Η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Ιωάννου κεφ. 12 (ιβ΄) στίχοι 1-50 (ερμηνεία-ανάλυση όλου του κεφαλαίου)
Συγγραφέας: kantonopou στις 8 Μαρτίου, 2019
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικό στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά!, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
Ἡ Μαρία μυρώνει τὸν Ἰησοῦν εἰς Βηθανίαν
1 Ὁ οὖν(1) Ἰησοῦς πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα(2) ἦλθεν εἰς Βηθανίαν(3), ὅπου ἦν Λάζαρος(4) ὁ τεθνηκώς(5), ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν(5).
1 Έξι μέρες πριν από το Πάσχα, ήρθε ο Ιησούς στη Βηθανία, όπου έμενε ο Λάζαρος, που είχε πεθάνει και ο Ιησούς τον ανέστησε από τους νεκρούς (μετάφραση Βιβλικής Εταιρείας).
H χρίση με μύρο των ποδιών του Ιησού που εξιστορείται στο τμήμα αυτό, γεννήθηκε ζήτημα αν πρέπει να ταυτιστεί με αυτήν που αναφέρεται στα Ματθ. κστ 6-13 και Μάρκ. ιδ 3-9 από τη μία και με αυτήν στο Λουκ. ζ 36-50 από την άλλη. Από τους παλαιούς ερμηνευτές ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Παιδαγ. ΙΙ,61) και ο Τερτυλλιανός (de pudic. ΧΙ) θεώρησαν, ότι πρόκειται για μία και μόνη γυναίκα, ταυτίζοντας την πόρνη στο Λουκ. ζ 36 και εξής, με την Μαρία την αδελφή του Λαζάρου. Ο Ωριγένης υποστηρίζει αλλού μεν (Υπόμν. Εις τον Ματθ. 77) ότι πρόκειται για 3 ξεχωριστές γυναίκες, αλλού όμως (Hom. in Cant. α 12) ότι πρόκειται για δύο και αλλού (απόσπασμα στο Ιω. ια 2) ότι πρόκειται για μία.
Ο Εφραίμ ο Σύρος (Ομιλ. Ι εις τον Κύριον ημων) διακρίνει την αμαρτωλή από τη Μαρία στη Βηθανία, ομοίως επίσης και ο Τατιανός, ο οποίος ταυτίζει την αφήγηση στα Μάρκ. ιδ και Ιω. ιβ, ξεχωρίζοντας αυτήν από την αφήγηση στο Λουκ. ζ. Στη Ρωμαϊκή εκκλησία από τα χρόνια του Γρηγορίου του μεγάλου ταυτίζεται η Μαρία η αδελφή του Λαζάρου με τη Μαρία τη Μαγδαληνή και με την αμαρτωλή του Λουκά. Από τους νεώτερους ερμηνευτές κάποιοι λίγοι διστάζουν να ταυτίσουν το γεγονός στα Ματθ. κστ 6-13 και Μάρκ. ιδ 3-9 με αυτό στο Ιω. ιβ 1-8.
Αλλά οι διαφορές μεταξύ των δύο αυτών αφηγήσεων (στην αφήγηση των Μάρκου-Ματθαίου γίνεται λόγος για χρίση του κεφαλιού μόνο και όχι και των ποδιών, δεν αναφέρεται το όνομα της γυναίκας, το δείπνο γίνεται στην οικία του Σίμωνα του λεπρού, ενώ σύμφωνα με τον Ιωάννη γίνεται σε σπίτι όπου η Μάρθα διακονούσε) είναι τόσο ελαφρές και αναφέρονται σε λεπτομέρειες που τόσο εύκολα εξομαλύνονται, ενώ από την άλλη τα κοινά χαρακτηριστικά τους τόσο σοβαρά, (η χρίση και κατά τις 2 αφηγήσεις έλαβε χώρα στη Βηθανία, κατά την εβδομάδα πριν το Πάθος, ακούγονται και στις δύο οι ίδιες επικρίσεις και η ίδια δικαιολογία από τον Κύριο, χρησιμοποιείται επίσης νάρδος πιστική πολύτιμη ή πολυτελής), ώστε δύσκολα κάποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει το συμπέρασμα, στο οποίο οι περισσότεροι από τους νεώτερους κατέληξαν, ότι οι αφηγήσεις αυτές (Ματθ. κστ 6-13-Μάρκ. ιδ 3-9 και Ιω. ιβ 1-8) αναφέρονται στο ίδιο γεγονός.
Από την άλλη, η χρίση που εξιστορείται στο Λουκ. ζ 36-50 γίνεται στη Γαλιλαία και κατά τα πρώτα χρόνια της δημόσιας δράσης του Κυρίου. Η συζήτηση επίσης που διεξήχθη εκεί, αναφέρεται γύρω από την άφεση των αμαρτιών και όχι για τη σκοπιμότητα της δαπάνης που έγινε. Επιπλέον κάποιες λεπτομέρειες και στις δύο διηγήσεις συμπίπτουν τελείως τυχαία. Το δείπνο γίνεται κατά τον Λουκά στην οικία του Σίμωνα του Φαρισαίου, ενώ κατά τον Ιωάννη στην οικία του Σίμωνα του λεπρού. Αν λάβουμε όμως υπ’ όψη, ότι το όνομα Σίμων ήταν συνηθέστατο κατά την εποχή εκείνη (ανάμεσα στα λίγα πρόσωπα, τα οποία γνωρίζουμε στην ευαγγελική αφήγηση 12 ή 13 έχουν το όνομα Σίμων), κάθε πιθανότητα συμβάλλει στο να ξεχωρίσουμε τον Σίμωνα τον Φαρισαίο στη Γαλιλαία από τον Σίμωνα τον λεπρό στη Βηθανία.
Έτσι και το συμπέρασμα πάρα πολλών από τους νεώτερους, σύμφωνα με το οποίο, η αμαρτωλή του Λουκά είναι τελείως διαφορετική από τη γυναίκα στη Βηθανία, την οποία ο Ιωάννης καθορίζει ως την Μαρία, την αδελφή Λαζάρου, παρουσιάζεται σε όλα εύκολα αποδεκτό. Χαρακτηριστικό εδώ είναι, ότι ο Bernard, ο οποίος ταυτίζει και τις 3 γυναίκες δεχόμενος ότι η αμαρτωλή του Λουκά είναι το ίδιο πρόσωπο με τη γυναίκα της Βηθανίας που αναφέρεται από τον Ματθαίο και Μάρκο και με την κατονομαζόμενη από τον Ιωάννη Μαρία, υποστηρίζει από την άλλη ότι η Μαρία, όχι μία αλλά δύο φορές άλειψε τα πόδια του Ιησού με μύρο, την πρώτη φορά στη Γαλιλαία όταν μετανοούσε, τη δεύτερη φορά στη Βηθανία λίγο πριν το Πάθος!
(1) Συνδέεται Ή με το ια 55 «Ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα τῶν Ἰουδαίων» (g). Ή, πιο σωστά, συνδέει την άφιξη του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, την οποία πρόκειται να αφηγηθεί, με τον κίνδυνο που υποσημαίνεται στο ια 57 (ο).
«Περιφρονώντας ο Κύριος την επιβουλή των Ιουδαίων, εκούσια παραδίδει τον εαυτό του στο πάθος, διότι είχε φτάσει ο καιρός του πάθους» (Κ).
Ο Κύριός μας παραδίδεται εκούσια στα πάθος του. Η ζωή του δεν αποσπάστηκε βίαια από αυτόν, αλλά με αυταπάρνηση είπε προς τον πατέρα του. Να έχω έρθει. Όπως η δύναμη των εχθρών του δεν μπορούσε να τον κατακτήσει, έτσι και τα τεχνάσματα της πανουργίας τους δεν ήταν δυνατόν να τον κυριεύσουν απρόοπτα, αλλά πέθανε, διότι το θέλησε. Σημείωσε, ότι, όπως είναι καιρός, κατά τον οποίο επιτρέπεται σε εμάς να λαμβάνουμε μέτρα για την ασφάλεια της ζωής μας, έτσι υπάρχει και καιρός, κατά τον οποίο καλούμαστε να εκθέσουμε σε κίνδυνο και κακοπάθεια τη ζωή μας σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και για δόξα του, όπως άλλοτε ο Παύλος δεμένος στο πνεύμα μετέβαινε στην Ιερουσαλήμ. Δες και τις ερμηνευτικές σημειώσεις στα Ματθ. κστ 6-16 και Μάρκ. ιδ 1-11.
(2) Αντί να πει έξι ημέρες πριν το πάσχα. «Έτσι συντάσσουν οι Ο΄, «προ δύο ετών του σεισμού» «προ τριών μηνών του θερισμού» στα Αμώς α 1,δ 7, δες και Β΄ Μακ. ιε 36-37 (b). Αμφισβήτηση γεννήθηκε ως προς τον ακριβή καθορισμό της ημέρας. Οι γνώμες διχάστηκαν λόγω της αβεβαιότητας η οποία γεννιέται από τα παρακάτω σημεία: 1) Πρέπει να συνυπολογιστούν στις 6 ημέρες και η ημέρα της άφιξης στη Βηθανία, όπως και η πρώτη ημέρα του Πάσχα; 2) Πρώτη ημέρα του Πάσχα πρέπει να θεωρήσουμε την 15η του Νισάν, κατά την οποία τρωγόταν το πάσχα ή την 14η του Νισάν, κατά την οποία προετοιμάζονταν τα σχετικά με αυτό και θυσιαζόταν ο αμνός; και 3) Η Παρασκευή της σταύρωσης του Κυρίου ήταν η 15η του Νισάν (όπως πολλοί από τους ερμηνευτές νόμισαν, ότι καθορίζουν οι συνοπτικοί) ή η 14η του Νισάν (όπως φαίνεται από την αφήγηση του Ιωάννη); Οπότε ως ημέρα άφιξης στη Βηθανία καθόρισαν άλλοι την Παρασκευή, 8 ημέρες πριν την ημέρα της σταύρωσης, άλλοι το Σάββατο το πριν το Πάθος, άλλοι την Κυριακή και άλλοι την Δευτέρα.
Η πιθανότερη έκτη ημέρα είναι η Παρασκευή της σταύρωσης, η 14η του Νισάν σύμφωνα με την αφήγηση του Ιωάννη, κατά την οποία προετοιμαζόταν το Ιουδαϊκό πάσχα. Η άφιξη λοιπόν στη Βηθανία είναι η Κυριακή 9 του Νισάν γύρω στο απόγευμα, το οποίο συμφωνεί και με την αργία του Σαββάτου. Σε ημέρα Σαββάτου ο Κύριος και το καραβάνι των προσκυνητών ήταν αδύνατον να διανύσουν την πορεία από Ιεριχώ στη Βηθανία. Ο Ιησούς αφού πέρασε στον Ζακχαίο την ημέρα του Σαββάτου, ξεκίνησε την επομένη για τα Ιεροσόλυμα και παραμένοντας το απόγευμα στη Βηθανία μπήκε θριαμβευτικά την επομένη, δηλαδή την Δευτέρα, στην αγία πόλη (g).
(3) Όπως φαίνεται από την αφήγηση των συνοπτικών ο Ιησούς πέρασε μέσα από την Ιεριχώ. Κατέβηκε δηλαδή από την Εφραίμ στην κοιλάδα του Ιορδάνη και πριν την Ιεριχώ συναντήθηκε με το μεγάλο καραβάνι των προσκυνητών, το οποίο προερχόταν από τη Γαλιλαία μέσω Περαίας. Στην Ιεριχώ σημειώθηκαν τα γεγονότα που αναφέρονται από τον Λουκά (ιη 35-ιθ 27), ανάμεσα στα οποία κι η επιστροφή του Ζακχαίου. Η απόσταση από Ιεριχώ στη Βηθανία μπορούσε να διανυθεί σε 5 ή 6 ώρες (g).
Η έλευση του Χριστού στη Βηθανία είναι δείγμα της εύνοιάς του προς τους εκεί φίλους, τους οποίους αγαπούσε και από τους οποίους μετά από λίγο θα αποχωριζόταν. Ήταν αυτή αποχαιρετιστήρια επίσκεψη. Ήλθε να τους αποχαιρετίσει και να απευθύνει σε αυτούς λόγους παρηγοριάς και ενίσχυσης για την ημέρα της δοκιμασίας που πλησίαζε. Ας μάθουμε λοιπόν ότι παρόλο που ο Χριστός αναχωρεί πρόσκαιρα από το λαό του, παρέχει σε αυτούς στοργικά δείγματα, από τα οποία πείθονται αυτοί, ότι ο Κύριός τους φεύγει με αγάπη και όχι με οργή.
(4) Υποδηλώνει, ότι η Βηθανία ήταν τόπος ειδικού κινδύνου, εφόσον η ανάσταση του Λαζάρου είχε διεγείρει το μίσος των αρχιερέων και Φαρισαίων.
(5) Επεξηγηματικοί προσδιορισμοί που βεβαιώνουν δύο γεγονότα, δηλαδή ότι ο Λάζαρος είχε πεθάνει και ότι ο Ιησούς ανέστησε αυτόν από τους νεκρούς (ο).
2 Ἐποίησαν(1) οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει(2)· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ(3).
2 Ετοίμασαν, λοιπόν, εκεί για χάρη του δείπνο, και η Μάρθα υπηρετούσε, ενώ ο Λάζαρος ήταν ένας απ’ αυτούς που παρακάθονταν μαζί με τον Ιησού στο δείπνο.
(1) «Κάποιοι λένε ότι το δείπνο έγινε σε ξένο σπίτι» (Χ). Το ρήμα σε γ πληθ. αφήνει αόριστο το υποκείμενο. Για αυτό πολλοί από τους νεώτερους θεώρησαν ότι ο λαός της Βηθανίας (b) επειδή με το θαύμα ο Ιησούς τίμησε το χωριό τους, έκαναν το δείπνο. Ο Μάρκος καθορίζει στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται και από τη φράση «ο Λάζαρος ήταν ένας από αυτούς που κάθονταν μαζί με αυτόν», η οποία παρουσιάζει αυτόν ως προσκεκλημένο. Το ότι όμως η Μάρθα διακονούσε συμβιβάζεται φυσικότερα, εάν δεχτούμε, ότι αυτή ήταν στο σπίτι της (β).
(2) «Φανέρωνε ότι το τραπέζι ήταν στο σπίτι της» (Θφ). «Εισάγει στη διήγηση την Μάρθα που από την αγάπη που είχε στο Χριστό διακονεί και υπηρετεί στους κόπους του τραπεζιού» (Κ). «Η Μαρία όμως δεν βοηθούσε· διότι ήταν μαθήτρια. Πάλι εδώ αυτή συμπεριφέρεται πιο πνευματικά» (Χ). Τα εδώ χαρακτηριστικά των δύο αδελφών είναι σύμφωνα με αυτά στο Λουκ. ι 40 και εξής. Ο Κύριος σε παλαιότερο χρόνο είχε κάνει παρατήρηση στη Μάρθα, διότι «ασχολούνταν με πολλή διακονία». Αλλά αυτή εξακολουθεί και τώρα να υπηρετεί τον Διδάσκαλο χωρίς να μοιάζει με μερικούς, οι οποίοι όταν μαλώνονται για κάποια υπερβολή τους, πέφτουν σε άλλη υπερβολή. Η Μάρθα θεωρούσε τιμή της να υπηρετεί τον Κύριο. Πράγματι· είναι ασύγκριτα προτιμότερο να είναι κάποιος υπηρέτης στο τραπέζι του Κυρίου παρά ναι είναι συνδαιτημόνας και φιλοξενούμενος στο τραπέζι ηγεμόνα και βασιλιά.
(3) «Ανάμεσα στον αναστημένο Λάζαρο και τον θεραπευμένο από αυτόν Σίμωνα τον λεπρό, ο Κύριος κάθεται σαν ανάμεσα σε δύο τρόπαια της δόξας του» (Stier, Owen) δεδομένου ότι και τον Σίμωνα, όπως φαίνεται, ο Κύριος είχε θεραπεύσει από τη λέπρα του.
«Τρώει μαζί με το Λάζαρο, υπενθυμίζοντας με αυτό σε αυτούς που έβλεπαν, την θεοπρεπή του εξουσία» (Κ). «Προλαβαίνοντας κάθε υπόνοια, ότι ο Λάζαρος ως αναστημένος από τους νεκρούς ήταν φάντασμα, ήταν ένας από αυτούς που κάθονταν στο τραπέζι. Ήταν ζωντανός, μιλούσε και έτρωγε» (Αυ). Υπάρχει και η γραφή: εἷς ἦν εκ τῶν συνανακειμένων αὐτῷ.
3 Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν(1) μύρου νάρδου(2) πιστικῆς(3) πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας(4) τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς(5) τοὺς πόδας αὐτοῦ(6)· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου(7).
3 Τότε η Μαρία πήρε μια φιάλη από το πιο ακριβό άρωμα της νάρδου κι άλειψε τα πόδια του Ιησού. Έπειτα σκούπισε με τα μαλλιά της τα πόδια του, κι όλο το σπίτι γέμισε με την ευωδιά του μύρου.
(1) Η ρωμαϊκή λίτρα υποδιαιρούνταν σε 12 ουγγιές και ισοδυναμούσε περίπου με 325 γραμμάρια (F) δηλαδή πάνω από 100 δράμια!
(2) Ο όρος μύρο είναι γενικός και περιλαμβάνει όλα τα υγρά αρώματα, ο όρος νάρδος είναι ειδικός και καθορίζει το είδος του μύρου (g). Νάρδος είναι φυτό Ινδικό, γλυκύτατης οσμής, από το γένος το γνωστό με το γενικό όνομα Βαλεριάνα, από το οποίο παράγεται υγρό εύφλεκτο, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για παρασκευή πολυτιμότατου ελαίου. Για αυτό και νάρδος είναι και το νάρδειο έλαιο όπως εδώ (G).
(3) «Δηλαδή ανόθευτο και με αξιόπιστη καθαρότητα» (Ζ). Πιστικός, πιστός, τον οποίο μπορεί κάποιος να εμπιστευτεί· («γυναίκα πιστική και νοικοκυρά και υπάκουη στον άνδρα» Αρτεμ. Ονειροκρ. 2,32)· συχνότερα συναντιέται έτσι στον Κεδρηνό· για εμπορεύματα σημαίνει δοκιμασμένος, γνήσιος, μη νοθευμένος. Η νάρδος λοιπόν νοθευόταν (G). Είναι απίθανη η παραγωγή της λέξης από το πίνω· όπως και από την περσική πόλη Πιστείρα ή Πίστα (g). Ο Dods βρήκε τη λέξη πιστακής που αναφέρεται στο φυτό Pistacia terebinthus, που φυτρώνει στην Παλαιστίνη και έτσι είναι σπάνιο, ώστε το από αυτό μύρο να είναι πολύτιμο (β).
(4) Συνδυάζοντας την αφήγηση με αυτήν του Μάρκου και Ματθαίου πρέπει να συμπεράνουμε ότι ένα μέρος του μύρου πρώτα χύθηκε στο κεφάλι του Κυρίου. Αλλά η Μαρία «δεν τον πλησιάζει ως άνθρωπο, αλλά ως Θεό· διότι το μύρο για αυτό το έχυσε» (Χ) και «άλειψε τα πόδια του Ιησού ως δεσπότη της» (Ζ) «και σκούπισε με τις τρίχες του κεφαλιού της, πράγματα τα οποία έδειχναν ότι δεν είχε για αυτόν τέτοια γνώμη, όπως είχαν οι πολλοί» (Χ). Σαν το πολύτιμο μύρο να ήταν απλό και χωρίς αξία νερό χύνει αυτό στα πόδια και με τέτοια αφθονία ώστε τα πόδια ήταν σαν να μπήκαν σε λουτρό (g).
(5) «Φανερώνοντας το μέγεθος της τιμής σε αυτόν» (Ζ). Στους Ιουδαίους θεωρούνταν εξευτελισμός για τη γυναίκα να παρουσιαστεί με μαλλιά λυτά και με τις τρίχες του κεφαλιού διασκορπισμένες. Η Μαρία λοιπόν με αυτό μαρτυρεί, ότι προκειμένου για τον Ιησού καμία θυσία δεν είναι πολύτιμη για το βαλάντιό της, καμία υπηρεσία οσοδήποτε εξευτελιστική δεν είναι προσβλητική όταν προσφέρεται στο πρόσωπό του (g).
Με την πράξη αυτή η Μαρία δείχνει προς τον Ιησού την ευγνωμοσύνη της. Είναι σπουδαιότερο το να ευχαριστούμε το Θεό για τις ευλογίες και χάριτες, τις οποίες πήραμε από αυτόν παρά να παρακαλάμε αυτόν από πριν να μας δώσει αυτές. Διότι αυτή η στο μέλλον αναφερόμενη προσευχή μας, αν και σωστή ως έκφραση εξάρτησής μας από το Θεό, εξακολουθεί να είναι εγωκεντρική σε κάποιο βαθμό. Διότι με την προσευχή αυτή ελπίζουμε κάτι να λάβουμε. Ενώ η ευχαριστία αναφέρεται σε δωρεές περασμένες και είναι περισσότερο ανιδιοτελής (τ). Δες ποια είναι η αγάπη προς τον Ιησού, την οποία εκδηλώνει η Μαρία. Είναι αγάπη γενναία. Εάν η Μαρία είχε και κάτι άλλο πολυτιμότερο να προσφέρει στον Ιησού, θα το πρόσφερε πρόθυμα, αφού αψηφά τη δαπάνη του μύρου, προκειμένου να αλείψει με αυτό τα πόδια του Ιησού. Είναι αγάπη ταπεινή. Ταπεινώνεται η Μαρία χύνοντας το μύρο στα πόδια του Ιησού και σκουπίζοντας με τις τρίχες του κεφαλιού της τα πόδια αυτά. Η αληθινή αγάπη, όπως δεν τσιγκουνεύεται δαπάνες, έτσι δεν λογαριάζει κόπους, θυσίες και ταπεινώσεις. Αποβλέποντας σε ό,τι ο Χριστός έκανε για εμάς, θα ήμασταν αμέτρητα και αχαρακτήριστα αχάριστοι, εάν θεωρούσαμε οποιαδήποτε κοπιαστική ή ταπεινωτική υπηρεσία βαριά για τον Ιησού.
(6) Η επανάληψη δεν είναι τυχαία. Στο μέρος αυτό, το λιγότερο ευγενές του σώματός του, αποδίδει η Μαρία τον έκτακτο αυτόν σεβασμό. Κάθε λεπτομέρεια της αφήγησης αυτής αποπνέει την λατρεία, η οποία αποτελεί την ψυχή αυτής της πράξης. Ίσως η φήμη του σεβασμού, τον οποίο η αμαρτωλή γυναίκα στη Γαλιλαία είχε επιδείξει στον Ιησού, να έφθασε στα αυτιά της Μαρίας και δεν ήθελε αυτή, ώστε οι φίλοι του Διδασκάλου να πράξουν για τιμή του λιγότερα από εκείνο, το οποίο είχε πράξει μία ξένη (g).
(7) Η λεπτομέρεια αυτή, που είναι αποκλειστική της αφήγησης του Ιωάννη, υποδηλώνει τον αυτόπτη, που ήταν παρών κατά την περίσταση αυτή και αισθάνθηκε την ευωδία (β). Όπου αναπαύεται ο Ιησούς σκορπίζεται άφθονη και ανείπωτη ευωδία. Όσοι λοιπόν υποδέχονται τον Ιησού στις καρδιές τους, βάζουν γλυκιά οσμή μέσα τους. Η παρουσία του Χριστού συνοδεύεται από μύρο αγαλλιάσεως, από ευωδία που προξενεί χαρά και αγαλλίαση στις καρδιές.
4 Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ(1), Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης(2), ὁ μέλλων(3) αὐτὸν παραδιδόναι(4)·
4 Λέει τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους μαθητές του, αυτός που σκόπευε να τον προδώσει:
(1) Σύμφωνα με τους συνοπτικούς (Ματθ. κστ 8,Μάρκ. ιδ 4) «οι μαθητές» ή «κάποιοι αγανακτούσαν μέσα τους» για την σπατάλη από το μύρο. Φαίνεται ότι ο Ιούδας επέδρασε ως κακή ζύμη και στους υπόλοιπους μαθητές και συμπαρέσυρε αυτούς σε δυσαρέσκεια. Για αυτό ο Ιωάννης αναφέρει ειδικά αυτόν ως τον κύριο υποκινητή και πρωταίτιο. «Και όλοι μεν είπαν, αλλά οι άλλοι όχι με τέτοια διάθεση, όπως αυτός» (Θφ). Ήταν ένας από τους μαθητές του Χριστού. Όχι ένας ο οποίος τους έμοιαζε στις διαθέσεις και την ειλικρινή αφοσίωση στο διδάσκαλο, αλλά ένας από τον αριθμό τους. Είναι δυνατόν οι χειρότεροι των ανθρώπων να συγκαλύπτονται κάτω από το προσωπείο του αρίστου επαγγέλματος. Και υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι φαίνονται εξωτερικά ότι βρίσκονται σε στενές σχέσεις με το Χριστό, ενώ πραγματικά δεν έχουν καμία συμπάθεια προς αυτόν.
(2) Δες στ 71 και την εκεί σημείωση. Υπάρχει και η γραφή: Ιούδας από Καρυώτου. Άλλη γραφή: Ιούδας ο Ισκαριώτης.
(3) Είναι δυνατόν να υπαινίσσεται, ότι ο Ιούδας ήταν προορισμένος να παραδώσει τον Ιησού.
(4) Με την επεξήγηση αυτή ο Ιωάννης αποκαλύπτει το χαρακτήρα του Ιούδα, που σημειώνεται τόσο δυνατά με την αντίθεση ανάμεσα στο υποκριτικά εκδηλούμενο άγιο ενδιαφέρον για τις ανάγκες των φτωχών και το σκοτεινό και προδοτικό σχέδιό του να παραδώσει αυτόν (ο).
5 διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη(1) τριακοσίων δηναρίων(2) καὶ ἐδόθη πτωχοῖς(30;
5 «Γιατί να μην πουληθεί αυτό το μύρο για τριακόσια αργυρά νομίσματα, και τα χρήματα να διανεμηθούν στους φτωχούς;»
(1) «Επειδή ήταν φιλοχρήματος ο Ιούδας κατηγορεί τον τρόπο της τιμής. Γιατί δηλαδή, λέει, δεν έφερες λεφτά, για να μπορώ, εννοείται, να κλέψω, αλλά μύρο;» (Θφ).
(2) Κάθε δηνάριο ισοδυναμούσε με 0,78 του φράγκου δηλαδή 300=234 χρυσά φράγκα (F)· ή σχεδόν με 260 φράγκα (g). Νόμισμα αργυρό που περιλάμβανε αρχικά 10 και έπειτα 16 ασσάρια, το καθένα από τα οποία ισοδυναμούσε με το 1/10 της δραχμής (G).
(3) Απεχθής αδικία καλυπτόμενη κάτω από κάτι που φαίνεται αξιέπαινο, διότι ο σατανάς μεταμορφώνεται σε άγγελο φωτός. Αντί να ξοδευτεί άσκοπα το μύρο, γιατί να μην δοθεί η αξία του στους φτωχούς; Έχουμε εδώ τη σύνεση και πανουργία του κόσμου που επικρίνει τον ευσεβή ζήλο ότι προβαίνει σε σπατάλες ασύνετες. Εκείνοι, οι οποίοι υπερεκτιμούν τους εαυτούς τους καυχώμενοι για την κοσμική πολιτικότητα και ικανότητά τους, συγχρόνως όμως υποτιμούν τους άλλους για την πραγματική ευσέβειά τους, η οποία τους εμποδίζει να χρησιμοποιούν τα διπλωματικά τεχνάσματα της κοσμικής πονηρίας, έχουν μέσα τους περισσότερο το πνεύμα του Ιούδα από ό,τι οι ίδιοι φαντάζονται. Γιατί δεν δόθηκε στους φτωχούς; ρωτά ο Ιούδας. Ερώτημα στο οποίο θα ήταν εύκολο να απαντήσει κάποιος: Διότι ήταν καλύτερο να δοθεί στον Κύριο Ιησού. Δεν πρέπει να νομίζουμε, ότι δεν είναι θεάρεστες οι εκδηλώσεις και πράξεις εκείνες, μόνο και μόνο διότι δεν έγιναν όπως θα τις θέλαμε εμείς και με τον τρόπο με τον οποίο εμείς κρίνουμε ότι έπρεπε να γίνουν. Υπερήφανοι και εγωιστές άνθρωποι θεωρούν ως κακώς πληροφορημένο καθέναν, ο οποίος δεν συμβουλεύτηκε τη σοφία τους!
6 Εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ(1), ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν(2), καὶ τὸ γλωσσόκομον(3) εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα(4) ἐβάσταζεν(5).
6 Αυτό το είπε όχι γιατί νοιαζόταν για τους φτωχούς, αλλά γιατί ήταν κλέφτης και, καθώς διαχειριζόταν το κοινό ταμείο, συχνά κρατούσε για τον εαυτό του από τα χρήματα που έβαζαν σ’ αυτό.
(1) «Τη μάλωσε ο Ιούδας με το πρόσχημα δήθεν της ευλάβειας» (Χ).
(2) Πιο πιθανό φαίνεται ότι κατά τον χρόνο αυτόν κανείς από τους μαθητές δεν υποπτευόταν την τιμιότητα του Ιούδα, διότι αλλιώς κανείς δεν θα συμπαρασυρόταν από αυτόν στο να συμμεριστεί τις επικρίσεις του εναντίον της σπατάλης του μύρου (ο). Κάποιοι από τους νεώτερους κριτικούς απέδωσαν παράλογα την κρίση του Ιωάννη για τον Ιούδα στο στίχο αυτό, σε αίσθημα προσωπικού μίσους (g). Αυτού του είδους η κρίση ήταν φυσικό να εκφραστεί για συμμαθητή, που ανήκε στο στενό κύκλο των 12, από άλλον συμμαθητή που δεν υποπτευόταν μέχρι τέλους την τιμιότητά του και ξαφνικά αντιλαμβάνεται την πλάνη του και για αυτό αγανακτεί (β).
Στο ερώτημα: «Για ποιο λόγο τέλος πάντων, ενώ ήταν κλέφτης, τού ανέθεσε το ταμείο των φτωχών και τον έκανε διαχειριστή ενώ ήταν φιλάργυρος;» (Χ) δόθηκαν διάφορες απαντήσεις. Οι κυριότερες:
Ή, ο Ιούδας δεν ήταν εξ’ αρχής κλέφτης, αλλά είχε ικανότητα να εισπράττει και να διαχειρίζεται χρήματα. Ο πειρασμός όμως συνήθως έρχεται μέσα από εκείνο, για το οποίο είμαστε εκ φύσεως κατάλληλοι (Westcott,β).
Ή, ο Ιησούς έκρινε καλό να προκαλέσει την εκδήλωση του πάθους του Ιούδα, για να χρησιμοποιηθεί αυτή ως μέσο θεραπείας και να δώσει σε αυτόν την ευκαιρία να εργαστεί για διόρθωσή του (Hengstenberg).
Ή, ο Ιησούς ανέθεσε το ταμείο στον Ιούδα «για να αφαιρέσει κάθε δικαιολογία· διότι δεν μπορούσε να πει ότι το έκανε αυτό (την προδοσία), από έρωτα για τα χρήματα, αφού μπορούσε να παρηγορήσει αρκετά την επιθυμία του από το ταμείο» (Χ).
Ή, η ανάθεση του ταμείου στον Ιούδα έγινε από τους μαθητές και ο Κύριος δεν θέλησε να αναμιχθεί σε αυτήν (g).
Ή, ο Ιησούς ανέθεσε αυτό στον Ιούδα αρχικά λόγω του χαρίσματός του γύρω από τα οικονομικά, και ακολούθως, όταν εκείνος άρχισε να κλέβει, δεν θέλησε να επέμβει σε σχέση, στην οποία αναγνώρισε θείο σχέδιο (Weiss).
Ή, πιο σωστά, σε όλες τις παραπάνω εκδοχές υπάρχουν στοιχεία αλήθειας «αλλά τον απόρρητο λόγο τον ξέρει ο Θεός» (Χ).
(3) Αντί για την παλαιότερη λέξη γλωσσοκομείον ή γλωσσοκόμιον η λέξη προέρχεται από το γλώσσα και κομέω=μικρή θήκη, στην οποία οι αυλητές φύλαγαν τις γλωσσίδες των αυλών. Έπειτα σημαίνει και το κιβώτιο το προορισμένο για άλλες χρήσεις. Ειδικά το κιβώτιο, το μαρσίπιο, στο οποίο έμπαινε το αργύριο (G). Με την τελευταία αυτή έννοια βρίσκεται και στο Β΄ Παραλ. κδ 8,10 («έβαλαν στο γλωσσόκομο»). Στη ραββινική γραμματεία βρίσκεται η λέξη μεταγραμματισμένη στο εβραϊκό για να δηλώσει θήκη που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση κάποιου πολύτιμου πράγματος όπως χειρόγραφο του νόμου, όταν ο κάτοχός του ταξίδευε ή και φέρετρου που περιείχε πτώμα (χ).
(4) Δηλαδή τα χρήματα που ρίχνονταν στο κιβώτιο από τους φίλους και από αυτούς που πρόθυμα πρόσφεραν (β). Το ταμείο του Ιησού και των μαθητών του ήταν αναμιγμένο με αυτό των φτωχών (Ιω. ιγ 29), τροφοδοτούμενο από εκούσιες εισφορές· δες Λουκ. η 1-3 (g). Δες την οικονομική κατάσταση του Ιησού και της συνοδείας του. Δεν είχαν ούτε αγροκτήματα, ούτε αποθήκες, αλλά μόνο ένα μικρό κιβώτιο, στο οποίο ρίχνονταν εισφορές, ώστε από αυτές να ζουν ο Κύριος και οι μαθητές του, και κάθε περίσσευμα δινόταν στους φτωχούς. Όλα τα δικά μου τα κουβαλάω μαζί μου. Όλη η περιουσία μου συνίσταται σε ό,τι κουβαλάω πάνω μου. Μη γογγύζεις λοιπόν για το ότι δεν έχεις πλούτη. Συμμορφώσου αγόγγυστα σε απλό και απέριττο τρόπο ζωής ενθυμούμενος, ότι έτσι έζησε και ο Κύριός μας.
(5) Μάλλον με κακή έννοια=συνήθιζε να βάζει για τον εαυτό του κρυφά και με κλεψιά (G)· άρπαζε και υπεξαιρούσε· «έκλεβε αυτά που έμπαιναν» (Θφ). Έτσι λέγεται και στον Διογένη τον Λαέρτιο (IV,59 «όσα ήθελε τα βάσταζε») και στους παπύρους σύμφωνα με παραθέσεις του Deissmann (β). Μπορούμε όμως να το πάρουμε και με τη συνηθισμένη έννοια, οπότε δεν υπάρχει περίπτωση ταυτολογίας στα 2 ρήματα είχε… και εβάσταζε. Διότι το μεν ε ί χ ε αναφέρεται στη γενική φροντίδα και επιτήρηση των εισφορών που κατατίθενταν στην φύλαξη από αυτόν· ενώ το ε β ά σ τ α ζ ε στην μεταφορά του κιβωτίου από τόπο σε τόπο (ο).
7 Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς(1)· ἄφες(2) αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό(3).
7 Είπε τότε ο Ιησούς: «Άφησέ την ήσυχη· αυτό που κάνει είναι για την ημέρα του ενταφιασμού μου.
(1) «Ο Κύριος διακηρύττει την γυναίκα ελεύθερη από κάθε κατηγορία, με τα λόγια με τα οποία συγκαλυμμένα ελέγχει τον προδότη» (Κ). «Δεν έκανε ο Χριστός παρατήρηση στον Ιούδα για την πρόθεσή του από πολλή μακροθυμία θέλοντας να επιστρέψει αυτός» (Ζ).
(2) Σε ενικό που απευθύνεται στον Ιούδα.
(3) Αυτή η γραφή είναι λιγότερο μαρτυρημένη αλλά πιο σωστή. Η έννοια: Έχει φυλάξει το μύρο αυτό για να συμβολίσει την ταφή μου και για να προλάβει και να πραγματοποιήσει από πριν την ετοιμασία της (F). «Σαν να προφητεύει το θάνατό μου που πλησιάζει» (Ζ). Η Μαρία δεν είχε βεβαίως την πρόθεση, ώστε το μύρο αυτό να το χρησιμοποιήσει για την ταφή του Κυρίου, σαν να την προαισθανόταν. Αλλά όταν μετέπειτα θα σκεφτόταν αυτήν την έννοια, την οποία τώρα ο Κύριος αποδίδει στην πράξη της, πρέπει να αισθανόταν ότι άλλα λόγια δεν θα εξέφραζαν καλύτερα εκείνο, που θα έκανε αυτή, εάν τη στιγμή εκείνη του δείπνου γνώριζε, ότι μετά από μία βδομάδα ο διδάσκαλος θα ενταφιαζόταν (ο).
Περισσότερο μαρτυρημένη γραφή «ίνα εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τηρήση αυτό» την οποία υιοθετεί και η Βουλγάτα (η λατινική μετάφραση). Ίσως προήλθε από κακή διόρθωση αντιγραφέων, που είχαν κατά νου, ότι δεν χρησιμοποιούνται μύρα για άνθρωπο ζωντανό, πριν την ταφή του. Η πιο σωστή ερμηνεία της γραφής: Άφησέ την, για να φυλάξει το υπόλοιπο του μύρου (του οποίου μόνο μέρος είχε μέχρι τη στιγμή εκείνη χρησιμοποιηθεί) για την ημέρα της ταφής μου (β). Ενταφιασμός=η με μύρα ετοιμασία του νεκρού και γενικώς οι προπαρασκευές για την ταφή (g). Ο Κύριος συχνά θυμάται τον θάνατο και την ταφή του. Θα ήταν καλό και ωφέλιμο να θυμόμαστε, ότι θα έλθει και για μας η ημέρα του θανάτου και της ταφής μας. «Με τα λόγια που είπε σχετικά με τον ενταφιασμό, ντροπιάζει τον Ιούδα, επειδή λόγω αισχροκέρδειας επρόκειτο να προδώσει τον διδάσκαλο» (αμ). «Και αναφέρει τον ενταφιασμό, χτυπώντας την ασύνετη καρδιά του, μήπως και διορθωθεί» (Θφ).
8 Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν(1), ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε(2).
8 Οι φτωχοί πάντοτε θα υπάρχουν κοντά σας, εμένα όμως δε θα με έχετε πάντοτε».
(1) «Παρατίθενται και εδώ τα λόγια όπως και στο Ματθαίο (κστ 11) και αποσιωπούνται, όπως και εκεί, τα λόγια που προσθέτονται από τον Μάρκο (ιδ 7) «και όταν θέλετε, μπορείτε να τους ευεργετήσετε». Η έννοια του στίχου:
«Ο χρόνος που έχει καθοριστεί για την τιμή σε εμένα, δηλαδή ο χρόνος που ζω πάνω στη γη, δεν απαιτεί να προτιμάτε από εμένα τους φτωχούς» (Κ). Εάν πράγματι οι φτωχοί αποτελούν το αντικείμενο της φροντίδας σας, θα είναι πάντοτε καιρός να ασκείτε προς αυτούς την γενναιοδωρία σας· το πρόσωπό μου όμως μετά από λίγο θα αρπαχτεί από τις θερμές φροντίδες της αγάπης σας (g). Αναγωγική ερμηνεία: «Είναι αξιολογότατη μεν η φιλοπτωχία, αλλά να μπαίνει πίσω από το σεβασμό στο Θεό. Όταν λοιπόν υπάρχει ανάγκη λατρείας ή υμνωδίας, πρέπει να προτιμούμε αυτές από την αγάπη στους φτωχούς· διότι μπορούμε να ευεργετούμε μετά τις πνευματικές λειτουργίες» (Κ). «Το να φέρουμε δώρα στο Θεό, πρέπει να είναι προτιμότερο από τους φτωχούς» (αμ). Απαιτείται σύνεση και διάκριση κατά τις περιστάσεις, στις οποίες παρουσιάζεται σύγκρουση καθηκόντων, ώστε προκειμένου να κρίνουμε ποιο από αυτά να προτιμήσουμε, να αποφασίζουμε αυτό σύμφωνα με τις παρουσιαζόμενες περιστάσεις. Οι ευκαιρίες πρέπει πάντοτε να μην αφήνονται ανεκμετάλλευτες. Εκείνες μάλιστα πρωτίστως πρέπει να προτιμούνται, οι οποίες φεύγουν επειγόντως και έχουν τη διάρκειά τους μικρή. Καθήκον, το οποίο μπορεί να επιτελεστεί σε οποιοδήποτε χρόνο, ενδείκνυται να παραχωρεί τη θέση του στο καθήκον, του οποίου η επιτέλεση επιβάλλεται να γίνει ακριβώς τώρα.
(2) «Έβαλε μέσα τους υπενθύμιση για την μετά από λίγο σφαγή του» (Ζ). «Σαν να έλεγε· είμαι δυσάρεστος και φορτικός, αλλά περίμενε λίγο και θα φύγω» (Χ), «αφού εσύ θα κατασκευάσεις το θάνατό μου» (Θφ).
9 Ἔγνω οὖν(1) ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων(2) ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον(3) οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.
9 Πλήθος πολύ από τους Ιουδαίους της πόλεως έμαθαν ότι ο Ιησούς βρίσκεται εκεί και ήρθαν για να δουν όχι μόνο αυτόν αλλά και το Λάζαρο, που τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς.
(1) Η φήμη του δείπνου στη Βηθανία διαδόθηκε γρήγορα και οι προσκυνητές που ήλθαν από την Ιεριχώ στα Ιεροσόλυμα ανήγγειλαν ότι ο Ιησούς παρέμεινε στη Βηθανία.
(2) Δηλαδή από το λαό της Ιουδαίας (β), από τους Ιουδαίους, οι οποίοι ήταν οι αντιπρόσωποι της παλαιάς τάξης των πραγμάτων. Ακριβώς για αυτό ερεθίστηκαν οι άρχοντες των Ιουδαίων· διότι ο πληθυσμός της Ιουδαίας, πάνω στον οποίο αυτοί υπολόγιζαν πάντοτε σαν σε αντίρροπο του πληθυσμού της Γαλιλαίας, αρχίζει τώρα να τους εγκαταλείπει (g).
«Όπως ακριβώς ο πλούτος, αυτούς που δεν προσέχουν συνηθίζει να τους παρασέρνει, έτσι και η εξουσία. Διότι ο μεν πλούτος οδηγεί σε πλεονεξία, ενώ η εξουσία σε αλαζονεία. Πρόσεχε λοιπόν ότι το μεν πλήθος των Ιουδαίων που ήταν κάτω από εξουσία, είναι υγιές, ενώ οι άρχοντες διεφθαρμένοι» (Χ).
Πόσο μάταιες και ανεπιτυχείς υπήρξαν μέχρι τη στιγμή αυτή οι εναντίον του Χριστού απόπειρές τους. Έπραξαν το παν για να αποξενώσουν το λαό από τον Ιησού, και όμως πολλοί από τους Ιουδαίους, τους γείτονές τους, τους θαυμαστές τους, τα δημιουργήματά τους, συναρπάστηκαν τόσο πολύ από την πειστική απόδειξη των θαυμάτων του Ιησού, ώστε αποσχίστηκαν από το κόμμα των Φαρισαίων και αρχιερέων και ήλθαν προς τον Ιησού.
(3) «Επειδή ήταν παράδοξο το θαύμα ένιωσε κατάπληξη ο όχλος και αυτό το γεγονός που άκουσαν, ήθελαν να το δουν και με τα μάτια τους για πιο βέβαιη πίστη» (Κ), «ίσως επειδή προσδοκούσαν να ακούσουν και από το Λάζαρο κάτι σχετικά με τον Άδη» (Θφ). Ότι η πρόθεση των επισκεπτών αυτών τουλάχιστον σε μεγάλο μέρος δεν υπήρξε αρχικά πονηρή ούτε το ελατήριο που τους ώθησε σε επίσκεψη μία απλή περιέργεια, φαίνεται από το σ. 11, όπου ο αριθμός αυτών που από αυτούς πίστεψαν στον Ιησού εξαιτίας του Λαζάρου δίνεται ως αιτία του νέου φονικού συμβουλίου των αρχιερέων (ο).
10 Ἐβουλεύσαντο(1) δὲ οἱ ἀρχιερεῖς(2) ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν(3),
10 Γι’ αυτό οι αρχιερείς αποφάσισαν να σκοτώσουν και το Λάζαρο,
(1) Δεν δηλώνει απλή ανταλλαγή γνωμών, αλλά συσκέψεις (όχι σε επίσημη φαίνεται συνεδρία του συνεδρίου) με ορισμένη κατεύθυνση που κατέληξε σε απόφαση (κ).
(2) Οι οποίοι πιθανότατα επειδή ανήκαν στη μερίδα των Σαδδουκαίων, οι οποίοι δεν δέχονταν την ανάσταση των νεκρών, είχαν λόγω αυτού και προσωπικό λόγο, που τους ωθούσε στην εξόντωση του Λαζάρου που αναστήθηκε από τους νεκρούς (ο).
(3) «Όντας σε πλήρη σύγχυση από το φθόνο, σχεδιάζουν φόνο πάνω σε φόνο, θεωρώντας ότι μαζί με τον φονευμένο (Λάζαρο) θα φονευτεί και η δύναμη του παράδοξου συμβάντος, ώστε να ανακόψουν τους λαούς που έτρεχαν στην πίστη στο Χριστό» (Κ).
«Τον μεν Χριστό ζητούσαν να τον φονεύσουν προφασιζόμενοι ότι παραβιάζει το Σάββατο και ότι κάνει τον εαυτό του ίσο με το Θεό… Τον Λάζαρο όμως γιατί; Διότι ξανάζησε; Και ποιο έγκλημα είναι το να ξαναζήσει κανείς; Το παν λοιπόν ήταν φθόνος!» (Ζ).
Ο Λάζαρος προσελκύοντας διαρκώς πολλούς προς τον εαυτό του, και προκαλώντας έτσι την εξάπλωση της πίστης στο Χριστό, γίνεται, όπως ήταν επόμενο, αντικείμενο άσπονδου μίσους των αρχόντων των Ιουδαίων (κ). Πόσο παράλογη και ανόητη υπήρξε η απόφασή τους να φονεύσουν το Λάζαρο. Δείγμα της πιο θηριώδους λύσσας. Έμοιαζαν με άγριο ταύρο που μπλέχτηκε σε δίχτυ, γεμάτο μανία. Σημάδι ότι ούτε το Θεό φοβούνταν, ούτε τους ανθρώπους ντρέπονταν. Εάν φοβούνταν το Θεό, δεν θα προέβαιναν σε τέτοια προκλητική και ασεβή ενέργεια εναντίον του. Ο Θεός θέλησε να ζήσει ο Λάζαρος με θαύμα. Και αυτοί θέλουν να τον φονεύσουν λόγω της μοχθηρίας και κακεντρέχειάς τους. Φωνάζουν: Πάρτον αυτόν, δεν πρέπει να ζει, την ώρα που ο Θεός τον επανέφερε τετραήμερο από τον τάφο, διακηρύττοντας έτσι ότι ο Λάζαρος έπρεπε να ζει. Τι άλλο υπήρξε η απόφασή τους αυτή παρά πρόκληση και επανάσταση εναντίον του Θεού; Δεν σκέφτονται ποιος έχει τα κλειδιά του θανάτου και του τάφου. Τα έχουν αυτοί ή ο Θεός;
«Ω τυφλή κακία! Ο Χριστός ο οποίος μπόρεσε να αναστήσει νεκρό, δεν θα μπορούσε να αναστήσει και φονευμένο. Ανόητη κακία, η οποία υποθέτει ότι ο Χριστός ο οποίος μπόρεσε να αναστήσει έναν ο οποίος πέθανε θάνατο φυσικό, δεν θα μπορούσε να αναστήσει και έναν ο οποίος σφάχτηκε» (Αυ).
Αλλά ούτε τους ανθρώπους ντρέπονταν. Διότι πως ήταν δυνατόν να αποφασίσουν την εσχάτη των ποινών για ένα άνθρωπο τελείως αθώο, τον οποίο για κανένα έγκλημα ή παρεκτροπή δεν μπορούσαν να κατηγορήσουν;
11 ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν(1) ὑπῆγον(2) τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον(3) εἰς τὸν Ἰησοῦν.
11 επειδή εξαιτίας του πολλοί Ιουδαίοι εγκατέλειπαν αυτούς και πίστευαν στον Ιησού.
(1) Δηλαδή τον Λάζαρο, ο οποίος ήταν ζωντανός μάρτυρας της υπερφυσικής δύναμης του Ιησού. «Αυτό που κατεξοχήν τους δάγκωνε, ήταν ότι ενώ είχε αρχίσει η γιορτή όλοι έτρεχαν στη Βηθανία και γίνονταν ακροατές του θαύματος και αυτόπτες του αναστημένου» (Θφ).
(2) Ή, στη Βηθανία, οπότε η πρόθεση (υπό) σημαίνει εδώ το αθόρυβο, το μυστικό, διότι δεν τολμούσαν λόγω της εχθρότητας των αρχιερέων προς τον Ιησού, να μεταβούν με διαδήλωση (ο,g), ή λιγότερο πιθανή εκδοχή, το ὑπῆγον έχει την έννοια του αποχωρούσαν και αποσπώνταν από την μερίδα των αρχιερέων και πίστευαν στον Ιησού (β).
(3) Παρατατικός=άρχιζαν να πιστεύουν (β).
Ἡ θριαμβευτικὴ εἴδοσος εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα
12 Τῇ ἐπαύριον(1) ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν(2), ἀκούσαντες(3) ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα(4),
12 Την άλλη μέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει για τη γιορτή του Πάσχα, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα,
(1) Δες και Ματθ. κα 1-11, Μάρκ. ια 1-10 και Λουκ. ιθ 29-38 και τις εκεί ερμηνευτικές σημειώσεις. Την επομένη της ημέρας κατά την οποία παρατέθηκε το δείπνο στη Βηθανία: δηλαδή στη δική μας Κυριακή, εάν δεν συμπεριλάβουμε την 14η Νισάν στις 6 ημέρες πριν το Πάσχα (σ. 1) ή τη Δευτέρα, εάν συμπεριλάβουμε αυτήν.
(2) Πρέπει λοιπόν να υπήρξαν Γαλιλαίοι μάλλον παρά κάτοικοι της Ιερουσαλήμ (b). Δεν πρέπει ο όχλος αυτός να συγχέεται με αυτόν στο σ. 9, ο οποίος, όπως σημειώθηκε, ήταν από τους Ιουδαίους. Ίσως αυτοί που λόγω της γιορτής ήλθαν στα Ιεροσόλυμα ήταν περισσότερο θρησκευόμενοι από αυτούς που κατοικούσαν στην πόλη. Όσο περισσότερο σεβασμό έχει κάποιος στο Θεό και γενικά στη θρησκεία, τόσο είναι περισσότερο διατεθειμένος να υποδεχτεί το Χριστό και τη θρησκεία του. Είναι αξιοσημείωτο και το ότι όχι οι άρχοντες και οι της ανώτερης τάξης βγαίνουν για να υποδεχτούν τον Ιησού, αλλά ο όχλος. Πράγματι ο Χριστός «τα αδύναμα και τα ανόητα του κόσμου διάλεξε» (Α΄Κορ. α 27) και τιμάται περισσότερο από το πλήθος παρά από το μεγαλείο των ακολούθων του. Από αυτό συμπεραίνουμε, ότι ο Κύριος πέρασε και τη νύχτα ολόκληρη στη Βηθανία. Όπως επίσης μπορούμε να συμπεράνουμε από την αφήγηση του Μάρκου (ια 11 «ήταν ήδη απόγευμα στην ώρα») η είσοδος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα σημειώθηκε κατά το απόγευμα.
(3) Άκουσαν από αυτούς που επισκέφτηκαν την προηγούμενη ημέρα τη Βηθανία, ότι ο Ιησούς ήταν εκεί και ότι ετοιμαζόταν να μπει στα Ιεροσόλυμα.
(4) «Αφού αναχώρησε για λίγο στην έρημο ο Κύριος, ώστε να σβήσει το θυμό των φονιάδων, πάλι με θάρρος μπαίνει και εμφανίζεται σε όλους. Διότι είχε φτάσει ο καιρός του πάθους και δεν έπρεπε πλέον να κρύβεται, αλλά να δώσει τον εαυτό του για τη σωτηρία του κόσμου» (Θφ).
13 ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων(1) καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον(2)· ὡσαννά(3), εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ(4).
13 πήραν κλαδιά φοινικιάς, και βγήκαν από την πόλη να τον προϋπαντήσουν κραυγάζοντας: Δόξα στο Θεό! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! Ευλογημένος ο βασιλιάς του Ισραήλ!
(1) Με άρθρο μάλλον για να σημάνει τα κλαδιά των φοινίκων, τα οποία ορθώνονταν στο δρόμο (g). «Βάϊς είναι ραβδί φοίνικα και το βάγι» (Ησύχιος). Η προσθήκη «των φοινίκων» είναι πλεονασμός, που έγινε από τον Ιωάννη για τους αναγνώστες που αγνοούσαν τον τεχνικό αυτό όρο. Σύμφωνα με το Αποκ. ζ 9 οι μάρτυρες παρουσιάζονται να έχουν στα χέρια βάγια ως σύμβολο της νίκης τους εναντίον του κόσμου. Σύμφωνα με το Α΄ Μακ. ιγ 51 ο Σίμων μπαίνει θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα με δοξολογία και βάγια και με κύμβαλα και κιθάρες και με ύμνους και με ωδές, διότι συντρίφτηκε εχθρός μεγάλος από τον Ισραήλ (β). Σύμφωνα με το Λευϊτ. κγ 40 επικράτησε στη γιορτή της σκηνοπηγίας να γίνονται γύρω από το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων λιτανείες με βάγια (g).
«Τα κλαδιά των φοινίκων είναι δοξολογικά σύμβολα της νίκης» (Αυ). «Επειδή οι όχλοι ήταν πιο υπάκουοι και επειδή ελκύστηκαν από το θαύμα που έκανε, υποδέχτηκαν το Χριστό με βάγια, υμνώντας αυτόν επειδή είχε νικήσει το θάνατο» (Κ). Υποδέχονται αυτόν θριαμβευτικά αναγνωρίζοντας αυτόν ως τον αναμενόμενο Μεσσία.
«Πήραν λοιπόν τα βάγια των φοινίκων… δείχνοντας, ότι τον θεωρούσαν ανώτερο από προφήτη» (Χ).
Ο τρόπος με τον οποίο εκδήλωναν τον σεβασμό τους και την αναγνώρισή τους ήταν πρόχειρος και απλός, αλλά ταυτόχρονα θερμός και ενθουσιώδης. Δεν είχαν τα κλειδιά της πόλης, για να παραδώσουν αυτά σε αυτόν, ούτε σπαθί ή σκήπτρο για να προβάλλουν αυτό μπροστά του, ούτε μουσική και συμφωνία οργάνων, ώστε και με τον ήχο σαλπίγγων και κυμβάλων να διεγείρουν τον λαϊκό ενθουσιασμό. Παρά ταύτα τα πλήθη αυτά ήταν κατά τη στιγμή αυτή μία αμυδρή απεικόνιση της ένδοξης εκείνης συνοδείας, την οποία είδε ο Ιωάννης «μπροστά στο θρόνο και μπροστά στο αρνί» (Αποκ. ζ 9,10). Δεν ήταν μεν τα πλήθη αυτά μπροστά στο θρόνο, ήταν όμως μπροστά στο αρνί, το πασχάλιο αρνί, το οποίο λίγες μέρες πριν το Πάσχα έμπαινε στην άκρη προκειμένου να θυσιαστεί. Επιπλέον κρατούν και τα πλήθη αυτά όπως η ουράνια συνοδεία βάγια φοινίκων, σύμβολο της νίκης και του θριάμβου. Πράγματι ο Χριστός με το θάνατό του ερχόταν να νικήσει τις αρχές και τις εξουσίες και συνεπώς ήταν πρέπον να σείουν κατά την έλευσή του τα βάγια των φοινίκων.
(2) Υπάρχει και η γραφή: Εκραύγαζον λέγοντες: Οι επευφημίες με τις οποίες ο λαός χαιρετίζει τον Ιησού έχουν ληφθεί από τον ριζ (ριη) ψαλμό, ιδίως μάλιστα οι σ. 25,26. Ο ψαλμός αυτός φτιάχτηκε πιθανώς για τα εγκαίνια του δεύτερου ναού και τα λόγια που παρατίθενται αναφέρονταν στην πομπή η οποία έγινε δεκτή από τους ιερείς κατά την άφιξή της στο ναό. Πολλές παραπομπές σε αυτόν τον ψαλμό, που γίνονταν από τους ραββίνους, δείχνουν, ότι ο ψαλμός θεωρούνταν μεσσιανικός. Κάθε Ισραηλίτης γνώριζε από έξω τα λόγια αυτά, διότι ψάλλονταν κατά τις λιτανείες της γιορτής της σκηνοπηγίας και το Πάσχα κατά το πασχάλιο δείπνο (g).
(3) Οι Ο΄μεταφράζουν «σώσε λοιπόν», οπότε αποτελεί ικετευτική επίκληση προς το Θεό από το θεοκρατικό λαό υπέρ του βασιλιά Μεσσία. Δες Ματθ. κα 9 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(4) Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ή ευλογημένος εν ονόματι Κυρίου σύμφωνα με τα Δευτ. κα 5,Β΄ Βασ. στ 18,Δ΄ Βασ. β 24 (β). Ή, πιο φυσικά, πρέπει να συνδέσουμε το εν ονόματι Κυρίου (= «στο όνομα του Θεού Πατέρα» (Αυ) με το ερχόμενος, οπότε «άριστος οδηγός για να καταλάβουμε την έννοια, είναι τα ίδια του τα λόγια: Εγώ έχω έλθει στο όνομα του πατέρα μου… Από τη μία είναι ίσος με τον Πατέρα, και από την άλλη εξομοιώθηκε με εμάς. Ως ίσος με τον Πατέρα έφερε εμάς στην ύπαρξη· ως όμοιος με εμάς, μάς λύτρωσε» (Αυ). «Έχει έλθει στο όνομα του Κυρίου» (Κ).
Η φράση δείχνει κατά τρόπο γενικό τον κατεξοχήν θείο απεσταλμένο. Ειδικεύεται όμως η έννοιά της με την ακόλουθη φράση «ο βασιλιάς του Ισραήλ». «Αυτός που έρχεται, λέει, όχι αυτός που οδηγείται. Διότι το ένα είναι κάπως δουλικό, ενώ το άλλο εξουσιαστικό, το ότι έρχεται. Και με το να πουν όμως «στο όνομα του Κυρίου» αυτό το ίδιο φανερώνουν, το ότι είναι αυτός αληθινός Θεός. Διότι όχι στο όνομα δούλου, αλλά του Κυρίου λένε ότι έρχεται. Και ακόμα φανερώνουν ότι δεν είναι αντίθεος, αλλά ήλθε στο όνομα του Πατέρα. Και βασιλιά του Ισραήλ επίσης αποκαλούσαν αυτόν, φανταζόμενοι ίσως αισθητή βασιλεία. Διότι προσδοκούσαν ότι θα εμφανιστεί κάποιος βασιλιάς ανώτερος από την ανθρώπινη φύση, ο οποίος πρόκειται να τους σώσει από την εξουσία των Ρωμαίων» (Θφ).
Ο λαός στο πρόσωπο του Ιησού χαιρετούσε και επευφημούσε τον Μεσσία που στάλθηκε από το Θεό. «Τον έλεγαν βασιλιά δικό τους, παραδεχόμενοι την κυριότητα του Χριστού» (Κ). Δεν είναι πλέον ανάγκη να ξεφύγει από το ζήλο εκείνων, οι οποίοι θα ήθελαν να ανακηρύξουν αυτόν βασιλιά, όπως έκανε άλλοτε μετά την διατροφή των 5000. Θα διακηρύξει όμως αυτός τον τρόπο και τη φύση της βασιλείας του (τ).
14 Εὑρὼν(1) δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον(2) ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό(3), καθώς ἐστι γεγραμμένον(4)·
14 Ο Ιησούς είχε βρει ένα γαϊδουράκι και κάθισε πάνω του, όπως λέει η Γραφή:
(1) «Ο μεν Ματθαίος λοιπόν είπε αναλυτικότερα τα σχετικά με το πουλάρι, ενώ ο Ιωάννης ήλθε σε αυτό το πιο καίριο σημείο της υπόθεσης, το οποίο συνηθίζει να κάνει» (Κ). Οι άλλοι ευαγγελιστές «λένε ότι έστειλε μαθητές και είπε: Λύστε την όνο και το πουλάρι. Αυτός όμως δεν λέει τίποτα τέτοιο, αλλά ότι αφού βρήκε πουλαράκι, κάθισε πάνω του… Και τα δύο ήταν λογικό να γίνουν, και να έλυσαν οι μαθητές το πουλάρι και να το οδηγούσαν, και να βρήκε το πουλάρι και να κάθισε σε αυτό» (Χ). «Αφού λύθηκε δηλαδή από τους μαθητές και οδηγήθηκε, το βρήκε» (Θφ). Το «εὑρὼν» δεν σημαίνει βρήκε χωρίς αναζήτηση· ας θυμηθεί ο καθένας το Εύρηκα του Αρχιμήδη (g).
(2) Δεν αντιτίθεται τόσο στο όνος όσο στο υπερήφανο άλογο, το οποίο ουδέποτε ο Κύριος χρησιμοποίησε (b).
(3) Ο Ιησούς δεχόμενος την από το λαό υποδοχή ως αναγνώριση της μεσσιακής του ιδιότητας κατά τις παραμονές του θανάτου του, μετά τον οποίο θα θριάμβευε το βασιλικό του αξίωμα, κάθεται πάνω στο πουλάρι, για να ξεχωρίσει έτσι ανάμεσα στο λαό που τον κύκλωνε. «Επειδή τον περιτριγύριζε με τιμή πολύ πλήθος και τον επευφημούσε, από άκρα μετριοφροσύνη κάθισε σε γάιδαρο… χωρίς να απομακρύνεται σε τίποτα από τα όντως αναγκαία» (Κ).
(4) Στο Ζαχαρίου θ 9. Η παράθεση γίνεται όμως εδώ συντομευμένα, διότι ο ευαγγελιστής ενδιαφέρεται μόνο να διαπιστώσει τη γενική συμφωνία μεταξύ της προφητείας και της εκπλήρωσής της (g).
15 μὴ φοβοῦ(1), θύγατερ Σιών(2)· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου(3).
15 Μη φοβάσαι θυγατέρα μου, πόλη της Σιών· να που έρχεται σ’ εσένα ο βασιλιάς σου, σε γαϊδουράκι πάνω καθισμένος.
(1) Αντί για το «χαίρε σφόδρα» που είναι στο πρωτότυπο σύμφωνα με τους Ο΄. Και με το «μη φοβάσαι» το ίδιο συναίσθημα εκφράζεται, αλλά λιγότερο έντονα και σε μικρότερο βαθμό (g). Η μεγαλειότητα τέτοιου βασιλιά μπορεί να διεγείρει φόβο, αλλά η πραότητά του, στην οποία ανταποκρίνεται ο τρόπος της εισόδου του, απομακρύνει το φόβο (b). «Μη φοβάσαι· διότι είναι πράος και όχι όπως οι πολλοί από αυτούς που βασίλεψαν σε σένα, άγριος και άδικος και τύραννος» (Ζ). «Δεν μπήκε σέρνοντας από πίσω του στρατό, αλλά έχοντας ως άρμα ένα γαϊδουράκι» (Θφ). «Να χαίρεσαι πολύ». «Μη φοβάσαι». Οι φόβοι από την απιστία είναι εχθροί της πνευματικής χαράς. Όταν αυτοί θεραπευτούν και κατανικηθούν, η χαρά θα κυριαρχήσει εκεί όπου προκαλούνταν ταραχή από τους φόβους. Ο Χριστός λοιπόν ήλθε, για να κατασιγάσει τους φόβους του λαού του και να σκορπίσει σε αυτόν την χαρά.
(2) Η έκφραση αυτή σημαίνει τον πληθυσμό της πόλης Σιών, η οποία προσωποποιείται (g). Αυθεντική γραφή: θυγάτηρ Σιών.
(3) Και αν ο Ιησούς δεν έμπαινε ποτέ με αυτόν τον τρόπο στην Ιερουσαλήμ, η προφητεία αυτή θα πραγματοποιούνταν. Διότι ολόκληρη η δράση του στο Ισραήλ υπήρξε εκπλήρωσή της. Επαληθεύοντας όμως και κατά λέξη τον συμβολισμό που χρησιμοποίησε ο προφήτης, θέλησε να κάνει αισθητότερη την πνευματική και αληθινή εκπλήρωση της προφητείας (g). Το ἐπὶ πῶλον ὄνου ερμηνεύτηκε και αλληγορικά:
«Με το πουλάρι, πάνω στο οποίο κανείς δεν είχε μέχρι τότε καθίσει, (διότι έτσι αναφέρεται από τους άλλους ευαγγελιστές), πρέπει να εννοήσουμε τα έθνη, τα οποία δεν είχαν δεχτεί το νόμο του Κυρίου» (Αυ). «Διότι το γαϊδούρι δεν είναι καθαρό ζώο σύμφωνα με το νόμο» (Απ.).
Δείχνει με αυτό ο Χριστός «ότι νέο λαό, που προέρχεται από τα έθνη και είναι ακάθαρτος, πρόκειται να υποτάξει στον εαυτό του και να τον ανεβάσει στο αξίωμα της δικαιοσύνης και στην ουράνια Ιερουσαλήμ, της οποίας τύπος είναι η επίγεια… Ονομάζει επίσης πουλάρι το γαϊδούρι, επειδή ο λαός από τα έθνη ήταν αγύμναστος στην πίστη που οδηγεί στην ευσέβεια» (Κ).
Ο Χριστός είναι βασιλιάς της Σιών. Το όρος Σιών ήταν από παλιά καθορισμένο ως μητρόπολη και πρωτεύουσα του Μεσσία. Ο βασιλιάς της Σιών λοιπόν, θα αποχωρούσε μεν πρόσκαιρα από την πόλη αυτή, αλλά τελικά, όταν θα επρόκειτο να επανέλθει στον Πατέρα του, σε αυτήν θα κατέληγε και θα υπήρχε βασιλιάς αιώνιος της πνευματικής Σιών. Παρόλο που έρχεται αργά για να μπει στην επίγεια Σιών με το αργό βήμα του πουλαριού, έρχεται όμως με ασφάλεια και με τέτοιες εκδηλώσεις ταπείνωσης και συγκατάβασης, ώστε πολύ να ενθαρρύνονται σε επευφημίες και ελπίδες οι βασιλικοί του υπήκοοι. Ταπεινοί ικέτες εύκολα μπορούν να τον πλησιάσουν και να μιλήσουν μαζί του. Εάν στους άρχοντες και πρόκριτους της Ιερουσαλήμ, οι οποίοι περίμεναν τον Μεσσία ως επίγειο άρχοντα που θα θεμελίωνε το θρόνο του πάνω στη δύναμη της βίας, η ταπεινή αυτή εμφάνιση του βασιλιά της Σιών είναι αποθαρρυντική, ας μάθουν ότι παρόλο που έρχεται στη Σιών καθισμένος σε πουλάρι, όμως έρχεται να πολεμήσει κατά των εχθρών της «αυτός που επιβαίνει στα νέφη του ουρανού και είναι μεγαλοπρεπής στο στερέωμα της γης, αυτός έρχεται σε βοήθειά της» (Δευτ. λγ 26).
16 Ταῦτα(1) δὲ οὐκ ἔγνωσαν(2) οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον(3), ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς(4), τότε ἐμνήσθησαν(5) ὅτι ταῦτα(6) ἦν ἐπ’ αὐτῷ(7) γεγραμμένα(8), καὶ ταῦτα(6) ἐποίησαν(9) αὐτῷ.
16 Αυτά στην αρχή δεν τα κατάλαβαν οι μαθητές του· όταν όμως ο Ιησούς ανυψώθηκε στη θεία δόξα, τότε τα θυμήθηκαν. Ό,τι είχε γράψει για κείνον η Γραφή, αυτά και του έκαναν.
(1) Η ίδια φράση και στο β 22. «Διότι πράγματι, όταν είπε· Γκρεμίστε αυτόν το ναό και σε τρεις ημέρες θα τον χτίσω, ούτε τότε κατάλαβαν οι μαθητές» (Χ). Τόσο τα λόγια αυτά όσο και την έννοια της εισόδου του Ιησού πάνω σε πουλάρι και την σχέση της με την προφητεία του Ζαχαρία, τα κατάλαβαν οι μαθητές όταν ο Ιησούς δοξάστηκε. «Ότι μεν λοιπόν ήταν γραμμένο (στο Ζαχαρία) το ήξεραν, ότι όμως είχε γραφτεί για αυτόν, δεν το ήξεραν» (Χ).
(2) «Πρόσεξε τη φιλοσοφικότητα του ευαγγελιστή, πώς δεν ντρέπεται να παρουσιάσει δημόσια την προηγούμενη άγνοιά τους» (Χ).Ο λόγος των θείων ενεργειών και λόγων είναι γενικά κρυμμένος από εμάς αρχικά. Το έργο της πίστης είναι να εγκολπωθούμε τα πράγματα εκείνα, τα οποία δεν κατανοούμε, αλλά τα οποία αργότερα θα αντιληφθούμε (b).
(3) «Στην αρχή» (Κ), κατά τον χρόνο, κατά τον οποίο συντελούνταν το γεγονός της εισόδου.
(4) «Μέσω του σταυρού και της ανάστασης» (Ζ), «και φωτίστηκαν περισσότερο την ημέρα της πεντηκοστής όταν μεταμορφώνονταν στη δύναμη του αγίου Πνεύματος που επιφοίτησε σε αυτούς» (Κ). «Δόξα εννοεί την ανάληψη μετά το σταυρό και το πάθος» (Θφ).
(5) Αφού θα τα υπενθύμιζε αυτά σε αυτούς ο Παράκλητος. Δες Ιω. ιδ 26.
(6) Γλυκιά επανάληψη που εκφράζει τη συμφωνία μεταξύ της προφητείας και την έκβασης (b).
(7) «Δηλαδή σχετικά με αυτόν» (Ζ). Κατά γράμμα σημαίνει: βασίζονταν σε αυτόν (β).
(8) «Όλα αυτά τα προφητικά, ήταν γραμμένα για αυτόν» (Ζ).
(9) Υποκείμενο του ρήματος είναι ή «οι Ιουδαίοι» (Ζ), ο λαός. Ή, και οι δύο· και οι μαθητές και ο λαός (b). Ή, πιο σωστά, οι μαθητές. Ο Ιωάννης θέλει να σημάνει, ότι οι μαθητές κατανόησαν αργότερα, ότι είχαν εργαστεί αυτοί οι ίδιοι στην εκπλήρωση προφητείας, την οποία κανείς από αυτούς τότε δεν σκέφτηκε (g). Οι Γραφές εκπληρώνονται πολλές φορές με συνεργασία ανθρώπων που δεν έχουν κατά νουν τις γραφές και δεν καταλαβαίνουν ότι συνεργούν για εκπλήρωσή τους. Οι μαθητές μέχρι την ανάληψη και την Πεντηκοστή δεν είχαν αντιληφθεί την φύση της βασιλείας του Κυρίου και για αυτό ανέμεναν αυτόν να εμφανιστεί με εξωτερική πομπή και δύναμη. Και συνεπώς δεν μπορούσαν να καταλάβουν, πώς εφαρμοζόταν η προφητεία του Ζαχαρία, για επαλήθευση της οποίας χωρίς να το καταλαβαίνουν συνεργάζονταν.
17 Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος(1) ὁ ὢν μετ’ αὐτοῦ(2) ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν(3).
17 Όλοι, λοιπόν, εκείνοι που ήταν μαζί με τον Ιησού, όταν φώναξε το Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε από τους νεκρούς, διηγούνταν αυτά που είχαν δει.
(1) Ο Ιωάννης δεν αποσκοπεί να παρουσιάσει πλήρη την εικόνα της εισόδου του Ιησού, αλλά μάλλον να αποσαφηνίσει την διπλή σχέση του γεγονότος αυτού με το γεγονός της ανάστασης του Λαζάρου (ως αιτίας του) από τη μία, και με την καταδίκη του Ιησού (ως αποτελέσματός του) από την άλλη (g).
(2) Η έννοια εξαρτάται από το μόριο «ὅτε» που ακολουθεί, ή σύμφωνα με άλλη γραφή «ότι». Σύμφωνα με αυτήν τη δεύτερη γραφή όχλος πρέπει να εννοηθεί ο λαός που υποδέχεται τώρα τον Ιησού, ο οποίος μεταξύ των άλλων επευφημιών φώναζε ακόμη ότι ο Ιησούς ανέστησε το Λάζαρο. Αυθεντική γραφή ὅτε. Σύμφωνα με αυτήν όχλος ήταν οι αυτόπτες μάρτυρες του θαύματος, οι οποίοι ήταν τότε μπροστά στον τάφο του Λαζάρου μαζί με τον Ιησού κυκλώνοντάς τον. Αυτοί μαρτυρούσαν τώρα για το γεγονός περιγράφοντας αυτό στους προσκυνητές στα Ιεροσόλυμα, και με τη μαρτυρία τους αυτή διέγειραν τον ενθουσιασμό του πλήθους για τον Ιησού. Αυτή η γραφή και η ερμηνεία σύμφωνα με αυτήν, συμφωνεί πληρέστερα με το ακόλουθο «Διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος» (g) = «Το πλήθος του όχλου αφού άκουσε το συμβάν με καλή διάθεση, πείστηκε σε αυτούς που έδιναν μαρτυρία ότι ο Χριστός ανέστησε το Λάζαρο… και για αυτόν το λόγο τον υποδέχτηκαν» (Κ).
(3) Το μεγαλείο του θαύματος και η ευκολία, με την οποία συντελέστηκε, εκφράζονται με πολλή δεξιότητα (b). Οι αυτόπτες δεν μαρτυρούσαν απλώς για το θαύμα, αλλά και αφηγούνταν τον τρόπο με τον οποίο αυτό συντελέστηκε.
18 Διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος(1), ὅτι ἤκουσαν(2) τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον(3).
18 Γι’ αυτό ήρθε το πλήθος να τον προϋπαντήσει, επειδή έμαθαν ότι αυτός είχε κάνει το θαυμαστό αυτό σημείο.
(1) Δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον όχλο του προηγούμενου σ. Ο όχλος που άκουσε, αφού πληροφορήθηκε από τον όχλο που είδε το θαύμα (b). «Ο όχλος μεν των αυτοπτών «μαρτυρούσε», ενώ ο όχλος αυτών που άκουσαν, υποδέχτηκαν αυτόν μαζί τους» (Ζ).
(2) Ο όχλος άκουσαν. Συντακτικό σχήμα κατά το νοούμενον (κ).
(3) Η αιτία της προϋπάντησης και της θριαμβευτικής υποδοχής. Το θαύμα δεν ήταν μόνο κύριο θέμα συζήτησης μεταξύ των προσκυνητών, αλλά και διήγειρε τον ενθουσιασμό τους τόσο, ώστε οδηγήθηκαν στο να τον υποδεχτούν (g). «Διότι δεν θα μετέβαλλαν ξαφνικά γνώμη τόσοι πολλοί, εάν δεν πίστευαν στο θαύμα» (Χ).
19 Οἱ οὖν(1) Φαρισαῖοι(2) εἶπον πρὸς ἑαυτούς(3)· θεωρεῖτε(4) ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν(5); Ἴδε(6) ὁ κόσμος(7) ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν(8).
19 Οι Φαρισαίοι τότε είπαν μεταξύ τους: «Βλέπετε πως η αναβολή δεν ωφελεί· να που όλος ο κόσμος έχει τρέξει πίσω του».
(1) Ο σ. εισάγεται ως συνέπεια του ενθουσιασμού του λαού που ήδη σημειώθηκε.
(2) Οι οποίοι αποτελούσαν την μερίδα που έντονα αντιτίθονταν στη διδασκαλία του Ιησού.
(3) Αντί να πει μεταξύ τους. Επειδή ανήκαν στο ίδιο σώμα, για αυτό ήταν σαν να μιλούσαν στους εαυτούς τους (g).
(4) Μπορούμε να την πάρουμε και ως προστακτική. Μάλλον όμως είναι οριστική. «Το λένε αυτό κατηγορώντας κατά κάποιο τρόπο τους εαυτούς τους, επειδή ακριβώς από παλαιότερα δεν φόνευσαν μαζί με τον Λάζαρο τον Ιησού, οπότε το λένε προτρέποντας τους εαυτούς τους στο να φονεύσουν» (Κ).
(5) Δεν πετυχαίνετε κανένα ωφέλιμο αποτέλεσμα για τον σκοπό μας. Δεν ωφελεί τίποτα το να περιμένουμε και να αναβάλλουμε. Δες και στ 63 για τη χρήση του ωφελώ. Όσοι αντιτίθενται στο Χριστό και πολεμούν το βασίλειό του, θα αναγκαστούν να αντιληφθούν κάποτε, ότι δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα. Ο Θεός θα πραγματοποιήσει τις βουλές του παρά τις αντιδράσεις τους και τις μάταιες προσπάθειες της κακίας τους. Δεν κερδίζει κανείς τίποτα πολεμώντας τον Ιησού. Αντιθέτως αντί να βλάψει την κυριαρχία του αιώνιου βασιλιά, συντελεί στο δικό του όλεθρο.
(6) Εισάγει το γεγονός σαν να συμβαίνει μπροστά στα μάτια τους (ο).
(7) =Όλοι, όλος ο κόσμος. «Κόσμο λένε τα πλήθη» (Ζ). «Αγανακτώντας για τον πιστό όχλο, σαν να στερούνται δικά τους κτήματα, αυτούς που είναι του Θεού» (Κ). Ο κόσμος. Υπερβολή από αγανάκτηση. Υπάρχει κάτι που υποκρύπτεται στα λόγια τους όμοιο με προφητεία (b). Όπως ο Καϊάφας πριν, έτσι και αυτοί τώρα, (προφητεύουν) ότι ολόκληρος ο κόσμος θα κατακτιόταν από τον Ιησού.
(8) «Με την έννοια του: ακολουθεί αυτόν» (Ζ). Ο αόριστος φανερώνει γεγονός που ήδη συντελέστηκε· να, μείναμε μόνοι (g). Αφού αποσπάστηκε από εμάς προσκολλήθηκε και έγινε οπαδός εκείνου (κ).
Ἡ αἴτησις τῶν Ἑλλήνων
20 Ἦσαν δέ τινες Ἕλληνες(1) ἐκ τῶν ἀναβαινόντων(2) ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ.
20 Ανάμεσα σ’ αυτούς που ανέβηκαν να προσκυνήσουν στη γιορτή ήταν και μερικοί Έλληνες.
Από όλα τα γεγονότα, τα οποία σημειώθηκαν από την ημέρα της θριαμβευτικής εισόδου του Ιησού στην Ιερουσαλήμ μέχρι την παραμονή του Πάθους, ο Ιωάννης αναφέρει μόνη την απόπειρα κάποιων προσήλυτων Ελλήνων να μιλήσουν με τον Ιησού και τον λόγο τον οποίο με την ευκαιρία αυτή εκφώνησε, για τα οποία δεν μιλούν οι υπόλοιποι ευαγγελιστές. Ο Ιωάννης σημειώνει ιδιαίτερα το γεγονός αυτό όχι απλώς διότι αποσιωπήθηκε από τους συνοπτικούς, αλλά διότι έχει για αυτόν ξεχωριστή σοβαρότητα. Το γεγονός φαίνεται ότι έλαβε χώρα μετά τα εξιστορούμενα στα Ματθ. κα 12-κγ, Μάρκ. ια 12-ιβ 44, Λουκ. ιθ 45-κα 4, όπως φαίνεται και από το τέλος του σ. 36 («αυτά είπε ο Ιησούς και αφού έφυγε κρύφτηκε από αυτούς») δηλαδή κατά το απόγευμα της Τετάρτης. Κατά τη στιγμή αυτή επέρχεται η οριστική πλέον ρήξη του Ιησού με το λαό και το θεοκρατικό κέντρο, και στο επεισόδιο και στα λόγια αυτά διαβλέπει ο Ιωάννης το τέλος της δημόσιας δράσης του Κυρίου και το προανάκρουσμα του Πάθους του. Αποτελεί λοιπόν σταθμό στην αφήγησή του (g)
(1) Προανάκρουσμα για το ότι η βασιλεία του Θεού επρόκειτο από τους Ιουδαίους να μεταβιβαστεί στα έθνη. Δεν είναι σαφές, εάν αυτοί είχαν κάνει περιτομή· πάντως όμως λάτρευαν τον ένα Θεό του Ισραήλ (b). Δεν πρόκειται για Ιουδαίους που μιλούσαν την ελληνική, αλλά για εθνικούς προσήλυτους, όπως ο ευνούχος της Κανδάκης (Πράξ. η 27), και για τους οποίους στο ιερό είχε καθοριστεί ιδιαίτερος τόπος, η αυλή των εθνών (Δες και Γ΄Βασ. η 41-43). Από την αυλή αυτή διώχτηκαν από τον Ιησού αυτοί που βεβήλωναν το ιερό. Εάν λοιπόν οι ξένοι αυτοί ήταν μάρτυρες του επεισοδίου αυτού, κατά το οποίο ελευθερώθηκε ο για χρήση τους καθορισμένος ιερός χώρος στο ναό, εξηγείται πλήρως η επιθυμία τους να έλθουν σε σχέση με τον Ιησού (β).
(2) Με άρθρο για να δηλώσει τάξη προσώπων γνωστών και που συνήθως επισκέπτονταν τα Ιεροσόλυμα=Είναι η τάξη των προσηλύτων όχι μόνο από τους Έλληνες αλλά και από κάθε έθνος, οι οποίοι συνήθιζαν να έρχονται κατά την εορτή (g).
21 Οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας(1), καὶ ἠρώτων(2) αὐτὸν λέγοντες· κύριε(3), θέλομεν τὸν Ἰησοῦν(4) ἰδεῖν(5).
21 Αυτοί, λοιπόν, πήγαν στο Φίλιππο, που καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, και τον παρακαλούσαν μ’ αυτά τα λόγια: «Κύριε, θέλουμε να δούμε τον Ιησού».
(1) Ο απόστολος αυτός είχε ελληνικό όνομα και ίσως από αυτό ενθαρρύνθηκαν να πλησιάσουν αυτόν οι Έλληνες. Ίσως όμως οι Έλληνες αυτοί ήταν από αυτούς που κατοικούσαν στην γειτονική της Γαλιλαίας Δεκάπολη και «ως Γαλιλαίοι οι Έλληνες πλησίασαν το Φίλιππο επειδή και αυτός ήταν Γαλιλαίος» (Κ). Για αυτό και η προσθήκη του προσδιορισμού: «που ήταν από τη Βηθσαϊδά…».
(2) Ο παρατατικός μπαίνει για να δηλώσει πράξη που άρχισε, η οποία θα συμπληρωνόταν με την αναμενόμενη απάντηση του Φιλίππου (g).
(3) Υποδηλώνει το σεβασμό, τον οποίο αυτοί αισθάνονται για τον μαθητή τέτοιου δασκάλου (g).
(4) Το άρθρο έχει μέσα του την έννοια της ανάδειξης (b). Λένε τον Ιησού και όχι το Χριστό. Δεν υποδηλώνεται κάπως, ότι φαντάζονταν ότι ο Ιησούς ήταν ο Χριστός (β).
(5) Έχει μέσα της η λέξη και την έννοια της κατ’ ιδίαν γνωριμίας. Να τον δουν απλώς ήταν εύκολο, εφόσον ο Ιησούς δίδασκε και κινούνταν στον περίβολο του ναού. Ούτε εξηγείται ο δισταγμός του Φιλίππου, που συνεννοείται με τον Ανδρέα για το αίτημα αυτό των Ελλήνων, εάν δεν επρόκειτο και για συνέντευξή τους με τον Ιησού (ο,β).
22 Ἔρχεται Φίλιππος καὶ λέγει(1) τῷ Ἀνδρέᾳ(2), καὶ πάλιν Ἀνδρέας καὶ Φίλιππος λέγουσι τῷ Ἰησοῦ(3)·
22 Πηγαίνει ο Φίλιππος και το λέει στον Ανδρέα. Έπειτα έρχονται ο Ανδρέας κι ο Φίλιππος και το λένε στον Ιησού.
(1) «Επειδή θυμήθηκε ο Φίλιππος ότι είπε σε αυτούς ο Κύριος: σε δρόμο εθνών μην πάτε και σε πόλη Σαμαρειτών μην μπείτε, για αυτό δειλιάζει» (Κ) και «έρχεται προς τον Ανδρέα, επειδή προηγούνταν από αυτόν, και το ανακοινώνει σε αυτόν» (Χ).
(2) Συμπολίτης του Φιλίππου, συμπεριλαμβανόταν μεταξύ των 4 μαθητών, οι οποίοι μπαίνουν πρώτοι στους καταλόγους των αποστόλων που παρατίθενται από τους ευαγγελιστές. Αλλά και «ο Φίλιππος μιλά στον Ανδρέα επειδή αυτός ήταν και θερμότερος και καταλληλότερος σε αυτά» (Κ). Για αυτό μπαίνει πρώτος έπειτα ο Ανδρέας («πάλιν Ανδρέας και Φίλιππος») σαν αυτός που ανέλαβε την πρωτοβουλία.
«Ο Φίλιππος λέει στον Ανδρέα, επειδή προηγούνταν. Και εκείνος δεν αρπάζει την ερώτηση, ούτε δείχνει αυθεντία, αλλά παίρνοντας μαζί και τον Φίλιππο, έτσι παίρνει το θάρρος να κάνει την ερώτηση. Τέτοια ευταξία και αγάπη μεταξύ τους υπήρχε στον τρόπο της ζωής τους» (Θφ).
Οι διάκονοι του Χριστού οφείλουν να βοηθούν και να συντρέχουν ο ένας τον άλλον στο έργο της προσαγωγής ψυχών στο Χριστό και της σωτήριας οικοδομής τους. Είναι καλύτεροι οι δύο από τον ένα. Κληρικοί που τσακώνονται μεταξύ τους και ανταγωνίζονται μεταξύ τους και δημιουργούν διαιρέσεις στην ποίμνη του Χριστού, δεν μπορούν να αριθμηθούν στους ειλικρινείς και πραγματικούς διακόνους του.
(3) Είναι αβέβαιο εάν ο Ιησούς έδωσε στους Έλληνες την συνέντευξη που ζήτησαν. Αλλά όταν σκεφτούμε πόσο προσιτός ήταν ο Κύριός μας σε όλους όσους τον πλησίαζαν με ειλικρίνεια, δεν μπορούμε να αμφιβάλουμε για το ότι πέτυχαν οι Έλληνες αυτήν την συνέντευξη (ο). Για αυτό στα λόγια του Κυρίου που στη συνέχεια παρατίθενται αναζητήθηκε από τους ερμηνευτές, μήπως κρύβεται κάποια προτροπή που απευθύνεται στους Έλληνες.
Εισηγήθηκε λοιπόν ο Lange, ότι τα λόγια στο σ. 25 («αυτός που αγαπά τη ζωή του…») αποτελούν κρίση του Χριστού για τα ελληνικά ιδανικά περί ζωής. Για τους Έλληνες το ιδεώδες της ανθρώπινης φύσης ήταν να πετύχει την πληρότητα της προσωπικής ζωής. Κάθε άνθρωπος θα όφειλε να αναπτύξει την προσωπικότητά του. Αυτό ζητά και ο Χριστιανισμός αλλά με τη θυσία, η οποία ήταν ξένη στην ελληνική φιλοσοφία. Με τα λόγια του λοιπόν αυτά πιθανώς κατέκρινε τα ελληνικά ιδανικά περί ζωής. Και τα λόγια στο σ. 32 («όλους θα τους ελκύσω στον εαυτό μου») αποτελούν καθολική υπόσχεση που περιλαμβάνει όχι μόνο τους Ιουδαίους αλλά και τους εθνικούς. Εναντίον όμως της παραπάνω εκδοχής αντιτίθεται η σκέψη, ότι εάν όντως τα λόγια στους σ. 23-28 απευθύνονταν ιδιαίτερα προς τους Έλληνες, τους οποίους τώρα για πρώτη φορά έβλεπε ο Ιησούς, θα παρουσιαζόταν σε αυτούς ακατανόητη η χρήση του ιουδαϊκού τίτλου «ο Υιός του ανθρώπου» (σ. 23). Ακόμη δυσκολότερο θα παρουσιαζόταν το να υποθέσουμε, ότι ο Ιησούς αποκάλυψε στους ξένους αυτούς την στο σ. 27 αγωνία της ψυχής του για τον επικείμενο θάνατο (β). Υπάρχει και η γραφή: και πάλιν έρχεται Ανδρέας και Φίλιππος και λέγουσι τω Ιησού.
23 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων(1)· ἐλήλυθεν ἡ ὥρα(2) ἵνα(3) δοξασθῇ(4) ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(5).
23 Ο Ιησούς τότε τους απάντησε: «Ήρθε πια η ώρα να δοξαστεί ο Υιός του Ανθρώπου.
(1) Η αίτηση των Ελλήνων προκάλεσε βαθύτατη εντύπωση στον Ιησού διότι αφ’ ενός μεν διήγειρε σε αυτόν το συναίσθημα της σχέσης του με τον εθνικό κόσμο ο οποίος μέχρι τώρα είχε τεθεί σε δεύτερη μοίρα στη δράση του, αφ’ ετέρου υπενθύμισε σε αυτόν, ότι η ανάμεσα στα έθνη πνευματική του βασιλεία θα εγκαθιδρυόταν όταν ο Ιησούς έμπαινε σε νέα ένδοξη μορφή ύπαρξης, που προϋπέθετε το θάνατό του. Έτσι η οδός του Γολγοθά ανοίγει μπροστά στα μάτια του ως η μόνη που οδηγεί προς την εγκαθίδρυση της νέας τάξης πραγμάτων (g). «Επειδή οι προερχόμενοι από τα έθνη βιάζονται να τον δουν… για αυτό λέει «έχει έλθει η ώρα». Διότι ο καιρός του πάθους ήταν κοντά, αμέσως μετά τον οποίο ήταν η κλήση των εθνών» (Κ).
(2) Τόσο στον Ιωάννη (ιγ 1,ιζ 1) όσο και στους συνοπτικούς (Μάρκ. ιδ 41,Ματθ. κστ 45) αναφέρεται στην ώρα αμέσως πριν την προδοσία (β). Η φράσει περικλείει σπερματικά ολόκληρο τον ακόλουθο λόγο, με τον οποίο αποκαλύπτεται η σπουδαιότητα της παρούσας ώρας και η κρισιμότητά της, τόσο για τον Ιησού (σ. 29-30), όσο και για τον κόσμο ολόκληρο (σ. 31-33), ειδικότερα όμως και για τον Ισραήλ (σ. 34-36)(g). Τρεις φορές η φράση «ἐλήλυθεν… ἵνα δοξασθῇ » χρησιμοποιείται στον Ιωάννη· εδώ, στο μυστικό δείπνο, όταν ο Ιούδας βγήκε (ιγ 31) και στην αρχιερατική προσευχή (ιζ 1). Και στις 3 αυτές περιπτώσεις χρησιμοποιείται σε στενό συνδυασμό με το θάνατό του (τ).
(3) Το λεγόμενο εκβατικό ἵνα, το οποίο έχει πάντοτε τελική έννοια (σκοπού), διότι αναφέρεται στην βουλή του Θεού που προόρισε και προδιέταξε. Η ώρα ήλθε στον καιρό ακριβώς εκείνο, τον οποίο ο Θεός προόρισε, και ήλθε για τον σκοπό στον οποίο απέβλεπε ο Θεός και ο οποίος έπρεπε να εκπληρωθεί (β). Ήταν προκαθορισμένος ο χρόνος και η ώρα, κατά την οποία ο υιός του ανθρώπου θα δοξαζόταν, και η οποία τότε και μόνο ήλθε, όταν οι ημέρες της ταπείνωσής του συμπληρώθηκαν όλες, μέχρι και την τελευταία.
(4) «Ήλθε ο καιρός να πεθάνω· διότι μετά το θάνατο και την ανάσταση επρόκειτο να δοξαστεί σε όλα τα έθνη» (Ζ). Το «να δοξαστεί» όπως και στο σ. 16 και στο ζ 39 αναφέρεται στην ουράνια ανύψωση του Ιησού με την ανάληψη (g).
«Βεβαιώνει την προσέγγιση της ώρας, κατά την οποία θα δοξαζόταν, και κατά την οποία μετά την τελείωση της δόξας αυτής στους ουρανούς, τα έθνη θα οδηγούνταν στην πίστη» (Αυ).
Η ένδοξη ανύψωση του Ιησού και η επιστροφή των εθνών είναι σύγχρονα (b). Η κλήση των εθνών στην εκκλησία του Χριστού μεγάλωσε πάρα πολύ τη δόξα του υιού του ανθρώπου. Διότι ο πολλαπλασιασμός των λυτρωμένων είναι δόξα και μεγαλείο του Λυτρωτή. Ο θάνατος, ως η επικείμενη και απαραίτητη προϋπόθεση της ανάληψης και θέωσης του Κυρίου κατά την ανθρώπινη φύση, παρουσιάζεται τώρα να προέχει και προβάλλεται με τη φράση «για να δοξαστεί»= «Είναι ο καιρός να έλθω στο σταυρό» (Χ).
Ο σταυρός είναι η δόξα του Χριστού α) σε σχέση με τον μεγάλο εχθρό. Ο σατανάς μετά τον πειρασμό στην έρημο απομακρύνθηκε από τον Κύριο «μέχρι τον κατάλληλο καιρό». Νικήθηκε τελείως στην έρημο από τον υιό του ανθρώπου, αλλά η τελειωτική ήττα του συντελέστηκε στο σταυρό. Εκεί ο Χριστός με ομοίωμα σάρκας αμαρτωλής και για την αμαρτία, υπέστη ως αντιπρόσωπος και εγγυητής του γένους μας την ποινή της αμαρτίας. Ο σατανάς ο οποίος ήλπισε ότι θα κατασυνέτριβε τον Αδάμ, κατασύντριψε τον εαυτό του προσκρούοντας στο Χριστό. Είχε προς στιγμήν πετύχει κάποια νίκη με το μίσος, αλλά ο Χριστός νίκησε τελείως το σατανά και κέρδισε τη νίκη του αυτή με την αγάπη.
β) σε σχέση με τον άνθρωπο. Από τη στιγμή που ο Χριστός σταυρώθηκε, ο σταυρός έγινε το κέντρο του κόσμου. Ούτε στις σχολές των Αθηνών, ούτε στην αγορά της Ρώμης, ούτε με την πρόοδο των τεχνών, ούτε με τις λαμπρές πτήσεις της ποίησης και τις αναζητήσεις της φιλοσοφίας δοξάστηκε τόσο ο άνθρωπος, όσο με το σταυρό. Εκεί ο άνθρωπος ενώνεται με την ίδια τη θεότητα και με το θάνατο οδηγείται στην αιώνια και αμάραντη δόξα. Εάν ο σατανάς με το μίσος του ζήτησε να καταστρέψει το ανθρώπινο γένος, ο Κύριος με την αγάπη του στο σταυρό το ανύψωσε μέχρι τον ίδιο το θρόνο της θεότητας.
γ) Σε σχέση με τον ίδιο το Χριστό. Διότι για αυτό ο Χριστός «πέθανε και αναστήθηκε, για να κυριεύσει τους νεκρούς και τους ζωντανούς». Ήλθε στον κόσμο, για να αναδειχτεί βασιλιάς αιώνιος. Στο σταυρό η κυριότητά του θεμελιώθηκε και η βασιλεία του εγκαινιάστηκε. Ο σταυρός υπήρξε το ύψιστο επιστέγασμα και η αιώνια τελείωση του έργου του.
δ) σε σχέση με τον Πατέρα του. Διότι από την βουλή του Πατέρα κατευθυνόταν το σχέδιο της απολύτρωσης του ανθρώπου. Η αυταπάρνηση και η αγάπη του Χριστού, η τέλεια υπακοή του, η αλήθειά του και η αγιότητά του, όλα αυτά κατέληξαν στη δόξα του Πατέρα του που τον έστειλε. Στο σταυρό, όπου όλα αυτά έλαμψαν όσο ουδέποτε άλλοτε, ο Χριστός δόξασε το όνομα του Πατέρα του, φανέρωσε τη σοφία του, έδειξε τη δικαιοσύνη του και κατέστησε αισθητή την αγάπη του (Alford).
(5) «Δεν λέει θα δοξαστεί ο Λόγος απλώς» (Κ). Όταν πρόκειται για το Πάθος ο Ιησούς μιλά για τον εαυτό του όχι σαν Υιό του Θεού, αλλά σαν υιό του ανθρώπου. Δες και γ 14,στ 53,η 28 (β).
24 Ἀμὴν ἀμὴν(1) λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου(2) πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ(3), αὐτὸς μόνος μένει(4)· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει(5).
24 Αλήθεια σας λέω: Αν του σιταριού ο σπόρος πέσει στη γη αλλά δεν πεθάνει, μένει ένας μονάχος σπόρος· αν όμως πεθάνει, κάνει άφθονον καρπό.
(1) Δες α 51. Εισάγεται με τη φράση αυτή λόγος ειδικής σοβαρότητας (β). Συνδέει τον παρόντα στίχο με τον προηγούμενο έτσι ώστε να δείχνεται σαφώς ότι με το παράδειγμα αυτό ο Ιησούς υπονοεί τον εαυτό του (ο). «Παρηγορώντας τους μαθητές με παράδειγμα, αποδεικνύει, ότι είναι συμφέρον και αναγκαίο να πεθάνει αυτός· διότι όπως το σιτάρι, ο θάνατός του θα φέρει πολλούς καρπούς και θα είναι γονιμότατος» (Ζ). «Μη θορυβείστε αν πεθάνω· διότι τότε θα αυξηθεί περισσότερο το κήρυγμα και θα πιστέψουν οι εθνικοί. Και μην απιστείτε. Διότι και στο σιτάρι αυτό γίνεται» (αμ).
(2) Προτιμά ως παράδειγμα οποιουδήποτε άλλου φυτικού σπέρματος αυτό του σταριού, ίσως όχι άσχετα με τα προηγούμενα, όπου ο Χριστός παρουσίασε τον εαυτό του ως τον άρτο της ζωής (β).
(3) «Θάνατο του σιταριού να εννοήσεις, κατά την άποψή μου, τη φθορά του» (Ζ). «Διότι πρώτα πρέπει να σαπίσει ο σπόρος και τότε να γίνει η γέννησή του» (Χ). Τον νόμο αυτόν της αναγέννησης μέσω της φθοράς, επικαλείται και ο Παύλος για απόδειξη της ανάστασης των νεκρών (Α΄Κορ. ιε 36).
(4) Ο Χριστός και αν δεν πέθαινε για χάρη μας, θα έμενε και πάλι όσον αφορά τον εαυτό του ο ίδιος, όπως είναι ήδη (b). Θα δοξαζόταν και κατά την ανθρώπινη φύση, δεν θα πληθυνόταν όμως. Δεν θα ήταν ποτέ η ζωντανή και ζωοποιός Κεφαλή και Ρίζα της εκκλησίας εάν δεν κατέβαινε από τον ουρανό στην καταραμένη αυτή γη και δεν ανέβαινε από τη γη στο καταραμένο ξύλο, ώστε έτσι να κάνει τέλεια την απολύτρωση. Έπρεπε «να παραδοθεί σε θάνατο η ζωή του» για να «πάρει ως δική του πνευματική κληρονομιά πολλούς• και από τους ισχυρούς να πάρει και να διαμοιράσει λάφυρα»(Ησ. νγ 12). Θα δοθεί σε αυτόν σπέρμα και κληρονομιά αναρίθμητη, αλλά πρέπει να χύσει το αίμα του για να εξαγοράσει αυτό και να το καθαρίσει από τον ρύπο που τον κατακλύζει.
(5) «Περισσότερο καρπό φέρνει, όταν πεθάνει. Αν όμως αυτό γίνεται στα σπέρματα, πολύ περισσότερο σε εμένα» (Χ).
«Όπως ακριβώς το σπαρμένο σπυρί του σιταριού βλαστάνει πολλά στάχυα, χωρίς να ζημιώνεται το ίδιο από εκείνα, αλλά υπάρχει κατά τρόπο δυναμικό μέσα σε όλα τα σπυριά που έχει το στάχυ, διότι από αυτό βλάστησαν όλα· έτσι και ο Κύριος πέθανε, και αφού άνοιξε τα βάθη της γης ανέβασε μαζί με τον εαυτό του τις ψυχές των ανθρώπων, αφού σύμφωνα με τον λόγο της πίστης αυτός είναι μέσα σε όλους μαζί επιπλέον και με την ύπαρξη που έχει από τον ίδιο τον εαυτό του» (Κ).
«Πεθαίνοντας ο κόκκος του σταριού, ο Ιησούς, έφερε πολύ καρπό και ο πατέρας προνοεί πάντα για τους καρπούς που έγιναν και γίνονται ακόμη και θα γίνουν από το θάνατο του κόκκου του σιταριού» (Ω).
Ο υιός του Θεού με την ενανθρώπησή του έπεσε στη γη και με την κένωσή του παρουσιάστηκε στον ουράνιο κόσμο θαμμένος ζώντας στον κόσμο. Δεν ήταν όμως αρκετό αυτό. Πέθανε ο αθάνατος Κύριος και μπήκε στον τάφο, όπως το σπέρμα του σταριού όταν σπέρνεται καλύπτεται από το χώμα. Αλλά όπως το σπέρμα του σιταριού φυτρώνει πράσινο, δροσερό και ανθισμένο και με μεγάλη αύξηση, έτσι και ο ένας πεθαμένος Χριστός συγκέντρωσε στον εαυτό του μυριάδες ζωντανών χριστιανών και έγινε η ζωοποιός ρίζα τους. Και όταν κατά τη συντέλεια του παρόντος αιώνος θα έχει πλέον οδηγήσει με το πάθημά του «πολλούς γιους σε δόξα» (Εβρ. β 10) θα δοξάζεται στους ατελεύτητους αιώνες με τους ασίγητους ύμνους των αγίων και των αγγέλων. Ο Χριστός μπορούσε, εάν ήθελε, να μην υποβληθεί στην κένωση της ενανθρώπησης και να μείνει μαζί με τον Πατέρα του απολαμβάνοντας τη δόξα, την οποία είχε δίπλα του «πριν υπάρξει ο κόσμος». Θα ήταν μακάριος, ως μόνος αυτάρκης λατρευόμενος από τους αγγέλους του και ικανοποιούμενος από τις άπειρες τελειότητές του.
Αλλά ο Θεός είναι αγάπη. Και η αγάπη του Λόγου έφερε αυτόν μέχρις εμάς με μορφή δούλου. Έτσι δημιούργησε το πλήθος αυτό των αδελφών του, οι οποίοι αναπλάστηκαν κατ’ εικόνα του και αποτέλεσαν τη νέα κτίση του. Έτσι δεν έμεινε μόνος, αλλά έγινε πρωτότοκος ανάμεσα σε πολλά αδέλφια και συγκέντρωσε την πανήγυρη αυτή των πρωτοτόκων που έχουν γραφτεί στους ουρανούς. Αλλά και αυτών η νέα ζωή ξεπήδησε όχι μόνο από το θάνατο του Χριστού, αλλά και από το δικό τους θάνατο, Εάν και αυτοί δεν πέθαιναν σαν το στάρι, δεν θα καρποφορούσαν τους ανεξάντλητους καρπούς της χάρης και της νέας ζωής. Ο φυσικός χαρακτήρας μας και οι ιδιότητές μας από την κακή κληρονομικότητα, αποτελούν σπέρμα παλαιό, το οποίο πρέπει να ταφεί, έτσι ώστε με την επίδραση της χάρης να αναπτυχθεί το νέο εγώ μας. Η παλαιά μας φύση εκμηδενίζεται σιγά-σιγά και ο παλαιός άνθρωπος πεθαίνει, όταν η χάρη αναδημιουργεί τον νέο άνθρωπο και την καινούργια κτίση.
25 Ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν(1) αὐτοῦ ἀπολέσει(2) αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ(3) ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ(4), εἰς ζωὴν αἰώνιον(5) φυλάξει αὐτήν.
25 Αυτός που αγαπάει τη ζωή του, θα τη χάσει· αυτός όμως που τη ζωή του δεν τη λογαριάζει όσο κρατάει αυτός ο κόσμος, θα τη φυλάξει για την αιώνια ζωή.
(1) Ή «ονόμασε αγάπη της ζωής το να θεωρείς τη ζωή σου κτήμα σου και να πιστεύεις πως η σωτηρία της είναι το να μην εκθέτεις το σώμα στους κινδύνους που συμβαίνουν» (Θφ). Ονομάζει ψυχή τη ζωή που ζούμε στη γη, η οποία αντιτίθεται στη ζωή την οποία θα ζήσουμε στην αιώνια βασιλεία (G). Την πνοή της φυσικής ζωής μαζί με όλες τις ιδιότητες, με τις οποίες η ζωή αυτή είναι προικισμένη στον άνθρωπο. Η ζωή αυτή η φυσική και ψυχική είναι καλή ως αφετηρία της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά ο προορισμός της δεν είναι να διατηρηθεί και να συνεχιστεί όπως τώρα είναι, αλλά πρέπει να μεταμορφωθεί σε πνευματική και αιώνια με την αυτοθυσία. Διαφορετικά θα μαραθεί και θα χαθεί (g). Η ψυχή είναι το ενσυνείδητο όργανο του αισθήματος και της επιθυμίας, το οποίο δεν είναι κοντά στο θείο όπως είναι το πνεύμα (β).
Ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ = «αυτός που εκτελεί τις κακές της επιθυμίες, αυτός που χαρίζεται σε αυτήν περισσότερο από όσο πρέπει» (Χ), «αυτός που την αγαπάει ενώ αυτή επιθυμεί κακά» (Ζ), «και δεν περιφρονεί το θάνατο» (Θφ). Τα λόγια αυτά δεν αναφέρονται στο Χριστό, αλλά εκφράζουν γενική αλήθεια και αναφέρονται μάλλον στους αποστόλους. «Επειδή πρόκειται να τους μιλήσει για το θάνατο, το δικό του θάνατο, και προείδε ότι θα στενοχωρηθούν και θα λιποψυχήσουν… λέει· Τι λέω, εάν δεν υπομείνετε γενναία το δικό μου θάνατο; Διότι εάν εσείς οι ίδιοι δεν πεθάνετε, δεν θα έχετε κανένα κέρδος» (Χ).
(2) Υπάρχει και η γραφή: απολλύει. Ο μέγας αυτός λόγος του Κυρίου επαναλήφθηκε από αυτόν περισσότερες από μία φορές αναπαριστώντας το κεντρικό μάθημα της διδασκαλίας του και της ζωής του. Δες Ματθ. ι 39,ιστ 25,Μάρκ. η 35,Λουκ. θ 24,ιζ 33 (β). Η φιλαυτία είναι αυτοκαταστροφική. Το να στρέφεται κάποιος στον εαυτό του είναι αμαρτία και η εγωιστική αγάπη του εαυτού μας είναι άδης (τ).
(3) «Αυτός που περιφρόνησε τη ζωή σε αυτόν τον κόσμο» (Κ). Το «μισώ» εκφράζει το αίσθημα γενναίας περιφρόνησης που προέρχεται από την ιδέα του τι θα έχανε κάποιος προσκολλώμενος στη διατήρηση της φυσικής αυτής ζωής. «Θέλοντας λοιπόν να δείξει την έντονη αποστροφή, την οποία πρέπει να δείχνουμε στις επιθυμίες της ψυχής, είπε το «αυτός που μισεί». Διότι όντως σε αυτούς που μισούμε, δεν αντέχουμε ούτε το πρόσωπο να δούμε, ούτε τη φωνή να ακούσουμε» (Θφ).
Ή «εκείνος που δεν υποχωρεί σε αυτήν όταν του προστάζει τα βλαβερά. Και δεν είπε· αυτός που δεν υποχωρεί σε αυτήν, αλλά είπε «αυτός που μισεί αυτήν». Όπως ακριβώς δηλαδή δεν ανεχόμαστε ούτε τη φωνή να ακούσουμε εκείνων που μισούμε ούτε το πρόσωπό τους να δούμε ευχάριστα, έτσι και την ψυχή πρέπει να την αποστρεφόμαστε με όλη τη δύναμή μας, όταν προστάζει αντίθετα από εκείνα που αρέσουν στο Θεό» (Χ).
(4) Ο οποίος είναι μάταιος, φθαρτός και κακός. «Με το να πει… στον κόσμο αυτόν, φανερώνει το πρόσκαιρο του πράγματος» (Θ). … «Δεν διατάζω, λέει, να μισείτε την ψυχή για απέραντο χρόνο· να την αποστραφείς στον παροδικό αυτόν κόσμο» (Θφ). Η ζωή μας στον κόσμο αυτόν εμπερικλείει όλες τις απολαύσεις της παρούσας μας κατάστασης, δηλαδή πλούτη, τιμές, απολαύσεις και μακροβιότητα, έτσι ώστε για όσο το δυνατόν μακρότερο χρόνο να κατέχουμε αυτά. Πρέπει όμως να μισούμε αυτά δηλαδή να περιφρονούμε αυτά ως μάταια και ανεπαρκή στο να μας δώσουν την ευτυχία, να φοβόμαστε τους πειρασμούς, οι οποίοι κρύβονται μέσα σε αυτά και να αποχωριζόμαστε πρόθυμα από αυτά, όταν κινδυνεύουμε λόγω αυτών να συγκρουστούμε με το Χριστό.
(5) Αντιτίθεται στην προηγούμενη φράση «στον κόσμο αυτόν» και αναφέρεται στο μελλοντικό αιώνα, όπου η ζωή αυτή θα λάμψει τέλεια (g). «Μισείς μεν πρόσκαιρα, διαφυλάσσεις όμως αιώνια τη θεία ζωή» (Θφ). Αυτός που μισεί την ψυχή του εμπιστεύεται αυτήν στα χέρια Εκείνου, ο οποίος θα φυλάξει αυτήν σε αιώνια ζωή και θα αποκαταστήσει αυτήν αφάνταστα βελτιωμένη και καλύτερη.
26 Ἐὰν ἐμοὶ(1) διακονῇ(2) τις, ἐμοὶ ἀκολουθείτω(3), καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ(4), ἐκεῖκαὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται· καὶ ἐάν τις(5) ἐμοὶ διακονῇ, τιμήσει(6) αὐτὸν ὁ πατήρ(7).
26 Όποιος θέλει να με υπηρετεί ας ακολουθεί το δικό μου δρόμο, κι όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι κι ο δικός μου υπηρέτης. Κι ο Πατέρας μου θα τιμήσει όποιον με υπηρετεί».
(1) Μπαίνει η λέξη στην αρχή εδώ και η έμφαση δίνεται στο πρόσωπο του Ιησού ως αυτού που υπηρετείται.
(2) Η διδασκαλία περί διακονίας κατέχει ευρεία θέση σε όλα τα ευαγγέλια. Ο Ιησούς δίδαξε, ότι στη διάκριση στη βασιλεία του οδηγεί η οδός της διακονίας και θα είναι πρώτος για αυτόν ο δούλος όλων (Μάρκ. θ 35,ι 43). Σε αυτό λοιπόν ουσιαστικά συνίσταται το να είναι κάποιος μαθητής του Κυρίου, διότι η διακονία υπήρξε το ουσιώδες χαρακτηριστικό της ζωής του, αφού δεν ήλθε «να διακονηθεί αλλά να διακονήσει» δες Μάρκ. ι 45 (β). Για αυτό είναι σοβαρή και η ερμηνεία: «Εάν κάποιος μαθητεύει σε εμένα» (Ζ). «Όταν ακούτε τον λόγο αυτόν του Κυρίου, μη σκέφτεστε απλώς τους καλούς επισκόπους και κληρικούς. Αλλά και εσείς οι ίδιοι διακονείτε το Χριστό ο καθένας με το δικό του τρόπο, με ενάρετη ζωή, με ελεημοσύνη, με κήρυξη του ονόματός του και της διδασκαλίας του, όπως μπορείτε» (Αυ).
(3) «Και δεν εννοεί με αυτό την μίμηση των τρόπων της σάρκας του (διότι η σάρκα του ήταν σε όλους απρόσιτη, αφού ο Κύριος είναι γνωστό ότι σωματικά βρίσκεται τώρα στους ουρανούς), αλλά την ακριβή κατά το δυνατόν μίμηση της ζωής του» (Β).
«Δεν διατάζει να τον ακολουθούν απλώς που περπατούσε· διότι υπήρχαν πολλοί από τους ασεβείς που περπατούσαν μαζί του και τον ακολουθούσαν, με σκοπό ή να τον παγιδεύσουν με λόγια ή να μπορέσουν να βρουν εναντίον του αφορμή από κάποιο λόγο του» (Θμ). «Να μιμείται εμένα» (Ζ), «μιλώντας για το θάνατο και απαιτώντας την ακολούθηση με τις πράξεις» (Χ). «Εάν εγώ, λέει, για τη δική σας ωφέλεια παραδίδω τον εαυτό μου σε θάνατο, πώς δεν είναι άνανδρο το να μην περιφρονείτε εσείς την πρόσκαιρη ζωή για αυτά που για εσάς τους ίδιους είναι χρήσιμα… Διότι πρέπει αυτοί που θέλουν να με ακολουθούν, να φανερώσουν την ίδια με μένα ανδρεία και καλή τόλμη» (Κ).
«Διότι και ο Χριστός έπαθε για χάρη μας, αφήνοντας σε εμάς παράδειγμα για να ακολουθήσουμε τα χνάρια του, λέει ο απόστολος Πέτρος. Και στα λόγια αυτά έχουμε την έννοια των λόγων, Εάν κάποιος με διακονεί, ας με ακολουθεί» (Αυ).
(4) Ή, «Πού λοιπόν είναι ο Χριστός; Στους ουρανούς» (Χ). «Αφού είπε για την παρούσα κακοπάθεια, πρόσθεσε και για την μελλοντική απόλαυση, ότι δηλαδή αυτός που ακολουθεί εμένα θα ανέβει στον ουρανό» (Ζ).
«Επομένως αυτός που με τον θάνατο τον ακολουθεί και δεν προσηλώθηκε σε αυτόν τον κόσμο, θα είναι εκεί, στους ουρανούς. Διότι αντιτίθενται μεταξύ τους, το άνω και το κάτω. Αυτός που αγαπά να είναι κάτω, δεν θα είναι πάνω. Αυτός όμως που αποφεύγει τα κάτω και τον κόσμο, θα είναι πάνω και στους ουρανούς» (Θφ). «Ποια μεγαλύτερη τιμή μπορεί να αναμένει ένα θετό γιο παρά το να είναι μαζί με τον Μονογενή; Όχι βέβαια επειδή ανυψώθηκε στη βαθμίδα της θεότητάς του, αλλά με το να γίνει μέτοχος της αιωνιότητάς του» (Αυ).
Ή, όπου είμαι εγώ, θα είναι και ο διάκονός μου με πνευματική σχέση, τόσο εδώ όσο και στο μέλλον (β). «Επειδή ο αρχηγός της σωτηρίας μας δεν πορεύτηκε με δόξα και απόλαυση, αλλά με ατιμία και κόπους, έτσι πρέπει και εμείς χωρίς λύπη να κάνουμε, για να καταλήξουμε στον ίδιο τόπο και να μετάσχουμε στη θεία δόξα. Λέγοντας όμως «όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι και ο διάκονός μου», δεν εννοεί τόπο, αλλά τρόπο αρετής» (Κ).
Όπου είμαι εγώ στον ουρανό, όπου τώρα πηγαίνω, εκεί ας είναι και οι σκέψεις και τα συναισθήματα και οι πόθοι των διακόνων μου. Εκεί ας είναι το πολίτευμά τους και σύμφωνη με τα εκεί ας είναι η συμπεριφορά τους και η αναστροφή τους «εκεί όπου ο Χριστός είναι καθισμένος στα δεξιά του Θεού» (Κολ. γ 1)
(5) Μπαίνει τώρα μπροστά το (τις) με έμφαση, διότι η ακόλουθη υπόσχεση αφορά οποιονδήποτε αληθινό μαθητή (β).
(6) Η έκφραση είναι περιεκτική και ανταποκρίνεται στο «να δοξαστεί» του σ. 23 (b). «Σε αυτό λέει ότι συνίσταται η ανταπόδοση, στην τιμή δηλαδή από τον Πατέρα· διότι θα γίνουν μέτοχοι της βασιλείας και δόξας του Χριστού οι μαθητές του Χριστού, σύμφωνα με το μέτρο που πρέπει σε ανθρώπους» (Κ).
(7) «Εδώ παρουσιάζει και τη γνησιότητα. Διότι έτσι θα τους αποδεχτεί ο Πατέρας, ως διακόνους γνησίου παιδιού» (Χ). «Διότι δεν είπε ότι θα τιμήσω αυτόν εγώ, αλλά ο Πατέρας» (Θφ).
27 Νῦν(1) ἡ ψυχή μου(2) τετάρακται(3), καὶ τί εἴπω(4); πάτερ, σῶσον με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης(5). Ἀλλὰ(6) διά τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην(7).
27 «Νιώθω τώρα ταραχή μέσα μου. Αλλά τι να πω; Να πω “Πατέρα, γλίτωσέ με απ’ ό,τι θα συμβεί αυτή την ώρα”; Μα εγώ γι’ αυτό ακριβώς ήρθα, για να περάσω αυτή την ώρα της οδύνης.
(1) Τώρα που σύμφωνα με το σ. 23 «έφτασε η ώρα». «Για να μη λένε ότι αυτός, επειδή είναι έξω από τους ανθρώπινους πόνους, εύκολα φιλοσοφεί για το θάνατο, και εκ του ασφαλούς συμβουλεύει εμάς» (Χ), «δείχνει ότι και αυτός ως άνθρωπος έχει περιβληθεί την ασθένεια της φύσης» (Ζ). Αξιόλογη και η ερμηνεία: «Δεν κυριεύτηκε πλήρως, όπως θα νόμιζε κάποιος, από την ταραχή, αλλά ακαριαία· διότι αυτό σημαίνει το «τώρα». Με το που άρχισε δηλαδή η ταραχή, σταμάτησε, και για να μιλήσω με συντομία, ήταν μία στιγμή του χρόνου» (Ω).
(2) Η ψυχή είναι η έδρα των φυσικών συγκινήσεων (g).
«Από αυτό είναι φανερό ότι είχε και ψυχή λογική. Διότι όπως ακριβώς η πείνα… είναι χαρακτηριστικό πάθος της σάρκας, έτσι και η ταραχή από τη μνήμη των δεινών, είναι πάθος της λογικής ψυχής, στην οποία μόνη υπεισέρχεται η μνήμη με τις ενθυμήσεις. Πριν ακόμα δηλαδή έλθει ο Χριστός στο σταυρό, πρόωρα υπομένει την ταραχή, προβλέποντας, εννοείται, το μέλλον, και ωθούμενος από τον λογισμό στη μνήμη αυτών που θα γίνουν. Το πάθος της δειλίας δηλαδή, δεν θα λέγαμε ότι ανήκει ούτε στην απαθή θεότητα, ούτε όμως στη σάρκα· διότι το πάθος είναι των λογισμών της ψυχής και όχι του σώματος… Αλλά ούτε είπε ο Χριστός: Η σάρκα μου έχει ταραχτεί, αλλά η ψυχή μου, απορρίπτοντας την γνώμη των αιρετικών… Ο Λόγος του Θεού λοιπόν ένωσε με τον εαυτό του όλη τη φύση του ανθρώπου, για να σώσει όλο τον άνθρωπο» (Κ).
(3) «Έχει θορυβηθεί με ανθρώπινο τρόπο, αγωνιώντας για το θάνατο που πλησιάζει» (Ζ).
«Θα θεωρήσουμε δηλαδή ότι και σε αυτόν τον Σωτήρα Χριστό ενεργούσαν τα ανθρώπινα… Διότι έπρεπε, έπρεπε και με αυτά να φαίνεται ότι έγινε άνθρωπος από γυναίκα όχι φαινομενικά και θεωρητικά, αλλά μάλλον φυσικά και αληθινά, κουβαλώντας όλα τα ανθρώπινα, εκτός από την αμαρτία μόνο. Ο φόβος λοιπόν και η δειλία είναι σε εμάς πάθη μεν φυσικά, που διαφεύγουν όμως την κατάσταση της αμαρτίας… Όπως ακριβώς λοιπόν ως άνθρωπος πείνασε και κοπίασε, έτσι δέχεται και την ταραχή από το πάθος ως ανθρώπινη» (Κ).
«Αυτό συνέβη επειδή η μεν θεότητα υποχώρησε, η δε σάρκα άρχισε να ενεργεί· μπορούσε η θεότητα να εμποδίσει την ταραχή, αλλά δεν θέλησε, για να μην διαλύσει την ομοίωση με εμάς» (Α).
Το τετάρακται «παρουσιάζει πάρα πολύ το ανθρώπινο γνώρισμα και την φύση την ανθρώπινη να μην θέλει να πεθάνει, αλλά να είναι προσηλωμένη στην παρούσα ζωή, φανερώνοντας με αυτό, ότι δεν βρισκόταν έξω από τα ανθρώπινα πάθη· διότι, όπως ακριβώς δεν είναι άξιο για κατηγορία το να πεινά, ούτε και το να κοιμάται, έτσι δεν είναι και άξιο κατηγορίας το να επιθυμεί την παρούσα ζωή. Ο Χριστός λοιπόν είχε σώμα καθαρό από αμαρτήματα, όχι όμως απαλλαγμένο από τις φυσικές ανάγκες· διότι έτσι ούτε καν σώμα θα ήταν» (Χ).
Ο Ιωάννης δεν αναφέρει την αγωνία στη Γεθσημανή, παρόλο που υπαινίσσεται αυτήν (Ιω. ιη 1,11). Εδώ έχουμε το ουσιαστικό περιεχόμενο της προσευχής, την οποία και στον κήπο εκείνο απηύθυνε ο Κύριος. Ό,τι συνέβη στον κήπο της Γεθσημανή δεν ήταν μία μεμονωμένη κρίση. Ήταν η εστία πειρασμού που διήρκεσε σε όλη τη ζωή του Κυρίου και η εστία νίκης κατά του πειρασμού που επιτεύχθηκε σε όλη τη ζωή (τ). Αληθινά· ευθύς εξ’ αρχής ο Κύριος προγνώριζε με λεπτομέρεια, τι έμελλε να επακολουθήσει κατά τις τελευταίες ημέρες της επίγειας ζωής του. Τι δοκίμαζε από την πρόγνωσή του αυτή, είναι δύσκολο, αν όχι και αδύνατον, να αντιληφθούμε εμείς επαρκώς. Διότι τίποτα ανάλογο δεν υπάρχει στην ιστορία των ανθρώπων. Αντιμετωπίζουμε περίπτωση στην οποία ο Κύριος στέκεται μόνος, διότι αυτό που γενικά και χωρίς κάποια εξαίρεση συμβαίνει είναι, ότι στους υιούς των ανθρώπων παραμένει καλυμμένο με πυκνότατο πέπλο το προσωπικό τους μέλλον. Κανείς από τους ανθρώπους δεν γνωρίζει τι η επόμενη ημέρα ή η προσεχής βδομάδα, πολύ περισσότερο το έτος που πλησιάζει επιφυλάσσει σε αυτόν. Και σε αυτήν τη σειρά των προφητών από τον Ησαΐα μέχρι τον Μαλαχία κανείς δεν αναφέρεται ότι επιχείρησε να καθορίσει τον τρόπο του θανάτου του. Μόνος ο Κύριος είχε μπροστά στα μάτια του ζωηρή και λεπτομερή την εικόνα του παθήματός του. Να γιατί ό,τι δοκίμασε ο Κύριος στη Γεθσημανή, δεν υπήρξε μία μεμονωμένη κρίση, αλλά ποτήρι, το οποίο πάρα πολλές φορές πλησίασε στα χείλη του Κυρίου.
Πάρα πολύ αξιόλογη ερμηνεία και η: «Όλες οι δυνάμεις του Σατανά… κατά τον καιρό του πάθους επιστρατεύτηκαν εναντίον του σωτήρα· βλέποντας αυτές η ψυχή του σωτήρα, ανθρώπινα ένιωθε ταραχή, όχι δειλιάζοντας για το θάνατο, παρόλο που και αυτό είναι ανθρώπινο, αλλά για να μην ηττηθεί» (Ω).
Έχει ταραχτεί. Η λέξη θα θεωρούνταν από πολλούς απροσδόκητη ξεστομιζόμενη ανάμεσα σε τόσο ευάρεστες προβλέψεις («έφτασε η ώρα να δοξαστεί…»), κάτω από το κράτος των οποίων θα περίμενε κάποιος να ακούσει τον Κύριο να λέει: Τώρα η ψυχή μου αγαλλίασε. Ταραχή της ψυχής ακολουθεί μερικές φορές σε μεγάλες πλατύνσεις του πνεύματος. Στον ευμετάβολο αυτόν κόσμο των αναμίξεων και των μεταβολών πρέπει να περιμένουμε αποθαρρύνσεις και πικρίες μέσα στη χαρά μας, αλλά και ενισχύσεις και παρηγοριές, όταν οι ταραχές μας φθάνουν στο μη περαιτέρω.
(4) «Φτάνοντας σε αδιέξοδο από την αγωνία» (Ζ). Εκφράζει πραγματική, αν και στιγμιαία, αμφιταλάντευση του αναποφάσιστου (β). Το ερώτημα δεν απευθύνει ο Κύριος ούτε προς το Θεό, ούτε προς τους ανθρώπους, αλλά προς τον εαυτό του. Η θυσία της ζωής του εξαρτάται από την ελεύθερή του προτίμηση. Μπορούσε να ζητήσει από τον Πατέρα του την απαλλαγή από το θάνατο. Και ο Πατέρας θα εισάκουε αυτόν στέλνοντας 12 λεγεώνες αγγέλων. Αλλά η προσευχή αυτή θα ελευθέρωνε μεν αυτόν, αλλά δεν θα λύτρωνε και τους ανθρώπους (g). Λέγοντας αυτό ο Κύριος δεν συμβουλεύεται κάποιον άλλον, σαν να είχε ανάγκη συμβουλής, αλλά σκέφτεται μέσα του τι ήταν το πιο πρέπον να λεχθεί από αυτόν τη στιγμή αυτή. Όταν οι ψυχές μας είναι ταραγμένες, για κανένα λόγο δεν πρέπει να αφήνουμε τη γλώσσα μας να μιλά απερίσκεπτα, αλλά να σκεφτόμαστε μέσα μας τι πρέπει να πούμε.
(5) Κάποιοι βάζουν στίξη με ερωτηματικό=Να πω το σώσε με; Τίποτα όμως δεν εμποδίζει να δεχτούμε, ότι ο Ιησούς προς στιγμήν απευθύνει αυτήν την αίτηση. «Τόσο πολύ έχει ταραχτεί, ώστε να ζητάει και απαλλαγή, εάν ήταν δυνατόν βέβαια και να αποφύγει το θάνατο» (Χ) λέγοντας: «Σώσε με από τον καιρό αυτόν τον φοβερό, τον θανατηφόρο. Αυτά τα είπε ως άνθρωπος και ως περιβεβλημένος την ανθρώπινη δειλία» (Ζ). Να προσφεύγεις και εσύ προς τον Κύριο σε ώρες ταραχής και ανησυχίας, και να μιλάς σε αυτόν με την εμπιστοσύνη παιδιού σε πανάγαθο πατέρα.
(6) Αντιτίθεται το «αλλά», στη διάθεση που εκδηλώθηκε με το προηγούμενο αίτημα προς τον Πατέρα κάτω από το κράτος της φυσικής και αδιάβλητης (ακατηγόρητης) δειλίας για αποφυγή του πάθους.
«Διότι η μεν μνήμη του θανάτου που εισχώρησε, επιχειρεί να ταράξει τον Ιησού, η δύναμη της θεότητας όμως, με το που ενήργησε το πάθος αμέσως τό νικά, και μεταμορφώνει αμέσως σε ασύγκριτη τόλμη αυτό που νικήθηκε από τη δειλία… Ταράζεται όμως όχι όπως ακριβώς εμείς, αλλά τόσο μόνο ώστε να οδηγηθεί να αισθανθεί το πράγμα, έπειτα πάλι αμέσως μεταπηδά στην καλή τόλμη που του πρέπει» (Κ). Συνέπιπτε την ίδια ώρα ο φόβος του θανάτου και ο πόθος της υπακοής (b).
«Παρόλο που λυπάται και ταράζεται ως άνθρωπος λόγω της φυσικής αγάπης στη ζωή, όμως δεν αρνείται το θάνατο, επειδή ήταν για τη σωτηρία του κόσμου» (Θφ).
(7) Ή «για αυτό φυλάχτηκα έως τον τωρινό καιρό, για να πεθάνω σε αυτόν και επομένως πρέπει να τον υπομείνω γενναία» (Ζ). Για αυτό παρέμεινα σε αυτήν την οδό μέχρι την ώρα αυτή, για να υποστώ αυτόν τον θάνατο, «για να αναλάβω τον θάνατο για χάρη όλων» (Θφ). Για αυτό ήλθα δηλαδή ώστε η διακονία μου να ολοκληρωθεί με το Πάθος (β). Το να αποφύγει το θάνατο θα ερχότανε αντίθεση με τον όλο σκοπό της ζωής του και θα ματαίωνε τη μεγάλη ελπίδα αυτής της ώρας (τ). «Μας διδάσκει με αυτό, ώστε ούτε και εμείς να αποφεύγουμε τον θάνατο χάριν της αλήθειας, ακόμα και αν ταραζόμαστε, ακόμα και αν αγωνιούμε» (Θφ). «Διότι και εγώ τώρα που ταράζομαι, δεν λέω να τον αποφύγω, διότι πρέπει να υπομείνω εκείνο που έρχεται. Δεν λέω απάλλαξέ με από την ώρα αυτή» (Χ).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία: για αυτό ήλθα στον κόσμο αυτόν, για αυτήν την ώρα. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή πρέπει να βάλουμε κόμμα μετά το ἦλθον, ώστε το «εἰς τὴν ὥραν ταύτην» να είναι παραθετικός προσδιορισμός του «διά τοῦτο».
28 Πάτερ(1), δόξασόν σου τὸ ὄνομα(2). Ἦλθεν οὖν φωνὴ(3) ἐκ τοῦ οὐρανοῦ(4)· καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω(5).
28 Θα πω, “Πατέρα, κάνε αυτό που θα δοξάσει το όνομά σου”». Τότε ήρθε μια φωνή από τον ουρανό: «Το όνομά μου το δόξασα και θα το δοξάσω και πάλι».
(1) «Παρακαλά τον Πατέρα και παριστάνει την εξωτερική μορφή της προσευχής… αποδίδοντας ως άνθρωπος στη θεία φύση αυτά που ξεπερνούν την ανθρώπινη φύση, όχι επειδή είναι έξω από τη θεία φύση, όταν αποκαλεί τον Πατέρα δικό του, αλλά επειδή γνωρίζει ότι μέσω του Πατέρα και του Υιού θα έλθει η δύναμη και η δόξα σε κάθε πράγμα» (Κ). Η επίκληση «Πατέρα», που επαναλήφθηκε στοργικά, συμφωνεί με την αλλαγή του αιτήματος, που απευθύνεται σε αυτόν (b).
(2) «Δηλαδή δείξε την ευαρέσκειά σου στο να δεχτώ τον σταυρό και τον κίνδυνο χάριν της σωτηρίας όλων» (Θφ). Δόξασε το όνομά σου. Οτιδήποτε και αν πρόκειται να κοστίσει αυτό σε εμένα (b).
«Δείχνει ότι πεθαίνει χάριν της αλήθειας, αποκαλώντας το πράγμα δόξα στο Θεό. Και αυτό θα συνέβαινε μετά το σταυρό. Διότι επρόκειτο να επιστρέψει στην πίστη η οικουμένη και να γνωρίσει το όνομα του Θεού και να λατρεύει αυτόν» (Χ). Σε σχέση και με το Ιω. ιγ 31 θα ερμηνεύσουμε εδώ: Δόξασε το όνομά σου «με τη δόξα του δικού μου ονόματος» (Ζ), η δόξα όμως του Υιού συντελέστηκε με τα παθήματα και το θάνατο (ο). Δόξασε το όνομά Σου με την ολοκλήρωση της αποστολής της απολύτρωσης, η οποία συντελέστηκε με το πάθος του Χριστού (β).
Με αυτό ο Κύριος δεν εκδήλωσε μόνο την τέλεια υπακοή του στο θέλημα του Θεού, αλλά και αφιέρωσε τον εαυτό του ακόμη μία φορά στην δόξα του Θεού μέσω του παθήματός του. Εμείς με την αμαρτία μας προσβάλαμε αυτήν την δόξα. Και επειδή δεν μπορούσαμε να ικανοποιήσουμε τη θεία δικαιοσύνη για αυτήν την προσβολή, δεν απέμεινε τίποτα άλλο παρά να εκδικηθεί ο Θεός το μεγαλείο του που προσβλήθηκε, χτυπώντας μας σε όλεθρο αιώνιο. Αλλά ο Κύριος που ενανθρώπησε παρεμβαίνει και αναλαμβάνει να δώσει αυτός την αναγκαία ικανοποίηση, ταπεινούμενος και παραδιδόμενος σε πάθημα φρικτό. Άδειασε τον εαυτό του και άφησε κατά μέρος τις τιμές του Υιού του Θεού, για να πάρει πάνω του ως υιός ανθρώπου τον μεγαλύτερο ονειδισμό από όσους ποτέ υπήρξαν. Όταν λοιπόν εύχεται Δόξασε το όνομά σου, είναι σαν να λέει: Πατέρα, ας δοξαστεί η δικαιοσύνη σου με το πάθημά μου.
(3) Ως απάντηση στην προσευχή. Η φράση αυτή υπάρχει και στο Δαν. δ 28. Δες και Α Βασ. γ 4,Γ΄Βασ. ιθ 13,Ιώβ δ 16 όπου υποδηλώνεται ότι ο Θεός μιλά προς τους ανθρώπους με φωνή έναρθρη και που ακούγεται. Στην Κ.Δ. φωνές από τον ουρανό μαρτυρούνται στα Πράξ. ια 7,Αποκ. ι 4 και σε 3 χωρία των ευαγγελίων, δηλαδή κατά το βάπτισμα του Ιησού, κατά τη μεταμόρφωσή του και κατά την παρούσα περίπτωση (β).
Όσες φορές ο Υιός συντελεί μεγάλη πράξη ταπείνωσης και προσωπικής αφιέρωσης, ο Πατέρας απαντά με αισθητή εκδήλωση επιδοκιμασίας. Ό,τι συνέβη κατά το βάπτισμα και τη Μεταμόρφωση, επαναλαμβάνεται και τώρα. Κατά την ώρα αυτή, κατά την οποία ολοκληρώνεται και κατακλείεται η δημόσια δράση του Κυρίου και κατά την οποία αφιερώνεται στο θάνατο, ο Πατέρας επιθέτει δημόσια στο πρόσωπό του και το έργο του την σφραγίδα της ικανοποίησής του (g).
Φωνή έναρθρη και όχι βροντή, όπως υπέθεσαν και κάποιοι από τους νεώτερους ερμηνευτές. Εάν κάποιοι από τους παρισταμένους τότε υπέθεσαν κάτι τέτοιο, δεν είναι παράδοξο, όταν θυμηθούμε, πόσο αργά οι αντιτιθέμενοι στο Χριστό αναγνώριζαν και τα γνήσια και ολοφάνερα θαύματά του. Εξάλλου μαρτυρείται ξεκάθαρα, ότι σε άλλους φάνηκε ως φωνή αγγέλου αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς αναφέρεται σε αυτήν ως φωνή που στάλθηκε από τον Πατέρα για να στηρίξει τους μαθητές στην πίστη σε αυτόν. Από το ότι επίσης δεν αναφέρεται κάτι εδώ για τη γνώμη των μαθητών ως προς τη φύση αυτής της φωνής, μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι αυτοί μπόρεσαν να διακρίνουν τα λόγια που εκφωνήθηκαν (ο).
(4) «Δεν είπε όμως ο ευαγγελιστής, ότι ο Πατέρας από ψηλά φώναξε, αλλά ότι από τον ουρανό έγινε η φωνή, έτσι ώστε κάποιοι αιρετικοί, ακούγοντας ότι μιλά ο Πατέρας, να μην επιχειρήσουν να πουν ότι και η θεία φύση, ο Πατέρας, έχει σώμα παχύ (υλικό)… Πώς όμως η φωνή κατασκευάστηκε δεν ανήκει σε εμάς να το πούμε» (Κ). Η φωνή από τον ουρανό ήταν δημόσια μαρτυρία του Πατέρα προς τα πλήθη, που βεβαίωνε ότι ο Πατέρας δεχόταν ευάρεστα την υπακοή του Υιού του (χ).
(5) Το εδόξασα αναφέρεται στο παρελθόν, στη δράση του Κυρίου στο Ισραήλ, ενώ το δοξάσω στο μέλλον, στην προσεχή ενέργεια του Υιού σε ολόκληρο τον κόσμο.
«Δόξασα με τα θαύματα που προηγήθηκαν, και πάλι θα δοξάσω με αυτά που θα γίνουν στο θάνατό σου» (Ζ) τόσο με την ανάσταση και ανάληψη που θα ακολουθήσει, όσο και με τον θρίαμβο ανάμεσα στα έθνη και όλη την ανθρωπότητα.
«Δόξασα, όταν (ο Υιός) γεννήθηκε από την Παρθένο, όταν ενεργούσε θαυμαστές δυνάμεις… όταν αναγνωριζόταν από αγίους γεμάτους με άγιο Πνεύμα, όταν διακηρυττόταν με σαφήνεια με την κάθοδο του αγίου Πνεύματος με μορφή περιστεριού… όταν μεταμορφωνόταν στο βουνό, όταν έκανε πολλά θαύματα» (Αυ) για τα οποία «θαμαζόταν από όλους ο Υιός, αφού ο Πατέρας εργαζόταν μαζί του τα παράδοξα, και επειδή ακριβώς ήταν συνεργάτης του σε όλα όσα έκανε, λέει τώρα ότι τον δόξασε» (Κ).
«Και πάλι θα δοξάσω, όταν θα αναστηθεί από τους νεκρούς· όταν ο θάνατος δεν θα κυριεύσει πλέον αυτόν και όταν θα υπερυψωθεί πάνω από τους ουρανούς ως Θεός και η δόξα του πάνω από όλη τη γη» (Αυ). «Ανασταίνοντάς σε μετά την ταφή και στέλνοντας το Πνεύμα, θα καταστήσω ακόμα πιο ένδοξο και το δικό μου όνομα και εσένα» (Θφ).
29 Ὁ οὖν ὄχλος(1) ὁ ἑστὼς καὶ ἀκούσας ἔλεγε βροντὴν γεγονέναι(2)· ἄλλοι(3) ἔλεγον· ἄγγελος αὐτῷ λελάληκεν(4).
29 Το πλήθος των ανθρώπων που βρίσκονταν εκεί και άκουσαν τη φωνή, έλεγαν πως έγινε βροντή. Άλλοι έλεγαν: «Άγγελος του μίλησε».
(1) Οι περισσότεροι (ο όχλος) νόμισαν ότι πρόκειται για βροντή. Οι λιγότεροι (άλλοι) σχημάτισαν την εντύπωση, ότι άγγελος μίλησε στον Ιησού.
(2) «Δεν κατανόησε (ο όχλος) τη φωνή, αλλά έπιασε μόνο τον ήχο της» (Ζ). «Η φωνή ήταν σαφής μεν και ευκρινής. Αλλά όμως αμέσως απομακρύνθηκε από αυτούς, επειδή δεν είχαν πνευματικότητα και ήταν σαρκικοί και ράθυμοι» (Χ).
Όλο το πλήθος ακούει κρότο· αλλά η έννοια της φωνής κατανοείται από τον καθένα ανάλογα με την πνευματικότητα της διάνοιάς του. Έτσι στον ανθρώπινο λόγο το άγριο θηρίο δεν αντιλαμβάνεται παρά κάποιο ήχο, το εξημερωμένο ζώο καταλαβαίνει κάποια έννοια όπως διαταγή, ή πρόσκληση, στην οποία αμέσως υπακούει· μόνος ο άνθρωπος διακρίνει τη σκέψη που εκφράζεται (g).
(3) «Οι οποίοι την κατάλαβαν» (Ζ), «ότι μεν ήταν έναρθρη η φωνή το κατάλαβαν, τι σήμαινε όμως όχι ακόμη» (Χ). Στις μέγιστες αποκαλύψεις παραμένει κάτι, με το οποίο η πίστη μπορεί να εξασκηθεί (b). Ανάλογο φαινόμενο και στο Πράξ. θ 7 (δες και Πράξ. κβ 9,κστ 13-14) κατά την εμφάνιση του Ιησού στον Παύλο (g), κατά την οποία αυτοί που τον συνόδευαν άκουσαν τον ήχο («ακούγοντας τη φωνή» Πράξ. θ 7), αλλά δεν διέκριναν τα λόγια («δεν άκουσαν τη φωνή αυτού που μου μιλούσε» Πράξ. κβ 9)(β).
(4) «Επειδή δεν κατάλαβαν… ποια είναι η σημασία αυτών των λόγων, νόμισαν ότι άγγελος του μίλησε, για αυτό και τους είναι δυσνόητα, σαν να ειπώθηκαν από άγγελο» (Θφ).
30 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· οὐ δι’ ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν(1), ἀλλὰ δι’ ὑμᾶς(2).
30 Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Αυτή η φωνή δεν ακούστηκε για μένα αλλά για σας.
(1) «Όχι για να μάθω κάτι από αυτήν που το αγνοώ. Διότι γνωρίζω όλα τα του Πατέρα» (Χ). «Διότι γνώριζε την θέληση αυτού που τον γέννησε, έστω και αν δεν λεγόταν τίποτα, επειδή ήταν και είναι η σοφία και ο Λόγος του Πατέρα» (Κ). Ο Κύριος δεν αρνείται εδώ ότι είχε ανάγκη ως άνθρωπος να ενισχυθεί από τον ουρανό, αλλά μόνο βεβαιώνει, ότι δεν είχε ανάγκη να ενισχυθεί με τέτοια αισθητή εκδήλωση (g). Δεν έγινε αυτό για να ενισχυθώ εγώ, διότι θα ήταν δυνατόν στην τελευταία αυτή περίπτωση να ψιθυριστούν τα λόγια αυτά στο αυτί μου.
(2) «Το είπε αυτό με σκοπό να αντικρούσει εκείνο που έλεγαν πάντοτε, ότι δεν είναι από το Θεό» (Χ). «Διότι πώς θα ερχόταν φωνή από τον ουρανό σε αυτόν, εάν δεν ήταν από το Θεό;» (Ζ).
«Απαντούσε ο Πατέρας, με τον τρόπο που αυτός γνωρίζει, φανερώνοντας στον Υιό του τη βούλησή του, ώστε να φιλοτιμηθούν οι ακροατές να πιστέψουν χωρίς αμφιβολίες, ότι είναι από τη φύση του Υιός του Θεού και Πατέρα» (Κ).
Από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι και τα λόγια της φωνής κατανοήθηκαν από κάποιους τουλάχιστον από τους παρισταμένους (ο). Αλλά και αυτοί που δεν κατανόησαν τα λόγια της φωνής «έλεγαν ότι άγγελος μίλησε σε αυτόν ή έγινε βροντή. Λέει (λοιπόν) ότι για σας έγινε, ώστε έστω και έτσι να παρακινηθείτε να ρωτήσετε τι είναι αυτό που ειπώθηκε» (Χ), «και αφού ρωτήσετε, να μάθετε αυτό που αγνοείτε» (Θφ). Ότι κάτι έκτακτο συνέβη, το αντιλήφθηκαν οι πάντες. Από αυτό λοιπόν μπορούσαν οι πάντες να παρακινηθούν στο να ζητήσουν την εξήγηση και έννοια του υπερφυσικού συμβάντος.
31 Νῦν(1) κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου(2), νῦν(3) ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου(4) τούτου ἐκβληθήσεται(5) ἔξω(6)·
31 Έφτασε η ώρα που ο κόσμος αυτός θα κριθεί· έφτασε η ώρα που ο άρχοντας αυτού του κόσμου θα διωχτεί έξω από τον κόσμο.
(1) Η επανάληψη αυτού στην αρχή και των δύο προτάσεων τονίζει την κρισιμότητα της παρούσας στιγμής για την ανθρωπότητα (g). Το πάθος με το «τώρα» θεωρείται ότι ήδη άρχισε (β).
«Η φράση «τώρα είναι κρίση…», φαίνεται μεν ότι δεν έχει καμία σχέση με τα προηγούμενα, σχετίζεται όμως πλήρως. Επειδή δηλαδή είπε από ψηλά ο Πατέρας ότι «θα δοξάσω», δείχνει σε εμάς ο Κύριος τον τρόπο της δόξας. Ποιος λοιπόν είναι αυτός; Το ότι θα πεταχτεί μεν έξω ο κοσμοκράτορας… θα κριθεί δε ο κόσμος» (Θφ). Μιλά ο Κύριος θριαμβευτικά και με θεία έξαρση. Τώρα, το έτος, κατά το οποίο θα συντελεστεί το έργο της απολύτρωσης, ήλθε, και ο προκαθορισμένος χρόνος, κατά τον οποίο θα συντριβεί το κεφάλι του φιδιού, έφτασε· τώρα το μεγάλο έργο πρόκειται νε έλθει σε πέρας· το έργο, το οποίο για τόσους αιώνες, πριν φτιαχτεί ο κόσμος, υπήρξε το αντικείμενο της θείας βουλής και για αυτό έγινε λόγος προφητικός για αυτό στις άγιες Γραφές και υπήρξε η χαρμόσυνη ελπίδα των προφητών και των αγίων και ο τρόμος των πονηρών πνευμάτων.
(2) Ή, αναφέρεται σε καταδικαστική απόφαση η οποία βγαίνει για αυτόν τον κόσμο (G)· και το «κρίση» σημαίνει: η καταδίκη του διεφθαρμένου αυτού κόσμου. Ή, «θα γίνει δικαστήριο και εκδίκηση» (Χ). «Διότι δεν νομίζω ότι πρέπει να θεωρήσουμε ότι τώρα καταδικάζεται ο κόσμος, τώρα που έφτασε ο καιρός της δικαίωσης, αλλά για τον μεν κόσμο θα γίνει κρίση, δηλαδή εκδίκηση· ο άρχοντας όμως αυτού του κόσμου θα διωχτεί έξω· Η καταδίκη δηλαδή θα γίνει εναντίον αυτού που αδίκησε τον κόσμο και όχι εναντίον του κόσμου που υπέμεινε την αδικία» (Κ). « Επειδή δηλαδή ο διάβολος υπέταξε τον κόσμο στο θάνατο, καθιστώντας όλους τους ανθρώπους ένοχους στην αμαρτία, σε εμένα, λέει, ερχόμενος και μη βρίσκοντας μεν αμαρτία σε εμένα, αλλά οδηγώντας και εμένα στο θάνατο εξίσου με τους άλλους, θα καταδικαστεί από εμένα και έτσι εγώ θα πάρω εκδίκηση για τον κόσμο» (Θφ).
Ή, «δεν πρόκειται για κρίση καταδίκης αλλά για κρίση διαχωρισμού και διάκρισης» (Αυ). Κρίνω σημαίνει και διαπιστώνω τη ηθική κατάσταση, όχι μόνο στο κακό αλλά και στο καλό. Μπροστά στο σταυρό του Κυρίου ένα μέρος των ανθρώπων βρίσκουν τη σωτηρία τους με την πίστη, ενώ άλλο μέρος με την απιστία συντελεί την καταδίκη του (g). Οι δύο τελευταίες εκδοχές είναι το ίδιο σοβαρές.
Ο ασθενής και μολυσμένος κόσμος βρίσκεται τώρα στο σημείο της κρίσιμης καμπής. Αυτή είναι η κρίσιμη ημέρα, κατά την οποία η τρεμάμενη σκάλα θα στραφεί ή για ζωή ή για θάνατο, για όλους τους ανθρώπους. Όλοι εκείνοι, οι οποίοι δεν θα αρπάξουν το προς αυτούς προσφερόμενο μέσο σωτηρίας κατά την ημέρα αυτή, θα εγκαταλειφθούν αβοήθητοι και σε κατάσταση απόγνωσης. Αναλόγως του χαρακτήρας του καθένας από τους ανθρώπους, θα πάρει θέση απέναντι στο σταυρικό πάθημα του Κυρίου. Για μερικούς ο σταυρός του Κυρίου θα είναι ανοησία και σκάνδαλο, για άλλους όμως ο ίδιος σταυρός θα είναι Θεού σοφία και δύναμη. Και παράδειγμα αυτού υπήρξαν οι δύο ληστές, που συσταυρώθηκαν με το Χριστό.
(3) «Επειδή ο διάβολος φέρνει και σε εμένα το θάνατο, παρόλο που έμεινα αναμάρτητος, τώρα στον παρόντα καιρό, θα τιμωρηθεί για την αδικία σε μένα με το γκρέμισμα της τυραννίας του» (Ζ). Και «σαν να συνέρχεται δικαστήριο θα ειπωθεί προς αυτόν· έστω· όλους τους θανάτωσες επειδή τους βρήκες υπεύθυνους της αμαρτίας. Τον Χριστό γιατί τον θανάτωσες;» (Χ).
(4) Η φράση αυτή υπάρχει και στο ιδ 30 και ιστ 11, και πουθενά αλλού στην Κ.Δ.. Δες όμως τις φράσεις «ο Θεός αυτού του αιώνα» Β΄Κορ. δ 4, «άρχοντας της εξουσίας του αέρα Εφεσ. Β 2, «κοσμοκράτορες του σκότους του αιώνος τούτου» Εφεσ. στ 12 (β).
«Ο σατανάς είχε κατοχή πάνω στο ανθρώπινο γένος και κρατούσε αυτούς με τον δεσμό των αμαρτιών τους σαν ενόχους που κρατούνται σε τιμωρία· κυριαρχούσε στις καρδιές των απίστων και εξαπατώντας και υποδουλώνοντας αυτούς, αποπλανούσε αυτούς στο να λησμονήσουν τον δημιουργό και να λατρεύουν τα κτίσματα» (Αυ). «Για αυτό και λέγεται άρχοντας του κόσμου, επειδή η εξουσία του είναι γύρω από τη γη» (Β).
(5) Το αποτέλεσμα αυτό, το οποίο άρχισε στο Γολγοθά, εξακολουθεί να συντελείται κάθε μέρα και θα εξακολουθεί σταθερά μέχρι την ολοκληρωτική εκβολή του Σατανά κατά την εσχάτη κρίση (F). Αφαιρείται από αυτόν η μία ψυχή μετά την άλλη και η πρόοδος αυξάνει μέχρι την τελευταία ημέρα. Έτσι ο λόγος δεν αντιφάσκει με άλλους που αποδίδουν ακόμη στο Σατανά εξουσία στον κόσμο (g). «Θα πεταχτεί έξω ο τύραννος αφού θα καταδικαστεί με το θάνατό μου» (Θφ).
(6) «Έξω από την εξουσία που με τη βία έχει αποκτήσει και έξω από τη βασιλεία που δεν του αρμόζει από πουθενά. Σημαίνει λοιπόν το «έξω» την κόλαση και την πορεία στον άδη» (Κ).
«Έξω από αυτού του είδους την εξουσία την οποία απέκτησε με απάτη» (Ζ). «Θα εκδιωχτεί από την τυραννία εναντίον των ανθρώπων και δεν θα βασιλεύσει όπως πριν σε αυτούς και στις ψυχές τους και στο θνητό σώμα» (Θφ). Ο Χριστός συμφιλιώνοντας με το θάνατό του τον κόσμο με το Θεό συνέτριψε τη δύναμη του θανάτου και έβγαλε έξω από τον κόσμο τον σατανά ως καταστροφέα των ανθρώπων. Οδηγώντας λοιπόν τον κόσμο στο Θεό με τη διδασκαλία και το σταυρό του συνέτριψε τη δύναμη της αμαρτίας και έβγαλε έξω το σατανά ως ψεύτη που απατά και αποπλανά τους ανθρώπους.
32 κἀγὼ(1) ἐὰν ὑψωθῶ(2) ἐκ τῆς γῆς(3), πάντας(4) ἑλκύσω(5) πρὸς ἐμαυτόν(6).
32 Εγώ, όταν θα υψωθώ από τη γη, όλους τους ανθρώπους θα τους τραβήξω κοντά μου».
(1) Μπαίνει μπροστά με έμφαση. «Αντιτίθεται στο «ο άρχοντας του κόσμου» (b). «Όταν το θηρίο βγήκε από τη μέση και γκρεμίστηκε ο τύραννος, τότε οδηγεί προς τον εαυτό του ο Χριστός το γένος που αποπλανήθηκε» (Κ). Στο γκρέμισμα του αρχαίου τυράννου ανταποκρίνεται η έλευση του νέου κυρίαρχου (g).
(2) «Εάν ανέβω στο σταυρό» (Ζ). «Με πολύ εύσχημο τρόπο λέει αντί για το σταυρωθώ, το υψωθώ… Εξάλλου, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, και πολύ καλά νομίζω, ότι είναι ύψος ο θάνατος πάνω στο σταυρό, αν το εννοήσουμε με την έννοια της τιμής και δόξας. Διότι δοξάζεται και με αυτό ο Χριστός» (Κ). Το «υψωθώ» πρέπει να το πάρουμε εδώ με την ίδια διπλή έννοια, με την οποία και στα γ 14 και η 28: Η ύψωση στο σταυρό ταυτίζεται με την ύψωση στο θρόνο (g). Μαζί με την ύψωση του Σωτήρα στο σταυρό, άρχισε και η ύψωσή του στους ουρανούς (F).
(3) Οι Ιουδαίοι ανέμεναν το Μεσσία να βασιλεύσει στη γη σαν άλλος άρχοντας του κόσμου. Αλλά όχι·(g) θα σηκωθεί από τη γη η ζωή του (b). Όταν θα σταυρωνόταν, πρώτα θα καρφωνόταν στο σταυρό και στη συνέχεια θα υψωνόταν μεταξύ ουρανού και γης, ως ανάξιος και των δύο. Ούτε στον ουρανό έπρεπε να βρίσκεται, ούτε πάνω στη γη να πατά. Παρ’ όλα αυτά το «εάν υψωθώ» υποδηλώνει και τιμητική αναβίβαση. Το πάθημά του θα κατέληγε σε πραγματική ανύψωση του Κυρίου κατά την ανθρώπινη φύση του. Με οποιοδήποτε λοιπόν θάνατο και αν πεθάνουμε, εάν πεθάνουμε εν Χριστώ, θα υψωθούμε υπεράνω της φυλακής του παρόντος βίου, πάνω από το σπήλαιο αυτό των λεόντων στις χώρες του φωτός και της αγάπης.
(4) «Όχι μόνο τους Ιουδαίους αλλά και όλους τους ανθρώπους τους καλεί σε σωτηρία μέσω της πίστης σε αυτόν» (Κ). «Όλους από παντού, όσους είναι δεκτικοί πίστης» (Ζ). Δίνεται εδώ απάντηση στο αίτημα που αναφέρθηκε στο σ. 21, Θέλουμε να δούμε τον Ιησού (b).
Ο Χριστός μετά την ανύψωσή του στο σταυρό τραβάει όλους τους ανθρώπους στον εαυτό του. Πράγματι· η μεγάλη αύξηση της εκκλησίας του έλαβε χώρα μετά το θάνατό του. Όταν ζούσε, έθρεψε χιλιάδες με τον λόγο της ευλογίας των πέντε άρτων στην έρημο. Αλλά όταν πέθανε, με το λόγο του Πέτρου χιλιάδες ανθρώπων ελκύστηκαν σε μία ημέρα στην εκκλησία του. Ο θάνατος του Κυρίου κρύβει δύναμη και ισχυρή αποτελεσματικότητα στο να ελκύει τις ψυχές προς αυτόν. Ο σταυρός του Χριστού, παρόλο που σε μερικούς είναι πέτρα προσκόμματος και σκανδάλου, σε άλλους είναι μαγνήτης. Μαγνήτης που ελκύει. Ίσως το ρήμα (ελκύω) μπήκε εδώ και σε κάποια σχέση με τη στάση, την οποία πήρε ο Χριστός όταν σταυρώθηκε. Είχε τα χέρια απλωμένα προσκαλώντας όλους στον εαυτό του και έτοιμος να αγκαλιάσει όλους τους ερχόμενους σε αυτόν.
(5) «Θα προσελκύσω, λέει, επειδή κρατούνται από τύραννο και μόνο με τη δική τους προσπάθεια δεν μπορούν να πλησιάσουν και να ξεφύγουν από τα χέρια εκείνου, επειδή αντιστέκεται» (Χ). «Θα ελκύσω και χωρίς να το θέλει εκείνος. Το οποίο αλλού το ονόμασε και αρπαγή. Διότι κανείς, λέει, δεν μπορεί να αρπάξει τα σκεύη του ισχυρού, εάν δεν δέσει τον ισχυρό» (Θφ). Στο σ. 44 «είπε ότι κανείς δεν μπορεί να έλθει σε εμένα εάν ο πατέρας, που με έστειλε, δεν ελκύσει αυτόν… όχι λέγοντας αντίθετα, αλλά κάνοντας δικά του τα του Πατέρα και δείχνοντας ότι όλα τα έχουν κοινά» (Ζ). «Διότι όταν ο Υιός ελκύει, ο Πατέρας ελκύει» (Χ).
(6) Αναφέρεται στο Χριστό, όχι κατά την ώρα που κρεμιόταν στο σταυρό, αλλά στην κατάσταση της κυριαρχίας και της δόξας, στην οποία μετά το πάθημα μπήκε (ο). «Θα ελκύσω στον εαυτό μου, για να είμαι κεφαλή τους και εκείνοι μέλη μου» (Αυ). Δες εδώ πώς ο Χριστός είναι τα πάντα στους πάντες στην επιστροφή κάθε ψυχής. Ο Χριστός μας ελκύει. Δεν μας σέρνει βίαια, αλλά «με τα δεσμά της αγάπης του» (Ωσηέ ια 4). Ψιθυρίζει μυστικά σε κάθε ψυχή: «με αγάπη αιώνια σε αγάπησα, για αυτό σε έλκυσα προς εμένα με το έλεος και την ευσπλαχνία μου» (Ιερεμ. λη 3).
Και ελκύει αυτήν όπως ο μαγνήτης τον σίδηρο. Η ψυχή δηλαδή μεταβάλλεται σε σημείο ώστε θέλοντας και θελγομένη να ελκύεται. Και ελκύεται προς τον Χριστό. Θα ελκύσω προς τον εαυτό μου σαν σε κέντρο, μέσω του οποίου και στο οποίο θα ενωθούν οι πάντες. Η ψυχή η απομακρυσμένη από το Χριστό έρχεται αρχικά σε γνωριμία μαζί του. Ενώ λοιπόν προηγουμένως αγνοούσε το Χριστό και δεν εμπιστευόταν τον εαυτό της σε αυτόν, σιγά-σιγά αγαπά αυτόν, δίνει όλη την εμπιστοσύνη της σε αυτόν και παραδίνεται στην αγκαλιά του. Έλξη θαυμασμού είναι η πρώτη επίδραση του σταυρού πάνω στην ψυχή που αγνοεί τον καρφωμένο πάνω σε αυτόν. Αλλά εάν σταθεί μέχρι τον θαυμασμό αυτόν, η σχέση της με το Χριστό θα είναι επιπόλαιη. Πίστη θερμή και ακλόνητη σε αυτόν ως Σωτήρα και Λυτρωτή, αυτή μας έλκει οριστικά προς αυτόν και μας ενώνει μαζί του πάνω στο Σταυρό του. Ο εσταυρωμένος Ιησούς μας έλκει, διότι είναι η αγάπη και η σοφία του Θεού, διότι είναι όχι απλώς ο μέγιστος των διδασκάλων της ηθικής και σωστικής αλήθειας, αλλά και το σε όλα υπερεπαρκές θύμα για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Όταν τον εγκολπωθούμε ως Λυτρωτή από το βάρος και την ενοχή της αμαρτίας και ως πηγή νέας ζωής που μας αποσπά από αυτήν και μας προσκολλά σε Αυτόν, τότε πράγματι και αληθινά ελκυστήκαμε από αυτόν.
33 Τοῦτο δὲ ἔλεγε(1) σημαίνων(2) ποίῳ θανάτῳ(3) ἤμελλεν(4) ἀποθνήσκειν(5).
33 Λέγοντας αυτό, υποδήλωνε με τι είδος θάνατο θα πέθαινε.
(1) Ο Ιωάννης εξηγεί εδώ αυτό που είπε ο Κύριος, όπως και στο β 21. Αυτό. «Ποιο; Το όταν υψωθώ» (Ζ)
(2) «Υποδήλωνε» (Ζ). Δεν λέει φανερώνοντας αλλά σημαίνοντας (g), του οποίου η έννοια είναι: όχι με σαφήνεια εκφράζοντας, αλλά σκοτεινά υποδεικνύοντας, όπως στους χρησμούς, τις παροιμίες κλπ (ο).
(3) «Με ποιο τρόπο· το σταυρό λοιπόν τον ονόμασε θάνατο» (Κ).
(4) Με την έννοια του αναπόφευκτου του θανάτου του Ιησού επειδή προδιατάχτηκε από το Θεό (β).
(5) «Έδειξε ότι εκούσια έπαθε και ήξερε ότι όχι μόνο πεθαίνει, αλλά και με ποιο τρόπο» (αμ).
34 Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ὄχλος· ἡμεῖς(1) ἠκούσαμεν(2) ἐκ τοῦ νόμου(3) ὅτι ὁΧριστὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα(4), καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖ ὑψωθῆναι(5) τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(6); Τίς ἐστιν οὗτος ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(7);
34 Τότε το πλήθος τού αποκρίθηκε: «Εμείς μάθαμε από το νόμο πως ο Μεσσίας θα ζήσει αιώνια· πώς εσύ λες ότι πρέπει να υψωθεί από τη γη ο Υιός του Ανθρώπου; Ποιος είναι αυτός ο Υιός του Ανθρώπου;»
(1) Μπαίνει μπροστά με έμφαση αντιτιθέμενο στο ακόλουθο «συ».
(2) Αντίγραφα του νόμου συνήθως δεν υπήρχαν σε χρήση ιδιωτών. Οπότε η μόνη γνώση της Γραφής την οποία ο λαός είχε, προερχόταν από την ακρόασή της όταν διαβαζόταν κατά την ώρα της λατρείας στις συναγωγές (ο).
(3) «Και εδώ νόμο λένε γενικώς την θεία Γραφή» (Ζ). Από το νόμο, με τον οποίο εννοούνται οι προφήτες και οι ψαλμοί (b).
(4) «Άρα γνώριζαν ότι ο Χριστός θα είναι κάποιος αθάνατος και ότι έχει ζωή που δεν τελειώνει» (Χ). Τα χωρία τα οποία υπονοούν οι Ιουδαίοι είναι εκείνα, στα οποία ο Μεσσίας παρουσιάζεται να θεμελιώνει πάνω στα ερείπια των ειδωλολατρικών βασιλειών, βασιλεία αιώνια. Δες Ησ. ιθ 6,Ψαλμ. ρθ 2-4,Δαν. ζ 14 κλπ (g).
«Τον ελέγχουν για άγνοια σχετικά με τους προφήτες και υποδεικνύουν ότι δεν γνωρίζει ακριβώς τα γραμμένα. Διότι το ότι μένει στον αιώνα ο Χριστός από τη μία, το πήραν από αυτά τα χωρία· το μυστήριο του θανάτου από την άλλη, που έγινε στο μεταξύ, και τον για σύντομο χρόνο διαχωρισμό της ψυχής από το σώμα, δεν τα κατάλαβαν ούτε τα εξακρίβωναν. Έπρεπε λοιπόν να γνωρίζουν την αιτία, ότι δηλαδή αφού προφητεύονταν δύο ερχομοί του Χριστού, τον μεν πιο ένδοξο και που θα γινόταν στη συντέλεια του αιώνα ο όχλος των Ιουδαίων τον ήλπιζε, τον πριν από αυτόν όμως δεν τον καταλάβαινε καθόλου» (Ω).
«Και πράγματι ο Ησαΐας αναφέρει και τα δύο· το μεν πάθος και το θάνατο, λέγοντας τα εξής· Ως πρόβατο οδηγήθηκε στη σφαγή· την δε ανάσταση με το να πει: ο Κύριος θέλει να τον καθαρίσει από την πληγή. Και ο Δαβίδ αναφέρει μαζί και το θάνατο και την ανάσταση. Διότι λέει, δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη» (Θφ).
Έτσι γνώση του γράμματος της Γραφής, όταν η καρδιά είναι ξένη με τον αγιασμό, μπορεί να προκαλέσει βλάβη και να γίνει αφορμή απιστίας δημιουργώντας εχθρούς του χριστιανισμού που πολεμούν αυτόν με τα δικά του όπλα. Η διαστροφή όμως του πλήθους εδώ γίνεται ολοφάνερη, όταν λάβουμε υπ’ όψη, ότι ενώ πρόβαλλαν τα χωρία της Γραφής, τα οποία μιλούν για το ότι ο Μεσσίας μένει στον αιώνα, παραβλέπουν τελείως τα άλλα χωρία, τα οποία κάνουν λόγο για το πάθημα και το θάνατο του Μεσσία. Συχνά παρασύρονται οι άνθρωποι σε μεγάλες πλάνες και χρησιμοποιούν υπέρ των πλανών αυτών και επιχειρήματα από τη Βίβλο, αποσπώντας τα χωρία της Γραφής από τα συμφραζόμενά τους και διαχωρίζοντας αυτά μεταξύ τους. Η διαστροφή του πλήθους εδώ φαίνεται και από το ότι ενώ προβάλλουν τη μαρτυρία της Γραφής, για το ότι ο Μεσσίας μένει στον αιώνα, παραβλέπουν ολοτελώς και τι είπε ο Κύριος για την αιώνια δόξα και ανύψωση του Μεσσία. Πριν λίγο είχε πει σε αυτούς, ότι θα έλκυε όλους τους ανθρώπους στον εαυτό του, ότι κάθε διάκονό του θα τον τιμούσε ο πατέρας, ότι θα έφερνε καρπό πολύ. Όλα αυτά δεν έτυχαν καμίας προσοχής εκ μέρους του όχλου. Κακόπιστοι συζητητές αντιτάσσουν κάποια αποσπάσματα από τη γνώμη των αντιπάλων τους για να παρουσιάσουν αυτήν ως αβάσιμη. Εάν όμως παρέθεταν ολόκληρη τη γνώμη αυτή, δύσκολα θα μπορούσαν να την αρνηθούν. Και στη διδασκαλία του Χριστού υπάρχουν εκ πρώτης όψεως παράδοξα, τα οποία για μεν τους διεστραμμένους είναι πέτρες που σκοντάφτουν και σκανδαλίζονται, για δε τους καλοδιάθετους είναι πέτρες μαγνητικές που τους ελκύουν στη σωτηρία.
(5) «Κατάλαβαν ότι ύψωση εννοεί το θάνατο, έστω και αν δεν κατάλαβαν ότι πρόκειται για θάνατο στο σταυρό» (Ζ). «Βλέπεις ότι και από αυτά που ο Κύριος έλεγε αινιγματικά πολλά τα καταλάβαιναν… αλλά πρόβαλλαν άγνοια από θεληματική κακία» (Θφ).
(6) «Διατηρούσαν στη μνήμη τους, ότι ο Κύριος ονόμαζε σταθερά τον εαυτό του υιό του ανθρώπου. Διότι στο παρόν χωρίο δεν λέει· Εάν ο υιός του ανθρώπου υψωθεί» (Αυ).
(7) «Διότι εάν μεν είναι ο Χριστός, τότε δεν πεθαίνει· εάν όμως πεθαίνει, δεν είναι ο Χριστός» (Ζ), αλλά άλλο πρόσωπο. Ο λόγος αυτός του λαού αποδεικνύει, ότι η ονομασία «υιός του ανθρώπου» δεν χρησιμοποιούνταν γενικά για δήλωση του Μεσσία (g).
35 Εἶπεν(1) οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἔτι μικρὸν χρόνον(2) τὸ φῶς(3) μεθ’ ὑμῶν(4) ἐστι· περιπατεῖτε(5) ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία(6) ὑμᾶς καταλάβῃ(7)· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδε(8) ποῦ ὑπάγει(9).
35 Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Λίγον καιρό ακόμα το φως θα είναι ανάμεσά σας. Περπατάτε όσο έχετε το φως, για να μη σας πιάσει το σκοτάδι· κι αυτός που περπατάει στο σκοτάδι δεν ξέρει πού πάει.
(1) Ο Ιησούς δεν απαντά στην ένστασή τους αλλά προσθέτει αλήθειες αναγκαιότατες για αυτούς (b). «Επειδή ήταν ασύνετοι και άπιστοι οι Ιουδαίοι, ο Χριστός δεν εξηγεί με σαφήνεια το βαθύ μυστήριο του λόγου, αλλά πηδά σε άλλο, και εξηγώντας ταυτόχρονα το ωφέλιμο για αυτούς και δείχνοντας την αιτία για την οποία δεν καταλαβαίνουν αυτά που είναι στις γραφές» (Κ). Για αυτό δεν χρησιμοποιεί το ρήμα αποκρίθηκε αλλά το «είπε».
(2) «Λίγο χρόνο λέει τον μέχρι το θάνατό του» (Ζ). Αντιτίθεται στο «εις τον αιώνα» του σ. 34. Οι Ιουδαίοι υπέθεταν ότι ο Χριστός ερχόμενος μία φορά, θα έμενε πάντοτε μαζί τους (b).
(3) «Λέγοντας μαζί με το άρθρο «το φως», φανέρωσε τον εαυτό του· ότι δηλαδή αυτός μόνος είναι πραγματικά το φως» (Κ). Ο Κύριος συχνά διακήρυξε ότι είναι το φως του κόσμου. Δες Ιω. α 4,γ 19,η 12,θ 5 (ο). Έξυπνη και η σύνδεση με τα παραπάνω: «Όπως ακριβώς λοιπόν το φως το ηλιακό δεν χάνεται καθόλου, αλλά αφού δύει, πάλι ανατέλλει, έτσι και ο δικός μου θάνατος δεν είναι διαφθορά, αλλά δύση και μετάσταση και πάλι θα ανατείλω με την ανάσταση» (Θφ), «δείχνοντας έτσι ότι το πάθος δεν είναι καθόλου εμπόδιο στο να μένει αυτός αιωνίως, διότι και το φως το ηλιακό δεν χάνεται, αλλά αφού για λίγο υποχωρήσει, πάλι φαίνεται» (Χ). Πιο σωστό όμως είναι να πάρουμε τα λόγια αυτά ότι εκφράζουν νέα έννοια, που δεν σχετίζεται στενά με τα παραπάνω.
(4) Αυθεντική γραφή: εν υμιν=ανάμεσά σας.
«Όπως ακριβώς η βασιλεία του Θεού ήταν στους Ιουδαίους, έτσι και το φως βρισκόταν σε αυτούς· και όπως ακριβώς, επειδή δεν απέδωσαν τους καρπούς που απαιτούσε η βασιλεία του Θεού, άκουσαν το «Θα φύγει από εσάς η βασιλεία του Θεού και θα δοθεί σε έθνος που θα φέρει τους καρπούς της», έτσι, επειδή ακριβώς, ενώ βρισκόταν το φως σε αυτούς, δεν περπάτησαν ώστε να μην τους πιάσει σκοτάδι, για αυτό μετά από τον λίγο χρόνο, το φως που ήταν σε αυτούς αφαιρέθηκε από αυτούς και δόθηκε στο έθνος που έφερε τους καρπούς του φωτός» (Ω).
Το φως και σε εμάς είναι για λίγο χρόνο. Ο χρόνος του βίου είναι σύντομος και οι ευκαιρίες για μετάνοια και επιστροφή δεν είναι πάντοτε διαρκείς και μακρές. Για λίγο ακόμη το φως της παρούσας ζωής είναι μαζί μας. Για λίγο ακόμη το φως του ευαγγελίου είναι μαζί μας, η ημέρα της χάριτος, τα μέσα της χάριτος, το Πνεύμα της χάριτος για λίγο θα βρίσκονται μπροστά μας. Πόσο ωφέλιμο είναι να σκεφτόμαστε αυτό, ώστε να μην αφήνουμε τις ευκαιρίες της θείας κλήσης ανεκμετάλλευτες και αχρησιμοποίητες.
(5) «Τους λέει ότι είναι κατεπείγον να περπατούν στο φως, δηλαδή να τον ακολουθούν που φωταγωγεί και οδηγεί, και να πιστεύουν τα λόγια του» (Ζ). «Λέει αυτά για να τους οδηγήσει επειγόντως στην πίστη» (Χ).
(6) «Μη σας κυριεύσει το σκοτάδι της αμαρτίας. Σωστά είπε μετά το φως το σκοτάδι. Διότι στα ίχνη της αναχώρησης του φωτός, βαδίζει το σκοτάδι» (Κ).
(7) «Με την έννοια ότι θα κυριεύσει τελείως μέχρι τέλους» (Ζ). Κρύβει και την έννοια του «απροσδόκητα» (b).
(8) Σχεδόν κατά λέξη ταυτίζεται με το Α΄Ιω. β 11. Από τη στιγμή που ο ουράνιος αποκαλυπτής δεν θα είναι πλέον παρών, ο άπιστος λαός θα είναι όμοιος με οδοιπόρο που αποπλανήθηκε τη νύχτα, και πορεύεται στην τύχη χωρίς να βλέπει ούτε δρόμο, ούτε σκοπό (g).
(9) «Πλανιέται, σκοντάφτει, γκρεμίζεται» (Ζ). «Πόσα λοιπόν οι Ιουδαίοι πράττουν τώρα, και δεν ξέρουν τι πράττουν! Αλλά σαν σε σκοτάδι, έτσι βαδίζοντας, νομίζουν μεν ότι βαδίζουν το σωστό δρόμο, αλλά βαδίζουν τον αντίθετο, τηρώντας Σάββατα και φυλάσσοντας νόμο και τις διακρίσεις των τροφών και δεν ξέρουν που περπατάνε» (Χ).
Ποια ήταν η άθλια κατάσταση και εκείνων από εμάς, οι οποίοι όντας άλλοτε μακριά από το ευαγγέλιο αμάρταναν και ήλθαν τώρα στην περίοδο της χάρης! Βάδιζαν στο σκοτάδι και δεν ήξεραν που πήγαιναν και ποια κατεύθυνση ακολουθούσαν. Ούτε τον δρόμο τον οποίο βάδιζαν γνώριζαν, ούτε το τέρμα προς το οποίο προχωρούσαν. Πράγματι· αυτός που στερείται το φως του ευαγγελίου πλανάται ασταμάτητα, κυριευόμενος από το σκοτάδι του ψεύδους και της πλάνης και δεν αντιλαμβάνεται αυτό. Βαδίζει προς την καταστροφή του, και δεν γνωρίζει τον κίνδυνό του, διότι ή κοιμάται ή χορεύει στο χείλος του γκρεμού.
36 (1)Ἕως τὸ φῶς(2) ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς(3), ἵνα υἱοὶ φωτὸς(4) γένησθε(5). Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἀπελθὼν(6) ἐκρύβη ἀπ’ αὐτῶν(7).
36 Όσο έχετε το φως πιστεύετε στο φως, για να γίνετε παιδιά του φωτός». Αυτά είπε ο Ιησούς, κι έφυγε και κρύφτηκε μακριά τους.
(1) Με τον σ. αυτόν «έκανε σαφή τον λόγο» (Ζ). Δεν αποτελεί αυτός επανάληψη του προηγούμενου.
(2) Υποδηλώνει εδώ το πρόσωπο, το οποίο είναι το φως.= Εμένα, ο οποίος είμαι η ζωντανή αποκάλυψη του Θεού. «Έως ότου μπορείτε να πιστεύετε σε εμένα» (Θφ).
(3) Αντί να πει «περπατάτε όσο έχετε το φως» λέει τώρα σαφέστερα, πιστεύετε στο φως=Αναγνωρίστε με, ότι είμαι το φως και πιστέψτε σε μένα· αναγνωρίστε με ως τον Μεσσία σας και υπακούστε στα λόγια μου. Είναι καθήκον και υποχρέωση του καθενός από εμάς να πιστεύει στο φως που υπάρχει στο ευαγγέλιο, να παραδέχεται αυτό ως θείο φως και να εγκολπώνεται τις αλήθειες, τις οποίες φωτιζόμενος από αυτό ανακαλύπτει, διότι είναι αυτό φως για τα μάτια μας, αλλά συγχρόνως και να συμμορφώνει την διαγωγή του με αυτό, διότι είναι φως για τα πόδια μας.
(4) Εβραϊκός τρόπος έκφρασης. Υιός φωτός είναι αυτός που παραμένει πάντοτε προσκολλημένος στο φως (b). Σημαίνει σχέση στενότατη (Ματθ. η 12,θ 15,Μάρκ. γ 17 κλπ.). Υιοί φωτός είναι εκείνοι, οι οποίοι βρίσκουν την πηγή της ζωής τους στο φως και ζουν σύμφωνα με τα ιδανικά, τα οποία το φως αποκαλύπτει (μ). Με την πίστη στο Χριστό ο άνθρωπος διεισδύεται από φως ώστε γίνεται φωτεινός και αυτός (g). Σοβαρή και η: «Δηλαδή δικοί μου γιοι» (Χ). «Και στην αρχή του ευαγγελίου είπε… «να γίνουν τέκνα Θεού»» (Ζ), «εδώ όμως ο ίδιος λέγεται ότι τους γεννά, για να μάθεις, ότι μία είναι η ενέργεια του Πατέρα και του Υιού» (Χ).
(5) Εφόσον δεν είστε τέτοιοι από μόνοι σας (b).
(6) Από το ναό και την πόλη. Αντί να περάσει τη νύχτα στην πόλη βγήκε στη Βηθανία. Και την επομένη ανέμενε αυτόν ο λαός όπως συνήθως (Λουκ. Κ
α 38), αλλά ο Ιησούς δεν επέστρεψε.
(7) «Επειδή έμπαινε στις καρδιές τους, γνώριζε ότι ο θυμός τους εξαγριωνόταν, αν και δεν έλεγαν τίποτα» (Χ). «Κρύβεται λοιπόν, παρηγορώντας το φθόνο τους» (Θφ) και το θυμό τους «για να μην εξαφθεί περισσότερο» (Ζ). «Αλλά δίνει καιρό να ξανασκεφτούν, έτσι ώστε να πράξουν τα καλύτερα» (Κ). «Διότι αν και προγνώριζε την απιστία τους, αλλά όμως έκανε όλα όσα εξαρτιόνταν από αυτόν» (Θφ).Ο Κύριος τελικά απομακρύνει τα μέσα της χάριτος από εκείνους, οι οποίοι δεν τα δέχονται όταν προσφέρονται σε αυτούς και κρύβει το πρόσωπό του από γενιά δύστροπη, λέγοντας: «θα αποστρέψω το πρόσωπό μου από αυτούς… διότι είναι γενιά διεστραμμένη, γιοι στους οποίους δεν υπάρχει πίστη» (Δευτ. λβ 19).
Ἀπιστία εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ἀλλὰ καὶ μερικοὶ κρυφοὶ μαθηταί
37 Τοσαῦτα(1) δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν(2) οὐκ ἐπίστευον(3) εἰς αὐτόν,
37 Και μολονότι είχε κάνει τόσα θαύματα μπροστά στα μάτια τους, εκείνοι δεν πίστευαν σ’ αυτόν,
(*) Το τεμάχιο αυτό αποτελεί το επιστέγασμα του δευτέρου μέρους του ευαγγελίου (ε 1-ιβ 36). Ο ευαγγελιστής διακόπτει την αφήγησή του για να παραδοθεί στη μελέτη του γεγονότος, το οποίο εξέθεσε, δηλαδή την απιστία του ιουδαϊκού έθνους. Το ερώτημα, στο οποίο ο Ιωάννης απαντά, είναι αυτό: Πώς εξηγείται η αποτυχία του έργου του Μεσσία στον Ισραήλ; Και στους μεν πρώτους στίχους (37-43) εξηγεί τις αιτίες του μυστηριώδους γεγονότος· στους δε ακόλουθους (44-50) εκθέτει περιληπτικά τις τραγικές συνέπειές του.
(1) =Τόσα πολλά. «Ποια τόσα; Όσα παρέλειψε ο ευαγγελιστής» (Χ), τα γνώριζε όμως όπως φαίνεται από το κ 30. Παρόλο που ο ευαγγελιστής κάποια λίγα θαύματα διάλεξε για αφήγηση, εδώ αναφέρεται όχι στη σπουδαιότητα και σημασία των θαυμάτων αυτών, τα οποία αφηγήθηκε, αλλά στον αριθμό και το πλήθος των θαυμάτων, που ενήργησε ο Κύριος (χ).
(2) Ώστε με τα ίδια τους τα μάτια να αντιληφθούν αυτά (b). Τονίζεται κυρίως η δημοσιότητα των θαυμάτων. Αλλά και «θέλοντας ο ευαγγελιστής να ελέγξει την χωρίς μέτρο δυστροπία τους, πρόσθεσε και το «μπροστά τους», δείχνοντας ότι ούτε σε αυτά που έβλεπαν δεν πίστευαν» (Κ). «Διότι οπωσδήποτε δεν είναι έργο μικρής κακίας, το να μην πιστέψουν σε τόσα πολλά θαύματα» (Θφ).
(3) Ο παρατατικός υποδηλώνει την διάρκεια, την πεισματική εμμονή στην απιστία παρά τα θαύματα, τα οποία ανανεώνονταν κάθε μέρα στα μάτια τους (g). Και είναι μεν αλήθεια, ότι πολλοί είχαν πιστέψει στον Ιησού λόγω των θαυμάτων αυτών (δες β 23,ζ 31,ια 47,48), το έθνος όμως ως σύνολο δεν δεχόταν αυτόν (δες α 11,γ 11,32,ε 43,ιε 24)(β). Σημείωσε ότι οσαδήποτε ισχυρά μέσα πειθούς και αν προβληθούν, δεν είναι ικανά από μόνα τους να γεννήσουν την πληροφορία της πίστης, όταν οι καρδιές των ανθρώπων είναι προκατειλημμένες και διεφθαρμένες.
38 ἵνα(1) ὁ λόγος Ἡσαΐου τοῦ προφήτου(2) πληρωθῇ ὃν εἶπε· Κύριε, τίς ἐπίστευσε(3) τῇ ἀκοῇ(4) ἡμῶν; Καὶ ὁ βραχίων Κυρίου(5) τίνι ἀπεκαλύφθη(6);
38 έτσι ώστε να επαληθευτούν τα λόγια που είχε πει ο προφήτης Ησαΐας: Κύριε, ποιος πίστεψε στο μήνυμά μας; Σε ποιον φανέρωσε ο Κύριος τη δύναμή του;
(1) «Το ρητό αυτό δεν φανερώνει την αιτία, αλλά το αποτέλεσμα, δηλαδή την εκπλήρωση του μέλλοντος… Όχι δηλαδή επειδή είπαν οι προφήτες, για αυτό έγιναν, αυτά που είπαν· αλλά επειδή επρόκειτο να γίνουν, για αυτό τα είπαν οι προφήτες» (Ζ). Παρ’ όλα αυτά το ἵνα δεν αποβάλλει την τελική (=σκοπού) του έννοια. Με πνεύμα βαθειάς ευσέβειας ο ευαγγελιστής παρουσιάζει τα γεγονότα ότι συντελέστηκαν για εκπλήρωση της προφητείας φανερώνοντας «το αψευδές της προφητείας και το ότι οπωσδήποτε εκπληρώνεται» (Ζ), χωρίς βεβαίως να αποκλείει, ότι «από τη δική τους κακότητα οι Ιουδαίοι φόνευσαν τον Κύριο και προείπα αυτά που οπωσδήποτε θα γίνουν εξαιτίας της θεληματικής τους κακοκεφαλιάς» (Κ).
«Ο Κύριος με την πρόγνωση που είχε του μέλλοντος, προείπε μέσω των προφητών την απιστία των Ιουδαίων· προείπε αυτήν, αλλά δεν υπήρξε αίτιος αυτής. Διότι ο Θεός δεν αναγκάζει κάποιον να αμαρτήσει, απλώς διότι γνωρίζει ήδη τις μελλοντικές αμαρτίες των ανθρώπων… Και οι Ιουδαίοι, εάν επιθυμούσαν να πράξουν το αγαθό αντί του κακού, δεν θα εμποδίζονταν, αλλά θα προέβλεπε ο Θεός για αυτούς και ότι θα έπρατταν το αγαθό» (Αυ).
(2) Η παράθεση από το Ησ. νγ 1,2 σύμφωνα με τη μετάφραση των Ο΄
(3) Ο προφήτης περιγράφοντας στο νγ κεφάλαιο την ταπείνωση, το θάνατο και την ανύψωση του Μεσσία διερωτάται αν θα βρεθεί κάποιος στον Ισραήλ, ο οποίος θα πιστέψει σε κήρυγμα τόσο αντιτιθέμενο στα παχυλά ιδανικά του λαού. Ο Μεσσίας λοιπόν, στον οποίο αναφερόταν η προφητεία, δεν υπήρχε ελπίδα να τύχει υποδοχής καλύτερης από εκείνη, της οποίας έτυχε και το μήνυμα του προφήτη Ησαΐα σχετικά με αυτόν (g). «Διότι το «τις (=ποιος)» σε πολλά σημεία της Γραφής βρίσκεται αντί για το «κανείς»» (Θφ).
(4) Ακοή, η ικανότητα να ακούω· οπότε αυτό που ακούγεται, δηλαδή κάποιο μήνυμα, κάποια μαρτυρία (b).
Ή «ακοή ονομάζει την προφητεία για το Χριστό, την οποία προφήτευσαν, ακούγοντάς την οι προφήτες με τα αυτιά των ψυχών τους, που ήχησε μέσα τους από το θείο Πνεύμα» (Ζ)· δηλαδή με έννοια παθητική (=εκείνο το οποίο οι προφήτες άκουσαν).
Ή, το κήρυγμα του Ιησού που έλεγε όσα άκουσε από τον Πατέρα και μετά από αυτό, όπως είναι λογικό, και το κήρυγμα των Αποστόλων (κ). «Το είπε αυτό ο προφήτης αντιπροσωπεύοντας το Χριστό, σαν να έλεγε δηλαδή ο Χριστός προς τον Πατέρα· Κύριε, ποιος πίστεψε…» (Θφ).
Ή, πιο σωστά, με έννοια ενεργητική (=εκείνο, το οποίο οι προφήτες έκαναν να ακουστεί). «Τον λόγο μας και το κήρυγμα… το οποίο κήρυγμα το ονόμασε ακοή» (Θφ), το άκουσμα, το κήρυγμά μας των κηρύκων του λόγου του Θεού, από τους οποίους μέγιστος είναι ο Σωτήρας μας (δ).
(5) Η φράση «τῇ ἀκοῇ ἡμῶν» αναφέρεται στην περιγραφή του Πάθους του Μεσσία· η φράση ο βραχίων Κυρίου στις πράξεις της θείας δύναμης, που ενεργούσε μέσω αυτού (g). Ή «Βραχίωνας του Πατέρα είναι ο υιός, επειδή είναι η δύναμή του» (Ζ). «Όχι διότι το πρόσωπο του Θεού Πατέρα καθορίζεται από σχήμα ανθρώπινης σάρκας, και ο Υιός είναι προσκολλημένος σε Αυτόν σαν μέλος πάνω στο σώμα Του, αλλά διότι τα πάντα έγιναν από αυτόν και μέσω του Λόγου δημιούργησε τον κόσμο» (Αυ). Ή, πιο σωστά, βραχίων είναι η δύναμη του Θεού που ενεργεί στο Χριστό και εργάζεται μέσω αυτού τα θαύματα. «Η δυνατή ενέργεια των θαυμάτων» (Θφ). Στην Π.Δ. η φράση ο βραχίων Κυρίου πολλές φορές λέγεται μεταφορικά για τη δύναμή του. Δες Δευτ. ε 15,Ησ. μ 10,να 9,νβ 10, ξγ 5 (β).
(6) Αναφέρεται στο γεγονός ότι οι Ιουδαίοι δεν αναγνώριζαν τη δύναμη του Θεού στα θαύματα του Ιησού (β) αλλά ή αρνούνταν τελείως αυτά ή απέδιδαν αυτά στον άρχοντα των δαιμονίων. «Αυτός μεν σαν ήλιος έδειχνε το φως της θεότητάς του και με λόγια και με έργα· αυτοί όμως δεν έβλεπαν καθαρά διότι είχαν κατεστραμμένη την όραση λόγω της πονηρίας» (Ζ).
39 Διὰ τοῦτο(1) οὐκ ἠδύναντο(2) πιστεύειν, ὅτι πάλιν εἶπεν ῾Ησαΐας·
39 Ο Ησαΐας είχε πει επίσης για ποιο λόγο αυτοί δεν μπορούσαν να πιστέψουν:
(1) Αναφέρεται στα επόμενα και εξηγείται με το ακόλουθο «ὅτι πάλιν…».
(2) «Δεν εξαναγκάστηκαν από την προφητεία του Ησαΐα στο να μην πειστούν, αλλά επειδή ήταν δύστροποι, έδειξαν ανυπακοή» (αμ). Πάντως με τη φράση «θέλει να παρουσιάσει το αψευδές της Γραφής και ότι αυτά ακριβώς που προφήτευσε, δεν πραγματοποιήθηκαν διαφορετικά, αλλά όπως τα είπε… διότι αυτά που προείπε ο προφήτης, τα προείπε επειδή οπωσδήποτε θα γίνονταν· διότι εάν δεν επρόκειτο οπωσδήποτε να συμβούν, δεν θα τα προέλεγε· οπωσδήποτε όμως επρόκειτο να συμβούν, επειδή εκείνοι ήταν αθεράπευτοι» (Χ).
Ως προς το «οὐκ ἠδύναντο», αυτό ερμηνεύεται:
Ή «λέγεται αντί για το «δεν ήθελαν»… Αυτό θα μπορούσε κάποιος να το δει ότι συμβαίνει και στις συνήθεις εκφράσεις· όπως όταν λέει κάποιος· Δεν μπορώ να αγαπήσω τον τάδε, ονομάζοντας δύναμη την υπερβολική θέληση» (Χ). «Δεν μπορούσαν διότι εμποδίζονταν από την κακία και την πώρωσή τους» (Ζ).
Ή, χωρίς να αποκλείει ο ιερός συγγραφέας, ότι από δική τους κακοβουλία δεν πίστευαν, τονίζει «ότι ήταν αδύνατον να πει ψέματα ο Προφήτης» (Χ), και τονίζει ότι «δεν μπορούσαν να πιστέψουν, επειδή ο Ησαΐας προείπε αυτό· και ο Ησαΐας προφήτευσε αυτό, επειδή ο Θεός προγνώρισε, ότι τέτοια θα ήταν η περίπτωση. Αλλά εάν ερωτηθώ γιατί δεν μπορούσαν, θα απαντήσω αμέσως, διότι δεν ήθελαν. Διότι βεβαίως η διεφθαρμένη τους θέληση προβλέφθηκε από το Θεό και προλέχθηκε μέσω του προφήτη από Αυτόν, από τον οποίο τίποτα από τα μέλλοντα δεν μπορεί να κρυφτεί» (Αυ).
Το γεγονός της απιστίας των Ιουδαίων μόνο για αυτούς που κρίνουν επιπόλαια αποτελεί σκάνδαλο. Ορθά εξεταζόμενο και κατανοούμενο κάτω από το φως των προφητειών της Π.Δ. είναι έδαφος, πάνω στο οποίο φανερώνεται η αναπόφευκτη κρίση του Θεού κατά της απιστίας. Η απιστία των Ιουδαίων δεν είναι πρόβλημα, αλλά ακριβής εκπλήρωση των προφητειών (χ). Η τύφλωση ως συνέπεια της αμαρτίας γίνεται σύμφωνα με διάταξη θεία. Ο Θεός βέβαια δεν είναι ο αίτιος της αμαρτίας, είναι όμως αίτιος της συνέπειας που ταιριάζει σε αυτήν σύμφωνα με νόμο που διατάχτηκε από αυτόν από την αρχή της δημιουργίας (τ). Είμαστε απολύτως βέβαιοι, ότι ο Θεός είναι άπειρα δίκαιος, αλλά και άπειρα εύσπλαχνος. Και είναι αδύνατον να σκεφτούμε ότι η αδυναμία αυτή των Ιουδαίων στο να πιστέψουν προέρχεται από τα σχέδια και τις βουλές του Θεού, ώστε να γίνεται για αυτούς μοιραία και επιβεβλημένη από την ανάγκη η απιστία τους. Η αδυναμία αυτή είναι ηθική, αδυναμία, όπως εκείνη στην οποία περιέρχεται ο συνηθισμένος να πράττει το κακό. Δες Ιερεμ. ιγ 23 («εἰ ἀλλάξεται Αἰθίοψ τὸ δέρμα αὐτοῦ καὶ πάρδαλις τὰ ποικίλματα αὐτῆς, καὶ ὑμεῖς δυνήσεσθε εὖ ποιῆσαι μεμαθηκότες τὰ κακά. =όσο είναι δυνατόν, να αλλάξει ο Αιθίοπας το μαύρο δέρμα του και η λεοπάρδαλη τα στίγματά της, άλλο τόσο και σεις θα μπορέσετε να πράξετε το καλό, διότι έχετε πλέον μάθει να πράττετε το κακό).
40 (1)τετύφλωκεν(2) αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πεπώρωκεν αὐτῶν τὴν καρδίαν(3), ἵνα(4) μὴ ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς(5) καὶ νοήσωσι τῇ καρδίᾳ καὶ ἐπιστραφῶσι(6), καὶ ἰάσομαι(7) αὐτούς.
40 Ο Θεός τύφλωσε τα μάτια τους και σκότισε το νου τους, έτσι που να μη δούνε με τα μάτια τους, και με το νου τους να μην καταλάβουν, κι επιστρέψουν σ’ εμένα και τους γιατρέψω.
(1) Η παράθεση από το Ησ. στ 10. Διαφέρει αξιοσημείωτα από τους Ο΄, εν μέρει επίσης και από το Εβραϊκό. Σύμφωνα με το Εβραϊκό κείμενο, υποκείμενο του ρήματος είναι ο Ησαΐας («Τύφλωσε… πώρωσε») που ενεργεί με εντολή του Θεού· ενώ σύμφωνα με τους Ο΄, η σκλήρυνση και πώρωση εξαγγέλλεται με ρήματα παθητικά ως γεγονός που βαρύνει τον Ισραήλ, («διότι έγινε παχιά η καρδιά…»). Εδώ μεταβάλλεται το ρήμα έτσι, ώστε υποκείμενό του να είναι ο Θεός. Η τρίτη μορφή είναι εσκεμμένη διόρθωση αυτής στους Ο΄, για να αποκατασταθεί το νόημα και να γίνει όπως στην πρώτη μορφή. Διότι σύμφωνα με το εβραϊκό κείμενο η σκλήρυνση και πώρωση συντελείται από τον Ησαΐα για εκτέλεση εντολής του Θεού και συνεπώς δίκαια αποδίδεται από τον Ιωάννη στον ίδιο το Θεό.
Το χωρίο αυτό αποδεικνύει, ότι ο ευαγγελιστής μολονότι ακολουθεί τη μετάφραση των Ο΄ γνώριζε και το Εβραϊκό πρωτότυπο και διόρθωνε αυτήν σύμφωνα με αυτό (g). Το χωρίο παρατίθεται και από τον Ματθαίο (ιγ 15,δες και τις εκεί ερμην. σημειώσεις) αυτολεξεί όπως στους Ο΄, και τις Πράξεις (κη 26) όπως στους Ο΄ πάλι. Πιθανώς θεωρήθηκε από τους χριστιανούς από την αρχή ως προφητεία της απόρριψης του Ιησού από τους Ιουδαίους (β). Δες και Μάρκ. δ 12 και Λουκ. η 10 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Μεταχειρίζεται και ο ευαγγελιστής παρωχημένους χρόνους… με τους οποίους δηλώνεται συντελεσμένο γεγονός στις ημέρες του Ιησού, η πώρωση των Ιουδαίων και η απιστία τους σε αυτόν (κ). Ό,τι ο Θεός προείπε, θα πραγματοποιηθεί ασφαλώς και με κάθε ακρίβεια. Είναι τέτοια η γνώση του Θεού, ώστε δεν είναι δυνατόν ο Θεός να απατηθεί στις προβλέψεις του, και είναι τέτοια η αλήθειά του, ώστε δεν είναι δυνατόν να εξαπατήσει κάποιον με τις προφητείες του. Η Γραφή λοιπόν είναι αδύνατον να διαψευστεί ή οπωσδήποτε να χάσει το κύρος της.
(3) Υπάρχουν και οι γραφές: επώρωσεν-επήρωσεν. Με την πρώτη φράση φανερώνει τη στέρηση του διανοητικού φωτός, της αίσθησης του αληθινού και του ωφέλιμου· με την δεύτερη (πωρώνω την καρδιά) την στέρηση της ηθικής ευαισθησίας, της διάκρισης του καλού (g). Το πεπώρωκεν τὴν καρδίαν είναι εξολοκλήρου παράλληλο με το τετύφλωκεν αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς. Για αυτό εδώ το πεπώρωκεν τὴν καρδίαν δεν ερμηνεύεται ακριβώς με το σκλήρυνε την καρδιά, αλλά μάλλον με το σκότισε την καρδιά (β). Η τύφλωση και αναισθησία αυτή, της οποίας καρπός υπήρξε η απιστία, παρουσιάζεται εδώ ως ποινή θεία. Για αυτό υποκείμενο των δύο ρημάτων είναι ο Θεός.
Αλλά «ο Θεός έτσι τυφλώνει και σκληραίνει, απλώς και μόνο εγκαταλείποντας και αποσύροντας τη βοήθειά του» (Αυ).
«Διότι το τύφλωσε και πώρωσε λέγεται αντί για το παραχώρησε να τυφλωθούν και να πωρωθούν ως αθεράπευτοι· διότι κανέναν δεν παρασέρνει προς το μέρος του, επειδή ο καθένας είναι αυτεξούσιος» (Ζ).
«Όπως ακριβώς δηλαδή ο ήλιος δηλαδή βλάπτει την όραση των ασθενών, όχι λόγω της δικής του φύσης, έτσι γίνεται και με εκείνους που δεν προσέχουν τα λόγια του Θεού» (Χ).
«Έτσι λοιπόν πρέπει να εννοήσουμε» το «ο Θεός τύφλωσε», «ότι δηλαδή παραχώρησε να πάθουν αυτοί την τύφλωση από τον διάβολο, επειδή δεν ήταν αγαθοί στην πρόθεση. Με αυτόν τον τρόπο δηλαδή παραδίδει σε νου ανίκανο να διακρίνει το σωστό και σε πάθος, αυτούς που συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο» (Κ).
«Διότι όταν εγκαταλειφθούμε από το Θεό, παραδινόμαστε στο διάβολο· αλλά αφού παραδοθούμε στο διάβολο, πάσχουμε μύρια δεινά. [Αλλού όμως δείχνει] ότι εμείς αρχίζουμε την εγκατάλειψη και γινόμαστε αίτιοι της απώλειας· διότι ο Θεός όχι μόνο δεν θέλει να μας εγκαταλείψει ούτε να μας τιμωρήσει, αλλά και όταν μας τιμωρεί, το κάνει αυτό χωρίς να το θέλει» (Χ).
(4) Εδώ έχουμε το λεγόμενο εκβατικό σχήμα, για το οποίο είπαμε παραπάνω. «Όχι δηλαδή επειδή είπε δεν πίστεψαν, αλλά επειδή δεν επρόκειτο να πιστέψουν, για αυτό είπε· αν όμως… ο ευαγγελιστής… λέει ότι η απιστία είναι από την προφητεία, το είπε αυτό θέλοντας να δείξει το αψευδές της εκπλήρωσης της προφητείας. Για αυτό λοιπόν προλέγουν οι προφήτες, έτσι ώστε αυτοί που έχουν εγρήγορση, να αποφύγουν τους διαβολικούς λάκκους» (αμ).
(5) «Μάτια λέει τα νοερά· δηλαδή ερμηνευτικό του «να μην δουν με τα μάτια» είναι το «να μην καταλάβουν με την καρδιά»» (Ζ). «Κλείνοντας το μάτι της διάνοιας, δεν δέχονται την διδασκαλία που μπορεί να τους φωτίσει» (Κ).
(6) Διαφορετικές γραφές: συνωσιν αντί για νοήσωσι, και στραφωσιν αντί επιστραφωσι.
(7) Οριστική πτώση. Μπορεί και να εξαρτάται από το ἵνα μὴ , διότι υπάρχουν παρόμοια παραδείγματα στην Κ.Δ. (Α΄Κορ. ιγ 3 όπου αυθεντική γραφή είναι το «ίνα καυθήσομαι», Α΄Πέτρ. γ 1,Αποκ. κβ 14), αλλά και συχνότατα στην κλασσική ελληνική μαζί με το όπως. Μπορεί όμως και να μην εξαρτηθεί από το ἵνα, οπότε θα ερμηνεύσουμε: «για να μην επιστρέψουν, οπότε θα τους γιατρεύσω» (g). Υποκείμενο του ιάσομαι είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός (κ), εξ’ ονόματος του οποίου υποτίθεται ότι μιλά ο Ησαΐας (μ).
41 Ταῦτα(1) εἶπεν Ἡσαΐας ὅτε(2) εἶδε τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ(3).
41 Αυτά τα είχε πει ο Ησαΐας για τον Ιησού· κι είχε μιλήσει έτσι γι’ αυτόν, όταν είδε τη δόξα του.
(1) «Τα σχετικά με την τύφλωση και πώρωση και τα επόμενα» (Ζ).
(2) Αυθεντική γραφή «ότι»=διότι πράγματι είδε την δόξα του και μίλησε για αυτόν τόσο χρόνο πριν (g), ή διότι η οπτασία ήταν τόσο εκθαμβωτική, αισθάνθηκε ο Ησαΐας πόσο οι άνθρωποι απέχουν από αυτήν (β).
(3) Εάν πάρουμε το πρώτο «αὐτοῦ» ότι αναφέρεται στο Θεό, το δεύτερο «αὐτοῦ» παραμένει ακατανόητο, ενώ ευοδώνεται η έννοιά του εάν αναφέρουμε αυτό στο Χριστό. Και το πρώτο λοιπόν «αὐτοῦ» πρέπει να αναφερθεί στο Χριστό. «Δόξα του εννοεί την ένδοξη εκείνη οπτασία, όταν είδε τον Κύριο καθισμένο σε θρόνο υψηλό και τα άλλα τα σχετικά με αυτόν φοβερά και εξαίσια. Διότι τον υιό είδε τότε και αυτά είπε ύστερα και μίλησε για αυτόν» (Ζ).
«Είδε τη δόξα του Υιού, παρόλο που φαίνεται ο προφήτης ότι είδε την δόξα του Πατέρα. Εδώ όμως ο ευαγγελιστής λέει ότι ο Ησαΐας είδε τη δόξα του Υιού» (Θφ). Στο Ησαΐου κεφάλαιο στ, ο Ησαΐας είδε τον Αδωναΐ, ο οποίος ήταν το θείο Ον που ενανθρώπησε στον Ιησού (g). Ο προφήτης βλέπει τη φοβερή δόξα του αόρατου Θεού, αλλά ο ευαγγελιστής βεβαιώνοντας εδώ, ότι είδε την δόξα του Χριστού, ταυτίζει το Χριστό με τον Ιεχωβά (β). Το χωρίο λοιπόν αυτό θέτει έξω αμφισβήτησης, ότι ο Ιησούς Χριστός, ο Λόγος της Κ.Δ., ήταν ο βασιλιάς και Κύριος σαβαώθ της Π.Δ. (ο). Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν είναι ίσος κατά τη δύναμη και τη δόξα με τον Πατέρα και οι ιδιότητές του είναι άξιες ύμνων το ίδιο με αυτές του Πατέρα. Ο Ιησούς Χριστός είχε δόξα πριν την κτίση του κόσμου και ο Ησαΐας είδε αυτήν.
42 Ὅμως μέντοι(1) καὶ(2) ἐκ τῶν ἀρχόντων(3) πολλοὶ(4) ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ἀλλὰ διὰ τοὺς Φαρισαίους(5) οὐχ ὡμολόγουν(6), ἵνα μὴ ἀποσυνάγωγοι γένωνται(7)·
42 Πολλοί ωστόσο κι από τους άρχοντες πίστεψαν σ’ αυτόν, αλλά δεν ομολογούσαν την πίστη τους εξαιτίας των Φαρισαίων, για να μην τους διώξουν από τη συναγωγή.
(1) Όμως μέντοι=Αλλά όμως όχι λιγότερο (G).
(2) Όχι απλώς από τον όχλο (b) αλλά και…
(3) Δηλαδή αυτών που παρακάθονταν στο συνέδριο, οι οποίοι ήταν δύσκολο να πιστέψουν (β). Τέτοιοι ήταν ο Νικόδημος, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία και άλλοι από αυτήν την τάξη (ο).
(4) Με σχετική έννοια, για σοβαρό αριθμό, που απέχει όμως πολύ από το να περιλαμβάνει την πλειοψηφία των αρχόντων (ο). Η αλήθεια του ευαγγελίου προκαλεί το ενδιαφέρον σε πολύ περισσότερες καρδιές από όσο εμείς μπορούμε να φανταστούμε. Πολλοί επιδοκιμάζουν εσωτερικά και με το βάθος των καρδιών τους το ευαγγέλιο, μολονότι δεν εκδηλώνουν και φανερότερα το ενδιαφέρον τους για αυτό. Ο Ηλίας νόμιζε άλλοτε, ότι είχε μείνει μόνος, αλλά ο Θεός του αποκάλυψε, ότι επτά ολόκληρες χιλιάδες μέσα στο Ισραήλ δεν είχαν κάμψει γόνατο στον Βάαλ, αλλά λάτρευαν τον αληθινό Θεό. Επίσης μερικοί είναι καλύτεροι από ό,τι φαίνονται σε εμάς. Είναι γνωστά τα σφάλματά τους, δεν είναι όμως γνωστή και η μετάνοιά τους. Η καλοσύνη και αγαθότητα ενός ανθρώπου μπορεί να καλύπτεται από κάποια ένοχη αλλά και άξια συγχώρεσης αδυναμία, για την οποία αυτός συναισθανόμενος αυτήν μετανοεί.
(5) Αυτοί ήταν οι χειρότεροι και φοβεροί και σε αυτούς ακόμη τους άρχοντες (b).
(6) Παρόλο που η διάνοιά τους, που πείστηκε από την πίστη, τους ωθούσε να τον ομολογήσουν (b), αυτοί δεν ομολογούσαν και με τη γλώσσα και δεν εκδήλωναν δημόσια αυτά, για τα οποία ήταν πεπεισμένοι και τα θεωρούσαν αληθινά (G).
(7) Η ίδια φράση και στο θ 22. Το να απαγορευτεί, έστω και πρόσκαιρα, σε κάποιο μέλος του συνεδρίου η είσοδος στη συναγωγή, αποτελούσε σοβαρή υπόθεση (β).
43 ἠγάπησαν(1) γὰρ τὴν δόξαν(2) τῶν ἀνθρώπων(3) μᾶλλον(4) ἤπερ(5) τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ(3).
43 Προτίμησαν τον έπαινο των ανθρώπων παρά τον έπαινο του Θεού.
(1) Το ευαγγέλιο ζητά και δημιουργεί στους ανθρώπους απάρνηση των ανθρωπίνων πραγμάτων (b).
(2) Με την έννοια της τιμής (β). «Επειδή προτίμησαν την ντροπή των ανθρώπων από τη σχέση με το Θεό, θεώρησαν αφόρητη ζημιά το να ξεπέσουν από την τιμή από τους Φαρισαίους» (Κ).
(3) Γενικές υποκειμενικές. Τη δόξα την οποία αποδίδουν οι άνθρωποι… ο Θεός.
(4) «Δεν ήταν επομένως άρχοντες, αλλά δούλοι με την χειρότερη δουλεία» (Χ), «ήταν δούλοι της πρόσκαιρης δόξας» (Κ). Αυτό ήταν έμμεση ειδωλολατρία όμοια με τη λατρεία εκείνων, οι οποίοι «σεβάστηκαν και λάτρευσαν την κτίση παρά τον κτίστη» (Ρωμ. α 25). Η αγάπη της δόξας των ανθρώπων προδικάζει για τη δύναμη την οποία θα έχει σε εμάς ο παράγοντας της πίστης. Πολλοί ξεπέφτουν από την πίστη και τη δόξα, η οποία επιφυλάσσεται από το Θεό στους πιστούς, μόνο και μόνο διότι αγαπούν τη δόξα των ανθρώπων. Η ματαιοδοξία αυτή είναι δυνατόν να καταστήσει τον άνθρωπο υποκριτή, όταν η θρησκεία είναι της μόδας και άνθρωποι σοβαροί και επίσημοι, των οποίων επιδιώκουμε την εκτίμηση και εύνοια, λατρεύουν ειλικρινά αυτήν. Επίσης είναι δυνατόν να μεταβάλλει τον άνθρωπο σε αποστάτη, όταν η θρησκεία διώκεται και οι θρησκευόμενοι αντιμετωπίζουν περιφρόνηση και διωγμούς. Εάν σκεφτείς σοβαρότερα και βαθύτερα, θα πειστείς ότι δεν είναι δυνατόν να είσαι αρεστός σε όλους. Είσαι υποχρεωμένος και αναγκασμένος να διαφωνήσεις με την μερίδα των τέκνων του Θεού, εάν θέλεις να τύχεις της επιδοκιμασίας των υιών του αιώνος αυτού.
Όσοι προσπαθούν να αρέσουν σε όλους, δυσαρεστούν τους πάντες, ενώ μόνη οδός, με την οποία θα πετύχεις και την επιδοκιμασία των τιμιότερων και λογικότερων μεταξύ των ανθρώπων του κόσμου, είναι να αποδεικνύεις πάντοτε με τη συμπεριφορά σου και στην πράξη, ότι προτιμάς να σε δοξάσει ο Θεός. Προτιμάς τον έπαινο και τη δόξα των ανθρώπων. Σκέφτηκες ποτέ, ότι ζεις μέσα και σε κόσμο αόρατο και ότι πλήθος όντων αγνών, ουράνιων, αγγελικών είναι μάρτυρες της διαγωγής και των πράξεών σου; Εάν ντρέπεσαι τους ανθρώπους, γιατί δεν αισθάνεσαι μεγαλύτερη ντροπή μπροστά στα μάτια του παντεπόπτη Θεού και όλων εκείνων των αόρατων τώρα σε σένα δούλων του, οι οποίοι εκτελούν το θέλημά του; Φοβάσαι τις κρίσεις και επικρίσεις των ανθρώπων. Και δεν φοβάσαι την κατάκριση του φοβερού εκείνου βήματος του Χριστού, η οποία θα σε ντροπιάσει μπροστά σε όλο τον ουράνιο κόσμο, αλλά και σε όλους τους από την αρχή του ανθρωπίνου γένους όμοιούς σου που θα εμφανιστούν στο αδέκαστο εκείνο δικαστήριο;
(5) Έχει ίσως η λέξη μεγαλύτερη έμφαση από το απλό ἤ· το μᾶλλον ἤπερ σημαίνει πολύ περισσότερο παρά (β). Υπάρχει και η γραφή: υπέρ.
Σύνοψις τῆς δημοσίας διδασκαλίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
44 Ἰησοῦς δὲ(1) ἔκραξε(2) καὶ εἶπεν· ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ(3) οὐ πιστεύει εἰς ἐμέ(4), ἀλλ’ εἰς τὸν πέμψαντά με(5),
44 Ο Ιησούς φώναξε δυνατά και είπε: «Αυτός που πιστεύει σ’ εμένα, δεν πιστεύει μόνο σ’ εμένα, αλλά και σ’ εκείνον που μ’ έστειλε·
(1) Γεννήθηκε ζήτημα, πότε και που είπε αυτά ο Κύριος αφού σύμφωνα με το σ. 36 «φεύγοντας κρύφτηκε από αυτούς». Απάντηση:
Ή, «κρύφτηκε μεν για λίγο καιρό ο Ιησούς» (Θφ) και «όταν υποχώρησε ο θυμός των Ιουδαίων, πάλι εμφανίστηκε και διδάσκει» (Ζ), το οποίο όμως δεν συμφωνεί με αυτό που σαφώς υποδηλώνεται, ότι ο Ιωάννης στο σ. 36 βάζει τέλος στη δημόσια δράση του Κυρίου.
Ή, είπε αυτά βγαίνοντας από το ναό, την ώρα που αναχωρούσε για να κρυφτεί από αυτούς (b), οπότε άρμοζε μάλλον να μπουν σε συνέχεια του σ. 36.
Ή, είπε αυτά σε ιδιωτική συζήτηση με τους μαθητές (Λούθηρος), αλλά με την εκδοχή αυτή δεν συμφωνεί η χρήση του «έκραξε».
Ή, πιθανότερη ερμηνεία, ο ευαγγελιστής παρέχει τώρα μία ανακεφαλαίωση και περίληψη των μαρτυριών του Ιησού για τον εαυτό του, στις οποίες οι Ιουδαίοι έπρεπε να πιστέψουν, αλλά τις οποίες απέρριψαν. Σύμφωνα με αυτά, οι αόριστοι έκραξε, είπε, υπενθυμίζουν όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες ο Ιησούς είχε διακηρύξει για τον εαυτό του τις βεβαιώσεις αυτές και πρέπει να ερμηνευτούν: Και όμως τους είχε φωνάξει πολλές φορές… τους είχε πει πολλές φορές (g).
(2) Διακαώς επιθυμώντας τη σωτηρία των ανθρώπων (b), με φωνή ισχυρή διακήρυξε αυτά, ώστε να ακούσουν όλοι αυτήν την εξόχως σοβαρή προειδοποίηση (ο). Ή, κραύγασε σαν να εκφωνεί σοβαρό και κρίσιμο λόγο (μ). Το «έκραξε» υπαινίσσεται ελευθεροστομία και θάρρος. Ενώ οι Ιουδαίοι δεν είχαν το θάρρος να εκδηλώσουν την πίστη τους στη διδασκαλία του, ο Κύριος αντίθετα διακηρύττει αυτήν θαρραλέα και φανερά. Υπαινίσσεται ακόμη την σοβαρότητα, την οποία κρύβουν οι διακηρύξεις αυτές του Κυρίου με φωνή ισχυρή. Φώναξε ως ενδιαφερόμενος και επιθυμώντας να μεταδώσει στους ακροατές όχι μόνο το ευαγγέλιο του Θεού, αλλά και την ψυχή του. Τέλος υποδηλώνει την επιθυμία του, ώστε όλοι να ακούσουν τα λεγόμενα και διακηρυττόμενα. Ήταν η τελευταία στιγμή, κατά την οποία με το δικό του στόμα διακηρυττόταν το ευαγγέλιο και η αλήθεια για το πρόσωπό του.
(3) Πιστεύειν εις… χαρακτηριστική σύνταξη του Ιωάννη (β). Αξιοσημείωτη ερμηνεία και η: «Δεν είπε αυτός που με πιστεύει» (Χ), «διότι είναι άλλο το να τον πιστεύει κάποιος και άλλο το να πιστεύει σε αυτόν· διότι το μεν πρώτο σημαίνει: το να πιστεύει τα λόγια του» (Ζ) «το οποίο θα μπορούσε να ειπωθεί και για ανθρώπους» (Χ)· «το δεύτερο όμως σημαίνει: να πιστεύει στη θεότητά του, το οποίο λέγεται για μόνο το Θεό» (Ζ). Η έννοια του όλου σ.: «Γιατί έχετε φόβο να πιστέψετε σε μένα; Μέσω εμού η πίστη διαβαίνει στο Θεό» (Χ)· «όχι μόνο διότι και οι δύο έχουν μία φύση και θεότητα, αλλά και διότι η τιμή στον απεσταλμένο μεταβαίνει σε αυτόν που τον έστειλε» (Ζ). Και με λίγες λέξεις: Η χριστιανική πίστη δεν είναι λατρεία του Ιησού, αλλά είναι πίστη στο Θεό και λατρεία του Θεού (χ).
(4) «Όταν πιστεύετε σε μένα που από τη μία έγινα άνθρωπος όπως εσείς για χάρη σας, αλλά από την άλλη είμαι και Θεός για τον εαυτό μου και για τον Πατέρα από τον οποίο έχω την ύπαρξη, μη νομίσετε ότι προσφέρετε την πίστη σε άνθρωπο» (Κ).
«Πώς αλλιώς πρέπει να εννοήσουμε αυτό, αν όχι ότι φάνηκε ως άνθρωπος στους ανθρώπους, την ώρα που παρέμενε αόρατος ως Θεός;… Και λέγοντας ότι δεν πρέπει να νομίζει κάποιος, ότι δεν ήταν ανώτερος από αυτό που έβλεπαν για αυτόν, έδειξε την επιθυμία του να πιστεύεται ως ίσος στο χαρακτήρα και στη θέση με τον Πατέρα» (Αυ).
(5) «Έχω μέσα στον εαυτό μου αυτόν που με γέννησε. Αφού επομένως εγώ είμαι ομοούσιος με αυτόν που με γέννησε, θα μεταβεί οπωσδήποτε η πίστη στον ίδιο τον Πατέρα» (Κ). Ότι αυτός που πιστεύει στον Υιό δέχεται τον Πατέρα, είναι λόγος που συναντιέται και στους συνοπτικούς (Ματθ. ι 40,Λουκ. θ 48) και συχνά η αλήθεια αυτή διακηρύσσεται με διάφορους τρόπους στον Ιωάννη (δες ε 19-20,στ 57,η 16,29,38,ι 30,38). Η διακήρυξη στον παρόντα στίχο βρίσκεται σε στενό σύνδεσμο με το σ. 41, όπου ο ευαγγελιστής είπε, ότι η δόξα του Ιεχωβά και η δόξα του Χριστού είναι η ίδια (ο).
Η πίστη στον Ιησού καταλήγει σε πίστη στον ίδιο το Θεό. Ο Πατέρας, ο οποίος έστειλε τον Ιησού στον κόσμο, είναι ο ύψιστος σκοπός μας και το τέλος του προορισμού μας και της πάνω στη γη πορείας μας. Η οδός μέσω της οποίας φθάνουμε με ασφάλεια στο τέλος αυτό, είναι ο Χριστός. Η διδασκαλία του Χριστού πιστεύεται και γίνεται δεκτή ως αλήθεια του Θεού. Η ανάπαυση και ειρήνη κάθε πιστής ψυχής βρίσκεται στο Θεό μέσω του Χριστού ως μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Διότι η υποταγή της ψυχής και η με εμπιστοσύνη παράδοσή της στο Χριστό αποβλέπει στο να παρουσιάσει αυτήν ο Χριστός ως μέγας αρχιερέας στο Θεό και Πατέρα.
45 καὶ ὁ θεωρῶν(1) ἐμὲ θεωρεῖ τὸν πέμψαντά με(2).
45 κι αυτός που βλέπει εμένα, βλέπει και εκείνον που μ’ έστειλε.
(1) «Το «βλέπει» εδώ εννοεί με το νου» (Χ). Διότι όλοι όσοι με τα αισθητά μάτια είδαν τον Ιησού, δεν είδαν και τον Πατέρα (β).
«Βλέπει βεβαίως κάποιος τη θεότητα του Χριστού, όχι στην ίδια της τη φύση· διότι η θεία φύση δεν βλέπεται και είναι εντελώς ακατανόητη… αλλά τη βλέπει από τα έργα και λόγια του που πρέπουν σε Θεό» (Ζ). Αυτός που βλέπει εμένα με την όραση εκείνη, την οποία συνοδεύει η πίστη (b).
«Σαν να έλεγε ακριβώς τα εξής: Αυτός που συνέλαβε με την όραση του νου την ουσία μου, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο» (Θφ).
Είναι αξιόλογη η παρακάτω διάκριση ανάμεσα στο πιστεύω και βλέπω: «Δύο πράγματα λέγονται για τον Σωτήρα. Πρώτο, από τη μία, αυτό που και πρώτα γίνεται. Διότι πρώτο είναι το να πιστεύει κάποιος σε αυτόν· δεύτερο, από την άλλη, αυτό που ακολουθεί ως δεύτερο· αυτό δηλαδή είναι ανώτερο και από το να πιστεύει, το οποίο ακριβώς είναι το να βλέπει τον Λόγο, και με το να βλέπει τον Λόγο να βλέπει τον Πατέρα. Στην μεν πίστη φθάνει και το πλήθος αυτών που έρχονται στη θεοσέβεια, στο να βλέπουν όμως τον Λόγο και μέσα από αυτόν να κατανοούν τον Πατέρα, δεν φθάνουν πλέον όλοι οι πιστοί, αλλά μόνοι οι καθαροί στην καρδιά» (Ω).
(2) «Από εδώ φανερώνει το ομοούσιο» (Χ) και «ότι ταυτίζεται στα πάντα με το Θεό και Πατέρα λόγω της φυσικής ομοιότητας και της κατά κάποιο τρόπο ταύτισης της ουσίας» (Κ). Η έννοια του όλου σ.: «Αυτός που γνώρισε τη δική μου θεότητα, γνώρισε τη θεότητα του Πατέρα μου· διότι μία και η ίδια είναι η θεότητα σε εμάς· και εγώ είμαι εικόνα του Πατέρα απαράλλακτη» (Ζ). Βλέπει την μεγαλειότητα του Πατέρα να αστράφτει στον Υιό (G).
46 Ἐγὼ φῶς(1) εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα(2), ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ(3) μὴ μείνῃ(4).
46 Εγώ ήρθα στον κόσμο σαν το φως, έτσι ώστε όποιος πιστεύει σ’ εμένα να μη μείνει στο σκοτάδι.
(1) «Φως νοερό, που διαλύει το νοερό σκοτάδι, και με τα έργα και λόγια που αρμόζουν στο Θεό, δείχνει τις ακτίνες της θεότητας στα υγιή μάτια» (Ζ). «Επειδή δηλαδή ο Πατέρας έτσι ονομάζεται παντού στην Παλαιά και την Καινή, χρησιμοποιεί και αυτό το όνομα· για αυτό και ο Παύλος τον αποκαλεί απαύγασμα (=ακτινοβολία), μαθαίνοντας αυτό από εδώ» (Χ). «Ομολογώντας όμως για τον εαυτό του ότι είναι φως, αποδεικνύει ότι είναι Θεός από τη φύση του. Διότι μόνο σε αυτόν που είναι από τη φύση του Θεός πρέπει αυτή η ονομασία» (Κ). Σε πολλά σημεία στον Ιωάννη ονομάζεται ο Χριστός φως του κόσμου. Δες α 4,5,9,γ 19,η 12,θ 5.
(2) «Είπε κάπου στους μαθητές του: Εσείς είστε το φως του κόσμου… Δεν είπε όμως σε αυτούς, ότι έχετε έρθει φως στον κόσμο και ότι καθένας που πιστεύει σε εσάς να μη μείνει στο σκοτάδι. Πουθενά δεν συναντάμε κάτι τέτοιο. Όλοι οι άγιοι είναι φώτα, αλλά φωτιζόμενα από αυτόν με την πίστη. Και καθένας που θα χωριστεί από αυτόν, θα μένει στο σκοτάδι» (Αυ). Ποιος μπροστά σε τέτοιες διακηρύξεις μπορεί να υποστηρίξει ότι ο Κύριός μας είναι απλώς αποκαλυπτής φωτός, όπως οι προφήτες της Π.Δ.; (ο). Το «ἐλήλυθα» φανερώνει ότι είχε ο Κύριος ύπαρξη και ήταν φως προτού έλθει στον κόσμο, όπως ο ήλιος υπάρχει πριν την ανατολή του στο καθένα από τα δύο γήινα ημισφαίρια. Οι προφήτες και οι απόστολοι έγιναν και δημιουργήθηκαν φώτα στον κόσμο. Μόνο όμως για το Χριστό λέγεται, ότι ήλθε φως στον κόσμο, διότι υπήρχε και πριν στον άλλο κόσμο ένδοξο και απρόσιτο φως.
(3) «Στο σκοτάδι της πλάνης, της αμαρτίας» (Ζ).
(4) «Είναι ανάγκη ασφαλώς να εννοήσουμε ότι έως τότε βρίσκονταν στο σκοτάδι αυτοί που δεν είχαν ακόμη πιστέψει, εφόσον βεβαίως μόνο σε αυτούς που πίστεψαν σε αυτόν υπάρχει το ότι βρέθηκαν στο φως το δικό του» (Κ). Το «μείνῃ» προϋποθέτει, ότι όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τους υπάρχουν στο σκοτάδι (ο). Πριν ακόμη έλθει ο Χριστός, οι άνθρωποι υπήρχαν χωρίς κάποια πραγματική άνεση ή χαρά ή ελπίδα. Δεν εξακολούθησαν όμως να παραμένουν στην κατάσταση αυτή. Φως ανέτειλε σε αυτούς.
47 Καὶ ἐάν τίς μου ἀκούσῃ(1) τῶν ρημάτων καὶ μὴ πιστεύσῃ(2), ἐγὼ οὐκρίνω αὐτόν(3)· οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσω τὸν κόσμον(4).
47 Όποιος ακούσει τα λόγια μου και δεν τα δεχτεί, αυτόν δεν θα τον κρίνω εγώ, γιατί δεν ήρθα για να καταδικάσω τον κόσμο, αλλά για να τον σώσω.
(1) Συντασσόμενο με πτώση γενική είναι πιο έντονο από σύνταξη με αιτιατική. Δεν σημαίνει απλή φυσική ακρόαση αλλά υποδηλώνει και κατανόηση, τουλάχιστον μερική, της αξίας των ακουομένων (β).
(2) Αυθεντική γραφή: και μη φυλάξη, η οποία συμφωνεί και με τα Ματθ. ζ 26,Μάρκ. ι 20.
(3) «Στον παρόντα αιώνα» (Ζ), στον μελλοντικό όμως «να κατηγορεί τον εαυτό του ότι δίκαια τιμωρείται. Διότι δεν είμαι εγώ αίτιος για αυτό, εγώ που θέλω να σώσω αυτούς που πρόκειται να πέσουν σε καταδίκη και για αυτό ήλθα» (Κ), «αλλά ο ίδιος προκάλεσε την καταδίκη στον εαυτό του» (Θφ). Το χωρίο αυτό δεν αντιτίθεται στην αλήθεια της καταδίκης του κόσμου στη μέλλουσα κρίση από τον Κύριο ως Κριτή. Τονίζει απλώς, ότι το κύριο έργο του προς το παρόν είναι αυτό του Σωτήρα του κόσμου (ο), και η απόφαση, την οποία θα εκδώσει στη μέλλουσα κρίση, θα βασίζεται αποκλειστικά στη στάση, την οποία ο καθένας θα πάρει απέναντι στο λόγο του. Η ίδια ιδέα και στα γ 18,ε 28,η 15 (g).
(4) Δες γ 17. Ο Κύριος δεν ήλθε για να κρίνει τον κόσμο, αλλά για να σώσει τον κόσμο. Από κάποια άποψη και σε κάποιο μέτρο ισχύει αυτό και για μας. Δεν ζούμε στον κόσμο αυτόν για να κρίνουμε τον κόσμο, αλλά για να γίνουμε όργανα του Σωτήρα, ώστε να σωθεί ο κόσμος από αυτόν. Δεν είμαστε εδώ για να νικήσουμε το κακό με βία και καταναγκασμό, αλλά για να εργαστούμε με πραότητα και μακροθυμία, ώστε με το αγαθό να νικήσουμε το κακό. Η αυστηρότητά μας εναντίον των αμαρτωλών πρέπει να συγκρατείται από την ανάμνηση των δικών μας αμαρτιών. Πόσο μας αρέσει να είμαστε βίαιοι επικριτές μάλλον παρά συμπαθείς και επιεικείς φροντιστές και επιμελητές των ελλείψεων και παρεκτροπών του πλησίον μας! Πόσο πλανιόμαστε δεχόμενοι ως κοινωνική και δημόσια δικαιοσύνη και ως ζήλο για να στιγματιστεί το κακό για διαφώτιση της κοινωνίας και ανόρθωση των ηθών της, τον ωμό εγωισμό μας και την φαρισαϊκή μας αυταρέσκεια και τύφλωση! Αλλά πρέπει λοιπόν να αφήνουμε ελεύθερο το κακό και να μην αντιτάσσουμε καμία αντίδραση και αντίσταση εναντίον του; Κάθε άλλο. Οφείλουμε να αντιστεκόμαστε και μάλιστα μέχρις αίματος αντιδρώντας εναντίον του. Μέχρι το δικό μας όμως αίμα, όχι μέχρι το αίμα των άλλων. Οφείλουμε να αντιστεκόμαστε βίαια στο κακό μέσα μας, αλλά εναντίον του κακού των άλλων τα χέρια μας και η γλώσσα πρέπει να κινούνται γεμάτα συμπάθεια και στοργή. Μιμήσου τον Κύριό σου και Σωτήρα σου. Ακολούθησε τα ίχνη του πιστά. Και γίνε και εσύ όχι κριτής, αλλά όργανο σωτηρία του κόσμου.
48 Ὁ ἀθετῶν(1) ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ρήματά μου(2), ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν(3)· ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ(4) αὐτὸν ἐν τῇἐσχάτῃ ἡμέρᾳ(5)·
48 Αυτός που με απορρίπτει και δε δέχεται τα λόγια μου, σ’ αυτά θα βρει εκείνον που θα τον δικάσει· ο λόγος που κήρυξα, αυτός θα τον κρίνει την έσχατη ημέρα.
(1) Κατά λέξη σημαίνει μετακινώ κάτι από τη θέση του· παραμερίζω με περιφρόνηση σαν κάτι που δεν έχει αξία (ο). «Αυτός που δεν πείθεται σε μένα» (Ζ).
(2) Η αθέτηση του Ιησού ταυτίζεται με την απόρριψη των λόγων του (g). Όσο οι Ιουδαίοι απέρριπταν τον ίδιο το Χριστό, τόσο και δεν δέχονταν τα λόγια του. Δες η 42-43 (b). Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει στο ευαγγέλιο του Χριστού, χωρίς να δίνει συγχρόνως πίστη και σε ό,τι αυτό διακηρύττει για τη θεία αποστολή και προσωπικότητα του Χριστού. Και πάλι κανείς δεν μπορεί να πιστεύει στο Μεσσιακό αξίωμα του Ιησού χωρίς να προσκολλάται σε ό,τι ζητά το ευαγγέλιό του (ο).
(3) Έχει «ήδη» (b) «αυτόν που τον καταδικάζει, που τον ελέγχει» (Ζ). «Λέει ότι θα είναι αυτοκατάκριτοι αυτοί που τον παρακούνε και δεν αποδέχτηκαν την σωστική πίστη» (Κ). Ο σκοπός για τον οποίο ήλθε ο Κύριος στον κόσμο, δεν ήταν η κρίση και κατάκριση του κόσμου, αλλά η απολύτρωσή του. Εκείνος όμως ο οποίος άκουσε και απέρριψε το ευαγγέλιο δεν είναι στην ίδια θέση, στην οποία βρίσκεται αυτός που ποτέ δεν άκουσε το ευαγγέλιο. Το ευαγγελικό μήνυμα, το οποίο αυτός άκουσε, θα είναι ο κατήγορός του (τ). Δες την μακροθυμία και υπομονή του Κυρίου μας, που δείχνεται σε εκείνους, οι οποίοι περιφρονούν αυτόν σε αυτήν τη ζωή. Δεν είναι ο Κύριος γρήγορος και βιαστικός να χτυπήσει εκείνους οι οποίοι αρνούνται να δεχτούν την προσφερόμενη σε αυτούς χάρη, αλλά εξακολουθεί με καλή διάθεση να περιμένει αυτούς.
(4) «Ο λόγος που σας κάλεσε σε σωτηρία» (Κ)· «τα λόγια, τα οποία είπα τώρα, θα πάρουν τη θέση κατηγόρου, που θα τον ελέγχουν και θα διακόπτουν κάθε απολογία» (Χ). Προσωποποιεί τον λόγο του και παρουσιάζει αυτόν κατά κάποιο τρόπο να κάθεται σε θρόνο και να κρίνει. Δεν είναι λόγος κενός, που μάταια ειπώθηκε. Είναι από τη μία λόγος «ικανός να εισδύει σε όλη την ύπαρξη του ανθρώπου, μέχρι που να ξεχωρίζει την ψυχή και τα πνευματικά χαρίσματα του ανθρώπου, τις αρθρώσεις και τους μυελούς• και έχει τη δύναμη να ερευνά και να κρίνει και τις πλέον αφανείς και κρυφές σκέψεις και έννοιες της καρδιάς» (Εβρ. δ 12)· και από την άλλη θα επαναληφθεί κατά την εσχάτη ημέρα από το στόμα του Σωτήρα και τότε Κριτή που αθετήθηκε (Stier).
(5) «Επειδή ακριβώς ο παρών καιρός είναι καιρός σωτηρίας και όχι κρίσης, την ημέρα της κρίσης θα φέρει σε εσάς την τιμωρία της ανυπακοής» (Κ).
49 ὅτι(1) ἐγὼ(2) ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλάλησα(3), ἀλλ’ ὁ πέμψας με πατὴρ αὐτός μοι ἐντολὴν ἔδωκε(4) τί εἴπω καὶ τί λαλήσω(5)·
49 Γιατί, εγώ δε δίδαξα από μόνος μου, αλλά ο Πατέρας που μ’ έστειλε, εκείνος μου όρισε τι να πω και τι να κηρύξω.
(1) Αυτή είναι η αιτία για την οποία ο λόγος θα κρίνει τον άπιστο· διότι είναι ο λόγος του Πατέρα (b). «Μεταφέρει το λόγο στον προσκυνούμενο αναντίρρητα και ολοφάνερα, εννοώ βεβαίως τον Θεό και Πατέρα», «και τους καλεί κατά κάποιο τρόπο να θυμούνται… ότι αν δεν θελήσουν να πειστούν στα λόγια του, θα υποστούν οπωσδήποτε αναπόφευκτη τιμωρία και θα υπομείνουν όσα είπε ο Θεός» (Κ).
(2) Το εγώ μπαίνει μπροστά με έμφαση, σε συνδυασμό μάλιστα με το ἐξ ἐμαυτοῦ αντιτίθεται έντονα στο «ο Πατέρας» στον οποίο αναφέρονται τα λόγια που είπε ο Ιησούς (ο).
(3) Δες ζ 17. Όπως στο ε 30 είπε, ότι «δεν μπορώ εγώ από μόνος μου να κάνω τίποτα» έτσι και τώρα διακηρύττει για τα λόγια του, ότι είναι λόγια του Πατέρα του (β). «Όταν λέει λοιπόν «από τον εαυτό μου δεν μίλησα», και πάλι «όπως μου έχει πει ο Πατέρας, έτσι μιλώ»· και «ο λόγος που ακούτε, δεν είναι δικός μου αλλά αυτού που με έστειλε»· και αλλού «όπως με διέταξε ο Πατέρας, έτσι κάνω», χρησιμοποιεί αυτές τις εκφράσεις όχι επειδή δεν είναι αυτεξούσιος και ελεύθερος ούτε επειδή θέλει να επωφεληθεί το υποχωρητικό των εκφράσεων, αλλά για να δηλώσει ότι η θέλησή του είναι ενωμένη απολύτως με τη θέληση του Πατέρα» (Β). «Δεν λέει αυτό αφαιρώντας την εξουσία του, αλλά αναιρεί τη γνώμη ότι είναι ξένος και αντίθετος με τον Πατέρα. Παντού παρουσιάζει τον εαυτό του ενωμένο με αυτόν που τον γέννησε και ότι δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσά τους» (Χ).
(4) Μπορούμε να το πάρουμε ότι αναφέρεται στην προαιώνια ύπαρξη του Λόγου.
«Ο μονογενής Υιός είναι ο Λόγος και η Σοφία του Πατέρα και σε αυτόν υπάρχουν όλες οι εντολές του Πατέρα. Διότι δεν υπήρξε ποτέ χρόνος, κατά τον οποίο ο Υιός δεν γνώριζε την εντολή του Πατέρα έτσι ώστε να αποκτήσει σε κάποιο χρόνο ό,τι δεν είχε πριν. Διότι ό,τι έλαβε από τον Πατέρα, έλαβε αυτό κατά τη γέννησή του από τον Πατέρα» (Αυ).
«Επειδή λοιπόν ο Χριστός είναι ο ζωντανός και ενυπόστατος Λόγος του Θεού και Πατέρα, αναγκαστικά διερμηνεύει αυτά που είναι μέσα στον Πατέρα, και το ότι βγάζει στο φως αυτό που φαίνεται να είναι σύμφωνο με το θέλημα αυτού που τον γέννησε, λέει ότι το έχει πάρει σαν δύναμη εντολής. Θα μπορούσε όμως κάποιος να δει ότι και σε εμάς τους ίδιους αυτό το πράγμα είναι αληθινό και δεν συμβαίνει αλλιώς. Διότι ο προφορικός λόγος, που διατυπώνεται προς τα έξω με την έναρθρη φωνή με σύνθεση λέξεων και λόγων, αποκαλύπτει όσα είναι μέσα στη διάνοιά μας, σαν κατά κάποιο τρόπο να τον διατάζει αυτή… διότι με το που κατάλαβε κάτι ο νους, το παρέδωσε στη φωνή· η φωνή λοιπόν βγαίνοντας έξω διερμηνεύει αυτά που είναι στο βάθος, αυτά που είναι στο νου, χωρίς να αλλάζει τίποτα από αυτά που έχει διαταχτεί. Τι το παράξενο λοιπόν… αν ο Υιός, όντας Λόγος του Θεού και Πατέρα, όχι όπως ο δικός μας λόγος (διότι τα σχετικά με το Θεό είναι ανώτερα από κάθε παράδειγμα) διερμηνεύει το θέλημα αυτού που τον γέννησε;» (Κ).
Πιο σύμφωνο όμως με τα συμφραζόμενα είναι να αναφέρουμε αυτά στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου. «Διότι τι είπε ο Θεός μέσω του Μωϋσή για το Χριστό; «Θα αναδείξω προφήτη σε αυτούς… και θα δώσω το λόγο μου στο στόμα του και θα πει σε αυτούς ό,τι τον διατάξω»… Επομένως, ο Κύριός μας Ιησούς… με αυτά που λέει, ότι έχει πάρει εντολή από αυτόν και ότι δεν μιλά από μόνος του, παρουσιάζει με σαφήνεια τον εαυτό του ότι είναι ο προφήτης, αυτός τον οποίο ο νόμος προανήγγειλε και τον οποίο η φωνή του Θεού και Πατέρα προκήρυξε πριν από πολλά χρόνια στο παρελθόν» (Κ).
«Επειδή λοιπόν ονομάστηκε προφήτης σύμφωνα με την δική μας εξομοίωση, αφού πήρε πάνω του την ονομασία του δούλου και τη μορφή της ομοιότητας με εμάς, αναγκαστικά ο νόμος τού έχει αποδώσει και όσα πρέπουν στον προφήτη, δηλαδή το να πληροφορείται κάτι από τον Πατέρα, και το να έχει πάρει εντολή τι να πει και τι να εκφράσει» (Κ).
Η ίδια ιδέα είναι και στα Ιω. ε 19,20,30, ζ 16, η 16,28,55 (F). Η εντολή για την οποία μιλά εδώ ο Ιησούς δεν είναι εντολή που μία και μοναδική φορά πήρε ο Υιός όταν επρόκειτο να σαρκωθεί. Η ιδέα αυτή δεν συμβιβάζεται με τα γ 34,ε 19-20,30, η 16. Ο Ιησούς παίρνει για κάθε περίπτωση την εντολή, την οποία πρέπει να εκτελέσει· ακούει πριν μιλήσει και ακούει διότι ακροάται (g). Ο Χριστός ως υιός του ανθρώπου δεν λέει ανθρώπινα κατασκευάσματα και επινοήσεις· ως υιός του Θεού πάλι δεν ενεργούσε ξεχωριστά και σε διάσταση με τον Πατέρα· ως μεσίτης τέλος ήλθε εκούσια στον κόσμο, αλλά όχι και αυθαίρετα και από δική του σκέψη, αλλά στάλθηκε από τον Πατέρα στον κόσμο.
(5) Τα δύο ρήματα ή έχουν την ίδια σημασία και η χρήση και των δύο είναι ζήτημα ύφους (β) ή το πρώτο αναφέρεται στην ουσία και το περιεχόμενο των λόγων, ενώ το δεύτερο στη μορφή τους (g). Ο Κύριός μας ως άνθρωπος προτού μας διδάξει, έμαθε από όσα έπαθε την υπακοή, παρόλο που ήταν Υιός του Θεού. Ο Θεός και Κύριος διέταξε τον πρώτο Αδάμ και εκείνος με την ανυπακοή παρασύρθηκε στον όλεθρο. Έδωσε εντολή όμως και στον δεύτερο Αδάμ, τον Κύριο από τον ουρανό, και αυτός με την υπακοή του μας έσωσε.
50 καὶ οἶδα(1) ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ ζωὴ αἰώνιός ἐστιν(2). Ἅ οὖν λαλῶ ἐγώ, καθὼς εἴρηκέ μοι ὁ πατήρ, οὕτω λαλῶ(3).
50 Και ξέρω πως ό,τι ορίζει εκείνος, οδηγεί στην αιώνια ζωή. Αυτά, λοιπόν, που κηρύττω εγώ, τα κηρύττω έτσι όπως μου τα έχει πει ο Πατέρας».
(1) Δες ε 32,η 55. Τρόπος σοβαρής βεβαίωσης που χρησιμοποιείται από τον Κύριο σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία μιλά για τη μαρτυρία ή την εντολή του Θεού ή για τον ίδιο το Θεό (β).
(2) «Επειδή προξενεί ζωή αιώνια και οδηγεί στη ζωή την αιώνια» (Ζ). Διότι η αιώνια ζωή στηρίζεται στην πειραματική γνώση του Πατέρα και του Υιού σύμφωνα με το Ιω. ιζ 3 (b). Δες και στ 68, όπου ο Πέτρος ομολογεί στον Ιησού: «έχεις λόγια αιώνιας ζωής». Και σύμφωνα με τους Συνοπτικούς (Μάρκ. ι 17-18) οι θείες εντολές τηρούμενες είναι αιώνια ζωή (β). Δεν είναι απλώς η εντολή μέσο για αιώνια σωτηρία, αλλά εμπερικλείει το σπέρμα και την αρχή της αιώνιας ζωής, και όταν κάποιος δεχτεί αυτήν με την πίστη στην ψυχή του, φέρνει σε αυτόν ως αποτέλεσμα την αιώνια ζωή (ο). Αυτός που περιφρονεί τα λόγια του Χριστού, περιφρονεί την αιώνια ζωή (b). «Είναι αναπολόγητοι λοιπόν όσοι δεν δέχονται αυτά που διατάχτηκα να πω, δηλαδή τα λόγια μου, τη διδασκαλία μου· και επιβουλεύονται τον ίδιο τον εαυτό τους διότι δεν δέχονται την αιώνια ζωή» (Ζ).
(3) Αυτό είναι το μυστικό της απόλυτης αξίας των λόγων του Ιησού· δες η 28 και ιδ 31 (β). Διότι «τι άλλο σημαίνουν τα λόγια αυτά παρά ότι λέω την αλήθεια;» (Αυ). Και τα λόγια αυτά εφαρμόζονται ολοφάνερα στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου. Ο Αυγουστίνος εφαρμόζοντας αυτά στη θεία φύση του Λόγου παρατηρεί: «Ας μην πάρουμε το «όπως μου είπε» σαν ο Πατέρας να χρησιμοποιούσε λόγια μιλώντας προς τον Μονογενή ή σαν ο Λόγος του Θεού να χρειαζόταν λόγους από το Θεό. Ο Πατέρας μίλησε στον Υιό με τον ίδιο τρόπο που έδωσε και ζωή στον Υιό· όχι διότι ο Υιός δεν γνώριζε αυτό ή δεν είχε εκείνο, αλλά διότι ήταν ο Υιός». «Λέγοντας αυτό, δεν αναιρούσε την εξουσία του, αλλά δείχνει, ότι ο Υιός δεν έχει τίποτα ξένο με τον Πατέρα· σαν να έλεγε· δεν λέω τίποτα αντίθετο με τον Πατέρα, ούτε σαν να είναι δικό μου μόνο, αλλά κοινό» (αμ).
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 435-476 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.