του φωτός» (Ω).
Το φως και σε εμάς είναι για λίγο χρόνο. Ο χρόνος του βίου είναι σύντομος και οι ευκαιρίες για μετάνοια και επιστροφή δεν είναι πάντοτε διαρκείς και μακρές. Για λίγο ακόμη το φως της παρούσας ζωής είναι μαζί μας. Για λίγο ακόμη το φως του ευαγγελίου είναι μαζί μας, η ημέρα της χάριτος, τα μέσα της χάριτος, το Πνεύμα της χάριτος για λίγο θα βρίσκονται μπροστά μας. Πόσο ωφέλιμο είναι να σκεφτόμαστε αυτό, ώστε να μην αφήνουμε τις ευκαιρίες της θείας κλήσης ανεκμετάλλευτες και αχρησιμοποίητες.
(5)  «Τους λέει ότι είναι κατεπείγον να περπατούν στο φως, δηλαδή να τον ακολουθούν που φωταγωγεί και οδηγεί, και να πιστεύουν τα λόγια του» (Ζ). «Λέει αυτά για να τους οδηγήσει επειγόντως στην πίστη» (Χ).
(6)  «Μη σας κυριεύσει το σκοτάδι της αμαρτίας. Σωστά είπε μετά το φως το σκοτάδι. Διότι στα ίχνη της αναχώρησης του φωτός, βαδίζει το σκοτάδι» (Κ).
(7)  «Με την έννοια ότι θα κυριεύσει τελείως μέχρι τέλους» (Ζ). Κρύβει και την έννοια του «απροσδόκητα» (b).
(8)  Σχεδόν κατά λέξη ταυτίζεται με το Α΄Ιω. β 11. Από τη στιγμή που ο ουράνιος αποκαλυπτής δεν θα είναι πλέον παρών, ο άπιστος λαός θα είναι όμοιος με οδοιπόρο που αποπλανήθηκε τη νύχτα, και πορεύεται στην τύχη χωρίς να βλέπει ούτε δρόμο, ούτε σκοπό (g).
(9)  «Πλανιέται, σκοντάφτει, γκρεμίζεται» (Ζ). «Πόσα λοιπόν οι Ιουδαίοι πράττουν τώρα, και δεν ξέρουν τι πράττουν! Αλλά σαν σε σκοτάδι, έτσι βαδίζοντας, νομίζουν μεν ότι βαδίζουν το σωστό δρόμο, αλλά βαδίζουν τον αντίθετο, τηρώντας Σάββατα και φυλάσσοντας νόμο και τις διακρίσεις των τροφών και δεν ξέρουν που περπατάνε» (Χ).
Ποια ήταν η άθλια κατάσταση και εκείνων από εμάς, οι οποίοι όντας άλλοτε μακριά από το ευαγγέλιο αμάρταναν και ήλθαν τώρα στην περίοδο της χάρης! Βάδιζαν στο σκοτάδι και δεν ήξεραν που πήγαιναν και ποια κατεύθυνση ακολουθούσαν. Ούτε τον δρόμο τον οποίο βάδιζαν γνώριζαν, ούτε το τέρμα προς το οποίο προχωρούσαν. Πράγματι· αυτός που στερείται το φως του ευαγγελίου πλανάται ασταμάτητα, κυριευόμενος από το σκοτάδι του ψεύδους και της πλάνης και δεν αντιλαμβάνεται αυτό. Βαδίζει προς την καταστροφή του, και δεν γνωρίζει τον κίνδυνό του, διότι ή κοιμάται ή χορεύει στο χείλος του γκρεμού.

36 (1)Ἕως τὸ φῶς(2) ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς(3), ἵνα υἱοὶ φωτὸς(4) γένησθε(5). Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἀπελθὼν(6) ἐκρύβη ἀπ’ αὐτῶν(7).
36 Όσο έχετε το φως πιστεύετε στο φως, για να γίνετε παιδιά του φωτός». Αυτά είπε ο Ιησούς, κι έφυγε και κρύφτηκε μακριά τους.
(1)  Με τον σ. αυτόν «έκανε σαφή τον λόγο» (Ζ). Δεν αποτελεί αυτός επανάληψη του προηγούμενου.
(2)  Υποδηλώνει εδώ το πρόσωπο, το οποίο είναι το φως.= Εμένα, ο οποίος είμαι η ζωντανή αποκάλυψη του Θεού. «Έως ότου μπορείτε να πιστεύετε σε εμένα» (Θφ).
(3)  Αντί να πει «περπατάτε όσο έχετε το φως» λέει τώρα σαφέστερα, πιστεύετε στο φως=Αναγνωρίστε με, ότι είμαι το φως και πιστέψτε σε μένα· αναγνωρίστε με ως τον Μεσσία σας και υπακούστε στα λόγια μου. Είναι καθήκον και υποχρέωση του καθενός από εμάς να πιστεύει στο φως που υπάρχει στο ευαγγέλιο, να παραδέχεται αυτό ως θείο φως και να εγκολπώνεται τις αλήθειες, τις οποίες φωτιζόμενος από αυτό ανακαλύπτει, διότι είναι αυτό φως για τα μάτια μας, αλλά συγχρόνως και να συμμορφώνει την διαγωγή του με αυτό, διότι είναι φως για τα πόδια μας.
(4)  Εβραϊκός τρόπος έκφρασης. Υιός φωτός είναι αυτός που παραμένει πάντοτε προσκολλημένος στο φως (b). Σημαίνει σχέση στενότατη (Ματθ. η 12,θ 15,Μάρκ. γ 17 κλπ.). Υιοί φωτός είναι εκείνοι, οι οποίοι βρίσκουν την πηγή της ζωής τους στο φως και ζουν σύμφωνα με τα ιδανικά, τα οποία το φως αποκαλύπτει (μ). Με την πίστη στο Χριστό ο άνθρωπος διεισδύεται από φως ώστε γίνεται φωτεινός και αυτός (g). Σοβαρή και η: «Δηλαδή δικοί μου γιοι» (Χ). «Και στην αρχή του ευαγγελίου είπε… «να γίνουν τέκνα Θεού»» (Ζ), «εδώ όμως ο ίδιος λέγεται ότι τους γεννά, για να μάθεις, ότι μία είναι η ενέργεια του Πατέρα και του Υιού» (Χ).
(5)  Εφόσον δεν είστε τέτοιοι από μόνοι σας (b).
(6)  Από το ναό και την πόλη. Αντί να περάσει τη νύχτα στην πόλη βγήκε στη Βηθανία. Και την επομένη ανέμενε αυτόν ο λαός όπως συνήθως (Λουκ. Κ
α 38), αλλά ο Ιησούς δεν επέστρεψε.
(7)  «Επειδή έμπαινε στις καρδιές τους, γνώριζε ότι ο θυμός τους εξαγριωνόταν, αν και δεν έλεγαν τίποτα» (Χ). «Κρύβεται λοιπόν, παρηγορώντας το φθόνο τους» (Θφ) και το θυμό τους «για να μην εξαφθεί περισσότερο» (Ζ). «Αλλά δίνει καιρό να ξανασκεφτούν, έτσι ώστε να πράξουν τα καλύτερα» (Κ). «Διότι αν και προγνώριζε την απιστία τους, αλλά όμως έκανε όλα όσα εξαρτιόνταν από αυτόν» (Θφ).Ο Κύριος τελικά απομακρύνει τα μέσα της χάριτος από εκείνους, οι οποίοι δεν τα δέχονται όταν προσφέρονται σε αυτούς και κρύβει το πρόσωπό του από γενιά δύστροπη, λέγοντας: «θα αποστρέψω το πρόσωπό μου από αυτούς… διότι είναι γενιά διεστραμμένη, γιοι στους οποίους δεν υπάρχει πίστη» (Δευτ. λβ 19).

Ἀπιστία εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ἀλλὰ καὶ μερικοὶ κρυφοὶ μαθηταί

37 Τοσαῦτα(1) δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν(2) οὐκ ἐπίστευον(3) εἰς αὐτόν,
37 Και μολονότι είχε κάνει τόσα θαύματα μπροστά στα μάτια τους, εκείνοι δεν πίστευαν σ’ αυτόν,
(*) Το τεμάχιο αυτό αποτελεί το επιστέγασμα του δευτέρου μέρους του ευαγγελίου (ε 1-ιβ 36). Ο ευαγγελιστής διακόπτει την αφήγησή του για να παραδοθεί στη μελέτη του γεγονότος, το οποίο εξέθεσε, δηλαδή την απιστία του ιουδαϊκού έθνους. Το ερώτημα, στο οποίο ο Ιωάννης απαντά, είναι αυτό: Πώς εξηγείται η αποτυχία του έργου του Μεσσία στον Ισραήλ; Και στους μεν πρώτους στίχους (37-43) εξηγεί τις αιτίες του μυστηριώδους γεγονότος· στους δε ακόλουθους (44-50) εκθέτει περιληπτικά τις τραγικές συνέπειές του.
(1)  =Τόσα πολλά. «Ποια τόσα; Όσα παρέλειψε ο ευαγγελιστής» (Χ), τα γνώριζε όμως όπως φαίνεται από το κ 30. Παρόλο που ο ευαγγελιστής κάποια λίγα θαύματα διάλεξε για αφήγηση, εδώ αναφέρεται όχι στη σπουδαιότητα και σημασία των θαυμάτων αυτών, τα οποία αφηγήθηκε, αλλά στον αριθμό και το πλήθος των θαυμάτων, που ενήργησε ο Κύριος (χ).
(2)  Ώστε με τα ίδια τους τα μάτια να αντιληφθούν αυτά (b). Τονίζεται κυρίως η δημοσιότητα των θαυμάτων. Αλλά και «θέλοντας ο ευαγγελιστής να ελέγξει την χωρίς μέτρο δυστροπία τους, πρόσθεσε και το «μπροστά τους», δείχνοντας ότι ούτε σε αυτά που έβλεπαν δεν πίστευαν» (Κ). «Διότι οπωσδήποτε δεν είναι έργο μικρής κακίας, το να μην πιστέψουν σε τόσα πολλά θαύματα» (Θφ).
(3)  Ο παρατατικός υποδηλώνει την διάρκεια, την πεισματική εμμονή στην απιστία παρά τα θαύματα, τα οποία ανανεώνονταν κάθε μέρα στα μάτια τους (g). Και είναι μεν αλήθεια, ότι πολλοί είχαν πιστέψει στον Ιησού λόγω των θαυμάτων αυτών (δες β 23,ζ 31,ια 47,48), το έθνος όμως ως σύνολο δεν δεχόταν αυτόν (δες α 11,γ 11,32,ε 43,ιε 24)(β). Σημείωσε ότι οσαδήποτε ισχυρά μέσα πειθούς και αν προβληθούν, δεν είναι ικανά από μόνα τους να γεννήσουν την πληροφορία της πίστης, όταν οι καρδιές των ανθρώπων είναι προκατειλημμένες και διεφθαρμένες.

38 ἵνα(1) ὁ λόγος Ἡσαΐου τοῦ προφήτου(2) πληρωθῇ ὃν εἶπε· Κύριε, τίς ἐπίστευσε(3) τῇ ἀκοῇ(4) ἡμῶν; Καὶ ὁ βραχίων Κυρίου(5) τίνι ἀπεκαλύφθη(6);
38 έτσι ώστε να επαληθευτούν τα λόγια που είχε πει ο προφήτης Ησαΐας: Κύριε, ποιος πίστεψε στο μήνυμά μας; Σε ποιον φανέρωσε ο Κύριος τη δύναμή του;
(1)  «Το ρητό αυτό δεν φανερώνει την αιτία, αλλά το αποτέλεσμα, δηλαδή την εκπλήρωση του μέλλοντος… Όχι δηλαδή επειδή είπαν οι προφήτες, για αυτό έγιναν, αυτά που είπαν· αλλά επειδή επρόκειτο να γίνουν, για αυτό τα είπαν οι προφήτες» (Ζ). Παρ’ όλα αυτά το ἵνα δεν αποβάλλει την τελική (=σκοπού) του έννοια. Με πνεύμα βαθειάς ευσέβειας ο ευαγγελιστής παρουσιάζει τα γεγονότα ότι συντελέστηκαν για εκπλήρωση της προφητείας φανερώνοντας «το αψευδές της προφητείας και το ότι οπωσδήποτε εκπληρώνεται» (Ζ), χωρίς βεβαίως να αποκλείει, ότι «από τη δική τους κακότητα οι Ιουδαίοι φόνευσαν τον Κύριο και προείπα αυτά που οπωσδήποτε θα γίνουν εξαιτίας της θεληματικής τους κακοκεφαλιάς» (Κ).
«Ο Κύριος με την πρόγνωση που είχε του μέλλοντος, προείπε μέσω των προφητών την απιστία των Ιουδαίων· προείπε αυτήν, αλλά δεν υπήρξε αίτιος αυτής. Διότι ο Θεός δεν αναγκάζει κάποιον να αμαρτήσει, απλώς διότι γνωρίζει ήδη τις μελλοντικές αμαρτίες των ανθρώπων… Και οι Ιουδαίοι, εάν επιθυμούσαν να πράξουν το αγαθό αντί του κακού, δεν θα εμποδίζονταν, αλλά θα προέβλεπε ο Θεός για αυτούς και ότι θα έπρατταν το αγαθό» (Αυ).
(2)  Η παράθεση από το Ησ. νγ 1,2 σύμφωνα με τη μετάφραση των Ο΄
(3)  Ο προφήτης περιγράφοντας στο νγ κεφάλαιο την ταπείνωση, το θάνατο και την ανύψωση του Μεσσία διερωτάται αν θα βρεθεί κάποιος στον Ισραήλ, ο οποίος θα πιστέψει σε κήρυγμα τόσο αντιτιθέμενο στα παχυλά ιδανικά του λαού. Ο Μεσσίας λοιπόν, στον οποίο αναφερόταν η προφητεία, δεν υπήρχε ελπίδα να τύχει υποδοχής καλύτερης από εκείνη, της οποίας έτυχε και το μήνυμα του προφήτη Ησαΐα σχετικά με αυτόν (g). «Διότι το «τις (=ποιος)» σε πολλά σημεία της Γραφής βρίσκεται αντί για το «κανείς»» (Θφ).
(4)  Ακοή, η ικανότητα να ακούω· οπότε αυτό που ακούγεται, δηλαδή κάποιο μήνυμα, κάποια μαρτυρία (b).
Ή «ακοή ονομάζει την προφητεία για το Χριστό, την οποία προφήτευσαν, ακούγοντάς την οι προφήτες με τα αυτιά των ψυχών τους, που ήχησε μέσα τους από το θείο Πνεύμα» (Ζ)· δηλαδή με έννοια παθητική (=εκείνο το οποίο οι προφήτες άκουσαν).
Ή, το κήρυγμα του Ιησού που έλεγε όσα άκουσε από τον Πατέρα και μετά από αυτό, όπως είναι λογικό, και το κήρυγμα των Αποστόλων (κ). «Το είπε αυτό ο προφήτης αντιπροσωπεύοντας το Χριστό, σαν να έλεγε δηλαδή ο Χριστός προς τον Πατέρα· Κύριε, ποιος πίστεψε…» (Θφ).
Ή, πιο σωστά, με έννοια ενεργητική (=εκείνο, το οποίο οι προφήτες έκαναν να ακουστεί). «Τον λόγο μας και το κήρυγμα… το οποίο κήρυγμα το ονόμασε ακοή» (Θφ), το άκουσμα, το κήρυγμά μας των κηρύκων του λόγου του Θεού, από τους οποίους μέγιστος είναι ο Σωτήρας μας (δ).
(5)  Η φράση «τῇ ἀκοῇ ἡμῶν» αναφέρεται στην περιγραφή του Πάθους του Μεσσία· η φράση ο βραχίων Κυρίου στις πράξεις της θείας δύναμης, που ενεργούσε μέσω αυτού (g). Ή «Βραχίωνας του Πατέρα είναι ο υιός, επειδή είναι η δύναμή του» (Ζ). «Όχι διότι το πρόσωπο του Θεού Πατέρα καθορίζεται από σχήμα ανθρώπινης σάρκας, και ο Υιός είναι προσκολλημένος σε Αυτόν σαν μέλος πάνω στο σώμα Του, αλλά διότι τα πάντα έγιναν από αυτόν και μέσω του Λόγου δημιούργησε τον κόσμο» (Αυ). Ή, πιο σωστά, βραχίων είναι η δύναμη του Θεού που ενεργεί στο Χριστό και εργάζεται μέσω αυτού τα θαύματα. «Η δυνατή ενέργεια των θαυμάτων» (Θφ). Στην Π.Δ. η φράση ο βραχίων Κυρίου πολλές φορές λέγεται μεταφορικά για τη δύναμή του. Δες Δευτ. ε 15,Ησ. μ 10,να 9,νβ 10, ξγ 5 (β).
(6)  Αναφέρεται στο γεγονός ότι οι Ιουδαίοι δεν αναγνώριζαν τη δύναμη του Θεού στα θαύματα του Ιησού (β) αλλά ή αρνούνταν τελείως αυτά ή απέδιδαν αυτά στον άρχοντα των δαιμονίων. «Αυτός μεν σαν ήλιος έδειχνε το φως της θεότητάς του και με λόγια και με έργα· αυτοί όμως δεν έβλεπαν καθαρά διότι είχαν κατεστραμμένη την όραση λόγω της πονηρίας» (Ζ).

39 Διὰ τοῦτο(1) οὐκ ἠδύναντο(2) πιστεύειν, ὅτι πάλιν εἶπεν ῾Ησαΐας·
39 Ο Ησαΐας είχε πει επίσης για ποιο λόγο αυτοί δεν μπορούσαν να πιστέψουν:
(1)  Αναφέρεται στα επόμενα και εξηγείται με το ακόλουθο «ὅτι πάλιν…».
(2)  «Δεν εξαναγκάστηκαν από την προφητεία του Ησαΐα στο να μην πειστούν, αλλά επειδή ήταν δύστροποι, έδειξαν ανυπακοή» (αμ). Πάντως με τη φράση «θέλει να παρουσιάσει το αψευδές της Γραφής και ότι αυτά ακριβώς που προφήτευσε, δεν πραγματοποιήθηκαν διαφορετικά, αλλά όπως τα είπε… διότι αυτά που προείπε ο προφήτης, τα προείπε επειδή οπωσδήποτε θα γίνονταν· διότι εάν δεν επρόκειτο οπωσδήποτε να συμβούν, δεν θα τα προέλεγε· οπωσδήποτε όμως επρόκειτο να συμβούν, επειδή εκείνοι ήταν αθεράπευτοι» (Χ).
Ως προς το «οὐκ ἠδύναντο», αυτό ερμηνεύεται:
Ή «λέγεται αντί για το «δεν ήθελαν»… Αυτό θα μπορούσε κάποιος να το δει ότι συμβαίνει και στις συνήθεις εκφράσεις· όπως όταν λέει κάποιος· Δεν μπορώ να αγαπήσω τον τάδε, ονομάζοντας δύναμη την υπερβολική θέληση» (Χ). «Δεν μπορούσαν διότι εμποδίζονταν από την κακία και την πώρωσή τους» (Ζ).
Ή, χωρίς να αποκλείει ο ιερός συγγραφέας, ότι από δική τους κακοβουλία δεν πίστευαν, τονίζει «ότι ήταν αδύνατον να πει ψέματα ο Προφήτης» (Χ), και τονίζει ότι «δεν μπορούσαν να πιστέψουν, επειδή ο Ησαΐας προείπε αυτό· και ο Ησαΐας προφήτευσε αυτό, επειδή ο Θεός προγνώρισε, ότι τέτοια θα ήταν η περίπτωση. Αλλά εάν ερωτηθώ γιατί δεν μπορούσαν, θα απαντήσω αμέσως, διότι δεν ήθελαν. Διότι βεβαίως η διεφθαρμένη τους θέληση προβλέφθηκε από το Θεό και προλέχθηκε μέσω του προφήτη από Αυτόν, από τον οποίο τίποτα από τα μέλλοντα δεν μπορεί να κρυφτεί» (Αυ).
Το γεγονός της απιστίας των Ιουδαίων μόνο για αυτούς που κρίνουν επιπόλαια αποτελεί σκάνδαλο. Ορθά εξεταζόμενο και κατανοούμενο κάτω από το φως των προφητειών της Π.Δ. είναι έδαφος, πάνω στο οποίο φανερώνεται η αναπόφευκτη κρίση του Θεού κατά της απιστίας. Η απιστία των Ιουδαίων δεν είναι πρόβλημα, αλλά ακριβής εκπλήρωση των προφητειών (χ). Η τύφλωση ως συνέπεια της αμαρτίας γίνεται σύμφωνα με διάταξη θεία. Ο Θεός βέβαια δεν είναι ο αίτιος της αμαρτίας, είναι όμως αίτιος της συνέπειας που ταιριάζει σε αυτήν σύμφωνα με νόμο που διατάχτηκε από αυτόν από την αρχή της δημιουργίας (τ). Είμαστε απολύτως βέβαιοι, ότι ο Θεός είναι άπειρα δίκαιος, αλλά και άπειρα εύσπλαχνος. Και είναι αδύνατον να σκεφτούμε ότι η αδυναμία αυτή των Ιουδαίων στο να πιστέψουν προέρχεται από τα σχέδια και τις βουλές του Θεού, ώστε να γίνεται για αυτούς μοιραία και επιβεβλημένη από την ανάγκη η απιστία τους. Η αδυναμία αυτή είναι ηθική, αδυναμία, όπως εκείνη στην οποία περιέρχεται ο συνηθισμένος να πράττει το κακό. Δες Ιερεμ. ιγ 23 («εἰ ἀλλάξεται Αἰθίοψ τὸ δέρμα αὐτοῦ καὶ πάρδαλις τὰ ποικίλματα αὐτῆς, καὶ ὑμεῖς δυνήσεσθε εὖ ποιῆσαι μεμαθηκότες τὰ κακά. =όσο είναι δυνατόν, να αλλάξει ο Αιθίοπας το μαύρο δέρμα του και η λεοπάρδαλη τα στίγματά της, άλλο τόσο και σεις θα μπορέσετε να πράξετε το καλό, διότι έχετε πλέον μάθει να πράττετε το κακό).

40 (1)τετύφλωκεν(2) αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πεπώρωκεν αὐτῶν τὴν καρδίαν(3), ἵνα(4) μὴ ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς(5) καὶ νοήσωσι τῇ καρδίᾳ καὶ ἐπιστραφῶσι(6), καὶ ἰάσομαι(7) αὐτούς.
40 Ο Θεός τύφλωσε τα μάτια τους και σκότισε το νου τους, έτσι που να μη δούνε με τα μάτια τους, και με το νου τους να μην καταλάβουν, κι επιστρέψουν σ’ εμένα και τους γιατρέψω.
(1)  Η παράθεση από το Ησ. στ 10. Διαφέρει αξιοσημείωτα από τους Ο΄, εν μέρει επίσης και από το Εβραϊκό. Σύμφωνα με το Εβραϊκό κείμενο, υποκείμενο του ρήματος είναι ο Ησαΐας («Τύφλωσε… πώρωσε») που ενεργεί με εντολή του Θεού· ενώ σύμφωνα με τους Ο΄, η σκλήρυνση και πώρωση εξαγγέλλεται με ρήματα παθητικά ως γεγονός που βαρύνει τον Ισραήλ, («διότι έγινε παχιά η καρδιά…»). Εδώ μεταβάλλεται το ρήμα έτσι, ώστε υποκείμενό του να είναι ο Θεός. Η τρίτη μορφή είναι εσκεμμένη διόρθωση αυτής στους Ο΄, για να αποκατασταθεί το νόημα και να γίνει όπως στην πρώτη μορφή. Διότι σύμφωνα με το εβραϊκό κείμενο η σκλήρυνση και πώρωση συντελείται από τον Ησαΐα για εκτέλεση εντολής του Θεού και συνεπώς δίκαια αποδίδεται από τον Ιωάννη στον ίδιο το Θεό.
Το χωρίο αυτό αποδεικνύει, ότι ο ευαγγελιστής μολονότι ακολουθεί τη μετάφραση των Ο΄ γνώριζε και το Εβραϊκό πρωτότυπο και διόρθωνε αυτήν σύμφωνα με αυτό (g). Το χωρίο παρατίθεται και από τον Ματθαίο (ιγ 15,δες και τις εκεί ερμην. σημειώσεις) αυτολεξεί όπως στους Ο΄, και τις Πράξεις (κη 26) όπως στους Ο΄ πάλι. Πιθανώς θεωρήθηκε από τους χριστιανούς από την αρχή ως προφητεία της απόρριψης του Ιησού από τους Ιουδαίους (β). Δες και Μάρκ. δ 12 και Λουκ. η 10 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2)  Μεταχειρίζεται και ο ευαγγελιστής παρωχημένους χρόνους… με τους οποίους δηλώνεται συντελεσμένο γεγονός στις ημέρες του Ιησού, η πώρωση των Ιουδαίων και η απιστία τους σε αυτόν (κ). Ό,τι ο Θεός προείπε, θα πραγματοποιηθεί ασφαλώς και με κάθε ακρίβεια. Είναι τέτοια η γνώση του Θεού, ώστε δεν είναι δυνατόν ο Θεός να απατηθεί στις προβλέψεις του, και είναι τέτοια η αλήθειά του, ώστε δεν είναι δυνατόν να εξαπατήσει κάποιον με τις προφητείες του. Η Γραφή λοιπόν είναι αδύνατον να διαψευστεί ή οπωσδήποτε να χάσει το κύρος της.
(3)  Υπάρχουν και οι γραφές: επώρωσεν-επήρωσεν. Με την πρώτη φράση φανερώνει τη στέρηση του διανοητικού φωτός, της αίσθησης του αληθινού και του ωφέλιμου· με την δεύτερη (πωρώνω την καρδιά) την στέρηση της ηθικής ευαισθησίας, της διάκρισης του καλού (g). Το πεπώρωκεν τὴν καρδίαν είναι εξολοκλήρου παράλληλο με το τετύφλωκεν αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς. Για αυτό εδώ το πεπώρωκεν τὴν καρδίαν δεν ερμηνεύεται ακριβώς με το σκλήρυνε την καρδιά, αλλά μάλλον με το σκότισε την καρδιά (β). Η τύφλωση και αναισθησία αυτή, της οποίας καρπός υπήρξε η απιστία, παρουσιάζεται εδώ ως ποινή θεία. Για αυτό υποκείμενο των δύο ρημάτων είναι ο Θεός.
Αλλά «ο Θεός έτσι τυφλώνει και σκληραίνει, απλώς και μόνο εγκαταλείποντας και αποσύροντας τη βοήθειά του» (Αυ).
«Διότι το τύφλωσε και πώρωσε λέγεται αντί για το παραχώρησε να τυφλωθούν και να πωρωθούν ως αθεράπευτοι· διότι κανέναν δεν παρασέρνει προς το μέρος του, επειδή ο καθένας είναι αυτεξούσιος» (Ζ).
«Όπως ακριβώς δηλαδή ο ήλιος δηλαδή βλάπτει την όραση των ασθενών, όχι λόγω της δικής του φύσης, έτσι γίνεται και με εκείνους που δεν προσέχουν τα λόγια του Θεού» (Χ).
«Έτσι λοιπόν πρέπει να εννοήσουμε» το «ο Θεός τύφλωσε», «ότι δηλαδή παραχώρησε να πάθουν αυτοί την τύφλωση από τον διάβολο, επειδή δεν ήταν αγαθοί στην πρόθεση. Με αυτόν τον τρόπο δηλαδή παραδίδει σε νου ανίκανο να διακρίνει το σωστό και σε πάθος, αυτούς που συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο» (Κ).
«Διότι όταν εγκαταλειφθούμε από το Θεό, παραδινόμαστε στο διάβολο· αλλά αφού παραδοθούμε στο διάβολο, πάσχουμε μύρια δεινά. [Αλλού όμως δείχνει] ότι εμείς αρχίζουμε την εγκατάλειψη και γινόμαστε αίτιοι της απώλειας· διότι ο Θεός όχι μόνο δεν θέλει να μας εγκαταλείψει ούτε να μας τιμωρήσει, αλλά και όταν μας τιμωρεί, το κάνει αυτό χωρίς να το θέλει» (Χ).
(4)  Εδώ έχουμε το λεγόμενο εκβατικό σχήμα, για το οποίο είπαμε παραπάνω. «Όχι δηλαδή επειδή είπε δεν πίστεψαν, αλλά επειδή δεν επρόκειτο να πιστέψουν, για αυτό είπε· αν όμως… ο ευαγγελιστής… λέει ότι η απιστία είναι από την προφητεία, το είπε αυτό θέλοντας να δείξει το αψευδές της εκπλήρωσης της προφητείας. Για αυτό λοιπόν προλέγουν οι προφήτες, έτσι ώστε αυτοί που έχουν εγρήγορση, να αποφύγουν τους διαβολικούς λάκκους» (αμ).
(5)  «Μάτια λέει τα νοερά· δηλαδή ερμηνευτικό του «να μην δουν με τα μάτια» είναι το «να μην καταλάβουν με την καρδιά»» (Ζ). «Κλείνοντας το μάτι της διάνοιας, δεν δέχονται την διδασκαλία που μπορεί να τους φωτίσει» (Κ).
(6)  Διαφορετικές γραφές: συνωσιν αντί για νοήσωσι, και στραφωσιν αντί επιστραφωσι.
(7)  Οριστική πτώση. Μπορεί και να εξαρτάται από το ἵνα μὴ , διότι υπάρχουν παρόμοια παραδείγματα στην Κ.Δ. (Α΄Κορ. ιγ 3 όπου αυθεντική γραφή είναι το «ίνα καυθήσομαι», Α΄Πέτρ. γ 1,Αποκ. κβ 14), αλλά και συχνότατα στην κλασσική ελληνική μαζί με το όπως. Μπορεί όμως και να μην εξαρτηθεί από το ἵνα, οπότε θα ερμηνεύσουμε: «για να μην επιστρέψουν, οπότε θα τους γιατρεύσω» (g). Υποκείμενο του ιάσομαι είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός (κ), εξ’ ονόματος του οποίου υποτίθεται ότι μιλά ο Ησαΐας (μ).

41 Ταῦτα(1) εἶπεν Ἡσαΐας ὅτε(2) εἶδε τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ(3).
41 Αυτά τα είχε πει ο Ησαΐας για τον Ιησού· κι είχε μιλήσει έτσι γι’ αυτόν, όταν είδε τη δόξα του.
(1)  «Τα σχετικά με την τύφλωση και πώρωση και τα επόμενα» (Ζ).
(2)  Αυθεντική γραφή «ότι»=διότι πράγματι είδε την δόξα του και μίλησε για αυτόν τόσο χρόνο πριν (g), ή διότι η οπτασία ήταν τόσο εκθαμβωτική, αισθάνθηκε ο Ησαΐας πόσο οι άνθρωποι απέχουν από αυτήν (β).
(3)  Εάν πάρουμε το πρώτο «αὐτοῦ» ότι αναφέρεται στο Θεό, το δεύτερο «αὐτοῦ» παραμένει ακατανόητο, ενώ ευοδώνεται η έννοιά του εάν αναφέρουμε αυτό στο Χριστό. Και το πρώτο λοιπόν «αὐτοῦ» πρέπει να αναφερθεί στο Χριστό. «Δόξα του εννοεί την ένδοξη εκείνη οπτασία, όταν είδε τον Κύριο καθισμένο σε θρόνο υψηλό και τα άλλα τα σχετικά με αυτόν φοβερά και εξαίσια. Διότι τον υιό είδε τότε και αυτά είπε ύστερα και μίλησε για αυτόν» (Ζ).
«Είδε τη δόξα του Υιού, παρόλο που φαίνεται ο προφήτης ότι είδε την δόξα του Πατέρα. Εδώ όμως ο ευαγγελιστής λέει ότι ο Ησαΐας είδε τη δόξα του Υιού» (Θφ). Στο Ησαΐου κεφάλαιο στ, ο Ησαΐας είδε τον Αδωναΐ, ο οποίος ήταν το θείο Ον που ενανθρώπησε στον Ιησού (g). Ο προφήτης βλέπει τη φοβερή δόξα του αόρατου Θεού, αλλά ο ευαγγελιστής βεβαιώνοντας εδώ, ότι είδε την δόξα του Χριστού, ταυτίζει το Χριστό με τον Ιεχωβά (β). Το χωρίο λοιπόν αυτό θέτει έξω αμφισβήτησης, ότι ο Ιησούς Χριστός, ο Λόγος της Κ.Δ., ήταν ο βασιλιάς και Κύριος σαβαώθ της Π.Δ. (ο). Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν είναι ίσος κατά τη δύναμη και τη δόξα με τον Πατέρα και οι ιδιότητές του είναι άξιες ύμνων το ίδιο με αυτές του Πατέρα. Ο Ιησούς Χριστός είχε δόξα πριν την κτίση του κόσμου και ο Ησαΐας είδε αυτήν.

42 Ὅμως μέντοι(1) καὶ(2) ἐκ τῶν ἀρχόντων(3) πολλοὶ(4) ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ἀλλὰ διὰ τοὺς Φαρισαίους(5) οὐχ ὡμολόγουν(6), ἵνα μὴ ἀποσυνάγωγοι γένωνται(7)·
42 Πολλοί ωστόσο κι από τους άρχοντες πίστεψαν σ’ αυτόν, αλλά δεν ομολογούσαν την πίστη τους εξαιτίας των Φαρισαίων, για να μην τους διώξουν από τη συναγωγή.
(1)  Όμως μέντοι=Αλλά όμως όχι λιγότερο (G).
(2)  Όχι απλώς από τον όχλο (b) αλλά και…
(3)  Δηλαδή αυτών που παρακάθονταν στο συνέδριο, οι οποίοι ήταν δύσκολο να πιστέψουν (β). Τέτοιοι ήταν ο Νικόδημος, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία και άλλοι από αυτήν την τάξη (ο).
(4)  Με σχετική έννοια, για σοβαρό αριθμό, που απέχει όμως πολύ από το να περιλαμβάνει την πλειοψηφία των αρχόντων (ο). Η αλήθεια του ευαγγελίου προκαλεί το ενδιαφέρον σε πολύ περισσότερες καρδιές από όσο εμείς μπορούμε να φανταστούμε. Πολλοί επιδοκιμάζουν εσωτερικά και με το βάθος των καρδιών τους το ευαγγέλιο, μολονότι δεν εκδηλώνουν και φανερότερα το ενδιαφέρον τους για αυτό. Ο Ηλίας νόμιζε άλλοτε, ότι είχε μείνει μόνος, αλλά ο Θεός του αποκάλυψε, ότι επτά ολόκληρες χιλιάδες μέσα στο Ισραήλ δεν είχαν κάμψει γόνατο στον Βάαλ, αλλά λάτρευαν τον αληθινό Θεό. Επίσης μερικοί είναι καλύτεροι από ό,τι φαίνονται σε εμάς. Είναι γνωστά τα σφάλματά τους, δεν είναι όμως γνωστή και η μετάνοιά τους. Η καλοσύνη και αγαθότητα ενός ανθρώπου μπορεί να καλύπτεται από κάποια ένοχη αλλά και άξια συγχώρεσης αδυναμία, για την οποία αυτός συναισθανόμενος αυτήν μετανοεί.
(5)  Αυτοί ήταν οι χειρότεροι και φοβεροί και σε αυτούς ακόμη τους άρχοντες (b).
(6)  Παρόλο που η διάνοιά τους, που πείστηκε από την πίστη, τους ωθούσε να τον ομολογήσουν (b), αυτοί δεν ομολογούσαν και με τη γλώσσα και δεν εκδήλωναν δημόσια αυτά, για τα οποία ήταν πεπεισμένοι και τα θεωρούσαν αληθινά (G).
(7)  Η ίδια φράση και στο θ 22. Το να απαγορευτεί, έστω και πρόσκαιρα, σε κάποιο μέλος του συνεδρίου η είσοδος στη συναγωγή, αποτελούσε σοβαρή υπόθεση (β).

43 ἠγάπησαν(1) γὰρ τὴν δόξαν(2) τῶν ἀνθρώπων(3) μᾶλλον(4) ἤπερ(5) τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ(3).
43 Προτίμησαν τον έπαινο των ανθρώπων παρά τον έπαινο του Θεού.
(1)  Το ευαγγέλιο ζητά και δημιουργεί στους ανθρώπους απάρνηση των ανθρωπίνων πραγμάτων (b).
(2)  Με την έννοια της τιμής (β). «Επειδή προτίμησαν την ντροπή των ανθρώπων από τη σχέση με το Θεό, θεώρησαν αφόρητη ζημιά το να ξεπέσουν από την τιμή από τους Φαρισαίους» (Κ).
(3)  Γενικές υποκειμενικές. Τη δόξα την οποία αποδίδουν οι άνθρωποι… ο Θεός.
(4)  «Δεν ήταν επομένως άρχοντες, αλλά δούλοι με την χειρότερη δουλεία» (Χ), «ήταν δούλοι της πρόσκαιρης δόξας» (Κ). Αυτό ήταν έμμεση ειδωλολατρία όμοια με τη λατρεία εκείνων, οι οποίοι «σεβάστηκαν και λάτρευσαν την κτίση παρά τον κτίστη» (Ρωμ. α 25). Η αγάπη της δόξας των ανθρώπων προδικάζει για τη δύναμη την οποία θα έχει σε εμάς ο παράγοντας της πίστης. Πολλοί ξεπέφτουν από την πίστη και τη δόξα, η οποία επιφυλάσσεται από το Θεό στους πιστούς, μόνο και μόνο διότι αγαπούν τη δόξα των ανθρώπων. Η ματαιοδοξία αυτή είναι δυνατόν να καταστήσει τον άνθρωπο υποκριτή, όταν η θρησκεία είναι της μόδας και άνθρωποι σοβαροί και επίσημοι, των οποίων επιδιώκουμε την εκτίμηση και εύνοια, λατρεύουν ειλικρινά αυτήν. Επίσης είναι δυνατόν να μεταβάλλει τον άνθρωπο σε αποστάτη, όταν η θρησκεία διώκεται και οι θρησκευόμενοι αντιμετωπίζουν περιφρόνηση και διωγμούς. Εάν σκεφτείς σοβαρότερα και βαθύτερα, θα πειστείς ότι δεν είναι δυνατόν να είσαι αρεστός σε όλους. Είσαι υποχρεωμένος και αναγκασμένος να διαφωνήσεις με την μερίδα των τέκνων του Θεού, εάν θέλεις να τύχεις της επιδοκιμασίας των υιών του αιώνος αυτού.
Όσοι προσπαθούν να αρέσουν σε όλους, δυσαρεστούν τους πάντες, ενώ μόνη οδός, με την οποία θα πετύχεις και την επιδοκιμασία των τιμιότερων και λογικότερων μεταξύ των ανθρώπων του κόσμου, είναι να αποδεικνύεις πάντοτε με τη συμπεριφορά σου και στην πράξη, ότι προτιμάς να σε δοξάσει ο Θεός. Προτιμάς τον έπαινο και τη δόξα των ανθρώπων. Σκέφτηκες ποτέ, ότι ζεις μέσα και σε κόσμο αόρατο και ότι πλήθος όντων αγνών, ουράνιων, αγγελικών είναι μάρτυρες της διαγωγής και των πράξεών σου; Εάν ντρέπεσαι τους ανθρώπους, γιατί δεν αισθάνεσαι μεγαλύτερη ντροπή μπροστά στα μάτια του παντεπόπτη Θεού και όλων εκείνων των αόρατων τώρα σε σένα δούλων του, οι οποίοι εκτελούν το θέλημά του; Φοβάσαι τις κρίσεις και επικρίσεις των ανθρώπων. Και δεν φοβάσαι την κατάκριση του φοβερού εκείνου βήματος του Χριστού, η οποία θα σε ντροπιάσει μπροστά σε όλο τον ουράνιο κόσμο, αλλά και σε όλους τους από την αρχή του ανθρωπίνου γένους όμοιούς σου που θα εμφανιστούν στο αδέκαστο εκείνο δικαστήριο;
(5)  Έχει ίσως η λέξη μεγαλύτερη έμφαση από το απλό ἤ· το μᾶλλον ἤπερ σημαίνει πολύ περισσότερο παρά (β). Υπάρχει και η γραφή: υπέρ.

Σύνοψις τῆς δημοσίας διδασκαλίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

44 Ἰησοῦς δὲ(1) ἔκραξε(2) καὶ εἶπεν· ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ(3) οὐ πιστεύει εἰς ἐμέ(4), ἀλλ’ εἰς τὸν πέμψαντά με(5),
44 Ο Ιησούς φώναξε δυνατά και είπε: «Αυτός που πιστεύει σ’ εμένα, δεν πιστεύει μόνο σ’ εμένα, αλλά και σ’ εκείνον που μ’ έστειλε·
(1)  Γεννήθηκε ζήτημα, πότε και που είπε αυτά ο Κύριος αφού σύμφωνα με το σ. 36 «φεύγοντας κρύφτηκε από αυτούς». Απάντηση:
Ή, «κρύφτηκε μεν για λίγο καιρό ο Ιησούς» (Θφ) και «όταν υποχώρησε ο θυμός των Ιουδαίων, πάλι εμφανίστηκε και διδάσκει» (Ζ), το οποίο όμως δεν συμφωνεί με αυτό που σαφώς υποδηλώνεται, ότι ο Ιωάννης στο σ. 36 βάζει τέλος στη δημόσια δράση του Κυρίου.
Ή, είπε αυτά βγαίνοντας από το ναό, την ώρα που αναχωρούσε για να κρυφτεί από αυτούς (b), οπότε άρμοζε μάλλον να μπουν σε συνέχεια του σ. 36.
Ή, είπε αυτά σε ιδιωτική συζήτηση με τους μαθητές (Λούθηρος), αλλά με την εκδοχή αυτή δεν συμφωνεί η χρήση του «έκραξε».
Ή, πιθανότερη ερμηνεία, ο ευαγγελιστής παρέχει τώρα μία ανακεφαλαίωση και περίληψη των μαρτυριών του Ιησού για τον εαυτό του, στις οποίες οι Ιουδαίοι έπρεπε να πιστέψουν, αλλά τις οποίες απέρριψαν. Σύμφωνα με αυτά, οι αόριστοι έκραξε, είπε, υπενθυμίζουν όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες ο Ιησούς είχε διακηρύξει για τον εαυτό του τις βεβαιώσεις αυτές και πρέπει να ερμηνευτούν: Και όμως τους είχε φωνάξει πολλές φορές… τους είχε πει πολλές φορές (g).
(2)  Διακαώς επιθυμώντας τη σωτηρία των ανθρώπων (b), με φωνή ισχυρή διακήρυξε αυτά, ώστε να ακούσουν όλοι αυτήν την εξόχως σοβαρή προειδοποίηση (ο). Ή, κραύγασε σαν να εκφωνεί σοβαρό και κρίσιμο λόγο (μ). Το «έκραξε» υπαινίσσεται ελευθεροστομία και θάρρος. Ενώ οι Ιουδαίοι δεν είχαν το θάρρος να εκδηλώσουν την πίστη τους στη διδασκαλία του, ο Κύριος αντίθετα διακηρύττει αυτήν θαρραλέα και φανερά. Υπαινίσσεται ακόμη την σοβαρότητα, την οποία κρύβουν οι διακηρύξεις αυτές του Κυρίου με φωνή ισχυρή. Φώναξε ως ενδιαφερόμενος και επιθυμώντας να μεταδώσει στους ακροατές όχι μόνο το ευαγγέλιο του Θεού, αλλά και την ψυχή του. Τέλος υποδηλώνει την επιθυμία του, ώστε όλοι να ακούσουν τα λεγόμενα και διακηρυττόμενα. Ήταν η τελευταία στιγμή, κατά την οποία με το δικό του στόμα διακηρυττόταν το ευαγγέλιο και η αλήθεια για το πρόσωπό του.
(3)  Πιστεύειν εις… χαρακτηριστική σύνταξη του Ιωάννη (β). Αξιοσημείωτη ερμηνεία και η: «Δεν είπε αυτός που με πιστεύει» (Χ), «διότι είναι άλλο το να τον πιστεύει κάποιος και άλλο το να πιστεύει σε αυτόν· διότι το μεν πρώτο σημαίνει: το να πιστεύει τα λόγια του» (Ζ) «το οποίο θα μπορούσε να ειπωθεί και για ανθρώπους» (Χ)· «το δεύτερο όμως σημαίνει: να πιστεύει στη θεότητά του, το οποίο λέγεται για μόνο το Θεό» (Ζ). Η έννοια του όλου σ.: «Γιατί έχετε φόβο να πιστέψετε σε μένα; Μέσω εμού η πίστη διαβαίνει στο Θεό» (Χ)· «όχι μόνο διότι και οι δύο έχουν μία φύση και θεότητα, αλλά και διότι η τιμή στον απεσταλμένο μεταβαίνει σε αυτόν που τον έστειλε» (Ζ). Και με λίγες λέξεις: Η χριστιανική πίστη δεν είναι λατρεία του Ιησού, αλλά είναι πίστη στο Θεό και λατρεία του Θεού (χ).
(4)  «Όταν πιστεύετε σε μένα που από τη μία έγινα άνθρωπος όπως εσείς για χάρη σας, αλλά από την άλλη είμαι και Θεός για τον εαυτό μου και για τον Πατέρα από τον οποίο έχω την ύπαρξη, μη νομίσετε ότι προσφέρετε την πίστη σε άνθρωπο» (Κ).
«Πώς αλλιώς πρέπει να εννοήσουμε αυτό, αν όχι ότι φάνηκε ως άνθρωπος στους ανθρώπους, την ώρα που παρέμενε αόρατος ως Θεός;… Και λέγοντας ότι δεν πρέπει να νομίζει κάποιος, ότι δεν ήταν ανώτερος από αυτό που έβλεπαν για αυτόν, έδειξε την επιθυμία του να πιστεύεται ως ίσος στο χαρακτήρα και στη θέση με τον Πατέρα» (Αυ).
(5)  «Έχω μέσα στον εαυτό μου αυτόν που με γέννησε. Αφού επομένως εγώ είμαι ομοούσιος με αυτόν που με γέννησε, θα μεταβεί οπωσδήποτε η πίστη στον ίδιο τον Πατέρα» (Κ). Ότι αυτός που πιστεύει στον Υιό δέχεται τον Πατέρα, είναι λόγος που συναντιέται και στους συνοπτικούς (Ματθ. ι 40,Λουκ. θ 48) και συχνά η αλήθεια αυτή διακηρύσσεται με διάφορους τρόπους στον Ιωάννη (δες ε 19-20,στ 57,η 16,29,38,ι 30,38). Η διακήρυξη στον παρόντα στίχο βρίσκεται σε στενό σύνδεσμο με το σ. 41, όπου ο ευαγγελιστής είπε, ότι η δόξα του Ιεχωβά και η δόξα του Χριστού είναι η ίδια (ο).
Η πίστη στον Ιησού καταλήγει σε πίστη στον ίδιο το Θεό. Ο Πατέρας, ο οποίος έστειλε τον Ιησού στον κόσμο, είναι ο ύψιστος σκοπός μας και το τέλος του προορισμού μας και της πάνω στη γη πορείας μας. Η οδός μέσω της οποίας φθάνουμε με ασφάλεια στο τέλος αυτό, είναι ο Χριστός. Η διδασκαλία του Χριστού πιστεύεται και γίνεται δεκτή ως αλήθεια του Θεού. Η ανάπαυση και ειρήνη κάθε πιστής ψυχής βρίσκεται στο Θεό μέσω του Χριστού ως μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Διότι η υποταγή της ψυχής και η με εμπιστοσύνη παράδοσή της στο Χριστό αποβλέπει στο να παρουσιάσει αυτήν ο Χριστός ως μέγας αρχιερέας στο Θεό και Πατέρα.

45 καὶ ὁ θεωρῶν(1) ἐμὲ θεωρεῖ τὸν πέμψαντά με(2).
45 κι αυτός που βλέπει εμένα, βλέπει και εκείνον που μ’ έστειλε.
(1)  «Το «βλέπει» εδώ εννοεί με το νου» (Χ). Διότι όλοι όσοι με τα αισθητά μάτια είδαν τον Ιησού, δεν είδαν και τον Πατέρα (β).
«Βλέπει βεβαίως κάποιος τη θεότητα του Χριστού, όχι στην ίδια της τη φύση· διότι η θεία φύση δεν βλέπεται και είναι εντελώς ακατανόητη… αλλά τη βλέπει από τα έργα και λόγια του που πρέπουν σε Θεό» (Ζ). Αυτός που βλέπει εμένα με την όραση εκείνη, την οποία συνοδεύει η πίστη (b).
«Σαν να έλεγε ακριβώς τα εξής: Αυτός που συνέλαβε με την όραση του νου την ουσία μου, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο» (Θφ).
Είναι αξιόλογη η παρακάτω διάκριση ανάμεσα στο πιστεύω και βλέπω: «Δύο πράγματα λέγονται για τον Σωτήρα. Πρώτο, από τη μία, αυτό που και πρώτα γίνεται. Διότι πρώτο είναι το να πιστεύει κάποιος σε αυτόν· δεύτερο, από την άλλη, αυτό που ακολουθεί ως δεύτερο· αυτό δηλαδή είναι ανώτερο και από το να πιστεύει, το οποίο ακριβώς είναι το να βλέπει τον Λόγο, και με το να βλέπει τον Λόγο να βλέπει τον Πατέρα. Στην μεν πίστη φθάνει και το πλήθος αυτών που έρχονται στη θεοσέβεια, στο να βλέπουν όμως τον Λόγο και μέσα από αυτόν να κατανοούν τον Πατέρα, δεν φθάνουν πλέον όλοι οι πιστοί, αλλά μόνοι οι καθαροί στην καρδιά» (Ω).
(2)  «Από εδώ φανερώνει το ομοούσιο» (Χ) και «ότι ταυτίζεται στα πάντα με το Θεό και Πατέρα λόγω της φυσικής ομοιότητας και της κατά κάποιο τρόπο ταύτισης της ουσίας» (Κ). Η έννοια του όλου σ.: «Αυτός που γνώρισε τη δική μου θεότητα, γνώρισε τη θεότητα του Πατέρα μου· διότι μία και η ίδια είναι η θεότητα σε εμάς· και εγώ είμαι εικόνα του Πατέρα απαράλλακτη» (Ζ). Βλέπει την μεγαλειότητα του Πατέρα να αστράφτει στον Υιό (G).

46 Ἐγὼ φῶς(1) εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα(2), ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ(3) μὴ μείνῃ(4).
46 Εγώ ήρθα στον κόσμο σαν το φως, έτσι ώστε όποιος πιστεύει σ’ εμένα να μη μείνει στο σκοτάδι.
(1)  «Φως νοερό, που διαλύει το νοερό σκοτάδι, και με τα έργα και λόγια που αρμόζουν στο Θεό, δείχνει τις ακτίνες της θεότητας στα υγιή μάτια» (Ζ). «Επειδή δηλαδή ο Πατέρας έτσι ονομάζεται παντού στην Παλαιά και την Καινή, χρησιμοποιεί και αυτό το όνομα· για αυτό και ο Παύλος τον αποκαλεί απαύγασμα (=ακτινοβολία), μαθαίνοντας αυτό από εδώ» (Χ). «Ομολογώντας όμως για τον εαυτό του ότι είναι φως, αποδεικνύει ότι είναι Θεός από τη φύση του. Διότι μόνο σε αυτόν που είναι από τη φύση του Θεός πρέπει αυτή η ονομασία» (Κ). Σε πολλά σημεία στον Ιωάννη ονομάζεται ο Χριστός φως του κόσμου. Δες α 4,5,9,γ 19,η 12,θ 5.
(2)  «Είπε κάπου στους μαθητές του: Εσείς είστε το φως του κόσμου… Δεν είπε όμως σε αυτούς, ότι έχετε έρθει φως στον κόσμο και ότι καθένας που πιστεύει σε εσάς να μη μείνει στο σκοτάδι. Πουθενά δεν συναντάμε κάτι τέτοιο. Όλοι οι άγιοι είναι φώτα, αλλά φωτιζόμενα από αυτόν με την πίστη. Και καθένας που θα χωριστεί από αυτόν, θα μένει στο σκοτάδι» (Αυ). Ποιος μπροστά σε τέτοιες διακηρύξεις μπορεί να υποστηρίξει ότι ο Κύριός μας είναι απλώς αποκαλυπτής φωτός, όπως οι προφήτες της Π.Δ.; (ο). Το «ἐλήλυθα» φανερώνει ότι είχε ο Κύριος ύπαρξη και ήταν φως προτού έλθει στον κόσμο, όπως ο ήλιος υπάρχει πριν την ανατολή του στο καθένα από τα δύο γήινα ημισφαίρια. Οι προφήτες και οι απόστολοι έγιναν και δημιουργήθηκαν φώτα στον κόσμο. Μόνο όμως για το Χριστό λέγεται, ότι ήλθε φως στον κόσμο, διότι υπήρχε και πριν στον άλλο κόσμο ένδοξο και απρόσιτο φως.
(3)  «Στο σκοτάδι της πλάνης, της αμαρτίας» (Ζ).
(4)  «Είναι ανάγκη ασφαλώς να εννοήσουμε ότι έως τότε βρίσκονταν στο σκοτάδι αυτοί που δεν είχαν ακόμη πιστέψει, εφόσον βεβαίως μόνο σε αυτούς που πίστεψαν σε αυτόν υπάρχει το ότι βρέθηκαν στο φως το δικό του» (Κ). Το «μείνῃ» προϋποθέτει, ότι όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τους υπάρχουν στο σκοτάδι (ο). Πριν ακόμη έλθει ο Χριστός, οι άνθρωποι υπήρχαν χωρίς κάποια πραγματική άνεση ή χαρά ή ελπίδα. Δεν εξακολούθησαν όμως να παραμένουν στην κατάσταση αυτή. Φως ανέτειλε σε αυτούς.

47 Καὶ ἐάν τίς μου ἀκούσῃ(1) τῶν ρημάτων καὶ μὴ πιστεύσῃ(2), ἐγὼ οὐκρίνω αὐτόν(3)· οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσω τὸν κόσμον(4).
47 Όποιος ακούσει τα λόγια μου και δεν τα δεχτεί, αυτόν δεν θα τον κρίνω εγώ, γιατί δεν ήρθα για να καταδικάσω τον κόσμο, αλλά για να τον σώσω.
(1)  Συντασσόμενο με πτώση γενική είναι πιο έντονο από σύνταξη με αιτιατική. Δεν σημαίνει απλή φυσική ακρόαση αλλά υποδηλώνει και κατανόηση, τουλάχιστον μερική, της αξίας των ακουομένων (β).
(2)  Αυθεντική γραφή: και μη φυλάξη, η οποία συμφωνεί και με τα Ματθ. ζ 26,Μάρκ. ι 20.
(3)  «Στον παρόντα αιώνα» (Ζ), στον μελλοντικό όμως «να κατηγορεί τον εαυτό του ότι δίκαια τιμωρείται. Διότι δεν είμαι εγώ αίτιος για αυτό, εγώ που θέλω να σώσω αυτούς που πρόκειται να πέσουν σε καταδίκη και για αυτό ήλθα» (Κ), «αλλά ο ίδιος προκάλεσε την καταδίκη στον εαυτό του» (Θφ). Το χωρίο αυτό δεν αντιτίθεται στην αλήθεια της καταδίκης του κόσμου στη μέλλουσα κρίση από τον Κύριο ως Κριτή. Τονίζει απλώς, ότι το κύριο έργο του προς το παρόν είναι αυτό του Σωτήρα του κόσμου (ο), και η απόφαση, την οποία θα εκδώσει στη μέλλουσα κρίση, θα βασίζεται αποκλειστικά στη στάση, την οποία ο καθένας θα πάρει απέναντι στο λόγο του. Η ίδια ιδέα και στα γ 18,ε 28,η 15 (g).
(4)  Δες γ 17. Ο Κύριος δεν ήλθε για να κρίνει τον κόσμο, αλλά για να σώσει τον κόσμο. Από κάποια άποψη και σε κάποιο μέτρο ισχύει αυτό και για μας. Δεν ζούμε στον κόσμο αυτόν για να κρίνουμε τον κόσμο, αλλά για να γίνουμε όργανα του Σωτήρα, ώστε να σωθεί ο κόσμος από αυτόν. Δεν είμαστε εδώ για να νικήσουμε το κακό με βία και καταναγκασμό, αλλά για να εργαστούμε με πραότητα και μακροθυμία, ώστε με το αγαθό να νικήσουμε το κακό. Η αυστηρότητά μας εναντίον των αμαρτωλών πρέπει να συγκρατείται από την ανάμνηση των δικών μας αμαρτιών. Πόσο μας αρέσει να είμαστε βίαιοι επικριτές μάλλον παρά συμπαθείς και επιεικείς φροντιστές και επιμελητές των ελλείψεων και παρεκτροπών του πλησίον μας! Πόσο πλανιόμαστε δεχόμενοι ως κοινωνική και δημόσια δικαιοσύνη και ως ζήλο για να στιγματιστεί το κακό για διαφώτιση της κοινωνίας και ανόρθωση των ηθών της, τον ωμό εγωισμό μας και την φαρισαϊκή μας αυταρέσκεια και τύφλωση! Αλλά πρέπει λοιπόν να αφήνουμε ελεύθερο το κακό και να μην αντιτάσσουμε καμία αντίδραση και αντίσταση εναντίον του; Κάθε άλλο. Οφείλουμε να αντιστεκόμαστε και μάλιστα μέχρις αίματος αντιδρώντας εναντίον του. Μέχρι το δικό μας όμως αίμα, όχι μέχρι το αίμα των άλλων. Οφείλουμε να αντιστεκόμαστε βίαια στο κακό μέσα μας, αλλά εναντίον του κακού των άλλων τα χέρια μας και η γλώσσα πρέπει να κινούνται γεμάτα συμπάθεια και στοργή. Μιμήσου τον Κύριό σου και Σωτήρα σου. Ακολούθησε τα ίχνη του πιστά. Και γίνε και εσύ όχι κριτής, αλλά όργανο σωτηρία του κόσμου.

48 Ὁ ἀθετῶν(1) ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ρήματά μου(2), ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν(3)· ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ(4) αὐτὸν ἐν τῇἐσχάτῃ ἡμέρᾳ(5)·
48 Αυτός που με απορρίπτει και δε δέχεται τα λόγια μου, σ’ αυτά θα βρει εκείνον που θα τον δικάσει· ο λόγος που κήρυξα, αυτός θα τον κρίνει την έσχατη ημέρα.
(1)  Κατά λέξη σημαίνει μετακινώ κάτι από τη θέση του· παραμερίζω με περιφρόνηση σαν κάτι που δεν έχει αξία (ο). «Αυτός που δεν πείθεται σε μένα» (Ζ).
(2)  Η αθέτηση του Ιησού ταυτίζεται με την απόρριψη των λόγων του (g). Όσο οι Ιουδαίοι απέρριπταν τον ίδιο το Χριστό, τόσο και δεν δέχονταν τα λόγια του. Δες η 42-43 (b). Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει στο ευαγγέλιο του Χριστού, χωρίς να δίνει συγχρόνως πίστη και σε ό,τι αυτό διακηρύττει για τη θεία αποστολή και προσωπικότητα του Χριστού. Και πάλι κανείς δεν μπορεί να πιστεύει στο Μεσσιακό αξίωμα του Ιησού χωρίς να προσκολλάται σε ό,τι ζητά το ευαγγέλιό του (ο).
(3)  Έχει «ήδη» (b) «αυτόν που τον καταδικάζει, που τον ελέγχει» (Ζ). «Λέει ότι θα είναι αυτοκατάκριτοι αυτοί που τον παρακούνε και δεν αποδέχτηκαν την σωστική πίστη» (Κ). Ο σκοπός για τον οποίο ήλθε ο Κύριος στον κόσμο, δεν ήταν η κρίση και κατάκριση του κόσμου, αλλά η απολύτρωσή του. Εκείνος όμως ο οποίος άκουσε και απέρριψε το ευαγγέλιο δεν είναι στην ίδια θέση, στην οποία βρίσκεται αυτός που ποτέ δεν άκουσε το ευαγγέλιο. Το ευαγγελικό μήνυμα, το οποίο αυτός άκουσε, θα είναι ο κατήγορός του (τ). Δες την μακροθυμία και υπομονή του Κυρίου μας, που δείχνεται σε εκείνους, οι οποίοι περιφρονούν αυτόν σε αυτήν τη ζωή. Δεν είναι ο Κύριος γρήγορος και βιαστικός να χτυπήσει εκείνους οι οποίοι αρνούνται να δεχτούν την προσφερόμενη σε αυτούς χάρη, αλλά εξακολουθεί με καλή διάθεση να περιμένει αυτούς.
(4)  «Ο λόγος που σας κάλεσε σε σωτηρία» (Κ)· «τα λόγια, τα οποία είπα τώρα, θα πάρουν τη θέση κατηγόρου, που θα τον ελέγχουν και θα διακόπτουν κάθε απολογία» (Χ). Προσωποποιεί τον λόγο του και παρουσιάζει αυτόν κατά κάποιο τρόπο να κάθεται σε θρόνο και να κρίνει. Δεν είναι λόγος κενός, που μάταια ειπώθηκε. Είναι από τη μία λόγος «ικανός να εισδύει σε όλη την ύπαρξη του ανθρώπου, μέχρι που να ξεχωρίζει την ψυχή και τα πνευματικά χαρίσματα του ανθρώπου, τις αρθρώσεις και τους μυελούς• και έχει τη δύναμη να ερευνά και να κρίνει και τις πλέον αφανείς και κρυφές σκέψεις και έννοιες της καρδιάς» (Εβρ. δ 12)· και από την άλλη θα επαναληφθεί κατά την εσχάτη ημέρα από το στόμα του Σωτήρα και τότε Κριτή που αθετήθηκε (Stier).
(5)  «Επειδή ακριβώς ο παρών καιρός είναι καιρός σωτηρίας και όχι κρίσης, την ημέρα της κρίσης θα φέρει σε εσάς την τιμωρία της ανυπακοής» (Κ).

49 ὅτι(1) ἐγὼ(2) ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλάλησα(3), ἀλλ’ ὁ πέμψας με πατὴρ αὐτός μοι ἐντολὴν ἔδωκε(4) τί εἴπω καὶ τί λαλήσω(5)·
49 Γιατί, εγώ δε δίδαξα από μόνος μου, αλλά ο Πατέρας που μ’ έστειλε, εκείνος μου όρισε τι να πω και τι να κηρύξω.
(1)  Αυτή είναι η αιτία για την οποία ο λόγος θα κρίνει τον άπιστο· διότι είναι ο λόγος του Πατέρα (b). «Μεταφέρει το λόγο στον προσκυνούμενο αναντίρρητα και ολοφάνερα, εννοώ βεβαίως τον Θεό και Πατέρα», «και τους καλεί κατά κάποιο τρόπο να θυμούνται… ότι αν δεν θελήσουν να πειστούν στα λόγια του, θα υποστούν οπωσδήποτε αναπόφευκτη τιμωρία και θα υπομείνουν όσα είπε ο Θεός» (Κ).
(2)  Το εγώ μπαίνει μπροστά με έμφαση, σε συνδυασμό μάλιστα με το ἐξ ἐμαυτοῦ αντιτίθεται έντονα στο «ο Πατέρας» στον οποίο αναφέρονται τα λόγια που είπε ο Ιησούς (ο).
(3)  Δες ζ 17. Όπως στο ε 30 είπε, ότι «δεν μπορώ εγώ από μόνος μου να κάνω τίποτα» έτσι και τώρα διακηρύττει για τα λόγια του, ότι είναι λόγια του Πατέρα του (β). «Όταν λέει λοιπόν «από τον εαυτό μου δεν μίλησα», και πάλι «όπως μου έχει πει ο Πατέρας, έτσι μιλώ»· και «ο λόγος που ακούτε, δεν είναι δικός μου αλλά αυτού που με έστειλε»· και αλλού «όπως με διέταξε ο Πατέρας, έτσι κάνω», χρησιμοποιεί αυτές τις εκφράσεις όχι επειδή δεν είναι αυτεξούσιος και ελεύθερος ούτε επειδή θέλει να επωφεληθεί το υποχωρητικό των εκφράσεων, αλλά για να δηλώσει ότι η θέλησή του είναι ενωμένη απολύτως με τη θέληση του Πατέρα» (Β). «Δεν λέει αυτό αφαιρώντας την εξουσία του, αλλά αναιρεί τη γνώμη ότι είναι ξένος και αντίθετος με τον Πατέρα. Παντού παρουσιάζει τον εαυτό του ενωμένο με αυτόν που τον γέννησε και ότι δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσά τους» (Χ).
(4)  Μπορούμε να το πάρουμε ότι αναφέρεται στην προαιώνια ύπαρξη του Λόγου.
«Ο μονογενής Υιός είναι ο Λόγος και η Σοφία του Πατέρα και σε αυτόν υπάρχουν όλες οι εντολές του Πατέρα. Διότι δεν υπήρξε ποτέ χρόνος, κατά τον οποίο ο Υιός δεν γνώριζε την εντολή του Πατέρα έτσι ώστε να αποκτήσει σε κάποιο χρόνο ό,τι δεν είχε πριν. Διότι ό,τι έλαβε από τον Πατέρα, έλαβε αυτό κατά τη γέννησή του από τον Πατέρα» (Αυ).
«Επειδή λοιπόν ο Χριστός είναι ο ζωντανός και ενυπόστατος Λόγος του Θεού και Πατέρα, αναγκαστικά διερμηνεύει αυτά που είναι μέσα στον Πατέρα, και το ότι βγάζει στο φως αυτό που φαίνεται να είναι σύμφωνο με το θέλημα αυτού που τον γέννησε, λέει ότι το έχει πάρει σαν δύναμη εντολής. Θα μπορούσε όμως κάποιος να δει ότι και σε εμάς τους ίδιους αυτό το πράγμα είναι αληθινό και δεν συμβαίνει αλλιώς. Διότι ο προφορικός λόγος, που διατυπώνεται προς τα έξω με την έναρθρη φωνή με σύνθεση λέξεων και λόγων, αποκαλύπτει όσα είναι μέσα στη διάνοιά μας, σαν κατά κάποιο τρόπο να τον διατάζει αυτή… διότι με το που κατάλαβε κάτι ο νους, το παρέδωσε στη φωνή· η φωνή λοιπόν βγαίνοντας έξω διερμηνεύει αυτά που είναι στο βάθος, αυτά που είναι στο νου, χωρίς να αλλάζει τίποτα από αυτά που έχει διαταχτεί. Τι το παράξενο λοιπόν… αν ο Υιός, όντας Λόγος του Θεού και Πατέρα, όχι όπως ο δικός μας λόγος (διότι τα σχετικά με το Θεό είναι ανώτερα από κάθε παράδειγμα) διερμηνεύει το θέλημα αυτού που τον γέννησε;» (Κ).
Πιο σύμφωνο όμως με τα συμφραζόμενα είναι να αναφέρουμε αυτά στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου. «Διότι τι είπε ο Θεός μέσω του Μωϋσή για το Χριστό; «Θα αναδείξω προφήτη σε αυτούς… και θα δώσω το λόγο μου στο στόμα του και θα πει σε αυτούς ό,τι τον διατάξω»… Επομένως, ο Κύριός μας Ιησούς… με αυτά που λέει, ότι έχει πάρει εντολή από αυτόν και ότι δεν μιλά από μόνος του, παρουσιάζει με σαφήνεια τον εαυτό του ότι είναι ο προφήτης, αυτός τον οποίο ο νόμος προανήγγειλε και τον οποίο η φωνή του Θεού και Πατέρα προκήρυξε πριν από πολλά χρόνια στο παρελθόν» (Κ).
«Επειδή λοιπόν ονομάστηκε προφήτης σύμφωνα με την δική μας εξομοίωση, αφού πήρε πάνω του την ονομασία του δούλου και τη μορφή της ομοιότητας με εμάς, αναγκαστικά ο νόμος τού έχει αποδώσει και όσα πρέπουν στον προφήτη, δηλαδή το να πληροφορείται κάτι από τον Πατέρα, και το να έχει πάρει εντολή τι να πει και τι να εκφράσει» (Κ).
Η ίδια ιδέα είναι και στα Ιω. ε 19,20,30, ζ 16, η 16,28,55 (F). Η εντολή για την οποία μιλά εδώ ο Ιησούς δεν είναι εντολή που μία και μοναδική φορά πήρε ο Υιός όταν επρόκειτο να σαρκωθεί. Η ιδέα αυτή δεν συμβιβάζεται με τα γ 34,ε 19-20,30, η 16. Ο Ιησούς παίρνει για κάθε περίπτωση την εντολή, την οποία πρέπει να εκτελέσει· ακούει πριν μιλήσει και ακούει διότι ακροάται (g). Ο Χριστός ως υιός του ανθρώπου δεν λέει ανθρώπινα κατασκευάσματα και επινοήσεις· ως υιός του Θεού πάλι δεν ενεργούσε ξεχωριστά και σε διάσταση με τον Πατέρα· ως μεσίτης τέλος ήλθε εκούσια στον κόσμο, αλλά όχι και αυθαίρετα και από δική του σκέψη, αλλά στάλθηκε από τον Πατέρα στον κόσμο.
(5)  Τα δύο ρήματα ή έχουν την ίδια σημασία και η χρήση και των δύο είναι ζήτημα ύφους (β) ή το πρώτο αναφέρεται στην ουσία και το περιεχόμενο των λόγων, ενώ το δεύτερο στη μορφή τους (g). Ο Κύριός μας ως άνθρωπος προτού μας διδάξει, έμαθε από όσα έπαθε την υπακοή, παρόλο που ήταν Υιός του Θεού. Ο Θεός και Κύριος διέταξε τον πρώτο Αδάμ και εκείνος με την ανυπακοή παρασύρθηκε στον όλεθρο. Έδωσε εντολή όμως και στον δεύτερο Αδάμ, τον Κύριο από τον ουρανό, και αυτός με την υπακοή του μας έσωσε.

50 καὶ οἶδα(1) ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ ζωὴ αἰώνιός ἐστιν(2). Ἅ οὖν λαλῶ ἐγώ, καθὼς εἴρηκέ μοι ὁ πατήρ, οὕτω λαλῶ(3).
50 Και ξέρω πως ό,τι ορίζει εκείνος, οδηγεί στην αιώνια ζωή. Αυτά, λοιπόν, που κηρύττω εγώ, τα κηρύττω έτσι όπως μου τα έχει πει ο Πατέρας».
(1)  Δες ε 32,η 55. Τρόπος σοβαρής βεβαίωσης που χρησιμοποιείται από τον Κύριο σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία μιλά για τη μαρτυρία ή την εντολή του Θεού ή για τον ίδιο το Θεό (β).
(2)  «Επειδή προξενεί ζωή αιώνια και οδηγεί στη ζωή την αιώνια» (Ζ). Διότι η αιώνια ζωή στηρίζεται στην πειραματική γνώση του Πατέρα και του Υιού σύμφωνα με το Ιω. ιζ 3 (b). Δες και στ 68, όπου ο Πέτρος ομολογεί στον Ιησού: «έχεις λόγια αιώνιας ζωής». Και σύμφωνα με τους Συνοπτικούς (Μάρκ. ι 17-18) οι θείες εντολές τηρούμενες είναι αιώνια ζωή (β). Δεν είναι απλώς η εντολή μέσο για αιώνια σωτηρία, αλλά εμπερικλείει το σπέρμα και την αρχή της αιώνιας ζωής, και όταν κάποιος δεχτεί αυτήν με την πίστη στην ψυχή του, φέρνει σε αυτόν ως αποτέλεσμα την αιώνια ζωή (ο). Αυτός που περιφρονεί τα λόγια του Χριστού, περιφρονεί την αιώνια ζωή (b). «Είναι αναπολόγητοι λοιπόν όσοι δεν δέχονται αυτά που διατάχτηκα να πω, δηλαδή τα λόγια μου, τη διδασκαλία μου· και επιβουλεύονται τον ίδιο τον εαυτό τους διότι δεν δέχονται την αιώνια ζωή» (Ζ).
(3)  Αυτό είναι το μυστικό της απόλυτης αξίας των λόγων του Ιησού· δες η 28 και ιδ 31 (β). Διότι «τι άλλο σημαίνουν τα λόγια αυτά παρά ότι λέω την αλήθεια;» (Αυ). Και τα λόγια αυτά εφαρμόζονται ολοφάνερα στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου. Ο Αυγουστίνος εφαρμόζοντας αυτά στη θεία φύση του Λόγου παρατηρεί: «Ας μην πάρουμε το «όπως μου είπε» σαν ο Πατέρας να χρησιμοποιούσε λόγια μιλώντας προς τον Μονογενή ή σαν ο Λόγος του Θεού να χρειαζόταν λόγους από το Θεό. Ο Πατέρας μίλησε στον Υιό με τον ίδιο τρόπο που έδωσε και ζωή στον Υιό· όχι διότι ο Υιός δεν γνώριζε αυτό ή δεν είχε εκείνο, αλλά διότι ήταν ο Υιός». «Λέγοντας αυτό, δεν αναιρούσε την εξουσία του, αλλά δείχνει, ότι ο Υιός δεν έχει τίποτα ξένο με τον Πατέρα· σαν να έλεγε· δεν λέω τίποτα αντίθετο με τον Πατέρα, ούτε σαν να είναι δικό μου μόνο, αλλά κοινό» (αμ).

(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 435-476 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η ανάσταση του Λαζάρου.

Συγγραφέας: kantonopou στις 8 Φεβρουαρίου, 2019

Αποτέλεσμα εικόνας για Η ανάσταση του Λαζάρου

Η ανάσταση του Λαζάρου. Ιωάννου κεφ. 11 (ια) στίχ. 1-57 (ερμηνεία-ανάλυση)

(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά!, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
1 Ἦν δέ(1) τις ἀσθενῶν(2) Λάζαρος(3) ἀπὸ(4) Βηθανίας(5), ἐκ(4) τῆς κώμης Μαρίας καὶ Μάρθας(6) τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς.
1 Κάποιος που ονομαζόταν Λάζαρος αρρώστησε. Ήταν από τη Βηθανία, το χωριό όπου κατοικούσαν η Μαρία και η αδερφή της η Μάρθα. (Μετάφραση Βιβλικής Εταιρείας, δες https://www.bible.com/el/bible/173/JHN.11.TGV)
Καμία άλλη σκηνή στο ευαγγέλιο αυτό δεν παρουσιάζεται με τρόπο τόσο λεπτομερή και τόσο δραματικό όσο η παρούσα. Ούτε υπάρχει κάποια άλλη, από την οποία να ξεπηδά ζωηρότερα και σαφέστερα ο χαρακτήρας του Ιησού ο τελείως θείος ταυτόχρονα και τελείως ανθρώπινος, που να δικαιολογεί πληρέστερα την στον Πρόλογο του ευαγγελίου κεντρική διακήρυξη «και ο Λόγος έγινε σάρκα». Σύμφωνα με όσα λέει ο Deutinger, η αφήγηση αυτή διακρίνεται μεταξύ όλων των αφηγήσεων του δ΄ ευαγγελίου για την ιδιαίτερή της ζωηρότητα και τη δραματική της κίνηση. Τα πρόσωπα ιχνογραφούνται σε αυτήν με χέρι ταυτόχρονα σταθερό και λεπτό. Πουθενά η σχέση του Χριστού με τους μαθητές του δεν εκτίθεται τόσο ζωηρά. Και αυτοί οι Ιουδαίοι, οι πεισματικά αντιτιθέμενοι με τον Ιησού, εμφανίζονται από μία άποψη λιγότερο αρνητικοί, ως φίλοι των δύο θλιμμένων αδελφών. Αλλά προ παντός πόσο είναι καθαρή και λεπτή η σκιαγραφία του χαρακτήρα των δύο γυναικών· με τι λεπτότητα και με τι βάθος ψυχολογικό διαγράφεται η διαφορά της συμπεριφοράς τους! Στα χαρακτηριστικά αυτά της αφήγησης βρίσκουμε την πρώτη εσωτερική απόδειξη της αυθεντικότητας και αξιοπιστίας της. «Δεν επινοούν με αυτόν τον τρόπο», μάλιστα κατά τον β΄αιώνα, όπως αποδεικνύουν τα απόκρυφα ευαγγέλια.
Εξάλλου τα δάκρυα του Ιησού, η ηθική και φυσική συγκίνησή του, η προσευχή προς τον Πατέρα του και η ευχαριστία του διότι εισακουόταν από αυτόν, αποτελούν χαρακτηριστικά εξ’ ολοκλήρου ανθρώπινα, που αποκλείουν ολοτελώς την υπόθεση, ότι η αφήγηση επινοήθηκε με σκοπό να διδάξει και να δώσει παράδειγμα για την θεωρία περί Λόγου. Ως προς την ένσταση τέλος που βγαίνει από την αποσιώπηση του θαύματος αυτού από τους συνοπτικούς, θα μπορούσε να παρατηρηθεί, ότι οι αφηγήσεις των συνοπτικών διαιρούνται στους δύο αυτούς μεγάλους κύκλους 1) τα γεγονότα της προφητικής δράσης του Κυρίου στη Γαλιλαία και 2) τα γεγονότα της εβδομάδας του Πάθους στην Ιερουσαλήμ, και μόλις που σταχυολογούν κάποια από την ενδιάμεση διαμονή του Κυρίου στην Περαία. Αλλά η ανάσταση του Λαζάρου ανήκει στην τελευταία αυτή μεταβατική και ενδιάμεση εποχή και για αυτό εύκολα μπορούσε να μη βρει θέση στη γενική παράδοση. Και πολύ περισσότερο, από τη στιγμή που τον καιρό που σχηματιζόταν η προφορική αποστολική παράδοση, που περιλήφθηκε στα συνοπτικά ευαγγέλια, υπήρχε φόβος να εκτεθούν τα μέλη της οικογένειας του Λαζάρου στην εκδίκηση των αρχηγών του Ιουδαϊκού λαού, όπως φαίνεται από το Ιω. ιβ 10, όπου αναφέρεται, ότι οι αρχιερείς είχαν αποφασίσει να φονεύσουν και το Λάζαρο (g).
(1) Μεταβατικός σύνδεσμος. Μεταβαίνει στην εξιστόρηση γεγονότος, για το οποίο διακόπηκε η διαμονή του Ιησού στην Περαία.
(2) Επειδή η ασθένεια του Λαζάρου έγινε αφορμή όλων όσων επακολούθησαν στην αφήγηση, η λέξη ἀσθενῶν προηγείται.
(3) Από συγκοπή του Ελεάζαρ. Όνομα Εβραϊκό που σημαίνει: τον οποίο ο Θεός βοηθά (F).
(4) Έτσι και στο α 45 ο Φίλιππος περιγράφεται ότι είναι «από Βηθσαϊδά, από την πόλη του Ανδρέου…». Συχνά μία πρόθεση επαναλαμβάνεται στην παράθεση χωρίου, είτε η ίδια πρόθεση είτε κάποια άλλη συνώνυμη με αυτή (b). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, η μεν πρόθεση (από) δηλώνει την διαμονή, ενώ η άλλη (εκ) την καταγωγή (g)=ο Λάζαρος διέμενε στη Βηθανία, από την οποία και καταγόταν.
(5) «Το οποίο ερμηνεύεται: σπίτι υπακοής» (Ω). Χωριό στην ανατολική βουνοπλαγιά του όρους των Ελαιών, που απείχε γύρω στα τρία τέταρτα της ώρας από τα Ιεροσόλυμα. Ονομάζεται σήμερα Ελ-Αζαριέχ δηλαδή η χώρα του Λαζάρου (F).
(6) Για πρώτη φορά αναφέρονται στο ευαγγέλιο αυτό τα ονόματα αυτά. Προϋποτίθεται λοιπόν, ότι οι δύο αδελφές ήταν πολύ γνωστές στους αναγνώστες του δ΄ ευαγγελίου (g). «Επίτηδες λοιπόν αναφέρει τα ονόματα των γυναικών ο ευαγγελιστής, δείχνοντας ότι ήταν πολύ γνωστές λόγω της ευσέβειάς τους» (Κ). Η Μαρία αναφέρεται πριν τη Μάρθα ενώ αλλού (Ιω. ια 5,19,Λουκ. ι 38) η Μάρθα ως οικοδέσποινα ονομάζεται πριν τη Μαρία. Κατά το χρόνο της συγγραφής του δ ευαγγελίου η Μαρία διακρινόταν περισσότερο από τη Μάρθα στη χριστιανική παράδοση, όπως αναφέρεται και στο Μάρκ. ιδ 9 (β), λόγω των πράξεών της που αναφέρονται στο σ. 2 (b).

2 Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ(1) καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει(2).
2 Η Μαρία ήταν εκείνη που αργότερα άλειψε τον Κύριο με μύρο και σκούπισε τα πόδια του με τα μαλλιά της. Ο Λάζαρος που αρρώστησε, ήταν αδερφός της.
(1)  Το γεγονός αναφέρεται εδώ κατά πρόληψη (προλαμβάνεται), διότι το επεισόδιο δεν είχε λάβει ακόμα χώρα, αφού αφηγείται αυτό ο Ιωάννης στο ιβ 3. «Επειδή επρόκειτο στη συνέχεια της διήγησης να αναφέρει και αυτό ότι έγινε, προλαβαίνοντας κατά κάποιο τρόπο το μέλλον και εξηγώντας το ποια είναι η γυναίκα για την οποία εδώ μιλά, επισημαίνει ότι και τώρα είναι η ίδια που έκανε και εκείνο στο Λάζαρο» (Θμ). Ο Ιωάννης αποδεικνύει στο παρόν την ευσεβή αφοσίωση της Μαρίας στον Ιησού, με πράξη μεταγενέστερη (b). Οι αφηγήσεις του Ματθ. κστ 6 και εξής και Μάρκ. ιδ 3 και εξής, οι οποίες αναφέρονται στο γεγονός αυτό, αποδεικνύουν, ότι η προφορική παράδοση γενικώς δεν ανέφερε το όνομα της Μαρίας στην αφήγηση του αλείμματος του Ιησού με μύρο. Ίσως η αποσιώπηση αυτή εξηγεί τη μορφή της αφήγησης του Ιωάννη σε αυτόν τον σ. (g). Το ότι όμως ο Ιωάννης παραπέμπει στο γεγονός αυτό, αποδεικνύει πάλι, ότι αποτελούσε πολύ γνωστό και οικείο επεισόδιο στο βίο του Χριστού (ο). Για αυτό και την Μαρία «αυτή η πράξη την έκανε γνωστή και περιβόητη» (Ζ). «Διότι πρώτα μεν εκείνο ήταν αναγκαίο να μάθουμε, ότι δηλαδή δεν είναι αυτή η πόρνη… που είναι στον Λουκά. Άλλη δηλαδή είναι αυτή εδώ… σεμνή και σπουδαία» (Χ).
(2)  Με τη φράση αυτή ξαναπιάνει ο ευαγγελιστής το νήμα της αφήγησης για το Λάζαρο.

3 Ἀπέστειλαν(1) οὖν(2) αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε(3), ἴδε ὃν(4) φιλεῖς(5) ἀσθενεῖ.
3 Έστειλαν, λοιπόν, οι αδερφές του μήνυμα στον Ιησού, και του έλεγαν: «Κύριε, ο αγαπημένος σου φίλος είναι άρρωστος».
(1)  «Όπου ο Κύριος ήταν. Διότι είχε αναχωρήσει πέρα από τον Ιορδάνη. Έστειλαν αγγελιαφόρους» (Αυ).
(2)  Η αποστολή επήλθε ως συνέπεια της ανησυχητικής ασθένειάς του (ο).
(3)  Η προσφώνηση αυτή υπαινίσσεται την θαυματουργική δύναμη του Ιησού (g).
(4)  «Δεν λένε: Έλα και θεράπευσε αυτόν… αλλά μόνο: Κύριε, δες, αυτός που αγαπάς ασθενεί. Είναι αρκετό να μάθεις. Διότι δεν είσαι από εκείνους που αγαπούν και απαρνούνται» (Αυ). Το μήνυμα είναι πλήρες λεπτότητας. Είναι σαν να του έλεγαν: Κρίνε εσύ ο ίδιος τι πρέπει να κάνεις (g). «Το «Δες, αυτός που αγαπάς» το λένε, θέλοντας να κερδίσουν τον οίκτο του Κυρίου, με το να του υπενθυμίσουν το όνομα της φιλίας» (Θφ).
(5)  Στο σ. 5 χρησιμοποιεί το ρήμα αγαπώ. Παρόλο που δεν υπάρχει πραγματική διαφορά στη σημασία μεταξύ των δύο αυτών ρημάτων, δες γ 35,ε 20,κα 17 (β), παρ’ όλα αυτά δεν είναι άστοχη η παρατήρηση, σύμφωνα με την οποία το αγαπώ από τη ρίζα άγαμαι σημαίνει εύνοια, η οποία γεννιέται από θαυμασμό, σεβασμό, εκτίμηση, ενώ το φιλώ σημαίνει την κλίση της ψυχής που διεγείρεται από αίσθημα και τρυφερότητα (G). «Υπενθυμίζουν την αγάπη την οποία είχε στον άρρωστο, τραβώντας τον εκεί κατεξοχήν με αυτό· διότι ήξεραν ότι φρόντιζε για αυτόν» (Κ). «Θέλει να διδάξει, ποτέ να μην αγανακτούμε ούτε να δυσανασχετούμε, αν τυχόν συμβεί κάποια ασθένεια στους σπουδαίους άνδρες και φίλους του Θεού» (Χ).

4 Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν(1)· αὕτη ἡ ἀσθένεια(2) οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον(3), ἀλλ’ ὑπὲρ(4) τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ(5), ἵνα(4) δοξασθῇ ὁ υἱὸς(6) τοῦ Θεοῦ(7) δι’ αὐτῆς(8).
4 Ο Ιησούς, όταν το έμαθε, είπε: «Αυτή η αρρώστια δεν είναι για να φέρει το θάνατο, αλλά για να φανεί η δύναμη του Θεού, για να φανερωθεί μέσω αυτής η δόξα του Υιού του Θεού».
(1)  Δεν λέει απάντησε. Τα λόγια του Κυρίου δεν αποτελούν άμεση απάντηση στο μήνυμα των αδελφών του Λαζάρου, αλλά μάλλον παρατήρηση για την ασθένεια και τα αποτελέσματά της που απευθύνθηκε στους παρόντες μαθητές. «Λέει όμως αυτά ο Κύριος, όχι για να φύγουν οι άνθρωποι και να αναγγείλουν αυτά στις αδελφές του Λαζάρου, αλλά ως Θεός προλέγει αυτό που θα γίνει» (Κ). Οπωσδήποτε είναι αναμφίβολο, ότι λόγια τέτοιας βαθειάς και μυστηριώδους σημασίας θα διαβιβάστηκαν πιστά από τους απεσταλμένους στις αδελφές του Λαζάρου (ο).
(2)  Η έκφραση του Κυρίου εδώ παρουσιάζεται αμφίβολη και σε κάποιο βαθμό ακατανόητη για τον χρόνο πριν το θαύμα. Η έννοιά τους έγινε σαφής μετά το θαύμα. «Είναι αξιοπαρατήρητη η μέθοδος, με την οποία ο Ιησούς ετοίμαζε τους μαθητές του και τις αδελφές του Λαζάρου και το λαό, για να αντιμετωπίσουν με απλότητα το μέγιστο των θαυμάτων (b).
(3)  Η φράση «προς θάνατον» υπάρχει εδώ μόνο και στο Α΄Ιω. ε 16, ενώ στους Ο΄ μόνο στα Δ΄Μακ. ιδ 4 και ιζ 1. Είναι εντονότερη από τη συνήθως χρησιμοποιούμενη «εις θάνατον», η οποία σημαίνει ότι η ασθένεια δεν θα είχε ποτέ ως τελική της έκβαση τον θάνατο· ενώ η φράση «προς θάνατον» σημαίνει μάλλον, ότι ο ασθενής δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο (β).
«Αν όμως αυτός είπε ότι η αρρώστια του Λαζάρου δεν είναι για θάνατο, αλλά συνέβη ο θάνατος, δεν είναι καθόλου θαυμαστό. Διότι βλέποντας την κατάληξη του πράγματος και ότι επρόκειτο μετά από λίγο να αναστηθεί, δεν εξετάζουμε τι συνέβη στο μεταξύ, αλλά σε ποιο τέλος κατέληξε» (Κ).
«Δεν είναι προς θάνατον, διότι και ο θάνατος που επακολούθησε προς στιγμήν, δεν ήταν προς θάνατον, αλλά συνέβη για τον σκοπό να διαπράξει ο Κύριος θαύμα, μέσω του οποίου οι άνθρωποι θα οδηγούνταν στην πίστη και έτσι θα διέφευγαν τον πραγματικό θάνατο» (Αυ).
Μη λησμονούμε όμως ότι ο θάνατος του σώματος στον κόσμο αυτόν είναι γέννηση της ψυχής στον άλλο κόσμο. Όταν λοιπόν εμείς ή οι φίλοι μας είμαστε ασθενείς οι ελπίδες μας για το ότι θα ανακάμψουμε από την ασθένεια, είναι δυνατόν να διαψευστούν. Για αυτό πρέπει μάλλον να χτίζουμε πάνω σε θεμέλιο ελπίδας αδιάψευστης. Εάν δηλαδή ανήκουμε στο Χριστό, το φθαρτό ας καταλήξει στη φθορά. Το αθάνατο ας μείνει ανέπαφο από κάθε μολυσμό, οπότε η βλάβη που ήλθε στο φθαρτό «δεν είναι προς θάνατον», διότι ο δεύτερος θάνατος, ο αιώνιος και πραγματικός θα παραμείνει ξένος και άγνωστος στην αθάνατη ψυχή μας.
Γενικότερα ως προς τις ασθένειες, οι οποίες συνηθέστατα προσβάλλουν τον καθένα μας κατά την διάρκεια της επίγειας ζωής του, θεωρούνται από όλους αυτές ως ατυχήματα και δοκιμασίες της ζωής. Αλλά ο Χριστιανός, όσο προάγεται στην πίστη, αλλάζει εντελώς αντιλήψεις για αυτές καταλήγοντας να θεωρεί αυτές ως το γήινο θυσιαστήριο, στη φωτιά του οποίου εξαγνίζεται η ψυχή του και ως προπύλαιο και σκάλα που οδηγεί προς τον ουρανό. Αλήθεια· πόσοι, όταν άρχιζαν να δοκιμάζουν το πικρό ποτήρι της ασθένειας, ήταν νήπιοι πνευματικά και κατά τη διάρκειά της γιγαντώθηκαν και σφυρηλατήθηκαν σε ήρωες του Χριστού. Πόσοι αγνοώντας τον ουράνιο Πατέρα έμαθαν στο κρεβάτι της ασθένειας να απευθύνονται προς αυτόν κράζοντας Αββά, δηλαδή Πατέρα. Και για πόσους η ασθένεια δεν δόθηκε αληθινά υπέρ της δόξας του Θεού!
(4)  Ή «και εδώ το ὑπὲρ και το ἵνα, δεν είναι αιτιολογικά, αλλά φανερώνουν αυτό που θα συμβεί τελικά» (Ζ), «δεν συνέβη για αυτό η νόσος, για να δοξαστεί δηλαδή· διότι είναι ανοησία να πει κανείς αυτό· αλλά αφού ακριβώς συνέβη, απέβλεπε και σε θαυμαστό σκοπό» (Κ). «Δηλαδή συνέβη μεν από άλλη αιτία η αρρώστια, χρησιμοποιήθηκε όμως για δόξα του Θεού» (Χ).
Ή, και το λεγόμενο εκβατικό «ἵνα», εξακολουθεί να διατηρεί την τελική (του σκοπού δηλαδη) του έννοια. Ο ιερός συγγραφέας από άκρα ευλάβεια τονίζοντας την τέλεση της βουλής του Θεού στα συμβαίνοντα, παρουσιάζει αυτά ότι γίνονται με θείο θέλημα και ότι κατά κάποιο τρόπο ο Θεός ενεργεί αυτά. «Διότι συνηθίζει η Γραφή κάποια που οφείλουν να ειπωθούν με τη μορφή έκβασης (αποτελέσματος), να τα λέει αιτιολογικά» (Δαμασκηνός στον G).
(5)  «Το αποτέλεσμα του πράγματος απέβλεπε στη δόξα του Θεού» (Κ). Με την ανάσταση του Λαζάρου θα αποκαλυπτόταν η δόξα του Θεού. Αυτή θα ήταν περισσότερο από ένα απλό θαύμα· θα ήταν σημάδι της δόξας του Θεού (β). Δόξα του Θεού είναι η λάμψη, την οποία διαχύνει στις καρδιές η φανέρωση των τελειοτήτων του, ειδικά μάλιστα της δύναμής του που ενεργεί για υπηρεσία της αγιότητάς του ή της αγάπης του (g).
Αλλά και οι θλίψεις των αγίων αποσκοπούν στη δόξα του Θεού, διότι σε αυτές παρέχεται ευκαιρία, ώστε τελικά να επιδείξει σε αυτούς ο Θεός τα ελέη του και τις χάριτές του. Και πράγματι, οι γλυκύτεροι από τους οικτιρμούς είναι εκείνοι, οι οποίοι προκαλούνται από τη στενοχώρια των δοκιμασιών και των θλίψεων.
(6)  Η φανέρωση αυτή της θείας δύναμης θα έκανε λαμπρό και εκείνον, μέσω του οποίου θα γινόταν το θαύμα. Το ἵνα λοιπόν δεν σημαίνει κάποιον δεύτερο σκοπό που προστίθεται στον πρώτο ο οποίος εκφράζεται με το υπέρ, αλλά εξηγεί το μέσον με το οποίο ο πρώτος σκοπός επιτυγχάνεται (g).
«Πρόσεξε πώς πάλι λέει ότι είναι μία η δόξα αυτού και του Πατέρα· διότι αφού είπε «του Θεού» πρόσθεσε στη συνέχεια: «Για να δοξαστεί ο Υιός του Θεού»» (Χ). Τόσο στενή και ουσιώδης ήταν η ένωση μεταξύ αυτού και του Πατέρα, ώστε η δόξα του ενός ήταν και δόξα του άλλου. Για αυτό η δόξα και των δύο, Πατρός και Υιού, παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα ενός και του ίδιου γεγονότος, της ασθένειας του Λαζάρου (ο).
Πώς θα δοξαζόταν; Ή, ελάχιστα πιθανή εκδοχή. «Κάποιοι ερμηνεύουν το «δόξα» εννοώντας το σταυρό,… για να σταυρωθεί ο υιός του Θεού μέσω αυτής (της αρρώστιας). Διότι επρόκειτο οι Ιουδαίοι μαθαίνοντας την ανάσταση του Λαζάρου, λόγω της υπερβολής αυτού του θαύματος, να εξαφθούν σε ακάθεκτη μανία και να ξεσηκωθούν έντονα για να τον φονεύσουν» (Ζ).
Ή, πιο σωστά, η ανάσταση του Λαζάρου περισσότερο από κάθε άλλο θαύμα θα άνοιγε τα μάτια πολλών στο να αντιληφθούν ότι ο Ιησούς δίκαια διεκδικούσε το Μεσσιακό αξίωμα (ο). Το αληθινό παράλληλο χωρίο της εδώ φράσης είναι το Ιω. η 54 (β). «Διότι δεν είχε τόσο μεγάλη δόξα και θαυμασμό το να σηκώσει τον Λάζαρο από την ασθένεια, όσο το να τον αναστήσει από τους νεκρούς» (αμ).
(7)  Δεν λέει απλώς ο Χριστός, αλλά ο Υιός του Θεού σημαίνοντας με αυτό, όπως και στο ι 30, ότι η δόξα του ενός είναι και δόξα του άλλου (g). «Διότι είναι απαράλλακτη η δόξα του Θεού, εννοώ βεβαίως του Πατέρα, με αυτήν του Υιού… αυτών όμως που η δόξα είναι μία, μία είναι και η ουσία» (Θφ).
(8) «Μέσω της ασθένειας αυτής» (Αυ).

5 (1)Ἠγάπα(2) δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν Μάρθαν(3) καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον(4).
5 Ο Ιησούς αγαπούσε τη Μάρθα και την αδερφή της, καθώς και το Λάζαρο.
(1)  Αποτελεί παρενθετική πρόταση, στην οποία εξηγείται «η κινητήρια αιτία της ανάστασης του νεκρού και του όλου τρόπου της ενέργειας του Κυρίου πριν την ανάσταση αυτή» (b). Η λεπτομέρεια αυτή συμπληρώνει τα προηγούμενα και ετοιμάζει για τα επόμενα (F). Εάν ο Ιησούς δεν αναχώρησε αμέσως στη Βηθανία, δεν οφειλόταν σε αδιαφορία. Τελείως αντίθετα, αγαπούσε την όλη οικογένεια.
(2)  Ο Ιωάννης χρησιμοποιεί εδώ το αγαπώ αντί για το φιλώ είτε διότι πρόκειται για την αγάπη του Ιησού προς τις δύο αδελφές είτε μάλλον διότι το αγαπώ ως ευγενέστερος όρος αρμόζει περισσότερο στην γραφίδα του ευαγγελιστή, ενώ η έκφραση της τρυφερότητας με το φιλώ (στο σ. 3) άρμοζε περισσότερο στο στόμα των δύο γυναικών (g).
(3)  Μπαίνει πρώτη εδώ, όπως και στο σ. 19, από όπου βγήκε το συμπέρασμα, ότι ήταν και η μεγαλύτερη σε ηλικία. Ο Λάζαρος τρίτος, από το οποίο και θεωρήθηκε ως το νεώτερο μέλος της οικογένειας.
(4)  «Ο ένας από τη μία ήταν ασθενής, οι άλλες από την άλλη ήταν θλιμμένες, όλοι αγαπημένοι. Αλλά αυτός που τους αγαπά ήταν ταυτόχρονα ο Σωτήρας του ασθενή ή μάλλον αυτός που ανάστησε τον νεκρό και ο παρήγορος των θλιμμένων» (Αυ).

6 Ὡς οὖν(1) ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε(2) μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ(3) δύο ἡμέρας(4)·
6 Κι όμως, όταν έμαθε πως είναι άρρωστος, έμεινε στον τόπο όπου βρισκόταν δυο μέρες ακόμα.
(1)  Συνδέεται ή με το ηγάπα=Ο Ιησούς αγαπούσε την Μάρθα, την Μαρία και τον Λάζαρο. Όταν λοιπόν έμαθε… έμεινε μεν δύο ημέρες, αλλά στη συνέχεια είπε· Ας πάμε (g). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, συνδέεται με τον σ. 4=Επειδή είχε πεποίθηση, ότι η ασθένειά του δεν ήταν προς θάνατον, δεν έσπευσε λοιπόν να αναχωρήσει (β).
(2)  Παρόλο που οι άλλοι θα νόμιζαν, ότι συνέτρεχε μέγιστος λόγος βιασύνης (b).
(3)  Αναβάλλει την αναχώρηση. Κινούμενος πάντοτε από την θέληση του Πατέρα περίμενε να λάβει το σύνθημα της αναχώρησης από αυτόν (Meyer).
Ο Πατέρας λοιπόν «ανέβαλε τη άφιξη, έτσι ώστε… αφού πεθάνει να τον αναστήσει· το οποίο είναι απόδειξη μεγαλύτερης δύναμης, ώστε να δοξαστεί και περισσότερο» (Κ).
«Έμεινε, για να ξεψυχήσει (ο Λάζαρος) και να ταφεί, ώστε κανείς να μην μπορεί να λέει ότι τον ανέστησε χωρίς να έχει ακόμη πεθάνει· ότι ήταν νάρκη, ότι ήταν ατονία, ότι ήταν επαναφορά από την κατάσταση αυτή και όχι θάνατος» (Χ).
Εάν ο Κύριος ερχόταν αμέσως στη Βηθανία και θεράπευε τον Λάζαρο, δεν θα έπραττε κάτι περισσότερο από εκείνο, το οποίο είχε επιτελέσει σε πολλούς. Εάν πάλι ανέσταινε αυτόν αμέσως κατά την ίδια ημέρα του θανάτου του, δεν θα έπραττε κάτι περισσότερο από εκείνο, το οποίο έπραξε και για μερικούς άλλους. Αναβάλλοντας όμως την άφιξή του στη Βηθανία, θα ενεργούσε θαύμα μοναδικό, το οποίο σε κανέναν άλλον μέχρι τότε δεν είχε κάνει. Μη λησμονούμε λοιπόν, ότι ο Θεός αναβάλλοντας να μας εισακούσει, πράττει αυτό όχι διότι παραμένει κουφός ή αδιάφορος στις αιτήσεις μας, αλλά διότι έχει καλύτερους σκοπούς για εμάς και αποβλέπει σε μεγαλύτερη ωφέλειά μας και σε πλουσιότερη έκχυση των χαρίτων του προς εμάς.
(4)  Εάν ληφθεί υπ’ όψη ότι το διάστημα από Βηθανία ή Βηθαβαρά πέρα από τον Ιορδάνη (Ιω. α 28) μέχρι τη Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα απαιτούσε πεζοπορία 8 περίπου ωρών, ο Κύριος ξεκινώντας από την Περαία την μία ημέρα, εφόσον δεν εμποδίστηκε στο δρόμο, θα έφθασε μπροστά στον τάφο του Λαζάρου την επομένη. Εφόσον λοιπόν ο Λάζαρος ήταν τετραήμερος στον τάφο, μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι ο Λάζαρος ξεψύχησε και ετάφη την ημέρα που οι απεσταλμένοι έφεραν προς τον Ιησού το μήνυμα των δύο αδελφών.

7 ἔπειτα(1) μετὰ τοῦτο(1) λέγει τοῖς μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν(2) πάλιν(3).
7 Έπειτα, αφού πέρασαν αυτές οι δυο μέρες, λέει στους μαθητές: «Ας ξαναγυρίσουμε στην Ιουδαία».
(1)  Δεν είναι πλεονασμός, αλλά δείχνει, πόσο η αναμονή αυτή φάνηκε μακρά και στις δύο αδελφές και στον ίδιο τον Ιησού (g). Το μετὰ τοῦτο υπονοεί ένα σύντομο διάλειμμα (β)· μετά την αναβολή των δύο ημερών (b).
(2)  Υπαινίσσεται τον κίνδυνο, τον οποίο διέτρεχε στη χώρα αυτή. Έτσι προκαλεί την εκ μέρους των μαθητών εκδήλωση του φόβου, ο οποίος κυρίευε το βάθος της καρδιάς τους και τον οποίο ο Χριστός ήθελε να υπερνικήσει πριν αναχωρήσουν. «Προλέγει αυτό, και για να ελέγξει την από απιστία δειλία τους και έτσι ώστε, μαθαίνοντάς το από πριν, να μην ταραχθούν απότομα τότε με το απροσδόκητο της διαταγής» (Ζ), και «οδηγούμενοι ξαφνικά σε χώρα, την οποία φοβούνταν» (Θφ). Ο Ιησούς σιγά-σιγά ανύψωνε την πίστη των μαθητών, ώστε να ξεκινήσουν για την Ιουδαία άφοβα και έτσι να δουν το μέγιστο των θαυμάτων (b). Το ξεκίνημα για επιστροφή στην Ιουδαία αποτελεί δοκιμασία για τους μαθητές. Αλλά ο Χριστός δεν λέει Πηγαίνετε στην Ιουδαία και εγώ θα μείνω εδώ. Όχι. Αλλά τι λέει; Ας πάμε στην Ιουδαία. Μη λησμονούμε λοιπόν, ότι ο Χριστός ουδέποτε ωθεί τον λαό του σε κίνδυνο, αλλά πάντοτε βρίσκεται δίπλα του και συνοδεύει αυτόν και όταν βαδίζει ανάμεσα στην κοιλάδα του κλαυθμώνος.
(3)  Και αυτό υπενθυμίζει τους κινδύνους, τους οποίους τελευταία είχαν διατρέξει στην Ιερουσαλήμ. «Ας πάμε στην Ιουδαία πάλι, από όπου είχε αναχωρήσει αποφεύγοντας τον λιθοβολισμό. Διότι αναχώρησε ως άνθρωπος· αλλά επέστρεφε, για να δείξει τη δύναμή του» (Αυ). Ερχόταν σε στιγμή, κατά την οποία η θλίψη των δύο αδελφών στη Βηθανία είχε κορυφωθεί και είχαν αυτές δοκιμάσει τον σκληρό αποχωρισμό από τον αδελφό τους. Ο Χριστός σηκώνεται για βοήθεια του λαού του, όταν φτάσει ο καιρός να δείξει σε αυτόν τις εύνοιές του. Και συχνά ο χρόνος τον οποίο εμείς θεωρούμε ως χειρότερο, αυτός είναι για την επέμβαση της θείας προστασίας ο καταλληλότερος. Όταν «χάθηκε η ελπίδα μας, φωνάξαμε», τότε «λέει ο Κύριος θα σας βγάλω από τους τάφους σας και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος, με το να ανοίξω τους τάφους σας και να βγάλω από τους τάφους το λαό μου» (Ιεζ. λζ 11,13). Στην άβυσσο της θλίψης, ας διώχνουμε μακριά τα νέφη της απόγνωσης, ενθυμούμενοι ότι οι κίνδυνοι και οι έσχατες δυσκολίες του ανθρώπου είναι κατάλληλοι καιροί για την προστατευτική επέμβαση του Κυρίου.

8 Λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· ραββί(1), νῦν(2) ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱἸουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις(3) ἐκεῖ(4);
8 Του λένε τότε οι μαθητές: «Διδάσκαλε, μόλις τώρα οι Ιουδαίοι ζητούσαν να σε λιθοβολήσουν, κι εσύ θες να πας πάλι εκεί;»
(1)  Δες α 38.
(2)  «Με την έννοια του πριν λίγο» (Ζ). Αναφέρονται στην περίπτωση που εξιστορείται στο ι 31,39.
(3)  Για την χρήση του υπάγω στον Ιωάννη δες ζ 38.
(4)  Οι μαθητές «φοβόντουσαν μεν και για αυτόν, αλλά περισσότερο, μάλλον για τους εαυτούς τους· διότι δεν ήταν ακόμα ολοκληρωμένοι» (Χ). Όταν τα ιδιωτικά μας συμφέροντα συμπίπτουν με τα κοινά συμφέροντα, είμαστε έτοιμοι να επιδείξουμε περίσσιο ζήλο φαινομενικά μεν για τη δόξα του Κυρίου και για προαγωγή των κοινωνικών συμφερόντων και του γενικού καλού, στην πραγματικότητα όμως διότι προσπαθούμε να υπερασπίσουμε την ευμάρεια και την ασφάλειά μας. Είναι λοιπόν αναγκαίο στις περιστάσεις αυτές να διακρίνουμε καλά τα βαθύτερα ελατήριά μας.

9 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας(1); Ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει(2), ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει(3)·
9 Ο Ιησούς αποκρίθηκε: «Δώδεκα ώρες δεν έχει η μέρα; Αν περπατάει κανείς τη μέρα δε σκοντάφτει, γιατί βλέπει το φως αυτού του κόσμου.
(1)  Ή, το όλο στάδιο της ζωής, σε όλα του τα μέρη, συγκρίνεται με ημέρα. Το στάδιο της ζωής του Ιησού ήταν ήδη προχωρημένο· βρισκόταν σε ώρα προχωρημένη της ημέρας του. Αλλά οπωσδήποτε ήταν ακόμη ημέρα (b). Η έννοια της ερώτησης και του όλου στίχου: Μπορώ να μεταβώ άφοβα στην Ιουδαία, όπου το καθήκον με καλεί. Οι 12 ώρες οι οποίες μου παραχωρήθηκαν από τον Πατέρα μου για την εκπλήρωση του έργου μου, δεν συμπληρώθηκαν ακόμη. Οι Ιουδαίοι δεν μπορούν να μου αφαιρέσουν ούτε ένα δευτερόλεπτο από τον χρόνο αυτόν. Για όσο ο ήλιος του θείου θελήματος φωτίζει τον δρόμο μου, δεν διατρέχω κανέναν κίνδυνο (g).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, ημέρα εδώ εννοεί «το φως της αρετής» (Ζ). Η έννοια λοιπόν του όλου σ.: «όπως ακριβώς εάν κάποιος περπατά σε κάθε μία από τις δώδεκα ώρες της ημέρας, δεν σκοντάφτει… έτσι και εάν κάποιος περπατά στο φως της αρετής, δεν σκοντάφτει σε κίνδυνο, διότι βλέπει το φως της αρετής και οδηγείται» (Ζ). «Αυτός που δεν συναισθάνεται για τον εαυτό του τίποτα το πονηρό δεν θα πάθει τίποτα κακό, αυτός όμως που πράττει τα κακά, θα πάθει. Επομένως εμείς δεν πρέπει να φοβόμαστε διότι τίποτα άξιο θανάτου δεν πράξαμε» (Χ).
(2)   Όπως ο άνθρωπος ο οποίος απολαμβάνει το φως της ημέρας, περπατά άφοβα και με ασφάλεια, έτσι και ο Κύριός μας διαβεβαιώνει, ότι μπορεί να επισκεφτεί την Ιουδαία με ασφάλεια, για όσο διαρκεί ο προδιαγεγραμμένος χρόνος της αποστολής του (ο).
(3)   Που εκπέμπεται από τον ήλιο. Υπαινίσσεται την πρόνοια του Πατέρα ως προς τον Ιησού και την πρόνοια του Χριστού ως προς τους πιστούς (b). Η έννοια είναι ότι ο Ιησούς θα απολαύσει την προστατευτική φροντίδα του Πατέρα του, εφόσον ακολουθεί την οδό του καθήκοντος, και όταν ακόμη η οδός αυτή τον φέρνει ανάμεσα στους πιο κακεντρεχείς εχθρούς του (ο). Κάτω από την γραμματική έννοια αυτών των λόγων κρύβεται μία μυστική έννοια. Είναι γραμματικά αλήθεια, ότι ο άνθρωπος βαδίζοντας κατά τη διάρκεια της ημέρας δεν σκοντάφτει, διότι βλέπει το φως του κόσμου αυτού, δηλαδή τον ήλιο. Αλλά ο Ιησούς μίλησε για τον εαυτό του ως φως του κόσμου (η 12) και υπαινίσσεται εδώ, ότι αυτός που περπατά στο φως του Χριστού δεν διατρέχει κάποιο κίνδυνο (β). «Αυτός που βλέπει το φως αυτού του κόσμου, είναι σε ασφάλεια. Αν όμως αυτός που βλέπει το φως αυτού του κόσμου, πολύ περισσότερο αυτός που είναι μαζί μου, εάν δεν απομακρύνει τον εαυτό του από εμένα» (Χ).
Οι μαθητές δεν έπρεπε να φοβούνται μεταβαίνοντας στην Ιουδαία μαζί με τον διδάσκαλό τους, διότι πρώτον είχε ακόμη καιρό δράσης προτού να φτάσει ο προσδιορισμένος χρόνος του πάθους του, και δεύτερον το να είναι κάποιος μαζί με το Χριστό ισοδυναμεί με το να είναι πάντοτε στο φως (τ). Εάν κάποιος περπατά μακριά από αυτόν σκοντάφτει όπως και στη νύχτα, διότι δεν έχει μέσα του φως (χ). Η ζωή του ανθρώπου είναι ημέρα που διαιρείται σε διάφορες ηλικίες, περιόδους και εποχές, σαν σε ώρες μακρύτερες ή συντομότερες κατά τον καθορισμό της αγαθής και σοφής πρόνοιας του Θεού. Η αλήθεια αυτή πρέπει να καθιστά εμάς πολύ επιμελείς και ακούραστους ως προς την επιτέλεση του έργου της ζωής μας. Εάν 12 είναι οι ώρες της ημέρας της ζωής μας, κάθε μία από αυτές πρέπει να γεμίζει με την επιτέλεση των καθηκόντων μας και καμία από αυτές δεν πρέπει να κατασπαταλάται. Επί πλέον εάν η διάρκεια της ζωής μας είναι καθορισμένη από την πρόνοια του Θεού, μην καταπτοούμαστε από τους κινδύνους και τα φόβητρά τους. Η ημέρα της ζωής μας θα παραταθεί έως ότου το έργο για το οποίο σταλθήκαμε εκπληρωθεί και η μαρτυρία μας επιτελεσθεί.

10 ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει(1), ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ(2).
10 Αν όμως περπατάει κανείς τη νύχτα, σκοντάφτει, γιατί, βέβαια, το φως δεν είναι μέσα του».
(1)  Ή, εκφράζεται εδώ σαφέστατα η μυστική έννοια (β)=αυτός που δεν περπατά στο φως του Υιού του Θεού, αλλά στο σκοτάδι, σκοντάφτει. Για όσο λοιπόν ο Χριστός είναι στον κόσμο (θ 5) οι μαθητές πρέπει να ακολουθούν αυτόν και όταν ακόμη βαδίζει προς τον κίνδυνο και τον θάνατο (χ).
Ή, με τη φράση «περπατά στη νύχτα» εδώ εννοεί την αυθαίρετη και παρά το θέλημα του Πατέρα απόπειρα για παράταση της ζωής του=Ο κίνδυνος του να σκοντάψω και να πέσω αρχίζει για εμένα, από τη στιγμή που, αποφεύγοντας από δειλία κάποιον προβλεπόμενο κίνδυνο, θα ήθελα να παρατείνω αυθαίρετα τον χρόνο της ζωής μου και να προσθέσω και μία άλλη, 13η ώρα στις 12 ώρες οι οποίες μου έχουν οριστεί. Ο ήλιος πλέον της θείας θέλησης δεν θα φώτιζε την πορεία μου (g). Και οι δύο ερμηνείες σοβαρές. Εάν κάποιος περπατά κατά την οδό της καρδιάς του και κατά την όψη των ματιών του και κατά την πορεία του κόσμου αυτού, εάν συμβουλεύεται τους σαρκικούς λογισμούς του μάλλον παρά το θέλημα και τη δόξα του Θεού, πέφτει σε πειρασμούς και παγίδες, τρέμει σαν σειόμενο φύλλο δένδρου και φεύγει χωρίς κανείς να τον διώκει.
(2)  Οι λόγοι του Κυρίου στους δύο αυτούς σ. είναι αντίστοιχοι με αυτούς στο θ 4. Μόνο, όπως παρατηρεί σωστά ο Lange, εκεί ήταν απόγευμα και ο Ιησούς έβλεπε τον ήλιο να δύει. Για αυτό και έλεγε: Δεν πρέπει να χάνω ούτε στιγμή, από όσες μου απομένουν για να φωτίζω τον κόσμο. Εδώ ήταν πρωί. Για αυτό παρατηρεί: Ο χρόνος, ο οποίος μου ορίστηκε, είναι αρκετός για να τελειώσω το έργο μου. Δεν πρέπει από δειλία να ζητήσω να προσθέσω κάποια ώρα στην ημέρα της εργασίας, η οποία από το Θεό μου καθορίστηκε (g).

11 Ταῦτα εἶπε(1), καὶ μετὰ τοῦτο(2) λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν(3) κεκοίμηται(4)· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω(5) αὐτόν.
11 Αυτά είπε, κι αμέσως ύστερα τους λέει: «Ο Λάζαρος ο φίλος μας κοιμήθηκε, πηγαίνω όμως να τον ξυπνήσω».
(1)  Με αυτό δηλώνεται, ότι τα λεγόμενα εφαρμόστηκαν στην παρούσα περίσταση. Η εφαρμογή αυτή βρίσκεται στα λόγια «αλλά πορεύομαι για να τον ξυπνήσω» (g). «Αφού έδωσε θάρρος σε αυτούς, προσθέτει στη συνέχεια και την αναγκαία αιτία της εκεί άφιξης και δείχνοντας ότι δεν πρόκειται να πάνε στα Ιεροσόλυμα, αλλά στη Βηθανία» (Χ). «Πρέπει να τρέξουμε στη σωτηρία του φίλου, παραβλέποντας τις κακές διαθέσεις των Ιουδαίων» (Κ).
(2)  Κάποιο διάλειμμα μεσολάβησε ανάμεσα στα λεγόμενα στους σ. 8-20 και σε αυτά στο σ. 11 (β,ο).
(3)  «Αξιόλογη αιτία με τραβά στην Ιερουσαλήμ· το ότι δηλαδή ο φίλος μας έχει κοιμηθεί» (Κ). «Δεν πηγαίνω για τα ίδια, για να συζητήσω δηλαδή πάλι και να συγκρουστώ με τους Ιουδαίους, αλλά για να ξυπνήσω το φίλο μου» (Χ). Κάνει έκκληση στα αισθήματα της φιλίας τους με το Λάζαρο (g). Διότι ο Λάζαρος ήταν φίλος των μαθητών, όπως και του διδασκάλου. Και υπαινίσσεται ότι εάν ο Ιησούς αναλάμβανε τον κίνδυνο του ταξιδιού στα Ιεροσόλυμα, έπρεπε και αυτοί να είναι έτοιμοι για αυτό (β). «Για αυτό είπε «ο φίλος μας», για να δείξει αναγκαία την παρουσία» (Χ). Υπάρχει συνθήκη φιλίας μεταξύ του Χριστού και των πιστών και κοινωνία αγάπης και δεσμοί εγκάρδιοι, τους οποίους ο Κύριος αναγνωρίζει χωρίς να ντρέπεται αυτούς. Εκείνους όμως τους οποίους ο Χριστός ευαρεστείται να αναγνωρίζει φίλους του, όλοι οι μαθητές του αναγνωρίζουν αυτούς και ως δικούς τους φίλους. Ο Χριστός μιλά εδώ στους μαθητές του για τον Λάζαρο σαν για κοινό φίλο. Αυτού του είδους την φιλία ούτε ο θάνατος ο ίδιος δεν είναι ικανός να την διαλύσει. Ο Λάζαρος έχει κοιμηθεί λέει ο Κύριος· και όμως πηγαίνω για να ξυπνήσω αυτόν.
(4)  Κανείς δεν είχε αναγγείλει το θάνατο του Λαζάρου. Και όμως ο Ιησούς γνώριζε αυτόν (b) υπερφυσικά. Ο θάνατος ονομάζεται με πιο όμορφο τρόπο ύπνος τόσο στην Π.Δ. (Δευτ. λα 16, Β΄Βασ. ζ 12,Γ Βασ. α 21,Ιώβ γ 13,ιδ 12,κα 13,26,Ιεζ. λβ 20,21,28, όπως και στη συνηθισμένη φράση «κοιμήθηκε μαζί με τους πατέρες του»), όσο και στην Κ.Δ. (Μάτθ. κζ 52,Πράξ. ζ 60,ιγ 36,Α΄Κορ. ζ 39,ια 30,ιε 6,20,51,Β΄Πέτρ. γ 4 κλπ). Αλλά και στους μη Ιουδαίους συγγραφείς. Παρόλο όμως που η χρήση αυτή της λέξης δεν αποτελεί πρωτοτυπία του Χριστιανισμού ή και του Ιουδαϊσμού, όμως έγινε συχνότατη κατά τους χριστιανικούς χρόνους (β). «Διότι όντως ο πρόσκαιρός μας θάνατος του σώματος είναι ύπνος για το Θεό και τίποτα άλλο, ο οποίος καταργείται με ένα απλό και μόνο νεύμα… του Χριστού» (Κ). Εάν όντως ο θάνατος ονομάζεται ύπνος για τους πιστούς λόγω της επιβίωσης της ψυχής και της ανάστασης του σώματος στο μέλλον, πολύ περισσότερο θα μπορούσε να αποκληθεί έτσι στην παρούσα περίπτωση (F). «Ό,τι ο Κύριος είπε ήταν αληθινό. Για τις αδελφές του ο Λάζαρος ήταν νεκρός. Για τον Κύριο κοιμόταν. Ήταν νεκρός για τους ανθρώπους οι οποίοι δεν μπορούσαν να τον αναστήσουν· αλλά ο Κύριος ανέστησε αυτόν με τόση ευκολία από τον τάφο, με όση σηκώνεται από το κρεβάτι του ένας που κοιμάται» (Αυ).
Ο θάνατος για κάθε γνήσιο Χριστιανό είναι ύπνος. Αναπαύεται αυτός από τους κόπους της περασμένης ημέρας και παίρνει δυνάμεις για την επόμενη αιώνια και ανέσπερη ημέρα. Ο τάφος λοιπόν, ο οποίος για τους πονηρούς είναι φυλακή στην οποία φυλάσσονται για την ημέρα της εκτέλεσής τους, για τους δίκαιους είναι κρεβάτι ανάπαυσης ύπνου ήσυχου και ειρηνικού. Παρόλο που στον τάφο το σώμα φθείρεται, θα αναστηθεί κατά το πρωινό της ένδοξης ημέρας σώο και άφθαρτο, σαν να μην είχε ποτέ υποστεί την παραμικρή φθορά. Ο φίλος σας έχει κοιμηθεί, λέει και σε εμάς ο Κύριος για τους αγαπημένους μας που έφυγαν. Και δεν είναι δυνατόν ποτέ ο Κύριος να μας αποπλανά. Έχει κοιμηθεί ο γιος σας, ο πατέρας σας, η μητέρα σας, ο αδελφός σας. Έχει κοιμηθεί. Και ο μόχθος του τελείωσε, οι πόνοι του έλαβαν τέλος, οι λύπες του σταμάτησαν. Είναι πλέον μακριά από τις αθλιότητες του παρόντος αμαρτωλού κόσμου. Και πορεύομαι για να τον ξυπνήσω. Ναι· έρχεται. Και είναι πολύ κοντά. Χίλια έτη στα μάτια του Κυρίου είναι σαν η μέρα η χθεσινή. Και το διάστημα μεταξύ του τάφου και της ανάστασης των αγαπημένων μας, οσοδήποτε μακρό και αν φαίνεται σε εμάς, οι οποίοι μετά από λίγο θα τους συναντήσουμε, είναι απαλλαγμένο για του εν Κυρίω κεκοιμημένους από κάθε αγωνιώδη αναμονή και ελπίδα που για πολύ αναβάλλεται. Ζουν αυτοί στο φως. Και ο Κύριος εντός ολίγου θα τους αναστήσει.
(5)  «Υποδηλώνει την ευκολία της ανάστασης» (Ζ).

12 Εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται(1), σωθήσεται(2).
12 Του είπαν τότε οι μαθητές: «Κύριε, αν κοιμήθηκε, θα γίνει καλά».
(1)  Έχουν ήδη υπ’ όψη την βεβαίωση του Ιησού στο σ. 4, ότι αυτή η ασθένεια δεν είναι προς θάνατον. Ακούγοντας λοιπόν τώρα ότι ο Λάζαρος έχει κοιμηθεί, «μη κατανοώντας την δύναμη του λόγου, νόμισαν ότι ο Ιησούς μιλούσε για κοίμηση ύπνου, το οποίο πολλές φορές συμβαίνει στους αρρώστους και φέρνει ξεκούραση» (Κ), και «είναι για τους ασθενείς συνήθως σημάδι ανάρρωσης» (Αυ).
(2)  Θα θεραπευτεί από μόνος του χωρίς την παρέμβασή σου. «Αυτό δεν το είπαν άσκοπα, αλλά επειδή ήθελαν να εμποδίσουν την εκεί παρουσία. Λες, λένε, ότι κοιμάται; Επομένως δεν είναι επείγον το να πας εκεί» (Χ). Για την χρήση του σώζω στην περίπτωση ανάκτησης της υγείας δες Ιω. γ 17 (β).

13 Εἰρήκει δὲ ὁ Ἰησοῦς(1) περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως(2) τοῦ ὕπνου λέγει.
13 Ο Ιησούς όμως είχε μιλήσει για το θάνατό του, ενώ εκείνοι νόμισαν πως μιλάει για το συνηθισμένο ύπνο.
(1)  Παρενθετική επεξήγηση από εκείνες, οι οποίες συνήθως χρησιμοποιούνται στο δ΄ευαγγέλιο. Ο συγγραφέας εφιστά την προσοχή στην παρανόηση των μαθητών, οι οποίοι νόμισαν, ότι ο Ιησούς χρησιμοποίησε τη λέξη κοιμάμαι για τον φυσικό ύπνο, ενώ στην πραγματικότητα χρησιμοποίησε αυτήν για το θάνατο (β).
(2)  Όρος γενικότερος, που καθορίζεται ειδικότερα με την ακόλουθη λέξη: «ύπνος» (g). Λέξη από αυτές που λέγονται μοναδική φορά στην Κ.Δ.. Στους Ο΄ συναντιέται κατ’ ευφημισμό για δήλωση του ύπνου του θανάτου στο Σοφ. Σειράχ μστ 19, μη 13 και πουθενά αλλού με οποιαδήποτε έννοια (β).

14 Τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς παρρησίᾳ(1)· Λάζαρος ἀπέθανε(2),
14 Τότε λοιπόν ο Ιησούς τους μίλησε καθαρά: «Ο Λάζαρος πέθανε», τους λέει,
(1) = «Φανερά» (Ζ)· «το φανέρωσε καθαρότερα λέγοντας ότι πέθανε» (Κ). Μιλά τώρα με σαφήνεια και όχι αινιγματικά. Για αυτήν την έννοια της λέξης παρρησία δες ζ 4 και ιστ 25.
(2) Πρόκειται για γνώση την οποία ο Ιησούς δεν ήταν δυνατόν να έχει από ανθρώπινη πηγή, αλλά έλαβε αυτήν υπερφυσικά αντλώντας αυτήν από την παντογνωσία της θείας φύσης μέσα του. Ως τέτοια η γνώση αυτή ήταν κατάλληλη για να εμπνεύσει στους μαθητές θαυμασμό και φόβο (ο). Ο Χριστός λαμβάνει γνώση του θανάτου των αγίων του, διότι «είναι τίμιος στα μάτια του Κυρίου ο θάνατος των οσίων του» (Ψαλμ. ριε 6). Ασφαλώς λοιπόν δεν ευαρεστείται ο Κύριος, εάν και εμείς δεν θεωρούμε ως τίμιο και ένδοξο και ως θριαμβευτική έξοδο από τον κόσμο αυτόν τον θάνατο των εκλεκτών του, αλλά θλιβόμαστε υπερβολικά για αυτόν.

15 καὶ χαίρω δι’ ὑμᾶς(1), ἵνα πιστεύσητε(2), ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ(3)· ἀλλ’ ἄγωμεν(4) πρὸς αὐτόν(5).
15 «και χαίρομαι για σας, για να πιστέψετε, επειδή δεν ήμουν εκεί όταν πέθανε· ας πάμε όμως κοντά του».
(1)  Επεξηγείται από το «για να πιστέψετε». Παρόλο που ο φίλος του Λάζαρος ήταν νεκρός και οι αδελφές του βρίσκονταν σε θλίψη, ο Ιησούς χαίρεται, διότι είχε πεποίθηση όχι μόνο ότι ο Λάζαρος θα ανακαλούνταν στη ζωή, αλλά και διότι το θαύμα αυτό της ανάστασης του Λαζάρου θα αύξανε την πίστη των μαθητών του (β).
(2)  «Λέει για τον εαυτό του ότι χαίρεται, όχι λόγω φιλοδοξίας, επειδή επρόκειτο να κάνει θαύμα, αλλά διότι αυτό επρόκειτο να γίνει αιτία στο να πιστέψουν οι μαθητές» (Κ).
«Για να πιστέψετε περισσότερο, όταν δείτε αυτόν να ανασταίνεται» (Ζ). Το ««για να πιστέψετε» πρέπει να θεωρήσουμε ότι σημαίνει: για να γίνει η πίστη σας τελειότερη και ισχυρότερη» (Αυ). «Για να σταθεροποιηθείτε στην πίστη» (Ω).
«Θα στηριχτείτε περισσότερο στην πίστη σε εμένα, όταν με δείτε να μπορώ και αυτό το οποίο δεν είχα επιδείξει πιο πριν, να αναστήσω δηλαδή νεκρό στον οποίο έχει ήδη αρχίσει η αποσύνθεση και βρωμάει» (Θφ). Οι μαθητές πίστευαν ήδη, διότι αλλιώς δεν θα ήταν μαθητές. Αλλά η πίστη τους αύξανε και οι 12 αισθάνονταν τώρα, ότι αυτή ήταν επιδεκτική αύξησης. Δες Λουκ. ιζ 5 (β). Στην αύξηση λοιπόν αυτήν της πίστης κάθε νέος βαθμός που αποκτιέται κάνει αισθητό στον πιστό τον προηγούμενο βαθμό ως κατάσταση απιστίας (g).
«Και όταν μεν έλεγε: Έχει κοιμηθεί, λέει Πορεύομαι για να τον ξυπνήσω, όταν όμως είπε: Πέθανε, δεν πρόσθεσε πλέον Πορεύομαι για να τον αναστήσω· διότι δεν ήθελε να προαναγγείλει με τα λόγια, αυτά που με τα έργα επρόκειτο να βεβαιώσει, διδάσκοντάς μας παντού να μην κενοδοξούμε» (Χ).
(3)  «Το να πει «διότι δεν ήμουν εκεί», φανερώνει το εξής: αν ήμουν εκεί, δεν επρόκειτο να πεθάνει, διότι θα τον σπλαχνιζόμουν και λίγο άρρωστος που θα ήταν· τώρα όπως που εγώ απουσιάζω συνέβη ο θάνατος, έτσι ώστε αφού τον αναστήσω, να προξενήσω σε εσάς μεγάλη ωφέλεια με την πίστη σε εμένα» Κ). Όταν συμφορές, που προκαλούν δάκρυα και θρήνους, πέφτουν πάνω μας, ας μη νομίζουμε, ότι αυτές μας συνέβησαν, διότι ο Κύριος δεν είναι μαζί μας. Η πρόνοια του Θεού δεν είναι ξένη με αυτές. Υποκρύπτεται σε αυτές το θέλημα του Θεού, «ο οποίος προβλέπει για εμάς κάτι καλύτερο». Ας τις δεχόμαστε ότι προέρχονται από την αγάπη του και ας υπομένουμε αυτές σκεφτόμενοι ότι ετοιμάζουν κάτι καλύτερο για εμάς, από όσο εάν ήμασταν απαλλαγμένοι από αυτές. Οι φίλοι του Ιησού καταλήγουν σε ευλογημένο τέρμα σε όλες τις θλίψεις τους. Ειρήνευε λοιπόν εν Κυρίω και περίμενε αυτόν, βέβαιος ότι θα έλθει ημέρα, κατά την οποία θα πεις και εσύ: Ο Κύριος ήταν πάντοτε μαζί μου και με έβγαλε σε αναψυχή.
(4)  «Για να μην φανούμε αφιλόστοργοι» (Ζ). Με αυτό ζητά να νικήσει τελείως και το τελευταίο λείψανο αντίρρησής τους (g). «Το «δεν ήμουν» και το «ας πάμε» και τα παρόμοια, τα λέει ως άνθρωπος» (Ζ).
(5)  Ή, στον τόπο όπου βρίσκεται νεκρός (b). Ή, πιο σωστά «Το «ας πάμε προς αυτόν» το λέει σαν να πρόκειται για ζωντανό· διότι ζουν για αυτόν, ως Θεός που είναι, οι νεκροί, επειδή πρόκειται να ζήσουν» (Κ), και πολύ περισσότερο ο Λάζαρος, του οποίου η ανάσταση πλησίαζε. Δεν λέει: Ας πάμε προς τις αδελφές του Λαζάρου, για να παρηγορήσουμε αυτές, αλλά Ας πάμε προς αυτόν. Διότι ο Χριστός μπορεί «στους νεκρούς να κάνει θαυμάσια». Ο θάνατος ο οποίος χωρίζει εμάς από όλους τους άλλους φίλους μας, δεν μπορεί να χωρίσει εμάς από την αγάπη και την δύναμη του Χριστού, ούτε να μας απομακρύνει από αυτόν ώστε να μην φθάνει στα αυτιά μας η φωνή της κλήσης του.

16 Εἶπεν οὖν(1) Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος(2) τοῖς συμμαθηταῖς(3)· ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ(4).
16 Τότε ο Θωμάς, που λεγόταν Δίδυμος, είπε στους άλλους μαθητές: «Πάμε κι εμείς, να πεθάνουμε μαζί του».
(1)  Σε συνέχεια της προτροπής του Ιησού «ας πάμε σε αυτόν», είπε ο Θωμάς.
(2)  Το όνομα Θωμάς είναι αραμαϊκό και εβραϊκό και μεταφραζόμενο στην ελληνική σημαίνει Δίδυμος. Ίσως δόθηκε σε αυτόν το όνομα αυτό «διότι γεννήθηκε την ίδια ώρα μαζί με αδελφό» (Ζ). Τρεις φορές στον Ιωάννη (δες και κ 24,κα 2) προστίθεται στο όνομα Θωμάς η φράση ο λεγόμενος Δίδυμος, ονομασία που δεν συναντιέται στους Συνοπτικούς. Αυτό υπαινίσσεται (δες δ 25) ότι ο απόστολος αποκαλούνταν Δίδυμος στους κύκλους των Ελλήνων· διότι, εάν ο Ιωάννης είχε την πρόθεση μόνο να ερμηνεύσει το όνομα Θωμάς, θα έλεγε πιθανότερα «το οποίο ερμηνεύεται Δίδυμος», όπως στο α 42 (β). Κάποιοι από τους νεώτερους ερμηνευτές βλέπουν μέσα στο όνομα Δίδυμος υπαινιγμό για το ότι ο Θωμάς είχε μέσα του δύο ανθρώπους, έναν πιστό και έναν άπιστο, έναν Ιακώβ και έναν Ησαύ! Ήταν άνθρωπος δίψυχος! (g).
(3)  Από τις λέξεις που λέγονται μοναδική φορά στην Κ.Δ. Μάλλον αναφέρεται στους 12 παρά στον ευρύτερο κύκλο των μαθητών, όπως φαίνεται από τα συμφραζόμενα (β).
(4)  «Ο λόγος του Θωμά έχει μεν προθυμία, έχει όμως και δειλία. Και ειπώθηκε μεν από φιλόθεο φρόνημα, αλλά έχει αναμιχτεί με την ολιγοπιστία. Διότι δεν ανέχεται να αφήσουν μόνο τον Ιησού, αλλά πείθει και τους άλλους. Όμως θεωρεί ότι πρόκειται να πάθουν από τους Ιουδαίους… Λέει λοιπόν ότι δεν πρέπει να χωριστούν από τον διδάσκαλο παρόλο που βρίσκεται μπροστά αναμφίβολος κίνδυνος» (Κ).
Ο λόγος αυτός του Θωμά προδίδει περισσότερη αγάπη προς το πρόσωπο του Ιησού παρά πίστη στη σοφία των διαβημάτων του. Να η έννοια: Εάν θέλει να τον φονεύσουν, ας πάμε να φονευτούμε και εμείς μαζί του.
«Θα ήταν μεν καλό, λέει, να πειστεί και να μείνει και να αποφύγει την επιβουλή των εχθρών· αλλά αφού αυτό φάνηκε οπωσδήποτε καλό σε αυτόν, το να πάει δηλαδή, ας πάμε και εμείς μαζί· διότι είναι καλύτερο, αν πεθάνει να συμμετέχουμε στο θάνατο, παρά φροντίζοντας για τη δική μας σωτηρία, να εγκαταλείψουμε τον διδάσκαλο» (Θμ).
Ο Θωμάς, που μιλά εδώ, είναι ακριβώς εκείνος, όπως τον ξαναβρίσκουμε και στο Ιω. ιδ 5 και κ 25. Τόσο εδώ όσο και εκεί τα λόγια του μαρτυρούν πολλή ειλικρίνεια και αποφασιστικότητα, αλλά λίγη διάθεση να υποτάξει το ορατό στο αόρατο. Η συμφωνία αυτή η μη προμελετημένη στο ρόλο προσώπων δευτερευόντων αποτελεί ένα από τα ζωηρά χαρακτηριστικά της αφήγησης του Ιωάννη και μία από τις καλύτερες αποδείξεις για την ιστορική αλήθεια του δ΄ ευαγγελίου (g). «Για να πεθάνουμε μαζί του». Είναι προτιμότερο να πεθάνουμε και να πάμε μαζί με τους εν Χριστώ φίλους μας και αδελφούς μας προς τον κόσμο εκείνο, ο οποίος έχει εμπλουτιστεί από την ομήγυρή τους, η οποία αποτελεί πανηγύρι πρωτοτόκων, παρά να μένουμε πίσω από αυτούς στον κόσμο αυτόν, ο οποίος ολοένα γίνεται για μας φτωχότερος και γυμνότερος με την αναχώρησή τους από αυτόν. Όσο περισσότεροι φίλοι μας φεύγουν για τον κόσμο εκείνον, τόσο ασθενέστεροι γίνονται οι δεσμοί, που μας συνδέουν με τον παρόντα υλικό κόσμο και τόσο περισσότερο έλκονται οι καρδιές μας προς τον ουρανό.

17 Ἐλθὼν(1) οὖν ὁ Ἰησοῦς εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη ἔχοντα(2) ἐν τῷ μνημείῳ.
17 Όταν λοιπόν έφτασε ο Ιησούς, ο Λάζαρος βρισκόταν κιόλας τέσσερις μέρες στο μνήμα.
(1)  Η εκφορά με τη μετοχή προσδίδει εξ’ ολοκλήρου την έμφαση στο ρήμα που ακολουθεί (ο).
(2)  «Για αυτό και λέει το διάστημα των ημερών μετά το θάνατο του Λαζάρου, για να θαυμαστεί ακόμη περισσότερο το θαύμα» (Κ). Για τον υπολογισμό των 4 ημερών δες σ. 6. Οι ο,F, υπολογίζουν τις 4 ημέρες δεχόμενοι, ότι ο Λάζαρος ξεψύχησε αμέσως μετά την αναχώρηση του απεσταλμένου προς τον Ιησού=Μία ημέρα του ταξιδιού του απεσταλμένου, 2 ημέρες διαμονής του Ιησού στον ίδιο τόπο και μία του ταξιδιού του Ιησού. Σύμφωνα με τον μ. η ταφή συνήθως στην Ανατολή γινόταν την ίδια την ημέρα του θανάτου.

18 Ἦν(1) δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν Ἱεροσολύμων(2) ὡς ἀπὸ(3) σταδίων δεκαπέντε(4),
18 Η Βηθανία ήταν κοντά στα Ιεροσόλυμα, σε απόσταση δεκαπέντε περίπου στάδια.
(1)  Από τη χρήση του παρατατικού Ἦν… κάποιοι εξηγητές συμπεραίνουν, ότι την εποχή που έγραφε ο ιερός Ευαγγελιστής, αρκετά μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, είχε υπ’ όψιν και αυτήν εδώ την Βηθανία ως καταστραμμένη επίσης (κ).
(2)  «Από εδώ φαίνεται ότι ήταν λογικό να παραβρίσκονται πολλοί από τα Ιεροσόλυμα» (Χ). «Διότι δεν ήταν πολλή η απόσταση του δρόμου που εμπόδιζε τους αγαπημένους φίλους να είναι μαζί με την Μάρθα και τους δικούς της, δηλαδή επειδή το θαύμα έγινε ξακουστό στην Ιερουσαλήμ σε όλους και στα περίχωρα, αναφέρει την αιτία, ότι δηλαδή επειδή ήταν πολλοί εκεί (κατά το θαύμα), όπως ήταν λογικό διαδόθηκε παντού ο λόγος»» (Κ).
(3)  Η απόσταση υπολογίζεται για πρόσωπο που αναχωρεί από τα Ιεροσόλυμα· έτσι εξηγείται η χρήση της πρόθεσης από (g).
(4)  Το στάδιο εξισωνόταν με 185 μέτρα (F). Δεκαπέντε στάδια λοιπόν αποτελούσαν απόσταση 40 περίπου λεπτά της ώρας (g).

19 καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν Ἰουδαίων(1) ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ(2) Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται(3) αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν(4).
19 Πολλοί από τους Ιουδαίους της πόλης είχαν έρθει στη Μάρθα και τη Μαρία, να τις παρηγορήσουν για το θάνατο του αδερφού τους.
(1)  Στον Ιωάννη (δες α 19,ε 10) ο όρος Ιουδαίοι σημαίνει τους εχθρικά διακείμενους προς τον Ιησού (β). Η συνέχεια αποδεικνύει, ότι διατηρεί και εδώ την κακή αυτή έννοια (g).
(2)  Υπάρχει και η γραφή που μαρτυρείται επαρκώς: προς την Μάρθαν και Μαρίαν. Αλλά και η παρούσα γραφή είναι σοβαρή επειδή παρουσιάζει την Μάρθα και την Μαρία να περιβάλλονται από το υπηρετικό προσωπικό του σπιτιού τους. Προϋποθέτει λοιπόν ότι οι δύο αδελφές ήταν κάπως εύπορες (g).
(3)  «Πώς εξηγείται ότι τις παρηγορούσαν ενώ ήταν αγαπημένες του Χριστού, παρόλο που είχαν συμφωνήσει (το Συνέδριο των Ιουδαίων), εάν κάποιος ομολογήσει τον Χριστό να γίνει αποσυνάγωγος; Ή, λόγω της ανάγκης της συμφοράς, ή επειδή τις σέβονταν λόγω τις ευγένειάς τους, ή ήταν παρόντες οι μη πονηροί· διότι πολλοί και από αυτούς πίστεψαν» (Χ). Η οικία της Μάρθας ήταν οικία, όπου κυριαρχούσε ο φόβος του Θεού και όπου οι θείες ευλογίες αναπαύονταν. Παρ’ όλα αυτά να που τώρα είναι οικία πένθους. Η χάρη διώχνει τη θλίψη από τις καρδιές, όχι όμως και από τα σπίτια.
(4)  Δες Α΄ Βασ. λα 13,Α΄Παρ. ι 12, Ιουδ. ιστ 24, όπου γίνεται λόγος για πένθος 7 ημερών για θάνατο όμως βασιλιάδων. Από αυτό συμπέραναν, ότι επικρατούσε γενικώς στους Ιουδαίους η συνήθεια, να τηρείται περίοδος τριήμερου μεν πένθους αυστηρότατου, μετά από το οποίο ακολουθούσε τετραήμερο πένθος λιγότερο αυστηρό, και έπειτα συμπληρωνόταν τριακονθήμερο συνολικά πένθος (Lightfoot στον β). Εάν δεχτούμε τη συνήθεια αυτή ως μαρτυρημένη εξηγείται η συρροή επισκεπτών και κατά την τέταρτη ημέρα από το θάνατο του Λαζάρου.
Όπου υπάρχουν θλιβόμενοι, εκεί πρέπει να συρρέουν και αυτοί που παρηγορούν. Είναι υποχρέωσή μας να κλαίμε με αυτούς που κλαίνε και να παρηγορούμε αυτούς. Όταν βρισκόμαστε κάτω από το βάρος της θλίψης, εύκολα λησμονούμε εκείνα, τα οποία είναι ικανά να μας παρηγορήσουν, και για αυτό έχουμε ανάγκη από εκείνους, οι οποίοι θα μας τα υπενθυμίσουν. Είναι πραγματικό έλεος και αληθινή ευσπλαχνία να έχουμε τέτοιους ανθρώπους όταν βρισκόμαστε σε θλίψη, και είναι καθήκον και υποχρέωσή μας να γινόμαστε και εμείς κομιστές τέτοιας παρηγοριάς σε αυτούς που βρίσκονται σε δοκιμασία.

20 Ἡ οὖν Μάρθα(1) ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ(2)· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο(3).
20 Όταν όμως η Μάρθα έμαθε ότι έρχεται ο Ιησούς, πήγε να τον προϋπαντήσει, ενώ η Μαρία έμεινε στο σπίτι.
(1)  Η Μάρθα είχε ζωηρό και υπηρετικό χαρακτήρα και ήταν αεικίνητη, για αυτό και πρώτη άκουσε… την είδηση της άφιξης του Σωτήρα και έτρεξε μάλλον να τον προϋπαντήσει (δ). «Ακούγοντας αυτή μόνη αυτό, δεν το μοιράστηκε και με την αδελφή» (Ζ).
(2)  Τον συνάντησε έξω από το σπίτι και έξω από τη Βηθανία. Η Μάρθα σπεύδει για συνάντηση του Ιησού ενεργώντας με την δραστηριότητα η οποία διακρίνει τον χαρακτήρα της σύμφωνα με το κατά Λουκάν ευαγγέλιο (χ). Παραβίασε τους τύπους της ευγένειας και άφησε τους επισκέπτες της και μολονότι ήταν θλιμμένη έτρεξε να προϋπαντήσει τον Διδάσκαλο. Όταν ο Κύριος έρχεται με τη χάρη του ή με την πρόνοιά του προς εμάς μέσα από δρόμους ελέους και παρηγοριάς, οφείλουμε να σπεύδουμε και εμείς προς αυτόν με πίστη ελπίδα και αγάπη.
(3)  Η Μαρία που είχε σταθερό βίο και ήρεμο χαρακτήρα καθόταν στο σπίτι (δ), «δεχόμενη τις φροντίδες αυτών που την παρηγορούσαν» (Κ). Πάντως δεν γνώριζε ότι ο Ιησούς ήλθε. Διότι αμέσως μόλις έμαθε αυτό, άφησε τους επισκέπτες και έσπευσε για συνάντηση του Ιησού. Όποιες οι δύο αδελφές μάς περιγράφονται στο Λουκ. ι 38 και εξής, τέτοιες βρίσκονται και εδώ (g). Η Μάρθα ασχολείται και εκεί με τις οικιακές φροντίδες, ενώ η Μαρία κάθεται στα πόδια του Ιησού. Συνολικά λοιπόν η εικόνα της Μαρίας παρουσιάζει κάποια αντίθεση με αυτήν της Μάρθας· «Η Μαρία ήταν πιο συνετή… είχε πιο αισθηματική ψυχή, ενώ η Μάρθα ήταν πιο απλή, ήταν μεν μεθυσμένη από το πάθος (της λύπης), αλλά το υπέμενε πιο γενναία» (Κ).

21 Εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν Ἰησοῦν(1)· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε(2), ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει(3).
21 Είπε τότε η Μάρθα στον Ιησού: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δε θα πέθαινε ο αδερφός μου.
(1)  Με τον ίδιο τρόπο εκφράζεται και η Μαρία στο σ. 32. Από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι τα λόγια αυτά επαναλάμβανε η κάθε μία από τις δύο πριν το θάνατο του αδελφού τους (b), αλλά και κατά τις 4 ημέρες που ακολούθησαν τον θάνατο (F,β).
(2)  Ή, «ελαφρώς τον κατηγορεί εμμέσως, επειδή άργησε και δεν ήλθε αμέσως όταν μπορούσε να βοηθήσει» (Κ). Ή, πιο σωστά, η Μάρθα δεν παραπονιέται, ότι ο Ιησούς άργησε να ξεκινήσει, αλλά μόνο εκφράζει τη θλίψη της, ότι το προς τον Ιησού μήνυμα δεν έφθασε νωρίτερα (τ). Από αυτό συμπεραίνουν κάποιοι από τους νεώτερους ερμηνευτές (g,κ), ότι η Μάρθα είχε υπ όψιν, ότι ο Λάζαρος πέθανε πριν ακόμη το μήνυμα της ασθένειάς του φθάσει στον Ιησού.
(3)  Υπάρχει και η γραφή απέθανε. Ο υπερσυντέλικος=δεν θα ήταν κατά τη στιγμή αυτή βυθισμένος στο θάνατο (g).

22 Ἀλλὰ καὶ νῦν(1) οἶδα(2) ὅτι ὅσα ἂν(3) αἰτήσῃ(4) τὸν Θεόν(5), δώσει σοι ὁ Θεός(5).
22 Ξέρω όμως πως και τώρα, ό,τι κι αν ζητήσεις από το Θεό, αυτός θα σου το δώσει.
(1)  Με έμφαση=Ακόμη και τώρα που ο Λάζαρος έπαυσε να ζει (F). Υπάρχει και η γραφή χωρίς το «αλλά», το οποίο δεν είναι αναγκαίο, αφού το «και» χρησιμοποιείται πολλές φορές από τον Ιωάννη αντιθετικά· δες α 10 (β).
(2)  Η Μάρθα από τη μία είχε σχηματίσει κάποια ελπίδα από τα λόγια του Κυρίου στο σ. 4 «αυτή η ασθένεια δεν είναι προς θάνατον», τα οποία αναμφίβολα διαβιβάστηκαν στη Μάρθα (b), από την άλλη βεβαίως είχε υπόψη την θαυματουργική δράση του Κυρίου και τις νεκραναστάσεις που κατά το παρελθόν συντελέστηκαν από αυτόν, όπως αυτές του γιου της χήρας της Ναΐν και της κόρης του Ιαείρου.
(3)  «Ντρέπεται κατά βάθος να ζητήσει φανερά αυτό που θέλει» (Κ). Η αόριστη έκφραση ὅσα ἂν, υπονοεί ότι το ζητούμενο είναι κάτι εξαιρετικά μεγάλο για να εκφραστεί. Υπάρχει μία συστολή γεμάτη λεπτότητα στην έμμεση αυτή αίτηση (g).
(4)  Ο Ιησούς, όταν μιλά για τον εαυτό του λέει εδεήθην (Λουκ. κβ 32) και ερωτήσω (Ιω. ιδ 16,ιστ 26,ιζ 9,15,20) αλλά ουδέποτε αιτούμαι… το οποίο φαίνεται να είναι λέξη λιγότερο αρμοστή (b) σε Θεό. «Είχε η Μάρθα πίστη στο Χριστό, αλλά όχι όση έπρεπε. Για αυτό και» (Θφ) «σφάλλει όσον αφορά την αλήθεια αφού δεν μιλά σαν σε Θεό, αλλά σαν σε κάποιον από τους αγίους, θεωρώντας ότι, λόγω της σάρκας (ανθρώπινης φύσης) που έβλεπε, όσα τυχόν ζητήσει ως άγιος τα παίρνει από το Θεό» (Κ). «Διότι δεν είπε: Όσα θέλεις θα κάνεις, αλλά όσα ζητήσεις, θα σου τα δώσει» (Θφ). Η Μάρθα με πολύ πόθο εκφράζει πίστη στον Ιησού ως τον Υιό του Θεού (στο σ. 27). Καταλαβαίνει, αμυδρά όμως, ότι ο Ιησούς βρισκόταν σε ειδική σχέση με το Θεό (β).
(5)  Η επανάληψη του «ο Θεός» στο τέλος της πρότασης είναι με έμφαση.

23 Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου(1).
23 «Ο αδερφός σου θ’ αναστηθεί», της λέει ο Ιησούς.
(1)  «Απάντηση διφορούμενη» (Αυ). Ο Ιησούς δεν καθορίζει αμέσως το χρόνο, αλλά δοκιμάζει την πίστη της Μάρθας (b). Τι θέλει να διδάξει αυτήν;
Ή, «σχεδόν την ελέγχει ελαφρώς και λέει: θα αναστηθεί όπως θέλεις, αλλά όχι όπως εσύ νομίζεις· εσύ κάνε την προσευχή, αλλά μη δίνεις εντολή σε εμένα τον θαυματουργό, ο οποίος μπορώ με δική μου δύναμη να αναστήσω το νεκρό» (Κ)· «δεν χρειάζομαι άλλη βοήθεια, όλα από μόνος μου τα κάνω» (Χ). «Δεν είπε σε αυτήν, Ναι θα ζητήσω από το Θεό και θα μου δώσει… αλλά χρησιμοποίησε μία ενδιάμεση μεν λέξη, αλλά με όσα ακολουθούν κάνει φανερότερη την δική του αυθεντία και εξουσία» (Θφ).
Ή, ο Κύριος διαφωτίζει αυτήν πρώτον ως προς την πνευματική και ζωοποιό δύναμή του, η οποία εξασφαλίζει την ανάσταση και τη ζωή των πιστών και απαλλάσσει αυτούς για πάντα και όχι προσωρινά μόνο από τη δύναμη και κυριαρχία του θανάτου (ο). Η γενικότητα της απάντησης συντελεί ώστε η Μάρθα να θεωρήσει αυτήν ότι αναφέρεται στην καθολική ανάσταση. Η πίστη στην ανάσταση των ευσεβών Ισραηλιτών, που διακηρυττόταν ήδη στα Δαν. ιβ 2,Β΄ Μακ. ζ 9,14 και εξής, όπως και στους Ψαλμούς Σολομώντος (γ 16), οι οποίοι συγγράφηκαν γύρω στο 80 π.Χ., ήταν γενικώς διαδεδομένη στους Ισραηλίτες. Καθόλου απίθανο την ίδια φράση να είχαν επαναλάβει στις δύο αδελφές κατά τις 4 τελευταίες ημέρες και πολλοί από αυτούς που τις παρηγορούσαν (g,β). Είναι εξαιρετικά παρήγορο για εμάς, όταν έχουμε αγαπητούς στον τάφο, να θυμόμαστε ότι αυτοί οπωσδήποτε μία ημέρα θα αναστηθούν. Να φέρνεις πάντοτε στη σκέψη σου τον Ιησού να λέει: Οι γονείς σου, το παιδί σου, η σύζυγός σου, ο φίλος σου θα αναστηθούν. Τα ξηρά αυτά οστά θα ζήσουν πάλι.

24 Λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα(1) ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇἐσχάτῃ ἡμέρᾳ(2).
24 «Το ξέρω πως θ’ αναστηθεί, όταν θα γίνει η ανάσταση στην έσχατη ημέρα», του απάντησε η Μάρθα.
(1)  Οι Ιουδαίοι λοιπόν πίστευαν στην ανάσταση (b). «Γνωρίζω αυτό· πιστεύω δηλαδή ότι ανασταίνονται οι νεκροί» (Κ). Δεν εκδηλώνει ολιγοπιστία, αλλά όπως συνήθως και πολλοί θλιμμένοι αδυνατεί να αντλήσει επαρκή άμεση παρηγοριά από την πίστη στην καθολική ανάσταση. Η εσχάτη ημέρα φαίνεται να είναι πολύ μακριά (β). Η πίστη της Μάρθας είναι μεν ισχυρή, δεν έχει όμως ακόμη σε αρκετό βαθμό αντικείμενό της το πρόσωπο του Κυρίου (g).
(2)  Η τελευταία όλων των ημερών, η αμέσως προηγούμενη της εγκαθίδρυσης του ενδόξου αιώνος του Χριστού· δες Ιω. στ 39,44 και ιβ 48 (G).

25 Εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς(1)· ἐγώ εἰμι(2) ἡ ἀνάστασις(3) καὶ ἡ ζωή(4). Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται(5)·
25 Τότε ο Ιησούς της είπε: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή· εκείνος που πιστεύει σ’ εμένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει·
(1)  «Πρώτα μεν λοιπόν είπε με μέτριο τρόπο «θα αναστηθεί ο αδελφός σου», επειδή όμως εκείνη δεν κατάλαβε, αποκαλύπτει λοιπόν την κρυμμένη εξουσία του και ανεβάζει το νου της» (Ζ).
(2)  Στο παρόν και όχι περιορισμένα στο μέλλον. Μην υποθέτεις, Μάρθα, ότι σε παραπέμπω στο απώτερο μέλλον (b).
(3)  Αυτούσιος δηλαδή η ανάσταση και η ζωή, η πλήρης και τέλεια ενσάρκωσή τους, και κατά συνέπειαν και ο μόνος ασφαλής φορέας τους στους ανθρώπους (κ). Εγώ είμαι «η δύναμη της ανάστασης και η πηγή της ζωής, αυτός που ανασταίνει και δίνει ζωή ως Θεός» (Ζ).
(4)  «Ο Κύριος είπε τον εαυτό του ζωή, όχι ζώο. Διότι το μεν ζώο είναι δεκτικό ζωής, η ζωή όμως παρέχει το να ζει κάποιος. Όπως η σοφία και ο σοφός· ο μεν σοφός λαμβάνει, η δε σοφία δίνει» (αμ).
Ή, λέγεται για την μακάρια ζωή μετά την ανάσταση. «Καρπός βεβαίως και τιμή της πίστης στο Χριστό, είναι η αιώνια ζωή… Διότι παρόλο που λόγω του Χριστού ανασταινόμαστε όλοι, αλλά ζωή αληθινή είναι αυτή, το να ζει δηλαδή κάποιος χωρίς τέλος με μακαριότητα· διότι δεν διαφέρει σε τίποτα από θάνατο τα να ζει κάποιος στην κόλαση μόνο» (Κ).
Ή, με την έννοια, με την οποία λέγεται ο Κύριος και στο ε 26. Σύμφωνα με αυτήν, η φράση «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή»=Είμαι η ανάσταση επειδή είμαι η ζωή (Stier). Η ζωοποιός δύναμη του Ιησού, ως ζωής του κόσμου, εξασφαλίζει την τελική ανάσταση, της οποίας είναι η μεγάλη αιτία (ο). Για αυτό και η πνευματική ζωή, την οποία ο Κύριος μεταδίδει στους δικούς του, είναι για αυτούς, εάν έχουν ήδη πεθάνει, εγγύηση και για τη σωματική τους ανάσταση· εάν πάλι είναι τώρα ζωντανοί ανυψώνονται μέσω αυτής πάνω από το παροδικό περιστατικό του φυσικού θανάτου. Αυτή είναι η έννοια των σ. 25 και 26 (g). Και οι δύο ερμηνείες είναι σοβαρές.
(5)  «Και αν πεθάνει τώρα τον εδώ θάνατο, θα ζήσει την εκεί ζωή, την μακάρια» (Ζ). Ή, πιο σωστά, θα ζήσει και με το σώμα (b), αφού θα αναστηθεί εν καιρώ από εμένα.
«Λέγοντας λοιπόν ο Σωτήρας ότι «εάν πεθάνει θα ζήσει», δεν κατάργησε το θάνατο στην τωρινή ζωή· αλλά του επιτρέπει να έχει δύναμη εναντίον των πιστών τόσο, όσο στο να συμβεί μόνο, διότι στον κατάλληλο καιρό έχει επιφυλάξει τη χάρη της ανάστασης. Λέει λοιπόν, ότι δεν θα είναι άμοιρος του σωματικού θανάτου, λόγω της ανθρώπινης φύσης, αυτός που πιστεύει σε εμένα, αλλά όμως δεν θα πάθει τίποτα το φοβερό από αυτόν, αφού ο Θεός μπορεί εύκολα να ζωοποιεί όποιον θέλει» (Κ).
Είναι ανείπωτη παρηγοριά για όλους τους αγαθούς χριστιανούς το ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η ανάσταση και η ζωή και θα είναι και για αυτούς πηγή ζωής, η οποία θα τους αναστήσει. Θα αναστήσει το σώμα τους. Παρόλο που αυτό θα νεκρωθεί και θα διαλυθεί, παρόλο που θα αποσυντεθεί και τα στοιχεία από τα οποία αποτελούνταν, όταν ήταν ζωοποιημένο, θα διασκορπιστούν και θα αναμιχθούν με το κοινό χώμα, μέχρι σημείου, ώστε κανείς πλέον να μην μπορεί να τα διαχωρίσει ή και να τα διακρίνει, όμως είμαστε βέβαιοι, ότι το σώμα αυτό θα ζήσει πάλι και θα αναστηθεί ένδοξο και άφθαρτο σώμα. Ως προς την ψυχή, της οποίας η φύση είναι να μην πεθαίνει, αλλά να είναι αθάνατη, εάν ήδη με την πίστη ζει την αληθινά πνευματική ζωή, και όταν το σώμα κυριευτεί από το θάνατο, αυτή θα εξακολουθεί να απολαμβάνει την ευτυχία αυτής της ζωής και αντίθετα με το σώμα το οποίο θα κυριευτεί από το θάνατο, αυτή θα μπει ολόκληρη στην ουράνια και μακάρια ζωή. Είναι μακάριος εκείνος, ο οποίος μέσω της πίστης ενσωματώθηκε στο Χριστό, ο οποίος είναι η ανάσταση και η ζωή, και έτσι μετέσχε ήδη από την παρούσα ζωή στην εν Χριστώ ζωή και έλαβε μέρος στην ανάσταση από τα νεκρά έργα της αμαρτίας. Διότι πλέον πάνω του καμία εξουσία δεν θα έχει ο δεύτερος θάνατος, ο οποίος θα είναι και αιώνιος χωρισμός από το Θεό. Μη λησμονούμε εξάλλου, ότι η ζωή στην οποία από την παρούσα ζωή μπαίνει ο πιστός με την σχέση του με το Χριστό, δεν είναι άλλη και διαφορετική από τη ζωή την οποία θα απολαύσει μετά το θάνατο και την ανάστασή του. Είναι μία και η ίδια. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος της μίας ούτε η ανάσταση η αρχή της άλλης, αλλά διαμέσου της παρούσας ζωής και του θανάτου και της ανάστασης ρέει μία ατελεύτητη και άφθαρτη ζωή. Το φως του σήμερα και το φως του αύριο δεν είναι δύο αλλά μία ενιαία και συνεχής ακτινοβολία. Το φως του σήμερα δεν σβήνει με τη δύση του ηλίου για να ανάψει και πάλι το επόμενο πρωί, αλλά είναι συνεχές, που στέλνεται ασταμάτητα από τον δίσκο του ηλίου που διαρκώς φωτίζει. Έτσι και η ζωή της ψυχής, η οποία ενώθηκε με το Χριστό και έζησε μέσω αυτού. Δεν διακόπτεται ποτέ. Η ψυχή του πιστού ζει πριν το θάνατο, εξακολουθεί να ζει και στο θάνατο και ζει πληρέστερα, ευτυχέστερα και με ισχυρότερη ενέργεια μετά το θάνατο και την ανάσταση.

26 καὶ πᾶς ὁ ζῶν(1) καὶπιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ(2) εἰς τὸν αἰῶνα(3). Πιστεύεις τοῦτο(4);
26 και καθένας που ζει κι εμπιστεύεται σ’ εμένα δε θα πεθάνει ποτέ. Το πιστεύεις αυτό;»
(1)  «Αυτός που ζει ακόμα την εδώ ζωή» (Ζ). Εάν ο σ. 25 αναφερόταν στους ήδη πεθαμένους, άρα λοιπόν και στον Λάζαρο, ο σ. 26 αναφέρεται σε αυτούς που δεν έχουν ακόμη πεθάνει, αλλά ζουν ακόμη τη φυσική ζωή, άρα λοιπόν και στις δύο αδελφές. Με τους δύο αυτούς στίχους λέει ο Κύριος: «Ούτε αυτός (ο Λάζαρος) πέθανε, ούτε εσείς [οι αδελφές του] θα πεθάνετε» (Χ). Αυτός που πιστεύει στο Χριστό είτε είναι ζωντανός είτε νεκρός απολαμβάνει αιώνια ζωή και βρίσκεται σε κατάσταση ατελεύτητης ευτυχίας που εκτείνεται και πέραν του τάφου (ο).
(2)  Τον θάνατο «τον ψυχικό» (Θφ). «Παρόλο που θα πεθάνει πρόσκαιρα λόγω του θανάτου της σάρκας, δεν θα πεθάνει ποτέ λόγω της ζωής του πνεύματος και της αθανασίας της ανάστασης» (Αυ). «Αυτός που πίστεψε σε αυτόν, στη μέλλουσα ζωή θα έχει ατελεύτητη ζωή με μακαριότητα και ολόκληρη αφθαρσία» (Κ).
(3)  Δες δ 14 και η 51. Ή, ουδέποτε θα πεθάνει, δεδομένου ότι ο ειρηνικός προσωρινός θάνατος του πιστού δεν είναι ο πικρός θάνατος, τον οποίο οι μακριά από το Χριστό τρέμουν. Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, «δεν θα πεθάνει τον εκεί θάνατο, τον άθλιο» (Ζ). Με το να πει δηλαδή «εις τον αιώνα, μίλησε για τον μελλοντικό αιώνα» (Κ).
(4)  «Λέγοντας στην Μάρθα «πιστεύεις;», απαιτεί την ομολογία της πίστης η οποία είναι μητέρα και πρόξενος της ζωής» (Κ). Ποιό «αυτό»; «Το ότι εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή και τα επόμενα» (Ζ). Με την ερώτηση λοιπόν αυτή συγχρόνως επανέρχεται στο θέμα, από το οποίο η Μάρθα είχε απομακρυνθεί, δηλαδή στην ανάσταση του Λαζάρου (g). Και πριν ακόμη ενεργήσει προκαλεί ζωηρότατα την πίστη της Μάρθας, η οποία πρέπει τώρα να καταλάβει ότι ο Ιησούς είναι πολύ ισχυρότερος από όσο αυτή νόμιζε (F).
«Διότι το ζητούμενο δεν ήταν μόνο να αναστηθεί ο Λάζαρος, αλλά έπρεπε και αυτοί και οι παρόντες να οδηγηθούν στην πίστη» (Σχ). Πιστεύεις αυτό; Όταν διαβάζουμε ή ακούμε το λόγο του Χριστού αναφορικά με τα μεγάλα και θαυμαστά της μελλοντικής ζωής και του ουράνιου κόσμου που ξεπερνούν κάθε κατανόηση, πρέπει να θέτουμε στους εαυτούς μας σοβαρά το ερώτημα: Πιστεύουμε αυτό; Ειδικά πιστεύουμε στην αλήθεια αυτή, την οποία διακηρύττει εδώ ο Χριστός και η οποία παρουσιάζει τόσες δυσκολίες; Αισθανόμαστε την πίστη αυτή και μεταδίδει αυτή στις ψυχές μας πληροφορία και βεβαιότητα, ώστε να μπορούμε να πούμε: Πιστεύω αυτό και το πιστεύω έτσι, όπως βεβαιώνεται σε μένα από το λόγο του Θεού; Οι σταυροί και οι δοκιμασίες της παρούσας ζωής δεν θα φαίνονται σε εμάς βαριές και ανυπόφορες, εάν πιστεύουμε στις αλήθειες και τα ελπιζόμενα αγαθά του μελλοντικού βίου, όσο πρέπει να πιστεύουμε.

27 Λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε(1), ἐγὼ(2) πεπίστευκα(3) ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ(4) ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος(5).
27 «Ναι, Κύριε», του λέει, «εγώ έχω πιστέψει πως εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, που περιμέναμε να ’ρθεί στον κόσμο».
(1)  Με την απάντησή της αυτή αποδέχεται ό,τι ο Κύριος βεβαίωσε για τον εαυτό του.
(2)  Ή, «μου φαίνεται ότι η γυναίκα δεν κατάλαβε το λόγο. Αλλά ότι ήταν μεν κάτι μεγάλο το λεγόμενο, το κατάλαβε, δεν κατανόησε όμως το παν. Για αυτό, ενώ άλλο ρωτήθηκε, άλλο απαντά» (Χ).
Ή, κατανόησε μεν τα λεγόμενα από τον Κύριο, αλλά δεν αισθάνεται τον εαυτό της σε θέση να διατυπώσει το περιεχόμενο της πίστης της για αλήθειες τόσο νέες για αυτήν και χρησιμοποιεί φράσεις οικείες σε αυτήν για να εκφράσει, ότι ο Ιησούς είναι για αυτήν ό,τι μέγιστο και οτιδήποτε και αν βεβαίωνε για το πρόσωπό του ο Ιησούς, δεν θα έλεγε ποτέ κάτι υπερβολικό (g).
Ή, με το Εγώ έχω πιστέψει ότι… δείχνει την αιτία, για την οποία χωρίς κάποιο δισταγμό αποδέχεται την διακήρυξη του Κυρίου για τον εαυτό του (F). Οι δύο τελευταίες ερμηνείες είναι οι πιο σοβαρές. Ό,τι είπε ο Χριστός, δηλαδή ο λόγος του Χριστού, υπήρξε ο καθοδηγητής και ο κανόνας της πίστης της Μάρθας. Χωρίς κάποια αλλοίωση ή εξαίρεση ή επιφύλαξη, δέχεται αυτόν, όπως τον είπε ο Κύριος. «Ναι Κύριε» και με τις δύο αυτές λέξεις υπογράφει την αλήθεια για ό,τι ο Κύριος υποσχέθηκε. Η πίστη είναι η ηχώ της θείας αποκάλυψης και αυτός που πιστεύει επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια, όπως αυτά λέγονται στην θεία αποκάλυψη, και είναι αποφασισμένος να εμμείνει στα λόγια αυτά.
(3)  Το εγώ με παρακείμενο προσδίδει έμφαση (β). Ο παρακείμενος δηλώνει πίστη παλαιά, που παραμένει και είναι θεμελιωμένη (F,ο).
(4)  Ή, ο υιός του Θεού με ευρεία έννοια, τίτλος συνώνυμος με το Χριστός ή Μεσσίας (F). Ή, πιθανότερο, πρόκειται για τίτλο που φανερά σημαίνει κάτι άλλο από τον τίτλο Χριστός, διότι αλλιώς θα είχαμε κάποια περιττή ταυτολογία (g). «Ομολογεί με ακρίβεια ότι δεν πιστεύει απλώς ότι είναι Χριστός και υιός του Θεού· διότι χριστός (=χρισμένος) μπορεί να είναι και ένας προφήτης επειδή χρίστηκε, και ο ίδιος μπορεί να εννοηθεί και υιός· αλλά λέγοντας με το άρθρο Ο Χριστός ο Υιός του Θεού, ομολόγησε τον έναν και εξαίρετο και αληθινά Υιό» (Κ). Ευγενής και θερμή ομολογία, που μοιάζει πού με αυτήν του Πέτρου. Δες Ματθ. ιστ 16 (F).
(5)  Με αυτόν τον τρόπο ο ερχόμενος προφήτης περιγραφόταν στις λαϊκές συνομιλίες. Δες Ιω. στ 14,Ματθ. ια 3,Λουκ. ζ 19-20. Ο Ιησούς χρησιμοποίησε την φράση αυτή για τον εαυτό του περισσότερες από μία φορές. Δες Ιω. θ 39,ιστ 28,ιη 37 (β).

28 Καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε(1) καὶ ἐφώνησε Μαρίαν(2) τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρᾳ(3) εἰποῦσα· ὁ διδάσκαλος(4) πάρεστι καὶ φωνεῖ σε(5).
28 Αφού τα είπε αυτά, έφυγε και ειδοποίησε κρυφά την αδερφή της τη Μαρία, λέγοντας: «Ο Διδάσκαλος έφτασε και σε ζητάει».
(1)  «Για να καλέσει την αδελφή της ώστε και αυτή να γίνει κοινωνός της χαράς για το προσδοκώμενο γεγονός» (Κ).
(2)  Χωρίς άρθρο, όπως κάλεσε αυτήν η Μάρθα με το όνομά της (β).
(3)  «Για να μην το μάθουν οι παρόντες» (Ζ). Ή, «επειδή κάθονταν εκεί δίπλα κάποιοι από τους Ιουδαίους που φθονούσαν το Χριστό επειδή θαυματουργούσε» (Κ) και καλεί αυτήν μυστικά, έτσι ώστε αυτοί «να μην τον φανερώσουν στους εχθρούς του» (Ζ). Ή, πιο σωστά, διότι η Μάρθα επιθυμούσε να δει η αδελφή της τον Ιησού ιδιαιτέρως (β) και να συνομιλήσει μαζί του κατ’ ιδίαν χωρίς να διακόπτεται στη συνομιλία αυτή από την παρουσία άλλων (ο). Πιθανώς ο ίδιος ο Ιησούς παράγγειλε αυτό στη Μάρθα (g). Οι άγιοι καλούνται στην μυστική κοινωνία με τον Κύριο με κλήση μυστική, που μεταδίδεται σε αυτούς και δεν είναι γνωστή στους άλλους. Έχουν αυτοί άρτο για φαγητό, τον οποίο ο κόσμος αγνοεί, και καλούνται σε απόλαυση χαράς, στην οποία κανείς ξένος δεν μπορεί να αναμιχθεί.
(4)  Έτσι συνήθιζαν να ονομάζουν τον Ιησού όταν μιλούσαν για αυτόν μεταξύ τους (b). Δες Ιω. α 39,ιγ 13,κ 16. Ο Διδάσκαλος είναι παρών. Αυτός του οποίου την άφιξη ποθήσαμε, ο Οποίος είναι ο καλύτερος των φίλων και έχει μέσα του άφθονα καθετί που θα αναπληρώσει τις απώλειές μας και θα μας παρηγορήσει για αυτές. Ήλθε ο Διδάσκαλος ο οποίος θα μας μάθει και με το νόμο του θα μας διδάξει (ψαλμ. 93, 12) πώς από το θλιβερό να βγάζουμε το χαρμόσυνο και από το πικρό το γλυκό.
(5)  «Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ευαγγελιστής δεν είπε πού ή πότε ή πώς ο Κύριος κάλεσε την Μαρία» (Αυ). Ή, «η Μάρθα λέει αυτό, εκλαμβάνοντας ως διαταγή και φωνή την απαραίτητη ανάγκη του πράγματος και το χρέος της παρουσίας» (Κ). Ή, πιο σωστά, είτε ο Ιησούς ξεκάθαρα διέταξε να κληθεί η Μαρία, είτε η Μάρθα με την άδειά του κάλεσε την Μαρία (b) και ο ευαγγελιστής «αποσκοπώντας να διατηρήσει την βαρύτητα της αφήγησης, άφησε να εννοηθεί η πρόσκληση αυτή από τα λόγια της Μάρθας» (Αυ). «Ο ευαγγελιστής το παρέλειψε, διότι μόνο ένα θεωρούσε σημαντικό, να πει μόνα τα αναγκαία» (Θμ).

29 Ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται(1) ταχὺ(2) καὶ ἔρχεται(1) πρὸς αὐτόν.
29 Εκείνη, μόλις το άκουσε, σηκώθηκε γρήγορα κι έτρεξε να πάει κοντά του,
(1)  Η ζωηρή συγκίνηση της Μαρίας στο άκουσμα της είδησης αυτής απεικονίζεται στα ρήματα που εκφέρονται σε ενεστώτα (g). Υπάρχει όμως και η γραφή ηγέρθη… και ήρχετο. Πάντως η βιασύνη («ταχύ») της Μαρίας παρουσιάζει αυτήν «ότι έχει θερμό φρόνημα ευσέβειας και πολλή αγάπη σε αυτόν (τον Ιησού)» (Κ). Σπεύδει η Μαρία «από πολλή κατεξοχήν τιμή προς αυτόν» (Ζ).
(2)  Σηκώνεται από τη θέση της που καθόταν δεχόμενη τα συλλυπητήρια και τις παρηγοριές των επισκεπτών. Δες σ. 20. «Ενώ όλοι κάθονταν κοντά της και αυτή πενθούσε και θρηνούσε, δεν περίμενε να έλθει ο διδάσκαλος προς αυτήν, ούτε τήρησε την αξία, ούτε κατανικήθηκε από το πένθος… αλλά με το που άκουσε, έρχεται αμέσως προς αυτόν» (Χ). «Και που σηκώθηκε, δεν σηκώθηκε απλώς, αλλά γρήγορα» (Ω). Η Μαρία παραβιάζει τους τύπους της κατά κόσμον καλής συμπεριφοράς, εφόσον αφήνει απότομα τους επισκέπτες της και φεύγει έξω από το σπίτι. Ας μην εμποδιζόμαστε και εμείς από υποχρεώσεις ευγένειας και τιμητικών προσκλήσεων του κόσμου από το να αρπάζουμε τις σε οποιοδήποτε χρόνο ευκαιρίες για να επικοινωνήσουμε με το Χριστό.

30 Οὔπω δὲ ἐληλύθει(1) ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ’ ἦν ἐν τῷ τόπῳ(2) ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα.
30 γιατί ο Ιησούς δεν είχε φτάσει ακόμα στο χωριό, αλλά βρισκόταν στον τόπο όπου τον συνάντησε η Μάρθα.
(1)  Λεπτομέρεια που υποδηλώνει, ότι αυτός που εξιστορεί το γεγονός υπήρξε αυτόπτης (F). Ο σ. χρησιμεύει για να συνδέσει τα τμήματα της διήγησης και να δείξει γιατί οι Ιουδαίοι υπέθεσαν ότι η Μαρία πήγαινε στο μνημείο του αδελφού της. Ο τάφος του Λαζάρου βρισκόταν έξω από το χωριό. Για την ταφή των νεκρών έξω από τα όρια των πόλεων και των χωριών δες Λουκ. ζ 12 (ο). Υπάρχει και η γραφή: ην έτι εν τω τόπω…
(2)  «Ήταν ακόμη εκεί… περιμένοντας αυτές, για να μην δώσει την εντύπωση ότι ορμά στο θαύμα από φιλοδοξία» (Ζ). Ήθελε αυτός μόνος μαζί με τις δύο αδελφές να επισκεφτεί τον τάφο (μ). Ο Κύριος ήθελε να αποφύγει οτιδήποτε μπορούσε να διεγείρει την προσοχή του κόσμου. Ήθελε και εδώ να ενεργήσει αθόρυβα όπως στα Ματθ. θ 30,Μάρκ. ζ 24,36. Η θέληση όμως του Πατέρα έδωσε στο θαύμα αυτό την μεγαλύτερη δυνατή λαμπρότητα (g). Δες εδώ την σπουδή και τον ζήλο του Χριστού για το έργο του. Στεκόταν έξω από την πόλη, όπου κοντά θα ήταν και ο τάφος του Λαζάρου, για να είναι έτοιμος να μεταβεί εκεί. Και δεν προτίμησε να μεταβεί στην πόλη για ανάπαυση μετά την κοπιαστική πορεία του, εφόσον είχε ακόμη έργο να επιτελέσει. Κουρασμένος όπως ήταν, παρέμεινε έξω από την πόλη και δεν μπήκε σε αυτήν για να μην προκληθεί συρροή του λαού, όταν πάλι θα έβγαινε για επίσκεψη του τάφου, και αποκτήσει έτσι το θαύμα και χαρακτήρα επίδειξης. Ο θεάνθρωπος αποφεύγει την επίδειξη, αλλά ο Πατέρας του οικονομεί έτσι τα πράγματα, ώστε το θαύμα να γίνει μπροστά στα μάτια του πλήθους.

31 Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι(1) οἱ ὄντες μετ’ αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶπαραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν ὅτι ταχέως ἀνέστη(2) καὶἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ(3), λέγοντες(4) ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ(5) ἐκεῖ.
31 Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, που ήταν στο σπίτι και την παρηγορούσαν, όταν είδαν τη Μαρία να σηκώνεται βιαστικά και να βγαίνει από το σπίτι, την ακολούθησαν, νομίζοντας πως πηγαίνει στο μνήμα για να κλάψει εκεί.
(1)  «Για ποια αιτία ο ευαγγελιστής αφηγείται αυτό σε εμάς; Για να δείξει σε εμάς τι προκάλεσε την πολυάριθμη συρροή του λαού, όταν ο Λάζαρος αναστήθηκε» (Αυ). «Είπε την αιτία λόγω της οποίας πολλοί έτρεξαν στο μνήμα, και βρέθηκαν και έγιναν θεατές του θαύματος» (Κ).
(2)  «Δείχνει ότι έτσι έτρεξε, ώστε να τον προφθάσει που ερχόταν» (Χ). Οι Ιουδαίοι όμως που ήταν μαζί της, την αιφνίδια αυτή και ορμητική κίνηση της Μαρίας την εξέλαβαν ως έκρηξη θλίψης που την ωθούσε στον τάφο του αδελφού της.
(3)  «Την ακολουθούν μαζί, κάνοντας αυτό με εσωτερική προσταγή Θεού, έτσι ώστε να μαζευτούν ώστε να δουν το θαύμα έστω και αν δεν ήθελαν» (Κ). «Ακολούθησαν για να την συγκρατήσουν μήπως τυχόν επρόκειτο να διαπράξει κάτι κακό στον εαυτό της» (Ζ) φοβούμενοι τις συνέπειες της υπερβολικής λύπης, με σκοπό να παρηγορήσουν και να πείσουν αυτήν να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι (ο). Όπως φαίνεται από το σ. 39 ακολούθησε μαζί και η Μάρθα.
(4)  Υπάρχει και η γραφή δόξαντες=νόμισαν.
(5)  Φανερώνει όχι το σιωπηλό (= «δάκρυσε» σ. 35) αλλά το ασυγκράτητο κλάμα. Δες Μάρκ. ε 38,Λουκ. ζ 13,Πράξ. θ 39,Ματθ. β 18 και Ιω. κ 11,13,15 (β).

32 Ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ Ἰησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας(1) λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε(2), οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου(3) ὁ ἀδελφός.
32 Η Μαρία όμως, όταν ήρθε εκεί που ήταν ο Ιησούς, καθώς τον αντίκρυσε, έπεσε στα πόδια του και του έλεγε: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δε θα πέθαινε ο αδερφός μου».
(1)  Υπάρχει και η γραφή: προς τους πόδας. «Ήταν πιο θερμή από την αδελφή στην τιμή προς αυτόν, διότι πράγματι αυτή έπεσε στα πόδια του» (Ζ). «Δεν ντράπηκε τον όχλο, ούτε την υπόνοια που είχαν για αυτόν (διότι ήταν εκεί πολλοί και από τους εχθρούς…) αλλά απομάκρυνε όλα τα ανθρώπινα μπροστά στην παρουσία του Διδασκάλου και για ένα μόνο ενδιαφερόταν, για την τιμή στον διδάσκαλο» (Χ). Η θέση κοντά στα πόδια του Ιησού ήταν αγαπητή στη Μαρία. Δες Λουκ. ι 39,Ιω. ιβ 3(g). Η Μαρία σε παλαιότερο χρόνο κάθισε δίπλα στα πόδια του Ιησού και άκουγε το λόγο του. Τώρα κάτω από άλλες περιστάσεις βρίσκεται δίπλα στα ίδια πόδια. Εκείνοι, οι οποίοι σε ώρες ειρήνης θέτουν τους εαυτούς τους στα πόδια του Ιησού, για να διδαχτούν από αυτόν, μπορούν με εμπιστοσύνη και ελπίδα σε ημέρες δοκιμασίας και θλίψης να πέφτουν στα ίδια πόδια, βέβαιοι ότι θα βρουν ενίσχυση και άφθονους οικτιρμούς. Έπεσε η Μαρία στα πόδια του Ιησού εκδηλώνοντας την υπακοή της σε ό,τι ο Κύριος είχε ήδη κάνει και εμπιστευόμενη τον εαυτό της στην καλή του θέληση για ό,τι τώρα επρόκειτο να γίνει. Όταν είμαστε σε θλίψη πρέπει να ρίχνουμε τους εαυτούς μας στα πόδια του Χριστού με συντριβή μετάνοιας ενθυμούμενοι τις αμαρτίες μας, και με υπομονετική υποταγή στο θέλημα του Κυρίου. Η Μαρία έπεσε στα πόδια του Ιησού, μολονότι ήταν παρόντες οι Ιουδαίοι, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν εχθρικές διαθέσεις προς τον Κύριο. Δεν δοκίμασε την παραμικρή ντροπή εκδηλώνοντας τον σεβασμό της προς τον Διδάσκαλο, ούτε φοβήθηκε μήπως δυσαρεστήσει αυτούς που ήλθαν για παρηγοριά της. Δουλεύουμε σε έναν Κύριο, τον οποίο δεν έχουμε κανέναν λόγο να ντρεπόμαστε, και ο οποίος δέχεται με τόση καλή διάθεση τις ταπεινές μας υπηρεσίες, ώστε αξίζει για την ευμένεια αυτή να μην λογαριάζουμε καμία αποδοκιμασία ή δυσμένεια εκ μέρους των ανθρώπων.
(2)  Επαναλαμβάνει τα ίδια ακριβώς λόγια, τα οποία και στο σ. 21 η Μάρθα. Καθόλου παράδοξο, όταν σκεφτούμε, ότι και οι δύο αδελφές είχαν εκφράσει το ίδιο αίσθημα πολλές φορές, εκδηλώνοντας την λύπη τους για την απουσία του Ιησού κατά την ασθένεια του Λαζάρου (ο).
(3)  Η σφοδρότητα του αισθήματος της Μαρίας φανερώνεται και στην με περισσότερο πάθος (σε σχέση με την Μάρθα) έκφρασή της: ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός (κ). Το ότι προηγείται η αντωνυμία πριν το αδελφός και μάλιστα σύμφωνα με την Αλεξανδρινή γραφή πριν το απέθανε, παρουσιάζει την Μαρία να αισθάνεται, ότι ένα τμήμα του εαυτού της αποχωρίστηκε με το θάνατο του Λαζάρου (g). Ο σ. αυτός παρουσιάζει «την Μαρία μεθυσμένη από τη λύπη» (Κ), και να εκδηλώνει ευαισθησία παραδομένη, χωρίς το ελάχιστο ίχνος αντίδρασης στο αίσθημα που την απορροφά, αντίθετα με την Μάρθα, η οποία παρουσιάστηκε να έχει φύση πρακτική και γεμάτη ελαστικότητα, ικανή να αντιδρά με ενεργητικότητα σε καταπιεστικό συναίσθημα. Πόση αλήθεια σε κάθε χαρακτηριστικό αυτής της εικόνας!(g). «Η Μαρία έχει πιο αισθηματική ψυχή, ενώ η Μάρθα είναι μεν μεθυσμένη από το πάθος (της λύπης), αλλά το υπομένει πιο γενναία» (Κ).

33 Ἰησοῦς οὖν(1) ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν(2) καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ Ἰουδαίους κλαίοντας(2), ἐνεβριμήσατο(3) τῷ πνεύματι(4) καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν(5),
33 Ο Ιησούς, όταν την είδε να κλαίει, να κλαίνε κι οι Ιουδαίοι που είχαν έρθει μαζί της, λυπήθηκε βαθιά και ταράχτηκε.
(1)  Ο σύνδεσμος αυτός (οὖν) δηλώνει σχέση αιτιότητας μεταξύ της λύπης της Μαρίας και αυτών που την συνόδευαν και της έκτακτης συγκίνησης, από την οποία κυριεύεται ο Ιησούς. Η σχέση αυτή δηλώνεται επίσης και με τις λέξεις «ὡς εἶδεν», όπως και με την επανάληψη της μετοχής «κλαίουσαν» «κλαίοντας» σαν επωδό στο τέλος κάθε μίας από τις δύο προτάσεις (g).
(2)  «Επειδή ο Χριστός δεν ήταν μόνο Θεός από τη φύση του, αλλά και άνθρωπος, πάσχει μαζί με τους άλλους το ανθρώπινο» (Κ). Κινείται «η ανθρώπινη φύση μέσα του σε συμπάθεια· διότι το να βλέπουν άλλους να δακρύζουν ερεθίζει τους φιλάνθρωπους σε οίκτο» (Ζ).
(3)  Στους Ο΄ το εμβριμώμαι σημαίνει δείχνω αγανάκτηση (Δαν. ια 30 σύμφωνα με τον κώδικα Chisianus) και η λέξη εμβρίμημα χρησιμοποιείται για την οργή του Ιεχωβά στο Θρήνοι Ιερεμίου β 6. Στο Μάρκ. ιδ 5 («ἐνεβριμῶντο αὐτῇ») το ρήμα έχει ομοίως την ιδέα της αγανάκτησης (β). Και στα χωρία Ματθ. θ 30 και Μάρκ. α 43 μπορεί να εφαρμοστεί η έννοια αυτή, διότι και σε αυτά η λέξη σημαίνει τον αυστηρό τόνο της απειλής, με την οποία ο Κύριος συνοδεύει την προσταγή του (g). Εδώ το όλο χωρίο προξένησε δυσκολίες στους ερμηνευτές. Οι κυριότερες ερμηνείες:
Ή, δηλώνει την εσωτερική συγκίνηση του Ιησού· και οι 3 περιπτώσεις, στις οποίες η σπάνια αυτή λέξη εφαρμόζεται στον Ιησού (Μάρκ. α 43,Ματθ. θ 30,Ιω. ια 33,38), υπήρξαν περιπτώσεις έντονης συγκίνησης του Ιησού. Και το ρήμα εμβριμώμαι μπορεί καλά να εκφράζει το φυσικό αποτέλεσμα της ισχυρής συγκίνησης στη φωνή του. Πιθανώς η καλύτερη μετάφραση της φράσης θα ήταν «αναστέναξε βαριά με το πνεύμα» (β), κυριεύτηκε από λύπη (Lucke), στέναξε βαθιά (Ewald).
Ή, με την έννοια του συγκινήθηκε με αγανάκτηση· αγανάκτησε με θεία οργή. Η αιτία της ιερής αυτής αγανάκτησης υπήρξε πιθανώς πολυσύνθετη. Οργιζόταν εναντίον του θανάτου, ο οποίος προκαλούσε τόσο μεγάλη θλίψη και επιπλέον εναντίον της κακεντρέχειας των Ιουδαίων, οι οποίοι αν και συγκινημένοι τώρα, επρόκειτο μετά από λίγο με αφορμή την ανάσταση του Λαζάρου να σκληρύνουν και να ετοιμάσουν το θάνατό του (F).
Ή, αγανάκτησε διότι από τη μία οι λυγμοί αυτών που ήταν γύρω του τόν παρορμούσαν στο να αναστήσει τον φίλο του, αλλά από την άλλη αντιλαμβανόταν, ότι πράττοντας αυτό υπέγραφε την σε θάνατο καταδικαστική του απόφαση. Μία μερίδα από εκείνους ακριβώς, των οποίων οι λυγμοί τον ανάγκαζαν τώρα να ενεργήσει, επρόκειτο να είναι μεταξύ εκείνων, οι οποίοι θα του αφαιρούσαν τη ζωή διότι νίκησε το θάνατο (g).
Ή, πιο σωστά «μαλώνει κατά κάποιο τρόπο την ίδια του τη σάρκα» (Κ). «Όταν άρχιζε να ενεργοποιείται μέσα του η λύπη και η αγία σάρκα του να κάνει νεύμα στο δάκρυ» (Κ), «μάλωσε το πάθος αναχαιτίζοντας αυτό, έριξε ένα δριμύ και αυστηρό βλέμμα στην ταραχή, για να μην κάνει την ερώτηση με δάκρυα» (Ζ), «βεβαιώνοντας από τη μία ότι ήταν άνθρωπος αληθινά και όχι κατά φαντασίαν, και διδάσκοντάς μας από την άλλη και βάζοντας όρια και μέτρα στη λύπη και στην απουσία λύπης. Διότι και η έλλειψη συμπάθειας και η απουσία δακρύων είναι θηριώδες, και τα πολλά δάκρυα και η αγάπη στους θρήνους και η πολλή λύπη είναι γυναικώδες» (Θφ).
(4)   Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία «με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος» (Κ), όπως κάποιοι «ερμηνεύουν ότι με τη λέξη πνεύμα εννοείται η θεότητά του, ότι μάλωσε την ανθρώπινη φύση με τη θεότητα» (Ζ).
Ή, «πνεύμα εδώ εννοείται το πάθος της σύγχυσης» (Ζ)· το αδιάβλητο (ακατηγόρητο) πάθος της εσωτερικής σφοδρής συγκίνησης.
Ή, πιο σωστά, «το ίδιο του το πνεύμα» (Κ)· η λογική ψυχή ως έδρα, με την οποία κάποιος πράττει ή πάσχει κάτι (G). Δες και ιβ 27· («η ψυχή μου έχει ταραχτεί») και στο ιγ 21 («ο Ιησούς ταράχτηκε στο πνεύμα του»). Παραθέτοντας τα χωρία αυτά διαπιστώνουμε, ότι δεν είναι εύκολη η διάκριση ανάμεσα στη χρήση των όρων ψυχή και πνεύμα. Σε κάθε μία από τις περιπτώσεις αυτές η ψυχή του Ιησού ταράχτηκε (β). Πιθανώς προτιμά τον όρο πνεύμα «για δήλωση εσωτερικής λύπης που αντιτίθεται στην πιο εξωτερική εκδήλωσή της, η οποία έγινε στον τάφο» (ο).
(5)  Ή, η σάρκα του «μη μπορώντας να αντέξει την ενέργεια της ενωμένης με αυτήν θεότητας, τρέμει και παίρνει της μορφή της ταραχής» (Κ), «φοβούμενη την επίπληξη» (Ζ) της θεότητας.
Ή, κυριεύτηκε από σφοδρή λύπη (G).
Ή, πιο σωστά «κούνησε δυνατά· διότι συμβαίνει να τινάζονται τα ανώτερα μέρη του σώματος αυτών που έτσι συγκρατούνται» (Ζ). Υποδηλώνει την ενεργητική αντίδραση με την οποία ο Ιησούς αποτίναξε από πάνω του την συγκίνηση, η οποία προς στιγμήν τον κυρίευσε και ανέκτησε την πλήρη κυριαρχία του εαυτού του (g) «και συγκρατεί τη λύπη» (αμ), «ώστε να μην γίνει με κλάμα η ερώτηση» (Θφ). «Αυτά δεν είναι γνωρίσματα ούτε της σάρκας που δεν έχει νόηση, ούτε της θεότητας που δεν μεταβάλλεται, αλλά της ψυχής, που έχει νόηση και λυπάται και ταράζεται και αγωνιά και νοερά αισθάνεται το πάθος» (Α). Ο Κύριος είχε όλα τα αδιάβλητα πάθη και τις συγκινήσεις της ανθρώπινης φύσης, διότι «όφειλε να ομοιωθεί σε όλα με τους ανθρώπους». Αλλά είχε τέλεια και απόλυτη κυριαρχία πάνω σε αυτά τα πάθη.

34 καὶ(1) εἶπε(2)· ποῦ τεθείκατε αὐτόν(3); Λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε(4).
34 «Πού τον έχετε βάλει;» τους ρώτησε. Του λένε: «Κύριε, έλα και δες».
(1)  Τα αλλεπάλληλα «και» παρουσιάζουν τον εσωτερικό σύνδεσμο των διαφόρων αυτών συγκινήσεων, οι οποίες διαδέχονται η μία τις άλλες τόσο αστραπιαία στο εσωτερικό του Ιησού (g).
(2)  «Συγκράτησε την ταραχή και έτσι ρωτά, ώστε να μην γίνει με κλάμα η ερώτηση» (Χ).
(3)  Ή «δεν ρωτά επειδή αγνοούσε· διότι αυτός που ήταν σε άλλο τόπο και ήξερε ότι πέθανε, πώς αγνοούσε το μνήμα;… Από συγκατάβαση λοιπόν είπε και αυτό, τραβώντας με το λόγο πολλούς στον τόπο και κάνει πως αγνοεί, χωρίς καθόλου να αρνείται την φτώχεια της ανθρώπινης φύσης αυτός που είναι από τη φύση του Θεός και ξέρει τα πάντα… Και το ότι ρωτά δεν συνεπάγεται καμία άγνοια για αυτόν που έγινε άνθρωπος σαν εμάς για χάρη μας» (Κ).
Ή, «ως άνθρωπος μεν ρωτά και δακρύζει και τα άλλα κάνει, όσα βεβαιώνουν ότι είναι άνθρωπος· ως Θεός όμως, ανασταίνει τον τετραήμερο… και ενεργεί τα υπόλοιπα, όσα μαρτυρούν, ότι είναι Θεός. Διότι θέλει να γίνουν γνωστές και οι δύο του φύσεις και για αυτό παρουσιάζει τα μεν με τρόπο που αρμόζει σε άνθρωπο, τα δε με τρόπο που αρμόζει σε Θεό» (Ζ).
(4)  Δες α 39.

35 (1)Ἐδάκρυσεν(2) ὁ Ἰησοῦς(3).
35 Τότε ο Ιησούς δάκρυσε.
(1)  Ο συντομότερος από τους στίχους της Βίβλου, αλλά που εκφράζει τόμους ολόκληρους ως προς τις ανθρώπινες συμπάθειες του Ιησού (ο). Διδασκόμαστε από αυτόν, ότι ο Χριστός ήταν πραγματικά και αληθινά άνθρωπος και μαζί με τα παιδιά του κοινώνησε και μετείχε όχι μόνο στη σάρκα και το αίμα τους, αλλά και στην ψυχή που είναι επιδεκτική της χαράς και της λύπης και στα άλλα ανθρώπινα συναισθήματα. Ο Χριστός απέδειξε την ανθρώπινη φύση του και δάκρυσε και με τις δύο έννοιες της λέξης. Δηλαδή ως άνθρωπος μπορούσε να δακρύσει και ως ευαίσθητος και πονετικός άνθρωπος έπρεπε να δακρύσει προτού αποδείξει και την θεότητά του. Πόσο ο Θεός της αγάπης συμπαθεί τους πόνους και τα δάκρυα των τέκνων του στη γη δεν θα το ξέραμε τόσο σαφώς ούτε θα το πληροφορούμασταν τόσο πολύ, εάν ο Υιός του δεν έπαιρνε και σάρκα ανθρώπινη. Τα δάκρυα των ανθρώπων τον συγκινούσαν αμέσως, όπως και οι αθλιότητές τους τον έφεραν από τον ουρανό στη γη. Τα αυτιά του υπήρξαν και είναι πάντοτε ανοιχτά για να ακούνε τους στεναγμούς τους και ο ήχος των θρήνων τους βρίσκει αμέσως απήχηση στην καρδιά του.
(2)  «Ο ευαγγελιστής τονίζει συνέχεια με τόση επιμονή και λέει ότι δάκρυσε και ότι συγκινήθηκε, για να μάθεις, ότι αληθινά ντύθηκε την φύση μας» (Χ).
«Επειδή δηλαδή λέει μεγάλα σχετικά με αυτόν περισσότερο από τους άλλους ευαγγελιστές, και στα σωματικά μιλά πολύ ταπεινότερα. Για αυτό και στο πένθος λέει ότι ήταν πολύ ανθρώπινος, φανερώνοντας από αυτό την αλήθεια της ενανθρώπησης» (Σχ). Δάκρυσε, σε αντίθεση με την χρήση του ρήματος κλαίω που χρησιμοποιήθηκε πριν. Δεν ξέσπασε σε λυγμούς και θρήνους, αλλά απλώς δάκρυσε.
«Δακρύζει μόνο και αμέσως συγκρατεί το δάκρυ, για να μην δώσει την εντύπωση ότι είναι κανένας ωμός και απάνθρωπος, και εμάς στις ίδιες περιπτώσεις μάς διδάσκει να μην παραλύουμε ψυχικά για τους πεθαμένους. Διότι το μεν (δάκρυ) είναι αποτέλεσμα συμπάθειας· ενώ το άλλο είναι γυναικείο και άνανδρο» (Κ).
«Δάκρυσε, αποφεύγοντας από τη μία την έλλειψη συμπάθειας και τη θηριωδία και αρνούμενος από την άλλη ως αγένεια την αγάπη στη λύπη και το πολύ κλάμα. Διότι με το να δακρύσει για τον φίλο ο ίδιος και φανέρωσε την κοινωνικότητα της ανθρώπινης φύσης και μας απάλλαξε από τις ακρότητες προς το ένα και το άλλο, μη επιτρέποντας ούτε να εκθηλυνόμαστε μπροστά στα πάθη, ούτε να γινόμαστε αναίσθητοι μπροστά στα λυπηρά» (Β).
Πουθενά δεν αναφέρεται ότι ο Κύριος γέλασε ποτέ. Αντιθέτως όμως περισσότερες από μία φορές βλέπουμε αυτόν να κλαίει. Έτσι δείχνει ότι το πένθος συμβιβάζεται με την αγάπη προς το Θεό και ότι αυτοί που σπέρνουν με το Πνεύμα καλούνται συχνά να σπείρουν και με δάκρυα. Τα δάκρυα της συμπάθειας αρμόζουν στους Χριστιανούς και κάνουν αυτούς όμοιους με το Χριστό. Είναι ανακούφιση για τους θλιμμένους να έχουν στο πλευρό τους τούς φίλους να συμπονούν και να συμπενθούν.
(3)  Γιατί δάκρυσε;
Ή «δάκρυσε σπλαχνιζόμενος όλη την ανθρώπινη φύση… συλλογιζόμενος ότι όλη η ανθρωπότητα υποτάχτηκε στο θάνατο, πέφτοντας δίκαια σε αυτού του είδους την τιμωρία» (Κ).
Ή, ο Ιησούς δοκιμάζει τρυφερή συμπάθεια για τη λύπη, η οποία καταπλημμύρησε την καρδιά του φίλου του κατά τη στιγμή του σκληρού χωρισμού, και για την θλίψη την οποία δοκίμαζαν κατά την ώρα εκείνη οι δύο αδελφές (g). Το ερώτημα που μερικές φορές μπαίνει, γιατί ο Κύριος δάκρυσε, από τη στιγμή που επρόκειτο να αναστήσει από τον τάφο τον φίλο του, προδίδει τόσο λίγη συμπάθεια προς τη θλιβερή αυτή σκηνή, ώστε μόλις είναι ανάγκη να δοθεί σε αυτό απάντηση (ο).
Οι θλιβόμενοι ανάμεσα στους Χριστιανούς δεν θα μπορούσαν να σταματήσουν τα δάκρυά τους, εάν γνώριζαν ότι ο Χριστός δεν έχυσε ποτέ δάκρυα και δεν θα παρηγορούνταν από τα γεμάτα συμπάθεια λόγια του «Μην κλαις», εάν αγνοούσαν τα αναφερόμενα εδώ λόγια «ο Ιησούς δάκρυσε». Τι συμπάθεια προς τους ανθρώπους δείχνουν τα λόγια αυτά για τον Λυτρωτή! Εμφανίζεται με αυτό το «δάκρυσε», άνθρωπος με όλη την ανθρώπινη συμπάθεια, που συμπονά μαζί μας, κλαίει μαζί μας, συλλυπείται στις θλίψεις μας και αναμιγνύει μαζί με τα δικά μας και τα δικά του δάκρυα. Πόσο αληθινά, πόσο πραγματικά, αλλά και πόσο παρηγορητικά είναι τα θεόπνευστα λόγια της προς Εβραίους επιστολής: «Διότι δεν έχουμε αρχιερέα που δεν μπορεί να συμπαθήσει τις ασθένειές μας, αλλά επειδή έπαθε αυτός πειραζόμενος, μπορεί να βοηθήσει αυτούς που πειράζονται».

36 Ἔλεγον οὖν(1) οἱ Ἰουδαῖοι· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν(2)·
36 «Δες πόσο τον αγαπούσε!» έλεγαν οι Ιουδαίοι.
(1)  «Βλέποντάς τον που δάκρυσε» (Ζ)
(2)  Το μέγεθος της αγάπης του διαπιστωνόταν από το μέγεθος της θλίψης του. Φαίνεται επίσης από εδώ, ότι πρέπει να δάκρυσε για κάποια λεπτά, ώστε έτσι να δοθεί ευκαιρία για τις παρατηρήσεις που έγιναν από τους Ιουδαίους που θαύμαζαν (ο). Είναι πρέπον και εμείς να δείχνουμε την αγάπη μας προς τους φίλους μας και στη ζωή και στο θάνατο. Και είναι φυσικό να λυπόμαστε για τους αδελφούς μας, που κοιμούνται εν Χριστώ ως πρόσωπα γεμάτα αγάπη για αυτούς, αν και όχι χωρίς ελπίδα. Είναι πρέπον να κλαίμε για αυτούς όπως οι άνδρες οι ευλαβείς, οι οποίοι έθαψαν τον Στέφανο (Πράξ. η 2). Πάντοτε όμως πρέπει να θυμόμαστε, ότι αυτοί που κοιμήθηκαν εν Χριστώ έχουν μεταβεί από το θάνατο στη ζωή, για να μην λυπόμαστε και εμείς, «όπως και οι υπόλοιποι οι οποίοι δεν έχουν ελπίδα».

37 τινὲς δὲ(1) ἐξ αὐτῶν εἶπον(2)· οὐκ ἠδύνατο οὗτος(3), ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς(4) τοῦ τυφλοῦ(5), ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ(6);
37 «Δε θα μπορούσε αυτός, που άνοιξε τα μάτια του τυφλού, να κάνει κάτι, ώστε κι αυτός εδώ να μην πεθάνει;» έλεγαν μερικοί απ’ αυτούς.
(1)  Αντιθετικός σύνδεσμος=αλλά. Αυτοί που αναφέρονται σε αυτόν τον σ. αποτελούν τάξη προσώπων διαφορετική από εκείνη, η οποία μίλησε παραπάνω με συμπάθεια για την αγάπη του Ιησού προς τον Λάζαρο. Αυτοί έχουν αρνητικές διαθέσεις προς τον Ιησού. Η παρουσία τους όμως πρόσθεσε στην αξιοπιστία του θαύματος (ο).
(2)  «Τον κοροϊδεύουν για αδυναμία και μιλάνε ειρωνικά» (Ζ)· «το λένε αυτό σαν να χαίρονται που βλέπουν κατά κάποιο τρόπο να εξασθενεί η δόξα του» (Κ).
(3)  Η έννοια των λόγων αυτών: «Είναι σαν να λένε το εξής. Πού είναι η δύναμή σου θαυματουργέ; Διότι να, παρόλο που δε το θέλεις εσύ, πέθανε ο αγαπημένος από σένα. Διότι το ότι τον αγαπούσες φαίνεται από το γεγονός ότι δακρύζεις. Εάν λοιπόν το θαύμα του τυφλού προερχόταν από τη δική σου δύναμη, μπορούσες και το θάνατο να σταματήσεις» (Κ). «Και δεν αποδεικνύονται μόνο από αυτό ότι ήταν όλοι διεφθαρμένοι, αλλά και από το ότι, πριν ακόμη έλθει και πριν δείξει την δύναμή του, τον κατηγορούν εκ των προτέρων και δεν περιμένουν το τέλος του πράγματος» (Χ).
(4)  «Από αυτά που έπρεπε να θαυμάζουν τη δύναμή του, από αυτά τον κατηγορούν. Κατ’ αρχήν ομολογούν ότι άνοιξε τα μάτια του τυφλού και ενώ πρέπει να τον θαυμάζουν για εκείνο, από αυτό [το ότι δηλαδή δεν πρόλαβε το θάνατο του Λαζάρου] συκοφαντούν και εκείνο, σαν να μην συνέβη» (Χ).
(5)  Αναφέρονται στο θαύμα του τυφλού, επειδή αυτό ήταν πρόσφατο και πολύ γνωστό από την εξέταση που έγινε για αυτό και από την ερεθιστική επίδραση, που είχε πάνω στους Φαρισαίους και άρχοντες των Ιουδαίων. Στις νεκραναστάσεις της Ναΐν και της κόρης του Ιαείρου, οι οποίες συνέβησαν στην Γαλιλαία, δεν δινόταν μεγάλη σημασία από τους Ιεροσολυμίτες, οι οποίοι ίσως θεωρούσαν αυτές ως θρύλους ή επινοήσεις των μαθητών (ο). Εάν η αφήγηση της ανάστασης του Λαζάρου ήταν επινόηση, ο επινοητής θα ήταν πολύ δύσκολο να αντισταθεί στο να αναφερθεί στις νεκραναστάσεις στη Γαλιλαία που εξιστορούνται στα Μάρκ. ε 35 και Λουκ. ζ 11 (β).
(6)  Δεν σκέφτονται, ότι η θεία δύναμη διευθύνεται πάντοτε στις ενέργειές της από τη θεία σοφία, η οποία δεν ενεργεί σύμφωνα με τις επισφαλείς βουλές των ανθρώπων, αλλά σύμφωνα με τις πάνσοφες θείες βουλές. Εάν λοιπόν οι φίλοι του Χριστού, που αγαπιούνται από αυτόν, πεθαίνουν, εάν η εκκλησία του, υπέρ της οποίας θυσιάστηκε, διώκεται και θλίβεται, δεν πρέπει να αποδίδουμε αυτά σε κάποια αδυναμία του Κυρίου ή σε έλλειψη ενδιαφέροντος και αγάπης εκ μέρους του, αλλά στο ότι αποβλέπει στην ωφέλεια των μελών της εκκλησίας που πεθαίνουν και διώκονται.

38 Ἰησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος(1) ἐν ἑαυτῷ(2), ἔρχεται εἰς τὸμνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον(3), καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ’ αὐτῷ(4).
38 Ο Ιησούς, ταραγμένος πάλι και θλιμμένος μέσα του, έρχεται στο μνήμα. Αυτό ήταν μια σπηλιά, που την είσοδό της την έφραζε μια μεγάλη πέτρα.
(1)  Ή, αγανακτώντας εναντίον της κακεντρέχειας που εκδήλωσαν οι Ιουδαίοι (g). Ή, επειδή συγκινήθηκε εσωτερικά περισσότερο και κατέληξε από δάκρυα σε στεναγμούς και λυγμούς, προσεγγίζοντας στο μνήμα του πεθαμένου φίλου του (ο,β).
Ή, πιο σωστά, «πάλι μαλώνει το πάθος» (Χ) «και πιο άγρια επέπληξε τη λύπη, και το δάκρυ που επρόκειτο να χυθεί από τη λύπη» (Κ), «το εμπόδισε να πέσει χωρίς μέτρο» (Ζ). «Πάλι λοιπόν μαλώνει το πάθος, για να μάθουμε ότι έγινε άνθρωπος χωρίς αλλοίωση, όπως εμείς» (Ω). Αξιοσημείωτη η παρατήρηση του Θεοφυλάκτου: Ο Ιωάννης «επειδή περισσότερο από όλους τους ευαγγελιστές λέει υψηλότερα πράγματα για τον Κύριο και θεολογεί κάποια μεγάλα, για αυτό και στα σωματικά μιλά πολύ ταπεινότερα… Διότι όπως ακριβώς ο Λουκάς από την αγωνία και τον θρόμβο και τον ιδρώτα, έτσι και αυτός από το πένθος πιστοποιεί, ότι αληθινά φόρεσε σάρκα» (Θφ).
(2)  Δηλώνει την εσωτερική προσπάθεια και «την ταραχή του σώματος την κρυμμένη… Και αυτό φανερώνει εδώ το ενεβριμήσατο, αντί να πει δηλαδή: με σχηματισμό του σώματος φανέρωνε την κρυμμένη ταραχή» (Κ).
«Όταν ήταν μακριά από το μνήμα επέπληξε το πνεύμα. Όταν όμως πλησιάζει τον νεκρό, δεν επιπλήττει πλέον το πνεύμα του, αλλά συγκρατεί μέσα του την επίπληξη» (Ω).
(3)  «Διότι τοποθετήθηκε σε κάποιο μνήμα που δεν είχε χτιστεί αλλά είχε σκαφτεί στο βράχο» (Ω). Ο τάφος ήταν σπηλιά ανοιγμένη στο βράχο είτε οριζόντια είτε κάθετα. Στην πρώτη περίπτωση η πέτρα ήταν από πάνω, όπως και στα δικά μας συνηθισμένα μνήματα, σκεπάζοντας σαν κάλυμμα το στόμιο του τάφου. Στην δεύτερη περίπτωση η πέτρα ήταν στημένη και γερμένη σαν πόρτα μπροστά στο άνοιγμα του τάφου, ενώ ο νεκρός τοποθετούνταν σχεδόν όρθιος. Γύρω από την Ιερουσαλήμ διασώζονται μέχρι σήμερα πολυάριθμοι τάφοι και των δύο μορφών. Εάν ο τάφος, που δείχνεται σήμερα ως ο τάφος του Λαζάρου, είναι πράγματι αυτός –ο Robinson αμφισβήτησε αυτό σοβαρά- πρόκειται για τάφο που ήταν κάθετα ανοιγμένος στο βράχο, στον οποίο κατεβαίνει κάποιος με στενή σκάλα 26 σκαλιών (g).
(4)  Δες Ιω. κ 1,Μάρκ. ιε 46,Ματθ. κζ 60,Λουκ. κδ 2. Ο λίθος ήταν βαρύς, για να προφυλάσσει τον νεκρό στον τάφο από τα άγρια ζώα που τη νύχτα από έξω επιζητούσαν λεία.

39 Λέγει ὁ Ἰησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον(1). Λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦτεθνηκότος(2) Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει(3)· τεταρταῖος(4) γάρ ἐστι.
39 «Βγάλτε την πέτρα», λέει ο Ιησούς. Του λέει η Μάρθα, η αδερφή του νεκρού: «Κύριε, τώρα πια θα μυρίζει άσχημα, γιατί είναι τέσσερις μέρες στο μνήμα».
(1)  «Δεν αποκύλισε τον λίθο από μόνος του… διδάσκοντας ότι είναι περιττό να κάνει κάποιος θαύματα στα μη αναγκαία» (Κ). «Γιατί τέλος πάντων δεν τον κάλεσε απών… ή μάλλον γιατί δεν τον ανάστησε ενώ ο λίθος βρισκόταν πάνω στον τάφο;… Για να κάνει αυτούς τους ίδιους μάρτυρες του θαύματος, για να μην λένε αυτό, το οποίο είπαν και για τον τυφλό, ότι δηλαδή «αυτός είναι· δεν είναι αυτός»» (Χ). Το ίδιο ρήμα αίρω, χρησιμοποιείται και για τον λίθο του τάφου του Κυρίου (δες κ 1). Η προστακτική του αορίστου εκφράζει εξουσιαστική εντολή (β). Διέταξε να απομακρύνουν τον λίθο, για να μπορούν όλοι οι παρόντες να δουν το νεκρό σώμα να βρίσκεται στον τάφο και έτσι, όταν ο Λάζαρος θα έβγαινε ζωντανός από τον τάφο, να διαπιστώσουν, ότι ήταν αυτός ο ίδιος ο νεκρός που ζωοποιήθηκε και όχι φάντασμα ή κάποια σκιά. Ζήτησε λοιπόν άλλοι να απομακρύνουν τον λίθο, για να υπάρχουν μάρτυρες, οι οποίοι και από την δυσωδία, την οποία θα είχε ο νεκρός, θα επιβεβαίωναν το θαύμα που ακολούθησε.
(2)  Υπάρχει και η γραφή: του τετελευτηκότος. «Επειδή τιμούσε πολύ το Χριστό, είπε το Βρωμάει πλέον, για να μην αηδιάσει από την δυσωδία του νεκρού ή το λέει αυτό σαν ντροπή. Διότι σπεύδουν οι συγγενείς των νεκρών, πριν το σώμα αποκτήσει δυσωδία, να το κατακρύψουν στη γη, ντρεπόμενοι τους ζωντανούς και θεωρώντας ατιμία του νεκρού το να τον σιχαίνονται κάποιοι» (Κ). Με τη φράση καθορίζεται η αιτία του ζωηρότατου αισθήματος αυτόματης φρίκης που προκαλείται από τη φύση και από το δεσμό της συγγένειας (b).
(3)  Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «Και επομένως είναι αδύνατον να αναστηθεί αυτός αφού έχει αρχίσει η αποσύνθεση» (Ζ). «Δικαιολογημένα επομένως έλεγα, ότι η γυναίκα δεν καταλάβαινε τίποτα από αυτά που είπε ο Χριστός, ότι και αν πεθάνει θα ζήσει» (Χ).
Ή, πιο σωστά «δεν είναι καθόλου θαυμαστό αν, ενώ ομολόγησε την πίστη, πάλι κλυδωνίζεται από ολιγοπιστία εξαιτίας της υπερβολής του θαύματος» (Κ). Η Μάρθα είχε πιστέψει. Αλλά σημειώθηκε σε αυτήν μία πάλη μεταξύ λογικού και φυσικής αγάπης από τη μία και πίστης από την άλλη (b). Το (όζει) είναι λέξη από αυτές που λέγονται μοναδική φορά στην Κ.Δ.. Αναφέρεται στη δυσοσμία που αναδίδεται από το πτώμα που αποσυντίθεται. Έτσι και στο Εξόδου η 14 λέγεται για την δυσωδία από τους νεκρούς βατράχους. Προκλήθηκε ζήτημα, εάν η Μάρθα εικάζει, ότι ο νεκρός μυρίζει από το ότι ήταν ήδη τετραήμερος, ή διαπίστωσε αυτό από προσωπική αντίληψη. Οι λέξεις που ακολουθούν «διότι είναι τεσσάρων ημερών» δηλώνουν την αιτία της δυσοσμίας και όχι απόδειξη του ότι οι φροντίδες των αδελφών δεν μπόρεσαν να προλάβουν την αποσύνθεση του νεκρού. Σύμφωνα με τη συνήθεια που επικρατούσε στους Ιουδαίους αλείφονταν οι νεκροί με μύρα και άλλα ευώδη μίγματα, με αυτά όμως δεν γινόταν δυνατόν να προληφθεί για πολύ χρόνο η αποσύνθεση. Ο σ. 44 δείχνει ότι ο Λάζαρος είχε τα μέλη δεμένα όπως και οι υπόλοιποι νεκροί, το οποίο καθιστά πιθανό ότι και είχε αρωματιστεί (g). Επιπλέον όπως μπορεί να βγει ως συμπέρασμα από το σ. 31 οι αδελφές επισκέπτονταν στο μεταξύ τον τάφο του αδελφού τους. Η ιδέα, την οποία εισηγήθηκε ο Olshausen, ότι εάν η αποσύνθεση είχε ήδη αρχίσει, το θαύμα θα έπαιρνε τερατώδη χαρακτήρα, είναι χωρίς κάποια σοβαρότητα. Η παντοδύναμη φωνή, που με απλό πρόσταγμα ανάστησε το Λάζαρο, σε τι δεν θα μπορούσε να αποκαταστήσει και το σώμα του από την αποσύνθεση σε ακμή και σε πλήρη υγεία; (ο).
(4)  Λέξη που λέγεται μοναδική φορά.

40 Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι(1) ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς(2), ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ(3);
40 Της λέει ο Ιησούς: «Δε σου είπα πως, αν πιστέψεις, θα δεις τη δύναμη του Θεού;»
(1)  Κάποιοι από τους ερμηνευτές υπέθεσαν ότι υπαινίσσεται ο Κύριος την στο σ. 4 παρατήρηση στους μαθητές για τη δόξα του Θεού με το θαύμα, την οποία θα διαβίβασε ασφαλώς ο απεσταλμένος στις αδελφές (έτσι λέει ο g). Αλλά οι λόγοι στο σ. 4 λέχθηκαν στην Περαία στους μαθητές και καμία ένδειξη δεν έχουμε από το κείμενο, ότι διαβιβάστηκαν και στη Μάρθα. Πιο πιθανό φαίνεται, ότι ο Ιησούς αναφέρεται στα λόγια στους σ. 25-27, όπου αυτή διακήρυξε την πίστη της σε αυτόν ως το Χριστό. Σε τέτοιου είδους ομολογίες αλλού (δες α 51) ανταποκρίνεται ο Χριστός με ευλογία, στην οποία υπόσχεται στον πιστό να δει την έλευση του υιού του ανθρώπου με δόξα. Είναι πιθανόν μία τέτοια υπόσχεση, παρόλο που δεν αναφέρεται από τον ευαγγελιστή, να έδωσε ο Κύριος και στη Μαρία (β).
(2)  «Της θυμίζει αυτά που της είπε, σχεδόν μαλώνοντάς την, σαν να τα λησμόνησε» (Χ).
(3)  «Αποφεύγοντας την κενοδοξία ο Χριστός δεν είπε Θα δεις την δόξα μου, αλλά του Θεού, και είναι δόξα του Θεού το να ανασταίνει νεκρό» (Κ)· την από την ανάσταση του Λαζάρου δόξα του Θεού, ο οποίος «μπορεί να αναστήσει και αυτόν που βρωμάει και είναι νεκρός τέσσερις ημέρες» (Αυ). Του Θεού η δόξα ή η μεγαλειότητα θα εκδηλωνόταν με την θαυμαστή δύναμη του Ιησού πάνω στο θάνατο και με την αλήθεια που θα αποδεικνυόταν και επιβεβαιωνόταν από το θαύμα αυτό, ότι ο Χριστός είναι η πηγή της ζωής και κάθε πνευματικής ανάστασης (μ). Το θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου όμως θα έβλεπαν τώρα και πολλοί από τους μη πιστούς, οι οποίοι όμως δεν θα κατανοούσαν την βαθύτερη έννοια και σημασία του. Μόνο αυτός που πιστεύει στον Ιησού θα μπορούσε να δει την εσωτερικότερη έννοια του θαύματος αυτού και να διακρίνει σε αυτό την φανέρωση της θείας δόξας (β). Το μάτι του σώματος δεν βλέπει παρά το εξωτερικό θαύμα. Την θεία αγάπη που τίθεται στην υπηρεσία του ανθρώπου για να νικήσει αυτός το θάνατο, μόνο ο πιστός βλέπει με τα μάτια της ψυχής (g). Η φράση λοιπόν αυτή δεν θα περιοριστεί στη φανέρωση της θείας δόξας στην ανάσταση του Λαζάρου, αλλά περιλαμβάνει ομοίως και την δόξα του Θεού από την κοινή ανάσταση όλων των πιστών, της οποίας το θαύμα αυτό ήταν σύμβολο (ο).

41 Ἦραν οὖν τὸν λίθον(1) οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος(2). Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω(3) καὶ εἶπε· πάτερ(4), εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου(5).
41 Έβγαλαν, λοιπόν, την πέτρα από το μνήμα του νεκρού. Τότε ο Ιησούς σήκωσε τα μάτια ψηλά και είπε: «Πατέρα, σ’ ευχαριστώ που με άκουσες.
(1)  Αφού η Μάρθα μετά την παρατήρηση του Κυρίου δεν πρόβαλλε πλέον κάποια αντίρρηση, σήκωσαν λοιπόν οι παριστάμενοι τον λίθο. Το νεκρό σώμα του Λαζάρου έτσι εκτέθηκε σε θέα και κάθε υπόνοια ότι δεν ήταν πράγματι νεκρός αποκλείστηκε (ο). Εάν θέλουμε να δούμε την δόξα του Θεού, πρέπει να αφήνουμε το Χριστό να ακολουθεί την οδό και τις μεθόδους του, υποτασσόμενοι ταπεινά σε ό,τι αυτός θέλει και μην επιχειρώντας να προδιαγράψουμε εμείς σε αυτόν εκείνο, το οποίο πρέπει να γίνει. Σήκωσαν την πέτρα και αυτό ήταν όλο, το οποίο μπορούσαν να κάνουν. Μόνος ο Χριστός μπορούσε να δώσει ζωή. Ο άνθρωπος τίποτα άλλο δεν μπορεί να κάνει παρά να προετοιμάζει την οδό του Κυρίου, όπως εδώ σηκώνουν τον λίθο από το μνήμα.
(2)  Η φράση δεν μαρτυρείται από όλους τους κώδικες και θεωρήθηκε από πολλούς ως κείμενο παρέμβλητο.
(3)  Σύμφωνα με τη συνήθεια που είχε. Δες Ιω. ιζ 1, Μάρκ. στ 41. Το «άνω» είναι ισοδύναμο με το «στον ουρανό» και ο ουρανός λέγεται με την έννοια του φυσικού και ηθικού ανταγωνισμού του με τη γη και με την έννοια της απόστασης από αυτήν (C). Ο ουρανός είναι για τον άνθρωπο ο πιο εύγλωττος μάρτυρας του πλούτου και της αόρατης δύναμης του Θεού. Βυθίζοντας τα βλέμματά του ο Ιησούς στα άπειρα βάθη του, αναζητά εσωτερικά το πρόσωπο του Πατέρα. Τι πιο ανθρώπινο από αυτό! Πράγματι ο Λόγος έγινε σάρκα (g).
«Μετέφερε τη διάνοιά του από την ομιλία με τους κάτω και ανέβασε και ύψωσε αυτήν οδηγώντας την στην προσευχή προς τον Πατέρα που είναι υπεράνω όλων. Αλλά και… αυτός που θα προσευχηθεί μιμούμενος με ζήλο το Χριστό είναι ανάγκη, αφού σηκώσει τα μάτια της ψυχής ψηλά και αφού τα ανεβάσει από τα εδώ πράγματα και την ανάμνηση και τις έννοιες και τους λογισμούς, έτσι να πει στο Θεό τα λόγια της προσευχής» (Ω).
«Βλέπει ψηλά και ευχαριστεί διότι στάλθηκε από το Θεό» (Ζ). Προλαβαίνει κάθε υπόνοια των παρόντων, ότι το θαύμα έγινε με πράξη προσωπική, χωρισμένη από τον Πατέρα (ο).
(4)  Δεν λέει Πατέρα μας, αλλά Πατέρα ή Πατέρα μου (δες ε 17) διότι η σχέση του με την θεότητα είναι διαφορετική από τη σχέση των υπόλοιπων ανθρώπων γενικά (β). Διδασκόμαστε όμως από το παράδειγμα του Κυρίου στις προσευχές μας να επικαλούμαστε τον Θεό Πατέρα και να πλησιάζουμε προς αυτόν ως παιδιά προς τον πατέρα τους με ταπεινό σεβασμό και βαθύτατη ευλάβεια, αλλά και με άγιο θάρρος.
(5)  Το θαύμα είναι ήδη συντελεσμένο μπροστά στα μάτια του Ιησού. «Ο Χριστός όμως από συγκατάβαση μιλά με επίπεδο χαμηλό ως άνθρωπος, όχι σύμφωνα με την υπεροχή της θεότητας και αποδίδει στον Πατέρα τη χάρη όχι για το Λάζαρο μόνο, αλλά για τη ζωή όλων» (Κ).
«Ποιος λοιπόν προσευχήθηκε ποτέ έτσι; Διότι πριν ακόμη πει κάτι, λέει σε ευχαριστώ, δείχνοντας, ότι δεν χρειάζεται προσευχή» (Χ). Αυτό που διακρίνει τον Ιησού από τους άλλους απεσταλμένους του Θεού, οι οποίοι συντέλεσαν με την προσευχή παρόμοια έργα, είναι η τέλεια πεποίθηση για το ότι θα εισακουστεί, με την οποία ο Ιησούς απευθύνεται προς το Θεό (g). «Διότι και οι δύο έχουν το ίδιο θέλημα, την ίδια γνώμη» (Ζ). Διδασκόμαστε από αυτό να ευχαριστούμε και υμνούμε το Θεό όταν τον πλησιάζουμε για να ζητήσουμε και νέους οικτιρμούς και χάριτες, πάντοτε ευγνώμονες για τις στο παρελθόν δωρεές που μας παρείχε. Η ευχαριστία η οποία διακηρύττει του Θεού την δόξα και όχι τη δική μας όπως το «σε ευχαριστώ» του Φαρισαίου, είναι η αρμόζουσα μορφή, με την οποία πρέπει να υποβάλουμε στο Θεό τις ικεσίες μας.

42 Ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις(1)· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον(2) τὸν περιεστῶτα(3) εἶπον(4), ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας(5).
42 Εγώ το ήξερα ότι πάντα με ακούς· το είπα όμως για χάρη του πλήθους που στέκει εδώ γύρω, για να πιστέψουν πως εσύ με έστειλες».
(1)  «Διότι η μία φύση της θεότητας δεν είναι ανυπάκουη στον ίδιο της τον εαυτό, επειδή ακριβώς ένας είναι ο νους της Τριάδας, του Πατέρα, του Υιού και του Πνεύματος» (Κ). Είχε μεν και ανθρώπινο θέλημα ο Κύριος, επειδή πήρε πάνω του πλήρη την ανθρώπινη φύση, αλλά το θέλημα αυτό υποτασσόταν ελεύθερα σε όλα στο θείο θέλημα. Ο Ιησούς δείχνει στο λαό, ότι ευχαριστούσε τον Πατέρα, όχι διότι επρόκειτο για κάτι νέο προς αυτόν, του οποίου δεν είχε πείρα προηγουμένως. Η υιϊκή οικειότητα, με την οποία σχετιζόταν με τον Πατέρα, ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν θα μπορούσε πλήρως να εκφραστεί με λόγο στους ανθρώπους (b). «Το «άκουσες» λέγεται στην περίπτωση και των φίλων και αυτών που έχουν την ίδια τιμή» (Χ).
(2)  «Προσθέτει και την αιτία αυτής της ευχαριστίας και των ταπεινών λόγων » (Ζ). Οι προσευχές του Κυρίου απέβαιναν και σε μεγάλο όφελος των ακολούθων του (ο).
(3)  =που στέκεται γύρω μου. Υπάρχει και η γραφή παρεστῶτα=που παρίσταται, που είναι παρών.
(4)  «Το «σε ευχαριστώ που με άκουσες»» (Ζ). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία «σχεδόν λέει ότι έχω προσποιηθεί την εξωτερική εικόνα της προσευχής και από συγκατάβαση είπα ότι ευχαριστώ» (Κ)· διότι «για να γίνει το θέλημά μου δεν χρειάζομαι προσευχή» αλλά «για τους πνευματικά αδύνατους και προσκολλημένους στην ύλη παρουσιάζει την εξωτερική εικόνα ανθρώπου που προσεύχεται» (Χ). Η εκδοχή όμως αυτή δεν συμφωνεί με την καρτερία του Κυρίου στην προσευχή που μαρτυρείται από τα ευαγγέλια και την προς Εβραίους. Ο Κύριος ζούσε με προσευχή και αναμφίβολα προσευχόταν προς τον Πατέρα του από τη στιγμή που διαβιβάστηκε σε αυτόν το μήνυμα για το Λάζαρο. Τώρα προς στιγμήν αποκαλύπτει την προσευχή του και φανερώνει την πεποίθηση και πληροφορία την οποία πλέον είχε σχηματίσει για το ότι η προσευχή του εισακούστηκε (τ).
Πιο σωστή λοιπόν είναι η εκδοχή, σύμφωνα με την οποία «ο τρόπος της προσευχής οφείλεται στη συγκατάβαση του Χριστού και αρμόζει στην εξωτερική εικόνα τη σωματική, όχι στην υπεροχή και ασύγκριτη λαμπρότητα της θεότητας. Διότι και μόνο το να ζητήσει και να πάρει, θα έπρεπε μάλλον σε δούλο και συνηθίζεται από κάποιον που είναι υπήκοος. Και αυτό όμως θα το πράξει βεβαίως ο Χριστός χωρίς να μπορεί να κατηγορηθεί, διότι αυτός που καταδέχτηκε να γίνει άνθρωπος, πώς θα μπορούσε να αρνηθεί τα ανθρώπινα» (Κ).
Αυτό που γίνεται εδώ για τον όχλο είναι η με δυνατή φωνή και ακουστή από όλους ευχαριστία, στην οποία εκφραζόταν η απόλυτη εμπιστοσύνη του προς τον Πατέρα και αποκλειόταν κάθε αμφιβολία για το ότι θα εισακουόταν από τον Πατέρα (ο). Ο Ιησούς επιθυμούσε να εκτιμήσουν οι παρόντες το αληθινό μυστικό της δύναμής του. Η προσευχή του Ηλία στο Γ΄ Βασ. ιη 37, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικό παράλληλο περιστατικό, διότι ο Ηλίας δεν είχε την βεβαιότητα, για το ότι θα εισακουόταν η προσευχή του, την οποία είχε ο Ιησούς (β).
(5)  «Για να μην πουν πλέον ότι με τον Βεελζεβούλ κάνει τα θαύματα» (Κ). «Για να μην με νομίσουν αντίθεο, για να μη λένε· Δεν είναι από το Θεό· για να δείξω ότι το έργο γίνεται σύμφωνα με τη δική σου γνώμη» (Χ). «Διότι έχω έλθει όχι από μόνος μου, όπως οι ψευδοπροφήτες, αλλά με τη δική σου ευαρέσκεια και θέληση άδειασα τον εαυτό μου παίρνοντας μορφή δούλου» (Κ). Εσύ με έστειλες όχι για να χάσω ψυχές, αλλά για να σώσω αυτές. Ο Μωϋσής απέδειξε άλλη μία φορά ότι ήταν απεσταλμένος του Θεού, όταν άνοιξε η γη και κατάπιε τον Δαθάν και Αβειρών (Αριθμ. ιστ 29,30). Ο Ηλίας απέδειξε, ότι ήταν προφήτης του αληθινού Θεού κατεβάζοντας φωτιά από τον ουρανό και καίγοντας με αυτό και ανθρώπους. Αυτά γινόντουσαν στην εποχή του νόμου, ο οποίος ήταν οικονομία τρόμου και θανάτου. Ο Χριστός όμως παρέχει αποδείξεις της αποστολής του όχι αφαιρώντας τη ζωή κάποιου αλλά ζωογονώντας τον νεκρό Λάζαρο και επιστρέφοντας την χαμένη ζωή στο άψυχο σώμα του.

43 Καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ(1) ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω(2).
43 Κι όταν τα είπε αυτά, κραύγασε με φωνή δυνατή: «Λάζαρε, έλα έξω!»
(1)  «Με αυθεντία και ως δεσπότης» (Θφ). «Έτσι ώστε όλοι οι παρόντες να ακούσουν την εξουσιαστική αυτή διαταγή και όταν την δουν να αποβαίνει σε πράξη, να καταλάβουν κάτι υψηλό και θεοπρεπές για αυτόν» (Ζ). Όχι όπως αυτοί που κάνουν μαγικά, αυτοί που ψιθυρίζουν τα ξόρκια τους (b). Η μεγάλη φωνή εκφράζει θέληση σταθερή και αποφασιστική, που συνοδεύεται από το αίσθημα της κυριαρχίας και της απεριόριστης εξουσίας (g). Κραύγασε με μεγάλη φωνή για να δηλώσει το μεγαλείο του έργου που θα συντελεστεί και της δύναμης που χρησιμοποιήθηκε για αυτό. Κραύγασε κατά κάποιο τρόπο διεγείροντας τον εαυτό του για να ορμήσει εναντίον των πυλών του θανάτου, όπως οι στρατιώτες κάνουν έφοδο για κατάληψη του οχυρού, στο οποίο αμύνεται ο εχθρός. Κραύγασε για να δειχτεί ότι αυτός είπε και γεννήθηκε, αυτός διέταξε και ο νεκρός ξανάζησε. Η μεγάλη αυτή κραυγή ήταν τύπος πρώτον της κλήσης του ευαγγελίου, με την οποία νεκρές από την αμαρτία ψυχές ανασταίνονται από τον πνευματικό θάνατο στη ζωή. «Ξύπνα εσύ που κοιμάσαι και αναστήσου από τους νεκρούς» (Εφεσ. ε 14). Δεύτερον, ήταν τύπος της σάλπιγγας του αρχαγγέλου, η οποία θα ακουστεί κατά τη συντέλεια του κόσμου και η οποία «θα προαναγγείλει τη διαταγή τη δεσποτική και θα ηχήσει από πριν το σύνθημα της ανάστασης» (Κ). Τότε ο Χριστός θα κατέβει με σύννεφο από τον ουρανό και θα καλέσει τους ουρανούς να δώσουν πίσω τις ψυχές των πεθαμένων και τη γη να δώσει πίσω τα σώματά τους, και έτσι να μαζευτεί όλο το ανθρώπινο γένος μπροστά του για κρίση.
(2)  «Δεν είπε… Ανάστησέ τον Πατέρα, αλλά αφήνοντας όλα αυτά… φανερώνει με τα έργα την αυθεντία… Και δεν είπε Αναστήσου, αλλά έλα έξω, μιλώντας στο νεκρό σαν να ήταν ζωντανός» (Χ). Στην ανάσταση της κόρης του Ιαείρου το εξουσιαστικό πρόσταγμα του Χριστού ήταν «Κορίτσι, σε σένα λέω, σήκω» (Μάρκ. ε 41), ενώ στην περίπτωση της Ναΐν «Νέε, σε σένα λέω, σήκω πάνω» (Λουκ. ζ 14)· αυτό βεβαίως διότι οι νεκροί βρίσκονταν μπροστά του ξαπλωμένοι στο κρεβάτι ή το φέρετρο. Εδώ λέει έλα έξω, διότι ο Λάζαρος είναι κλεισμένος στον τάφο. Η απλότητα και η συντομία των δύο αυτών λέξεων αντιτίθεται μεγαλόπρεπα στην αποτελεσματικότητά τους (g). Σύμφωνα με τη γνώμη κάποιων νεώτερων ερμηνευτών που διατυπώθηκε ήδη από τον Ω («αντί για προσευχή ευχαρίστησε, διότι κατάλαβε ότι η ψυχή του Λαζάρου μπήκε στο σώμα και χρειαζόταν τη δύναμη που θα δινόταν στο σώμα από το πρόσταγμα του Ιησού, για να βγει από το μνήμα») η διαταγή αφορούσε στην έξοδο μόνο του Λαζάρου από το μνήμα αφού είχε ήδη αναστηθεί σε αυτό με τη δύναμη της προσευχής του Ιησού (κ).

44 Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας(1) κειρίαις(2), καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ(3) περιεδέδετο. Λέγει αὐτοῖς ὁἸησοῦς· λύσατε(4) αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν(5).
44 Βγήκε ο νεκρός με δεμένα τα πόδια και τα χέρια σε πάνινες λουρίδες, και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο με το σουδάριο. Τους λέει τότε ο Ιησούς: «Λύστε τον κι αφήστε τον να περπατήσει».
(1)  «Με επιδέσμους με τους οποίους στόλιζαν τους νεκρούς» (Ζ) σύμφωνα με τη συνήθεια την οποία είχαν οι Ιουδαίοι να ετοιμάζουν τους νεκρούς. Η έξοδος δεν εμποδίστηκε από τα δεσμά αυτά είτε διότι ήταν αυτά αρκετά χαλαρά, ώστε να επιτρέπουν, έστω και με κάποια δυσκολία, τις κινήσεις των άκρων, είτε διότι το καθένα από τα άκρα ήταν τυλιγμένο χωριστά, όπως αυτό γινόταν στους Αιγυπτίους (g).
(2)  Λέξη που λέγεται μοναδική φορά στην Κ.Δ. Στους Ο΄ λέγεται μόνο στο Παροιμ. ζ 16 για καλύμματα του κρεβατιού. Σύμφωνα με τους Moulton-Milligan συναντιέται η λέξη σε ιατρικό πάπυρο (β). Στο Ιω. ιθ 40 και Λουκ. κδ 12 συναντιέται άλλη λέξη (οθόνια) για δήλωση της ίδιας έννοιας (ο). «Κειρία· είδος ζώνης από σχοινιά, που μοιάζει με ιμάντα με την οποία δένουν τα κρεβάτια» (Σχολ. Στον Αριστοφ. 817), επίδεσμος (κοινώς φασκιά), με τον οποίο είτε τα κρεβάτια στηρίζονται είτε τα πτώματα των ανθρώπων δένονται (G).
(3)  «Μαντήλι κεφαλιού μικρό σαν αυτό που χρησιμοποιούν μέχρι και τώρα οι Εβραίοι για κάλυμμα στο κεφάλι» (Ζ). Η χρήση ενός είδους μαντηλιού για σύσφιγξη των σαγονιών του νεκρού, πριν ακόμα αυτός παγώσει, είναι και σε εμάς γνωστή. Εδώ όμως το σουδάριο παρουσιάζεται ότι καλύπτει την όλη όψη (ο). Η όλη φράση «δεδεμένος…σουδαρίω περιεδέδετο» υποδηλώνει τον αυτόπτη και υπενθυμίζει την ανεξάλειπτη εντύπωση, που παράχθηκε στους παριστάμενους από το θέαμα ζωντανού ντυμένου με νεκροστολή (g).
(4)  «Εσείς, ώστε και η αφή να μαρτυρήσει ότι δεν είναι φάντασμα, αλλά είναι όντως εκείνος» (Ζ). «Χρήσιμα λοιπόν επέτρεψε σε αυτούς με τα ίδια τους τα χέρια να τον λύσουν, για να μην έχουν καμία αφορμή συκοφαντίας, αλλά να είναι μάρτυρες του θαύματος» (Κ).
(5)  Υπάρχει και η γραφή: άφετε αυτόν υπάγειν. «Είδες που αποφεύγει την καύχηση; Δεν συνοδεύει αυτόν, ούτε τον διατάζει να μείνει μαζί του» (Χ), «για να μην, περπατώντας μαζί του, γίνεται σε αυτόν αίτιος δόξας και φήμης» (Ζ). Το (υπάγειν) αντιτίθεται στον περιορισμό και την ακινησία στον τάφο (ο). Κρύβει μέσα του κάτι το θριαμβευτικό όπως και η εντολή στον θεραπευμένο παράλυτο «σήκωσε το κρεβάτι σου και περπάτα» (g). Το θαύμα συντελέστηκε γρήγορα, χωρίς να μεσολαβήσει κάποιος χρόνος ανάμεσα στο παράγγελμα Δεύρο έξω και στο «βγήκε ο πεθαμένος». Έτσι και στην καθολική ανάσταση θα συμβεί· «σε ένα κλάσμα, όσο χρειάζεται να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα» (Α΄Κορ. ιε 52). Η άπειρη δύναμη που μπορεί να συντελέσει αυτήν την ανάσταση, είναι ικανή να συντελέσει αυτήν και σε μία και μόνη στιγμή.
Το θαύμα επίσης συντελέστηκε τελείως. Ζωοποιήθηκε εξ’ ολοκλήρου και πήρε πάλι τη ζωή σε τέτοιο βαθμό, ώστε βγήκε μόνος από το μνήμα όπως θα σηκωνόταν από το κρεβάτι του μετά την ανάπαυση του ύπνου και παρουσιάστηκε ανάμεσα στους παριστάμενους με πλήρη υγεία. Εάν πάλι κάποιος ρωτήσει για το εάν ο Λάζαρος, όταν αναστήθηκε, προέβη σε κάποια περιγραφή για το τι αισθάνθηκε κατά τον αποχωρισμό της ψυχής του από το σώμα και τι είδε στον πέραν του τάφου κόσμο, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε, ότι ως προς μεν τις μεταβολές που συντελέστηκαν κατά τον θάνατο και την ανάσταση που επακολούθησε στο Λάζαρο, ούτε ο ίδιος ο Λάζαρος δεν θα αντιλήφθηκε καλά αυτές, αλλά συνέβη σε αυτόν κάτι ανάλογο με τον Παύλο που αρπάχτηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό, ο οποίος αφηγούμενος τα σχετικά με την αρπαγή του αυτή έγραφε: «Είτε με το σώμα είτε εκτός του σώματος δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει». Ως προς αυτά τώρα που ο Λάζαρος κατά το τετραήμερο που παρέμεινε το σώμα του νεκρό είδε ή άκουσε στον πέραν του τάφου κόσμο, ισχύει πάλι ό,τι για τον εαυτό του είπε ο Παύλος: «Και άκουσε (ο Παύλος που αρπάχτηκε μέχρι τρίτου ουρανού) ανέκφραστα λόγια, τα οποία δεν επιτρέπεται σε άνθρωπο να πει». Στον αισθητό κόσμο δεν μπορούμε να σχηματίσουμε επαρκή εικόνα για τα υπέρ αίσθηση, και πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να ανακοινώσουμε αυτήν στους άλλους.

45 Πολλοὶ(1) οὖν ἐκ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ἐλθόντες(1) πρὸς τὴν Μαρίαν(2) καὶθεασάμενοι(1) ἃ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν(3) εἰς αὐτόν.
45 Πολλοί, λοιπόν, από τους Ιουδαίους, αυτοί που είχαν έρθει να επισκεφθούν τη Μαρία, και είδαν τι έκανε ο Ιησούς, πίστεψαν σ’ αυτόν.
(1)  Ο τρόπος αυτός της εκφοράς των μετοχών υπονοεί, ότι όλοι οι Ιουδαίοι που επισκέφτηκαν τις αδελφές για παρηγοριά και έγιναν μάρτυρες του θαύματος, πίστεψαν. Οι μετοχές σε ονομαστική πτώση επακολουθούν ως επεξήγηση του Πολλοί. Δεν θα ερμηνεύσουμε λοιπόν πολλοί από αυτούς που ήλθαν και είδαν. Διότι τότε θα έπρεπε να εκφέρεται έτσι: Πολλοί εκ των Ιουδαίων των ελθόντων και θεασαμένων (g,β). Είχαν έλθει για να παρηγορήσουν τη Μαρία, και για την πράξη αυτή της αγάπης ευεργετήθηκαν και αυτοί, διότι πίστεψαν στο Χριστό. Όταν πράττουμε το αγαθό στους άλλους, βάζουμε τους εαυτούς μας στο δρόμο των χαρίτων και των δωρεών του Θεού και μας παρουσιάζονται ευκαιρίες να ευεργετηθούμε και εμείς.
(2)  Γιατί αναφέρεται το όνομα μόνης της Μαρίας και όχι και της αδελφής της; Η απάντηση, ότι η Μαρία ήταν η ευγενέστερη και δημοτικότερη από τις δύο αδελφές, δεν είναι πλήρως ικανοποιητική. Φυσικότερο είναι να σχετίσουμε την αναφορά της Μαρίας στον σ. αυτόν με τον σ. 31, όπου η Μαρία παρουσιάζεται θλιμμένη και ότι βγήκε για να πάει στο μνήμα και να κλάψει εκεί, όπως νομίστηκε από τους επισκέπτες της, οι οποίοι σαν ένα σώμα ακολουθούν αυτήν, για να την παρηγορήσουν. Για αυτό τελείως φυσικά συσταίνονται αυτοί σε εμάς ότι αποτελούν συνοδεία της Μαρίας (ο,g).
(3)  Και προηγουμένως είχαν δει αυτοί θαύματα του Ιησού. Και όμως μόλις τώρα πιστεύουν. Όσο περισσότερο βλέπουμε τον Ιησού, τόσες περισσότερες ευκαιρίες και αφορμές μας παρέχονται για να τον αγαπήσουμε και να στηρίξουμε ολόκληρη την εμπιστοσύνη μας σε αυτόν.

46 Τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν(1) ἀπῆλθον πρὸς τοὺς Φαρισαίους(2) καὶ εἶπον αὐτοῖς ἃ(3) ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς.
46 Μερικοί όμως απ’ αυτούς έφυγαν και πήγαν στους Φαρισαίους και τους είπαν αυτά που έκανε ο Ιησούς.
(1)  «Είναι μεν κάπως αμφίβολο τι εννοεί η λέξη» (Ω)= Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, κάποιοι από αυτούς που πίστεψαν. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή δεν πήγαν στους Φαρισαίους από κακή πρόθεση, αλλά «θέλοντας να προκαλέσουν ντροπή σε αυτούς που είχαν εχθρικές διαθέσεις εναντίον του με την αναγγελία σχετικά με τον Λάζαρο» (Ω).
Ή, πιο σωστά, κάποιοι από αυτούς, από αυτούς που είδαν, και οι οποίοι δεν ήλθαν εξεπίτηδες για την Μαρία αλλά είτε ήταν κάτοικοι της Βηθανίας (g) είτε τυχαία βρέθηκαν εκεί. Η πρόθεση αυτών δεν ήταν αγαθή. «Όχι από θαυμασμό αλλά για να συκοφαντήσουν» (Ζ) «και προκαλώντας την πονηρή ζήλεια που είχαν μέσα τους εναντίον του οι Φαρισαίοι» (Ω), οι οποίοι «αφού πληγώθηκαν από το φθόνο παίρνουν ως αφορμή το θαύμα για να διαπράξουν αυτά που γίνονται από τους φθονερούς» (Κ). «Τον συκοφαντούσαν ότι είχε τάχα τολμήσει να διαπράξει κάτι ανίερο, αφού διέταξε να ανοίξουν τον τάφο του θαμμένου» (αμ). «Αυτοί είναι που είπαν· Δεν μπορούσε αυτός, που άνοιξε τα μάτια του τυφλού και τα υπόλοιπα» (Ζ). «Είπε λοιπόν από τη μία ότι ήταν πολλοί αυτοί που πίστεψαν βλέποντας τα σχετικά με το Λάζαρο· από την άλλη είπε ότι ήταν λιγότεροι αυτοί που δεν ήταν τέτοιοι, λέγοντας «κάποιοι όμως από αυτούς πήγαν»» (Ω).
(2)  Δηλαδή στους θρησκευτικούς αρχηγούς, οι οποίοι αποτελούσαν την μερίδα του συνεδρίου που ήταν πιο ορθόδοξη και εκδήλωνε περισσότερο ζήλο. «Ανάγγειλαν το γεγονός στους άρχοντες, έτσι ώστε αφού και εκείνοι θα λυπούνταν για όσα εργάστηκε ο Χριστός, να έχουν κάποια παρηγοριά της δικής τους λύπης… και ώστε αφού οι ίδιοι δεν μπορούσαν να βλάψουν αυτόν που δεν έκανε τίποτα το άδικο, να ερεθίσουν εναντίον του τους πιο δυνατούς» (Κ).
(3)  Ο πληθυντικός (ἃ) αναφέρεται ή στο γεγονός της ανάστασης του Λαζάρου και σε όλα τα περιστατικά σε αυτό (ο), ή, όχι μόνο στην ανάσταση του Λαζάρου αλλά και στα άλλα θαύματα του Ιησού τα οποία είτε είχαν δει, είτε είχαν ακούσει και για τα οποία γίνεται λόγος στο σ. 47 (β). Υπάρχει και η γραφή «ο».

47 Συνήγαγον οὖν(1) οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι(2) συνέδριον(3) καὶ ἔλεγον· τί ποιοῦμεν(4), ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος(5) πολλὰ σημεῖα ποιεῖ(6);
47 Συγκάλεσαν τότε οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι συμβούλιο και έλεγαν: «Τι θα κάνουμε; Πολλά σημεία κάνει αυτός ο άνθρωπος.
(1)  Μετά την αναφορά, την οποία έδωσαν σε αυτούς αυτοί που γύρισαν από τη Βηθανία (ο).
(2)  Οι τελευταίοι αυτοί κατονομάζονται ειδικά ως υποκινητές της εχθρικής αυτής συνάθροισης· η επίσημη όμως σύγκληση του συνεδρίου έγινε από τους αρχιερείς (g), οι οποίοι ανήκαν στην τάξη των Σαδδουκαίων. Έτσι οι Σαδδουκαίοι και οι Φαρισαίοι, οι δύο αυτές μερίδες, που κατά την εποχή εκείνη ήταν οι άρχοντες του Ισραήλ (F), συγκάλεσαν συνέδριο.
(3)  Χωρίς άρθρο· μάλλον με την γενική έννοια της συνέλευσης ή του συμβουλίου (g).
(4)  Αντί για μέλλοντα=Τι θα κάνουμε; Υποδηλώνει επικείμενο κίνδυνο (g).
«Δεν λένε· ας πιστέψουμε. Διότι ασχολούνταν μάλλον με το τι κακό θα μπορούσαν να πράξουν για καταστροφή του παρά με το να συσκεφτούν σχετικά με τη δική τους σωτηρίας. Και όμως φοβούνταν και συσκέπτονταν» (Αυ). Οι συσκέψεις του συνεδρίου απέβλεπαν στο κοινό καλό, αλλά στην προκειμένη περίπτωση υπό το πρόσχημα της κοινής ωφέλειας, η μέγιστη βλάβη και αδικία διαπράττεται εναντίον του λαού. Το συνέδριο αυτό συγκλήθηκε όχι για να συσκεφθεί τις ωφέλιμες για την ιουδαϊκή συναγωγή λύσεις, αλλά για να εξαφθούν αμοιβαία τα μέλη του. Όπως ο χάλυβας οξύνει και τροχίζει τον χάλυβα και όπως τα αναμμένα κάρβουνα ανάβουν τα σβησμένα κάρβουνα που έρχονται σε επαφή με αυτά, έτσι και αυτοί διεγείρονται εναντίον του Ιησού ο ένας από τον άλλον και μεταδίδουν αμοιβαία την λύσσα και μανία την οποία τρέφουν εναντίον του Ιησού.
(5)  «Τον αποκαλούν ακόμη άνθρωπο, αυτοί που πήραν τόσο μεγάλη απόδειξη της θεότητάς του» (Χ). Κρύβει κάτι το περιφρονητικό η φράση (β) «και (νομίζω) ότι το «Αυτός ο άνθρωπος» το είπαν για να γκρεμίσουν τη δόξα του» (Ω).
(6)  Για τα πολλά θαύματα του Ιησού στα Ιεροσόλυμα δες β 23. Σύμφωνα με αυτά η ανάσταση του Λαζάρου δεν υπήρξε η αιτία του θανάτου του Ιησού, αλλά επέσπευσε την απόφαση της καταδίκης του. Το ποτήρι ήταν ήδη γεμάτο και με το θαύμα του Λαζάρου υπερξεχείλισε (g).
«Από τα λεγόμενα από τους Φαρισαίους και τους αρχιερείς μπορούμε να κατανοήσουμε και την αντίφαση και τυφλότητα της κακίας τους· αντίφαση διότι μαρτυρούσαν για αυτόν και ότι έχει κάνει πολλά θαύματα και ότι μπορούν σε αυτόν που έχει κάνει τόσα πολλά θαύματα να κάνουν κακό, σαν να μην μπορεί να κάνει τίποτα για τον εαυτό του όταν τον επιβουλεύονταν· αλλά αυτό το ίδιο ήταν εξίσου και τυφλό· ήταν τυφλό όσον αφορά και αυτόν που έκανε πολλά θαύματα και ως προς το ότι ήταν ανώτερος από την επιβουλή αυτών που δεν ήθελαν να τον αφήσουν· εκτός και αν πίστευαν επομένως, ότι κάνει θαύματα και υπονοούσαν ότι αυτά δεν γίνονται από θεία δύναμη, επομένως λόγω αυτού δεν μπορεί αυτός να κάνει τα πάντα, ούτε μπορεί να σωθεί από την επιβουλή εκείνων» (Ω). Δεν αρνούνται τα θαύματά του, αλλά απιστούν στη Μεσσιακή του ιδιότητα από τη μία επειδή είχαν παχυλές και σαρκικές περί Μεσσία αντιλήψεις, αναμένοντας αυτόν ως επίγειο άρχοντα, από την άλλη διότι απέδιδαν τα θαύματά του στη συνέργεια του άρχοντα των δαιμονίων (ο). Παραδέχονται τα πιστοποιητικά και διαπιστευτήριά του, αρνούνται όμως την αποστολή του.

48 Ἐὰν ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτω(1), πάντες(2) πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶἐλεύσονται οἱ Ρωμαῖοι(3) καὶ ἀροῦσιν(4) ἡμῶν(5) καὶ τὸν τόπον(6) καὶ τὸ ἔθνος(7).
48 Αν τον αφήσουμε να συνεχίσει έτσι, όλοι θα πιστέψουν σ’ αυτόν, και τότε θα επέμβουν οι Ρωμαίοι και θα καταστρέψουν και το ναό μας και το έθνος μας».
(1)  «Με την έννοια: αν τον αφήσουμε ζωντανό και να θαυματουργεί» (Κ). Έτσι όπως μέχρι τώρα αφήσαμε αυτόν, χωρίς να επέμβουμε και να περιορίσουμε τη δράση του. Μιλούν σαν η επιτυχία και η επικράτηση του Χριστού εξαρτιόταν από αυτούς και σαν να μην μπορούσε ο Ιησούς να ενεργήσει θαύματα και να προσελκύσει στον εαυτό του νέους μαθητές, εάν αυτοί δεν τον άφηναν ελεύθερο. Σαν να ήταν στην εξουσία τους να κατακτήσουν εκείνον, ο οποίος νίκησε το θάνατο, ή σαν να μπορούσαν να πολεμήσουν εναντίον του Θεού και να νικήσουν αυτόν. Αλλά «αυτός που κατοικεί στους ουρανούς θα γελάσει μαζί τους».
(2)  Η υπερβολή αρμόζει στην έξαψη της διάνοιάς τους, που προκλήθηκε από τις πληροφορίες που μεταδόθηκαν σε αυτούς. Διότι κάποιοι από αυτούς που συγκαταλέγονταν ανάμεσα στους αδιάλλακτους εχθρούς του Ιησού είχαν πιστέψει (ο). «Θα έχει πολύ όχλο πίσω του που θα οδηγείται προς αυτόν από την παρουσίαση των θαυμάτων» (Θφ). Οι φόβοι των Ιουδαίων αρχόντων βασίζονταν στην υπόνοια ότι ήταν ενδεχόμενο να σημειωθεί θορυβώδης υποδοχή του Ιησού που θα θεωρούνταν από το λαό ως ο προσδοκώμενος Μεσσίας, Εάν όλοι τον πίστευαν σαν Μεσσία μία τέτοια ασυγκράτητη έκρηξη ήταν αναπόφευκτο να εκδηλωθεί στην πρωτεύουσα του Ισραήλ (χ).
(3)  Ο φόβος τους αυτός δεν ήταν αβάσιμος. «Εάν όλοι πιστέψουν σε αυτόν, θα υποπτευθεί ότι μελετά τυραννία» (Ζ) και «εάν μάθουν οι Ρωμαίοι ότι ξεσηκώνει το λαό, θα υποπτευθούν εμάς και θα έλθουν και θα κυριεύσουν την πόλη μας» (Χ). Οι άρχοντες των Ιουδαίων φοβούνται μήπως η φήμη του Ιησού αυξηθεί περισσότερο και οι Ιουδαίοι πείθονταν, ότι αυτός ήταν ο ελευθερωτής (δες στ 15) και έτσι θα προκαλούνταν κάποια επανάσταση γύρω του (β). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία «ήταν δυνατόν και όλος ο λαός ο ιουδαϊκός να οδηγηθεί στην πίστη σε αυτόν και αφού οδηγηθεί σε αυτήν, να περιφρονήσει την σε αυτόν τον τόπο σωματική Λευϊτική και ιερατική λατρεία· αυτό το γεγονός θα γινόταν αιτία, μιας και δεν θα φρόντιζαν οι Ιουδαίοι τον τόπο, ο τόπος να μπει στη εξουσία των Ρωμαίων από το Χριστό» (Ω).
(4)  Το αίρω εδώ σημαίνει αφαιρώ, αποσπώ κάτι από άλλον, στον οποίο αυτό ανήκει ή στον οποίο ανατέθηκε (G).
(5)  Μπαίνει μπροστά με έμφαση. «Θα φύγουν λοιπόν τα δικά μας» (Κ). Η ανησυχία τους αναφέρεται κυρίως στην κατάλυση της εξουσίας τους.
(6)  Ή, «την πόλη» (Χ) ως πρωτεύουσα και έδρα της κυβέρνησής τους (g). Ή, το ναό, την κύρια έδρα της δύναμης των αρχιερέων και Φαρισαίων (ο).
(7)  «Δεν θα αφήσουν να εξουσιάζουμε το ίδιο μας το έθνος» (Κ). Επειδή μιλούν από άποψη πολιτική, χρησιμοποιούν τον όρο έθνος και όχι τον όρο λαός, με τον οποίο εκφράζεται η αξία του Ισραηλιτικού λαού (g). Σύμφωνα με άλλη όχι απίθανη εκδοχή η λέξη τόπος δηλώνει την ίδια την αρχή και εξουσία των αρχιερέων και των Φαρισαίων, ενώ η λέξη έθνος την σφαίρα της εξάσκησης αυτής, τους Ιουδαίους. Με όμοια σημασία συναντιέται η λέξη στον Ιγνάτιο τον θεοφόρο στην προς Πολύκαρπον επιστολή κεφ. α (κ). «Φοβήθηκαν μήπως χάσουν τις πρόσκαιρες κτήσεις τους και δεν σκέφτηκαν για την αιώνια ζωή. Έτσι όμως έχασαν και τα δύο» (Αυ). Πράγματι· «αυτά…πραγματοποιήθηκαν και χωρίς να το περιμένουν αυτοί· (οι Ρωμαίοι) πήραν και το έθνος και την πόλη επειδή φόνευσαν αυτόν» (Χ). Και «έπαθαν (αυτά), όχι διότι πίστεψαν στο Χριστό, αλλά διότι δεν πίστευαν» (Ζ). Διότι αν πίστευαν, «για ποιο λόγο οι Ρωμαίοι» θα κυρίευαν την πόλη τους; «Μήπως δηλαδή δίδασκε αποστασία; Δεν επέτρεψε να δίνουν φόρο στον Καίσαρα; Δεν θέλησαν να τον κάνουν βασιλιά και έφυγε; Δεν παρουσίαζε τον άσημο και απλό τρόπο ζωής;» (Χ).

49 Εἷς δέ τις ἐξ αὐτῶν(1) Καϊάφας(2), ἀρχιερεὺς ὢν(3) τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου(4), εἶπεν αὐτοῖς(5)· ὑμεῖς οὐκ οἴδατε οὐδέν(6),
49 Τότε ένας απ’ αυτούς, ο Καϊάφας, που ήταν αρχιερέας για κείνη τη χρονιά, τους είπε: «Μιλάτε σαν να μην καταλαβαίνετε τίποτα.
(1)  Η φράση αυτή δεν επιτρέπει να δεχτούμε ότι ο Καϊάφας προήδρευσε του συνεδρίου. Παρόλο που ο αρχιερέας ήταν και πρόεδρος του συνεδρίου, δεν πρέπει όμως να λησμονούμε, ότι επρόκειτο για έκτακτη και ανεπίσημη συνεδρίαση.
(2)  «Που ονομαζόταν δηλαδή» (Ζ).
(3)  «Μαζί με τα άλλα και αυτό είχε διαφθαρεί· διότι δεν ιεράτευαν πλέον για όλο το χρόνο της ζωής τους, αλλά για ένα χρόνο, από τότε που ήταν δυνατόν να πληρώνονται οι εξουσίες» (Χ). Παρόλο που σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο η αρχιερωσύνη ήταν ισόβια, οι Ρωμαίοι όπως άλλοτε οι Σύριοι (Β΄Μακ. δ 7 και εξής, 23 και εξής) αυθαίρετα αντικαθιστούσαν συχνά τους αρχιερείς. Έτσι ο επίτροπος της Ρώμης Βαλέριος Gratus αφαιρώντας την αρχιερωσύνη από τον Άννα έδωσε αυτήν στον Ισμαήλ· μετά όμως από κάποιο χρόνο αντικατέστησε και αυτόν με τον Ελεάζαρο, γιο του Άννα και μετά ένα χρόνο διόρισε αρχιερέα τον Σίμωνα, τον οποίο μετά από ένα έτος διαδέχτηκε ο Ιωσήφ, ο επονομαζόμενος Καϊάφας, (Ιωσήπου Αρχ. ΧVΙΙΙ 2,2) γαμπρός του Άννα, ο οποίος διατήρησε την αρχή από το 18 μέχρι το 36 μ.Χ. (β). «Όμως παρόλο που ήταν τόσο διεφθαρμένο το αξίωμα, όμως ακόμα και τότε ήταν παρόν το Πνεύμα το Άγιο που ενεργούσε μέσα από τους χρισμένους» (Θφ).
(4)  Αυτό επαναλαμβάνεται για τον Καϊάφα και στο σ 51 και στο ιη 13. Δεν πρέπει να υποτεθεί ότι ο Ιωάννης φρονούσε πλανεμένα, ότι κάθε χρόνο αντικαθιστούνταν ο αρχιερέας απαραιτήτως, αλλά με τη φράση θέλησε να εξάρει το έτος εκείνο ως αξιομνημόνευτο, επειδή σε αυτό πέθανε ο Χριστός. Και πριν το έτος αυτό και μετά από αυτό ο Καϊάφας ήταν αρχιερέας. Κατά το χρόνο στον οποίο ο Ιωάννης έγραφε το ευαγγέλιό του, μνημονευόταν, πόσο μεγάλο και πόσο αξιοσημείωτο υπήρξε το έτος εκείνο, και τι πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε ο Καϊάφας μεταξύ αυτών που αντιτίθονταν στο ευαγγέλιο (b).
(5)  «Επειδή ήταν πιο αναίσχυντος από τους υπόλοιπους… αυτό που εκείνοι αμφέβαλλαν και το διατύπωσαν υπό μορφή σκέψης προς συζήτηση (διότι έλεγαν Τι να κάνουμε;) αυτό το φώναξε αυτός με αναισχυντία και ανεπιφύλακτα και με θρασύτητα» (Χ). Η τραχύτητα και αγένεια, με την οποία εκφράζεται ο Καϊάφας, είναι σύμφωνη με τα από αλλού γνωστά χαρακτηριστικά των Σαδδουκαίων (δες Πράξ. δ 6,ε 17 και Ιωσ. Αρχ. ΧΧ,9,1,Ιουδαϊκή πολιτεία ΙΙ 8,14).
(6)  «Δεν είναι καθόλου συμφέρον, καθόλου χρήσιμο, αν το αντιμετωπίζετε τόσο ράθυμα» (Ζ). Μέμφεται την αναποφασιστικότητα και την χαλαρότητά τους. «Εσείς κάθεστε· και βλέπετε το πράγμα ακόμη με αδιαφορία» (Χ).

50 οὐδὲ διαλογίζεσθε(1) ὅτι συμφέρει(2) ἡμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος(3) ἀποθάνῃ(4) ὑπὲρ τοῦ λαοῦ(5) καὶ μὴ ὅλον(6) τὸ ἔθνος(5) ἀπόληται(7).
50 Και δε σκέφτεστε πως είναι συμφέρον μας να πεθάνει ένας άνθρωπος για χάρη του λαού, για να μην αφανιστεί ολόκληρο το έθνος».
(1)  Η γραφή αυτή είναι προτιμότερη από το απλό λογίζεσθε το οποίο γράφουν οι κώδικες σιναϊτικός, βατικανός, ο του Βέζα και κάποιοι άλλοι. Διότι μαζί με την πρόθεση σημαίνει βαθειά σκέψη (ο). «Είστε αργοί στο να καταλάβετε» (Θφ). Ούτε βάζετε στο νου, ούτε σκέφτεστε μέσα σας (δ).
(2)  Ο Καϊάφας σκέφτεται με απλή πολιτική σκοπιμότητα. Αλλά το Πνεύμα της προφητείας καθοδηγεί αυτόν στο να χρησιμοποιήσει λέξεις κατάλληλες να εκφράσουν ό,τι ήταν πνευματικά σκόπιμο και ωφέλιμο (b). Ο Καϊάφας έδινε πολιτική συμβουλή, παρόλο που αυτή ήταν κυνική (β). «Αυτό και αυτός μεν το είπε με πονηρό λογισμό, αλλά η χάρη του Πνεύματος χρησιμοποίησε το στόμα εκείνου για την προφητεία του μέλλοντος» (Θφ).
(3)  Ο Καϊάφας στο χωρίο αυτό μαρτυρεί για τον αρχιερατικό χαρακτήρα του θανάτου του Χριστού (b) χρησιμοποιώντας ασυναίσθητα την ίδια γλώσσα, την οποία και οι συγγραφείς της Κ.Δ για το θάνατο του Χριστού. Δες Ρωμ. ε 6-8,Β΄Κορ. ε 14,15,Α Θεσ. ε 10 (ο). Ο Καϊάφας δεν λέει, ας του κλείσουμε το στόμα, ας του απαγορεύσουμε να μιλά, ας τον φυλακίσουμε, ας τον εξορίσουμε, παρόλο που με αυτά θα ήταν δυνατόν να προληφθεί ο κίνδυνος, τον οποίο φοβόταν. Αλλά λέει: Ας πεθάνει· ας θανατωθεί βίαια. Εκείνοι οι οποίοι αντιτίθενται κατά του Χριστιανισμού, συνήθως αποβάλλουν τα συναισθήματα της ευσπλαχνίας και φιλανθρωπίας και γίνονται διαβόητοι για τη σκληρότητά τους.
(4)  Ως κακοποιός. Αναφέρεται προφανώς σε βίαιο και όχι σε φυσικό θάνατο (ο). «Χάριν του λαού λοιπόν πέθανε αυτός ο άνθρωπος, το πιο καθαρό από όλα τα πλάσματα, ο οποίος σήκωσε τις αμαρτίες μας και τις ασθένειες, επειδή μπορούσε παίρνοντας πάνω του όλη την αμαρτία όλου του κόσμου να την καταργήσει και να την αφανίσει και να την εξαφανίσει, επειδή δεν διέπραξε αμαρτία, ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του» (Ω). « Πρόσεξε λοιπόν πόση είναι η δύναμη του Πνεύματος, διότι από πονηρή διάνοια έκανε να βγουν λόγια που είχαν προφητεία θαυμαστή» (Θφ).
(5)  Ο όρος έθνος αναφέρεται στους Ιουδαίους, ως πολιτικό σώμα που αντιτίθεται σε ξένη εθνότητα, αυτήν των Ρωμαίων (g). Ο όρος λαός αναφέρεται στη σχέση των Ιουδαίων με το Θεό και σημαίνονται αυτοί ως θεοκρατικό σύνολο και ως ο εκλεκτός λαός του Θεού. Είναι όμως αμφίβολο εάν στο σ. αυτόν τονίζεται η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών όρων (β).
(6)  Χρησιμοποιείται για να τονίσει ακόμη περισσότερο την καθολικότητα της καταστροφής, η οποία θα ερχόταν στο έθνος, εάν ο Ιησούς δεν θανατωνόταν, και για να κάνει ζωηρότερη την αντίθεση μεταξύ ενός ολόκληρου λαού και ενός ατόμου (ο).
(7)  «Χάσιμο του έθνους ονομάζει το να βρεθούν κάτω από την ρωμαϊκή εξουσία» (Κ). Αναφέρεται στα λόγια στο σ. 48: οι Ρωμαίοι θα πάρουν τον τόπο και το έθνος μας (b). Βεβαίως το να θυσιάζεται κάποιος αυθόρμητα υπέρ του κοινού καλού αποτελεί πράξη ευγενέστατη και άξια κάθε επαίνου. Το να συμβουλεύει όμως κάποιος άλλος, ότι συμφέρει να θυσιαστεί η ζωή ενός αθώου υπέρ της κοινής ασφάλειας, προέρχεται από πολιτική σατανική. Ο Καϊάφας με πανουργία και υποκριτικά διαστρέφει την αλήθεια, ότι ο μεγαλύτερος και αγαθότερος άνθρωπος οφείλει να θεωρεί το σύνολο της κοινωνίας πολύ ανώτερο από τον εαυτό του και να σκέφτεται ότι η ζωή του καταναλώνεται ωφέλιμα και χρήσιμα, εάν διατίθεται υπέρ του συνόλου. Αλλά ο Χριστός ήταν η μεγαλύτερη ευλογία του επουράνιου Πατέρα, που στάλθηκε στη γη. Ο Καϊάφας λοιπόν όφειλε να σκεφτεί, εάν έπρεπε και αν είχε δικαίωμα να θυσιάσει την ευλογία αυτή για κίνδυνο φανταστικό και όχι πραγματικό του ιουδαϊκού έθνους. Ήταν ορθό, δίκαιο, ωφέλιμο και πρέπον να επισύρει πάνω του και πάνω σε ολόκληρο το έθνος την ευθύνη του χυσίματος αθώου αίματος, του αίματος του Μεγάλου Προφήτη για πρόληψη κινδύνου, ο οποίος πραγματικά δεν υφίστατο;

51 Τοῦτο(1) δὲ ἀφ’ ἑαυτοῦ οὐκ εἶπεν(2), ἀλλὰ ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου(3) προεφήτευσεν(4) ὅτι ἔμελλεν(5) ὁ Ἰησοῦς ἀποθνήσκειν ὑπὲρ τοῦ ἔθνους(6),
51 Αυτό, βέβαια, δεν το είπε από μόνος του, αλλά ως αρχιερέας εκείνης της χρονιάς, προφήτεψε πως ο Ιησούς θα πέθαινε για χάρη του έθνους·
(1)  «Ποιο; Το να πεθάνει ένας άνθρωπος υπέρ του λαού» (Ζ).
(2)  «Από αυτό νομίζω ότι μαθαίνουμε εμείς, ότι κάποια μεν οι άνθρωποι τα λέμε από μόνοι μας, χωρίς να ενεργεί σε εμάς καμία δύναμη στο να μιλήσουμε, άλλα όμως τα λέμε σαν ακριβώς κάποια δύναμη να αντηχεί και να υπαγορεύει σε εμάς τα λεγόμενα, ακόμα και αν δεν το συνειδητοποιούμε τελείως και δεν παρακολουθούμε τους εαυτούς μας, αλλά νομίζουμε ότι παρακολουθούμε αυτά που λέμε, και είναι ενδεχόμενο ενώ παρακολουθούμε τον εαυτό μας σε όσα λέμε, να μην παρακολουθούμε τη σημασία των λεγομένων· όπως ακριβώς τώρα ο Καϊάφας ο αρχιερέας και από τον εαυτό του δεν μίλησε και δεν είπε το νόημα σαν προφητεία και την προφητεία αυτού που ειπώθηκε δεν την δεχόταν» (Ω).
Όπως οι καρδιές των ανθρώπων είναι στα χέρια του Θεού, έτσι και οι γλώσσες τους. Πλανιούνται όσοι λένε «Το στόμα μας είναι σε εμάς», ώστε να λέμε ό,τι θέλουμε χωρίς να υποκείμεθα στην κρίση του Θεού ή χωρίς να διατελούμε κάτω από τους περιορισμούς της πρόνοιάς του και της δύναμής του.
(3)  «Δεν προφήτευσε επειδή ήταν άξιος, αλλά επειδή ήταν αρχιερέας του έτους εκείνου. Όχι λόγω προσωπικής του αρετής, αλλά λόγω του αρχιερατικού αξιώματος» (Ζ). Ο Καϊάφας προφήτευσε όχι ως απλός αρχιερέας, αλλά ως αρχιερέας του έτους εκείνου (g). Οι Ιουδαίοι απέδιδαν σε κάποιο βαθμό προφητική ιδιότητα στον αρχιερέα, όταν ντυμένος ζητούσε από τον Ιεχωβά τα σχετικά με τη σωτηρία (Εξόδ. κη 30,31,Λευϊτ. η 8,9,Αρ. κζ 21). Του έτους εκείνου του περίφημου, το οποίο είχε προοριστεί ως έτος κατά το οποίο θα σημειωνόταν τόσο άφθονα η έκχυση των δωρεών του Αγίου Πνεύματος.
(4)  Αυθεντική γραφή: επροφήτευσε, που είναι πιο σωστή. Η αύξηση πρέπει να μπαίνει πριν την πρόθεση, διότι δεν υπάρχει το απλό ρήμα φητεύω.
«Ο Καϊάφας είπε αυτό που είπε από παράνομη μεν διάθεση· όμως ο λόγος έγινε ερμηνευτικός πράγματος αληθινού αφού εκφράστηκε με τη μορφή προφητείας. Διότι προαναγγέλλει πόσων αγαθών έγινε αίτιος ο θάνατος του Χριστού, λέγοντας αυτό που δεν γνώριζε» (Κ).
«Όχι όποιος προφητεύει, εκείνος είναι προφήτης… Αν λοιπόν είναι μεν κάποιος προφήτης, οπωσδήποτε προφητεύει, αν όμως κάποιος προφητεύει, δεν είναι οπωσδήποτε προφήτης… Διότι από αυτά που έχουν γραφτεί για τον Καϊάφα, ο οποίος προφήτευσε για τον Σωτήρα, μπορούμε να πούμε ότι και μοχθηρή ψυχή είναι ενδεχόμενο κάποτε να προφητεύει» (Ω). Στον Καϊάφα λοιπόν «το στόμα μόνο χρησιμοποίησε η χάρις, την μιαρή καρδιά όμως δεν την άγγιξε» (Χ). Οι λόγοι της προφητείας στο στόμα δεν αποτελούν αλάνθαστη απόδειξη ότι βρίσκεται και η χάρη στην καρδιά.
«Και δοξάζει (ο Καϊάφας) το Θεό όπως ο Βαλαάμ εξαναγκαζόμενος, επειδή ακριβώς είχε το ιερατικό αξίωμα, οπότε η προφητεία δεν δόθηκε σε αυτόν, αλλά στο σχήμα της ιερωσύνης» (Κ). Η διαφορά με την προφητεία του Βαλαάμ είναι ότι ο μεν Καϊάφας προφήτευσε ασυνείδητα, ενώ ο Βαλαάμ παρά τη θέλησή του (ο). Χωρίς να αποδίδει μόνιμο προφητικό χάρισμα στον Καϊάφα ο Ιωάννης λέει απλώς, ότι κατά την υπέρτατη αυτή στιγμή και για την θεοκρατία και για την ανθρωπότητα, όχι χωρίς επέμβαση της θείας ενέργειας διακηρύχτηκε από αυτόν το μυστηριώδες σχέδιο του Θεού κάτω από τη μορφή απεχθέστατου αξιώματος. Ως προς την αναξιότητα του Καϊάφα θα μπορούσε να παρατηρηθεί, ότι τίποτα δεν είναι πιο αντάξιο του Αγίου Πνεύματος από το να καταδικάζει το ξεπεσμένο όργανό του να εξαγγείλει την θεία αλήθεια, τη στιγμή που μιλά ως όργανο των δικών του συμφερόντων (g). Ο Θεός μπορεί να χρησιμοποιεί πονηρούς ανθρώπους ως όργανα των δικών του σκοπών, πολλές φορές παρά τις προθέσεις τους, διότι κατέχει αυτούς όχι μόνο με κάποια αλυσίδα, ώστε να συγκρατεί αυτούς, για να μην διαπράττουν τις υπερβολές του κακού που σχεδιάζουν, αλλά και με χαλινάρι, ώστε να τους κατευθύνει όπου αυτός θέλει.
(5)  Υπονοεί αυτό που είναι αναπόφευκτο κατά τρόπο και προδιατεταγμένο και προορισμένο (β).
(6)  Προτιμά ο Ιωάννης τον όρο αυτόν ίσως, για να υπαινιχθεί, ότι οι Ιουδαίοι απορρίπτοντας τον Ιησού αποξενώθηκαν από τα προνόμια που είχαν ως λαός του Θεού (β).

52 καὶ οὐχ ὑπὲρ τοῦ ἔθνους μόνον(1), ἀλλ’ ἵνα καὶ τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ(2) τὰ διεσκορπισμένα(3) συναγάγῃ εἰς ἕν(4).
52 κι όχι μόνο για χάρη του έθνους, αλλά για να συνάξει σε μια ενότητα και τα διασκορπισμένα παιδιά του Θεού.
(1)  «Ο μεν Καϊάφας λοιπόν έλεγε ότι ο θάνατος του Χριστού θα γίνει μόνο χάριν των Ιουδαίων, ενώ ο ευαγγελιστής λέει ότι έγινε αυτός για όλη την ανθρωπότητα» (Κ). Ο Ιωάννης παντού προλαβαίνει το ενδεχόμενο παρερμηνείας. Στο παρόν χωρίο με την προσθήκη του αποβλέπει στο να μην συμπεράνει κάποιος από τα λόγια του Καϊάφα, ότι ο Ιησούς πέθανε μόνο για τους Ιουδαίους (b). Ήταν όμως φυσικό σε ευαγγέλιο που γράφτηκε σε περιβάλλον ελληνικό και για Έλληνες αναγνώστες να δοθεί η εξήγηση αυτή (β).
(2)  «Ο ευαγγελιστής ονομάζει τα έθνη παιδιά του Θεού από αυτό που πρόκειται να γίνει» (Ζ).
(3)  Στον παρόντα στίχο αναφέρεται πιθανότατα και το χωρίο της Διδαχής θ 4: «Όπως αυτό το κομμάτι του άρτου ήταν σκορπισμένο πάνω στα βουνά και αφού συγκεντρώθηκε έγινε ένα, έτσι να συγκεντρωθεί η Εκκλησία σου από τα πέρατα της γης στη βασιλεία σου».
(4)  «Ποίμνιο» (Ζ) ή σώμα. «Διότι έκανε ένα σώμα αυτούς που βρίσκονταν κοντά και μακριά, και αυτός που κάθεται στη Ρώμη θεωρεί ότι οι Ινδοί είναι μέλος δικό του» (Χ). Για την ενότητα αυτή και τη φύση της δες Ιω. ιζ 21 και Εφεσ. β 14. Ο Κύριος πέθανε για να συγκεντρώσει εκείνους, οι οποίοι πλανιούνταν, και να συγκεντρώσει αυτούς σε ένα. Πέθανε για να καλέσει προς τον εαυτό του εκείνους, οι οποίοι βρίσκονταν μακριά του και να ενώσει και μεταξύ τους εκείνους, οι οποίοι βρίσκονταν απομακρυσμένοι και χωρισμένοι μεταξύ τους. Ο Κύριος λοιπόν με το θάνατό του έγινε ο μέγας μαγνήτης των καρδιών μας. Διότι για αυτό ακριβώς υψώθηκε στο σταυρό, για να μας ελκύσει όλους στον εαυτό του. Η επιστροφή των ψυχών είναι η συγκέντρωση αυτών στο Χριστό ως κυβερνήτη και καταφυγή τους. Έγινε επίσης με το θάνατό του ο Κύριος το μέγα κέντρο της ένωσής μας μεταξύ μας. Όλοι γίνονται ένα μαζί του. Ένα σώμα, ένα πνεύμα και ένα μεταξύ τους. Όλοι οι άγιοι παντού και σε όλες τις εποχές συναντιούνται στο Χριστό όπως όλα τα μέλη συναντιούνται στο κεφάλι τους και όπως όλα τα κλαδιά στη ρίζα τους.

53 Ἀπ’ ἐκείνης οὖν(1) τῆς ἡμέρας συνεβουλεύσαντο(2) ἵνα ἀποκτείνωσιν αὐτόν.
53 Από εκείνη λοιπόν την ημέρα αποφάσισαν να τον θανατώσουν.
(1)  Υποδηλώνει αυτό ότι η πρόταση του Καϊάφα έγινε δεκτή πιθανώς σιωπηρά και χωρίς ψηφοφορία. Η απόφασή τους ήλθε ως συνέπεια της συμβουλής του Καϊάφα. «Όπως ακριβώς κάποιοι από τους ετεροδόξους παρανοούν το νόημα της γραφής, έτσι οι Φαρισαίοι αυτό που ειπώθηκε από τον Καϊάφα το παίρνουν σύμφωνα με το δικό τους νου» (Ω).
(2)  «Δηλαδή αυτό ακριβώς που φαινόταν καλό στον καθένα χωριστά, άρεσε σε όλους μαζί» (Κ). «Βεβαίως και προηγουμένως ζητούσαν να τον φονεύσουν όπως προειπώθηκε (Ιω. ε 18,ζ 19)· αλλά τώρα επικύρωσαν την άποψη με συμβουλή και σύσκεψη» (Ζ). Υπάρχει και η γραφή εβουλεύσαντο=έλαβαν απόφαση. Πονηροί άνθρωποι στηρίζουν και ενθαρρύνουν τους εαυτούς τους και άλλους σε πονηρές ενέργειες με τις συσκέψεις και συζητήσεις τους. Και διεφθαρμένες διάνοιες αποβάλλουν κάθε χαλινάρι στις κακές τους σκέψεις, όταν συναντιούνται με άλλες διεφθαρμένες διάνοιες. Τότε η κακία και το έγκλημα το οποίο προηγουμένως φαινόταν σε αυτούς απραγματοποίητο, παρουσιάζεται σε αυτούς όχι μόνο δυνατό αλλά και εύκολο.

54 Ἰησοῦς οὖν(1) οὐκέτι παρρησίᾳ(2) περιεπάτει(3) ἐν τοῖς Ἰουδαίοις(4), ἀλλὰ ἀπῆλθεν(5) ἐκεῖθεν εἰς τὴν χώραν ἐγγὺς τῆς ἐρήμου(6), εἰς Ἐφραὶμ λεγομένην πόλιν(7), κἀκεῖ διέτριβε μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ(8).
54 Γι’ αυτό ο Ιησούς δεν κυκλοφορούσε πια ελεύθερα ανάμεσα στους Ιουδαίους, αλλά έφυγε από ’κει και πήγε στην περιοχή κοντά στην έρημο, σε μια πόλη που λεγόταν Εφραίμ. Εκεί έμενε μαζί με τους μαθητές του.
(1)  Λόγω των κακών σχεδίων και των κακών προθέσεων των εχθρών του. Η αναχώρηση αυτή του Ιησού επήλθε ως συνέπεια της παραπάνω απόφασης του συνεδρίου.
(2)  «Φανερά» (Ζ). Κυρίως σημαίνει η λέξη την ελευθεροστομία, οπότε η έννοια είναι: με φανερή ελευθερία όχι μόνο στην άσκηση του λόγου, αλλά και στην προσωπική παρουσία κάποιου (ο). Ο τρόπος που προσφέρεται κάποιος στους ανθρώπους, με τον οποίο είναι σε όλους φανερός (G).
(3)  Δες ζ 1.
(4)  =Μεταξύ των Ιουδαίων που είχαν εχθρικές διαθέσεις προς αυτόν. Δες α 19,ε 10.
(5)  «Πάλι με ανθρώπινο τρόπο σώζει τον εαυτό του και το κάνει αυτό συνεχώς» (Χ).
«Υποχωρεί όχι επειδή δείλιασε, αλλά για να μην δώσει την εντύπωση ότι τους ερεθίζει με το να τον βλέπουν, παρόλο που είχαν φονικές διαθέσεις. Διδάσκει όμως και εμάς να υποχωρούμε στις εξάψεις αυτών που οργίζονται και να μην ρίχνουμε τους εαυτούς μας στους κινδύνους» (Κ).
«Έφυγε αναμένοντας τον κατάλληλο καιρό του πάθους» (αμ).
«Διότι είναι μεν καλό αν πέσουμε στον αγώνα του να ομολογήσουμε τον Ιησού, να μην απαρνούμαστε την ομολογία… αλλά όχι μικρότερο από αυτό καλό είναι, και το να μην δίνουμε αφορμή σε αυτόν τον τόσο μεγάλο πειρασμό, αλλά με κάθε τρόπο να αποφεύγουμε αυτόν, όχι μόνο διότι είναι άγνωστη σε εμάς η έκβαση αυτού του πειρασμού, αλλά και για να μην γίνουμε εμείς αιτία του να γίνουν αμαρτωλότεροι και ασεβέστεροι αυτοί που… έγιναν ένοχοι για το χύσιμο του αίματός μας» (Ω).
(6)  Η έρημος αυτή είναι σύμφωνα με τον Lange η δυτική εσχατιά της άγονης άκρης, με την οποία το οροπέδιο των βουνών της φυλής Βενιαμίν χωρίζεται σε όλο του το μήκος από την κοιλάδα του Ιορδάνη και τη Νεκρά θάλασσα. Από το μέρος αυτό ο Ιησούς μπορούσε ανάλογα με το τι ήθελε πλησιάζοντας το Πάσχα ή να συνενωθεί μαζί με τους προσκυνητές της Γαλιλαίας, οι οποίοι πήγαιναν κατ’ ευθείαν στην Ιερουσαλήμ μέσω της Σαμάρειας, ή να κατεβεί στην Ιεριχώ, στην πεδιάδα του Ιορδάνη και να ακολουθήσει το καραβάνι, το οποίο ερχόταν από την Περαία (g).
(7)  Δεν αναφέρεται αλλού στην Κ.Δ. Αναφέρεται από τον Ιώσηπο (Ιουδ. Πολ. 4,9,9) σε συνέχεια μαζί με την ορεινή στα βόρεια των Ιεροσολύμων ως μικρή πόλη και συνδεδεμένη με την Βαιθήλ όπως και στο Β΄Παρ. ιγ 19, όπου ονομάζεται Εφρών. Ταυτίζεται γενικά με την Ελ-Ταγιβέχ, που βρίσκεται 4 μίλια βορειοανατολικά της Βαιθήλ (β). Σύμφωνα με τον Ευσέβιο βρισκόταν 8 ρωμαϊκά μίλια, ενώ κατά τον Ιερώνυμο 20 βορειοανατολικά των Ιεροσολύμων (g).
(8)  Η (μετά) δεν είναι συνώνυμη με την (συν)=ανάμεσα στην συντροφιά των μαθητών του, και όχι μόνος· ήταν μαζί τους (g). «Και δεν πήγε βεβαίως εκεί μόνος, αλλά πήρε μαζί του και τους μαθητές, για να μην δώσει καμία αφορμή σε αυτούς που τον ζητούσαν» (Ω). Υπάρχει και η γραφή: κακεί έμεινε μετά των μαθητών, όπου αποσιωπείται και το αὐτοῦ.

55 Ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβησαν πολλοὶ εἰς Ἱεροσόλυμα ἐκ τῆς χώρας(1) πρὸ τοῦ πάσχα ἵνα ἁγνίσωσιν(2) ἑαυτούς.
55 Πλησίαζε όμως το Πάσχα των Ιουδαίων. Και πολλοί απ’ όλη τη χώρα ανέβηκαν στα Ιεροσόλυμα πριν από το Πάσχα, για να τελέσουν τους καθορισμένους καθαρμούς.
(1)  Δεν αναφέρεται ειδικά στη χώρα, όπου βρισκόταν και η Εφραίμ, αλλά σε όλη την Ιουδαία και Γαλιλαία σε αντίθεση με την πρωτεύουσα.
(2)  «Εξαγνίζονταν από πριν σύμφωνα με παλαιά συνήθεια αυτοί που είχαν διαπράξει θελημένα ή αθέλητα αμαρτήματα» (Κ). Ο νόμος δεν καθόριζε ειδικές καθάρσεις πριν το Πάσχα, αλλά σε πολλά σημεία της Π.Δ. ορίζεται να εξαγνίζεται ο λαός στις παραμονές σοβαρών περιπτώσεων (Γε. λε 2,Εξ. ιθ 10,11 κτλ.). Για αυτό και το μέτρο αυτό εφαρμόστηκε και στη γιορτή του Πάσχα (Β΄Παρ. λ 16-20) (g). Δες στο ιη 28 για την σοβαρότητα που αποδιδόταν στον τελετουργικό εξαγνισμό. Δες και Πράξ. κα 24 (β).

56 Ἐζήτουν οὖν τὸν Ἰησοῦν(1) καὶ ἔλεγον μετ’ ἀλλήλων ἐν τῷ ἱερῷ(2) ἑστηκότες(3)· τί δοκεῖ ὑμῖν, ὅτι οὐ μὴ ἔλθῃ εἰς τὴν ἑορτήν(4);
56 Αναζητούσαν, λοιπόν, τον Ιησού, κι εκεί που στέκονταν, στο χώρο του ναού, έλεγαν μεταξύ τους: «Τι νομίζετε, δε θα ’ρθει στη γιορτή;»
(1)  Όπως και άλλοτε με ευκαιρία τη γιορτή της σκηνοπηγίας (ζ 12). Την περιέργειά τους αύξησε τώρα η φήμη από το θαύμα του Λαζάρου. Για τις προθέσεις των προσκυνητών αυτών υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Ή, λιγότερο πιθανή, «θαυμαστός εξαγνισμός με αιμοβόρα πρόθεση, με σκέψη για ανθρωποκτονία, με χέρια ματωμένα» (Χ). «Διότι τη γιορτή την έκαναν παγίδα για αυτόν» (Ζ). Ή, πιο σωστά, οι επαρχιώτες αυτοί επιθυμούσαν να δουν και να ακούσουν τον Ιησού, όπως και άλλοτε, έχοντας όμως υπ’ όψη τα ληφθέντα μέτρα για σύλληψή του, εξέφραζαν αμφιβολία για το αν θα ερχόταν.
(2)  Στις αυλές ή κάτω από τις στοές του ναού (F), όπου επρόκειτο να διεξαχθούν και οι τελετές της κάθαρσης και του εξαγνισμού τους (μ).
(3)  Στη στάση της αναμονής (g).
(4)  Πιο φυσικό είναι να χωρίσουμε τις δύο προτάσεις σε δύο χωρισμένες μεταξύ τους ερωτήσεις (g)= Τι νομίζετε; Νομίζετε ότι δεν θα έλθει; (b).

57 Δεδώκεισαν δὲ καὶ(1) οἱ ἀρχιερεῖς(2) καὶ οἱ Φαρισαῖοι(3) ἐντολὴν(4) ἵνα ἐάν τις γνῷ ποῦ ἐστι, μηνύσῃ(5), ὅπως πιάσωσιν αὐτόν(6).
57 Μάλιστα οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι είχαν δώσει εντολές, αν μάθει κανείς πού είναι, να ειδοποιήσει για να τον συλλάβουν.
(1)  Δεν μαρτυρείται από πολλούς μεγαλογράμματους κώδικες. Δεν φαίνεται αυθεντικό, οπότε ο σ. αυτός εκφράζει το λόγο, για τον οποίο ο λαός εξέφραζε αμφιβολίες για το να θα ερχόταν ο Ιησούς. Εάν δεχτούμε το (και) ως αυθεντικό, τότε στους λόγους, για τους οποίους ο λαός εξέφραζε τέτοιες αμφιβολίες και οι οποίοι βασίζονταν πιθανότατα στην αργοπορία του Ιησού να εμφανιστεί στο συνηθισμένο τόπο, προστίθεται και άλλη αιτία, που έκανε απίθανη την έλευση του Ιησού.
(2)  Μπαίνουν πρώτοι διότι είχαν την εξουσία να εκδίδουν τέτοιες εντολές.
(3)  Ακολουθούν και οι Φαρισαίοι ως οι πραγματικοί υποκινητές, αυτοί που ξεσήκωσαν τους αρχιερείς. Δες ζ 45 (g)
(4)  Πιθανώς η εντολή αυτή κυκλοφόρησε κυρίως μεταξύ των εμπίστων, των εχθρών του Ιησού. Εάν δεχτούμε ότι η εντολή αυτή δημοσιεύτηκε, τότε νωρίς παραθεωρήθηκε, διότι αλλιώς δεν θα εξηγούνταν, πώς ο Ιησούς κατά την εβδομάδα του πάθους μπήκε επίσημα στα Ιεροσόλυμα και παρέμεινε στη Βηθανία και τα Ιεροσόλυμα για πέντε ολόκληρες ημέρες, χωρίς κανείς να καταγγείλει τον τόπο της διαμονής του (ο). Υπάρχει και η γραφή: εντολάς.
(5)  Μηνύω=κάνω το κρυφό φανερό, γνωστό· και με γενική έννοια δείχνω, αναφέρω που είναι (G). Έτσι ο Κύριος παρουσιάστηκε στο λαό ως επιβλαβής και επικίνδυνος, ως εκτός του νόμου, τον οποίο ο καθένας θα μπορούσε να πλήξει. Και ο Σαούλ στο παρελθόν τέτοια εντολή είχε δώσει για τον Δαβίδ, όπως και ο Αχαάβ για τον Ηλία. Ασφαλώς επιβαρύνουν την ενοχή τους και κάνουν πιο ολέθριο το έγκλημά τους οι κακοί άρχοντες, όταν καθιστούν τους υφισταμένους τους όργανα της αδικίας και κακίας τους. Δες και εδώ πώς οι Φαρισαίοι επιζητούν να καταστήσουν και τους άλλους συνενόχους των φονικών τους αποφάσεων.
(6)  «Είναι θαυμαστή η εντολή των αρχιερέων, προδοσία για θάνατο. Ω οι ανίεροι! Πώς ξεκινούν να τιμούν τη γιορτή! Με τι ψυχές, που έπνεαν φόνο, πρόκειται να γιορτάζουν» (Ζ).

(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 397-434 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΣΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ ΜΑΣ

Συγγραφέας: kantonopou στις 8 Φεβρουαρίου, 2019

Σχετική εικόνα

Η Εκκλησία εορτάζει στις 2 Φεβρουαρίου το πρόσωπο και την ιδιότητα της μητέρας. Κατά την εορτή της Υπαπαντής η Παναγία πηγαίνει τον Χριστό στον ναό, εκπληρώνοντας  την νομική παράδοση του σαραντισμού.  Μας δείχνει έτσι την πλήρη συγκατάβαση του Χριστού στα ανθρώπινα, αλλά και την αίσθηση  της αποστολής “ως μάνας” που είχε στην ψυχή της η Μητέρα του Θεού και όλων των ανθρώπων.

Αυτή η αίσθηση της αποστολής δεν φαίνεται να συμβαδίζει με το πνεύμα των καιρών μας. Για την σύγχρονη γυναίκα η μητρότητα δεν είναι προτεραιότητα. Οι σπουδές, η καριέρα, τα χρήματα, το να ζήσει την ζωή είναι τα στοιχεία εκείνα που μεταθέτουν χρονικά την μητρική λειτουργία. Δεν τιμάται άλλωστε από τους πολλούς η ιδιότητα της μάνας. Το starsystem προβάλλει το πρότυπο του γυναικείου σώματος χωρίς τις ατέλειες και το βάρος της εγκυμοσύνης, ενώ για την σταδιοδρομία της γυναίκας στον επαγγελματικό και κοινωνικό χώρο ένα παιδί δεν είναι ό,τι καλύτερο, καθώς την κάνει να χάνει χρόνο και δημοσιότητα, αναγκασμένη να μείνει στο σπίτι για να το φροντίσει στα πρώτα βήματά του. Το φεμινιστικό κίνημα, εξάλλου, υπερτονίζει ότι το σώμα της ανήκει στην γυναίκα και αυτή θα αποφασίσει αν θα κάνει παιδί ή όχι. Έτσι δικαιολογείται και ο μεγάλος αριθμός εκτρώσεων.

Ανάλογη είναι και η στάση των καιρών έναντι της πολυτεκνίας. Το να γεννήσει μία γυναίκα τρία και περισσότερα παιδιά θεωρείται ανεπιθύμητη πολυτέλεια. Τι να πει κάποιος για την πολιτεία που φορολογεί τις πολύτεκνες οικογένειες σαν να μην έχει καμία σημασία για το οξύτατο δημογραφικό μας πρόβλημα η αύξηση του πληθυσμού; Τι να πει όμως κάποιος και για την ντροπή που αισθάνεται ένα νέο κορίτσι αν πει δημόσια ότι θα ήθελε να κάνει περισσότερα από δύο παιδιά; Για την ειρωνεία ακόμη και του περιβάλλοντός της και για την παντελή έλλειψη υποστήριξης της ιδέας της από το σχολείο; Δεν μπορεί να είναι στόχος φανερός  για μία νέα κοπέλα το να παντρευτεί και να κάνει παιδιά. Η μητρότητα στο περιθώριο…

Είναι αυτονόητο ότι με τις διαπιστώσεις δεν λύνεται το πρόβλημα. Όμως αν θυμηθούμε όλοι μας ότι μάς έχει γεννήσει μητέρα, προς την οποία η αγάπη μας είναι αναντικατάστατη, το όνομα της οποίας αναφωνούμε  σε κάθε δυσκολία, την φροντίδα της αναζητούμε σε κάθε γνήσια σχέση, για την αγκαλιά της δεν μπορούμε να βρούμε άλλη παρηγοριά, τότε υπάρχει ελπίδα να αλλάξουμε νοοτροπία.
 Άνδρες και γυναίκες, νέοι και μεγαλύτεροι μπορούμε να αφυπνιστούμε. Να καταλάβουμε ότι η φύση μας περιλαμβάνει τις ιδιότητες του πατέρα και της μητέρας, για να ολοκληρωθούμε ως άνθρωποι, εφόσον δεν έχουμε επιλέξει κλήση μοναχική. Ότι η δωρεά της μητρότητας  είναι καλό να επιδιώκεται στην νεαρότερη ηλικία, διότι τότε η γυναίκα έχει δυνάμεις. Ότι η καριέρα, όση καταξίωση κι αν δίνει στην γυναίκα, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από το βλέμμα του παιδιού που λέει “μαμά” και ότι η μητρική ιδιότητα είναι εφ᾽ όρου ζωής δωρεά. Ότι αν η γυναίκα αποτύχει στον μητρικό της ρόλο, διότι δεν έδειξε την αγάπη και την έγνοια που χρειαζόταν, καμία καριέρα δεν την καταξιώνει. Η μητρότητα είναι το αντίδοτο της φύσης στον θάνατο.
Η Παναγία ως μάνα ας ξαναγίνει πρότυπο!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» στο φύλλο της Τετάρτης  6 Φεβρουαρίου 2019

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

Συγγραφέας: kantonopou στις 8 Φεβρουαρίου, 2019

Η γιορτή των Τριών Ιεραρχών, συνειδητά από την Πολιτεία και εξ αδιαφορίας από την Εκκλησία, μετετράπη οριστικά σε αργία, εκτός από τα Γυμνάσια και τα Λύκεια, και για τα Δημοτικά και για τα Νηπιαγωγεία. Προφανώς και η Εκκλησία θα συνεχίζει να την εορτάζει στις 30 Ιανουαρίου κάθε χρόνο. Όμως για την ελληνική πολιτεία το παραδοσιακό περιεχόμενο της γιορτής, με εκκλησιασμό, ομιλίες και ένα αίσθημα σύνδεσης χριστιανισμού και ελληνισμού, θα υποβαθμίζεται περαιτέρω, μέχρις ότου σβήσει οριστικά. Όσοι ρομαντικοί επιμένουμε ότι και η Πολιτεία οφείλει να διασώζει την ταυτότητα του Ελληνισμού θα διαπιστώνουμε ότι η πίστη δεν έχει σχέση με τους στόχους του κράτους μας, το οποίο πορεύεται προς μία παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα χωρίς διάθεση να έχει στηρίγματα αυτοδιάθεσης και αυτεπίγνωσης. Σειρά, άλλωστε, μετά τα Θρησκευτικά έχει και η Ιστορία για μεταρρύθμιση.

Αξίζει όμως να θυμίζουμε στους εαυτούς μας όψεις τού γιατί τιμούμε τους Τρεις Ιεράρχες ως προστάτες όχι μόνο της πίστης, αλλά και της παιδείας, των γραμμάτων. Μία από αυτές έχει να κάνει και με τις παιδαγωγικές αρχές του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου, του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, οι οποίες παραμένουν επίκαιρες.

Οι Τρεις Πατέρες θεωρούν ότι σκοπός της ζωής, όπως και της παιδείας, είναι η αγιότητα.  Η μόρφωση του ανθρώπου δεν αποσκοπεί στο να κάνει επίδειξη γνώσης, να διακριθεί ανάμεσα στους άλλους για να φανεί το εγώ του, αλλά στο να τον βοηθήσει να ακολουθήσει την οδό της εκζήτησης της σχέσης με τον Θεό, την οδό της αρετής που οδηγεί στην πάλη εναντίον των παθών. Γι᾽ αυτό και η παιδεία συνδυάζεται με την καλλιέργεια του ήθους. Στην ιστορία της Εκκλησίας άσημοι και ταπεινοί άγιοι υπέταξαν τους σοφούς και τους ρήτορες του κόσμου τούτου, στηριγμένοι στην μόρφωση της πίστης.

Παράλληλα, οι Τρεις Ιεράρχες επισημαίνουν την ανάγκη για συνέπεια λόγων και έργων. Γονείς και δάσκαλοι καλούνται να ζούνε όπως πιστεύουν, ώστε να γίνονται το αυθεντικό παράδειγμα στα παιδιά τους. Ακόμη, οι γονείς καλούνται να βάζουν όρια στα παιδιά τους, νόμους και κανόνες, ώστε να μην ικανοποιούνται άκριτα όλες οι επιθυμίες τους και να μάθουν να εκτιμούν τα απαραίτητα. Παράλληλα, η ασκητικότητα της παράδοσης μας, η νηστεία, η υπακοή, η αποφυγή της πολυτέλειας, κυρίως όμως η μάθηση στην αγάπη αποτελούν τρόπους αγωγής των παιδιών στο αυθεντικό.

Οι παιδαγωγικές αυτές αρχές δεν ήταν πρωτοποριακές μόνο για την εποχή που εκφράστηκαν, αλλά διατηρούν ακέραιη την φρεσκάδα τους και στους καιρούς μας. Είναι συνδεδεμένες με την δύναμη της πίστης στον Θεό, η οποία δίνει ελπίδα. Ταυτόχρονα, μας προκαλούν σε έναν γόνιμο διάλογο με την ιστορική μας παράδοση, καθώς οι Τρεις Ιεράρχες συνέδεσαν τον αρχαιοελληνικό με τον χριστιανικό τρόπο. Δεν απέρριψαν το ελληνικό χθες, αλλά συνέστησαν στους νέους να ωφελούνται από τα αρχαία γράμματα, όπως οι μέλισσες που επιλέγουν ό,τι είναι χρήσιμο. Ζήτησαν δηλαδή κριτική σκέψη, επίγνωση της χριστιανικής ταυτότητας και μπόλιασμά της με  ό,τι ωραίο ο ελληνισμός είχε να δώσει, δίχα της ηθικής διαφθοράς και της αμαρτίας.

Η ελπίδα της Ανάστασης και η έμπρακτη αγάπη κάνουν το παράδειγμα ζωής των Πατέρων μας πολυτιμότατο και για μεγάλους και για μικρούς! Ας συνεχίζουμε να τους γιορτάζουμε, εις πείσμα των καιρών!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανὀς

Δημοσιεύθηκε στην “Ορθόδοξη Αλήθεια” Στο φύλλο της Τετάρτης 30 Ιανουαρίου 2019

Κατηγορία ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Επιστήμη και Βιβλική Κοσμογονία

Συγγραφέας: kantonopou στις 15 Ιανουαρίου, 2019

1)   Αν ρίξουμε ένα βλέμμα στον τρόπο της έκθεσης της εξαημέρου θα δούμε, ότι δεν πρόκειται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, για γεωλογικές περιόδους, όπως νόμισαν κάποιοι, διότι το κείμενο μιλά ρητά «και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί». Άρα μιλά για ημερονύκτιο. Ούτε όμως και για πραγματικά εικοσιτετράωρα ημερονύκτια πρόκειται, διότι ο ήλιος ο οποίος καθορίζει τα ημερονύκτια έγινε την τέταρτη ημέρα. Επομένως ο τόνος δεν πρέπει να δοθεί στη σειρά των δημιουργημάτων, αλλά στον αριθμό έξι. Η Βιβλική δηλαδή διήγηση της εξαημέρου είναι έξι οράματα, με τα οποία ο Θεός αποκάλυψε στους πρωτοπλάστους την δημιουργία του κόσμου.

Για καμία άλλη εποχή η αποκάλυψη υπήρξε αναγκαιότερη όσο για την αρχή της ανθρωπότητας. Η αποκάλυψη θα γινόταν με έκσταση όπως έγινε στον Αδάμ η αποκάλυψη της δημιουργίας της γυναίκας όπως ρητά αναφέρει η Αγία Γραφή (2,21). Επομένως η εξαήμερη δημιουργία είναι έξι οράματα εγκλειόμενα σε εικοσιτετράωρα χρονικά διαστήματα, με τα οποία ο Αδάμ είδε την εν χρόνω ενέργεια του Θεού. Η πρωταρχική αυτή παράδοση υπήρξε εν πρώτοις υποκείμενο προφορικής παράδοσης, η οποία καταγράφηκε ίσως πολύ πριν τον Μωϋσή.

2)   Εάν ρίξουμε προσεκτικότερο βλέμμα στο περιεχόμενο της εξαημέρου θα παρατηρήσουμε, ότι αυτή διαιρείται σε δύο αντίστοιχες τριάδες (στιχ. 3-13 και στιχ. 14-25) και έπειτα έρχεται η δημιουργία του ανθρώπου (στιχ. 26-29). Οι αντίστοιχες αυτές τριάδες έχουν σχέση μεταξύ τους και προς αλλήλας. Έχουν σχέση μεταξύ τους, διότι οι ημέρες της πρώτης τριάδος είναι χωρίσματα, ενώ οι μέρες της δεύτερης τριάδος είναι συμπληρώματα.

Και συγκεκριμένα: κατά την πρώτη ημέρα χωρίζεται το φως από το σκότος, την δεύτερη ημέρα χωρίζεται ο ουρανός από την θάλασσα, την τρίτη ημέρα χωρίζεται η θάλασσα από την ξηρά.

Στην δεύτερη τριάδα έχουμε τα συμπληρώματα ως εξής: Κατά την τέταρτη ημέρα έχουμε τον ήλιο για συμπλήρωση του φωτός της πρώτης ημέρας. Κατά την πέμπτη ημέρα έχουμε τα συμπληρώματα ουρανού και θάλασσας, δηλαδή τα πτηνά του ουρανού και τα ψάρια της θάλασσας. Κατά την έκτη ημέρα έχουμε τα χερσαία ζώα και τον άνθρωπο το συμπλήρωμα της ξηράς και των φυτών της τρίτης ημέρας, διότι πάνω στην ξηρά και δια των φυτών θα ζήσουν άνθρωποι και ζώα.

3)   Ο σκοπός: Αυτός είναι θρησκευτικός και παιδαγωγικός. Επομένως τα κοσμικά γεγονότα θίγει εν παρόδω και μιλά για την δημιουργία όπως εμφανίζεται αυτή στα μάτια μας. Αφήνει την επιστημονική έρευνα αυτών στην ανθρώπινη οξυδέρκεια όπως βεβαιώνουν Βασίλειος, Χρυσόστομος, Αυγουστίνος. Σύμφωνα με τον σκοπό αυτόν η αποκάλυψη κατέρχεται στην αντιληπτική ικανότητα κάθε ηλικίας και όλων των αιώνων, έτσι ώστε το αόρατο και πνευματικό να είναι ευκρινές και σαφές στους αδύνατους. Για αυτό η δημιουργική ενέργεια του Θεού εκθέτει αυτά με εικόνες ανθρώπινης ενέργειας (ομιλία του Θεού, έργο εξαήμερο, ανάπαυση κλπ.) τονίζει δε στα θεία αυτά έργα εκείνο το οποίο υποπίπτει στην άμεση αντίληψη και είναι δυνατόν να κατανοηθεί από τους απλούς ανθρώπους.

4)   Το κείμενο: Είναι απλό, φωτεινό και στα παιδιά αντιληπτό και η ερμηνεία δεν έχει κανένα δικαίωμα να απομακρυνθεί από την κυριολεξία, εφ’ όσον δεν παρίσταται επιτακτική ανάγκη για αυτό. Οι λέξεις «ημέρα, φως, πρωΐ, εσπέρα κλπ.» πρέπει να ληφθούν στη συνηθισμένη κυριολεξία τους. Η δε ομιλία του Θεού ως ανθρώπινη είναι ανθρωποπαθής Βιβλική έκφραση, η οποία δηλώνει, ότι στη δημιουργία πραγματοποιήθηκαν οι θείες σκέψεις και ότι τα δημιουργήματα είναι η φυσική αποκάλυψη της δύναμης, της σοφίας και της αγαθότητας του Θεού. Για αυτό η δημιουργία εκτίθεται ως έργο που έγινε σε έξι ημέρες μαζί με την ημέρα της ανάπαυσης της εβδόμης που ακολούθησε αυτές για συμβολισμό των έξι εργάσιμων ημερών, κατά τις οποίες ο άνθρωπος οφείλει να εργάζεται, και της έβδομης, του Σαββάτου, κατά την οποία υποχρεούται να αναπαύεται.

Συμπέρασμα: Από αυτά συνάγεται ότι η Βιβλική κοσμογονία δεν είναι επιστημονική, αστρονομική έκθεση της δημιουργίας, αλλά σχηματική ταξινόμηση των δημιουργημάτων για σκοπό θρησκευτικό ότι αυτά έγιναν από το Θεό, και έχουν σκοπό παιδαγωγικό, για να μας διδάξει, ότι πρέπει τις 6 ημέρες να εργαζόμαστε και την έβδομη να αναπαυόμαστε.

Κατά συνέπεια σε καμία αντίφαση δεν μπορεί να έλθει η βιβλική κοσμογονία με τις επιστημονικές παρούσες ή μεταγενέστερες αντιλήψεις, περί δημιουργίας του κόσμου.

(Η Παλαιά Διαθήκη, αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακόπουλου, τόμος Α, έκδοσις «Λυδία» 1986, σελ. 408-410)

………………………………………………………

«καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία» (Γένεσις 1,5)

«Ημέρα μία». Ο όρος yom στην εβραϊκή δηλώνει την ημέρα, νοούμενη ως ημερονύκτιο ή νυχθήμερο, το έτος, τον καιρό, μια χρονική περίοδο της ζωής και επιρρηματικά το σήμερα. Στη βιβλική του χρήση η έννοιά του ως «ημέρα», με την οποία προσδιορίζεται συνήθως στους Ο΄(μετάφραση των 70), προσδιορίζει μια χρονική περίοδο άλλοτε περιορισμένης και άλλοτε ακαθόριστης ή μακράς διάρκειας.

Στον παρόντα στίχο, ειδικά, η χρονική διάρκεια της yom-ημέρας υπολογίζεται, όπως ήδη ελέχθη, από πρωί σε πρωί και όχι από βράδυ σε βράδυ, όπως είχε καθιερωθεί στη θρησκευτική παράδοση των ιουδαϊκών εορτών και του Σαββάτου και θεσμοθετηθεί στο μωσαϊκό νόμο. Αυτός ο υπολογισμός δεν έχει βέβαια σχέση με ό,τι ακριβώς ισχύει σήμερα επιστημονικώς, δηλ. με το χρόνο των 24 ωρών, που απαιτείται για μια πλήρη περιστροφή της γης περί τον άξονά της. Σχετίζεται όμως με τη χρονική περίοδο μεταξύ φωτός-σκότους (πρωί) και σκότους-φωτός (εσπέρα), η οποία κατά τον ιερό συγγραφέα ορίζεται από την διαδοχική εναλλαγή των δύο αυτών φαινομένων. Ως εκ τούτου η ημέρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αορίστου, αλλά ορισμένης διάρκειας χρονική περίοδος.

Σ’ αυτήν την πραγματικότητα, της οποίας εμπειρία μάς επιτρέπει να αποκτήσουμε η φυσική παρατήρηση και οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις που έχουμε από αυτήν, προσκρούει κάθε αντίθετη άποψη, η οποία επεκτείνει το όριο της δημιουργικής ημέρας σε μακρά χρονική περίοδο, ετών ή αιώνων, ή την εκλαμβάνει ως ισοδύναμη με γεωλογικές περιόδους (146) (Δες και D.Gowan, «From Eden to Babel.A commentary on the book of Genesis 1-11», σ.22.Το θέμα της δημιουργικής ημέρας διαπραγματεύεται ο J.E. Young στη μελέτη του «the days of Genesis», WTS 25 (1962), 1-24).

Προσκρούει δε επειδή εισηγείται αμέσως την εξέλιξη των διαφόρων στρωμάτων της δημιουργίας μέχρι τον άνθρωπο και οδηγεί κατ’ επέκταση στη θεωρία της εξέλιξης των ειδών, εισάγοντας έτσι ξένα κοσμολογικά στοιχεία στη βιβλική διήγηση της Γενέσεως και νοθεύοντας το θρησκευτικό της νόημα. Βεβαίως δια μέσου των αιώνων υφίσταται κάποια φυσική εξέλιξη στην κτίση, αλλά αυτή –πρέπει να διευκρινήσουμε- έχει άμεση σχέση με την επισυμβάσα στο μεταξύ πτώση του ανθρώπου και την ως εκ τούτου διατάραξη της ισορροπίας και της τάξης σε αυτήν. Για αυτό δεν επιτρέπεται, για λόγους απολογητικούς, η μετατροπή των έξι ημερών σε έξι μακρές χρονικές περιόδους, κατά τη διάρκεια των οποίων συντελέστηκε η δημιουργία. Γιατί μια τέτοια αντίληψη καταστρέφει την αναλογία πάνω στην οποία βασίζεται η καθιέρωση του Σαββάτου ως της εβδόμης ημέρας με τη θεολογική της βαρύτητα, και η διαδοχή των έξι ημερών, που καταλήγουν στο Σάββατο, χάνουν τη σημασία τους. Συνάμα δε αντιστρατεύεται και στην απλή έννοια του στίχου, ο οποίος, όπως ελέχθη, χρησιμοποιεί εδώ την ημέρα, όπως χρησιμοποιείται και στη λαϊκή γλώσσα, ως περίοδο δηλ. φωτός και σκότους, που αργότερα θα προσδιοριστεί ως εικοσιτετράωρη.

Συνεπώς, ό,τι πρέπει να γνωρίζουμε εν αναφορά γενικά με τις ημέρες της δημιουργίας είναι ότι ο ιερός συγγραφέας περιγράφοντας το δημιουργικό έργο του Θεού κινείται σε σχηματικά πλαίσια. Εντάσσει δηλ. την έκφραση της δημιουργικής ενέργειας του Θεού σε δικά του χρονικά καλούπια. Το κατανέμει έτσι σε έξι εργάσιμες ημέρες, που καταλήγουν στην εβδόμη, την ημέρα της ανάπαυσης, για να συμμορφωθεί με τη διαίρεση του χρόνου, που ήδη ίσχυε για τους Εβραίους. Με άλλα λόγια η αποκάλυψη του θείου έργου γίνεται με αυτόν τον τρόπο των έξι ημερών κατά συγκατάβαση προς το «ατελές» της αντιληπτικής ικανότητας του ανθρώπου, προκειμένου να τον βοηθήσει να στοχαστεί το υπέροχο και θαυμαστό έργο της δημιουργίας (147)(«ινα μαθης ότι δια το ατελές της ημετερας διανοίας ταύτη εχρήσατο τη συγκαταβάσει της διηγήσεως»(Ιω. Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν, ομιλ Γ΄, σ. 34).

Στην πραγματικότητα βέβαια ο κόσμος δημιουργήθηκε αμέσως και στο σύνολό του χωρίς χρονικές διακοπές, όπως εύστοχα ερμηνεύει ο Μ. Βασίλειος· «εν κεφαλαίω (στο σύνολό τους) εποίησεν ο Θεός, τουτέστιν αθρόως (με τη μία) και εν ολίγω (χωρίς διακοπή)»(148)(Εις την Εξαήμερον, Α΄,6,σ. 17Α).

Ή, όπως εξηγεί ο Γρηγόριος Νύσσης, «συλλήβδην και εν ακαρεί»(149)(Περί της Εξαημέρου, σ. 72Β), δηλαδή στο σύνολό του και σε βραχύτατο χρόνο. Αυτό κατανοείται κατά τη διδασκαλία του Νύσσης ως εξής: Στην αρχή δημιουργήθηκαν τα πάντα με τη θεία βούληση αμέσως και στο σύνολό τους ως καταβολές. Στη συνέχεια επέρχεται στα πλαίσια της αναγκαίας τάξης και αλληλουχίας η δια της θείας δυνάμεως και σοφίας τελείωση των επί μέρους κτισμάτων. Ομοίως και ο Μ. Αθανάσιος αποφαίνεται ότι τα κτίσματα δεν δημιουργήθηκαν σε διαδοχικές περιόδους, αλλά «σε μία ημέρα και με το ίδιο πρόσταγμα κλήθηκαν στο είναι»(150)(Κατά Αρειανών, 2,48,PG 26,249B).

Επ’ αυτού είναι σαφής η Π. Διαθήκη, όταν στη Γένεση (2,5), μετά την απαρίθμηση των έξι δημιουργικών ημερών, μιλά για μια ημέρα κατά την οποία δημιουργήθηκε ολόκληρο το σύμπαν. Όταν επίσης δια στόματος του σοφού Σειράχ βεβαιώνει· «ο ζων εις τον αιώνα έκτισεν τα πάντα κοινή (αμέσως)» (Σοφ. Σειρ. 18,1). Περαιτέρω η Αγ. Γραφή προσδιορίζει στα πλαίσια των σχέσεων του Θεού με το χρόνο, τη διάρκεια και την έννοια της δημιουργικής ημέρας, η οποία δεν έχει ανθρώπινες αναλογίες, όπως υποστηρίζουν οι Ωριγένης (151)(Περί Αρρχών, 4,7,PG 11,353B) και Αυγουστίνος(152)(De Civitate Dei,11,6,PL 11,278), καθόσον «χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου ως η ημέρα η εχθές, ήτις διήλθεν»(153)(Ψαλμ. 89,4, δες «μία ημέρα παρά Κυρίω ως χίλια έτη και χίλια έτη ως ημέρα μία»(Β΄Πέτρ. 3,8)). Διευκρινίζει ότι το άμεσο και ακαριαίο της δημιουργίας εννοείται μόνο σε σχέση με το δημιουργό Θεό, ο οποίος, ως κείμενος πέραν του χρόνου, αχρόνως δημιούργησε τον κόσμο. Σε σχέση όμως με τα δημιουργήματα απαιτείται χρόνος για τη μορφοποίησή τους. Άρα, ενώ ο Θεός υπέρκειται του χρόνου, ο χρόνος εξαρτάται από αυτόν.

Η πατερική θεολογία ερμηνεύει εσχατολογικά τη δημιουργική ημέρα. Σύμφωνα με αυτήν οι έξι ημέρες αντιστοιχούν σε ισάριθμες φάσεις εντός των οποίων πραγματώνεται η δημιουργία. Αυτές οι φάσεις-ημέρες της δημιουργίας είναι σύμβολα. Διότι δεν εξαντλούνται στον αριθμό έξι, αλλά στον αριθμό οκτώ. Η εβδόμη ημέρα, το Σάββατο, συμβολίζει το διάστημα από την πραγματοποίηση της δημιουργίας μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Η ογδόη ημέρα, η Κυριακή, «ημέρα Κυρίου ανέσπερος, αδιάδοχος και ατελεύτητος», συμβολίζει τη Δευτέρα παρουσία, τη μέλλουσα κρίση, τη βασιλεία του Θεού και την αιωνιότητα. Τα σύμβολα αυτά, επομένως, δεν σημαίνουν ούτε ελάχιστο χρόνο, ούτε εκατομμύρια χρόνια· είναι απλώς συμβολικές παραστάσεις των οκτώ φάσεων.(155)(N. Ματσούκα,Δογματική και Συμβολική Θεολογία,Γ,σ.177)

Λόγω της συμβολικότητάς της η δημιουργική ημέρα αποκτά επίσης την έννοια της περιόδου ή ορθότερα του αιώνα. Ο αιώνας στην Π. Διαθήκη δηλώνει χρονικό διάστημα ακαθόριστης διάρκειας, εκτεινόμενο από το παρελθόν στο μέλλον. Το διάστημα αυτό σε σχέση με το Θεό εκφράζει την αιωνιότητα, η οποία δεν έχει αρχή και τέλος και δε σχετίζεται με τη μεταβολή και διαδοχή των γεγονότων και φαινομένων. Σε σχέση με την κτίση νοείται ως προς τα όντα φαινόμενα, που διαδέχονται το ένα το άλλο και έχουν αρχή και τέλος, και συνδέεται πάντοτε με αυτά.

Εν προκειμένω λοιπόν η ημέρα ταυτίζεται κατά την πατερική θεολογική σκέψη με τον αιώνα· «ώστε καν ημέραν είπης, καν αιώνα, την αυτήν ερείς έννοιαν»(158)(Μ.Βασιλείου, ο.π. Β΄,8,σ. 52Α.). Ταυτίζεται δε υπό την έννοια ότι, αν και τα πάντα δημιουργούνται μέσα στο χρόνο, εντούτοις κατατείνουν στην αιωνιότητα του Θεού. Ενώ η δημιουργία όλη κινείται σε χρονικά όρια, κατά τις ανθρώπινες αναλογίες, η χρονική κίνησή της εκτείνεται στον άπειρο χρόνο του Θεού, κατά τους θείους όρους. Έτσι κατανοείται θεολογικά και η σύμπτωση του αιώνα με την ογδόη ημέρα.

(στο: Εν αρχή εποίησεν ο Θεός, Σταύρου Καλαντζάκη, Δρ. Θ. Καθηγητού Πανεπιστημίου, εκδ. Πουρναρα,2001, σελ. 123-128)

Κατηγορία ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »